Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32012R0282

    Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 282/2012 της Επιτροπής, της 28ης Μαρτίου 2012 , για τον καθορισμό των κοινών λεπτομερειών εφαρμογής του καθεστώτος εγγυήσεων για τα γεωργικά προϊόντα (κωδικοποιημένο κείμενο)

    ΕΕ L 92 της 30.3.2012, p. 4–14 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (HR)

    Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 03/09/2014; καταργήθηκε από 32014R0907

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_impl/2012/282/oj

    30.3.2012   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 92/4


    ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 282/2012 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

    της 28ης Μαρτίου 2012

    για τον καθορισμό των κοινών λεπτομερειών εφαρμογής του καθεστώτος εγγυήσεων για τα γεωργικά προϊόντα

    (κωδικοποιημένο κείμενο)

    Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα (Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ) (1), και ιδίως το άρθρο 43 στοιχεία α), δ), στ) και ι), το άρθρο 47 παράγραφος 2, το άρθρο 134, το άρθρο 143 στοιχείο β), το άρθρο 148, το άρθρο 161 παράγραφος 3, το άρθρο 171 και το άρθρο 172 παράγραφος 2,

    Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 104/2000 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1999, για την κοινή οργάνωση των αγορών των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας (2), και ιδίως τα άρθρα 37 και 38,

    Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1216/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για τον καθορισμό του καθεστώτος συναλλαγών που εφαρμόζεται για ορισμένα εμπορεύματα που προέρχονται από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων (3), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 4, το άρθρο 6 παράγραφος 4, το άρθρο 7 παράγραφος 3 και το άρθρο 11 παράγραφος 4,

    Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 247/2006 του Συμβουλίου, της 30ής Ιανουαρίου 2006, περί καθορισμού ειδικών μέτρων για τη γεωργία στις εξόχως απόκεντρες περιοχές της Ένωσης (4), και ιδίως το άρθρο 25,

    Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 73/2009 του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης για τους γεωργούς στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1290/2005, (ΕΚ) αριθ. 247/2006, (ΕΚ) αριθ. 378/2007 και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 (5), και ιδίως το άρθρο 142 στοιχείο γ),

    Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2799/98 του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1998, για τη θέσπιση του γεωργονομισματικού καθεστώτος του ευρώ (6), και ιδίως το άρθρο 9,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)

    Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2220/85 της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 1985, για τον καθορισμό των κοινών λεπτομερειών εφαρμογής του καθεστώτος εγγυήσεων για τα γεωργικά προϊόντα (7), έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα (8) και ουσιωδώς. Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση του εν λόγω κανονισμού.

    (2)

    Πολλές διατάξεις των γεωργικών κανονισμών της Ένωσης απαιτούν τη σύσταση εγγύησης για να εξασφαλισθεί η καταβολή της οφειλής σε περίπτωση που δεν έχει τηρηθεί μια υποχρέωση· η πείρα, εντούτοις, έδειξε ότι η απαίτηση αυτή ερμηνεύεται στην πράξη με πολύ διαφορετικούς τρόπους. Ως εκ τούτου, για να αποφευχθούν άνισες συνθήκες ανταγωνισμού, πρέπει να διατηρηθεί ο ορισμός της απαίτησης αυτής.

    (3)

    Πρέπει να διευκρινισθεί κυρίως η μορφή της εγγύησης.

    (4)

    Πολλές διατάξεις των γεωργικών κανονισμών της Ένωσης προβλέπουν ότι η εγγύηση που έχει συσταθεί καταπίπτει, εφόσον δεν τηρείται η υποχρέωση για την οποία έχει συσταθεί, χωρίς να γίνεται διαχωρισμός μεταξύ της αθέτησης πρωτογενών απαιτήσεων και της αθέτησης δευτερογενών ή τριτογενών απαιτήσεων. Για λόγους δίκαιης μεταχείρισης, πρέπει να διαχωρισθούν οι συνέπειες μη τήρησης πρωτογενούς απαίτησης και οι συνέπειες μη τήρησης δευτερογενούς ή τριτογενούς απαίτησης. Ιδιαίτερα, πρέπει να προβλεφθούν οι περιπτώσεις που επιτρέπεται η κατάπτωση μέρους μόνον της εγγύησης όταν έχει πράγματι τηρηθεί η πρωτογενής απαίτηση, αλλά σημειώθηκε μικρή υπέρβαση του ορίου για την τήρησή της ή όταν δεν έχει τηρηθεί τριτογενής απαίτηση.

    (5)

    Οι συνέπειες της μη τήρησης μιας υποχρέωσης δεν πρέπει να αποτελεί αντικείμενο διαχωρισμού με βάση την καταβολή ή μη της προκαταβολής. Κατά συνέπεια, οι εγγυήσεις που συστήνονται έναντι προκαταβολής πρέπει να διέπονται από ιδιαίτερους κανόνες.

    (6)

    Οι δαπάνες για τη σύσταση εγγύησης που βαραίνουν, τόσο το μέρος που συστήνει την εγγύηση όσο και την αρμόδια αρχή, μπορεί να είναι δυσανάλογες σε σχέση με το ποσό, την καταβολή του οποίου διασφαλίζει η εγγύηση, εφόσον τούτο είναι κατώτερο από ένα ορισμένο όριο. Οι αρμόδιες αρχές πρέπει, ως εκ τούτου, να έχουν το δικαίωμα να μην απαιτούν εγγύηση καταβολής ποσού κατώτερου από το όριο αυτό. Εξάλλου, η αρμόδια αρχή πρέπει να εξουσιοδοτείται να μην απαιτεί εγγύηση όταν η φύση του προσώπου που είναι υπεύθυνο για την τήρηση των υποχρεώσεων καθιστά άσκοπη μια τέτοια αίτηση.

