Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32006F0960

    Απόφαση-πλαίσιο 2006/960/ΔΕΥ του Συμβουλίού, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 , για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    ΕΕ L 386 της 29.12.2006, p. 89–100 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

    Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (BG, RO, HR)

    Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 30/12/2006

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec_framw/2006/960/oj

    29.12.2006   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 386/89


    ΑΠΟΦΑΣΗ-ΠΛΑΙΣΙΟ 2006/960/ΔΕΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    της 18ης Δεκεμβρίου 2006

    για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδίως τα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1 του άρθρου 30 και το στοιχείο β) της παραγράφου 2 του άρθρου 34,

    την πρωτοβουλία του Βασιλείου της Σουηδίας,

    τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

    Εκτιμώντας ότι:

    (1)

    Ένας από τους κύριους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι να προσφέρει στους πολίτες της υψηλό επίπεδο προστασίας εντός ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

    (2)

    Ο στόχος αυτός θα πρέπει να επιτευχθεί με την πρόληψη και πάταξη του εγκλήματος μέσω στενότερης συνεργασίας μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών, τηρουμένων ταυτοχρόνως των αρχών και κανόνων των σχετικών με τα δικαιώματα του ανθρώπου, τις θεμελιώδεις ελευθερίες και το κράτος δικαίου, που διέπουν την Ένωση και ισχύουν σε όλα τα κράτη μέλη.

    (3)

    Η ανταλλαγή πληροφοριών και στοιχείων σχετικά με το έγκλημα και τις εγκληματικές δραστηριότητες αποτελεί τη βάση της συνεργασίας για την επιβολή του νόμου στην Ένωση, εξυπηρετεί δε το γενικό στόχο της βελτίωσης της ασφάλειας των πολιτών της Ένωσης.

    (4)

    Η έγκαιρη πρόσβαση σε ακριβείς και ενημερωμένες πληροφορίες και στοιχεία αποτελεί βασική προϋπόθεση ώστε να μπορούν οι αρχές επιβολής του νόμου να εντοπίζουν, να προλαμβάνουν και να διερευνούν το έγκλημα ή τις εγκληματικές δραστηριότητες, ιδίως σε ένα χώρο όπου έχουν καταργηθεί τα εσωτερικά σύνορα. Δεδομένου ότι οι εγκληματικές δραστηριότητες διεξάγονται με μυστικότητα, είναι απαραίτητος ο έλεγχός τους, οι δε πληροφορίες όσον αφορά τους εγκληματίες πρέπει να ανταλλάσσονται με ιδιαίτερη ταχύτητα.

    (5)

    Οι δυνατότητες των αρχών επιβολής του νόμου να λαμβάνουν πληροφορίες και στοιχεία σχετικά με το σοβαρό έγκλημα και τις τρομοκρατικές πράξεις από άλλα κράτη μέλη πρέπει να εξετάζονται οριζοντίως και όχι βάσει των διαφόρων μορφών εγκλήματος ή της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ αρχών επιβολής του νόμου και δικαστικών αρχών.

    (6)

    Προς το παρόν, η αποτελεσματική και ταχεία ανταλλαγή πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ αρχών επιβολής του νόμου παρεμποδίζεται σοβαρά από τις τυπικές διαδικασίες, τις διοικητικές δομές και τα νομικά εμπόδια που προβλέπουν οι νομοθεσίες των κρατών μελών· η κατάσταση αυτή είναι απαράδεκτη για τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και συνεπώς χρειάζεται μεγαλύτερη ασφάλεια και αποτελεσματικότερη επιβολή του νόμου, χωρίς να θίγεται η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

    (7)

    Οι αρχές επιβολής του νόμου πρέπει να είναι σε θέση να ζητούν και να λαμβάνουν πληροφορίες και στοιχεία από άλλα κράτη μέλη καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας, από το στάδιο της συλλογής στοιχείων σχετικά με έγκλημα έως το στάδιο της διερεύνησης του εγκλήματος. Τα συστήματα των κρατών μελών διαφέρουν εν προκειμένω, αλλά η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν επιδιώκει να τα αλλάξει. Ωστόσο, στόχος της είναι, όσον αφορά ορισμένα είδη πληροφοριών και στοιχείων, να εξασφαλίσει την ταχεία ανταλλαγή ορισμένων πληροφοριών ζωτικής σημασίας για τις αρχές επιβολής του νόμου στα πλαίσια της Ένωσης.

