Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32003R0408

    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 408/2003 της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2003, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1148/2001 σχετικά με τους ελέγχους τήρησης των προδιαγραφών εμπορίας που εφαρμόζονται στον τομέα των νωπών οπωροκηπευτικών

    ΕΕ L 62 της 6.3.2003, p. 8–13 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO)

    Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 31/12/2007; καταργήθηκε εμμέσως από 32007R1580

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2003/408/oj

    32003R0408

    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 408/2003 της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2003, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1148/2001 σχετικά με τους ελέγχους τήρησης των προδιαγραφών εμπορίας που εφαρμόζονται στον τομέα των νωπών οπωροκηπευτικών

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 062 της 06/03/2003 σ. 0008 - 0013


    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 408/2003 της Επιτροπής

    της 5ης Μαρτίου 2003

    για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1148/2001 σχετικά με τους ελέγχους τήρησης των προδιαγραφών εμπορίας που εφαρμόζονται στον τομέα των νωπών οπωροκηπευτικών

    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

    τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2200/96 του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 1996, για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των οπωροκηπευτικών(1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 47/2003 της Επιτροπής(2), και ιδίως το άρθρο 10,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1) Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1148/2001 της Επιτροπής(3), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2379/2001(4), προβλέπει τις λεπτομέρειες εφαρμογής των ελέγχων καταλληλότητας στις προδιαγραφές εμπορίας τόσο για τα προϊόντα που θα καταναλωθούν στην εσωτερική αγορά όσο και για τα προϊόντα που θα εξαχθούν.

    (2) Πρέπει να καθοριστεί ρητώς ότι οι εμπορευόμενοι που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις καταλληλότητας και απολαμβάνουν συνεπώς ειδικών διατάξεων στο στάδιο της εξαγωγής, δεν είναι κατ' ανάγκη αυτοί που έχουν προβεί στη συσκευασία των προϊόντων. Πράγματι, ορισμένοι εμπορευόμενοι παρέχουν τέτοιες εγγυήσεις, παραδείγματος χάρη οι χονδρέμποροι, πραγματοποιούν εργασίες επαναποστολής και επανεξαγωγής μετά αυτοέλεγχο χωρίς να διαθέτουν απαραίτητα εγκαταστάσεις συσκευασίας. Εξάλλου, για λόγους σαφήνειας, ένδειξη "αυτοέλεγχος" πρέπει να προστεθεί στο πιστοποιητικό που εκδίδεται κατά την εισαγωγή στην περίπτωση κατά την οποία οι υπηρεσίες ελέγχου δεν έχουν προβεί οι ίδιες στο φυσικό έλεγχο των εμπορευμάτων.

    (3) Τα κράτη μέλη πρέπει να επικεντρώσουν τους ελέγχους που διενεργούν στο στάδιο της εισαγωγής επί των παρτίδων και των αποστολών που εμφανίζουν υψηλότερους κινδύνους ακαταλληλότητας ως προς τις προδιαγραφές εμπορίας. Πρέπει, γι' αυτό, τα κράτη μέλη να καθορίσουν τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία θα εκτιμηθούν οι κίνδυνοι αυτοί, καθώς και τις λεπτομέρειες σύμφωνα με τις οποίες θα μπορούν να γίνουν ελαστικότεροι οι έλεγχοι όταν οι κίνδυνοι ακαταλληλότητας είναι περιορισμένοι. Για την εναρμόνιση των πρακτικών ελέγχου των διαφόρων κρατών μελών, πρέπει η Επιτροπή να συντάξει κοινές κατευθυντήριες γραμμές για το θέμα αυτό.

