Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32014R0653

    Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 653/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014 , για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 όσον αφορά την ηλεκτρονική αναγνώριση των βοοειδών και την επισήμανση του βοείου κρέατος

    ΕΕ L 189 της 27.6.2014, p. 33–49 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2014/653/oj

    27.6.2014   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 189/33


    ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 653/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

    της 15ης Μαΐου 2014

    για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 όσον αφορά την ηλεκτρονική αναγνώριση των βοοειδών και την επισήμανση του βοείου κρέατος

    ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 43 παράγραφος 2 και το άρθρο 168 παράγραφος 4 στοιχείο β),

    Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

    Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

    Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

    Αφού ζητήθηκε η γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

    Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)

    Το 1997, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 820/97 του Συμβουλίου (3) ενισχύθηκαν οι κανόνες της Ένωσης σχετικά με την ταυτοποίηση και την ιχνηλασιμότητα των βοοειδών στο πλαίσιο της επιδημίας της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών (ΣΕΒ) και της αυξανόμενης ανάγκης που δημιούργησε για την ιχνηλασιμότητα της καταγωγής του ζώου και των μετακινήσεών του με τη χρήση συμβατικών ενωτίων.

    (2)

    Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) ορίζει ότι κάθε κράτος μέλος υποχρεούται να δημιουργήσει σύστημα για την αναγνώριση και την καταγραφή των βοοειδών σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό.

    (3)

    Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 θεσπίζει ένα σύστημα για την αναγνώριση και την καταγραφή των βοοειδών, το οποίο περιλαμβάνει ενώτια που τοποθετούνται και στα δύο αυτιά του ζώου, ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων, διαβατήρια ζώων και ατομικά μητρώα που τηρεί κάθε εκμετάλλευση.

    (4)

    Η ιχνηλασιμότητα του βοείου κρέατος στην πηγή μέσω της αναγνώρισης και της καταγραφής είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επισήμανση της καταγωγής σε όλη την τροφική αλυσίδα. Τα μέτρα αυτά εξασφαλίζουν την προστασία του καταναλωτή και της δημόσιας υγείας και προάγουν την εμπιστοσύνη του καταναλωτή.

    (5)

    Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 και, ειδικότερα, η αναγνώριση των βοοειδών και τα συστήματα προαιρετικής επισήμανσης του βοείου κρέατος αναφέρονται ως υποχρεώσεις πληροφόρησης με ειδική σημασία από την άποψη του φόρτου που συνεπάγονται για τις επιχειρήσεις στην ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, της 22ας Οκτωβρίου 2009, με τίτλο «Πρόγραμμα δράσης για τη μείωση του διοικητικού φόρτου στην ΕΕ — Τομεακά προγράμματα μείωσης διοικητικού φόρτου και ενέργειες για το 2009».

    (6)

    Η χρήση συστημάτων ηλεκτρονικής αναγνώρισης («EID») θα συνέβαλλε ενδεχομένως στην ορθολογική οργάνωση των διαδικασιών ιχνηλασιμότητας μέσω αυτόματης και ακριβέστερης ανάγνωσης και καταγραφής στο μητρώο των εκμεταλλεύσεων. Επιπλέον, θα καθιστούσε δυνατή την αυτόματη αναφορά των κινήσεων των ζώων στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων βελτιώνοντας έτσι την ταχύτητα, την αξιοπιστία και την ακρίβεια του συστήματος ιχνηλασιμότητας και τη διαχείριση ορισμένων απευθείας πληρωμών προς τους αγρότες. Η χρήση των ανωτέρω συστημάτων EID θα βελτιώσει και τη διαχείριση ορισμένων αμέσων πληρωμών στους αγρότες.

    (7)

    Τα συστήματα EID που βασίζονται σε ραδιοσυχνική αναγνώριση έχουν βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία δέκα έτη. Η εν λόγω τεχνολογία καθιστά δυνατή τη γρηγορότερη και ακριβέστερη ανάγνωση των ατομικών κωδικών ταυτότητας των ζώων απευθείας στα συστήματα επεξεργασίας δεδομένων. Αυτό φέρνει μείωση του αναγκαίου χρόνου για την ιχνηλασιμότητα των πιθανών μολυσμένων ζώων ή τροφίμων, γεγονός που συνεπάγεται βελτίωση της αξιοπιστίας των βάσεων δεδομένων και ενίσχυση της δυνατότητας έγκαιρης αντίδρασης σε περίπτωση έξαρσης ασθενειών, εξοικονομώντας κόστος εργασίας, παρότι συνεπάγεται αύξηση του κόστους εξοπλισμού.

    (8)

    Ο παρών κανονισμός εναρμονίζεται με το γεγονός ότι τα συστήματα EID έχουν ήδη εισαχθεί στην Ένωση για ζωικά είδη άλλα από τα βοοειδή, όπως το υποχρεωτικό σύστημα που χρησιμοποιείται στα αιγοπρόβατα.

    (9)

    Δεδομένης της τεχνολογικής προόδου όσον αφορά τα συστήματα EID, ορισμένα κράτη μέλη αποφάσισαν να αρχίσουν την προαιρετική εφαρμογή της EID για τα βοοειδή. Οι πρωτοβουλίες αυτές ενδέχεται να φέρουν την ανάπτυξη διαφορετικών συστημάτων σε επιμέρους κράτη μέλη ή από ενδιαφερόμενα μέρη. Αυτή η ανάπτυξη θα εμπόδιζε τη μεταγενέστερη εναρμόνιση των τεχνικών προτύπων εντός της Ένωσης. Θα πρέπει όμως να εξασφαλιστεί ότι τα συστήματα αναγνώρισης που θα υιοθετήσουν τα κράτη μέλη θα είναι διαλειτουργικά και σύμφωνα προς τα σχετικά πρότυπα ISO ή οποιοδήποτε άλλο διεθνές τεχνικό πρότυπο εγκριθέν από ανεγνωρισμένους διεθνούς οργανισμούς τυποποίησης, εφόσον αυτά τα διεθνή πρότυπα μπορούν να εγγυηθούν τουλάχιστον ένα επίπεδο επιδόσεων υψηλότερο από εκείνο των προτύπων ISO.

    (10)

    Η έκθεση της Επιτροπής της 25ης Ιανουαρίου 2005 σχετικά με τη δυνατότητα θέσπισης συστημάτων EID για τα βοοειδή συμπεραίνει ότι έχει αποδειχθεί ότι η ραδιοσυχνική αναγνώριση έχει εξελιχθεί σε βαθμό που θα μπορούσε ήδη να εφαρμοστεί στην πράξη. Συμπεραίνει επίσης ότι είναι άκρως επιθυμητό να υπάρξει στροφή προς την EID των βοοειδών εντός της Ένωσης, επειδή, εκτός από άλλα πλεονεκτήματα, θα συνέβαλε και στη μείωση του διοικητικού φόρτου.

    (11)

    Σύμφωνα με την από 10 Σεπτεμβρίου 2008 ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «σχέδιο δράσης για την εφαρμογή της στρατηγικής της ΕΕ για την υγεία των ζώων», η Επιτροπή οφείλει να απλουστεύσει τις υποχρεώσεις πληροφόρησης, όπως τα μητρώα εκμεταλλεύσεων και τα διαβατήρια ζώων, κατά την εισαγωγή των συστημάτων EID.

    (12)

    Η από 19 Σεπτεμβρίου 2007 ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «σχετικά με μια νέα στρατηγική σχετικά με την υγεία των ζώων για την Ευρωπαϊκή Ένωση (2007-2013), σύμφωνα με την οποία «η πρόληψη είναι καλύτερη από τη θεραπεία» », προτείνει να εξεταστεί η EID για τα βοοειδή ως πιθανή βελτίωση του υφιστάμενου συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής της Ένωσης για την απλούστευση των υποχρεώσεων πληροφόρησης, όπως μητρώα εκμεταλλεύσεων και διαβατήρια ζώων, και προτείνει την εφαρμογή συστήματος ηλεκτρονικής ανταλλαγής διαβατηρίων βοοειδών. Η εν λόγω ανταλλαγή προϋποθέτει την εισαγωγή EID με την εισαγωγή δεδομένων σε πραγματικό χρόνο. Μια τέτοια ανταλλαγή θα έφερε σημαντική εξοικονόμηση κόστους και προσπαθειών για τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και άλλων ενδιαφερομένων, και θα μείωνε τον φόρτο εργασίας κατά τη μεταβίβαση δεδομένων από τα διαβατήρια ζώων σε ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων. Ο παρών κανονισμός συνάδει με την εν λόγω πρωτοβουλία.

