This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 32009L0057
Directive 2009/57/EC of the European Parliament and of the Council of 13 July 2009 relating to the roll-over protection structures of wheeled agricultural or forestry tractors (Codified version) (Text with EEA relevance)
Οδηγία 2009/57/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009 , σχετικά με τις διατάξεις προστασίας σε περίπτωση ανατροπής των γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων με τροχούς (Κωδικοποιημένη έκδοση) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Οδηγία 2009/57/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009 , σχετικά με τις διατάξεις προστασίας σε περίπτωση ανατροπής των γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων με τροχούς (Κωδικοποιημένη έκδοση) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
ΕΕ L 261 της 3.10.2009, p. 1–39
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV) Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση
(HR)
No longer in force, Date of end of validity: 31/12/2015; καταργήθηκε από 32013R0167
3.10.2009 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
L 261/1 |
ΟΔΗΓΊΑ 2009/57/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ
της 13ης Ιουλίου 2009
σχετικά με τις διατάξεις προστασίας σε περίπτωση ανατροπής των γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων με τροχούς
(κωδικοποιημένη έκδοση)
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη:
τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95,
την πρόταση της Επιτροπής,
τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής κ. ι Κοινωνικής Επιτροπής (1),
Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης (2),
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) |
H οδηγία 77/536/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν στις διατάξεις προστασίας σε περίπτωση ανατροπής των γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων με τροχούς (3) έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα και ουσιωδώς (4). Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση της εν λόγω οδηγίας. |
(2) |
Η οδηγία 77/536/ΕΟΚ είναι μια από τις ειδικές οδηγίες για το σύστημα έγκρισης ΕΚ τύπου που προβλεπόταν από την οδηγία 74/150/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 1974, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στην έγκριση των γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων, η οποία αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2003/37/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, σχετικά με την έγκριση τύπου γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων, των ρυμουλκημένων και των εναλλάξιμων ρυμουλκούμενων μηχανημάτων τους, καθώς και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών ενοτήτων των οχημάτων αυτών (5), και θεσπίζει τις τεχνικές προδιαγραφές σχετικά με τη σύλληψη και την κατασκευή των γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων, όσον αφορά τις διατάξεις προστασίας, που είναι προσαρμοσμένες στο πίσω μέρος, σε περίπτωση ανατροπής. Οι εν λόγω τεχνικές προδιαγραφές αφορούν την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών ενόψει της εφαρμογής, για κάθε τύπο ελκυστήρα, της διαδικασίας έγκρισης ΕΚ τύπου, η οποία προβλέπεται από την οδηγία 2003/37/ΕΚ. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις της οδηγίας 2003/37/ΕΚ σχετικά με τους γεωργικούς και δασικούς ελκυστήρες, τα ρυμουλκούμενα τους και τα εναλλάξιμα ρυμουλκούμενα μηχανήματα καθώς και τα συστήματα, τα κατασκευαστικά στοιχεία και τις χωριστές τεχνικές ενότητες των οχημάτων εφαρμόζονται στην παρούσα οδηγία. |
(3) |
Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίξει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής των οδηγιών που εμφαίνονται στο παράρτημα Χ μέρος Β, |
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
Άρθρο 1
Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επί των ελκυστήρων που καθορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο ι) της οδηγίας 2003/37/ΕΚ, οι οποίοι έχουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
α) |
απόσταση εκ του εδάφους 1 000 χιλιοστόμετρα κατά μέγιστο όριο, |
β) |
σταθερό εύρος μεταξύ των ιχνών των τροχών ή ρυθμιζόμενο εύρος μεταξύ των ιχνών των τροχών ενός εκ των κινητηρίων αξόνων 1 150 χιλιοστόμετρα ή περισσότερο, |
γ) |
δυνατότητα να είναι εφοδιασμένοι με διάταξη σύζευξης πολλαπλών σημείων για τα μεταθέσιμα εργαλεία και με διάταξη έλξης, |
δ) |
μάζα περιλαμβανόμενη μεταξύ 1,5 και 6 τόνων, αντιστοιχούσα στη μάζα χωρίς φορτίο του ελκυστήρα που προβλέπεται στο σημείο 2.1.1. του παραρτήματος I της οδηγίας 2003/37/ΕΚ, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η διάταξη προστασίας σε περίπτωση ανατροπής τοποθετημένη σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τα ελαστικά της μεγαλύτερης διαμέτρου η οποία συνιστάται από τον κατασκευαστή. |
Άρθρο 2
1. Κάθε κράτος μέλος χορηγεί επικύρωση ΕΚ τύπου κατασκευαστικού στοιχείου σε κάθε τύπο διάταξης προστασίας σε περίπτωση ανατροπής καθώς επίσης και τη στερέωσή της επί του ελκυστήρα, που είναι σύμφωνος με τις προβλεπόμενες στα παραρτήματα I ως V προδιαγραφές κατασκευής και δοκιμής.
2. Το κράτος μέλος που χορηγεί επικύρωση ΕΚ τύπου κατασκευαστικού στοιχείου λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για να εποπτεύει, οσάκις αυτό είναι απαραίτητο, την πιστότητα της κατασκευής προς τον επικυρωμένο τύπο, εν ανάγκη σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών. Η εποπτεία αυτή περιορίζεται σε δειγματοληψίες.
Άρθρο 3
Τα κράτη μέλη χορηγούν στον κατασκευαστή ελκυστήρα ή στον κατασκευαστή διάταξης προστασίας σε περίπτωση ανατροπής, ή στους αντιστοίχους εντολοδόχους τους, σήμα επικύρωσης ΕΚ τύπου κατασκευαστικού στοιχείου σύμφωνο προς το υπόδειγμα που καθορίζεται στο παράρτημα VI για κάθε τύπο διάταξης προστασίας σε περίπτωση ανατροπής καθώς επίσης και της στερέωσής της επί του ελκυστήρα που επικυρώνουν βάσει του άρθρου 2.
Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εμποδίζουν τη χρήση σημάτων που δύνανται να προκαλέσουν συγχύσεις μεταξύ άλλων διατάξεων και των διατάξεων αυτών, ο τύπος των οποίων έχει επικυρωθεί βάσει του άρθρου 2.
Άρθρο 4
1. Κράτος μέλος δεν δύναται να απαγορεύει τη διάθεση στην αγορά των διατάξεων προστασίας σε περίπτωση ανατροπής καθώς επίσης και της στερέωσής τους επί του ελκυστήρα για λόγους που αφορούν στην κατασκευή τους, εφόσον αυτές φέρουν το σήμα επικύρωσης ΕΚ τύπου κατασκευαστικού στοιχείου.
2. Πάντως, ένα κράτος μέλος δύναται να απαγορεύει τη διάθεση στην αγορά διατάξεων που φέρουν το σήμα επικύρωσης ΕΚ τύπου κατασκευαστικού στοιχείου, οι οποίες, κατά συστηματικό τρόπο, δεν είναι σύμφωνες προς τον επικυρωμένο τύπο.
Το κράτος αυτό ενημερώνει αμέσως τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή για τα ληφθέντα μέτρα, καθορίζοντας τους λόγους της απόφασης του.
Άρθρο 5
Οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους αποστέλλουν σ’ αυτές των άλλων κρατών μελών εντός προθεσμίας ενός μηνός, αντίγραφο των δελτίων επικύρωσης, το υπόδειγμα των οποίων εμφαίνεται στο παράρτημα VII, που συμπληρώνονται για κάθε τύπο διάταξής προστασίας σε περίπτωση ανατροπής, τον οποίον επικυρώνουν ή αρνούνται να επικυρώσουν.
Άρθρο 6
1. Αν το κράτος μέλος το οποίο χορήγησε επικύρωση ΕΚ τύπου κατασκευαστικού στοιχείου διαπιστώσει ότι πολλές εκ των διατάξεων προστασίας σε περίπτωση ανατροπής καθώς επίσης και της στερέωσής τους επί του ελκυστήρα που φέρουν το αυτό σήμα επικύρωσης ΕΚ τύπου κατασκευαστικού στοιχείου δεν είναι σύμφωνες προς τον επικυρωμένο τύπο, λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλισθεί η πιστότητα της κατασκευής προς τον επικυρωμένο τύπο. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους αυτού ενημερώνουν αυτές των άλλων κρατών μελών για τα ληφθέντα μέτρα, τα οποία δύνανται να επεκτείνουν, όταν πρόκειται για σοβαρή και επαναλαμβανομένη έλλειψη πιστότητας μέχρι την ανάκληση της επικύρωσης ΕΚ τύπου κατασκευαστικού στοιχείου. Οι εν λόγω αρχές λαμβάνουν τα ίδια μέτρα αν ενημερωθούν από τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους για την έλλειψη πιστότητας.
2. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ενημερώνονται αμοιβαία, εντός προθεσμίας ενός μηνός, για την ανάκληση χορηγηθείσας επικύρωσης ΕΚ τύπου κατασκευαστικού στοιχείου, καθώς και για τους λόγους που δικαιολογούν το μέτρο αυτό.
Άρθρο 7
Κάθε απόφαση που αφορά άρνηση ή ανάκληση επικύρωσης ή απαγόρευση διάθεσης στην αγορά ή χρήσης, ληφθείσα βάσει των διατάξεων που θεσπίσθηκαν σε εκτέλεση της παρούσας οδηγίας, αιτιολογείται επακριβώς. Κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο με την υπόδειξη των ενδίκων μέσων που προβλέπονται από την ισχύουσα στα κράτη μέλη νομοθεσία και των προθεσμιών εντός των οποίων αυτά τα ένδικα μέσα δύνανται να ασκηθούν.
Άρθρο 8
1. Κράτος μέλος δεν δύναται να αρνηθεί να χορηγήσει έγκριση ΕΚ τύπου ή να εκδώσει το έγγραφο που προβλέπεται στο άρθρο 2, στοιχείο κα), της οδηγίας 2003/37/ΕΚ, ή να χορηγήσει εθνική έγκριση τύπου ελκυστήρος για λόγους που αφορούν στις διατάξεις προστασίας σε περίπτωση ανατροπής, εάν ο ελκυστήρας αυτός πληροί τις προδιαγραφές των παραρτημάτων Ι έως ΙΧ.
2. Τα κράτη μέλη δεν δύνανται πλέον να χορηγούν το έγγραφο που προβλέπεται στο άρθρο 2, στοιχείο κα), της οδηγίας 2003/37/ΕΚ, για έναν τύπο ελκυστήρος, εάν αυτός δεν πληροί τις προδιαγραφές της παρούσας οδηγίας.
Τα κράτη μέλη δύνανται να αρνούνται να χορηγήσουν εθνική έγκριση τύπου για έναν τύπο ελκυστήρος, εάν δεν πληροί τις προδιαγραφές της παρούσας οδηγίας.
Άρθρο 9
Τα κράτη μέλη δεν δύνανται να αρνούνται την καταχώριση ούτε να απαγορεύουν την πώληση, την πρώτη θέση σε κυκλοφορία ή τη χρήση των ελκυστήρων για λόγους που αφορούν στις διατάξεις προστασίας σε περίπτωση ανατροπής, αν τηρούνται οι προβλεπόμενες στα παραρτήματα Ι έως ΙΧ προδιαγραφές.
Άρθρο 10
Εντός του πλαισίου της έγκρισης ΕΚ τύπου, κάθε ελκυστήρας στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 1 πρέπει να είναι εφοδιασμένος με διάταξη προστασίας σε περίπτωση ανατροπής, η οποία πληροί τις προδιαγραφές των παραρτημάτων I ως IV.
Άρθρο 11
Οι αναγκαίες τροποποιήσεις για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο των παραρτημάτων Ι έως ΙΧ θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 20 παράγραφος 3 της οδηγίας 2003/37/ΕΚ.
Άρθρο 12
Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.
