Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32011L0089

    Οδηγία 2011/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011 , για τροποποίηση των οδηγιών 98/78/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ όσον αφορά τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

    ΕΕ L 326 της 8.12.2011, p. 113–141 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (HR)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2011/89/oj

    8.12.2011   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 326/113


    ΟΔΗΓΊΑ 2011/89/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

    της 16ης Νοεμβρίου 2011

    για τροποποίηση των οδηγιών 98/78/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ όσον αφορά τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1,

    Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

    Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

    Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

    Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)

    Η οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων (3) δίνει στις αρμόδιες αρχές του χρηματοπιστωτικού τομέα συμπληρωματικές εξουσίες και εργαλεία για την εποπτεία των ομίλων πολλών ρυθμιζόμενων οντοτήτων που δραστηριοποιούνται σε διάφορους τομείς των χρηματοπιστωτικών αγορών. Οι εν λόγω όμιλοι, («χρηματοπιστωτικοί όμιλοι ετερογενών δραστηριοτήτων (ΧΟΕΔ)»), είναι εκτεθειμένοι σε κινδύνους («κίνδυνοι ομίλου») στους οποίους συγκαταλέγονται: οι κίνδυνοι διάχυσης, που περιλαμβάνουν την εξάπλωση των κινδύνων σε ολόκληρο τον όμιλο, της συγκέντρωσης κινδύνων, ήτοι της εμφάνισης του ίδιου τύπου κινδύνου σε διάφορα τμήματα του ομίλου ταυτόχρονα, της πολυπλοκότητας που συνεπάγεται η διαχείριση πολλών διαφορετικών νομικών οντοτήτων, των δυνητικών συγκρούσεων συμφερόντων, καθώς και των δυσκολιών που ενέχει ο επιμερισμός των ίδιων κεφαλαίων του σε όλες τις ρυθμιζόμενες οντότητες-μέρη του ΧΟΕΔ, ώστε να αποφεύγεται η πολλαπλή χρησιμοποίηση του κεφαλαίου. Οι ΧΟΕΔ θα πρέπει συνεπώς να υπόκεινται σε εποπτεία συμπληρωματική της εποπτείας σε μεμονωμένη ή ενοποιημένη βάση ή σε επίπεδο ομίλου, χωρίς αλληλεπικαλύψεις και χωρίς να επηρεάζεται ο όμιλος, ανεξάρτητα από τη νομική του υπόσταση.

    (2)

    Επιβάλλεται να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των στόχων της οδηγίας 2002/87/ΕΚ αφενός, και των οδηγιών του Συμβουλίου 73/239/ΕΟΚ (4) και 92/49/ΕΟΚ (5), και των οδηγιών 98/78/ΕΚ (6), 2002/83/ΕΚ (7), 2004/39/ΕΚ (8), 2005/68/ΕΚ (9), 2006/48/ΕΚ (10), 2006/49/ΕΚ (11), 2009/65/ΕΚ (12), 2009/138/ΕΚ (13) και 2011/61/ΕΕ (14) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αφετέρου, ώστε να διασφαλιστεί η κατάλληλη συμπληρωματική εποπτεία των ασφαλιστικών και τραπεζικών ομίλων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αποτελούν μέρος μιας μεικτής δομής χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

    (3)

    Είναι αναγκαίο να προσδιορίζονται οι ΧΟΕΔ σε ολόκληρη την Ένωση ανάλογα με το βαθμό έκθεσής τους σε κινδύνους ομίλου, με βάση κοινές κατευθυντήριες γραμμές που έχουν εκδώσει η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΑΤ) (15), η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΑΑΕΣ) (16) και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΑΚΑΑ) (17) σύμφωνα με το άρθρο 56 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, μέσω της Μεικτής Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (Μεικτή Επιτροπή). Είναι επίσης σημαντικό οι απαιτήσεις που αφορούν την παρέκκλιση από την εφαρμογή της συμπληρωματικής εποπτείας να εφαρμόζονται ανάλογα με τους κινδύνους, σύμφωνα με τις κοινές κατευθυντήριες γραμμές. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση μεγαλύτερων ΧΟΕΔ δραστηριοποιουμένων διεθνώς.

    (4)

    Η πλήρης και επαρκής παρακολούθηση των κινδύνων ομίλου σε μεγάλους, σύνθετους ΧΟΕΔ που δραστηριοποιούνται διεθνώς, καθώς και η εποπτεία των κεφαλαιακών τους πολιτικών σε επίπεδο ομίλου, είναι δυνατή μόνο όταν οι αρμόδιες αρχές συγκεντρώνουν εποπτικές πληροφορίες και σχεδιάζουν εποπτικά μέτρα πέραν του εθνικού πεδίου στο οποίο εκτελούν την εντολή τους. Είναι επομένως απαραίτητο οι αρμόδιες αρχές να συντονίζουν τη συμπληρωματική εποπτεία των ΧΟΕΔ που δραστηριοποιούνται διεθνώς μεταξύ των αρμοδίων εκείνων αρχών οι οποίες θεωρούνται πιο πρόσφορες για την εποπτεία αυτή. Τα σώματα των σχετικών αρμόδιων αρχών των ΧΟΕΔ θα πρέπει να ενεργούν σύμφωνα με τη συμπληρωματική φύση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και υπό την έννοια αυτή δεν θα πρέπει να αναπαράγουν ή να υποκαθιστούν αλλά θα πρέπει να προσθέτουν αξία στις δραστηριότητες των σωμάτων που ήδη υφίστανται για τους τραπεζικούς και ασφαλιστικούς υπο-ομίλους των ΧΟΕΔ. Σώμα ενός ΧΟΕΔ θα πρέπει να συγκροτείται μόνο αν δεν υπάρχει ούτε τραπεζικό ούτε ασφαλιστικό τομεακό σώμα.

    (5)

    Για να εξασφαλιστεί κατάλληλη κανονιστική εποπτεία, είναι απαραίτητο η νομική και επιχειρησιακή και οργανωτική δομή —περιλαμβανομένων όλων των ρυθμιζόμενων οντοτήτων, των μη ρυθμιζόμενων θυγατρικών και των σημαντικών υποκαταστημάτων— τραπεζών, ασφαλιστικών φορέων και ΧΟΕΔ που αναπτύσσουν διασυνοριακή δραστηριότητα, να παρακολουθείται από την ΕΑΤ, την ΕΑΑΕΣ, την ΕΑΚΑΑ (στο εξής υπό τη συλλογική ονομασία ΕΑΑ) και τη Μεικτή Επιτροπή, εάν κριθεί απαραίτητο, και οι πληροφορίες να γνωστοποιούνται στις αρμόδιες αρχές.

    (6)

    Για να εξασφαλιστεί κατάλληλη συμπληρωματική εποπτεία των ρυθμιζόμενων οντοτήτων ενός ΧΟΕΔ, ιδιαίτερα όταν η έδρα μιας εκ των θυγατρικών τους ευρίσκεται σε τρίτη χώρα, οι επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται η παρούσα οδηγία θα πρέπει να περιλαμβάνουν όλες τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα τα πιστωτικά ιδρύματα με καταστατική έδρα σε τρίτη χώρα που θα ήταν υποχρεωμένες να ζητήσουν άδεια λειτουργίας, εάν είχαν την καταστατική τους έδρα εντός της Ένωσης.

    (7)

    Η συμπληρωματική εποπτεία μεγάλων, σύνθετων ΧΟΕΔ που δραστηριοποιούνται διεθνώς απαιτεί συντονισμό σε ολόκληρη την Ένωση για λόγους σταθερότητας της εσωτερικής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Για το σκοπό αυτό, οι αρμόδιες αρχές χρειάζεται να συμφωνήσουν τις εποπτικές προσεγγίσεις που θα εφαρμοστούν στους εν λόγω ΧΟΕΔ. Οι ΕΕΑ θα πρέπει να εκδώσουν, βάσει του άρθρου 56 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, κοινές κατευθυντήριες γραμμές για τις εν λόγω κοινές προσεγγίσεις, εξασφαλίζοντας έτσι ένα πλήρες προληπτικό πλαίσιο για τα εποπτικά εργαλεία και τις εξουσίες που προβλέπονται στις οδηγίες για τις τράπεζες, τις ασφάλειες, τα χρεώγραφα και τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους. Οι κατευθυντήριες γραμμές που προβλέπει η οδηγία 2002/87/ΕΚ θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν τη συμπληρωματικότητα της εποπτείας υπό την οδηγία αυτή και να συμπληρώνουν την ειδική εποπτεία ανά τομέα όπως προβλέπεται στις οδηγίες 73/239/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ, 98/78/ΕΚ, 2002/83/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ και 2011/61/ΕΕ.

    (8)

    Υπάρχει πραγματική ανάγκη παρακολούθησης και ελέγχου των δυνητικών κινδύνων ομίλου που αντιμετωπίζουν οι ΧΟΕΔ λόγω των συμμετοχών τους σε άλλες εταιρείες. Όταν οι συγκεκριμένες εποπτικές εξουσίες που προβλέπονται στην οδηγία 2002/87/ΕΚ φαίνονται ανεπαρκείς, η εποπτική κοινότητα θα πρέπει να αναπτύσσει εναλλακτικές μεθόδους για να αντιμετωπίσει και να συνυπολογίσει επαρκώς τους κινδύνους, κατά προτίμηση στο πλαίσιο των εργασιών των ΕΕΑ μέσω της Μεικτής Επιτροπής. Εάν μια συμμετοχή είναι το μοναδικό στοιχείο για τον προσδιορισμό ενός ΧΟΕΔ, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να μπορούν να εκτιμήσουν εάν ο όμιλος είναι εκτεθειμένος σε κινδύνους ομίλου και ενδεχομένως να τον εξαιρέσουν από συμπληρωματική εποπτεία.

    (9)

    Όσον αφορά ορισμένους σχηματισμούς ομίλων, οι εποπτικές αρχές δεν είχαν καμία εξουσία κατά την παρούσα κρίση επειδή τα καθεστώτα που προβλέπονται στις σχετικές οδηγίες τις υποχρέωναν να επιλέξουν μεταξύ εποπτείας με βάση τον τομέα ή συμπληρωματικής εποπτείας. Ενώ μια πλήρης αναθεώρηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ θα πρέπει να γίνει στο πλαίσιο των εργασιών του G20 όσον αφορά τους ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων, οι αναγκαίες εποπτικές εξουσίες θα πρέπει να δοθούν το ταχύτερο δυνατόν.

    (10)

    Χρειάζεται συνοχή μεταξύ των στόχων της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και της οδηγίας 98/78/ΕΚ. Έτσι, η οδηγία 98/78/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να ορίζει και να συμπεριλαμβάνει και τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. Προκειμένου να εξασφαλιστεί εγκαίρως η συνεκτική εποπτεία, η οδηγία 98/78/ΕΚ θα πρέπει να τροποποιηθεί, ανεξάρτητα από την επικείμενη εφαρμογή της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, η οποία θα πρέπει να τροποποιηθεί για τον ίδιο σκοπό.

    (11)

    Ενώ η προσομοίωση ακραίων καταστάσεων θα πρέπει να γίνεται τακτικά για τους τραπεζικούς και ασφαλιστικούς υπο-ομίλους ενός ΧΟΕΔ, ο συντονιστής που ορίζεται σύμφωνα με την οδηγία 2002/87/ΕΚ είναι εκείνος που αποφασίζει την καταλληλότητα, τις παραμέτρους και το χρονοδιάγραμμα της προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για μεμονωμένο ΧΟΕΔ στο σύνολό του. Για τις προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης που γίνονται από τις ΕΕΑ σε συγκεκριμένο τομέα, η Μεικτή Επιτροπή θα πρέπει να είναι εκείνη που εξασφαλίζει ότι οι προσομοιώσεις γίνονται με συνοχή σε όλους τους τομείς. Για τους λόγους αυτούς, οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, θα πρέπει να μπορούν να αναπτύσσουν συμπληρωματικές παραμέτρους για προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης που θα λαμβάνουν υπόψη τους ειδικούς κινδύνους ομίλου που υφίστανται συνήθως σε επίπεδο ΧΟΕΔ, και να δημοσιεύουν τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων όταν το επιτρέπει η τομεακή νομοθεσία. Θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι εμπειρίες από προηγούμενες προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης. Για παράδειγμα, οι προσομοιώσεις αυτές θα πρέπει να συνεκτιμούν τους κινδύνους ρευστότητας και φερεγγυότητας των ΧΟΕΔ.

    (12)

    Η Επιτροπή θα πρέπει να αναπτύξει περαιτέρω ένα συνεκτικό και αξιόπιστο σύστημα εποπτείας των ΧΟΕΔ. Η επερχομένη πλήρης αναθεώρηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ θα πρέπει να καλύψει τις μη ρυθμιζόμενες οντότητες, ιδίως τις οντότητες ειδικού σκοπού, και να αναπτύξει μια βάσει κινδύνου εφαρμογή της δυνατότητας που έχουν οι εποπτικές αρχές να χορηγήσουν παρέκκλιση όταν προσδιορίζουν τι συνιστά ΧΟΕΔ, ενώ παράλληλα θα πρέπει επίσης να περιορίσει τη χρήση παρεκκλίσεων. Όσον αφορά τις τομεακές οδηγίες, στην αναθεώρηση θα πρέπει να εξετάζονται επίσης και οι συστημικώς σημαντικοί ΧΟΕΔ, οι οποίοι λόγω του μεγέθους, της διασύνδεσης ή της πολυπλοκότητάς τους είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι. Οι ΧΟΕΔ αυτοί πρέπει να προσδιορίζονται κατ’ αναλογία προς τα εξελισσόμενα πρότυπα του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και της Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο πρότασης ρυθμιστικών μέτρων στον τομέα.

    (13)

    Επιβάλλεται να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των στόχων της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και της οδηγίας 2006/48/ΕΚ. Η οδηγία 2006/48/ΕΚ θα πρέπει επομένως να τροποποιηθεί ώστε να ορίζει και να συμπεριλαμβάνει τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

    (14)

    Η αποκατασταθείσα διαθεσιμότητα των εξουσιών στο επίπεδο της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών συνεπάγεται ότι ορισμένες διατάξεις των οδηγιών 98/78/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ ή 2009/138/ΕΚ εφαρμόζονται στο επίπεδο αυτό ταυτοχρόνως. Οι διατάξεις αυτές μπορεί να είναι ισοδύναμες, ειδικότερα όσον αφορά τα ποιοτικά στοιχεία των διαδικασιών εποπτικής εξέτασης. Χάριν παραδείγματος, απαιτήσεις ικανότητας και ήθους για τη διαχείριση εταιρειών χαρτοφυλακίου προβλέπονται στις οδηγίες 98/78/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ ή 2009/138/ΕΚ. Για την αποφυγή επικάλυψης μεταξύ των διατάξεων αυτών και για να εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα της εποπτείας στο ανώτατο επίπεδο, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να μπορούν να εφαρμόσουν συγκεκριμένη διάταξη μόνο μία φορά, ενώ θα συμμορφώνονται με την ισοδύναμη διάταξη σε όλες τις άλλες ισχύουσες οδηγίες. Ακόμη και αν οι διατάξεις δεν έχουν την ίδια διατύπωση, θα πρέπει να θεωρούνται ισοδύναμες αν είναι κατ’ ουσία παρόμοιες, ιδίως όσον αφορά την εποπτεία με βάση τους κινδύνους. Κατά την αξιολόγηση της ισοδυναμίας, οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να εξετάζουν, στο πλαίσιο των σωμάτων, εάν το πεδίο εφαρμογής έχει καλυφθεί και οι στόχοι έχουν επιτευχθεί, όσον αφορά κάθε εφαρμοστέα οδηγία, χωρίς να υποβαθμίζονται τα πρότυπα εποπτείας. Θα πρέπει να είναι δυνατή η περαιτέρω ανάπτυξη των αξιολογήσεων ισοδυναμίας κατά την τροποποίηση των πλαισίων και πρακτικών εποπτείας. Οι αξιολογήσεις ισοδυναμίας θα πρέπει επομένως να υπόκεινται σε ανοικτή, εξελικτική διαδικασία Η διαδικασία αυτή θα πρέπει να προβλέπει λύσεις κατά περίπτωση ώστε να λαμβάνονται υπόψη όλες οι ιδιαιτερότητες κάποιου ομίλου. Για να εξασφαλιστεί συνοχή του εποπτικού πλαισίου για ένα συγκεκριμένο όμιλο και να εξασφαλίζονται ίσοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ όλων των χρηματοπιστωτικών ομίλων εντός της Ένωσης χρειάζεται η κατάλληλη εποπτική συνεργασία. Για το σκοπό αυτό, οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, θα πρέπει να χαράξουν κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό τη σύγκλιση των αξιολογήσεων ισοδυναμίας και να εργασθούν για θέσπιση δεσμευτικών τεχνικών προτύπων.