    (7)

    Μια αρμόδια αρχή πρέπει να έχει το δικαίωμα να αρνείται ή να αντικαθιστά την προσφερόμενη εγγύηση όταν δεν τη θεωρεί ικανοποιητική.

    (8)

    Αν δεν υπάρχουν άλλες σχετικές διατάξεις, πρέπει να ορισθεί προθεσμία για την παροχή της απαιτούμενης απόδειξης για αποδέσμευση του ποσού της εγγύησης.

    (9)

    Όσον αφορά την ισοτιμία που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή του ποσού της εγγύησης, που είναι εκφρασμένο σε ευρώ, σε εθνικό νόμισμα, η γενεσιουργός αιτία που αναφέρεται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2799/98 πρέπει να καθορισθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1913/2006 της Επιτροπής (9).

    (10)

    Πρέπει να καθορισθεί η διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται εφόσον καταπίπτει μια εγγύηση.

    (11)

    Η Επιτροπή πρέπει να έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί την εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με τις εγγυήσεις.

    (12)

    Ο παρών κανονισμός καθορίζει του κανόνες που εφαρμόζονται γενικά, εκτός των περιπτώσεων διαφορετικής ρύθμισης που προβλέπεται από την ειδική νομοθεσία της Ένωσης.

    (13)

    Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της διαχειριστικής επιτροπής για την κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών και υποβλήθηκαν προς ενημέρωση στις λοιπές αρμόδιες επιτροπές,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

    ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

    Άρθρο 1

    Ο παρών κανονισμός καθορίζει τους κανόνες που διέπουν τις εγγυήσεις που παρέχονται είτε βάσει των ακολούθων κανονισμών είτε των κανονισμών που έχουν εκδοθεί δυνάμει αυτών, εκτός αντιθέτων διατάξεων των εν λόγω κανονισμών:

    α)

    κανονισμοί που αφορούν την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα ορισμένων γεωργικών προϊόντων:

    κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 104/2000 (προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας),

    κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 (Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ)·

    β)

    κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 73/2009 (καθεστώτα άμεσης στήριξης)·

    γ)

    κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1216/2009 (καθεστώς συναλλαγών που εφαρμόζεται σε ορισμένα εμπορεύματα που προέρχονται από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων).

    Άρθρο 2

    Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις για τις οποίες οι κανονισμοί που αναφέρονται στο άρθρο 1 προβλέπουν εγγύηση, όπως ορίζεται στο άρθρο 3, ανεξάρτητα από το εάν χρησιμοποιείται ο συγκεκριμένος όρος «εγγύηση».

    Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στις εγγυήσεις που παρέχονται για την εξασφάλιση της καταβολής των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου (10).

    Άρθρο 3

    Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    α)   «εγγύηση»: η εξασφάλιση ότι θα καταβληθεί ή θα καταπέσει ποσό χρημάτων στην αρμόδια αρχή αν δεν τηρηθεί συγκεκριμένη υποχρέωση·

    β)   «συνολική εγγύηση»: η εγγύηση που συστήνεται με την αρμόδια αρχή με σκοπό την εξασφάλιση της τήρησης περισσοτέρων από μιας υποχρεώσεων·

    γ)   «υποχρέωση»: η απαίτηση ή το σύνολο απαιτήσεων που επιβάλλεται από ένα κανονισμό, να πραγματοποιηθεί ενέργεια ή να μην πραγματοποιηθεί ενέργεια·

    δ)   «αρμόδια αρχή»: είτε η αρχή που είναι αρμόδια να αποδέχεται εγγύηση, είτε η αρχή που είναι αρμόδια να αποφασίζει εάν θα αποδεσμευθεί ή θα καταπέσει η εγγύηση σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζεται.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

    ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΕΓΓΥΗΣΗΣ

    Άρθρο 4

    Η εγγύηση συστήνεται από ή για λογαριασμό προσώπου που είναι υπεύθυνο για την καταβολή του χρηματικού ποσού εφόσον δεν εκπληρώνεται η υποχρέωση.

    Άρθρο 5

    1.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να μην απαιτεί τη σύσταση εγγύησης όταν το υπό εγγύηση ποσό είναι κατώτερο από 500 ευρώ.

    2.   Σε περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 1, ο ενδιαφερόμενος αναλαμβάνει γραπτώς την υποχρέωση που θα είχε συστήσει εγγύηση και η οποία, εν συνεχεία, θα είχε καταπέσει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει.

    Άρθρο 6

    Η αρμόδια αρχή μπορεί να μην απαιτεί εγγύηση αν ο υπεύθυνος για την τήρηση των υποχρεώσεων είναι:

    α)

    δημόσιος φορέας υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων δημόσιας αρχής, ή

    β)

    ιδιωτικός φορέας εφόσον ασκεί, υπό κρατική εποπτεία, τα καθήκοντα του στοιχείου α).

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

    ΜΟΡΦΕΣ ΕΓΓΥΗΣΕΩΝ

    Άρθρο 7

    1.   Η εγγύηση είναι δυνατόν να συσταθεί:

    α)

    υπό μορφή κατάθεσης μετρητών όπως ορίζεται στα άρθρα 12 και 13, ή/και

    β)

    υπό μορφή εγγύησης όπως ορίζεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1.