    (8)

    Η έλλειψη κοινού νομικού πλαισίου για την αποτελεσματική και ταχεία ανταλλαγή πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών αποτελεί ένα πρόβλημα που θα πρέπει να επιλυθεί· κατά συνέπεια το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κρίνει ότι επιβάλλεται να θεσπισθεί νομικά δεσμευτική πράξη για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν θίγει υπάρχουσες ή μελλοντικές πράξεις που επιτρέπουν την επέκταση ή τη διεύρυνση των στόχων της παρούσας απόφασης-πλαισίου ή διευκολύνουν τις διαδικασίες ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων, όπως η Σύμβαση Aμοιβαίας Συνδρομής και Συνεργασίας μεταξύ τελωνειακών διοικήσεων της 18ης Δεκεμβρίου 1997 που βασίζεται στο πρώην άρθρο Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (1).

    (9)

    Κατά την ανταλλαγή πληροφοριών, η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν θίγει ουσιώδη συμφέροντα εθνικής ασφάλειας και δεν θέτει σε κίνδυνο την επιτυχή έκβαση τρεχουσών ερευνών ή την ασφάλεια προσώπων ή ειδικές δραστηριότητες συλλογής στοιχείων στον τομέα της κρατικής ασφαλείας.

    (10)

    Είναι σημαντικό να προωθηθεί η ευρύτερη δυνατή προώθηση της ανταλλαγής πληροφοριών, ιδίως σε σχέση με αδικήματα που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία, τηρουμένου του απαιτούμενου επιπέδου συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών σύμφωνα με τις ισχύουσες ρυθμίσεις.

    (11)

    Το κοινό συμφέρον των κρατών μελών για την καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος απαιτεί την εξεύρεση της δέουσας ισορροπίας μεταξύ της ταχείας και αποτελεσματικής συνεργασίας σε θέματα επιβολής του νόμου και των συμφωνημένων αρχών και κανόνων σχετικά με την προστασία των δεδομένων, τις θεμελιώδεις ελευθερίες, τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις ατομικές ελευθερίες.

    (12)

    Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με τη δήλωση για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας την οποία ενέκρινε κατά τη σύνοδό του της 25ης Μαρτίου 2004, αναθέτει στο Συμβούλιο να εξετάσει μέτρα για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών.

    (13)

    Όσον αφορά την Ισλανδία και τη Νορβηγία, η παρούσα απόφαση-πλαίσιο συνιστά συνέχεια των διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν που εμπίπτει στον τομέα τον οποίο αναφέρει το άρθρο 1 της απόφασης 1999/437/EΚ του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1999 σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής της συμφωνίας που έχει συναφθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας για τη σύνδεση των δύο αυτών κρατών με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (2). Οι διαδικασίες που ορίζονται με τη συγκεκριμένη συμφωνία τηρήθηκαν όσον αφορά την παρούσα απόφαση-πλαίσιο.

    (14)

    Όσον αφορά την Ελβετία, η παρούσα απόφαση-πλαίσιο συνιστά συνέχεια των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, κατά την έννοια της συμφωνίας που υπογράφηκε μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν, η οποία εμπίπτει στους τομείς τους οποίους αναφέρει το άρθρο 1(Η) της απόφασης 1999/437/ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παράγραφος 1 των αποφάσεων 2004/860/ΕΚ (3) και 2004/849/ΕΚ (4) του Συμβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 2004, για την υπογραφή, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και για την υπογραφή, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, καθώς και για την προσωρινή εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της συμφωνίας αυτής,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ-ΠΛΑΙΣΙΟ:

    ΤΙΤΛΟΣ I

    ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

    Άρθρο 1

    Σκοπός και πεδίο εφαρμογής

    1.   Σκοπός της παρούσας απόφασης-πλαισίου είναι να θεσπίσει τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους οι αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών θα μπορούν να ανταλλάσσουν αποτελεσματικά και γρήγορα υφιστάμενες πληροφορίες και στοιχεία για τη διερεύνηση εγκλήματος ή τη διεξαγωγή επιχειρήσεων συλλογής στοιχείων σχετικά με έγκλημα.

    2.   Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν θίγει διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμούς μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών ούτε τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την αμοιβαία δικαστική συνδρομή ή την αμοιβαία αναγνώριση των ποινικών αποφάσεων, περιλαμβανομένων των όρων που ενδεχομένως θέτουν οι τρίτες χώρες για τη χρήση των παρεχομένων πληροφοριών.

    3.   Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο καλύπτει κάθε πληροφορία και στοιχείο που ορίζεται από το στοιχείο δ) του άρθρου 2. Δεν συνεπάγεται υποχρέωση των κρατών μελών να συγκεντρώνουν και να αποθηκεύουν πληροφορίες και στοιχεία για να τα δίνουν στις αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου των άλλων κρατών μελών.

