EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32002F0465

Απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, σχετικά με τις κοινές ομάδες έρευνας

ΕΕ L 162 της 20.6.2002, p. 1–3 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO, HR)

Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 10/03/2022

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec_framw/2002/465/oj

32002F0465

Απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, σχετικά με τις κοινές ομάδες έρευνας

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 162 της 20/06/2002 σ. 0001 - 0003


Απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου

της 13ης Ιουνίου 2002

σχετικά με τις κοινές ομάδες έρευνας

(2002/465/ΔΕΥ)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο 34 παράγραφος 2 στοιχείο β),

την πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου, της Γαλλικής Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Ισπανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου(1),

την γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου(2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Ένας από τους στόχους της Ένωσης είναι και η παροχή στους πολίτες της ενός υψηλού επιπέδου ασφαλείας μέσα σε ένα χώρο ελευθερίας, ασφαλείας και δικαιοσύνης και ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται με την πρόληψη και καταπολέμηση του εγκλήματος μέσω της στενότερης συνεργασίας των αστυνομικών δυνάμεων, των τελωνειακών αρχών και των λοιπών αρμοδίων αρχών των κρατών μελών, ενώ συγχρόνως τηρούνται οι αρχές των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών καθώς και του κράτους δικαίου, αρχές στις οποίες βασίζεται η Ένωση και οι οποίες είναι κοινές στα κράτη μέλη.

(2) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που συνήλθε στο Τάμπερε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999 ζήτησε να συσταθούν αμελλητί κοινές ομάδες ερευνών, όπως προβλέπει η συνθήκη, ως ένα πρώτο βήμα για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου ναρκωτικών και της εμπορίας ανθρώπων, καθώς και της τρομοκρατίας.

(3) Το άρθρο 13 της σύμβασης που καταρτίσθηκε από το Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 34 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης(3), προβλέπει την σύσταση και λειτουργία κοινών ομάδων έρευνας.

(4) Το Συμβούλιο επιθυμεί να ληφθούν όλα τα μέτρα ώστε η σύμβαση να κυρωθεί το ταχύτερο και πάντως εντός του 2001.

(5) Το Συμβούλιο αναγνωρίζει ότι είναι σημαντικό να υπάρξει σύντομη ανταπόκριση στην έκκληση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για σύσταση κοινών ομάδων έρευνας, χωρίς καθυστέρηση.

(6) Το Συμβούλιο κρίνει ότι, για την όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της διεθνούς εγκληματικότητας, ενδείκνυται στο παρόν στάδιο, να θεσπισθεί στο επίπεδο της Ένωσης μια ειδική δεσμευτική πράξη για τις κοινές ομάδες έρευνας, η οποία θα ισχύει για τις κοινές διερευνήσεις περιπτώσεων λαθρεμπορίας ναρκωτικών, εμπορίας ανθρώπων, καθώς και τρομοκρατίας.

(7) Το Συμβούλιο κρίνει ότι οι εν λόγω ομάδες θα πρέπει να συσταθούν, κατά προτεραιότητα, για να καταπολεμηθούν τα εγκλήματα που διαπράττονται από τρομοκράτες.

(8) Τα κράτη μέλη που συνιστούν μια ομάδα, θα πρέπει να αποφασίζουν την σύνθεση, τον σκοπό και την διάρκειά της.

(9) Τα κράτη μέλη που συνιστούν μια ομάδα θα πρέπει να έχουν την δυνατότητα να αποφασίζουν, όταν αυτό είναι δυνατόν και σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο, να επιτρέπουν σε πρόσωπα που δεν εκπροσωπούν τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να συμμετέχουν στις δραστηριότητες της ομάδας. Μεταξύ των εν λόγω προσώπων θα είναι δυνατόν να περιλαμβάνονται αντιπρόσωποι, παραδείγματος χάριν, της Ευρωπόλ, της Επιτροπής (της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης) ή αντιπρόσωποι αρχών κρατών μη μελών, ιδίως δε εκπρόσωποι των αρχών επιβολής του νόμου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Στις περιπτώσεις αυτές η συμφωνία σύστασης της ομάδας θα προβλέπει ρητώς τα ζητήματα τα σχετικά με την ενδεχόμενη αστική ευθύνη των αντιπροσώπων αυτών.