    2.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέψει τη σύσταση εγγύησης:

    α)

    υπό μορφή υποθήκης που αφορά το σχετικό ποσό, ή/και

    β)

    υπό μορφή δεσμευμένου λογαριασμού σε τράπεζα, ή/και

    γ)

    υπό μορφή αναγνωρισμένων απαιτήσεων έναντι δημόσιου φορέα ή δημόσιου ταμείου, που είναι απαιτητές και πληρωτές, και έναντι των οποίων δεν προηγείται άλλη απαίτηση, ή/και

    δ)

    υπό μορφή εγγυήσεων διαπραγματεύσιμων στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, υπό τον όρο ότι έχουν εκδοθεί ή είναι εγγυημένες από το εν λόγω κράτος, ή/και

    ε)

    υπό μορφή ομολόγων τα οποία εκδίδονται από ενυποθηκευτικούς πιστωτικούς οργανισμούς εισαγμένους στο χρηματιστήριο και προς πώληση στην ελεύθερη αγορά, υπό τον όρο ότι η κατάταξή τους από άποψη πιστωτικής επιφάνειας είναι ίση με αυτή των κρατικών ομολόγων του Δημοσίου.

    3.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να επιβάλει συμπληρωματικούς όρους για την αποδοχή των εγγυήσεων του τύπου που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

    Άρθρο 8

    Η αρμόδια αρχή αρνείται την αποδοχή ή απαιτεί την αντικατάσταση κάθε προσφερόμενης εγγύησης, όταν κρίνει ότι η εγγύηση αυτή είναι ανεπαρκής ή μη ικανοποιητική ή ότι δεν παρέχει κάλυψη για επαρκή χρονική περίοδο.

    Άρθρο 9

    1.   Το υποθηκευμένο στοιχείο ενεργητικού που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή εγγυήσεις ή ομόλογα που έχουν κατατεθεί σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχεία δ) και ε) πρέπει, κατά τη σύσταση της εγγύησης, να έχουν εφικτή αξία τουλάχιστον 115 % της αξίας της απαιτούμενης εγγύησης.

    Σε περίπτωση αποδοχής των εγγυήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχεία α), δ) ή ε), ο ενδιαφερόμενος πρέπει να αναλάβει γραπτή υποχρέωση παροχής συμπληρωματικής εγγύησης ή αντικατάστασης της αρχικής εγγύησης, εφόσον η εν λόγω εφικτή αξία, για περίοδο τουλάχιστον τριών μηνών είναι κατώτερη από το 105 % της απαιτούμενης εγγύησης. Αυτή η γραπτή υποχρέωση δεν είναι απαραίτητη, εάν ήδη προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία. Η αρμόδια αρχή επανεξετάζει τακτικά την αξία των εν λόγω στοιχείων ενεργητικού, εγγυήσεων ή ομολόγων.

    2.   Η εφικτή αξία εγγύησης του τύπου που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχεία α), δ) και ε) εκτιμάται, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, από την αρμόδια αρχή, λαμβάνοντας υπόψη τα προβλεπόμενα έξοδα εκχώρησης.

    Η εφικτή αξία εγγύησης ή ομολόγου εκτιμάται βάσει της τελευταίας διαθέσιμης δήλωσης τιμών.

    Εφόσον η αρμόδια αρχή το απαιτεί, ο ενδιαφερόμενος που παρέχει την εγγύηση πρέπει να αποδείξει την εφικτή αξία της.

    Άρθρο 10

    1.   Κάθε εγγύηση μπορεί να αντικατασταθεί από άλλη.

    Εντούτοις, η αντικατάσταση εξαρτάται από τη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας αρχής:

    α)

    όταν η εγγύηση έχει καταπέσει αλλά δεν έχει ακόμη εισπραχθεί, ή

    β)

    όταν η εγγύηση αντικατάστασης ανήκει σε έναν από τους τύπους εγγυήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2.

    2.   Μια συνολική εγγύηση είναι δυνατόν να αντικατασταθεί από άλλη συνολική εγγύηση, υπό τον όρο ότι η νέα συνολική εγγύηση καλύπτει τουλάχιστον το μέρος της αρχικής συνολικής εγγύησης, που προορίζεται κατά τη στιγμή της αντικατάστασης, να διασφαλίζει μια ή περισσότερες υποχρεώσεις που εξακολουθούν να εκκρεμούν.

    Άρθρο 11

    1.   Το ποσό κάθε εγγύησης που προβλέπεται στο άρθρο 1 είναι σε ευρώ.

    2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, όταν η εγγύηση γίνεται αποδεκτή σε ένα κράτος μέλος που δεν ανήκει στη ζώνη ευρώ, σε εθνικό νόμισμα, το ποσό της εγγύησης σε ευρώ μετατρέπεται στο νόμισμα αυτό σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1913/2006. Η υποχρέωση που αντιστοιχεί στην εγγύηση και όποιο ποσό παρακρατείται σε περίπτωση παρατυπίας ή παράβασης εξακολουθεί να εκφράζεται σε ευρώ.

    Άρθρο 12

    Όταν η κατάθεση μετρητών διενεργείται με έμβασμα, δεν θεωρείται ότι έχει συσταθεί εγγύηση παρά μόνον όταν η αρμόδια αρχή εξασφαλίζει ότι τα χρήματα μπορούν να πιστωθούν στο λογαριασμό της.

    Άρθρο 13

    1.   Επιταγή, που αφορά ένα ποσό την πληρωμή του οποίου εγγυάται οικονομικός οργανισμός αναγνωρισμένος για το σκοπό αυτό από το κράτος μέλος της αρμόδιας αρχής, θεωρείται σαν κατάθεση μετρητών. Η αρμόδια αρχή δεν υποχρεούται να προσκομίσει την επιταγή αυτή προς πληρωμή παρά μόνον όταν η εγγυητική περίοδος πρόκειται να λήξει.

    2.   Επιταγή, άλλη από αυτή που αναφέρεται στην παράγραφο 1, συνιστά εγγύηση μόνον όταν η αρμόδια αρχή εξασφαλίζει ότι τα χρήματα μπορούν να πιστωθούν στο λογαριασμό της.

