Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32004D0676

    2004/676/ΕΚ: Απόφαση του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2004, σχετικά με τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας

    ΕΕ L 310 της 7.10.2004, p. 9–63 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)
    ΕΕ L 142M της 30.5.2006, p. 353–407 (MT)

    Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (BG, RO, HR)

    Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 11/08/2016; καταργήθηκε από 32016D1351

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2004/676/oj

    7.10.2004   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 310/9


    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

    της 24ης Σεπτεμβρίου 2004

    σχετικά με τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας

    (2004/676/ΕΚ)

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    την κοινή δράση 2004/551/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2004, για τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας (1) και ιδίως το άρθρο 11 (3)(3.1) αυτής,

    ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

    ΤΙΤΛΟΣ I

    ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 1

    1.   Ο παρών Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης εφαρμόζεται στο προσωπικό που έχει προσληφθεί επί συμβάσει από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας (εφεξής «υπάλληλοι» και «Οργανισμός»).

    Οι εν λόγω υπάλληλοι έχουν την ιδιότητα:

    του έκτακτου υπαλλήλου, ή

    του συμβασιούχου υπαλλήλου.

    2.   Κατά την έννοια του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή (εφεξής «ΑΣΣΑ») προσδιορίζεται δυνάμει των σχετικών διατάξεων της κοινής δράσης 2004/551/ΚΕΠΠΑ.

    3.   Κάθε αναφορά σε πρόσωπα στον παρόντα Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης, ανεξαρτήτως του χρησιμοποιούμενου γραμματικού γένους, νοείται ως αναφερόμενη εξίσου και στα δύο φύλα, εκτός εάν από τα συμφραζόμενα συνάγεται σαφώς το αντίθετο.

    ΤΙΤΛΟΣ II

    ΕΚΤΑΚΤΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

    Γενικές διατάξεις

    Άρθρο 2

    Θεωρείται «έκτακτος υπάλληλος» κατά την έννοια του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται για να καταλάβει προσωρινά θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων τον προσαρτημένο στον προϋπολογισμό του Οργανισμού.

    Άρθρο 3

    Η διάρκεια πρόσληψης έκτακτου υπαλλήλου δεν υπερβαίνει την τετραετία, δύναται όμως να περιορίζεται σε συντομότερο διάστημα. Η σύμβαση δύναται να ανανεωθεί μία μόνο φορά για διάστημα δύο ετών το πολύ, εφόσον η δυνατότητα ανανέωσης έχει προβλεφθεί στην αρχική σύμβαση και εντός των ορίων που προβλέπονται στη σύμβαση αυτή. Κατά τη λήξη της περιόδου αυτής, λύεται η με βάση τις παρούσες διατάξεις σχέση εργασίας του έκτακτου υπαλλήλου.

    Άρθρο 4

    Κάθε πρόσληψη έκτακτου υπαλλήλου δύναται να έχει ως αντικείμενο μόνον την πλήρωση κενής θέσεως που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων τον προσαρτημένο στον προϋπολογισμό του Οργανισμού, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον παρόντα Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης.

    Άρθρο 5

    1.   Κατά την εφαρμογή του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, απαγορεύεται οιαδήποτε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, ηλικίας, αναπηρίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.

    Για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, οι μη έγγαμες σχέσεις συμβίωσης εξομοιούνται προς το γάμο, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλοι οι απαριθμούμενοι στο άρθρο 1 παράγραφος 2, στοιχείο γ), του παραρτήματος V όροι.

    2.   Προκειμένου να εξασφαλισθεί εμπράκτως η πλήρης ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών στην εργασία, πράγμα που αποτελεί ουσιώδες στοιχείο το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή όλων των πτυχών του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει τον Οργανισμό να διατηρήσει ή να θεσπίσει μέτρα που προβλέπουν ειδικά πλεονεκτήματα τα οποία διευκολύνουν το λιγότερο εκπροσωπούμενο φύλο να συνεχίσει μια επαγγελματική δραστηριότητα ή προλαμβάνουν ή αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα στην επαγγελματική σταδιοδρομία.

    3.   Ο Οργανισμός, μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή Προσωπικού, καθορίζει μέτρα και δράσεις για την προαγωγή της παροχής ίσων ευκαιριών σε άνδρες και γυναίκες στους τομείς που καλύπτονται από τον παρόντα Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης, και θεσπίζει τις κατάλληλες διατάξεις ιδίως για την επανόρθωση των πραγματικών ανισοτήτων που ανακόπτουν τις ευκαιρίες των γυναικών στους τομείς αυτούς.

    4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ένα πρόσωπο θεωρείται ανάπηρο εφόσον παρουσιάζει σωματική ή πνευματική μειονεξία η οποία είναι ή πιθανολογείται ότι είναι μόνιμη. Η μειονεξία αυτή πιστοποιείται σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 36 διαδικασία.

    Ένα πρόσωπο με αναπηρία πληροί τους όρους του άρθρου 35 παράγραφος 2, στοιχείο δ), εάν δύναται να εκτελεί τα ουσιώδη καθήκοντα θέσης εργασίας, εφόσον γίνουν λογικές διαρρυθμίσεις.

    Ως «λογικές διαρρυθμίσεις» σε σχέση με τα ουσιώδη καθήκοντα της θέσης εργασίας νοούνται τα κατάλληλα μέτρα, όπου απαιτείται, που παρέχουν τη δυνατότητα στο πρόσωπο με αναπηρία να έχει πρόσβαση, να συμμετέχει ή να προωθείται στην απασχόληση ή να εκπαιδεύεται, εκτός εάν τα μέτρα αυτά αποτελούν υπερβολική επιβάρυνση για τον εργοδότη.

    5.   Οσάκις πρόσωπα καλυπτόμενα από τον παρόντα Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης τα οποία θεωρούν ότι βλάπτονται, επειδή η αρχή της ίσης μεταχείρισης, όπως προαναφέρθηκε, δεν εφαρμόσθηκε σε αυτά, αποδεικνύουν γεγονότα, από τα οποία τεκμαίρεται ότι υπήρξε άμεση ή έμμεση διάκριση, ο Οργανισμός φέρει το βάρος της απόδειξης ότι δεν υπήρξε παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Η παρούσα διάταξη δεν εφαρμόζεται στις πειθαρχικές διαδικασίες.

    6.   Τηρουμένης της αρχής περί μη διακρίσεων και της αρχής της αναλογικότητας, κάθε περιορισμός στην εφαρμογή των αρχών αυτών πρέπει να είναι εύλογα και αντικειμενικά δικαιολογημένος και πρέπει να ανταποκρίνεται σε θεμιτούς στόχους γενικού συμφέροντος στο πλαίσιο της πολιτικής προσωπικού.

    Άρθρο 6

    1.   Οι εν ενεργεία έκτακτοι υπάλληλοι έχουν δικαίωμα στα μέτρα κοινωνικής φύσεως που θεσπίζει ο Οργανισμός και στις υπηρεσίες που παρέχονται από την Επιτροπή Προσωπικού. Οι πρώην έκτακτοι υπάλληλοι μπορούν να έχουν δικαίωμα σε περιορισμένα ειδικά μέτρα κοινωνικής φύσεως.

    2.   Στους εν ενεργεία έκτακτους υπαλλήλους παρέχονται όροι εργασίας οι οποίοι πληρούν κατάλληλα πρότυπα υγείας και ασφάλειας ισοδύναμα τουλάχιστον με τις ελάχιστες απαιτήσεις που εφαρμόζονται στο πλαίσιο των μέτρων που έχουν θεσπισθεί στους τομείς αυτούς σύμφωνα με τις συνθήκες.

    Άρθρο 7

    1.   Οι θέσεις που καλύπτονται από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης κατατάσσονται, ανάλογα με τη φύση και τη σημασία των καθηκόντων στα οποία αντιστοιχούν, σε μια ομάδα καθηκόντων των υπαλλήλων διοικήσεως (στο εξής «AD») και σε μια ομάδα καθηκόντων των βοηθών υπαλλήλων (στο εξής «AST»).

    2.   Η ομάδα καθηκόντων AD περιλαμβάνει δώδεκα βαθμούς που αντιστοιχούν σε διοικητικά, συμβουλευτικά, γλωσσικά και επιστημονικά καθήκοντα. Η ομάδα καθηκόντων AST περιλαμβάνει ένδεκα βαθμούς που αντιστοιχούν σε εκτελεστικά καθήκοντα, καθώς και σε εργασίες γραφείου και τεχνικής φύσεως.

    3.   Για διορισμό σε θέση υπαλλήλου απαιτούνται τουλάχιστον τα εξής:

    α)

    για την ομάδα καθηκόντων AST:

    i)

    τριτοβάθμια εκπαίδευση που πιστοποιείται με δίπλωμα, ή

    ii)

    δευτεροβάθμια εκπαίδευση που πιστοποιείται με δίπλωμα το οποίο δίνει δικαίωμα εισόδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, και κατάλληλη επαγγελματική πείρα τουλάχιστον τριών ετών, ή

    iii)

    οσάκις δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ή επαγγελματική πείρα ισοδυνάμου επιπέδου,

    β)

    για την ομάδα καθηκόντων AD και για τους βαθμούς 5 και 6:

    i)

    εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές τουλάχιστον τριών ετών πιστοποιούμενες με δίπλωμα, ή

    ii)

    οσάκις δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ισοδυνάμου επιπέδου,

    γ)

    για την ομάδα καθηκόντων AD και για τους βαθμούς 7 έως 16:

    i)

    εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές πιστοποιούμενες με δίπλωμα, όταν η κανονική διάρκεια της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι τέσσερα έτη ή περισσότερα, ή

    ii)

    εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές πιστοποιούμενες με δίπλωμα, και κατάλληλη επαγγελματική πείρα τουλάχιστον ενός έτους, όταν η κανονική διάρκεια της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι τουλάχιστον τρία έτη, ή

    iii)

    όταν δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ισοδυνάμου επιπέδου.

    4.   Στο παράρτημα VII περιλαμβάνεται πίνακας στον οποίο περιγράφονται οι τύποι θέσεων. Με αναφορά στον πίνακα αυτόν, ο Οργανισμός, μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή Προσωπικού, καθορίζει τα καθήκοντα και τις συναφείς με κάθε τύπο θέσεως αρμοδιότητες.

    Άρθρο 8

    1.   Η ΑΣΣΑ τοποθετεί, με διορισμό ή μετάθεση, προς το συμφέρον και μόνον της υπηρεσίας και χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ιθαγένεια, κάθε έκτακτο υπάλληλο σε θέση της ομάδας καθηκόντων του που αντιστοιχεί στο βαθμό του.

    Ο έκτακτος υπάλληλος δύναται να ζητήσει να μετατεθεί εντός του Οργανισμού.

    2.   Ο έκτακτος υπάλληλος δύναται να κληθεί να καταλάβει, προσωρινά, θέση της ομάδας καθηκόντων του που αντιστοιχεί σε βαθμό ανώτερο του βαθμού στον οποίο ανήκει. Από την αρχή του τέταρτου μήνα αυτής της προσωρινής τοποθέτησης, εισπράττει εξισωτική αποζημίωση ίση με τη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που αντιστοιχούν στο βαθμό και στο κλιμάκιο στα οποία ανήκει και των αποδοχών τις οποίες θα ελάμβανε στο κλιμάκιο στο οποίο θα είχε καταταγεί αν είχε διορισθεί στο βαθμό που αντιστοιχεί στην προσωρινή του τοποθέτηση.

    Η διάρκεια της προσωρινής τοποθέτησης δεν υπερβαίνει το ένα έτος, εκτός αν η τοποθέτηση έχει ως αντικείμενο να εξασφαλίσει, άμεσα ή έμμεσα, την αντικατάσταση εκτάκτου υπαλλήλου που έχει αποσπασθεί για το συμφέρον της υπηρεσίας σε άλλη θέση ή έχει κληθεί υπό τα όπλα ή είναι σε αναρρωτική άδεια μεγάλης διάρκειας.

    Άρθρο 9

    1.   Η σύμβαση του έκτακτου υπαλλήλου καθορίζει επακριβώς το βαθμό και το κλιμάκιο στους οποίους προσλαμβάνεται ο έκτακτος υπάλληλος.

    2.   Η τοποθέτηση έκτακτου υπαλλήλου σε θέση που αντιστοιχεί σε βαθμό ανώτερο από το βαθμό στον οποίο έχει προσληφθεί, καθιστά αναγκαία τη σύναψη συμπληρωματικής συμφωνίας στη σύμβαση προσλήψεώς του.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

    Δικαιώματα και υποχρεώσεις

    Άρθρο 10

    1.   Ο έκτακτος υπάλληλος πρέπει να ασκεί τα καθήκοντά του και να ενεργεί λαμβάνοντας αποκλειστικά υπόψη τα συμφέροντα του Οργανισμού· δεν επιζητεί ούτε δέχεται υποδείξεις από οιαδήποτε κυβέρνηση, εξουσία, οργάνωση ή άτομο εκτός του Οργανισμού. Ασκεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο, τηρώντας το καθήκον πίστεως που υπέχει έναντι του Οργανισμού.

    2.   Ο έκτακτος υπάλληλος δεν επιτρέπεται να δέχεται, χωρίς την άδεια της ΑΣΣΑ, από οιαδήποτε κυβέρνηση ή πηγή ξένη προς τον Οργανισμό, τιμητικές διακρίσεις, παράσημα, εύνοια, δωρεά ή αμοιβή οιασδήποτε φύσεως, εκτός εάν πρόκειται για υπηρεσίες που είχαν παρασχεθεί είτε πριν από το διορισμό του ή κατά τη διάρκεια ειδικής άδειας για την εκπλήρωση στρατιωτικής ή ανάλογης πολιτικής θητείας και στο πλαίσιο των υπηρεσιών αυτών.

    Άρθρο 11

    1.   Κατά την άσκηση των καθηκόντων του και εκτός αντιθέτου διατάξεως, ο έκτακτος υπάλληλος δεν απασχολείται σε καμία υπόθεση στην οποία έχει, αμέσως ή εμμέσως, προσωπικό συμφέρον, ιδίως οικογενειακό ή οικονομικό, φύσεως ικανής να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του.

    2.   Ο έκτακτος υπάλληλος ο οποίος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, συμβαίνει να απασχοληθεί με υπόθεση όπως η προαναφερόμενη, ενημερώνει αμέσως σχετικά την ΑΣΣΑ. Η ΑΣΣΑ λαμβάνει τα επιβαλλόμενα μέτρα και δύναται, ιδίως, να απαλλάσσει τον υπάλληλο από τον χειρισμό της υποθέσεως αυτής.

    3.   Ο έκτακτος υπάλληλος δεν δύναται να διατηρεί ή να αποκτά, αμέσως ή εμμέσως, στις επιχειρήσεις που υπόκεινται στον έλεγχο του Οργανισμού ή σχετίζονται με τον εν λόγω Οργανισμό, συμφέροντα τέτοιας φύσεως και εκτάσεως που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του κατά την άσκηση των καθηκόντων του.

    Άρθρο 12

    Ο έκτακτος υπάλληλος απέχει από κάθε πράξη ή συμπεριφορά που μπορούν να θίξουν την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός του.

    Άρθρο 13

    1.   Ο έκτακτος υπάλληλος απέχει από κάθε μορφή ηθικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης.

    2.   Ο έκτακτος υπάλληλος που υπήρξε θύμα ηθικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης δεν υφίσταται καμία επιβλαβή συνέπεια εκ μέρους του Οργανισμού. Ο έκτακτος υπάλληλος που έχει δώσει αποδείξεις για ηθική ή σεξουαλική παρενόχληση δεν υφίσταται καμία επιβλαβή συνέπεια εκ μέρους του Οργανισμού, υπό τον όρο ότι έχει ενεργήσει εντίμως.

    3.   Ως «ηθική παρενόχληση» νοείται η καταχρηστική επί ορισμένο χρονικό διάστημα διαγωγή που εκδηλώνεται κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό με είδη συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή άλλες πράξεις που γίνονται με πρόθεση και θίγουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός προσώπου.

    4.   Ως «σεξουαλική παρενόχληση» νοείται μια συμπεριφορά γενετήσιου περιεχομένου, μη επιθυμητή από το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται και η οποία έχει ως στόχο ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειάς του ή τη δημιουργία ενός εκφοβιστικού, εχθρικού, υβριστικού ή ενοχλητικού περιβάλλοντος. Η σεξουαλική παρενόχληση αντιμετωπίζεται ως διάκριση βάσει του φύλου.

    Άρθρο 14

    1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 16, ο έκτακτος υπάλληλος που προτίθεται να ασκήσει εξωτερική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη, ή να εκτελέσει υπηρεσία εκτός του Οργανισμού, λαμβάνει προηγουμένως άδεια από την ΑΣΣΑ. Άρνηση της αδείας χωρεί μόνον, εάν η εν λόγω δραστηριότητα ή υπηρεσία είναι ικανή να παρεμποδίσει την άσκηση των καθηκόντων του έκτακτου υπαλλήλου ή είναι ασυμβίβαστη με τα συμφέροντα του Οργανισμού.

    2.   Ο έκτακτος υπάλληλος ενημερώνει την ΑΣΣΑ για οποιαδήποτε μεταβολή της επιτραπείσας εξωτερικής δραστηριότητας ή υπηρεσίας, η οποία μεσολάβησε μετά την υποβολή της αίτησής του προς την ΑΣΣΑ κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1. Η άδεια μπορεί να ανακαλείται στην περίπτωση που η δραστηριότητα ή η υπηρεσία δεν πληρούν πλέον τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τελευταία πρόταση.

    Άρθρο 15

    Εάν ο σύζυγος έκτακτου υπαλλήλου ασκεί κατ’ επάγγελμα κερδοσκοπική δραστηριότητα, ο έκτακτος υπάλληλος ενημερώνει την ΑΣΣΑ. Στην περίπτωση που η φύση της απασχόλησης αποδεικνύεται ασυμβίβαστη με εκείνη του έκτακτου υπαλλήλου και εάν ο έκτακτος υπάλληλος δεν είναι σε θέση να εγγυηθεί τον τερματισμό της εντός συγκεκριμένης και εύλογης προθεσμίας, η ΑΣΣΑ, κατόπιν διαβουλεύσεως με την Επιτροπή Προσωπικού, αποφασίζει αν ο έκτακτος υπάλληλος θα παραμείνει στη θέση του ή θα μεταφερθεί σε άλλη θέση.

    Άρθρο 16

    1.   Ο έκτακτος υπάλληλος, ο οποίος προτίθεται να θέσει υποψηφιότητα για δημόσιο λειτούργημα, ειδοποιεί σχετικά την ΑΣΣΑ. Αυτή αποφασίζει κατά πόσον, έναντι του συμφέροντος της υπηρεσίας, ο ενδιαφερόμενος έκτακτος υπάλληλος:

    α)

    θα πρέπει να υποβάλει αίτηση αδείας για προσωπικούς λόγους, ή

    β)

    θα πρέπει να του χορηγηθεί ετήσια άδεια, ή

    γ)

    μπορεί να τύχει αδείας να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, ή

    δ)

    μπορεί να εξακολουθήσει να εκπληρώνει όπως πριν τα καθήκοντά του.

    2.   Σε περίπτωση εκλογής ή διορισμού του σε δημόσιο λειτούργημα, ο έκτακτος υπάλληλος ενημερώνει αμέσως την ΑΣΣΑ. Ανάλογα με το συμφέρον της υπηρεσίας, τη σπουδαιότητα του λειτουργήματος, τις υποχρεώσεις που αυτό συνεπάγεται για τον έκτακτο υπάλληλο και τις σχετικές με αυτές αμοιβές και αποζημιώσεις, που απορρέουν από τις εν λόγω υποχρεώσεις, η ΑΣΣΑ λαμβάνει μια από τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 αποφάσεις. Εάν ζητηθεί από τον έκτακτο υπάλληλο να λάβει άδεια για προσωπικούς λόγους ή του επιτραπεί να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, η διάρκεια της εν λόγω άδειας ή εργασίας με μειωμένο ωράριο αντιστοιχεί με τη διάρκεια της θητείας που ανέλαβε ο υπάλληλος.

    Άρθρο 17

    Ο έκτακτος υπάλληλος έχει την υποχρέωση, μετά τη λήξη των καθηκόντων του, να σέβεται την υποχρέωση εντιμότητας και διακριτικότητας, όσον αφορά την αποδοχή ορισμένων θέσεων ή ορισμένων παροχών.

    Ο έκτακτος υπάλληλος, ο οποίος προτίθεται να ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα, κερδοσκοπική ή μη, εντός των δύο ετών που έπονται της λήξεως των καθηκόντων του, πρέπει να το δηλώσει στον Οργανισμό. Εάν η δραστηριότητα αυτή συνδέεται με την πραγματοποιηθείσα από τον υπάλληλο εργασία κατά τα τρία τελευταία έτη της υπηρεσίας του, και αν ενδέχεται να είναι ασυμβίβαστη με τα νόμιμα συμφέροντα του Οργανισμού, η ΑΣΣΑ δύναται, σε συνάρτηση με το συμφέρον της υπηρεσίας, είτε να απαγορεύσει στον έκτακτο υπάλληλο την άσκηση της δραστηριότητας αυτής είτε να την εγκρίνει υπό τους όρους που η ίδια κρίνει ενδεδειγμένους. Ο Οργανισμός, κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή Προσωπικού, κοινοποιεί την απόφασή του εντός προθεσμίας 30 εργάσιμων ημερών από τη λήψη της σχετικής ειδοποίησης. Εάν δεν έχει κοινοποιηθεί απόφαση μέχρι τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, θεωρείται ότι υπάρχει σιωπηρή αποδοχή.

    Άρθρο 18

    1.   Ο έκτακτος υπάλληλος απέχει από τη χωρίς άδεια κοινολόγηση των πληροφοριών που περιέρχονται στην αντίληψή του εξαιτίας των καθηκόντων του, εκτός εάν οι πληροφορίες αυτές έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί ή γίνει προσιτές στο κοινό.

    2.   Ο έκτακτος υπάλληλος υπόκειται στην υποχρέωση αυτήν και μετά τη λήξη των καθηκόντων του.

    Άρθρο 19

    1.   Ο έκτακτος υπάλληλος έχει το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, τηρουμένων δεόντως των αρχών πίστης και αμεροληψίας.

    2.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 12 και 18, ο έκτακτος υπάλληλος ο οποίος προτίθεται να δημοσιεύσει ο ίδιος ή να δώσει προς δημοσίευση, μόνος ή σε συνεργασία με άλλους, οποιοδήποτε κείμενο αναφερόμενο στη δραστηριότητα του Οργανισμού, ενημερώνει εκ των προτέρων την ΑΣΣΑ.

    Εάν η ΑΣΣΑ είναι σε θέση να αποδείξει ότι το ζήτημα είναι φύσεως τέτοιας που να θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τα νόμιμα συμφέροντα του Οργανισμού, ενημερώνει τον υπάλληλο για την απόφασή της εγγράφως εντός 30 εργάσιμων ημερών από τη λήψη της πληροφορίας. Εάν καμία απόφαση δεν έχει κοινοποιηθεί εντός της ταχθείσας προθεσμίας, θεωρείται ότι η ΑΣΣΑ δεν είχε αντιρρήσεις.

    Άρθρο 20

    1.   Όλα τα δικαιώματα, τα οποία αναφέρονται σε γραπτές ή άλλες εργασίες που πραγματοποιούνται από τον έκτακτο υπάλληλο κατά την άσκηση των καθηκόντων του, περιέρχονται στον Οργανισμό με το έργο του οποίου σχετίζονται αυτές οι γραπτές ή άλλες εργασίες. Ο Οργανισμός δύναται να αξιώσει να του παραχωρηθούν νομίμως τα πνευματικά δικαιώματα που απορρέουν από τις εργασίες αυτές.

    2.   Κάθε εφεύρεση την οποία έκτακτος υπάλληλος επινόησε κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή επ’ ευκαιρία της άσκησης αυτής, ανήκει αυτοδικαίως στον Οργανισμό. Ο Οργανισμός δύναται, με δικά του έξοδα, να ζητά και να λαμβάνει σχετικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας σε όλες τις χώρες. Κάθε εφεύρεση που σχετίζεται με το έργο του Οργανισμού και πραγματοποιείται από έκτακτο υπάλληλο στη διάρκεια του έτους που έπεται της λήξεως των καθηκόντων του, θεωρείται, εκτός αποδείξεως του εναντίου, ότι είχε πραγματοποιηθεί κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή επ’ ευκαιρία της άσκησης αυτής. Στην περίπτωση που εφευρέσεις κατοχυρώνονται με διπλώματα ευρεσιτεχνίας, γίνεται μνεία του ονόματος του ή των εφευρετών.

    3.   Ο Οργανισμός δύναται, οσάκις ενδείκνυται, να χορηγεί χρηματικό βραβείο, το ποσό του οποίου καθορίζει ο ίδιος, στον υπάλληλο δημιουργό εφεύρεσης κατοχυρωθείσας με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.

    Άρθρο 21

    Ο έκτακτος υπάλληλος δεν δύναται να προβάλλει ενώπιον δικαστικής αρχής, για οποιονδήποτε λόγο, διαπιστώσεις που έκανε λόγω της ασκήσεως των καθηκόντων του, χωρίς την άδεια της ΑΣΣΑ. Η άδεια αυτή είναι δυνατόν να μην χορηγηθεί μόνον εάν τούτο απαιτείται από τα συμφέροντα του Οργανισμού και εάν η σχετική άρνηση δεν δύναται να έχει ποινικές συνέπειες εις βάρος του ενδιαφερόμενου έκτακτου υπαλλήλου. Ο έκτακτος υπάλληλος υπόκειται στην υποχρέωση αυτήν ακόμη και μετά τη λήξη των καθηκόντων του.

    Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται στον έκτακτο υπάλληλο ή τον πρώην έκτακτο υπάλληλο ο οποίος καλείται ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών ή ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου για ζήτημα που αφορά έκτακτο υπάλληλο ή πρώην έκτακτο υπάλληλο.

    Άρθρο 22

    Ο έκτακτος υπάλληλος έχει την υποχρέωση να διαμένει στον τόπο απασχόλησής του ή σε τόση απόσταση από αυτόν ώστε να μην παρεμποδίζεται κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Ο έκτακτος υπάλληλος κοινοποιεί στην ΑΣΣΑ τη διεύθυνσή του και την ειδοποιεί αμέσως σχετικά με κάθε αλλαγή της.

    Άρθρο 23

    Ο έκτακτος υπάλληλος, ανεξάρτητα από τη θέση του στην ιεραρχία, έχει την υποχρέωση να επικουρεί και να παρέχει συμβουλές στους ανωτέρους του. Είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων που του ανατίθενται.

    Ο έκτακτος υπάλληλος ο επιφορτισμένος με τη λειτουργία μιας υπηρεσίας είναι υπεύθυνος έναντι των ανωτέρων του για την εξουσία η οποία του έχει παρασχεθεί και για την εκτέλεση των εντολών που δίδει. Η προσωπική ευθύνη των υφισταμένων του δεν τον απαλλάσσει από τις ευθύνες που τον βαρύνουν.

    Άρθρο 24

    1.   Στην περίπτωση που ο έκτακτος υπάλληλος λάβει διαταγή την οποία θεωρεί ως αντικανονική ή εάν εκτιμά ότι από την εκτέλεσή της είναι δυνατόν να προκύψουν σοβαρές δυσχέρειες, ειδοποιεί σχετικά τον αμέσως ιεραρχικά ανώτερό του, ο οποίος, εάν η ειδοποίηση έχει διαβιβασθεί εγγράφως, απαντά επίσης εγγράφως. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, εάν ο αμέσως ιεραρχικά ανώτερος επιβεβαιώσει τη διαταγή, αλλά ο έκτακτος υπάλληλος κρίνει ότι η επιβεβαίωση αυτή δεν είναι ευλόγως καθησυχαστική, λαμβανομένων υπόψη των λόγων του να ανησυχεί, αναφέρει εγγράφως το θέμα στην αμέσως ανώτερη ιεραρχικά αρχή. Εάν η αμέσως ανώτερη ιεραρχικά αρχή επιβεβαιώσει τη διαταγή εγγράφως, ο έκτακτος υπάλληλος υποχρεούται να την εκτελέσει, εκτός εάν η διαταγή είναι προδήλως παράνομη ή αντιβαίνει στους ισχύοντες κανόνες ασφαλείας.

    2.   Εάν ο αμέσως ιεραρχικά ανώτερος κρίνει ότι η διαταγή πρέπει να εκτελεσθεί αμέσως, ο έκτακτος υπάλληλος πρέπει να την εκτελέσει, εκτός εάν αυτή είναι προδήλως παράνομη ή αντιβαίνει στους ισχύοντες κανόνες ασφαλείας. Ο αμέσως ιεραρχικά ανώτερός του υποχρεούται, εφόσον το ζητήσει ο έκτακτος υπάλληλος, να δίδει τέτοιες διαταγές εγγράφως.

    Άρθρο 25

    Ο έκτακτος υπάλληλος είναι δυνατόν να υποχρεωθεί σε ολική ή μερική αποκατάσταση ζημίας, την οποία υπέστη ο Οργανισμός λόγω βαρέως παραπτώματός του κατά την άσκηση ή επ’ ευκαιρία της ασκήσεως των καθηκόντων του.

    Η ΑΣΣΑ λαμβάνει σχετική αιτιολογημένη απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται όσον αφορά πειθαρχικά ζητήματα.

    Η Επιτροπή Προσφυγών έχει πλήρη δικαιοδοσία επί των διαφορών, οι οποίες γεννώνται από την παρούσα διάταξη.

    Άρθρο 26

    1.   Ο έκτακτος υπάλληλος ο οποίος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή επ’ ευκαιρία της ασκήσεως των καθηκόντων του, λαμβάνει γνώση γεγονότων, βάσει των οποίων είναι δυνατόν να τεκμαίρεται η ύπαρξη πιθανής παράνομης δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης απάτης ή δωροδοκίας, επιζήμιας για τα συμφέροντα του Οργανισμού, ή συμπεριφοράς που αφορά την εκπλήρωση των επαγγελματικών καθηκόντων και που ενδεχομένως συνιστά σοβαρή παράβαση των υποχρεώσεων των εκτάκτων υπαλλήλων του Οργανισμού, ενημερώνει αμελλητί τον αμέσως ιεραρχικά ανώτερό του ή, εφόσον το κρίνει χρήσιμο, το Γενικό Διευθυντή του Οργανισμού.

    Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο πρέπει να δίνονται γραπτώς.

    2.   Ο έκτακτος υπάλληλος δεν υφίσταται από τον Οργανισμό καμία δυσμενή συνέπεια για το γεγονός ότι γνωστοποίησε τις αναφερόμενες στις παραγράφους 1 και 2 πληροφορίες, εφόσον ενήργησε λογικά και έντιμα.

    3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται στα επί παντός υποθέματος αποτυπούμενα στοιχεία, έγγραφα, εκθέσεις, σημειώσεις ή πληροφορίες που τηρούνται για τους σκοπούς διεξαγωγής δικαστικής διαδικασίας, εκκρεμούσας ή περατωθείσας ή παράγονται ή κοινολογούνται στον έκτακτο υπάλληλο στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας.

    Άρθρο 27

    1.   Ο έκτακτος υπάλληλος, ο οποίος κοινολογεί πληροφορίες κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 26, στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της ΕΕ ή στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, δεν υφίσταται καμία δυσμενή συνέπεια από πλευράς του Οργανισμού, εφόσον πληρούνται όλοι οι ακόλουθοι όροι:

    α)

    ο έκτακτος υπάλληλος λογικά και έντιμα πιστεύει ότι οι κοινολογηθείσες πληροφορίες, όπως και κάθε ισχυρισμός που περιέχεται σ’ αυτές, είναι ουσιαστικά αληθείς και

    β)

    ο έκτακτος υπάλληλος έχει προηγουμένως κοινολογήσει τις ίδιες πληροφορίες στον Οργανισμό και έχει αφήσει να παρέλθει η προθεσμία που καθόρισε ο Οργανισμός, λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας της υπόθεσης, για την εκ μέρους τους ανάληψη κατάλληλης δράσης. Ο έκτακτος υπάλληλος ενημερώνεται δεόντως για την εν λόγω προθεσμία εντός 60 ημερών.

    2.   Η προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που ο έκτακτος υπάλληλος μπορεί να αποδείξει ότι δεν είναι εύλογη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υπόθεσης.

    3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται στα επί παντός υποθέματος αποτυπούμενα στοιχεία, έγγραφα, εκθέσεις, σημειώσεις ή πληροφορίες που τηρούνται για τους σκοπούς διεξαγωγής δικαστικής διαδικασίας, εκκρεμούσας ή περατωθείσας, ή παράγονται ή κοινολογούνται στον υπάλληλο στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας.

    Άρθρο 28

    Ο Οργανισμός παρέχει βοήθεια στον έκτακτο υπάλληλο, ιδίως σε περίπτωση διώξεως των δραστών απειλών, προσβολών, εξυβρίσεων, δυσφημίσεων ή επιθέσεων εναντίον του προσώπου και της περιουσίας, είτε του ιδίου, είτε των μελών της οικογενείας του, λόγω της ιδιότητάς του ή των καθηκόντων του.

    Ο Οργανισμός χορηγεί αποζημίωση για την επανόρθωση της ζημίας που έχει υποστεί στην περίπτωση αυτή ο έκτακτος υπάλληλος, στο μέτρο που ο τελευταίος δεν είναι, εκ δόλου ή βαρείας αμελείας, υπαίτιος των ζημιών αυτών και δεν έχει επιτύχει επανόρθωση από το δράστη.

    Άρθρο 29

    Ο Οργανισμός διευκολύνει την επαγγελματική επιμόρφωση των εκτάκτων υπαλλήλων, εφόσον αυτή συμβιβάζεται με την καλή λειτουργία της υπηρεσίας και είναι σύμφωνη με τα συμφέροντά του.

    Η επιμόρφωση αυτή λαμβάνεται υπόψη για την εξέλιξη της σταδιοδρομίας τους.

    Άρθρο 30

    Οι έκτακτοι υπάλληλοι απολαύουν του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι· δικαιούνται ιδίως να είναι μέλη συνδικαλιστικών ενώσεων ή συνδικαλιστικών οργανώσεων του προσωπικού.

    Άρθρο 31

    Οι έκτακτοι υπάλληλοι δύνανται να προσφεύγουν στην ΑΣΣΑ για ζητήματα που καλύπτονται από τον παρόντα Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης.

    Κάθε ατομική απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογή του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης κοινοποιείται αμέσως στον ενδιαφερόμενο έκτακτο υπάλληλο εγγράφως. Κάθε απόφαση σε βάρος εκτάκτου υπαλλήλου είναι αιτιολογημένη.

    Οι ειδικές αποφάσεις που αναφέρονται στο διορισμό, τη μονιμοποίηση, την προαγωγή, τη μετάθεση, τον καθορισμό της διοικητικής καταστάσεως και τη λήξη των καθηκόντων εκτάκτου υπαλλήλου δημοσιεύονται στον Οργανισμό. Στη δημοσίευση έχει πρόσβαση όλο το προσωπικό για ένα ενδεδειγμένο χρονικό διάστημα.

    Άρθρο 32

    Ο ατομικός φάκελος του έκτακτου υπαλλήλου περιέχει:

    α)

    όλα τα έγγραφα που αφορούν τη διοικητική του κατάσταση και όλες τις εκθέσεις που αφορούν την ικανότητα, την απόδοση και τη συμπεριφορά του,

    β)

    τις παρατηρήσεις που έχουν διατυπωθεί από τον έκτακτο υπάλληλο για τα έγγραφα αυτά.

    Κάθε έγγραφο καταχωρείται, αριθμείται και αρχειοθετείται με αύξοντα αριθμό. Ο Οργανισμός δεν δύναται ούτε να αντιτάξει στον έκτακτο υπάλληλο ούτε να επικαλεσθεί εναντίον του έγγραφα τα οποία αναφέρονται στην ανωτέρω περίπτωση α), αν δεν του έχουν κοινοποιηθεί πριν από την αρχειοθέτησή τους.

    Η κοινοποίηση κάθε εγγράφου στον έκτακτο υπάλληλο βεβαιώνεται με την υπογραφή του ή, ελλείψει υπογραφής, με συστημένη επιστολή στην τελευταία δηλωθείσα από τον έκτακτο υπάλληλο διεύθυνση.

    Ο ατομικός φάκελος του έκτακτου υπαλλήλου δεν δύναται να περιέχει καμία αναφορά στις πολιτικές, συνδικαλιστικές, φιλοσοφικές ή θρησκευτικές δραστηριότητες και πεποιθήσεις ή στη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή του ή τον γενετήσιο προσανατολισμό του.

    Η προηγούμενη παράγραφος, ωστόσο, δεν απαγορεύει την εισαγωγή στο φάκελο διοικητικών πράξεων και εγγράφων των οποίων έχει γνώση ο έκτακτος υπάλληλος και τα οποία είναι αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης.

    Για κάθε έκτακτο υπάλληλο υπάρχει ένας μόνον φάκελος.

    Ο έκτακτος υπάλληλος έχει το δικαίωμα, ακόμη και μετά τη λήξη των καθηκόντων του, να λαμβάνει γνώση του συνόλου των εγγράφων που περιέχονται στο φάκελό του και να λαμβάνει αντίγραφά τους.

    Ο ατομικός φάκελος είναι απόρρητος και επιτρέπεται να αναγνωσθεί μόνον στα γραφεία της διοικήσεως ή από ασφαλές ηλεκτρονικό μέσο. Διαβιβάζεται, ωστόσο, στην Επιτροπή Προσφυγών σε περίπτωση προσφυγής που αφορά τον έκτακτο υπάλληλο.

    Άρθρο 33

    Κάθε έκτακτος υπάλληλος έχει το δικαίωμα να λαμβάνει γνώση του ιατρικού φακέλου του σύμφωνα με τις οριζόμενες από τον Οργανισμό ρυθμίσεις.

    Άρθρο 34

    Η απόφαση να ζητηθεί αποκατάσταση της ζημίας που έχει υποστεί ο Οργανισμός λόγω σοβαρού παραπτώματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 λαμβάνεται από την ΑΣΣΑ, αφού τηρηθούν οι διατυπώσεις που προβλέπονται σε περίπτωση απολύσεως λόγω βαρέως παραπτώματος.

    Οι ατομικές αποφάσεις που αφορούν τους έκτακτους υπαλλήλους δημοσιεύονται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 31.

