Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32012R0389

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 389/2012 του Συμβουλίου, της 2ας Μαΐου 2012 , για την διοικητική συνεργασία στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2004

ΕΕ L 121 της 8.5.2012, p. 1–15 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (HR)

Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 13/02/2023

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2012/389/oj

8.5.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 121/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 389/2012 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 2ας Μαΐου 2012

για την διοικητική συνεργασία στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2004

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 113,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2073/2004 του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2004, για τη διοικητική συνεργασία στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης (3) προβλέπει ένα κοινό σύστημα στο πλαίσιο του οποίου, για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, αφενός, και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και των στρεβλώσεων στην εσωτερική αγορά τις οποίες αυτή συνεπάγεται, αφετέρου, τα κράτη μέλη αλληλοβοηθούνται και συνεργάζονται με την Επιτροπή. Ο κανονισμός αυτός θα πρέπει να τροποποιηθεί με βάση την κτηθείσα πείρα και τις πρόσφατες εξελίξεις. Επειδή οι αναγκαίες αλλαγές είναι πολλές, ο κανονισμός θα πρέπει χάριν σαφήνειας να αντικατασταθεί.

(2)

Για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς εξακολουθεί να απαιτείται ένα σύστημα διοικητικής συνεργασίας στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης που θα περιλαμβάνει όλα τα θέματα της νομοθεσίας περί εφαρμογής των ειδικών φόρων κατανάλωσης επί των αγαθών που αναφέρει το άρθρο 1 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης (4).

(3)

Για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και ταχύτητα και για λόγους κόστους είναι απαραίτητο να ενισχυθεί ο ρόλος της ηλεκτρονικής ανταλλαγής πληροφοριών. Για μια ταχύτερη διεκπεραίωση των αιτήσεων παροχής πληροφοριών, λαμβανομένου υπόψη του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα ορισμένων αιτήσεων και της πολυγλωσσίας στην Ένωση, θα πρέπει να γενικευθεί η χρήση ομοιόμορφων δελτίων για τις ανταλλαγές πληροφοριών. Ο καλύτερος τρόπος για την κάλυψη αυτών των αναγκών είναι η πιο συστηματική χρήση του μηχανοργανωμένου συστήματος που θεσπίστηκε με την απόφαση αριθ. 1152/2003/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 2003 για την εισαγωγή της πληροφορικής στη διακίνηση και στους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (5). Το σύστημα αυτό προσφέρει σήμερα περισσότερες δυνατότητες από εκείνες που προσέφερε ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2073/2004 όταν ετέθη σε ισχύ, και θα εξακολουθήσει να αναπτύσσεται. Συνεπώς, τα κράτη μέλη θα πρέπει να το χρησιμοποιούν κατά το δυνατόν.

(4)

Η ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης απαιτείται σε μεγάλο βαθμό για τη διαμόρφωση της σωστής εικόνας όσον αφορά τις φορολογικές υποθέσεις ορισμένων προσώπων. Ωστόσο, τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να αναζητούν αυθαίρετα πληροφορίες ή στοιχεία τα οποία προδήλως δεν έχουν σχέση με υποθέσεις στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης, οι οποίες αφορούν συγκεκριμένα πρόσωπα, ομάδες ή κατηγορίες προσώπων.

(5)

Για τον σωστό συντονισμό της ροής των πληροφοριών είναι απαραίτητο να διατηρηθούν οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2004 που αφορούν την ύπαρξη ενός μόνο σημείου επαφής σε κάθε κράτος μέλος. Επειδή, για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, μπορεί να χρειάζονται περισσότερες απευθείας επαφές μεταξύ αρχών και υπαλλήλων των κρατών μελών, θα πρέπει επίσης να εξακολουθήσουν να ισχύουν και οι διατάξεις για τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και τον καθορισμό των αρμοδίων υπαλλήλων.

(6)

Για να παρέχονται οι αναγκαίες πληροφορίες εγκαίρως θα πρέπει να διατηρηθούν οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2004 που επιβάλλουν στην αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση να ενεργεί το ταχύτερο δυνατό και οπωσδήποτε εντός συγκεκριμένης προθεσμίας. Ωστόσο, η προθεσμία για την παροχή πληροφοριών τις οποίες ήδη διαθέτει το κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση θα πρέπει να είναι συντομότερη της συνήθους.

(7)

Για τον αποτελεσματικό έλεγχο των διαδικασιών που έχουν σχέση με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στις διασυνοριακές συναλλαγές, είναι απαραίτητο να διατηρηθεί η δυνατότητα διενέργειας ταυτόχρονων ελέγχων από τα κράτη μέλη και η παρουσία υπαλλήλων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους στο πλαίσιο της διοικητικής συνεργασίας.

(8)

Τα προβλήματα που συνδέονται με την κοινοποίηση διοικητικών αποφάσεων και μέτρων πέραν των συνόρων θα πρέπει να εξακολουθήσουν να επιλύονται με διατήρηση των σχετικών διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2004.

(9)

Για την αποτελεσματική καταπολέμηση της απάτης θα πρέπει να διατηρηθούν οι διατάξεις για την ανταλλαγή πληροφοριών χωρίς προηγούμενη αίτηση. Προς διευκόλυνση της ανταλλαγής, είναι σκόπιμο να καθορισθούν οι κατηγορίες των πληροφοριών που θα ανταλλάσσονται υποχρεωτικά.

(10)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξακολουθήσουν να έχουν τη δυνατότητα προαιρετικής ανταλλαγής πληροφοριών που κρίνονται αναγκαίες για την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, όταν αυτές δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες πληροφοριών που ανταλλάσσονται αυτομάτως.

(11)

Η ανατροφοδότηση είναι το κατάλληλο μέσον συνεχούς βελτίωσης της ποιότητας των ανταλλασσόμενων πληροφοριών. Ως εκ τούτου, πρέπει να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο για την ανατροφοδότηση αυτή.

(12)

Η ηλεκτρονική αποθήκευση εκ μέρους των κρατών μελών συγκεκριμένων δεδομένων για τις άδειες οικονομικών φορέων και φορολογικών αποθηκών είναι απαραίτητη για την ορθή λειτουργία του συστήματος ειδικών φόρων κατανάλωσης και την καταπολέμηση της απάτης καθώς επιτρέπει την ταχεία ανταλλαγή τέτοιων δεδομένων μεταξύ κρατών μελών και την αυτόματη πρόσβαση σε πληροφορίες. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση των πληροφοριών που περιέχονται ήδη στα εθνικά μηχανοργανωμένα συστήματα για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, μέσω ανάλυσης κινδύνου που εμπλουτίζει τις πληροφορίες που τηρούνται σε εθνικό επίπεδο για τους οικονομικούς φορείς στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης και για τη διακίνηση προϊόντων υποκειμένων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης στο εσωτερικό της Ένωσης και μέσω της συγκέντρωσης πληροφοριών για τους φορολογουμένους και τις συναλλαγές τους. Δεδομένου ότι οι διαδικασίες επιβολής ή είσπραξης ειδικών φόρων κατανάλωσης και οι περίοδοι περιορισμού και άλλων χρονικών ορίων διαφέρουν ανά κράτος μέλος, είναι ανάγκη, προκειμένου να διασφαλιστεί αποτελεσματική αμοιβαία συνδρομή στην εφαρμογή της νομοθεσίας περί ειδικών φόρων κατανάλωσης σε περιπτώσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, να προβλεφθεί ελάχιστη περίοδος κατά την οποία κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να αποθηκεύει αυτήν την πληροφορία.

(13)

Για να είναι αξιόπιστες οι πληροφορίες που αποθηκεύονται στις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων, θα πρέπει να προβλεφθεί η τακτική τους επικαιροποίηση.

(14)

Οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να είναι σε θέση να διενεργούν γρήγορα τις αναγκαίες επαληθεύσεις για την κυκλοφορία προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Θα πρέπει να μπορούν να επιβεβαιώνουν ηλεκτρονικά την εγκυρότητα των αριθμών ειδικών φόρων κατανάλωσης μέσω ενός κεντρικού μητρώου που θα τηρεί η Επιτροπή και θα τροφοδοτείται με πληροφορίες από τις εθνικές βάσεις δεδομένων.

(15)

Οι εθνικοί κανόνες περί τραπεζικού απορρήτου ενδέχεται να μειώνουν την αποτελεσματικότητα των μηχανισμών που προβλέπει ο παρών κανονισμός. Δεν θα επιτρέπεται συνεπώς στα κράτη μέλη να αρνούνται την παροχή πληροφοριών με βάση μόνο αυτούς τους κανόνες.

(16)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει, αλλά αντίθετα να συμπληρώνει, άλλα μέτρα που λαμβάνονται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και συμβάλλουν στην καταπολέμηση των παρατυπιών και της απάτης στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης.