    3.   Οι δαπάνες που επιβάλλονται από τους οικονομικούς οργανισμούς βαρύνουν το μέρος που συστήνει την εγγύηση.

    Άρθρο 14

    Εγγύηση που συστήνεται με τη μορφή μετρητών δεν είναι τοκοφόρος γι’ αυτόν που τη συστήνει.

    Άρθρο 15

    1.   Ο εγγυητής έχει τη συνήθη κατοικία του ή είναι εγκατεστημένος στην Ένωση και, με επιφύλαξη των διατάξεων της Συνθήκης όσον αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, να έχει γίνει αποδεκτός από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο έχει συσταθεί η εγγύηση. Ο εγγυητής δεσμεύεται με γραπτή εγγύηση.

    2.   Η γραπτή εγγύηση πρέπει τουλάχιστον:

    α)

    να προσδιορίζει την υποχρέωση, ή εφόσον πρόκειται για συνολική εγγύηση, τον τύπο ή τους τύπους της υποχρέωσης την τήρηση των οποίων εγγυάται η καταβολή χρηματικού ποσού·

    β)

    να αναφέρει το μέγιστο ποσό που εγγυάται ο εγγυητής·

    γ)

    να προσδιορίζει ότι ο εγγυητής δεσμεύεται, από κοινού και εξ ολοκλήρου με το μέρος που είναι υπεύθυνο για να τηρήσει την υποχρέωση να καταβάλει σε 30 ημέρες μετά την απαίτηση της αρμόδιας αρχής και μέσα στα όρια της εγγύησης, το ποσό που οφείλεται όταν η εγγύηση καταπίπτει.

    3.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να αποδεχθεί γραπτή τηλεπικοινωνία που αποστέλλει ο εγγυητής, η οποία θεωρείται ότι συνιστά γραπτή εγγύηση. Στην περίπτωση αυτή, λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα προς εξακρίβωση της γνησιότητάς της.

    4.   Η αρμόδια αρχή καθορίζει, μετά τη σύσταση συνολικής γραπτής εγγύησης, τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί σύμφωνα με την οποία ολόκληρη ή μέρος της συνολικής εγγύησης προορίζεται για επί μέρους υποχρέωση.

    Άρθρο 16

    Αμέσως, μόλις μέρος της συνολικής εγγύησης προορίζεται για επί μέρους υποχρέωση, πρέπει να αναθεωρηθεί το διαθέσιμο υπόλοιπο.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

    ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΕΣ

    Άρθρο 17

    Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται σε όλες τις περιπτώσεις για τις οποίες η ειδική νομοθεσία της Ένωσης προβλέπει ότι πρέπει να προκαταβληθεί ποσό πριν από την τήρηση υποχρέωσης.

    Άρθρο 18

    1.   Η εγγύηση αποδεσμεύεται όταν:

    α)

    έχει εδραιωθεί το δικαίωμα προς απόληψη του ποσού που έχει χορηγηθεί· ή

    β)

    έχει επιστραφεί το ποσό που χορηγήθηκε, επαυξημένο κατά το ποσοστό που προβλέπεται από την ειδική νομοθεσία της Ένωσης.

    2.   Εφόσον έχει παρέλθει η ημερομηνία λήξης της προθεσμίας για να αποδειχθεί το οριστικό δικαίωμα χορήγησης του ποσού που έχει προκαταβληθεί χωρίς να έχει προσκομισθεί η απόδειξη για το δικαίωμα, η αρμόδια αρχή εφαρμόζει αμέσως τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 28.

    Η λήξη της προθεσμίας μπορεί να μετατεθεί σε περίπτωση ανωτέρας βίας.

    Ωστόσο, στις περιπτώσεις που υπάρχει σχετική πρόβλεψη από τη νομοθεσία της Ένωσης, η απόδειξη μπορεί ακόμα να προσκομισθεί μετά από την ημερομηνία αυτή έναντι μερικής επιστροφής της εγγύησης.

    3.   Εφόσον οι σχετικές με την ανωτέρα βία διατάξεις της Ένωσης προβλέπουν ότι η επιστροφή περιορίζεται στο προκαταβληθέν ποσό, εφαρμόζονται οι ακόλουθες συμπληρωματικές διατάξεις:

    α)

    οι περιστάσεις που φέρονται ότι συνιστούν περίπτωση ανωτέρας βίας κοινοποιούνται στην αρμόδια αρχή εντός 30 ημερών από την ημέρα κατά την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος πληροφορήθηκε την ύπαρξη κατάστασης που θα ήταν δυνατό να δικαιολογήσει περίπτωση ανωτέρας βίας·

    β)

    το ενδιαφερόμενο μέρος επιστρέφει την προκαταβολή ή το σχετικό μέρος του ποσού της εντός 30 ημερών από την ημερομηνία που η αρμόδια αρχή εκδίδει την αίτηση για επιστροφή.

    Εφόσον δεν έχουν τηρηθεί οι συμπληρωματικές διατάξεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β), οι όροι επιστροφής είναι οι ίδιοι με τους όρους που εφαρμόζονται όταν δεν υπάρχει περίπτωση ανωτέρας βίας.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

    ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΤΩΣΗ ΕΓΓΥΗΣΕΩΝ ΑΛΛΩΝ ΑΠΟ ΑΥΤΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

    Άρθρο 19

    1.   Μία υποχρέωση μπορεί να ενέχει πρωτογενείς, δευτερογενείς ή τριτογενείς απαιτήσεις.

    2.   Η πρωτογενής απαίτηση είναι η απαίτηση, που αποτελεί βασικό στόχο του κανονισμού που την επιβάλει, να πραγματοποιηθεί ή να μην πραγματοποιηθεί ενέργεια.