    (4) Οι παρτίδες που συνοδεύονται από πιστοποιητικά καταλληλότητας που έχουν εκδοθεί από τρίτες χώρες, των οποίων οι έλεγχοι αποτελούν αντικείμενο αναγνώρισης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1148/2001, παρουσιάζουν λιγότερους κινδύνους ακαταλληλότητας απ' ότι οι παρτίδες και οι αποστολές που δεν συνοδεύονται από τέτοια πιστοποιητικά. Η αναλογία των ελεγχόμενων παρτίδων και αποστολών πρέπει να είναι ουσιαστικά μικρότερη απ' ότι για τα εμπορεύματα που δεν συνοδεύονται από τέτοιο πιστοποιητικό. Πρέπει επίσης να διασφαλιστεί στην περίπτωση αυτή ότι, δεδομένης της μικρότερης αναλογίας ελέγχου και των δαπανών ελέγχου που ήδη δημιουργήθηκαν στις τρίτες χώρες καταγωγής, οι ενδεχόμενες εισφορές που εισπράχθηκαν από τα κράτη μέλη για το σκοπό αυτό είναι μικρότερες από τις εισφορές που εισπράχθηκαν στο πλαίσιο του γενικού καθεστώτος ελέγχου κατά την εισαγωγή και ανάλογες προς τους διενεργηθέντες ελέγχους.

    (5) Πρέπει να προβλεφθούν συμπληρωματικές διατάξεις όταν οι εμπορευόμενοι επιθυμούν να προβούν στην αποκατάσταση της καταλληλότητας των εμπορευμάτων σε ένα κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο διαπιστώθηκε η ακαταλληλότητα των εν λόγω εμπορευμάτων, καθώς και στην περίπτωση όπου δεν είναι πλέον δυνατόν να αποκατασταθεί η καταλληλότητα των εμπορευμάτων.

    (6) Πολλές συσκευασίες, που προσυσκευάστηκαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2002 και στις οποίες αναγράφονται οι ενδείξεις που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2251/92 της Επιτροπής(5), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 766/97(6), είναι ακόμη διαθέσιμες σε απόθεμα σε ορισμένους επιχειρηματίες. Πρέπει, συνεπώς, να παραταθεί κατά έξι μήνες η περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας οι συσκευασίες αυτές μπορούν ακόμη να χρησιμοποιηθούν.

    (7) Πρέπει να ενημερωθούν οι μέθοδοι ελέγχου που προβλέπονται στο παράρτημα IV του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1148/2001, κυρίως για να ληφθούν υπόψη οι ειδικές πρακτικές για τους καρπούς με κέλυφος, καθώς και οι μέθοδοι ελέγχου του σταδίου ωριμότητας των οπωροκηπευτικών.

    (8) Πρέπει, συνεπώς, να τροποποιηθεί ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1148/2001.

    (9) Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής διαχείρισης νωπών οπωροκηπευτικών,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    Άρθρο 1

    Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1148/2001 τροποποιείται ως εξής:

    1. Το άρθρο 5 τροποποιείται ως εξής:

    α) στην παράγραφο 1, το τρίτο εδάφιο απαλείφεται·

    β) προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 1α:

    "1α. Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν το καθεστώς που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο, στους εμπορευομένους που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α) παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις σταθερού και υψηλού ποσοστού καταλληλότητας των οπωροκηπευτικών που διαθέτουν στο εμπόριο·

    β) διαθέτουν υπευθύνους ελέγχου οι οποίοι έχουν λάβει κατάρτιση αναγνωρισμένη από το κράτος μέλος·

    γ) δεσμεύονται να προβαίνουν σε έλεγχο καταλληλότητας των εμπορευμάτων που διαθέτουν στο εμπόριο·

    δ) δεσμεύονται να τηρούν μητρώο που καταχωρούνται όλες οι εργασίες ελέγχου που έχουν πραγματοποιήσει.

    Για τους εμπορευομένους αυτούς, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν, για κάθε κατηγορία των εν λόγω εμπορευομένων και σύμφωνα με ανάλυση των κινδύνων, ελάχιστη αναλογία αποστολών και ποσοτήτων που θα αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου καταλληλότητας από τον αρμόδιο οργανισμό ελέγχου στο στάδιο της εξαγωγής. Η αναλογία αυτή θα πρέπει να είναι επαρκής για να διασφαλιστεί η τήρηση της κοινοτικής νομοθεσίας. Στην περίπτωση κατά την οποία από τους ελέγχους αυτούς διαπιστώνονται σημαντικές παρατυπίες, οι οργανισμοί ελέγχου αυξάνουν την αναλογία των αποστολών και των ποσοτήτων που θα ελεγχθούν στους σχετικούς εμπορευόμενους."