(10) Μια κοινή ομάδα έρευνας θα πρέπει να δρα στο έδαφος ενός κράτους μέλους, σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει εκεί.

(11) Η παρούσα απόφαση πλαίσιο δεν παρεμποδίζει την εφαρμογή καμίας προϋπάρχουσας διάταξης ή ρύθμισης σχετικής με την σύσταση ή την λειτουργία κοινών ομάδων έρευνας,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΛΑΙΣΙΟ:

Άρθρο 1

Κοινές ομάδες έρευνας

1. Με αμοιβαία συμφωνία, οι αρμόδιες αρχές δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών μπορούν να συστήσουν κοινή ομάδα έρευνας για συγκεκριμένο σκοπό και για ορισμένη διάρκεια, δυνάμενη να παραταθεί με αμοιβαία συναίνεση, η οποία θα διεξαγάγει ποινικές έρευνες σε ένα ή περισσότερα από τα κράτη μέλη που συνέστησαν την ομάδα. Η σύνθεση της ομάδας θα ορίζεται στη συμφωνία.

Κοινή ομάδα έρευνας μπορεί να συσταθεί, ιδίως, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) όταν έρευνες για ποινικά αδικήματα σε ένα κράτος μέλος προϋποθέτουν δύσκολες και απαιτητικές έρευνες που συνδέονται με άλλα κράτη μέλη·

β) όταν ορισμένα κράτη μέλη διεξάγουν έρευνες για ποινικά αδικήματα, στα οποία οι περιστάσεις της υπόθεσης απαιτούν συντονισμένη και εναρμονισμένη δράση στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

Αίτηση για τη σύσταση κοινής ομάδας έρευνας μπορεί να υποβληθεί από οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο κράτος. Η ομάδα θα συσταθεί σε ένα από τα κράτη μέλη στα οποία αναμένεται να διεξαχθούν οι έρευνες.

2. Εκτός από τις πληροφορίες που αναφέρονται στις οικείες διατάξεις του άρθρου 14 της ευρωπαϊκής σύμβασης αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής και του άρθρου 37 της συνθήκης Μπενελούξ της 27ης Ιουνίου 1962, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο της 11ης Μαΐου 1974, στις αιτήσεις για τη σύσταση κοινής ομάδας έρευνας θα περιλαμβάνονται προτάσεις για τη σύνθεση της ομάδας.

3. Οι κοινές ομάδες έρευνας δρουν στην επικράτεια των κρατών μελών που τις συνέστησαν, υπό τις ακόλουθες γενικές προϋποθέσεις:

α) επικεφαλής της ομάδας τοποθετείται εκπρόσωπος της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους, στο οποίο αυτή λειτουργεί, η οποία μετέχει στη διερεύνηση των εγκλημάτων. Ο (Η) επικεφαλής της ομάδας ενεργεί μέσα στα όρια της αρμοδιότητάς του (της) βάσει εθνικής νομοθεσίας·

β) η ομάδα διεξάγει τις εργασίες της σύμφωνα με το δίκαιο των κρατών μελών στα οποία λειτουργεί. Τα μέλη της ομάδας εκτελούν τα καθήκοντά τους υπό τη διεύθυνση του προσώπου που αναφέρεται στο στοιχείο α), λαμβάνοντας υπόψη τους όρους που έθεσαν οι δικές τους αρχές στη συμφωνία για τη σύσταση της ομάδας·

γ) το κράτος μέλος στο οποίο λειτουργεί η ομάδα προβαίνει στις οργανωτικές ρυθμίσεις που απαιτούνται για τη λειτουργία της.

4. Στην παρούσα απόφαση πλαίσιο αναφέρονται ως "αποσπασμένα" τα μέλη της κοινής ομάδας έρευνας που δεν προέρχονται από το κράτος μέλος στο οποίο λειτουργεί η ομάδα.