    (13)

    Ο παρών κανονισμός αναμένεται, συνεπώς, να συμβάλει σε κάποιους θεμελιώδεις στόχους σημαντικών στρατηγικών της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της στρατηγικής «Ευρώπη 2020», για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη, με τη βελτίωση της οικονομικής ανάπτυξης, της συνοχής και της ανταγωνιστικότητας.

    (14)

    Ορισμένες τρίτες χώρες έχουν ήδη κανόνες που επιτρέπουν προηγμένες τεχνολογίες EID. Η Ένωση θα πρέπει να θεσπίσει παρόμοιους κανόνες για τη διευκόλυνση του εμπορίου και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας του γαλακτοκομικού τομέα.

    (15)

    Υπό το φως της τεχνολογικής ανάπτυξης νέων τύπων ηλεκτρονικών συστημάτων αναγνώρισης, είναι σκόπιμο να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής των μέσων αναγνώρισης που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 για να καταστεί δυνατή η χρήση των ηλεκτρονικών συσκευών αναγνώρισης ως επίσημων μέσων ηλεκτρονικής αναγνώρισης. Εφόσον η εισαγωγή των αντίστοιχων διατάξεων συνεπάγεται σημαντικές επενδύσεις, χρειάζεται μια μεταβατική περίοδος πέντε ετών που θα δώσει στα κράτη μέλη τον αναγκαίο χρόνο για να ετοιμασθούν. Σε αυτή τη μεταβατική περίοδο, τα συμβατικά ενώτια θα συνεχίσουν να είναι το μόνο επίσημο μέσον αναγνώρισης για τα βοοειδή.

    (16)

    Αν γίνει υποχρεωτική η EID σε ολόκληρη την Ένωση, θα μπορούσαν να υπάρχουν αρνητικές οικονομικές επιδράσεις για ορισμένους επιχειρηματίες. Συνεπώς, είναι σκόπιμο, όταν αναγνωριστεί η EID από τον παρόντα κανονισμό ως επίσημο μέσον αναγνώρισης, να μπορούν οι κτηνοτρόφοι να τη χρησιμοποιούν σε προαιρετική βάση. Στο πλαίσιο αυτού του προαιρετικού καθεστώτος, η EID θα μπορούσε να επιλεγεί από κτηνοτρόφους που ενδέχεται να έχουν οικονομικό όφελος από αυτήν, ενώ θα πρέπει να επιτρέπονται άλλοι κτηνοτρόφοι να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τα συμβατικά ενώτια για την αναγνώριση των ζώων τους.

    (17)

    Τα κράτη μέλη έχουν πολύ διαφορετικά συστήματα κτηνοτροφίας, γεωργικές πρακτικές και οργανώσεις του τομέα. Συνεπώς, θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να κάνουν υποχρεωτική την EID στο έδαφός τους, μόνον όταν το θεωρούν κατάλληλο, κατόπιν εξέτασης όλων αυτών των παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων και των συνεπειών για τους αγρότες κατόχους μικρών εκμεταλλεύσεων, και μετά από διαβούλευση με τις οργανώσεις που εκπροσωπούν τον κτηνοτροφικό κλάδο. Κατά τις εμπορικές συναλλαγές ζώων εντός Ένωσης η υποχρέωση ηλεκτρονικής αναγνώρισης ενός βοοειδούς θα πρέπει να υπάγεται στην ευθύνη του κράτους μέλους που έχει καταστήσει υποχρεωτική στο έδαφός του τη χρήση της EID. Τούτο δεν θα πρέπει να συνεπάγεται για το εν λόγω κράτος μέλος την υποχρέωση εκ νέου αναγνώρισης ζώων που έχουν ήδη αναγνωρισθεί ηλεκτρονικώς στο κράτος μέλος αποστολής.

    (18)

    Τα ζώα και το κρέας που εισέρχονται στην Ένωση από τρίτες χώρες θα πρέπει να υπόκεινται σε απαιτήσεις αναγνώρισης και ιχνηλασιμότητας που να παρέχουν ισοδύναμο επίπεδο προστασίας.

    (19)

    Τα ζώα που εισάγονται στην Ένωση από τρίτες χώρες θα πρέπει κατά την άφιξή τους να υπόκεινται στις ίδιες απαιτήσεις αναγνώρισης που εφαρμόζονται στα ζώα που γεννήθηκαν στην Ένωση.

    (20)

    Τα δυο επίσημα μέσα αναγνώρισης ενός ζώου θα πρέπει να φέρουν τον ίδιο κωδικό αναγνώρισης. Ωστόσο, κατά την αρχική φάση προσαρμογής στη χρήση συσκευών ηλεκτρονικής αναγνώρισης ως επίσημων μέσων αναγνώρισης, δεν θα μπορούσε να αποκλεισθεί ότι, ενίοτε, ο αρχικός κωδικός ταυτοποίησης του ζώου, λόγω τεχνικών περιορισμών στη διαμόρφωση του δεν θα είναι δυνατόν να αναπαραχθεί σε συσκευή ηλεκτρονικής αναγνώρισης. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί αν οι χαρακτήρες που σχηματίζουν τον κωδικό ταυτοποίησης καθιστούν αδύνατη τη μετατροπή του κωδικού σε ηλεκτρονική μορφή. Συνεπώς, θα πρέπει να προβλεφθούν ειδικές μεταβατικές εξαιρέσεις που να επιτρέπουν την εφαρμογή συσκευής ηλεκτρονικής αναγνώρισης και σε αυτά τα ζώα, υπό τον όρο να διασφαλίζεται η πλήρης ιχνηλασιμότητα και να είναι δυνατή η ατομική τους αναγνώριση, συμπεριλαμβανομένης της αναγνώρισης της εκμετάλλευσης στην οποία γεννήθηκαν.

    (21)

    Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 προβλέπει ότι η αρμόδια αρχή οφείλει να εκδώσει διαβατήριο για κάθε ζώο το οποίο πρέπει να ταυτοποιείται σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό. Αυτό προκαλεί σημαντικό διοικητικό φόρτο για τα κράτη μέλη. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποχρεούνται να δημιουργήσουν ηλεκτρονική βάση δεδομένων, σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 18 της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου (5). Δεδομένου ότι αυτές οι βάσεις δεδομένων έπρεπε να είναι πλήρως λειτουργικές από τις 31 Δεκεμβρίου 1999, θα πρέπει να εξασφαλίζουν επαρκώς την ιχνηλασιμότητα των εγχώριων μετακινήσεων των βοοειδών. Συνεπώς, διαβατήρια θα πρέπει να εκδίδονται μόνο για ζώα που προορίζονται για εμπόριο εντός της Ένωσης. Εντούτοις, οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να αποκλείουν τυχόν εθνικές διατάξεις όσον αφορά την έκδοση διαβατηρίων για ζώα που δεν προορίζονται για εμπόριο εντός της Ένωσης.

    (22)

    Το δοκιμαστικό σχέδιο ανταλλαγής διαβατηρίων βοοειδών μεταξύ κρατών μελών (BOVEX) θεσπίστηκε από την Επιτροπή με σκοπό τη διευκόλυνση της ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ κρατών μελών και, παράλληλα, τη διευκόλυνση της ιχνηλασιμότητας των ζώων κατά τις μετακινήσεις τους εντός της Ένωσης. Μόλις καταστεί πλήρως λειτουργικό το σύστημα ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ των εθνικών ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων, η απαίτηση για την έκδοση διαβατηρίων ζώων υπό μορφή εντύπων δεν θα πρέπει να ισχύει πλέον για ζώα που προορίζονται για μετακινήσεις εντός της Ένωσης. Τούτο θα πρέπει να οδηγήσει σε μείωση του διοικητικού φόρτου των κρατών μελών και των οικονομικών παραγόντων.