    γ) στην παράγραφο 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:"Στην περίπτωση κατά την οποία, σύμφωνα με την παράγραφο 1α, οι παρτίδες που αφορά το πιστοποιητικό καταλληλότητας δεν έχουν υποστεί έλεγχο καταλληλότητας από τον αρμόδιο οργανισμό ελέγχου στο στάδιο της εξαγωγής, στη θέση 13 (παρατηρήσεις) του πιστοποιητικού, πρέπει να αναγράφεται η ένδειξη 'αυτοέλεγχος [άρθρο 5 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1148/2001]'."

    2. Στο άρθρο 6, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    "4. Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1, 2 και 3, σε περίπτωση που ο αρμόδιος οργανισμός ελέγχου στο στάδιο της εισαγωγής κρίνει ότι οι κίνδυνοι ακαταλληλότητας για ορισμένες παρτίδες είναι περιορισμένη, μπορεί να μην πραγματοποιήσει τον έλεγχο καταλληλότητας των παρτίδων αυτών. Ανακοινώνει προς το σκοπό αυτό στην τελωνειακή αρχή μια διασάφηση που φέρει τη σφραγίδα του οργανισμού ή ενημερώνει με κάθε άλλο τρόπο την αρχή αυτή ότι μπορεί να προβεί πλέον στον εκτελωνισμό.

    Για την εφαρμογή του πρώτου εδαφίου, ο οργανισμός ελέγχου καθορίζει εκ των προτέρων τα κριτήρια εκτιμήσεως των κινδύνων ακαταλληλότητας καθώς και, σύμφωνα με ανάλυση των κινδύνων, για κάθε τύπο εισαγωγής που θα καθορίσει, τις ελάχιστες αναλογίες αποστολών και ποσοτήτων που θα αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου καταλληλότητας από τον αρμόδιο οργανισμό ελέγχου στο στάδιο της εισαγωγής. Οπωσδήποτε, κάθε αναλογία που καθορίστηκε σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο πρέπει να είναι σημαντικά υψηλότερη από αυτές που εφαρμόζονται δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 5.

    4α. Για να βελτιωθεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της παραγράφου 4 στα κράτη μέλη, η Επιτροπή εκπονεί κοινές κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή της. Η συντονιστική αρχή ανακοινώνει αμέσως στην Επιτροπή τους λεπτομερείς όρους εφαρμογής της παρούσας παραγράφου, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων και των ελάχιστων αναλογιών που αναφέρονται στην παράγραφο 4 δεύτερο εδάφιο, καθώς και οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίηση των όρων αυτών."

    3. Στο άρθρο 7 παράγραφος 5 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:"Στην περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος εισπράττει εισφορά για να καλύψει τις δαπάνες που προκαλούνται από τους ελέγχους καταλληλότητας που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, η εισφορά αυτή πρέπει να καθορισθεί σε τέτοιο επίπεδο ώστε να αντικατοπτρίζει την αναλογία των αποστολών και των ποσοτήτων που ελέγχθηκαν λιγότερο υψηλή γι' αυτούς τους ελέγχους απ' ότι για εκείνους που αναφέρονται στο άρθρο 6."

    4. Στο άρθρο 9 παράγραφος 3 προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:"Αν ο οργανισμός ελέγχου αποδέχεται την αίτηση ενός εμπορευόμενου να αποκαταστήσει την καταλληλότητα των εμπορευμάτων σε ένα κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο διενεργήθηκε ο έλεγχος που κατέληξε στην ακαταλληλότητά του, τα σχετικά κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα μέτρα που θεωρούν αναγκαία, κυρίως σε θέματα συνεργασίας μεταξύ τους, ώστε να διαπιστώσουν ότι πραγματοποιήθηκε η αποκατάσταση της καταλληλότητας.