(17)

Για λόγους σαφήνειας, είναι χρήσιμο να επιβεβαιωθεί στον παρόντα κανονισμό ότι οσάκις πληροφορίες ή έγγραφα λαμβάνονται μετά από σχετική άδεια ή αίτημα δικαστικών αρχών, η κοινοποίηση των πληροφοριών ή των εγγράφων στην αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους υπόκειται σε άδεια των δικαστικών αρχών εάν αυτή απαιτείται δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους κοινοποίησης.

(18)

Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (6) διέπει την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διενεργούν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (7) διέπει την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που διενεργεί η Επιτροπή σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(19)

Η ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες ωφέλησε την σωστή εφαρμογή της νομοθεσίας ειδικών φόρων κατανάλωσης και θα πρέπει να παραμείνει. Η οδηγία 95/46/ΕΚ θέτει ειδικούς όρους ανταλλαγής πληροφοριών με τρίτες χώρες, που τα κράτη μέλη πρέπει να τηρήσουν.

(20)

Για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, μπορεί να χρειάζεται να περιοριστεί το πεδίο εφαρμογής ορισμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που καθορίζονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ, ιδίως τα δικαιώματα που ορίζονται στο άρθρο 10, στο άρθρο 11 παράγραφος 1, και στα άρθρα 12 και 21 αυτής, ώστε να προστατευθούν τα σημαντικά οικονομικά ή χρηματοοικονομικά συμφέροντα των κρατών μελών, με γνώμονα τις δυνητικές απώλειες εσόδων για τα κράτη μέλη και την κεφαλαιώδη σημασία των πληροφοριών τις οποίες αφορά ο παρών κανονισμός για την αποτελεσματική καταπολέμηση της απάτης. Δεδομένης της ανάγκης να διατηρηθούν οι αποδείξεις σε περίπτωση υποψίας για φορολογικές παρατυπίες ή για απάτη και για να αποτραπεί η παρέμβαση στην σωστή αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τη νομοθεσία περί ειδικών φόρων κατανάλωσης, ίσως καταστεί αναγκαίο να περιοριστούν οι υποχρεώσεις του ελεγκτή δεδομένων και τα δικαιώματα του υποκείμενου των δεδομένων σχετικά με την παροχή πληροφοριών, την πρόσβαση στα δεδομένα και τη δημοσίευση των ενεργειών επεξεργασίας κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής προσωπικών δεδομένων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν την υποχρέωση να εφαρμόζουν τέτοιους περιορισμούς στο βαθμό που αυτοί κρίνονται αναγκαίοι και ανάλογοι προς τις περιστάσεις.

(21)

Προκειμένου να εξασφαλισθούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής ορισμένων άρθρων του παρόντος κανονισμού και για να οριοθετηθούν οι κύριες κατηγορίες δεδομένων που μπορούν να ανταλλάσσονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (8).

(22)

Η διαδικασία εξέτασης θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την έγκριση των εκτελεστικών πράξεων δεδομένου ότι αυτές είναι μέτρα γενικής εμβέλειας κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

(23)

Είναι ανάγκη να εξασφαλιστεί η παρακολούθηση και αξιολόγηση του παρόντος κανονισμού. Θα πρέπει συνεπώς να προβλεφθεί η συλλογή στατιστικών στοιχείων και άλλων πληροφοριών από τα κράτη μέλη και η εκπόνηση τακτικών εκθέσεων από την Επιτροπή.

(24)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, συγκεκριμένα η απλούστευση και η ενίσχυση της διοικητικής συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών, η οποία απαιτεί εναρμονισμένη προσέγγιση, δεν δύναται να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, και δύναται, λόγω της ομοιομορφίας και αποτελεσματικότητας που απαιτούνται, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας η οποία αναφέρεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου.

(25)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικότερα το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 8). Ενόψει των ορίων που θέτει ο παρών κανονισμός, η επεξεργασία τέτοιων δεδομένων στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού επιδιώκει εντός των αναγκαίων και ανάλογων προς τις περιστάσεις ορίων την προστασία των νόμιμων φορολογικών συμφερόντων των κρατών μελών.

(26)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ.2073/2004 θα πρέπει να καταργηθεί.

(27)

Ζητήθηκε η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ο οποίος και γνωμοδότησε (9),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός καθορίζει τους όρους σύμφωνα με τους οποίους οι αρχές των κρατών μελών οι οποίες είναι αρμόδιες για την εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης συνεργάζονται μεταξύ τους καθώς και με την Επιτροπή, προκειμένου να εξασφαλίζουν την τήρηση της νομοθεσίας αυτής. Για τον σκοπό αυτό, καθορίζει τους κανόνες και τις διαδικασίες που επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν, ηλεκτρονικά ή με άλλον τρόπο, τις πληροφορίες που απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή στα κράτη μέλη των κανόνων αμοιβαίας συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων.

3.   Ο παρών κανονισμός δεν θίγει επίσης την τήρηση οιασδήποτε ευρύτερης υποχρέωσης σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή, η οποία απορρέει από άλλες νομικές πράξεις, συμπεριλαμβανομένων τυχόν διμερών ή πολυμερών συμφωνιών.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:

1)   «αρμόδια αρχή»: η αρχή η οποία ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1·

2)   «αιτούσα αρχή»: η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης ενός κράτους μέλους ή κάθε υπηρεσία διασύνδεσης ή αρμόδιος υπάλληλος κράτους μέλους που υποβάλλει αίτηση συνδρομής εξ ονόματος της αρμόδιας αρχής·

3)   «αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση»: η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης ενός κράτους μέλους ή κάθε υπηρεσία διασύνδεσης ή αρμόδιος υπάλληλος κράτους μέλους που λαμβάνει την αίτηση συνδρομής εξ ονόματος της αρμόδιας αρχής·

4)   «υπηρεσία ειδικών φόρων κατανάλωσης»: κάθε υπηρεσία στην οποία μπορούν να ολοκληρώνονται διατυπώσεις που προβλέπονται από τους κανόνες για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης·

5)   «αυτόματη ανταλλαγή στοιχείων οδηγούμενη από συμβάντα»: η συστηματική και χωρίς προηγούμενη αίτηση κοινοποίηση πληροφοριών με προκαθορισμένη δομή οι οποίες αφορούν κάποιο συμβάν που παρουσιάζει ενδιαφέρον, μόλις υπάρξουν οι πληροφορίες αυτές, εκτός από την ανταλλαγή πληροφοριών που προβλέπεται στο άρθρο 21 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ·

6)   «τακτική αυτόματη ανταλλαγή»: η συστηματική και χωρίς προηγούμενη αίτηση κοινοποίηση πληροφοριών με προκαθορισμένη δομή, ανά τακτά και εκ των προτέρων καθορισμένα διαστήματα·

7)   «αυθόρμητη ανταλλαγή»: η χωρίς προηγούμενη αίτηση κοινοποίηση πληροφοριών η οποία δεν καλύπτεται από τα σημεία 5 και 6 ή από το άρθρο 21 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ·

8)   «αυτοματοποιημένο σύστημα»: το αυτοματοποιημένο σύστημα διακίνησης και ελέγχου των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, που προβλέπεται από την απόφαση αριθ. 1152/2003/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 2003, για την εισαγωγή της πληροφορικής στη διακίνηση και στους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (10)·

9)   «πρόσωπο»: φυσικό πρόσωπο, νομικό πρόσωπο, ενώσεις προσώπων που δεν αποτελούν νομικά πρόσωπα, αλλά οι οποίες διαθέτουν, σύμφωνα με το κοινοτικό ή εθνικό δίκαιο, δικαιοπρακτική ικανότητα και οποιοδήποτε άλλο νομικό μόρφωμα οποιασδήποτε φύσεως και μορφής, ανεξαρτήτως του αν διαθέτει νομική προσωπικότητα·

10)   «οικονομικός φορέας»: πρόσωπο το οποίο, στο πλαίσιο άσκησης του επαγγέλματός του, συμμετέχει σε δραστηριότητες που καλύπτονται από τη νομοθεσία για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, ανεξάρτητα από το εάν διαθέτει σχετική άδεια ή όχι·

11)   «ηλεκτρονικά μέσα»: η χρήση ηλεκτρονικού εξοπλισμού επεξεργασίας (συμπεριλαμβανομένης της διαβίβασης και συμπίεσης) και αποθήκευσης δεδομένων που περιλαμβάνει το αυτοματοποιημένο σύστημα που περιγράφεται στο σημείο 8·

12)   «αριθμός ειδικού φόρου κατανάλωσης»: ο αναγνωριστικός αριθμός που παρέχουν, στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης, τα κράτη μέλη στα μητρώα των οικονομικών φορέων και των χώρων που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β)·

13)   «διακίνηση προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο εσωτερικό της Ένωσης»: η διακίνηση μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο πλαίσιο του καθεστώτος αναστολής των ειδικών φόρων κατανάλωσης κατά την έννοια του κεφαλαίου IV της οδηγίας 2008/118/ΕΚ ή προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης τα οποία έχουν τεθεί σε ανάλωση κατά την έννοια του κεφαλαίου V τμήμα 2 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ·

