This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 31998L0078
Directive 98/78/EC of the European Parliament and of the Council of 27 October 1998 on the supplementary supervision of insurance undertakings in an insurance group
Οδηγία 98/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου 1998 σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός ασφαλιστικού ομίλου
Οδηγία 98/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου 1998 σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός ασφαλιστικού ομίλου
ΕΕ L 330 της 5.12.1998, p. 1–12
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV) Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση
(CS, ET, LV, LT, HU, MT, PL, SK, SL, BG, RO, HR)
No longer in force, Date of end of validity: 31/12/2015; καταργήθηκε από 32009L0138 και βλ. 32012L0023 και 32013L0058
Οδηγία 98/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου 1998 σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός ασφαλιστικού ομίλου
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 330 της 05/12/1998 σ. 0001 - 0012
ΟΔΗΓΙΑ 98/78/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Οκτωβρίου 1998 σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός ασφαλιστικού ομίλου ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 57 παράγραφος 2, την πρόταση της Επιτροπής (1), τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2), Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 189 Β της συνθήκης (3), Εκτιμώντας: (1) ότι η πρώτη οδηγία 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητας πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής (4) και η πρώτη οδηγία 79/267/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Μαρτίου 1979, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη της δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως ζωής και την άσκηση αυτής (5) απαιτούν από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να διαθέτουν περιθώριο φερεγγυότητας 7 (2) ότι, δυνάμει της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλισης ζωής, και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ (6) και της οδηγίας 92/96/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Νοεμβρίου 1992, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση ζωής και για την τροποποίηση των οδηγιών 79/267/ΕΟΚ και 90/619/ΕΟΚ (7), η πρόσβαση στην ασφαλιστική δραστηριότητα και η άσκησή της εξαρτώνται από τη χορήγηση ενιαίας διοικητικής άδειας από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο η ασφαλιστική επιχείρηση έχει την έδρα της (κράτος μέλος καταγωγής) 7 ότι η άδεια αυτή επιτρέπει στην επιχείρηση να ασκεί δραστηριότητες σε όλες τις χώρες της Κοινότητας, είτε υπό καθεστώς εγκατάστασης είτε υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών 7 ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής είναι υπεύθυνες για την εποπτεία της χρηματοοικονομικής σταθερότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένης και της φερεγγυότητάς τους 7 (3) ότι τα μέτρα για την άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας ασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός ασφαλιστικού ομίλου θα πρέπει να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές που ασκούν εποπτεία επί μιας ασφαλιστικής επιχείρησης να προβαίνουν σε πιο τεκμηριωμένη εκτίμηση της χρηματοοικονομικής κατάστασής της 7 ότι κατά την άσκηση συμπληρωματικής εποπτείας θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ορισμένες επιχειρήσεις οι οποίες σήμερα δεν υπάγονται σε εποπτεία δυνάμει των κοινοτικών οδηγιών 7 ότι η παρούσα οδηγία ουδόλως συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να ασκούν εποπτεία επί των επιχειρήσεων αυτών σε ατομική βάση 7 (4) ότι, επειδή σε μια κοινή ασφαλιστική αγορά οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις βρίσκονται σε άμεσο ανταγωνισμό μεταξύ τους, οι κανόνες σχετικά με τα ίδια κεφάλαια πρέπει να είναι ισοδύναμοι 7 ότι προς το σκοπό αυτό τα κριτήρια για τον καθορισμό της συμπληρωματικής εποπτείας δεν πρέπει να αποφασίζονται αποκλειστικά από τα κράτη μέλη 7 ότι με τη θέσπιση κοινών βασικών κανόνων εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον της Κοινότητας εφόσον αποφεύγονται οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού 7 ότι είναι αναγκαίο να εξαλειφθούν ορισμένες διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών όσον αφορά τον προληπτικό έλεγχο ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ανήκουν σε ασφαλιστικό όμιλο 7 (5) ότι η προσέγγιση που υιοθετήθηκε συνίσταται στην επίτευξη της βασικής, αναγκαίας και επαρκούς εναρμόνισης για την αμοιβαία αναγνώριση των συστημάτων προληπτικού ελέγχου στον εν λόγω τομέα 7 ότι η παρούσα οδηγία αποσκοπεί, ιδίως, στην προστασία των συμφερόντων των ασφαλισμένων 7 (6) ότι ορισμένες διατάξεις της παρούσας οδηγίας ορίζουν τους ελάχιστους κανόνες 7 ότι το κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να θεσπίσει αυστηρότερους κανόνες για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια από τις αρμόδιες αρχές αυτού 7 (7) ότι η παρούσα οδηγία προβλέπει τη συμπληρωματική εποπτεία οποιασδήποτε ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία είναι συμμετέχουσα επιχείρηση μιας τουλάχιστον ασφαλιστικής επιχείρησης, αντασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, καθώς και τη συμπληρωματική εποπτεία, με διαφορετικούς τρόπους, οποιασδήποτε ασφαλιστικής επιχείρησης, η μητρική επιχείρηση της οποίας είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, αντασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας 7 ότι η εξατομικευμένη εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων από τις αρμόδιες αρχές παραμένει βασική αρχή της εποπτείας στον ασφαλιστικό τομέα 7 (8) ότι είναι απαραίτητο να υπολογισθεί η κατάσταση προσαρμοσμένης φερεγγυότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ανήκουν σε ασφαλιστικό όμιλο 7 ότι οι αρμόδιες αρχές στην Κοινότητα εφαρμόζουν διαφορετικές μεθόδους για να εκτιμήσουν τις συνέπειες επί της χρηματοοικονομικής κατάστασης μιας ασφαλιστικής επιχείρησης που συμμετέχει σε ασφαλιστικό όμιλο 7 ότι η παρούσα οδηγία καθορίζει τρεις μεθόδους για τον υπολογισμό αυτό 7 ότι οι