Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31998L0050

    Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1998 για την τροποποίηση της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων

    ΕΕ L 201 της 17.7.1998, p. 88–92 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 10/04/2001

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/1998/50/oj

    31998L0050

    Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1998 για την τροποποίηση της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 201 της 17/07/1998 σ. 0088 - 0092


    ΟΔΗΓΙΑ 98/50/ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 29ης Ιουνίου 1998 για την τροποποίηση της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 100,

    την πρόταση της Επιτροπής (1),

    τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2),

    τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (3),

    τη γνώμη της Επιτροπής Περιφερειών (4),

    Εκτιμώντας:

    (1) ότι ο κοινοτικός χάρτης των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, που εγκρίθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1989 («κοινωνικός χάρτης»), ορίζει στο σημείο 7 και στο σημείο 18 ότι: «Η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς πρέπει να οδηγήσει σε βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η βελτίωση αυτή πρέπει, επίσης, να επιφέρει, όπου είναι αναγκαίο, την ανάπτυξη ορισμένων πλευρών της εργατικής νομοθεσίας, όπως οι διαδικασίες ομαδικών απολύσεων ή οι διαδικασίες πτώχευσης. Η πληροφόρηση, η διαβούλευση και η συμμετοχή των εργαζομένων πρέπει να αναπτυχθούν με τον κατάλληλο τρόπο, σύμφωνα με τα κρατούντα στα διάφορα κράτη μέλη. Η εν λόγω πληροφόρηση, διαβούλευση και συμμετοχή πρέπει να πραγματοποιούνται εγκαίρως, ιδίως όταν πραγματοποιούνται αναδιαρθρώσεις ή συγχωνεύσεις επιχειρήσεων που έχουν αντίκτυπο στην απασχόληση εργαζομένων» 7

    (2) ότι η οδηγία 77/187/ΕΟΚ (5), προωθεί την εναρμόνιση των σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων εθνικών νομοθεσιών και απαιτεί από τους εκχωρητές και τους εκδοχείς να ενημερώνουν τους εκπροσώπους των εργαζομένων και να προβαίνουν εγκαίρως σε διαβουλεύσεις με αυτούς 7

    (3) ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η τροποποίηση της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ, ώστε να ευθυγραμμισθεί προς τις συνέπειες της εσωτερικής αγοράς, τις τάσεις της νομοθεσίας των κρατών μελών όσον αφορά τη διάσωση επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες, τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, την οδηγία 75/129/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17 Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (6), και την ήδη ισχύουσα στα περισσότερα κράτη μέλη νομοθεσία 7

    (4) ότι, για λόγους διαφάνειας και ασφάλειας δικαίου, είναι ανάγκη να διευκρινιστεί η νομική έννοια των μεταβιβάσεων με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ότι μια τέτοια διευκρίνιση δεν συνιστά τροποποίηση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ, σύμφωνα με την ερμηνεία του Δικαστηρίου 7

    (5) ότι, για τους ανωτέρω λόγους είναι επίσης ανάγκη να προβλεφθεί ρητά, με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου, ότι η οδηγία 77/187/ΕΟΚ πρέπει να εφαρμόζεται στις ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις οι οποίες ασκούν οικονομικές δραστηριότητες, είτε είναι κερδοσκοπικές είτε όχι 7

    (6) ότι πρέπει να διευκρινιστεί η έννοια του «εργαζομένου» βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου 7

    (7) ότι, με σκοπό την επιβίωση των αφερέγγυων επιχειρήσεων, πρέπει να επιτρέπεται ρητά στα κράτη μέλη να μην εφαρμόζουν τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ σε περιπτώσεις μεταβιβάσεων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των διαδικασιών εκκαθάρισης και να επιτρέπονται ορισμένες παρεκκλίσεις από τις γενικές διατάξεις της ανωτέρω οδηγίας σε περιπτώσεις μεταβιβάσεων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο διαδικασιών αφερεγγυότητας 7

    (8) ότι αυτές οι παρεκκλίσεις πρέπει επίσης να επιτρέπονται και στην περίπτωση ενός κράτους μέλους, το οποίο τηρεί ειδικές διαδικασίες για την διάσωση εταιρειών, οι οποίες δηλώνουν ότι ευρίσκονται σε οικονομικά κρίσιμη κατάσταση 7