Άρθρο 13
Η οδηγία 77/536/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με τις πράξεις που απαριθμούνται στο παράρτημα Χ μέρος Α, καταργείται, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής των οδηγιών που παρατίθενται στο παράρτημα Χ μέρος Β.
Οι αναφορές στην καταργούμενη οδηγία νοούνται ότι γίνονται στη παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο παράρτημα ΧΙ.
Άρθρο 14
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εφαρμόζεται από 1ης Ιανουαρίου 2010.
Άρθρο 15
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
Βρυξέλλες, 13 Ιουλίου 2009.
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Ο Πρόεδρος
H.-G. PÖTTERING
Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος
E. ERLANDSSON
(1) ΕΕ C 10 της 15.1.2008, σ. 21.
(2) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Σεπτεμβρίου 2007 (ΕΕ C 219 Ε της 28.8.2008, σ. 68) και απόφαση του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 2009.
(3) ΕΕ L 220 της 29.8.1977, σ. 1.
(4) Βλέπε παράρτημα X, μέρος Α.
(5) ΕΕ L 171 της 9.7.2003, σ. 1.
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΩΝ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I |
Όροι επικύρωσης ΕΚ τύπου κατασκευαστικού στοιχείου |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II |
Όροι των δοκιμών αντοχής των διατάξεων προστασίας σε περίπτωση ανατροπής ως επίσης και της στερέωσης τους επί του ελκυστήρα |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III |
Διαδικασίες δοκιμής |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV |
Εικόνες |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V |
Πρακτικό που αφορά στις δοκιμές επικύρωσης ΕΚ για μια διάταξη προστασίας σε περίπτωση ανατροπής (θάλαμος ή πλαίσιο ασφάλειας) όσον αφορά στην αντοχή της καθώς επίσης και στην αντοχή της στερεώσεώς της επί του ελκυστήρα |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI |
Σήμανση |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII |
Υπόδειγμα δελτίου επικύρωσης ΕΚ τύπου κατασκευαστικού στοιχείου |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII |
Όροι έγκρισης ΕΚ τύπου |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX |
Υπόδειγμα του παραρτήματος στο δελτίο έγκρισης ΕΚ τύπου ελκυστήρα που αφορά στην αντοχή των διατάξεων προστασίας σε περίπτωση ανατροπής (θάλαμος ή πλαίσιο ασφαλείας) καθώς επίσης και της στερέωσής τους επί του ελκυστήρα. |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X |
Μέρος Α: Καταργούμενη οδηγία με κατάλογο των διαδοχικών τροποποιήσεών της Μέρος Β: Προθεσμίες ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XI |
Πίνακας αντιστοιχίας |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
Όροι επικύρωσης τύπου κατασκευαστικού στοιχείου ΕΚ
1. ΟΡΙΣΜΟΣ
1.1. |
Ως «διάταξη προστασίας σε περίπτωση ανατροπής» (θάλαμος ή πλαίσιο ασφαλείας), νοούνται οι προβλεπόμενες δομές επί ελκυστήρα που έχουν ως βασικό στόχο να αποσοβήσουν ή να περιορίσουν τους κινδύνους που διατρέχει ο οδηγός σε περίπτωση ανατροπής του ελκυστήρα κατά τη διάρκεια της κανονικής χρησιμοποιήσεώς του. |
1.2. |
Οι αναφερόμενες στο σημείο 1.1. δομές χαρακτηρίζονται εκ του γεγονότος ότι, σε περίπτωση ανατροπής του ελκυστήρα, παρουσιάζουν ελεύθερο χώρο επαρκώς μεγάλο για να προστατευθεί ο οδηγός. |
2. ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
2.1. |
Όλες οι διατάξεις προστασίας σε περίπτωση ανατροπής καθώς επίσης και η στερέωσή τους επί του ελκυστήρα πρέπει να έχουν σχεδιασθεί και κατασκευασθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζουν το βασικό σκοπό που υποδεικνύεται στο σημείο 1. |
2.2. |
Η απαίτηση αυτή ελέγχεται με μία από τις δύο μεθόδους δοκιμών που περιγράφονται στο παράρτημα III. Η εκλογή της μεθόδου πραγματοποιείται συναρτήσει της μάζας του ελκυστήρα ανάλογα με τα ακόλουθα κριτήρια:
|
3. ΑΙΤΗΣΗ ΕΠΙΚΥΡΩΣΕΩΣ ΕΚ ΤΥΠΟΥ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ
3.1. |
Η αίτηση επικυρώσεως ΕΚ τύπου κατασκευαστικού στοιχείου όσον αφορά στην αντοχή των διατάξεων προστασίας σε περίπτωση ανατροπής καθώς επίσης και της στερεώσεώς τους επί του ελκυστήρα υποβάλλεται από τον κατασκευαστή του ελκυστήρα ή από τον κατασκευαστή της διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής ή υπό των αντιστοίχων εντολοδόχων τους. |
3.2. |
Η αίτηση επικυρώσεως ΕΚ τύπου κατασκευαστικού στοιχείου πρέπει να συνοδεύεται υπό των αναφερομένων κατωτέρω στοιχείων, εις τριπλούν και υπό των ακολούθων ενδείξεων:
|
3.3. |
Ένας ελκυστήρας αντιπροσωπευτικός του τύπου του ελκυστήρα για τον οποίο προορίζεται η διάταξη προστασίας που πρέπει να επικυρωθεί υποβάλλεται στην τεχνική υπηρεσία την επιφορτισμένη με τις δοκιμές επικυρώσεως. Ο ελκυστήρας αυτός είναι εφοδιασμένος διά της διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής. |
3.4. |
Ο κάτοχος της επικυρώσεως ΕΚ τύπου κατασκευαστικού στοιχείου δύναται να ζητήσει να επεκταθεί αυτή σε άλλους τύπους ελκυστήρων. Οι αρμόδιες αρχές που χορήγησαν την αρχική επικύρωση ΕΚ τύπου κατασκευαστικού στοιχείου χορηγούν την αιτουμένη επέκταση αν η διάταξη προστασίας σε περίπτωση ανατροπής και ο (οι) τύπος(-οι) του ελκυστήρα για τους οποίους αιτείται η επέκταση της αρχικής επικυρώσεως ΕΚ τύπου κατασκευαστικού στοιχείου ανταποκρίνονται στις ακόλουθες προϋποθέσεις:
|
4. ΕΓΓΡΑΦΕΣ
4.1. |
Κάθε διάταξη προστασίας σε περίπτωση ανατροπής, σύμφωνη με τον επικυρωθέντα τύπο, πρέπει να φέρει τις ακόλουθες εγγραφές:
|
4.2. |
Όλες οι ενδείξεις αυτές πρέπει να παρουσιάζονται επί μικράς πινακίδος. |
4.3. |
Οι εγγραφές πρέπει να εναποθέτονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ορατές, αναγνώσιμες και ανεξίτηλες. |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
Όροι των δοκιμών αντοχής των διατάξεων προστασίας σε περίπτωση ανατροπής ως επίσης και της στερέωσης τους επί του ελκυστήρα
1. ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
1.1. Σκοπός των δοκιμών
Οι πραγματοποιούμενες δοκιμές με τη βοήθεια ειδικών διατάξεων προορίζονται να υποκαταστήσουν τις επιβαλλόμενες φορτίσεις, σε περίπτωση ανατροπής του ελκυστήρα, στη διάταξη προστασίας. Οι δοκιμές αυτές, περιγραφόμενες στο παράρτημα III, πρέπει να επιτρέπουν την εκτίμηση της αντοχής της διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής καθώς επίσης και της στερεώσεώς της επί του ελκυστήρα.
1.2. Προετοιμασία της δοκιμής
1.2.1. |
Η διάταξη προστασίας σε περίπτωση ανατροπής πρέπει να ελέγχεται επί ελκυστήρα ανήκοντος στον τύπο για τον οποίο έχει σχεδιασθεί. Πρέπει να στερεώνεται επί του ελκυστήρα σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή του ελκυστήρα και/ή του κατασκευαστή της διατάξεως προστασίας. |
1.2.2. |
Για τις δοκιμές, ο ελκυστήρας πρέπει να είναι εξοπλισμένος με όλα τα στοιχεία της παραγωγής σε σειρά τα οποία δύνανται να επηρεάζουν την αντοχή της διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής ή τα οποία δύνανται να είναι απαραίτητα στη δοκιμή της αντιστάσεως. Τα στοιχεία που δύνανται να επιφέρουν απρόοπτα γεγονότα εντός της ζώνης απελευθερώσεως πρέπει επίσης να προσαρμοσθούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δυνατό να εξετασθεί αν συγκεντρώνονται οι απαιτούμενοι υπό του παρόντος παραρτήματος σημείο 4.1. όροι. |
1.2.3. |
Οι δοκιμές εκτελούνται επί του ελκυστήρα σε στάση. |
1.3. Μάζα του ελκυστήρα
Η ζυγισθείσα μάζα του ελκυστήρα W, που χρησιμοποιείται στους τύπους (βλέπε παράρτημα III, μέρη Α και Β) για τον υπολογισμό του ύψους πτώσεως του εκκρεμούς και της δυνάμεως συνθλίψεως, είναι τουλάχιστον αυτή που ορίζεται στο σημείο 2.1.1. του παραρτήματος I της οδηγίας 2003/37/ΕΚ (δηλαδή χωρίς τα προαιρετικά εξαρτήματα αλλά στην οποία περιλαμβάνεται το ύδωρ ψύξεως, τα λιπαντικά, τα καύσιμα, τα εργαλεία και ο οδηγός) συν τη διάταξη προστασίας σε περίπτωση ανατροπής και μείον 75 kg. Δεν λαμβάνονται υπόψη το προαιρετικό εμπρόσθιο ή οπίσθιο έρμα, το έρμα των ελαστικών, τα φερόμενα όργανα και εξοπλισμός ή κάθε ειδικό όργανο.
2. ΣΥΝΟΛΟ ΣΥΣΚΕΥΩΝ ΚΑΙ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
2.1. Βάρος του εκκρεμούς
2.1.1. |
Ένα βάρος αιωρείται διά δύο αλύσεων ή καλωδίων εκ των στροφέων που κείνται σε απόσταση τουλάχιστον 6 m από το έδαφος. Έχει προβλεφθεί μέσο για την ανεξάρτητη ρύθμιση του ύψους αιωρήσεως και της γωνίας μεταξύ του βάρους και των αλύσεων ή των καλωδίων. |
2.1.2. |
Το βάρος είναι 2 000 ± 20 kg, εξαιρουμένου του βάρους των αλύσεων ή των καλωδίων, το οποίο δεν υπερβαίνει τα 100 kg. Το μήκος των πλευρών της όψεως κρούσεως θα είναι 680 ± 20 χιλιοστόμετρα (βλέπε παράρτημα IV εικόνα 4). Το βάρος συμπληρώνεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε η θέση του κέντρου βάρους του να παραμένει σταθερά. |
2.1.3. |
Έχει προβλεφθεί μέσο έλξεως του βάρους προς τα όπισθεν για να αποτελέσει εκκρεμές, σε ύψος προσδιοριζόμενο για κάθε δοκιμή. Ο μηχανισμός ταχείας απελευθερώσεως δίνει στο βάρος τη δυνατότητα να ταλαντώνεται προς τα κάτω, χωρίς αυτό να αποκτήσει κλίση σε σχέση προς τις αλύσεις ή τα καλώδια που το συγκρατούν. |
2.2. Φορείς του εκκρεμούς
Οι στροφείς του εκκρεμούς στερεώνονται σταθερώς ούτως ώστε η μετατόπισή τους καθ’ οποιαδήποτε διεύθυνση να μην υπερβαίνει το 1 % του ύψους πτώσεως.