14)   «διοικητική έρευνα»: όλοι οι έλεγχοι, οι επαληθεύσεις και οι λοιπές ενέργειες που διεξάγονται από τις αρμόδιες για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης αρχές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της ανωτέρω νομοθεσίας·

15)   «δίκτυο CCN/CSI»: το κοινό σύστημα που βασίζεται στο κοινό δίκτυο επικοινωνιών (CCN) και στην κοινή διεπαφή συστημάτων (CSI), η οποία έχει αναπτυχθεί από την Ένωση για την εξασφάλιση όλων των διαβιβάσεων με ηλεκτρονικά μέσα μεταξύ των αρμόδιων τελωνειακών και φορολογικών αρχών·

16)   «ειδικοί φόροι κατανάλωσης»: οι φόροι που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ·

17)   «έγγραφο αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής»: έγγραφο που δημιουργείται από το αυτοματοποιημένο σύστημα και χρησιμοποιείται για την ανταλλαγή πληροφοριών βάσει του άρθρου 8, του άρθρου 15 ή του άρθρου 16 και για την παρακολούθηση σύμφωνα με το άρθρο 8 ή το άρθρο 16·

18)   «εφεδρικό έγγραφο αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής»: έντυπο έγγραφο που χρησιμοποιείται για την ανταλλαγή πληροφοριών βάσει του άρθρου 8 ή του άρθρου 15 σε περίπτωση που το αυτοματοποιημένο σύστημα δεν είναι διαθέσιμο·

19)   «ταυτόχρονος έλεγχος»: οι συντονισμένοι έλεγχοι, στο πλαίσιο εφαρμογής της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, που διενεργούνται σε οικονομικό φορέα ή πρόσωπα που συνδέονται μαζί του, οι οποίοι διοργανώνονται από δύο τουλάχιστον συμμετέχοντα κράτη μέλη με κοινά ή συμπληρωματικά συμφέροντα.

Άρθρο 3

Αρμόδιες αρχές

1.   Κάθε κράτος μέλος καθορίζει την αρμόδια αρχή εξ ονόματος της οποίας εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός και κοινοποιεί αμέσως στην Επιτροπή τα στοιχεία της καθώς και κάθε ενδεχόμενη μεταγενέστερη αλλαγή.

2.   Η Επιτροπή συντάσσει κατάλογο των αρμόδιων αρχών και δημοσιεύει αυτές τις πληροφορίες στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4

Κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και υπηρεσίες διασύνδεσης

1.   Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους ορίζει μία κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης στην οποία αναθέτει την κύρια ευθύνη για τις επαφές με τα λοιπά κράτη μέλη στον τομέα της διοικητικής συνεργασίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Ενημερώνει επ’ αυτού την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών.

Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης μπορεί επίσης να ορίζεται ως αρμόδια για τις επαφές με την Επιτροπή για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

2.   Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους δύναται να ορίζει υπηρεσίες διασύνδεσης, διαφορετικές από την κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, οι αρμοδιότητες των οποίων ανατίθενται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πολιτική κάθε κράτους μέλους, ώστε να ανταλλάσσουν απευθείας πληροφορίες βάσει του παρόντος κανονισμού.

Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης μεριμνά ώστε ο κατάλογος των εν λόγω υπηρεσιών να ενημερώνεται τακτικά και να τίθεται στη διάθεση των κεντρικών υπηρεσιών διασύνδεσης των άλλων ενδιαφερομένων κρατών μελών.

Άρθρο 5

Αρμόδιοι υπάλληλοι

1.   Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους μπορεί να ορίζει, υπό τις προϋποθέσεις που επιβάλλει το κράτος μέλος, αρμόδιους υπαλλήλους για την απευθείας ανταλλαγή πληροφοριών βάσει του παρόντος κανονισμού.

Η αρμόδια αρχή μπορεί να περιορίζει το πεδίο εφαρμογής μιας τέτοιας μεταβίβασης αρμοδιοτήτων.

Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης είναι υπεύθυνη να ενημερώνει τον κατάλογο αρμοδίων υπαλλήλων και να τον θέτει στη διάθεση των κεντρικών υπηρεσιών διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης των άλλων ενδιαφερομένων κρατών μελών.

2.   Οι υπάλληλοι που ανταλλάσσουν πληροφορίες δυνάμει των άρθρων 12 και 13 θεωρούνται ως οι αρμόδιοι για τους σκοπούς των εν λόγω άρθρων υπάλληλοι, σύμφωνα με τους όρους που θέτουν οι αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 6

Υποχρεώσεις της κεντρικής υπηρεσίας διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης,των υπηρεσιών διασύνδεσης και των αρμοδίων υπαλλήλων

1.   Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης έχει την κύρια ευθύνη για τις ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με τη διακίνηση προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης μεταξύ των κρατών μελών, και, ιδίως, έχει την κύρια ευθύνη για:

α)

την ανταλλαγή πληροφοριών βάσει του άρθρου 8·

β)

την προώθηση της κοινοποίησης διοικητικών αποφάσεων και μέτρων που ζητούν τα κράτη μέλη βάσει του άρθρου 14·

γ)

τις υποχρεωτικές ανταλλαγές πληροφοριών βάσει του άρθρου 15·

δ)

τις προαιρετικές αυθόρμητες ανταλλαγές πληροφοριών βάσει του άρθρου 16·

ε)

την παροχή εκθέσεων επί των ενεργειών παρακολούθησης βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 5 και του άρθρου 16 παράγραφος 2·

στ)

τις ανταλλαγές πληροφοριών που αποθηκεύονται στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο 19·

ζ)

την παροχή στατιστικών και άλλων πληροφοριών βάσει του άρθρου 34.

2.   Όταν υπηρεσίες διασύνδεσης ή αρμόδιοι υπάλληλοι αποστέλλουν ή λαμβάνουν αιτήσεις συνδρομής ή απαντήσεις σε τέτοιες αιτήσεις, ενημερώνουν σχετικά την κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης του κράτους μέλους στο οποίο υπάγονται υπό τους όρους που αυτό έχει καθορίσει.

3.   Όταν μια υπηρεσία διασύνδεσης ή ένας αρμόδιος υπάλληλος λαμβάνει αιτήσεις συνδρομής που απαιτούν δράση εκτός του εδαφικού ή του επιχειρησιακού χώρου του, τις διαβιβάζει αμέσως στην κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης του κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται καθώς και στον αρμόδιο υπάλληλο της υπεύθυνης υπηρεσίας διασύνδεσης και ενημερώνει σχετικά την αιτούσα αρχή. Στην περίπτωση αυτή το χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο άρθρο 11 αρχίζει από την επόμενη ημέρα της διαβίβασης της αίτησης συνδρομής στην κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης καθώς και στον αρμόδιο υπάλληλο της υπεύθυνης υπηρεσίας διασύνδεσης, αλλά όχι αργότερα από μία εβδομάδα μετά την παραλαβή της αίτησης που αναφέρεται την πρώτη πρόταση της παρούσας παραγράφου.

Άρθρο 7

Πληροφορίες ή έγγραφα που λαμβάνονται μετά από σχετική άδεια ή αίτημα των δικαστικών αρχών

1.   Η κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους πληροφοριών ή εγγράφων που έχουν ληφθεί από αρμόδια αρχή με σχετική άδεια ή κατόπιν αιτήματος δικαστικών αρχών, υπόκειται σε προηγούμενη άδεια των δικαστικών αρχών εάν αυτή απαιτείται δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας.

2.   Όταν, σε περίπτωση αίτησης πληροφοριών, οι δικαστικές αρχές αρνούνται να παράσχουν την εν λόγω άδεια στην αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, η τελευταία ενημερώνει σχετικά την αιτούσα αρχή σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 5.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΣΕΩΣ

Άρθρο 8

Γενικές υποχρεώσεις της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση

1.   Κατόπιν αιτήσεως της αιτούσας αρχής η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ανακοινώνει τις πληροφορίες οι οποίες είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν μία ή περισσότερες συγκεκριμένες περιπτώσεις στο πλαίσιο, ιδίως, της διακίνησης προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο εσωτερικό της Ένωσης.

2.   Για τη διαβίβαση των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση προβαίνει, στις αναγκαίες διοικητικές έρευνες για να αποκτήσει τις πληροφορίες αυτές.

3.   Η αίτηση η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να περιέχει αιτιολογημένο αίτημα διεξαγωγής συγκεκριμένης διοικητικής έρευνας. Εάν η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση αποφασίσει ότι δεν απαιτείται διοικητική έρευνα, ενημερώνει αμέσως την αιτούσα αρχή για τους λόγους που την οδήγησαν στην εν λόγω απόφαση.

4.   Για την απόκτηση των ζητούμενων πληροφοριών ή για τη διεξαγωγή της αιτηθείσας διοικητικής έρευνας, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ή η διοικητική αρχή προς την οποία η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση παρέπεμψε το θέμα ενεργεί όπως θα ενεργούσε και για δικό της λογαριασμό ή κατ’ αίτηση άλλης αρχής της χώρας της.