    (23)

    Στο τμήμα II του τίτλου II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 καθορίζονται οι κανόνες για το προαιρετικό σύστημα επισήμανσης του βοείου κρέατος οι οποίοι προβλέπουν την έγκριση ορισμένων προδιαγραφών επισήμανσης από την αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους. Ο διοικητικός φόρτος και τα έξοδα που προκύπτουν για τα κράτη μέλη και τους οικονομικούς παράγοντες κατά την εφαρμογή του συστήματος αυτού είναι δυσανάλογα με τα πλεονεκτήματα του συστήματος. Δεδομένου ότι έχει εγκριθεί νέα νομοθεσία μετά την έγκριση του εν λόγω κανονισμού, οι ειδικοί κανόνες περί συστήματος προαιρετικής επισήμανσης έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου και θα πρέπει, συνεπώς, να διαγραφούν χωρίς όμως να απειλούνται το δικαίωμα των επιχειρηματιών να ενημερώνουν τους καταναλωτές μέσω της προαιρετικής επισήμανσης σχετικά με τα χαρακτηριστικά του κρέατος και το δικαίωμα των καταναλωτών να λαμβάνουν επαληθεύσιμες πληροφορίες. Συνεπώς, όπως για κάθε άλλο είδος κρέατος, οι πληροφορίες για το βόειο κρέας που υπερβαίνουν την υποχρεωτική επισήμανση θα πρέπει να τηρούν την ισχύουσα οριζόντια νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένου του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1169/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

    (24)

    Για την αποφυγή του κινδύνου απάτης στον τομέα της επισήμανσης του κρέατος και για την προστασία των ευρωπαίων καταναλωτών, οι έλεγχοι και οι κυρώσεις θα πρέπει να έχουν επαρκώς αποτρεπτικό χαρακτήρα.

    (25)

    Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1169/2011, η Επιτροπή υπέβαλε έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την υποχρεωτική αναγραφή της χώρας καταγωγής ή του τόπου προέλευσης για το κρέας που χρησιμοποιείται ως συστατικό. Η έκθεση μπορεί να συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, προκειμένου να διασφαλίζεται μεγαλύτερη διαφάνεια στην όλη αλυσίδα του κρέατος και να ενημερώνονται καλύτερα οι ευρωπαίοι καταναλωτές. Έχοντας υπόψη τα προβλήματα σχετικά με την επισήμανση του κρέατος που έχουν επηρεάσει προσφάτως τη λειτουργία της αλυσίδας του κρέατος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ανέμεναν ότι η έκθεση θα εγκρινόταν το συντομότερο δυνατό κατά τη διάρκεια του δευτέρου εξαμήνου του 2013 και τελικά εγκρίθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2013.

    (26)

    Μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, οι εξουσίες που έχουν ανατεθεί στην Επιτροπή στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 θα πρέπει να εναρμονιστούν με τα άρθρα 290 και 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

    (27)

    Για να εξασφαλιστεί ότι θα εφαρμόζεται σωστά η λειτουργία των αναγκαίων κανόνων αναγνώρισης, καταγραφής και ιχνηλασιμότητας των βοοειδών και του βοείου κρέατος, θα πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει πράξεις σχετικά με τις απαιτήσεις για εναλλακτικά μέσα αναγνώρισης των βοοειδών, τις ειδικές περιστάσεις στις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν τις μέγιστες περιόδους για την εφαρμογή των μέσων αναγνώρισης, τα δεδομένα που ανταλλάσσονται μεταξύ των ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων των κρατών μελών, τη μέγιστη περίοδο για ορισμένες υποχρεώσεις αναφοράς, τις απαιτήσεις για εναλλακτικά μέσα αναγνώρισης, την προσθήκη μέσων αναγνώρισης στον κατάλογο που θεσπίζεται στο παράρτημα Ι, τους κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες από την ηλεκτρονική βάση δεδομένων που πρέπει να περιλαμβάνονται στα διαβατήρια ζώων και στα επιμέρους μητρώα που πρέπει να τηρούνται σε κάθε εκμετάλλευση, την αναγνώριση και καταγραφή των μετακινήσεων των βοοειδών όταν εγκαταλείπουν την εκμετάλλευση για άλλους βοσκοτόπους αναλόγως εποχής, συμπεριλαμβανομένης της μετακίνησης, τους κανόνες επισήμανσης ορισμένων προϊόντων οι οποίοι θα είναι ισοδύναμοι με τους κανόνες που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1760/2000, τις διατάξεις επισήμανσης που άπτονται μιας απλοποιημένης παρουσίασης της ένδειξης προέλευσης για περιπτώσεις εξαιρετικά σύντομης παραμονής του ζώου στο κράτος μέλος ή στη τρίτη χώρα γέννησης ή σφαγής και τους ορισμούς και τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους όρους ή τις κατηγορίες όρων που μπορούν να μπουν στις ετικέτες του προσυσκευασμένου νωπού και κατεψυγμένου βοείου κρέατος. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή κατάλληλες διαβουλεύσεις, και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της. Η Επιτροπή, κατά την επεξεργασία και κατάρτιση αυτών των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

    (28)

    Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 όσον αφορά την καταγραφή των εκμεταλλεύσεων που χρησιμοποιούν εναλλακτικά μέσα αναγνώρισης, τα τεχνικά χαρακτηριστικά και τις λεπτομερείς διαδικασίες για την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων των κρατών μελών, την αναγνώριση της πλήρους λειτουργικότητας του συστήματος ανταλλαγής δεδομένων, τον μορφότυπο και τον σχεδιασμό των μέσων αναγνώρισης, τις τεχνικές διαδικασίες και τα πρότυπα για την υλοποίηση της EID, τους κανόνες σχετικά με τη διαμόρφωση του κωδικού αναγνώρισης, το μέγιστο μέγεθος και τη σύνθεση ορισμένων ομάδων ζώων, πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

    (29)

    Η εκτέλεση του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να παρακολουθείται. Συνεπώς, το αργότερο εντός πέντε ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού στη περίπτωση των διατάξεων που αφορούν το προαιρετικό σύστημα επισήμανσης του βοείου κρέατος και εντός εννέα ετών στη περίπτωση των διατάξεων που αφορούν την EID, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο δύο εκθέσεις που αμφότερες θα εξετάζουν τόσο την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού όσο και την τεχνική και οικονομική σκοπιμότητα της καθιέρωσης της υποχρεωτικής EID σε ολόκληρη την Ένωση. Οι εν λόγω εκθέσεις θα πρέπει να συνοδεύονται, εφόσον είναι απαραίτητο, από τις κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις.

    (30)

    Θα πρέπει, συνεπώς, να τροποποιηθεί αναλόγως ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000,

    ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    Άρθρο 1

    Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 τροποποιείται ως εξής:

    1)

    Στο άρθρο 1, η δεύτερη περίοδος της παραγράφου 2 απαλείφεται.

    2)

    Στο άρθρο 2, η πρώτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «—   “ζώο”: βοοειδές, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχεία β) και γ) της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ, συμπεριλαμβανομένων των ζώων που συμμετέχουν σε πολιτιστικές και αθλητικές εκδηλώσεις,».

    3)

    Στο άρθρο 3, στο πρώτο εδάφιο, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α)

    μέσα αναγνώρισης για την ατομική αναγνώριση κάθε ζώου·».

    4)

    Το άρθρο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 4

    Υποχρέωση αναγνώρισης των ζώων

    1.   Όλα τα ζώα σε μια εκμετάλλευση ταυτοποιούνται από δύο τουλάχιστον μέσα αναγνώρισης που καταγράφονται στο παράρτημα Ι, σύμφωνα με τους κανόνες που εγκρίνονται δυνάμει της παραγράφου 3, και εγκρίνονται από την αρμόδια αρχή. Τουλάχιστον ένα από τα μέσα αναγνώρισης είναι ορατό και φέρει ορατό κωδικό αναγνώρισης.

    Το πρώτο εδάφιο δεν ισχύει για ζώα που έχουν γεννηθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 1998 και δεν προορίζονται για εμπόριο εντός της Ένωσης. Τα ζώα αυτά ταυτοποιούνται από ένα τουλάχιστον μέσο αναγνώρισης.

    Προκειμένου να διασφαλίζεται η προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 22β όσον αφορά την προσθήκη μέσων αναγνώρισης στον κατάλογο που θεσπίζεται στο παράρτημα Ι, ενώ παράλληλα διασφαλίζει τη διαλειτουργικότητά τους.

    Τα μέσα αναγνώρισης παρέχονται στην εκμετάλλευση, διανέμονται και τοποθετούνται στα ζώα κατά τρόπον που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή.