    3.   Η δευτερογενής απαίτηση είναι η απαίτηση για τήρηση προθεσμίας προς εκτέλεση της πρωτογενούς απαίτησης.

    4.   Η τριτογενής απαίτηση είναι κάθε άλλη απαίτηση που επιβάλλεται από κανονισμό.

    5.   Το παρόν κεφάλαιο δεν εφαρμόζεται όταν η ειδική νομοθεσία της Ένωσης δεν έχει καθορίσει την ή τις πρωτογενείς απαιτήσεις.

    6.   Κατά την έννοια του παρόντος κεφαλαίου, νοείται ως «αντίστοιχο τμήμα του εγγυημένου ποσού» το τμήμα του ποσού της εγγύησης που αντιστοιχεί στην ποσότητα για την οποία δεν τηρήθηκε μια απαίτηση.

    Άρθρο 20

    Η εγγύηση αποδεσμεύεται αμέσως μόλις παρασχεθεί η απόδειξη, που προβλέπεται από την ειδική νομοθεσία της Ένωσης, ότι έχουν τηρηθεί οι πρωτογενείς, δευτερογενείς και τριτογενείς απαιτήσεις.

    Άρθρο 21

    1.   Η εγγύηση καταπίπτει στο σύνολό της για την ποσότητα για την οποία δεν τηρήθηκε μια πρωτογενής απαίτηση, εκτός εάν αυτό κατέστη αδύνατο λόγω ανωτέρας βίας.

    2.   Θεωρείται ότι πρωτογενής απαίτηση δεν έχει τηρηθεί εάν δεν προσκομισθεί η αντίστοιχη απόδειξη εντός προθεσμίας που καθορίζεται για την προσκόμιση της εν λόγω απόδειξης, εκτός εάν περίπτωση ανωτέρας βίας έχει εμποδίσει την προσκόμιση αυτής εντός της καθορισμένης προθεσμίας. Κινείται αμέσως η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 28 για να ανακτηθεί το ποσό που έχει καταπέσει.

    3.   Εάν προσκομισθεί η απόδειξη για την τήρηση όλων των πρωτογενών απαιτήσεων εντός 18 μηνών, που ακολουθούν τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στη παράγραφο 2, επιστρέφεται το 85 % του ποσού που έχει καταπέσει.

    Εάν προσκομισθεί η απόδειξη για την τήρηση όλων των πρωτογενών απαιτήσεων εντός 18 μηνών που ακολουθούν τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο και εφόσον δεν έχει τηρηθεί η συναφής δευτερογενής απαίτηση, το ποσό που επιστρέφεται είναι ίσο με το ποσό που θα αποδεσμευόταν σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 22 παράγραφος 2, μειωμένο κατά 15 % του σχετικού μέρους του υπό εγγύηση ποσού.

    4.   Καμιά επιστροφή του ποσού που έχει καταπέσει δεν πραγματοποιείται, στην περίπτωση που η απόδειξη για την τήρηση όλων των πρωτογενών απαιτήσεων προσκομίζεται, εντός προθεσμίας 18 μηνών που προβλέπεται στην παράγραφο 3 εκτός εάν περίπτωση ανωτέρας βίας εμπόδισε την προσκόμιση αυτής της απόδειξης εντός της εν λόγω προθεσμίας.

    Άρθρο 22

    1.   Εφόσον προσκομίζεται η απόδειξη που προβλέπεται στην ειδική νομοθεσία της Ένωσης, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, ότι έχουν τηρηθεί όλες οι πρωτογενείς απαιτήσεις και όταν δεν έχει τηρηθεί η δευτερογενής, η εγγύηση αποδεσμεύεται μερικά και καταπίπτει το υπόλοιπο της εγγύησης. Κινείται αμέσως η διαδικασία του άρθρου 28 για την ανάκτηση του ποσού που έχει καταπέσει.

    2.   Το ποσό της εγγύησης που αποδεσμεύεται είναι: η εγγύηση που καλύπτει το σχετικό μέρος του υπό εγγύηση ποσού, μειωμένο κατά 15 %, και

    α)

    10 % του ποσού που υπολείπεται μετά τη μείωση κατά 15 % για κάθε ημέρα κατά την οποία:

    i)

    έχει σημειωθεί υπέρβαση μέγιστης προθεσμίας ίσης ή κατώτερης από 40 ημέρες·

    ii)

    δεν έχει τηρηθεί ελάχιστη προθεσμία ίση ή κατώτερη με 40 ημέρες·

    β)

    5 % του ποσού του υπολείπεται μετά τη μείωση κατά 15 % για κάθε ημέρα κατά την οποία:

    i)

    έχει σημειωθεί υπέρβαση μέγιστης προθεσμίας 41 έως 80 ημερών·

    ii)

    δεν έχει τηρηθεί ελάχιστη προθεσμία 41 έως 80 ημερών·

    γ)

    2 % του ποσού που υπολείπεται μετά τη μείωση κατά 15 % για κάθε ημέρα κατά την οποία:

    i)

    έχει σημειωθεί υπέρβαση μέγιστης προθεσμίας ίσης ή ανώτερης από 81 ημέρες·

    ii)

    δεν έχει τηρηθεί ελάχιστη προθεσμία ίση ή ανώτερη με 81 ημέρες.

    3.   Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στις προθεσμίες, όσον αφορά τις αιτήσεις και τη χρησιμοποίηση των πιστοποιητικών εισαγωγής, εξαγωγής και προκαθορισμού, συμπεριλαμβανομένης και κάθε προθεσμίας σχετικά με τον καθορισμό των εισφορών κατά την εισαγωγή και την εξαγωγή και των επιστροφών κατά την εξαγωγή μέσω διαγωνισμού.