μέθοδοι αυτές θεωρούνται ισοδύναμες από την άποψη της προληπτικής εποπτείας 7 (9) ότι η φερεγγυότητα μιας θυγατρικής ασφαλιστικής επιχείρησης στην οποία υπάρχει συμμετοχή ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, αντασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας μπορεί να επηρεασθεί από τους χρηματοοικονομικούς πόρους του ομίλου στον οποίο ανήκει και από την κατανομή αυτών των πόρων στο εσωτερικό του ομίλου 7 ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει να έχουν τα μέσα για την άσκηση συμπληρωματικής εποπτείας και για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων στο επίπεδο της ασφαλιστικής επιχείρησης οσάκις η φερεγγυότητά της υπονομεύεται ή ενδέχεται να υπονομευθεί 7 (10) ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει να έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που είναι χρήσιμες για την άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας 7 ότι πρέπει να εδραιωθεί η συνεργασία μεταξύ των αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων καθώς και μεταξύ των αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία διαφορετικών χρηματοπιστωτικών τομέων 7 (11) ότι ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών στο εσωτερικό του ομίλου μπορούν να επηρεάσουν τη χρηματοοικονομική κατάσταση μιας ασφαλιστικής επιχείρησης 7 ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει να ασκούν γενική εποπτεία αυτών των συναλλαγών στο εσωτερικό του ομίλου και να λαμβάνουν ενδεδειγμένα μέτρα στο επίπεδο της ασφαλιστικής επιχείρησης όταν η φερεγγυότητά της είναι ή κινδυνεύει να γίνει επισφαλής, ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ: Άρθρο 1 Ορισμοί Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως: α) «ασφαλιστική επιχείρηση» νοείται κάθε επιχείρηση διαθέτουσα επίσημη άδεια σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ ή το άρθρο 6 της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ 7 β) «ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας» νοείται κάθε επιχείρηση η οποία, αν είχε καταστατική έδρα εντός της Κοινότητας, θα χρειαζόταν άδεια σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ ή το άρθρο 6 της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ 7 γ) «αντασφαλιστική επιχείρηση» νοείται η επιχείρηση, πλην των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή των ασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτης χώρας, η κύρια δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην αποδοχή των κινδύνων, τους οποίους εκχωρεί ασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή άλλες αντασφαλιστικές επιχειρήσεις 7 δ) «μητρική επιχείρηση» νοείται η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ (8), καθώς και οποιαδήποτε επιχείρηση η οποία, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, ασκεί πράγματι δεσπόζουσα επιρροή επί άλλης επιχείρησης 7 ε) «θυγατρική επιχείρηση» νοείται η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ και κάθε επιχείρηση επί της οποίας, σύμφωνα με τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, η μητρική επιχείρηση ασκεί πραγματικά δεσπόζουσα επιρροή. Όλες οι θυγατρικές άλλων θυγατρικών επιχειρήσεων θεωρούνται επίσης θυγατρικές της αρχικής μητρικής επιχείρησης 7 στ) «συμμετοχή» νοείται η συμμετοχή κατά την έννοια του άρθρου 17 πρώτη φράση της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ (9) ή η άμεση ή έμμεση κατοχή του 20 % ή πλέον των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης 7 ζ) «συμμετέχουσα επιχείρηση» νοείται η επιχείρηση η οποία είτε είναι μητρική είτε διαθέτει κάποια συμμετοχή 7 η) «συνδεδεμένη επιχείρηση» νοείται είτε η θυγατρική είτε οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση στην οποία υπάρχει κάποια συμμετοχή 7 θ) «ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου» νοείται μητρική επιχείρηση, η κύρια δραστηριότητα της οποίας είναι η κτήση και η κατοχή συμμετοχών σε θυγατρικές επιχειρήσεις, όπου οι εν λόγω θυγατρικές είναι αποκλειστικά ή κυρίως ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ή ασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών, εκ των οποίων θυγατρικών επιχειρήσεων η μία τουλάχιστον είναι ασφαλιστική επιχείρηση 7 ι) «ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας» νοείται η μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι ασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, όταν η μία τουλάχιστον από τις θυγατρικές της είναι ασφαλιστική επιχείρηση 7 κ) «αρμόδιες αρχές» νοούνται οι εθνικές αρχές οι οποίες εκ του νόμου ή άλλης κανονιστικής ρύθμισης είναι αρμόδιες να εποπτεύουν τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Άρθρο 2 Περιπτώσεις εφαρμογής της συμπληρωματικής εποπτείας ασφαλιστικών επιχειρήσεων 1. Πέραν των διατάξεων των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 79/267/ΕΟΚ που καθορίζουν τους κανόνες εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, τα κράτη μέλη προβλέπουν τη συμπληρωματική εποπτεία οποιασδήποτε ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία είναι συμμετέχουσα επιχείρηση μιας τουλάχιστον ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, με τον τρόπο που προβλέπεται στα άρθρα 5, 6, 8 και 9. 2. Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση, της οποίας η μητρική επιχείρηση είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, ή αντασφαλιστική εταιρεία ή ασφαλιστική εταιρεία τρίτης χώρας, υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 και στα άρθρα 6, 8 και 10. 3. Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση, της οποίας η μητρική επιχείρηση είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία, με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 και στα άρθρα 6 και 8. Άρθρο 3 Έκταση της συμπληρωματικής εποπτείας 1. Η άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 2 ουδόλως σημαίνει ότι οι αρμόδιες αρχές είναι υποχρεωμένες να εποπτεύουν ατομικώς την ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας ή την αντασφαλιστική εταιρεία. 2. Κατά τη συμπληρωματική εποπτεία λαμβάνονται υπόψη: - συνδεδεμένες επιχειρήσεις με την ασφαλιστική επιχείρηση, - συμμετέχουσες επιχειρήσεις στην ασφαλιστική επιχείρηση, - συνδεδεμένες επιχειρήσεις συμμετέχουσας επιχείρησης της ασφαλιστικής επιχείρησης, οι οποίες αναφέρονται στα άρθρα 5, 6, 8, 9 και 10. 