5.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μπορεί να ζητήσει από την αιτούσα αρχή να την ενημερώσει για τις ενέργειες παρακολούθησης του αιτούντος κράτους μέλους βάσει των παρεχόμενων πληροφοριών. Σε περίπτωση τέτοιου αιτήματος η αιτούσα αρχή, με την επιφύλαξη των κανόνων περί φορολογικού απορρήτου και προστασίας δεδομένων που ισχύουν στη χώρα της, αποστέλλει την ενημέρωση αυτή το συντομότερο δυνατόν, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν συνεπάγεται δυσανάλογο διοικητικό φόρτο.

Άρθρο 9

Τύπος της αίτησης και της απάντησης

1.   Οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών και διεξαγωγής διοικητικών ερευνών βάσει του άρθρου 8 καθώς και οι απαντήσεις σε τέτοιες αιτήσεις ανταλλάσσονται μέσω του εγγράφου αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.

Όταν το αυτοματοποιημένο σύστημα δεν είναι διαθέσιμο, αντί για το έγγραφο αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής χρησιμοποιείται το εφεδρικό έγγραφο αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής.

2.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για να καθορίζει:

α)

τη δομή και το περιεχόμενο των εγγράφων αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής·

β)

τους κανόνες και τις διαδικασίες που αφορούν τις ανταλλαγές εγγράφων αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής·

γ)

τη μορφή και το περιεχόμενο του εφεδρικού εγγράφου αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής·

δ)

τους κανόνες και τις διαδικασίες που αφορούν τη χρήση του εφεδρικού εγγράφου αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής.

Η Επιτροπή μπορεί επίσης να θεσπίζει εκτελεστικές πράξεις για να καθορίζει τη δομή και το περιεχόμενο της ενημέρωσης που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 5.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 35 παράγραφος 2.

3.   Κάθε κράτος μέλος καθορίζει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το αυτοματοποιημένο σύστημα μπορεί να θεωρείται μη διαθέσιμο.

4.   Όταν η χρήση του εγγράφου αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής παρουσιάζει πρακτικές δυσκολίες, η ανταλλαγή μηνυμάτων μπορεί κατ' εξαίρεση να γίνεται πλήρως ή εν μέρει με άλλα μέσα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το μήνυμα πρέπει να εξηγεί σε τι συνίστανται οι πρακτικές δυσκολίες όσον αφορά τη χρήση του εγγράφου αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής.

Άρθρο 10

Υποβολή εγγράφων

1.   Έγγραφα οιουδήποτε περιεχομένου που πρέπει να υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 8 επισυνάπτονται στο έγγραφο αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1.

Ωστόσο, εάν αυτό είναι αδύνατο ή παρουσιάζει πρακτικές δυσκολίες, τα έγγραφα υποβάλλονται με ηλεκτρονικά μέσα ή με άλλο τρόπο.

2.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση υποχρεούται να παρέχει τα πρωτότυπα έγγραφα μόνον εάν αυτά είναι αναγκαία για τους σκοπούς που επιδιώκει η αιτούσα αρχή και εφόσον κάτι τέτοιο δεν αντιβαίνει στις διατάξεις που ισχύουν στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένη η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση.

Άρθρο 11

Προθεσμίες

1.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση παρέχει τις πληροφορίες οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 8 το συντομότερο δυνατόν, και έως τρεις μήνες το πολύ από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης.

Ωστόσο, στην περίπτωση που οι σχετικές πληροφορίες βρίσκονται ήδη στη διάθεση της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, η προθεσμία μειώνεται σε ένα μήνα.

2.   Σε ορισμένες ειδικές κατηγορίες περιπτώσεων, η αιτούσα αρχή και η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μπορούν να συμφωνήσουν μεταξύ τους διαφορετικές προθεσμίες από εκείνες που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

3.   Σε περίπτωση που η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στην αίτηση εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1, ενημερώνει μέσω του εγγράφου αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής και εντός ενός μηνός την αιτούσα αρχή για τους λόγους που την εμποδίζουν να τηρήσει την εν λόγω προθεσμία και δηλώνει πότε αναμένει να ανταποκριθεί στο αίτημα.

Άρθρο 12

Συμμετοχή υπαλλήλων άλλων κρατών μελών σε διοικητικές έρευνες

1.   Κατόπιν συμφωνίας μεταξύ της αιτούσας αρχής και της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση και σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει η τελευταία, υπάλληλοι εξουσιοδοτημένοι από την αιτούσα αρχή δύνανται, για τους σκοπούς της ανταλλαγής πληροφοριών που απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, να είναι παρόντες στα γραφεία των διοικητικών αρχών του κράτους μέλους όπου υποβάλλεται η αίτηση ή σε οποιουσδήποτε άλλους χώρους στους οποίους οι αρχές αυτές εκτελούν τα καθήκοντά τους.

Στην περίπτωση που οι ζητούμενες πληροφορίες περιέχονται σε έγγραφα στα οποία έχουν πρόσβαση οι υπάλληλοι της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, παρέχονται στους υπαλλήλους της αιτούσας αρχής αντίγραφα αυτών των εγγράφων.

2.   Κατόπιν συμφωνίας μεταξύ της αιτούσας αρχής και της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση και σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει η τελευταία, υπάλληλοι εξουσιοδοτημένοι από την αιτούσα αρχή δύνανται, για τους σκοπούς της ανταλλαγής πληροφοριών που απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, να είναι παρόντες κατά τις διοικητικές έρευνες που διεξάγονται στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση.

Όταν πραγματοποιηθεί τέτοια συμφωνία, οι υπάλληλοι της αιτούσας αρχής μπορούν να έχουν πρόσβαση στις ίδιες εγκαταστάσεις και στα ίδια έγγραφα στα οποία έχουν πρόσβαση οι υπάλληλοι της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση με τη διαμεσολάβηση αυτών των υπαλλήλων και με μόνο σκοπό τη διεξαγωγή της διοικητικής έρευνας. Οι υπάλληλοι της αιτούσας αρχής θα διενεργούν έρευνες ή θα υποβάλλουν ερωτήματα μόνο με τη συμφωνία και υπό την εποπτεία υπαλλήλων της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση. Οι υπάλληλοι αυτοί δεν ασκούν σε καμία περίπτωση τις εξουσίες ελέγχου οι οποίες έχουν ανατεθεί στους υπαλλήλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση.

3.   Οι υπάλληλοι της αιτούσας αρχής, που βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, πρέπει να μπορούν να επιδεικνύουν ανά πάσα στιγμή γραπτή εξουσιοδότηση στην οποία αναγράφονται τα στοιχεία ταυτότητας και η επίσημη ιδιότητά τους.

Άρθρο 13

Ταυτόχρονοι έλεγχοι

1.   Με σκοπό την ανταλλαγή των πληροφοριών που απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, δύο ή περισσότερα κράτη μέλη δύνανται, με βάση ανάλυση των κινδύνων, να συμφωνήσουν τη διενέργεια στα αντίστοιχα εδάφη τους ταυτόχρονων ελέγχων, όσον αφορά την κατάσταση στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, ενός ή περισσότερων οικονομικών φορέων ή άλλων προσώπων που παρουσιάζουν κοινό ή συμπληρωματικό ενδιαφέρον, κάθε φορά που οι έλεγχοι αυτοί κρίνονται αποτελεσματικότεροι από τους ελέγχους που διεξάγονται σε ένα μόνο κράτος μέλος.

2.   Για να γίνει ταυτόχρονος έλεγχος κατά την παράγραφο 1 η αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποβάλλει σχετική πρόταση στις αρμόδιες αρχές των άλλων ενδιαφερομένων κρατών μελών.

Η πρόταση πρέπει:

α)

να καθορίζει την περίπτωση ή τις περιπτώσεις που προτείνονται για ταυτόχρονους ελέγχους·

β)

να καθορίζει χωριστά κάθε πρόσωπο το οποίο θα αφορά ο έλεγχος·

γ)

να περιέχει τους λόγους που δικαιολογούν την ανάγκη για κοινό έλεγχο·

δ)

να προσδιορίζει τη χρονική περίοδο κατά την οποία προτείνεται να διεξαχθεί ο έλεγχος αυτός.

3.   Μόλις λάβουν την πρόταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2, οι αρμόδιες αρχές επιβεβαιώνουν ότι θα συμμετάσχουν στον ταυτόχρονο έλεγχο ή γνωστοποιούν την αιτιολογημένη τους άρνηση στην προτείνουσα αρμόδια αρχή το ταχύτερο δυνατό και όχι αργότερα από έναν μήνα μετά την παραλαβή της πρότασης.

4.   Κάθε αρμόδια αρχή που συμμετέχει σε ταυτόχρονο έλεγχο ορίζει έναν εκπρόσωπο υπεύθυνο για την εποπτεία και τον συντονισμό του ταυτόχρονου ελέγχου.