    Όταν δεν μπορεί να αποκατασταθεί η καταλληλότητα των εμπορευμάτων ούτε είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για τη διατροφή των ζώων ούτε για βιομηχανική μεταποίηση, ούτε για οποιαδήποτε άλλη χρήση εκτός της διατροφής, ο οργανισμός ελέγχου δύναται, εάν αυτό θεωρηθεί αναγκαίο, να ζητήσει από τους εμπορευομένους να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλισθούν ότι τα αμφισβητούμενα προϊόντα δεν θα διατεθούν στο εμπόριο.

    Οι εμπορευόμενοι υποχρεούνται να παρέχουν τις πληροφορίες που τα κράτη μέλη θα κρίνουν αναγκαίες για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου."

    5. Στο άρθρο 11 παράγραφος 2, η ημερομηνία "31 Δεκεμβρίου 2002" αντικαθίσταται από την ημερομηνία "30 Ιουνίου 2003".

    6. Το παράρτημα IV αντικαθίσταται από το παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 2

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

    Βρυξέλλες, 5 Μαρτίου 2003.

    Για την Επιτροπή

    Franz Fischler

    Μέλος της Επιτροπής

    (1) ΕΕ L 297 της 21.11.1996, σ. 1.

    (2) ΕΕ L 7 της 11.1.2003, σ. 64.

    (3) ΕΕ L 156 της 13.6.2001, σ. 9.

    (4) ΕΕ L 321 της 6.12.2001, σ. 15.

    (5) ΕΕ L 219 της 4.8.1992, σ. 9.

    (6) ΕΕ L 112 της 29.4.1997, σ. 10.

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    "ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

    Μέθοδοι ελέγχου που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1

    Σημείωση:

    οι ακόλουθες μέθοδοι ελέγχου βασίζονται στις διατάξεις του οδηγού για την εφαρμογή του ελέγχου της ποιότητας των νωπών οπωροκηπευτικών που εγκρίθηκε από την ομάδα εργασίας για την τυποποίηση των φθαρτών τροφίμων και τη βελτίωση της ποιότητας της ΕΚ/ΟΗΕ (Οικονομική Επιτροπή για την Ευρώπη των Ηνωμένων Εθνών).

    1. ΟΡΙΣΜΟΙ

    α) Έλεγχος καταλληλότητας

    Έλεγχος που διεξάγεται από ελεγκτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, για να εξακριβωθεί ότι οι παρτίδες των οπωροκηπευτικών συμμορφούνται προς τις προδιαγραφές εμπορίας που καθιερώθηκαν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2200/96.

    Ο έλεγχος αυτός περιλαμβάνει:

    - ενδεχομένως, έλεγχο εγγράφων και ταυτότητας: έλεγχος των εγγράφων ή των συνοδευτικών πιστοποιητικών της παρτίδας ή/και των μητρώων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο τρίτη περίπτωση και στο άρθρο 5 παράγραφος 1α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1148/2001 και έλεγχος της συμφωνίας μεταξύ των εμπορευμάτων και των ενδείξεων που αναγράφονται στα έγγραφα,

    - φυσικός έλεγχος: έλεγχος των προϊόντων της παρτίδας, με δειγματοληψία, για να εξακριβωθεί ότι η παρτίδα πληροί όλους τους όρους που έχουν καθοριστεί από την προδιαγραφή εμπορίας, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων που αφορούν την παρουσία και τη σήμανση των κιβωτίων και των συσκευασιών.

    β) Ελεγκτής

    Άτομο εξουσιοδοτημένο από τον αρμόδιο οργανισμό ελέγχου, που έχει κατάλληλη και συνεχή κατάρτιση για να προβαίνει σε εργασίες ελέγχου καταλληλότητας.