2.3. Αγκύρωση
2.3.1. |
Ο ελκυστήρας αγκυρώνεται στο έδαφος, διά διατάξεων συγκρατήσεως και θέσεως υπό τάση, σε σιδηρές ράβδους στερεωμένες σταθερώς σε πλάκα εξ ανθεκτικού σκυροδέματος. Οι σιδηρές ράβδοι απέχουν μεταξύ τους κατά τρόπο κατάλληλο ώστε να επιτρέπεται η αγκύρωση του ελκυστήρα σύμφωνα με το παράρτημα IV εικόνες 5, 6 και 7. Κατά τη διάρκεια κάθε δοκιμής, οι τροχοί του ελκυστήρα και τα υποστηρίγματα των χρησιμοποιουμένων αξόνων κείνται επί της ανθεκτικής πλάκας. |
2.3.2. |
Εκτός της διατάξεως θέσεως υπό τάση και της διατάξεως στερεώσεως στις σιδηρές ράβδους, η αγκύρωση περιλαμβάνει τα καλώδια των οποίων η διάσταση ανταποκρίνεται στις δεδομένες εξειδικεύσεις. Τα μεταλλικά καλώδια είναι κυκλικής διατομής, με κλώνους, με ινώδη ψυχή, συστάσεως 6 × 19, σύμφωνα προς την ISO 2408. Η ονομαστική διάμετρος είναι 13mm. |
2.3.3. |
Ο κεντρικός στροφέας αρθρωτού ελκυστήρα συγκρατείται και αγκυρώνεται στο έδαφος κατά τρόπο κατάλληλο για τις προσκρούσεις τις εμπρόσθιες, τις οπίσθιες και τις πλευρικές καθώς επίσης και για τις δοκιμές συνθλίψεως και εξάλλου, συγκρατείται πλευρικά για την πλευρική σύγκρουση. Οι τροχοί έμπροσθεν και όπισθεν δεν πρέπει να ευρίσκονται αναγκαίως στην ίδια ευθεία, αν αυτό πρέπει να διευκολύνει την τοποθέτηση των καταλλήλων καλωδίων. |
2.4. Σφήνα για τον τροχό και δοκός
2.4.1. |
Μία δοκός χρησιμοποιείται σαν σφήνα για τον τροχό κατά την πλευρική πρόσκρουση, σύμφωνα με το παράρτημα IV εικόνα 7. |
2.4.2. |
Μία δοκός από μαλακό ξύλο, διατομής περίπου 150 × 150 mm, σφηνώνεται επί του εδάφους για να συγκρατήσει τους τροχούς στην αντίθετη της προσκρούσεως πλευρά, σύμφωνα με το παράρτημα ΙV εικόνες 5, 6 και 7. |
2.5. Σφήνες και καλώδια αγκυρώσεως για ελκυστήρες αρθρωτούς
2.5.1. |
Συμπληρωματικές σφήνες και καλώδια προβλέπονται επί των αρθρωτών ελκυστήρων. Ο σκοπός τους είναι να εξασφαλίσουν στο τμήμα του ελκυστήρα που φέρει τη δομή προστασίας ακαμψία ισοδύναμη προς αυτή συμπαγούς ελκυστήρα. |
2.5.2. |
Για τις δοκιμές προσκρούσεως και συνθλίψεως, συμπληρωματικές ειδικές λεπτομέρειες παρέχονται στο παράρτημα III. |
2.6. Διάταξη συνθλίψεως
Μία διάταξη, απεικονιζόμενη στο παράρτημα IV εικόνα 8, πρέπει να δύναται να ασκεί κατιούσα δύναμη επί διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής με τη βοήθεια ακάμπτου διαδοκίδος πλάτους περίπου 250mm, συνδεόμενης στο μηχανισμό εφαρμογής της φορτίσεως διά σταυρωτών αρθρώσεων (συνδέσμων Χούκ). Προβλέπονται υποστηρίγματα κάτω από τους άξονες με τρόπο ώστε τα ελαστικά του ελκυστήρα να μη υφίστανται τη δύναμη συνθλίψεως.
2.7. Σύνολο συσκευών μετρήσεως
2.7.1. |
Για τις προβλεπόμενες στο παράρτημα III, μέρη Α και Β δοκιμές πρέπει να παρέχεται διάταξη επί της οποίας είναι στενά προσαρμοσμένος κινητός δακτύλιος σε οριζόντιο στέλεχος για τη μέτρηση της διαφοράς μεταξύ της στιγμιαίας μέγιστης αποκλίσεως και της παραμενούσης αποκλίσεως κατά τη διάρκεια μιας δοκιμής πλευρικής συγκρούσεως. |
2.7.2. |
Για τις προβλεπόμενες στο παράρτημα III, μέρος Α δοκιμές, οι μετρήσεις πραγματοποιούνται μετά τις δοκιμές εργαστηρίου για να διαπιστωθεί αν τυχόν τμήμα της διατάξεως προστασίας εισέρχεται στη ζώνη απελευθερώσεως την περιγραφόμενη στο παράρτημα III μέρος Α σημείο 2. |
2.7.3. |
Για τις προβλεπόμενες στο παράρτημα III, μέρος Β δοκιμές, πρέπει να έχουν προβλεφθεί εγκαταστάσεις δυνάμενες να περιλαμβάνουν φωτογραφικό μηχανισμό, για να προσδιορισθεί, μετά τις δοκιμές εργαστηρίου, αν, κατά τη διάρκεια των δοκιμών, τυχόν τμήμα της διατάξεως προστασίας εισεχώρησε ή ήλθε σε επαφή με τη ζώνη απελευθερώσεως που περιγράφεται στο παράρτημα III μέρος Β σημείο 2. |
2.8. Ανοχές
Οι εκτελούμενες μετρήσεις κατά τη διάρκεια των δοκιμών πραγματοποιούνται με τις ακόλουθες ανοχές:
2.8.1. |
γραμμικές διαστάσεις μετρηθείσες κατά τη διάρκεια της δοκιμής (εξαιρέσει του σημείου 2.8.2.), διαστάσεις της διατάξεως προστασίας και του ελκυστήρα, ζώνη απελευθερώσεως και παραμόρφωση των αγκυρωμένων στο έδαφος ελαστικών για τις δοκιμές συγκρούσεως: ± 3 mm, |
2.8.2. |
ύψος του βάρους του τοποθετημένου για τις δοκιμές συγκρούσεως: ± 6 mm, |
2.8.3. |
ζυγισθείσα μάζα του ελκυστήρα: ± 20 kg, |
2.8.4. |
εφαρμοζόμενη φόρτιση για τις δοκιμές συνθλίψεως: ± 2 %, |
2.8.5. |
γωνία των αλύσεων ή των καλωδίων που συγκρατούν το βάρος στο σημείο κρούσεως: ± 2 %. |
3. ΔΟΚΙΜΕΣ
3.1. Γενικότητες
3.1.1. Εξελικτική διαδικασία των δοκιμών
3.1.1.1. |
Ο κατάλογος και η εξελικτική διαδικασία των δοκιμών παρατίθενται κατωτέρω (οι αριθμοί των σημείων είναι αυτοί του παραρτήματος III, μέρη Α και Β που περιέχει την περιγραφή των διαφόρων δοκιμών):
|
3.1.1.2. |
Αν, κατά τη διεξαγωγή της δοκιμής, ένα ή περισσότερα στοιχεία της διατάξεως αγκυλώσεως μετατοπίζονται ή θραύονται, η δοκιμή πρέπει να αρχίσει εκ νέου. |
3.1.1.3. |
Κατά τη διάρκεια της δοκιμής, δεν επιτρέπονται ούτε επιδιορθώσεις, ούτε ρυθμίσεις του ελκυστήρα ή της διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής. |
3.1.1.4. |
Η μετάδοση του ελκυστήρα ευρίσκεται στο νεκρό σημείο και οι πέδες είναι ελεύθερες κατά τη διάρκεια της δοκιμής. |
3.1.1.5. |
Στην περίπτωση ελκυστήρα με περιστρεφόμενη θέση οδήγησης (με περιστρεφόμενο κάθισμα και πηδάλιο), η πρώτη πρόσκρουση εφαρμόζεται κατά τη διεύθυνση του διαμήκη άξονα στο βαρύτερο άκρο (με άνω του 50 % της μάζας του ελκυστήρα). Ακολουθείται από δοκιμή συνθλίψεως επί του ιδίου άκρου. Η δεύτερη πρόσκρουση εφαρμόζεται στο ελαφρύτερο άκρο ενώ η τρίτη πρόσκρουση είναι πλευρική. Τέλος, πραγματοποιείται δεύτερη δοκιμή συνθλίψεως επί του ελαφρότερου άκρου. |
3.1.2. Εύρος ίχνους των τροχών
Η εκλογή του εύρους των οπισθίων τροχών είναι τέτοια ώστε, σε όλη τη μέτρηση κατά το δυνατό, η διάταξη προστασίας σε περίπτωση ανατροπής να μη συγκρατείται από τα ελαστικά κατά τη διάρκεια των δοκιμών.
3.1.3. Αποσυναρμολόγηση των στοιχείων που δεν δύνανται να επιφέρουν ουδέν απρόοπτο γεγονός
Όλα τα στοιχεία του ελκυστήρα και της διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής τα οποία, σαν πλήρης μονάδα, αποτελούν προστασία για τον οδηγό, στα οποία περιλαμβάνεται η διάταξη προστασίας κατά της κακοκαιρίας, παρέχονται μετά του ελκυστήρα ο οποίος πρέπει να υποβληθεί στη δοκιμασία. Είναι αποδεκτό να αποσυναρμολογηθούν οι μετωπικοί υαλοπίνακες, οι πλευρικοί και οι οπίσθιοι, από γυαλί ασφαλείας ή άλλο παρόμοιο υλικό ως επίσης όλα τα αποσπώμενα τοιχώματα, εξοπλισμοί και αναρτώμενα που δεν πληρούν ουδεμία λειτουργία ενισχύσεως της δομής και τα οποία δεν δύνανται να προξενήσουν ουδέν απρόοπτο σε περίπτωση ανατροπής.
3.1.4. Διεύθυνση των προσκρούσεων
Η πλευρά του ελκυστήρα που υφίσταται το πλευρικό πλήγμα είναι αυτή που είναι επιδεκτική να παρουσιάσει την πλέον σημαντική παραμόρφωση. Η οπίσθια πρόσκρουση πρέπει να πλήξει την πλέον απομακρυσμένη εκ της πλευρικής προσκρούσεως γωνία και η εμπρόσθια πρόσκρουση, την πλησιέστερη του πλευρικού πλήγματος γωνία.