    Άρθρο 35

    Τα προνόμια και οι ασυλίες των οποίων απολαύουν οι έκτακτοι υπάλληλοι απονέμονται αποκλειστικά προς το συμφέρον του Οργανισμού. Οι έκτακτοι υπάλληλοι δεν απαλλάσσονται ούτε από την εκπλήρωση των ατομικών τους υποχρεώσεων, ούτε από την τήρηση των εν ισχύι νόμων και αστυνομικών διατάξεων.

    Οποτεδήποτε αμφισβητούνται τα προνόμια και οι ασυλίες του, ο έκτακτος υπάλληλος οφείλει να ενημερώνει πάραυτα τον Οργανισμό.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

    Όροι προσλήψεως

    Άρθρο 36

    1.   Η πρόσληψη των εκτάκτων υπαλλήλων πρέπει να εξασφαλίζει στον Οργανισμό τις υπηρεσίες προσώπων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας, αποδόσεως και ακεραιότητας και επιλέγονται με την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών που συμμετέχουν στον Οργανισμό.

    Οι έκτακτοι υπάλληλοι επιλέγονται χωρίς διάκριση φυλής, πολιτικών, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, φύλου ή γενετήσιου προσανατολισμού και ανεξάρτητα από την προσωπική ή οικογενειακή τους κατάσταση.

    2.   Ουδείς δύναται να προσληφθεί ως έκτακτος υπάλληλος:

    α)

    αν δεν είναι υπήκοος ενός από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και αν δεν απολαύει πλήρως των πολιτικών του δικαιωμάτων,

    β)

    αν δεν έχει τακτοποιηθεί στρατολογικά κατά τη νομοθεσία περί στρατολογίας που εφαρμόζεται στην περίπτωσή του,

    γ)

    αν δεν παρέχει τα εχέγγυα ήθους που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του,

    δ)

    αν δεν πληροί τους όρους υγείας που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του, και

    ε)

    αν δεν αποδεικνύει ότι κατέχει σε βάθος μια από τις γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ικανοποιητικά μια άλλη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο βαθμό που είναι αναγκαίος για τα καθήκοντα που καλείται να ασκήσει.

    3.   Εφόσον χρειάζεται, το Διοικητικό Συμβούλιο εκδίδει ειδικές διατάξεις σχετικά με τις διαδικασίες πρόσληψης εκτάκτων υπαλλήλων στο πλαίσιο της κοινής δράσης 2004/551/ΚΕΠΠΑ.

    Άρθρο 37

    Πριν από την πρόσληψή του, ο έκτακτος υπάλληλος υποβάλλεται σε ιατρική εξέταση από ιατρικό σύμβουλο εξουσιοδοτημένο από τον Οργανισμό, προκειμένου ο Οργανισμός να εξακριβώσει ότι ο υπάλληλος πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 36 παράγραφος 2 στοιχείο δ).

    Αν η ιατρική εξέταση που προβλέπεται στην πρώτη παράγραφο οδηγήσει σε αρνητική γνωμάτευση, ο υποψήφιος μπορεί να ζητήσει, μέσα σε προθεσμία 20 ημερών από τη λήψη της γνωμάτευσης που του κοινοποιεί ο Οργανισμός, να υποβληθεί η περίπτωσή του σε ιατρική επιτροπή απαρτιζόμενη από τρεις ιατρούς που έχουν επιλεγεί από την ΑΣΣΑ μεταξύ των ιατρικών συμβούλων του Οργανισμού. Ο ιατρικός σύμβουλος που έκανε την πρώτη αρνητική γνωμάτευση ακούεται από την ιατρική επιτροπή. Ο υποψήφιος μπορεί να καταθέσει στην ιατρική επιτροπή τη γνώμη ιατρού της επιλογής του. Εάν η γνωμοδότηση της ιατρικής επιτροπής επιβεβαιώνει τα πορίσματα της ιατρικής εξέτασης που προβλέπεται στην πρώτη παράγραφο, ο υποψήφιος καταβάλλει το 50 % της αμοιβής και των άλλων συναφών δαπανών.

    Άρθρο 38

    Ο έκτακτος υπάλληλος δυνατόν να υποχρεώνεται να υπηρετήσει επί περίοδο δοκιμασίας, η διάρκεια της οποίας δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες.

    Αν κατά τη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας του ο έκτακτος υπάλληλος κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του επί ένα τουλάχιστον μήνα, λόγω ασθενείας ή ατυχήματος, η ΑΣΣΑ μπορεί να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα.

    Το αργότερο ένα μήνα πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας συντάσσεται για τον έκτακτο υπάλληλο έκθεση σχετικά με τις ικανότητες που διαθέτει για την εκπλήρωση των καθηκόντων του καθώς και σχετικά με την απόδοσή του και τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία. Η έκθεση αυτή κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος έχει το δικαίωμα να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του. Ο έκτακτος υπάλληλος, του οποίου η εργασία δεν δικαιολογεί επαρκώς τη διατήρησή του στη θέση του, απολύεται.

    Εντούτοις, η ΑΣΣΑ δύναται, κατ’ εξαίρεση, να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας επί μέγιστο διάστημα έξι μηνών, ενδεχομένως με τοποθέτηση του έκτακτου υπαλλήλου σε άλλη υπηρεσία.

    Σε περίπτωση έκδηλης ανεπάρκειας έκτακτου υπαλλήλου που διανύει την περίοδο δοκιμασίας, είναι δυνατόν να συνταχθεί έκθεση σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο της περιόδου αυτής. Η έκθεση κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος έχει δικαίωμα να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του. Βάσει της εκθέσεως αυτής η ΑΣΣΑ δύναται να αποφασίσει την απόλυση του έκτακτου υπαλλήλου προτού λήξει η περίοδος δοκιμασίας, με προειδοποίηση ενός μηνός.

    Άρθρο 39

    1.   Οι προσλαμβανόμενοι έκτακτοι υπάλληλοι κατατάσσονται στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού τους.

    Η ΑΣΣΑ δύναται, προκειμένου να λάβει υπόψη την επαγγελματική πείρα του ενδιαφερόμενου να του χορηγεί προσαύξηση αρχαιότητας 24 μηνών κατ’ ανώτατο όριο. Εκδίδονται γενικές εκτελεστικές διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

    2.   Σε περίπτωση τοποθετήσεως του έκτακτου υπαλλήλου σε θέση που αντιστοιχεί σε ανώτερο βαθμό, κατά τα προβλεπόμενα στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 9, κατατάσσεται στο αρχικό κλιμάκιο του βαθμού αυτού. Ωστόσο, οι έκτακτοι υπάλληλοι των βαθμών AD 9 έως AD 13 που ασκούν καθήκοντα προϊσταμένου μονάδας, οι οποίοι διορίζονται σε ανώτερο βαθμό, κατατάσσονται στο δεύτερο κλιμάκιο του νέου βαθμού. Η ίδια ρύθμιση εφαρμόζεται σε έκτακτο υπάλληλο που κατόπιν προαγωγής διορίζεται διευθυντής ή γενικός διευθυντής.

    Άρθρο 40

    Η ικανότητα, η απόδοση και η συμπεριφορά στην υπηρεσία κάθε έκτακτου υπαλλήλου, αποτελούν το αντικείμενο περιοδικής εκθέσεως που συντάσσεται τουλάχιστον ανά διετία. Ο Γενικός Διευθυντής θεσπίζει τις διατάξεις με τις οποίες παρέχεται το δικαίωμα κατάθεσης προσφυγής στο πλαίσιο της διαδικασίας των εκθέσεων, το οποίο πρέπει να ασκείται πριν από την υποβολή ένστασης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 167 παράγραφος 2.

    Η έκθεση των εκτάκτων υπαλλήλων που ανήκουν στην ομάδα καθηκόντων AST και από τον τέταρτο βαθμό της ομάδας αυτής, μπορεί επίσης να περιλαμβάνει γνώμη για το κατά πόσο, βάσει της επίδοσής του, ο ενδιαφερόμενος διαθέτει την απαιτούμενη ικανότητα για την ανάληψη καθηκόντων υπαλλήλου διοικήσεως.

    Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον έκτακτο υπάλληλο, ο οποίος έχει την ευχέρεια να επισυνάπτει κάθε παρατήρηση που θεωρεί χρήσιμη.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

    Όροι εργασίας

    Τμήμα Α

    Γονική άδεια ή άδεια για οικογενειακούς λόγους

    Άρθρο 41

    Κάθε έκτακτος υπάλληλος δικαιούται, για κάθε παιδί, γονική άδεια ανώτατης διάρκειας έξι μηνών, χωρίς καταβολή του βασικού μισθού του, την οποία πρέπει να λαμβάνει στο διάστημα των δώδεκα ετών μετά τη γέννηση ή την υιοθεσία του παιδιού. Η διάρκεια της άδειας αυτής μπορεί να διπλασιάζεται για τους μόνους γονείς, που αναγνωρίζονται δυνάμει των γενικών εκτελεστικών διατάξεων που εκδίδει ο Οργανισμός. Η ελάχιστη διάρκεια της άδειας που λαμβάνεται κάθε φορά δεν είναι μικρότερη από ένα μήνα.

    Κατά τη διάρκεια της γονικής άδειάς του, ο έκτακτος υπάλληλος εξακολουθεί να συμμετέχει στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης· εξακολουθεί επίσης να αποκτά συνταξιοδοτικά δικαιώματα και διατηρεί το δικαίωμα του επιδόματος για συντηρούμενο τέκνο καθώς και του σχολικού επιδόματος. Επίσης, διατηρεί τη θέση του, το δικαίωμά του προαγωγής κατά κλιμάκιο και τη δυνατότητα βαθμολογικής εξέλιξής του. Η άδεια μπορεί να λαμβάνεται υπό τη μορφή είτε πλήρους παύσης της υπηρεσίας, είτε εργασίας με μειωμένο ωράριο. Στην περίπτωση γονικής άδειας λαμβανομένης υπό τη μορφή εργασίας με μειωμένο ωράριο, η αναφερόμενη στην πρώτη παράγραφο ανώτατη διάρκεια διπλασιάζεται. Κατά τη διάρκεια της γονικής άδειάς του, ο έκτακτος υπάλληλος δικαιούται μηνιαίο επίδομα 798,77 EUR ή ποσοστό 50 % του ποσού αυτού, στην περίπτωση εργασίας με μειωμένο ωράριο, αλλά δεν δύναται να ασκεί καμία άλλη κερδοσκοπική δραστηριότητα. Ο Οργανισμός καταβάλλει ολόκληρη την εισφορά στο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπεται στα άρθρα 67 και 68 υπολογιζόμενη βάσει του βασικού μισθού του εκτάκτου υπαλλήλου.

    Ωστόσο, στην περίπτωση αδείας υπό τη μορφή εργασίας με μειωμένο ωράριο, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο στη διαφορά μεταξύ του πλήρους βασικού μισθού και του κατ’ αναλογία μειωμένου βασικού μισθού. Για το μέρος του βασικού μισθού που πράγματι καταβάλλεται, η εισφορά του έκτακτου υπαλλήλου υπολογίζεται με εφαρμογή των ίδιων εκατοστιαίων ποσοστών που θα εφαρμόζονταν στην περίπτωση πλήρους απασχόλησής του.

    Το επίδομα ανέρχεται σε 1 065,02 EUR κατά μήνα ή σε ποσοστό 50 % του ποσού αυτού στην περίπτωση εργασίας με μειωμένο ωράριο, για τους αναφερόμενους στην πρώτη παράγραφο μόνους γονείς και στη διάρκεια των τριών πρώτων μηνών της γονικής άδειας, όταν την άδεια αυτή λαμβάνει ο πατέρας στη διάρκεια της άδειας μητρότητας ή οποιοσδήποτε από τους γονείς αμέσως μετά την άδεια μητρότητας, στη διάρκεια της άδειας λόγω υιοθεσίας ή αμέσως μετά την άδεια λόγω υιοθεσίας. Τα αναφερόμενα στο παρόν άρθρο ποσά αναπροσαρμόζονται όπως και οι αποδοχές.

    Άρθρο 42

    Ο έκτακτος υπάλληλος δικαιούται να λαμβάνει άδεια για οικογενειακούς λόγους, χωρίς καταβολή του βασικού μισθού του, στην περίπτωση που ο σύζυγός του, ανιών ή κατιών του, αδελφός ή αδελφή του πάσχει από ιατρικά πιστοποιημένη σοβαρή ασθένεια ή αναπηρία. Η συνολική διάρκεια της άδειας αυτής δεν υπερβαίνει τους εννέα μήνες για ολόκληρη τη σταδιοδρομία του υπαλλήλου.

    Εφαρμόζεται εν προκειμένω η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 41.

    Τμήμα Β

    Ωράριο εργασίας

    Άρθρο 43

    Οι εν ενεργεία έκτακτοι υπάλληλοι είναι διαρκώς στη διάθεση του Οργανισμού. Ωστόσο, οι κανονικές ώρες εργασίας δεν υπερβαίνουν τις 42 ώρες εβδομαδιαίως, ενώ το γενικό ωράριο καθορίζεται από την ΑΣΣΑ. Εντός των ιδίων ορίων, η ΑΣΣΑ μπορεί, αφού διαβουλευθεί με την Επιτροπή Προσωπικού, να καθορίσει τα ωράρια ορισμένων ομάδων εκτάκτων υπαλλήλων οι οποίοι εκτελούν ειδικά καθήκοντα.

    Επιπλέον, ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες ή τις απαιτήσεις των κανόνων ασφαλείας, μπορεί να ζητηθεί από τον έκτακτο υπάλληλο να παραμείνει σε επιφυλακή στον τόπο εργασίας ή κατ’ οίκον και πέρα από το κανονικό ωράριο εργασίας του. Ο Οργανισμός καθορίζει τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής της παρούσας παραγράφου μετά από διαβουλεύσεις με την Επιτροπή Προσωπικού.

    Άρθρο 44

    1.   Ο έκτακτος υπάλληλος δύναται να ζητήσει την άδεια να εργάζεται με μειωμένο ωράριο.

    Η ΑΣΣΑ μπορεί να παρέχει τη σχετική άδεια, εφόσον αυτό συμβιβάζεται με το συμφέρον της υπηρεσίας.

    2.   Η άδεια αυτή παρέχεται αυτοδικαίως στον έκτακτο υπάλληλο, στις εξής περιπτώσεις:

    α)

    για να παρέχει φροντίδα σε τέκνο ηλικίας κάτω των 9 ετών,

    β)

    για να παρέχει φροντίδα σε τέκνο ηλικίας 9 έως 12 ετών, εφόσον η μείωση του ωραρίου εργασίας δεν υπερβαίνει το 20 % του κανονικού ωραρίου εργασίας,

    γ)

    για να παρέχει φροντίδα στο σύζυγο, σε ανιόντα, κατιόντα, αδελφό, αδελφή με σοβαρή ασθένεια ή αναπηρία,

    δ)

    για την παρακολούθηση επιμόρφωσης, ή

    ε)

    από το 55ο έτος της ηλικίας για τα τελευταία πέντε έτη πριν από τη συνταξιοδότηση.

    Όταν η εργασία με μειωμένο ωράριο ζητείται για την παρακολούθηση επιμόρφωσης ή από το 55ο έτος της ηλικίας, η ΑΣΣΑ δύναται να αρνείται ή να μεταθέτει την ημερομηνία έναρξης ισχύος της, μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για λόγους επιτακτικού συμφέροντος της υπηρεσίας.

    Όταν ένα τέτοιο δικαίωμα για χορήγηση άδειας ασκείται για την παροχή φροντίδας στο σύζυγο, σε ανιόντα, κατιόντα, αδελφό, αδελφή με σοβαρή ασθένεια ή αναπηρία ή για την παρακολούθηση επιμόρφωσης, η σωρευτική διάρκεια των διαστημάτων εργασίας με μειωμένο ωράριο περιορίζεται σε πέντε έτη για όλη τη σταδιοδρομία του εκτάκτου υπαλλήλου.

    3.   Η ΑΣΣΑ απαντά στο αίτημα του υπαλλήλου εντός 60 ημερών.

    4.   Οι κανόνες που διέπουν την εργασία με μειωμένο ωράριο και η διαδικασία χορήγησης της άδειας καθορίζονται στο παράρτημα ΙΙ.

    Άρθρο 45

    Ο έκτακτος υπάλληλος δύναται να ζητήσει την άδεια να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, υπό τη μορφή επιμερισμένης απασχόλησης, σε θέση την οποία η ΑΣΣΑ έχει προσδιορίσει ως κατάλληλη για τον σκοπό αυτό. Η άδεια εργασίας με μειωμένο ωράριο υπό τη μορφή επιμερισμένης απασχόλησης δεν περιορίζεται χρονικά. Ωστόσο, η ΑΣΣΑ δύναται να την ανακαλεί προς το συμφέρον της υπηρεσίας, με προειδοποίηση έξι μηνών προς τον έκτακτο υπάλληλο. Ομοίως, η ΑΣΣΑ δύναται να ανακαλεί την άδεια, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου εκτάκτου υπαλλήλου, με προειδοποίηση έξι μηνών τουλάχιστον. Στην περίπτωση αυτή, ο έκτακτος υπάλληλος δύναται να μετατίθεται σε άλλη θέση.

    Εφαρμόζεται το άρθρο 53 και, εξαιρουμένης της τρίτης φράσης της παραγράφου 2, το άρθρο 3 του παραρτήματος ΙΙ. Η ΑΣΣΑ καθορίζει λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

    Άρθρο 46

    Ο έκτακτος υπάλληλoς δυνατόν να υπoχρεούται να εργασθεί υπερωριακά μόνo σε επείγoυσες περιπτώσεις ή περιπτώσεις εξαιρετικoύ φόρτoυ εργασίας· η νυκτερινή εργασία, καθώς και η εργασία κατά τις Κυριακές ή αργίες επιτρέπεται μόνoν αν ακoλoυθείται η διαδικασία πoυ θεσπίζεται από την ΑΣΣΑ. Τo σύνoλo των υπερωριών πoυ μπορούν να απαιτηθούν από τoν έκτακτο υπάλληλo δεν επιτρέπεται να υπερβεί τις 150 ώρες τo εξάμηνo.

    Οι υπερωρίες τις οποίες πραγματοποιούν οι έκτακτοι υπάλληλοι της ομάδας καθηκόντων AD και της ομάδας καθηκόντων AST 5 έως 11 δεν παρέχουν δικαίωμα χορηγήσεως ούτε αντισταθμιστικής άδειας ούτε αμοιβής.

    Όπως προβλέπεται στο παράρτημα IV, oι υπερωρίες πoυ πραγματoπoιoύν oι έκτακτοι υπάλληλoι των βαθμών AST 1 έως AST 4 παρέχoυν δικαίωμα χoρηγήσεως είτε αντισταθμιστικής άδειας είτε αμoιβής, όταν oι ανάγκες της υπηρεσίας δεν επιτρέπoυν την αντιστάθμιση κατά το μήνα πoυ ακoλoυθεί τo μήνα κατά τoν oπoίoν πραγματοποιούνται oι υπερωρίες.

    Άρθρο 47

    Οι έκτακτοι υπάλληλοι οι οποίοι κανονικά εργάζονται τη νύκτα, τα Σάββατα, τις Κυριακές ή κατά τις αργίες δικαιούνται ειδικές αποζημιώσεις όταν εκτελούν συνεχή εργασία που απαιτείται από τον Οργανισμό λόγω υπηρεσιακών αναγκών ή απαιτήσεων των κανόνων ασφαλείας και που θεωρείται από τον Οργανισμό ως τακτικό και μόνιμο χαρακτηριστικό.

    Η ΑΣΣΑ καθορίζει τις κατηγορίες έκτακτων υπαλλήλων που δικαιούνται τις αποζημιώσεις αυτές, καθώς και τα ποσοστά και τους όρους χορήγησής τους.

    Το κανονικό ωράριο ενός έκτακτου υπαλλήλου στα πλαίσια συνεχούς εργασίας δεν πρέπει να υπερβαίνει το ετήσιο σύνολο των κανονικών ωρών εργασίας.

    Άρθρο 48

    Οι έκτακτοι υπάλληλοι δικαιούνται ειδικές αποζημιώσεις όταν απαιτείται σύμφωνα με απόφαση της ΑΣΣΑ λόγω των αναγκών της υπηρεσίας ή των απαιτήσεων των κανόνων ασφαλείας να παραμείνουν σε επιφυλακή στον τόπο εργασίας τους ή κατ’ οίκον, πέραν του κανονικού ωραρίου εργασίας.

    Η ΑΣΣΑ καθορίζει τις κατηγορίες έκτακτων υπαλλήλων που δικαιούνται τις αποζημιώσεις αυτές, καθώς και τα ποσοστά και τους όρους χορήγησής τους.

    Άρθρο 49

    Μπορούν να χορηγούνται ειδικές αποζημιώσεις σε ορισμένους έκτακτους υπαλλήλους ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτέρως επίπονες συνθήκες εργασίας τους.

    Ο Οργανισμός καθορίζει τις κατηγορίες των δικαιούχων, και τα ποσοστά και τους όρους χορήγησης των ειδικών αυτών αποζημιώσεων.

    Τμήμα Γ

    Άδειες

    Άρθρο 50

    Ο έκτακτος υπάλληλος δικαιούται ετήσια άδεια 24 έως 30 εργάσιμων ημερών ανά ημερολογιακό έτος, σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες με εκείνους που θεσπίζονται κατόπιν κοινής συμφωνίας των κοινοτικών οργάνων.

    Εκτός από την ετήσια αυτή άδεια, είναι δυνατόν να χορηγείται στον έκτακτο υπάλληλο, κατ’ εξαίρεση, ειδική άδεια κατόπιν αιτήσεώς του. Οι κανόνες χορήγησης των αδειών αυτών καθορίζονται στο παράρτημα ΙΙΙ.

    Άρθρο 51

    Επί πλέον της προβλεπόμενης στο άρθρο 50 αδείας, οι γυναίκες σε κατάσταση εγκυμοσύνης δικαιούνται, αφού προσκομίσουν ιατρικό πιστοποιητικό, άδεια είκοσι εβδομάδων. Η άδεια αυτή αρχίζει το νωρίτερο έξι εβδομάδες πριν από την πιθανή ημερομηνία τοκετού που αναφέρεται στο πιστοποιητικό και λήγει το νωρίτερο δεκατέσσερις εβδομάδες μετά την ημερομηνία του τοκετού. Σε περίπτωση πολλαπλού ή πρόωρου τοκετού ή σε περίπτωση γέννησης παιδιού με αναπηρία, η άδεια διαρκεί εικοσιτέσσερις εβδομάδες. Για τους σκοπούς της παρούσας διάταξης, πρόωρος τοκετός είναι ο τοκετός που λαμβάνει χώρα πριν από το τέλος της 34ης εβδομάδας κύησης.

    Άρθρο 52

    1.   Ο έκτακτος υπάλληλος που αποδεικνύει ότι κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του λόγω ασθενείας ή ατυχήματος απολαύει αναρρωτικής αδείας.

    Ο ενδιαφερόμενος έκτακτος υπάλληλος πρέπει, το συντομότερο δυνατόν, να απευθύνει κοινοποίηση στον Οργανισμό για την αδυναμία παροχής υπηρεσιών, προσδιορίζοντας συγχρόνως τον τόπο όπου ευρίσκεται. Προσκομίζει, από την τέταρτη ημέρα της απουσίας του, ιατρικό πιστοποιητικό. Το πιστοποιητικό αυτό πρέπει να αποστέλλεται το αργότερο την πέμπτη ημέρα της απουσίας, γεγονός αποδεικνυόμενο από τη σφραγίδα του ταχυδρομείου. Άλλως, η απουσία θεωρείται αδικαιολόγητη, εκτός εάν το πιστοποιητικό δεν εστάλη για λόγους πέραν της βουλήσεως του έκτακτου υπαλλήλου.

    Ο έκτακτος υπάλληλος δύναται, ανά πάσα στιγμή, να υποχρεωθεί να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση που διοργανώνεται από τον Οργανισμό. Εάν, εξ υπαιτιότητος του έκτακτου υπαλλήλου, η εξέταση αυτή δεν μπορέσει να πραγματοποιηθεί, η απουσία του θεωρείται αδικαιολόγητη από την ημερομηνία κατά την οποία έπρεπε να έχει λάβει χώρα η εξέταση.

    Εάν το πόρισμα της εξέτασης είναι ότι ο έκτακτος υπάλληλος είναι ικανός να εκτελέσει τα καθήκοντά του, η απουσία του, με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου, θεωρείται αδικαιολόγητη από την ημερομηνία της εξέτασης.

    Εάν ο έκτακτος υπάλληλος θεωρεί ότι τα πορίσματα της ιατρικής εξέτασης που διοργανώθηκε από την ΑΣΣΑ είναι ιατρικώς αδικαιολόγητα, μπορεί, είτε ο ίδιος είτε ένας ιατρός που ενεργεί για λογαριασμό του, να υποβάλει, εντός δύο ημερών, στον Οργανισμό, αίτηση παραπομπής του θέματος σε ανεξάρτητο ιατρό για γνωμάτευση.

    Ο Οργανισμός διαβιβάζει αμέσως το αίτημα αυτό σε άλλον ιατρό, κατόπιν κοινής συμφωνίας μεταξύ του ιατρού του έκτακτου υπαλλήλου και του ιατρικού συμβούλου του Οργανισμού. Εάν, εντός πέντε ημερών από το αίτημα, δεν υπάρξει τέτοια συμφωνία, ο Οργανισμός επιλέγει ένα από τα εγγεγραμμένα στον κατάλογο των ανεξάρτητων ιατρών πρόσωπα· ο εν λόγω κατάλογος συντάσσεται κάθε έτος με κοινή συμφωνία της ΑΣΣΑ και της Επιτροπής Προσωπικού. Ο έκτακτος υπάλληλος μπορεί να αμφισβητήσει, εντός δύο εργάσιμων ημερών, την επιλογή του Οργανισμού, οπότε ο Οργανισμός επιλέγει άλλο πρόσωπο από τον κατάλογο· αυτή η επιλογή είναι οριστική.

    Η γνωμάτευση του ανεξάρτητου ιατρού, που διατυπώνεται μετά από διαβούλευση με τον ιατρό του έκτακτου υπαλλήλου και τον ιατρικό σύμβουλο του Οργανισμού, είναι δεσμευτική. Στην περίπτωση που η γνωμάτευση του ανεξάρτητου ιατρού επιβεβαιώνει το πόρισμα της εξέτασης που διοργάνωσε ο Οργανισμός, η απουσία θεωρείται αδικαιολόγητη από την ημερομηνία της εν λόγω εξέτασης. Στην περίπτωση που η γνωμάτευση του ανεξάρτητου ιατρού δεν επιβεβαιώσει το πόρισμα της εν λόγω εξέτασης, η απουσία θεωρείται από κάθε άποψη δικαιολογημένη.

    2.   Εάν οι απουσίες αυτές για λόγους ασθενείας δεν υπερβαίνουν τις τρεις ημέρες, υπερβαίνουν όμως σε περίοδο δώδεκα μηνών συνολικά τις δώδεκα ημέρες, ο έκτακτος υπάλληλος πρέπει να προσκομίσει ιατρικό πιστοποιητικό για κάθε νέα απουσία λόγω ασθενείας. Από την 13η ημέρα απουσίας του λόγω ασθενείας χωρίς ιατρικό πιστοποιητικό, η απουσία του θεωρείται αδικαιολόγητη.

    3.   Με την επιφύλαξη της εφαρμογής, ενδεχομένως, των κανόνων σχετικά με τις πειθαρχικές διαδικασίες, κάθε απουσία που κρίνεται αδικαιολόγητη σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 αφαιρείται από την ετήσια άδεια του ενδιαφερόμενου έκτακτου υπαλλήλου. Στην περίπτωση που ο έκτακτος υπάλληλος έχει εξαντλήσει την άδειά του, στερείται των αποδοχών του για το αντίστοιχο διάστημα.

    4.   Η ΑΣΣΑ δύναται να προσφύγει στην Επιτροπή Αναπηρίας για την περίπτωση έκτακτου υπαλλήλου του οποίου το σύνολο αναρρωτικών αδειών υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες κατά τη διάρκεια τριετίας.

    5.   Ο έκτακτος υπάλληλος δύναται να τίθεται αυτεπαγγέλτως σε άδεια, μετά από εξέταση που διενεργείται από τον ιατρικό σύμβουλο του Οργανισμού, αν το απαιτεί η κατάσταση της υγείας του ή αν στην κατοικία του έχει εκδηλωθεί μεταδοτική νόσος.

    Σε περίπτωση αμφισβητήσεως, εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 1, πέμπτο έως έβδομο εδάφιο.

    6.   Ο έκτακτος υπάλληλος υποχρεούται να υποβάλλεται κάθε έτος σε προληπτική ιατρική εξέταση είτε από τον ιατρικό σύμβουλο του Οργανισμού είτε από ιατρό της επιλογής του.

    Στην τελευταία αυτή περίπτωση, τα ιατρικά έξοδα βαρύνουν τον Οργανισμό μέχρις ενός ανωτάτου ποσού που ορίζεται από την ΑΣΣΑ για διάστημα το πολύ τριών ετών.

    Άρθρο 53

    Η ετήσια άδεια του έκτακτου υπαλλήλου, στον οποίο έχει επιτραπεί να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, ελαττώνεται κατ’ αναλογία, όσο διαρκεί η άδεια αυτή.

    Άρθρο 54

    Εκτός από περίπτωση ασθένειας ή ατυχήματος, ο έκτακτος υπάλληλος δεν δικαιούται να απουσιάζει χωρίς προηγούμενη άδεια από τον ιεραρχικά ανώτερό του. Με την επιφύλαξη της ενδεχόμενης εφαρμογής των προβλεπόμενων πειθαρχικών μέτρων, κάθε αποδεδειγμένα αδικαιολόγητη απουσία αφαιρείται από την ετήσια άδεια του ενδιαφερόμενου έκτακτου υπαλλήλου. Εάν έχει εξαντλήσει την ετήσια άδειά του, δεν δικαιούται καταβολή της αμοιβής του για ισοδύναμη χρονική περίοδο.

    Εάν ο έκτακτος υπάλληλος επιθυμεί να μεταβεί σε άλλο μέρος από τον τόπο απασχόλησής του κατά τη διάρκεια της αδείας του, ζητά προηγουμένως την άδεια της ΑΣΣΑ.

    Η διάρκεια της ειδικής και της γονικής άδειας καθώς και της άδειας για οικογενειακούς λόγους δεν υπερβαίνει τη διάρκεια της σύμβασης του ενδιαφερομένου.

    Εντούτοις, το δικαίωμα της αναρρωτικής άδειας με αποδοχές που προβλέπεται στο άρθρο 52 περιορίζεται στο χρόνο υπηρεσίας του υπαλλήλου, με ελάχιστο όριο τρεις μήνες. Η διάρκεια της άδειας δεν υπερβαίνει τη διάρκεια της σύμβασης του ενδιαφερομένου.

    Κατά τη λήξη των ανωτέρω προθεσμιών, o έκτακτος υπάλληλος του οποίου η σύμβαση δεν έχει λυθεί, παρά το γεγονός ότι δεν δύναται να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του, τίθεται σε άδεια άνευ αποδοχών.

    Ωστόσο, σε περίπτωση επαγγελματικής ασθένειας ή ατυχήματος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο έκτακτος υπάλληλος εξακολουθεί να λαμβάνει καθόλη τη διάρκεια της ανικανότητάς του προς εργασία το σύνολο των αποδοχών του, εφόσον δεν απολαύει του επιδόματος αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 76.

    Τμήμα Δ

    Αργίες

    Άρθρο 55

    Ο Οργανισμός καταρτίζει κατάλογο των αργιών.

    Άρθρο 56

    1.   Κατ’ εξαίρεση, ο έκτακτος υπάλληλος δύναται, κατόπιν αιτήσεώς του, να λάβει άδεια άνευ αποδοχών για σοβαρούς προσωπικούς λόγους. Η ΑΣΣΑ καθορίζει τη διάρκεια της άδειας αυτής, που δεν δύναται να υπερβαίνει το ένα τέταρτο του χρόνου υπηρεσίας που έχει συμπληρώσει ο έκτακτος υπάλληλος, ούτε να υπερβαίνει:

    τους τρεις μήνες όταν ο χρόνος υπηρεσίας του έκτακτου υπαλλήλου είναι μικρότερος από τέσσερα χρόνια,

    τους δώδεκα μήνες σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.

    2.   Η διάρκεια της άδειας που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο δεν λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή των διατάξεων της ενάτης παραγράφου του άρθρου 59.

    3.   Κατά τη διάρκεια της άδειας άνευ αποδοχών του έκτακτου υπαλλήλου, αναστέλλεται η κάλυψή του από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπεται στο άρθρο 67.

    Εντούτοις, αν ο έκτακτος υπάλληλος δεν ασκεί κερδοσκοπική επαγγελματική δραστηριότητα, δύναται, κατ’ αίτησή του που πρέπει να υποβληθεί το αργότερο ένα μήνα μετά την έναρξη της άδειας άνευ αποδοχών, να εξακολουθεί να απολαύει της κάλυψης κατά των κινδύνων που προβλέπονται στο άρθρο 67, υπό την προϋπόθεση ότι θα εξακολουθεί να καταβάλλει κατά τη διάρκεια της άδειάς του το ήμισυ του ποσού των εισφορών που προβλέπονται στο άρθρο αυτό οι εισφορές υπολογίζονται βάσει του τελευταίου βασικού μισθού του έκτακτου υπαλλήλου.

    Εξάλλου, ο έκτακτος υπάλληλος που αποδεικνύει ότι δεν μπορεί να αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα στα πλαίσια άλλου συνταξιοδοτικού συστήματος μπορεί να ζητήσει να εξακολουθήσει να αποκτά περαιτέρω συνταξιοδοτικά δικαιώματα καθόλη την περίοδο αδείας άνευ αποδοχών, εφόσον επωμίζεται το κόστος εισφοράς ίσης προς το τριπλάσιο του ποσού που ορίζεται στο άρθρο 89· οι εισφορές υπολογίζονται βάσει του βασικού μισθού του βαθμού και του κλιμακίου του.

    Άρθρο 57

    Στον έκτακτο υπάλληλο που στρατεύεται για να τελέσει τη νόμιμη θητεία του, καλείται να πραγματοποιήσει εναλλακτική θητεία, υποχρεούται να συμπληρώσει περίοδο στρατιωτικής εκπαίδευσης ή ανακαλείται υπό τα όπλα, παρέχεται άδεια για εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων· η διάρκεια αυτής της άδειας δεν δύναται να υπερβαίνει τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης.

    Ο έκτακτος υπάλληλος που στρατεύεται για να εκπληρώσει τη νόμιμη θητεία του ή καλείται να πραγματοποιήσει εναλλακτική θητεία παύει να εισπράττει τις αποδοχές του, αλλά εξακολουθεί να απολαύει των διατάξεων του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης σχετικά με την προαγωγή κατά κλιμάκιο. Διατηρεί επίσης το δικαίωμα επιδόματος αποχώρησης εφόσον, αφού περατώσει τη στρατιωτική ή εναλλακτική του θητεία, καταβάλλει αναδρομικά τις συνταξιοδοτικές εισφορές του.

    Ο έκτακτος υπάλληλος που υποχρεούται να συμπληρώσει περίοδο στρατιωτικής εκπαίδευσης ή ανακαλείται υπό τα όπλα εξακολουθεί, κατά τη διάρκεια της περιόδου της στρατιωτικής εκπαίδευσης ή της ανάκλησής του, να εισπράττει τις αποδοχές του, οι οποίες, εντούτοις, μειώνονται κατά το ποσό του στρατιωτικού μισθού που εισπράττεται από τον ενδιαφερόμενο.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

    Αποδοχές και επιστροφή εξόδων

    Άρθρο 58

    Οι αποδοχές του έκτακτου υπαλλήλου περιλαμβάνουν βασικό μισθό, οικογενειακά επιδόματα και άλλα επιδόματα και αποζημιώσεις.

    Άρθρο 59

    1.   Οι αποδοχές των έκτακτων υπαλλήλων εκφράζονται σε ευρώ. Οι διορθωτικοί συντελεστές, οι εκπτώσεις, η ετήσια αναθεώρηση και οι προσαρμογές καθορίζονται με τους κανόνες που ορίζονται στα άρθρα 63, 64, 65, 65α και 66α του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των ΕΚ όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 (2), στο εξής «κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης ΕΚ» και στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68 του Συμβουλίου της 29ης Φεβρουαρίου 1968 περί καθορισμού των όρων και της διαδικασίας επιβολής του φόρου του θεσπισθέντος υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (3). Οι εκπτώσεις που ορίζονται στον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης ΕΚ αποδίδονται στον προϋπολογισμό του Οργανισμού πλην των εισφορών στα συστήματα ασφάλισης ασθενείας, ατυχήματος και ανεργίας.

    2.   Ο βασικός μισθός καθορίζεται με τους κανόνες που ορίζονται στο άρθρο 66 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης ΕΚ.

    3.   Τα oικoγενειακά επιδόματα περιλαμβάνoυν:

    α)

    τo επίδoμα στέγης,

    β)

    τo επίδoμα συντηρoύμενoυ τέκνoυ,

    γ)

    τo σχoλικό επίδoμα.

    4.   Οι έκτακτοι υπάλληλoι πoυ δικαιoύνται oικoγενειακά επιδόματα αναφερόμενα στo παρόν άρθρo υπoχρεoύνται να δηλώνoυν τα oμoειδή επιδόματα τα oπoία εισπράττoυν από άλλη πηγή, και τα oπoία αφαιρoύνται από τα καταβαλλόμενα δυνάμει των άρθρων 1, 2 και 3 τoυ παραρτήματoς V.

    5.   Τo επίδoμα συντηρoύμενoυ τέκνoυ δυνατόν να διπλασιασθεί κατόπιν ειδικής και αιτιoλoγημένης απoφάσεως της ΑΣΣΑ πoυ λαμβάνεται βάσει απoδεικτικών ιατρικών εγγράφων, από τα oπoία πρoκύπτει ότι τo εν λόγω τέκνo, λόγω της διανoητικής ή σωματικής αναπηρίας τoυ, επιβάλλει στoν έκτακτο υπάλληλo δυσβάστακτα βάρη.