    (9) ότι πρέπει να αποσαφηνιστούν οι συνθήκες υπό τις οποίες πρέπει να διατηρηθεί η λειτουργία και το καθεστώς των εκπροσώπων των εργαζομένων 7

    (10) ότι, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ίδια μεταχείριση για ίδιες καταστάσεις, είναι αναγκαίο να διασφαλισθεί ότι τηρούνται οι υποχρεώσεις σχετικά με την ενημέρωση και τη διαβούλευση που προβλέπονται στην οδηγία 77/187/ΕΟΚ, ανεξάρτητα από το εάν η απόφαση που οδηγεί στη μεταβίβαση λαμβάνεται από τον εργοδότη ή από επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη 7

    (11) ότι πρέπει να διευκρινιστεί ότι, όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν μέτρα προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι ο εκδοχέας έχει ενημερωθεί για όλα τα μεταβιβαζόμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις, η μη παροχή αυτών των πληροφοριών δεν πρέπει να θίξει τη μεταβίβαση των συγκεκριμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων 7

    (12) ότι, όταν δεν υπάρχουν εκπρόσωποι των εργαζομένων, είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστούν οι συνθήκες υπό τις οποίες πρέπει να ενημερώνονται οι εργαζόμενοι 7

    (13) ότι ο κοινωνικός χάρτης αναγνωρίζει τη σημασία της καταπολέμησης κάθε μορφής διακρίσεων, ιδίως των διακρίσεων που βασίζονται στο φύλο, το χρώμα, τη φυλή, τις πεποιθήσεις και το θρήσκευμα,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

    Άρθρο 1

    Η οδηγία 77/187/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

    1. Ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

    «Οδηγία 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων».

    2. Τα άρθρα 1 έως 7 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

    «ΤΜΗΜΑ Ι

    Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί

    Άρθρο 1

    1. α) Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα νομικής μεταβίβασης ή συγχώνευσης.

    β) Υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) και των ακολούθων διατάξεων του παρόντος άρθρου, θεωρείται ως μεταβίβαση, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας.

    γ) Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε δημόσιες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες ασκούν κερδοσκοπικές ή μή οικονομικές δραστηριότητες. Η διοικητική αναδιοργάνωση δημοσίων διοικητικών αρχών ή η μεταβίβαση διοικητικών καθηκόντων μεταξύ δημοσίων διοικητικών αρχών δεν θεωρείται ως μεταβίβαση κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας.

    2. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται όταν και εφόσον η μεταβιβαστέα επιχείρηση, η εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης βρίσκεται στο πεδίο εδαφικής εφαρμογής της συνθήκης 7

    3. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα ποντοπόρα σκάφη.

    Άρθρο 2

    1. Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

    α) "εκχωρητής", κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, λόγω μιας μεταβιβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης 7

    β) "εκδοχέας", κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, λόγω μεταβιβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης 7

    γ) "εκπρόσωποι των εργαζομένων" και συναφείς εκφράσεις, οι εκπρόσωποι των εργαζομένων που προβλέπονται από τις νομοθεσίες ή τις πρακτικές των κρατών μελών 7

    δ) "εργαζόμενος", πρόσωπο το οποίο, στο οικείο κράτος μέλος, προστατεύεται ως εργαζόμενος δυνάμει της εθνικής εργατικής νομοθεσίας.

    2. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την εθνική νομοθεσία όσον αφορά τον ορισμό της σύμβασης εργασίας ή της εργασιακής σχέσης.

    Εντούτοις, τα κράτη μέλη δεν αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, συμβάσεις εργασίας ή εργασιακές σχέσεις με μοναδική αιτία:

    α) τον αριθμό των ωρών εργασίας που πραγματοποιήθηκαν ή που πρέπει να πραγματοποιηθούν 7

    β) ότι πρόκειται για εργασιακές σχέσεις που διέπονται από σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 91/383/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1991, για τη συμπλήρωση των μέτρων που αποσκοπούν στο να προαγάγουν την βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία των εργαζομένων με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου ή με σχέση πρόσκαιρης εργασίας (*) ή

    γ) ότι πρόκειται για πρόσκαιρες εργασιακές σχέσεις κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 91/383/ΕΟΚ, και ότι η μεταβιβαζόμενη εγκατάσταση, επιχείρηση ή τμήμα αυτών είναι η επιχείρηση παροχής ευκαιριακής εργασίας, η οποία είναι ο εργοδότης, ή είναι μέρος αυτής.

