EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 02013R0883-20210117

Consolidated text: Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2013/883/2021-01-17

02013R0883 — EL — 17.01.2021 — 002.001


Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο

►B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 883/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 11ης Σεπτεμβρίου 2013

σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  αριθ.

σελίδα

ημερομηνία

►M1

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ, Ευρατόμ) 2016/2030 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Οκτωβρίου 2016

  L 317

1

23.11.2016

►M2

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ, Ευρατόμ) 2020/2223 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 23ης Δεκεμβρίου 2020

  L 437

49

28.12.2020




▼B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 883/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 11ης Σεπτεμβρίου 2013

σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου



Άρθρο 1

Στόχοι και καθήκοντα

1.  

Προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (εφεξής αποκαλούμενων από κοινού, όταν απαιτείται από το κείμενο, «Ένωση»), η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης, η οποία δημιουργήθηκε με την απόφαση 1999/352/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ («Υπηρεσία»), ασκεί τις εξουσίες διενέργειας ερευνών που ανατίθενται στην Επιτροπή από:

α) 

τις σχετικές πράξεις της Ένωσης και

β) 

τις σχετικές συμφωνίες συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής που έχει συνάψει η Ένωση με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς.

2.  
Η Υπηρεσία παρέχει στα κράτη μέλη τη συνδρομή της Επιτροπής για να οργανώσουν στενή και τακτική συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών τους, προκειμένου να συντονίσουν τη δράση τους με στόχο την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης από την απάτη. Η Υπηρεσία συμβάλλει στον σχεδιασμό και την ανάπτυξη μεθόδων πρόληψης και καταπολέμησης της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Η Υπηρεσία προωθεί και συντονίζει, με τα κράτη μέλη και μεταξύ αυτών, την ανταλλαγή επιχειρησιακής πείρας και βέλτιστων διαδικαστικών πρακτικών στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και στηρίζει κοινές δράσεις για την καταπολέμηση της απάτης που αναλαμβάνουν τα κράτη μέλη σε προαιρετική βάση.
3.  

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη:

α) 

του πρωτοκόλλου αριθ. 7 περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επισυνάπτεται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

β) 

του καθεστώτος των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου·

γ) 

του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·

▼M2

δ) 

κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1

ε) 

κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 2 ).

▼B

4.  
Η Υπηρεσία διενεργεί διοικητικές έρευνες με σκοπό την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης εντός των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών που ιδρύθηκαν από τις Συνθήκες ή βάσει αυτών («θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί»). Προς τούτο, διερευνά σοβαρές υποθέσεις σχετικές με την άσκηση επαγγελματικών καθηκόντων οι οποίες συνιστούν παράλειψη των υποχρεώσεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ένωσης και οι οποίες είναι ικανές να επισύρουν πειθαρχική ή, ενδεχομένως, ποινική δίωξη, ή ανάλογη παράλειψη υποχρεώσεων μελών θεσμικών και λοιπών οργάνων, διευθυντικών στελεχών λοιπών οργάνων ή οργανισμών ή μελών του προσωπικού θεσμικών και λοιπών οργάνων ή οργανισμών που δεν υπάγονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης (καλούμενων εφεξής από κοινού «υπάλληλοι, μέλη του λοιπού προσωπικού, μέλη θεσμικών ή λοιπών οργάνων, διευθυντικά στελέχη λοιπών οργάνων ή οργανισμών ή μέλη του προσωπικού»).

▼M2

4α.  
Η Υπηρεσία συνάπτει και διατηρεί στενή σχέση με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία η οποία έχει συσταθεί με ενισχυμένη συνεργασία δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου ( 3 ). Η εν λόγω σχέση βασίζεται στην αμοιβαία συνεργασία, την ανταλλαγή πληροφοριών, τη συμπληρωματικότητα και την αποφυγή των αλληλεπικαλύψεων. Έχει ως σκοπό ιδίως να διασφαλίσει ότι χρησιμοποιούνται όλα τα διαθέσιμα μέσα για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, μέσω της συμπληρωματικότητας των αντίστοιχων εντολών τους και της στήριξης της Υπηρεσίας προς την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

▼M2

5.  
Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί μπορούν να συνάπτουν διοικητικούς διακανονισμούς με την Υπηρεσία. Οι εν λόγω διακανονισμοί μπορούν να αφορούν, ειδικότερα, τη διαβίβαση πληροφοριών, τη διενέργεια ερευνών και κάθε επακολούθησή τους.

▼B

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:

1) 

ως «οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης» νοούνται τα έσοδα, έξοδα και στοιχεία του ενεργητικού που καλύπτονται από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και εκείνα που καλύπτονται από τους προϋπολογισμούς των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών και από τους προϋπολογισμούς υπό τη διαχείριση και τον έλεγχό τους·

2) 

ως «παρατυπία» νοείται η «παρατυπία» όπως ορίζεται άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95·

▼M2

3) 

οι όροι «απάτη, διαφθορά και κάθε άλλη παράνομη δραστηριότητα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης» έχουν την έννοια που τους αποδίδεται στις σχετικές πράξεις της Ένωσης και η έννοια «κάθε άλλη παράνομη δραστηριότητα» περιλαμβάνει την παρατυπία όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95·

4) 

ως «διοικητικές έρευνες» («έρευνες») νοούνται όλοι οι έλεγχοι, εξακριβώσεις ή άλλα μέτρα που λαμβάνονται από την Υπηρεσία, σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4, για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 1 και τη διαπίστωση, εφόσον απαιτείται, του παράτυπου χαρακτήρα των υπό έρευνα δραστηριοτήτων· οι έρευνες αυτές δεν θίγουν τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ή των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών όσον αφορά την έναρξη και τη διεξαγωγή ποινικής διαδικασίας·

▼B

5) 

ως «ενδιαφερόμενος» νοείται κάθε πρόσωπο ή οικονομικός φορέας ύποπτος απάτης, διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και ως εκ τούτου αντικείμενο έρευνας της Υπηρεσίας·

6) 

ως «οικονομικός φορέας» νοείται ο «οικονομικός φορέας» όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 και τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96·

7) 

ως «διοικητικοί διακανονισμοί» νοούνται διακανονισμοί τεχνικής και/ή επιχειρησιακής φύσεως συναπτόμενοι από την Υπηρεσία, οι οποίοι μπορεί να έχουν ιδίως σκοπό τη διευκόλυνση της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των οικείων μερών και οι οποίοι δεν δημιουργούν πρόσθετες νομικές υποχρεώσεις·

▼M2

8) 

ως «μέλος θεσμικού οργάνου» νοείται μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, εκπρόσωπος κράτους μέλους σε υπουργικό επίπεδο στο Συμβούλιο, μέλος της Επιτροπής, μέλος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως προς τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από το ενωσιακό δίκαιο στο πλαίσιο των καθηκόντων που ασκεί υπό τη συγκεκριμένη ιδιότητά του.

▼M2

Άρθρο 3

Εξωτερικές έρευνες

1.  
Στους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 1, η Υπηρεσία διενεργεί επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις σε κράτη μέλη και, σύμφωνα με τις ισχύουσες συμφωνίες συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής και κάθε άλλο ισχύον νομικό μέσο, σε τρίτες χώρες και σε εγκαταστάσεις διεθνών οργανισμών.
2.  
Η Υπηρεσία διενεργεί επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και, στον βαθμό που δεν καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, σύμφωνα με τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96.
3.  
Οι οικονομικοί φορείς συνεργάζονται με την Υπηρεσία κατά τη διάρκεια των ερευνών της. Η Υπηρεσία μπορεί να ζητήσει γραπτή και προφορική ενημέρωση, μεταξύ άλλων με συνεντεύξεις.
4.  
Όταν, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, ο ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας δέχεται να υποβληθεί σε επιτόπιο έλεγχο και εξακρίβωση που έχει εγκριθεί δυνάμει του παρόντος κανονισμού, τότε δεν εφαρμόζονται το άρθρο 2 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95, το άρθρο 6 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 και το άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96, στον βαθμό που οι διατάξεις αυτές απαιτούν τη συμμόρφωση με το εθνικό δίκαιο και είναι ικανές να περιορίζουν την πρόσβαση της Υπηρεσίας σε πληροφορίες και έγγραφα σύμφωνα με τους ίδιους όρους με εκείνους που εφαρμόζονται στους εθνικούς διοικητικούς ελεγκτές.
5.  
Μετά από αίτημα της Υπηρεσίας, η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους παρέχει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας την απαιτούμενη συνδρομή για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως εξειδικεύονται στη γραπτή εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παράγραφος 2.

Το οικείο κράτος μέλος μεριμνά ώστε, σύμφωνα με τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96, οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας να έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες, τα έγγραφα και τα στοιχεία που σχετίζονται με την ερευνώμενη υπόθεση και που αποδεικνύονται αναγκαία για την αποτελεσματική και αποδοτική διεξαγωγή των επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων, και ώστε οι υπάλληλοι να μπορούν να αναλάβουν τη φύλαξη αυτών των εγγράφων ή στοιχείων προκειμένου να αποφευχθεί κάθε κίνδυνος εξαφάνισής τους. Σε περίπτωση που χρησιμοποιούνται ιδιόκτητες συσκευές για σκοπούς εργασίας, οι συσκευές αυτές μπορούν να υποβάλλονται σε εξακρίβωση από την Υπηρεσία. Η Υπηρεσία υποβάλλει αυτές τις συσκευές σε εξακρίβωση μόνον: υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν και στον ίδιο βαθμό που επιτρέπεται σε εθνικές αρχές ελέγχου να διενεργούν έρευνες σε ιδιόκτητες συσκευές, και όπου η Υπηρεσία έχει βάσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι το περιεχόμενό τους ενδέχεται να αφορά την έρευνα.