3.1.5. Πιέσεις των ελαστικών και αποκλίσεις
Τα ελαστικά δεν πρέπει να περιέχουν έρμα υπό μορφή ύδατος. Οι πιέσεις και αποκλίσεις των ελαστικών που έχουν στερεωθεί προς συγκράτηση για τις διάφορες δοκιμές πρέπει να αντιστοιχούν στον κατωτέρω πίνακα:
|
Πίεση των ελαστικών (bar) |
Απόκλιση (mm) |
||||
Ακτινωτά ελαστικά (radial) |
Διαγώνια ελαστικά |
Εμπρόσθια |
Οπίσθια |
|||
Εμπρόσθια |
Οπίσθια |
Εμπρόσθια |
Οπίσθια |
|||
Ελκυστήρας τεσσάρων κινητηρίων τροχών, εμπρόσθιοι και οπίσθιοι τροχοί της ιδίας διαστάσεως |
1,20 |
1,20 |
1,00 |
1,00 |
25 |
25 |
Ελκυστήρας τεσσάρων κινητηρίων τροχών, εμπρόσθιοι τροχοί μικρότεροι των οπισθίων τροχών |
1,80 |
1,20 |
1,50 |
1,00 |
20 |
25 |
Ελκυστήρας δύο κινητηρίων τροχών |
2,40 |
1,20 |
2,00 |
1,00 |
15 |
25 |
4. ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ
4.1. |
Μία διάταξη προστασίας σε περίπτωση ανατροπής παρουσιασθείσα προς επικύρωση ΕΚ θεωρείται ικανοποιητική, ως προς την αντοχή, αν πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
|
4.2. |
Δεν πρέπει να υπάρχει στο χώρο αυτό άλλο στοιχείο που να παρουσιάζει ιδιαίτερο κίνδυνο για τον οδηγό, παραδείγματος χάρη τύπος υάλου ικανός να παρουσιάσει κινδύνους όταν θραύεται, επενδυτική πλήρωση ανεπαρκής επί της εσωτερικής πλευράς της οροφής ή στην περιοχή όπου ο οδηγός κινδυνεύει να προσκρούσει την κεφαλή. |
5. ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΔΟΚΙΜΗΣ
5.1. |
Το πρακτικό δοκιμής επισυνάπτεται στο δελτίο επικυρώσεως ΕΚ το προβλεπόμενο στο παράρτημα VII. Υπόδειγμα για την παρουσίασή του απεικονίζεται στο παράρτημα V. Το πρακτικό πρέπει να περιέχει:
|
5.2. |
Το πρακτικό πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα αναγνωρίσεως του τύπου του ελκυστήρα (σήμα, τύπος και εμπορική επωνυμία κ.λπ.) που χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια των δοκιμών και των τύπων για τους οποίους προορίζεται η διάταξη προστασίας. |
5.3. |
Στην περίπτωση επεκτάσεως μιας επικυρώσεως ΕΚ για άλλους τύπους ελκυστήρων, το πρακτικό πρέπει να αναφέρει την ακριβή αναφορά στο αρχικό πρακτικό επικυρώσεως ΕΚ καθώς επίσης και τις ακριβείς υποδείξεις που αφορούν στις καθοριζόμενες στο παράρτημα I σημείο 3.4. προϋποθέσεις. |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΔΟΚΙΜΗΣ
Α. Μέθοδος Δοκιμής I
1. ΔΟΚΙΜΕΣ ΠΡΟΣΚΡΟΥΣΕΩΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΛΙΨΕΩΣ
1.1. Οπίσθια πρόσκρουση
1.1.1. |
Η θέση του ελκυστήρα σε σχέση προς το βάρος είναι τέτοια ώστε αυτό το τελευταίο να πλήττει τη διάταξη προστασίας σε περίπτωση ανατροπής τη στιγμή κατά την οποία η όψη κρούσεως του βάρους και των αλύσεων ή καλωδίων του σχηματίζουν γωνία 20° μετά της κατακορύφου εκτός αν η διάταξη προστασίας σε περίπτωση ανατροπής, στο σημείο επαφής κατά τη διάρκεια της αποκλίσεως, σχηματίζει μετά της κατακορύφου μεγαλύτερη γωνία. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει η πλήττουσα όψη του βάρους και η διάταξη προστασίας σε περίπτωση ανατροπής στο σημείο κρούσεως τη στιγμή της μέγιστης αποκλίσεως να έχουν καταστεί παράλληλες με τη βοήθεια πρόσθετης διατάξεως, των αλύσεων ή των καλωδίων σχηματιζόντων πάντοτε γωνία 20° μετά της κατακορύφου. Πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για να περιορισθεί η τάση του βάρους να περιστρέφεται γύρω από το σημείο επαφής. Το ύψος του βάρους ρυθμίζεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε η θέση του κέντρου βάρους να διέρχεται από το σημείο επαφής. Το σημείο κρούσεως κείται επί του τμήματος της διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής που είναι πιθανότερο να προσκρούσει πρώτο στο έδαφος κατά τη διάρκεια ατυχήματος κατά το οποίο ο ελκυστήρας θα ανατραπεί προς τα πίσω, δηλαδή κανονικά επί του ανωτέρου άκρου. Η θέση του κέντρου βάρους του βάρους κείται σε απόσταση ενός έκτου του πλάτους της κορυφής της διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής, προς το εσωτερικό κατακορύφου επιπέδου παραλλήλου προς το διά του μέσου του ελκυστήρα διερχόμενο επίπεδο και το οποίο έρχεται σ’ επαφή με το ανώτερο ακρότατο όριο της κορυφής της διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής. Πάντως, αν σε απόσταση μεγαλύτερη από αυτήν προς το εσωτερικό του ανωτέρω κατακορύφου επιπέδου αρχίζει κύρτωση του οπισθίου τμήματος της διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής, η πρόσκρουση λαμβάνει χώρα στην αρχή της κυρτώσεως, δηλαδή στο σημείο που η κύρωση είναι εφαπτόμενη σε γραμμή κάθετο επί το διά του μέσου του ελκυστήρα διερχόμενο επίπεδο (βλέπε παράρτημα IV εικόνα 9). Αν προεξέχον σημείο παρουσιάζει στο βάρος μη πλήρη επιφάνεια, προσαρμόζεται σ’ αυτό χαλύβδινη πλάκα καταλλήλου πάχους και πλάτους, μήκους περίπου 300 mm, κατά τέτοιο τρόπο ώστε η αντοχή της διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής να μην επηρεάζεται. |
1.1.2. |
Οι συμπαγείς ελκυστήρες αγκυρώνεται στο έδαφος με καλώδια. Τα σημεία αγκυρώσεως των καλωδίων κείνται κατά προσέγγιση σε απόσταση 2 m όπισθεν του οπισθίου άξονα και σε απόσταση 1,50 m έμπροσθεν του εμπρόσθιου άξονα. Είτε τα σημεία αγκυρώσεως κείνται εντός του κατακορύφου επιπέδου εντός του οποίου μετακινείται το κέντρο του βάρους του εκκρεμούς, είτε περισσότερες αγκυρώσεις δίνουν συνισταμένη κειμένη εντός του επιπέδου αυτού, σύμφωνα προς το παράρτημα IV εικόνα 5. Τα καλώδια τεντώνονται για να δώσουν απόκλιση των εμπρόσθιων και οπισθίων ελαστικών αντιστοιχούσα προς τις ενδείξεις του παραρτήματος II σημείο 3.1.5. Μετά το τέντωμα των καλωδίων, τεμάχιο ξύλου διατομής 150 × 150 mm εμπλέκεται έμπροσθεν των οπισθίων τροχών και πιέζεται προς αυτούς. |
1.1.3. |
Για τους αρθρωτούς ελκυστήρες, οι δύο άξονες πρέπει να αγκυρώνονται στο έδαφος. Ο άξονας του τμήματος του ελκυστήρα που φέρει τη διάταξη προστασίας αντιμετωπίζεται όπως ο οπίσθιος άξονας του παραρτήματος IV εικόνα 5. Το σημείο αρθρώσεως συγκρατείται τότε από δοκό διατομής 100 × 100 mm και είναι σταθερά αγκυρωμένο στο έδαφος με τη βοήθεια καλωδίων συνδεόμενων προς τις σιδηρές ράβδους του εδάφους. |
1.1.4. |
Το βάρος σύρεται προς τα πίσω κατά τρόπο ώστε το ύψος του κέντρου βάρους να υπερβαίνει αυτό το οποίο θα έχει στο σημείο κρούσεως κατά τιμή που δίδεται από την ακόλουθη σχέση: Η = 125 + 0,020 W όπου Η είναι το ύψος πτώσεως του εκκρεμούς σε mm και W η μάζα του ελκυστήρα όπως προσδιορίζεται στο παράρτημα II σημείο 1.3. Εν συνεχεία αφίεται το βάρος, το οποίο πλήττει τη διάταξη προστασίας. |
1.2. Εμπρόσθια πρόσκρουση
1.2.1. |
Η θέση του ελκυστήρα, σε σχέση προς το βάρος, είναι τέτοια ώστε αυτό το τελευταίο να πλήττει τη διάταξη προστασίας σε περίπτωση ανατροπής τη στιγμή κατά την οποία η όψη κρούσεως του βάρους και των αλύσεων ή καλωδίων του σχηματίζουν γωνία 20° μετά της κατακορύφου, εκτός αν η διάταξη προστασίας, στο σημείο επαφής κατά τη διάρκεια της αποκλίσεως, σχηματίζει μετά της κατακορύφου μεγαλύτερη γωνία. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει η πλήττουσα όψη του βάρους και η διάταξη προστασίας στο σημείο κρούσεως τη στιγμή της μέγιστης αποκλίσεως να έχουν καταστεί παράλληλες με τη βοήθεια προσθέτου διατάξεως, των αλύσεων ή καλωδίων σχηματιζόντων πάντοτε γωνία 20° με την κατακόρυφο. Πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για να περιορισθεί η τάση του βάρους να περιστρέφεται γύρω από το σημείο επαφής. Το ύψος του βάρους ρυθμίζεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε η θέση του κέντρου βάρους να διέρχεται διά του σημείου επαφής. Το σημείο κρούσεως κείται επί του τμήματος της διατάξεως προστασίας που είναι πιθανότερο να προσκρούσει πρώτο στο έδαφος αν ο ελκυστήρας ανατραπεί προς το πλευρό διευθυνόμενος πάντως προς τα εμπρός, δηλαδή κανονικά στην κορυφή της εμπρόσθιας γωνίας. Η θέση του κέντρου βάρους του βάρους δεν πρέπει να κείται σε απόσταση πλέον των 80 mm εκ του κατακορύφου επιπέδου του παραλλήλου προς το διά του μέσου του ελκυστήρα διερχόμενο επίπεδο και το οποίο έρχεται σε επαφή με το ανώτερο ακρότατο όριο της κορυφής της διατάξεως προστασίας. Πάντως, αν σε απόσταση μεγαλύτερη των 80 mm προς το εσωτερικό αυτού του κατακορύφου επιπέδου αρχίζει κύρτωση του εμπρόσθιου τμήματος της διατάξεως προστασίας, η πρόσκρουση λαμβάνει χώρα στην αρχή της κυρτώσεως, δηλαδή στο σημείο που η κύρτωση είναι εφαπτόμενη σε γραμμή κάθετο επί το διά του μέσου του ελκυστήρα διερχόμενο επίπεδο (βλέπε παράρτημα IV εικόνα 9). |
1.2.2. |
Οι συμπαγείς ελκυστήρες αγκυρώνονται στο έδαφος, σύμφωνα με το παράρτημα IV εικόνα 6. Τα σημεία αγκυρώσεως των καλωδίων κείνται κατά προσέγγιση σε απόσταση 2 m όπισθεν του οπισθίου άξονα και σε απόσταση 1,5 m έμπροσθεν του εμπρόσθιου άξονα. Τα καλώδια τεντώνονται για να δώσουν απόκλιση των εμπρόσθιων και οπισθίων ελαστικών αντιστοιχούσα προς τις ενδείξεις του παραρτήματος II σημείο 3.1.5. Μετά το τέντωμα των καλωδίων, τεμάχιο ξύλου διατομής περίπου 150 × 150 mm εμπλέκεται όπισθεν των οπισθίων τροχών και πιέζεται προς αυτούς. |