    Τα δύο μέσα αναγνώρισης, τα οποία έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τις κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις που εκδόθηκαν δυνάμει της παραγράφου 3 και της παρούσας παραγράφου και τα οποία τοποθετούνται σε ένα ζώο φέρουν τον ίδιο αποκλειστικό κωδικό αναγνώρισης, βάσει του οποίου, σε συνδυασμό με την καταγραφή των ζώων, μπορεί να ταυτοποιηθεί κάθε ζώο ατομικά και η εκμετάλλευση στην οποία γεννήθηκε.

    2.   Κατ’ εξαίρεση από την παράγραφο 1, σε περίπτωση που οι χαρακτήρες που σχηματίζουν τον κωδικό αναγνώρισης του ζώου καθιστούν αδύνατη τη χρήση ηλεκτρονικής συσκευής αναγνώρισης με τον ίδιο αποκλειστικό κωδικό αναγνώρισης, το οικείο κράτος μέλος μπορεί να επιτρέψει, υπό την εποπτεία της αρμόδιας αρχής του, να φέρει το δεύτερο μέσο αναγνώρισης διαφορετικό κωδικό, εφόσον πληρούνται όλοι οι εξής όροι:

    α)

    το ζώο έχει γεννηθεί πριν την ημερομηνία έναρξης ισχύος των εκτελεστικών πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 δεύτερο εδάφιο στοιχείο γ),

    β)

    εξασφαλίζεται πλήρης ιχνηλασιμότητα,

    γ)

    είναι δυνατή η ατομική αναγνώριση του ζώου, καθώς και της εκμετάλλευσης στην οποία γεννήθηκε, και

    δ)

    το ζώο δεν προορίζεται για εμπόριο εντός της Ένωσης.

    3.   Προκειμένου να διασφαλίζονται σε επαρκή βαθμό η ιχνηλασιμότητα και η προσαρμοστικότητα στην τεχνική πρόοδο, καθώς και η βέλτιστη λειτουργία του συστήματος αναγνώρισης, η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 22β, όσον αφορά τις απαιτήσεις για τα μέσα αναγνώρισης που θεσπίζονται στο παράρτημα Ι και όσον αφορά τα μεταβατικά μέτρα που απαιτούνται για τη θέσπιση ορισμένου μέσου αναγνώρισης.

    Βάσει των σχετικών προτύπων ISO ή άλλων διεθνών τεχνικών προτύπων που έχουν εγκριθεί από αναγνωρισμένους διεθνούς οργανισμούς τυποποίησης, υπό τον όρο ότι αυτά τα διεθνή πρότυπα μπορούν να εγγυηθούν τουλάχιστον ένα υψηλότερο επίπεδο επιδόσεων και αξιοπιστίας από ό,τι τα πρότυπα ISO, η Επιτροπή καθορίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, τους αναγκαίους κανόνες όσον αφορά:

    α)

    το μορφότυπο και το σχέδιο των μέσων αναγνώρισης,

    β)

    τις τεχνικές διαδικασίες για την ηλεκτρονική αναγνώριση των βοοειδών, και

    γ)

    τη διαμόρφωση του κωδικού αναγνώρισης.

    Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 23 παράγραφος 2.

    4.   Με ισχύ από τις 18 Ιουλίου 2019, τα κράτη μέλη φροντίζουν να δημιουργηθεί η αναγκαία υποδομή προκειμένου να είναι δυνατή η αναγνώριση των ζώων βάσει συσκευής ηλεκτρονικής αναγνώρισης που λειτουργεί επισήμως ως μέσο αναγνώρισης σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

    Με ισχύ από τις 18 Ιουλίου 2019, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν εθνικές διατάξεις για να καταστεί υποχρεωτική η χρήση συσκευής ηλεκτρονικής αναγνώρισης ως ένα από τα δύο μέσα αναγνώρισης που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

    Τα κράτη μέλη που χρησιμοποιούν την επιλογή που ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο υποβάλλουν στην Επιτροπή το κείμενο των σχετικών εθνικών διατάξεων και δημοσιοποιούν τις εν λόγω πληροφορίες στο διαδίκτυο. Η Επιτροπή επικουρεί τα κράτη μέλη διαθέτοντας στο κοινό τις πληροφορίες αυτές μέσω κοινοποίησης στην ιστοσελίδα της των συνδέσμων με τις σχετικές ιστοσελίδες των κρατών μελών.

    5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα βοοειδή που προορίζονται για πολιτιστικές και αθλητικές εκδηλώσεις, εκτός από εμποροπανηγύρεις και εκθέσεις, μπορούν να ταυτοποιηθούν με εναλλακτικά μέσα αναγνώρισης που προσφέρουν ισότιμα πρότυπα αναγνώρισης με εκείνα που προβλέπονται στην εν λόγω παράγραφο 1.

    Οι εκμεταλλεύσεις που κάνουν χρήση των εναλλακτικών μέσων αναγνώρισης που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο καταγράφονται στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων όπως προβλέπεται στο άρθρο 5.

    Η Επιτροπή καθορίζει, με εκτελεστικές πράξεις, τους αναγκαίους κανόνες σχετικά με τις εν λόγω καταγραφές. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 23 παράγραφος 2.

    Προκειμένου να διασφαλιστεί η ιχνηλασιμότητα βάσει προτύπων αναγνώρισης που είναι ισότιμα με εκείνα που προβλέπονται στην παράγραφο 1, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 22β όσον αφορά τις απαιτήσεις των εναλλακτικών μέσων αναγνώρισης που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, συμπεριλαμβανομένων των μεταβατικών μέτρων που απαιτούνται για τη θέσπισή τους.

    Η Επιτροπή μπορεί να καθορίσει, με εκτελεστικές πράξεις, τους κανόνες σχετικά με τον μορφότυπο και τον σχεδιασμό των εναλλακτικών μέσων αναγνώρισης, όπως αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, συμπεριλαμβανομένων των μεταβατικών μέτρων που απαιτούνται για τη θέσπισή τους. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 23 παράγραφος 2.

    6.   Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στα υπόλοιπα κράτη μέλη και στην Επιτροπή το υπόδειγμα των μέσων αναγνώρισης που χρησιμοποιείται στην επικράτειά του. Τα κράτη μέλη καθιστούν τις πληροφορίες αυτές διαθέσιμες στο διαδίκτυο. Η Επιτροπή επικουρεί τα κράτη μέλη διαθέτοντας στο κοινό τις πληροφορίες αυτές μέσω κοινοποίησης στην ιστοσελίδα της των συνδέσμων με τις σχετικές ιστοσελίδες των κρατών μελών.».

    5)

    Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

    «Άρθρο 4α

    Χρονική περίοδος για την εφαρμογή των μέσων αναγνώρισης

    1.   Τα μέσα αναγνώρισης που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 εφαρμόζονται επί του ζώου εντός μέγιστης περιόδου, που καθορίζεται από το κράτος μέλος στο οποίο γεννήθηκε το ζώο, η οποία υπολογίζεται από τη γέννηση του ζώου. Η προθεσμία αυτή αρχίσει την ημέρα που γεννήθηκε το ζώο και δεν υπερβαίνει τις 20 ημέρες.

    Κατ’ εξαίρεση από το πρώτο εδάφιο, για λόγους που σχετίζονται με τη σωματική ανάπτυξη των ζώων, η εν λόγω περίοδος μπορεί να παραταθεί έως και κατά 60 ημέρες μετά τη γέννηση του ζώου, όσον αφορά το δεύτερο μέσο αναγνώρισης.

    Κανένα ζώο δεν μπορεί να εγκαταλείψει την εκμετάλλευση στην οποία γεννήθηκε πριν από την τοποθέτηση των δύο μέσων αναγνώρισης στο εν λόγω ζώο.

    2.   Προκειμένου να καταστεί δυνατή η εφαρμογή των μέσων αναγνώρισης σε ειδικές περιστάσεις που χαρακτηρίζονται από πρακτικές δυσχέρειες, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 22β για να καθορίσει τις ειδικές αυτές περιστάσεις, κατά τις οποίες θα μπορούν τα κράτη μέλη να παρατείνουν τις μέγιστες περιόδους για την εφαρμογή των μέσων αναγνώρισης ώστε να υπερβαίνουν τα χρονικά διαστήματα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 πρώτο και δεύτερο εδάφιο. Τα κράτη μέλη που χρησιμοποιούν τις δυνατότητες αυτές ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή.