6.  
Σε περίπτωση που οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας διαπιστώσουν ότι οικονομικός φορέας αντιτίθεται σε επιτόπιο έλεγχο και εξακρίβωση που έχει εγκριθεί δυνάμει του παρόντος κανονισμού, συγκεκριμένα όταν ο οικονομικός φορέας δεν επιτρέπει στην Υπηρεσία την αναγκαία πρόσβαση στις εγκαταστάσεις του ή σε άλλους χώρους που χρησιμοποιεί για επαγγελματικούς σκοπούς, αποκρύπτει στοιχεία ή εμποδίζει τη διεξαγωγή ενεργειών που η Υπηρεσία χρειάζεται να διενεργήσει κατά τη διάρκεια του επιτόπιου ελέγχου και της εξακρίβωσης, οι αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των αρχών επιβολής του νόμου του οικείου κράτους μέλους παρέχουν στους στο προσωπικό της Υπηρεσίας την αναγκαία συνδρομή ώστε να μπορέσει η Υπηρεσία να διενεργήσει τον επιτόπιο έλεγχο και την εξακρίβωση αποτελεσματικά και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Κατά την παροχή συνδρομής σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο ή με την παράγραφο 5, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ενεργούν σύμφωνα με τους εθνικούς διαδικαστικούς κανόνες που είναι εφαρμοστέοι στην οικεία αρμόδια αρχή. Εάν για την εν λόγω συνδρομή απαιτείται έγκριση δικαστικής αρχής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, υποβάλλεται σχετική αίτηση.

7.  
Η Υπηρεσία διενεργεί επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις με την επίδειξη γραπτής εξουσιοδότησης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2. Το αργότερο κατά την έναρξη του επιτόπιου ελέγχου και της εξακρίβωσης, ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα για τη διαδικασία που εφαρμόζεται κατά τον επιτόπιο έλεγχο και την εξακρίβωση, συμπεριλαμβανομένων των εφαρμοστέων διαδικαστικών εγγυήσεων, και για την υποχρέωση του οικονομικού φορέα να συνεργαστεί.
8.  
Η Υπηρεσία, κατά την άσκηση των εξουσιών που της έχουν ανατεθεί, συμμορφώνεται με τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και στον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96. Κατά τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου και εξακρίβωσης, ο ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας έχει το δικαίωμα να μην προβαίνει σε κατάθεση που τον αυτοενοχοποιεί και να επικουρείται από πρόσωπο της επιλογής του οικονομικού φορέα. Όταν ο οικονομικός φορέας προβαίνει σε κατάθεση κατά τη διάρκεια επιτόπιου ελέγχου και εξακρίβωσης, του παρέχεται η δυνατότητα να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους στο οποίο ο εν λόγω οικονομικός φορέας είναι εγκατεστημένος. Το δικαίωμα του οικονομικού φορέα να επικουρείται από πρόσωπο της επιλογής του δεν εμποδίζει την πρόσβαση της Υπηρεσίας στις εγκαταστάσεις του οικονομικού φορέα και δεν καθυστερεί αδικαιολόγητα την έναρξη του επιτόπιου ελέγχου και της εξακρίβωσης.
9.  
Όταν ένα κράτος μέλος δεν συνεργάζεται με την Υπηρεσία σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6, η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόζει τις σχετικές διατάξεις του ενωσιακού δικαίου για να ανακτήσει τα κονδύλια που σχετίζονται με τον εκάστοτε επιτόπιο έλεγχο και την εξακρίβωση.
10.  
Στο πλαίσιο των ερευνητικών της καθηκόντων, η Υπηρεσία διενεργεί τους ελέγχους και τις εξακριβώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 και στους τομεακούς κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού στα κράτη μέλη και, σύμφωνα με τις ισχύουσες συμφωνίες συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής και κάθε άλλο ισχύον νομικό μέσο, σε τρίτες χώρες και σε εγκαταστάσεις διεθνών οργανισμών.
11.  
Κατά τη διάρκεια εξωτερικής έρευνας, η Υπηρεσία δύναται να έχει πρόσβαση σε όλες τις σχετικές πληροφορίες και δεδομένα που έχουν στην κατοχή τους τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί και που συνδέονται με την υπόθεση η οποία αποτελεί αντικείμενο της έρευνας, ανεξαρτήτως του μέσου στο οποίο αυτά είναι αποθηκευμένα, όταν αυτό είναι αναγκαίο για τη διαπίστωση απάτης, διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Προς τούτο εφαρμόζεται το άρθρο 4 παράγραφοι 2 και 4.
12.  
Με την επιφύλαξη του άρθρου 12γ παράγραφος 1, όταν, προτού αποφασιστεί η έναρξη εξωτερικής έρευνας, η Υπηρεσία χειρίζεται πληροφορίες από τις οποίες εικάζεται ότι έχει διαπραχθεί απάτη, διαφθορά ή άλλη παράνομη δραστηριότητα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, μπορεί να ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών και, εφόσον απαιτείται, τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς.

Με την επιφύλαξη των τομεακών κανόνων που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών μεριμνούν για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, στα οποία μπορεί να συμμετέχει η Υπηρεσία, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Κατόπιν σχετικής αίτησης, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών ενημερώνουν την Υπηρεσία για τα ληφθέντα μέτρα και τις διαπιστώσεις τους βάσει των αναφερόμενων στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου πληροφοριών.

▼B

Άρθρο 4

Εσωτερικές έρευνες

▼M2

1.  
Οι έρευνες εντός των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών στους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 1 διενεργούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με τις αποφάσεις που εκδίδονται από τα οικεία θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς («εσωτερικές έρευνες»).
2.  

Κατά τη διάρκεια εσωτερικών ερευνών:

α) 

η Υπηρεσία έχει δικαίωμα άμεσης πρόσβασης, χωρίς προειδοποίηση, σε κάθε σχετική πληροφορία και κάθε σχετικό δεδομένο που αφορά την υπό έρευνα υπόθεση και κατέχεται από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς, ανεξαρτήτως του μέσου στο οποίο αυτά είναι αποθηκευμένα, καθώς και στις εγκαταστάσεις αυτών. Σε περίπτωση που χρησιμοποιούνται ιδιόκτητες συσκευές για σκοπούς εργασίας, οι συσκευές αυτές μπορούν να υποβάλλονται σε εξακρίβωση από την Υπηρεσία. Η Υπηρεσία υποβάλλει αυτές τις συσκευές σε εξακρίβωση μόνον στον βαθμό που οι συσκευές χρησιμοποιούνται για σκοπούς εργασίας, υπό τους όρους των αποφάσεων οι οποίες εκδίδονται από τα οικεία θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς, και όπου η Υπηρεσία έχει βάσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι το περιεχόμενό τους ενδέχεται να αφορά την έρευνα.

Η Υπηρεσία έχει το δικαίωμα να ελέγχει τα λογιστικά στοιχεία των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών. Η Υπηρεσία μπορεί να λαμβάνει αντίγραφα και αποσπάσματα κάθε εγγράφου ή του περιεχομένου κάθε μέσου αποθήκευσης πληροφοριών που κατέχουν τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί και, εάν χρειάζεται, να αναλαμβάνει τη φύλαξη αυτών των εγγράφων ή πληροφοριών, προκειμένου να διασφαλίσει ότι δεν υπάρχει κίνδυνος εξαφάνισής τους·

β) 

η Υπηρεσία μπορεί να ζητήσει προφορική ενημέρωση, μεταξύ άλλων με συνεντεύξεις, και γραπτή ενημέρωση από υπαλλήλους, μέλη του λοιπού προσωπικού, μέλη θεσμικών ή λοιπών οργάνων, διευθυντικά στελέχη λοιπών οργάνων ή οργανισμών ή μέλη του προσωπικού, ενδελεχώς τεκμηριωμένη σύμφωνα με τους ισχύοντες ενωσιακούς κανόνες εμπιστευτικότητας και κανόνες προστασίας των δεδομένων.

3.  
Σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες και όρους που προβλέπονται στο άρθρο 3, η Υπηρεσία μπορεί να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις στις εγκαταστάσεις οικονομικών φορέων, προκειμένου να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικές με την υπό έρευνα υπόθεση εντός των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών.
4.  
Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί ενημερώνονται όταν οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας διενεργούν εσωτερική έρευνα στις εγκαταστάσεις τους, συμβουλεύονται έγγραφα ή δεδομένα ή ζητούν πληροφορίες που βρίσκονται στην κατοχή τους. Με την επιφύλαξη των άρθρων 10 και 11, η Υπηρεσία δύναται να διαβιβάζει, ανά πάσα στιγμή, στα οικεία θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς, τις πληροφορίες που έλαβε κατά τη διάρκεια εσωτερικών ερευνών.

▼B

5.  
Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί θεσπίζουν τις κατάλληλες διαδικασίες και λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν, σε όλα τα στάδια, τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των εσωτερικών ερευνών.
6.  
Όταν από τις εσωτερικές έρευνες προκύπτει ότι υπάλληλος, μέλος του λοιπού προσωπικού, μέλος θεσμικού οργάνου ή λοιπών οργάνων, διευθυντικό στέλεχος λοιπών οργάνων ή οργανισμού ή μέλος του προσωπικού μπορεί να αποτελεί ενδιαφερόμενο, ενημερώνεται σχετικά το θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός στον οποίο ανήκει το εν λόγω πρόσωπο.

Όταν δεν διασφαλίζεται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας της εσωτερικής έρευνας με τη χρησιμοποίηση των συνήθων μέσων επικοινωνίας, η Υπηρεσία χρησιμοποιεί ενδεδειγμένους εναλλακτικούς τρόπους διαβίβασης πληροφοριών.

Σε έκτακτες περιπτώσεις, η παροχή των πληροφοριών αυτών μπορεί να αναβληθεί βάσει αιτιολογημένης απόφασης του γενικού διευθυντή, η οποία διαβιβάζεται στην επιτροπή εποπτείας μετά την ολοκλήρωση της έρευνας.

7.  
Η απόφαση που λαμβάνεται από κάθε θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό κατά την παράγραφο 1 περιλαμβάνει ειδικότερα κανόνα που αφορά την υποχρέωση των υπαλλήλων, των μελών του λοιπού προσωπικού, των μελών θεσμικών ή λοιπών οργάνων, των διευθυντικών στελεχών λοιπών οργάνων ή οργανισμών ή των μελών του προσωπικού να συνεργάζονται με την Υπηρεσία και να την ενημερώνουν, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τον εμπιστευτικό χαρακτήρα της εσωτερικής έρευνας.

▼M2

8.  
Με την επιφύλαξη του άρθρου 12γ παράγραφος 1, όταν, προτού αποφασιστεί η έναρξη εσωτερικής έρευνας, η Υπηρεσία χειρίζεται πληροφορίες από τις οποίες εικάζεται ότι έχει διαπραχθεί απάτη, διαφθορά ή οποιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, μπορεί να ενημερώνει το ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό. Κατόπιν σχετικής αίτησης, το ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός ενημερώνει την Υπηρεσία για τα ληφθέντα μέτρα και για τις διαπιστώσεις του βάσει των πληροφοριών αυτών.