    γ) Αποστολή

    Ποσότητα του προϊόντος που θα διατεθεί στο εμπόριο από τον ίδιο επιχειρηματία, η οποία εμφανίζεται κατά τη στιγμή του ελέγχου και ορίζεται από ένα έγγραφο. Η αποστολή μπορεί να αποτελείται από έναν ή περισσότερους τύπους προϊόντων: μπορεί να περιλαμβάνει μία ή περισσότερες παρτίδες νωπών οπωροκηπευτικών.

    δ) Παρτίδα

    Ποσότητα των προϊόντων η οποία, κατά τη στιγμή του ελέγχου, εμφανίζεται ως έχουσα τα ίδια χαρακτηριστικά όσον αφορά:

    - την ταυτότητα του συσκευαστή ή/και του αποστολέα,

    - τη χώρα καταγωγής,

    - τη φύση του προϊόντος,

    - την κατηγορία του προϊόντος,

    - η διάμετρος (εάν το προϊόν ταξινομείται συναρτήσει της διαμέτρησής του),

    - την ποιότητα ή τον εμπορικό τύπο (ανάλογα με τις αντίστοιχες οδηγίες της προδιαγραφής),

    - τον τύπο συσκευασίας και την παρουσίαση.

    Ωστόσο, εάν κατά τον έλεγχο είναι δύσκολο να διαφοροποιηθούν οι παρτίδες ή/και δεν είναι δυνατόν να παρουσιασθούν ξεχωριστές παρτίδες, όλες οι παρτίδες μιας αποστολής μπορούν να θεωρηθούν, σ' αυτή την ειδική περίπτωση, ότι συνιστούν μία και μόνο παρτίδα εάν εμφανίζουν ομοιόμορφα χαρακτηριστικά όσον αφορά τον τύπο του προϊόντος, τον αποστολέα, τη χώρα καταγωγής, την κατηγορία και, εάν επίσης προβλέπεται στην προδιαγραφή, την ποικιλία ή τον εμπορικό τύπο.

    ε) Δειγματοληψία

    Ενέργεια προσωρινής λήψεως δείγματος από ορισμένη ποσότητα του προϊόντος κατά τον έλεγχο καταλληλότητας.

    στ) Στοιχειώδες δείγμα

    Συσκευασία που λαμβάνεται από μια παρτίδα ή, στην περίπτωση προϊόντος χύμα, ποσότητα που λαμβάνεται από ένα σημείο της παρτίδας.

    ζ) Ολικό δείγμα

    Αρκετά στοιχειώδη αντιπροσωπευτικά δείγματα της παρτίδας που λαμβάνονται σε επαρκή ποσότητα για να είναι δυνατή η αξιολόγηση της παρτίδας συναρτήσει όλων των κριτηρίων.

    η) Δευτερεύον δείγμα

    Στην περίπτωση καρπών με κέλυφος, ένα δείγμα ελέγχου είναι η αντιπροσωπευτική ποσότητα του προϊόντος που λαμβάνεται από κάθε στοιχειώδες δείγμα του ολικού δείγματος, βάρους μεταξύ 300 g και 1 kg. Όταν το στοιχειώδες δείγμα περιλαμβάνει προσυσκευασμένα τρόφιμα, το δευτερεύον δείγμα αποτελείται από μία προσυσκευασία.

    θ) Σύνθετο δείγμα

    Στην περίπτωση καρπών με κέλυφος, ένα σύνθετο δείγμα αποτελεί μείγμα, βάρους τουλάχιστον 3 kg, όλων των δευτερευόντων δειγμάτων ενός ολικού δείγματος. Οι καρποί με κέλυφος που αποτελούν το σύνθετο δείγμα πρέπει να αναμιγνύονται ομοιόμορφα.