3. Τα κράτη μέλη μπορούν, στη συμπληρωματική εποπτεία που αναφέρεται στο άρθρο 2, να μην λάβουν υπόψη επιχείρηση με καταστατική έδρα σε τρίτη χώρα όπου υφίστανται νομικά εμπόδια για τη διαβίβαση των αναγκαίων πληροφοριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων του παραρτήματος I σημείο 2.5 και του παραρτήματος II σημείο 4. Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές που ασκούν τη συμπληρωματική εποπτεία μπορούν, κατά περίπτωση, να μην λάβουν υπόψη τους, κατά τη συμπληρωματική εποπτεία που αναφέρεται στο άρθρο 2, μια επιχείρηση, στις ακόλουθες περιπτώσεις: - όταν η συγκεκριμένη επιχείρηση είναι αμελητέας σημασίας σε σχέση με τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, - όταν η εποπτεία της χρηματοοικονομικής κατάστασης της επιχείρησης αντενδείκνυται ή μπορεί να είναι παραπλανητική σε σχέση με τους στόχους της συμπληρωματικής εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Άρθρο 4 Αρχές αρμόδιες για την άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας 1. Η συμπληρωματική εποπτεία ασκείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου χορηγήθηκε άδεια λειτουργίας στην ασφαλιστική επιχείρηση βάσει του άρθρου 6 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ ή του άρθρου 6 της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ. 2. Όταν ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη έχουν ως μητρική επιχείρηση την αυτή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, επιχείρηση αντασφάλισης, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, οι αρμόδιες αρχές των εν λόγω κρατών μελών μπορούν να συμφωνήσουν ποία εξ αυτών θα ασκεί τη συμπληρωματική εποπτεία. 3. Όταν ένα κράτος μέλος διαθέτει περισσότερες αρμόδιες αρχές για την προληπτική εποπτεία των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, μεριμνά για την οργάνωση του συντονισμού μεταξύ των αρχών αυτών. Άρθρο 5 Διαθεσιμότητα και ποιότητα των πληροφοριών 1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές θα απαιτούν από οποιαδήποτε ασφαλιστική επιχείρηση υποκειμένη σε συμπληρωματική εποπτεία να έχει επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου για την παραγωγή στοιχείων και πληροφοριών σχετικών με τους στόχους της συμπληρωματικής αυτής εποπτείας. 2. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε, εντός της δικαιοδοσίας τους, να μην υπάρχουν νομικοί φραγμοί οι οποίοι να εμποδίζουν τις επιχειρήσεις που υπόκεινται στη συμπληρωματική εποπτεία και τις συνδεδεμένες ή συμμετέχουσες επιχειρήσεις τους να ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες χρήσιμες για τους σκοπούς της συμπληρωματικής αυτής εποπτείας. Άρθρο 6 Πρόσβαση στις πληροφορίες 1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους που είναι υπεύθυνες για την άσκηση συμπληρωματικής εποπτείας έχουν πρόσβαση σε οποιαδήποτε πληροφορία σχετική με την εποπτεία ασφαλιστικής επιχείρησης η οποία υπόκειται σε συμπληρωματική εποπτεία. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απευθύνονται απ' ευθείας στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 για να εξασφαλίζουν την κοινοποίηση των απαιτούμενων πληροφοριών μόνον όταν η ασφαλιστική επιχείρηση δεν δίδει τις πληροφορίες που της ζητούνται. 2. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους μπορούν να διενεργούν στο έδαφός τους, είτε οι ίδιες είτε διά των υπ' αυτών οριζομένων προσώπων, επιτόπια εξακρίβωση των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1: - στην ασφαλιστική επιχείρηση που υπόκειται στη συμπληρωματική εποπτεία, - στις θυγατρικές επιχειρήσεις αυτής της ασφαλιστικής επιχείρησης, - στις μητρικές επιχειρήσεις αυτής της ασφαλιστικής επιχείρησης, - στις θυγατρικές επιχειρήσεις μιας μητρικής επιχείρησης αυτής της ασφαλιστικής επιχείρησης. 3. Όταν, κατά την εφαρμογή των προβλεπόμενων στο παρόν άρθρο, οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους επιθυμούν, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να επαληθεύσουν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με ασφαλιστική επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, η οποία είναι συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση, θυγατρική επιχείρηση, μητρική επιχείρηση ή θυγατρική επιχείρηση μιας μητρικής επιχείρησης της ασφαλιστικής επιχείρησης που υπόκειται στη συμπληρωματική εποπτεία, πρέπει να ζητήσουν από τις αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους μέλους τη διενέργεια του ελέγχου αυτού. Οι αρχές οι οποίες λαμβάνουν μια τέτοια αίτηση οφείλουν, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους, να δώσουν συνέχεια σ' αυτήν, είτε διενεργώντας οι ίδιες τον έλεγχο είτε επιτρέποντας στις αιτούσες αρχές να διενεργήσουν αυτές τον έλεγχο είτε επιτρέποντας την άσκησή του από ελεγκτή ή εμπειρογνώμονα. Άρθρο 7 Συνεργασία των αρμόδιων αρχών 1. Στην περίπτωση ασφαλιστικών επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε διαφορετικά κράτη μέλη οι οποίες συνδέονται απευθείας ή εμμέσως ή έχουν κοινή συμμετέχουσα επιχείρηση, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους κοινοποιούν στις αρχές των άλλων κρατών μελών, κατ' αίτησή τους, όλες τις πληροφορίες οι οποίες θα επιτρέψουν ή θα διευκολύνουν την άσκηση της εποπτείας βάσει της παρούσας οδηγίας και κοινοποιούν αυτοβούλως κάθε πληροφορία που κρίνουν απαραίτητη για τις άλλες αρμόδιες αρχές. 2. Όταν μια ασφαλιστική επιχείρηση και είτε ένα πιστωτικό ίδρυμα, κατά την έννοια της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ (10), ή μια επιχείρηση επενδύσεων, κατά την έννοια της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ (11) ή και τα δύο συνδέονται απευθείας ή εμμέσως ή έχουν κοινή συμμετέχουσα επιχείρηση, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές που έχουν δημόσια εξουσία εποπτείας των άλλων αυτών επιχειρήσεων συνεργάζονται στενά. Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, οι εν λόγω αρχές κοινοποιούν αμοιβαία όλα τα στοιχεία που μπορούν να διευκολύνουν την αποστολή τους, ειδικότερα στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας. 3. Οι πληροφορίες που συλλέγονται βάσει της παρούσας οδηγίας, και ειδικότερα οποιαδήποτε ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμοδίων αρχών που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, υπόκεινται στην υποχρέωση που ισχύει σχετικά με το επαγγελματικό απόρρητο όπως ορίζεται στο άρθρο 16 της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ και στο άρθρο 15 της οδηγίας 92/96/ΕΟΚ. Άρθρο 8 Πράξεις εντός του ομίλου 1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές ασκούν γενική εποπτεία των πράξεων μεταξύ: α) μιας ασφαλιστικής επιχείρησης και: i) μιας συνδεδεμένης επιχείρησης της ασφαλιστικής επιχείρησης 7 ii) μιας συμμετέχουσας επιχείρησης της ασφαλιστικής επιχείρησης 7 iii) μιας συνδεδεμένης επιχείρησης μιας συμμετέχουσας επιχείρησης της ασφαλιστικής επιχείρησης 7 β) μιας ασφαλιστικής επιχείρησης και ενός φυσικού προσώπου που διαθέτει συμμετοχή: i) στην ασφαλιστική επιχείρηση ή σε μια από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της 7 ii) σε συμμετέχουσα επιχείρηση της ασφαλιστικής επιχείρησης 7 iii) σε συνδεδεμένη επιχείρηση συμμετέχουσας επιχείρησης της ασφαλιστικής επιχείρησης. Οι πράξεις αυτές αφορούν ειδικότερα: - δάνεια, - εγγυήσεις και πράξεις εκτός ισολογισμού, - στοιχεία που μπορούν να επιλεγούν για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας, - επενδύσεις, - αντασφαλίσεις, - συμφωνίες περί κατανομής εξόδων. 2. Προς το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη απαιτούν τουλάχιστον μία ετήσια έκθεση της ασφαλιστικής επιχείρησης προς τις αρμόδιες αρχές όσον αφορά τις σημαντικές πράξεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Εάν με βάση τις πληροφορίες αυτές φαίνεται ότι υπονομεύεται ή ενδέχεται να υπονομευθεί η φερεγγυότητα της ασφαλιστικής επιχείρησης, η αρμόδια αρχή λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα έναντι της επιχείρησης αυτής. Άρθρο 9 Υποχρέωση προσαρμογής της φερεγγυότητας 1. Στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη απαιτούν τη διεξαγωγή υπολογισμού της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας σύμφωνα με το παράρτημα I. 2. Οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις, συμμετέχουσες επιχειρήσεις και συνδεδεμένες επιχειρήσεις μιας συμμετέχουσας επιχείρησης περιλαμβάνονται στον υπολογισμό της παραγράφου 1. 3. Εάν ο υπολογισμός της παραγράφου 1 καταδείξει ότι η προσαρμοσμένη φερεγγυότητα είναι αρνητική, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα έναντι της οικείας ασφαλιστικής επιχείρησης. Άρθρο 10 Αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου και ασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας 1. Στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη απαιτούν την εφαρμογή της συμπληρωματικής μεθόδου εποπτείας σύμφωνα με το παράρτημα II. 2. Στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, στον υπολογισμό συμπεριλαμβάνονται όλες οι συνδεδεμένες επιχειρήσεις της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της αντασφαλιστικής επιχείρησης ή της ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, σύμφωνα με τη μέθοδο που προβλέπεται στο παράρτημα II. 3. Εάν, βάσει του υπολογισμού αυτού, οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι υπονομεύεται ή ενδέχεται να υπονομευθεί η φερεγγυότητα μιας ασφαλιστικής επιχείρησης θυγατρικής της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της αντασφαλιστικής επιχείρησης ή της ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα έναντι της εν λόγω ασφαλιστικής επιχείρησης. Άρθρο 11 Εφαρμογή 1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία μέχρι τις 5 Ιουνίου 2000. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά. 2. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται μια πρώτη φορά στην εποπτεία των λογαριασμών για τις λογιστικές χρήσεις που αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου 2001 ή κατά τη διάρκεια αυτού του ημερολογιακού έτους. 3. Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από σχετική παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη. 4. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των κυριότερων διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία. 5. Μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2006 το αργότερο, η Επιτροπή υποβάλλει στην επιτροπή ασφαλίσεων έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και, αν το κρίνει σκόπιμο, με την ανάγκη περαιτέρω εναρμόνισης. Άρθρο 12 Έναρξη ισχύος Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Άρθρο 13 Αποδέκτες Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη. Λουξεμβούργο, 27 Οκτωβρίου 1998. Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Ο Πρόεδρος J.M. GIL-ROBLES Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος E. HOSTASCH (1) ΕΕ C 341 της 19.12.1995, σ. 16 και ΕΕ C 108 της 7.4.1998, σ. 48. (2) ΕΕ C 174 της 17.6.1996, σ. 16. (3) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 1997 (ΕΕ C 339 της 10.11.1997, σ. 130), κοινή θέση του Συμβουλίου της 30ής Μαρτίου 1998 (ΕΕ C 204 της 30.6.1998, σ. 1) και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 1998 (ΕΕ C 313 της 12.10.1998). Απόφαση του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 1998. (4) ΕΕ L 228 της 16.8.1973, σ. 3 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 95/26/ΕΚ (ΕΕ L 168 της 18.7.1995, σ. 7). (5) ΕΕ L 63 της 13.3.1979, σ. 1 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 95/26/ΕΚ. (6) ΕΕ L 228 της 11.8.1992, σ. 1 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 95/26/ΕΚ. (7) ΕΕ L 360 της 9.12.1992, σ. 1 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 95/26/ΕΚ. (8) Έβδομη οδηγία 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, βασιζόμενη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 στοιχείο ζ) της συνθήκης για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1) 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 1994. (9) Τέταρτη οδηγία 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, βασιζόμενη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 στοιχείο ζ) της συνθήκης περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών (ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11) 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 1994. (10) Πρώτη οδηγία 77/780/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1977, περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος (ΕΕ L 322 της 17.12.1977, σ. 30) 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/13/ΕΚ (ΕΕ L 66 της 16.3.1996, σ. 15). (11) Οδηγία 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1993, σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών (ΕΕ L 141 της 11.6.1993, σ. 27) 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 97/9/ΕΚ (ΕΕ L 84 της 26.3.1997, σ. 22). ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ 1. ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ Α. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο υπολογισμός της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 πραγματοποιείται σύμφωνα με μια από τις μεθόδους του σημείου 3. Ένα κράτος μέλος μπορεί όμως να ορίσει ότι οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν ή επιβάλλουν την εφαρμογή μιας εκ των μεθόδων του σημείου 3, διαφορετικής από αυτήν που επέλεξε το κράτος μέλος. Β. Αναλογικότητα Για τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας ασφαλιστικής επιχείρησης, λαμβάνεται υπόψη το αναλογικό μερίδιο της συμμετέχουσας επιχείρησης στις οικείες συνδεδεμένες επιχειρήσεις. Ως «αναλογικό μερίδιο» νοείται είτε, όταν χρησιμοποιείται η μέθοδος 1 ή η μέθοδος 2 του σημείου 3, η αναλογία του εγγεγραμμένου κεφαλαίου το οποίο ανήκει, απευθείας ή εμμέσως, στη συμμετέχουσα επιχείρηση, είτε, στην περίπτωση που χρησιμοποιείται η μέθοδος 3, τα ποσοστά επί τοις εκατό που χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών. Όποια μέθοδος όμως και αν χρησιμοποιείται, όταν πρόκειται για συνδεδεμένη επιχείρηση που είναι θυγατρική και έχει έλλειμμα φερεγγυότητας, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό έλλειμμα φερεγγυότητας της θυγατρικής. Ωστόσο, όταν κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών η ευθύνη της μητρικής επιχείρησης στην οποία ανήκει μέρος του κεφαλαίου περιορίζεται αυστηρά και αναμφισβήτητα σε αυτό το μέρος του κεφαλαίου, οι εν λόγω αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν να ληφθεί υπόψη κατ' αναλογίαν, το έλλειμμα φερεγγυότητας της θυγατρικής. Γ. Αποφυγή της διπλής χρήσης των στοιχείων του περιθωρίου φερεγγυότητας Γ.1. Γενική αντιμετώπιση των στοιχείων του περιθωρίου φερεγγυότητας Ανεξάρτητα από τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας ασφαλιστικής επιχείρησης, πρέπει να καταργηθεί η διπλή χρήση στοιχείων επιλέξιμων για το περιθώριο φερεγγυότητας μεταξύ των διαφόρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων που λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό αυτό. Προς το σκοπό αυτό, κατά τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας ασφαλιστικής επιχείρησης και εφόσον οι μέθοδοι που περιγράφονται στο σημείο 3 δεν προβλέπουν ήδη κάτι τέτοιο, αποκλείονται τα ακόλουθα ποσά: - η αξία τυχόν περιουσιακών στοιχείων της ασφαλιστικής επιχείρησης, τα οποία αντιπροσωπεύουν τη χρηματοδότηση στοιχείων επιλέξιμων για το περιθώριο φερεγγυότητας μιας από τις συνδεδεμένες με αυτήν ασφαλιστικές επιχειρήσεις, - η αξία τυχόν περιουσιακών στοιχείων ασφαλιστικής επιχείρησης συνδεδεμένης προς αυτή την ασφαλιστική επιχείρηση, τα οποία αντιπροσωπεύουν τη χρηματοδότηση στοιχείων επιλέξιμων για το περιθώριο φερεγγυότητας της οικείας ασφαλιστικής επιχείρησης, - η αξία τυχόν περιουσιακών στοιχείων ασφαλιστικής επιχείρησης συνδεδεμένης προς αυτή την ασφαλιστική επιχείρηση, τα οποία αντιπροσωπεύουν τη χρηματοδότηση στοιχείων επιλέξιμων για το περιθώριο φερεγγυότητας οιασδήποτε άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης συνδεδεμένης με αυτή την ασφαλιστική επιχείρηση. Γ.2. Μεταχείριση ορισμένων στοιχείων Με την επιφύλαξη των διατάξεων του σημείου Γ.1: - τα αποθεματικά που δημιουργούνται από τα κέρδη και τα μελλοντικά κέρδη ασφαλιστικής επιχείρησης ζωής συνδεδεμένης προς την ασφαλιστική επιχείρηση, την οποία αφορά ο υπολογισμός της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας και - τα εγγεγραμμένα αλλά μη καταβεβλημένα μερίδια κεφαλαίου ασφαλιστικής επιχείρησης ζωής συνδεδεμένης προς την ασφαλιστική επιχείρηση, την οποία αφορά ο υπολογισμός της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας, περιλαμβάνονται στον υπολογισμό μόνον εφόσον είναι επιλέξιμα για την κάλυψη του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας της συνδεδεμένης αυτής επιχείρησης. Ωστόσο, τα τυχόν εγγεγραμμένα αλλά μη καταβεβλημένα κεφάλαια, που συνιστούν δυνάμει υποχρέωση εκ μέρους της συμμετέχουσας επιχείρησης, αποκλείονται από τον υπολογισμό στο σύνολό τους. Τυχόν εγγεγραμμένα αλλά μη καταβεβλημένα μερίδια κεφαλαίου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής επιχείρησης, τα οποία συνιστούν δυνάμει υποχρέωση συνδεδεμένης ασφαλιστικής επιχείρησης, αποκλείονται επίσης από τον υπολογισμό. Τυχόν εγγεγραμμένα αλλά μη καταβεβλημένα μερίδια κεφαλαίου συνδεδεμένης ασφαλιστικής επιχείρησης, τα οποία συνιστούν δυνάμει υποχρέωση άλλης συνδεδεμένης ασφαλιστικής επιχείρησης της ίδιας συμμετέχουσας ασφαλιστικής επιχείρησης, αποκλείονται από τον υπολογισμό. Γ.3. Δυνατότητα μεταβιβάσεως Εάν οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι ορισμένα στοιχεία, εκτός των αναφερομένων στο σημείο Γ.2 που είναι επιλέξιμα για το περιθώριο φερεγγυότητας συνδεδεμένης ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν είναι δυνατό να καταστούν διαθέσιμα προκειμένου να καλύψουν το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής επιχείρησης, την οποία αφορά ο υπολογισμός της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας, τα στοιχεία αυτά μπορούν να συνεκτιμηθούν κατά τον υπολογισμό μόνο στο βαθμό που είναι επιλέξιμα για την κάλυψη του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας της συνδεδεμένης επιχείρησης. Γ.4. Το άθροισμα των στοιχείων που αναφέρονται στα σημεία Γ.2 και Γ.3 δεν επιτρέπεται να υπερβεί το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής επιχείρησης. Δ. Εξάλειψη της δημιουργίας κεφαλαίου δι' αμοιβαίας χρηματοδοτήσεως Κατά τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας δεν λαμβάνονται υπόψη στοιχεία επιλέξιμα για το περιθώριο φερεγγυότητας τα οποία προκύπτουν από την αμοιβαία χρηματοδότηση μεταξύ της ασφαλιστικής επιχείρησης και: - μιας συνδεδεμένης επιχείρησης, - μιας συμμετέχουσας επιχείρησης, - άλλης συνδεδεμένης επιχείρησης οποιασδήποτε των συμμετεχουσών επιχειρήσεων. Επιπλέον, δεν λαμβάνονται υπόψη στοιχεία επιλέξιμα για το περιθώριο φερεγγυότητας μιας ασφαλιστικής επιχείρησης συνδεδεμένης με την ασφαλιστική επιχείρηση της οποίας η προσαρμοσμένη φερεγγυότητα πρόκειται να υπολογισθεί, όταν τα στοιχεία αυτά έχουν προκύψει από αμοιβαία χρηματοδότηση με άλλη επιχείρηση συνδεδεμένη με αυτή την ασφαλιστική επιχείρηση. Ειδικότερα, αμοιβαία χρηματοδότηση υπάρχει όταν μια ασφαλιστική επιχείρηση, ή μια από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της, έχει μετοχές ή χορηγεί δάνεια προς άλλη επιχείρηση, η οποία, απευθείας ή εμμέσως, κατέχει στοιχείο επιλέξιμο για το περιθώριο φερεγγυότητας της πρώτης επιχείρησης. Ε. Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε η προσαρμοσμένη φερεγγυότητα να υπολογίζεται με τη συχνότητα που προβλέπεται από τις οδηγίες 73/239/ΕΟΚ και 79/267/ΕΟΚ για τον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού αποτιμώνται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ και 91/674/ΕΟΚ (1). 2. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΜΕΘΟΔΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ 2.1. Συνδεδεμένες ασφαλιστικές επιχειρήσεις Ο υπολογισμός της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας πραγματοποιείται σύμφωνα με τις γενικές αρχές και τις μεθόδους που καθορίζονται στο παρόν παράρτημα. Σε όλες τις μεθόδους, εφόσον η ασφαλιστική επιχείρηση έχει περισσότερες από μια συνδεδεμένες επιχειρήσεις, ο υπολογισμός της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας συνεκτιμά κάθε μια από τις συνδεδεμένες αυτές ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Σε περίπτωση διαδοχικών συμμετοχών (π.χ. μια ασφαλιστική επιχείρηση συμμετέχει σε άλλη ασφαλιστική επιχείρηση η οποία επίσης συμμετέχει σε ασφαλιστική επιχείρηση), ο υπολογισμός της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας πραγματοποιείται στο επίπεδο κάθε συμμετέχουσας ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία έχει τουλάχιστον μία συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση. Τα κράτη μέλη μπορούν να μην προβούν στον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας ασφαλιστικής επιχείρησης: - είτε αν πρόκειται για συνδεδεμένη επιχείρηση ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος και εφόσον αυτή η συνδεδεμένη επιχείρηση λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής επιχείρησης, - είτε αν πρόκειται για συνδεδεμένη επιχείρηση ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου ή αντασφαλιστικής επιχείρησης η οποία έχει την καταστατική έδρα της στο ίδιο κράτος μέλος με την ασφαλιστική επιχείρηση, και εφόσον αυτή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή αντασφαλιστική επιχείρηση και αυτή η συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό που πραγματοποιείται. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να μην προβούν στον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας ασφαλιστικής επιχείρησης εάν μια ασφαλιστική επιχείρηση είναι συνδεδεμένη άλλης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου εδρεύουσας σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον οι αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών συμφωνήσουν να ανατεθεί στην αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους η άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας. Σε κάθε περίπτωση, η παρέκκλιση επιτρέπεται μόνον εφόσον προσκομισθούν στις αρμόδιες αρχές ικανές αποδείξεις ότι τα στοιχεία που είναι επιλέξιμα για τον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων οι οποίες λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό είναι καταλλήλως κατανεμημένα μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, όταν η συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση έχει την καταστατική έδρα της σε διαφορετικό κράτος μέλος από την ασφαλιστική επιχείρηση, για την οποία πραγματοποιείται ο υπολογισμός προσαρμοσμένης φερεγγυότητας, στον υπολογισμό συνεκτιμάται, σε σχέση με τη συνδεδεμένη επιχείρηση, η κατάσταση φερεγγυότητας όπως αποτιμάται από τις αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους μέλους. 2.2. Συνδεδεμένες αντασφαλιστικές επιχειρήσεις Κατά τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας ασφαλιστικής επιχείρησης που συμμετέχει σε αντασφαλιστική επιχείρηση, η εν λόγω συνδεδεμένη αντασφαλιστική επιχείρηση αντιμετωπίζεται, αποκλειστικά για τις ανάγκες του υπολογισμού, κατά τρόπο ανάλογο με συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση, εφαρμοζόμενων των γενικών αρχών και των μεθόδων που περιέχονται στο παρόν παράρτημα. Προς το σκοπό αυτό, απαίτηση θεωρητικής φερεγγυότητας υπολογίζεται για κάθε συνδεδεμένη αντασφαλιστική επιχείρηση βάσει των ίδιων κανόνων με εκείνους που προβλέπονται από το άρθρο 16 παράγραφοι 2 έως 5 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ ή από το άρθρο 19 της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ. Ωστόσο, σε περίπτωση σημαντικών δυσκολιών κατά την εφαρμογή αυτών των κανόνων, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να δεχθούν να υπολογισθεί η απαίτηση θεωρητικής φερεγγυότητας με βάση το πρώτο αποτέλεσμα που προβλέπει η παράγραφος 3 του άρθρου 16 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ. Τα ίδια στοιχεία με εκείνα που προβλέπονται από το άρθρο 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ ή από το άρθρο 18 της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ αναγνωρίζονται ως στοιχεία που θα ληφθούν υπόψη στον υπολογισμό του περιθωρίου θεωρητικής φερεγγυότητας. Τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού αποτιμώνται σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις όπως εκείνες που προβλέπονται στις οδηγίες αυτές και την οδηγία 91/674/ΕΟΚ. 2.3. Ενδιάμεσες ασφαλιστικές εταιρείες χαρτοφυλακίου Κατά τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει συμμετοχή σε ασφαλιστική επιχείρηση ή σε συνδεδεμένη αντασφαλιστική επιχείρηση ή σε ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας μέσω ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση της ενδιάμεσης ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου. Για τις ανάγκες αποκλειστικά αυτού του υπολογισμού, ο οποίος πραγματοποιείται σύμφωνα με τις γενικές αρχές και μεθόδους που περιγράφονται στο παρόν παράρτημα, η εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου αντιμετωπίζεται σαν να επρόκειτο για ασφαλιστική επιχείρηση η οποία θα υπέκειτο σε απαίτηση φερεγγυότητας ίση με το μηδέν και αντιμετωπίζεται υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με αυτές που ορίζονται από το άρθρο 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ ή από το άρθρο 18 της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ όσον αφορά τα στοιχεία που είναι επιλέξιμα για τον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας. 2.4. Συνδεδεμένες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν την καταστατική τους έδρα σε τρίτες χώρες Α. Συνδεδεμένες ασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών Κατά τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας μιας ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία συμμετέχει σε ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, η τελευταία αυτή επιχείρηση αντιμετωπίζεται για τον αποκλειστικό σκοπό του υπολογισμού κατά τρόπο ανάλογο προς συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση, με εφαρμογή των γενικών αρχών και μεθόδων που περιγράφονται στο παρόν παράρτημα. Ωστόσο, όταν η τρίτη χώρα όπου έχει την καταστατική της έδρα η συνδεδεμένη επιχείρηση της επιβάλλει υποχρέωση αδείας, καθώς και υποχρέωση φερεγγυότητας τουλάχιστον συγκρίσιμης προς εκείνη που προβλέπεται από τις οδηγίες 73/239/ΕΟΚ ή 79/267/ΕΟΚ, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων κάλυψης αυτής της απαίτησης, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι στον υπολογισμό συνεκτιμάται, όσον αφορά την εν λόγω επιχείρηση, η προϋπόθεση φερεγγυότητας και τα στοιχεία που είναι επιλέξιμα για την εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης, όπως καθορίζονται από την τρίτη χώρα. Β. Συνδεδεμένες αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτων χωρών Παρά τις διατάξεις του σημείου 2.2, κατά τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας μιας ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία συμμετέχει σε αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε τρίτη χώρα, και υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ορίζονται στο σημείο Α ανωτέρω, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι στον υπολογισμό λαμβάνεται υπόψη, όσον αφορά την τελευταία αυτή επιχείρηση, η υποχρέωση ιδίων κεφαλαίων και τα στοιχεία που είναι επιλέξιμα για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής, όπως καθορίζονται από την εν λόγω τρίτη χώρα. Όταν μόνον οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις της εν λόγω τρίτης χώρας υπόκεινται στις διατάξεις αυτές, η θεωρητική υποχρέωση ιδίων κεφαλαίων για τη συνδεδεμένη αντασφαλιστική επιχείρηση και τα στοιχεία που είναι επιλέξιμα για την εκπλήρωση της θεωρητικής αυτής υποχρέωσης μπορούν να υπολογίζονται ως εάν η εν λόγω επιχείρηση να ήταν συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση της τρίτης χώρας. 2.5. Έλλειψη των αναγκαίων πληροφοριών Όταν οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν στη διάθεσή τους, για οποιοδήποτε λόγο, τις αναγκαίες πληροφορίες για τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας μιας ασφαλιστικής επιχείρησης και σχετικά με μια συνδεδεμένη επιχείρηση με έδρα σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, η λογιστική αξία της επιχείρησης αυτής στη συμμετέχουσα ασφαλιστική επιχείρηση αφαιρείται από τα στοιχεία που είναι επιλέξιμα για το περιθώριο προσαρμοσμένης φερεγγυότητας. Στην περίπτωση αυτή τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη που συνδέονται με τη συμμετοχή αυτή δεν επιτρέπονται ως επιλέξιμο στοιχείο για το περιθώριο προσαρμοσμένης φερεγγυότητας. 3. ΜΕΘΟΔΟΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ Μέθοδος 1: Μέθοδος αφαίρεσης και συνένωσης Η προσαρμοσμένη φερεγγυότητα συμμετέχουσας ασφαλιστικής επιχείρησης αποτελεί τη διαφορά μεταξύ: i) του αθροίσματος: α) των στοιχείων που είναι επιλέξιμα για τον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής επιχείρησης και β) του αναλογικού μεριδίου της συμμετέχουσας ασφαλιστικής επιχείρησης στα στοιχεία που είναι επιλέξιμα για τον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής επιχείρησης και ii) του αθροίσματος: α) της λογιστικής αξίας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής επιχείρησης στη συμμετέχουσα ασφαλιστική επιχείρηση 7 β) της απαίτησης φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής επιχείρησης και γ) του αναλογικού μεριδίου της απαίτησης φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής επιχείρησης. Όταν η συμμετοχή στη συνδεδεμένη ασφαλιστική επιχείρηση συνίσταται, εν όλω ή εν μέρει, σε έμμεση κυριότητα, τότε το προαναφερθέν στοιχείο ii) α) περιλαμβάνει την αξία της έμμεσης κυριότητας, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά διαδοχικά συμφέροντα. Τα στοιχεία i) β) και ii) γ) περιλαμβάνουν τα αντίστοιχα αναλογικά μερίδια των στοιχείων που είναι επιλέξιμα για το περιθώριο φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής επιχείρησης και της υποχρέωσης φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής επιχείρησης, αντιστοίχως. Μέθοδος 2: Μέθοδος αφαίρεσης των απαιτήσεων φερεγγυότητας Η προσαρμοσμένη φερεγγυότητα της συμμετέχουσας ασφαλιστικής επιχείρησης αποτελεί τη διαφορά μεταξύ: - του αθροίσματος των στοιχείων που είναι επιλέξιμα για τον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής επιχείρησης και - του αθροίσματος: α) της απαίτησης φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής επιχείρησης και β) του αναλογικού μεριδίου της απαίτησης φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής επιχείρησης. Για την αποτίμηση των στοιχείων που είναι επιλέξιμα για τον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας, οι συμμετοχές κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας αποτιμώνται μέσω της μεθόδου της ισοδυναμίας σύμφωνα