    ΤΜΗΜΑ ΙΙ

    Διασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων

    Άρθρο 3

    1. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του εκχωρητή, που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφισταμένη κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, μεταβιβάζονται διά της μεταβιβάσεως αυτής στον εκδοχέα.

    Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι μετά την ημερομηνία της μεταβίβασης, ο εκχωρητής και ο εκδοχέας εξακολουθούν να ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, ως προς υποχρεώσεις που γεννήθηκαν πριν από την μεταβίβαση και απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή εργασιακή σχέση, οι οποίες υφίσταντο κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης.

    2. Τα κράτη μέλη δύνανται να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλισθεί ότι o εκχωρητής θα γνωστοποιήσει στον εκδοχέα όλα τα μεταβιβαζόμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις, δυνάμει του παρόντος άρθρου, στο βαθμό που αυτά είναι ή έπρεπε να είναι γνωστά στον εκχωρητή κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Παράλειψη του εκχωρητή να ενημερώσει τον εκδοχέα για τα εν λόγω δικαιώματα και υποχρεώσεις δεν θίγει τη μεταβίβαση αυτών των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ούτε τα δικαιώματα των εργαζομένων κατά του εκδοχέα ή και του εκχωρητή όσον αφορά αυτά τα δικαιώματα ή υποχρεώσεις.

    3. Μετά τη μεταβίβαση, ο εκδοχέας εξακολουθεί να τηρεί τους συμφωνηθέντες με συλλογική σύμβαση όρους εργασίας, ως αυτοί εφαρμόζονται και έναντι του εκχωρητή, σύμφωνα με τη σύμβαση, μέχρι την ημερομηνία της καταγγελίας ή λήξεως της συλλογικής συμβάσεως ή της ενάρξεως της ισχύος ή εφαρμογής άλλης συλλογικής συμβάσεως.

    Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την περίοδο τηρήσεως των εν λόγω όρων εργασίας, υπό την αίρεση ότι η περίοδος αυτή δεν θα είναι κατώτερη του έτους.

    4. α) Εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως, οι παράγραφοι 1 και 3 δεν εφαρμόζονται επί των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε παροχές λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή προς επιζώντες βάσει συμπληρωματικών συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής συνταξιοδότησης, που ισχύουν εκτός των προβλεπομένων εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών.

    β) Ακόμη και όταν δεν προβλέπουν, σύμφωνα με το στοιχείο α), ότι οι παράγραφοι 1 και 3 εφαρμόζονται επί αυτών των δικαιωμάτων, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων, καθώς και των προσώπων που έχουν ήδη εγκαταλείψει την επιχείρηση του εκχωρητή κατά τη στιγμή της μεταβίβασης, όσον αφορά τα κεκτημένα δικαιώματά τους ή εκείνα που πρόκειται να αποκτηθούν για παροχές λόγω γήρατος, περιλαμβανομένων των παροχών προς επιζώντες, βάσει των συμπληρωματικών συστημάτων που αναφέρονται στο ανωτέρω στοιχείο α).

    Άρθρο 4

    1. Η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, μιας εγκατάστασης ή ενός τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης δεν συνιστά αυτή καθ' εαυτή λόγο απολύσεως για τον εκχωρητή ή τον εκδοχέα. H διάταξη αυτή δεν εμποδίζει απολύσεις για οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού.

    Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε ορισμένες ειδικές κατηγορίες εργαζομένων που δεν καλύπτονται από τη νομοθεσία ή την πρακτική των κρατών μελών ως προς την προστασία τους έναντι της απολύσεως.

    2. Αν η σύμβαση εργασίας ή η εργασιακή σχέση καταγγελθεί λόγω του ότι η μεταβίβαση συνεπάγεται ουσιαστική μεταβολή των όρων εργασίας εις βάρος του εργαζομένου, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ή της εργασιακής σχέσεως θεωρείται ότι επήλθε εξαιτίας του εργοδότη.