    (15)

    Για να βελτιωθεί η συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε ΧΟΕΔ, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) όσον αφορά τις τεχνικές προσαρμογές που πρέπει να γίνουν στην οδηγία 2002/87/ΕΚ όσον αφορά τους ορισμούς, την ευθυγράμμιση της ορολογίας και τις μεθόδους υπολογισμού που καθορίζονται στην εν λόγω οδηγία. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες, ακόμα και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, όταν ετοιμάζει και συντάσσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, θα πρέπει να εξασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

    (16)

    Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η βελτίωση της συμπληρωματικής εποπτείας των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε ΧΟΕΔ, δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και συνεπώς, λόγω του εύρους και των συνεπειών της παρούσας οδηγίας, μπορεί να πραγματοποιηθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση είναι δυνατόν να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα όρια που είναι αναγκαία για την επίτευξη του στόχου.

    (17)

    Οι οδηγίες 98/78/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ θα πρέπει ως εκ τούτου να τροποποιηθούν αναλόγως,

    ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

    Άρθρο 1

    Τροποποιήσεις στην οδηγία 98/78/ΕΚ

    Η οδηγία 98/78/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

    1)

    το άρθρο 1 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    το στοιχείο ι) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «ι)

    “ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας” νοείται η μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι ασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, αντασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μεταξύ των θυγατρικών της·»·

    β)

    προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

    «ιγ)

    “εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών” νοείται κάθε εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών σύμφωνα με το άρθρο 2 σημείο 15 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ.»·

    2)

    στο άρθρο 2, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2.   Κάθε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, της οποίας η μητρική επιχείρηση είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 και στα άρθρα 6, 8 και 10.»·

    3)

    παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

    «Άρθρο 2α

    Επίπεδο εφαρμογής σχετικά με εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών

    1.   Σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τους κινδύνους, η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη να ασκεί τη συμπληρωματική εποπτεία μπορεί, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, να εφαρμόσει στην εν λόγω εταιρεία μόνο τη σχετική διάταξη της οδηγίας 2002/87/ΕΚ.

    2.   Σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τους κινδύνους, η αρμόδια αρχή που ασκεί τη συμπληρωματική εποπτεία μπορεί, κατόπιν συμφωνίας με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας του τραπεζικού τομέα και του τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών, να εφαρμόσει μόνον τη διάταξη της οδηγίας που αφορά τον πλέον σημαντικό τομέα, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ.

    3.   Η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη να ασκεί τη συμπληρωματική εποπτεία ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18) (ΕΑΤ) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19) (ΕΑΑΕΣ) για τις αποφάσεις που ελήφθησαν δυνάμει των παραγράφων 1 και 2. Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20), χαράσσουν, μέσω της Μεικτής Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (Μεικτή Επιτροπή), κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών και, εντός τριών ετών από την έγκριση των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, καταρτίζουν σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων.

    Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως.

    4)

    στο άρθρο 3, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1.   Η άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 2 ουδόλως σημαίνει ότι οι αρμόδιες αρχές είναι υποχρεωμένες να εποπτεύουν ατομικώς την ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας.»·

    5)

    στο άρθρο 4, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2.   Όταν ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη έχουν ως μητρική επιχείρηση την αυτή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, οι αρμόδιες αρχές των εν λόγω κρατών μελών μπορούν να συμφωνήσουν ποία εξ αυτών θα ασκεί τη συμπληρωματική εποπτεία.»·

    6)

    το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 10

    Ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας

    1.   Σε συνάρτηση με το άρθρο 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη απαιτούν την εφαρμογή της μεθόδου συμπληρωματικής εποπτείας σύμφωνα με το παράρτημα II. Στον υπολογισμό συμπεριλαμβάνονται όλες οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, της ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας.

    2.   Εάν, βάσει του υπολογισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι τίθεται σε κίνδυνο ή ενδέχεται να τεθεί σε κίνδυνο η φερεγγυότητα ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης θυγατρικής της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα έναντι της εν λόγω ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.»·

    7)

    τα παραρτήματα I και ΙΙ τροποποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα I της παρούσας οδηγίας.

    Άρθρο 2

    Τροποποιήσεις στην οδηγία 2002/87/ΕΚ

    Η οδηγία 2002/87/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

    1)

    τα άρθρα 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 1

    Αντικείμενο

    Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των ρυθμιζόμενων οντοτήτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, το άρθρο 4 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ (21), το άρθρο 5 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ (22), το άρθρο 3 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ, (23), το άρθρο 6 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ (24), το άρθρο 5 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ (25), το άρθρο 14 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ (26) ή τα άρθρα 6 έως 11 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (27) και οι οποίες ανήκουν σε ΧΟΕΔ.

    Η παρούσα οδηγία τροποποιεί επίσης τους σχετικούς τομεακούς κανόνες που ισχύουν για τις οντότητες οι οποίες ρυθμίζονται από αυτές τις οδηγίες.

    Άρθρο 2

    Ορισμοί

    Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως:

    1)   “πιστωτικό ίδρυμα”: πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ·

    2)   “ασφαλιστική επιχείρηση”: ασφαλιστική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφοι 1, 2 ή 3 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

    3)   “επιχείρηση επενδύσεων”: η επιχείρηση επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της οδηγίας 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (28) ή επιχείρηση η οποία έχει την καταστατική της έδρα σε τρίτη χώρα και η οποία θα ήταν υποχρεωμένη, σύμφωνα με την οδηγία 2004/39/ΕΚ, να ζητήσει άδεια λειτουργίας, εάν είχε την καταστατική της έδρα εντός της Ένωσης·

    4)   “ρυθμιζόμενη οντότητα”: πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων, εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων·

    5)   “εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων”: η εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2009/65/ΕΚ ή η επιχείρηση η οποία έχει την καταστατική της έδρα σε τρίτη χώρα και η οποία θα ήταν υποχρεωμένη, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, να ζητήσει άδεια λειτουργίας, εάν είχε την καταστατική της έδρα εντός της Ένωσης·

    5α)   “διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων”: ο διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχεία β), ιβ) και αβ) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ ή η επιχείρηση η οποία έχει την καταστατική της έδρα σε τρίτη χώρα και η οποία θα ήταν υποχρεωμένη, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, να ζητήσει άδεια λειτουργίας, εάν είχε την καταστατική της έδρα εντός της Ένωσης·

    6)   “αντασφαλιστική επιχείρηση”: αντασφαλιστική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 13 σημεία 4, 5 ή 6 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ ή φορέας ειδικού σκοπού κατά την έννοια του άρθρου 13, σημείο 26 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

    7)   “τομεακοί κανόνες”: η νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την προληπτική εποπτεία των ρυθμιζόμενων επιχειρήσεων, όπως θεσπίζεται ιδίως με τις οδηγίες 2004/39/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ·

    8)   “χρηματοπιστωτικός τομέας”: τομέας που αποτελείται από μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες επιχειρήσεις:

    α)πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 4 σημεία 1, 5 ή 21 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ (στο εξής υπό τη συλλογική ονομασία τραπεζικός τομέας)·β)ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου κατά την έννοια του άρθρου 13 σημεία 1, 2, 4 ή 5 ή του άρθρου 212, παράγραφος 1 στοιχείο στ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ (στο εξής υπό τη συλλογική ονομασία ασφαλιστικός τομέας)·γ)επιχείρηση επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2006/49/ΕΚ (στο εξής υπό τη συλλογική ονομασία τομέας των επενδυτικών υπηρεσιών)·

    9)   “μητρική επιχείρηση”: η μητρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της εβδόμης οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (29) ή οποιαδήποτε επιχείρηση η οποία, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, ασκεί ουσιαστικά δεσπόζουσα επιρροή σε άλλη επιχείρηση·

    10)   “θυγατρική επιχείρηση”: η θυγατρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή οποιαδήποτε επιχείρηση επί της οποίας, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, μια μητρική επιχείρηση ασκεί ουσιαστικά δεσπόζουσα επιρροή ή όλες οι θυγατρικές αυτών των θυγατρικών επιχειρήσεων ·

    11)   “συμμετοχή”: η κατά την έννοια του άρθρου 17 πρώτο εδάφιο της τετάρτης οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών (30) συμμετοχή, ή η άμεση ή έμμεση κατοχή του 20 % και άνω των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης·

    12)   “όμιλος”: ο όμιλος επιχειρήσεων ο οποίος αποτελείται από μητρική επιχείρηση, τις θυγατρικές της και τις οντότητες στις οποίες η μητρική επιχείρηση ή οι θυγατρικές της κατέχουν συμμετοχή ή οι επιχειρήσεις που συνδέονται μεταξύ τους με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ και περιλαμβάνει τυχόν υπο-όμιλο αυτού·

    12α)   “έλεγχος”: μια σχέση μεταξύ της μητρικής επιχείρησης και μιας θυγατρική επιχείρησης, ως ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, ή παρόμοια σχέση μεταξύ φυσικού ή νομικού προσώπου και επιχείρησης·

    13)   “στενοί δεσμοί”: μια κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με έλεγχο ή συμμετοχή, ή μια κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μονίμως με ένα και το αυτό πρόσωπο με σχέση ελέγχου·

    14)   “χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων”: όμιλος ή υπο-όμιλος, εφόσον επικεφαλής του ομίλου ή του υπο-ομίλου είναι ρυθμιζόμενη οντότητα, ή εφόσον τουλάχιστον μια από τις θυγατρικές του ομίλου ή του υπο-ομίλου αποτελεί ρυθμιζόμενη οντότητα, και που πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)εφόσον επικεφαλής του ομίλου ή υπο-ομίλου είναι ρυθμιζόμενη οντότητα:

    i)

    πρόκειται για μητρική επιχείρηση οντότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα, για επιχείρηση που κατέχει συμμετοχή σε επιχείρηση του χρηματοπιστωτικού τομέα ή για επιχείρηση συνδεόμενη με επιχείρηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ·

    ii)

    μία τουλάχιστον από τις οντότητες του ομίλου ή του υπο-ομίλου υπάγεται στον ασφαλιστικό τομέα και μία τουλάχιστον στον τραπεζικό τομέα ή στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών και

    iii)

    οι ενοποιημένες ή αθροιστικές δραστηριότητες των οντοτήτων του ομίλου στον ασφαλιστικό τομέα και των οντοτήτων του ομίλου ή του υπο-ομίλου στον τραπεζικό τομέα και στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών είναι αμφότερες ουσιώδεις κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 ή 3 της παρούσας οδηγίας· ή

    β)εφόσον δεν είναι επικεφαλής του ομίλου ή του υπο-ομίλου ρυθμιζόμενη οντότητα:

    i)

    οι δραστηριότητες του ομίλου ή του υπο-ομίλου ασκούνται κυρίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας·

    ii)

    μία τουλάχιστον από τις οντότητες του ομίλου ή του υπο-ομίλου υπάγεται στον ασφαλιστικό τομέα και μία τουλάχιστον στον τραπεζικό τομέα ή στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών και

    iii)

    οι ενοποιημένες ή αθροιστικές δραστηριότητες των οντοτήτων του ομίλου ή του υπο-ομίλου στον ασφαλιστικό τομέα και των οντοτήτων του ομίλου στον τραπεζικό τομέα και στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών είναι αμφότερες ουσιώδεις κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 ή 3 της παρούσας οδηγίας·

    15)   “εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών”: η μητρική επιχείρηση, πλην της ρυθμιζόμενης οντότητας, η οποία, μαζί με τις θυγατρικές της, από τις οποίες μία τουλάχιστον είναι ρυθμιζόμενη οντότητα με καταστατική έδρα στην Ένωση, καθώς και άλλες οντότητες, συνιστά ΧΟΕΔ·

    16)   “αρμόδιες αρχές”: οι εθνικές αρχές των κρατών μελών που είναι εξουσιοδοτημένες βάσει νομοθετικής ή κανονιστικής ρύθμισης να εποπτεύουν τα πιστωτικά ιδρύματα, τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις εταιρείες επενδύσεων, τις εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων είτε σε ατομική βάση είτε σε επίπεδο ομίλου·

    17)   “σχετικές αρμόδιες αρχές”:

    α)

    οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών οι υπεύθυνες για την τομεακή εποπτεία σε επίπεδο ομίλου οιασδήποτε από τις ρυθμιζόμενες οντότητες ενός ΧΟΕΔ, ιδιαίτερα της τελικής μητρικής επιχείρησης ενός τομέα·

    β)

    ο συντονιστής, ο οποίος ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10, αν είναι άλλος από τις αρχές που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

    γ)

    εφόσον κρίνεται σκόπιμο, άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, εφόσον είναι σχετικές, κατά τη γνώμη των αρχών που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β)·

    18)   “εντός ομίλου συναλλαγές”: όλες οι συναλλαγές με τις οποίες ρυθμιζόμενες οντότητες που ανήκουν σε έναν ΧΟΕΔ στηρίζονται, άμεσα ή έμμεσα, σε άλλες επιχειρήσεις του ίδιου ομίλου, ή σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο συνδεόμενο με τις επιχειρήσεις του ομίλου αυτού με στενούς δεσμούς, για να εκπληρώνουν μια υποχρέωση, είτε συμβατική είτε όχι, είτε επ’ αμοιβή είτε όχι·

    19)   “συγκέντρωση κινδύνων”: κάθε έκθεση σε κίνδυνο με πιθανότητα ζημίας, η οποία είναι αρκετά μεγάλη ώστε να απειλεί τη φερεγγυότητα ή τη γενική χρηματοοικονομική κατάσταση των ρυθμιζόμενων οντοτήτων του ΧΟΕΔ, ανεξάρτητα από το εάν η έκθεση αποτέλεσμα κινδύνων αντισυμβαλλομένου ή πιστωτικών κινδύνων, επενδυτικών κινδύνων, ασφαλιστικών κινδύνων, κινδύνων της αγοράς ή άλλων κινδύνων, ή συνδυασμού ή αλληλεπίδρασης αυτών των κινδύνων.