5.   Μόλις διενεργήσουν τον ταυτόχρονο έλεγχο, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν, αμέσως, τις κεντρικές υπηρεσίες διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης των άλλων κρατών μελών σχετικά με τις μεθόδους και τις πρακτικές οι οποίες, στο πλαίσιο αυτού του ταυτόχρονου ελέγχου, διαπιστώθηκε ότι χρησιμοποιήθηκαν ή υπάρχει υποψία ότι χρησιμοποιήθηκαν για την παραβίαση της νομοθεσίας περί των ειδικών φόρων κατανάλωσης, όταν κρίνεται ότι οι πληροφορίες αυτές παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα άλλα κράτη μέλη.

Άρθρο 14

Αίτηση για κοινοποίηση διοικητικών αποφάσεων και μέτρων

1.   Ύστερα από αίτηση της αιτούσας αρχής η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία που διέπει παρόμοιες κοινοποιήσεις στο κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται, κοινοποιεί στον παραλήπτη όλες τις αποφάσεις και μέτρα που έχουν ληφθεί από τις διοικητικές αρχές του αιτούντος κράτους μέλους όσον αφορά την εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης.

2.   Η αίτηση κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αναφέρει το αντικείμενο της προς κοινοποίηση απόφασης ή μέτρου και περιλαμβάνει το όνομα, τη διεύθυνση και κάθε άλλη πληροφορία χρήσιμη για την εξακρίβωση της ταυτότητας του παραλήπτη.

3.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ενημερώνει αμέσως την αιτούσα αρχή για τη συνέχεια που δίνεται στην αίτηση κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και της γνωστοποιεί, ειδικότερα, την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης ή του μέτρου στον παραλήπτη.

4.   Όταν η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση δεν είναι σε θέση να ενεργήσει σχετικά με την κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ενημερώνει εγγράφως σχετικά την αιτούσα αρχή εντός ενός μηνός από την παραλαβή της αίτησης.

Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση δεν μπορεί να αρνηθεί να ανταποκριθεί στην αίτηση κοινοποίησης λόγω του περιεχομένου της απόφασης ή του μέτρου που πρέπει να κοινοποιηθεί.

5.   Η αιτούσα αρχή υποβάλλει αίτηση κοινοποίησης δυνάμει του παρόντος άρθρου μόνον όταν δεν είναι σε θέση να κοινοποιήσει στον παραλήπτη σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν την κοινοποίηση παρόμοιων πράξεων στο αιτούν κράτος μέλος, ή όταν η κοινοποίηση θα δημιουργούσε δυσανάλογες δυσχέρειες.

6.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στα έγγραφα του άρθρου 8 της οδηγίας 2010/24/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 2010, περί αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με φόρους, δασμούς και άλλα μέτρα (11).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΑΙΤΗΣΗ

Άρθρο 15

Υποχρεωτική ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους διαβιβάζει, χωρίς προηγούμενη αίτηση στο πλαίσιο τακτικής ανταλλαγής ή αυτόματης ανταλλαγής οδηγούμενης από συμβάντα, τις πληροφορίες που απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στην αρμόδια αρχή κάθε άλλου ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν διαπράχθηκε ή ενδέχεται να διαπράχθηκε παρατυπία ή παράβαση της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης σε άλλο κράτος μέλος·

β)

όταν διαπράχθηκε ή ενδέχεται να διαπράχθηκε παρατυπία ή παράβαση της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο έδαφος κράτους μέλους με ενδεχόμενες προεκτάσεις σε άλλο κράτος μέλος·

γ)

όταν υφίσταται κίνδυνος απάτης ή απώλεια εσόδων από ειδικούς φόρους κατανάλωσης σε άλλο κράτος μέλος·

δ)

όταν έχει επέλθει ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης υπό καθεστώς αναστολής·

ε)

όταν, κατά τη διακίνηση στο εσωτερικό της Ένωσης προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης υπάρξει κάποιο εξαιρετικό συμβάν το οποίο δεν προσδιορίζεται στις διατάξεις της οδηγίας 2008/118/ΕΚ και το οποίο μπορεί να επηρεάσει τον υπολογισμό των ειδικών φόρων κατανάλωσης που υποχρεούται να καταβάλει ένας οικονομικός φορέας.

2.   Μία αρχή που διαβίβασε σε άλλη αρχή πληροφορίες βάσει της παραγράφου 1 μπορεί να ζητήσει από την τελευταία να παράσχει ενημέρωση για τις ενέργειες παρακολούθησης που ανέλαβε η αρχή αυτή, βάσει των πληροφοριών που παρασχέθηκαν. Σε περίπτωση τέτοιου αιτήματος, η άλλη αρχή, με την επιφύλαξη των κανόνων περί φορολογικού απορρήτου και προστασίας δεδομένων που ισχύουν στη χώρα της, αποστέλλει την ενημέρωση αυτή το συντομότερο δυνατόν, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν συνεπάγεται δυσανάλογο διοικητικό φόρτο.

3.   Όταν οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 έχουν σχέση με τη διακίνηση προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο εσωτερικό της Ένωσης, αυτές διαβιβάζονται με το έγγραφο αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής, υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 4.

Ωστόσο, όταν η χρήση του εγγράφου αυτού παρουσιάζει πρακτικές δυσκολίες, η ανταλλαγή πληροφοριών μπορεί κατ’ εξαίρεση να γίνει πλήρως ή εν μέρει με άλλα μέσα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το μήνυμα πρέπει να εξηγεί σε τι συνίστανται οι πρακτικές δυσκολίες όσον αφορά τη χρήση του εγγράφου αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής.

4.   Όταν το αυτοματοποιημένο σύστημα δεν είναι διαθέσιμο, αντί για το έγγραφο που αναφέρεται στην παράγραφο 3 χρησιμοποιείται το εφεδρικό έγγραφο αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής.

5.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για να καθορίζει:

α)

τις ακριβείς κατηγορίες πληροφοριών που ανταλλάσσονται ιδίως βάσει της παραγράφου 1, οι οποίες περιλαμβάνουν, όταν πρόκειται για φυσικά πρόσωπα, δεδομένα όπως όνομα, επώνυμο, όνομα οδού, αριθμό οδού, ταχυδρομικό κώδικα, πόλη, κράτος μέλος, αριθμό φορολογικού μητρώου ή άλλο αναγνωριστικό αριθμό, κωδικό προϊόντος ή περιγραφή και λοιπά συναφή δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εάν είναι διαθέσιμα·

β)

τη συχνότητα των τακτικών ανταλλαγών και τις προθεσμίες για τη βάσει συμβάντων ανταλλαγή στοιχείων κατά την παράγραφο 1 για κάθε κατηγορία πληροφοριών·

γ)

τη δομή και το περιεχόμενο των εγγράφων αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής·

δ)

τη μορφή και το περιεχόμενο του εφεδρικού εγγράφου αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής·

ε)

τους κανόνες και τις διαδικασίες όσον αφορά τις ανταλλαγές των εγγράφων που αναφέρονται στα στοιχεία γ) και δ).

Η Επιτροπή μπορεί επίσης να εκδώσει εκτελεστικές πράξεις για να καθορίσει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αρμόδιες αρχές μπορούν να θεωρήσουν το αυτοματοποιημένο σύστημα μη διαθέσιμο για τους σκοπούς της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 35 παράγραφος 2.

Άρθρο 16

Προαιρετική ανταλλαγή πληροφοριών

1.   Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δύνανται να ανταλλάσσουν, χωρίς προηγούμενη αίτηση, στο πλαίσιο αυθόρμητης ανταλλαγής, τις πληροφορίες που απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης τις οποίες γνωρίζουν, εφόσον η ανταλλαγή αυτή δεν καλύπτεται από το άρθρο 15.

Για τον σκοπό αυτό, μπορούν να χρησιμοποιούν το αυτοματοποιημένο σύστημα, όταν αυτό μπορεί να επεξεργαστεί τέτοιες πληροφορίες.

2.   Μία αρχή που διαβίβασε σε άλλη αρχή πληροφορίες βάσει της παραγράφου 1 μπορεί να ζητήσει από την τελευταία να την ενημερώσει για τις ενέργειες παρακολούθησης που ανέλαβε η αρχή αυτή, βάσει των πληροφοριών που παρασχέθηκαν. Σε περίπτωση τέτοιου αιτήματος, η άλλη αρχή, με την επιφύλαξη των κανόνων περί φορολογικού απορρήτου και προστασίας δεδομένων που ισχύουν στη χώρα της, αποστέλλει την ενημέρωση αυτή το συντομότερο δυνατόν, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν συνεπάγεται δυσανάλογο διοικητικό φόρτο.

3.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για να καθορίζει:

α)

τη δομή και το περιεχόμενο των εγγράφων αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής που καλύπτουν τα συνηθέστερα είδη πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

β)

τους κανόνες και τις διαδικασίες που αφορούν τις ανταλλαγές εγγράφων αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής.

Η Επιτροπή μπορεί επίσης να θεσπίζει εκτελεστικές πράξεις για να καθορίζει τη δομή και το περιεχόμενο της ενημέρωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 35 παράγραφος 2.