    Άρθρο 4 α

    1. Εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως, τα άρθρα 3 και 4 δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, όταν ο εκχωρητής υπόκειται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας κινηθείσα με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του εκχωρητή και οι διαδικασίες αυτές διεξάγονται υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής (που μπορεί να είναι σύνδικος πτωχεύσεως, εξουσιοδοτημένος από αρμόδια δημόσια αρχή).

    2. Όταν τα άρθρα 3 και 4 εφαρμόζονται σε μεταβίβαση κατά τη διάρκεια διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά του εκχωρητή (ανεξάρτητα από το εάν η διαδικασία αυτή έχει κινηθεί για την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του εκχωρητή), και εφόσον η διαδικασία αυτή τελεί υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής (που μπορεί να είναι σύνδικος πτωχεύσεως, ορισθείς από την εθνική νομοθεσία) ένα κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει ότι:

    α) υπό την επιφύλαξη του άρθρου 3 παράγραφος 1, οι οφειλές του εκχωρητή, που απορρέουν από συμβάσεις εργασίας ή από εργασιακές σχέσεις και ήταν πληρωτέες πριν από τη μεταβίβαση ή πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν μεταβιβάζονται στον εκδοχέα, υπό την προϋπόθεση ότι με αυτήν τη διαδικασία παρέχεται, σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού του κράτους μέλους, προστασία τουλάχιστον ισοδύναμη προς την προβλεπόμενη για τις περιπτώσεις που διέπονται από την οδηγία 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη (**)

    ή/και

    β) ο εκδοχέας, ο εκχωρητής, ή το ή τα πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα εκχωρητή, αφενός, και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων, αφετέρου, είναι δυνατό να συμφωνήσουν μεταβολές, στο βαθμό που το επιτρέπει η ισχύουσα νομοθεσία, των όρων και προϋποθέσεων απασχόλησης των εργαζομένων, προκειμένου να διατηρηθούν οι ευκαιρίες απασχόλησης μέσω της επιβίωσης της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή του τμήματος αυτών.

    3. Ένα κράτος μέλος μπορεί να εφαρμόσει την παράγραφο 2 στοιχείο στις μεταβιβάσεις όπου ο εκχωρητής ευρίσκεται σε κατάσταση σοβαρής οικονομικής κρίσης όπως ορίζεται από το εθνικό δίκαιο, εφόσον η κατάσταση κηρύσσεται από αρμόδια δημόσια αρχή και είναι ανοιχτή στη δικαστική εποπτεία, και με την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές θα υπάρχουν ήδη στην εθνική νομοθεσία μέχρι τις 17 Ιουλίου 1998.

    Η Επιτροπή υποβάλει έκθεση σχετικά με τις συνέπειες αυτής της διάταξης, πριν από τις 17 Ιουλίου 2003 και θα υποβάλει ενδεδειγμένες προτάσεις στο Συμβούλιο.

    4. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να αποφευχθεί η καταχρηστική προσφυγή στις διαδικασίες αφερεγγυότητας με σκοπό να στερηθούν οι εργαζόμενοι των δικαιωμάτων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.

    Άρθρο 5

    1. Εάν η εγκατάσταση, επιχείρηση ή τμήμα εγκατάστασης ή επιχείρισης διατηρεί την αυτονομία της, το καθεστώς και η λειτουργία των εκπροσώπων ή της αντιπροσωπείας των εργαζομένων που θίγονται από τη μεταβίβαση, διατηρούνται με τους ίδιους όρους και υπόκεινται στις ίδιες συνθήκες με αυτές που ίσχυαν πριν από την ημερομηνία της μεταβίβασης, δυνάμει νομικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων ή συμφωνιών, με την επιφύλαξη ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη σύσταση της αντιπροσωπείας των εργαζομένων.

    Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται όταν, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις ή την πρακτική των κρατών μελών ή κατόπιν της συμφωνίας με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, πληρούνται οι αναγκαίοι όροι για το νέο διορισμό εκπροσώπων των εργαζομένων ή την ανασύσταση της αντιπροσωπείας τους.