    Μέχρις ότου τεθούν σε ισχύ ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 21α, παράγραφος 1, στοιχείο β), η γνώμη που αναφέρεται στο σημείο 17, στοιχείο γ) λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη το μερίδιο αγοράς που κατέχουν οι ρυθμιζόμενες οντότητες του ομίλου σε άλλα κράτη μέλη, ιδίως αν υπερβαίνει το 5 %, και τη βαρύτητα που έχει στα πλαίσια του ομίλου οιαδήποτε ρυθμιζόμενη οντότητα που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος.

    2)

    το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 αντικαθίστανται από τα εξής:

    «1.   Προκειμένου να προσδιορισθεί αν οι δραστηριότητες ενός ομίλου ασκούνται κυρίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα, κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 14 στοιχείο β)(i), ο λόγος του συνόλου του ισολογισμού των ρυθμιζόμενων και μη ρυθμιζόμενων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα του ομίλου προς το σύνολο του ισολογισμού ολόκληρου του ομίλου πρέπει να υπερβαίνει το 40 %.

    2.   Προκειμένου να προσδιορισθεί αν οι δραστηριότητες σε διάφορους χρηματοπιστωτικούς τομείς είναι ουσιώδεις, κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 14 στοιχείο α),(iii) ή σημείο 14 στοιχείο β)(iii) για κάθε χρηματοπιστωτικό τομέα, ο μέσος όρος του λόγου του συνόλου του ισολογισμού του εν λόγω χρηματοπιστωτικού τομέα προς το σύνολο του ισολογισμού των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα του ομίλου και του λόγου των απαιτήσεων φερεγγυότητας του ιδίου χρηματοπιστωτικού τομέα προς το σύνολο των απαιτήσεων φερεγγυότητας των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα του ομίλου πρέπει να υπερβαίνει το 10 %.

    Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως μικρότερος χρηματοπιστωτικός τομέας σε έναν χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων, νοείται ο τομέας με τον μικρότερο μέσο όρο και ως σημαντικότερος χρηματοπιστωτικός τομέας εκείνος με τον υψηλότερο μέσο όρο. Για τον υπολογισμό του μέσου όρου και τη μέτρηση του μικρότερου και του σημαντικότερου χρηματοπιστωτικού τομέα, πρέπει να συνυπολογίζονται ο τραπεζικός τομέας και ο τομέας των επενδυτικών υπηρεσιών.

    Οι εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων προστίθενται στον τομέα στον οποίο ανήκουν εντός του ομίλου. Εάν δεν ανήκουν αποκλειστικά σε έναν τομέα εντός του ομίλου, προστίθενται στο μικρότερο χρηματοπιστωτικό τομέα.

    Οι διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων προστίθενται στον τομέα στον οποίο ανήκουν εντός του ομίλου. Εάν δεν ανήκουν αποκλειστικά σε έναν τομέα εντός του ομίλου, προστίθενται στο μικρότερο χρηματοπιστωτικό τομέα.

    3.   Οι διατομεακές δραστηριότητες θεωρούνται επίσης ουσιώδεις, κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 14 στοιχείο α) σημείο iii) ή σημείο 14 στοιχείο β) σημείο iii), εάν το σύνολο του ισολογισμού του μικρότερου χρηματοπιστωτικού τομέα του ομίλου υπερβαίνει το ποσό των 6 δισεκατ. ευρώ.

    Εάν ο όμιλος δεν αγγίζει το όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, οι σχετικές αρμόδιες αρχές ενδέχεται να αποφασίσουν κοινή συναινέσει να μη θεωρήσουν τον όμιλο ΧΟΕΔ. Ενδεχομένως να αποφασίσουν επίσης να μην εφαρμόσουν τις διατάξεις των άρθρων 7, 8 ή 9, εάν κρίνουν ότι η ένταξη του ομίλου στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ή η εφαρμογή τέτοιων διατάξεων δεν είναι απαραίτητη ή θα ήταν ανάρμοστη ή παραπλανητική σε σχέση με τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας.

    Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο κοινοποιούνται στις άλλες αρμόδιες αρχές και δημοσιοποιούνται, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, από τις αρμόδιες αρχές.

    3α.   Εάν ο όμιλος αγγίξει το όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, αλλά ο μικρότερος τομέας δεν υπερβαίνει τα 6 δισεκατ. ευρώ, οι σχετικές αρμόδιες αρχές ενδέχεται να αποφασίσουν κοινή συναινέσει να μη θεωρήσουν τον όμιλο ΧΟΕΔ. Ενδεχομένως να αποφασίσουν επίσης να μην εφαρμόσουν τις διατάξεις των άρθρων 7, 8 ή 9, εάν κρίνουν ότι η ένταξη του ομίλου στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ή η εφαρμογή τέτοιων διατάξεων δεν είναι απαραίτητη ή θα ήταν ανάρμοστη ή παραπλανητική σε σχέση με τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας.

    Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο κοινοποιούνται στις άλλες αρμόδιες αρχές και δημοσιοποιούνται, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, από τις αρμόδιες αρχές.»·

    β)

    η παράγραφος 4 τροποποιείται ως εξής:

    i)

    το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α)

    να αποκλείουν συγκεκριμένη οντότητα κατά τον υπολογισμό των δεικτών, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 5, εκτός εάν η οντότητα μετακόμισε από ένα κράτος μέλος προς τρίτη χώρα και είναι προφανές ότι η οντότητα άλλαξε τη διεύθυνσή της για να αποφύγει τη ρύθμιση·»·

    ii)

    προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

    «γ)

    αποκλείουν μία ή περισσότερες συμμετοχές στο μικρότερο τομέα, εάν οι συμμετοχές αυτές είναι καθοριστικές για τον προσδιορισμό ενός ΧΟΕΔ και συλλογικά είναι αμελητέας σημασίας σε σχέση με τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας.»·

    γ)

    η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «5.   Για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, οι σχετικές αρμόδιες αρχές μπορούν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, με κοινή συμφωνία, να αντικαθιστούν το κριτήριο που βασίζεται στο σύνολο του ισολογισμού με μία ή και περισσότερες από τις ακόλουθες παραμέτρους ή να προσθέτουν μία ή και περισσότερες από τις παραμέτρους αυτές, εάν είναι της γνώμης ότι οι εν λόγω παράμετροι έχουν ιδιαίτερη σημασία για το σκοπό της συμπληρωματικής εποπτείας που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία: δομή εσόδων, δραστηριότητες εκτός ισολογισμού, σύνολο ενεργητικού υπό διαχείριση.»·

    δ)

    προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

    «8.   Η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (31) (ΕΑΤ), η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (32) (ΕΑΑΕΣ) και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (33) (ΕΑΚΑΑ) (στο εξής υπό τη συλλογική ονομασία ΕΑΑ) μέσω της Μεικτής Επιτροπής (Μεικτή Επιτροπή) εκδίδουν κοινές κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες αποσκοπούν στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών όσον αφορά την εφαρμογή των παραγράφων 2, 3, 3α, 4 και 5 του παρόντος άρθρου.

    9.   Οι αρμόδιες αρχές επανεξετάζουν σε ετήσια βάση τις παρεκκλίσεις από την εφαρμογή της συμπληρωματικής εποπτείας και αναθεωρούν τους ποσοτικούς δείκτες που ορίζονται στο παρόν άρθρο και τις αξιολογήσεις με βάση τον κίνδυνο που εφαρμόζονται στους χρηματοπιστωτικούς ομίλους.

    3)

    το άρθρο 4 τροποποιείται ως ακολούθως:

    α)

    στην παράγραφο 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Για το σκοπό αυτό:

    οι αρμόδιες αρχές που έχουν δώσει άδεια λειτουργίας σε ρυθμιζόμενες οντότητες του ομίλου συνεργάζονται στενά,

    εάν μια αρμόδια αρχή είναι της γνώμης ότι ρυθμιζόμενη οντότητα στην οποία έχει δώσει άδεια λειτουργίας ανήκει σε όμιλο που ενδέχεται να αποτελεί ΧΟΕΔ και ο οποίος δεν έχει ακόμη προσδιορισθεί σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, η εν λόγω αρμόδια αρχή γνωστοποιεί τη γνώμη της στις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές καθώς και στη Μεικτή Επιτροπή.»·

    β)

    στην παράγραφο 2 το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Ο συντονιστής ενημερώνει επίσης τις αρμόδιες αρχές που έχουν δώσει άδεια λειτουργίας σε ρυθμιζόμενες οντότητες του ομίλου και τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα της η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών καθώς και τη Μεικτή Επιτροπή.»·

    γ)

    η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3.   Η Μεικτή Επιτροπή δημοσιεύει και ενημερώνει συνεχώς στον δικτυακό της τόπο τον κατάλογο των ΧΟΕΔ όπως ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 2 σημείο 14. Οι πληροφορίες αυτές διατίθενται μέσω υπερσυνδέσμου από τον ιστότοπο κάθε ΕΕΑ.

    Το όνομα κάθε ρυθμιζόμενης οντότητας του άρθρου 1 που αποτελεί μέρος ΧΟΕΔ εγγράφεται σε κατάλογο, τον οποίο δημοσιεύει στον ιστότοπό της και ενημερώνει η Μεικτή Επιτροπή.»·

    4)

    το άρθρο 5 τροποποιείται ως ακολούθως:

    α)

    στην παράγραφο 2, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «β)

    οιαδήποτε ρυθμιζόμενη οντότητα, η μητρική επιχείρηση της οποίας είναι εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχει την έδρα της στην Ένωση·»·

    β)

    η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3.   Κάθε ρυθμιζόμενη οντότητα η οποία δεν υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με την παράγραφο 2 και η μητρική επιχείρηση της οποίας είναι ρυθμιζόμενη οντότητα ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχει την έδρα της σε τρίτη χώρα, υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία στο επίπεδο του ΧΟΕΔ, στο βαθμό και κατά τον τρόπο που προβλέπει το άρθρο 18.»·

    γ)

    στην παράγραφο 4) το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται ως εξής:

    «Προκειμένου να έχει εφαρμογή η συμπληρωματική εποπτεία, πρέπει μία τουλάχιστον από τις οντότητες να είναι ρυθμιζόμενη οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 1 και να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 2 σημείο 14 στοιχείο α) σημείο (ii) ή στοιχείο β) σημείο (ii) και του άρθρου 2 σημείο 14 στοιχείο α) σημείο (iii) ή στοιχείο β) σημείο (iii). Οι σχετικές αρμόδιες αρχές αποφασίζουν, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας, όπως καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.»·

    5)

    στο άρθρο 6, οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3.   Προκειμένου να υπολογίζονται οι κεφαλαιακές απαιτήσεις οι οποίες αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2, η συμπληρωματική εποπτεία καλύπτει τις ακόλουθες οντότητες σύμφωνα με το παράρτημα I:

    α)

    πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών·

    β)

    ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου·

    γ)

    επιχείρηση επενδύσεων·

    δ)

    εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

    4.   Όταν υπολογίζονται, σύμφωνα με τη μέθοδο 1 (“λογιστική ενοποίηση”) που ορίζεται στο παράρτημα I της παρούσας οδηγίας, οι συμπληρωματικές κεφαλαιακές απαιτήσεις για έναν ΧΟΕΔ, το ύψος των ιδίων κεφαλαίων και οι απαιτήσεις φερεγγυότητας των οντοτήτων του ομίλου υπολογίζονται εφαρμόζοντας τους αντίστοιχους τομεακούς κανόνες σχετικά με την έκταση και τη μορφή της ενοποίησης, όπως καθορίζονται ιδίως στα άρθρα 133 και 134 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και στο άρθρο 221 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

    Όταν χρησιμοποιείται η μέθοδος 2 (“Αφαίρεση και συνένωση”) που αναφέρεται στο παράρτημα I, στον υπολογισμό λαμβάνεται υπόψη το μέρος του καταβεβλημένου κεφαλαίου που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, η μητρική επιχείρηση ή η επιχείρηση η οποία κατέχει συμμετοχή σε άλλη οντότητα του ομίλου.»·

    6)

    το άρθρο 7 τροποποιείται ως ακολούθως:

    α)

    Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3.   Έως τον περαιτέρω συντονισμό της νομοθεσίας της Ένωσης, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν ποσοτικά όρια, να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να ορίσουν τέτοια όρια, ή να λαμβάνουν άλλα εποπτικά μέτρα προκειμένου να επιτυγχάνονται οι στόχοι της συμπληρωματικής εποπτείας, όσον αφορά οιαδήποτε συγκέντρωση κινδύνων στο επίπεδο ΧΟΕΔ.»·

    β)

    προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

    «5.   Οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, εκδίδουν κοινές κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες αποσκοπούν στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών όσον αφορά την εφαρμογή της συμπληρωματικής εποπτείας της συγκέντρωσης κινδύνων όπως προβλέπεται στις παραγράφους 1 ως 4 του παρόντος άρθρου. Οι κατευθυντήριες γραμμές εξασφαλίζουν την ευθυγράμμιση της εφαρμογής των μέσων εποπτείας, όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο για την εφαρμογή των άρθρων 106 έως 118 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και του άρθρου 244 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, προς αποφυγή οιασδήποτε αλληλεπικάλυψης. Εκδίδουν συγκεκριμένες κοινές κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με την εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 4 του παρόντος άρθρου στις συμμετοχές του ΧΟΕΔ σε περιπτώσεις όπου εθνικές νομοθετικές διατάξεις περί εταιρειών παρακωλύουν την εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 2, της παρούσας οδηγίας.»·

    7)

    το άρθρο 8 τροποποιείται ως ακολούθως:

    α)

    η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3.   Έως τον περαιτέρω συντονισμό της νομοθεσίας της Ένωσης, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν ποσοτικά όρια και απαιτήσεις ποιότητος, να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να ορίσουν ποσοτικά όρια ή απαιτήσεις ποιότητος, ή να λαμβάνουν άλλα εποπτικά μέτρα προκειμένου να επιτυγχάνονται οι στόχοι της συμπληρωματικής εποπτείας, όσον αφορά τις εντός ομίλου συναλλαγές των ρυθμιζόμενων οντοτήτων εντός ενός ΧΟΕΔ.»·

    β)

    προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

    «5.   Οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, εκδίδουν κοινές κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες αποσκοπούν στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών όσον αφορά την εφαρμογή της συμπληρωματικής εποπτείας για τις συναλλαγές εντός του ομίλου, όπως προβλέπεται στις παραγράφους 1 έως 4 του παρόντος άρθρου. Οι κατευθυντήριες γραμμές εξασφαλίζουν την ευθυγράμμιση της εφαρμογής των μέσων εποπτείας, όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο, με την εφαρμογή του άρθρου 245 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, προς αποφυγή οιασδήποτε αλληλεπικάλυψης. Εκδίδουν συγκεκριμένες κοινές κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με την εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 4 του παρόντος άρθρου στις συμμετοχές του ΧΟΕΔ σε περιπτώσεις όπου εθνικές νομοθετικές διατάξεις περί εταιρειών παρακωλύουν την εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 2, της παρούσας οδηγίας.»·

    8)

    το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «4.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όλες τις επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 5, διαθέτουν επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου για την παραγωγή οιωνδήποτε στοιχείων και πληροφοριών που θα ήταν χρήσιμα για τους σκοπούς της συμπληρωματικής εποπτείας.

    Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ρυθμιζόμενες οντότητες, στο επίπεδο του ΧΟΕΔ, να υποβάλλουν τακτικά στην αρμόδια αρχή τους λεπτομερή στοιχεία για τη νομική δομή τους και το σύστημα διακυβέρνησης και οργάνωσής τους, συμπεριλαμβανομένων όλων των ρυθμιζόμενων οντοτήτων, των μη ρυθμιζόμενων θυγατρικών και των σημαντικών υποκαταστημάτων.

    Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ρυθμιζόμενες οντότητες να δημοσιοποιούν, στο επίπεδο του ΧΟΕΔ, σε ετήσια βάση, είτε αυτούσια είτε με παραπομπές σε ισοδύναμες πληροφορίες, περιγραφή της νομικής δομής τους και του συστήματος διακυβέρνησης και οργάνωσής τους.»·

    β)

    προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

    «6.   Οι αρμόδιες αρχές εναρμονίζουν την εφαρμογή της συμπληρωματικής εποπτείας των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου και των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνων όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο με τις διαδικασίες εποπτικής αξιολόγησης όπως προβλέπεται στο άρθρο 124 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και το άρθρο 248 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Προς το σκοπό αυτό, οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, εκδίδουν κοινές κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες αποσκοπούν στη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών όσον αφορά την εφαρμογή της συμπληρωματικής εποπτείας για τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου και τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο, καθώς και για τη συνέπεια με τις διαδικασίες εποπτικής αξιολόγησης όπως προβλέπεται στο άρθρο 124 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και το άρθρο 248 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Εκδίδουν συγκεκριμένες κοινές κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου στις συμμετοχές του ΧΟΕΔ σε περιπτώσεις όπου εθνικές νομοθετικές διατάξεις περί εταιρειών παρακωλύουν την εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 2, της παρούσας οδηγίας.»·

    9)

    παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

    «Άρθρο 9β

    Προσομοίωση ακραίων καταστάσεων

    1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τον συντονιστή να εξασφαλίζει κατάλληλη και τακτική προσομοίωση ακραίων καταστάσεων των χρηματοπιστωτικών ομίλων. Απαιτούν επίσης από τις σχετικές αρμόδιες αρχές να συνεργάζονται πλήρως με τον συντονιστή.

    2.   Για τους σκοπούς προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής και σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (34), αναπτύσσουν συμπληρωματικές παραμέτρους που λαμβάνουν υπόψη τους ειδικούς κινδύνους που συνδέονται με ΧΟΕΔ, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Ο συντονιστής κοινοποιεί τα αποτελέσματα της προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων στη Μεικτή Επιτροπή.

    10)

    το άρθρο 10 παράγραφος 2 στοιχείο β) τροποποιείται ως ακολούθως:

    α)

    στο σημείο ii), το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «ii)

    όταν τουλάχιστον δύο ρυθμιζόμενες οντότητες που έχουν την καταστατική τους έδρα στην Ένωση έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και μία από αυτές τις ρυθμιζόμενες οντότητες έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος όπου έχει την καταστατική της έδρα η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, το ρόλο του συντονιστή ασκεί η αρμόδια αρχή που έχει εκδώσει την άδεια λειτουργίας για την εν λόγω ρυθμιζόμενη οντότητα στο εν λόγω κράτος μέλος.»·

    β)

    το σημείο iii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «iii)

    όταν τουλάχιστον δύο ρυθμιζόμενες οντότητες που έχουν την καταστατική τους έδρα στην Ένωση έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών αλλά καμία από τις επιχειρήσεις αυτές δεν έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος όπου έχει την καταστατική της έδρα αυτή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, το ρόλο του συντονιστή ασκεί η αρμόδια αρχή που έχει εκδώσει την άδεια λειτουργίας για τη ρυθμιζόμενη οντότητα με το υψηλότερο σύνολο ισολογισμού στον σημαντικότερο χρηματοπιστωτικό τομέα·»·

    11)

    το άρθρο 11 τροποποιείται ως ακολούθως:

    α)

    η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3.   Με την επιφύλαξη της δυνατότητας ανάθεσης ορισμένων εποπτικών αρμοδιοτήτων και ευθυνών, όπως προβλέπεται στις νομοθετικές πράξεις της Ένωσης, η παρουσία ενός συντονιστή με ειδικά καθήκοντα για τη συμπληρωματική εποπτεία των ρυθμιζόμενων οντοτήτων ΧΟΕΔ δεν επηρεάζει την αποστολή και τις ευθύνες των αρμόδιων αρχών, όπως προβλέπονται στους τομεακούς κανόνες.»·

    β)

    προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

    «4.   Η απαιτούμενη συνεργασία δυνάμει του παρόντος Τμήματος και η άσκηση των καθηκόντων που απαριθμούνται στις παραγράφους 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 12 και, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας και συμβατότητας με την ενωσιακή νομοθεσία, ο κατάλληλος συντονισμός και συνεργασία με σχετικές αρχές εποπτείας τρίτων χωρών, ανάλογα με την περίπτωση, εξασφαλίζεται μέσω σωμάτων που έχουν συσταθεί δυνάμει του άρθρου 131α της οδηγίας 2006/48/ΕΚ ή του άρθρου 248 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ.

    Οι συμφωνίες συντονισμού που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 αντικατοπτρίζονται χωριστά στις γραπτές συμφωνίες συντονισμού δυνάμει του άρθρου 131 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ ή του άρθρου 248 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ. Ο συντονιστής, ως πρόεδρος του σώματος που έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 131α της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, ή του άρθρου 248 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, αποφασίζει ποιες άλλες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν σε μια συνεδρίαση ή σε οποιαδήποτε δραστηριότητα του σώματος.»·

    12)

    στο άρθρο 12 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α)

    προσδιορισμός της νομικής δομής και του συστήματος διακυβέρνησης και οργάνωσης του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων όλων των ρυθμιζόμενων οντοτήτων, των μη ρυθμιζόμενων θυγατρικών και των σημαντικών υποκαταστημάτων του ΧΟΕΔ, των κατόχων ειδικών συμμετοχών στο επίπεδο τελικής μητρικής εταιρείας, καθώς και των αρμοδίων αρχών των ρυθμιζόμενων οντοτήτων του ΧΟΕΔ·»·

    13)

    Στο άρθρο 12α προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

    «3.   Οι συντονιστές παρέχουν στη Μεικτή Επιτροπή τις πληροφορίες όπως προβλέπεται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 και στο άρθρο 12 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α). Η Μεικτή Επιτροπή θέτει στη διάθεση των αρμοδίων αρχών πληροφορίες σχετικά με τη νομική δομή και τα συστήματα διακυβέρνησης και οργάνωσης των ΧΟΕΔ.»·

    14)

    παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

    «Άρθρο 12β

    Κοινές κατευθυντήριες γραμμές

    1.   Οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, καταρτίζουν κοινές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον τρόπο διενέργειας των αξιολογήσεων βάσει κινδύνου που εφαρμόζονται στους ΧΟΕΔ από την αρμόδια αρχή. Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές εξασφαλίζουν ειδικότερα ότι οι αξιολογήσεις βάσει του κινδύνου περιλαμβάνουν κατάλληλα εργαλεία προκειμένου να αξιολογούνται οι κίνδυνοι ομίλου που απειλούν τους ΧΟΕΔ.

    2.   Οι ΕΕΑ εκδίδουν, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, κοινές κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες αποσκοπούν στην ανάπτυξη εποπτικών πρακτικών που επιτρέπουν τη συμπληρωματική εποπτεία των εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ώστε να συμπληρώνεται καταλλήλως η εποπτεία του ομίλου σύμφωνα με την οδηγία 98/78/ΕΚ και την οδηγία 2009/138/ΕΚ ή, εφόσον απαιτείται, την ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με την οδηγία 2006/48/ΕΚ. Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές επιτρέπουν την ενσωμάτωση όλων των σχετικών κινδύνων στην εποπτεία, εξαλείφοντας παράλληλα τις δυνητικές επικαλύψεις κατά την εποπτεία και τον έλεγχο.»·

    15)

    το άρθρο 18 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Μητρικές επιχειρήσεις σε τρίτη χώρα»·

    β)

    η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εφαρμόζουν άλλες μεθόδους που διασφαλίζουν την κατάλληλη συμπληρωματική εποπτεία των ρυθμιζόμενων οντοτήτων ΧΟΕΔ. Οι μέθοδοι αυτές εγκρίνονται από τον συντονιστή, μετά από διαβούλευση με τις άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν ιδίως να ζητούν τη δημιουργία εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχει την έδρα της στην Ένωση και να εφαρμόζουν την παρούσα οδηγία στις ρυθμιζόμενες οντότητες του ΧΟΕΔ επικεφαλής του οποίου είναι η εν λόγω εταιρεία χαρτοφυλακίου. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι οι μέθοδοι αυτές επιτυγχάνουν τον στόχο της συμπληρωματικής εποπτείας δυνάμει της παρούσας οδηγίας και ενημερώνουν σχετικώς τις άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές και την Επιτροπή.»·

    16)

    το άρθρο 19 αντικαθίσταται ως εξής:

    «Άρθρο 19

    Συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών

    Το άρθρο 39 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, το άρθρο 10α της οδηγίας 98/78/ΕΚ και το άρθρο 264 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών για τη διαπραγμάτευση συμφωνιών με μια ή περισσότερες τρίτες χώρες σχετικά με τις λεπτομέρειες άσκησης της συμπληρωματικής εποπτείας των ρυθμιζόμενων οντοτήτων ΧΟΕΔ.»·

    17)

    ο τίτλος του κεφαλαίου ΙΙΙ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    18)

    το άρθρο 20 αντικαθίσταται ως εξής:

    «Άρθρο 20

    Εξουσίες που ανατίθενται στην Επιτροπή

    Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει, μέσω πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση δυνάμει του άρθρου 21γ, μέτρα σχετικά με τις τεχνικές προσαρμογές της παρούσας οδηγίας στους ακόλουθους τομείς:

    α)

    ακριβέστερη διατύπωση των ορισμών που καθορίζονται στο άρθρο 2, ώστε να λαμβάνονται υπόψη, για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές·

    β)

    ευθυγράμμιση της ορολογίας και της διατύπωσης των ορισμών της παρούσας οδηγίας με μεταγενέστερες πράξεις της Ένωσης που αφορούν τις ρυθμιζόμενες οντότητες και άλλα συναφή θέματα·

    γ)

    ακριβέστερος καθορισμός των μεθόδων υπολογισμού που καθορίζονται στο παράρτημα I, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στις εποπτικές τεχνικές.

    Τα εν λόγω μέτρα δεν περιλαμβάνουν το αντικείμενο της αρμοδιότητας που μεταβιβάζεται και ανατίθεται στην Επιτροπή σε σχέση με τα σημεία που απαριθμούνται στο άρθρο 21α.»·

    19)

    στο άρθρο 21 οι παράγραφοι 2,3 και 5 διαγράφονται·

    20)

    το άρθρο 21α τροποποιείται ως ακολούθως:

    α)

    στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

    «δ)

    το άρθρο 6 παράγραφος 2 για να εξασφαλιστεί ενιαίος μορφότυπος (με οδηγίες), ενιαία συχνότητα και, εφόσον απαιτείται, ενιαίες ημερομηνίες για τη διαβίβαση των στοιχείων.»·

    β)

    προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

    «1α.   Για να εξασφαλιστεί συνεπής εναρμόνιση της εφαρμογής των άρθρων 2, 7 και 8 και του παραρτήματος II, οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, καταρτίζουν σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με στόχο τον καθορισμό ακριβέστερης διατύπωσης των ορισμών που παρατίθενται στο άρθρο 2 και το συντονισμό των διατάξεων που έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 8 και το παράρτημα II.

    Η Μεικτή Επιτροπή υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2015.

    Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως.»·

    γ)

    προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

    «3.   Εντός δύο ετών από την έγκριση οιωνδήποτε τεχνικών προτύπων εφαρμογής σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο α), τα κράτη μέλη απαιτούν ενιαίο μορφότυπο, και καθορίζουν τη συχνότητα υπολογισμών και τις ημερομηνίες για τη διαβίβαση των υπολογισμών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.»·

    21)

    προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα στο κεφάλαιο III:

    «Άρθρο 21β

    Κοινές κατευθυντήριες γραμμές

    Οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, εκδίδουν τις κοινές κατευθυντήριες γραμμές που προβλέπονται στο άρθρο 3 παράγραφος 8, το άρθρο 7 παράγραφος 5, το άρθρο 8 παράγραφος 5, το άρθρο 9 παράγραφος 6, το άρθρο 11 παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, το άρθρο 12β και το άρθρο 21 παράγραφος 4, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 56 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως.

    Άρθρο 21γ

    Άσκηση της εξουσιοδότησης

    1.   Η εξουσία για την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο.

    2.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 20 ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο τεσσάρων ετών από τις 9 Δεκεμβρίου 2011. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις ανατεθείσες αρμοδιότητες το αργότερο έξι μήνες πριν από τη λήξη της τετραετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο αντιταχθεί σε αυτήν την ανανέωση μέσα σε τρεις μήνες πριν από τη λήξη κάθε περιόδου.

    3.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 20 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την ανάθεση της εξουσίας που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται στην απόφαση. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση οι οποίες ισχύουν ήδη.

    4.   Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

    5.   Κάθε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη δυνάμει του άρθρου 20 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχουν διατυπωθεί αντιρρήσεις από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός προθεσμίας τριών μηνών από την κοινοποίηση της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν πληροφορήσει αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα εγείρουν αντιρρήσεις. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά 3 μήνες.»·

    22)

    Στο άρθρο 30 το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Έως ότου επιτευχθεί περαιτέρω συντονισμός των τομεακών κανόνων, τα κράτη μέλη μεριμνούν για την υπαγωγή των εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων:

    α)

    στο πεδίο εφαρμογής της ενοποιημένης εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων ή στο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ασφαλιστικού ομίλου·

    β)

    στην περίπτωση που ο όμιλος είναι ΧΟΕΔ, στο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας και

    γ)

    στη διαδικασία προσδιορισμού σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2.»·

    23)

    Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

    «Άρθρο 30α

    Διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων

    1.   Έως ότου επιτευχθεί περαιτέρω συντονισμός των τομεακών κανόνων, τα κράτη μέλη μεριμνούν για την υπαγωγή των διαχειριστών οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων:

    α)

    στο πεδίο εφαρμογής της ενοποιημένης εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων ή στο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ασφαλιστικού ομίλου·

    β)

    στην περίπτωση που ο όμιλος είναι ΧΟΕΔ, στο πεδίο εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας και

    γ)

    στη διαδικασία προσδιορισμού σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2.