Άρθρο 17

Υποχρέωση των κρατών μελών να διευκολύνουν τις ανταλλαγές πληροφοριών χωρίς προηγούμενη αίτηση

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα διοικητικά και οργανωτικά μέτρα που θεωρούν αναγκαία για τη διευκόλυνση των ανταλλαγών που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο.

Άρθρο 18

Περιορισμός υποχρεώσεων

Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να επιβάλλουν, για τους σκοπούς εφαρμογής αυτού του κεφαλαίου, νέες υποχρεώσεις σε πρόσωπα οι οποίες αφορούν τη συλλογή πληροφοριών αλλά ούτε και να επιφορτίζονται με δυσανάλογη διοικητική εργασία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΓΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ

Άρθρο 19

Αποθήκευση και ανταλλαγή πληροφοριών που αφορούν άδειες οικονομικών φορέων και φορολογικών αποθηκών

1.   Κάθε κράτος μέλος τηρεί ηλεκτρονική βάση δεδομένων που περιέχει τα ακόλουθα μητρώα:

α)

μητρώο οικονομικών φορέων που υπάγονται σε μια από τις παρακάτω κατηγορίες:

i)

εγκεκριμένοι αποθηκευτές κατά την έννοια του άρθρου 4 σημείο 1 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ·

ii)

εγγεγραμμένοι παραλήπτες κατά την έννοια του άρθρου 4 σημείο 9 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ·

iii)

εγγεγραμμένοι αποστολείς κατά την έννοια του άρθρου 4 σημείο 10 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ.

β)

μητρώο των χώρων που είναι εγκεκριμένοι ως φορολογικές αποθήκες κατά την έννοια του άρθρου 4 σημείο 11 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ.

2.   Τα μητρώα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τον μοναδικό αριθμό ειδικού φόρου κατανάλωσης που εκδίδει η αρμόδια αρχή για οικονομικό φορέα ή χώρους·

β)

το όνομα και τη διεύθυνση του οικονομικού φορέα ή των χώρων·

γ)

την κατηγορία προϊόντος που υπόκειται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (CAT) ή/και τον κωδικό προϊόντος που υπόκειται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (EPC), που αναφέρεται στον κατάλογο κωδικών 11, στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 684/2009 της Επιτροπής, της 24ης Ιουλίου 2009, για την εφαρμογή της οδηγίας 2008/118/ΕΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τις μηχανοργανωμένες διαδικασίες για τη διακίνηση προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης υπό καθεστώς αναστολής των φόρων αυτών (12)

δ)

τα στοιχεία της κεντρικής υπηρεσίας διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης ή της υπηρεσίας ειδικών φόρων κατανάλωσης από την οποία είναι δυνατό να ληφθούν περισσότερες πληροφορίες·

ε)

την ημερομηνία από την οποία αρχίζει να ισχύει, τροποποιείται ή ενδεχομένως παύει να ισχύει η άδεια·

στ)

για τους εγκεκριμένους αποθηκευτές, τη φορολογική αποθήκη ή τον κατάλογο φορολογικών αποθηκών τις οποίες αφορά η άδειά τους και, εφόσον το επιτρέπει η εθνική νομοθεσία, μνεία ότι μπορούν να παραλείψουν τα στοιχεία του παραλήπτη κατά τη στιγμή της αποστολής, ότι μπορούν να διαιρούν τη διακίνηση προϊόντων σύμφωνα με το άρθρο 23 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ ή να διακινούν προϊόντα τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης προς τόπο άμεσης παράδοσης σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 της εν λόγω οδηγίας·

ζ)

για τους εγγεγραμμένους παραλήπτες, εφόσον το επιτρέπει η εθνική νομοθεσία, μνεία ότι μπορούν να διακινούν προϊόντα τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης προς τόπο άμεσης παράδοσης σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ·

η)

για τους εγγεγραμμένους παραλήπτες που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 3 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ, πλην αυτών του σημείου θ) της παρούσας παραγράφου, το περιεχόμενο της άδειας όσον αφορά την ποσότητα των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, την ταυτότητα του αποστολέα στο κράτος μέλος αποστολής και το χρονικό διάστημα για το οποίο ισχύει η άδεια·

θ)

για τους εγγεγραμμένους παραλήπτες που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 3 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ που έχουν την άδεια να παραλαμβάνουν οίνο από αποστολείς που κάνουν χρήση της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 40 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ, το περιεχόμενο της αδείας σχετικά με την ποσότητα των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και το χρονικό διάστημα για το οποίο ισχύει η άδεια. Στο μητρώο πρέπει να γίνεται μνεία της παρέκκλισης που χορηγείται βάσει του άρθρου 40 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ·

ι)

για τις φορολογικές αποθήκες, τον εγκεκριμένο αποθηκευτή ή κατάλογο των εγκεκριμένων αποθηκευτών οι οποίοι έχουν άδεια χρησιμοποίησης αυτής της φορολογικής αποθήκης.

3.   Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης ή οι υπηρεσίες διασύνδεσης κάθε κράτους μέλους εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στα εθνικά μητρώα είναι πλήρεις, ακριβείς και επικαιροποιημένες.

4.   Οι πληροφορίες που περιέχονται στα επιμέρους εθνικά μητρώα σύμφωνα με την παράγραφο 2 σχετικά με οικονομικούς φορείς που ασχολούνται με τη διακίνηση των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων μεταξύ κρατών μελών υπό καθεστώς αναστολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης, ανταλλάσσονται αυτόματα μέσω ενός κεντρικού μητρώου.

Η Επιτροπή διαχειρίζεται το μητρώο ως τμήμα του αυτοματοποιημένου συστήματος έτσι ώστε να παρέχει ανά πάσα στιγμή μια σωστή ενημερωμένη έκδοση όλων των δεδομένων που περιέχονται στα εθνικά μητρώα και διαβιβάζονται από όλα τα κράτη μέλη.

Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης ή οι υπηρεσίες διασύνδεσης των κρατών μελών κοινοποιούν εγκαίρως στην Επιτροπή το περιεχόμενο του εθνικού μητρώου καθώς και κάθε τροποποίησή του.

Άρθρο 20

Πρόσβαση σε πληροφορίες και διόρθωση πληροφοριών

1.   Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι τα πρόσωπα που συμμετέχουν στη διακίνηση των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης μεταξύ των κρατών μελών μπορούν να επιβεβαιώνουν με ηλεκτρονικά μέσα την εγκυρότητα των αριθμών ειδικών φόρων κατανάλωσης που έχουν καταχωρηθεί στο κεντρικό μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 4. Η Επιτροπή διαβιβάζει κάθε αίτηση διόρθωσης των πληροφοριών αυτών που υποβάλλει οικονομικός φορέας προς την κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης ή τις υπηρεσίες διασύνδεσης που είναι αρμόδιες για την έκδοση της άδειας του εν λόγω οικονομικού φορέα.

2.   Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης ή οι υπηρεσίες διασύνδεσης των κρατών μελών διασφαλίζουν ότι οι οικονομικοί φορείς μπορούν να λαμβάνουν επιβεβαίωση των πληροφοριών που τους αφορούν, οι οποίες έχουν καταχωρηθεί βάσει του άρθρου 19 παράγραφος 2, και να ζητούν τη διόρθωση ενδεχόμενων ανακριβειών.

3.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους μπορεί να επιτρέπει στην κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης ή στην υπηρεσία διασύνδεσης που έχει οριστεί, υπό τους όρους που καθορίζονται από το κράτος μέλος αυτό, να κοινοποιούν επιβεβαίωση των πληροφοριών που κατέχουν βάσει του άρθρου 19 παράγραφος 2.

Άρθρο 21

Φύλαξη δεδομένων

1.   Κάθε κράτος μέλος αποθηκεύει τις πληροφορίες που αφορούν τη διακίνηση προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης στην Ένωση και τα στοιχεία που περιέχονται στα εθνικά μητρώα που αναφέρονται στο άρθρο 19 για πέντε τουλάχιστον χρόνια από τη λήξη του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο άρχισε η διακίνηση, ώστε οι πληροφορίες αυτές να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τις διαδικασίες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Η εν λόγω περίοδος μπορεί να περιοριστεί σε τριετία για τις πληροφορίες που είχαν εισαχθεί στα εθνικά μητρώα πριν από την 1η Ιουλίου 2012.

2.   Οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται μέσω του αυτοματοποιημένου συστήματος φυλάσσονται στο σύστημα ώστε να είναι δυνατή η μέσω αυτού ανάκτηση και η περαιτέρω επεξεργασία τους στο πλαίσιο αίτησης πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 8.

Άρθρο 22

Εφαρμογή

Η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικές πράξεις με τις οποίες:

α)

καθορίζει τις τεχνικές λεπτομέρειες όσον αφορά την αυτόματη ενημέρωση των βάσεων δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 και του κεντρικού μητρώου που αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 4·

β)

καθορίζει τους κανόνες και τις διαδικασίες για την πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 και την ενδεχόμενη διόρθωσή τους.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 35 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΚΟΙΝΟΙ ΟΡΟΙ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ

Άρθρο 23

Γλωσσικό καθεστώς

Οι αιτήσεις παροχής συνδρομής, συμπεριλαμβανομένων των αιτήσεων κοινοποίησης, καθώς και τα επισυναπτόμενα σε αυτές δικαιολογητικά, μπορούν να διατυπώνονται σε οποιαδήποτε γλώσσα συμφωνήσουν η αιτούσα αρχή και η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση. Οι αιτήσεις αυτές συνοδεύονται από μετάφραση στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα της η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μόνο εφόσον η εν λόγω αρχή αιτιολογεί δεόντως την ανάγκη μετάφρασης.