    Όταν ο εκχωρητής υπόκειται σε πτωχευτική διαδικασία ή σε οποιαδήποτε ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας κινηθείσα με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών του στοιχείων και οι διαδικασίες αυτές διεξάγονται υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής (που μπορεί να είναι σύνδικος πτωχεύσεως, εξουσιοδοτημένος από αρμόδια αρχή), τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι οι μεταβιβαζόμενοι εργαζόμενοι εκπροσωπούνται δεόντως μέχρι τη νέα εκλογή ή ορισμό εκπροσώπων των εργαζομένων.

    Αν η εγκατάσταση, επιχείρηση ή τμήμα εγκατάστασης ή επιχείρησης δεν διατηρεί την αυτονομία της, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζεται ότι οι μεταβιβασθέντες εργαζόμενοι, οι οποίοι διέθεταν εκπροσώπηση πριν από τη μεταβίβαση, εξακολουθούν να εκπροσωπούνται δεόντως και κατά την περίοδο που απαιτείται για την ανασύσταση ή το νέο διορισμό της αντιπροσωπείας των εργαζομένων σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική.

    2. Αν η θητεία των εκπροσώπων των εργαζομένων που θίγονται από τη μεταβίβαση λήγει λόγω αυτής της μεταβιβάσεως, οι εκπρόσωποι αυτοί συνεχίζουν να απολαύουν της προστασίας που προβλέπεται από τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις ή την πρακτική των κρατών μελών.

    ΤΜΗΜΑ ΙΙΙ

    Πληροφόρηση και διαβούλευση

    Άρθρο 6

    1. Ο εκχωρητής και ο εκδοχέας υποχρεούνται να πληροφορούν τους εκπροσώπους των εργαζομένων τους που θίγονται από μια μεταβίβαση, για τα ακόλουθα σημεία:

    - ημερομηνία ή προτεινόμενη ημερομηνία μεταβίβασης,

    - λόγοι μεταβιβάσεως,

    - νομικές, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της μεταβιβάσεως για τους εργαζομένους,

    - προβλεπόμενα μέτρα όσον αφορά τους εργαζομένους.

    Ο εκχωρητής είναι υποχρεωμένος να γνωστοποιεί αυτές τις πληροφορίες στους εκπροσώπους των εργαζομένων του, εγκαίρως, πριν από την πραγματοποίηση της μεταβιβάσεως.

    Ο εκδοχέας είναι υποχρεωμένος να γνωστοποιεί αυτές τις πληροφορίες στους εκπροσώπους των εργαζομένων του εγκαίρως, και οπωσδήποτε πριν οι εργαζόμενοί του θιγούν άμεσα από τη μεταβίβαση, ως προς τις συνθήκες απασχολήσεως και εργασίας.

    2. Οταν ο εκχωρητής ή ο εκδοχέας προτίθενται να λάβουν μέτρα όσον αφορά τους συγκεκριμένους εργαζομένους, είναι υποχρεωμένοι να προβαίνουν εγκαίρως σε διαβουλεύσεις για τα μέτρα αυτά με τους εκπροσώπους των εν λόγω εργαζομένων προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία.

    3. Τα κράτη μέλη, των οποίων οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προβλέπουν τη δυνατότητα για τους εκπροσώπους των εργαζομένων να προσφεύγουν σε αρχή διαιτησίας για να επιτύχουν απόφαση για τα μέτρα που πρόκειται να ληφθούν σε σχέση με τους εργαζομένους, μπορούν να περιορίσουν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2, στις περιπτώσεις που η πραγματοποιούμενη μεταβίβαση προκαλεί αλλαγές στο επίπεδο της εγκατάστασης, οι οποίες είναι δυνατόν να συνεπάγονται ουσιώδη μειονεκτήματα για σημαντικό μέρος των εργαζομένων.

    Η πληροφόρηση και οι διαβουλεύσεις πρέπει να καλύπτουν τουλάχιστον τα μέτρα που προβλέπονται όσον αφορά τους εργαζομένους.

    Οι πληροφορίες πρέπει να παρέχονται και οι διαβουλεύσεις να διενεργούνται εγκαίρως πριν πραγματοποιηθούν οι αλλαγές στο επίπεδο της εγκατάστασης οι οποίες προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο.

    4. Οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο ισχύουν ανεξάρτητα από το αν η απόφαση που καταλήγει σε μεταβίβαση έχει ληφθεί από τον εργοδότη ή από επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη.