    2.   Για την εφαρμογή της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη ορίζουν ή αναθέτουν στις αρμόδιες αρχές τους να αποφασίζουν βάσει ποίων τομεακών κανόνων (τραπεζικός τομέας, ασφαλιστικός τομέας ή τομέας επενδυτικών υπηρεσιών) υπόκεινται οι διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων στην ενοποιημένη ή συμπληρωματική εποπτεία που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, οι σχετικοί τομεακοί κανόνες που αφορούν τη μορφή και τον βαθμό υπαγωγής των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων. Για τους σκοπούς της συμπληρωματικής εποπτείας που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1, ο διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων θεωρείται ως ανήκων σε οιονδήποτε τομέα εμπίπτει δυνάμει του στοιχείου α) της παραγράφου 1.

    Στην περίπτωση που ο διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων ανήκει σε ΧΟΕΔ, αναφορές σε ρυθμιζόμενες οντότητες και σε αρμόδιες και σχετικές αρμόδιες αρχές θεωρούνται, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ότι συμπεριλαμβάνουν, αντίστοιχα, τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των διαχειριστών οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων. Τούτο ισχύει, κατ’ αναλογία, και στους ομίλους που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1.»·

    24)

    το παράρτημα I τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα II της παρούσας οδηγίας.

    Άρθρο 3

    Τροποποιήσεις στην οδηγία 2006/48/ΕΚ

    Η οδηγία 2006/48/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

    1)

    στο άρθρο 1, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2.   Το άρθρο 39 και τα άρθρα 124 έως 143 εφαρμόζονται στις χρηματοπιστωτικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, στις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και στις μεικτής δραστηριότητας εταιρείες συμμετοχών που έχουν την έδρα τους στην Ένωση.»·

    2)

    το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    τα σημεία 14 έως 17 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «(14)   “Μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος”: πιστωτικό ίδρυμα το οποίο διαθέτει θυγατρικό πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή το οποίο κατέχει συμμετοχή σε τέτοιο ίδρυμα και το οποίο δεν αποτελεί το ίδιο θυγατρική άλλου πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος ή χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, εγκατεστημένης στο ίδιο κράτος μέλος.

    (15)   “Μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη σε κράτος μέλος”: χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου η οποία δεν αποτελεί η ίδια θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος ή χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης στο ίδιο κράτος μέλος.

    (15α)   “Μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος”: εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών η οποία δεν αποτελεί η ίδια θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος ή χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης στο ίδιο κράτος μέλος.

    (16)   “Μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ”: μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, το οποίο δεν αποτελεί θυγατρική άλλου πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης σε οποιοδήποτε κράτος μέλος.

    (17)   “Μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη στην ΕΕ”: μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη σε κράτος μέλος η οποία δεν αποτελεί θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή άλλης χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης σε οποιοδήποτε κράτος μέλος.

    (17α)   “Μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ”: μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος η οποία δεν αποτελεί θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή άλλης χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης σε οποιοδήποτε κράτος μέλος.»·

    β)

    εισάγεται το ακόλουθο σημείο:

    «(19α)   “εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών”: εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 15, της οδηγίας 2002/87/ΕΚ»·

    γ)

    το σημείο 48 αντικαθίσταται ως εξής:

    «(48)   “αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή”: η αρχή που είναι αρμόδια για την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση των μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων της ΕΕ και των πιστωτικών ιδρυμάτων που ελέγχονται από μητρικές χρηματοπιστωτικές εταιρείες χαρτοφυλακίου της ΕΕ ή μητρικές εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ.»·

    3)

    το άρθρο 14 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 14

    Κάθε άδεια λειτουργίας κοινοποιείται στην ΕΑΤ. Η επωνυμία κάθε πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας εγγράφεται σε κατάλογο τον οποίο η ΕΑΤ δημοσιεύει στο δικτυακό της τόπο και τον ενημερώνει τακτικά. Η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση διαβιβάζει στις σχετικές αρμόδιες αρχές και στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που αφορούν τον τραπεζικό όμιλο, σύμφωνα με τα άρθρα 12 παράγραφος 3, 22 παράγραφος 1 και 73 παράγραφος 3, και ιδίως εκείνες που αφορούν τη νομική δομή του ομίλου, το πλαίσιο διακυβέρνησης και την οργανωτική δομή του ομίλου.»·

    4)

    το άρθρο 39 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    στην παράγραφο 1, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «β)

    τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα σε τρίτη χώρα και η μητρική επιχείρηση των οποίων είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών με έδρα στην Ένωση.»·

    β)

    στην παράγραφο 2, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α)

    αφενός μεν, για τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, να μπορούν να συγκεντρώνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εποπτεία, σε ενοποιημένη βάση, πιστωτικού ιδρύματος, χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένων στην Ένωση, που έχει ως θυγατρική πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα, ή κατέχει συμμετοχή σε τέτοια ιδρύματα,»·

    5)

    στο άρθρο 69, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 1 εφόσον η μητρική επιχείρηση αποτελεί χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών συσταθείσα στο ίδιο κράτος μέλος με το πιστωτικό ίδρυμα, υπό την προϋπόθεση ότι υπόκειται στην ίδια εποπτεία με τα πιστωτικά ιδρύματα και ιδίως στα πρότυπα που ορίζονται στο άρθρο 71 παράγραφος 1.»·

    6)

    στο άρθρο 71, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 68, 69 και 70, τα πιστωτικά ιδρύματα που ελέγχονται από μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος ή μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος συμμορφώνονται, στο βαθμό και με τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο 133, με τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στα άρθρα 75, 120, 123 και το τμήμα 5 βάσει της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης της συγκεκριμένης χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

    Όταν μια χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ελέγχει πάνω από ένα πιστωτικό ίδρυμα, το πρώτο εδάφιο ισχύει μόνο για το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο ασκείται εποπτεία σε ενοποιημένη βάση δυνάμει των άρθρων 125 και 126.»·

    7)

    στο άρθρο 72, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2.   Τα πιστωτικά ιδρύματα που ελέγχονται από μια μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου της ΕΕ ή από μια μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στο κεφάλαιο 5 βάσει της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης της συγκεκριμένης χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή της συγκεκριμένης εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

    Οι σημαντικές θυγατρικές μητρικών χρηματοπιστωτικών εταιρειών χαρτοφυλακίου εγκατεστημένων στην ΕΕ ή μητρικών εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένων στην ΕΕ κοινοποιούν τις πληροφορίες που προσδιορίζει το παράρτημα ΧΙΙ, μέρος 1, σημείο 5, σε μεμονωμένη ή υποενοποιημένη βάση.»·

    8)

    παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

    «Άρθρο 72α

    1.   Σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και δυνάμει της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τον κίνδυνο, η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή μπορεί να αποφασίσει, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές αρμόδιες εποπτικές αρχές που ευθύνονται για την εποπτεία θυγατρικών, να εφαρμόσει στην εν λόγω εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών μόνο τη διάταξη της οδηγίας 2002/87/ΕΚ.

    2.   Σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και δυνάμει της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τον κίνδυνο, η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή μπορεί να αποφασίσει, κατόπιν συμφωνίας με τον επόπτη ομίλου στον ασφαλιστικό τομέα, να εφαρμόσει στην εν λόγω εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών μόνο τη διάταξη της οδηγίας που έχει σχέση με τον πλέον σημαντικό χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ.

    3.   Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει την ΕΑΤ και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (35) (ΕΑΑΕΣ) για τις αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει των παραγράφων 1 και 2. Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (36) (ΕΑΚΑΑ) χαράσσουν, μέσω της Μεικτής Επιτροπής των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών (Μεικτή Επιτροπή), κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών και καταρτίζουν σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων, τα οποία υποβάλλουν στην Επιτροπή εντός τριών ετών από την υιοθέτηση αυτών των κατευθυντήριων γραμμών.

    Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τους ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως.

    9)

    στο άρθρο 73, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2.   Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα θυγατρικά πιστωτικά ιδρύματα να τηρούν τις υποχρεώσεις που θεσπίζουν τα άρθρα 75, 120 και 123 και το τμήμα 5 της παρούσας οδηγίας σε υποενοποιημένη βάση, όταν τα υπόψη πιστωτικά ιδρύματα ή η μητρική επιχείρηση, εφόσον αυτή είναι χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, διαθέτουν σε τρίτη χώρα, εν είδει θυγατρικής, πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2, σημείο 5, της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, ή διαθέτουν συμμετοχή σε μια τέτοια επιχείρηση.»·

    10)

    στο άρθρο 80 παράγραφος 7, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α)

    Ο αντισυμβαλλόμενος είναι ίδρυμα ή χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών που υπόκειται σε κατάλληλες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας·»·

    11)

    το άρθρο 84 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    στην παράγραφο 2, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται με το ακόλουθο κείμενο:

    «Όταν ένα μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και οι θυγατρικές αυτού, ή μια μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη στην ΕΕ και οι θυγατρικές αυτής, ή μια εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και οι θυγατρικές αυτής χρησιμοποιούν τη μέθοδο IRB σε ενοποιημένη βάση, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέψουν την εκπλήρωση των ελάχιστων απαιτήσεων του παραρτήματος VII, μέρος 4, από το μητρικό ίδρυμα και τις θυγατρικές του ως σύνολο.»·

    β)

    η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «6.   Όταν η μέθοδος IRB πρόκειται να χρησιμοποιηθεί από το εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό πιστωτικό ίδρυμα και τις θυγατρικές του, ή από την εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου και τις θυγατρικές της, ή την εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και τις θυγατρικές της, οι αρμόδιες για τα διάφορα νομικά πρόσωπα αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους όπως ορίζεται στα άρθρα 129 έως 132.»·

    12)

    στο άρθρο 89 παράγραφος 1, το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το εξής κείμενο:

    «ε)

    ανοίγματα ενός πιστωτικού ιδρύματος έναντι αντισυμβαλλομένου ο οποίος είναι η μητρική του επιχείρηση, η θυγατρική του ή θυγατρική της μητρικής του επιχείρησης υπό την προϋπόθεση ότι ο αντισυμβαλλόμενος αποτελεί ίδρυμα ή χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών και υπόκειται σε κατάλληλες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, ή επιχείρηση που συνδέεται με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, καθώς και ανοίγματα μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 80, παράγραφος 8·»·

    13)

    στο άρθρο 105, οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3.   Όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί εξελιγμένη μέθοδος μέτρησης από μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και τις θυγατρικές του, ή από τις θυγατρικές μιας μητρικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, οι αρμόδιες για τα διάφορα νομικά πρόσωπα αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στα άρθρα 129 έως 132. Η εφαρμογή περιλαμβάνει τα στοιχεία που απαριθμούνται στο παράρτημα Χ, μέρος 3.

    4.   Όταν ένα μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και οι θυγατρικές αυτού ή οι θυγατρικές μιας μητρικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ χρησιμοποιούν εξελιγμένη μέθοδο μέτρησης σε ενοποιημένη βάση, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέψουν την εκπλήρωση των κριτηρίων του παραρτήματος Χ, μέρος 3, από κοινού από το μητρικό ίδρυμα και τις θυγατρικές του.»·

    14)

    στο άρθρο 122α η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2.   Εφόσον μητρικό πιστωτικό ίδρυμα της ΕΕ ή μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου της ΕΕ, ή μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ ή μία των θυγατρικών της, ενεργώντας με την ιδιότητα του μεταβιβάζοντος ή αναδόχου, προβαίνει σε τιτλοποίηση ανοιγμάτων από διάφορα πιστωτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις επενδύσεων ή άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τα οποία περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, η απαίτηση κατά την παράγραφο 1 μπορεί να τηρηθεί με βάση την ενοποιημένη κατάσταση του σχετικού μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της ΕΕ, της μητρικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου της ΕΕ ή της μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ. Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται μόνον στις περιπτώσεις που τα πιστωτικά ιδρύματα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων ή τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τα οποία δημιούργησαν τα τιτλοποιημένα ανοίγματα έχουν δεσμευθεί να τηρήσουν τις απαιτήσεις της παραγράφου 6 και να παραδώσουν εγκαίρως στο μεταβιβάζον ή ανάδοχο ίδρυμα και στο μητρικό πιστωτικό ίδρυμα ή τη χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου της ΕΕ ή την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των απαιτήσεων της παραγράφου 7.»·

    15)

    στο άρθρο 125, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2.   Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος, μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος, μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από τις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν στον εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα την άδεια λειτουργίας που προβλέπεται στο άρθρο 6.»·

    16)

    το άρθρο 126 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 126

    1.   Στην περίπτωση κατά την οποία πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος, την ίδια μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος, την ίδια μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη στην ΕΕ ή την ίδια μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από τις αρμόδιες αρχές του πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο συστάθηκε η χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

    Όταν πρόκειται για μητρικές επιχειρήσεις πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, οι οποίες περιλαμβάνουν περισσότερες της μιας χρηματοπιστωτικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχουν τις καταστατικές έδρες τους σε διαφορετικά κράτη μέλη και εφόσον υπάρχει πιστωτικό ίδρυμα σε καθένα από τα εν λόγω κράτη μέλη, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.

    2.   Όταν πρόκειται για περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή την ίδια εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και όταν κανένα από τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα δεν έχει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο έχει την καταστατική της έδρα η χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που χορήγησε την άδεια λειτουργίας στο πιστωτικό ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, το οποίο, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, θεωρείται ως το πιστωτικό ίδρυμα το ελεγχόμενο από μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ.

    3.   Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές δύνανται, κοινή συναινέσει, να παρεκκλίνουν από τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 εάν η εφαρμογή τους αντενδείκνυται, λαμβάνοντας υπόψη τα πιστωτικά ιδρύματα και τη σχετική σπουδαιότητα των δραστηριοτήτων τους στις διάφορες χώρες, και να αναθέσουν σε άλλη αρμόδια αρχή την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση. Προτού αποφασίσουν την παρέκκλιση αυτή, οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στο εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό πιστωτικό ίδρυμα, ή στην εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου, ή στην εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ή στο πιστωτικό ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού τη δυνατότητα να εκφέρει γνώμη σχετικά με την απόφαση αυτή.