    6.   Εάν δυνάμει των άρθρων 1, 2 και 3 τoυ παραρτήματος V, τα ανωτέρω oικoγενειακά επιδόματα καταβάλλoνται σε πρόσωπo άλλο από τον έκτακτο υπάλληλο, τα επιδόματα αυτά καταβάλλονται στο νόμισμα της χώρας διαμονής του προσώπου αυτού, ενδεχομένως βάσει των ισοτιμιών που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 63 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των ΕΚ. Προσαρμόζονται βάσει του διορθωτικού συντελεστή που καθορίζεται για τη χώρα αυτήν εφόσον βρίσκεται στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή με διορθωτικό συντελεστή ίσο προς 100 για χώρα διαμονής εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Οι διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 ισχύουν όσον αφορά την καταβολή των οικογενειακών επιδομάτων στο πρόσωπο αυτό.

    7.   Το επίδομα εκπατρισμού ισούται με το 16 % του συνόλου του βασικού μισθού, του επιδόματος στέγης και του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου τα οποία δικαιούται ο έκτακτος υπάλληλος. Το επίδομα εκπατρισμού ανέρχεται σε 442,78 ευρώ μηνιαίως τουλάχιστον.

    8.   Σε περίπτωση θανάτου έκτακτου υπαλλήλου, ο επιζών σύζυγος ή τα συντηρούμενα τέκνα δικαιούνται τις συνολικές αποδοχές του αποθανόντος μέχρι το τέλος του τρίτου μήνα που ακολουθεί τον μήνα του θανάτου.

    Σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου συντάξεως ή επιδόματος αναπηρίας, οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν όσον αφορά τη σύνταξη ή το επίδομα του αποθανόντος.

    9.   Ο έκτακτος υπάλληλος που έχει συμπληρώσει δύο έτη αρχαιότητας σε κλιμάκιο του βαθμού του, προάγεται αυτόματα στο επόμενο κλιμάκιο του βαθμού του.

    Άρθρο 60

    Η καταβολή οικογενειακών επιδομάτων και επιδόματος εκπατρισμού γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2, 3 και 4 του παραρτήματος V.

    Άρθρο 61

    Με την επιφύλαξη των άρθρων 62 έως 65, ο έκτακτος υπάλληλος δικαιούται, σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 16 του παραρτήματος V, επιστροφή των εξόδων στα οποία υπεβλήθη λόγω της αναλήψεως των καθηκόντων του, της μεταθέσεως ή της λήξεως των καθηκόντων του, καθώς και επιστροφή των εξόδων στα οποία υπεβλήθη κατά τη διάρκεια ή σε συνάρτηση με την εκτέλεση των καθηκόντων του.

    Άρθρο 62

    Ο έκτακτος υπάλληλος που έχει προσληφθεί για χρόνο τουλάχιστον 12 μηνών δικαιούται, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 του παραρτήματος V, επιστροφή των εξόδων μετακομίσεώς του.

    Άρθρο 63

    1.   Ο έκτακτος υπάλληλος που έχει προσληφθεί για χρόνο τουλάχιστον ενός έτους δικαιούται, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5 του παραρτήματος V, επίδομα εγκατάστασης, το ποσό της οποίας καθορίζεται για προβλεπόμενο χρόνο υπηρεσίας:

    ίσο ή μεγαλύτερο από ένα έτος αλλά μικρότερο από δύο έτη

    στο 1/3

    του ποσού που καθορίζεται στο άρθρο 5 του παραρτήματος V

    ίσο ή μεγαλύτερο από δύο έτη αλλά μικρότερο από τρία έτη

    στα 2/3

    ίσο ή μεγαλύτερο από τρία έτη

    στα 3/3

    2.   Το επίδομα επανεγκατάστασης που προβλέπεται στο άρθρο 6 του παραρτήματος V, χορηγείται στον έκτακτο υπάλληλο που έχει συμπληρώσει τέσσερα έτη υπηρεσίας. Ο έκτακτος υπάλληλος που έχει συμπληρώσει περισσότερα από ένα αλλά λιγότερα από τέσσερα έτη υπηρεσίας δικαιούται αποζημίωση επανεγκατάστασης, το ποσό της οποίας είναι ανάλογο με το χρόνο υπηρεσίας του.

    3.   Εντούτοις, το επίδομα εγκατάστασης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 και το επίδομα επανεγκατάστασης που προβλέπεται στην παράγραφο 2 δεν μπορούν να είναι μικρότερα από:

    α)

    976,85 ευρώ για τον έκτακτο υπάλληλο που δικαιούται επίδομα στέγης· και

    β)

    580,83 ευρώ για τον υπάλληλο που δεν δικαιούται επίδομα στέγης.

    Όταν δύο σύζυγοι, αμφότεροι έκτακτοι υπάλληλοι του Οργανισμού, δικαιούνται και οι δύο επίδομα εγκατάστασης ή επανεγκατάστασης, αυτό καταβάλλεται μόνο στο σύζυγο που έχει τον υψηλότερο βασικό μισθό.

    Εφόσον ο σύζυγος έκτακτου υπαλλήλου του Οργανισμού είναι μόνιμος υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων που δικαιούται επίδομα εγκατάστασης ή επανεγκατάστασης και λαμβάνει υψηλότερο βασικό μισθό, το επίδομα αυτό δεν καταβάλλεται στον έκτακτο υπάλληλο.

    Άρθρο 64

    Εφαρμόζονται οι διατάξεις περί της ημερησίας αποζημιώσεως που προβλέπονται στο άρθρο 10 του παραρτήματος V. Εντούτοις, ο έκτακτος υπάλληλος που προσλαμβάνεται για ορισμένο χρόνο μικρότερο των δώδεκα μηνών και αποδεικνύει ότι δεν είναι δυνατόν να εξακολουθήσει να διαμένει στην παλαιά του κατοικία, δικαιούται ημερήσια αποζημίωση καθόλη τη διάρκεια της σύμβασής του και για ένα έτος κατ’ ανώτατο όριο.

    Άρθρο 65

    Οι διατάξεις του άρθρου 8 του παραρτήματος V περί επιστροφής των εξόδων ετήσιου ταξιδίου από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής εφαρμόζονται μόνον στον έκτακτο υπάλληλο που έχει συμπληρώσει χρόνο υπηρεσίας εννέα τουλάχιστον μηνών.

    Άρθρο 66

    Η καταβολή οφειλόμενων ποσών γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 17 και 18 του παραρτήματος V.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

    Παροχές κοινωνικής ασφάλισης

    Τμήμα Α

    Κάλυψη έναντι των κινδύνων ασθενείας και ατυχήματος, παροχές κοινωνικής ασφάλισης

    Άρθρο 67

    1.   Ο έκτακτος υπάλληλος κατά την περίοδο της υπηρεσίας του, κατά τη διάρκεια αναρρωτικής άδειας και κατά τη διάρκεια των περιόδων αδείας άνευ αποδοχών που προβλέπονται στα άρθρα 16 και 56 σύμφωνα με τις προβλεπόμενες σε αυτά προϋποθέσεις, ή όταν λαμβάνει επίδομα αναπηρίας, o σύζυγός τoυ, εφόσoν δεν δικαιoύται παρoχών της αυτής φύσης και τoυ αυτoύ επιπέδoυ κατ' εφαρμoγή oιωνδήπoτε άλλων νoμoθετικών ή κανoνιστικών διατάξεων, τα τέκνα τoυ και τα λoιπά συντηρoύμενα από αυτόν πρόσωπα, κατά την έννοια του άρθρου 2 του παραρτήματος V και οι δικαιούχοι σύνταξης επιζώντος, καλύπτoνται έναντι των κινδύνων ασθενείας μέχρι τoυ 80 % των πραγματoπoιηθέντων εξόδων υποκείμενοι στους ίδιους κανόνες με εκείνους που έχουν θεσπισθεί σε συμφωνία μεταξύ των κοινοτικών οργάνων δυνάμει του άρθρου 72 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης ΕΚ. Τo πoσoστό αυτό ανέρχεται σε 85 % για τις ακόλoυθες παρoχές: επισκέψεις στo ιατρείo και στo σπίτι, χειρoυργικές επεμβάσεις, νoσoκoμειακή περίθαλψη, φάρμακα, ακτινoλoγικές εξετάσεις και ακτινoβoλίες, αναλύσεις, εργαστηριακές εξετάσεις και πρoθέσεις με ιατρική εντoλή, εκτός από oδoντικές πρoθέσεις. Ανέρχεται σε 100 % σε περιπτώσεις φυματίωσης, πoλυoμυελίτιδας, καρκίνoυ, διανoητικής ασθένειας και άλλων ασθενειών πoυ αναγνωρίζoνται ως εξ ίσoυ σoβαρές από την ΑΣΣΑ, καθώς και για πρoληπτικές εξετάσεις και την έγκαιρη διάγνωση παθήσεων, και σε περίπτωση τoκετoύ. Ωστόσο, oι επιστρoφές εξόδων κατά 100 % δεν εφαρμόζoνται σε περίπτωση επαγγελματικής ασθένειας ή ατυχήματoς πoυ επέφεραν την εφαρμoγή τoυ άρθρoυ 68.

    Ο σύντροφος μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης ενός έκτακτου υπαλλήλου αντιμετωπίζεται ως σύζυγος στο πλαίσιο του καθεστώτος ασφάλισης ασθενείας, όταν πληρούνται οι πρώτοι τρεις όροι του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ) του παραρτήματος V.

    Τo ένα τρίτo της εισφoράς για την κάλυψη αυτή βαρύνει τoν ασφαλιζόμενo έκτακτο υπάλληλο αλλά κατά τρόπο ώστε η συμμετoχή αυτή να μην υπερβαίνει τo 2 % τoυ βασικoύ μισθoύ τoυ.

    2.   Ο έκτακτος υπάλληλoς o oπoίoς, κατά τη λήξη των καθηκόντων τoυ, απoδεικνύει ότι δεν ασκεί κερδοσκοπική απασχόληση, δικαιoύται να ζητήσει, το αργότερο εντός τoυ μήνα πoυ ακoλoυθεί τη λήξη των καθηκόντων τoυ, να συνεχιστεί η κάλυψη έναντι των κινδύνων ασθενείας η oπoία πρoβλέπεται στην παράγραφo 1 για περίoδo έξι μηνών κατ' ανώτατo όριo μετά τη λήξη των καθηκόντων τoυ. Η εισφoρά πoυ αναφέρεται στην πρoηγoύμενη παράγραφo υπoλoγίζεται επί τoυ τελευταίoυ βασικoύ μισθoύ τoυ έκτακτου υπαλλήλoυ και τoν βαρύνει κατά τo ήμισυ.

    Με απόφαση της ΑΣΣΑ πoυ λαμβάνεται κατόπιν γνωματεύσεως του ιατρικoύ συμβoύλoυ του Οργανισμού, η πρoθεσμία ενός μηνός για την υπoβoλή της αιτήσεως καθώς και o περιoρισμός των έξι μηνών πoυ πρoβλέπεται στo πρώτο εδάφιo δεν εφαρμόζoνται αν o ενδιαφερόμενoς πάσχει από βαριά ή παρατεταμένη ασθένεια, εμφανισθείσα πριν από τη λήξη των καθηκόντων τoυ και δηλωθείσα στoν Οργανισμό εντός της περιόδου των έξι μηνών πoυ πρoβλέπεται στo πρώτο εδάφιo, υπό τoν όρoν ότι o ενδιαφερόμενoς υπoβάλλεται σε ιατρική εξέταση εκ μέρoυς του Οργανισμού.

    3.   Ο διαζευγμένoς σύζυγoς τoυ έκτακτου υπαλλήλoυ, τo τέκνo πoυ δεν είναι πια συντηρoύμενo, καθώς και τo πρόσωπo πoυ έπαψε να εξoμoιώνεται με συντηρoύμενo τέκνo κατά την έννoια των διατάξεων τoυ άρθρoυ 2 τoυ παραρτήματος V, πoυ απoδεικνύoυν ότι δεν ασκούν κερδοσκοπική απασχόληση, μπoρoύν να εξακoλoυθήσoυν, για μια περίoδo ενός έτoυς τo πoλύ, να καλύπτoνται έναντι των κινδύνων ασθενείας όπως πρoβλέπεται στην παράγραφo 1, ως έμμεσα ασφαλισμένoι τoυ ασφαλισμένoυ από τoν oπoίoν αντλoύσαν τo δικαίωμα των επιστρoφών αυτών· για την κάλυψη αυτή δεν απαιτείται καταβoλή εισφoράς. Η ανωτέρω περίoδoς ενός έτους υπoλoγίζεται είτε από την ημερoμηνία, κατά την oπoία κατέστη αμετάκλητo τo διαζύγιo, είτε από τότε πoυ εξέλιπε η ιδιότητα τoυ συντηρoύμενoυ τέκνoυ ή τoυ πρoσώπoυ τoυ εξoμoιoύμενoυ πρoς συντηρoύμενo τέκνo.

    4.   Στην περίπτωση των έκτακτων υπαλλήλων πoυ παραμένoυν στην υπηρεσία του Οργανισμού μέχρι την ηλικία των 63 ετών ή λαμβάνoυν επίδομα αναπηρίας, εφαρμόζoνται μετά τη λήξη των καθηκόντων τoυς oι διατάξεις πoυ πρoβλέπoνται στην παράγραφo 1. Η εισφoρά υπoλoγίζεται βάσει της συντάξεως ή του επιδόματος.

    Τα ανωτέρω ισχύουν και για πρόσωπo πoυ λαμβάνει σύνταξη επιζώντος λόγω θανάτoυ έκτακτου υπαλλήλoυ εν ενεργεία ή παραμείναντoς στην υπηρεσία του Οργανισμού μέχρι την ηλικία των 63 ετών, ή μέχρι το θάνατο προσώπου που δικαιούται επίδομα αναπηρίας. Η εισφoρά υπoλoγίζεται βάσει της συντάξεως επιζώντος.

    5.   Εμπίπτoυν επίσης στις διατάξεις της παραγράφoυ 1, με την πρoϋπόθεση ότι υποβάλλουν την σχετική αίτηση, πρόσωπα που δικαιούνται σύνταξη ορφανού. Η εισφορά υπολογίζεται βάσει της συντάξεως ορφανού.

    6.   Σε περίπτωση προσώπων που δικαιούνται σύνταξη επιζώντος, η εισφορά που αναφέρεται στις παραγράφους 4 και 5 δεν μπορεί να είναι μικρότερη από εκείνη που υπολογίζεται βάσει του βασικού μισθού που αντιστοιχεί στο πρώτο κλιμάκιο του πρώτου βαθμού.

    7.   Αν το σύνολο των μη επιστραφέντων εξόδων περιόδoυ δώδεκα μηνών υπερβαίνει τo ήμισυ τoυ βασικoύ μηνιαίoυ μισθoύ του εκτάκτου υπαλλήλου, η ΑΣΣΑ επιτρέπει ειδική επιστρoφή εξόδων αφoύ ληφθεί υπόψη η oικoγενειακή κατάσταση τoυ ενδιαφερoμένoυ, βάσει της ρυθμίσεως πoυ πρoβλέπεται στην ανωτέρω παράγραφo 1.

    8.   Ο δικαιoύχoς των ανωτέρω παροχών υπoχρεoύται να δηλώνει τα έξoδα πoυ επεστράφησαν ή των oπoίων δικαιoύται να απαιτήσει την επιστρoφή από άλλη ασφάλιση ασθενείας, βάσει κανoνιστικών ή νoμoθετικών διατάξεων, για τoν ίδιo ή για ένα από τα πρόσωπα πoυ ασφαλίζει.

    Αν τo σύνoλo των πρoς επιστρoφή πoσών υπερβαίνει τα επιστρεφόμενα πoσά πoυ πρoβλέπoνται στην ανωτέρω παράγραφo 1, η διαφoρά αφαιρείται από τo πoσό πoυ πρέπει να επιστραφεί δυνάμει της παραγράφoυ 1, εκτός από τις επιστρoφές πoυ έχoυν ληφθεί δυνάμει ιδιωτικής συμπληρωματικής ασφαλίσεως ασθενείας συνιστάμενης στην κάλυψη τoυ μέρoυς των εξόδων πoυ δεν επιστρέφεται από τo σύστημα ασφάλειας ασθένειας του Οργανισμού.

    Άρθρο 68

    1.   Ο έκτακτος υπάλληλος καλύπτεται, κατά την περίοδο της υπηρεσίας του, κατά τη διάρκεια αναρρωτικής άδειας και κατά τη διάρκεια των περιόδων αδείας άνευ αποδοχών που προβλέπονται στα άρθρα 16 και 56 σύμφωνα με τις προβλεπόμενες σε αυτά προϋποθέσεις, από την ημερομηνία εισόδου του στην υπηρεσία, έναντι των κινδύνων επαγγελματικής ασθένειας και ατυχήματος, υποκείμενος στους ίδιους κανόνες με εκείνους που έχουν θεσπισθεί σε κοινή συμφωνία μεταξύ των οργάνων της Κοινότητας δυνάμει του άρθρου 73 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης ΕΚ. Συνεισφέρει στο κόστος της ασφάλισης έναντι μη επαγγελματικών κινδύνων μέχρι ποσοστού 0,1 % του βασικού του μισθού.

    Οι κανόνες αυτοί ορίζουν τους μη καλυπτόμενους κινδύνους.

    2.   Οι καταβαλλόμενες παρoχές είναι oι ακόλoυθες:

    α)

    Σε περίπτωση θανάτoυ:

     

    Καταβoλή στα κατωτέρω απαριθμoύμενα πρόσωπα εφάπαξ ποσού ίσoυ πρoς τo πενταπλάσιo τoυ ετήσιoυ βασικoύ μισθoύ τoυ ενδιαφερoμένoυ, υπoλoγιζoμένoυ βάσει των μηνιαίων μισθών πoυ χoρηγoύνται κατά τoυς δώδεκα μήνες πριν από τo ατύχημα:

    στo σύζυγo και στα τέκνα τoυ απoθανόντoς έκτακτου υπαλλήλoυ, σύμφωνα με τις διατάξεις τoυ κληρoνoμικoύ δικαίoυ πoυ εφαρμόζεται στην περίπτωση τoυ έκτακτου υπαλλήλoυ· ωστόσο, τo πoσό πoυ καταβάλλεται στoν σύζυγo είναι τoυλάχιστoν 25 % τoυ εφάπαξ ποσού,

    ελλείψει συζύγoυ ή τέκνων, στoυς λoιπoύς κατιόντες σύμφωνα με τις διατάξεις τoυ κληρoνoμικoύ δικαίoυ πoυ εφαρμόζεται στην περίπτωση τoυ έκτακτου υπαλλήλoυ,

    ελλείψει πρoσώπων των δύo κατηγoριών πoυ αναφέρoνται ανωτέρω, στoυς λoιπoύς κατιόντες σύμφωνα με τις διατάξεις τoυ κληρoνoμικoύ δικαίoυ πoυ εφαρμόζεται στην περίπτωση τoυ έκτακτου υπαλλήλoυ,

    ελλείψει πρoσώπων των τριών κατηγoριών πoυ αναφέρoνται ανωτέρω, στον Οργανισμό.

    β)

    Σε περίπτωση oλικής μόνιμης αναπηρίας:

     

    Καταβoλή στoν ενδιαφερόμενo έκτακτο υπάλληλο εφάπαξ ποσού ίσoυ πρoς τo oκταπλάσιo τoυ ετήσιoυ βασικoύ μισθoύ, υπoλoγιζoμένoυ βάσει των μηνιαίων μισθών πoυ είχαν χoρηγηθεί κατά τoυς δώδεκα μήνες πριν από τo ατύχημα.

    γ)

    Σε περίπτωση μερικής μόνιμης αναπηρίας:

     

    Καταβoλή στoν ενδιαφερόμενo έκτακτο υπάλληλο μέρoυς της απoζημιώσεως πoυ αναφέρεται στo στoιχείo β), υπoλoγιζoμένου σύμφωνα με τoν πίνακα πoυ oρίζεται στη ρύθμιση η oπoία πρoβλέπεται στην παράγραφo 1.

    Όπως προβλέπεται από τους κανόνες αυτούς οι ανωτέρω προβλεπόμενες καταβολές μπορούν να αντικατασταθούν από ισόβια πρόσοδο.

    Οι ανωτέρω παροχές μπορούν να καταβάλλονται πέραν των παροχών που προβλέπονται στο τμήμα Β.

    3.   Επί πλέoν, καλύπτoνται, υπό τις πρoϋπoθέσεις της παραγράφoυ 1: τα ιατρικά, φαρμακευτικά, νoσoκoμειακά, χειρoυργικά έξoδα, ως και έξoδα για τεχνητά μέλη, ακτινoγραφίες, μαλάξεις, έξoδα oρθoπεδικής, νoσήλεια, έξoδα μεταφoράς, και όλα τα παρόμoια έξoδα πoυ απαιτoύνται λόγω τoυ ατυχήματoς ή της επαγγελματικής ασθένειας.

    Εν τoύτoις, η επιστρoφή αυτών των εξόδων πραγματoπoιείται μόνoν όταν τα πoσά πoυ εισπράττει o έκτακτος υπάλληλoς κατά τo άρθρo 67 δεν καλύπτoυν πλήρως τα έξoδα.

    Άρθρο 69

    1.   Οι εισφορές των έκτακτων υπαλλήλων και του Οργανισμού στο σύστημα ασφάλισης ασθενείας και ατυχήματος καταβάλλονται καθ’ ολοκληρία στο σύστημα ασφάλισης ασθενείας και ατυχήματος που συνιστά ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης ΕΚ.

    2.   Αν, εντούτοις, η ιατρική εξέταση στην οποία υποβάλλεται ο υπάλληλος δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 36, δείξει ότι ο ενδιαφερόμενος πάσχει από ασθένεια ή αναπηρία, η ΑΣΣΑ δύναται να αποφασίσει να αποκλεισθούν από την επιστροφή των εξόδων που προβλέπεται στο άρθρο 67 οι δαπάνες που προκλήθηκαν ως επακόλουθα και συνέπειες αυτής της ασθένειας ή αναπηρίας.

    Αν ο έκτακτος υπάλληλος αποδείξει ότι δεν δικαιούται κάλυψη από άλλο σύστημα ασφάλισης ασθενείας βάσει νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων, μπορεί να ζητήσει, το αργότερο εντός μηνός μετά τη λήξη της σύμβασής του, να εξακολουθήσει να απολαύει της ασφάλισης ασθενείας που προβλέπεται στα άρθρα 67 και 68, επί ένα εξάμηνο το πολύ μετά τη λήξη της σύμβασής του. Οι εισφορές που προβλέπονται στο άρθρο 67 παράγραφος 2 υπολογίζονται με βάση τον τελευταίο βασικό μισθό του υπαλλήλου, τον οποίο και βαρύνουν κατά το ήμισυ.

    3.   Το ύψος της εισφοράς επανεξετάζεται και προσαρμόζεται εφόσον χρειάζεται από το Συμβούλιο έπειτα από έξι έτη, βάσει του κινδύνου ασθενείας και ατυχήματος των εκτάκτων υπαλλήλων του Οργανισμού.

    4.   Έπειτα από σχετική απόφαση της ΑΣΣΑ και αφού δώσει τη γνώμη του ο εξουσιοδοτημένος ιατρικός σύμβουλος του Οργανισμού, η προθεσμία ενός μηνός για την υποβολή της αίτησης καθώς και ο περιορισμός των έξι μηνών της παραγράφου 2 δεν ισχύουν εφόσον ο ενδιαφερόμενος προσβλήθηκε κατά το χρόνο υπηρεσίας του από βαριά ή παρατεταμένη ασθένεια, την οποία και δήλωσε στον Οργανισμό πριν από τη λήξη της εξάμηνης περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 2, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος θα υποβληθεί στην ιατρική εξέταση που διεξάγει ο Οργανισμός.

    Άρθρο 70

    1.   Ο πρώην έκτακτος υπάλληλος, ο οποίος βρίσκεται άνεργος μετά τη λήξη της υπηρεσίας του στον Οργανισμό, και εφόσον:

    δεν δικαιούται επίδομα αναπηρίας από τον Οργανισμό,

    η έξοδός του από την υπηρεσία δεν οφείλεται σε παραίτηση ή σε διακοπή της σύμβασής του για πειθαρχικούς λόγους,

    έχει συμπληρώσει τουλάχιστον εξάμηνη υπηρεσία και

    είναι κάτοικος ενός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    δικαιούται μηνιαίο επίδομα ανεργίας υπό τους όρους που ορίζονται κατωτέρω.

    Αν δικαιούται παροχές ανεργίας δυνάμει εθνικού συστήματος, υποχρεούται να το δηλώσει στον Οργανισμό. Στην περίπτωση αυτήν, το ποσό των εν λόγω παροχών αφαιρείται από το επίδομα που καταβάλλεται δυνάμει της παραγράφου 3.

    2.   Για να δικαιούται επίδομα ανεργίας, o πρώην έκτακτος υπάλληλος οφείλει:

    α)

    να εγγραφεί, με αίτησή του, ως ζητών εργασία στις αρμόδιες υπηρεσίες απασχόλησης του κράτους μέλους της ΕΕ όπου κατοικεί,

    β)

    να τηρεί τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η νομοθεσία αυτού του κράτους μέλους της ΕΕ στους βάσει των διατάξεών της δικαιούχους παροχών ανεργίας,

    γ)

    να διαβιβάζει κάθε μήνα στον Οργανισμό βεβαίωση της αρμόδιας εθνικής υπηρεσίας απασχόλησης, η οποία να αναφέρει κατά πόσον τηρεί τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στα στοιχεία α) και β).

    Ο Οργανισμός μπορεί να αποφασίσει τη χορήγηση ή τη συνέχιση της χορήγησης του επιδόματος, έστω και αν δεν τηρούνται οι εθνικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β), σε περίπτωση ασθένειας, ατυχήματος, μητρότητας, αναπηρίας ή άλλης κατάστασης που θεωρείται ανάλογη καθώς και όταν η αρμόδια εθνική υπηρεσία απαλλάσσει τον ενδιαφερόμενο από τις υποχρεώσεις αυτές.

    Το Διοικητικό Συμβούλιο καθορίζει τις απαιτούμενες διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

    3.   Το επίδομα ανεργίας καθορίζεται σε σχέση με το βασικό μισθό που είχε ο πρώην έκτακτος υπάλληλος κατά την έξοδό του από την υπηρεσία. Το εν λόγω επίδομα ανεργίας ανέρχεται στο:

    α)

    60 % του βασικού μισθού επί μια αρχική περίοδο δώδεκα μηνών,

    β)

    45 % του βασικού μισθού από το δέκατο τρίτο έως τον εικοστό τέταρτο μήνα.

    Εκτός από την αρχική περίοδο των έξι μηνών, κατά τη διάρκεια της οποίας εφαρμόζεται μόνον το κατώτερο και όχι το ανώτερο από τα όρια που ορίζονται παρακάτω, τα ποσά που προκύπτουν κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν μπορούν να είναι κατώτερα από 1 171,52 ευρώ ούτε μεγαλύτερα από 2 343,04 ευρώ. Τα όρια αυτά προσαρμόζονται σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες με εκείνους που ορίζονται στο άρθρο 66 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης ΕΚ, σύμφωνα με το άρθρο 65 του ίδιου κανονισμού.

    4.   Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το επίδομα ανεργίας καταβάλλεται στον πρώην έκτακτο υπάλληλο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 24 μήνες από την ημερομηνία εξόδου του από την υπηρεσία και σε καμία περίπτωση το ισοδύναμο του ενός τρίτου του πραγματικού χρόνου υπηρεσίας που έχει συμπληρώσει. Εάν όμως, κατά τη διάρκεια του διαστήματος αυτού, ο πρώην έκτακτος υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους των παραγράφων 1 και 2, διακόπτεται η καταβολή του επιδόματος ανεργίας. Η καταβολή του επιδόματος ανεργίας επαναλαμβάνεται, εάν, πριν από τη λήξη της περιόδου αυτής, ο πρώην έκτακτος υπάλληλος πληροί και πάλι τους εν λόγω όρους χωρίς όμως να έχει αποκτήσει δικαίωμα σε εθνική παροχή ανεργίας.

    5.   Ο πρώην έκτακτος υπάλληλος στον οποίο χορηγείται επίδομα ανεργίας δικαιούται τα οικογενειακά επιδόματα σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες με εκείνους που προβλέπει το άρθρο 67 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης ΕΚ. Το επίδομα στέγης υπολογίζεται βάσει του επιδόματος ανεργίας και υπό τους όρους του άρθρου 1 του παραρτήματος V.

    Ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να δηλώνει τα ανάλογα επιδόματα που καταβάλλονται από άλλη πηγή στον ίδιο ή στον σύζυγό του, τα οποία και αφαιρούνται από τα επιδόματα που καταβάλλονται βάσει του παρόντος άρθρου.

    Ο πρώην έκτακτος υπάλληλος στον οποίο χορηγείται επίδομα ανεργίας δικαιούται, χωρίς να επιβαρύνεται με εισφορές, την κάλυψη των κινδύνων ασθενείας υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 67.

    6.   Το επίδομα ανεργίας και τα οικογενειακά επιδόματα καταβάλλονται από το Ειδικό Ταμείο Ανεργίας σε ευρώ χωρίς να εφαρμόζεται κανένας διορθωτικός συντελεστής.

    7.   Οι έκτακτοι υπάλληλοι εισφέρουν κατά το ένα τρίτο στη χρηματοδότηση του συστήματος ασφάλισης κατά της ανεργίας. Η εισφορά αυτή καθορίζεται σε 0,81 % του βασικού μισθού του ενδιαφερομένου, μετά την έκπτωση ποσού 1 065,02 ευρώ, και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι διορθωτικοί συντελεστές που προβλέπονται στο άρθρο 64 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης ΕΚ.

    Η εισφορά αυτή αφαιρείται κάθε μήνα από το μισθό του ενδιαφερομένου και — μαζί με τα δύο τρίτα που βαρύνουν τον Οργανισμό — καταβάλλεται στο Ειδικό Ταμείο Ανεργίας που έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 28α των «Όρων Απασχόλησης του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων ως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68» (εφεξής «ΟΑΛΠ των ΕΚ»). Το ύψος της εισφοράς επανεξετάζεται και προσαρμόζεται εφόσον χρειάζεται από τον Οργανισμό έπειτα από έξι έτη, βάσει του κινδύνου ανεργίας του έκτακτου προσωπικού του Οργανισμού.

    8.   Το επίδομα ανεργίας που καταβάλλεται στον άνεργο πρώην έκτακτο υπάλληλο υπόκειται στους ίδιους κανόνες με εκείνους που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68.

    9.   Οι αρμόδιες για θέματα απασχόλησης και ανεργίας εθνικές υπηρεσίες, ενεργώντας στο πλαίσιο της οικείας εθνικής νομοθεσίας, και ο Οργανισμός συνεργάζονται ουσιαστικά για την καλή εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

    10.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου υπόκεινται σε κανόνες ταυτόσημους προς εκείνους που καθορίζονται με κοινή συμφωνία των οργάνων της Κοινότητας, με την επιφύλαξη των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2.

    Άρθρο 71

    1.   Εάν o έκτακτος υπάλληλoς απoκτήσει τέκνo, καταβάλλεται επίδoμα ύψους 198,31 ευρώ στo πρόσωπo πoυ έχει όντως τη φρoντίδα τoυ παιδιoύ.

    Τo ίδιo επίδoμα καταβάλλεται και στoν έκτακτο υπάλληλo πoυ υιoθετεί παιδί μέχρι πέντε ετών, τo oπoίo συντηρεί κατά την έννoια τoυ άρθρoυ 2 παράγραφος 2 του παραρτήματος V.

    2.   Το επίδομα αυτό χορηγείται επίσης σε περίπτωση διακoπής της κυήσεως μετά από επτά μήνες τουλάχιστον.

    3.   Ο δικαιoύχoς τoυ επιδόματoς τoκετoύ υπoχρεoύται να δηλώσει τα oμoειδή επιδόματα πoυ εισπράττει από άλλη πηγή για τo ίδιo παιδί· τα επιδόματα αυτά αφαιρoύνται από τo επίδoμα πoυ πρoβλέπεται παραπάνω. Αν και o πατέρας και η μητέρα είναι έκτακτοι υπάλληλoι του Οργανισμού, τo επίδoμα καταβάλλεται εφάπαξ.

    Άρθρo 72

    Σε περίπτωση θανάτoυ τoυ έκτακτου υπαλλήλoυ, τoυ συζύγoυ τoυ, των συντηρoύμενων τέκνων ή άλλων συντηρoύμενων πρoσώπων κατά την έννoια τoυ άρθρoυ 2 τoυ παραρτήματος V, και εφ’όσoν τα πρόσωπα αυτά συγκατoικoύσαν με τoν έκτακτο υπάλληλo, τα έξoδα μεταφoράς της σoρoύ από τoν τόπo εργασίας στoν τόπo καταγωγής τoυ έκτακτου υπαλλήλoυ επιστρέφoνται από τον Οργανισμό.

    Ωστόσο, σε περίπτωση θανάτoυ τoυ έκτακτου υπαλλήλoυ κατά τη διάρκεια απoστoλής, τα έξoδα μεταφoράς της σoρoύ από τoν τόπo τoυ θανάτoυ στoν τόπo καταγωγής τoυ έκτακτου υπαλλήλoυ καταβάλλoνται απ’ ευθείας από τον Οργανισμό.

    Άρθρo 73

    Δωρεές, δάνεια ή πρoκαταβoλές είναι δυνατόν να χoρηγούνται σε έκτακτο υπάλληλo, κατά τη διάρκεια ή μετά τη λήξη της σύμβασής του, εφόσον, λόγω σoβαρής παρατεταμένης ασθένειας, ή αναπηρίας, ή λόγω ατυχήματoς κατά την υπηρεσία ο έκτακτος υπάλληλος είναι ανίκανoς πρoς εργασία και απoδεικνύει ότι η ασθένεια ή τo ατύχημα δεν καλύπτεται από άλλo σύστημα κoινωνικής ασφάλισης.

    Τμήμα Β

    Ασφάλιση έναντι κινδύνων αναπηρίας και θανάτου

    Άρθρο 74

    Ο έκτακτος υπάλληλος ασφαλίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις έναντι των κινδύνων θανάτου ή αναπηρίας που επέρχονται κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του.

    Οι πληρωμές και οι παροχές που προβλέπονται στο παρόν τμήμα αναστέλλονται, εάν η αμοιβή που λαμβάνει ο έκτακτος υπάλληλος λόγω της εργασίας του έχει ανασταλεί δυνάμει του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης.

    Άρθρο 75

    Εάν η ιατρική εξέταση που προηγείται της πρόσληψης έκτακτου υπαλλήλου αποκαλύψει ότι ο ενδιαφερόμενος πάσχει από ασθένεια ή από αναπηρία, η ΑΣΣΑ δύναται να αποφασίσει να μην τον υπαγάγει στο ευεργέτημα των παροχών που προβλέπονται για την περίπτωση αναπηρίας ή θανάτου, παρά μόνο μετά την παρέλευση πενταετίας από την ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας στον Οργανισμό, για τους κινδύνους που απορρέουν από αυτή την ασθένεια ή αναπηρία.

    Ο έκτακτος υπάλληλος μπορεί να προσβάλει την απόφαση αυτήν ενώπιον της Επιτροπής Αναπηρίας που συγκροτείται από τον Οργανισμό. Κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του Οργανισμού και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Οργανισμός μπορεί να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες της Επιτροπής Αναπηρίας του Συμβουλίου.

    Άρθρο 76

    1.   Έκτακτος υπάλληλος ο οποίος πάσχει από ολική αναπηρία και ο οποίος υποχρεούται για το λόγο αυτό να διακόψει την υπηρεσία του στον Οργανισμό, δικαιούται, για όσο χρόνο διαρκεί η αναπηρία, επίδομα αναπηρίας του οποίου το ποσό καθορίζεται ως εξής:

    Εάν ο έκτακτος υπάλληλος, ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας, φθάσει στο 65ο έτος της ηλικίας του, εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες του επιδόματος αποχώρησης. Το ποσό του επιδόματος αποχώρησης καθορίζεται με βάση το μισθό που αντιστοιχεί στο βαθμό και το κλιμάκιο που κατείχε ο έκτακτος υπάλληλος όταν κατέστη ανάπηρος.

    2.   Το ποσό του επιδόματος αναπηρίας καθορίζεται στο 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του έκτακτου υπαλλήλου. Ωστόσο, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης, δηλαδή το βασικό μισθό έκτακτου υπαλλήλου των ΕΚ στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού 1. Το επίδομα αναπηρίας υπόκειται σε εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, που υπολογίζονται βάσει του επιδόματος αυτού.

    3.   Εφόσον η αναπηρία του έκτακτου υπαλλήλου προέρχεται από ατύχημα το οποίο συνέβη κατά την άσκηση ή επ’ ευκαιρία της άσκησης των καθηκόντων του, από επαγγελματική ασθένεια ή από πράξη αυτοθυσίας προς δημόσιο όφελος ή από το γεγονός ότι ο υπάλληλος εξέθεσε τη ζωή και την αρτιμέλειά του σε κίνδυνο προκειμένου να διασώσει ανθρώπινη ζωή, το επίδομα αναπηρίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το 120 % του ελάχιστου ορίου διαβίωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, οι εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού καθεστώτος βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Οργανισμού.

    4.   Εάν η αναπηρία έχει προκληθεί σκόπιμα από τον έκτακτο υπάλληλο, η ΑΣΣΑ είναι δυνατόν να αποφασίσει ότι ο υπάλληλος θα πρέπει να λάβει μόνον το επίδομα που προβλέπεται στο άρθρο 85.

    5.   Τα πρόσωπα που δικαιούνται επίδομα αναπηρίας δικαιούνται επίσης τα οικογενειακά επιδόματα που προβλέπονται στο άρθρο 59 παράγραφος 3. Σύμφωνα με το παράρτημα V. Το επίδομα στέγης υπολογίζεται με βάση το επίδομα του δικαιούχου.

    Άρθρο 77

    1.   Η κατάσταση αναπηρίας κρίνεται από την Επιτροπή Αναπηρίας που αναφέρεται στο άρθρο 75.

    2.   Ο Οργανισμός μπορεί να απαιτεί από τον δικαιούχο επιδόματος αναπηρίας να υποβάλλεται περιοδικά σε εξετάσεις, για να βεβαιωθεί ότι εξακολουθεί να πληροί τους απαιτούμενους όρους για τη λήψη του εν λόγω επιδόματος. Εάν η Επιτροπή Αναπηρίας διαπιστώσει ότι δεν πληρούνται πλέον οι όροι αυτοί, ο έκτακτος υπάλληλος αναλαμβάνει και πάλι υπηρεσία στον Οργανισμό, εφόσον δεν έχει λήξει η σύμβασή του.