    Άρθρο 23

    1.   Η μη τήρηση μιας ή περισσοτέρων από τις τριτογενείς απαιτήσεις έχει σαν αποτέλεσμα να καταπίπτει το 15 % του αντιστοίχου τμήματος του εγγυημένου ποσού, εκτός εάν εμπόδισε την τήρησή της περίπτωση ανωτέρας βίας.

    2.   Κινείται αμέσως η διαδικασία του άρθρου 28 για την ανάκτηση του ποσού που έχει καταπέσει.

    3.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 21 παράγραφος 3.

    Άρθρο 24

    Στις περιπτώσεις που προσκομίζεται η απόδειξη ότι έχουν τηρηθεί όλες οι πρωτογενείς απαιτήσεις αλλά συγχρόνως δεν έχει τηρηθεί μια δευτερογενής απαίτηση και μια τριτογενής απαίτηση, εφαρμόζονται τα άρθρα 22 και 23 και το συνολικό ποσό που καταπίπτει είναι το ποσό που καταπίπτει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 22, αυξημένο κατά 15 % του αντιστοίχου τμήματος του ποσού για το οποίο έχει συσταθεί η εγγύηση.

    Άρθρο 25

    Το σύνολο του ποσού που καταπίπτει δεν μπορεί να υπερβαίνει το 100 % του σχετικού μέρους του υπό εγγύηση ποσού.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

    ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 26

    1.   Η εγγύηση αποδεσμεύεται εν μέρει κατόπιν αιτήσεως όταν προσκομίζεται η απόδειξη που προβλέπεται για το σκοπό αυτό, σε σχέση με μέρος της ποσότητας του προϊόντος, υπό τον όρο ότι το μέρος αυτό δεν είναι λιγότερο από την ελάχιστη ποσότητα που έχει ορισθεί στον κανονισμό που επιβάλλει την εγγύηση.

    Στις περιπτώσεις που η ειδική νομοθεσία της Ένωσης δεν προβλέπει ελάχιστη ποσότητα, η αρμόδια αρχή έχει τη δυνατότητα να περιορίζει η ίδια τον αριθμό των μερικών αποδεσμεύσεων, οιουδήποτε ποσού της εγγύησης που μπορούν να προσδιορίζουν ελάχιστο ποσό για κάθε αποδέσμευση του τύπου αυτού.

    2.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτεί γραπτή αίτηση προς αποδέσμευση προτού προβεί στην αποδέσμευση ολόκληρης ή μέρους της εγγύησης.

    3.   Σε περίπτωση που η εγγύηση καλύπτει, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1, περισσότερο από το 100 % του ποσού που απαιτείται να τεθεί υπό εγγύηση, το μέρος της εγγύησης που υπερβαίνει το 100 % αποδεσμεύεται, όταν το υπόλοιπο του υπό εγγύηση ποσού αποδεσμευθεί ή καταπέσει.

    Άρθρο 27

    1.   Όταν δεν έχει ορισθεί συγκεκριμένη προθεσμία για την προσκόμιση των απαραίτητων αποδείξεων για την αποδέσμευση της εγγύησης, η προθεσμία είναι:

    α)

    12 μήνες από τη λήξη της προθεσμίας που ορίζεται για την τήρηση όλων των πρωτογενών απαιτήσεων· ή

    β)

    σε περιπτώσεις που δεν έχει ορισθεί συγκεκριμένη προθεσμία σύμφωνα με το στοιχείο α), 12 μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία έχουν τηρηθεί όλες οι πρωτογενείς απαιτήσεις.

    2.   Η προθεσμία που ορίζεται στην παράγραφο 1 δεν υπερβαίνει τα 3 έτη από την ημερομηνία κατά την οποία έχει συσταθεί εγγύηση για την εν λόγω υποχρέωση εκτός από περιπτώσεις ανωτέρας βίας.

    Άρθρο 28

    1.   Όταν η αρμόδια αρχή γνωρίζει τις συνθήκες που συνεπάγονται την κατάπτωση της εγγύησης, στο σύνολό της ή εν μέρει, ζητά χωρίς καθυστέρηση από τον ενδιαφερόμενο την πληρωμή του ποσού της εγγύησης που έχει καταπέσει· η δε πληρωμή αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί σε προθεσμία 30 ημερών από την ημέρα παραλαβής της αίτησης.

    Στην περίπτωση κατά την οποία η πληρωμή δεν έχει πραγματοποιηθεί στην ταχθείσα προθεσμία, η αρμόδια αρχή:

    α)

    εγγράφει χωρίς καθυστέρηση σε πίστωσή της την εγγύηση που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α)·

    β)

    απαιτεί χωρίς καθυστέρηση από τον εγγυητή που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο β) να προβεί σε πληρωμή, η δε πληρωμή αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί σε προθεσμία 30 ημερών από την ημέρα παραλαβής της αίτησης·

    γ)

    λαμβάνει χωρίς καθυστέρηση τα απαραίτητα μέτρα ώστε:

    i)

    να μετατραπούν σε χρήματα οι εγγυήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχεία α), γ), δ) και ε), ώστε να ανακτηθεί το οφειλόμενο ποσό·

    ii)

    να τεθούν στη διάθεσή της τα δεσμευμένα χρήματα όπως αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο β).

    Η αρμόδια αρχή μπορεί χωρίς καθυστέρηση να εγγράψει οριστικά σε πίστωσή της την εγγύηση που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α), χωρίς να ζητήσει προηγουμένως την πληρωμή από τον ενδιαφερόμενο.

    2.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να παραιτείται από το δικαίωμα για κατάπτωση ενός ποσού μέχρι 60 ευρώ, υπό τον όρο ότι παρόμοιες διατάξεις για ανάλογες περιπτώσεις, προβλέπονται με νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική πράξη.