    Άρθρο 4β

    Ταυτοποίηση ζώων που προέρχονται από τρίτες χώρες

    1.   Ζώο που υπόκειται σε κτηνιατρικούς ελέγχους σύμφωνα με την οδηγία 91/496/ΕΟΚ και εισέρχεται στην Ένωση από τρίτη χώρα προοριζόμενο για εκμετάλλευση εντός της Ένωσης ταυτοποιείται στην εκμετάλλευση προορισμού με τα μέσα αναγνώρισης που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1.

    Το αρχικό μέσο αναγνώρισης που τοποθετήθηκε στο ζώο στην τρίτη χώρα καταγωγής καταγράφεται στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο 5 μαζί με τον αποκλειστικό κωδικό αναγνώρισης των μέσων αναγνώρισης που τοποθετούνται στο ζώο από το κράτος μέλος προορισμού.

    Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στα ζώα που προορίζονται απευθείας για σφαγείο με έδρα ένα κράτος μέλος, υπό τον όρο ότι τα ζώα σφάζονται εντός 20 ημερών ύστερα από αυτούς τους κτηνιατρικούς ελέγχους σύμφωνα με την οδηγία 91/496/ΕΟΚ.

    2.   Τα μέσα αναγνώρισης ζώων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 τοποθετούνται εντός μέγιστης περιόδου η οποία καθορίζεται από το κράτος μέλος στο οποίο έχει την έδρα της η εκμετάλλευση προορισμού. Η εν λόγω περίοδος δεν υπερβαίνει τις 20 ημέρες ύστερα από τους κτηνιατρικούς ελέγχους που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

    Κατ’ εξαίρεση από το πρώτο εδάφιο, για λόγους που σχετίζονται με τη σωματική ανάπτυξη των ζώων, η μεγίστη αυτή περίοδος μπορεί να παραταθεί έως και κατά 60 ημέρες μετά τη γέννηση του ζώου, όσον αφορά το δεύτερο μέσο αναγνώρισης.

    Σε κάθε περίπτωση, τα δύο μέσα αναγνώρισης που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο τοποθετούνται στα ζώα πριν να εγκαταλείψουν την εκμετάλλευση προορισμού.

    3.   Όταν η εκμετάλλευση προορισμού έχει την έδρα της σε κράτος μέλος το οποίο έχει θεσπίσει εθνικές διατάξεις που καθιστούν υποχρεωτική τη χρήση συσκευής ηλεκτρονικής αναγνώρισης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο, τα ζώα ταυτοποιούνται με την εν λόγω συσκευή ηλεκτρονικής αναγνώρισης στην εκμετάλλευση προορισμού στην Ένωση, εντός περιόδου που καθορίζεται από το κράτος μέλος προορισμού. Η εν λόγω περίοδος δεν υπερβαίνει τις 20 ημέρες ύστερα από τους κτηνιατρικούς ελέγχους που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

    Κατ’ εξαίρεση από το πρώτο εδάφιο, για λόγους που σχετίζονται με τη σωματική ανάπτυξη των ζώων, η μεγίστη αυτή περίοδος μπορεί να παραταθεί έως και κατά 60 ημέρες μετά τη γέννηση του ζώου, όσον αφορά το δεύτερο μέσο αναγνώρισης

    Σε κάθε περίπτωση, η συσκευή ηλεκτρονικής αναγνώρισης τοποθετείται στα ζώα πριν να εγκαταλείψουν την εκμετάλλευση προορισμού.

    Άρθρο 4γ

    Ταυτοποίηση ζώων που μετακινούνται από ένα κράτος μέλος σε άλλο

    1.   Τα ζώα που μετακινούνται από ένα κράτος μέλος σε κάποιο άλλο διατηρούν τα αρχικά μέσα αναγνώρισης που τοποθετήθηκαν σε αυτά σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1.

    Εντούτοις, κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, αρχής γενομένης από τις 18 Ιουλίου 2019, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προορισμού μπορεί να επιτρέψει:

    α)

    την αντικατάσταση ενός από τα μέσα αναγνώρισης από συσκευή ηλεκτρονικής αναγνώρισης χωρίς αλλαγή του αρχικού αποκλειστικού κωδικού αναγνώρισης του ζώου·

    β)

    την αντικατάσταση αμφοτέρων των μέσων αναγνώρισης από δύο νέα μέσα αναγνώρισης τα οποία φέρουν, αμφότερα, τον ίδιο, νέο, αποκλειστικό κωδικό αναγνώρισης. Η εν λόγω παρέκκλιση μπορεί να εφαρμοστεί έως πέντε έτη από τις 18 Ιουλίου 2019, σε περίπτωση που οι χαρακτήρες που σχηματίζουν τον κωδικό αναγνώρισης ενός συμβατικού ενωτίου ζώου καθιστούν αδύνατη τη χρήση ηλεκτρονικού συστήματος αναγνώρισης με τον ίδιο αποκλειστικό κωδικό αναγνώρισης και υπό την προϋπόθεση ότι το ζώο έχει γεννηθεί πριν την ημερομηνία έναρξης ισχύος των εκτελεστικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο στοιχείο γ).

    2.   Αν η εκμετάλλευση προορισμού έχει έδρα σε κράτος μέλος το οποίο έχει θεσπίσει εθνικές διατάξεις που καθιστούν υποχρεωτική τη χρήση συσκευής ηλεκτρονικής αναγνώρισης, τα ζώα ταυτοποιούνται με την εν λόγω ηλεκτρονική συσκευή το αργότερο στην εκμετάλλευση προορισμού εντός μέγιστης περιόδου που καθορίζεται από το κράτος μέλος στο οποίο έχει την έδρα της η εκμετάλλευση προορισμού. Η εν λόγω μέγιστη περίοδος δεν υπερβαίνει τις 20 ημέρες από την ημερομηνία άφιξης των ζώων στην εκμετάλλευση προορισμού.

    Κατ’ εξαίρεση από το πρώτο εδάφιο, για λόγους που σχετίζονται με τη σωματική ανάπτυξη των ζώων, η μεγίστη αυτή περίοδος μπορεί να παραταθεί έως και κατά 60 ημέρες μετά τη γέννηση του ζώου, όσον αφορά το δεύτερο μέσο αναγνώρισης.

    Σε κάθε περίπτωση, η συσκευή ηλεκτρονικής αναγνώρισης τοποθετείται στα ζώα πριν εγκαταλείψουν την εκμετάλλευση προορισμού.

    Ωστόσο, το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στα ζώα που προορίζονται απευθείας για σφαγείο που βρίσκεται στο έδαφος του κράτους μέλους το οποίο έχει θεσπίσει εθνικές διατάξεις που καθιστούν υποχρεωτική τη χρήση συσκευής ηλεκτρονικής αναγνώριση.

    Άρθρο 4δ

    Αφαίρεση, τροποποίηση ή αντικατάσταση των μέσων αναγνώρισης

    Τα μέσα αναγνώρισης δεν επιτρέπεται να αφαιρούνται, να τροποποιούνται ή να αντικαθίστανται χωρίς την άδεια της αρμόδιας αρχής. Η άδεια αυτού του είδους μπορεί να χορηγείται μόνο αν η αφαίρεση, η τροποποίηση ή η αντικατάσταση δεν μειώνει την ιχνηλασιμότητα του ζώου και εφόσον είναι δυνατή η ατομική αναγνώριση του ζώου καθώς και της εκμετάλλευσης στην οποία γεννήθηκε.

    Οποιαδήποτε αντικατάσταση ενός κωδικού αναγνώρισης καταγράφεται στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο 5 μαζί με τον αποκλειστικό κωδικό αναγνώρισης των αρχικών μέσων αναγνώρισης του ζώου.».

    6)

    Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 5

    Η αρμόδια αρχή των κρατών μελών δημιουργεί ηλεκτρονική βάση δεδομένων, σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 18 της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ.

    Τα κράτη μέλη μπορούν να ανταλλάσσουν ηλεκτρονικά δεδομένα μεταξύ των ηλεκτρονικών τους βάσεων δεδομένων από την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή αναγνωρίζει την πλήρη λειτουργικότητα του συστήματος ανταλλαγής δεδομένων. Η ανταλλαγή αυτή γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η προστασία των δεδομένων και να αποφεύγεται κάθε είδους καταχρηστική πρακτική, με στόχο την προστασία των συμφερόντων του κτηνοτρόφου.

    Προκειμένου να διασφαλιστεί η ηλεκτρονική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών, η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 22β, για να καθορίσει τους κανόνες σχετικά με τα δεδομένα που πρέπει να ανταλλάσσονται μεταξύ των ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων των κρατών μελών.