Άρθρο 24

Ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών

1.   Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα τμήματα του αυτοματοποιημένου συστήματος που εξυπηρετούν την ανταλλαγή των πληροφοριών που περιγράφονται στον παρόντα κανονισμό είναι λειτουργικά, συντηρούνται δεόντως και αναπτύσσονται συνεχώς.

2.   Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη συνάπτουν συμφωνία σε επίπεδο υπηρεσιών με αντικείμενο την πολιτική ασφάλειας του αυτοματοποιημένου συστήματος. Η συμφωνία αυτή καθορίζει την τεχνική ποιότητα και την ποσότητα των υπηρεσιών που παρέχονται από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη, ώστε να επιτευχθεί η ασφαλής λειτουργία όλων των τμημάτων του αυτοματοποιημένου συστήματος και της ηλεκτρονικής επικοινωνίας και η κατανομή αρμοδιοτήτων για την περαιτέρω ανάπτυξη αυτού του συστήματος.

Άρθρο 25

Οριοθέτηση των υποχρεώσεων της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση

1.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση παρέχει στην αιτούσα αρχή τις πληροφορίες που ζητούνται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

η αιτούσα αρχή έχει εξαντλήσει τις συνήθεις πηγές πληροφοριών, τις οποίες θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ανάλογα με τις περιστάσεις για να λάβει τις αιτούμενες πληροφορίες χωρίς να κινδυνεύει η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος και

β)

ο αριθμός και η φύση των αιτήσεων παροχής πληροφοριών, οι οποίες υποβάλλονται από την αιτούσα αρχή σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, δεν επιβάλλουν δυσανάλογο διοικητικό φόρτο στην αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση.

2.   Ο κανονισμός αυτός δεν επιβάλλει στην αρμόδια αρχή κράτους μέλους την υποχρέωση να διενεργήσει έρευνες ή να παράσχει πληροφορίες, αν οι νόμοι ή οι διοικητικές πρακτικές του εν λόγω κράτους μέλους δεν επιτρέπουν στις αρχές του να διενεργούν τέτοιες έρευνες ή να συγκεντρώνουν ή να χρησιμοποιούν τέτοιες πληροφορίες για ίδιους σκοπούς αυτού του κράτους μέλους.

3.   Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους δύναται να αρνείται τη χορήγηση πληροφοριών, όταν το αιτούν κράτος μέλος δεν είναι σε θέση, για νομικούς λόγους, να παράσχει παρόμοιες πληροφορίες.

4.   Η άρνηση διαβίβασης πληροφοριών είναι δυνατή στην περίπτωση που η διαβίβαση αυτή θα οδηγούσε στην κοινολόγηση εμπορικού, βιομηχανικού ή επαγγελματικού απορρήτου ή εμπορικής μεθόδου ή πληροφορίας, των οποίων η κοινολόγηση θα ήταν αντίθετη προς τη δημόσια τάξη.

5.   Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ενημερώνει την αιτούσα αρχή για τους λόγους απόρριψης της αίτησης συνδρομής. Οι κατηγορίες των λόγων απόρριψης γνωστοποιούνται στην Επιτροπή από τις αρμόδιες αρχές σε ετήσια βάση, για στατιστικούς λόγους.

6.   Σε καμία περίπτωση οι παράγραφοι 2, 3 ή 4 δεν θεωρείται ότι επιτρέπουν στην αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, να αρνηθεί την παροχή πληροφοριών αποκλειστικά και μόνο επειδή κάτοχος των πληροφοριών αυτών είναι τράπεζα, άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος ή άτομο που ενεργεί υπό την ιδιότητα του πράκτορα ή του διαχειριστή ή επειδή η πληροφορία αφορά ιδιοκτησιακά συμφέροντα ατόμου.

Άρθρο 26

Δαπάνες

Τα κράτη μέλη παραιτούνται από κάθε απαίτηση επιστροφής των εξόδων που προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού εκτός από τις απαιτήσεις που σχετίζονται με αμοιβές που καταβάλλονται σε εμπειρογνώμονες.

Άρθρο 27

Ελάχιστο ποσό

1.   Μια αίτηση συνδρομής μπορεί να υπόκειται σε κατώτατο όριο, με βάση τους δυνητικά οφειλόμενους ειδικούς φόρους κατανάλωσης.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει εκτελεστικές πράξεις για να καθορίσει το κατώτατο όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 35 παράγραφος 2.

Άρθρο 28

Επαγγελματικό απόρρητο, προστασία δεδομένων και χρησιμοποίηση των πληροφοριών που γνωστοποιούνται βάσει του παρόντος κανονισμού

1.   Οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται ή συγκεντρώνονται από τα κράτη μέλη κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ή άλλες πληροφορίες στις οποίες έχει πρόσβαση ένας λειτουργός ή υπάλληλος ή ανάδοχος στο πλαίσιο των επαγγελματικών του καθηκόντων καλύπτονται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου και τυγχάνουν της προστασίας που προβλέπεται για τέτοιου είδους πληροφορίες από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο περιήλθαν.

2.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να χρησιμοποιούνται για τους παρακάτω σκοπούς:

α)

τον καθορισμό της φορολογητέας βάσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης·

β)

την είσπραξη ή τον διοικητικό έλεγχο των ειδικών φόρων κατανάλωσης·

γ)

την παρακολούθηση της διακίνησης προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης·

δ)

την ανάλυση κινδύνων στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης·

ε)

τις έρευνες στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης·

στ)

τον καθορισμό άλλων φόρων, δασμών και τελών που καλύπτονται από το άρθρο 2 της οδηγίας 2010/24/ΕΕ.

Ωστόσο, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που παρέχει τις πληροφορίες επιτρέπει τη χρησιμοποίησή τους για άλλους σκοπούς στο κράτος μέλος της αιτούσας αρχής, όταν η νομοθεσία του κράτους μέλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση επιτρέπει τη χρησιμοποίησή τους για παρόμοιους σκοπούς στο εν λόγω κράτος μέλος.

Στο βαθμό που το επιτρέπει η εθνική νομοθεσία, και με την επιφύλαξη του άρθρου 1 παράγραφος 2, οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να χρησιμοποιούνται επ’ ευκαιρία δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών που καταλήγουν στην ενδεχόμενη εφαρμογή κυρώσεων, που επιβάλλονται ύστερα από παραβιάσεις της φορολογικής νομοθεσίας, με την επιφύλαξη των κανόνων που διέπουν τα δικαιώματα των κατηγορουμένων και των μαρτύρων στο πλαίσιο τέτοιων διαδικασιών.

3.   Όταν η αιτούσα αρχή κρίνει ότι οι πληροφορίες τις οποίες έλαβε από την αρχή στην οποία υποβλήθηκε η αίτηση μπορεί να φανούν χρήσιμες στην αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, μπορεί να τις διαβιβάσει σ’ αυτή και να ενημερώσει σχετικά την αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση.

Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση δύναται να θέτει ως προϋπόθεση για τη διαβίβαση των πληροφοριών σε άλλο κράτος μέλος την προηγούμενη συγκατάθεσή της.

4.   Κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από κράτος μέλος δυνάμει του παρόντος κανονισμού υπόκειται στις εθνικές διατάξεις εφαρμογής της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

Για τους σκοπούς της ορθής εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη περιορίζουν την έκταση των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 10, στο άρθρο 11 παράγραφος 1 και στα άρθρα 12 και 21 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, στο βαθμό που αυτό απαιτείται για τη διαφύλαξη των συμφερόντων που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της εν λόγω οδηγίας. Οι περιορισμοί αυτοί θα πρέπει να είναι ανάλογοι προς το εκάστοτε συμφέρον.

Άρθρο 29

Πρόσβαση σε πληροφορίες μετά από άδεια της Επιτροπής

Τα δεόντως εξουσιοδοτημένα από την Επιτροπή πρόσωπα μπορούν να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 28 παράγραφος 4 μόνο στο βαθμό που απαιτείται για την επιμέλεια, τη συντήρηση και την ανάπτυξη του δικτύου CCN/CSI καθώς και για τη λειτουργία του κεντρικού μητρώου.