    Ωστόσο, εάν ο ενδιαφερόμενος δεν είναι δυνατόν να επαναπροσληφθεί στην υπηρεσία του Οργανισμού, η σύμβαση μπορεί να λυθεί με την καταβολή αποζημίωσης ύψους αντίστοιχου με τις αποδοχές που θα είχε εισπράξει κατά το διάστημα της προθεσμίας καταγγελίας και, ενδεχομένως, με την αποζημίωση λύσης της σύμβασης που προβλέπεται στο άρθρο 95. Εφαρμόζεται επίσης το άρθρο 85.

    Άρθρο 78

    Οι έλκοντες δικαίωμα από αποβιώσαντα έκτακτο υπάλληλο, όπως ορίζονται σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες με εκείνους που ορίζονται στο κεφάλαιο 2 του παραρτήματος VI, δικαιούνται σύνταξη επιζώντος κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 79 έως 82.

    Σε περίπτωση θανάτου ενός πρώην έκτακτου υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας, οι έλκοντες δικαίωμα από τον αποβιώσαντα έκτακτο υπάλληλο, όπως ορίζονται στο κεφάλαιο 3 του παραρτήματος VI, δικαιούνται σύνταξη επιζώντος κατά τα προβλεπόμενα στο εν λόγω παράρτημα.

    Σε περίπτωση αφάνειας, για διάστημα μεγαλύτερο του έτους, έκτακτου υπαλλήλου ή πρώην έκτακτου υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας, οι προσωρινές συντάξεις στο σύζυγό του και στα πρόσωπα που θεωρούνται συντηρούμενα από τον άφαντο καθορίζονται σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες με εκείνους που ορίζονται στα κεφάλαια 5 και 6 του παραρτήματος VIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης ΕΚ.

    Άρθρο 79

    Το δικαίωμα σύνταξης αρχίζει να ισχύει από την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί το μήνα του θανάτου ή, ανάλογα με την περίπτωση, από την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την περίοδο κατά την οποία ο επιζών σύζυγος, τα ορφανά ή τα συντηρούμενα πρόσωπα του αποβιώσαντος δικαιούνται τις απολαβές του κατ’ εφαρμογή του άρθρου 59 παράγραφος 8.

    Άρθρο 80

    Ο επιζών σύζυγος έκτακτου υπαλλήλου δικαιούται, σύμφωνα με το κεφάλαιο 3 του παραρτήματος VI, σύνταξη επιζώντος. Το ποσό της σύνταξης δεν είναι κατώτερο από το 35 % του τελευταίου μηνιαίου βασικού μισθού που εισέπραξε ο έκτακτος υπάλληλος ούτε από το βασικό μισθό εκτάκτου υπαλλήλου των ΕΚ ο οποίος βρίσκεται στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού 1.

    Ο δικαιούχος σύνταξης επιζώντος δικαιούται, υπό τους όρους που προβλέπονται στο παράρτημα V, τα οικογενειακά επιδόματα που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 3. Εντούτοις, το ποσό του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου είναι ίσο με το διπλάσιο του επιδόματος που προβλέπεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 στοιχείο β).

    Άρθρο 81

    Εάν ο υπάλληλος ή ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας αποβιώσει και δεν καταλείπει σύζυγο που να δικαιούται συντάξεως επιζώντος, τα συντηρούμενα κατά τον χρόνο του θανάτου του τέκνα κατά την έννοια του άρθρου 2 του παραρτήματος V, δικαιούνται σύνταξη ορφανού σύμφωνα με το άρθρο 10 του παραρτήματος VI.

    Τo ίδιo δικαίωμα αναγνωρίζεται στα τέκνα πoυ πληρoύν τις ανωτέρω πρoϋπoθέσεις σε περίπτωση θανάτoυ ή συνάψεως νέoυ γάμoυ τoυ συζύγoυ τoυ δικαιoύχoυ της σύνταξης επιζώντος.

    Εάν o έκτακτος υπάλληλoς ή o δικαιoύχoς επιδόματος αναπηρίας απoβιώσει και δεν πληρoύνται oι πρoϋπoθέσεις πoυ πρoβλέπoνται στην πρώτη παράγραφo, τα τέκνα πoυ αναγνωρίζoνται ως συντηρoύμενα κατά την έννοια του άρθρου 2 του παραρτήματος V δικαιoύνται σύνταξη oρφανoύ σύμφωνα με τo άρθρo 10 τoυ παραρτήματος VΙ· εν τoύτoις, η σύνταξη ισoύται πρoς τo ήμισυ της σύνταξης πoυ υπoλoγίζεται βάσει τoυ προαναφερόμενου άρθρου.

    Όσον αφορά τα εξομοιούμενα με συντηρούμενα τέκνα πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 4 του παραρτήματος V, η σύνταξη ορφανού δεν δύναται να υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου.

    Ο θάνατος φυσικού γονέως, τον οποίον έχει υποκαταστήσει εξ υιοθεσίας γονέας, δεν γεννά δικαίωμα συντάξεως ορφανού.

    Τo oρφανό δικαιoύται σχoλικoύ επιδόματoς σύμφωνα με τo άρθρo 3 τoυ παραρτήματος V.

    Άρθρο 82

    Σε περίπτωση διαζυγίου ή οσάκις συνυπάρχουν περισσότερες από μία κατηγορίες επιζώντων που δύνανται να αξιώσουν σύνταξη επιζώντος, η σύνταξη αυτή κατανέμεται σύμφωνα με τον τρόπο που προβλέπεται στο παράρτημα VI.

    Άρθρο 83

    1.   Ανεξάρτητα από κάθε άλλη διάταξη, όσoν αφoρά ιδίως τα ελάχιστα πoσά τα καταβαλλόμενα στoυς δικαιoύχoυς συντάξεως επιζώντoς, τo συνoλικό πoσό των εν λόγω συντάξεων πoυ μπoρoύν να αξιώσoυν η χήρα και όσoι άλλoι έλκoυν δικαιώματα, πρoσαυξημένo κατά τα oικoγενειακά επιδόματα και μειωμένo κατά τo φόρo και άλλες υπoχρεωτικές κρατήσεις, δεν μπoρεί να υπερβαίνει:

    α)

    σε περίπτωση θανάτoυ εκτάκτου υπαλλήλoυ εν ενεργεία, ή σε άδεια για προσωπικούς λόγους, για την εκτέλεση της στρατιωτικής θητείας, γονική άδεια ή άδεια για οικογενειακούς λόγους, τo ύψoς των απoδoχών πoυ θα ελάμβανε ο έκτακτος υπάλληλος στoν αυτό βαθμό και κλιμάκιo εάν είχε παραμείνει στην υπηρεσία, πρoσαυξημένo κατά τα oικoγενειακά επιδόματα τα oπoία ελάμβανε και μειωμένo κατά τo φόρo και τις λoιπές υπoχρεωτικές κρατήσεις,

    β)

    για την περίoδo μετά την ημερoμηνία κατά την oπoία o αναφερόμενoς στo στoιχείo α) έκτακτος υπάλληλoς θα είχε συμπληρώσει την ηλικία των 65 ετών, τo ύψoς του επιδόματος αποχώρησης του το οποίο θα εδικαιούτο αν ζoύσε, στoν ίδιo βαθμό και κλιμάκιo πoυ είχε κατά τo χρόνo τoυ θανάτoυ τoυ, πρoσαυξημένo κατά τα oικoγενειακά επιδόματα και μειωμένo κατά τo φόρo και τις λoιπές υπoχρεωτικές κρατήσεις,

    γ)

    σε περίπτωση θανάτoυ πρώην εκτάκτου υπαλλήλoυ δικαιoύχoυ σύνταξης αναπηρίας, τo πoσό της σύνταξης πoυ θα εδικαιoύτo αν ζoύσε, πρoστιθέμενων και αφαιρoύμενων των στoιχείων πoυ αναφέρoνται στo στoιχείo β),

    2.   Για την εφαρμoγή της παραγράφoυ 1, δεν λαμβάνoνται υπόψη oι διoρθωτικoί συντελεστές πoυ μπoρεί να επηρεάσoυν τα εν λόγω πoσά.

    3.   Τα μέγιστo πoσό πoυ καθoρίζεται για κάθε ένα από τα στoιχεία α) έως γ) της παραγράφου 1 κατανέμεται μεταξύ των δικαιoύχων συντάξεως επιζώντος ανάλoγα με τα αντίστoιχα δικαιώματά τoυς, δίχως εν πρoκειμένω να λαμβάνεται υπόψη η παράγραφoς 1.

    Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο του άρθρου 84 παράγραφος 1 εφαρμόζονται στα ούτως κατανεμημένα ποσά.

    Άρθρο 84

    1.   Οι συντάξεις που προβλέπονται ανωτέρω υπολογίζονται βάσει των μισθολογικών κλιμάκων που ισχύουν κατά την πρώτη ημέρα του μήνα της γενέσεως δικαιώματος συντάξεως.

    Στις συντάξεις δεν εφαρμόζεται κανένας διορθωτικός συντελεστής.

    Οι συντάξεις σε ευρώ καταβάλλονται σ’ένα από τα νομίσματα που αναφέρονται στο άρθρο 29 του παραρτήματος VI.

    2.   Όταν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 59, αναπροσαρμόζονται οι αποδοχές, η ίδια αναπροσαρμογή εφαρμόζεται στις συντάξεις.

    3.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στους δικαιούχους επιδόματος αναπηρίας.

    Τμήμα Γ

    Επίδομα αποχώρησης

    Άρθρο 85

    Κατά την έξοδο από την υπηρεσία, ο έκτακτος υπάλληλος δικαιούται επίδομα αποχώρησης ή τη μεταφορά του αναλογιστικού ισοδυνάμου των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του, σύμφωνα με το άρθρο 1 του παραρτήματος VI.

    Άρθρο 86

    Εάν ο έκτακτος υπάλληλος άσκησε το δικαίωμα επιλογής που προβλέπεται στο άρθρο 89, το επίδομα αποχώρησης που δικαιούται μειώνεται αναλογικά με την περίοδο που αντιστοιχεί στα ποσά που κρατήθηκαν.

    Η πρώτη παράγραφος δεν εφαρμόζεται στον έκτακτο υπάλληλο ο οποίος, εντός τριών μηνών από την υπαγωγή του στον παρόντα Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης, ζητεί να του επιτραπεί να επιστρέψει τα εν λόγω ποσά, προσαυξημένα με σύνθετους τόκους υπολογιζόμενους με ετήσιο επιτόκιο 3,5 %, το οποίο μπορεί να αναθεωρείται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 87.

    Άρθρο 87

    1.   Το επιτόκιο για τον υπολογισμό των σύνθετων τόκων είναι το πραγματικό επιτόκιο που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3 και, εάν χρειάζεται, αναθεωρείται κατά τις πενταετείς αναλογιστικές αποτιμήσεις.

    2.   Τα επιτόκια που λαμβάνονται υπόψη για τους αναλογιστικούς υπολογισμούς βασίζονται στα διαπιστούμενα μέσα ετήσια επιτόκια επί του μακροπρόθεσμου δημόσιου χρέους των κρατών μελών της ΕΕ, όπως δημοσιεύονται από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ο κατάλληλος δείκτης τιμών κατανάλωσης χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του αντίστοιχου καθαρού επιτοκίου μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού όπως απαιτείται για τους αναλογιστικούς υπολογισμούς.

    3.   Το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο που λαμβάνεται υπόψη για τους αναλογιστικούς υπολογισμούς είναι ο μέσος όρος των πραγματικών μέσων επιτοκίων για τα 12 έτη που προηγούνται του συγκεκριμένου έτους.

    Τμήμα Δ

    Χρηματοδότηση του συστήματος ασφάλισης αναπηρίας και ασφάλειας ζωής καθώς και του συνταξιοδοτικού συστήματος

    Άρθρο 88

    1.   Οι παροχές που καταβάλλονται στο πλαίσιο του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπεται στα τμήματα Β και Γ βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Οργανισμού. Τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στον Οργανισμό εγγυώνται από κοινού την καταβολή των εν λόγω παροχών σύμφωνα με την κλίμακα που έχει ορισθεί για τη χρηματοδότηση των σχετικών δαπανών.

    2.   Στις εισφορές στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης για μισθούς και επιδόματα αναπηρίας εφαρμόζονται πάντοτε οι εκπτώσεις που προβλέπονται στο τμήμα Β.

    3.   Η χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπεται στα τμήματα Β και Γ, ορίζεται στο άρθρο 89 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και στα άρθρα 21 και 22 του παραρτήματος VI.

    4.   Οι εισφορές των έκτακτων υπαλλήλων και του Οργανισμού στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης που προβλέπεται στα τμήματα Β και Γ καταβάλλονται καθ’ ολοκληρία στον προϋπολογισμό του Οργανισμού.

    Άρθρο 89

    Οι έκτακτοι υπάλληλοι συνεισφέρουν κατά το ένα τρίτο στη χρηματοδότηση αυτού του συστήματος συνταξιοδοτήσεως. Η εισφορά ανέρχεται σε 9,25 % του βασικού μισθού του έκτακτου υπαλλήλου, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι διορθωτικοί συντελεστές που προβλέπονται στο άρθρο 59, αφαιρείται δε κάθε μήνα από τους μισθούς των έκτακτων υπαλλήλων. Η εισφορά προσαρμόζεται σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες με εκείνους που περιέχονται στο παράρτημα ΧΙΙ του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των ΕΚ.

    Άρθρο 90

    Σύμφωνα με προϋποθέσεις που καθορίζονται από τον Οργανισμό, ο έκτακτος υπάλληλος μπορεί να ζητήσει από τον Οργανισμό την πραγματοποίηση των πληρωμών στις οποίες υποχρεούται να προβεί για να συστήσει ή να διατηρήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα στη χώρα καταγωγής του. Ο Οργανισμός μπορεί επίσης να αποφασίσει να πραγματοποιήσει οποιεσδήποτε πληρωμές στις οποίες υποχρεούται να προβεί έκτακτος υπάλληλος για να συστήσει ή να διατηρήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα στη χώρα καταγωγής του, ακόμη και χωρίς σχετική αίτηση του έκτακτου υπαλλήλου. Στην περίπτωση αυτήν, ο Οργανισμός οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την απόφασή του.

    Οι πληρωμές αυτές δεν υπερβαίνουν το διπλάσιο του ποσοστού που προβλέπεται στο άρθρο 89, βαρύνουν δε τον προϋπολογισμό του Οργανισμού.

    Τμήμα Ε

    Εκκαθάριση των δικαιωμάτων των έκτακτων υπαλλήλων

    Άρθρο 91

    Το σύστημα ασφάλισης αναπηρίας ή το σύστημα συντάξεων επιζώντος ορίζονται στα άρθρα 19 έως 23 του παραρτήματος VI.

    Τμήμα ΣΤ

    Καταβολή των παροχών

    Άρθρο 92

    1.   Η καταβολή των παροχών γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 83 και 84 του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης καθώς και σύμφωνα με το άρθρο 28 του παραρτήματος VI.

    2.   Όλα τα ποσά που οφείλει ο έκτακτος υπάλληλος στον Οργανισμό, σύμφωνα με το παρόν σύστημα ασφάλισης, κατά την ημερομηνία καταβολής των παροχών, αφαιρούνται από το ποσό των παροχών που αποδίδεται στον έκτακτο υπάλληλο ή στους έλκοντες δικαιώματα από αυτόν. Η απόδοση μπορεί να κλιμακωθεί σε μηνιαίες δόσεις.

    Τμήμα Ζ

    Υποκατάσταση υπέρ του Οργανισμού

    Άρθρο 93

    1.   Όταν τρίτoς ευθύνεται για τoν θάνατo, τo ατύχημα ή την ασθένεια ατόμoυ υπoκείμενoυ στoν παρόντα Κανoνισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης, ο Οργανισμός, αφoύ εκπληρώσει τις βάσει τoυ παρόντoς κανoνισμoύ υπoχρεώσεις του τις απoρρέoυσες από τo γεγονός που προκάλεσε το θάνατο, το ατύχημα ή την ασθένεια, υπoκαθίσταται αυτoδικαίως στα δικαιώματα τoυ θύματος ή των εξ αυτoύ ελκόντων δικαιώματα, και δικαιoύται να στραφεί κατά τoυ υπευθύνoυ τρίτoυ.

    2.   Η υπoκατάσταση της παραγράφoυ 1 καλύπτει μεταξύ άλλων:

    τις απoδoχές πoυ εξακoλoυθoύν να καταβάλλoνται στoν έκτακτο υπάλληλo σύμφωνα με τo άρθρo 52 κατά την περίoδo της πρoσωρινής ανικανότητάς τoυ πρoς εργασία,

    τις καταβoλές πoυ πραγματoπoιoύνται σύμφωνα με τo άρθρo 59 παράγραφος 8 μετά τoν θάνατo έκτακτου υπαλλήλoυ ή προσώπου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας,

    τις παρoχές πoυ γίνoνται με βάση τα άρθρα 67 και 68 και τις ρυθμίσεις πoυ απoφασίστηκαν για την εφαρμoγή τoυς όσoν αφoρά την ασφάλιση έναντι των κινδύνων ασθενείας και ατυχήματoς,

    την κατά το άρθρo 72 πληρωμή των εξόδων μεταφoράς της σoρoύ,

    τις καταβoλές επί πλέoν oικoγενειακών επιδoμάτων λόγω βαριάς ασθένειας, αναπηρίας ή μειoνεκτήματoς πoυ πρoσβάλλει ένα συντηρoύμενo τέκνo σύμφωνα με τo άρθρo 59 παράγραφος 6 και με το άρθρο 2 παράγραφοι 3 και 5 του παραρτήματος V,

    τις καταβoλές συντάξεων αναπηρίας λόγω ατυχήματoς ή ασθενείας τα oπoία καθιστoύν τoν υπάλληλo oριστικώς ανίκανo να ασκήσει τα καθήκoντά τoυ,

    τις καταβoλές συντάξεως επιζώντος λόγω θανάτoυ έκτακτου υπαλλήλoυ ή πρώην έκτακτου υπαλλήλoυ ή λόγω θανάτoυ τoυ συζύγoυ τoυ συνταξιoύχoυ έκτακτου υπαλλήλoυ ή πρώην έκτακτου υπαλλήλoυ, σε περίπτωση που ο σύζυγος δεν είναι έκτακτος υπάλληλoς,

    τις καταβoλές συντάξεως oρφανoύ, πoυ διενεργoύνται χωρίς όριo ηλικίας υπέρ τέκνoυ υπαλλήλoυ ή πρώην υπαλλήλoυ, εφόσoν τo τέκνo πρoσβληθεί από βαριά ασθένεια, αναπηρία ή μειoνέκτημα πoυ τo εμπoδίζει να ανταπεξέλθει στις ανάγκες τoυ μετά τoν θάνατo τoυ προσώπου από το οποίο ήταν συντηρούμενο.

    3.   Ωστόσο, η υπoκατάσταση του Οργανισμού δέν καλύπτει τα δικαιώματα απoζημίωσης για ζημίες καθαρά πρoσωπικές δηλ. για ηθική βλάβη oιασδήπoτε μoρφής (oδύνη, απoζημιώσεις για αισθητικές βλάβες ή για διαφυγoύσα απόλαυση) υπερβαίνoυσα την απoζημίωση η oπoία θα είχε χoρηγηθεί για τoυς λόγoυς αυτoύς βάσει τoυ άρθρoυ 68.

    4.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 δεν παρακωλύoυν την άσκηση αγωγής εξ oνόματoς και εκ μέρoυς του Οργανισμού.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

    Επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων

    Άρθρο 94

    Όλα τα ποσά που καταβάλλονται αχρεωστήτως επιστρέφονται εάν ο ενδιαφερόμενος είχε επίγνωση του γεγονότος ότι η πληρωμή ήταν αδικαιολόγητη ή αν το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό ήταν σαφώς τέτοιο ώστε ο ενδιαφερόμενος να μην είναι δυνατόν να το αγνοεί.

    Η αίτηση επιστροφής πρέπει να υποβάλλεται το αργότερο εντός πέντε ετών από την ημερομηνία κατά την οποία κατεβλήθη το ποσό. Εάν η ΑΣΣΑ είναι σε θέση να αποδείξει ότι ο ενδιαφερόμενος παραπλάνησε εσκεμμένα τη διοίκηση με σκοπό να επιτύχει την καταβολή του σχετικού ποσού, η αίτηση επιστροφής δεν καθίσταται άκυρη ακόμη και μετά το πέρας της προθεσμίας αυτής.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

    Λύση της υπαλληλικής σχέσης

    Άρθρο 95

    Εκτός από την περίπτωση θανάτου, η υπαλληλική σχέση του έκτακτου υπαλλήλου λύεται:

    α)

    στο τέλος του μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου ο έκτακτος υπάλληλος φθάνει στην ηλικία των 65 ετών, ή

    β)

    κατά την ημερομηνία που καθορίζεται στη σύμβαση, ή

    γ)

    στο τέλος της προθεσμίας καταγγελίας που καθορίζεται στη σύμβαση και παρέχει στον έκτακτο υπάλληλο ή στον Οργανισμό την ευχέρεια να λύσει τη σύμβαση πριν από τη λήξη της. Η προθεσμία καταγγελίας δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα ανά έτος υπηρεσίας, με ελάχιστο όριο τον ένα μήνα και ανώτατο όριο τους τρεις μήνες.

    Όσον αφορά τον έκτακτο υπάλληλο του οποίου ανανεώθηκε η σύμβαση, το ανώτατο όριο είναι έξι μήνες. Πάντως, η προθεσμία καταγγελίας δεν μπορεί να αρχίσει κατά τη διάρκεια άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, εφόσον αυτή η αναρρωτική άδεια δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, η προθεσμία αναστέλλεται, τηρουμένων πάντοτε των ανωτέρω ορίων. Σε περίπτωση λύσης της σύμβασης εκ μέρους του Οργανισμού, ο έκτακτος υπάλληλος δικαιούται αποζημίωση ίση με το ένα τρίτο του βασικού του μισθού για την περίοδο μεταξύ της ημερομηνίας λήξης των καθηκόντων του και της ημερομηνίας κατά την οποία θα έληγε η σύμβασή του, ή

    δ)

    στην περίπτωση που ο έκτακτος υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 36 παράγραφος 2 στοιχείο α) και με την επιφύλαξη της προσφυγής στην παρέκκλιση που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη. Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί η παρέκκλιση αυτή, εφαρμόζεται η προθεσμία καταγγελίας που προβλέπεται στο στοιχείο γ).

    Άρθρο 96

    Η υπαλληλική σχέση λύεται εκ μέρους του Οργανισμού χωρίς προειδοποίηση:

    α)

    κατά τη διάρκεια ή μετά τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας που προβλέπεται στο άρθρο 38,

    β)

    στην περίπτωση που ο έκτακτος υπάλληλος δεν είναι σε θέση να αναλάβει εκ νέου υπηρεσία μετά τη λήξη αναρρωτικής άδειας μετ' αποδοχών που προβλέπεται στο άρθρο 52. Στην περίπτωση αυτήν, ο υπάλληλος λαμβάνει αποζημίωση ίση με το βασικό μισθό του και τα οικογενειακά του επιδόματα με βάση δύο ημέρες ανά μήνα παρασχεθεισών υπηρεσιών.

    Άρθρο 97

    1.   Μετά την ολοκλήρωση της πειθαρχικής διαδικασίας που προβλέπεται στον τίτλο V, η υπαλληλική σχέση μπορεί να λυθεί χωρίς προειδοποίηση για πειθαρχικούς λόγους, σε σοβαρές περιπτώσεις παράλειψης του έκτακτου υπαλλήλου να εκπληρώσει τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας. Η ΑΣΣΑ εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση, αφού προηγουμένως παρασχεθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του.

    Πριν από τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, o έκτακτος υπάλληλος μπορεί να τεθεί σε αργία με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο.

    2.   Σε περίπτωση λύσης της υπαλληλικής σχέσης σύμφωνα με την παράγραφο 1, η ΑΣΣΑ δύναται να αποφασίσει:

    α)

    τον περιορισμό του επιδόματος αποχώρησης που προβλέπεται στο άρθρο 85 στο ύψος της επιστροφής της εισφοράς που προβλέπεται στο άρθρο 88, προσαυξημένης κατά το ποσό σύνθετων τόκων υπολογιζόμενων με ετήσιο επιτόκιο 3,5 %,

    β)

    την παρακράτηση, εν όλω ή εν μέρει, του επιδόματος επανεγκαταστάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 63 παράγραφος 2.

    Άρθρο 98

    1.   Η υπαλληλική σχέση έκτακτου υπαλλήλου λύεται από τον Οργανισμό χωρίς προειδοποίηση, εφόσον η ΑΣΣΑ διαπιστώσει:

    α)

    ότι ο ενδιαφερόμενος σκόπιμα προσκόμισε κατά την πρόσληψή του ψευδή στοιχεία σχετικά με τα επαγγελματικά του προσόντα και πείρα ή την ικανότητά του για την πλήρωση των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 36 παράγραφος 2, και

    β)

    ότι τα ανωτέρω ψευδή στοιχεία είχαν καθοριστική σημασία για την πρόσληψη του ενδιαφερομένου.

    2.   Στην περίπτωση αυτή, η λύση της υπαλληλικής σχέσης απαγγέλλεται από την ΑΣΣΑ αφού ακουστεί ο ενδιαφερόμενος και αφού ολοκληρωθεί η πειθαρχική διαδικασία που προβλέπεται στον τίτλο V.

    Πριν από τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, o υπάλληλος μπορεί να τεθεί σε αργία με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 160.

    Εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 97 παράγραφος 2.

    Άρθρο 99

    Με την επιφύλαξη των άρθρων 97 και 98, αν ο έκτακτος υπάλληλος ή ο πρώην έκτακτος υπάλληλος παραλείψει, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, την εκπλήρωση υπηρεσιακού καθήκοντος σύμφωνα με τον παρόντα Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης, μπορεί να του επιβληθεί πειθαρχική κύρωση, υπό τους όρους που προβλέπονται στον τίτλο V του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης.

    ΤΙΤΛΟΣ III

    ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

    Γενικές διατάξεις

    Άρθρο 100

    Για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, ως «συμβασιούχοι υπάλληλοι» νοούνται οι υπάλληλοι οι οποίοι δεν τοποθετούνται σε θέση προβλεπόμενη στον πίνακα θέσεων τον προσαρτημένο στον προϋπολογισμό του Οργανισμού και οι οποίοι προσλαμβάνονται για να εκτελούν καθήκοντα είτε με μειωμένο είτε με πλήρες ωράριο.

    Άρθρο 101

    1.   Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι μισθοδοτούνται από τις συνολικές πιστώσεις που ανοίγονται προς το σκοπό αυτό στον προϋπολογισμό του Οργανισμού.

    2.   Εφόσον χρειάζεται, το Διοικητικό Συμβούλιο εκδίδει ειδικές διατάξεις που διέπουν τη χρησιμοποίηση συμβασιούχων υπαλλήλων, εντός του πλαισίου της κοινής δράσης 2004/551/ΚΕΠΠΑ.

    3.   Ο Οργανισμός παρέχει ετησίως ενδεικτικές προβλέψεις για τη χρησιμοποίηση συμβασιούχων υπαλλήλων ανά ομάδα καθηκόντων, στο πλαίσιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού.

    Άρθρο 102

    1.   Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι υποδιαιρούνται σε τέσσερις ομάδες καθηκόντων που αντιστοιχούν στα καθήκοντα που καλούνται να ασκήσουν. Κάθε ομάδα καθηκόντων υποδιαιρείται σε βαθμούς και σε κλιμάκια.

    2.   Η αντιστοιχία μεταξύ τύπων καθηκόντων και των αντίστοιχων ομάδων καθηκόντων εμφαίνεται στον ακόλουθο πίνακα:

    Ομάδα καθηκόντων

    Βαθμοί

    Καθήκοντα

    IV

    13 έως 18

    Διοικητικές, συμβουλευτικές, γλωσσικές και ισοδύναμες τεχνικές εργασίες, εκτελούμενες υπό την επίβλεψη έκτακτων υπαλλήλων.

    III

    8 έως 12

    Εργασίες εκτέλεσης, σύνταξης κειμένων, λογιστηρίου και άλλες ισοδύναμες τεχνικές εργασίες, εκτελούμενες υπό την επίβλεψη έκτακτων υπαλλήλων.

    II

    4 έως 7

    Εργασίες γραφείου και γραμματείας, διεύθυνση γραφείου και άλλες ισοδύναμες εργασίες, εκτελούμενες υπό την επίβλεψη έκτακτων υπαλλήλων.

    I

    1 έως 3

    Εργασίες χειρωνακτικές και διοικητικής υποστήριξης, εκτελούμενες υπό την επίβλεψη έκτακτων υπαλλήλων.

    3.   Με βάση τον παραπάνω πίνακα, ο Οργανισμός καθορίζει τις αρμοδιότητες για κάθε τύπο καθηκόντων.

    4.   Το άρθρο 6, εφαρμόζεται κατ’ αναλογία.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

    Δικαιώματα και υποχρεώσεις

    Άρθρο 103

    Τα άρθρα 10 έως 34 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

    Όροι πρόσληψης

    Άρθρο 104

    1.   Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι προσλαμβάνονται με την ευρύτερη δυνατή γεωγραφική βάση μεταξύ των υπηκόων των συμμετεχόντων κρατών μελών, χωρίς διάκριση φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, πολιτικών φρονημάτων, φιλοσοφικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, ηλικίας ή αναπηρίας, φύλου ή γενετήσιου προσανατολισμού και ανεξάρτητα από την προσωπική ή την οικογενειακή τους κατάσταση.

    2.   Πρόσληψη συμβασιούχου υπαλλήλου απαιτεί τουλάχιστον:

    α)

    Στην ομάδα καθηκόντων I, επιτυχή ολοκλήρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης,

    β)

    Στις ομάδες καθηκόντων II και III:

    i)

    τριτοβάθμια εκπαίδευση που πιστοποιείται με δίπλωμα, ή

    ii)

    δευτεροβάθμια εκπαίδευση που πιστοποιείται με δίπλωμα το οποίο δίνει δικαίωμα εισόδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, και κατάλληλη επαγγελματική πείρα τουλάχιστον τριών ετών, ή

    iii)

    όταν δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ή επαγγελματική πείρα ισοδύναμου επιπέδου.

    γ)

    Στην ομάδα καθηκόντων IV:

    i)

    εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές τουλάχιστον τριών ετών πιστοποιούμενες με δίπλωμα, ή

    ii)

    όταν δικαιολογείται από το συμφέρον της υπηρεσίας, επαγγελματική κατάρτιση ισοδύναμου επιπέδου.

    3.   Συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να προσλαμβάνεται μόνον εάν:

    α)

    είναι υπήκοος ενός από τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στον Οργανισμό και απολαύει πλήρως των πολιτικών του δικαιωμάτων,

    β)

    έχει τακτοποιηθεί στρατολογικά κατά τη νομοθεσία περί στρατολογίας που εφαρμόζεται στην περίπτωσή του,

    γ)

    παρέχει τα εχέγγυα ήθους που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του,

    δ)

    πληροί τους όρους υγείας που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του, και

    ε)

    αποδεικνύει ότι κατέχει σε βάθος μια από τις γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ικανοποιητικά μια άλλη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο βαθμό που είναι αναγκαίος για την εκτέλεση των καθηκόντων του.

    4.   Στην αρχική σύμβαση, η ΑΣΣΑ μπορεί να μη ζητεί από τον ενδιαφερόμενο την προσκόμιση δικαιολογητικών σχετικών με την εκπλήρωση των όρων που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ), των παραγράφων 2 και 3, εάν η πρόσληψη του ενδιαφερομένου δεν πρόκειται να υπερβεί τους τρεις μήνες.

    5.   Εφόσον χρειάζεται, το Διοικητικό Συμβούλιο εκδίδει ειδικές διατάξεις σχετικά με την πρόσληψη συμβασιούχων υπαλλήλων, εντός του πλαισίου της κοινής δράσης 2004/551/ΚΕΠΠΑ.

    Άρθρο 105

    Πριν από την πρόσληψή του, ο συμβασιούχος υπάλληλος υποβάλλεται σε ιατρική εξέταση από έναν από τους ιατρικούς συμβούλους τους εξουσιοδοτημένους από τον Οργανισμό, για να δοθεί η δυνατότητα στον Οργανισμό να εξακριβώσει κατά πόσον ο υπάλληλος πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 104 παράγραφος 3 στοιχείο δ).

    Το άρθρο 37 εφαρμόζεται κατ’ αναλογία.

    Άρθρο 106

    1.   Ο συμβασιούχος υπάλληλος, η σύμβαση του οποίου συνάπτεται για διάστημα τουλάχιστον ενός έτους, διανύει περίοδο δοκιμασίας κατά τους έξι πρώτους μήνες της υπηρεσίας του εάν ανήκει στην ομάδα καθηκόντων I, και κατά τους εννέα πρώτους μήνες εάν ανήκει σε μία από τις άλλες ομάδες καθηκόντων.

    2.   Εάν, στη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας, ο συμβασιούχος υπάλληλος κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του λόγω ασθενείας ή ατυχήματος για διάστημα τουλάχιστον ενός μηνός, η ΑΣΣΑ μπορεί να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα.

    3.   Το αργότερο ένα μήνα πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, συντάσσεται για το συμβασιούχο υπάλληλο, έκθεση σχετικά με τις ικανότητες που διαθέτει για την εκπλήρωση των καθηκόντων του καθώς και για την απόδοσή του και τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία. Η έκθεση κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος έχει το δικαίωμα να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του. Ο συμβασιούχος υπάλληλος, η εργασία του οποίου δεν δικαιολογεί επαρκώς τη διατήρησή του στη θέση του, απολύεται. Εντούτοις, η ΑΣΣΑ μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να παρατείνει την περίοδο δοκιμασίας επί διάστημα το πολύ έξι μηνών, και ενδεχομένως να τοποθετήσει το συμβασιούχο υπάλληλο σε άλλη υπηρεσία.

    4.   Σε περίπτωση έκδηλης ανεπάρκειας του δόκιμου συμβασιούχου υπαλλήλου, είναι δυνατόν να συντάσσεται έκθεση σε οποιαδήποτε στιγμή της περιόδου δοκιμασίας. Η έκθεση κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος έχει το δικαίωμα να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του. Βάσει της έκθεσης αυτής, η ΑΣΣΑ μπορεί να αποφασίσει να απολύσει το συμβασιούχο υπάλληλο πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, με προειδοποίηση ενός μηνός.

    5.   Ο απολυόμενος συμβασιούχος υπάλληλος δικαιούται αποζημίωση ίση με το ένα τρίτο του βασικού του μισθού για κάθε μήνα της περιόδου δοκιμασίας που έχει συμπληρώσει.

    Άρθρο 107

    Οι συμβάσεις πρόσληψης συμβασιούχων υπαλλήλων μπορούν να συνάπτονται για ορισμένο χρόνο τουλάχιστον τριών μηνών και τεσσάρων ετών το πολύ. Μπορούν να ανανεώνονται το πολύ για μια φορά για ορισμένο χρόνο έως και πέντε ετών. Η αρχική σύμβαση και η πρώτη ανανέωση πρέπει να έχουν συνολική διάρκεια 6 μηνών τουλάχιστον για την ομάδα καθηκόντων Ι και 9 μηνών τουλάχιστον για τις άλλες ομάδες καθηκόντων.

    Άρθρο 108

    1.   Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι μπορούν να προσλαμβάνονται μόνον:

    i)

    στους βαθμούς 13, 14 ή 16, για την ομάδα καθηκόντων IV,

    ii)

    στους βαθμούς 8, 9 ή 10, για την ομάδα καθηκόντων III,

    iii)

    στους βαθμούς 4 ή 5, για την ομάδα καθηκόντων II,

    iv)

    στο βαθμό 1, για την ομάδα καθηκόντων I.

    Για τη βαθμολογική κατάταξη των εν λόγω συμβασιούχων υπαλλήλων κάθε ομάδας καθηκόντων λαμβάνονται υπόψη τα προσόντα και η πείρα των ενδιαφερομένων. Για την κάλυψη των ειδικών αναγκών του Οργανισμού μπορούν επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες της αγοράς εργασίας που επικρατούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι εν λόγω συμβασιούχοι υπάλληλοι κατά την πρόσληψη κατατάσσονται στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού τους.

    2.   Όταν ένας συμβασιούχος υπάλληλος μετακινείται σε νέα θέση της ίδιας ομάδας καθηκόντων, δεν μπορεί να κατατάσσεται σε βαθμό ή σε κλιμάκιο κατώτερα από ό,τι στην προηγούμενη θέση του.

    Όταν ο εν λόγω συμβασιούχος υπάλληλος ανέρχεται σε υψηλότερη ομάδα καθηκόντων, κατατάσσεται σε βαθμό και κλιμάκιο που να του αποφέρουν αποδοχές τουλάχιστον ίσες με εκείνες που ελάμβανε με την προηγούμενη σύμβαση.

    Άρθρο 109

    1.   Το άρθρο 40 πρώτη παράγραφος που αφορά τις εκθέσεις εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στους συμβασιούχους υπαλλήλους, οι οποίοι προσλαμβάνονται για διάστημα τουλάχιστον ενός έτους.

    2.   Ο συμβασιούχος υπάλληλος που έχει συμπληρώσει δύο έτη αρχαιότητας σε κλιμάκιο του βαθμού του, προβιβάζεται αυτόματα στο επόμενο κλιμάκιο του βαθμού αυτού.

    3.   Στην περίπτωση συμβασιούχου υπαλλήλου, η κατάταξη στον αμέσως ανώτερο βαθμό της ίδιας ομάδας καθηκόντων γίνεται με απόφαση του Οργανισμού. Ο ούτως προαγόμενος συμβασιούχος υπάλληλος κατατάσσεται στο πρώτο κλιμάκιο του αμέσως ανώτερου βαθμού. Αυτή η προαγωγή γίνεται αποκλειστικά με επιλογή, μεταξύ των συμβασιούχων υπαλλήλων που έχουν προσληφθεί για διάστημα τουλάχιστον τριών ετών και έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον δύο έτη στο βαθμό τους, έπειτα από συγκριτική εξέταση των προσόντων των εν λόγω συμβασιούχων υπαλλήλων που είναι επιλέξιμοι για προαγωγή σε υψηλότερο βαθμό καθώς και των εκθέσεων για τους υπαλλήλους αυτούς. Κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, η ΑΣΣΑ λαμβάνει ιδίως υπόψη τις εκθέσεις σχετικά με τους συμβασιούχους υπαλλήλους, τη χρησιμοποίηση γλωσσών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους εκτός από τη γλώσσα για την οποία έχουν αποδείξει ότι διαθέτουν εις βάθος γνώση σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 3 στοιχείο ε) και, ενδεχομένως, το επίπεδο των αρμοδιοτήτων τις οποίες ασκούν.