1.2.3. |
Για τους αρθρωτούς ελκυστήρες, οι δύο άξονες πρέπει να αγκυρώνονται στο έδαφος. Ο άξονας του τμήματος του ελκυστήρα που φέρει τη διάταξη προστασίας αντιμετωπίζεται όπως ο εμπρόσθιος άξονας του παραρτήματος IV εικόνα 6. Το σημείο αρθρώσεως συγκρατείται τότε υπό δοκού διατομής περίπου 100 × 100 mm και είναι στερεά αγκυρωμένο στο έδαφος με τη βοήθεια καλωδίων συνδεόμενων προς τις σιδηρές ράβδους του εδάφους. |
1.2.4. |
Το βάρος σύρεται προς τα πίσω κατά τρόπο ώστε το ύψος του κέντρου βάρους να υπερβαίνει αυτό το οποίο θα έχει στο σημείο κρούσεως κατά τιμή που δίδεται από την ακόλουθη σχέση: Η = 125 + 0,020 W. |
1.3. Πλευρική πρόσκρουση
1.3.1. |
Η θέση του ελκυστήρα, σε σχέση προς το βάρος, είναι τέτοια ώστε αυτό το τελευταίο να πλήττει τη διάταξη προστασίας σε περίπτωση ανατροπής τη στιγμή κατά την οποία η όψη κρούσεως του βάρους και οι αλυσίδες ή τα καλώδιά του είναι κατακόρυφα εκτός αν η διάταξη προστασίας, στο σημείο επαφής κατά τη διάρκεια της αποκλίσεως, δεν είναι κατακόρυφος. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει η πλήττουσα όψη του βάρους και η διάταξη προστασίας στο σημείο κρούσεως τη στιγμή της μέγιστης αποκλίσεως να έχουν καταστεί παράλληλες με τη βοήθεια προσθέτου διατάξεως, των αλυσίδων ή καλωδίων παραμενόντων κατακορύφων. Το ύψος του βάρους ρυθμίζεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε η θέση του κέντρου βάρους να διέρχεται διά του σημείου επαφής. Το σημείο κρούσεως κείται επί του τμήματος της διατάξεως προστασίας που προορίζεται να προσκρούει πρώτο στο έδαφος αν ο ελκυστήρας ανατραπεί προς το πλευρό, δηλαδή κανονικά επί του ανωτέρου άκρου. Εκτός αν είναι βέβαιο ότι άλλο στοιχείο κείμενο επί της ακμής αυτής θα προσκρούσει πρώτο στο έδαφος, το σημείο κρούσεως κείται εντός του επιπέδου του καθέτου προς το διά του μέσου του ελκυστήρα διερχόμενο επίπεδο το οποίο διέρχεται διά του μέσου του καθίσματος που έχει ρυθμισθεί σε μέση στάση. Πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για να περιορισθεί η τάση του βάρους να περιστρέφεται γύρω από το σημείο επαφής. |
1.3.2. |
Για τους συμπαγείς ελκυστήρες, ο άξονας του οποίου η θέση είναι σταθερή σε σχέση προς τη διάταξη προστασίας σε περίπτωση ανατροπής αγκυρώνεται εκ της πλευράς η οποία θα υποστεί τη σύγκρουση. Για τους ελκυστήρες με δύο κινητήριους τροχούς, είναι κανονικά ο οπίσθιος άξονας. Η διευθέτηση αυτή απεικονίζεται στο παράρτημα IV εικόνα 7. Τα δύο καλώδια αγκυρώσεως διέρχονται επί του άξονα και έχουν αρχή τα σημεία τα κείμενα ευθέως κάτωθεν αυτού, το ένα προς σημείο αγκυρώσεως κείμενο σε απόσταση κατά προσέγγιση 1,5 m έμπροσθεν του άξονα και το έτερο προς σημείο κείμενο σε απόσταση κατά προσέγγιση 1,5 m όπισθεν του άξονα. Τα καλώδια τεντώνονται για να δώσουν απόκλιση του προσκειμένου στο καλώδιο ελαστικού αντιστοιχούσα προς τις ενδείξεις του παραρτήματος II σημείο 3.1.5. Μετά το τέντωμα των καλωδίων, τεμάχιο ξύλου τοποθετείται σαν σφήνα και πιέζεται προς τον τροχό κατά διεύθυνση αντίθετη προς το βάρος και συγκρατείται στο έδαφος κατά τρόπο ώστε να συγκρατείται σταθερά αντίθετα προς το σώτρο (ζάντα) του τροχού κατά την πρόσκρουση, όπως εμφαίνεται στο παράρτημα IV εικόνα 7. Το μήκος της δοκού εκλέγεται κατά τρόπο ώστε τοποθετημένη, αντίθετα προς τον τροχό, να σχηματίζει γωνία 30° ± 3 σε σχέση προς την οριζόντιο. Το μήκος της είναι 20 ως 25 φορές το πάχος της, και το πλάτος της 2 ως 3 φορές το πάχος της. Οι δύο άξονες εμποδίζονται να μετατοπισθούν πλευρικά με τη βοήθεια δοκού αγκυρωμένης στο έδαφος αντίθετα προς το εξωτερικό τμήμα του τροχού του ευρισκομένου στην πλευρά την αντικείμενη προς την πλευρά στην οποία πρέπει να δοθεί το πλήγμα. |
1.3.3. |
Οι αρθρωτοί ελκυστήρες πρέπει να έχουν στερεωθεί στο έδαφος κατά τρόπο ώστε το τμήμα του ελκυστήρα που φέρει τη διάταξη προστασίας να είναι σταθερά στερεωμένο στο έδαφος όπως ο μη αρθρωτός ελκυστήρας. Οι δύο άξονες του ελκυστήρα αγκυρώνονται στο έδαφος. Ο άξονας και οι τροχοί του τμήματος του ελκυστήρα που φέρει τη διάταξη προστασίας αγκυρώνονται και σφηνούνται σύμφωνα με το παράρτημα IV εικόνα 7. Το σημείο αρθρώσεως συγκρατείται υπό δοκού διατομής τουλάχιστον 100 × 100 mm και είναι αγκυρωμένο στις σιδηρές ράβδους του εδάφους. Μία σφήνα τοποθετείται αντίθετα προς το σημείο αρθρώσεως και στερούνται στο έδαφος κατά τρόπο ώστε να δίδει το αυτό αποτέλεσμα με σφήνα τοποθετημένη αντίθετα προς τον οπίσθιο τροχό και να παρέχει υποστήριγμα ανάλογο προς αυτό που επιτυγχάνεται για συμπαγή ελκυστήρα. |
1.3.4. |
Το βάρος έλκεται προς τα πίσω κατά τέτοιο τρόπο ώστε το ύψος του κέντρου βάρους να υπερβαίνει αυτό που θα έχει στο σημείο κρούσεως κατά τιμή που δίδεται από την ακόλουθη σχέση: Η = 125 + 0,150 W. |
1.4. Οπίσθια σύνθλιψη
Ο ελκυστήρας τοποθετείται εντός της διατάξεως που περιγράφεται στο παράρτημα II σημείο 2.6. και απεικονίζεται στο παράρτημα IV εικόνες 8 και 10, κατά τέτοιο τρόπο ώστε το οπίσθιο άκρο της δοκού να ευρίσκεται υπεράνω του ανωτέρου και πλέον οπισθίου υποβαστάζοντος τμήματος της διατάξεως προστασίας και ώστε το διάμηκες διαμέσου του ελκυστήρα διερχόμενο επίπεδο να ευρίσκεται στο ήμισυ της αποστάσεως μεταξύ των σημείων εφαρμογής της δυνάμεως επί της δοκού.
Τα υποστηρίγματα τοποθετούνται κάτωθεν των αξόνων κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα ελαστικά να μην υφίστανται τη δύναμη συνθλίψεως. Η εφαρμοζομένη δύναμη αντιστοιχεί στο διπλάσιο της μάζας του ελκυστήρα, ως αυτή προσδιορίζεται στο παράρτημα II σημείο 1.3. Είναι δυνατό να αποδειχθεί αναγκαίο να αγκυρωθεί το εμπρόσθιο τμήμα του ελκυστήρα.
1.5. Εμπρόσθια σύνθλιψη
1.5.1. |
Η δοκιμή αυτή είναι ταυτόσημη με τη δοκιμή οπίσθιας συνθλίψεως εκτός του ότι το εμπρόσθιο άκρο της δοκού τοποθετείται υπεράνω του ανωτέρω τμήματος του πλέον προωθημένου τμήματος της διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής. |
1.5.2. |
Όταν το εμπρόσθιο τμήμα της οροφής της διατάξεως προστασίας δεν δύναται να αντέξει όλη τη δύναμη συνθλίψεως, πρέπει η δύναμη αυτή να εφαρμοσθεί μέχρις ότου η οροφή να υποστεί απόκλιση η οποία θα την κάνει να συμπέσει μετά του επιπέδου που ενώνει το ανώτερο τμήμα της διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής με το τμήμα που κείται στο εμπρόσθιο του ελκυστήρα και που είναι ικανό να υποβαστάξει τη μάζα του ελκυστήρα σε περίπτωση ανατροπής. Εν συνεχεία η δύναμη αφαιρείται και ο ελκυστήρας επανατοποθετείται σε θέση, κατά τέτοιο τρόπο ώστε η δοκός να ευρίσκεται υπεράνω του σημείου της διατάξεως προστασίας το οποίο θα είναι τότε σε θέση να υποβαστάξει το οπίσθιο τμήμα του πλήρως ανατραπέντος ελκυστήρα, σύμφωνα με το παράρτημα IV εικόνα 10, και η δύναμη εφαρμόζεται εκ νέου εξ ολοκλήρου. |
2. ΖΩΝΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΩΣ
2.1. |
Η ζώνη απελευθερώσεως ορίζεται από τα ακόλουθα επίπεδα, του ελκυστήρα τοποθετημένου επί οριζοντίου επιφανείας:
|
2.2. |
Η θέση του ερεισινώτου του καθίσματος προσδιορίζεται χωρίς να ληφθεί υπόψη τυχούσα εσωτερική επενδυτική πλήρωση. Το κάθισμα ρυθμίζεται στην πλέον οπίσθια θέση του, κανονική για καθήμενο οδηγό και στην υψηλοτέρα θέση του αν υπάρχει ανεξάρτητη ρύθμιση. Αν είναι ρυθμιζόμενη, η ανάρτηση του καθίσματος ρυθμίζεται στη μέση θέση και φορτίζεται διά μάζας 75 kg. |
3. ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗ
3.1. Ρωγμές και σχισμές
Μετά από κάθε δοκιμή, όλα τα στοιχεία του συνόλου, τα κύρια σημεία και οι διατάξεις στερεώσεως επί του ελκυστήρα εξετάζονται οπτικά για να ανακαλυφθούν οι ρωγμές και οι σχισμές. Δεν λαμβάνονται υπόψη ενδεχόμενες μικρές σχισμές στα άνευ σημασίας στοιχεία.
3.2. Ζώνη απελευθερώσεως
3.2.1. |
Μετά κάθε δοκιμή, εξακριβώνεται αν οιοδήποτε τμήμα της διατάξεως προστασίας έχει εισχωρήσει εντός μιας ζώνης απελευθερώσεως πέριξ του καθίσματος του οδηγού, σύμφωνα με τον προσδιορισμό του σημείου 2. |
3.2.2. |
Εξάλλου, εξακριβώνεται αν οιοδήποτε τμήμα της ζώνης απελευθερώσεως εξέχει της προστασίας της διατάξεως. Προς το σκοπό αυτό, θεωρείται ως εξωτερικό στην προστασία της διατάξεως κάθε τμήμα του χώρου αυτού το οποίο θα έλθει σε επαφή με το επίπεδο εδάφους αν ο ελκυστήρας ανατρέπονταν προς την πλευρά εκ της οποίας προήλθε το πλήγμα. Τα ελαστικά και το εύρος του ίχνους τροχών θεωρούνται ότι είναι τα μικρότερα που υποδεικνύονται από τον κατασκευαστή. |
3.3. Μέγιστη στιγμιαία παραμόρφωση
Κατά τη διάρκεια της πλευρικής προσκρούσεως, σημειώνεται η διαφορά μεταξύ της μέγιστης στιγμιαίας παραμορφώσεως και της παραμενούσης παραμορφώσεως σε απόσταση 950 mm υπεράνω του φορτισμένου καθίσματος. Ένα άκρο του στελέχους, που περιγράφεται στο παράρτημα II σημείο 2.7.1., συνδέεται στο ανώτερο τμήμα της διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής και το άλλο άκρο διέρχεται διά οπής του κατακορύφου κανόνα. Η θέση του δακτυλίου επί του στελέχους μετά την πρόσκρουση δεικνύει τη μέγιστη στιγμιαία παραμόρφωση.