    Η Επιτροπή, με εκτελεστικές πράξεις, καθορίζει τις τεχνικές προϋποθέσεις και διαδικασίες για την ανταλλαγή αυτή και αναγνωρίζει την πλήρη λειτουργικότητα του συστήματος ανταλλαγής δεδομένων. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 23 παράγραφος 2.».

    7)

    Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 6

    1.   Όταν ένα κράτος μέλος δεν ανταλλάσσει ηλεκτρονικά στοιχεία με άλλα κράτη μέλη στο πλαίσιο του συστήματος ηλεκτρονικής ανταλλαγής που αναφέρεται στο άρθρο 5 συμβαίνουν τα ακόλουθα:

    α)

    η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους εκδίδει, για κάθε ζώο, διαβατήριο που προορίζεται για το εμπόριο εντός της Ένωσης με βάση τις πληροφορίες που περιέχονται στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων που δημιουργήθηκε στο εν λόγω κράτος μέλος·

    β)

    κάθε ζώο για το οποίο έχει εκδοθεί διαβατήριο συνοδεύεται από αυτό κάθε φορά που μετακινείται από ένα κράτος σε άλλο·

    γ)

    κατά την άφιξη του ζώου στην εκμετάλλευση προορισμού, το διαβατήριο που συνοδεύει το ζώο παραδίδεται στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η εκμετάλλευση προορισμού.

    2.   Για να είναι δυνατή η ιχνηλασιμότητα των μετακινήσεων των ζώων έως πίσω στην εκμετάλλευση καταγωγής που βρίσκεται σε κράτος μέλος, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 22β, για να καθορίσει τους κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες από την ηλεκτρονική βάση δεδομένων που πρέπει να περιλαμβάνονται στο διαβατήριο ζώου, συμπεριλαμβανομένων των μεταβατικών μέτρων για τη θέσπισή τους.».

    8)

    Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

    «Άρθρο 6α

    Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν παρακωλύουν εθνικές διατάξεις κράτους μέλους όσον αφορά την έκδοση διαβατηρίων για ζώα που δεν προορίζονται για εμπόριο εντός της Ένωσης.».

    9)

    Το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    Η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

    i)

    η δεύτερη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «—

    κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή κάθε μετακίνηση προς και από την εκμετάλλευση και κάθε γέννηση και θάνατο των ζώων της εκμετάλλευσης, μαζί με τις ημερομηνίες των εν λόγω γεγονότων, εντός της μέγιστης περιόδου που καθορίζεται από το οικείο κράτος μέλος· η μέγιστη περίοδος αυτή διαρκεί τουλάχιστον τρεις ημέρες και δεν υπερβαίνει τις επτά ημέρες ύστερα από την επέλευση ενός από τα εν λόγω γεγονότα· τα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν από την Επιτροπή την παράταση της μέγιστης περιόδου των επτά ημερών.»·

    ii)

    προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Για να λαμβάνονται υπόψη πρακτικές δυσχέρειες σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 22β, για τον καθορισμό των εξαιρετικών περιστάσεων κατά τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν τη μέγιστη περίοδο των επτά ημερών που προβλέπεται στη δεύτερη περίπτωση του πρώτου εδαφίου, μαζί με τη μέγιστη διάρκεια της εν λόγω παράτασης, η οποία δεν υπερβαίνει τις 14 ημέρες μετά την περίοδο των επτά ημερών που αναφέρεται στη δεύτερη περίπτωση του πρώτου εδαφίου.»·

    β)

    η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2.   Για να διασφαλίζεται η επαρκής και αποτελεσματική ιχνηλασιμότητα των βοοειδών όταν εγκαταλείπουν την εκμετάλλευση για άλλους βοσκοτόπους αναλόγως εποχής, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 22β σχετικά με τα κράτη μέλη ή τις περιοχές των κρατών μελών όπου ισχύουν ειδικοί κανόνες για την εποχιακή βόσκηση, συμπεριλαμβανομένων της χρονικής περιόδου, των ειδικών υποχρεώσεων των κτηνοτρόφων και των κανόνων για την καταγραφή των εκμεταλλεύσεων και την καταγραφή των μετακινήσεων αυτών των βοοειδών, συμπεριλαμβανομένων των μεταβατικών μέτρων για τη θέσπισή τους.»·

    γ)

    προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

    «5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4, η τήρηση μητρώου είναι προαιρετική για κάθε κτηνοτρόφο, ο οποίος:

    α)

    έχει πρόσβαση στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο 5, η οποία περιέχει ήδη πληροφορίες που συμπεριλαμβάνονται στο μητρώο· και

    β)

    εισάγει ή μεριμνά για την εισαγωγή επίκαιρων στοιχείων απευθείας στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο 5.

    6.   Για να διασφαλίζεται η ακρίβεια και η αξιοπιστία των πληροφοριών που πρόκειται να συμπεριληφθούν στο μητρώο εκμετάλλευσης που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 22β για να καθορίσει τους αναγκαίους κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στο εν λόγω μητρώο, συμπεριλαμβανομένων των μεταβατικών μέτρων για τη θέσπισή τους.».

    10)

    Το άρθρο 8 απαλείφεται.

    11)

    Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

    «Άρθρο 9α

    Κατάρτιση

    Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κάθε άτομο αρμόδιο για την αναγνώριση και την καταγραφή των ζώων έχει λάβει οδηγίες και καθοδήγηση σχετικά με τις σχετικές διατάξεις του παρόντος κανονισμού και όλες τις κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις που εκδίδει η Επιτροπή δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

    Οποτεδήποτε τροποποιούνται οι σχετικές διατάξεις, οι σχετικές πληροφορίες τίθενται στη διάθεση του ατόμου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

    Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να είναι διαθέσιμα αντίστοιχα προγράμματα επιμόρφωσης.

    Η Επιτροπή διευκολύνει την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών με σκοπό να βελτιώσει την ποιότητα των πληροφοριών και της κατάρτισης σε ολόκληρη την Ένωση.».

    12)

    Το άρθρο 10 απαλείφεται.

    13)

    Το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 12

    Για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    1)   «βόειο κρέας»: όλα τα προϊόντα που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 0201, 0202, 0206 10 95 και 0206 29 91,

    2)   «επισήμανση»: η τοποθέτηση ετικέτας σε τεμάχιο ή τεμάχια κρέατος χωριστά ή στο υλικό συσκευασίας τους ή, σε περίπτωση μη προσυσκευασμένων προϊόντων, η παροχή των ενδεδειγμένων γραπτών και ευδιάκριτων πληροφοριών στον καταναλωτή στο σημείο πώλησης,

    3)   «οργάνωση»: ομάδα επιχειρηματιών του ιδίου ή διαφορετικών τομέων εμπορίας του βοείου κρέατος,

    4)   «κιμάς»: κρέας χωρίς οστά το οποίο έχει υποστεί άλεσμα σε τεμάχια και περιέχει αλάτι σε ποσοστό μικρότερο του 1 % και υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ 0201, 0202, 0206 10 95 και 0206 29 91,

    5)   «τρίμματα κρέατος»: μικρά τεμάχια κρέατος, τα οποία αναγνωρίζονται ως κατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση και τα οποία παράγονται αποκλειστικά από ξάκρισμα κατά τη διάρκεια της αποστέωσης και/ή του τεμαχισμού των σφαγίων,

    6)   «τεμαχισμένο κρέας»: κρέας τεμαχισμένο σε μικρούς κύβους, φέτες ή άλλες ατομικές μερίδες, το οποίο δεν χρειάζεται περαιτέρω τεμαχισμό από επιχειρηματίες πριν από την αγορά τους από τον τελικό καταναλωτή, ο οποίος μπορεί να το χρησιμοποιήσει κατευθείαν. Από τον παρόντα ορισμό εξαιρούνται ο κιμάς και τα τρίμματα κρέατος.».

    14)

    Το άρθρο 13 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    απαλείφονται οι παράγραφοι 3 και 4·

    β)

    στην παράγραφο 5, η εισαγωγική πρόταση στο στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α)

    Οι επιχειρηματίες και οι οργανώσεις αναγράφουν στην ετικέτα και τις ακόλουθες ενδείξεις:»·

    γ)

    προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

    «6.   Για να αποφεύγεται η άσκοπη επανάληψη της μνείας στην επισήμανση του βοείου κρέατος των κρατών μελών ή των τρίτων χωρών όσον έγινε η εκτροφή, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 22β, που άπτονται μιας απλοποιημένης παρουσίασης της ένδειξης προέλευσης για περιπτώσεις εξαιρετικά σύντομης παραμονής του ζώου στο κράτος μέλος ή στη τρίτη χώρα γέννησης ή σφαγής.