    4.   Ο συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να μετακινείται σε υψηλότερη ομάδα καθηκόντων μόνο μέσω συμμετοχής σε γενική διαδικασία επιλογής.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

    Όροι εργασίας

    Άρθρο 110

    Τα άρθρα 41 έως 57 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

    Αποδοχές και έξοδα

    Άρθρο 111

    Τα άρθρα 58 έως 66 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία, με την επιφύλαξη των τροποποιήσεων που προβλέπονται στα άρθρα 112 και 113.

    Άρθρο 112

    Η κλίμακα των βασικών μισθών καθορίζεται σύμφωνα με την ίδια κλίμακα με εκείνη που ορίζεται στο άρθρο 93 των ΟΑΛΠ των ΕΚ.

    Άρθρο 113

    Ανεξάρτητα από το άρθρο 63 παράγραφος 3, το επίδομα εγκατάστασης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 και το επίδομα επανεγκατάστασης που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, δεν μπορούν να είναι κατώτερες από:

    734,76 ευρώ για το συμβασιούχο υπάλληλο που δικαιούται επίδομα στέγης, και

    435,62 ευρώ για το συμβασιούχο υπάλληλο που δεν δικαιούται επίδομα στέγης.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

    Τμήμα Α

    Παροχές κοινωνικής ασφάλισης

    Άρθρο 114

    Τα άρθρα 67 έως 69 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία. Εντούτοις, το άρθρο 67 παράγραφοι 4 και 5 δεν εφαρμόζεται στο συμβασιούχο υπάλληλο ο οποίος έχει παραμείνει στην υπηρεσία του Οργανισμού μέχρι την ηλικία των 63 ετών, εκτός εάν έχει εργασθεί ως συμβασιούχος υπάλληλος για διάστημα μεγαλύτερο των 3 ετών.

    Άρθρο 115

    1.   Ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος, ο οποίος βρίσκεται άνεργος μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία του στον Οργανισμό και εφόσον:

    α)

    δεν δικαιούται επίδομα αναπηρίας από τον Οργανισμό,

    β)

    η έξοδός του από την υπηρεσία δεν οφείλεται σε παραίτηση ή σε λύση της σύμβασής του για πειθαρχικούς λόγους,

    γ)

    έχει συμπληρώσει τουλάχιστον εξάμηνη υπηρεσία,

    δ)

    κατοικεί σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    δικαιούται μηνιαίο επίδομα ανεργίας υπό τους όρους που καθορίζονται κατωτέρω.

    Εάν δικαιούται παροχές ανεργίας στο πλαίσιο ενός εθνικού συστήματος, υποχρεούται να το δηλώσει στον Οργανισμό. Στην περίπτωση αυτήν, το ποσό των εν λόγω παροχών αφαιρείται από το επίδομα που καταβάλλεται δυνάμει της παραγράφου 3.

    2.   Για να δικαιούται το επίδομα ανεργίας, ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος οφείλει:

    α)

    να εγγραφεί, με αίτησή του, ως ζητών εργασία στις υπηρεσίες απασχόλησης του κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο οποίο διαμένει,

    β)

    να τηρεί τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η νομοθεσία του κράτους μέλους αυτού στους βάσει των διατάξεών της δικαιούχους παροχών ανεργίας,

    γ)

    να διαβιβάζει κάθε μήνα στον Οργανισμό βεβαίωση της αρμόδιας εθνικής υπηρεσίας απασχόλησης, η οποία να αναφέρει κατά πόσον τηρεί τις υποχρεώσεις και τους όρους που καθορίζονται στα στοιχεία α) και β).

    Ο Οργανισμός μπορεί να αποφασίσει τη χορήγηση ή τη συνέχιση της χορήγησης του επιδόματος, έστω και αν δεν τηρούνται οι εθνικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β), σε περίπτωση ασθένειας, ατυχήματος, μητρότητας, αναπηρίας ή άλλης κατάστασης που αναγνωρίζεται ως ανάλογη ή όταν η αρμόδια για την εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεων εθνική υπηρεσία τον απαλλάσσει.

    Το Διοικητικό Συμβούλιο καθορίζει τις διατάξεις που κρίνει απαραίτητες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

    3.   Το επίδομα ανεργίας καθορίζεται σε σχέση με το βασικό μισθό που ελάμβανε ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία. Το εν λόγω επίδομα ανεργίας ανέρχεται στο:

    α)

    60 % του βασικού μισθού επί μια αρχική περίοδο δώδεκα μηνών,

    β)

    45 % του βασικού μισθού από το δέκατο τρίτο έως τον εικοστό τέταρτο μήνα,

    γ)

    30 % του βασικού μισθού από τον εικοστό πέμπτο έως τον τριακοστό έκτο μήνα.

    Εκτός της αρχικής εξάμηνης περιόδου, στη διάρκεια της οποίας εφαρμόζεται μόνον το κατώτερο και όχι και το ανώτερο από τα όρια που ορίζονται κατωτέρω, τα ποσά που υπολογίζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν μπορούν να είναι κατώτερα από 878,64 ευρώ ούτε ανώτερα από 1 757,28 ευρώ. Τα όρια αυτά προσαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο όπως και οι κλίμακες μισθών που περιλαμβάνονται στο άρθρο 66 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης ΕΚ, σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες με εκείνους του άρθρου 65 του ίδιου κανονισμού.

    4.   Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το επίδομα ανεργίας καταβάλλεται στον πρώην συμβασιούχο υπάλληλο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 36 μήνες από την ημερομηνία εξόδου του από την υπηρεσία, και σε καμία περίπτωση το ένα τρίτο του πραγματικού χρόνου υπηρεσίας που έχει συμπληρώσει. Εάν όμως, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος παύσει να πληροί τους όρους που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2, διακόπτεται η καταβολή του επιδόματος ανεργίας. Η καταβολή του επιδόματος επαναλαμβάνεται εάν, πριν από τη λήξη του χρονικού διαστήματος αυτού, ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος πληροί και πάλι τους εν λόγω όρους, χωρίς να έχει αποκτήσει δικαίωμα σε εθνική παροχή ανεργίας.

    5.   Ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος στον οποίο χορηγείται το επίδομα ανεργίας δικαιούται τα οικογενειακά επιδόματα σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες με εκείνους που προβλέπει το άρθρο 67 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης ΕΚ. Το επίδομα στέγης υπολογίζεται βάσει του επιδόματος ανεργίας και υπό τους όρους του άρθρου 1 του παραρτήματος V του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης.

    Ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να δηλώνει τα ανάλογα επιδόματα που καταβάλλονται από άλλη πηγή στον ίδιο ή στο σύζυγό του· τα επιδόματα αυτά αφαιρούνται από τα επιδόματα που καταβάλλονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

    Ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος στον οποίο χορηγείται το επίδομα ανεργίας δικαιούται κάλυψη των κινδύνων ασθενείας, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 67 εφαρμοζόμενο κατ’ αναλογία, χωρίς να επιβαρύνεται με εισφορές.

    6.   Το επίδομα ανεργίας και τα οικογενειακά επιδόματα καταβάλλονται από το Ειδικό Ταμείο Ανεργίας σε ευρώ χωρίς να εφαρμόζεται κανένας διορθωτικός συντελεστής.

    7.   Οι συμβασιούχοι υπάλληλοι συνεισφέρουν κατά το ένα τρίτο στη χρηματοδότηση του συστήματος ασφάλισης κατά της ανεργίας. Η εισφορά αυτή καθορίζεται σε 0,81 % του βασικού μισθού του ενδιαφερομένου, μετά την έκπτωση ποσού 798,77 ευρώ, και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι διορθωτικοί συντελεστές που προβλέπονται στο άρθρο 64 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης ΕΚ. Η εισφορά αυτή αφαιρείται κάθε μήνα από το μισθό του ενδιαφερομένου και μαζί με τα δύο τρίτα που βαρύνουν τον Οργανισμό καταβάλλεται στο Ειδικό Ταμείο Ανεργίας που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 28α των ΟΑΛΠ. Το ύψος της εισφοράς επανεξετάζεται και προσαρμόζεται εφόσον χρειάζεται από τον Οργανισμό έπειτα από έξι έτη, βάσει του κινδύνου ανεργίας του συμβασιούχου προσωπικού του Οργανισμού.

    8.   Το επίδομα ανεργίας που καταβάλλεται στον άνεργο πρώην συμβασιούχο υπάλληλο υπόκειται στους ίδιους κανόνες με εκείνους που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 260/68 του Συμβουλίου.

    9.   Οι αρμόδιες για θέματα απασχόλησης και ανεργίας εθνικές υπηρεσίες, ενεργώντας στο πλαίσιο της οικείας νομοθεσίας, και ο Οργανισμός συνεργάζονται μεταξύ τους ουσιαστικά προκειμένου να εξασφαλίζουν την καλή εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

    10.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής που εκδίδονται βάσει του άρθρου 70 παράγραφος 10 εφαρμόζονται και στο παρόν άρθρο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

    Άρθρο 116

    Το άρθρο 71 και το άρθρο 72 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

    Άρθρο 117

    Μπορούν να χορηγηθούν δωρεές, δάνεια ή προκαταβολές στο συμβασιούχο υπάλληλο κατά τη διάρκεια της σύμβασής του ή μετά τη λήξη της, εάν ο υπάλληλος είναι ανίκανος προς εργασία συνεπεία βαρείας παρατεταμένης ασθένειας ή αναπηρίας ή ατυχήματος που συνέβη κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του και εφόσον αποδεικνύει ότι η εν λόγω ασθένεια ή ατύχημα δεν καλύπτεται από άλλο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης.

    Τμήμα Β

    Ασφάλιση έναντι κινδύνων αναπηρίας και θανάτου

    Άρθρο 118

    Ο συμβασιούχος υπάλληλος ασφαλίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις έναντι των κινδύνων θανάτου ή αναπηρίας που επέρχονται κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του.

    Οι πληρωμές και οι παροχές που προβλέπονται στο παρόν τμήμα αναστέλλονται, εάν η αμοιβή που λαμβάνει ο συμβασιούχος υπάλληλος λόγω της εργασίας του έχει ανασταλεί δυνάμει του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης.

    Άρθρο 119

    Εάν η ιατρική εξέταση που προηγείται της πρόσληψης συμβασιούχου υπαλλήλου αποκαλύψει ότι ο ενδιαφερόμενος πάσχει από ασθένεια ή από αναπηρία, η ΑΣΣΑ μπορεί να αποφασίσει να μην τον υπαγάγει στο ευεργέτημα των παροχών που προβλέπονται για την περίπτωση αναπηρίας ή θανάτου, παρά μόνο μετά την παρέλευση πενταετίας από την ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας στον Οργανισμό, για τους κινδύνους που απορρέουν από αυτή την ασθένεια ή αναπηρία.

    Ο συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να προσβάλει την απόφαση αυτή ενώπιον της Επιτροπής Αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 75 του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης.

    Άρθρο 120

    1.   Συμβασιούχος υπάλληλος ο οποίος πάσχει από ολική αναπηρία και ο οποίος υποχρεούται για το λόγο αυτό να διακόψει την υπηρεσία του στον Οργανισμό, δικαιούται, για όσο χρόνο διαρκεί η αναπηρία αυτή, επίδομα αναπηρίας του οποίου το ποσό καθορίζεται ως εξής.

    Εάν ο συμβασιούχος υπάλληλος ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας φθάσει στο 65ο έτος της ηλικίας του, εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες περί επιδόματος αποχωρήσεως. Το ποσό του επιδόματος αποχωρήσεως καθορίζεται με βάση το μισθό που αντιστοιχεί στο βαθμό και το κλιμάκιο που κατείχε ο συμβασιούχος υπάλληλος, όταν κατέστη ανάπηρος.

    2.   Το ποσό του επιδόματος αναπηρίας καθορίζεται στο 70 % του τελευταίου βασικού μισθού του συμβασιούχου υπαλλήλου. Ωστόσο, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το μηνιαίο βασικό μισθό συμβασιούχου υπαλλήλου της ομάδας καθηκόντων Ι, βαθμός 1, κλιμάκιο 1. Το επίδομα αναπηρίας υπόκειται σε εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού συστήματος που υπολογίζονται βάσει του επιδόματος αυτού.

    3.   Εφόσον η αναπηρία του συμβασιούχου υπαλλήλου προέρχεται από ατύχημα το οποίο συνέβη κατά την άσκηση ή επ’ ευκαιρία της άσκησης των καθηκόντων του, από επαγγελματική ασθένεια ή από πράξη αυτοθυσίας προς δημόσιο όφελος ή από το γεγονός ότι ο υπάλληλος εξέθεσε τη ζωή και την αρτιμέλειά του σε κίνδυνο προκειμένου να διασώσει ανθρώπινη ζωή, το επίδομα αναπηρίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το 120 % του μηνιαίου βασικού μισθού συμβασιούχου υπαλλήλου της ομάδας καθηκόντων Ι, βαθμός 1, κλιμάκιο 1. Στις περιπτώσεις αυτές ο προϋπολογισμός του πρώην εργοδότη βαρύνεται με τις εισφορές υπέρ του συνταξιοδοτικού συστήματος.

    4.   Εάν η αναπηρία έχει προκληθεί σκόπιμα από το συμβασιούχο υπάλληλο, η ΑΣΣΑ μπορεί να αποφασίσει ότι ο υπάλληλος θα πρέπει να λάβει μόνον το επίδομα που προβλέπεται στο άρθρο 128.

    5.   Ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας δικαιούται επίσης τα οικογενειακά επιδόματα που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφος 3, σύμφωνα με το παράρτημα V· το επίδομα στέγης υπολογίζεται με βάση το επίδομα του ενδιαφερομένου.

    Άρθρο 121

    1.   Η κατάσταση αναπηρίας κρίνεται από την Επιτροπή Αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 75.

    2.   Το δικαίωμα επιδόματος αναπηρίας αρχίζει να ισχύει από την επόμενη ημέρα της λύσεως της υπαλληλικής σχέσης του ενδιαφερομένου συμβασιούχου υπαλλήλου σύμφωνα με τα άρθρα 95 και 96, που εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

    3.   Ο Οργανισμός μπορεί να υποβάλλει περιοδικά σε εξετάσεις το δικαιούχο επιδόματος αναπηρίας, για να βεβαιωθεί ότι εξακολουθεί να πληροί τους απαιτούμενους όρους για τη λήψη του εν λόγω επιδόματος. Εάν η Επιτροπή Αναπηρίας διαπιστώσει ότι δεν πληρούνται πλέον οι όροι αυτοί, ο συμβασιούχος υπάλληλος αναλαμβάνει και πάλι υπηρεσία στον Οργανισμό, εφόσον δεν έχει λήξει η σύμβασή του.

    Ωστόσο, εάν ο ενδιαφερόμενος δεν είναι δυνατόν να επαναπροσληφθεί στην υπηρεσία του Οργανισμού, η σύμβαση μπορεί να λυθεί με την καταβολή αποζημίωσης ύψους αντίστοιχου με τις αποδοχές που θα είχε εισπράξει κατά το διάστημα της προθεσμίας καταγγελίας και, ενδεχομένως, με την αποζημίωση λύσης της σύμβασης που προβλέπεται στο άρθρο 95. Εφαρμόζεται επίσης το άρθρο 128.

    Άρθρο 122

    1.   Οι έλκοντες δικαίωμα από αποβιώσαντα συμβασιούχο υπάλληλο, όπως ορίζονται σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες με εκείνους που ορίζονται στο κεφάλαιο 2 του παραρτήματος VI, δικαιούνται σύνταξη επιζώντος κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 123 έως 126.

    2.   Σε περίπτωση θανάτου ενός πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας, οι έλκοντες δικαίωμα από τον αποβιώσαντα πρώην συμβασιούχο υπάλληλο, όπως ορίζονται στο κεφάλαιο 2 του παραρτήματος VI, δικαιούνται σύνταξη επιζώντος κατά τα προβλεπόμενα στο εν λόγω παράρτημα.

    3.   Σε περίπτωση αφάνειας, για διάστημα μεγαλύτερο του έτους, συμβασιούχου υπαλλήλου ή πρώην συμβασιούχου υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας, εφαρμόζονται στο σύζυγό του και στα πρόσωπα που θεωρούνται συντηρούμενα από τον άφαντο οι περί προσωρινών συντάξεων διατάξεις σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες με εκείνους των κεφαλαίων 5 και 6 του παραρτήματος VIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης ΕΚ.

    Άρθρο 123

    Το δικαίωμα σύνταξης αρχίζει να ισχύει από την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί το μήνα του θανάτου ή, ανάλογα με την περίπτωση, από την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την περίοδο κατά την οποία ο επιζών σύζυγος, τα ορφανά ή τα συντηρούμενα πρόσωπα του αποβιώσαντος υπαλλήλου δικαιούνται τις απολαβές του κατ’ εφαρμογή του άρθρου 59 παράγραφος 8.

    Άρθρο 124

    Ο επιζών σύζυγος συμβασιούχου υπαλλήλου δικαιούται, σύμφωνα με το κεφάλαιο 3 του παραρτήματος VI, σύνταξη επιζώντος. Το ποσό της σύνταξης δεν είναι κατώτερο από το 35 % του τελευταίου μηνιαίου βασικού μισθού που εισέπραξε ο συμβασιούχος υπάλληλος ούτε από το μηνιαίο βασικό μισθό συμβασιούχου υπαλλήλου της ομάδας καθηκόντων Ι, βαθμός 1, κλιμάκιο 1.

    Ο δικαιούχος σύνταξης επιζώντος δικαιούται, υπό τους όρους που προβλέπονται στο παράρτημα V, τα οικογενειακά επιδόματα που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 3. Εντούτοις, το ποσό του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου είναι ίσο με το διπλάσιο του επιδόματος που προβλέπεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 στοιχείο β).

    Άρθρο 125

    1.   Εάν ο συμβασιούχος υπάλληλος ή ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος που λάμβανε επίδομα αναπηρίας αποβιώσει και δεν καταλείπει σύζυγο που να δικαιούται σύνταξη επιζώντος, τα τέκνα που θεωρούνται συντηρούμενα από αυτόν δικαιούνται σύνταξη ορφανού σύμφωνα με το άρθρο 81, εφαρμοζόμενο κατ’ αναλογία.

    2.   Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται στα τέκνα που πληρούν τους ίδιους όρους, σε περίπτωση θανάτου ή σύναψης νέου γάμου του συζύγου που δικαιούται σύνταξη επιζώντος.

    3.   Εάν ο συμβασιούχος υπάλληλος ή ο πρώην συμβασιούχος υπάλληλος που λάμβανε επίδομα αναπηρίας έχει αποβιώσει χωρίς να πληρούνται οι όροι που προβλέπονται στην παράγραφο 1, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις του άρθρου 81 τρίτη παράγραφος.

    4.   Η σύνταξη ορφανού ατόμου που εξομοιούται με συντηρούμενο τέκνο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παράγραφος 4 του παραρτήματος V, εφαρμοζόμενου κατ’ αναλογία, δεν μπορεί να υπερβαίνει το διπλάσιο του επιδόματος συντηρούμενου τέκνου. Εντούτοις, το δικαίωμα σύνταξης λήγει, εάν τρίτος έχει υποχρέωση διατροφής σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

    5.   Ο θάνατος φυσικού γονέως, τον οποίο έχει υποκαταστήσει εξ υιοθεσίας γονέας, δεν γεννά δικαίωμα σύνταξης ορφανού.

    6.   Το ορφανό δικαιούται σχολικό επίδομα, σύμφωνα με το άρθρο 3 του παραρτήματος V.

    Άρθρο 126

    Σε περίπτωση διαζυγίου ή οσάκις συνυπάρχουν περισσότερες από μία κατηγορίες επιζώντων που δύνανται να αξιώσουν σύνταξη επιζώντος, η σύνταξη αυτή κατανέμεται σύμφωνα με τον τρόπο που προβλέπεται στο κεφάλαιο 3 του παραρτήματος VI.

    Άρθρο 127

    Εφαρμόζονται κατ’ αναλογία τα άρθρα 83 και 84.

    Τμήμα Γ

    Επίδομα αποχώρησης

    Άρθρο 128

    Κατά την έξοδο από την υπηρεσία, ο συμβασιούχος υπάλληλος δικαιούται επίδομα αποχώρησης ή τη μεταφορά του αναλογιστικού ισοδυνάμου των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του, σύμφωνα με το άρθρο 1 του παραρτήματος VI.

    Άρθρο 129

    1.   Εάν συμβασιούχος υπάλληλος άσκησε το δικαίωμα επιλογής που προβλέπεται στο άρθρο 131, το επίδομα αποχώρησης που δικαιούται μειώνεται αναλογικά με την περίοδο που αντιστοιχεί στα ποσά που κρατήθηκαν.

    2.   Η προηγούμενη παράγραφος δεν εφαρμόζεται στο συμβασιούχο υπάλληλο ο οποίος, εντός τριών μηνών από την υπαγωγή του στον παρόντα Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης, ζητεί να του επιτραπεί να επιστρέψει τα εν λόγω ποσά, προσαυξημένα με σύνθετους τόκους, υπολογιζόμενους με ετήσιο επιτόκιο 3,5 %· το επιτόκιο μπορεί να αναθεωρείται με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 87.

    Τμήμα Δ

    Χρηματοδότηση του συστήματος ασφάλισης αναπηρίας και ασφάλειας ζωής καθώς και του συνταξιοδοτικού συστήματος

    Άρθρο 130

    Τα άρθρα 88 και 89 του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

    Άρθρο 131

    Σύμφωνα με προϋποθέσεις που καθορίζονται από τον Οργανισμό, ο συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να ζητήσει από τον Οργανισμό την πραγματοποίηση των πληρωμών στις οποίες υποχρεούται να προβεί για να συστήσει ή να διατηρήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα, ασφάλιση κατά της ανεργίας, ασφάλιση αναπηρίας, ασφάλεια ζωής και ασφάλιση ασθενείας στην τελευταία χώρα όπου καλυπτόταν από παρόμοια συστήματα. Ο Οργανισμός μπορεί επίσης να αποφασίσει να πραγματοποιήσει οποιεσδήποτε πληρωμές στις οποίες υποχρεούται να προβεί συμβασιούχος υπάλληλος για να συστήσει ή να διατηρήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα στη χώρα καταγωγής του, ακόμη και χωρίς σχετική αίτηση του συμβασιούχου υπαλλήλου. Στην περίπτωση αυτήν, ο Οργανισμός οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την απόφασή του. Κατά τη διάρκεια καταβολής των εν λόγω εισφορών, ο συμβασιούχος υπάλληλος δεν καλύπτεται από το σύστημα ασφάλισης ασθενείας του Οργανισμού. Επιπλέον, κατά το διάστημα που αντιστοιχεί στις εν λόγω εισφορές, ο συμβασιούχος υπάλληλος δεν καλύπτεται από τα συστήματα ασφάλειας ζωής και ασφάλισης αναπηρίας του Οργανισμού και δεν αποκτά δικαιώματα στο πλαίσιο του συστήματος ασφάλισης κατά της ανεργίας και του συνταξιοδοτικού συστήματος του Οργανισμού.

    Η πραγματική διάρκεια των πληρωμών αυτών για κάθε συμβασιούχο υπάλληλο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες. Εντούτοις, ο Οργανισμός μπορεί να αποφασίζει να παρατείνει το διάστημα αυτό σε ένα έτος. Οι πληρωμές βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Οργανισμού. Οι πληρωμές για τη σύσταση ή διατήρηση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων δεν υπερβαίνουν το διπλάσιο του ποσοστού που προβλέπεται στο άρθρο 89.

    Τμήμα Ε

    Εκκαθάριση των δικαιωμάτων των συμβασιούχων υπαλλήλων

    Άρθρο 132

    Το σύστημα ασφάλισης αναπηρίας ή το σύστημα συντάξεων επιζώντος ορίζονται από τα άρθρα 19 έως 23 του παραρτήματος VI.

    Τμήμα ΣΤ

    Καταβολή των παροχών

    Άρθρο 133

    1.   Τα άρθρα 83 και 84 του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης εφαρμόζονται κατ’ αναλογία καθώς και το άρθρο 29 του παραρτήματος VI.

    2.   Όλα τα ποσά που οφείλει ο συμβασιούχος υπάλληλος στον Οργανισμό σύμφωνα με το παρόν σύστημα ασφάλισης κατά την ημερομηνία καταβολής των παροχών, αφαιρούνται από το ποσό των παροχών που αποδίδεται στον υπάλληλο ή στους έλκοντες δικαιώματα από αυτόν. Η απόδοση μπορεί να κλιμακωθεί σε μηνιαίες δόσεις.

    Τμήμα Ζ

    Υποκατάσταση υπέρ του Οργανισμού

    Άρθρο 134

    Οι διατάξεις του άρθρου 93 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία υπέρ του Οργανισμού.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

    Επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων

    Άρθρο 135

    Εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις του άρθρου 94.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

    Λύση της υπαλληλικής σχέσης

    Άρθρο 136

    Τα άρθρα 95 έως 99 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στους συμβασιούχους υπαλλήλους.

    Σε περίπτωση πειθαρχικής διαδικασίας κατά συμβασιούχου υπαλλήλου, το Πειθαρχικό Συμβούλιο που αναφέρεται στο άρθρο 142 περιλαμβάνει δύο επιπλέον μέλη της ίδιας ομάδας καθηκόντων και του ίδιου βαθμού με τον ενδιαφερόμενο συμβασιούχο υπάλληλο. Τα εν λόγω δύο επιπλέον μέλη διορίζονται με διαδικασία ad hoc που συμφωνείται μεταξύ της ΑΣΣΑ και της Επιτροπής Προσωπικού.

    ΤΙΤΛΟΣ IV

    ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

    Άρθρο 137

    1.   Συγκροτείται Επιτροπή Προσωπικού σύμφωνα με λεπτομερείς κανόνες που καθορίζει το Διοικητικό Συμβούλιο.

    2.   Η Επιτροπή Προσωπικού εκπροσωπεί τα συμφέροντα του προσωπικού έναντι του Οργανισμού και διατηρεί συνεχή επαφή μεταξύ του Οργανισμού και του προσωπικού. Συμβάλλει στην ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας παρέχοντας στο προσωπικό ένα δίαυλο μέσω του οποίου μπορεί να εκφράζει τη γνώμη του.

    Η Επιτροπή Προσωπικού γνωστοποιεί στα αρμόδια όργανα του Οργανισμού οποιαδήποτε δυσχέρεια με γενικές επιπτώσεις στην ερμηνεία και εφαρμογή του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης. Είναι δυνατόν να ζητείται η γνώμη της για οποιαδήποτε σχετική δυσχέρεια.

    Η Επιτροπή Προσωπικού υποβάλλει στα αρμόδια όργανα του Οργανισμού συστάσεις όσον αφορά την οργάνωση και τη λειτουργία της υπηρεσίας και προτάσεις για τη βελτίωση των όρων εργασίας του προσωπικού ή των γενικών όρων διαβίωσης.

    Η Επιτροπή Προσωπικού συμμετέχει στη διαχείριση και την επίβλεψη των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας που συνιστά ο Οργανισμός προς όφελος του προσωπικού του. Μπορεί, με τη συγκατάθεση του Οργανισμού, να συνιστά τέτοιες υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας.

    ΤΙΤΛΟΣ V

    ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    Τμήμα Α

    Γενικές διατάξεις

    Άρθρο 138

    1.   Κάθε παράλειψη υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου να εκπληρώσει τις δυνάμει του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης υποχρεώσεις του, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, αποτελεί λόγο επιβολής πειθαρχικών μέτρων.

    2.   Όταν η ΑΣΣΑ διαθέτει στοιχεία σχετικά με παράλειψη κατά την έννοια της παραγράφου 1, μπορεί να διατάξει διοικητική έρευνα προς διαπίστωση της ακρίβειας των στοιχείων αυτών.

    Άρθρο 139

    1.   Όταν μια εσωτερική έρευνα το ενδεχόμενο προσωπικής εμπλοκής υπαλλήλου, ή πρώην υπαλλήλου, ο υπάλληλος αυτός ενημερώνεται ταχέως, εφόσον αυτό δεν βλάπτει την έρευνα. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούν να συντάσσονται πορίσματα αναφερόμενα ονομαστικά σε υπάλληλο κατά την περάτωση της έρευνας χωρίς να έχει δοθεί η δυνατότητα στον εν λόγω υπάλληλο να διατυπώσει παρατηρήσεις για τα γεγονότα που τον αφορούν. Τα πορίσματα κάνουν μνεία των εν λόγω παρατηρήσεων.

    2.   Στις περιπτώσεις που απαιτούν την απόλυτη τήρηση του απορρήτου για τους σκοπούς της έρευνας και συνεπάγονται προσφυγή σε ανακριτικές διαδικασίες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής, η εκτέλεση της υποχρέωσης να καλείται ο υπάλληλος να διατυπώσει παρατηρήσεις, μπορεί να αναβληθεί, σε συμφωνία με την ΑΣΣΑ. Στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να κινείται η πειθαρχική διαδικασία πριν να δοθεί στον υπάλληλο η δυνατότητα να διατυπώσει παρατηρήσεις.

    3.   Εάν, κατόπιν εσωτερικής έρευνας, δεν μπορεί να στηριχθεί καμία κατηγορία κατά υπαλλήλου εις βάρος του οποίου προβλήθηκαν ισχυρισμοί, η έρευνα που τον αφορά περατούται, χωρίς να αναληφθεί περαιτέρω δράση με απόφαση του Διευθυντή του Οργανισμού, ο οποίος ενημερώνει εγγράφως τον υπάλληλο. Ο υπάλληλος μπορεί να ζητήσει να συμπεριληφθεί η απόφαση αυτή στον ατομικό του φάκελο.

    4.   Η ΑΣΣΑ ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο για το πέρας της έρευνας και του γνωστοποιεί τα πορίσματα της σχετικής αναφοράς καθώς και, κατ’ αίτησή του και με την επιφύλαξη των νόμιμων συμφερόντων τρίτων, όλα τα έγγραφα που συνδέονται με τις κατηγορίες εναντίον του.

    Άρθρο 140

    Η ΑΣΣΑ, βάσει της αναφοράς και αφού γνωστοποιήσει όλα τα στοιχεία του φακέλου στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο, τον οποίο θα πρέπει να ακούσει, μπορεί:

    α)

    να αποφασίσει ότι δεν ευσταθούν οι κατηγορίες κατά του υπαλλήλου, τον οποίο ενημερώνει εγγράφως σχετικά, ή

    β)

    να αποφασίσει, μολονότι διαπιστώθηκε ή πιθανολογείται η παράλειψη του υπαλλήλου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, ότι δεν είναι σκόπιμο να ληφθεί πειθαρχικό μέτρο και ενδεχομένως, να απευθύνει προειδοποίηση στον υπάλληλο, ή

    γ)

    σε περίπτωση παράλειψης εκπλήρωσης των υποχρεώσεων κατά την έννοια του άρθρου 138:

    i)

    να αποφασίσει να κινήσει τη πειθαρχική διαδικασία που προβλέπεται στο τμήμα Δ του παρόντος τίτλου, ή

    ii)

    να αποφασίσει να κινήσει πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

    Άρθρο 141

    Όταν ένας υπάλληλος δεν μπορεί, για αντικειμενικούς λόγους, να ακουσθεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος τίτλου, μπορεί να του ζητηθεί να διατυπώσει παρατηρήσεις εγγράφως ή μπορεί να εκπροσωπηθεί από πρόσωπο της επιλογής του.

    Τμήμα Β

    Πειθαρχικό Συμβούλιο

    Άρθρο 142

    1.   Στον Οργανισμό συνιστάται Πειθαρχικό Συμβούλιο. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα μέλος, το οποίο μπορεί να είναι ο Πρόεδρός του, από το προσωπικό του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    2.   Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποτελείται από τον Πρόεδρο και τέσσερα τακτικά μέλη, που μπορούν να αντικαθίστανται από αναπληρωματικά μέλη, ένα τουλάχιστον από τα οποία πρέπει να υπάγεται στην ίδια ομάδα καθηκόντων με τον υπάλληλο κατά του οποίου έχει κινηθεί πειθαρχική διαδικασία.

    Άρθρο 143

    1.   Η ΑΣΣΑ και η Επιτροπή Προσωπικού που αναφέρεται στο άρθρο 137 διορίζουν ταυτοχρόνως από δύο τακτικά και δύο αναπληρωματικά μέλη.

    2.   Ο Πρόεδρος και ο Αναπληρωτής Πρόεδρος διορίζονται από την ΑΣΣΑ.

    3.   Ο Πρόεδρος, τα τακτικά μέλη και τα αναπληρωματικά μέλη διορίζονται για περίοδο τριών ετών. Ωστόσο, ο Οργανισμός μπορεί να προβλέπει συντομότερη θητεία για τα τακτικά και τα αναπληρωματικά μέλη, η οποία πρέπει να είναι τουλάχιστον ετήσια.

    4.   Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δικαιούται να απορρίψει ένα από τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου εντός πέντε ημερών από τη σύστασή του. Ο Οργανισμός δικαιούται επίσης να απορρίψει ένα από τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

    Εντός της ίδιας προθεσμίας, τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου μπορούν να ζητήσουν να απαλλαγούν από τα καθήκοντά τους για νόμιμους λόγους, αποσύρονται δε εφόσον υφίσταται σύγκρουση καθηκόντων.

    Άρθρο 144

    Το Πειθαρχικό Συμβούλιο επικουρείται από γραμματέα που διορίζεται από την ΑΣΣΑ.

    Άρθρο 145

    1.   Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου χαίρουν πλήρους ανεξαρτησίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

    2.   Οι συσκέψεις και οι διαδικασίες του Πειθαρχικού Συμβουλίου έχουν απόρρητο χαρακτήρα.

    Τμήμα Γ

    Πειθαρχικά μέτρα

    Άρθρο 146

    1.   Η ΑΣΣΑ μπορεί να επιβάλλει μια από τις ακόλουθες κυρώσεις:

    α)

    έγγραφη προειδοποίηση,

    β)

    επίπληξη,

    γ)

    αναστολή του προβιβασμού κατά κλιμάκιο για διάστημα μεταξύ ενός και είκοσι τριών μηνών,

    δ)

    τοποθέτηση σε κατώτερο κλιμάκιο,

    ε)

    προσωρινό βαθμολογικό υποβιβασμό για περίοδο μεταξύ 15 ημερών και ενός έτους,

    στ)

    υποβιβασμό στο εσωτερικό της ίδιας ομάδας καθηκόντων,

    ζ)

    κατάταξη σε κατώτερη ομάδα καθηκόντων, με ή χωρίς υποβιβασμό,

    η)

    παύση και, ενδεχομένως, παρακράτηση, για καθορισμένο χρονικό διάστημα, ποσοστού καταβαλλόμενου επιδόματος αναπηρίας· οι επιπτώσεις του μέτρου αυτού δεν επεκτείνονται στα πρόσωπα που συντηρούνται από τον υπάλληλο. Στην περίπτωση σχετικής μείωσης, πάντως, το εισόδημα του πρώην υπαλλήλου δεν πρέπει να είναι κατώτερο από το ελάχιστο εισόδημα διαβίωσης που αντιστοιχεί στο βασικό μισθό εκτάκτου υπαλλήλου του πρώτου κλιμακίου του βαθμού 1, με την προσθήκη των τυχόν καταβαλλόμενων οικογενειακών επιδομάτων.

    2.   Όταν ο υπάλληλος λαμβάνει επίδομα αναπηρίας, η ΑΣΣΑ μπορεί να αποφασίσει να παρακρατήσει για καθορισμένο χρονικό διάστημα ποσοστό του επιδόματος αναπηρίας· οι επιπτώσεις του μέτρου αυτού δεν επεκτείνονται στα πρόσωπα που συντηρούνται από τον υπάλληλο. Το εισόδημα του υπαλλήλου δεν μπορεί, ωστόσο, να είναι κατώτερο από το ελάχιστο εισόδημα διαβίωσης που αντιστοιχεί στο βασικό μισθό εκτάκτου υπαλλήλου του πρώτου κλιμακίου του βαθμού 1, με την προσθήκη των τυχόν καταβαλλόμενων οικογενειακών επιδομάτων.

    3.   Για το ίδιο παράπτωμα μπορεί να επιβάλλεται μόνο μία πειθαρχική κύρωση.

    Άρθρο 147

    H αυστηρότητα της επιβαλλόμενης πειθαρχικής κύρωσης πρέπει να είναι ανάλογη προς τη βαρύτητα του παραπτώματος. Για τον καθορισμό της βαρύτητας του παραπτώματος και τη λήψη απόφασης για την πειθαρχική κύρωση που πρέπει να επιβληθεί, λαμβάνονται ιδίως υπόψη τα εξής:

    α)

    η φύση του παραπτώματος και οι περιστάσεις υπό τις οποίες έχει διαπραχθεί,

    β)

    ο βαθμός στον οποίο το παράπτωμα επηρέασε αρνητικά την ακεραιότητα, τη φήμη ή τα συμφέροντα του Οργανισμού,

    γ)

    ο βαθμός πρόθεσης ή αμέλειας στο παράπτωμα,

    δ)

    τα κίνητρα που οδήγησαν τον υπάλληλο να διαπράξει το παράπτωμα,

    ε)

    ο βαθμός και η αρχαιότητα του υπαλλήλου,

    στ)

    ο βαθμός προσωπικής ευθύνης του υπαλλήλου,

    ζ)

    το επίπεδο των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων του υπαλλήλου,

    η)

    το στοιχείο της υποτροπής στην πράξη ή την επιλήψιμη συμπεριφορά,

    θ)

    η συμπεριφορά του υπαλλήλου σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του.

    Τμήμα Δ

    Πειθαρχική διαδικασία εκτός Πειθαρχικού Συμβουλίου

    Άρθρο 148

    Η ΑΣΣΑ μπορεί να αποφασίσει σχετικά με την ποινή της έγγραφης προειδοποίησης ή της επίπληξης χωρίς να ζητήσει τη γνώμη του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Η ΑΣΣΑ προβαίνει στην ενέργεια αυτή έπειτα από ακρόαση του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου.