    4.   Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να παρέχουν πληροφορίες και στοιχεία για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία ενώπιον δικαστικής αρχής ούτε παρέχει δικαίωμα για τη χρήση των εν λόγω πληροφοριών και στοιχείων προς τούτο. Όταν ένα κράτος μέλος έχει αποκτήσει πληροφορίες ή στοιχεία δυνάμει της παρούσας απόφασης-πλαισίου και επιθυμεί να τις χρησιμοποιήσει ως αποδεικτικά στοιχεία ενώπιον δικαστικής αρχής, πρέπει να εξασφαλίσει τη συναίνεση του κράτους μέλους το οποίο παρέσχε τις πληροφορίες ή τα στοιχεία όταν αυτό απαιτείται δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους που παρέσχε τις πληροφορίες ή τα στοιχεία, χρησιμοποιώντας τη νομοθεσία περί δικαστικής συνεργασίας που ισχύει μεταξύ των κρατών μελών. Η συναίνεση αυτή δεν απαιτείται όταν το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έχει ήδη δώσει τη συναίνεσή του για τη χρήση των πληροφοριών ή των στοιχείων ως αποδεικτικών στοιχείων κατά τη διαβίβασή τους.

    5.   Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν επιβάλλει υποχρέωση λήψης πληροφοριών ή στοιχείων μέσω καταναγκαστικών μέτρων, όπως αυτά ορίζονται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, στο κράτος μέλος που λαμβάνει την αίτηση παροχής πληροφοριών ή στοιχείων.

    6.   Τα κράτη μέλη παρέχουν, εφόσον επιτρέπεται από το εθνικό δίκαιο και σύμφωνα με αυτό, πληροφορίες ή στοιχεία τα οποία προηγουμένως αποκτήθηκαν δια καταναγκασμού.

    7.   H παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, οποιεσδήποτε δε σχετικές υποχρεώσεις των αρχών επιβολής του νόμου παραμένουν αμετάβλητες.

    Άρθρο 2

    Ορισμοί

    Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης-πλαισίου:

    α)

    ως «αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου» νοείται η εθνική αστυνομική, τελωνειακή ή άλλη αρχή στην οποία η εθνική νομοθεσία έχει αναθέσει να εντοπίζει, να προλαμβάνει και να διερευνά αξιόποινες πράξεις ή εγκληματικές δραστηριότητες καθώς και να ασκεί εξουσία και να λαμβάνει καταναγκαστικά μέτρα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων αυτών· υπηρεσίες ή μονάδες που ασχολούνται ειδικά με θέματα εθνικής ασφάλειας δεν καλύπτονται από την έννοια της αρμόδιας αρχής επιβολής του νόμου· κάθε κράτος μέλος ορίζει, μέχρι τις. Ένα έτος από την έκδοση της παρούσας απόφασης-πλαισίου., με δήλωση την οποία καταθέτει στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου, τις αρχές οι οποίες καλύπτονται από την έννοια «αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου»· η δήλωση αυτή τροποποιείται ανά πάσα στιγμή,

    β)

    ως «διερεύνηση του εγκλήματος» νοείται το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο λαμβάνονται μέτρα από τις αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου ή δικαστικές αρχές, περιλαμβανομένης της εισαγγελίας, προς διαπίστωση και εντοπισμό των γεγονότων, των υπόπτων και των περιστάσεων που αφορούν μία ή περισσότερες συγκεκριμένες εγκληματικές πράξεις,

    γ)

    ως «επιχείρηση συλλογής μυστικών πληροφοριών σχετικά με έγκλημα» νοείται το στάδιο της διαδικασίας, το οποίο δεν έχει φθάσει ακόμη στο στάδιο της διερεύνησης του εγκλήματος, εντός του οποίου μια αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου εξουσιοδοτείται να συλλέγει, να επεξεργάζεται και να αναλύει πληροφορίες σχετικά με έγκλημα ή εγκληματικές δραστηριότητες προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον έχουν διαπραχθεί ή ενδέχεται να διαπραχθούν συγκεκριμένες εγκληματικές πράξεις στο μέλλον,

    δ)

    ως «πληροφορίες και/ή στοιχεία» νοούνται:

    (i)

    κάθε είδους πληροφορίες ή δεδομένα που κατέχονται από τις αρχές τις αρμόδιες για την επιβολή του νόμου,

    και

    (ii)

    κάθε είδους πληροφορίες ή δεδομένα που κατέχονται από δημόσιες αρχές ή από ιδιωτικές οντότητες και στις οποίες έχουν πρόσβαση οι αρχές οι αρμόδιες για την επιβολή του νόμου χωρίς να ληφθούν καταναγκαστικά μέτρα δυνάμει της παραγράφου 5 του άρθρου 1.