▼B

Εφόσον απαιτείται, η Υπηρεσία ενημερώνει επίσης τις αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Σε αυτήν την περίπτωση, ισχύουν οι διαδικαστικές απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 δεύτερο και τρίτο εδάφιο. Αν οι αρμόδιες αρχές αποφασίσουν να λάβουν μέτρα βάσει των πληροφοριών που τους διαβιβάστηκαν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ενημερώνουν σχετικά, κατόπιν αιτήσεως, την Υπηρεσία.

Άρθρο 5

Έναρξη των ερευνών

▼M2

1.  
Με την επιφύλαξη του άρθρου 12δ, ο γενικός διευθυντής μπορεί να αποφασίσει την έναρξη έρευνας όταν υπάρχουν επαρκείς υπόνοιες, οι οποίες μπορούν να βασίζονται σε πληροφορίες παρεχόμενες από τρίτους ή ανωνύμως, ότι έχει διαπραχθεί απάτη, διαφθορά ή οποιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Κατά τη λήψη της απόφασης για την έναρξη έρευνας μπορεί επίσης να συνεκτιμάται η ανάγκη αποτελεσματικής χρήσης των πόρων της Υπηρεσίας και αναλογικότητας των χρησιμοποιούμενων μέσων. Όσον αφορά τις εσωτερικές έρευνες, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ποιο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός βρίσκεται στην καλύτερη θέση για να τις πραγματοποιήσει, με βάση ιδίως τη φύση των πράξεων, τον πραγματικό ή ενδεχόμενο δημοσιονομικό αντίκτυπο της υπόθεσης και την προοπτική ενδεχόμενης δικαστικής συνέχειας.
2.  
Η απόφαση για την έναρξη έρευνας λαμβάνεται από τον γενικό διευθυντή, ο οποίος ενεργεί ιδία πρωτοβουλία ή μετά από αίτηση θεσμικού ή αλλού οργάνου ή οργανισμού ή κράτους μέλους.
3.  
Ενόσω ο γενικός διευθυντής εξετάζει αν πρέπει να διεξαχθεί εσωτερική έρευνα κατόπιν αίτησης αναφερόμενης στην παράγραφο 2 ή ενώ η Υπηρεσία διεξάγει εσωτερική έρευνα, τα ενδιαφερόμενα θεσμικά ή λοιπά όργανα ή οργανισμοί δεν ξεκινούν παράλληλη έρευνα για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, εκτός διαφορετικής συμφωνίας με την Υπηρεσία.

Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται σε έρευνες που διεξάγονται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939.

▼B

4.  
Η απόφαση για τυχόν έναρξη έρευνας λαμβάνεται εντός δύο μηνών από την παραλαβή της προβλεπόμενης στην παράγραφο 2 αίτησης από την Υπηρεσία. Κοινοποιείται άμεσα στο κράτος μέλος, θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό που υπέβαλε την αίτηση. Η απόφαση για τη μη διεξαγωγή έρευνας πρέπει να αιτιολογείται. Αν παρέλθει το εν λόγω δίμηνο χωρίς λήψη απόφασης από την Υπηρεσία, θεωρείται ότι η Υπηρεσία έχει λάβει απόφαση να μη διεξαχθεί έρευνα.

Σε περίπτωση που υπάλληλος, μέλος του λοιπού προσωπικού, μέλος θεσμικού οργάνου ή λοιπών οργάνων, διευθυντικό στέλεχος λοιπών οργάνων ή οργανισμού ή μέλος του προσωπικού, ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 22α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, παρέχει πληροφορίες στην Υπηρεσία σχετικά με υπόνοια απάτης ή παρατυπίας, η Υπηρεσία ενημερώνει το εν λόγω πρόσωπο σχετικά με την απόφαση διεξαγωγής έρευνας σε σχέση με τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά.

▼M2

5.  
Εάν ο γενικός διευθυντής αποφασίσει να μην κινήσει έρευνα, μπορεί να διαβιβάσει αμέσως τυχόν σχετικές πληροφορίες, κατά περίπτωση, στις αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, ώστε να προβούν στις απαιτούμενες ενέργειες σύμφωνα με το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο ή στο ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό, ώστε να προβεί στις κατάλληλες ενέργειες σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν για το εν λόγω θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό. Η Υπηρεσία συμφωνεί με το εν λόγω θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό, εφόσον είναι απαραίτητο, τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία του απορρήτου της πηγής των εν λόγω πληροφοριών και ζητά, αν είναι αναγκαίο, να ενημερωθεί για τη συνέχεια που δόθηκε.
6.  
Εάν ο γενικός διευθυντής αποφασίσει να μην κινήσει έρευνα, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν επαρκείς υπόνοιες ότι έχει διαπραχθεί απάτη, διαφθορά ή οποιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα ή παρατυπία εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, διαβιβάζει αμελλητί τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 5.

▼B

Άρθρο 6

Πρόσβαση σε πληροφορίες σε βάσεις δεδομένων πριν από την έναρξη έρευνας

1.  
Πριν από την έναρξη έρευνας, η Υπηρεσία έχει δικαίωμα πρόσβασης σε κάθε σχετική πληροφορία σε βάσεις δεδομένων θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών, όταν αυτό απαιτείται για την εκτίμηση της πραγματικής βάσης των ισχυρισμών. Το εν λόγω δικαίωμα πρόσβασης ασκείται εντός της προθεσμίας, η οποία ορίζεται από την Υπηρεσία και απαιτείται για την ταχεία εκτίμηση των ισχυρισμών. Κατά την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος πρόσβασης, η Υπηρεσία τηρεί τις αρχές της αναγκαιότητας και αναλογικότητας.
2.  
Τα ενδιαφερόμενα θεσμικά ή λοιπά όργανα ή οργανισμοί συνεργάζονται καλόπιστα επιτρέποντας στην Υπηρεσία να λαμβάνει σχετικές πληροφορίες υπό όρους που θα καθοριστούν στις αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 1.

Άρθρο 7

Διαδικασία των ερευνών

▼M2

1.  
Ο γενικός διευθυντής διευθύνει τις έρευνες βάσει γραπτών οδηγιών, εφόσον απαιτείται. Οι έρευνες διεξάγονται υπό τη διεύθυνσή του από υπαλλήλους της Υπηρεσίας που ορίζονται από τον ίδιο. Ο γενικός διευθυντής δεν διενεργεί συγκεκριμένες έρευνες αυτοπροσώπως.

▼B

2.  
Οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας ασκούν τα καθήκοντά τους με την επίδειξη γραπτής εξουσιοδότησης στην οποία αναγράφονται τα στοιχεία ταυτότητας και η ιδιότητά τους. Η εξουσιοδότηση εκδίδεται από τον γενικό διευθυντή και αναφέρει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας, τις νομικές βάσεις για τη διενέργειά της και τις εξουσίες για τη διεξαγωγή της έρευνας που πηγάζουν από τις βάσεις αυτές.

▼M2

3.  
Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών παρέχουν στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας τη συνδρομή που είναι αναγκαία για την αποτελεσματική και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση εκτέλεση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Κατά την παροχή της συνδρομής αυτής, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ενεργούν σύμφωνα με τους εκάστοτε εθνικούς διαδικαστικούς κανόνες που ισχύουν για αυτές.
3α.  

Κατόπιν αιτήματος της Υπηρεσίας με γραπτή επεξήγηση σχετικού με τα υπό έρευνα θέματα, οι εκάστοτε αρμόδιες αρχές των κρατών μελών παρέχουν στην Υπηρεσία, υπό τους ίδιους όρους με τους ισχύοντες για τις εθνικές αρμόδιες αρχές, τα ακόλουθα:

α) 

πληροφορίες διαθέσιμες στους κεντρικούς αυτοματοποιημένους μηχανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 32α παράγραφος 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 4 )

β) 

όπου είναι απολύτως αναγκαίο για τους σκοπούς της έρευνας, το αρχείο συναλλαγών.

Το αίτημα της Υπηρεσίας οφείλει να περιλαμβάνει αιτιολόγηση της καταλληλότητας και της αναλογικότητας του μέτρου ως προς τη φύση και τη βαρύτητα των υπό έρευνα θεμάτων. Το εν λόγω αίτημα μπορεί να παραπέμπει μόνο στις πληροφορίες που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του πρώτου εδαφίου.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις εκάστοτε αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς των στοιχείων α) και β) του πρώτου εδαφίου.

3β.  
Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί φροντίζουν ώστε οι υπάλληλοί τους, τα μέλη του λοιπού προσωπικού τους, τα μέλη τους, τα διευθυντικά στελέχη τους και τα μέλη του προσωπικού τους να παρέχουν στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας την αναγκαία συνδρομή για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων τους χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

▼B

4.  
Όταν μια έρευνα συνδυάζει εξωτερικά και εσωτερικά στοιχεία, ισχύουν τα άρθρα 3 και 4 αντιστοίχως.
5.  
Οι έρευνες διεξάγονται αδιαλείπτως επί χρονικό διάστημα ανάλογο προς τις περιστάσεις και την πολυπλοκότητα της υπόθεσης.
6.  

Όταν από τις έρευνες προκύπτει ότι θα ήταν σκόπιμη η λήψη προληπτικών διοικητικών μέτρων για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, η Υπηρεσία ενημερώνει αμελλητί το ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό για τη διεξαγόμενη έρευνα. Οι παρεχόμενες πληροφορίες περιλαμβάνουν τα εξής:

α) 

την ταυτότητα του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, μέλους του λοιπού προσωπικού, μέλους θεσμικού οργάνου ή λοιπών οργάνων, διευθυντικού στελέχους λοιπών οργάνων ή οργανισμού ή μέλους του προσωπικού, καθώς και περίληψη των εξεταζόμενων πραγματικών περιστατικών·

▼M2

β) 

κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να βοηθήσει το ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό να αποφασίσει ποια είναι τα ενδεδειγμένα προληπτικά διοικητικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης·

▼B

γ) 

κάθε ενδεδειγμένο ειδικό μέτρο διασφάλισης του εμπιστευτικού χαρακτήρα, ιδίως σε υποθέσεις που συνεπάγονται τη χρήση ερευνητικών μέτρων τα οποία εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής ή, σε περίπτωση εξωτερικής έρευνας, στην αρμοδιότητα εθνικής αρχής, σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις που εφαρμόζονται σε έρευνες.