    4.   Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ τις συμφωνίες που υπάγονται στις διατάξεις της παραγράφου 3.»·

    17)

    Το άρθρο 127 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα μέτρα που ενδεχομένως απαιτούνται για την υπαγωγή των χρηματοπιστωτικών εταιρειών χαρτοφυλακίου ή των εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών σε ενοποιημένη εποπτεία. Με την επιφύλαξη του άρθρου 135, η ενοποίηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών δεν συνεπάγεται κατά ουδένα τρόπο την υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να ασκούν επί της χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εποπτεία σε ατομική βάση.»·

    β)

    η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3.   Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες εθνικές τους αρχές που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία μπορούν να ζητούν από τις θυγατρικές ενός πιστωτικού ιδρύματος, μιας χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή μιας εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που δεν υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 137. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι προβλεπόμενες στο άρθρο αυτό διαδικασίες διαβίβασης και επαλήθευσης των πληροφοριών.»·

    18)

    το άρθρο 129 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1.   Επιπλέον των ευθυνών που της ανατίθενται δυνάμει άλλων διατάξεων της παρούσας οδηγίας, η αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση επί μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην ΕΕ και πιστωτικών ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοπιστωτικές εταιρείες χαρτοφυλακίου εγκατεστημένες στην ΕΕ ή μητρικές εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ ασκεί και τα ακόλουθα καθήκοντα:»·

    β)

    στην παράγραφο 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2.   Όσον αφορά τις αιτήσεις χορήγησης των αδειών που μνημονεύονται στα άρθρα 84 παράγραφος 1, 87 παράγραφος 9 και 105, και στο παράρτημα III μέρος 6, αντίστοιχα, που υποβάλλονται από μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και τις θυγατρικές του, ή από κοινού από τις θυγατρικές επιχειρήσεις μιας μητρικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους, σε πλήρη συνεννόηση, προκειμένου να αποφασισθεί αν πρέπει να χορηγηθεί ή όχι η αιτούμενη άδεια και να προσδιοριστούν οι όροι και προϋποθέσεις που πρέπει ενδεχομένως να πληρούνται για τη χορήγησή της.»·

    γ)

    στην παράγραφο 3:

    i)

    το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3.   Η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή και οι αρμόδιες αρχές που ευθύνονται για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ, μιας μητρικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, θα κάνουν ό,τι είναι δυνατό προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 123 και 124 για να καθοριστεί η επάρκεια του ενοποιημένου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων που βρίσκονται στην κατοχή του ομίλου όσον αφορά την οικονομική κατάστασή του και το προφίλ κινδύνου και το απαιτούμενο ύψος ιδίων κεφαλαίων για την εφαρμογή του άρθρου 136 παράγραφος 2 σε κάθε οντότητα του τραπεζικού ομίλου και σε ενοποιημένη βάση.»·

    ii)

    το πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 123, 124, και 136 παράγραφος 2, λαμβάνεται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών εταιρειών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της ΕΕ, μιας μητρικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου της ΕΕ ή μιας μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ σε μεμονωμένη βάση ή σε βάση επιμέρους ενοποίησης, έπειτα από δέουσα εξέταση των απόψεων και επιφυλάξεων που έχει εκφράσει η Αρχή Ενοποιημένης Εποπτείας. Αν, κατά το τέλος της προθεσμίας τεσσάρων μηνών, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρμόδια αρχή αναβάλλει την απόφασή της, αναμένει την όποια απόφαση λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ αποφασίζει μέσα σε προθεσμία ενός μηνός. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης προθεσμίας ή μετά τη λήψη κοινής απόφασης.»·

    iii)

    το ένατο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Η κοινή απόφαση κατά το πρώτο εδάφιο και οι αποφάσεις κατά το τέταρτο και πέμπτο εδάφιο προσαρμόζονται στα πρόσφατα δεδομένα σε ετήσια βάση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών εταιρειών μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της ΕΕ, μητρικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου της ΕΕ ή μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ, υποβάλλει γραπτή και πλήρως αιτιολογημένη αίτηση προς την αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή προκειμένου να προσαρμόσει στα πρόσφατα δεδομένα την απόφαση για την εφαρμογή του άρθρου 136 παράγραφος 2. Στην τελευταία περίπτωση, η προσαρμογή στα πρόσφατα δεδομένα μπορεί να αποσταλεί επί διμερούς βάσεως ανάμεσα στην αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή και στην αιτούσα αρμόδια αρχή.»·

    19)

    στο άρθρο 131α παράγραφος 2, το έκτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Στα σώματα εποπτών επιτρέπεται να συμμετέχουν:

    α)

    οι αρμόδιες αρχές που ευθύνονται για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της ΕΕ, μιας μητρικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου της ΕΕ ή μιας μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ·

    β)

    οι αρμόδιες αρχές μιας χώρας υποδοχής όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα όπως αναφέρονται στο άρθρο 42α·

    γ)

    οι κεντρικές τράπεζες κατά περίπτωση και

    δ)

    αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, εφόσον συντρέχει λόγος και υπό απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που κατά τη γνώμη όλων των αρμόδιων αρχών είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις των άρθρων 44 έως 52.»·

    20)

    στο άρθρο 132 η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    το πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Συγκεκριμένα, οι αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την ενοποιημένη εποπτεία μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην ΕΕ και πιστωτικών ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοπιστωτικές εταιρείες χαρτοφυλακίου εγκατεστημένες στην ΕΕ ή μητρικές εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ παρέχουν κάθε σχετική πληροφορία στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών που ασκούν εποπτεία επί θυγατρικών των εν λόγω μητρικών επιχειρήσεων. Κατά τον προσδιορισμό της έκτασης των σχετικών πληροφοριών, λαμβάνεται υπόψη η σπουδαιότητα των εν λόγω θυγατρικών για το χρηματοπιστωτικό σύστημα των κρατών μελών αυτών.»·

    β)

    στο έκτο εδάφιο το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «α)

    τον προσδιορισμό της νομικής δομής του ομίλου και του πλαισίου διακυβέρνησης και της οργανωτικής δομής του, περιλαμβανομένων όλων των ρυθμιζόμενων οντοτήτων, των μη ρυθμιζόμενων οντοτήτων, μη ρυθμιζόμενων θυγατρικών και σημαντικών υποκαταστημάτων που ανήκουν στον όμιλο, τις μητρικές επιχειρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3, το άρθρο 22 παράγραφος 1 και το άρθρο 73 παράγραφος 3, καθώς και τον προσδιορισμό των αρμοδίων αρχών για τις ρυθμιζόμενες οντότητες στον όμιλο,»·

    21)

    το άρθρο 135 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 135

    Τα κράτη μέλη απαιτούν τα πρόσωπα που όντως διευθύνουν τις δραστηριότητες μιας χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή μιας εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους και την αναγκαία πείρα για την άσκηση των καθηκόντων τους.»·

    22)

    στο άρθρο 139 παράγραφος 3, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν την ανταλλαγή, μεταξύ των αρμοδίων αρχών τους, των πληροφοριακών στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 υπό τον όρο ότι, στην περίπτωση χρηματοπιστωτικών εταιρειών χαρτοφυλακίου, εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων επικουρικών υπηρεσιών, η συλλογή ή η κατοχή πληροφοριών δεν συνεπάγεται κατά κανένα τρόπο ότι οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να ασκούν σε ατομική βάση εποπτεία αυτών των ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων.»·

    23)

    το άρθρο 140 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1.   Όταν πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας ελέγχει μία ή περισσότερες θυγατρικές που είναι ασφαλιστικές εταιρείες ή άλλου είδους επιχειρήσεις που προσφέρουν επενδυτικές υπηρεσίες υποκείμενες σε καθεστώς παροχής άδειας, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές που έχουν δημόσια εξουσία εποπτείας των ασφαλιστικών εταιρειών ή των εν λόγω άλλων επιχειρήσεων που προσφέρουν επενδυτικές υπηρεσίες συνεργάζονται στενά. Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, οι αρχές αυτές ανακοινώνουν αμοιβαία όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που ενδέχεται να διευκολύνουν το έργο τους και να επιτρέψουν την εποπτεία της δραστηριότητας και της συνολικής οικονομικής κατάστασης των επιχειρήσεων που εποπτεύουν.»·

    β)

    η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3.   Οι αρμόδιες αρχές που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία καταρτίζουν κατάλογο των χρηματοπιστωτικών εταιρειών χαρτοφυλακίου ή των εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που αναφέρονται στο άρθρο 71 παράγραφος 2. Ο κατάλογος αυτός κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών, στην ΕΑΤ και στην Επιτροπή.»·

    24)

    τα άρθρα 141 και 142 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 141

    Όταν, στα πλαίσια της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους επιθυμούν, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να επαληθεύσουν πληροφορίες σχετικά με πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών, εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 137 ή θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 127, παράγραφος 3, τα οποία είναι εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος, ζητούν από τις αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους μέλους τη διενέργεια του σχετικού ελέγχου. Οι αρχές οι οποίες έλαβαν την αίτηση, οφείλουν στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους να δώσουν συνέχεια είτε διενεργώντας οι ίδιες τον έλεγχο αυτόν, είτε επιτρέποντας στις αρχές που υπέβαλαν την αίτηση να διενεργήσουν οι ίδιες τον έλεγχο, είτε επιτρέποντας τη διενέργειά του από εμπειρογνώμονα ή ελεγκτή. Η αρμόδια αρχή που έχει υποβάλει το αίτημα, μπορεί να συμμετάσχει στον έλεγχο, όταν δεν τον πραγματοποιεί η ίδια.

    Άρθρο 142

    Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, με την επιφύλαξη της ποινικής τους νομοθεσίας, μπορεί να επιβληθούν σε χρηματοπιστωτικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και εταιρείες χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας ή στα υπεύθυνα στελέχη τους, που έχουν παραβεί νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις θεσπισθείσες βάσει των άρθρων 124 έως 141 και του παρόντος άρθρου, κυρώσεις ή μέτρα για την παύση της διαπιστωθείσας παράβασης ή της αιτίας τους. Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους, ιδίως όταν η εταιρική έδρα μιας χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή εταιρείας χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας ευρίσκεται εκτός του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η κεντρική της διοίκηση ή το κύριο κατάστημά της προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι εν λόγω κυρώσεις ή μέτρα παράγουν τα επιθυμητά αποτελέσματα.»·

    25)

    το άρθρο 143 τροποποιείται ως εξής:

    α)

    η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1.   Σε περίπτωση πιστωτικού ιδρύματος, η μητρική επιχείρηση του οποίου είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η έδρα της οποίας βρίσκεται σε τρίτη χώρα και δεν υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 125 και 126, οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν κατά πόσον το πιστωτικό ίδρυμα υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία, από αρμόδια αρχή τρίτης χώρας, η οποία είναι ισοδύναμη προς αυτή και υπόκειται στις αρχές, οι οποίες καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.

    Ο σχετικός έλεγχος πραγματοποιείται από την αρμόδια αρχή που θα ήταν υπεύθυνη για την ενοποιημένη εποπτεία εάν ίσχυε η παράγραφος 3, κατόπιν αιτήματος της μητρικής επιχείρησης ή μιας από τις ρυθμιζόμενες οντότητες με άδεια λειτουργίας στην Ένωση, ή με δική της πρωτοβουλία. Η αρμόδια αρχή συμβουλεύεται τις άλλες ενεχόμενες αρμόδιες αρχές.»·

    β)

    στην παράγραφο 3, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Οι αρμόδιες αρχές μπορούν ιδίως να ζητούν τη δημιουργία χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που να έχει την έδρα της στην Ένωση, και να εφαρμόζουν τις διατάξεις για την ενοποιημένη εποπτεία στην ενοποιημένη θέση της εν λόγω χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.»·

    26)

    παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

    «Άρθρο 146α

    Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα να δημοσιεύουν, σε ετήσια βάση, σε επίπεδο ομίλου, είτε αυτούσιες είτε με παραπομπές σε αντίστοιχες πληροφορίες, περιγραφή της νομικής δομής, της διακυβέρνησης και της οργανωτικής δομής τους.»·

    27)

    Το παράρτημα Χ τροποποιείται σύμφωνα με το παράρτημα III της παρούσας οδηγίας.

    Άρθρο 4

    Τροποποιήσεις στην οδηγία 2009/138/ΕΚ

    Η οδηγία 2009/138/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

    1)

    στο άρθρο 212 παράγραφος 1, τα στοιχεία στ) και ζ) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «στ)

    “ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου”: νοείται η μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και της οποίας η κύρια δραστηριότητα είναι η απόκτηση και κατοχή συμμετοχών σε θυγατρικές επιχειρήσεις, εφόσον οι εν λόγω θυγατρικές είναι αποκλειστικά ή κυρίως ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ή ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας ενώ μία τουλάχιστον από αυτές τις θυγατρικές είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση·

    ζ)

    “ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας”: νοείται η μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι ασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, αντασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μεταξύ των θυγατρικών της·

    η)

    “εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών” νοείται κάθε εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών σύμφωνα με το άρθρο 2 σημείο 15 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ.»·

    2)

    στο άρθρο 213 οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η εποπτεία σε επίπεδο ομίλου εφαρμόζεται:

    α)

    σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι συμμετέχουσες επιχειρήσεις σε μία τουλάχιστον ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, σύμφωνα με τα άρθρα 218 έως 258·

    β)

    σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, των οποίων η μητρική επιχείρηση είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών με έδρα στην Ένωση, σύμφωνα με τα άρθρα 218 έως 258·

    γ)

    σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, η μητρική επιχείρηση των οποίων είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών με έδρα σε τρίτη χώρα ή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, σύμφωνα με τα άρθρα 260 έως 263·

    δ)

    σε ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, η μητρική επιχείρηση των οποίων είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, σύμφωνα με το άρθρο 265.

    3.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 2, όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών η οποία έχει την έδρα της στην Ένωση είναι είτε συνδεδεμένη επιχείρηση είτε είναι η ίδια ρυθμιζόμενη οντότητα ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η οποία υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η αρμόδια αρχή για την εποπτεία του ομίλου μπορεί, μετά από διαβουλεύσεις με τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, να αποφασίζει να μη διενεργήσει την εποπτεία της συγκέντρωσης κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 244 της παρούσας οδηγίας ή την εποπτεία των συναλλαγών εντός του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 245 της παρούσας οδηγίας ή και τα δύο στο επίπεδο της εν λόγω συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή της εν λόγω ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

    4.   Σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και δυνάμει της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τον κίνδυνο, η αρχή εποπτείας του ομίλου μπορεί να αποφασίσει, μετά από διαβούλευση με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, να εφαρμόσει στην εν λόγω εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών μόνο τις οικείες διατάξεις της οδηγίας 2002/87/ΕΚ.

    5.   Σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και δυνάμει της οδηγίας 2006/48//ΕΚ, ειδικότερα όσον αφορά την εποπτεία με βάση τον κίνδυνο, η αρχή εποπτείας του ομίλου μπορεί να αποφασίσει, κατόπιν συμφωνίας με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας του τραπεζικού τομέα και του τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών, να εφαρμόσει μόνον τις διατάξεις της οδηγίας σχετικά με τον πλέον σημαντικό τομέα, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ.

    6.   Η αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (37) (ΕΑΤ) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΑΑΕΣ) (38) για τις αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει των παραγράφων 4 και 5. Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (39) (ΕΑΚΑΑ), μέσω της Μεικτής Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (Μεικτή Επιτροπή), χαράσσουν κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών και καταρτίζουν σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών κανόνων, τα οποία υποβάλλουν στην Επιτροπή εντός τριών ετών από την υιοθέτηση αυτών των κατευθυντήριων γραμμών.

    Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τους ρυθμιστικούς τεχνικούς κανόνες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντιστοίχως.

    3)

    Στο άρθρο 214, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1.   Η άσκηση της εποπτείας ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 213 δεν σημαίνει ότι οι εποπτικές αρχές οφείλουν να διαδραματίζουν εποπτικό ρόλο σε ατομική βάση, σε σχέση με την ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την αντασφαλιστική επιχείρησης τρίτης χώρας, την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, με την επιφύλαξη του άρθρου 257 όσον αφορά τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.»·

    4)

    Στο άρθρο 215 οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1.   Όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που αναφέρεται στο άρθρο 213 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) είναι η ίδια θυγατρική εταιρεία άλλης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών η οποία έχει την έδρα της στην Ένωση, τα άρθρα 218 έως 258 εφαρμόζονται μόνο στο επίπεδο της τελικής μητρικής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών η οποία έχει την έδρα της στην Ένωση.