    3.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, όταν λαμβάνεται απόφαση για κατάπτωση μιας εγγυήσεως και η εφαρμογή της αναβάλλεται συνεπεία προσφυγής σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο καταβάλλει τόκους για το ποσό που όντως κατέπεσε για το διάστημα που αρχίζει 30 ημέρες μετά την παραλαβή της αίτησης πληρωμής σύμφωνα με την παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο και που λήγει την ημέρα πριν από την πληρωμή του ποσού που όντως κατέπεσε.

    Όταν μετά από το αποτέλεσμα της προσφυγής ζητείται από τον ενδιαφερόμενο να πληρώσει εντός 30 ημερών το ποσό που έχει καταπέσει, το κράτος μέλος μπορεί να θεωρήσει, για τον υπολογισμό των τόκων, ότι η πληρωμή πραγματοποιείται την εικοστή ημέρα που έπεται της ημερομηνίας της αιτήσεως αυτής.

    Το σχετικό επιτόκιο υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας και, πάντως, δεν είναι χαμηλότερο από το επιτόκιο που εφαρμόζεται σε περιπτώσεις ανάκτησης εθνικών ποσών.

    Οι οργανισμοί πληρωμής αφαιρούν τους τόκους από τις δαπάνες του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) ή του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 352/78 του Συμβουλίου (11).

    Τα κράτη μέλη μπορούν να ζητούν περιοδικά να συμπληρώνεται η εγγύηση σε σχέση με το αντίστοιχο επιτόκιο.

    Όταν η εγγύηση έχει καταπέσει και το ποσό έχει πιστωθεί στο ΕΓΤΕ ή στο ΕΓΤΑΑ και, μετά από έκβαση προσφυγής, το ποσό που έχει καταπέσει, συμπεριλαμβανομένου του επιτοκίου που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, πρέπει να επιστραφεί, στο σύνολό του ή εν μέρει, το προς επιστροφή ποσό επιβαρύνει το ΕΓΤΕ ή το ΕΓΤΑΑ εκτός και αν η επιστροφή της εγγύησης βαρύνει διοικητικές αρχές ή άλλους φορείς των κρατών μελών λόγω αμέλειας ή σοβαρού λάθους.

    Άρθρο 29

    Η Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 195 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 και των λοιπών αντιστοίχων άρθρων των άλλων σχετικών κανονισμών, μπορεί να προβλέπει παρεκκλίσεις από τις προαναφερόμενες διατάξεις.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

    ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

    Άρθρο 30

    1.   Τα κράτη μέλη διατηρούν στη διάθεση της Επιτροπής, για κάθε οικονομικό έτος, το συνολικό αριθμό και το συνολικό ποσό των εγγυήσεων που έχουν καταπέσει, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας που αναφέρεται στο άρθρο 28, αναφέροντας αυτές που κατανέμονται στους εθνικούς προϋπολογισμούς και αυτές που κατανέμονται στον προϋπολογισμό της Ένωσης.

    2.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παρέχονται για όλες τις εγγυήσεις που καταπίπτουν για ποσό ανώτερο από 1 000 ευρώ και για κάθε διάταξη της Ένωσης που προβλέπει εγγύηση.

    3.   Στις πληροφορίες αναφέρονται τόσο τα ποσά που έχει καταβάλλει άμεσα ο ενδιαφερόμενος όσο και τα ποσά που προκύπτουν από την κατάπτωση των εγγυήσεων.

    Άρθρο 31

    Τα κράτη μέλη διατηρούν στη διάθεση της Επιτροπής τις κάτωθι πληροφορίες:

    α)

    τους τύπους των οργανισμών στους οποίους επιτρέπεται να παρέχουν εγγύηση καθώς και τους σχετικούς όρους·

    β)

    τους τύπους των εγγυήσεων που είναι αποδεκτές δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 2 καθώς και τους σχετικούς όρους.

    Άρθρο 32

    Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2220/85 καταργείται.

    Οι αναφορές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος ΙΙ.

    Άρθρο 33

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

    Βρυξέλλες, 28 Μαρτίου 2012.

    Για την Επιτροπή

    Ο Πρόεδρος

    José Manuel BARROSO


    (1)  ΕΕ L 299 της 16.11.2007, σ. 1.

    (2)  ΕΕ L 17 της 21.1.2000, σ. 22.

    (3)  ΕΕ L 328 της 15.12.2009, σ. 10.

    (4)  ΕΕ L 42 της 14.2.2006, σ. 1.

    (5)  ΕΕ L 30 της 31.1.2009, σ. 16.

    (6)  ΕΕ L 349 της 24.12.1998, σ. 1.

    (7)  ΕΕ L 205 της 3.8.1985, σ. 5.

    (8)  Βλ. παράρτημα Ι.

    (9)  ΕΕ L 365 της 21.12.2006, σ. 52.

    (10)  ΕΕ L 302 της 19.10.1992, σ. 1.

    (11)  ΕΕ L 50 της 22.2.1978, σ. 1.