▼M2

Το ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός μπορεί ανά πάσα στιγμή να προβεί σε διαβουλεύσεις με την Υπηρεσία με σκοπό να λάβει, σε στενή συνεργασία με την Υπηρεσία, οιοδήποτε ενδεδειγμένο προληπτικό μέτρο, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για τη διασφάλιση αποδεικτικών στοιχείων. Το ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός ενημερώνει αμελλητί την Υπηρεσία για τα προληπτικά μέτρα που λαμβάνονται.

▼B

7.  
Εφόσον είναι αναγκαίο, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών λαμβάνουν, μετά από αίτηση της Υπηρεσίας, τα κατάλληλα προληπτικά μέτρα που προβλέπονται από το εθνικό τους δίκαιο, ιδίως μέτρα για τη διασφάλιση αποδεικτικών στοιχείων.

▼M2

8.  
Εάν μια έρευνα δεν μπορεί να ολοκληρωθεί μετά την παρέλευση δωδεκαμήνου από την έναρξή της, ο γενικός διευθυντής υποβάλλει, κατά τη λήξη της δωδεκάμηνης προθεσμίας και στη συνέχεια ανά εξάμηνο, έκθεση στην επιτροπή εποπτείας, αναφέροντας τους σχετικούς λόγους και, κατά περίπτωση, τα μελετώμενα διορθωτικά μέτρα για την επίσπευση της έρευνας.

Άρθρο 8

Υποχρέωση ενημέρωσης της Υπηρεσίας

1.  
Στους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 1, τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί διαβιβάζουν χωρίς καθυστέρηση στην Υπηρεσία κάθε πληροφορία για τις ενδεχόμενες περιπτώσεις απάτης, διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

Όταν τα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμοί προβαίνουν σε γνωστοποίηση στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939, μπορούν να συμμορφωθούν με την αναφερόμενη στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου υποχρέωση διαβιβάζοντας στην Υπηρεσία αντίγραφο της γνωστοποίησης που απέστειλαν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

2.  
Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί και, εάν δεν το απαγορεύει το εθνικό δίκαιο, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών διαβιβάζουν αμελλητί στην Υπηρεσία, κατόπιν αίτησής της ή με δική τους πρωτοβουλία, κάθε έγγραφο ή πληροφορία που κατέχουν σχετικά με διεξαγόμενη έρευνα της Υπηρεσίας.

Πριν από την έναρξη έρευνας, διαβιβάζουν, κατόπιν αίτησης της Υπηρεσίας με γραπτή επεξήγηση, κάθε έγγραφο ή πληροφορία που κατέχουν και που είναι απαραίτητα για την αξιολόγηση των ισχυρισμών ή για την εφαρμογή των κριτηρίων για την κίνηση έρευνας όπως παρατίθενται στο άρθρο 5 παράγραφος 1.

3.  
Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί και, εκτός εάν το απαγορεύει το εθνικό δίκαιο, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών διαβιβάζουν αμελλητί στην Υπηρεσία, κατόπιν αίτησης της Υπηρεσίας ή ιδία πρωτοβουλία, κάθε άλλη κρινόμενη ως σχετική με την υπόθεση πληροφορία, έγγραφο ή δεδομένο που κατέχουν και που αφορά την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.
4.  
Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία όσον αφορά τα ποινικά αδικήματα ως προς τα οποία μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητά της σύμφωνα με το κεφάλαιο IV του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939.

Η διάταξη αυτή δεν θίγει τη δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας να παρέχει στην Υπηρεσία πληροφορίες σχετικές με υποθέσεις σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 8, το άρθρο 36 παράγραφος 6, το άρθρο 39 παράγραφος 4 και το άρθρο 101 παράγραφοι 3 και 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939.

5.  
Οι διατάξεις που αφορούν τη διαβίβαση πληροφοριών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 904/2010 του Συμβουλίου ( 5 ) δεν θίγονται.

▼B

Άρθρο 9

Διαδικαστικές εγγυήσεις

1.  
H Υπηρεσία, κατά τη διεξαγωγή των ερευνών της, αναζητά αποδείξεις για τη διαπίστωση της ενοχής ή της αθωότητας του ενδιαφερομένου. Οι έρευνες διεξάγονται κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο και σύμφωνα με την αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας και τις διαδικαστικές εγγυήσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.
2.  
Η Υπηρεσία μπορεί να εξετάσει ενδιαφερόμενο ή μάρτυρα ανά πάσα στιγμή της έρευνας. Τα εξεταζόμενα πρόσωπα έχουν το δικαίωμα να αποφύγουν την αυτοενοχοποίηση.

Η πρόσκληση του ενδιαφερομένου σε εξέταση αποστέλλεται τουλάχιστον 10 εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία διεξαγωγής της. Η εν λόγω προθεσμία μπορεί να μειωθεί με τη ρητή συγκατάθεση του ενδιαφερομένου ή για δεόντως αιτιολογημένους λόγους σχετικούς με τον επείγοντα χαρακτήρα της έρευνας. Στην τελευταία περίπτωση, η προθεσμία πρέπει να είναι τουλάχιστον εικοσιτετράωρη. Η πρόσκληση περιλαμβάνει κατάλογο των δικαιωμάτων του ενδιαφερομένου, ιδίως το δικαίωμα να επικουρείται από πρόσωπο της επιλογής του.

Η πρόσκληση μάρτυρα σε εξέταση αποστέλλεται τουλάχιστον 24 ώρες πριν από την ημερομηνία διεξαγωγής της. Η εν λόγω προθεσμία μπορεί να μειωθεί με τη ρητή συγκατάθεση του μάρτυρα ή για δεόντως αιτιολογημένους λόγους σχετικούς με τον επείγοντα χαρακτήρα της έρευνας.

▼M2

Οι προβλεπόμενες στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο απαιτήσεις δεν ισχύουν για τις καταθέσεις που λαμβάνονται κατά τους επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις. Οι διαδικαστικές εγγυήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 7 και 8 ισχύουν για τον ενδιαφερόμενο, ιδίως το δικαίωμα να επικουρείται από πρόσωπο της επιλογής του.

▼B

Όταν, κατά τη διάρκεια εξέτασης, προκύπτουν αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία ένας μάρτυρας μπορεί να αποτελεί ενδιαφερόμενο, περατώνεται η εξέταση. Εφαρμόζονται αμέσως οι διαδικαστικοί κανόνες που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο και στις παραγράφους 3 και 4. Ο εν λόγω μάρτυρας ενημερώνεται αμέσως για τα δικαιώματά του ως ενδιαφερομένου και λαμβάνει, μετά από αίτηση, αντίγραφο των πρακτικών τυχόν καταθέσεών του κατά το παρελθόν. Η Υπηρεσία δεν δικαιούται να χρησιμοποιήσει τις προηγούμενες καταθέσεις του εν λόγω προσώπου εναντίον του χωρίς να του δώσει πρώτα τη δυνατότητα να σχολιάσει τις εν λόγω καταθέσεις.

Η Υπηρεσία συντάσσει πρακτικά της εξέτασης και παρέχει πρόσβαση σε αυτά στο εξεταζόμενο πρόσωπο, ώστε το εξεταζόμενο πρόσωπο να μπορέσει είτε να τα εγκρίνει είτε να προσθέσει τις παρατηρήσεις του. Η Υπηρεσία παραδίδει στο εξεταζόμενο πρόσωπο αντίγραφο των πρακτικών της εξέτασης.

3.  
Μόλις προκύψει από την έρευνα ότι ενδέχεται υπάλληλος, μέλος του λοιπού προσωπικού, μέλος θεσμικού οργάνου ή λοιπών οργάνων, διευθυντικό στέλεχος λοιπών οργάνων ή οργανισμού ή μέλος του προσωπικού να αποτελεί ενδιαφερόμενο, ο εν λόγω υπάλληλος, μέλος του λοιπού προσωπικού, μέλος θεσμικού οργάνου ή λοιπών οργάνων, διευθυντικό στέλεχος λοιπών οργάνων ή οργανισμού ή μέλος του προσωπικού ενημερώνεται σχετικά, εφόσον δεν θίγεται η διεξαγωγή της έρευνας ή τυχόν ερευνητικής διαδικασίας εμπίπτουσας στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής.
4.  
Με την επιφύλαξη του άρθρου 4 παράγραφος 6 και του άρθρου 7 παράγραφος 6, μόλις ολοκληρωθεί η έρευνα και προτού συνταχθούν συμπεράσματα με ονομαστική αναφορά σε ενδιαφερόμενο, παρέχεται στο εν λόγω πρόσωπο η δυνατότητα να σχολιάσει περιστατικά που το αφορούν.

▼M2

Για τον σκοπό αυτό, η Υπηρεσία αποστέλλει στον ενδιαφερόμενο πρόσκληση να διατυπώσει παρατηρήσεις είτε γραπτώς είτε στο πλαίσιο συνέντευξης με υπαλλήλους οριζόμενους από την Υπηρεσία. Η εν λόγω πρόσκληση περιλαμβάνει σύνοψη των περιστατικών που αφορούν τον ενδιαφερόμενο και τις πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει των άρθρων 15 και 16 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 και αναφέρει την προθεσμία υποβολής παρατηρήσεων, η οποία πρέπει να είναι τουλάχιστον 10 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της πρόσκλησης. Η εν λόγω προθεσμία μπορεί να μειωθεί με τη ρητή συγκατάθεση του ενδιαφερομένου ή για δεόντως αιτιολογημένους λόγους σχετικούς με τον επείγοντα χαρακτήρα της έρευνας. Στην τελική έκθεση της έρευνας γίνεται μνεία των εν λόγω παρατηρήσεων.

Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις στις οποίες κρίνεται απαραίτητη η διαφύλαξη του εμπιστευτικού χαρακτήρα της έρευνας ή ήδη διεξαγόμενης ή μελλοντικής ποινικής έρευνας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ή εθνικής δικαστικής αρχής, ο γενικός διευθυντής δύναται, κατά περίπτωση κατόπιν διαβούλευσης με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ή την αρμόδια εθνική δικαστική αρχή, να αποφασίσει να αναβάλει την εκτέλεση της υποχρέωσης κλήσης ενδιαφερομένου προς υποβολή παρατηρήσεων.

▼B

Στις περιπτώσεις του άρθρου 1 παράγραφος 2 του παραρτήματος IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η παράλειψη του θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού να απαντήσει εντός μηνός στην αίτηση του γενικού διευθυντή για την αναβολή της εκτέλεσης της υποχρέωσης κλήσης ενδιαφερομένου προς υποβολή παρατηρήσεων θεωρείται ότι συνιστά καταφατική απάντηση.