    Η Επιτροπή, με εκτελεστικές πράξεις, θεσπίζει κανόνες σχετικά με το μέγιστο μέγεθος και τη σύνθεση της ομάδας ζώων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και στην παράγραφο 2 στοιχείο α), έχοντας λάβει υπόψη περιορισμούς που έχουν σχέση με την ομοιογένεια των ομάδων των ζώων από τα οποία προέρχονται τα εν λόγω τεμαχισμένα κρέατα και τρίμματα κρέατος. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 23 παράγραφος 2.».

    15)

    Στο άρθρο 14, το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τους οριζόντιους κανόνες σχετικά με την επισήμανση στο παρόν τμήμα, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 22β, ώστε να καθορίσει, βάσει της σχετικής με τον κιμά εμπειρίας, κανόνες ισοδύναμους με εκείνους που προβλέπονται στα πρώτα τρία εδάφια του παρόντος άρθρου για τρίμματα βοείου κρέατος ή τεμαχισμένο βόειο κρέας.».

    16)

    Το άρθρο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 15

    Υποχρεωτική επισήμανση για το βόειο κρέας από τρίτες χώρες

    Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 13, το βόειο κρέας που εισάγεται στο έδαφος της Ένωσης, για το οποίο δεν είναι διαθέσιμες όλες οι πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 13, φέρει επισήμανση με την ένδειξη:

    “καταγωγή: εκτός ΕΕ” και “σφάχτηκε στην (ονομασία της τρίτης χώρας)”.».

    17)

    Από τις 13 Δεκεμβρίου 2014:

    α)

    η επικεφαλίδα του τίτλου II τμήμα II αντικαθίσταται από τις λέξεις «Προαιρετική επισήμανση»,

    β)

    τα άρθρα 16, 17 και 18 απαλείφονται, και

    γ)

    παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο στον τίτλο II τμήμα II:

    «Άρθρο 15α

    Γενικοί κανόνες

    Οι πληροφορίες για τα τρόφιμα πέραν εκείνων που προβλέπονται στα άρθρα 13, 14 και 15, οι οποίες προστίθενται στην επισήμανση από τους επιχειρηματίες ή τις οργανώσεις εμπορίας του βοείου κρέατος οικειοθελώς, είναι αντικειμενικές, επαληθεύσιμες από τις αρμόδιες αρχές και κατανοητές για τους καταναλωτές.

    Οι εν λόγω πληροφορίες συμμορφώνονται με την οριζόντια νομοθεσία για την επισήμανση και συγκεκριμένα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1169/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8).

    Σε περίπτωση μη τήρησης από τους επιχειρηματίες ή τις οργανώσεις εμπορίας βοείου κρέατος των υποχρεώσεων που αναφέρονται στην πρώτη και στη δεύτερη παράγραφο, η αρμόδια αρχή επιβάλλει τις δέουσες κυρώσεις όπως ορίζεται στο άρθρο 22.

    Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 22β, σχετικά με τους ορισμούς και τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους όρους ή τις κατηγορίες όρων που μπορούν να μπουν στις ετικέτες του προσυσκευασμένου νωπού και κατεψυγμένου βοείου κρέατος.

    (8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1169/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές, την τροποποίηση των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1924/2006 και (ΕΚ) αριθ. 1925/2006 και την κατάργηση της οδηγίας 87/250/ΕΟΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 90/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της οδηγίας 1999/10/ΕΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, των οδηγιών της Επιτροπής 2002/67/ΕΚ και 2008/5/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 608/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 304 της 22.11.2011, σ. 18).»."

    18)

    Τα άρθρα 19, 20 και 21 απαλείφονται.

    19)

    Το άρθρο 22 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 22

    1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζουν την τήρηση των διατάξεων του παρόντος κανονισμού.

    Οι προβλεπόμενοι έλεγχοι διενεργούνται με την επιφύλαξη των ελέγχων που μπορεί να διενεργεί η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95.

    Οποιεσδήποτε κυρώσεις επιβάλλονται από τα κράτη μέλη σε κτηνοτρόφο, επιχειρηματία ή οργάνωση εμπορίας βοείου κρέατος είναι αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές.

    Η αρμόδια αρχή διενεργεί κάθε χρόνο ένα ελάχιστο αριθμό επισήμων ελέγχων σχετικά με την αναγνώριση και την καταγραφή των ζώων που καλύπτουν το 3 % τουλάχιστον των εκμεταλλεύσεων.

    Το ελάχιστο ποσοστό επίσημων ελέγχων του δευτέρου εδαφίου αυξάνεται αμέσως από την αρμόδια αρχή όπου διαπιστώνεται ότι οι διατάξεις για την αναγνώριση και την καταγραφή των ζώων δεν έχουν τηρηθεί.

    Η επιλογή των εκμεταλλεύσεων που πρόκειται να ελεγχθούν από την αρμόδια αρχή πραγματοποιείται βάσει ανάλυσης κινδύνου.

    Κάθε κράτος μέλος υποβάλλει ετήσια έκθεση στην Επιτροπή έως τις 31 Αυγούστου σχετικά με τη διενέργεια των επισήμων ελέγχων κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους.

    2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, η αρμόδια αρχή επιβάλλει σε κτηνοτρόφο τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις:

    α)

    εάν για ένα ή περισσότερα ζώα σε μια εκμετάλλευση δεν τηρείται καμία από τις διατάξεις που θεσπίζονται στον τίτλο I του παρόντος κανονισμού, επιβάλλεται περιορισμός στην κίνηση όλων των ζώων από και προς την εκμετάλλευση του εν λόγω κτηνοτρόφου·

    β)

    σε περίπτωση ζώων για τα οποία δεν τηρούνται πλήρως οι απαιτήσεις αναγνώρισης και καταγραφής που θεσπίζονται στον τίτλο I του παρόντος κανονισμού, επιβάλλεται αμέσως περιορισμός στην κίνηση αυτών των ζώων μόνο, έως ότου επιτευχθεί πλήρης συμμόρφωση με τις εν λόγω απαιτήσεις·

    γ)

    εάν, σε μία εκμετάλλευση, ο αριθμός των ζώων για τα οποία δεν τηρούνται πλήρως οι απαιτήσεις αναγνώρισης και καταγραφής που θεσπίζονται στον τίτλο I υπερβαίνει το 20 %, επιβάλλεται αμέσως περιορισμός στην κίνηση όλων των ζώων που βρίσκονται στην εκμετάλλευση αυτή· σε ό,τι αφορά εκμεταλλεύσεις με λιγότερα από 10 ζώα, αυτό το μέτρο εφαρμόζεται εάν περισσότερα από δύο ζώα δεν ταυτοποιούνται πλήρως σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον τίτλο I·

    δ)

    αν ο κτηνοτρόφος δεν μπορεί να αποδείξει την αναγνώριση και την ιχνηλασιμότητα του εν λόγω ζώου, η αρμόδια αρχή, όταν κρίνεται σκόπιμο, με βάση αξιολόγηση των κινδύνων για την υγεία των ζώων και την ασφάλεια των τροφίμων, διατάσσει την καταστροφή του εν λόγω ζώου χωρίς παροχή αποζημίωσης·

    ε)

    σε περίπτωση που κτηνοτρόφος δεν κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή τις μετακινήσεις ζώου προς και από την εκμετάλλευσή του, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 δεύτερη περίπτωση, η αρμόδια αρχή περιορίζει τις μετακινήσεις των ζώων από και προς την εκμετάλλευση αυτή·

    στ)

    σε περίπτωση που κτηνοτρόφος δεν κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή τη γέννηση ή τον θάνατο ενός ζώου, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 δεύτερη περίπτωση, η αρμόδια αρχή περιορίζει τις μετακινήσεις των ζώων προς και από την εκμετάλλευση αυτή·

    ζ)

    σε περίπτωση που κτηνοτρόφος αθετεί κατ’ επανάληψη την υποχρέωσή του να καταβάλει το τέλος που αναφέρεται στο άρθρο 9, τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν τις μετακινήσεις των ζώων προς και από την εκμετάλλευση του εν λόγω κτηνοτρόφου.