    ε)

    «εγκλήματα προβλεπόμενα από το άρθρο 2 παράγραφος 2) της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ της 13ης Ιουνίου 2002 για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (5)» («εγκλήματα του άρθρου 2 παράγραφος 2 της απόφασης-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ»): εγκλήματα κατά την εθνική νομοθεσία τα οποία αντιστοιχούν ή είναι ισοδύναμα με εκείνα που προβλέπει η εν λόγω διάταξη.

    ΤΙΤΛΟΣ II

    ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

    Άρθρο 3

    Παροχή πληροφοριών και στοιχείων

    1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες και τα στοιχεία είναι δυνατόν να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου των άλλων κρατών μελών δυνάμει της παρούσας απόφασης-πλαισίου.

    2.   Οι πληροφορίες και τα στοιχεία παρέχονται κατόπιν αιτήσεως αρμόδιας αρχής επιβολής του νόμου, που ενεργεί βάσει των εξουσιών εκ της εθνικής νομοθεσίας, στα πλαίσια της διερεύνησης εγκλήματος ή της διεξαγωγής επιχείρησης συλλογής στοιχείων σχετικά με έγκλημα.

    3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι προϋποθέσεις της παροχής πληροφοριών και στοιχείων στις αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου άλλων κρατών μελών δεν είναι αυστηρότερες από τις εφαρμοζόμενες σε εθνικό επίπεδο για την παροχή και αίτηση παροχής πληροφοριών και στοιχείων. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη δεν εξαρτούν από δικαστική συμφωνία ή άδεια την ανταλλαγή, μεταξύ της δικής τους αρμόδιας αρχής επιβολής του νόμου και της αρμόδιας αρχής επιβολής του νόμου άλλου κράτους μέλους, πληροφοριών ή στοιχείων στα οποία, κατά τη διεξαγωγή εσωτερικής διαδικασίας, η αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου στην οποία απευθύνεται η αίτηση παροχής πληροφοριών μπορεί να έχει πρόσβαση χωρίς δικαστική συμφωνία ή άδεια.

    4.   Όταν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση παροχής πληροφοριών, η αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου προς την οποία απευθύνεται η αίτηση μπορεί να έχει πρόσβαση στις ζητούμενες πληροφορίες ή στοιχεία μόνο με συμφωνία ή άδεια δικαστικής αρχής, η εν λόγω αρμόδια αρχή οφείλει να ζητήσει από την αρμόδια δικαστική αρχή συμφωνία ή άδεια πρόσβασης στις οικείες πληροφορίες και άδεια ανταλλαγής τους. Όταν λαμβάνει την απόφασή της, η αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση εφαρμόζει τους αυτούς κανόνες που θα ίσχυαν, με την επιφύλαξη του άρθρου 10 παράγραφοι 1 και 2, σε μια καθαρά εσωτερική υπόθεση.

    5.   Όταν οι πληροφορίες ή τα στοιχεία που ζητούνται έχουν ληφθεί από άλλο κράτος μέλος ή από τρίτη χώρα και υπόκεινται στον κανόνα της ειδικότητας, μπορούν να διαβιβασθούν στην αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου άλλου κράτους μέλους μόνο με τη συγκατάθεση του κράτους μέλους ή της τρίτης χώρας που παρέσχε τις πληροφορίες ή τα στοιχεία.

    Άρθρο 4

    Προθεσμίες παροχής πληροφοριών και στοιχείων

    1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι διαδικασίες τους επιτρέπουν να απαντούν εντός 8 ωρών το πολύ σε επείγουσες αιτήσεις παροχής πληροφοριών και στοιχείων, οι οποίες αφορούν τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπει η παράγραφος 2 του άρθρου 2 της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ στην περίπτωση που οι ζητούμενες πληροφορίες και τα στοιχεία τηρούνται σε βάση δεδομένων στην οποία έχουν άμεση πρόσβαση οι αρχές επιβολής του νόμου.

    2.   Εάν η αρμόδια αρχή προς την οποία απευθύνεται η αίτηση δεν είναι σε θέση να απαντήσει εντός 8 ωρών, εκθέτει τους σχετικούς λόγους με τη βοήθεια του εντύπου που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Α. Όταν η παροχή των πληροφοριών ή των στοιχείων που ζητούνται εντός 8 ωρών θα επιβάρυνε δυσανάλογα την αρχή επιβολής του νόμου προς την οποία απευθύνεται η αίτηση, η εν λόγω αρχή μπορεί να αναβάλει την παροχή των πληροφοριών ή των στοιχείων. Στην περίπτωση αυτή, ενημερώνει αμέσως την αιτούσα αρχή επιβολής του νόμου για την αναβολή και παρέχει τις αιτούμενες πληροφορίες ή στοιχεία το συντομότερο δυνατόν, αλλά το αργότερο εντός τριών ημερών. Η χρήση της παρούσας παραγράφου θα επανεξετασθεί μέχρι τις Τρία έτη μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης-πλαισίου..