5.  
Κάθε εξεταζόμενο πρόσωπο δικαιούται να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Ωστόσο, οι μόνιμοι ή έκτακτοι υπάλληλοι της Ένωσης μπορεί να κληθούν να εκφραστούν σε μια επίσημη γλώσσα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης που κατέχουν άριστα.

▼M2

Άρθρο 9α

Ελεγκτής διαδικαστικών εγγυήσεων

1.  
Η Επιτροπή διορίζει ελεγκτή διαδικαστικών εγγυήσεων (εφεξής «ελεγκτής»), σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στην παράγραφο 2, για πενταετή θητεία, μη ανανεώσιμη. Μετά τη λήξη της εν λόγω θητείας, ο ελεγκτής παραμένει εν υπηρεσία έως ότου αντικατασταθεί.
2.  
Ο ελεγκτής υπάγεται διοικητικά στην επιτροπή εποπτείας. Η γραμματεία της επιτροπής εποπτείας παρέχει στον ελεγκτή κάθε αναγκαία διοικητική και νομική υποστήριξη.
3.  
Η Επιτροπή χορηγεί στην επιτροπή εποπτείας, από τον εγκεκριμένο προϋπολογισμό της, το προσωπικό και τα χρηματοοικονομικά μέσα που είναι αναγκαία για τον ελεγκτή.
4.  
Κατόπιν πρόσκλησης υποβολής υποψηφιοτήτων στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή καταρτίζει κατάλογο υποψηφίων που διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα για τη θέση του ελεγκτή. Μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, η Επιτροπή διορίζει τον ελεγκτή.
5.  
Ο ελεγκτής διαθέτει τα προσόντα και την πείρα που απαιτούνται στο πεδίο των διαδικαστικών εγγυήσεων.
6.  
Ο ελεγκτής ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη ανεξαρτησία, μεταξύ άλλων και έναντι της Υπηρεσίας και της επιτροπής εποπτείας, και δεν επιζητεί ούτε λαμβάνει οδηγίες από κανένα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
7.  
Εάν ο ελεγκτής δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του ή αν ο ελεγκτής κρίθηκε ένοχος για βαρύ παράπτωμα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή μπορούν να απαλλάξουν τον ελεγκτή από τα καθήκοντά του με κοινή συμφωνία.
8.  
Σύμφωνα με τον μηχανισμό που αναφέρεται στο άρθρο 9β, ο ελεγκτής παρακολουθεί τη συμμόρφωση της Υπηρεσίας με τις διαδικαστικές εγγυήσεις του άρθρου 9, καθώς και τους κανόνες που ισχύουν για τις έρευνες από την Υπηρεσία. Ο ελεγκτής είναι υπεύθυνος για τον χειρισμό των καταγγελιών που αναφέρονται στο άρθρο 9β.
9.  
Ο ελεγκτής υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητές του σε ετήσια βάση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, την επιτροπή εποπτείας και την Υπηρεσία. Ο ελεγκτής δεν αναφέρεται σε ατομικές υποθέσεις υπό έρευνα και μεριμνά για την διασφάλιση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των ερευνών ακόμη και μετά την περάτωσή τους. Ο ελεγκτής υποβάλλει έκθεση στην επιτροπή εποπτείας για κάθε συστημικό θέμα που προκύπτει από τις συστάσεις του.

Άρθρο 9β

Μηχανισμός καταγγελιών

1.  
Ένα ενδιαφερόμενο πρόσωπο δικαιούται να υποβάλει καταγγελία ενώπιον τον ελεγκτή όσον αφορά τη συμμόρφωση της Υπηρεσίας προς τις διαδικαστικές εγγυήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9, καθώς επίσης και λόγω παράβασης των κανόνων που διέπουν τις έρευνες από την Υπηρεσία, ιδίως λόγω παραβίασης διαδικαστικών απαιτήσεων και θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η υποβολή καταγγελίας δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ως προς τη διεξαγωγή της έρευνας που αποτελεί το αντικείμενο της καταγγελίας.
2.  
Οι καταγγελίες υποβάλλονται εντός ενός μηνός αφ’ ότου ο καταγγέλλων λάβει γνώση των σχετικών πραγματικών περιστατικών που συνιστούν εικαζόμενη παραβίαση των διαδικαστικών εγγυήσεων ή των κανόνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Σε κάθε περίπτωση, οι καταγγελίες θα υποβάλλονται εντός ενός μηνός από την περάτωση της έρευνας.

Εντούτοις, καταγγελίες που αφορούν την προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφοι 2 και 4 υποβάλλονται πριν από τη λήξη της προθεσμίας των 10 ημερών που καθορίζεται στις εν λόγω διατάξεις.

3.  
Ο ελεγκτής ενημερώνει τον γενικό διευθυντή μόλις λάβει την καταγγελία.

Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της καταγγελίας, ο ελεγκτής αποφασίζει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 2.

Αν πληρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 2, ο ελεγκτής καλεί την Υπηρεσία να αναλάβει δράση για την επίλυση της καταγγελίας και να ενημερώσει σχετικά τον ελεγκτή εντός 15 εργάσιμων ημερών.

Εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 ή 2, ο ελεγκτής κλείνει τον φάκελο και ενημερώνει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο χωρίς καθυστέρηση.

4.  
Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, η Υπηρεσία διαβιβάζει στον ελεγκτή όλες τις πληροφορίες που του επιτρέπουν να αξιολογήσει αν η καταγγελία είναι βάσιμη, καθώς και πληροφορίες που αποσκοπούν στην επίλυση του καταγγελθέντος θέματος και δίνουν τη δυνατότητα στον ελεγκτή να εκδώσει σύσταση.
5.  
Ο ελεγκτής εκδίδει σύσταση σχετικά με τον τρόπο επίλυσης των θεμάτων που εγείρονται στην καταγγελία, χωρίς καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός δύο μηνών αφότου ο ελεγκτής ενημερώθηκε από την Υπηρεσία σχετικά με τις ενέργειές της για την επίλυση του θέματος που εγείρεται. Εφ’ όσον δεν λάβει πληροφορίες εντός της προθεσμίας 15 ημερών που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 3, ο ελεγκτής εκδίδει σύσταση εντός δύο μηνών από την εκπνοή αυτής της προθεσμίας.

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο ελεγκτής δύναται να αποφασίσει την παράσταση της προθεσμίας έκδοσης σύστασης κατά 15 επιπλέον εργάσιμες ημέρες. Ο ελεγκτής ενημερώνει γραπτώς τον γενικό διευθυντή σχετικά με τους λόγους μιας τέτοιας παράτασης.

Ο ελεγκτής μπορεί να συστήσει στην Υπηρεσία να τροποποιήσει ή να καταργήσει τις συστάσεις της ή τις εκθέσεις της, λόγω παραβίασης των διαδικαστικών εγγυήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 9 ή των κανόνων που εφαρμόζονται στις έρευνες της Υπηρεσίας, ιδίως λόγω παραβίασης διαδικαστικών απαιτήσεων και θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Πριν εκδώσει σύσταση, ο ελεγκτής ζητεί γνωμοδότηση της επιτροπής εποπτείας.

Ο ελεγκτής υποβάλλει τη σύσταση στην Υπηρεσία και ενημερώνει σχετικά τον καταγγέλλοντα.

Σε περίπτωση που ο ελεγκτής δεν εκδώσει σύσταση εντός των προθεσμιών της παρούσας παραγράφου, θεωρείται ότι ο ελεγκτής έχει απορρίψει την καταγγελία χωρίς σύσταση.

6.  
Ο ελεγκτής εξετάζει την καταγγελία σε διαδικασία εκατέρωθεν ακρόασης, χωρίς να παρεμβαίνει στη διεξαγόμενη έρευνα.

Ο ελεγκτής μπορεί επίσης να ζητήσει από μάρτυρες να παράσχουν τις γραπτές ή προφορικές εξηγήσεις που θεωρεί χρήσιμες για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών. Οι μάρτυρες μπορούν να αρνηθούν να παράσχουν τέτοιες εξηγήσεις.

7.  
Ο γενικός διευθυντής προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες που ορίζονται στη σύσταση. Εάν ο γενικός διευθυντής αποφασίσει να μην ακολουθήσει τη σύσταση του ελεγκτή, ο γενικός διευθυντής γνωστοποιεί στον καταγγέλλοντα και στον ελεγκτή τους βασικούς λόγους για την εν λόγω απόφαση, εκτός εάν αυτή η γνωστοποίηση θα επηρέαζε την εν εξελίξει έρευνα. Στην τελική έκθεση της έρευνας επισυνάπτεται σημείωμα στο οποίο ο γενικός διευθυντής αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν ακολουθήθηκε η σύσταση του ελεγκτή.
8.  
Ο μηχανισμός καταγγελιών που προβλέπεται στο παρόν άρθρο δεν θίγει τα ένδικα μέσα που προβλέπονται από τις Συνθήκες, συμπεριλαμβανομένων των αγωγών αποζημιώσεως.
9.  
Ο γενικός διευθυντής μπορεί να ζητήσει τη γνώμη του ελεγκτή σχετικά με οποιοδήποτε ζήτημα συνδέεται με διαδικαστικές εγγυήσεις ή θεμελιώδη δικαιώματα που εμπίπτουν στο πλαίσιο της εντολής του ελεγκτή, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης για αναβολή παροχής πληροφοριών στον ενδιαφερόμενο δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 3. Ο γενικός διευθυντής ορίζει σε οποιοδήποτε παρόμοιο αίτημα τη χρονική προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να απαντήσει ο ελεγκτής.
10.  
Με την επιφύλαξη των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 90 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, εφόσον έχει υποβληθεί καταγγελία στον γενικό διευθυντή από υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 90α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, και ο υπάλληλος ή το μέλος του λοιπού προσωπικού έχει υποβάλει καταγγελία στον ελεγκτή σχετικά με το ίδιο θέμα, ο γενικός διευθυντής αναμένει τη σύσταση του ελεγκτή πριν απαντήσει στην καταγγελία.
11.  
Ο ελεγκτής, κατόπιν διαβούλευσης με την επιτροπή εποπτείας, θεσπίζει εκτελεστικές διατάξεις για τον χειρισμό των καταγγελιών.

Οι εν λόγω εκτελεστικές διατάξεις περιλαμβάνουν, ιδίως, λεπτομερείς κανόνες σχετικά με:

α) 

την υποβολή καταγγελίας·

β) 

την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της επιτροπής εποπτείας, του ελεγκτή και του γενικού διευθυντή·

γ) 

την διαδικασία αντιμετώπισης από την Υπηρεσία των θεμάτων που εγείρονται σε μια καταγγελία·

δ) 

την εξέταση μιας καταγγελίας με διαδικασία εκατέρωθεν ακροάσεως σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6·

ε) 

την έκδοση και τη δημοσίευση της σύστασης του ελεγκτή·

στ) 

τις δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις όπου ο γενικός διευθυντής μπορεί να αποκλίνει από τη σύσταση του ελεγκτή και τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται σε τέτοιες περιπτώσεις.