3.4. Μόνιμη παραμόρφωση
Μετά τη δοκιμή της τελικής συμπιέσεως, σημειώνεται η μόνιμη παραμόρφωση της διατάξεως προστασίας. Προς το σκοπό αυτό, σημειώνεται, προ της ενάρξεως της δοκιμής, η θέση των κυρίων μελών της διατάξεως προστασίας σε σχέση προς το κάθισμα.
Β. Μέθοδος Δοκιμής II
1. ΔΟΚΙΜΕΣ ΠΡΟΣΚΡΟΥΣΕΩΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΛΙΨΕΩΣ
1.1. Οπίσθια πρόσκρουση
1.1.1. |
Η θέση του ελκυστήρα σε σχέση προς το βάρος είναι τέτοια ώστε αυτό το τελευταίο πλήττει τη διάταξη προστασίας σε περίπτωση ανατροπής τη στιγμή κατά την οποία η όψη κρούσεως του βάρους και των αλύσεων ή καλωδίων του σχηματίζουν γωνία 20° μετά της κατακορύφου εκτός αν η διάταξη προστασίας σε περίπτωση ανατροπής, στο σημείο επαφής κατά τη διάρκεια της αποκλίσεως, σχηματίζει μετά της κατακορύφου μεγαλύτερη γωνία. Στην περίπτωση αυτή πρέπει η πλήττουσα όψη του βάρους και η διάταξη προστασίας σε περίπτωση ανατροπής στο σημείο κρούσεως τη στιγμή της μέγιστης αποκλίσης να έχουν καταστεί παράλληλες με τη βοήθεια πρόσθετης διατάξεως, των αλύσεων ή καλωδίων σχηματιζόντων πάντοτε γωνία 20° με την κατακόρυφο. Πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για να περιορισθεί η τάση του βάρους να περιστρέφεται γύρω από το σημείο επαφής. Το ύψος του βάρους ρυθμίζεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε η θέση του κέντρου βάρους να διέρχεται διά του σημείου επαφής. Το σημείο κρούσεως κείται επί του τμήματος της διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής που είναι πιθανότερο να προσκρούσει πρώτο στο έδαφος κατά τη διάρκεια ατυχήματος κατά το οποίο ο ελκυστήρας θα ανατραπεί προς τα πίσω, δηλαδή κανονικά επί του ανώτερου άκρου. Η θέση του κέντρου βάρους του βάρους κείται σε απόσταση ενός έκτου του πλάτους της κορυφής της διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής προς το εσωτερικό κατακορύφου επιπέδου παραλλήλου προς το διά του μέσου του ελκυστήρα διερχόμενο επίπεδο και το οποίο έρχεται σ’ επαφή με το ανώτερο ακρότατο όριο της κορυφής της διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής. Πάντως, αν σε απόσταση μεγαλύτερη από αυτή προς το εσωτερικό του ανωτέρω κατακορύφου επιπέδου αρχίζει κύρτωση του οπισθίου τμήματος της διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής, η πρόσκρουση λαμβάνει χώρα στην αρχή της κυρτώσεως, δηλαδή στο σημείο στο οποίο η κύρτωση είναι εφαπτόμενη σε γραμμή κάθετο επί το διά του μέσου του ελκυστήρα διερχόμενο επίπεδο (βλέπε παράρτημα IV εικόνα 9). Αν προεξέχον στοιχείο παρουσιάσει στο βάρος μη πλήρη επιφάνεια, προσαρμόζεται σ’ αυτό χαλύβδινη πλάκα καταλλήλου πάχους και πλάτους, μήκους περίπου 300 mm, κατά τέτοιο τρόπο ώστε η αντίσταση της διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής να μην επηρεάζεται. |
1.1.2. |
Οι συμπαγείς ελκυστήρες αγκυρώνονται στο έδαφος με καλώδια. Τα σημεία αγκυρώσεως των καλωδίων κείνται κατά προσέγγιση σε απόσταση 2 m όπισθεν του οπισθίου άξονα και σε απόσταση 1,50 m έμπροσθεν του εμπρόσθιου άξονα. Είτε τα σημεία αγκυρώσεως κείνται εντός του κατακορύφου επιπέδου εντός του οποίου μετακινείται το κέντρο βάρους του εκκρεμούς, είτε περισσότερες αγκυρώσεις δίδουν συνισταμένη κειμένη εντός του επιπέδου αυτού, σύμφωνα με το παράρτημα IV εικόνα 5. Τα καλώδια τεντώνονται για να δώσουν απόκλιση των εμπρόσθιων και οπισθίων ελαστικών αντιστοιχούσα προς τις ενδείξεις του παραρτήματος II σημείο 3.1.5. Μετά το τέντωμα των καλωδίων, τεμάχιο ξύλου διατομής 150 × 150 mm εμπλέκεται έμπροσθεν των οπισθίων τροχών και πιέζεται προς αυτούς. |
1.1.3. |
Για τους αρθρωτούς ελκυστήρες, οι δύο άξονες πρέπει να αγκυρώνονται στο έδαφος. Ο άξονας του τμήματος που φέρει τη διάταξη προστασίας αντιμετωπίζεται όπως ο οπίσθιος άξονας του παραρτήματος IV εικόνα 5. Το σημείο αρθρώσεως συγκρατείται τότε υπό δοκού διατομής 100 × 100 mm τουλάχιστον και είναι σταθερά αγκυλωμένο στο έδαφος με τη βοήθεια καλωδίων συνδεομένων προς τις σιδηρές ράβδους του εδάφους. |
1.1.4. |
Το βάρος έλκεται προς τα πίσω κατά τρόπο ώστε το ύψος του κέντρου βάρους να υπερβαίνει αυτό το οποίο θα έχει στο σημείο κρούσεως κατά τιμή που δίνεται από την ακόλουθη σχέση: Η = 2,165 × 10-8 × WL2 ή H = 5,73 × 10-2 × I όπου
Εν συνεχεία αφήνεται το βάρος, το οποίο πλήττει τη διάταξη προστασίας. |
1.1.5. |
Δεν πραγματοποιείται οπίσθια σύγκρουση στην περίπτωση ελκυστήρα του οποίου τουλάχιστον το 50 % του βάρους, κατά την έννοια του σημείου 1.3. του παραρτήματος II, φέρεται επί του εμπρόσθιου άξονα. |
1.2. Εμπρόσθια πρόσκρουση
1.2.1. |
Η θέση του ελκυστήρα, σε σχέση προς το βάρος, είναι τέτοια ώστε αυτό το τελευταίο να πλήττει τη διάταξη προστασίας σε περίπτωση ανατροπής τη στιγμή κατά την οποία η όψη κρούσεως του βάρους και των αλυσίδων ή καλωδίων του σχηματίζουν γωνία 20° μετά της κατακορύφου, εκτός αν η διάταξη προστασίας, στο σημείο επαφής κατά τη διάρκεια της αποκλίσεως, σχηματίζει μετά της κατακορύφου μεγαλύτερη γωνία. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει η πλήττουσα όψη του βάρους και η διάταξη προστασίας σε περίπτωση ανατροπής στο σημείο κρούσεως τη στιγμή της μέγιστης αποκλίσεως να έχουν καταστεί παράλληλες με τη βοήθεια προσθέτου διατάξεως, των αλυσίδων ή καλωδίων σχηματιζόντων πάντοτε γωνία 20° με την κατακόρυφο. Πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για να περιορισθεί η τάση του βάρους να περιστρέφεται γύρω από το σημείο της επαφής. Το ύψος του βάρους ρυθμίζεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε η θέση του κέντρου βάρους να διέρχεται διά του σημείου επαφής. Το σημείο κρούσεως κείται επί του τμήματος της διατάξεως προστασίας που είναι πιθανότερο να προσκρούσει πρώτο στο έδαφος αν ο ελκυστήρας ανατραπεί προς το πλευρό διευθυνόμενος πάντως προς τα εμπρός, δηλαδή κανονικά στην κορυφή της εμπρόσθιας γωνίας. Η θέση του κέντρου βάρους του βάρους δεν πρέπει να ευρίσκεται σε απόσταση μεγαλύτερη των 80 mm από του κατακορύφου επιπέδου εκ του κατακορύφου επιπέδου του παραλλήλου προς το διερχόμενο διαμέσου του ελκυστήρα επίπεδο και το οποίο έρχεται σε επαφή με το εξωτερικό άκρο της κορυφής της διατάξεως προστασίας. Πάντως, αν σε απόσταση μεγαλύτερη των 80 mm από τη διάταξη προστασίας, η πρόσκρουση λαμβάνει χώρα στην αρχή της κυρτώσεως, δηλαδή στο σημείο στο οποίο η κύρτωση είναι εφαπτομένη σε γραμμή κάθετο στο διερχόμενο διαμέσου του ελκυστήρα επίπεδο (βλέπε παράρτημα IV εικόνα 9). |
1.2.2. |
Οι συμπαγείς ελκυστήρες αγκυρώνονται στο έδαφος, σύμφωνα με το παράρτημα IV εικόνα 6. Τα σημεία αγκυρώσεως των καλωδίων κείνται κατά προσέγγιση σε απόσταση 2 m όπισθεν του οπισθίου άξονα και σε απόσταση 1,50 m έμπροσθεν του εμπρόσθιου άξονα. Τα καλώδια τεντώνονται για να δώσουν απόκλιση των εμπρόσθιων και οπισθίων ελαστικών αντιστοιχούσα προς τις ενδείξεις του παραρτήματος II σημείο 3.1.5. Μετά το τέντωμα των καλωδίων, τεμάχιο ξύλου διατομής 150 × 150 mm εμπλέκεται όπισθεν των οπισθίων τροχών και πιέζεται προς αυτούς. |
1.2.3. |
Για τους αρθρωτούς ελκυστήρες, οι δύο άξονες πρέπει να αγκυρώνονται στο έδαφος. Ο άξονας του τμήματος του ελκυστήρα που φέρει τη διάταξη προστασίας αντιμετωπίζεται ως ο εμπρόσθιος άξονας του παραρτήματος IV εικόνα 6. Το σημείο αρθρώσεως συγκρατείται τότε υπό δοκού διατομής τουλάχιστον 100 × 100 mm και είναι στερεά αγκυρωμένο στο έδαφος με τη βοήθεια καλωδίων συνδεόμενων προς τις σιδηρές ράβδους του εδάφους. |
1.2.4. |
Το βάρος σύρεται προς τα πίσω κατά τρόπο ώστε το ύψος του κέντρου βάρους να υπερβαίνει αυτό το οποίο θα έχει στο σημείο κρούσεως κατά τιμή που δίνεται από την ακόλουθη σχέση: Η = 125 + 0,020 W. |
1.3. Πλευρική πρόσκρουση
1.3.1. |
Η θέση του ελκυστήρα, σε σχέση προς το βάρος, είναι τέτοια ώστε αυτό το τελευταίο να πλήττει τη διάταξη προστασίας σε περίπτωση ανατροπής τη στιγμή κατά την οποία η όψη κρούσεως του βάρους και οι αλυσίδες ή τα καλώδιά του είναι κατακόρυφα εκτός αν η διάταξη προστασίας, στο σημείο επαφής κατά τη διάρκεια της αποκλίσεως, δεν είναι κατακόρυφος. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει η πλήττουσα όψη του βάρους και η διάταξη προστασίας σε περίπτωση ανατροπής στο σημείο κρούσεως τη στιγμή της μέγιστης αποκλίσεως να έχουν καταστεί παράλληλες με τη βοήθεια μιας προσθέτου διατάξεως, των αλυσίδων ή καλωδίων παραμενόντων κατακορύφων. Το ύψος του βάρους ρυθμίζεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε η θέση του κέντρου βάρους να διέρχεται διά του σημείου επαφής. Το σημείο κρούσεως κείται επί του τμήματος της διατάξεως προστασίας που προορίζεται να προσκρούσει πρώτα στο έδαφος αν ο ελκυστήρας ανατραπεί προς το πλευρό, δηλαδή κανονικά επί του ανωτέρου άκρου. Εκτός αν είναι βέβαιο ότι άλλο στοιχείο κείμενο επί της ακμής αυτής θα προσκρούσει πρώτο στο έδαφος, το σημείο κρούσεως κείται εντός του επιπέδου του καθέτου προς το διά του μέσου του ελκυστήρα διερχόμενο επίπεδο, το οποίο διέρχεται διά του μέσου του καθίσματος, που έχει ρυθμισθεί σε μέση στάση. Πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για να περιορισθεί η τάση του βάρους να περιστρέφεται γύρω από το σημείο επαφής. Στην περίπτωση ελκυστήρα με περιστρεφόμενη θέση οδήγησης (με περιστρεφόμενο κάθισμα και πηδάλιο), το σημείο κρούσης ορίζεται ως προς το σημείο τομής του διάμεσου επιπέδου του ελκυστήρα με κάθετο προς αυτό επίπεδο, σύμφωνα με μια ευθεία γραμμή διερχόμενη από σημείο που ισαπέχει από τα δύο σημεία αναφοράς του καθίσματος. |