    3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι μη επείγουσες αιτήσεις παροχής πληροφοριών και στοιχείων, που αφορούν αξιόποινες πράξεις του άρθρου 2 παράγραφος 2 της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ να λαμβάνουν απάντηση εντός εβδομάδος εάν οι ζητούμενες πληροφορίες και στοιχεία τηρούνται σε βάση δεδομένων στην οποία οι αρχές επιβολής του νόμου έχουν άμεση πρόσβαση. Εάν η αρμόδια αρχή προς την οποία απευθύνεται η αίτηση δεν είναι σε θέση να απαντήσει εντός εβδομάδος, εκθέτει τους σχετικούς λόγους με τη βοήθεια του εντύπου που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Α.

    4.   Σε κάθε άλλη περίπτωση, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ζητούμενες πληροφορίες διαβιβάζονται στην αιτούσα αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου εντός 14 ημερών. Εάν η αρμόδια αρχή η οποία λαμβάνει την αίτηση δεν είναι σε θέση να απαντήσει εντός 14 ημερών, εκθέτει τους σχετικούς λόγους με τη βοήθεια του εντύπου που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Α.

    Άρθρο 5

    Αιτήσεις παροχής πληροφοριών και στοιχείων

    1.   Πληροφορίες και στοιχεία είναι δυνατόν να ζητούνται για τον εντοπισμό, την πρόληψη ή τη διερεύνηση αδικήματος εφόσον υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι ώστε να θεωρηθεί ότι άλλα κράτη διαθέτουν σχετικές πληροφορίες και στοιχεία. Η αίτηση εκθέτει τους αντικειμενικούς αυτούς λόγους και εξηγεί το σκοπό για τον οποίο ζητούνται οι εν λόγω πληροφορίες και στοιχεία και τη σχέση μεταξύ του σκοπού και του προσώπου το οποίο αφορούν οι πληροφορίες και τα στοιχεία.

    2.   Η αιτούσα αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου αποφεύγει να ζητεί περισσότερες πληροφορίες ή στοιχεία ή να τάσσει συντομότερες προθεσμίες από τις απαιτούμενες για το σκοπό της αίτησης.

    3.   Οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών ή στοιχείων περιέχουν τουλάχιστον τις πληροφορίες που βρίσκονται στο Παράρτημα Β.

    Άρθρο 6

    Δίαυλοι επικοινωνίας και γλώσσα

    1.   Η ανταλλαγή πληροφοριών και στοιχείων δυνάμει της παρούσας απόφασης-πλαισίου μπορεί να διεξαχθεί μέσω όλων των υφιστάμενων διαύλων διεθνούς συνεργασίας στον τομέα της επιβολής του νόμου. Για την αίτηση και την ανταλλαγή πληροφοριών θα χρησιμοποιείται η γλώσσα που ισχύει για το συγκεκριμένο δίαυλο επικοινωνίας. Τα κράτη μέλη, όταν κάνουν τις δηλώσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο α), παρέχουν στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και τις λεπτομέρειες για τα σημεία επαφής στα οποία μπορούν να αποστέλλονται αιτήσεις σε επείγουσες περιπτώσεις. Οι λεπτομέρειες αυτές μπορούν να τροποποιούνται οποιαδήποτε στιγμή. Η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου κοινοποιεί στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή τις δηλώσεις που παραλαμβάνει.

    2.   Οι πληροφορίες ή τα στοιχεία ανταλλάσσονται επίσης με την Ευρωπόλ σύμφωνα με τη Σύμβαση για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (σύμβαση Europol) δυνάμει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Σύμβαση Ευρωπόλ) (6), και στην Eurojust σύμφωνα με την απόφαση 2002/187/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002 σχετικά με τη σύσταση της Eurojust, προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση των σοβαρών μορφών εγκλήματος (7), εφόσον η ανταλλαγή αφορά αξιόποινη πράξη ή εγκληματική δραστηριότητα που εμπίπτει στην εντολή τους.

    Άρθρο 7

    Αυθόρμητη ανταλλαγή πληροφοριών και στοιχείων

    1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, οι αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου παρέχουν πληροφορίες και στοιχεία στις αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου άλλων ενδιαφερόμενων κρατών μελών, χωρίς να τους ζητηθεί εκ των προτέρων, εφόσον υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι ώστε να θεωρηθεί ότι οι εν λόγω πληροφορίες και στοιχεία θα μπορούσαν να διευκολύνουν τον εντοπισμό, την πρόληψη ή τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων που περιέχονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 2 της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ. Η αυθόρμητη αυτή ανταλλαγή πραγματοποιείται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους που παρέχει τις πληροφορίες.