    3.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, σε περίπτωση που επιχειρηματίες και οργανώσεις εμπορίας βοείου κρέατος έχουν προβεί σε επισήμανση βοείου κρέατος χωρίς να έχουν τηρήσει τις υποχρεώσεις τους που θεσπίζονται στον τίτλο II, τα κράτη μέλη απαιτούν, εφόσον κρίνεται σκόπιμο και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, την απόσυρση του βοείου κρέατος από την αγορά. Πέραν των κυρώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μπορούν:

    α)

    σε περίπτωση που το εν λόγω κρέας συμμορφώνεται με τις σχετικές κτηνιατρικές και υγειονομικές διατάξεις, να επιτρέψουν το εν λόγω βόειο κρέας:

    i)

    να διατίθεται στην αγορά του αφού επισημανθεί καταλλήλως σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Ένωσης, ή

    ii)

    να επιτρέπεται η απευθείας μεταποίησή του σε προϊόντα άλλα από εκείνα που αναφέρονται στην πρώτη περίπτωση του άρθρου 12·

    β)

    να διατάξουν αναστολή ή ανάκληση της άδειας των σχετικών επιχειρηματιών και οργανώσεων.

    4.   Οι εμπειρογνώμονες της Επιτροπής, από κοινού με τις αρμόδιες αρχές:

    α)

    ελέγχουν εάν τα κράτη μέλη τηρούν τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού·

    β)

    διενεργούν επιτόπιους ελέγχους προκειμένου να βεβαιωθούν ότι οι έλεγχοι εκτελούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

    5.   Το κράτος μέλος, στο έδαφος του οποίου διενεργείται έλεγχος, παρέχει στους εμπειρογνώμονες της Επιτροπής κάθε βοήθεια που απαιτείται για την επιτέλεση των καθηκόντων τους. Τα αποτελέσματα των ελέγχων συζητούνται με την αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους πριν από τη σύνταξη και την κυκλοφορία της τελικής έκθεσης. Η έκθεση αυτή περιέχει, όταν κρίνεται σκόπιμο, συστάσεις προς τα κράτη μέλη σχετικά με τη βελτίωση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό.».

    20)

    Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

    «Άρθρο 22α

    Αρμόδιες αρχές

    Τα κράτη μέλη διορίζουν την αρμόδια αρχή ή τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνη/υπεύθυνες για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό και για όλες τις πράξεις που εκδίδονται από την Επιτροπή με βάση τον παρόντα κανονισμό.

    Ενημερώνουν αμελλητί την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για την ταυτότητα των εν λόγω αρχών.

    Άρθρο 22β

    Άσκηση της εξουσιοδότησης

    1.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

    2.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στα άρθρα 4 παράγραφος 1, 4 παράγραφος 3, 4 παράγραφος 5, 4α παράγραφος 2, 5, 6 παράγραφος 2, 7 παράγραφος 1, 7 παράγραφος 2, 7 παράγραφος 6, 13 παράγραφος 6, 14 παράγραφος 4 και 15α,ανατίθεται στην Επιτροπή για χρονική περίοδο πέντε ετών από τις 17 Ιουλίου 2014. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των πέντε ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

    3.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στα άρθρα 4 παράγραφος 1, 4 παράγραφος 3, 4 παράγραφος 5, 4α παράγραφος 2, 5, 6 παράγραφος 2, 7 παράγραφος 1, 7 παράγραφος 2, 7 παράγραφος 6, 13 παράγραφος 6, 14 παράγραφος 4 και 15α,μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Η ανάκληση τίθεται σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται στην απόφαση. Δεν θίγει το κύρος των ήδη ισχυουσών κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

    4.   Αμέσως μετά την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

    5.   Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 4 παράγραφος 1, 4 παράγραφος 3, 4 παράγραφος 5, 4α παράγραφος 2, 5, 6 παράγραφος 2, 7 παράγραφος 1, 7 παράγραφος 2, 7 παράγραφος 6, 13 παράγραφος 6, 14 παράγραφος 4 και 15α τίθενται σε ισχύ μόνο εφόσον δεν εκφραστεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της πράξης αυτής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη της περιόδου αυτής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν πρόκειται να προβάλουν αντίρρηση. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.».

    21)

    Το άρθρο 23 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 23

    Διαδικασία επιτροπής

    1.   Η Επιτροπή επικουρείται για τις εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται δυνάμει των άρθρων 4 παράγραφος 3, 4 παράγραφος 5, 5 και 13 παράγραφος 6, από τη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων, η οποία θεσπίστηκε βάσει του άρθρου 58 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9).

    Η επιτροπή αυτή είναι επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).

    2.   Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

    Σε περίπτωση που η γνωμοδότηση της επιτροπής πρέπει να ληφθεί μέσω γραπτής διαδικασίας, η διαδικασία αυτή ολοκληρώνεται χωρίς αποτέλεσμα, όταν, εντός της προθεσμίας έκδοσης της γνωμοδότησης, το αποφασίσει ο πρόεδρος της επιτροπής ή το ζητήσουν τα μέλη της επιτροπής με απλή πλειοψηφία.

    (9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1)."

    (10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).»."

    22)

    Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

    «Άρθρο 23α

    Υποβολή έκθεσης και νομοθετικές εξελίξεις

    Το αργότερο έως τις:

    18 Ιουλίου 2019, για τις διατάξεις περί προαιρετικής επισήμανσης, και

    18 Ιουλίου 2023, για τις διατάξεις περί ηλεκτρονικής αναγνώρισης,

    μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο τις αντίστοιχες εκθέσεις με θέμα την εκτέλεση και τον αντίκτυπο του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων, στη πρώτη περίπτωση, του ενδεχομένου αναθεώρησης των διατάξεων περί προαιρετικής επισήμανσης και, στη δεύτερη περίπτωση, της τεχνικής και οικονομικής σκοπιμότητας της καθιέρωσης της υποχρεωτικής ηλεκτρονικής αναγνώρισης σε ολόκληρη την Ένωση.

    Οι εν λόγω εκθέσεις συνοδεύονται, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, από τις κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις.».

    23)

    Παρεμβάλλεται το ακόλουθο παράρτημα:

    «ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

    ΜΕΣΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

    Α)

    ΣΥΜΒΑΤΙΚΟ ΕΝΩΤΙΟ

    ΜΕ ΙΣΧΥ ΑΠΟ ΤΙΣ 18 ΙΟΥΛΙΟΥ 2019

    Β)

    ΣΥΣΚΕΥΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΜΕ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΕΝΩΤΙΟΥ

    Γ)

    ΣΥΣΚΕΥΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΜΕ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΣΤΟΜΑΧΙΚΟΥ ΒΩΛΟΥ

    Δ)

    ΣΥΣΚΕΥΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΜΕ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΕΝΕΣΙΜΟΥ ΠΟΜΠΟΔΕΚΤΗ».

    Άρθρο 2

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

    Βρυξέλλες, 15 Μαΐου 2014.

    Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    M. SCHULZ

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    Δ. ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ


    (1)  ΕΕ C 229 της 31.7.2012, σ. 144.

    (2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 2ας Απριλίου 2014 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 6ης Μαΐου 2014.

    (3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 820/97 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1997, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών και την επισήμανση του βοείου κρέατος και των προϊόντων με βάση το βόειο κρέας (ΕΕ L 117 της 7.5.1997, σ. 1).

    (4)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2000, για τη θέσπιση συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών και την επισήμανση του βοείου κρέατος και των προϊόντων με βάση το βόειο κρέας, καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 820/97 του Συμβουλίου (ΕΕ L 204 της 11.8.2000, σ. 1).

    (5)  Οδηγία 64/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1964, περί προβλημάτων υγειονομικού ελέγχου στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών βοοειδών και χοιροειδών (ΕΕ 121 της 29.7.1964, σ. 1977/64).

    (6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1169/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές, την τροποποίηση των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1924/2006 και (ΕΚ) αριθ. 1925/2006 και την κατάργηση της οδηγίας 87/250/ΕΟΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 90/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της οδηγίας 1999/10/ΕΚ της Επιτροπής, της οδηγίας 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, των οδηγιών της Επιτροπής 2002/67/ΕΚ και 2008/5/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 608/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 304 της 22.11.2011, σ. 18).

    (7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).


    Top