    Τμήμα Ε

    Πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου

    Άρθρο 149

    1.   Η ΑΣΣΑ υποβάλλει αναφορά στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, στην οποία πρέπει να σημειώνονται με σαφήνεια τα προσαπτόμενα και, εφόσον συντρέχει λόγος, οι περιστάσεις υπό τις οποίες διεπράχθησαν, συμπεριλαμβανομένων όλων των επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων.

    2.   Η αναφορά διαβιβάζεται στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο και στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ο οποίος την γνωστοποιεί στα μέλη του.

    Άρθρο 150

    1.   Από την παραλαβή της αναφοράς αυτής, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δικαιούται να λάβει πλήρη γνώση του ατομικού του φακέλου καθώς και αντίγραφα όλων των εγγράφων της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων των υπέρ αυτού στοιχείων.

    2.   Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος διαθέτει προθεσμία δεκαπέντε ημερών τουλάχιστον από την ημερομηνία παραλαβής της αναφοράς με την οποία κινείται η πειθαρχική διαδικασία, για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του.

    3.   Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος μπορεί να επικουρείται από πρόσωπο της επιλογής του.

    Άρθρο 151

    1.   Εάν, παρουσία του Προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος αναγνωρίσει ότι υπάρχει παράπτωμα εκ μέρους του και αποδεχθεί άνευ επιφυλάξεων την αναφορά που αναφέρεται στο άρθρο 148 του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, η ΑΣΣΑ μπορεί να αποσύρει την υπόθεση από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ της φύσεως του παραπτώματος και της προβλεπόμενης κύρωσης. Όταν η υπόθεση αποσύρεται από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, ο Πρόεδρος διατυπώνει γνώμη σχετικά με την προβλεπόμενη κύρωση.

    2.   Σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή, η ΑΣΣΑ μπορεί να επιβάλλει, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 148, μία από τις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 146 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως και δ) του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης.

    3.   Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος ενημερώνεται προτού να αναγνωρίσει το παράπτωμά του για τις πιθανές συνέπειες της αναγνώρισης αυτής.

    Άρθρο 152

    Πριν από την πρώτη συνεδρίαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ο Πρόεδρος αναθέτει σε ένα από τα μέλη του το καθήκον να καταρτίσει γενική αναφορά για την υπόθεση και να ενημερώσει σχετικά τα λοιπά μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

    Άρθρο 153

    1.   Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος ακούεται από το Πειθαρχικό Συμβούλιο· στην ακρόαση μπορεί να υποβάλλει έγγραφες ή προφορικές παρατηρήσεις, αυτοπροσώπως ή δι’ αντιπροσώπου, καθώς και να καλεί μάρτυρες.

    2.   Ο Οργανισμός εκπροσωπείται ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου από υπάλληλο ειδικά εξουσιοδοτημένο από την ΑΣΣΑ, ο οποίος διαθέτει τα ίδια δικαιώματα με τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο.

    Άρθρο 154

    1.   Εάν το Πειθαρχικό Συμβούλιο κρίνει ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς για τα προσαπτόμενα ή για τις περιστάσεις υπό τις οποίες διεπράχθησαν, διατάσσει έρευνα κατ’ αντιπαράσταση.

    2.   Ο Πρόεδρος ή ένα μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου διεξάγει την έρευνα για λογαριασμό του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Για τους σκοπούς της έρευνας, το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί να ζητεί τη διαβίβαση οποιουδήποτε εγγράφου έχει σχέση με την υπόθεση που του έχει υποβληθεί. Ο Οργανισμός απαντά σε κάθε αίτηση του είδους αυτού εντός της προθεσμίας την οποία τάσσει ενδεχομένως το Πειθαρχικό Συμβούλιο. Εάν η αίτηση αυτή απευθύνεται στον υπάλληλο, λαμβάνεται υπόψη η άρνησή του να συμμορφωθεί.

    Άρθρο 155

    Αφού εξετάσει τα έγγραφα που προσκομίζονται ενώπιόν του και λαμβάνοντας υπόψη τις ενδεχόμενες, γραπτές ή προφορικές, δηλώσεις καθώς και τα πορίσματα της έρευνας η οποία διεξήχθη, το Πειθαρχικό Συμβούλιο εκδίδει, κατά πλειοψηφία, αιτιολογημένη γνώμη ως προς την πραγματική τέλεση των προσαπτόμενων πράξεων και, ως προς τις κυρώσεις που κρίνει ότι πρέπει να επισύρουν οι πράξεις αυτές. Την εν λόγω γνώμη υπογράφουν όλα τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Κάθε μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου μπορεί να επισυνάψει στη γνώμη την τυχόν διαφορετική άποψή του. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο διαβιβάζει τη γνώμη στην ΑΣΣΑ και στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία λήψης της αναφοράς της ΑΣΣΑ, εφόσον η προθεσμία αυτή επαρκεί σε σχέση με την πολυπλοκότητα του φακέλου. Όταν έχει διενεργηθεί έρευνα με πρωτοβουλία του Πειθαρχικού Συμβουλίου, η προθεσμία είναι τέσσερις μήνες, εφόσον αρκεί σε σχέση με την πολυπλοκότητα του φακέλου.

    Άρθρο 156

    1.   Ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου δεν ψηφίζει, εκτός εάν πρόκειται για διαδικαστικά ζητήματα ή σε περίπτωση ισοψηφίας.

    2.   Ο Πρόεδρος μεριμνά για την εκτέλεση των αποφάσεων του Πειθαρχικού Συμβουλίου και γνωστοποιεί, σε κάθε ένα από τα μέλη του, όλες τις πληροφορίες και τα έγγραφα που έχουν σχέση με την υπόθεση.

    Άρθρο 157

    Ο γραμματέας συντάσσει πρακτικά των συνεδριάσεων του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Οι μάρτυρες υπογράφουν το πρακτικό των καταθέσεών τους.

    Άρθρο 158

    1.   Τα έξοδα που προκαλούνται κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας με πρωτοβουλία του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, ιδίως οι αμοιβές που καταβάλλονται σε πρόσωπο που έχει επιλέξει για να τον βοηθήσει ή για την υπεράσπισή του, βαρύνουν τον υπάλληλο στην περίπτωση που η πειθαρχική διαδικασία καταλήξει στην επιβολή μιας από τις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 146 του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης.

    2.   Εντούτοις, η ΑΣΣΑ μπορεί να αποφασίζει άλλως σε εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες η επιβάρυνση αυτή θα ήταν υπερβολική για τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο.

    Άρθρο 159

    1.   Έπειτα από ακρόαση του υπαλλήλου, η ΑΣΣΑ λαμβάνει απόφαση κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 146 και 147 εντός δύο μηνών από τη λήψη της γνώμης του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Η απόφαση πρέπει να αιτιολογείται.

    2.   Εάν η ΑΣΣΑ αποφασίσει να περατώσει την υπόθεση χωρίς να επιβάλει πειθαρχική κύρωση, ενημερώνει αμελλητί τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο εγγράφως. Ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος μπορεί να ζητήσει να συμπεριληφθεί η υπόθεση αυτή στον ατομικό του φάκελο.

    Τμήμα ΣΤ

    Θέση σε αργία

    Άρθρο 160

    1.   Σε περίπτωση κατηγορίας υπαλλήλου για βαρύ παράπτωμα από την ΑΣΣΑ, είτε πρόκειται για παράβαση των επαγγελματικών υποχρεώσεών του είτε για παράβαση του νόμου, η ΑΣΣΑ μπορεί αμέσως να θέτει σε αργία τον κατηγορούμενο υπάλληλο επί ορισμένο ή αόριστο διάστημα.

    2.   Η ΑΣΣΑ λαμβάνει την απόφαση αυτή έπειτα από ακρόαση του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, πλην εξαιρετικών περιστάσεων.

    Άρθρο 161

    1.   Η απόφαση με την οποία τίθεται σε αργία υπάλληλος καθορίζει αν, κατά την περίοδο της αργίας, ο εν λόγω υπάλληλος διατηρεί στο ακέραιο τις αποδοχές του ή εάν στις αποδοχές του επιβάλλεται παρακράτηση. Το ποσό που καταβάλλεται στον υπάλληλο δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να είναι κατώτερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης που αντιστοιχεί στο βασικό μισθό έκτακτου υπαλλήλου στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού 1, με την προσθήκη οποιωνδήποτε καταβαλλόμενων οικογενειακών επιδομάτων.

    2.   Η κατάσταση του υπαλλήλου που έχει τεθεί σε αργία πρέπει να ρυθμίζεται οριστικά εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έναρξης της αργίας του. Εάν δεν ληφθεί απόφαση εντός έξι μηνών, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δικαιούται να λάβει εκ νέου στο ακέραιο τις αποδοχές του, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3.

    3.   Η παρακράτηση μπορεί να διατηρείται και πέραν των έξι μηνών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, εάν ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος διώκεται ποινικά για τις ίδιες πράξεις και βρίσκεται κρατούμενος για λόγους σχετικούς με τις διώξεις αυτές. Στις περιπτώσεις αυτές, ο υπάλληλος λαμβάνει εκ νέου στο ακέραιο τις αποδοχές του μόνον αφού το αρμόδιο δικαστήριο απαγγείλει την άρση της κράτησής του.

    4.   Τα παρακρατηθέντα βάσει της παραγράφου 1 ποσά καταβάλλονται στον υπάλληλο, εφόσον η οριστική απόφαση δεν του επέβαλε αυστηρότερη πειθαρχική κύρωση από έγγραφη προειδοποίηση, επίπληξη ή αναστολή προβιβασμού κατά κλιμάκιο ή εφόσον δεν του επεβλήθη καμία πειθαρχική κύρωση· στην τελευταία αυτή περίπτωση, η πληρωμή γίνεται εντόκως βάσει του ποσοστού που ορίζεται στο άρθρο 87.

    Τμήμα Ζ

    Παράλληλη ποινική δίωξη

    Άρθρο 162

    Εάν ο υπάλληλος διώκεται ποινικώς για τις ίδιες πράξεις, η οριστική απόφαση λαμβάνεται μόνον μετά την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.

    Τμήμα Η

    Τελικές διατάξεις

    Άρθρο 163

    Ο υπάλληλος στον οποίον έχει επιβληθεί πειθαρχική κύρωση άλλη πλην της παύσεως μπορεί, μετά την πάροδο τριών ετών εάν πρόκειται για έγγραφη προειδοποίηση ή για επίπληξη, ή μετά την πάροδο έξι ετών εάν πρόκειται για άλλες κυρώσεις, να υποβάλει αίτηση με σκοπό να απαλειφθεί κάθε μνεία του εν λόγω μέτρου από τον ατομικό του φάκελο. Η ΑΣΣΑ κρίνει εάν πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αυτή.

    Άρθρο 164

    Σε περίπτωση νέων πραγματικών στοιχείων στηριζόμενων από σχετικές αποδείξεις, μπορεί να κινείται και πάλι η πειθαρχική διαδικασία από την ΑΣΣΑ, με δική της πρωτοβουλία ή με αίτηση του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου.

    Άρθρο 165

    Εάν δεν γίνει δεκτή καμία κατηγορία κατά του υπαλλήλου κατ’ εφαρμογή του άρθρου 159, ο υπάλληλος έχει δικαίωμα, με αίτησή του, στην ανόρθωση της ζημίας που υπέστη μέσω της κατάλληλης δημοσιότητας της απόφασης της ΑΣΣΑ.

    Άρθρο 166

    Το Διοικητικό Συμβούλιο εκδίδει τις λεπτομέρειες εφαρμογής των διαδικασιών αυτών.

    ΤΙΤΛΟΣ VI

    ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

    Άρθρο 167

    1.   Κάθε πρόσωπο που εμπίπτει στον παρόντα Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης δύναται να ζητά από την ΑΣΣΑ να λάβει απόφαση περί αυτού. Η ΑΣΣΑ κοινοποιεί την αιτιολογημένη απόφασή της στον ενδιαφερόμενο εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή της αιτήσεως. Μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής η έλλειψη απαντήσεως στην αίτηση σημαίνει σιωπηρή απορριπτική απόφαση, κατά της οποίας δύναται να υποβληθεί ένσταση κατά την έννοια της επόμενης παραγράφου.

    2.   Κάθε πρόσωπο που εμπίπτει στον παρόντα Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης δύναται να υποβάλλει στην ΑΣΣΑ ένσταση κατά οιασδήποτε πράξεως η οποία θίγει τα συμφέροντά του, τόσο στην περίπτωση που η εν λόγω αρχή έχει λάβει ήδη απόφαση όσο κι όταν έχει παραλείψει να λάβει μέτρο που επιβάλλεται από τον παρόντα Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης. Η ένσταση πρέπει να υποβάλλεται εντός προθεσμίας τριών μηνών. Η προθεσμία αυτή αρχίζει:

    από την ημερομηνία δημοσίευσης της πράξεως, αν πρόκειται για μέτρο γενικού χαρακτήρα,

    από την ημερομηνία κοινοποίησης της αποφάσεως στον αποδέκτη, όχι όμως αργότερα από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της αποφάσεως, αν πρόκειται για μέτρο ατομικού χαρακτήρα· εντούτοις, σε περίπτωση που η πράξη ατομικού χαρακτήρα θίγει τα συμφέροντα τρίτου, η εν λόγω προθεσμία για το πρόσωπο αυτό αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε γνώση της πράξεως, όχι όμως αργότερα από την ημερομηνία της δημοσιεύσεως,

    από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας απαντήσεως, εφόσον η υποβολή ενστάσεως αναφέρεται σε σιωπηρή απορριπτική απόφαση κατά την έννοια της παραγράφου 1.

    Η ΑΣΣΑ κοινοποιεί στον ενδιαφερόμενο την αιτιολογημένη απόφασή της εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από της υποβολής της ενστάσεως. Μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής η έλλειψη απαντήσεως στην ένσταση σημαίνει σιωπηρή απορριπτική απόφαση, κατά της οποίας δύναται να ασκηθεί προσφυγή κατά την έννοια του άρθρου 169.

    ΤΙΤΛΟΣ VII

    ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

    Άρθρο 168

    1.   Συνιστάται Επιτροπή Προσφυγών προκειμένου να ασκεί τη δικαιοδοσία σε οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ του Οργανισμού και των προσώπων που εμπίπτουν στον παρόντα Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης.

    2.   Η Επιτροπή Προσφυγών αποτελείται από τέσσερις δικαστές, που διορίζονται για περίοδο έξι ετών από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ υποψηφίων που ορίζουν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη ύστερα από διαβούλευση με το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ωστόσο, για την πρώτη Επιτροπή Προσφυγών, διορίζονται δύο δικαστές για περίοδο τριών ετών και δύο δικαστές για περίοδο έξι ετών. Όταν η Επιτροπή Προσφυγών δεν είναι σε θέση να λάβει απόφαση με πλειοψηφία, υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.

    3.   Οι δικαστές εκλέγουν μεταξύ τους τον Πρόεδρο της Επιτροπής Προσφυγών, για περίοδο τριών ετών, με δυνατότητα επανεκλογής του.

    4.   Οι δικαστές αντικαθίστανται εν μέρει ανά τριετία. Οι απερχόμενοι δικαστές είναι δυνατόν να διορισθούν εκ νέου.

    5.   Οι δικαστές της Επιτροπής Προσφυγών χαίρουν ανεξαρτησίας. Δεν ενεργούν βάσει οδηγιών.

    6.   Οι δικαστές δεν μπορούν να ασκούν άλλα καθήκοντα στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας κατά τη διάρκεια της θητείας τους.

    7.   Η Επιτροπή Προσφυγών διορίζει το Γραμματέα της και θεσπίζει τους κανόνες που διέπουν τα καθήκοντά του.

    Άρθρο 169

    1.   Η προσφυγή ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών είναι παραδεκτή μόνον εφόσον:

    έχει υποβληθεί ένσταση στην ΑΣΣΑ σύμφωνα με το άρθρο 167 παράγραφος 2, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο αυτό, και

    η ένσταση απορρίφθηκε ρητώς ή σιωπηρώς.

    2.   Οι προσφυγές δυνάμει της παραγράφου 1 υποβάλλονται εντός τριών μηνών. Η προθεσμία αυτή αρχίζει:

    από την ημερομηνία κοινοποίησης της αποφάσεως σχετικά με την ένσταση,

    από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας απαντήσεως, εφόσον η προσφυγή αφορά σιωπηρή απόφαση με την οποία απορρίπτεται ένσταση που έχει υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 167 παράγραφος 2· ωστόσο, στην περίπτωση που η ένσταση απορρίπτεται με ρητή απόφαση μετά την απόρριψή της με σιωπηρή απόφαση αλλά πριν λήξει η προθεσμία για την υποβολή προσφυγής, η τελευταία αυτή προθεσμία αρχίζει εκ νέου.

    3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, ο ενδιαφερόμενος μπορεί, αφού υποβάλει ένσταση στην ΑΣΣΑ σύμφωνα με το άρθρο 167 παράγραφος 2, να υποβάλει αμέσως προσφυγή στην Επιτροπή Προσφυγών, με την προϋπόθεση ότι η εν λόγω προσφυγή συνοδεύεται από αίτηση αναστολής της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης ή από αίτηση ασφαλιστικών μέτρων. Στην περίπτωση αυτήν, η κύρια διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών αναστέλλεται έως ότου απορριφθεί ρητώς ή σιωπηρώς η ένσταση.

    4.   Οι διάδικοι μπορούν να ζητούν να τα συνδράμει πρόσωπο της επιλογής τους, εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τον κανονισμό διαδικασίας.

    5.   Η Επιτροπή Προσφυγών θεσπίζει τον κανονισμό διαδικασίας της ο οποίος πρέπει να εγκριθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατόπιν συμφωνίας με το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η Επιτροπή Προσφυγών μπορεί να τροποποιεί τον κανονισμό διαδικασίας της. Οι τροποποιήσεις εγκρίνονται από το Συμβούλιο κατόπιν συμφωνίας με το Δικαστήριο.

    6.   Έως ότου τεθεί σε ισχύ ο κανονισμός διαδικασίας της Επιτροπής Προσφυγών, εφαρμόζεται κατ’ αναλογία ο κανονισμός διαδικασίας του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    7.   Η Επιτροπή Προσφυγών αποφαίνεται ως προς τα έξοδα κάθε υπόθεσης. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα εφόσον το αποφασίσει η Επιτροπή Προσφυγών.

    ΤΙΤΛΟΣ VIII

    ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Άρθρο 170

    1.   Οι διατάξεις του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις (άρθρα 10 έως 33 και 102), τους όρους προσλήψεως (άρθρα 35 –με εξαίρεση την παράγραφο 2 στοιχείο α)– έως 40 και άρθρα 103 έως 108 –με εξαίρεση το άρθρο 103 παράγραφος 3 στοιχείο α), τους όρους εργασίας (άρθρα 41 έως 57 και άρθρο 109), τη λύση της υπαλληλικής σχέσης (άρθρα 94 έως 98 και άρθρο 135) και την πειθαρχική διαδικασία (άρθρα 137 έως 165) μπορούν να τροποποιούνται, στο βαθμό που απαιτείται, από το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1.10 και το άρθρο 11 παράγραφος 3.1 της κοινής δράσης για τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας. Οποιαδήποτε πρόταση τροποποίησης διαβιβάζεται στο Συμβούλιο. Οι εν λόγω τροποποιήσεις θεωρείται ότι έχουν εγκριθεί, εκτός εάν το Συμβούλιο αποφασίσει την τροποποίησή τους εντός προθεσμίας δύο μηνών και με ειδική πλειοψηφία.

    2.   Οι τροποποιήσεις άλλων διατάξεων του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, ιδίως όσων αφορούν τις αποδοχές, τα επιδόματα και άλλες παροχές κοινωνικής ασφάλισης, εγκρίνονται ομόφωνα από το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου.

    Άρθρο 171

    Εντός τριών ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή κατά την έναρξη ισχύος της συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης, εάν η ημερομηνία αυτή είναι προγενέστερη, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αξιολογεί και τροποποιεί τον παρόντα Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης ή λαμβάνει ενδεχομένως απόφαση σχετικά με τη λήξη ισχύος του.

    Άρθρο 172

    Η παρούσα απόφαση παράγει αποτελέσματα την ημέρα δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Βρυξέλλες, 24 Σεπτεμβρίου 2004.

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    L. J. BRINKHORST


    (1)  ΕΕ L 245 της 17.7.2004, σ. 17.

    (2)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 723/2004 (ΕΕ L 124 της 27.4.2004, σ. 1).

    (3)  ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 8· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1750/2002 (ΕΕ L 264 της 2.10.2002, σ. 15).


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

    ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΌ ΚΑΘΕΣΤΏΣ ΤΩΝ ΜΕΛΏΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ ΠΡΟΣΦΥΓΏΝ

    Άρθρο 1

    Τα μέλη της Επιτροπής Προσφυγών επιλέγονται μεταξύ προσωπικοτήτων που παρέχουν πλήρη εγγύηση ανεξαρτησίας και είναι νομομαθείς αναγνωρισμένου κύρους, ιδίως στον τομέα των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της δημόσιας διοίκησης. Η επιλογή των δικαστών πρέπει να τηρεί τη γεωγραφική και δημογραφική ποικιλομορφία των κρατών μελών που συμμετέχουν στον Οργανισμό καθώς και την ποικιλομορφία των νομικών συστημάτων τους.

    Άρθρο 2

    Εκτός της τακτικής εκπνοής της θητείας καθώς και των θανάτων, τα καθήκοντα των μελών της Επιτροπής Προσφυγών λήγουν ατομικώς δια παραιτήσεως. Σε περίπτωση παραιτήσεως μέλους της Επιτροπής Προσφυγών, η επιστολή της παραιτήσεως υποβάλλεται στον Πρόεδρο της εν λόγω Επιτροπής Προσφυγών για να διαβιβαστεί στον Αρχηγό του Οργανισμού. Με την τελευταία αυτή κοινοποίηση η θέση στην Επιτροπή Προσφυγών καθίσταται κενή.

    Άρθρο 3

    Τα μέλη της Επιτροπής Προσφυγών, των οποίων τα καθήκοντα λήγουν πριν από την εκπνοή της θητείας τους, αντικαθίστανται για το υπόλοιπο διάστημα της θητείας.

    Άρθρο 4

    Τα μέλη της Επιτροπής Προσφυγών δεσμεύονται επισήμως κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους, που πραγματοποιείται σε δημόσια συνεδρίαση, ότι θα ασκούν τα καθήκοντά τους με πλήρη αμεροληψία και ευσυνειδησία και ότι δεν θα παραβιάζουν το απόρρητο των συσκέψεων.

    Άρθρο 5

    Τα μέλη της Επιτροπής Προσφυγών απολαύουν ετεροδικίας όσον αφορά τις πράξεις που εκτελούν υπό την επίσημη ιδιότητά τους. Εξακολουθούν να απολαύουν ετεροδικίας και μετά την παύση των καθηκόντων τους.

    Άρθρο 6

    Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία, καθορίζει το καθεστώς των απολαβών των μελών της Επιτροπής Προσφυγών.


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

    ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΜΕΙΩΜΕΝΟ ΩΡΑΡΙΟ

    Άρθρο 1

    Η αίτηση για τη χορήγηση άδειας εργασίας με μειωμένο ωράριο υποβάλλεται από τον υπάλληλο στον αμέσως ανώτερό του ιεραρχικά δύο τουλάχιστον μήνες πριν από την αιτούμενη ημερομηνία έναρξης, εκτός των δεόντως αιτιολογημένων περιπτώσεων επείγοντος.

    Η άδεια μπορεί να χορηγείται για ελάχιστο χρονικό διάστημα ενός μηνός και μέγιστο χρονικό διάστημα τριών ετών, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 16 και στο άρθρο 44, παράγραφος 2, στοιχείο ε) του Οργανισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης.

    Η άδεια δύναται να ανανεώνεται υπό τους ιδίους όρους. Οι αιτήσεις για ανανέωση υποβάλλονται από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο δύο τουλάχιστον μήνες πριν από το τέλος του χρονικού διαστήματος για το οποίο χορηγήθηκε η άδεια. Η διάρκεια της εργασίας με μειωμένο ωράριο δεν μπορεί να είναι κατώτερη του ημίσεως της κανονικής διάρκειας εργασίας.

    Εκτός των δεόντως αιτιολογημένων περιπτώσεων, η περίοδος απασχόλησης με μειωμένο ωράριο αρχίζει την 1η ημέρα του μήνα.

    Άρθρο 2

    Η ΑΣΣΑ δύναται, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, να ανακαλεί την άδεια πριν από τη λήξη του χρονικού διαστήματος για το οποίο αυτή είχε χορηγηθεί. Η ημερομηνία ανάκλησης της άδειας δεν μπορεί να είναι πλέον των δύο μηνών μεταγενέστερη της ημερομηνίας που προτείνεται από τον υπάλληλο ή πλέον των τεσσάρων μηνών στην περίπτωση που η άδεια για εργασία με μειωμένο ωράριο είχε χορηγηθεί για περίοδο άνω του ενός έτους.

    Η ΑΣΣΑ δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και προς το συμφέρον της υπηρεσίας, να ανακαλεί την άδεια πριν από τη λήξη του χρονικού διαστήματος για το οποίο αυτή είχε χορηγηθεί, με δίμηνη προειδοποίηση προς τον υπάλληλο.

    Άρθρο 3

    Ο υπάλληλος δικαιούται, κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος για το οποίο του παρεσχέθη άδεια να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, να λαμβάνει ποσοστό των αποδοχών του, αντίστοιχο του ποσοστού της κανονικής διάρκειας εργασίας. Εντούτοις, αυτό το ποσοστό δεν εφαρμόζεται στο επίδομα συντηρούμενου τέκνου, στο βασικό ποσό του επιδόματος στέγης και στο σχολικό επίδομα.

    Οι εισφορές στο σύστημα ασφάλισης υγείας υπολογίζονται βάσει του βασικού μισθού πλήρως απασχολούμενου υπαλλήλου. Οι εισφορές στο σύστημα συνταξιοδοτήσεως υπολογίζονται βάσει του βασικού μισθού υπαλλήλου εργαζόμενου με μειωμένο ωράριο. Ο υπάλληλος δύναται επίσης να ζητήσει να υπολογίζονται οι εισφορές στο σύστημα συνταξιοδοτήσεως βάσει του βασικού μισθού πλήρως απασχολούμενου υπαλλήλου, σύμφωνα με το άρθρο 89 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης. Για την εφαρμογή του άρθρου 1 του παραρτήματος VI, τα αποκτώμενα δικαιώματα υπολογίζονται κατ’ αναλογία του ποσοστού των καταβαλλόμενων εισφορών.

    Κατά τη διάρκεια της περιόδου εργασίας με μειωμένο ωράριο, ο υπάλληλος δεν επιτρέπεται να εργάζεται υπερωριακά ούτε να ασκεί οποιαδήποτε άλλη κερδοσκοπική επαγγελματική δραστηριότητα, εκτός από δραστηριότητα σύμφωνη με το άρθρο 16 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης.

    Άρθρο 4

    Η ΑΣΣΑ δύναται να θεσπίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων αυτών.


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

    ΆΔΕΙΑ

    Τμήμα 1

    Ετήσια άδεια

    Άρθρο 1

    Κατά το έτος της ανάληψης υπηρεσίας και το έτος της λήξης των καθηκόντων, το κλάσμα έτους παρέχει δικαίωμα αδείας δύο εργάσιμων ημερών αν πρόκειται για πλήρη μήνα εργασίας, δύο εργάσιμων ημερών αν πρόκειται για διάστημα μικρότερο του μηνός και μεγαλύτερο από 15 ημέρες, μιας δε εργάσιμης ημέρας αν είναι ίσο ή μικρότερο από 15 ημέρες.

    Άρθρο 2

    Η ετήσια άδεια λαμβάνεται είτε εφ' άπαξ είτε τμηματικά ανάλογα με τις προτιμήσεις του υπαλλήλου και αφού ληφθούν υπ'όψη οι ανάγκες της υπηρεσίας, πρέπει δε να περιλαμβάνει τουλάχιστον δύο συνεχείς εβδομάδες. Οι νεοπροσλαμβανόμενοι υπάλληλοι δικαιούνται αδείας αφού συμπληρώσουν υπηρεσία τριών μηνών· είναι δυνατόν να εγκρίνεται άδεια ενωρίτερα σε εξαιρετικές περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες.

    Άρθρο 3

    Εάν, κατά τη διάρκεια της ετήσιας αδείας του, ο υπάλληλος προσβληθεί από ασθένεια που θα τον εμπόδιζε να εκτελέσει τα καθήκοντά του εάν ήταν εν υπηρεσία, η ετήσια άδειά του παρατείνεται κατά το διάστημα της ανικανότητας που αποδεικνύεται με ιατρικό πιστοποιητικό.

    Άρθρο 4

    Αν ο υπάλληλος, για λόγους άσχετους προς τις ανάγκες της υπηρεσίας, δεν εξαντλήσει την ετήσια άδειά του εντός του οικείου ημερολογιακού έτους, η μεταφορά αδείας στο επόμενο έτος δεν υπερβαίνει τις 12 ημέρες.

    Εάν, κατά τη λήξη των καθηκόντων του, ο υπάλληλος δεν έχει εξαντλήσει την ετήσια άδειά του, δικαιούται αποζημίωση ίση προς το ένα τριακοστό των μηνιαίων αποδοχών του κατά την ημερομηνία λήξης των καθηκόντων του για κάθε ημέρα άδειας που του οφείλεται.

    Από τις πληρωμές που οφείλονται σε υπάλληλο ο οποίος, κατά την ημερομηνία λήξης των καθηκόντων του, έχει λάβει ετήσια άδεια πέραν εκείνης που εδικαιούτο κατά την ημερομηνία αυτήν αφαιρείται ποσό το οποίο υπολογίζεται όπως προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο.

    Άρθρο 5

    Αν, για υπηρεσιακούς λόγους, ο υπάλληλος ανακληθεί στην υπηρεσία κατά τη διάρκεια της ετήσιας άδειάς του, ή ακυρωθεί η άδεια που του είχε χορηγηθεί, του επιστρέφεται το ποσό των εξόδων στα οποία αποδεδειγμένα υπεβλήθη συνεπεία του γεγονότος αυτού, και του παρέχεται νέα οδοιπορική άδεια.

    Τμήμα 2

    Ειδική άδεια

    Άρθρο 6

    Εκτός από την ετήσια άδεια, είναι δυνατόν να χορηγείται στον υπάλληλο ειδική άδεια, κατόπιν αιτήσεώς του. Ειδικότερα, οι περιπτώσεις που αναφέρονται κατωτέρω παρέχουν δικαίωμα τέτοιας άδειας ως εξής:

    γάμος του υπαλλήλου: τέσσερις ημέρες,

    μετακόμιση του υπαλλήλου: μέχρι δύο ημέρες,

    σοβαρή ασθένεια συζύγου: μέχρι τρεις ημέρες,

    θάνατος συζύγου: τέσσερις ημέρες,

    σοβαρή ασθένεια ανιόντος: μέχρι δύο ημέρες,

    θάνατος ανιόντος: δύο ημέρες,

    γάμος τέκνου: δύο ημέρες,

    γέννηση τέκνου: δέκα ημέρες, λαμβανόμενες στη διάρκεια των δεκατεσσάρων εβδομάδων που ακολουθούν τη γέννηση,

    θάνατος της συζύγου στη διάρκεια της άδειας μητρότητας: αριθμός των ημερών που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο της άδειας μητρότητας· εάν η αποβιώσασα σύζυγος δεν είναι υπάλληλος, η απομένουσα διάρκεια της άδειας μητρότητας προσδιορίζεται με αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 51 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης,

    σοβαρή ασθένεια τέκνου: μέχρι δύο ημέρες,

    ιδιαίτερα σοβαρή ασθένεια τέκνου πιστοποιούμενη από ιατρό ή νοσοκομειακή περίθαλψη τέκνου ηλικίας το πολύ δώδεκα ετών: μέχρι πέντε ημέρες,

    θάνατος τέκνου: τέσσερις ημέρες,

    υιοθεσία τέκνου: είκοσι εβδομάδες, και εικοσιτέσσερις εβδομάδες στην περίπτωση υιοθεσίας ανάπηρου τέκνου.

    Κάθε υιοθετούμενο τέκνο παρέχει δικαίωμα μιας και μόνον περιόδου ειδικής άδειας, η οποία μπορεί να επιμερίζεται μεταξύ των υιοθετούντων γονέων, εφόσον είναι και οι δύο υπάλληλοι. Η άδεια χορηγείται μόνον αν ο σύζυγος του υπαλλήλου ασκεί κερδοσκοπική δραστηριότητα και τουλάχιστον κατά ημιαπασχόληση. Εάν ο σύζυγος εργάζεται εκτός του Οργανισμού και του χορηγείται ανάλογη άδεια, τα δικαιώματα αδείας του υπαλλήλου μειώνονται κατά τον αντίστοιχο αριθμό ημερών.

    Σε περίπτωση ανάγκης, η ΑΣΣΑ δύναται να χορηγεί πρόσθετη ειδική άδεια, εφόσον η εθνική νομοθεσία της χώρας στην οποία γίνεται η διαδικασία υιοθεσίας και η οποία δεν είναι η χώρα στην οποία απασχολείται ο υιοθετών υπάλληλος, απαιτεί διαμονή του ενός ή και των δύο υιοθετούντων γονέων.

    Ειδική άδεια δέκα ημερών χορηγείται εάν ο υπάλληλος δεν δικαιούται την πλήρη ειδική άδεια των είκοσι ή εικοσιτεσσάρων εβδομάδων σύμφωνα με την πρώτη περίοδο της παρούσας περίπτωσης· αυτή η πρόσθετη ειδική άδεια χορηγείται μία μόνον φορά ανά υιοθετούμενο τέκνο.

    Ο Οργανισμός μπορεί επίσης να χορηγεί ειδική άδεια σε περίπτωση επαγγελματικής επιμόρφωσης, εντός των ορίων που προβλέπονται στο πρόγραμμα επαγγελματικής επιμόρφωσης που καταρτίζει ο Οργανισμός σύμφωνα με το άρθρο 29 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης.

    Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο σύντροφος μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης ενός υπαλλήλου εξομοιώνεται προς τον σύζυγο, όταν πληρούνται οι πρώτοι τρεις όροι του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο γ) του παραρτήματος V.

    Τμήμα 3

    Οδοιπορική άδεια

    Άρθρο 7

    Η διάρκεια των αδειών που προβλέπονται στο τμήμα 1 προσαυξάνεται με οδοιπορική άδεια η οποία βασίζεται στη σιδηροδρομική απόσταση μεταξύ του τόπου αδείας και του τόπου υπηρεσίας και η οποία υπολογίζεται ως εξής:

    50 έως 250 km: μία ημέρα για το ταξίδι μετ' επιστροφής,

    251 έως 600 km: δύο ημέρες για το ταξίδι μετ' επιστροφής,

    601 έως 900 km: τρεις ημέρες για το ταξίδι μετ' επιστροφής,

    901 έως 1 400 km: τέσσερις ημέρες για το ταξίδι μετ' επιστροφής,

    1 401 έως 2 000 km: πέντε ημέρες για το ταξίδι μετ' επιστροφής,

    άνω των 2 000 km: έξι ημέρες για το ταξίδι μετ' επιστροφής.

    Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως τόπος άδειας για την ετήσια άδεια νοείται ο τόπος καταγωγής.

    Οι προηγούμενες διατάξεις εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τόπο ευρισκόμενο στην επικράτεια των κρατών μελών της ΕΕ. Εάν είναι τοποθετημένοι εκτός της επικράτειας αυτής, η οδοιπορική άδεια καθορίζεται με ειδική απόφαση, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων αναγκών.

    Όταν χορηγείται ειδική άδεια σύμφωνα με το τμήμα 2, η τυχόν οδοιπορική άδεια καθορίζεται με ειδική απόφαση, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων αναγκών.


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

    ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΚΑΙ ΑΜΟΙΒΗ ΤΩΝ ΥΠΕΡΩΡΙΩΝ

    Άρθρο 1

    Εντός των ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 46 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, οι υπερωρίες που πραγματοποιούνται από υπαλλήλους των βαθμών AST 1 έως AST 4 παρέχουν δικαίωμα αντισταθμιστικής άδειας ή αμοιβής κατά τα οριζόμενα κατωτέρω:

    α)

    Κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας παρέχει δικαίωμα αντισταθμιστικής άδειας μιάμισης ώρας, εκτός αν η υπερωρία πραγματοποιείται μεταξύ της 22ας και 7ης ώρας ή Κυριακή ή αργία, οπότε για κάθε ώρα εργασίας παρέχονται δύο ώρες αντισταθμιστικής άδειας η οποία χορηγείται αφού ληφθούν υπ' όψη οι υπηρεσιακές ανάγκες και οι προτιμήσεις του ενδιαφερομένου υπαλλήλου.

    β)

    Αν οι υπηρεσιακές ανάγκες δεν επιτρέπουν να ληφθεί αντισταθμιστική άδεια εντός των δύο μηνών που ακολουθούν το μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιήθηκαν οι υπερωρίες, η ΑΣΣΑ εγκρίνει την αμοιβή των εν λόγω υπερωριών. Η αμοιβή ανέρχεται σε 0,56 % του μηνιαίου μισθού για κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας, με βάση τη ρύθμιση του ανωτέρω εδαφίου (α).

    γ)

    Για να χορηγηθεί αντισταθμιστική άδεια ή αμοιβή για υπερωριακή εργασία μιας ώρας, πρέπει η εργασία να διαρκεί περισσότερο από 30 λεπτά.

    Άρθρο 2

    Εάν ο υπάλληλος ευρίσκεται σε αποστολή εκτός έδρας, ο χρόνος που απαιτείται για τη μετάβαση στον τόπο αποστολής δεν υπολογίζεται ως υπερωρία κατά την έννοια του παρόντος παραρτήματος. Για τις ώρες εργασίας στον τόπο της αποστολής οι οποίες υπερβαίνουν το κανονικό ωράριο δυνατόν να δοθεί αντισταθμιστική άδεια ή αμοιβή ανάλογα με την απόφαση της ΑΣΣΑ.

    Άρθρο 3

    Ανεξάρτητα από τα άρθρα 1 και 2, η αμοιβή των υπερωριών που πραγματοποιούν ορισμένες ομάδες υπαλλήλων των βαθμών AST 1 έως AST 4 υπό ειδικές προϋποθέσεις μπορεί να καταβάλλεται υπό μορφή κατ’ αποκοπή αποζημίωσης, το ύψος και οι όροι της οποίας καθορίζονται από την ΑΣΣΑ, μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή Προσωπικού.