    2.   Η παροχή πληροφοριών και στοιχείων περιορίζεται στα στοιχεία που θεωρούνται σχετικά και αναγκαία για τον επιτυχή εντοπισμό, την πρόληψη ή τη διερεύνηση του συγκεκριμένου εγκλήματος ή εγκληματικής δραστηριότητας.

    Άρθρο 8

    Προστασία των δεδομένων

    1.   Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι οι καθιερωμένοι κανόνες σχετικά με την προστασία των δεδομένων, που προβλέπονται για τη χρήση των διαύλων επικοινωνίας οι οποίοι αναφέρονται από την παράγραφο 1 του άρθρου 6, εφαρμόζονται και στα πλαίσια της διαδικασίας ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων που προβλέπονται από την παρούσα απόφαση-πλαίσιο.

    2.   Η χρήση πληροφοριών και στοιχείων οι οποίες ανταλλάσσονται απευθείας ή σε διμερές επίπεδο δυνάμει της παρούσας συμφωνίας-πλαίσιο υπόκειται στις εθνικές διατάξεις περί προστασίας των δεδομένων του κράτους μέλους που λαμβάνει την αίτηση, όταν οι πληροφορίες και τα στοιχεία υπάγονται στους ίδιους κανόνες περί προστασίας των δεδομένων, όπως εάν είχαν συγκεντρωθεί στο κράτος μέλος που λαμβάνει την αίτηση. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υφίστανται επεξεργασία στα πλαίσια της εφαρμογής της παρούσας απόφασης-πλαισίου προστατεύονται σύμφωνα με τη σύμβαση της 28ης Ιανουαρίου 1981 του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα και, για τα κράτη μέλη που το έχουν κυρώσει σύμφωνα με το πρόσθετο πρωτόκολλο της 8ης Νοεμβρίου 2001 της προαναφερθείσας σύμβασης, το οποίο αφορά τις εποπτικές αρχές και τη διαμεθοριακή κυκλοφορία δεδομένων. Οι αρχές της σύστασης αριθ. R(87) 15 του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη ρύθμιση της χρήσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον αστυνομικό τομέα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη όταν οι αρχές επιβολής του νόμου χρησιμοποιούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αποκτήθηκαν δυνάμει της παρούσας απόφασης-πλαισίου.

    3.   Οι πληροφορίες και τα στοιχεία, στα οποία αναφέρεται η παρούσα απόφαση-πλαίσιο, επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τις αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου του κράτους μέλους στο οποίο έχουν παρασχεθεί αποκλειστικά για τους σκοπούς για τους οποίους έχουν παρασχεθεί σύμφωνα με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο ή για την αποτροπή άμεσης και σοβαρής απειλής κατά της δημόσιας ασφάλειας· η επεξεργασία τους για άλλους σκοπούς επιτρέπεται μόνο κατόπιν αδείας του κράτους μέλους που τα διαβίβασε και βάσει του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους που τα λαμβάνει. Η άδεια μπορεί να παρασχεθεί εφόσον το επιτρέπει η εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους που διαβιβάζει.

    4.   Κατά την παροχή πληροφοριών και στοιχείων δυνάμει της παρούσας απόφασης-πλαισίου, η αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου μπορεί, σύμφωνα με την εθνική της νομοθεσία, να θέτει στην αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου, προς την οποία παρέχει τις εν λόγω πληροφορίες, όρους όσον αφορά τη χρήση τους. Είναι επίσης δυνατόν να τεθούν όροι όσον αφορά τη γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων της διερεύνησης του εγκλήματος ή της επιχείρησης συλλογής στοιχείων σχετικά με το έγκλημα, στα πλαίσια της οποίας έλαβε χώρα η ανταλλαγή πληροφοριών και στοιχείων. Η αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου προς την οποία διαβιβάζονται οι πληροφορίες δεσμεύεται από τους όρους αυτούς, εκτός εάν η εθνική νομοθεσία προβλέπει ότι οι περιορισμοί στη χρήση αίρονται για τις δικαστικές αρχές, τα νομοθετικά σώματα ή άλλα ανεξάρτητα σώματα που ιδρύθηκαν βάσει νόμου και έχουν αναλάβει την ευθύνη της εποπτείας των αρμόδιων αρχών επιβολής του νόμου. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι πληροφορίες και τα στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο κατόπιν διαβουλεύσεων με το κράτος μέλος που διεβίβασε, του οποίου τα συμφέροντα και οι απόψεις πρέπει να ληφθούν υπόψη όσο το δυνατόν περισσότερο. Το κράτος μέλος προς το οποίο διαβιβάζονται οι πληροφορίες μπορεί σε ειδικές περιπτώσεις να κληθεί από το κράτος μέλος που έκανε την κοινοποίηση να παράσχει πληροφορίες για την χρήση και την περαιτέρω επεξεργασία των πληροφοριών και στοιχείων που διαβιβάστηκαν.