με τη λύση που προβλέπεται από το άρθρο 59 παράγραφος 2 στοιχείο β) της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ. Μέθοδος 3: Μέθοδος βασιζόμενη στη λογιστική ενοποίηση Ο υπολογισμός της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής επιχείρησης πραγματοποιείται βάσει των ενοποιημένων λογαριασμών. Η προσαρμοσμένη φερεγγυότητα της συμμετέχουσας ασφαλιστικής επιχείρησης είναι η διαφορά μεταξύ: των στοιχείων που είναι επιλέξιμα για τον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας τα οποία υπολογίζονται βάσει των ενοποιημένων λογαριασμών και α) είτε του αθροίσματος της απαίτησης φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής επιχείρησης και του μεριδίου των απαιτήσεων φερεγγυότητας των συνδεδεμένων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, το οποίο αναλογεί στα ποσοστά που έχουν επιλεγεί για την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών 7 β) είτε της απαίτησης φερεγγυότητας η οποία υπολογίζεται βάσει ενοποιημένων δεδομένων. Οι διατάξεις των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 79/267/ΕΟΚ και 91/674/ΕΟΚ εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των στοιχείων, βάσει των οποίων υπολογίζεται το περιθώριο φερεγγυότητας, και της απαίτησης φερεγγυότητας βάσει των ενοποιημένων στοιχείων. (1) Οδηγία 91/674/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1991, για τους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (ΕΕ L 374 της 31.12.1991, σ. 7). ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΘΥΓΑΤΡΙΚΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ Ή ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΧΩΡΑΣ 1. Στην περίπτωση περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, οι οποίες είναι θυγατρικές ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, αντασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας και είναι εγκατεστημένες σε διαφορετικά κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές φροντίζουν για τη συνεπή εφαρμογή της μεθόδου που περιγράφεται στο παρόν παράρτημα. Οι αρμόδιες αρχές ασκούν τη συμπληρωματική εποπτεία με την ίδια συχνότητα με εκείνη που προβλέπεται για τον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων σύμφωνα με τις οδηγίες 73/239/ΕΟΚ και 79/267/ΕΟΚ. 2. Τα κράτη μέλη μπορούν να μην προβούν στον υπολογισμό που προβλέπεται στο παρόν παράρτημα όσον αφορά μια ασφαλιστική επιχείρηση: - εάν αυτή η ασφαλιστική επιχείρηση είναι επιχείρηση συνδεδεμένη με άλλη ασφαλιστική επιχείρηση και εάν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό που προβλέπει το παρόν παράρτημα ο οποίος πραγματοποιείται για την άλλη επιχείρηση, - εάν αυτή η ασφαλιστική επιχείρηση και μία ή περισσότερες άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, η δε ασφαλιστική επιχείρηση λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό που προβλέπει το παρόν παράρτημα, ο οποίος πραγματοποιείται για μία από τις άλλες επιχειρήσεις, - εάν αυτή η ασφαλιστική επιχείρηση και μία ή περισσότερες άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν άδεια λειτουργίας σε άλλα κράτη μέλη έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, έχει δε συναφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2, συμφωνία με την οποία η άσκηση της συμπληρωματικής εποπτείας που αναφέρεται στο παρόν παράρτημα ανατίθεται στην ελεγκτική αρχή άλλου κράτους μέλους. Στην περίπτωση διαδοχικών συμμετοχών (παραδείγματος χάριν μια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή μια αντασφαλιστική επιχείρηση η οποία ανήκει σε άλλη ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας), τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν τους υπολογισμούς που προβλέπει το παρόν παράρτημα μόνο στο επίπεδο της βασικής μητρικής επιχείρησης της ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει την ιδιότητα ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, αντασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας. 3. Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε, στο επίπεδο της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της αντασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, να πραγματοποιούνται υπολογισμοί ανάλογοι με αυτούς που περιγράφονται στο παράρτημα I. Η αναλογία αυτή συνίσταται στην εφαρμογή των γενικών αρχών και μεθόδων που περιγράφονται στο παράρτημα I στο επίπεδο της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της αντασφαλιστικής επιχείρησης ή της ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας. Για τις ανάγκες αυτού του υπολογισμού και μόνο, αυτή η μητρική επιχείρηση θεωρείται ως ασφαλιστική επιχείρηση που υπόκειται: - σε μηδενική απαίτηση φερεγγυότητας όταν πρόκειται για ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, - σε απαίτηση θεωρητικής φερεγγυότητας όπως προβλέπεται στο σημείο 2.2 του παραρτήματος I όταν πρόκειται για αντασφαλιστική επιχείρηση, ή όπως προβλέπεται στο σημείο 2.4.Β του παραρτήματος I, όταν πρόκειται για αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει την καταστατική της έδρα σε τρίτη χώρα, - σε απαίτηση καθορισμένης φερεγγυότητας σύμφωνα με τις αρχές του σημείου 2.4.Α του παραρτήματος I, όταν πρόκειται για ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, και υπόκειται στις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες που ορίζονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ ή στο άρθρο 18 της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ όσον αφορά τα στοιχεία που είναι επιλέξιμα για το περιθώριο φερεγγυότητας. 4. Έλλειψη των αναγκαίων πληροφοριών Όταν οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν στη διάθεσή τους, για οποιοδήποτε λόγο, τις αναγκαίες πληροφορίες για τον υπολογισμό που προβλέπεται στο παρόν παράρτημα και σχετικά με μια συνδεδεμένη επιχείρηση με έδρα σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, η λογιστική αξία της επιχείρησης αυτής στη συμμετέχουσα επιχείρηση αφαιρείται από τα στοιχεία που είναι επιλέξιμα για τον υπολογισμό που προβλέπεται στο παρόν παράρτημα. Στην περίπτωση αυτή τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη που συνδέονται με τη συμμετοχή αυτή δεν επιτρέπονται ως επιλέξιμο στοιχείο για το σχετικό υπολογισμό.