5. Τα αποσπασμένα μέλη της κοινής ομάδας έρευνας έχουν το δικαίωμα να παρίστανται όταν διενεργούνται μέτρα έρευνας στο κράτος μέλος λειτουργίας. Εντούτοις, ο επικεφαλής της ομάδας μπορεί, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο λειτουργεί η ομάδα, να αποφασίσει διαφορετικά για συγκεκριμένους λόγους.

6. Στα αποσπασμένα μέλη της κοινής ομάδας έρευνας μπορεί, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο λειτουργεί η ομάδα, να ανατίθεται από τον επικεφαλής της ομάδας η διενέργεια ορισμένων μέτρων έρευνας εφόσον αυτό έχει εγκριθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους λειτουργίας και από το αποσπόν κράτος μέλος.

7. Όταν, για τους σκοπούς της κοινής ομάδας έρευνας, απαιτούνται μέτρα έρευνας σε ένα από τα κράτη μέλη που την έχουν συγκροτήσει, τα μέλη που είναι αποσπασμένα στην ομάδα από το εν λόγω κράτος μέλος μπορούν να ζητήσουν από τις αρμόδιες αρχές του να προβούν σε αυτά τα μέτρα. Τα μέτρα αυτά εξετάζονται στο οικείο κράτος μέλος σύμφωνα με τους όρους οι οποίοι θα εφαρμόζονται εάν είχαν ζητηθεί στο πλαίσιο εσωτερικής έρευνας.

8. Όταν η κοινή ομάδα έρευνας χρειάζεται τη συνδρομή άλλου κράτους μέλους πέραν εκείνων που έχουν συγκροτήσει την ομάδα ή τρίτου κράτους, η αίτηση συνδρομής μπορεί να υποβληθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους λειτουργίας στις αρμόδιες αρχές του άλλου ενδιαφερόμενου κράτους σύμφωνα με τις υφιστάμενες συμφωνίες ή ρυθμίσεις.

9. Μέλος της κοινής ομάδας έρευνας δύναται, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του και μέσα στα όρια της αρμοδιότητάς του, να παρέχει στην ομάδα πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στο κράτος μέλος από το οποίο έχει αποσπασθεί, για τους σκοπούς των ποινικών ερευνών που διεξάγει η κοινή ομάδα.

10. Οι πληροφορίες, τις οποίες νομίμως απέκτησε το μέλος ή το αποσπασμένο μέλος κατά τη θητεία του ως μέλος της κοινής ομάδας έρευνας, και οι οποίες υπό άλλες συνθήκες δεν θα ήταν στη διάθεση των αρμόδιων αρχών των ενδιαφερομένων κρατών μελών, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τους ακόλουθους σκοπούς:

α) για τους σκοπούς για τους οποίους έχει συσταθεί η ομάδα·

β) για την ανίχνευση, τη διερεύνηση και τη δίωξη άλλων ποινικών αδικημάτων, εφόσον υπάρχει προηγούμενη συγκατάθεση του κράτους μέλους στο οποίο κατέστησαν διαθέσιμες οι πληροφορίες. Το κράτος μέλος μπορεί να αρνηθεί τη συγκατάθεσή του, μόνον αν πρόκειται για περιπτώσεις στις οποίες η χρήση αυτή θα έθετε σε κίνδυνο ποινικές έρευνες διεξαγόμενες στο έδαφός του ή ως προς τις οποίες το κράτος αυτό θα μπορούσε να αρνηθεί την παροχή αμοιβαίας συνδρομής·

γ) για την αποτροπή άμεσης και σοβαρής απειλής κατά της δημόσιας ασφάλειας, χωρίς αυτό να θίγει τα προβλεπόμενα στο στοιχείο β), εάν στη συνέχεια ξεκινήσει διερεύνηση ποινικού αδικήματος·

δ) για άλλους λόγους, στο βαθμό που αυτό συμφωνείται μεταξύ των κρατών μελών που συγκροτούν την ομάδα.

11. Η παρούσα απόφαση πλαίσιο δεν θίγει άλλες υπάρχουσες διατάξεις ή ρυθμίσεις για τη σύσταση ή λειτουργία κοινών ομάδων έρευνας.