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

    Καταργούμενος κανονισμός με κατάλογο των διαδοχικών τροποποιήσεών του

    Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2220/85 της Επιτροπής

    (ΕΕ L 205 της 3.8.1985, σ. 5)

     

    Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1181/87 της Επιτροπής

    (ΕΕ L 113 της 30.4.1987, σ. 31)

     

    Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3745/89 της Επιτροπής

    (ΕΕ L 364 της 14.12.1989, σ. 54)

     

    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3403/93 της Επιτροπής

    (ΕΕ L 310 της 14.12.1993, σ. 4)

     

    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1932/1999 της Επιτροπής

    (ΕΕ L 240 της 10.9.1999, σ. 11)

     

    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 673/2004 της Επιτροπής

    (ΕΕ L 105 της 14.4.2004, σ. 17)

     

    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1713/2006 της Επιτροπής

    (ΕΕ L 321 της 21.11.2006, σ. 11)

    Άρθρο 3 μόνο

    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1913/2006 της Επιτροπής

    (ΕΕ L 365 της 21.12.2006, σ. 52)

    Άρθρο 12 μόνο


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

    Πίνακας αντιστοιχίας

    Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2220/85

    Παρών κανονισμός

    Τίτλος Ι

    Κεφάλαιο Ι

    Άρθρο 1, εισαγωγική μέρος

    Άρθρο 1, εισαγωγικό μέρος

    Άρθρο 1 στοιχείο α)

    Άρθρο 1 στοιχείο α)

    Άρθρο 1 στοιχείο β)

    Άρθρο 1 στοιχείο β)

    Άρθρο 1 στοιχείο γ)

    Άρθρο 1 στοιχείο δ)

    Άρθρο 1 στοιχείο ε)

    Άρθρο 1 στοιχείο στ)

    Άρθρο 1 στοιχείο γ)

    Άρθρο 2

    Άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο

    Άρθρο 3, εισαγωγική φράση

    Άρθρο 3, εισαγωγική φράση

    Άρθρο 3 στοιχείο α) πρώτο εδάφιο

    Άρθρο 3 στοιχείο α)

    Άρθρο 3 στοιχείο α) δεύτερο εδάφιο

    Άρθρο 2 πρώτο εδάφιο

    Άρθρο 3 στοιχεία β), γ) και δ)

    Άρθρο 3 στοιχεία β), γ) και δ)

    Τίτλος II

    Κεφάλαιο II

    Άρθρα 4, 5 και 6

    Άρθρα 4, 5 και 6

    Τίτλος III

    Κεφάλαιο III

    Άρθρο 8

    Άρθρο 7

    Άρθρο 9

    Άρθρο 8

    Άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο α)

    Άρθρο 9 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

    Άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο β)

    Άρθρο 9 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

    Άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

    Άρθρο 9 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

    Άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο α)

    Άρθρο 9 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

    Άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο β)

    Άρθρο 9 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο

    Άρθρο 11

    Άρθρο 10

    Άρθρο 12

    Άρθρο 11

    Άρθρο 13

    Άρθρο 12

    Άρθρο 14

    Άρθρο 13

    Άρθρο 15

    Άρθρο 14

    Άρθρο 16

    Άρθρο 15

    Άρθρο 17

    Άρθρο 16

    Τίτλος IV

    Κεφάλαιο IV

    Άρθρο 18, εισαγωγική φράση και περίπτωση

    Άρθρο 17

    Άρθρο 19

    Άρθρο 18

    Τίτλος V

    Κεφάλαιο V

    Άρθρο 20

    Άρθρο 19

    Άρθρο 21

    Άρθρο 20

    Άρθρο 22

    Άρθρο 21

    Άρθρο 23 παράγραφος 1

    Άρθρο 22 παράγραφος 1

    Άρθρο 23 παράγραφος 2, εισαγωγική φράση

    Άρθρο 22 παράγραφος 2, εισαγωγική φράση

    Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο α)

    Άρθρο 22 παράγραφος 2, εισαγωγική φράση

    Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο β), πρώτη περίπτωση, εισαγωγική φράση

    Άρθρο 22 παράγραφος 2 στοιχείο α), εισαγωγική φράση

    Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο β), πρώτη περίπτωση, πρώτη υποπερίπτωση

    Άρθρο 22 παράγραφος 2 στοιχείο α) σημείο i)

    Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο β) πρώτη περίπτωση, δεύτερη υποπερίπτωση

    Άρθρο 22 παράγραφος 2 στοιχείο α) σημείο ii)

    Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο β) δεύτερη περίπτωση, εισαγωγική φράση

    Άρθρο 22 παράγραφος 2 στοιχείο β), εισαγωγική φράση

    Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο β) δεύτερη περίπτωση, πρώτη υποπερίπτωση

    Άρθρο 22 παράγραφος 2 στοιχείο β) σημείο i)

    Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο β) δεύτερη περίπτωση, δεύτερη υποπερίπτωση

    Άρθρο 22 παράγραφος 2 στοιχείο β) σημείο ii)

    Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο β), τρίτη περίπτωση εισαγωγική φράση

    Άρθρο 22 παράγραφος 2 στοιχείο γ), εισαγωγική φράση

    Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο β) τρίτη περίπτωση, πρώτη υποπερίπτωση

    Άρθρο 22 παράγραφος 2 στοιχείο γ) σημείο i)

    Άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο β) τρίτη περίπτωση, δεύτερη υποπερίπτωση

    Άρθρο 22 παράγραφος 2 στοιχείο γ) σημείο ii)

    Άρθρο 23 παράγραφος 3

    Άρθρο 22 παράγραφος 3

    Άρθρο 24

    Άρθρο 23

    Άρθρο 25

    Άρθρο 24

    Άρθρο 26

    Άρθρο 25

    Τίτλος VI

    Κεφάλαιο VI

    Άρθρο 27

    Άρθρο 26

    Άρθρο 28

    Άρθρο 27

    Άρθρο 29

    Άρθρο 28

    Άρθρο 30

    Άρθρο 29

    Τίτλος VII

    Κεφάλαιο VII

    Άρθρο 31

    Άρθρο 30

    Άρθρο 32

    Άρθρο 31

    Άρθρο 32

    Άρθρο 33

    Άρθρο 33

    Παράρτημα I

    Παράρτημα II


    Top