    ι) Περιορισμένο δείγμα

    Αντιπροσωπευτική ποσότητα του προϊόντος που λαμβάνεται επί του ολικού δείγματος, επαρκούς ποσότητας ώστε να είναι δυνατή η αξιολόγηση συναρτήσει ορισμένου αριθμού κριτηρίων. Στην περίπτωση των καρπών με κέλυφος, το περιορισμένο δείγμα περιλαμβάνει τουλάχιστον 100 μονάδες που προέρχονται από το σύνθετο δείγμα. Αρκετά περιορισμένα δείγματα μπορούν να ληφθούν από ένα ολικό δείγμα.

    ια) Κιβώτια

    Εξατομικευμένο μέρος μιας παρτίδας από τη συσκευασία και το περιεχόμενό του. Η συσκευασία του κιβωτίου γίνεται με τρόπο που να διευκολύνεται η διακίνηση και η μεταφορά ενός ορισμένου αριθμού συσκευασιών πώλησης ή προϊόντων χύμα ή τακτοποιημένων, για να αποφευχθεί ο φυσικός τους χειρισμός και οι ζημιές που συνδέονται με τη μεταφορά. Τα εμπορευματοκιβώτια οδικής, σιδηροδρομικής, θαλάσσιας και αέριας μεταφοράς, δεν είναι κιβώτια. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το κιβώτιο συνιστά συσκευασία πώλησης.

    ιβ) Συσκευασία πώλησης

    Εξατομικευμένο μέρος ενός κιβωτίου από τη συσκευασία και το περιεχόμενό του. Η συσκευασία πώλησης γίνεται με τρόπο που να αποτελεί στο σημείο πώλησης μια μονάδα πώλησης για τον τελικό χρήστη ή τον καταναλωτή. Μεταξύ των συσκευασιών πώλησης, οι προσυσκευασίες πρέπει να είναι τέτοιες ώστε η συσκευασία να καλύπτει πλήρως ή εν μέρει το περιεχόμενο, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε το περιεχόμενο να μην είναι δυνατόν να τροποποιηθεί χωρίς να ανοίξει ή να τροποποιηθεί η συσκευασία.

    2. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑΣ

    α) Γενικές παρατηρήσεις

    Ο φυσικός έλεγχος διεξάγεται αξιολογώντας το ολικό δείγμα που ελήφθη τυχαία σε διαφορετικά σημεία των παρτίδων που θα ελεγχθούν. Καταρχήν, το ολικό δείγμα θεωρείται αντιπροσωπευτικό της παρτίδας.

    β) Εξακρίβωση των παρτίδων ή/και γενική εικόνα όσον αφορά την αποστολή

    Η εξακρίβωση των παρτίδων διενεργείται συναρτήσει της σημάνσεώς τους ή άλλων κριτηρίων όπως οι ενδείξεις που έχουν συνταχθεί σύμφωνα με την οδηγία 89/396/ΕΟΚ του Συμβουλίου(1). Στην περίπτωση αποστολών που αποτελούνται από περισσότερες παρτίδες, ο ελεγκτής πρέπει να έχει μια γενική εικόνα της αποστολής μέσω των συνοδευτικών εγγράφων ή των δηλώσεων. Καθορίζει κατά πόσο οι παρτίδες συμφωνούν με τις ενδείξεις που αναγράφονται στα έγγραφα αυτά.

    Εάν τα προϊόντα πρέπει να φορτωθούν ή έχουν φορτωθεί σε μέσο μεταφοράς, οι πληροφορίες που υπάρχουν σ' αυτό πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την εξακρίβωση της αποστολής.

    γ) Παρουσίαση των προϊόντων

    Ο ελεγκτής αποφασίζει ποιες συσκευασίες επιθυμεί να εξετάσει. Αυτές στη συνέχεια παρουσιάζονται από τον επιχειρηματία ή από τον αντιπρόσωπό του. Η εργασία συνίσταται επίσης και στην παρουσίαση του ολικού δείγματος.

    Εάν απαιτούνται περιορισμένα ή δευτερεύοντα δείγματα, ο ελεγκτής τα επιλέγει από το ολικό δείγμα.