    Άρθρο 9

    Εμπιστευτικότητα

    Οι αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου λαμβάνουν δεόντως υπόψη τους, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ανταλλαγής πληροφοριών ή στοιχείων, τις απαιτήσεις του απορρήτου της ανάκρισης. Προς τούτο οι αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου εγγυώνται, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, την εμπιστευτικότητα όλων των παρεχόμενων πληροφοριών και στοιχείων που χαρακτηρίζονται ως εμπιστευτικά.

    Άρθρο 10

    Λόγοι παρακράτησης πληροφοριών ή στοιχείων

    1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του άρθρου 3, μια αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου μπορεί να αρνηθεί να παράσχει πληροφορίες ή στοιχεία μόνο εφόσον υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι ώστε να υποθέσει ότι η παροχή των πληροφοριών ή στοιχείων:

    α)

    θα έβλαπτε ουσιώδη συμφέροντα εθνικής ασφάλειας του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση,

    ή

    β)

    θα έθετε σε κίνδυνο την επιτυχία διεξαγομένης έρευνας ή επιχείρησης συλλογής στοιχείων σχετικά με έγκλημα, ή την ασφάλεια προσώπων,

    ή

    γ)

    είναι σαφώς δυσανάλογη ή άσχετη με τους σκοπούς για τους οποίους ζητήθηκε.

    2.   Όταν η αίτηση αφορά αξιόποινη πράξη που δυνάμει της νομοθεσίας του αιτούντος κράτους μέλους τιμωρείται με ποινή φυλάκισης διάρκειας μικρότερης ή ίσης του ενός έτους, η αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου μπορεί να αρνηθεί να παράσχει τις πληροφορίες ή τα στοιχεία που ζητούνται.

    3.   Η αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου αρνείται να παράσχει πληροφορίες ή στοιχεία εάν η αρμόδια δικαστική αρχή δεν έχει επιτρέψει την πρόσβαση στις ζητούμενες πληροφορίες και την ανταλλαγή τους σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 3.

    ΤΙΤΛΟΣ III

    ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 11

    Εφαρμογή

    1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο πριν τις 19ης Δεκεμβρίου 2006.

    2.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και την Επιτροπή το κείμενο όλων των διατάξεων με τις οποίες μεταφέρουν στην εθνική τους νομοθεσία τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλει η παρούσα απόφαση-πλαίσιο. Βάσει των ανωτέρω και άλλων πληροφοριών τις οποίες παρέχουν τα κράτη μέλη όταν τους ζητηθούν, η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο, μέχρι τις 19ης Δεκεμβρίου 2006έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας απόφασης-πλαισίου. Το Συμβούλιο εκτιμά μέχρι τις 19ης Δεκεμβρίου 2006τη συμμόρφωση των κρατών μελών με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο.

    Άρθρο 12

    Σχέση με άλλες πράξεις

    1.   Οι διατάξεις του άρθρου 39 παράγραφοι 1, 2 και 3 και του άρθρου 46 της Σύμβασης Εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν (8), στο βαθμό που αφορούν την ανταλλαγή πληροφοριών και στοιχείων για το σκοπό της διερεύνησης εγκλήματος ή της διεξαγωγής επιχειρήσεων συλλογής στοιχείων, όπως προβλέπονται από την παρούσα απόφαση-πλαίσιο, αντικαθίστανται από την παρούσα απόφαση-πλαίσιο.

    2.   Οι αποφάσεις της Eκτελεστικής Επιτροπής του Σένγκεν της 16ης Δεκεμβρίου 1998 σχετικά με τη διασυνοριακή αστυνομική συνεργασία στον τομέα της πρόληψης και εξιχνίασης του εγκλήματος (SCH/Com-ex (98) 51 rev 3) (9) και της 28ης Απριλίου 1999 σχετικά με τη βελτίωση της αστυνομικής συνεργασίας κατά την πρόληψη και έρευνα ποινικών αδικημάτων (SCH/Com-ex (99) 18) (10) καταργούνται.