    Κατά την εξέταση καταγγελιών για παραβιάσεις των απαιτήσεων πληροφόρησης και διαβούλευσης, οι οποίες προβλέπονται από την παρούσα οδηγία, δεν γίνεται δεκτό ως δικαιολογία, επιχείρημα που βασίζεται στο γεγονός ότι δεν παρασχέθηκαν οι πληροφορίες από επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη.

    5. Τα κράτη μέλη δύνανται να περιορίσουν τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 1, 2 και 3, σε επιχειρήσεις ή εγκαταστάσεις οι οποίες πληρούν, ως προς τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούν, τις προϋποθέσεις για την εκλογή ή το διορισμό συλλογικού οργάνου εκπροσώπησης των εργαζομένων.

    6. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, όταν σε μία επιχείρηση ή εγκατάσταση δεν υπάρχουν εκπρόσωποι των εργαζομένων, για λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση αυτών των τελευταίων οι εργαζόμενοι πρέπει να ενημερώνονται εκ των προτέρων:

    - για την ημερομηνία ή την προτεινόμενη ημερομηνία της μεταβίβασης,

    - για τους λόγους της μεταβίβασης,

    - για τις νομικές, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της μεταβίβασης για τους εργαζομένους,

    - για τα προβλεπόμενα μέτρα όσον αφορά τους εργαζομένους.

    ΤΜΗΜΑ IV

    Τελικές διατάξεις

    Άρθρο 7

    Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν ή να εισάγουν ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ή να προωθούν ή επιτρέπουν την εφαρμογή ευνοϊκότερων για τους εργαζομένους συλλογικών συμβάσεων ή συμφωνιών που συνάπτονται μεταξύ των κοινωνικών εταίρων.

    Άρθρο 7 α

    Τα κράτη μέλη εισάγουν στην εθνική έννομη τάξη τα μέτρα που απαιτούνται για να έχουν όλοι οι εργαζόμενοι και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων, οι οποίοι θεωρούν ότι ζημιώνονται λόγω αθετήσεως των υποχρεώσεων που προκύπτουν από την παρούσα οδηγία, τη δυνατότητα να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους διά της δικαστικής οδού, μετά, ενδεχομένως, από προσφυγή σε άλλες αρμόδιες αρχές.

    Άρθρο 7 β

    Η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο ανάλυση των επιπτώσεων της παρούσας οδηγίας πριν από τις 17 Ιουλίου 2006 και ενδεχομένως προτείνει τις αναγκαίες τροποποιήσεις.

    (*) ΕΕ L 206 της 29. 7. 1991, σ. 19.

    (**) ΕΕ L 283 της 20. 10. 1980, σ. 23 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 87/164/ΕΟΚ (ΕΕ L 66 της 11. 3. 1987, σ. 11).»

    Άρθρο 2

    1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για τη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία, το αργότερο μέχρι τις 17 Ιουλίου 2001 ή διασφαλίζουν, το αργότερο κατά την ημερομηνία αυτή, ότι οι κοινωνικοί εταίροι εισάγουν τις απαιτούμενες διατάξεις μέσω συμφωνίας. Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λάβουν τα ενδεδειγμένα μέτρα που θα τους επιτρέψουν να εγγυώνται, ανά πάσα στιγμή, τα αποτελέσματα που επιβάλλονται από την παρούσα οδηγία.

    2. Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, παραπέμπουν στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την παραπομπή αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

    Τα κράτη μέλη ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή για τα μέτρα που λαμβάνουν για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

    Άρθρο 3

    Η παρούσα οδηγία τίθεται σε ισχύ την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    Άρθρο 4

    Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

    Λουξεμβούργο, 29 Ιουνίου 1998.

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    R. COOK

    (1) ΕΕ C 274 της 1. 10. 1994, σ. 10.

    (2) ΕΕ C 33 της 3. 2. 1997, σ. 81.

    (3) ΕΕ C 133 της 31. 5. 1995, σ. 13.

    (4) ΕΕ C 100 της 2. 4. 1996, σ. 25.

    (5) ΕΕ L 61 της 5. 3. 1977, σ. 26.

    (6) ΕΕ L 48 της 22. 2. 1975, σ. 29 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 92/56/ΕΟΚ (ΕΕ L 245 της 26. 8. 1992, σ. 3).

    Top