    δ) Φυσικός έλεγχος

    - Εκτίμηση της συσκευασίας και της παρουσίας με τη βοήθεια στοιχειωδών δειγμάτων:

    Η συμμόρφωση και η καθαρότητα της συσκευασίας, συμπεριλαμβανομένων των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν στη συσκευασία, πρέπει να διαπιστώνεται σε συνάρτηση με τις προδιαγραφές που αφορούν τη συμμόρφωση προς τις προδιαγραφές. Εάν επιτρέπονται μόνον ορισμένοι τρόποι συσκευασίας, ο ελεγκτής καθορίζει εάν είναι αυτές που χρησιμοποιήθηκαν.

    - Επαλήθευση της σήμανσης με τη βοήθεια στοιχειωδών δειγμάτων:

    Καταρχήν, πρέπει να εξακριβώνεται εάν η σήμανση των προϊόντων συμμορφούται προς τις προδιαγραφές εμπορίας. Κατά τον έλεγχο, ο ελεγκτής εξακριβώνει εάν τα χαρακτηριστικά της σήμανσης είναι ορθά ή/και εάν πρέπει να τροποποιηθούν.

    Τα οπωροκηπευτικά που είναι ξεχωριστά συσκευασμένα με πλαστικό διαφανές φύλλο δεν θεωρούνται ως προσυσκευασμένα τρόφιμα κατά την έννοια της οδηγίας 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(2) και δεν πρέπει απαραίτητα να σημαίνονται σύμφωνα με τις προδιαγραφές εμπορίας. Στην περίπτωση αυτή το πλαστικό διαφανές φύλλο μπορεί να θεωρηθεί ως απλή προστασία για τα ευαίσθητα προϊόντα.

    - Επαλήθευση της καταλληλότητας των προϊόντων με τη βοήθεια του ολικού δείγματος ή του σύνθετου δείγματος ή/και των περιορισμένων δειγμάτων:

    Ο ελεγκτής προσδιορίζει το μέγεθος του ολικού δείγματος το οποίο θα του επιτρέψει να αξιολογήσει τις παρτίδες. Επιλέγει τυχαία τα προς έλεγχο κιβώτια ή, στην περίπτωση προϊόντων χύμα, τα σημεία επί της παρτίδας, από τα οποία θα πρέπει να ληφθούν τα στοιχειώδη δείγματα.

    Τα κιβώτια που έχουν ζημίες δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αποτελέσουν μέρος του ολικού δείγματος. Πρέπει να παραμεριστούν και να αποτελέσουν, εφόσον παρίσταται ανάγκη, αντικείμενο ξεχωριστής εξέτασης και έκθεσης.

    Στην περίπτωση που πρέπει να ληφθεί μια απόφαση που διαπιστώνει την ακαταλληλότητα η δειγματοληψία πρέπει να αφορά τουλάχιστον τις ποσότητες που απαριθμούνται κατωτέρω:

    Συσκευασμένα προϊόντα

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    Προϊόντα χύμα

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    Σε περίπτωση κατά την οποία τα νωπά οπωροκηπευτικά χύμα είναι ογκώδη (πλέον των 2 kg ανά τεμάχιο), τα στοιχειώδη δείγματα πρέπει να αποτελούνται από πέντε τουλάχιστον τεμάχια. Στην περίπτωση που οι παρτίδες περιλαμβάνουν λιγότερα από πέντε κιβώτια ή ζυγίζουν λιγότερο από 10 kg, πρέπει να ελέγχεται ολόκληρη η παρτίδα.

    Εάν στη συνέχεια μιας επαλήθευσης ο ελεγκτής καταλήξει ότι δεν είναι σε θέση να λάβει απόφαση, μπορεί να πραγματοποιήσει νέο έλεγχο προκειμένου να εκφράσει συνολικά το μέσο αποτέλεσμα σε ποσοστό των δύο αυτών ελέγχων.