▼B

Άρθρο 10

Εμπιστευτικότητα και προστασία δεδομένων

1.  
Οι πληροφορίες που διαβιβάζονται ή λαμβάνονται στο πλαίσιο εξωτερικών ερευνών, υπό οποιαδήποτε μορφή, προστατεύονται από τις σχετικές διατάξεις.
2.  
Οι πληροφορίες που διαβιβάζονται ή λαμβάνονται στο πλαίσιο εσωτερικών ερευνών, υπό οιαδήποτε μορφή, καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο και απολαύουν της προστασίας που παρέχουν οι εφαρμοστέοι στα θεσμικά όργανα της Ένωσης κανόνες.
3.  
Τα ενδιαφερόμενα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί εξασφαλίζουν την τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των ερευνών της Υπηρεσίας, καθώς και τον σεβασμό των νόμιμων δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων, και, όταν έχουν κινηθεί δικαστικές διαδικασίες, την τήρηση όλων των εθνικών κανόνων που εφαρμόζονται στις διαδικασίες αυτές.

▼M2

3α.  
Η οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 6 ) εφαρμόζεται για την καταγγελία περιπτώσεων απάτης, διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και για την προστασία όσων καταγγέλλουν τις παραβάσεις αυτές.
3β.  
Όταν η Υπηρεσία συνιστά δικαστική συνέχεια, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος και των πληροφοριοδοτών στην προστασία της ταυτότητάς τους, και σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες προστασίας της εμπιστευτικότητας και των δεδομένων, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει από την Υπηρεσία παράσχει την τελική έκθεση που έχει συνταχθεί βάσει του άρθρου 11, στον βαθμό που αφορά τον ενδιαφερόμενο. Η Υπηρεσία γνωστοποιεί αμελλητί το αίτημα σε όλους τους αποδέκτες της εν λόγω έκθεσης και παρέχει πρόσβαση μόνο με τη ρητή συγκατάθεση των αποδεκτών. Οι αποδέκτες απαντούν εντός δωδεκαμήνου από την παραλαβή του αιτήματος. Εάν δεν διατυπωθεί αντίρρηση εντός της συγκεκριμένης προθεσμίας, η Υπηρεσία χορηγεί την πρόσβαση.

Η αρμόδια αρχή μπορεί επίσης να εξουσιοδοτήσει την Υπηρεσία να χορηγήσει πρόσβαση πριν από τη λήξη της εν λόγω περιόδου.

▼M2

4.  
Η Υπηρεσία διορίζει υπεύθυνο προστασίας δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 43 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725.

▼M1

Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων είναι αρμόδιος για την επεξεργασία των δεδομένων από την Υπηρεσία και τη γραμματεία της επιτροπής εποπτείας.

▼B

5.  
Ο γενικός διευθυντής μεριμνά ώστε η ενημέρωση του κοινού να γίνεται κατά τρόπο ουδέτερο και αμερόληπτο, με σεβασμό της αρχής του εμπιστευτικού χαρακτήρα των ερευνών και σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 9 παράγραφος 1.

▼M1

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας και οι υπάλληλοι της γραμματείας της επιτροπής εποπτείας δεν προβαίνουν σε κοινολόγηση πληροφοριών που έχουν λάβει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους χωρίς προηγούμενη εξουσιοδότηση, εκτός αν πρόκειται για πληροφορίες οι οποίες έχουν ήδη νομίμως κοινοποιηθεί ή είναι διαθέσιμες στο κοινό, συνεχίζουν δε να δεσμεύονται από την εν λόγω υποχρέωση μετά την αποχώρησή τους από την υπηρεσία.

Τα μέλη της επιτροπής εποπτείας δεσμεύονται από την ίδια υποχρέωση επαγγελματικής εμπιστευτικότητας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και συνεχίζουν να δεσμεύονται από την υποχρέωση αυτή μετά τη λήξη της εντολής τους.

▼B

Άρθρο 11

Έκθεση της έρευνας και συνέχεια που δίδεται στις έρευνες

1.  
Μόλις ολοκληρωθεί έρευνα της Υπηρεσίας, συντάσσεται έκθεση υπό την εποπτεία του γενικού διευθυντή. Στην εν λόγω έκθεση αναφέρονται η νομική βάση της έρευνας, οι διαδικαστικές ενέργειες που έγιναν, τα διαπιστωθέντα πραγματικά περιστατικά και ο προκαταρκτικός νομικός τους χαρακτηρισμός, η εκτίμηση των οικονομικών επιπτώσεων των διαπιστωθέντων περιστατικών, η τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων κατά το άρθρο 9 και τα συμπεράσματα της έρευνας.

▼M2

Η έκθεση συνοδεύεται, κατά περίπτωση, από συστάσεις του γενικού διευθυντή σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Οι εν λόγω συστάσεις αναφέρουν, εφόσον χρειάζεται, τυχόν πειθαρχικές, διοικητικές, δημοσιονομικές ή δικαστικές ενέργειες που θα ληφθούν εκ μέρους των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών, καθώς και των αρμόδιων αρχών των ενδιαφερομένων κρατών μελών, και προσδιορίζουν ιδίως το εκτιμώμενο ποσό που πρέπει να ανακτηθεί, καθώς και τον προκαταρκτικό νομικό χαρακτηρισμό των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών.

2.  

Κατά τη σύνταξη των εκθέσεων και συστάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, λαμβάνονται υπόψη οι συναφείς διατάξεις του ενωσιακού δικαίου και, στον βαθμό που ισχύει, του εθνικού δικαίου του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

Οι εκθέσεις που συντάσσονται βάσει του πρώτου εδαφίου, συμπεριλαμβανομένων όλων των αποδεικτικών στοιχείων που υποστηρίζουν τις εν λόγω εκθέσεις και προσαρτώνται σε αυτές, αποτελούν παραδεκτά αποδεικτικά στοιχεία:

α) 

σε δικαστικές διαδικασίες μη ποινικού χαρακτήρα, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, καθώς και σε διοικητικές διαδικασίες στα κράτη μέλη·

β) 

σε ποινικές διαδικασίες του κράτους μέλους στο οποίο η χρησιμοποίησή τους αποδεικνύεται αναγκαία και υπάγονται στους ίδιους κανόνες αξιολόγησης με εκείνους που εφαρμόζονται στις διοικητικές εκθέσεις των εθνικών διοικητικών ελεγκτών και έχουν την αυτή αποδεικτική ισχύ με αυτές τις εκθέσεις·

γ) 

σε δικαστικές διαδικασίες ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης και σε διοικητικές διαδικασίες στα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Υπηρεσία τους κανόνες του εθνικού δικαίου που είναι συναφείς με τους σκοπούς του δευτέρου εδαφίου στοιχείο β).

Αναφορικά με το στοιχείο β) του δεύτερου εδαφίου, τα κράτη μέλη, μετά από αίτηση της Υπηρεσίας, αποστέλλουν στην Υπηρεσία την οριστική απόφαση των εθνικών δικαστηρίων, αφού ολοκληρωθεί οριστικά η σχετική δικαστική διαδικασία και δημοσιευθεί η οριστική δικαστική απόφαση.

Η εξουσία του ΔΕΕ και των εθνικών δικαστηρίων και των αρμόδιων φορέων στις διοικητικές και ποινικές διαδικασίες να προβαίνουν ελεύθερα σε εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των εκθέσεων που καταρτίζει η Υπηρεσία δεν θίγεται από τον παρόντα κανονισμό.

2α.  
Η Υπηρεσία λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα ώστε να εξασφαλίζει με συνέπεια την ποιότητα των εκθέσεων και συστάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.
3.  
Οι εκθέσεις και συστάσεις που συντάσσονται κατόπιν εξωτερικής έρευνας και κάθε συναφές χρήσιμο έγγραφο διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τις εξωτερικές έρευνες, καθώς και, εφόσον είναι αναγκαίο, στο ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό. Οι αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και, όπου αρμόζει, το θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός δίνουν στις εξωτερικές έρευνες τη συνέχεια την οποία απαιτούν τα αποτελέσματα των εξωτερικών ερευνών και ενημερώνουν σχετικά την Υπηρεσία, εντός προθεσμίας που ορίζεται στις συστάσεις που συνοδεύουν την έκθεση, καθώς και, επιπλέον, κατόπιν σχετικής αίτησης της Υπηρεσίας. Τα κράτη μέλη μπορούν να κοινοποιούν στην Υπηρεσία τις εθνικές αρχές που είναι εκάστοτε αρμόδιες για την εξέταση των εν λόγω εκθέσεων, συστάσεων και εγγράφων.

▼B

4.  
Οι εκθέσεις και συστάσεις που συντάσσονται μετά από εσωτερική έρευνα και κάθε συναφές χρήσιμο έγγραφο διαβιβάζονται στο ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό. Τα εν λόγω θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί δίνουν στις εσωτερικές έρευνες τη συνέχεια, ιδίως πειθαρχική ή δικαστική, την οποία απαιτούν τα αποτελέσματα των εσωτερικών ερευνών και ενημερώνουν σχετικά την Υπηρεσία, εντός προθεσμίας που ορίζεται στις συστάσεις που συνοδεύουν την έκθεση, καθώς και, επιπλέον, μετά από σχετική αίτηση της Υπηρεσίας.

▼M2

5.  
Όταν η έκθεση που συντάχθηκε μετά από εσωτερική έρευνα αποκαλύπτει την ύπαρξη πραγματικών περιστατικών που δύνανται να επισύρουν ποινική δίωξη, τα εν λόγω στοιχεία, συνοδευόμενα από τις συστάσεις, διαβιβάζονται αμελλητί στις δικαστικές αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, με την επιφύλαξη των άρθρων 12γ και 12δ.

Οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών ενημερώνουν την Υπηρεσία, εντός προθεσμίας που ορίζεται στις συστάσεις που συνοδεύουν την έκθεση και μετά από αίτησή της, σχετικά με τα τυχόν μέτρα που έλαβαν και τους λόγους για τη μη εφαρμογή των συστάσεων, κατά περίπτωση, μετά από τη διαβίβαση πληροφοριών από την Υπηρεσία σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

▼M2 —————

▼B

7.  
Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4, αν η έρευνα ολοκληρωθεί χωρίς να βρεθούν αποδεικτικά στοιχεία εις βάρος του ενδιαφερομένου, η σχετική με το εν λόγω πρόσωπο έρευνα περατώνεται από τον γενικό διευθυντή, ο οποίος ενημερώνει το εν λόγω πρόσωπο εντός 10 εργάσιμων ημερών.