    2.   Όταν η τελική μητρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχει την έδρα της στην Ένωση, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, είναι θυγατρική επιχείρηση άλλης επιχείρησης η οποία υπόκειται στη συμπληρωματική εποπτεία σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η αρχή εποπτείας του ομίλου μπορεί, αφού συμβουλευθεί τις άλλες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, να αποφασίσει να μην πραγματοποιήσει την εποπτεία της συγκέντρωσης κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 244 ή την εποπτεία των συναλλαγών εντός του ομίλου που αναφέρονται στο άρθρο 245 ή και τα δύο, στο επίπεδο της τελικής αυτής μητρικής επιχείρησης ή εταιρείας.»·

    5)

    στο άρθρο 216 η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1.   Όταν η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών η οποία έχει την έδρα της στην Ένωση, όπως αναφέρεται στα στοιχεία α) και β) του άρθρου 213 παράγραφος 2, δεν έχει την έδρα της στο ίδιο κράτος μέλος με αυτό της τελικής μητρικής επιχείρησης σε ενωσιακό επίπεδο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 215, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις εποπτικές τους αρχές να αποφασίζουν, μετά από διαβούλευση με την αρχή εποπτείας του ομίλου και με την αρχή εποπτείας της τελικής μητρικής επιχείρησης σε ενωσιακό επίπεδο, να υπαγάγουν την τελική μητρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών σε εθνικό επίπεδο στην εποπτεία του ομίλου.»·

    6)

    το άρθρο 219 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 219

    Συχνότητα υπολογισμού

    1.   Η αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου μεριμνά ώστε οι υπολογισμοί που αναφέρονται στο άρθρο 218 παράγραφοι 2 και 3 να διενεργούνται τουλάχιστον μία φορά ετησίως, είτε από τη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, είτε από την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου είτε από την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

    Τα σχετικά δεδομένα για τον υπολογισμό και τα αποτελέσματα του υπολογισμού υποβάλλονται στην αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου από τη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή, όταν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, από την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή από την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή από την επιχείρηση στον όμιλο που καθορίζει η αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον ίδιο τον όμιλο.

    2.   Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου και η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών επιβλέπουν σε συνεχή βάση τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου. Εάν το προφίλ κινδύνου του ομίλου αποκλίνει σημαντικά από τις παραδοχές στις οποίες βασίζονται οι τελευταίες αναφερθείσες κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου υπολογίζονται χωρίς καθυστέρηση εκ νέου και υποβάλλονται στην αρχή εποπτείας του ομίλου.

    Όταν υπάρχουν στοιχεία που υπονοούν ότι το προφίλ κινδύνου του ομίλου έχει αλλάξει σημαντικά από την ημερομηνία κατά την οποία αναφέρθηκαν τελευταία οι κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας του ομίλου, η αρχή που ασκεί την εποπτεία του ομίλου μπορεί να ζητήσει επανυπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου.».

    7)

    το άρθρο 226 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 226

    Ενδιάμεσες ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου

    1.   Κατά τον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία κατέχει συμμετοχή σε συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση, συνδεδεμένη αντασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, μέσω ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση αυτής της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

    Για το σκοπό του υπολογισμού αυτού και μόνο, η ενδιάμεση ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η ενδιάμεση εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών αντιμετωπίζεται ως εάν ήταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη στους κανόνες που ορίζονται στον τίτλο I κεφάλαιο VI τμήμα 4 υποτμήματα 1, 2 και 3 σε σχέση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και στις ίδιες προϋποθέσεις με αυτές που ορίζονται στον τίτλο I κεφάλαιο VI τμήμα 3 υποτμήματα 1, 2 και 3 σε σχέση με τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας.

    2.   Στις περιπτώσεις στις οποίες μια ενδιάμεση ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή ενδιάμεση εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών κατέχει οφειλές μειωμένης εξασφάλισης ή άλλα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια που υπόκεινται σε περιορισμό σύμφωνα με το άρθρο 98, αναγνωρίζονται ως επιλέξιμα ίδια κεφάλαια μέχρι τα ποσά που υπολογίζονται με την εφαρμογή των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 98 στα συνολικά οφειλόμενα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια σε επίπεδο ομίλου σε σύγκριση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου.

    Τα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια ενδιάμεσης ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή ενδιάμεσης εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, για τα οποία απαιτείται προηγούμενη έγκριση από την εποπτική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 90 εάν κρατούνται από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, μπορούν να συμπεριληφθούν στον υπολογισμό της φερεγγυότητας σε επίπεδο ομίλου μόνον εφόσον έχουν εγκριθεί δεόντως από την αρχή εποπτείας του ομίλου.»·

    8)

    στο άρθρο 231, παράγραφος 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1.   Στην περίπτωση αίτησης για να επιτραπεί ο υπολογισμός των ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου, καθώς και των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του ομίλου βάσει εσωτερικού υποδείγματος, που έχει υποβληθεί από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της ή από κοινού από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή από μια ενδιάμεση εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, οι αρμόδιες εποπτικές αρχές συνεργάζονται προκειμένου να αποφασίσουν για την έγκριση ή μη της αίτησης και για να καθορίσουν τους όρους και τις προϋποθέσεις, ενδεχομένως, που διέπουν την έγκριση αυτή.»·

    9)

    στο άρθρο 233, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «5.   Στην περίπτωση αίτησης έγκρισης υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων του ομίλου με βάση κάποιο εσωτερικό υπόδειγμα, που έχει υποβληθεί από ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της, ή από κοινού από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, εφαρμόζεται το άρθρο 231 τηρουμένων των αναλογιών.»·

    10)

    στον τίτλο III, κεφάλαιο II, τμήμα 1, ο τίτλος του υποτμήματος 5 αντικαθίσταται από την ακόλουθη φράση:

    11)

    το άρθρο 235 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 235

    Φερεγγυότητα ομίλου ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών

    1.   Όταν οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι θυγατρικές ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η αρχή εποπτείας του ομίλου μεριμνά ώστε ο υπολογισμός της φερεγγυότητας του ομίλου να διεξάγεται στο επίπεδο της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών σύμφωνα με τα άρθρα 220 παράγραφος 2 έως 233.

    2.   Στο πλαίσιο του υπολογισμού αυτού, η μητρική επιχείρηση αντιμετωπίζεται ως εάν ήταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη στους κανόνες που ορίζονται στον τίτλο I, κεφάλαιο VI, τμήμα 4, υποτμήματα 1, 2 και 3, όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας, και στις ίδιες προϋποθέσεις που προβλέπονται στον τίτλο I, κεφάλαιο VI, τμήμα 3, υποτμήματα 1, 2 και 3, όσον αφορά τα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας.»·

    12)

    το άρθρο 243 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 243

    Θυγατρικές ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου και εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών

    Τα άρθρα 236 έως 242 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες είναι θυγατρικές ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.»·

    13)

    στο άρθρο 244, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να αναφέρουν, σε τακτική βάση, και τουλάχιστον ανά έτος, στην αρχή εποπτείας του ομίλου οποιαδήποτε σημαντική συγκέντρωση κινδύνων στο επίπεδο του ομίλου, εκτός εάν ισχύει η παράγραφος 2 του άρθρου 215.

    Οι αναγκαίες πληροφορίες υποβάλλονται την αρχή εποπτείας του ομίλου από την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία ηγείται του ομίλου ή, εάν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, από την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, από την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στον όμιλο που έχει καθορισθεί από την αρχή εποπτείας του ομίλου μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον όμιλο.

    Οι συγκεντρώσεις κινδύνου στις οποίες αναφέρεται το πρώτο εδάφιο αποτελούν αντικείμενο εποπτικής εξέτασης από την αρχή εποπτείας του ομίλου.»·

    14)

    στο άρθρο 245, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να αναφέρουν σε τακτική βάση, τουλάχιστον ανά έτος, στην αρχή εποπτείας του ομίλου όλες τις σημαντικές εντός του ομίλου συναλλαγές από ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που ανήκουν σε όμιλο, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών με φυσικό πρόσωπο συνδεόμενο στενά με οποιαδήποτε επιχείρηση του ομίλου, εκτός εάν ισχύει η παράγραφος 2 του άρθρου 215.

    Επιπλέον, τα κράτη μέλη απαιτούν να δηλώνονται, το συντομότερο δυνατό, οι πολύ σημαντικές συναλλαγές εντός του ομίλου.

    Οι αναγκαίες πληροφορίες υποβάλλονται στην αρχή εποπτείας του ομίλου από την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία ηγείται του ομίλου ή, εάν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, από την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, από την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση στον όμιλο που έχει καθορισθεί από την αρχή εποπτείας του ομίλου μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και με τον όμιλο.

    Οι εντός του ομίλου συναλλαγές υπόκεινται σε εποπτική εξέταση από την αρχή εποπτείας του ομίλου.»·

    15)

    στο άρθρο 246 παράγραφος 4, το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «4.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή την εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να αναλαμβάνει, στο επίπεδο του ομίλου, την αξιολόγηση που απαιτείται από το άρθρο 45. Η εσωτερική εκτίμηση του κινδύνου και της φερεγγυότητας που διεξάγεται σε επίπεδο ομίλου υπόκειται σε εποπτική αξιολόγηση από την αρχή εποπτείας του ομίλου σύμφωνα με το κεφάλαιο III.

    Όταν ο υπολογισμός της φερεγγυότητας στο επίπεδο του ομίλου εκτελείται με τη μέθοδο 1, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 230, η συμμετέχουσα επιχείρηση ασφάλισης ή αντασφάλισης ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών διευκρινίζει σαφώς στην αρχή εποπτείας του ομίλου τη διαφορά μεταξύ του ύψους των κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας καθεμιάς τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις ασφάλισης ή αντασφάλισης και των ενοποιημένων κεφαλαιακών απαιτήσεων φερεγγυότητας του ομίλου.

    Η συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, με την επιφύλαξη της σύμφωνης γνώμης της αρχής εποπτείας του ομίλου, μπορεί να προβεί σε όλες τις εκτιμήσεις που απαιτούνται από το άρθρο 45 στο επίπεδο του ομίλου και στο επίπεδο οποιασδήποτε θυγατρικής στον όμιλο, ταυτοχρόνως, και μπορεί να εκπονήσει ένα ενιαίο έγγραφο που να καλύπτει όλες αυτές τις εκτιμήσεις.»·

    16)

    στο άρθρο 247 παράγραφος 2, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «β)

    όταν του ομίλου δεν ηγείται ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση από την εξής εποπτική αρχή:

    i)

    όταν η μητρική ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, από την εποπτική αρχή η οποία έχει εκδώσει άδεια για την εν λόγω ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση·

    ii)

    όταν περισσότερες της μιας ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ένωση έχουν ως μητρική τους την ίδια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, και μία από τις επιχειρήσεις αυτές έχει λάβει άδεια στο κράτος μέλος στο οποίο η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών έχει την έδρα της, από την εποπτική αρχή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια στο εν λόγω κράτος μέλος·

    iii)

    όταν επικεφαλής του ομίλου βρίσκονται περισσότερες της μιας ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχουν τις έδρες τους σε διαφορετικά κράτη μέλη, και υπάρχει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σε καθένα από αυτά τα κράτη μέλη, από την εποπτική αρχή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με τον μεγαλύτερο ισολογισμό·

    iv)

    όταν περισσότερες της μιας ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ένωση έχουν ως μητρική τους την ίδια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, και καμία από τις επιχειρήσεις αυτές δεν έχει λάβει άδεια στο κράτος μέλος στο οποίο η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών έχει την έδρα της, από την εποπτική αρχή που αδειοδότησε την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει το υψηλότερο σύνολο ισολογισμού· ή

    v)

    όταν ο όμιλος είναι όμιλος χωρίς μητρική επιχείρηση, ή σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση που δεν αναφέρεται στα σημεία i) έως iv), από την εποπτική αρχή η οποία έχει εκδώσει την άδεια της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με το υψηλότερο σύνολο ισολογισμού.»·

    (17)

    στο άρθρο 249, παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

    «Η αρχή εποπτείας του ομίλου διαβιβάζει στις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και στην ΕΑΑΕΣ όλες τις σχετικές με τον όμιλο πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 19, το άρθρο 51 παράγραφος 1 και το άρθρο 254 παράγραφος 2, και ιδίως εκείνες που αφορούν τη νομική δομή του ομίλου, το πλαίσιο διακυβέρνησης και την οργανωτική δομή του ομίλου.»·

    (18)

    στο άρθρο 256, οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1.   Τα κράτη μέλη ζητούν από τις συμμετέχουσες ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να δημοσιεύουν, σε ετήσια βάση, έκθεση για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση σε επίπεδο ομίλου. Τα άρθρα 51, 53, 54 και 55 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών.

    2.   Μια συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή μια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών μπορεί, με την επιφύλαξη της συμφωνίας της αρχής εποπτείας του ομίλου, να δημοσιεύει ενιαία έκθεση για τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάστασή της, η οποία περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

    α)

    τις πληροφορίες στο επίπεδο του ομίλου που πρέπει να δημοσιεύονται σύμφωνα με την παράγραφο 1·

    β)

    τις πληροφορίες για οιαδήποτε από τις θυγατρικές του ομίλου, που πρέπει να είναι διακριτές και να δημοσιεύονται σύμφωνα με τα άρθρα 51, 53, 54 και 55.

    Πριν να δώσει τη συγκατάθεσή του σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, η αρχή εποπτείας του ομίλου ζητεί τη γνώμη και λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις και τυχόν επιφυλάξεις των μελών του σώματος αρχών εποπτείας.»·

    19)

    Το άρθρο 257 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 257

    Διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου και εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών

    Τα κράτη μέλη απαιτούν όλα τα πρόσωπα που διευθύνουν όντως τις δραστηριότητες ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να έχουν το απαιτούμενο ήθος και τις ικανότητες για την άσκηση των καθηκόντων τους.

    Οι διατάξεις του άρθρου 42 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.»·

    20)

    στο άρθρο 258, οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1.   Εάν οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ενός ομίλου δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 218 έως 246, ή εάν οι απαιτήσεις πληρούνται αλλά προκύπτουν κίνδυνοι για τη φερεγγυότητα, ή εάν οι εντός του ομίλου συναλλαγές ή οι συγκεντρώσεις κινδύνων αποτελούν απειλή για τη χρηματοοικονομική θέση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, λαμβάνονται από τους παρακάτω, το συντομότερο δυνατόν, τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διορθωθεί η κατάσταση:

    α)

    από την αρχή εποπτείας του ομίλου όσον αφορά τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου ή τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών·

    β)

    από τις εποπτικές αρχές όσον αφορά τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

    Εάν, στην περίπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου, η αρχή εποπτείας του ομίλου δεν είναι μια από τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους στο οποίο η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών έχει την έδρα της, η αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνει τις εποπτικές αυτές αρχές για τις διαπιστώσεις της προκειμένου να μπορέσουν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα.