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

    ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΕΞΟΔΩΝ

    Τμήμα 1

    Οικογενειακά επιδόματα

    Άρθρο 1

    1.   Το επίδομα στέγης ορίζεται σε βασικό ποσό 149,39 ευρώ, προσαυξημένο κατά 2 % του βασικού μισθού του υπαλλήλου.

    2.   Δικαιούνται επίδομα στέγης:

    α)

    οι έγγαμοι υπάλληλοι,

    β)

    οι υπάλληλοι οι οποίοι είναι χήροι, διαζευγμένοι, εν διαστάσει, ή άγαμοι και έχουν ένα ή περισσότερα συντηρούμενα τέκνα κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφοι 2 και 3,

    γ)

    οι υπάλληλοι οι οποίοι έχουν καταχωρηθεί ως σύντροφοι σταθερής μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης, υπό τον όρο ότι:

    i)

    το ζεύγος προσκομίζει επίσημο έγγραφο, αναγνωριζόμενο ως τέτοιο από κράτος μέλος της ΕΕ ή από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή κράτους μέλους της ΕΕ, που πιστοποιεί το καθεστώς τους ως συντρόφων μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης,

    ii)

    κανείς από τους συντρόφους της σχέσης συμβίωσης δεν διατελεί σε έγγαμη σχέση συμβίωσης ούτε σε άλλη μη έγγαμη σχέση συμβίωσης,

    iii)

    οι σύντροφοι δεν έχουν μεταξύ τους κανένα από τους εξής δεσμούς: γονείς, τέκνα, πάπποι ή μάμμες, εγγονοί ή εγγονές, αδελφοί και αδελφές, θείοι, θείες, ανεψιοί, ανεψιές, γαμβροί και νύφες,

    iv)

    το ζεύγος δεν δύναται νομίμως να τελέσει γάμο σε κράτος μέλος της ΕΕ· ένα ζεύγος θεωρείται ότι δύναται νομίμως να τελέσει γάμο, για τους σκοπούς του παρόντος σημείου, αποκλειστικά στις περιπτώσεις που τα μέλη του ζεύγους πληρούν όλους τους όρους που τίθενται από τη νομοθεσία κράτους μέλους της ΕΕ το οποίο επιτρέπει το γάμο ενός τέτοιου ζεύγους.

    δ)

    με αιτιολογημένη απόφαση της ΑΣΣΑ, βάσει αποδεικτικών εγγράφων, οι υπάλληλοι οι οποίοι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις των στοιχείων α), β) και γ), εντούτοις φέρουν όντως οικογενειακά βάρη.

    3.   Εάν ο σύζυγος του υπαλλήλου ασκεί κερδοσκοπική δραστηριότητα η οποία, προ της αφαιρέσεως του φόρου, αποφέρει ετήσιο εισόδημα ανώτερο από τον ετήσιο βασικό μισθό ενός υπαλλήλου με δεύτερο κλιμάκιο του βαθμού 3, σταθμισμένο κατά τον συντελεστή που ισχύει για τη χώρα στην οποία ο σύζυγος ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα, το επίδομα στέγης δεν καταβάλλεται στον υπάλληλο, εκτός αν ληφθεί ειδική προς τούτο απόφαση της ΑΣΣΑ. Το επίδομα καταβάλλεται ωστόσο αν το ζεύγος έχει ένα ή περισσότερα συντηρούμενα τέκνα.

    4.   Εφόσον, δυνάμει των παρ. 1, 2 και 3, δικαιούνται επίδομα στέγης αμφότεροι οι απασχολούμενοι στον Οργανισμό σύζυγοι, το επίδομα καταβάλλεται μόνο στον υπάλληλο με τον υψηλότερο βασικό μισθό.

    5.   Όταν ο υπάλληλος δικαιούται το επίδομα στέγης αποκλειστικά βάσει της παραγράφου 2 στοιχείο β), και η επιμέλεια όλων των συντηρούμενων τέκνων του, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφοι 2 και 3, έχει ανατεθεί σε άλλο πρόσωπο δυνάμει του νόμου ή κατόπιν δικαστικής αποφάσεως ή αποφάσεως της αρμόδιας διοικητικής αρχής, το επίδομα στέγης καταβάλλεται στο πρόσωπο αυτό για λογαριασμό και εξ ονόματος του υπαλλήλου. Για τα ενήλικα συντηρούμενα τέκνα θεωρείται ότι ο όρος αυτός πληρούται εφόσον διαμένουν συνήθως με τον άλλο γονέα.

    Εάν όμως η επιμέλεια των τέκνων του υπαλλήλου έχει ανατεθεί σε περισσότερα από ένα πρόσωπα, το επίδομα στέγης κατανέμεται μεταξύ των προσώπων αυτών, ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων των οποίων έχουν την επιμέλεια.

    Αν το πρόσωπο στο οποίο πρέπει να καταβληθεί το επίδομα στέγης υπαλλήλου δυνάμει των προηγούμενων διατάξεων δικαιούται και αυτοτελώς το επίδομα αυτό, βάσει της ιδιότητάς του ως υπαλλήλου, καταβάλλεται μόνο το υψηλότερο από τα δύο επιδόματα.

    Άρθρο 2

    1.   Ο υπάλληλος που έχει ένα ή περισσότερα συντηρούμενα τέκνα δικαιούται κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3, επίδομα 326,44 ευρώ μηνιαίως για κάθε συντηρούμενο τέκνο.

    2.   Ως συντηρούμενο τέκνο νοείται το νόμιμο, εξώγαμο ή θετό τέκνο του υπαλλήλου ή του συζύγου του, όταν συντηρείται πραγματικά από τον υπάλληλο.

    Το αυτό ισχύει για το τέκνο για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση υιοθεσίας και για το οποίο έχει ξεκινήσει η διαδικασία υιοθεσίας.

    Κάθε τέκνο, έναντι του οποίου ο υπάλληλος έχει υποχρέωση διατροφής σύμφωνα με δικαστική απόφαση βασιζόμενη στη νομοθεσία των κρατών μελών της ΕΕ σχετικά με την προστασία των ανηλίκων, εξομοιώνεται με συντηρούμενο τέκνο.

    3.   Το επίδομα χορηγείται:

    α)

    αυτοδικαίως, για τα τέκνα που δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει την ηλικία των 18 ετών,

    β)

    κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως του υπαλλήλου, για τα τέκνα ηλικίας 18 έως 26 ετών που ευρίσκονται στο στάδιο της σχολικής ή επαγγελματικής εκπαιδεύσεως.

    4.   Κατ' εξαίρεση δυνατόν να εξομοιωθεί προς συντηρούμενο τέκνο, κατόπιν ειδικής αιτιολογημένης αποφάσεως της ΑΣΣΑ, η οποία λαμβάνεται βάσει αποδεικτικών στοιχείων, κάθε πρόσωπο έναντι του οποίου ο υπάλληλος έχει νόμιμη υποχρέωση διατροφής και του οποίου η συντήρηση συνεπάγεται για αυτόν σημαντική επιβάρυνση.

    5.   Εάν το τέκνο προσβληθεί από βαριά ασθένεια ή αναπηρία που το καθιστά ανίκανο να συντηρήσει εαυτόν, η καταβολή του επιδόματος συνεχίζεται ανεξαρτήτως ηλικίας όσο διαρκεί η ασθένεια ή η αναπηρία.

    6.   Έκαστο συντηρούμενο τέκνο, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, παρέχει δικαίωμα λήψεως ενός μόνο επιδόματος συντηρουμένου τέκνου.

    7.   Όταν η επιμέλεια του συντηρούμενου τέκνου, κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3, ανατίθεται σε άλλο πρόσωπο βάσει του νόμου ή κατόπιν δικαστικής αποφάσεως ή αποφάσεως της αρμόδιας διοικητικής αρχής, το επίδομα καταβάλλεται στο πρόσωπο αυτό, για λογαριασμό και εξ ονόματος του υπαλλήλου.

    Άρθρο 3

    1.   Υπό τους καθοριζόμενους στις γενικές εκτελεστικές διατάξεις όρους, ο υπάλληλος δικαιούται σχολικό επίδομα ίσο προς τα πραγματικά σχολικά έξοδα στα οποία υποβάλλεται, μέχρις ανωτάτου μηνιαίου ορίου 221,50 ευρώ για κάθε συντηρούμενο τέκνο κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 του παρόντος παραρτήματος, το οποίο είναι τουλάχιστον πέντε ετών και φοιτά κανονικά και πλήρως σε σχολείο πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που χρεώνει δίδακτρα ή σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ο όρος ο σχετικός με τη φοίτηση σε σχολείο που χρεώνει δίδακτρα δεν ισχύει πάντως όσον αφορά την επιστροφή των εξόδων μεταφοράς μαθητών.

    Το δικαίωμα επιδόματος γεννάται την πρώτη ημέρα του μήνα, κατά τον οποίο το τέκνο αρχίζει να φοιτά σε ίδρυμα πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, και αποσβέννυται στο τέλος του μήνα κατά τον οποίο το τέκνο συμπληρώνει το 26ο έτος της ηλικίας του.

    Το επίδομα καταβάλλεται μέχρι του διπλάσιου ποσού του αναφερόμενου στο πρώτο εδάφιο ανωτάτου ορίου για:

    υπάλληλο του οποίου ο τόπος υπηρεσίας απέχει τουλάχιστον 50 χιλιόμετρα από:

    Ευρωπαϊκό Σχολείο ή,

    από εκπαιδευτικό ίδρυμα της γλώσσας του στο οποίο το τέκνο φοιτά για επιβεβλημένους εκπαιδευτικούς λόγους, δεόντως τεκμηριωμένους,

    υπάλληλο του οποίου ο τόπος υπηρεσίας απέχει τουλάχιστον 50 χιλιόμετρα από ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα της οποίας είναι υπήκοος ή λειτουργεί στη γλώσσα του, εφόσον το τέκνο φοιτά σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που απέχει τουλάχιστον 50 χιλιόμετρα από τον τόπο υπηρεσίας του υπαλλήλου και ο τελευταίος δικαιούται επίδομα αποδημίας· η προϋπόθεση αυτή δεν εφαρμόζεται εάν δεν υπάρχει τέτοιο ίδρυμα στη χώρα της οποίας ο υπάλληλος είναι υπήκοος ή εάν το τέκνο φοιτά σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε χώρα άλλη από τον τόπο υπηρεσίας του υπαλλήλου,

    υπό τον ίδιο με την πρώτη και δεύτερη περίπτωση όρο, τους δικαιούχους του επιδόματος οι οποίοι δεν είναι εν ενεργεία, λαμβανομένου υπόψη του τόπου διαμονής αντί του τόπου υπηρεσίας.

    Ο όρος ο σχετικός με τη φοίτηση σε σχολείο που χρεώνει δίδακτρα δεν ισχύει όσον αφορά τις πληρωμές βάσει του τρίτου εδαφίου.

    Όταν η επιμέλεια του τέκνου για το οποίο ο υπάλληλος δικαιούται σχολικό επίδομα ανατίθεται σε άλλο πρόσωπο, δυνάμει του νόμου ή κατόπιν δικαστικής αποφάσεως ή αποφάσεως της αρμόδιας διοικητικής αρχής, το σχολικό επίδομα καταβάλλεται στο πρόσωπο αυτό για λογαριασμό και εξ ονόματος του υπαλλήλου. Στην περίπτωση αυτή, η αναφερόμενη στο τρίτο εδάφιο ελάχιστη απόσταση των 50 χιλιομέτρων, υπολογίζεται από τον τόπο διαμονής του προσώπου που έχει την επιμέλεια του τέκνου.

    2.   Για κάθε συντηρούμενο τέκνο κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2, το οποίο είναι μικρότερο των πέντε ετών ή δεν φοιτά ακόμα κανονικά και πλήρως σε σχολείο πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το ύψος του επιδόματος αυτού ανέρχεται σε 79,74 ευρώ μηνιαίως. Εφαρμόζεται η παράγραφος 1, τελευταίο εδάφιο, πρώτη περίοδος.

    Τμήμα 2

    Επίδομα αποδημίας

    Άρθρο 4

    1.   Το επίδομα αποδημίας, ίσο με το 16 % του συνολικού ποσού του βασικού μισθού, καθώς και του επιδόματος στέγης και του επιδόματος συντηρουμένων τέκνων τα οποία δικαιούται ο υπάλληλος, χορηγείται:

    α)

    στον υπάλληλο:

    ο οποίος δεν είναι και δεν υπήρξε ποτέ υπήκοος του κράτους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται ο τόπος υπηρεσίας του και,

    ο οποίος δεν είχε μόνιμη διαμονή ή δεν άσκησε κατά συνήθη τρόπο, επί πέντε έτη λήγοντα έξι μήνες πριν από τη ανάληψη των καθηκόντων του, την κυρία επαγγελματική δραστηριότητά του στο ευρωπαϊκό έδαφος του εν λόγω κράτους. Για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης δεν λαμβάνονται υπόψη οι καταστάσεις που προκύπτουν από την παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος ή διεθνή οργανισμό,

    β)

    στον υπάλληλο ο οποίος, παρότι είναι ή υπήρξε υπήκοος του κράτους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται ο τόπος όπου υπηρετεί, είχε τη μόνιμη διαμονή του, κατά συνήθη τρόπο, επί δέκα έτη λήγοντα κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, εκτός του ευρωπαϊκού εδάφους του κράτους αυτού για άλλους λόγους εκτός από την άσκηση καθηκόντων στην υπηρεσία κράτους ή διεθνούς οργανισμού.

    Το επίδομα αποδημίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από 442,78 ευρώ το μήνα.

    2.   Ο υπάλληλος ο οποίος, επειδή δεν έχει και δεν είχε ποτέ την ιθαγένεια του κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο τόπος υπηρεσίας του και δεν πληροί τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 1, δικαιούται επίδομα ίσο με το ένα τέταρτο του επιδόματος αποδημίας.

    3.   Για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, ο υπάλληλος, ο οποίος με το γάμο απέκτησε αυτοδικαίως και χωρίς δυνατότητα αποποιήσεως, την ιθαγένεια του κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο τόπος υπηρεσίας του, εξομοιώνεται με τον υπάλληλο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) πρώτη περίπτωση.

    Τμήμα 3

    Επιστροφή εξόδων

    Α.   ΕΠΙΔΟΜΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ

    Άρθρο 5

    1.   Επίδομα εγκαταστάσεως ίσο προς το βασικό μισθό δύο μηνών, αν πρόκειται για υπάλληλο ο οποίος δικαιούται επίδομα στέγης, ή προς το βασικό μισθό ενός μηνός, σε άλλες περιπτώσεις, καταβάλλεται στον υπάλληλο που έχει περατώσει την περίοδο δοκιμασίας του, ο οποίος αποδεικνύει ότι υποχρεώθηκε να αλλάξει διαμονή για να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 22 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης.

    Όταν δύο σύζυγοι είναι υπάλληλοι και δικαιούνται αμφότεροι επίδομα εγκαταστάσεως, αυτή καταβάλλεται μόνο στο σύζυγο που έχει τον υψηλότερο βασικό μισθό.

    Το επίδομα εγκαταστάσεως σταθμίζεται βάσει του συντελεστή που ορίζεται για τον τόπο απασχόλησης του υπαλλήλου.

    2.   Ισόποσο επίδομα εγκαταστάσεως καταβάλλεται σε οιονδήποτε υπάλληλο ο οποίος μετατίθεται σε νέο τόπο απασχόλησης και, ως εκ τούτου, υποχρεούται να αλλάξει τόπο διαμονής προκειμένου να συμμορφωθεί προς το άρθρο 22 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης.

    3.   Το επίδομα εγκαταστάσεως υπολογίζεται ανάλογα με την προσωπική κατάσταση και τον μισθό του υπαλλήλου, με βάση είτε την πραγματική ημερομηνία εγκατάστασής του είτε την ημερομηνία της μετάθεσής του στον νέο τόπο απασχόλησης.

    Το επίδομα εγκαταστάσεως καταβάλλεται με την προσκόμιση εγγράφων που πιστοποιούν το γεγονός ότι ο υπάλληλος, μαζί με την οικογένειά του, εάν είναι δικαιούχος επιδόματος στέγης, έχει εγκατασταθεί στον τόπο υπηρεσίας του.

    4.   Υπάλληλος ο οποίος δικαιούται επίδομα στέγης, αλλά δεν εγκαθίσταται με την οικογένειά του στον τόπο υπηρεσίας του, λαμβάνει μόνον το ήμισυ του επιδόματος το οποίο άλλως θα εδικαιούτο. Το δεύτερο ήμισυ καταβάλλεται όταν εγκατασταθεί η οικογένειά του στον τόπο υπηρεσίας του, εφόσον αυτό συμβεί εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφος 3. Εάν ο υπάλληλος μετατεθεί στον τόπο όπου διέμενε η οικογένειά του πριν από την εγκατάστασή της στον τόπο υπηρεσίας του, δεν δικαιούται να λαμβάνει προκαταβολή για την εγκατάσταση.

    5.   Υπάλληλος που έχει περατώσει την περίοδο δοκιμασίας του ο οποίος έχει λάβει επίδομα εγκατάστασης και εγκαταλείπει οικεία βουλήσει την υπηρεσία του στον Οργανισμό εντός διετίας από την ημερομηνία ανάληψης των καθηκόντων του, κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία, επιστρέφει μέρος του επιδόματος ανάλογο με το υπόλοιπο για την συμπλήρωση διετίας διάστημα.

    6.   Υπάλληλος ο οποίος λαμβάνει επίδομα εγκατάστασης δηλώνει εάν έχει λάβει παρεμφερές επίδομα από άλλες πηγές· τυχόν επιδόματα από άλλες πηγές αφαιρούνται από το επίδομα που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.

    Β.   ΕΠΙΔΟΜΑ ΕΠΑΝΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

    Άρθρο 6

    1.   Υπάλληλος που έχει περατώσει την περίοδο δοκιμασίας του ο οποίος προσκομίζει στοιχεία για αλλαγή διαμονής δικαιούται κατά την έξοδό του από την υπηρεσία επίδομα επανεγκατάστασης ίσο με τον βασικό μισθό δύο μηνών στην περίπτωση υπαλλήλου που δικαιούται επίδομα στέγης, ή ίσο με τον βασικό μισθό ενός μηνός στις υπόλοιπες περιπτώσεις, υπό τον όρο ότι έχει ολοκληρώσει τέσσερα έτη υπηρεσίας και δεν λαμβάνει παρόμοιο επίδομα από την νέα του απασχόληση. Στην περίπτωση συζύγων οι οποίοι είναι αμφότεροι υπάλληλοι δικαιούνται και οι δύο επίδομα επανεγκατάστασης, το οποίο καταβάλλεται μόνο στο σύζυγο που έχει τον υψηλότερο βασικό μισθό.

    Για τον υπολογισμό της υπηρεσίας λαμβάνονται υπόψη τα έτη εν ενεργεία, άδειες για την εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων και γονικές άδειες ή άδειες για οικογενειακούς λόγους.

    Το επίδομα επανεγκατάστασης σταθμίζεται με βάση τον συντελεστή που ορίζεται για τον τόπο της τελευταίας απασχόλησης του υπαλλήλου.

    2.   Σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου που έχει περατώσει την περίοδο δοκιμασίας του, το επίδομα επανεγκατάστασης καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο ή, ελλείψει συζύγου, στα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2, ακόμη και αν δεν πληρούται ο όρος της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου σχετικά με τη διάρκεια της υπηρεσίας.

    3.   Το επίδομα επανεγκατάστασης υπολογίζεται ανάλογα με την προσωπική κατάσταση και τον μισθό του υπαλλήλου κατά την ημερομηνία εξόδου από την υπηρεσία.

    4.   Το επίδομα επανεγκατάστασης καταβάλλεται βάσει στοιχείων που πιστοποιούν ότι ο υπάλληλος και η οικογένειά του ή, εάν ο υπάλληλος έχει αποβιώσει, μόνο η οικογένειά του, έχει επανεγκατεσταθεί σε τόπο απέχοντα τουλάχιστον 70 χιλιόμετρα από τον τόπο απασχόλησης του υπαλλήλου.

    Η επανεγκατάσταση υπαλλήλου ή της οικογενείας θανόντος υπαλλήλου πραγματοποιείται εντός τριετίας από την ημερομηνία εξόδου από την υπηρεσία.

    Το χρονικό αυτό όριο δεν ισχύει για πρόσωπα τα οποία δικαιούνται επίδομα λόγω του υπαλλήλου, τα οποία μπορούν να αποδείξουν ότι δεν γνώριζαν τις προαναφερόμενες διατάξεις.

    Γ.   ΕΞΟΔΑ ΤΑΞΙΔΙΟΥ

    Άρθρο 7

    1.   Ο υπάλληλος δικαιούται επιστροφή των εξόδων ταξιδίου του ιδίου, του συζύγου και των συντηρουμένων και πράγματι συγκατοικούντων με αυτόν προσώπων:

    α)

    κατά την ανάληψη καθηκόντων, από τον τόπο προσλήψεως στον τόπο υπηρεσίας,

    β)

    όταν λύεται η σχέση εργασίας, κατά την έννοια του άρθρου 95 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής όπως ορίζεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου,

    γ)

    για κάθε μετακίνηση που συνεπάγεται μεταβολή του τόπου υπηρεσίας.

    Σε περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου, ο επιζών σύζυγος και τα συντηρούμενα πρόσωπα δικαιούνται επιστροφή των εξόδων ταξιδίου υπό τους ίδιους όρους.

    Τα έξοδα ταξιδίου καλύπτουν επίσης τα τυχόν έξοδα κράτησης θέσεων, καθώς και τα έξοδα μεταφοράς των αποσκευών και, αν συντρέχει περίπτωση, τα έξοδα των απαραίτητων διανυκτερεύσεων σε ξενοδοχείο.

    2.   Η επιστροφή των εξόδων πραγματοποιείται βάσει της συντομότερης και οικονομικότερης συνήθους σιδηροδρομικής διαδρομής πρώτης θέσης μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου προσλήψεως ή του τόπου καταγωγής.

    Όταν η διαδρομή που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο υπερβαίνει τα 500 χιλιόμετρα, και στις περιπτώσεις που η συνήθης διαδρομή περιλαμβάνει διάβαση θαλάσσης, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος, μετά από προσκόμιση των εισιτηρίων, έχει δικαίωμα επιστροφής των εξόδων αεροπορικού εισιτηρίου σε διακεκριμένη (business) ή ισοδύναμη θέση. Αν χρησιμοποιηθεί διαφορετικό μεταφορικό μέσο από τα προβλεπόμενα ανωτέρω, η επιστροφή των εξόδων πραγματοποιείται βάσει της τιμής του σιδηροδρομικού εισιτηρίου, χωρίς κλινάμαξα. Αν ο υπολογισμός δεν είναι δυνατός επί αυτής της βάσεως, ο τρόπος επιστροφής των εξόδων καθορίζεται με ειδική απόφαση της ΑΣΣΑ.

    3.   Ο τόπος καταγωγής του υπαλλήλου καθορίζεται κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, αφού ληφθεί υπόψη ο τόπος προσλήψεώς του, ή ο τόπος όπου ευρίσκεται το κέντρο των συμφερόντων του. Ο καθορισμός αυτός δυνατόν ακολούθως να αναθεωρηθεί για όσο χρόνο ο ενδιαφερόμενος ευρίσκεται εν ενεργεία και επ' ευκαιρία της αποχωρήσεώς του από την υπηρεσία, κατόπιν ειδικής αποφάσεως της ΑΣΣΑ. Εν τούτοις, εφόσον ο ενδιαφερόμενος ασκεί τα καθήκοντά του, η απόφαση αυτή λαμβάνεται μόνο σε εξαιρετική περίπτωση και κατόπιν προσκομίσεως από τον ενδιαφερόμενο κατάλληλων αποδεικτικών στοιχείων.

    Η τροποποίηση αυτή δεν θα πρέπει ωστόσο να επιφέρει ως αποτέλεσμα την αναγνώριση ως κέντρου των συμφερόντων του υπαλλήλου τόπο ευρισκόμενο εκτός των εδαφών των κρατών μελών της ΕΕ ή των χωρών και εδαφών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

    Άρθρο 8

    1.   Ο υπάλληλος δικαιούται κάθε ημερολογιακό έτος, για τον ίδιο και, αν δικαιούται επίδομα στέγης, για τον σύζυγό του και τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2 ποσό ισοδύναμο προς τα έξοδα ταξιδίου από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 7.

    Όταν και οι δύο σύζυγοι είναι υπάλληλοι του Οργανισμού, καθένας δικαιούται, για τον εαυτό του και για τα συντηρούμενα από αυτόν πρόσωπα, την κατ' αποκοπή πληρωμή των εξόδων ταξιδίου, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις· για κάθε συντηρούμενο πρόσωπο γεννάται δικαίωμα μιας και μόνον πληρωμής. Όσον αφορά τα συντηρούμενα τέκνα, η πληρωμή καθορίζεται κατόπιν αιτήσεως ενός των συζύγων, βάσει του τόπου καταγωγής του.

    Εάν ο υπάλληλος τελέσει γάμο στη διάρκεια ενός δεδομένου έτους και, ως εκ τούτου, αποκτήσει το δικαίωμα επιδόματος στέγης, τα οφειλόμενα για τον σύζυγο έξοδα ταξιδίου υπολογίζονται κατ' αναλογία προς το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία τελέσεως του γάμου μέχρι το τέλος του έτους.

    Ενδεχόμενη μεταβολή στη βάση υπολογισμού η οποία απορρέει από αλλαγή της οικογενειακής κατάστασης και επέρχεται μετά την ημερομηνία καταβολής των εν λόγω ποσών, δεν δημιουργεί υποχρέωση για τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο να επιστρέψει τα ποσά που εισέπραξε.

    Τα έξοδα ταξιδίου των τέκνων ηλικίας δύο έως δέκα ετών υπολογίζονται βάσει του ημίσεος της χιλιομετρικής αποζημίωσης και του ημίσεος του συμπληρωματικού κατ' αποκοπή ποσού· για τον εν λόγω υπολογισμό, τα τέκνα θεωρούνται ότι έχουν συμπληρώσει το δεύτερο ή δέκατο έτος τους την 1η Ιανουαρίου του οικείου έτους.

    2.   Η κατ' αποκοπή πληρωμή πραγματοποιείται βάσει αποζημιώσεως που υπολογίζεται ανά χιλιόμετρο της αποστάσεως μεταξύ του τόπου υπηρεσίας του υπαλλήλου και του τόπου της πρόσληψης ή της καταγωγής του· η απόσταση αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο που ορίζεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο.

    Η χιλιομετρική αποζημίωση ανέρχεται σε:

     

    0 ευρώ ανά km για το τμήμα αποστάσεως μεταξύ 0 και 200 km

     

    0,3320 ευρώ ανά km για το τμήμα αποστάσεως μεταξύ 201 και 1 000 km

     

    0,5533 ευρώ ανά km για το τμήμα αποστάσεως μεταξύ 1 001 και 2 000 km

     

    0,3320 ευρώ ανά km για το τμήμα αποστάσεως μεταξύ 2 001 και 3 000 km

     

    0,1106 ευρώ ανά km για το τμήμα αποστάσεως μεταξύ 3 001 και 4 000 km

     

    0,0532 ευρώ ανά km για το τμήμα αποστάσεως μεταξύ 4 001 και 10 000 km

     

    0 ευρώ ανά km για την άνω των 10 000 km απόσταση.

    Στην ανωτέρω χιλιομετρική αποζημίωση προστίθεται ένα κατ' αποκοπή συμπληρωματικό ποσό:

     

    166 ευρώ, αν η απόσταση σιδηροδρομικής διαδρομής μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου καταγωγής είναι μεταξύ 725 km και 1 450 km,

     

    331,99 ευρώ αν η απόσταση σιδηροδρομικής διαδρομής μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου καταγωγής είναι ίση ή ανώτερη των 1 450 km.

    Η ως άνω χιλιομετρική αποζημίωση και το κατ' αποκοπή ποσό αναπροσαρμόζονται κάθε χρόνο στην ίδια αναλογία με τις αποδοχές.

    3.   Κατά τη λήξη των καθηκόντων υπαλλήλου κατά τη διάρκεια ημερολογιακού έτους για οιονδήποτε λόγο εκτός του θανάτου, ή σε περίπτωση αδείας για προσωπικούς λόγους για μέρος του έτους, ο υπάλληλος δικαιούται, εάν είναι εν ενεργεία υπάλληλος του Οργανισμού για διάστημα μικρότερο των εννέα μηνών αυτού του έτους, να λάβει τμήμα μόνο της πληρωμής που προβλέπεται στην παράγραφο 1, το οποίο υπολογίζεται αναλόγως του χρόνου που έχει διατελέσει εν ενεργεία.

    4.   Οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν για τους υπαλλήλους των οποίων ο τόπος υπηρεσίας ευρίσκεται στην επικράτεια των κρατών μελών της ΕΕ. Οι υπάλληλοι των οποίων ο τόπος υπηρεσίας ευρίσκεται εκτός της επικράτειας των κρατών μελών της ΕΕ δικαιούνται, για τους ίδιους και, αν δικαιούνται επίδομα στέγης, για τον σύζυγό τους και τα συντηρούμενα από αυτούς πρόσωπα κατά την έννοια του άρθρου 2, κάθε ημερολογιακό έτος, να τους επιστρέφονται τα έξοδα ταξιδίου στον τόπο καταγωγής τους ή να τους επιστρέφονται τα έξοδα ταξιδίου σε άλλο προορισμό, εντός των ορίων των εξόδων ταξιδίου μέχρι τον τόπο καταγωγής τους. Εντούτοις, αν ο σύζυγος και τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 παράγραφος 2 πρόσωπα δεν διαμένουν με τον υπάλληλο στον τόπο υπηρεσίας του, τότε αυτά δικαιούνται, κάθε ημερολογιακό έτος, επιστροφή των εξόδων ταξιδίου από τον τόπο καταγωγής στον τόπο υπηρεσίας ή επιστροφή των εξόδων ταξιδίου μέχρι άλλον προορισμό, εντός των ορίων των εξόδων ταξιδίου από τον τόπο καταγωγής στον τόπο υπηρεσίας.

    Η επιστροφή αυτών των εξόδων ταξιδίου γίνεται υπό τη μορφή πληρωμής κατ' αποκοπή ποσού βάσει της τιμής αεροπορικού εισιτηρίου στην αμέσως ανώτερη από την οικονομική θέση.

    Δ.   ΕΞΟΔΑ ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΕΩΣ

    Άρθρο 9

    1.   Τα έξοδα που πραγματοποιούνται κατά τη μετακόμιση της οικοσκευής, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων ασφαλίσεως για την κάλυψη των συνήθων κινδύνων (υλικές ζημίες, κλοπή, πυρκαγιά), επιστρέφονται στον υπάλληλο που υποχρεώνεται να αλλάξει κατοικία, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 22 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης και στον οποίο δεν επιστρέφονται τα εν λόγω έξοδα από άλλη πηγή. Το ύψος των επιστρεφομένων εξόδων δεν υπερβαίνει μια προηγουμένως εγκριθείσα εκτίμηση του κόστους. Δύο τουλάχιστον εκτιμήσεις κόστους υποβάλλονται στις αρμόδιες υπηρεσίες του Οργανισμού, οι οποίες αν κρίνουν υπέρογκα τα σχετικά ποσά, επιλέγουν άλλη μεταφορική επιχείρηση. Σε αυτή την περίπτωση, το ποσό της επιστροφής μπορεί να περιορίζεται στο ποσό της προσφοράς της εν λόγω επιχειρήσεως.

    2.   Κατά τη λήξη των καθηκόντων ή σε περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου, τα έξοδα μετακομίσεως από τον τόπο υπηρεσίας στον τόπο καταγωγής επιστρέφονται.

    Αν ο αποβιώσας υπάλληλος ήταν άγαμος, τα έξοδα αυτά επιστρέφονται στους εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα.

    3.   Στην περίπτωση υπαλλήλου που έχει περατώσει την περίοδο δοκιμασίας του, η μετακόμιση πραγματοποιείται εντός ενός έτους από το τέλος της περιόδου δοκιμασίας του.

    Κατά τη λήξη των καθηκόντων, η μετακόμιση πραγματοποιείται εντός τριών ετών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο.

    Τα έξοδα μετακομίσεως που πραγματοποιούνται μετά τη λήξη των ανωτέρω προθεσμιών δυνατό να επιστραφούν μόνο κατ' εξαίρεση και κατόπιν ειδικής αποφάσεως της ΑΣΣΑ.

    Ε.   ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ

    Άρθρο 10

    1.   Ο υπάλληλος ο οποίος αποδεικνύει ότι είναι υποχρεωμένος να αλλάξει τόπο διαμονής για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του άρθρου 22 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, δικαιούται, για το χρονικό διάστημα που ορίζεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και ανά ημερολογιακή ημέρα, ημερήσια αποζημίωση, το ποσό της οποίας καθορίζεται ως εξής:

     

    Υπάλληλος που δικαιούται επίδομα στέγης: 34,31 ευρώ.

     

    Υπάλληλος που δεν δικαιούται επίδομα στέγης: 27,67 ευρώ.

    Η ανωτέρω κλίμακα αναθεωρείται επ' ευκαιρία κάθε επανεξέτασης του επιπέδου των αποδοχών που πραγματοποιείται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 59 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης.

    2.   Το διάστημα για το οποίο χορηγείται η ημερήσια αποζημίωση ορίζεται ως εξής:

    α)

    στην περίπτωση υπαλλήλου που δεν δικαιούται επίδομα στέγης: 120 ημέρες,

    β)

    στην περίπτωση υπαλλήλου που δικαιούται επίδομα στέγης: 180 ημέρες ή, εάν ο υπάλληλος τελεί υπό δοκιμασία, το διάστημα που διαρκεί η περίοδος δοκιμασίας προσαυξημένο κατά ένα μήνα.

    Στην περίπτωση συζύγων οι οποίοι είναι αμφότεροι υπάλληλοι και δικαιούνται και οι δύο ημερήσια αποζημίωση, το διάστημα για το οποίο αυτή χορηγείται σύμφωνα με τα οριζόμενα υπό β), εφαρμόζεται στο σύζυγο που έχει τον υψηλότερο βασικό μισθό. Για τον έτερο σύζυγο εφαρμόζεται το διάστημα που ορίζεται υπό α).

    Η ημερήσια αποζημίωση δεν καταβάλλεται επ’ ουδενί πέραν της ημερομηνίας κατά την οποία ο υπάλληλος μετακομίζει προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις του άρθρου 22 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης.

    ΣΤ.   ΕΞΟΔΑ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ

    Άρθρο 11

    1.   Ο υπάλληλος που ταξιδεύει δεόντως εξουσιοδοτημένος για τις ανάγκες υπηρεσιακής αποστολής δικαιούται επιστροφή των εξόδων ταξιδίου και ημερήσια αποζημίωση, κατά τα οριζόμενα ακολούθως.

    2.   Η υπηρεσιακή εντολή ταξιδίου καθορίζει την πιθανή διάρκεια της αποστολής, βάσει της οποίας υπολογίζεται η προκαταβολή που μπορεί να εισπράξει ο υπάλληλος έναντι της προβλεπόμενης ημερήσιας αποζημίωσης. Δεν δίδεται προκαταβολή, ει μη μόνον με ειδική απόφαση, αν πιθανολογείται ότι λόγω της αποστολής η απουσία του υπαλλήλου δεν θα διαρκέσει άνω των 24 ωρών, όταν η αποστολή λαμβάνει χώρα σε κράτος που χρησιμοποιεί το ίδιο νόμισμα με το κράτος στο οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος.

    3.   Εκτός ιδιαιτέρων περιπτώσεων, που καθορίζονται με ειδική απόφαση, και ιδίως στην περίπτωση ανακλήσεως του υπαλλήλου από άδεια, τα έξοδα αποστολής επιστρέφονται μέχρι του ποσού της πλέον οικονομικής δυνατότητας μετακίνησης μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου αποστολής, η οποία δεν αναγκάζει τον ευρισκόμενο σε αποστολή υπάλληλο να παρατείνει σημαντικά τη διαμονή του.

    Άρθρο 12

    1.   Σιδηρόδρομος

    Τα έξοδα ταξιδίου στις αποστολές που διενεργούνται με χρήση σιδηροδρόμου επιστρέφονται με την προσκόμιση των δικαιολογητικών βάσει της τιμής εισιτηρίου πρώτης θέσης της συντομότερης διαδρομής μεταξύ του τόπου υπηρεσίας και του τόπου της αποστολής.

    2.   Αεροπλάνο

    Επιτρέπεται στους υπαλλήλους να ταξιδεύουν με αεροπλάνο εάν η μετ' επιστροφής διαδρομή είναι ίση ή ανώτερη των 800 χιλιομέτρων, υπολογιζόμενη βάσει του σιδηροδρομικού δρομολογίου.

    3.   Πλοίο

    Οι κατηγορίες θέσεων στα πλοία καθώς και οι επιβαρύνσεις για καμπίνα προσδιορίζονται από την ΑΣΣΑ κατά περίπτωση, σε συνάρτηση με τη διάρκεια και το κόστος του ταξιδίου.

    4.   Αυτοκίνητο

    Τα έξοδα ταξιδίου επιστρέφονται κατ' αποκοπή, βάσει της τιμής σιδηροδρομικού εισιτηρίου, σύμφωνα με το σημείο 1 και αποκλειομένης οιασδήποτε άλλης συμπληρωματικής επιστροφής.

    Πάντως, η ΑΣΣΑ δύναται να αποφασίσει να χορηγήσει στον υπάλληλο που εκτελεί αποστολή υπό ειδικές περιστάσεις και εφόσον η χρήση δημόσιων μεταφορικών μέσων παρουσιάζει σαφή μειονεκτήματα, αποζημίωση ανά διανυόμενο χιλιόμετρο αντί της επιστροφής των ανωτέρω προβλεπομένων εξόδων ταξιδίου.

    Άρθρο 13

    1.   Η ημερήσια αποζημίωση σε αποστολές περιλαμβάνει ένα κατ’ αποκοπή ποσό προοριζόμενο να καλύψει όλες τις δαπάνες του ευρισκόμενου σε αποστολή υπαλλήλου: πρωινό, δύο κύρια γεύματα και άλλες τρέχουσες δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών μετακινήσεων. Οι δαπάνες στέγασης, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών φόρων, επιστρέφονται, εφόσον προσκομισθούν σχετικά δικαιολογητικά, εντός των ορίων ανωτάτου ποσού καθοριζόμενου για κάθε χώρα.

    2.