12. Στο βαθμό που οι νομοθεσίες των οικείων κρατών μελών ή διατάξεις νομικής πράξης ισχύουσας μεταξύ τους το επιτρέπουν, μπορούν να συμφωνηθούν ρυθμίσεις ούτως ώστε να μετέχουν στις δραστηριότητες της κοινής ομάδας έρευνας και άλλα πρόσωπα εκτός των εκπροσώπων των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών που συνέστησαν την ομάδα. Στα πρόσωπα αυτά μπορούν, παραδείγματος χάριν, να περιλαμβάνονται υπάλληλοι οργάνων που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη συνθήκη. Τα δικαιώματα που παρέχονται στα μέλη ή τα αποσπασμένα μέλη της ομάδας δυνάμει της παρούσας απόφασης πλαισίου δεν ισχύουν για τα πρόσωπα αυτά, εκτός εάν ρητώς προβλέπεται άλλως από τη συμφωνία.

Άρθρο 2

Ποινική ευθύνη όσον αφορά υπαλλήλους

Κατά τις επιχειρήσεις που αναφέρει το άρθρο 1, υπάλληλοι κρατών μελών άλλων από το κράτος μέλος της επιχείρησης εξομοιούνται προς υπαλλήλους του κράτους της επιχείρησης όσον αφορά τις παραβάσεις των οποίων είναι ενδεχομένως θύματα ή τις οποίες ενδεχομένως θα διαπράξουν.

Άρθρο 3

Αστική ευθύνη όσον αφορά υπαλλήλους

1. Όταν σύμφωνα με το άρθρο 1 οι υπάλληλοι ενός κράτους μέλους βρίσκονται σε αποστολή στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, το πρώτο κράτος μέλος ευθύνεται για τυχόν ζημίες τις οποίες προξενούν οι υπάλληλοι αυτοί κατά την εκτέλεση της αποστολής τους, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου δρουν.

2. Το κράτος μέλος, στο έδαφος του οποίου προκαλούνται οι ζημίες που αναφέρει η παράγραφος 1, υποχρεούται στην αποκατάσταση των ζημιών αυτών, υπό τους όρους που ισχύουν για τις ζημίες τις οποίες προκαλούν τα όργανα του κράτους αυτού.

3. Το κράτος μέλος, του οποίου τα όργανα προκαλούν ζημίες σε άλλον στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, καταβάλλει εξ ολοκλήρου το ποσό που το εν λόγω κράτος κατέβαλε στους παθόντες ή άλλους δικαιούχους.

4. Με την επιφύλαξη της άσκησης των δικαιωμάτων τoυ έναντι τρίτων και με την εξαίρεση της παραγράφoυ 3, κάθε κράτoς μέλoς παραιτείται, στην περίπτωση της παραγράφoυ 1, της δυνατότητας να ζητήσει από ένα άλλo κράτoς μέλoς την επιστρoφή τoυ πoσoύ των ζημιών πoυ υπέστη.

Άρθρο 4

Εφαρμογή

1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης πλαίσιο ως την 1η Ιανουαρίου 2003.

2. Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και στην Επιτροπή το κείμενο όλων των διατάξεων με τις οποίες μεταφέρονται στην εθνική τους νομοθεσία οι υποχρεώσεις που τους επιβάλλονται από την απόφαση πλαίσιο. Η Επιτροπή, βασιζόμενη σε αυτά τα κείμενα και σε άλλα πληροφοριακά στοιχεία θα υποβάλει ως την 1η Ιουλίου 2004 στο Συμβούλιο έκθεση για τη λειτουργία της παρούσας απόφασης πλαίσιο. Το Συμβούλιο θα διαπιστώσει κατά πόσον τα κράτη μέλη θα έχουν συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση πλαίσιο.

Άρθρο 5

Έναρξη ισχύος

Η απόφαση πλαίσιο αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα. Παύει να παράγει τα αποτελέσματά της όταν τεθεί πλήρως σε ισχύ σε όλα τα κράτη μέλη η σύμβαση για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Λουξεμβούργο, 13 Ιουνίου 2002.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. Rajoy Brey

(1) ΕΕ C 295 της 20.10.2001, σ. 9.

(2) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2001 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3) ΕΕ C 197 της 12.7.2000, σ. 1.

Top