▼M2

8.  
Όταν πληροφοριοδότης έχει παράσχει στην Υπηρεσία πληροφορίες που οδήγησαν στην έναρξη έρευνας, η Υπηρεσία ενημερώνει τον συγκεκριμένο πληροφοριοδότη για την περάτωση της έρευνας, εκτός αν θεωρεί ότι η πληροφορία αυτή είναι δυνατόν να θίξει τα έννομα συμφέροντα του ενδιαφερόμενου προσώπου και την αποτελεσματικότητα της έρευνας και των μέτρων που πρέπει να ληφθούν επακολούθως, ή τις ενδεχόμενες απαιτήσεις εμπιστευτικότητας.

▼B

Άρθρο 12

Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Υπηρεσίας και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών

▼M2

1.  
Με την επιφύλαξη των άρθρων 10 και 11 του παρόντος κανονισμού και των διατάξεων του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96, η Υπηρεσία μπορεί να διαβιβάζει εγκαίρως στις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών πληροφορίες συλλεγείσες κατά τη διάρκεια εξωτερικών ερευνών, ώστε να μπορέσουν να προβούν στις κατάλληλες ενέργειες σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο. Μπορεί επίσης να διαβιβάζει αυτές τις πληροφορίες στο ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό.

▼B

2.  
Με την επιφύλαξη των άρθρων 10 και 11, ο γενικός διευθυντής διαβιβάζει στις δικαστικές αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους πληροφορίες που συνέλεξε η Υπηρεσία κατά τη διάρκεια εσωτερικών ερευνών, όσον αφορά πραγματικά περιστατικά που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής.

Σύμφωνα με το άρθρο 4 και με την επιφύλαξη του άρθρου 10, ο γενικός διευθυντής διαβιβάζει επίσης στα ενδιαφερόμενα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς τις πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, μεταξύ των οποίων τα στοιχεία ταυτότητας του ενδιαφερομένου, σύνοψη των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών, τον προκαταρκτικό νομικό τους χαρακτηρισμό και εκτίμηση των οικονομικών τους επιπτώσεων στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

Εφαρμόζεται το άρθρο 9 παράγραφος 4.

▼M2

3.  
Οι αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, εκτός εάν δεν το επιτρέπει το εθνικό δίκαιο, ενημερώνουν την Υπηρεσία αμελλητί και σε κάθε περίπτωση εντός δωδεκαμήνου από την παραλαβή των πληροφοριών που διαβιβάζονται σε αυτές σύμφωνα με το παρόν άρθρο, σχετικά με τα μέτρα που έλαβαν βάσει των εν λόγω πληροφοριών.

▼B

4.  
Η Υπηρεσία δύναται να καταθέτει αποδεικτικά στοιχεία σε διαδικασίες ενώπιον εθνικών δικαστηρίων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M2

5.  
Η Υπηρεσία μπορεί να παρέχει σχετικές πληροφορίες στο δίκτυο Eurofisc το οποίο δημιουργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 904/2010. Οι συντονιστές του τομέα εργασίας του Eurofisc μπορούν να διαβιβάζουν σχετικές πληροφορίες από το δίκτυο Eurofisc στην Υπηρεσία, υπό τους όρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 904/2010.

Άρθρο 12α

Υπηρεσίες για τον συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης

1.  
Κάθε κράτος μέλος για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ορίζει υπηρεσία («υπηρεσία για τον συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης») η οποία διευκολύνει την αποτελεσματική συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών επιχειρησιακού χαρακτήρα, με την Υπηρεσία («υπηρεσία για τον συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης»). Εφόσον ενδείκνυται, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η υπηρεσία για τον συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης μπορεί να θεωρείται αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.
2.  
Κατόπιν αίτησης της Υπηρεσίας, προτού αποφασιστεί η κίνηση έρευνας, καθώς και κατά τη διάρκεια ή μετά το πέρας έρευνας, οι υπηρεσίες για τον συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης παρέχουν ή συντονίζουν τη συνδρομή που απαιτείται ώστε η Υπηρεσία να εκτελεί τα καθήκοντά της αποτελεσματικά. Η συνδρομή αυτή αφορά ειδικότερα συνδρομή από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που παρέχεται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφοι 5 και 6, το άρθρο 7 παράγραφος 3 και το άρθρο 8 παράγραφοι 2 και 3.
3.  
Οι υπηρεσίες για τον συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης μπορούν να παρέχουν συνδρομή στην Υπηρεσία, κατόπιν αίτησής της, ώστε να μπορεί να ασκεί δραστηριότητες συντονισμού σύμφωνα με το άρθρο 12β, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, οριζόντιας συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των υπηρεσιών για τον συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης.

Άρθρο 12β

Δραστηριότητες συντονισμού

1.  
Δυνάμει του άρθρου 1 παράγραφος 2, η Υπηρεσία μπορεί να οργανώνει και να διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών, καθώς και, σύμφωνα με τις ισχύουσες συμφωνίες συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής και κάθε άλλο ισχύον νομικό μέσο, των αρχών τρίτης χώρας και διεθνών οργανισμών. Για τον σκοπό της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, οι συμμετέχουσες αρχές και η Υπηρεσία μπορούν να συλλέγουν, να αναλύουν και να ανταλλάσσουν πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων επιχειρησιακών πληροφοριών. Οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας μπορούν να συνοδεύουν τις αρμόδιες αρχές που διεξάγουν ερευνητικές δραστηριότητες κατόπιν αίτησης των εν λόγω αρχών. Εφαρμόζονται το άρθρο 6, το άρθρο 7 παράγραφοι 6 και 7, το άρθρο 8 παράγραφος 3 και το άρθρο 10.
2.  
Η Υπηρεσία, κατά περίπτωση, καταρτίζει έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες συντονισμού που έχουν διενεργηθεί και τη διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και στα ενδιαφερόμενα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς.
3.  
Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της άσκησης από την Υπηρεσία των εξουσιών που έχουν ανατεθεί στην Επιτροπή σε ειδικές διατάξεις οι οποίες διέπουν την αμοιβαία συνδρομή μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και τη συνεργασία μεταξύ των αρχών αυτών και της Επιτροπής.
4.  
Η Υπηρεσία μπορεί να συμμετέχει σε κοινές ομάδες ερευνών που συγκροτούνται σύμφωνα με το εφαρμοστέο ενωσιακό δίκαιο και στο πλαίσιο αυτό να ανταλλάσσει επιχειρησιακές πληροφορίες που αποκτά δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 12γ

Γνωστοποίηση αξιόποινης συμπεριφοράς στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία

1.  
Η Υπηρεσία υποβάλλει έκθεση στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, για κάθε αξιόποινη συμπεριφορά ως προς την οποία η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα μπορούσε να ασκήσει την αρμοδιότητά της σύμφωνα με το κεφάλαιο IV του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939. Η γνωστοποίηση αποστέλλεται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση πριν ή κατά τη διάρκεια της έρευνας της Υπηρεσίας.
2.  
Η γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει τουλάχιστον περιγραφή των πραγματικών περιστατικών, καθώς και εκτίμηση της ζημίας που προκλήθηκε ή ενδέχεται να προκληθεί, τον πιθανό νομικό χαρακτηρισμό και κάθε διαθέσιμη πληροφορία σχετικά με δυνητικά θύματα, υπόπτους ή τυχόν άλλα εμπλεκόμενα πρόσωπα.
3.  
Η Υπηρεσία δεν υποχρεούται να γνωστοποιεί στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία προδήλως ανυπόστατους ισχυρισμούς.
4.  
Όταν οι πληροφορίες που λαμβάνει η Υπηρεσία δεν περιλαμβάνουν τα στοιχεία που παρατίθενται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και δεν βρίσκεται σε εξέλιξη έρευνα της Υπηρεσίας, η Υπηρεσία μπορεί να προβεί σε προκαταρκτική αξιολόγηση των ισχυρισμών. Η αξιολόγηση διεξάγεται χωρίς χρονοτριβή και, σε κάθε περίπτωση, εντός δύο μηνών από τη λήψη των πληροφοριών. Κατά τη διάρκεια της εν λόγω αξιολόγησης, εφαρμόζονται το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 2. Σε συνέχεια της προκαταρκτικής αξιολόγησης, η Υπηρεσία προβαίνει σε γνωστοποίηση στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κάθε αξιόποινης συμπεριφοράς όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.
5.  
Στην περίπτωση που η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου αξιόποινη συμπεριφορά αποκαλυφθεί κατά τη διάρκεια έρευνας που διεξάγει η Υπηρεσία, και η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κινήσει έρευνα σε συνέχεια της γνωστοποίησης που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο, η Υπηρεσία διακόπτει την έρευνα που διενεργεί στα ίδια πραγματικά περιστατικά εκτός εάν ισχύουν τα προβλεπόμενα στο άρθρο 12ε ή 12στ.

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, η Υπηρεσία επαληθεύει, σύμφωνα με το άρθρο 12ζ παράγραφος 2, μέσω του συστήματος διαχείρισης υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αν η Εισαγγελία διενεργεί έρευνα. Η Υπηρεσία μπορεί να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ανταποκρίνεται στην αίτηση εντός προθεσμίας που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 12ζ.

6.  
Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης μπορούν να ζητούν από την Υπηρεσία να διεξάγει προκαταρκτική αξιολόγηση ισχυρισμών που γνωστοποιούνται σε αυτά. Για τους σκοπούς των αιτήσεων αυτών, εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών οι παράγραφοι 1 ως 4. Η Υπηρεσία ενημερώνει το ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό σχετικά με τα αποτελέσματα της προκαταρκτικής αξιολόγησης, εκτός εάν η παροχή αυτών των πληροφοριών μπορεί να θέσει σε κίνδυνο έρευνα της Υπηρεσίας ή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
7.  
Στην περίπτωση που, κατόπιν της γνωστοποίησης στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η Υπηρεσία περατώσει την έρευνά της, δεν εφαρμόζονται το άρθρο 9 παράγραφος 4 και το άρθρο 11.