    α)

    Η κλίμακα για τα κράτη μέλη της ΕΕ έχει ως εξής:

    (σε ευρώ)

    Προορισμοί

    Ημερήσια αποζημίωση

    Ανώτατο όριο δαπανών στέγασης

    Βέλγιο

    84,06

    117,08

    Τσεχική Δημοκρατία

    55,00

    175,00

    Δανία

    91,70

    148,07

    Γερμανία

    74,14

    97,03

    Εσθονία

    70,00

    120,00

    Ελλάδα

    66,04

    99,63

    Ισπανία

    68,89

    126,57

    Γαλλία

    72,58

    97,27

    Ιρλανδία

    80,94

    139,32

    Ιταλία

    60,34

    114,33

    Κύπρος

    50,00

    110,00

    Λετονία

    85,00

    165,00

    Λιθουανία

    80,00

    170,00

    Λουξεμβούργο

    82,00

    106,92

    Ουγγαρία

    50,00

    165,00

    Μάλτα

    60,00

    115,00

    Κάτω Χώρες

    78,26

    131,76

    Αυστρία

    74,47

    128,58

    Πολωνία

    60,00

    210,00

    Πορτογαλία

    68,91

    124,89

    Σλοβενία

    60,00

    110,00

    Σλοβακία

    50,00

    125,00

    Φινλανδία

    92,34

    140,98

    Σουηδία

    92,91

    141,77

    Ηνωμένο Βασίλειο

    86,89

    149,03

    εάν υπάλληλος σε αποστολή συμμετάσχει σε γεύμα ή εάν η στέγασή του προσφέρεται δωρεάν ή πληρώνεται από τα κοινοτικά όργανα, από διοίκηση ή από τρίτο φορέα, υποχρεούται να το δηλώνει. Στην περίπτωση αυτή, επιφέρονται οι αντίστοιχες μειώσεις.

    β)

    Η κλίμακα για τις αποστολές στις χώρες εκτός του ευρωπαϊκού εδάφους των κρατών μελών της ΕΕ καθορίζεται και προσαρμόζεται περιοδικά από την ΑΣΣΑ.

    3.   Τα ποσά που προβλέπονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) επανεξετάζονται ανά διετία, βάσει της επανεξέτασης που πραγματοποιείται δυνάμει του άρθρου 13 παράγραφος 3 του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των ΕΚ.

    Άρθρο 14

    Οι λεπτομέρειες εφαρμογής των άρθρων 11, 12 και 13 καθορίζονται από τον Οργανισμό.

    Ζ.   ΚΑΤ ΑΠΟΚΟΠΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΕΞΟΔΩΝ

    Άρθρο 15

    1.   Η ΑΣΣΑ είναι δυνατόν να χορηγεί στους υπαλλήλους οι οποίοι λόγω των καθηκόντων τους υποβάλλονται τακτικά σε έξοδα παραστάσεως, σχετική κατ’ αποκοπήν αποζημίωση το ποσό της οποίας καθορίζει η ίδια.

    Σε ειδικές περιπτώσεις, η ΑΣΣΑ μπορεί επιπλέον να αποφασίσει ότι ο Οργανισμός επωμίζεται μέρος των εξόδων διαμονής για τους εν λόγω υπαλλήλους.

    2.   Στην περίπτωση υπαλλήλων οι οποίοι, κατόπιν ειδικών εντολών, υποβάλλονται κατά καιρούς σε έξοδα παραστάσεως για υπηρεσιακούς σκοπούς, το ποσό της αποζημίωσης για την κάλυψη εξόδων παραστάσεως καθορίζεται ανά περίπτωση, βάσει αποδεικτικών στοιχείων και όρων που θέτει η ΑΣΣΑ.

    Άρθρο 16

    Με απόφαση της ΑΣΣΑ, τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη (Γενικός Διευθυντής ή ισότιμοί του των βαθμών AD16 ή AD15 και Διευθυντές ή ισότιμοί τους των βαθμών AD15 ή AD14) που δεν διαθέτουν υπηρεσιακό αυτοκίνητο μπορούν να λαμβάνουν κατ’ αποκοπήν αποζημίωση ύψους 892,42 ευρώ ετησίως το πολύ για την κάλυψη των συνήθων μετακινήσεων εντός των ορίων της πόλεως στην οποία υπηρετούν.

    Η αποζημίωση μπορεί να χορηγείται, εφόσον υπάρχει αιτιολογημένη απόφαση της ΑΣΣΑ, σε υπαλλήλους τα καθήκοντα των οποίων τους υποχρεώνουν να ταξιδεύουν διαρκώς και μπορούν, για τον σκοπό αυτόν, να χρησιμοποιούν το προσωπικό τους αυτοκίνητο.

    Τμήμα 4

    Διακανονισμός οφειλομένων ποσών

    Άρθρο 17

    1.   Ο μισθός καταβάλλεται στον υπάλληλο τη 15η κάθε μηνός για τον οικείο μήνα. Το ύψος του μισθού στρογγυλοποιείται προς τα άνω στο επόμενο λεπτό.

    2.   Αν ο υπάλληλος δεν δικαιούται ολόκληρο το ποσό των μηνιαίων αποδοχών, το εν λόγω ποσοστό κατανέμεται σε τριακοστά:

    α)

    εάν ο πραγματικός αριθμός αμειβόμενων ημερών είναι ίσος ή κατώτερος των δεκαπέντε, ο αριθμός των οφειλόμενων τριακοστών ισούται με τον πραγματικό αριθμό αμειβόμενων ημερών,

    β)

    εάν ο πραγματικός αριθμός αμειβόμενων ημερών είναι μεγαλύτερος των δεκαπέντε, ο αριθμός των οφειλόμενων τριακοστών ισούται με τη διαφορά μεταξύ τριάντα και του πραγματικού αριθμού των μη αμειβόμενων ημερών.

    3.   Όταν το δικαίωμα επί των οικογενειακών επιδομάτων και επί του επιδόματος αποδημίας γεννάται μετά την ημερομηνία αναλήψεως των καθηκόντων, ο υπάλληλος λαμβάνει τα ανωτέρω από την πρώτη ημέρα του μηνός κατά τη διάρκεια του οποίου γεννάται το δικαίωμα αυτό. Όταν αποσβέννυται το δικαίωμα επί των επιδομάτων, ο υπάλληλος λαμβάνει τα οφειλόμενα ποσά μέχρι την τελευταία ημέρα του μηνός κατά τον οποίον απεσβέσθη το δικαίωμα.

    Άρθρο 18

    1.   Τα ποσά που οφείλονται στον υπάλληλο καταβάλλονται στον τόπο και στο νόμισμα της χώρας όπου ο υπάλληλος ασκεί τα καθήκοντά του.

    2.   Υπό τους ίδιους όρους που καθορίζονται με ρύθμιση εκδιδόμενη από τα όργανα της Κοινότητας δυνάμει του άρθρου 17 παρ. 2 του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των ΕΚ, οι υπάλληλοι δύνανται να μεταφέρουν τακτικά, μέσω του οργάνου στο οποίο υπάγονται, μέρος των αποδοχών τους προς άλλο κράτος μέλος της ΕΕ.

    Δυνάμει της πρώτης πρότασης της παραγράφου, τα στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο μεταφοράς, χωριστά ή σωρευτικά, είναι τα εξής:

    α)

    στην περίπτωση τέκνων που φοιτούν σε εκπαιδευτικό ίδρυμα σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ, ένα ανώτατο ποσό ανά συντηρούμενο τέκνο που ισούται προς το ποσό του σχολικού επιδόματος που πράγματι εισπράττεται για το τέκνο αυτό,

    β)

    εφόσον προσκομισθούν έγκυρα σχετικά δικαιολογητικά, οι τακτικές πληρωμές υπέρ οποιουδήποτε άλλου προσώπου που διαμένει στο οικείο κράτος μέλος της ΕΕ και για τις οποίες ο υπάλληλος αποδεικνύει ότι υπέχει υποχρέωση δυνάμει δικαστικής αποφάσεως ή αποφάσεως της αρμόδιας διοικητικής αρχής.

    Οι μεταφορές που αναφέρονται στο στοιχείο β) δεν δύνανται να υπερβαίνουν το 5 % του βασικού μισθού του υπαλλήλου.

    3.   Οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου μεταφορές γίνονται με τις τιμές συναλλάγματος που αναφέρει το άρθρο 63, δεύτερη παράγραφος, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των ΕΚ. Τα μεταφερόμενα ποσά πολλαπλασιάζονται επί συντελεστή που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ του διορθωτικού συντελεστή που ισχύει για τη χώρα προς την οποία διενεργείται η μεταφορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχείο β) του παραρτήματος XI του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των ΕΚ, και του διορθωτικού συντελεστή που εφαρμόζεται στις αποδοχές του υπαλλήλου, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 3 παράγραφος 5 στοιχείο α), του παραρτήματος XI του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των ΕΚ).

    4.   Πέραν των αναφερομένων στα εδάφια 1 έως 3 μεταφορών, ο υπάλληλος δύναται να ζητήσει τακτική μεταφορά προς άλλο κράτος μέλος της ΕΕ, βάσει της μηνιαίας τιμής συναλλάγματος και χωρίς εφαρμογή οποιουδήποτε συντελεστή. Η μεταφορά αυτή δεν δύναται να υπερβαίνει το 25 % του βασικού μισθού του υπαλλήλου.


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

    ΕΠΊΔΟΜΑ ΑΠΟΧΏΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΣΎΝΤΑΞΗ

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

    Επίδομα αποχώρησης

    Άρθρο 1

    1.   Ο υπάλληλος του οποίου τα καθήκοντα λήγουν για άλλο λόγο εκτός από το θάνατο ή την αναπηρία δικαιούται κατά την αποχώρησή του:

    α)

    εάν έχει υπηρετήσει λιγότερο από ένα έτος, την καταβολή επιδόματος αποχώρησης ίσο προς το τριπλάσιο των ποσών που έχουν παρακρατηθεί από το βασικό μισθό του ως συνταξιοδοτικές εισφορές, αφαιρουμένων των ποσών που έχουν, ενδεχομένως, καταβληθεί κατ’ εφαρμογή των άρθρων 90 και 131 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης,

    β)

    στις άλλες περιπτώσεις, δικαιούται:

    το αναλογιστικό ισοδύναμο των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων, προσαρμοσμένο στην πραγματική ημερομηνία μεταφοράς, στον Οργανισμό να μεταφερθεί στο ταμείο συντάξεων διοίκησης ή οργάνωσης ή στο ταμείο σύνταξης στα πλαίσια του οποίου αποκτά συνταξιοδοτικά δικαιώματα λόγω μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας, ή

    καταβολή του αναλογιστικού ισοδυνάμου των παροχών αυτών σε ιδιωτικό ασφαλιστικό οργανισμό ή ταμείο συντάξεων της επιλογής του, υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω οργανισμός ή ταμείο εγγυώνται:

    i)

    την μη επιστροφή του κεφαλαίου,

    ii)

    την καταβολή μηνιαίας προσόδου το ενωρίτερο από το εξηκοστό και το αργότερο από το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας,

    iii)

    τη συμπερίληψη διατάξεων περί ανακλήσεως ή συντάξεων επιζώντος,

    iv)

    ότι η μεταφορά σε άλλο ασφαλιστικό οργανισμό ή άλλο ταμείο θα εγκριθεί μόνον εφόσον ο εν λόγω οργανισμός ή ταμείο πληρούν τους καθοριζόμενους στα σημεία i), ii) και iii) όρους.

    2.   Στην περίπτωση οριστικής λήξης των καθηκόντων υπαλλήλου λόγω παύσεως, το προς καταβολή επίδομα αποχώρησης ή, κατά περίπτωση, το προς μεταφορά αναλογιστικό ισοδύναμο, καθορίζεται σε συνάρτηση με την απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 146 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

    Επίδομα αναπηρίας

    Άρθρο 2

    1.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 75 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης ο υπάλληλος ηλικίας κάτω των 65 ετών ο οποίος στο διάστημα της περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας αποκτούσε δικαιώματα προς σύνταξη κρίνεται από την Επιτροπή Αναπηρίας ότι έχει προσβληθεί από διαρκή αναπηρία που τον καθιστά ανίκανο για την άσκηση καθηκόντων αντιστοίχων προς κάποια θέση της σταδιοδρομίας του και ο οποίος υποχρεούται ως εκ τούτου να αναστείλει την υπηρεσία στον Οργανισμό, δικαιούται, επί όσο χρόνο διαρκεί η ανικανότητά του, επίδομα αναπηρίας σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 76 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης.

    2.   Ο δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας δύναται να ασκεί κερδοσκοπική δραστηριότητα, μόνον εφόσον η ΑΣΣΑ του έχει προηγουμένως χορηγήσει άδεια. Κάθε εισόδημα από την εν λόγω κερδοσκοπική δραστηριότητα, το οποίο, σε συνδυασμό με το επίδομα αναπηρίας, υπερβαίνει τις τελευταίες εν ενεργεία συνολικές αποδοχές του τις καθοριζόμενες βάσει της μισθολογικής κλίμακας που ισχύει την πρώτη ημέρα του μηνός κατά τον οποίο καταβάλλεται το επίδομα, εκπίπτεται από το επίδομα αναπηρίας.

    Ο δικαιούχος επιδόματος υποχρεούται να υποβάλλει, κατόπιν αιτήματος, τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που, ενδεχομένως, θα του ζητηθούν και να κοινοποιεί στον Οργανισμό κάθε στοιχείο ικανό να μεταβάλει το εν λόγω δικαίωμα επί του επιδόματος.

    Άρθρο 3

    Εάν ο πρώην υπάλληλος που απολαύει επιδόματος αναπηρίας δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των 63 ετών, ο Οργανισμός δικαιούται να τον υποβάλλει περιοδικά σε ιατρική εξέταση, για να βεβαιώνεται ότι εξακολουθεί να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση αυτού του επιδόματος.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

    Σύνταξη επιζώντος

    Άρθρο 4

    Ο επιζών σύζυγος υπαλλήλου ο οποίος απεβίωσε ευρισκόμενος σε ενεργό υπηρεσία, σε άδεια για προσωπικούς λόγους, άδεια για εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων, γονική άδεια ή άδεια για οικογενειακούς λόγους, δικαιούται, εφόσον είχε διατελέσει σύζυγός του επί ένα τουλάχιστον έτος πριν από το θάνατό του και με την επιφύλαξη του άρθρου 75 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης και του άρθρου 11 του παρόντος παραρτήματος, σύνταξη επιζώντος ίση με το 60 % της συντάξεως αρχαιότητος των δικαιωμάτων σύνταξης αρχαιότητας που έχει αποκτήσει ο υπάλληλος κατά το χρόνο του θανάτου.

    Η διάρκεια του γάμου δεν λαμβάνεται υπόψη, αν ένα ή περισσότερα τέκνα προέρχονται από αυτό το γάμο ή από προγενέστερο γάμο του υπαλλήλου, εφόσον ο επιζών σύζυγος επιμελείται ή έχει επιμεληθεί αυτών των τέκνων ή αν ο θάνατος του υπαλλήλου προήλθε από σωματική αναπηρία ή από ασθένεια από την οποία προσεβλήθη κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή από ατύχημα.

    Άρθρο 5

    Ο επιζών σύζυγος πρώην υπαλλήλου δικαιούχου επιδόματος αναπηρίας, εφόσον ήταν σύζυγός του κατά την ημερομηνία ενάρξεως της καταβολής του επιδόματος, δικαιούται, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 8, σύνταξη επιζώντος ίση με το 60 % του επιδόματος αναπηρίας το οποίο ελάμβανε ο δικαιούχος κατά τον χρόνο του θανάτου.

    Το ελάχιστο της συντάξεως επιζώντος ορίζεται στο 35 % του τελευταίου βασικού μισθού. Εντούτοις, το ποσό της συντάξεως επιζώντος δεν δύναται, σε καμία περίπτωση, να υπερβαίνει το ποσό του επιδόματος αναπηρίας το οποίο ελάμβανε ο σύζυγος κατά τον χρόνο του θανάτου.

    Άρθρο 6

    Για τους σκοπούς των άρθρων 4 και 5, η διάρκεια του γάμου δεν λαμβάνεται υπόψη εφόσον ο γάμος, έστω και αν συνήφθη μετά την έξοδο του υπαλλήλου από την υπηρεσία, διήρκησε τουλάχιστον πέντε έτη.

    Άρθρο 7

    1.   Η σύνταξη ορφανού που προβλέπεται στο άρθρο 81, πρώτη, δεύτερη και τρίτη παράγραφο του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης καθορίζεται, για το πρώτο ορφανό, στα οκτώ δέκατα της συντάξεως επιζώντος που θα εδικαιούτο η χήρα του υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου ο οποίος δικαιούται επίδομα αναπηρίας χωρίς τις μειώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 10 του παρόντος παραρτήματος.

    Δεν είναι κατώτερη από το ελάχιστο όριο διαβιώσεως, με την επιφύλαξη των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 6.

    2.   Η σύνταξη αυτή προσαυξάνεται, για καθένα από τα συντηρούμενα τέκνα από του δευτέρου, με ποσό ίσο με το διπλάσιο του επιδόματος συντηρουμένου τέκνου.

    Το ορφανό δικαιούται σχολικό επίδομα υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 3 του παραρτήματος V.

    3.   Το συνολικό ποσό της συντάξεως και των επιδομάτων που υπολογίζονται ούτως κατανέμεται ισομερώς μεταξύ των ορφανών που έλκουν δικαίωμα.

    Άρθρο 8

    Σε περίπτωση που υπάρχει επιζών σύζυγος και ορφανά από προηγούμενο γάμο ή άλλοι έλκοντες δικαίωμα, η συνολική σύνταξη, η οποία υπολογίζεται ως σύνταξη επιζώντος συζύγου ο οποίος συντηρεί όλα αυτά τα πρόσωπα, κατανέμεται μεταξύ των κατηγοριών ενδιαφερομένων κατ’ αναλογίαν προς τις συντάξεις που θα είχαν χορηγηθεί σε κάθε κατηγορία χωριστά.

    Σε περίπτωση που υπάρχουν ορφανά από διαφορετικούς γάμους, η συνολική σύνταξη, που υπολογίζεται σαν να προέρχονταν όλα από τον ίδιο γάμο, κατανέμεται μεταξύ των ενδιαφερομένων προσώπων κατ’ αναλογίαν προς τις συντάξεις που θα είχαν χορηγηθεί σε κάθε κατηγορία χωριστά.

    Για τον υπολογισμό της κατανομής αυτής, τα τέκνα που προέρχονται από προηγούμενο γάμο ενός των συζύγων και αναγνωρίζονται ως συντηρούμενα, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2 του παραρτήματος V, συμπεριλαμβάνονται στην κατηγορία των τέκνων που προέρχονται από το γάμο με τον υπάλληλο ή πρώην υπάλληλο ο οποίος εδικαιούτο επίδομα αναπηρίας.

    Στην περίπτωση που προβλέπεται στη δεύτερη παράγραφο, οι ανιόντες που αναγνωρίζονται ως συντηρούμενοι, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 2 του παραρτήματος V, εξομοιώνονται με τα συντηρούμενα τέκνα και για τον υπολογισμό της κατανομής συμπεριλαμβάνονται στην κατηγορία των κατιόντων.

    Άρθρο 9

    Το δικαίωμα συντάξεως επιζώντος γεννάται από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί το θάνατο του υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου ο οποίος ελάμβανε επίδομα αναπηρίας. Εντούτοις, όταν ο θάνατος του υπαλλήλου ή του δικαιούχου συντάξεως δικαιολογεί την πληρωμή που προβλέπεται στο άρθρο 59 παρ. 8 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, το δικαίωμα καθίσταται ενεργό την πρώτη ημέρα του τέταρτου μήνα από το μήνα του θανάτου.

    Το δικαίωμα συντάξεως επιζώντος λήγει στο τέλος του ημερολογιακού μήνα κατά τον οποίο επήλθε ο θάνατος του δικαιούχου ή κατά την διάρκεια του οποίου ο δικαιούχος παύει να πληροί τις προϋποθέσεις χορήγησης της συντάξεως. Ομοίως, το δικαίωμα συντάξεως ορφανού λήγει, εάν ο δικαιούχος παύσει να θεωρείται συντηρούμενο τέκνο κατά την έννοια του άρθρου 2 του παραρτήματος V.

    Άρθρο 10

    Αν η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου ο οποίος δικαιούται επίδομα αναπηρίας και του επιζώντος συζύγου, αφαιρουμένου του διαστήματος του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από δέκα έτη, η σύνταξη επιζώντος που υπολογίζεται σύμφωνα με τις προηγούμενες διατάξεις υφίσταται, κατά πλήρες έτος διαφοράς, μείωση που ορίζεται σε:

    1 % για τα έτη που συμπεριλαμβάνονται μεταξύ του 10ου και του 20ού έτους,

    2 % για τα έτη από το 20ό ως το 25ο,

    3 % για τα έτη από το 25ο ως το 30ό,

    4 % για τα έτη από το 30ό ως το 35ο,

    5 % για τα έτη από το 35ο έτος.

    Άρθρο 11

    Ο επιζών σύζυγος που τελεί εκ νέου γάμο παύει να δικαιούται σύνταξη επιζώντος. Δικαιούται την άμεση καταβολή ποσού σε κεφάλαιο ίσο με το διπλάσιο του ετήσιου ποσού της συντάξεως επιζώντος που λαμβάνει, με την επιφύλαξη της μη εφαρμογής του άρθρου 81, δεύτερη παράγραφος, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης.

    Άρθρο 12

    Ο διαζευγμένος σύζυγος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου δικαιούται σύνταξη επιζώντος κατά τα οριζόμενα στο παρόν κεφάλαιο, υπό την προϋπόθεση ότι μπορεί να αποδείξει ότι ο πρώην σύζυγος ήταν υποχρεωμένος, κατά τον χρόνο του θανάτου του, να καταβάλλει διατροφή, δυνάμει δικαστικής απόφασης, ή λόγω ισχύοντος διακανονισμού μεταξύ των, ο οποίος έχει επισήμως καταχωρηθεί.

    Η σύνταξη επιζώντος δεν μπορεί, ωστόσο, να υπερβαίνει το ποσό της διατροφής που κατεβάλλετο κατά τον χρόνο του θανάτου του πρώην συζύγου, ενώ το ύψος της αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 84 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης.

    Ο διαζευγμένος σύζυγος στερείται του δικαιώματός του, εάν είχε συνάψει νέο γάμο πριν από τον θάνατο του πρώην συζύγου. Εφαρμόζεται το άρθρο 11, εάν συνάψει νέο γάμο μετά τον θάνατο του πρώην συζύγου.

    Άρθρο 13

    Σε περίπτωση που υπάρχουν ταυτόχρονα περισσότεροι του ενός διαζευγμένου συζύγου που δικαιούνται σύνταξη επιζώντος ή ένας ή περισσότεροι διαζευγμένοι σύζυγοι και επιζών σύζυγος δικαιούμενος σύνταξη επιζώντος, η σύνταξη αυτή κατανέμεται ανάλογα με την αντίστοιχη διάρκεια των γάμων. Εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 12, δεύτερη και τρίτη παράγραφος.

    Σε περίπτωση παραιτήσεως ή θανάτου ενός των δικαιούχων, το μερίδιό του επαυξάνει το μερίδιο των άλλων, εκτός αν υπάρχουν δικαιώματα ορφανών, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 80 δεύτερη παράγραφος του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης.

    Οι μειώσεις για διαφορά ηλικίας που προβλέπονται στο άρθρο 10 εφαρμόζονται χωριστά στις συντάξεις που κατανέμονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

    Άρθρο 14

    Εάν ο διαζευγμένος σύζυγος εξέπεσε των δικαιωμάτων του επί της συντάξεως κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 19 του παρόντος παραρτήματος, η ολική σύνταξη χορηγείται στον επιζώντα σύζυγο εφόσον δεν εφαρμόζεται η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 81 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

    Προσωρινές συντάξεις

    Άρθρο 15

    Εάν υπάλληλος εν ενεργεία ή τελών σε άδεια για προσωπικούς λόγους, άδεια για την εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων, γονική άδεια ή οικογενειακή άδεια, εξαφανισθεί επί διάστημα μεγαλύτερο του έτους, ο σύζυγος και τα πρόσωπα που έχουν αναγνωρισθεί ως συντηρούμενα εισπράττουν προσωρινά τη σύνταξη επιζώντος την οποία θα εδικαιούντο σύμφωνα με το παρόν παράρτημα.

    Άρθρο 16

    Εάν πρώην υπάλληλος δικαιούχος επιδόματος αναπηρίας εξαφανισθεί επί διάστημα μεγαλύτερο του έτους, ο σύζυγος και τα πρόσωπα που έχουν αναγνωρισθεί ως συντηρούμενα εισπράττουν προσωρινά τη σύνταξη επιζώντος την οποία θα εδικαιούντο σύμφωνα με το παρόν παράρτημα.

    Άρθρο 17

    Οι διατάξεις του άρθρου 16 εφαρμόζονται στα πρόσωπα που αναγνωρίζονται ως συντηρούμενα από πρόσωπο που ελάμβανε ή εδικαιούτο σύνταξη επιζώντος και έχει εξαφανισθεί επί διάστημα μεγαλύτερο του έτους.

    Άρθρο 18

    Οι προσωρινές συντάξεις που προβλέπονται στα άρθρα 15, 16 και 17 μετατρέπονται σε οριστικές συντάξεις όταν πιστοποιηθεί δεόντως ο θάνατος του υπαλλήλου ή του πρώην υπαλλήλου, ή αν ο εν λόγω αγνοούμενος κηρυχθεί άφαντος.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

    Αύξηση συντάξεως για τα συντηρούμενα τέκνα

    Άρθρο 19

    Οι διατάξεις του άρθρου 80, δεύτερη παράγραφος, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης εφαρμόζονται στους δικαιούχους προσωρινής συντάξεως.

    Τα άρθρα 80 και 81 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης εφαρμόζονται επίσης στα τέκνα που γεννήθηκαν πριν από την παρέλευση 300 ημερών από το θάνατο του υπαλλήλου ή του πρώην υπαλλήλου που ελάμβανε επίδομα αναπηρίας.

    Άρθρο 20

    Η χορήγηση συντάξεως επιζώντος ή επιδόματος αναπηρίας ή προσωρινής συντάξεως δεν παρέχει δικαίωμα για επίδομα αποδημίας.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

    Χρηματοδότηση του Συνταξιοδοτικού Συστήματος

    Άρθρο 21

    Από τους μισθούς και τα επιδόματα αναπηρίας αφαιρείται πάντοτε η εισφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα που προβλέπεται στα άρθρα 74 έως 87 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης.

    Άρθρο 22

    Ο υπάλληλος ο οποίος διατελεί σε άδεια για προσωπικούς λόγους και εξακολουθεί να αποκτά συνταξιοδοτικά δικαιώματα υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 56 παράγραφος 3 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, εξακολουθεί να καταβάλλει την εισφορά που αναφέρεται στο άρθρο 21 του παρόντος παραρτήματος, υπολογιζόμενη επί του μισθού που αντιστοιχεί στο οικείο κλιμάκιο και βαθμό.

    Όλες οι παροχές που δικαιούται ο υπάλληλος ή οι εξ αυτού έλκοντες δικαίωμα δυνάμει του παρόντος συνταξιοδοτικού συστήματος υπολογίζονται βάσει αυτού του μισθού.

    Άρθρο 23

    Οι εισφορές που κρατήθηκαν κανονικά δεν επιστρέφονται. Αυτές που δεν κρατήθηκαν κανονικά δεν παρέχουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα· επιστρέφονται ατόκως κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου ή των ελκόντων εξ αυτού δικαίωμα.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

    Εκκαθάριση της συντάξεως

    Άρθρο 24

    Η εκκαθάριση της συντάξεως επιζώντος ή της προσωρινής συντάξεως ή του επιδόματος αναπηρίας εναπόκειται στην αρμοδιότητα του Οργανισμού. Η λεπτομερής ανάλυση της εκκαθαρίσεως αυτής κοινοποιείται στον υπάλληλο ή στους εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα, ταυτόχρονα προς την απόφαση περί χορηγήσεως της εν λόγω συντάξεως.

    Το επίδομα αναπηρίας δεν δύναται να καταβάλλεται παράλληλα με την καταβολή μισθού από τον γενικό προϋπολογισμό του Οργανισμού. Ομοίως, δεν συμβιβάζεται με οποιαδήποτε αμοιβή προκύπτει από ανάληψη καθηκόντων σε ένα από τα όργανα ή τις Υπηρεσίες της ΕΚ.

    Άρθρο 25

    Σε περίπτωση σφάλματος ή παραλείψεως οποιασδήποτε φύσεως, είναι ανά πάσα στιγμή δυνατόν να υπολογισθεί εκ νέου το ποσό της συντάξεως.

    Η σύνταξη μεταβάλλεται ή διακόπτεται, εάν η χορήγησή της έγινε κατά παράβαση των διατάξεων του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης ή του παρόντος παραρτήματος.

    Άρθρο 26

    Οι έλκοντες δικαίωμα εξ αποθανόντος υπαλλήλου ή πρώην υπαλλήλου που ελάμβανε επίδομα αναπηρίας οι οποίοι δεν εζήτησαν την εκκαθάριση της συντάξεως ή του επιδόματός τους εντός ενός έτους από την ημερομηνία του θανάτου του υπαλλήλου, χάνουν τα δικαιώματά τους, πλην περιπτώσεως ανωτέρας βίας δεόντως αποδεικνυομένης.

    Άρθρο 27

    Ο πρώην υπάλληλος ή οι εξ αυτού έλκοντες δικαίωμα, οι οποίοι δικαιούνται των παροχών του συνταξιοδοτικού συστήματος, προσκομίζουν τις απαιτούμενες γραπτές αποδείξεις και γνωστοποιούν στον Οργανισμό κάθε στοιχείο ικανό να τροποποιήσει τα επί της παροχής δικαιώματά τους.

    Άρθρο 28

    Ο υπάλληλος που έχασε προσωρινά, εν όλω ή εν μέρει, το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα δυνάμει του άρθρου 146 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, δικαιούται να απαιτήσει την επιστροφή των ποσών που κατέβαλε ως εισφορά στο σύστημα συνταξιοδοτήσεως, κατ’ αναλογία προς τη μείωση της συντάξεώς του.

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

    Καταβολή παροχών

    Άρθρο 29

    Οι παροχές που προβλέπονται στο παρόν συνταξιοδοτικό σύστημα καταβάλλονται στο τέλος κάθε μήνα.

    Τις εν λόγω παροχές χορηγεί ο Οργανισμός.

    Για τους συνταξιούχους που διαμένουν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι παροχές καταβάλλονται σε ευρώ σε τράπεζα του κράτους μέλους διαμονής.

    Για τους συνταξιούχους που διαμένουν εκτός της Ένωσης, οι συντάξεις καταβάλλονται σε ευρώ σε τράπεζα της χώρας διαμονής. Η σύνταξη μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να καταβάλλεται σε ευρώ σε τράπεζα της χώρας στην οποία έχει την έδρα του ο Οργανισμός, είτε σε συνάλλαγμα στη χώρα διαμονής του συνταξιούχου, με μετατροπή βάσει των πλέον πρόσφατων ισοτιμιών που χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του Οργανισμού.

    Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στους δικαιούχους επιδόματος αναπηρίας.


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

    ΘΕΣΕΙΣ-ΤΥΠΟΙ ΣΕ ΚΑΘΕΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΜΑΔΕΣ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 7 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3

    Ομάδα καθηκόντων AD

    Ομάδα καθηκόντων AST

    Γενικός Διευθυντής

    AD 16

     

     

    Γενικός Διευθυντής/Διευθυντής

    AD 15

     

     

    Υπάλληλος διοικήσεως που εργάζεται π.χ. ως:

    Διευθυντής/Προϊστάμενος μονάδας/Σύμβουλος/γλωσσικός εμπειρογνώμων· οικονομικός εμπειρογνώμων· νομικός εμπειρογνώμων· εμπειρογνώμων ιατρός σύμβουλος· επιστημονικός εμπειρογνώμων· εμπειρογνώμων ερευνητής· δημοσιονομικός εμπειρογνώμων, εμπειρογνώμων λογιστικού ελέγχου

    AD 14

     

     

    Υπάλληλος διοικήσεως που εργάζεται π.χ. ως:

    Προϊστάμενος μονάδας/Σύμβουλος/γλωσσικός εμπειρογνώμων· οικονομικός εμπειρογνώμων· νομικός εμπειρογνώμων· εμπειρογνώμων ιατρός σύμβουλος· επιστημονικός εμπειρογνώμων· εμπειρογνώμων ερευνητής· δημοσιονομικός εμπειρογνώμων, εμπειρογνώμων λογιστικού ελέγχου

    AD 13

     

     

    Υπάλληλος διοικήσεως που εργάζεται π.χ. ως:

    Προϊστάμενος μονάδας/κύριος μεταφραστής, κύριος οικονομολόγος· κύριος νομικός σύμβουλος· κύριος ιατρός σύμβουλος· κύριος επιστημονικός υπάλληλος· κύριος ερευνητής· κύριος δημοσιονομικός διαχειριστής, κύριος δημοσιονομικός ελεγκτής

    AD 12

     

     

    Υπάλληλος διοικήσεως που εργάζεται π.χ. ως:

    Προϊστάμενος μονάδας/κύριος μεταφραστής, κύριος οικονομολόγος· κύριος νομικός σύμβουλος· κύριος ιατρός σύμβουλος· κύριος επιστημονικός υπάλληλος· κύριος ερευνητής· κύριος δημοσιονομικός διαχειριστής, κύριος δημοσιονομικός ελεγκτής

    AD 11

    AST 11

    Βοηθός που εργάζεται π.χ. ως:

    Προσωπικός βοηθός (π.β.)· υπάλληλος γραφείου· τεχνικός υπάλληλος· υπάλληλος πληροφορικής

    Υπάλληλος διοικήσεως που εργάζεται π.χ. ως:

    Προϊστάμενος μονάδας/ανώτερος μεταφραστής, ανώτερος οικονομολόγος· ανώτερος νομικός σύμβουλος· ανώτερος ιατρός σύμβουλος· ανώτερος επιστημονικός υπάλληλος· ανώτερος ερευνητής· ανώτερος δημοσιονομικός διαχειριστής, ανώτερος δημοσιονομικός ελεγκτής

    AD 10

    AST 10

    Βοηθός που εργάζεται π.χ. ως:

    Προσωπικός βοηθός (π.β.)· υπάλληλος γραφείου· τεχνικός υπάλληλος· υπάλληλος πληροφορικής

    Υπάλληλος διοικήσεως που εργάζεται π.χ. ως:

    Προϊστάμενος μονάδας/ανώτερος μεταφραστής, ανώτερος οικονομολόγος· ανώτερος νομικός σύμβουλος· ανώτερος ιατρός σύμβουλος· ανώτερος επιστημονικός υπάλληλος· ανώτερος ερευνητής· ανώτερος δημοσιονομικός διαχειριστής, ανώτερος δημοσιονομικός ελεγκτής

    AD 9

    AST 9

    Βοηθός που εργάζεται π.χ. ως:

    Προσωπικός βοηθός (π.β.)· υπάλληλος γραφείου· τεχνικός υπάλληλος· υπάλληλος πληροφορικής

    Υπάλληλος διοικήσεως που εργάζεται π.χ. ως:

    μεταφραστής, οικονομολόγος· νομικός σύμβουλος· ιατρός σύμβουλος· επιστημονικός υπάλληλος· ερευνητής· δημοσιονομικός διαχειριστής, δημοσιονομικός ελεγκτής

    AD 8

    AST 8

    Βοηθός που εργάζεται π.χ. ως:

    Ανώτερος βοηθός γραφείου· ανώτερος υπάλληλος τεκμηρίωσης· ανώτερος τεχνίτης· ανώτερος τεχνικός πληροφορικής

    Υπάλληλος διοικήσεως που εργάζεται π.χ. ως:

    μεταφραστής· οικονομολόγος· νομικός σύμβουλος· ιατρός σύμβουλος· επιστημονικός υπάλληλος· ερευνητής· δημοσιονομικός διαχειριστής, δημοσιονομικός ελεγκτής

    AD 7

    AST 7

    Βοηθός που εργάζεται π.χ. ως:

    Ανώτερος βοηθός γραφείου· ανώτερος υπάλληλος τεκμηρίωσης· ανώτερος τεχνίτης· ανώτερος τεχνικός πληροφορικής

    Υπάλληλος διοικήσεως που εργάζεται π.χ. ως:

    Κατώτερος μεταφραστής· κατώτερος οικονομολόγος· κατώτερος νομικός σύμβουλος· κατώτερος ιατρός σύμβουλος· κατώτερος επιστημονικός υπάλληλος· κατώτερος ερευνητής· κατώτερος δημοσιονομικός διαχειριστής

    AD 6

    AST 6

    Βοηθός που εργάζεται π.χ. ως:

    βοηθός γραφείου· υπάλληλος τεκμηρίωσης· τεχνίτης· τεχνικός πληροφορικής

    Υπάλληλος διοικήσεως που εργάζεται π.χ. ως:

    Κατώτερος μεταφραστής· κατώτερος οικονομολόγος· κατώτερος νομικός σύμβουλος· κατώτερος ιατρός σύμβουλος· κατώτερος επιστημονικός υπάλληλος· κατώτερος ερευνητής· κατώτερος δημοσιονομικός διαχειριστής

    AD 5

    AST 5

    Βοηθός που εργάζεται π.χ. ως:

    βοηθός γραφείου· υπάλληλος τεκμηρίωσης· τεχνίτης· τεχνικός πληροφορικής

     

     

    AST 4

    Βοηθός που εργάζεται π.χ. ως:

    Κατώτερος βοηθός γραφείου· κατώτερος υπάλληλος τεκμηρίωσης· κατώτερος τεχνίτης· κατώτερος τεχνικός πληροφορικής

     

     

    AST 3

    Βοηθός που εργάζεται π.χ. ως:

    Κατώτερος βοηθός γραφείου· κατώτερος υπάλληλος τεκμηρίωσης· κατώτερος τεχνίτης· κατώτερος τεχνικός πληροφορικής

     

     

    AST 2

    Βοηθός που εργάζεται π.χ. ως:

    Υπάλληλος αρχειοθέτησης· τεχνικός βοηθός· βοηθός πληροφορικής

     

     

    AST 1

    Βοηθός που εργάζεται π.χ. ως:

    Υπάλληλος αρχειοθέτησης· τεχνικός βοηθός· βοηθός πληροφορικής


    Top