Τα εν λόγω πρόσωπα οφείλουν να τηρούν το επαγγελματικό απόρρητο. Οι πληροφορίες στις οποίες αυτά έχουν πρόσβαση προστατεύονται όπως και τα προσωπικά δεδομένα βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Άρθρο 30

Αποδεικτική αξία των λαμβανόμενων πληροφοριών

Οι εκθέσεις, οι βεβαιώσεις και όλα τα λοιπά έγγραφα καθώς και τα επικυρωμένα αντίγραφα ή αποσπάσματα των εν λόγω εγγράφων, που χορηγούνται από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους στην αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικά στοιχεία από τα αρμόδια όργανα του άλλου κράτους μέλους, όπως ακριβώς και παρόμοια έγγραφα που διαβιβάζονται από άλλη αρχή του εν λόγω άλλου κράτους μέλους.

Άρθρο 31

Υποχρέωση συνεργασίας

1.   Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για:

α)

τη διασφάλιση αποτελεσματικού εσωτερικού συντονισμού μεταξύ των αρχών που αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 5·

β)

την καθιέρωση άμεσης συνεργασίας μεταξύ των αρχών οι οποίες έχουν εγκριθεί για τους σκοπούς του συντονισμού αυτού που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου·

γ)

τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

2.   Η Επιτροπή γνωστοποιεί, το συντομότερο δυνατό, στην αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους τις πληροφορίες που απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, τις οποίες λαμβάνει και είναι σε θέση να παράσχει.

Άρθρο 32

Σχέσεις με τρίτες χώρες

1.   Όταν η αρμόδια αρχή κράτους μέλους λαμβάνει πληροφορίες από τρίτη χώρα, δύναται να τις διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και, ιδίως, σε όσες αρμόδιες αρχές διατυπώνουν σχετικό αίτημα, εφόσον αυτό επιτρέπεται από τις ρυθμίσεις για την παροχή συνδρομής που έχουν συμφωνηθεί με τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα. Τέτοιου είδους πληροφορίες μπορούν να διαβιβαστούν και στην Επιτροπή εφόσον εξυπηρετείται το συμφέρον της Ένωσης και για τους ίδιους σκοπούς με αυτούς που επιδιώκει ο παρών κανονισμός.

2.   Όταν η ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα έχει δεσμευθεί νομικά να παρέχει την αναγκαία συνδρομή για να συγκεντρώνονται αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τον παράτυπο χαρακτήρα των πράξεων που φαίνεται να αντιβαίνουν στη νομοθεσία για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, είναι δυνατό να γνωστοποιούνται από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους στη χώρα αυτή πληροφορίες συλλεχθείσες κατά τον παρόντα κανονισμό, τηρουμένης της νομοθεσίας του κράτους μέλους αυτού σχετικά με την παροχή προσωπικών δεδομένων σε τρίτες χώρες, για τους σκοπούς της ορθής εφαρμογής των ειδικών φόρων κατανάλωσης ή παρομοίων φόρων, δασμών και επιβαρύνσεων που ισχύουν στην τρίτη χώρα, με την συγκατάθεση των αρμοδίων αρχών που έδωσαν τις πληροφορίες, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία.

Άρθρο 33

Συνδρομή σε οικονομικούς φορείς

1.   Οι αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο αποστολέας προϊόντων υποκειμένων σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης μπορούν να παρέχουν συνδρομή στον εν λόγω αποστολέα σε περίπτωση που αυτός δεν λάβει την αναφορά παραλαβής που αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ, την αναφορά εξαγωγής που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 3 της ανωτέρω οδηγίας ή, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 33 παράγραφος 1 της ίδιας οδηγίας, αντίγραφο του συνοδευτικού εγγράφου που αναφέρεται στο άρθρο 34 αυτής.

Η συνδρομή αυτή παρέχεται με την επιφύλαξη των φορολογικών υποχρεώσεων του αποστολέα.

2.   Όταν ένα κράτος μέλος παρέχει συνδρομή σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και κρίνει ότι χρειάζεται πληροφορίες από άλλο κράτος μέλος, ζητά τις πληροφορίες αυτές σύμφωνα με το άρθρο 8. Το άλλο κράτος μέλος μπορεί να αρνηθεί να συγκεντρώσει τις ζητούμενες πληροφορίες, εάν ο εν λόγω αποστολέας δεν έχει εξαντλήσει όλα τα διαθέσιμα μέσα ώστε να λάβει απόδειξη ότι έχει λήξει η διακίνηση των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης μεταξύ κρατών μελών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 34

Αξιολόγηση ρυθμίσεων, συγκέντρωση επιχειρησιακών στατιστικών στοιχείων και κοινοποίηση στοιχείων

1.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή εξετάζουν και αξιολογούν την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Για το σκοπό αυτό, η Επιτροπή συγκεντρώνει τακτικά στοιχεία από την πείρα των κρατών μελών με στόχο τη βελτίωση της λειτουργίας του συστήματος που καθιερώνεται με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

κάθε διαθέσιμη πληροφορία σχετικά με την εμπειρία που αποκόμισαν από την εφαρμογή του κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων και όλων των στατιστικών στοιχείων που απαιτούνται για την αξιολόγησή του·

β)

κάθε διαθέσιμη πληροφορία σχετικά με μεθόδους και πρακτικές που χρησιμοποιήθηκαν ή υπάρχει υποψία ότι χρησιμοποιήθηκαν για την παραβίαση της νομοθεσίας περί των ειδικών φόρων κατανάλωσης και οι οποίες επέτρεψαν να αποκαλυφθούν ανεπάρκειες ή κενά στη λειτουργία των διαδικασιών που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

Με σκοπό την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του συγκεκριμένου συστήματος διοικητικής συνεργασίας όσον αφορά την εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να γνωστοποιούν στην Επιτροπή κάθε άλλη διαθέσιμη πληροφορία επιπλέον εκείνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

Η Επιτροπή διαβιβάζει τις πληροφορίες που λαμβάνει από τα κράτη μέλη στα λοιπά ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

Η υποχρέωση κοινοποίησης πληροφοριών και στατιστικών δεδομένων δεν πρέπει να συνεπάγεται αδικαιολόγητη αύξηση του διοικητικού φόρτου.

3.   Η Επιτροπή μπορεί να αντλήσει πληροφορίες για διαγνωστικούς και στατιστικούς σκοπούς απευθείας από τα μηνύματα που δημιουργούνται από το αυτοματοποιημένο σύστημα, με την επιφύλαξη του άρθρου 28.

4.   Οι πληροφορίες που κοινοποιούνται από τα κράτη μέλη ή αντλούνται από την Επιτροπή για τους σκοπούς των παραγράφων 1, 2 και 3 δεν περιέχουν ατομικά ή προσωπικά δεδομένα.

5.   Η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα προκειμένου να καθορίζει, για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, τα σχετικά στατιστικά δεδομένα που κοινοποιούνται από τα κράτη μέλη, τις πληροφορίες που εξάγει η Επιτροπή και τις στατιστικές εκθέσεις που ετοιμάζουν η Επιτροπή και τα κράτη μέλη.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 35 παράγραφος 2.

Άρθρο 35

Επιτροπή ειδικών φόρων κατανάλωσης

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή ειδικών φόρων κατανάλωσης που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 43 παράγραφος 1 της οδηγίας 2008/118/ΕΟΚ. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 36

Κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2004

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2073/2004 καταργείται.

Οι αναφορές στον καταργηθέντα κανονισμό νοούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που παρατίθεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 37

Υποβολή έκθεσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο

Κάθε πέντε έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού και με βάση ιδίως τις πληροφορίες που παρέχονται από τα κράτη μέλη, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 38

Διμερείς ρυθμίσεις

Όταν οι αρμόδιες αρχές καταλήγουν σε συμφωνία επί διμερών θεμάτων καλυπτόμενων από τον παρόντα κανονισμό, πλην της ρυθμίσεως μεμονωμένων περιπτώσεων, ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή. Η Επιτροπή ενημερώνει με την σειρά της τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών.

Άρθρο 39

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιουλίου 2012.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 2 Μαΐου 2012.

Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος

M. VESTAGER


(1)  Γνώμη της 29ης Μαρτίου 2012 (δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στην ΕΕ).

(2)  ΕΕ C 68 της 6.3.2012, σ. 45.

(3)  ΕΕ L 359 της 4.12.2004, σ. 1.

(4)  EE L 9 της 14.1.2009, σ. 12.

(5)  ΕΕ L 162 της 1.7.2003, σ. 5

(6)  ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

(7)  ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

(8)  ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13.

(9)  Γνώμη της 18ης Ιανουαρίου 2012.

(10)  EE L 162 της 1.7.2003, σ. 5.

(11)  ΕΕ L 84 της 31.3.2010, σ. 1.

(12)  EE L 197 της 29.7.2009, σ. 24.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

CΑντιστοιχία του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2004 με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 389/2012

Άρθρο κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2004

Άρθρο κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 389/2012

1

1

2

2

3

3, 4, 5, 6

4

7

5

8

6

9

7

7, 10

8

11

9

11

10

11

11

12

12

13

13

13

14

14

15

14

16

14

17

15

18

15

19

16

20

17

21

18

22

19, 20

23

24

33

25

21

26

34

27

32

28

9, 15, 16, 22

29

23

30

25, 27, 28

31

28, 29, 32

32

30

33

31

34

35

35

37

36

38

37

39

 

 


Top