    Η καταλληλότητα όσον αφορά ορισμένα κριτήρια όσον αφορά το στάδιο ανάπτυξης ή/και το στάδιο ωρίμανσης ή που συνεπάγονται την παρουσία ή την απουσία εσωτερικών ελαττωμάτων μπορεί να επαληθευθεί με τη βοήθεια περιορισμένων δειγμάτων. Αυτό συμβαίνει κυρίως όταν οι εργασίες ελέγχου επιφέρουν την καταστροφή του προϊόντος. Ο όγκος των δειγμάτων αυτών πρέπει να περιορίζεται στην ελάχιστη ποσότητα που είναι απολύτως αναγκαία για την αξιολόγηση της παρτίδας. Εφόσον διαπιστώνονται ή εικάζονται τέτοια ελαττώματα, ο όγκος του περιορισμένου δείγματος δεν μπορεί να υπερβεί το 10 % του όγκου του συνολικού δείγματος που είχε αρχικά διαπιστωθεί για την επιθεώρηση.

    ε) Έλεγχος του προϊόντος

    Το προϊόν πρέπει να αφαιρεθεί τελείως από τη συσκευασία του. Ο ελεγκτής μπορεί να μην αφαιρέσει τη συσκευασία στην περίπτωση καρπών με κέλυφος ή αν από τον τύπο και τη φύση της συσκευασίας μπορεί να διαπιστωθεί το περιεχόμενο χωρίς να αφαιρεθεί η συσκευασία. Η ομοιογένεια, των ελάχιστων χαρακτηριστικών, των ποιοτικών κατηγοριών και του μεγέθους πρέπει να διαπιστώνεται με τη βοήθεια ολικού δείγματος, εκτός από την περίπτωση καρπών με κέλυφος που διαπιστώνεται με τη βοήθεια του συνθέτου δείγματος. Όταν το προϊόν παρουσιάζει ελαττώματα, ο ελεγκτής προσδιορίζει το ποσοστό σύμφωνα με τον αριθμό ή το βάρος του προϊόντος που δεν είναι σύμφωνο προς την προδιαγραφή.

    Η επαλήθευση των κριτηρίων όσον αφορά το στάδιο ανάπτυξης ή/και το στάδιο ωρίμανσης μπορεί να γίνει με τη βοήθεια των οργάνων και των μεθόδων που έχουν προβλεφθεί για το σκοπό αυτό στις προδιαγραφές εμπορίας ή σύμφωνα με αναγνωρισμένες πρακτικές.

    στ) Εκθέσεις σχετικά με τα αποτελέσματα του ελέγχου

    Ενδεχομένως, εκδίδονται τα έγγραφα που προβλέπονται στο άρθρο 9.

    Στην περίπτωση ακαταλληλότητας, ο επιχειρηματίας ή αντιπρόσωπός του πρέπει να ενημερώνεται γραπτώς σχετικά με τους λόγους της ακαταλληλότητας. Εφόσον είναι δυνατό να αποκατασταθεί η καταλληλότητα του προϊόντος ως προς την προδιαγραφή τροποποιώντας τη σήμανση πρέπει να ενημερώνονται ο επιχειρηματίας ή ο αντιπρόσωπός του.

    Αν το προϊόν παρουσιάζει ελαττώματα, το ποσοστό του προϊόντος που δεν θεωρείται κατάλληλο ως προς την προδιαγραφή πρέπει να προσδιοριστεί επακριβώς.

    ζ) Μείωση της αξίας του προϊόντος στη συνέχεια ενός ελέγχου καταλληλότητας

    Μετά το πέρας του ελέγχου, το ολικό δείγμα τίθεται στη διάθεση του επιχειρηματία ή του αντιπροσώπου του.

    Ο οργανισμός ελέγχου δεν οφείλει να αποκαταστήσει τα μέρη του ολικού δείγματος τα οποία κατεστράφησαν κατά τον έλεγχο.

    (1) ΕΕ L 186 της 30.6.1989, σ. 21.

    (2) ΕΕ L 109 της 6.5.2000, σ. 29."

    Top