1.3.2. |
Για τους συμπαγείς ελκυστήρες, ο άξονας του οποίου η θέση είναι σταθερή σε σχέση προς τη διάταξη προστασίας σε περίπτωση ανατροπής αγκυρώνεται εκ της πλευράς η οποία θα υποστεί τη σύγκρουση. Για τους ελκυστήρες με δύο κινητήριους τροχούς είναι κανονικά ο οπίσθιος άξονας. Η διευθέτηση αυτή απεικονίζεται στο παράρτημα IV εικόνα 7. Τα δύο καλώδια αγκυρώσεως διέρχονται επί του άξονα και έχουν αρχή τα σημεία τα κείμενα ευθέως κάτωθεν αυτού, το ένα προς σημείο αγκυρώσεως κείμενο σε απόσταση κατά προσέγγιση 1,5 m έμπροσθεν του άξονα και το έτερο προς σημείο κείμενο σε απόσταση κατά προσέγγιση 1,5 m όπισθεν του άξονα. Τα καλώδια τεντώνονται για να δώσουν απόκλιση του προσκειμένου στο καλώδιο ελαστικού αντιστοιχούσα προς τις ενδείξεις του παραρτήματος II σημείο 3.1.5. Μετά το τέντωμα των καλωδίων, τεμάχιο ξύλου τοποθετείται σαν σφήνα και πιέζεται προς τον οπίσθιο τροχό κατά διεύθυνση αντίθετη προς το βάρος και συγκρατείται στο έδαφος κατά τρόπο ώστε να συγκρατείται σταθερά αντίθετα προς το σώτρο (ζάντα) του τροχού κατά την πρόσκρουση, όπως εμφαίνεται στο παράρτημα IV εικόνα 7. Το μήκος της δοκού εκλέγεται κατά τρόπο ώστε, τοποθετημένη αντίθετα προς τον τροχό, να σχηματίζει γωνία 30° ± 3 σε σχέση προς την οριζόντιο. Το μήκος της είναι 20 ως 25 φορές το πάχος της και το πλάτος της 2 ως 3 φορές το πάχος της. Οι δύο άξονες εμποδίζονται να μετατοπισθούν πλευρικά με τη βοήθεια δοκού αγκυρωμένης στο έδαφος αντίθετα προς το εξωτερικό τμήμα του τροχού του ευρισκομένου στην πλευρά την αντικειμένη προς την πλευρά στην οποία πρέπει να δοθεί το πλήγμα. |
1.3.3. |
Οι αρθρωτοί ελκυστήρες πρέπει να έχουν στερεωθεί στο έδαφος κατά τρόπο ώστε το τμήμα του ελκυστήρα που φέρει τη διάταξη προστασίας να είναι σταθερά στερεωμένο στο έδαφος όπως ο μη αρθρωτός ελκυστήρας. Οι δύο άξονες του ελκυστήρα αγκυρώνονται στο έδαφος. Ο άξονας και οι τροχοί του τμήματος του ελκυστήρα που φέρει τη διάταξη προστασίας αγκυρώνονται και σφηνούνται, σύμφωνα με το παράρτημα IV εικόνα 7. Το σημείο αρθρώσεως συγκρατείται υπό δοκού διατομής τουλάχιστον 100 mm × 100 mm και είναι αγκυρωμένο στις σιδηρές ράβδους του εδάφους. Μία σφήνα τοποθετείται αντίθετα προς το σημείο αρθρώσεως και στερεώνεται στο έδαφος κατά τρόπο ώστε να δίδει το αυτό αποτέλεσμα με σφήνα τοποθετημένη αντιθέτως προς τον οπίσθιο τροχό και να παρέχει υποστήριγμα ανάλογο προς αυτό που επιτυγχάνεται για συμπαγή ελκυστήρα. |
1.3.4. |
Το βάρος έλκεται προς τα πίσω κατά τέτοιο τρόπο ώστε το ύψος του κέντρου βάρους να υπερβαίνει αυτό το οποίο θα έχει στο σημείο κρούσεως κατά τιμή που δίδεται από την ακόλουθη σχέση: Η = 125 + 0,150 W. |
1.4. Οπίσθια σύνθλιψη
Ο ελκυστήρας τοποθετείται εντός της διατάξεως που περιγράφεται στο παράρτημα II σημείο 2.6. και απεικονίζεται στο παράρτημα IV εικόνες 8 και 10, κατά τέτοιο τρόπο ώστε το οπίσθιο άκρο της δοκού να ευρίσκεται υπεράνω του ανωτέρου και πλέον οπισθίου υποβαστάζοντος τμήματος της διατάξεως προστασίας και ώστε το διάμηκες διά του μέσου του ελκυστήρα διερχόμενο επίπεδο να ευρίσκεται στο ήμισυ της αποστάσεως μεταξύ των σημείων εφαρμογής της δυνάμεως επί της δοκού.
Τα υποστηρίγματα τοποθετούνται κάτωθεν των αξόνων κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα ελαστικά να μην υφίστανται τη δύναμη συνθλίψεως. Η εφαρμοζόμενη δύναμη αντιστοιχεί στο διπλάσιο της μάζας του ελκυστήρα, ως αυτή προσδιορίζεται στο παράρτημα II σημείο 1.3. Είναι δυνατό να αποδειχθεί αναγκαίο να αγκυρωθεί το εμπρόσθιο τμήμα του ελκυστήρα.
1.5. Εμπρόσθια σύνθλιψη
1.5.1. |
Η δοκιμή αυτή είναι ταυτόσημη με τη δοκιμή οπίσθιας συνθλίψεως εκτός του ότι το εμπρόσθιο άκρο της δοκού τοποθετείται υπεράνω του ανωτέρω τμήματος του πλέον προωθημένου τμήματος της διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής. |
1.5.2. |
Όταν το εμπρόσθιο τμήμα της οροφής της διατάξεως προστασίας δεν δύναται να αντέξει όλη τη δύναμη συνθλίψεως, πρέπει η δύναμη αυτή να εφαρμοσθεί μέχρις ότου η οροφή να υποστεί απόκλιση η οποία θα την κάνει να συμπέσει μετά του επιπέδου που ενώνει το ανώτερο τμήμα της διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής με το τμήμα που κείται στο εμπρόσθιο του ελκυστήρα και που είναι ικανό να υποβαστάξει τη μάζα του ελκυστήρα σε περίπτωση ανατροπής. Εν συνεχεία η δύναμη αφαιρείται και ο ελκυστήρας επανατοποθετείται σε θέση, κατά τέτοιο τρόπο ώστε η δοκός να ευρίσκεται υπεράνω του σημείου της διατάξεως προστασίας το οποίο θα είναι τότε σε θέση να υποβαστάξει το οπίσθιο τμήμα του πλήρως ανατραπέντος ελκυστήρα, σύμφωνα με το παράρτημα IV εικόνα 10, και η δύναμη εφαρμόζεται εκ νέου εξ ολοκλήρου. |
2. ΖΩΝΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΩΣ
2.1. |
Η ζώνη απελευθερώσεως απεικονίζεται στο παράρτημα IV εικόνα 3 και προσδιορίζεται σε σχέση προς κατακόρυφο επίπεδο αναφοράς γενικά κατά μήκος του ελκυστήρα και διερχόμενο δι’ ενός σημείου αναφοράς του καθίσματος που περιγράφεται στο σημείο 2.3., και διά του κέντρου του πηδαλίου. Το επίπεδο αυτό αναφοράς υποτίθεται ότι μετατίθεται οριζόντια μετά του καθίσματος και του πηδαλίου κατά τη διάρκεια των προσκρούσεων αλλά ότι παραμένει κάθετο προς το δάπεδο του ελκυστήρα ή της διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής, αν αυτή η διάταξη έχει συναρμολογηθεί με ελαστικό τρόπο. Όταν το πηδάλιο είναι ρυθμιζόμενο, πρέπει να ευρίσκεται στην κανονική του θέση για καθήμενο οδηγό. |
2.2. |
Τα όρια της ζώνης εξειδικεύονται ως ακολούθως:
|
2.3. |
Θέση του καθίσματος σε σημείο αναφοράς του καθίσματος |
2.3.1. |
Για να προσδιορισθεί η ζώνη απελευθερώσεως σύμφωνα με το σημείο 2.1., το κάθισμα ευρίσκεται στο πλέον προς τα πίσω ευρισκόμενο σημείο της οριζοντίου ρυθμίσεως. Τοποθετείται σε θέση μέσης κατακορύφου ρυθμίσεως όταν αυτή είναι ανεξάρτητη της ρυθμίσεως της οριζοντίου θέσεως. Το σημείο αναφοράς λαμβάνεται με τη βοήθεια της απεικονιζομένης στο παράρτημα IV εικόνες 1 και 2 συσκευής και η οποία υποκαθιστά την κατάληψη του καθίσματος υφ’ ενός ανδρός. Η συσκευή αποτελείται εκ μιας σανίδος παριστώσης το οριζόνιο τμήμα του καθίσματος και υπό άλλων σανίδων που παριστούν το ερεισίνωτο. Η κατώτερη σανίδα του ερεισινώτου αρθρούται στη στάθμη των λαγωνίων (Α) και των νεφρών (Β), ενώ το ύψος της αρθρώσεως αυτής (Β) δύναται να ρυθμίζεται. |
2.3.2. |
Ως σημείο αναφοράς νοείται το σημείο τομής του διαμήκους επιπέδου του διερχομένου διά του μέσου του καθίσματος μετά του επιπέδου του εφαπτομένου στη βάση της πλάτης και μετά οριζοντίου επιπέδου. Αυτό το οριζόντιο επίπεδο συναντά την κατώτερη επιφάνεια της σανίδος του οριζοντίου τμήματος του καθίσματος σε απόσταση 150 mm έμπροσθεν του αναφερομένου ανωτέρω εφαπτομένου επιπέδου. |
2.3.3. |
Όταν η ανάρτηση του καθίσματος είναι ρυθμιζόμενη συναρτήσει του βάρους του οδηγού, ρυθμίζεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε το κάθισμα να ευρίσκεται σε μέση θέση δυναμικής ρυθμίσεως. Η συσκευή τοποθετείται σε θέση επί του καθίσματος. Εν συνεχεία φορτίζεται διά μιας δυνάμεως 550 Ν σε σημείο κείμενο σε απόσταση 50 mm έμπροσθεν της αρθρώσεως (Α) και τα δύο τμήματα της σανίδας-ερεισινώτου πιέζονται ελαφρά επί του ερεισινώτου του καθίσματος. |
2.3.4. |
Αν δεν είναι δυνατό να προσδιορισθούν οι εφαπτόμενες σε κάθε στάθμη του ερεισινώτου (άνω και κάτω της περιοχής των νεφρών), πρέπει να πραγματοποιηθούν οι ακόλουθες διευθετήσεις:
|
3. ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗ
3.1. Ρωγμές και σχισμές
Μετά από κάθε δοκιμή, όλα τα σημεία του συνόλου, τα (κύρια) μέλη και οι διατάξεις στερεώσεως επί του ελκυστήρα εξετάζονται οπτικά για να ανακαλυφθούν οι ρωγμές και οι σχισμές. Δεν λαμβάνονται υπόψη οι ενδεχόμενες μικρές σχισμές στα άνευ σημασίας στοιχεία.