    Εάν, στην περίπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, η αρχή εποπτείας του ομίλου δεν είναι μια από τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους στο οποίο η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει την έδρα της, η αρχή εποπτείας του ομίλου ενημερώνει τις εποπτικές αυτές αρχές για τις διαπιστώσεις της προκειμένου να μπορέσουν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα.

    Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, τα κράτη μέλη καθορίζουν τα μέτρα τα οποία μπορούν να λαμβάνουν οι εποπτικές τους αρχές σε σχέση με τις ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και τις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

    Οι ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εποπτείας του ομίλου, συντονίζουν, οσάκις ενδείκνυται, τα μέτρα τους.

    2.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων του ποινικού δικαίου τους, τα κράτη μέλη επιβάλλουν κυρώσεις ή λαμβάνουν μέτρα σε σχέση με ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών οι οποίες παραβιάζουν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που έχουν θεσπισθεί για την εφαρμογή του εν λόγω τίτλου, ή σε σχέση με το πρόσωπο το οποίο ασκεί ουσιαστικά τη διοίκηση των εταιρειών αυτών. Οι εποπτικές αρχές συνεργάζονται στενά προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι εν λόγω κυρώσεις ή τα μέτρα είναι αποτελεσματικά, ιδίως όταν η κεντρική διοίκηση ή η κύρια εγκατάσταση ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών δεν βρίσκεται στο ίδιο κράτος μέλος με την καταστατική έδρα της.»·

    21)

    το άρθρο 262 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Άρθρο 262

    Μητρικές επιχειρήσεις που έχουν συσταθεί σε τρίτη χώρα: έλλειψη ισοδυναμίας

    1.   Σε περίπτωση που ο έλεγχος που γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 260 δείχνει ότι δεν υπάρχει ισοδύναμη εποπτεία, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, τηρουμένων των αναλογιών, είτε τα άρθρα 218 έως 258, με την εξαίρεση των άρθρων 236 έως 243, ή μια από τις μεθόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

    Οι γενικές αρχές και μέθοδοι που εκτίθενται στα άρθρα 218 έως 258 εφαρμόζονται στο επίπεδο της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, της ασφαλιστικής επιχείρησης της τρίτης χώρας ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης της τρίτης χώρας.

    Μόνον για τον σκοπό του υπολογισμού της φερεγγυότητας του ομίλου, η μητρική επιχείρηση αντιμετωπίζεται ως εάν ήταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση υποκείμενη στις ίδιες προϋποθέσεις που αναφέρονται στον τίτλο I, κεφάλαιο VI, τμήμα 3, ενότητες 1, 2 και 3 σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια που είναι επιλέξιμα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας και σε ένα από τα ακόλουθα:

    α)

    κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας καθορισμένες σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 226, εάν πρόκειται για ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή για εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών·

    β)

    κεφαλαιακές απαιτήσεις φερεγγυότητας που προσδιορίζονται σύμφωνα με τις αρχές του άρθρου 227, αν πρόκειται για ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.

    2.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις εποπτικές τους αρχές να εφαρμόζουν άλλες μεθόδους οι οποίες εξασφαλίζουν κατάλληλη εποπτεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ενός ομίλου. Για τις μεθόδους αυτές, λαμβάνεται η σύμφωνη γνώμη της αρχής της εποπτείας του ομίλου, μετά από διαβουλεύσεις με τις υπόλοιπες ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές.

    Οι εποπτικές αρχές μπορούν, ιδίως, να απαιτούν την ίδρυση ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου που να έχει την έδρα της στην Ένωση, ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που να έχει την έδρα της στην Ένωση, και να εφαρμόσουν τον παρόντα τίτλο στις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του ομίλου του οποίου ηγείται η εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.

    Οι επιλεγείσες μέθοδοι επιτρέπουν την επίτευξη των στόχων εποπτείας των ομίλων όπως ορίζονται στον παρόντα τίτλο, και κοινοποιούνται στις λοιπές ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές και στην Επιτροπή.»·

    22)

    στο άρθρο 263, το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Όταν η μητρική επιχείρηση που αναφέρεται στο άρθρο 260 είναι η ίδια θυγατρική ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που έχει την έδρα της σε τρίτη χώρα ή ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την εξακρίβωση που προβλέπεται στο άρθρο 260 μόνο στο επίπεδο της τελικής μητρικής επιχείρησης η οποία είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου τρίτης χώρας, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών τρίτης χώρας, ή ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.

    Ωστόσο, οι εποπτικές αρχές μπορούν να αποφασίζουν, σε περίπτωση απουσίας ισοδύναμης εποπτείας που αναφέρεται στο άρθρο 260, να προβαίνουν σε νέα εξακρίβωση σε χαμηλότερο επίπεδο, οσάκις υφίσταται μητρική επιχείρηση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, είτε πρόκειται για ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου τρίτης χώρας, είτε για εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών τρίτης χώρας, είτε για ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.».

    Άρθρο 5

    Επανεξέταση

    Η Επιτροπή επανεξετάζει πλήρως την οδηγία 2002/87/ΕΚ, περιλαμβανομένων των κατ’ εξουσιοδότηση και πράξεων εφαρμογής που εγκρίθηκαν σύμφωνα με την οδηγία αυτήν. Μετά την επανεξέταση, η Επιτροπή διαβιβάζει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, το αργότερο την 31η Δεκεμβρίου 2012, όπου εξετάζονται, ιδίως, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, περιλαμβανομένης και μιας εκτίμησης σχετικά με το κατά πόσο το πεδίο αυτό θα πρέπει να διευρυνθεί μέσω της αναθεώρησης του άρθρου 3, καθώς και η εφαρμογή της οδηγίας αυτής σε μη ρυθμιζόμενες οντότητες, και ιδίως στις οντότητες ειδικού σκοπού. Η έκθεση καλύπτει επίσης τα κριτήρια για τον προσδιορισμό ΧΟΕΔ που ανήκουν σε ευρύτερους μη χρηματοπιστωτικούς ομίλους των οποίων οι συνολικές δραστηριότητες στον τραπεζικό τομέα, στον ασφαλιστικό τομέα και στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών είναι ουσιώδεις για την εσωτερική αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

    Η Επιτροπή εξετάζει επίσης εάν οι ΕΕΑ, μέσω της Μεικτής Επιτροπής, θα πρέπει να εκδίδουν κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση αυτού του ουσιώδους χαρακτήρα.

    Στο ίδιο πλαίσιο, η έκθεση καλύπτει τους συστημικά σημαντικούς ΧΟΕΔ των οποίων το μέγεθος, η διασύνδεση ή η πολυπλοκότητα τους κάνει ιδιαίτερα ευάλωτους και οι οποίοι θα πρέπει να προσδιορισθούν ανάλογα με τα εξελισσόμενα κριτήρια του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και της Επιτροπής της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία. Επιπροσθέτως, η έκθεση αυτή θα εξετάζει τη δυνατότητα επιβολής υποχρεωτικών δοκιμών προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Η έκθεση θα ακολουθείται, εφόσον είναι απαραίτητο, από τις κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις.

    Άρθρο 6

    Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

    1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με τα άρθρα 1, 2 και 3 της παρούσας οδηγίας έως τις 10 Ιουνίου 2013. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών και των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

    2.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν με το άρθρο 4 της παρούσας οδηγίας από τις 10 Ιουνίου 2013. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών και των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

    3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ έως την 22α Ιουλίου 2013 τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με το άρθρο 2 παράγραφος 23 της παρούσας οδηγίας και με το άρθρο 2 παράγραφοι 1 και 2 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας στο βαθμό που οι διατάξεις αυτές τροποποιούν το άρθρο 1, το άρθρο 2 σημεία 4, 5α και 16 και το άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ όσον αφορά τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών και των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

    4.   Τα μέτρα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, παραπέμπουν στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Τα κράτη μέλη ορίζουν τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η αναφορά αυτή.

    5.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

    Άρθρο 7

    Έναρξη ισχύος

    Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Άρθρο 8

    Αποδέκτες

    Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

    Στρασβούργο, 16 Νοεμβρίου 2011.

    Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    J. BUZEK

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    W. SZCZUKA


    (1)  ΕΕ C 62 της 26.2.2011, σ. 1.

    (2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 5ης Ιουλίου 2011 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2011.

    (3)  ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1.

    (4)  Πρώτη οδηγία 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητας πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής (ΕΕ L 228 της 16.8.1973, σ. 3).

    (5)  Οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής) (ΕΕ L 228 της 11.8.1992, σ. 1).

    (6)  Οδηγία 98/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου (ΕΕ L 330 της 5.12.1998, σ. 1).

    (7)  Οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής (ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1).

    (8)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).

    (9)  Οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με τις αντασφαλίσεις (ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1).

    (10)  Οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1).

    (11)  Οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201).

    (12)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

    (13)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

    (14)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

    (15)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.

    (16)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.

    (17)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.

    (18)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.

    (19)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.

    (20)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.»·

    (21)  Οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής (ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1).

    (22)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).

    (23)  Οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με τις αντασφαλίσεις (ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1).

    (24)  Οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 1).

    (25)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

    (26)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

    (27)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

    (28)  ΕΕ L 177 της 30.6.2006, σ. 201.

    (29)  ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1.

    (30)  ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11.»·

    (31)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.

    (32)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.

    (33)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.»·

    (34)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1.»·

    (35)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.

    (36)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.»·

    (37)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.

    (38)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.

    (39)  ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.»·


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

    Τα παραρτήματα I και II της οδηγίας 98/78/ΕΚ τροποποιούνται ως εξής:

    A.

    Το παράρτημα I τροποποιείται ως ακολούθως:

    1.

    Στο τμήμα 2.1:

    α)

    στο τέταρτο εδάφιο, η δεύτερη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «—

    εάν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση είναι συνδεδεμένη επιχείρηση ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η οποία έχει την καταστατική έδρα της στο ίδιο κράτος μέλος με την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση, και αμφότερες η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή η εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και η συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση ή η συνδεδεμένη αντασφαλιστική επιχείρηση λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό που πραγματοποιείται.»

    β)

    Το πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να μην προβούν στον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης εάν πρόκειται για συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση ή συνδεδεμένη αντασφαλιστική επιχείρηση μιας άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης, μιας άλλης αντασφαλιστικής επιχείρησης ή μιας ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή μιας εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εδρεύουσας σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον οι αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών συμφωνήσουν να ανατεθεί στην αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους η άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας.»

    2.

    Το τμήμα 2.2. αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «2.2.   Ενδιάμεσες ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και ενδιάμεσες εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών

    Κατά τον υπολογισμό της ρυθμισμένης φερεγγυότητας μιας ασφαλιστικής επιχείρησης ή μιας αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία κατέχει συμμετοχή σε μια συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση, μια συνδεδεμένη αντασφαλιστική επιχείρηση, μια ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή μια αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, μέσω μιας ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή μιας εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση της ενδιάμεσης ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή της ενδιάμεσης εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών. Για τον αποκλειστικό σκοπό του παρόντος υπολογισμού, ο οποίος πρέπει να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις γενικές αρχές και τις μεθόδους που ορίζονται στο παρόν παράρτημα, η συγκεκριμένη ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών αντιμετωπίζεται σαν να ήταν ασφαλιστική επιχείρηση ή αντασφαλιστική επιχείρηση υπαγόμενη σε απαίτηση μηδενικής φερεγγυότητας και σαν να διεπόταν από τους ίδιους όρους οι οποίοι ορίζονται στο άρθρο 16 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, στο άρθρο 27 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ ή στο άρθρο 36 της οδηγίας 2005/68/ΕΚ σε σχέση με στοιχεία που μπορούν να επιλεγούν για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας.».

    B.

    Το παράρτημα II τροποποιείται ως εξής:

    1.

    Ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    2.

    Το πρώτο εδάφιο του σημείου 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «1.

    Στην περίπτωση περισσοτέρων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, οι οποίες είναι θυγατρικές ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας και είναι εγκατεστημένες σε διαφορετικά κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές φροντίζουν για τη συνεπή εφαρμογή της μεθόδου που περιγράφεται στο παρόν παράρτημα.».

    3.

    Στο σημείο 2 η δεύτερη και τρίτη περίπτωση και το εδάφιο που ακολουθεί την τρίτη περίπτωση αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «—

    εάν αυτή η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και μία ή περισσότερες άλλες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, η δε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό που προβλέπει το παρόν παράρτημα, ο οποίος πραγματοποιείται για μία από τις άλλες επιχειρήσεις,

    εάν αυτή η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και μία ή περισσότερες άλλες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν άδεια λειτουργίας σε άλλα κράτη μέλη έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, έχει δε συναφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2, συμφωνία με την οποία η άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας που αναφέρεται στο παρόν παράρτημα ανατίθεται στην ελεγκτική αρχή άλλου κράτους μέλους.

    Όπου ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου, εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας κατέχουν διαδοχικές συμμετοχές στην ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, στην εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν τους υπολογισμούς που προβλέπονται στο παρόν παράρτημα μόνο στο επίπεδο της επικεφαλής μητρικής επιχείρησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία είναι ασφαλιστική επιχείρηση χαρτοφυλακίου, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.».

    4.

    Το σημείο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «3.

    Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε, στο επίπεδο της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας υπολογισμοί ανάλογοι προς αυτούς που περιγράφονται στο παράρτημα I.

    Η αναλογία αυτή συνίσταται στην εφαρμογή των γενικών αρχών και μεθόδων που περιγράφονται στο παράρτημα I στο επίπεδο της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, της ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας ή της αντασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας.

    Για τους σκοπούς και μόνο αυτών των υπολογισμών, η μητρική επιχείρηση θεωρείται ως ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που υπόκειται στις εξής απαιτήσεις:

    σε μηδενική απαίτηση φερεγγυότητας όταν πρόκειται για ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών,

    σε απαίτηση φερεγγυότητας η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στο τμήμα 2.3 του παραρτήματος I, όταν πρόκειται για ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας,

    και στις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες που ορίζονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ ή στο άρθρο 18 της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ όσον αφορά τα στοιχεία που είναι επιλέξιμα για το περιθώριο φερεγγυότητας.».


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

    Στο παράρτημα I της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, στο σημείο ΙΙ. «Τεχνικές μέθοδοι υπολογισμού», η μέθοδος 3 και η μέθοδος 4 αντικαθίστανται από τα ακόλουθα:

    «Μέθοδος 3: “Συνδυαστική μέθοδος”

    Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν συνδυασμό της μεθόδου 1 με τη μέθοδο 2.».


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

    Στην οδηγία 2006/48/ΕΚ, το σημείο 30 του τμήματος 3 του μέρους 3 του παραρτήματος Χ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «30.

    Εάν το μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και οι θυγατρικές του ή οι θυγατρικές μητρικής χρηματοπιστωτικής εταιρείας χαρτοφυλακίου εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ προτίθενται να χρησιμοποιήσουν εξελιγμένη μέθοδο μέτρησης, η σχετική αίτηση περιλαμβάνει περιγραφή των μεθόδων που εφαρμόζονται για την κατανομή της κεφαλαιακής κάλυψης του λειτουργικού κινδύνου μεταξύ των διαφόρων οντοτήτων του ομίλου.».


    Top