    3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμούς που ισχύουν κατά τη στιγμή της θέσπισης της παρούσας απόφασης-πλαισίου, καθόσον οι εν λόγω συμφωνίες ή διακανονισμοί επιτρέπουν την επέκταση των στόχων της παρούσας απόφασης-πλαισίου και συμβάλλουν στην απλούστευση ή περαιτέρω διευκόλυνση των διαδικασιών ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης-πλαισίου.

    4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να συνάπτουν ή να θέτουν σε ισχύ διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμούς μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης-πλαισίου καθόσον οι εν λόγω συμφωνίες ή διακανονισμοί επιτρέπουν την επέκταση των στόχων της παρούσας απόφασης-πλαισίου και συμβάλλουν στην απλούστευση ή περαιτέρω διευκόλυνση των διαδικασιών ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης-πλαισίου.

    5.   Οι συμφωνίες και οι διακανονισμοί που αναφέρονται από τις παραγράφους 3 και 4 δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να επηρεάζουν τις σχέσεις με κράτη μέλη που δεν αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη τους.

    6.   Μέχρι τις 19ης Δεκεμβρίου 2006τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, τις ισχύουσες συμφωνίες και διακανονισμούς που αναφέρει η παράγραφος 3 και που επιθυμούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν.

    7.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν επίσης στο Συμβούλιο και την Επιτροπή τις νέες συμφωνίες ή νέους διακανονισμούς που αναφέρει η παράγραφος 4 εντός τριών μηνών από την υπογραφή τους ή από την έναρξη της ισχύος τους, όταν πρόκειται για συμφωνίες που είχαν ήδη υπογραφεί πριν από την έκδοση της παρούσας απόφασης-πλαισίου.

    Άρθρο 13

    Έναρξη ισχύος

    Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο αρχίζει να ισχύει από την επόμενη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Έγινε στις Βρυξέλλες, 18ης Δεκεμβρίου 2006

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    J.-E. ENESTAM


    (1)  ΕΕ C 24, 23.1.1998, σ. 2.

    (2)  EE L 176, 10.7.1999, σ. 31.

    (3)  EE L 370, 17.12.2004, σ. 78.

    (4)  EE L 368, 15.12.2004, σ. 26.

    (5)  ΕΕ L 190, 18.7.2002, σ. 1.

    (6)  EE C 316, 27.11.1995, σ. 2. Σύμβαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία από το Πρωτόκολλο που συνετάγη βάσει του άρθρου 43 παράγραφος 1 της Σύμβασης Europol (EE C 2, 6.1.2004, σ. 3).

    (7)  ΕΕ L 63, 6.3.2002, σ. 1. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την απόφαση 2003/659/ΔΕΥ (ΕΕ L 245, 29.9.2003, σ. 44).

    (8)  ΕΕ L 239, 22.9.2000, σ. 19. Σύμβαση η οποία τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1160/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 191, 22.7.2005, σ. 18).

    (9)  ΕΕ L 239, 22.9.2000, σ. 407.

    (10)  ΕΕ L 239, 22.9.2000, σ. 421.


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ A

    ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΠΛΑΙΣΙΟΥ 2006/960/ΔΕΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΝΤΥΠΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ Η ΑΙΤΗΣΗ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗΣ/ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗΣ/ΑΡΝΗΣΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

    Το παρόν έντυπο χρησιμοποιείται προκειμένου να διαβιβάζονται οι πληροφορίες και/ή τα στοιχεία που ζητήθηκαν, να ενημερώνεται η αιτούσα αρχή για την αδυναμία τήρησης της κανονικής προθεσμίας, την ανάγκη υποβολής της αίτησης σε δικαστική αρχή για τη χορήγηση άδειας ή την άρνηση διαβίβασης πληροφοριών.

    Το παρόν έντυπο μπορεί να χρησιμοποιείται περισσότερες από μία φορές κατά τη διαδικασία (π.χ. εάν η αίτηση πρέπει πρώτα να υποβληθεί σε δικαστική αρχή και εν συνεχεία διαπιστώνεται ότι συντρέχει λόγος άρνησης εκτέλεσης της αίτησης).

    Image 1

    Κείμενο της εικόνας

    Image 2

    Κείμενο της εικόνας

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ B

    ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ-ΠΛΑΙΣΙΟΥ 2006/960/ΔΕΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΝΤΥΠΟ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΤΟΥΝ ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΛΟΣ

    Το παρόν έντυπο χρησιμοποιείται όταν ζητούνται πληροφορίες ή στοιχεία δυνάμει της απόφασης-πλαισίου 2006/960/ΔΕΥ.

    Image 3

    Κείμενο της εικόνας

    Image 4

    Κείμενο της εικόνας

    Image 5

    Κείμενο της εικόνας

    Top