3.2. Ζώνη απελευθερώσεως
3.2.1. |
Κατά τη διάρκεια κάθε δοκιμής εξακριβώνεται αν οιοδήποτε τμήμα της διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής έχει εισχωρήσει εντός ζώνης απελευθερώσεως πέριξ του καθίσματος του οδηγού, σύμφωνα με τον παρεχόμενο προσδιορισμό στα σημεία 2.1 και 2.2. |
3.2.2. |
Εξάλλου, εξακριβώνεται αν οιοδήποτε τμήμα της ζώνης απελευθερώσεως εξέχει της προστασίας της διατάξεως. Προς το σκοπό αυτό, θεωρείται σαν εξωτερικό στην προστασία της διατάξεως κάθε τμήμα του χώρου αυτού το οποίο θα έλθει σε επαφή με το επίπεδο έδαφος αν ο ελκυστήρας ανατρέπονταν προς την πλευρά εκ της οποίας προήλθε το πλήγμα. Τα ελαστικά και το εύρος ίχνους τροχών θεωρούνται ότι είναι τα μικρότερα που υποδεικνύονται από τον κατασκευαστή. |
3.3. Μέγιστη στιγμιαία παραμόρφωση
Κατά τη διάρκεια της πλευρικής προσκρούσεως, σημειώνεται η διαφορά μεταξύ της μέγιστης στιγμιαίας παραμορφώσεως και της παραμενούσης παραμορφώσεως σε απόσταση 900 mm υπεράνω και 150 mm προς τα εμπρός εκ του σημείου αναφοράς του καθίσματος. Ένα άκρο του στελέχους, που περιγράφεται στο παράρτημα II σημείο 2.7.1. συνδέεται στο ανώτερο τμήμα της διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής και το άλλο άκρο διέρχεται διά οπής του κατακορύφου κανόνα. Η θέση του δακτυλίου επί του στελέχους μετά την πρόσκρουση δεικνύει τη μέγιστη στιγμιαία παραμόρφωση.
3.4. Μόνιμη παραμόρφωση
Μετά τη δοκιμή της τελικής συμπιέσεως, σημειώνεται η μόνιμη παραμόρφωση της διατάξεως προστασίας. Προς το σκοπό αυτό, σημειώνεται, προ της ενάρξεως της δοκιμής, η θέση των κυρίων μελών της διατάξεως προστασίας σε σχέση με το σημείο αναφοράς του καθίσματος.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV
ΕΙΚΟΝΕΣ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI
ΣΗΜΑΝΣΗ
Το σήμα επικυρώσεως ΕΚ τύπου κατασκευαστικού στοιχείου αποτελείται από ορθογώνιο, στο εσωτερικό του οποίου ευρίσκεται τοποθετημένο το γράμμα e ακολουθούμενο από τον διακριτικό αριθμό του κράτους μέλους του χορηγήσαντος την επικύρωση:
1. για τη Γερμανία,
2. για τη Γαλλία,
3. για την Ιταλία,
4. για τις Κάτω Χώρες,
5. για τη Σουηδία,
6. για το Βέλγιο,
7. για την Ουγγαρία,
8. για την Τσεχική Δημοκρατία
9. για την Ισπανία,
11. για το Ηνωμένο Βασίλειο,
12. για την Αυστρία,
13. για το Λουξεμβούργο,
17. για την Φινλανδία,
18. για τη Δανία,
19. για τη Ρουμανία,
20. για την Πολωνία,
21. για την Πορτογαλία,
23. για την Ελλάδα,
24. για την Ιρλανδία,
26. για τη Σλοβενία,
27. για τη Σλοβακία,
29. για την Εσθονία,
32. για τη Λεττονία,
34. για τη Βουλγαρία,
37. για τη Λιθουανία,
49. για την Κύπρο,
50. για τη Μάλτα.
Και από τον αριθμό επικυρώσεως ΕΚ τύπου κατασκευαστικού στοιχείου που αντιστοιχεί στον αριθμό του δελτίου επικυρώσεως ΕΚ του συνταχθέντος για του τύπο διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής όσον αφορά στην αντοχή της και στην αντοχή της στερεώσεως της επί του ελκυστήρα, τοποθετημένου σε τυχούσα θέση πλησίον του ορθογωνίου.
Παράδειγμα σήματος επικυρώσεως ΕΚ τύπου κατασκευαστικού στοιχείου
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII
Όροι έγκρισης ΕΚ τύπου
1. |
Η αίτηση εγκρίσεως ΕΚ τύπου ελκυστήρα όσον αφορά στην αντοχή της διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής και της στερεώσεώς της επί του ελκυστήρα υποβάλλεται από τον κατασκευαστή του ελκυστήρα ή τον εντολοδόχο του. |
2. |
Στην επιφορτισμένη των δοκιμών εγκρίσεως τεχνική υπηρεσία πρέπει να προσκομισθεί ελκυστήρας αντιπροσωπευτικός του προς έγκριση τύπου επί του οποίου έχουν συναρμολογηθεί διάταξη προστασίας καθώς επίσης και η στερέωσή της, δεόντως επικυρωμένες. |
3. |
Η επιφορτισμένη των δοκιμών εγκρίσεως τεχνική υπηρεσία εξακριβώνει αν ο τύπος διατάξεως προστασίας που έχει επικυρωθεί προορίζεται προς συναρμολόγηση επί του τύπου ελκυστήρα για τον οποίο αιτείται η έγκριση. Εξακριβώνει ιδίως αν η στερέωση της διατάξεως προστασίας αντιστοιχεί προς αυτή που εδοκιμάσθη κατά την επικύρωση ΕΚ τύπου κατασκευαστικού στοιχείου. |
4. |
Ο κάτοχος της εγκρίσεως ΕΚ τύπου δύναται να ζητήσει την επέκταση αυτής για άλλους τύπους διατάξεως προστασίας. |
5. |
Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν αυτή την επέκταση υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
|
6. |
Ένα δελτίο σύμφωνο προς το υπόδειγμα του παραρτήματος IX επισυνάπτεται στο δελτίο εγκρίσεως ΕΚ για κάθε έγκριση ή επέκταση εγκρίσεως που χορηγήθηκε ή απορρίφθηκε. |
7. |
Αν η αίτηση εγκρίσεως ΕΚ τύπου ελκυστήρα υποβάλλεται ταυτόχρονα με την αίτηση επικυρώσεως ΕΚ τύπου διατάξεως προστασίας σε περίπτωση ανατροπής προοριζομένου να συναρμολογηθεί επί του τύπου του ελκυστήρα για τον οποίο αιτείται η έγκριση ΕΚ τύπου, δεν πραγματοποιούνται οι προβλεπόμενες στα σημεία 2 και 3 εξακριβώσεις. |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X
ΜΕΡΟΣ A
Καταργούμενη οδηγία με κατάλογο των διαδοχικών τροποποιήσεων της
(που αναφέρονται στο άρθρο 13)
Οδηγία 77/536/ΕΟΚ του Συμβουλίου |
|
Παράρτημα I, μέρος X της πράξης προσχώρησης του 1979 |
|
Παράρτημα I, μέρος IX A, της πράξης προσχώρησης του 1985 |
|
Οδηγία 87/354/ΕΟΚ του Συμβουλίου |
Μόνον όσον αφορά τις αναφορές στην οδηγία 77/536/ΕΟΚ από το παράρτημα, σημείο 9 στοιχείο α) |
Οδηγία 89/680/ΕΟΚ του Συμβουλίου |
|
Σημείο XI.Γ.II.2 του παραρτήματος I της πράξης προσχώρησης του 1994 |
|
Οδηγία 1999/55/ΕΚ της Επιτροπής |
|
Σημείο I.A.21 του παραρτήματος II της πράξης προσχώρησης του 2003 |
|
Οδηγία 2006/96/ΕΚ του Συμβουλίου |
Μόνον όσον αφορά τις παραπομπές στην οδηγία 77/536/ΕΟΚ από το άρθρο 1 και το παράρτημα, μέρος Α σημείο 20 |
ΜΕΡΟΣ Β
Κατάλογος προθεσμιών ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής
(που αναφέρονται στο άρθρο 13)
Οδηγία |
Προθεσμία ενσωμάτωσης |
Ημερομηνία εφαρμογής |
77/536/ΕΟΚ |
29 Δεκεμβρίου 1978 |
— |
87/354/ΕΟΚ |
31 Δεκεμβρίου 1987 |
— |
89/680/ΕΟΚ |
3 Ιανουαρίου 1990 |
— |
1999/55/ΕΚ |
30 Ιουνίου 2000 (1) |
— |
2006/96/ΕΚ |
1 Ιανουαρίου 2007 |
— |
(1) Σύμφωνα με το άρθρο 2 της οδηγίας 1999/55/ΕΚ:
«1. Από την 1η Ιουλίου 2000, τα κράτη μέλη δεν δύνανται:
— |
να αρνούνται, για έναν τύπο ελκυστήρων, να χορηγήσουν έγκριση ΕΚ τύπου ή να εκδώσουν το έγγραφο που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 τρίτη περίπτωση της οδηγίας 74/150/ΕΟΚ, ή να χορηγήσουν εθνική έγκριση τύπου, |
— |
ούτε να απαγορεύουν τη θέση σε κυκλοφορία ελκυστήρων, |
εάν οι ελκυστήρες αυτοί πληρούν τις προδιαγραφές της οδηγίας 77/536/ΕΟΚ, όπως αυτή τροποποιείται με την παρούσα οδηγία.
2. Από την 1η Ιανουαρίου 2001, τα κράτη μέλη:
— |
δεν δύνανται πλέον να χορηγούν το έγγραφο που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 τρίτη περίπτωση της οδηγίας 74/150/ΕΟΚ, για έναν τύπο ελκυστήρος, εάν αυτός δεν πληροί τις προδιαγραφές της οδηγίας 77/536/ΕΟΚ, όπως τροποποιείται με την παρούσα οδηγία, |
— |
δύνανται να αρνούνται να χορηγήσουν εθνική έγκριση τύπου για τύπο ελκυστήρος, εάν δεν πληροί τις προδιαγραφές της οδηγίας 77/536/ΕΟΚ, όπως τροποποιείται με την παρούσα οδηγία». |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XI
ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ
Οδηγία 77/536/ΕΟΚ |
Οδηγία 1999/55/ΕΚ |
Παρούσα οδηγία |
Άρθρο 9 |
|
Άρθρο 1 |
Άρθρο 1 |
|
Άρθρο 2 |
Άρθρο 2 |
|
Άρθρο 3 |
Άρθρο 3 |
|
Άρθρο 4 |
Άρθρο 4 |
|
Άρθρο 5 |
Άρθρο 5 |
|
Άρθρο 6 |
Άρθρο 6 |
|
Άρθρο 7 |
Άρθρο 7 |
|
— |
|
Άρθρο 2 |
Άρθρο 8 |
Άρθρο 8 |
|
Άρθρο 9 |
Άρθρα 10 και 11 |
|
Άρθρα 10 και 11 |
Άρθρο 12 παράγραφος 1 |
|
— |
Άρθρο 12 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 12 |
— |
|
Άρθρο 13 |
— |
|
Άρθρο 14 |
Άρθρο 13 |
|
Άρθρο 15 |
Παραρτήματα I έως IX |
|
Παραρτήματα I έως IX |
— |
|
Παράρτημα X |
— |
|
Παράρτημα XI |