Άρθρο 12δ

Αποφυγή αλληλεπικαλύψεων των ερευνών

1.  
Με την επιφύλαξη των άρθρων 12ε και 12στ, ο γενικός διευθυντής διακόπτει έρευνα που διενεργείται και δεν κινεί νέα έρευνα δυνάμει του άρθρου 5, όταν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διεξάγει έρευνα σχετικά με τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Ο γενικός διευθυντής ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σχετικά με κάθε απόφαση διακοπής που λαμβάνεται για τους λόγους αυτούς.

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, η Υπηρεσία επαληθεύει, σύμφωνα με το άρθρο 12ζ παράγραφος 2 μέσω του συστήματος διαχείρισης υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αν η Εισαγγελία διενεργεί έρευνα. Η Υπηρεσία μπορεί να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ανταποκρίνεται στην αίτηση εντός προθεσμίας που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 12ζ.

Σε περίπτωση που η Υπηρεσία διακόψει έρευνα που διενεργείται την σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, δεν εφαρμόζονται το άρθρο 9 παράγραφος 4 και το άρθρο 11.

2.  
Προκειμένου να δώσει τη δυνατότητα στην Υπηρεσία να εξετάσει τις ενδεδειγμένες διοικητικές ενέργειες σύμφωνα με την εντολή της, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δύναται να παρέχει τις σχετικές πληροφορίες στην Υπηρεσία στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει αποφασίσει να μην διεξαγάγει έρευνα ή έχει θέσει την υπόθεση στο αρχείο. Όταν περιέλθουν εις γνώσιν της Υπηρεσίας νέα πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν ήταν γνωστά στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κατά τον χρόνο που ελήφθη η απόφαση αρχειοθέτησης της υπόθεσης σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939, ο γενικός διευθυντής δύναται να ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να επανεκκινήσει έρευνα σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 12ε

Υποστήριξη της Υπηρεσίας στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία

1.  

Κατά τη διάρκεια έρευνας που διεξάγεται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και κατόπιν αίτησης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939, η Υπηρεσία, σύμφωνα με την εντολή της, υποστηρίζει ή συμπληρώνει τη δραστηριότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ιδίως με τους εξής τρόπους:

α) 

παροχή πληροφοριών, αναλύσεων (συμπεριλαμβανομένων των εγκληματολογικών αναλύσεων), εμπειρογνωσίας και επιχειρησιακής υποστήριξης·

β) 

διευκόλυνση του συντονισμού για συγκεκριμένες ενέργειες μεταξύ των αρμόδιων εθνικών διοικητικών αρχών και των οργάνων της Ένωσης·

γ) 

διεξαγωγή διοικητικών ερευνών.

Όταν παρέχει υποστήριξη στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, η Υπηρεσία δεν εκτελεί πράξεις ή μέτρα που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την έρευνα ή τη δίωξη.

2.  

Αίτηση αναφερόμενη στην παράγραφο 1 διαβιβάζεται γραπτώς και προσδιορίζει τουλάχιστον:

α) 

τις πληροφορίες σχετικά με την έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας καθ’ όσον έχουν συνάφεια με τον σκοπό της αίτησης·

β) 

τα μέτρα τα οποία ζητεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να υλοποιηθούν από την Υπηρεσία·

γ) 

κατά περίπτωση, το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα για τη διεκπεραίωση του αιτήματος.

Όταν απαιτείται, η Υπηρεσία μπορεί να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες.

3.  
Με σκοπό την προστασία του παραδεκτού των αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των διαδικαστικών εγγυήσεων, όταν η Υπηρεσία εκτελεί, στο πλαίσιο της εντολής της, μέτρα στήριξης που αιτήθηκε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δυνάμει του παρόντος άρθρου, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και η Υπηρεσία, ενεργώντας σε στενή συνεργασία, διασφαλίζουν την τήρηση των εφαρμοστέων διαδικαστικών εγγυήσεων που προβλέπονται στο κεφάλαιο VI του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939.

Άρθρο 12στ

Συμπληρωματικές έρευνες

1.  
Όταν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διενεργεί έρευνα και ο γενικός διευθυντής κρίνει, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, ότι θα πρέπει και από την Υπηρεσία να κινηθεί έρευνα, σύμφωνα με την εντολή της Υπηρεσίας, με σκοπό τη διευκόλυνση της λήψης προληπτικών μέτρων ή της εκτέλεσης δημοσιονομικών, πειθαρχικών ή διοικητικών ενεργειών, η Υπηρεσία ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία γραπτώς, προσδιορίζοντας τη φύση και τον σκοπό της έρευνας.

Μετά τη λήψη της εν λόγω ενημέρωσης και εντός προθεσμίας που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 12ζ, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να προβάλει αντίρρηση στην κίνηση έρευνας ή στην εκτέλεση ορισμένων ενεργειών που αφορούν την έρευνα. Όταν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία προβάλλει αντίρρηση στην κίνηση έρευνας ή στην εκτέλεση ορισμένων ενεργειών που αφορούν έρευνα, ενημερώνει την Υπηρεσία χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση όταν παύσουν να ισχύουν οι λόγοι για τους οποίους προέβαλε αντίρρηση.

Στην περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δεν προβάλει αντίρρηση εντός της προθεσμίας που τίθεται σύμφωνα με το άρθρο 12, η Υπηρεσία μπορεί να κινήσει έρευνα, την οποία διεξάγει σε συνεχή διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Εάν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία προβάλει σε μεταγενέστερο χρόνο σχετική αντίρρηση, η Υπηρεσία αναστέλλει ή διακόπτει την έρευνά της, ή δεν προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες που αφορούν την έρευνα.

2.  
Στην περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, στο πλαίσιο απάντησης σε αίτηση για παροχή πληροφοριών που έχει υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 12δ, ενημερώσει την Υπηρεσία ότι δεν διεξάγει έρευνα και στη συνέχεια κινήσει έρευνα σχετικά με τα ίδια πραγματικά περιστατικά, ενημερώνει την Υπηρεσία αμελλητί. Εάν, μετά τη λήψη της εν λόγω ενημέρωσης, ο γενικός διευθυντής κρίνει ότι η έρευνα που έχει κινήσει η Υπηρεσία θα πρέπει να συνεχιστεί με σκοπό τη διευκόλυνση της λήψης προληπτικών μέτρων ή της εκτέλεσης δημοσιονομικών, πειθαρχικών ή διοικητικών ενεργειών, εφαρμόζεται η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 12ζ

Διακανονισμοί εργασίας και ανταλλαγή πληροφοριών με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία

1.  
Η Υπηρεσία συμφωνεί με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σχετικά με τους διακανονισμούς εργασίας. Στους εν λόγω διακανονισμούς εργασίας προβλέπονται, μεταξύ άλλων, πρακτικές ρυθμίσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, πληροφοριών επιχειρησιακού, στρατηγικού ή τεχνικού χαρακτήρα και διαβαθμισμένων πληροφοριών και συμπληρωματικές έρευνες.

Οι διακανονισμοί εργασίας περιλαμβάνουν αναλυτικές ρυθμίσεις σχετικά με τη συνεχή ανταλλαγή πληροφοριών κατά τη διάρκεια της λήψης και επαλήθευσης ισχυρισμών για τον σκοπό του προσδιορισμού της αρμοδιότητας κατά τη διάρκεια ερευνών. Περιλαμβάνουν επίσης ρυθμίσεις για τη διαβίβαση πληροφοριών μεταξύ της Υπηρεσίας και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, όταν η Υπηρεσία ενεργεί υποστηρικτικά ή συμπληρωματικά προς την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Προβλέπουν δε προθεσμίες για την ανταπόκριση στις εκατέρωθεν αιτήσεις.

Η Υπηρεσία και η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία συμφωνούν σχετικά με τις προθεσμίες και τις λεπτομερείς ρυθμίσεις, σύμφωνα με το άρθρο 12γ παράγραφος 5, το άρθρο 12δ παράγραφος 1 και το άρθρο 12στ παράγραφος 1. Μέχρι την επίτευξη της συμφωνίας αυτής, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ανταποκρίνεται χωρίς καθυστέρηση στις αιτήσεις της Υπηρεσίας και, σε κάθε περίπτωση, εντός 10 εργάσιμων ημερών από την υποβολή αίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 12γ παράγραφος 5 και στο άρθρο 12δ παράγραφος 1 και εντός 20 εργάσιμων ημερών από αίτηση ενημέρωσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 12στ παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο.

Πριν την έγκριση των διακανονισμών εργασίας με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, ο γενικός διευθυντής αποστέλλει το σχέδιο στην επιτροπή εποπτείας και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο προς ενημέρωση. Η επιτροπή εποπτείας γνωμοδοτεί χωρίς καθυστέρηση.

2.  
Η Υπηρεσία έχει έμμεση πρόσβαση στις πληροφορίες του συστήματος διαχείρισης υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας βάσει συστήματος σύμπτωσης / απουσίας σύμπτωσης (hit/no-hit).

Κάθε φορά που εντοπίζεται αντιστοιχία μεταξύ των δεδομένων που εισάγονται στο σύστημα διαχείρισης υποθέσεων από την Υπηρεσία και των δεδομένων που τηρούνται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, η ύπαρξη της αντιστοιχίας γνωστοποιείται τόσο στην Υπηρεσία όσο και στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Η Υπηρεσία λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα ώστε να μπορεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες του συστήματος διαχείρισης υποθέσεών της βάσει συστήματος σύμπτωσης / απουσίας σύμπτωσης (hit/no-hit).

Οι τεχνικές πτυχές και οι πτυχές ασφαλείας της αμοιβαίας πρόσβασης στα συστήματα διαχείρισης υποθέσεων, συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών διαδικασιών με τις οποίες διασφαλίζεται ότι κάθε πρόσβαση είναι δεόντως αιτιολογημένη για την εκτέλεση των καθηκόντων τους και τεκμηριωμένη, καθορίζονται στις ρυθμίσεις εργασίας.

3.  
Ο γενικός διευθυντής και ο Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας συνεδριάζουν τουλάχιστον μία φορά ετησίως για να συζητήσουν θέματα κοινού ενδιαφέροντος.

▼B

Άρθρο 13

Συνεργασία της Υπηρεσίας με την Eurojust και την Ευρωπόλ

▼M2

1.  
Στο πλαίσιο της εντολής της να προστατεύει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, η Υπηρεσία συνεργάζεται, κατά περίπτωση, με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Ποινικής Δικαιοσύνης (Eurojust) και τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Ευρωπόλ). Εφόσον απαιτείται για τη διευκόλυνση της εν λόγω συνεργασίας, η Υπηρεσία συμφωνεί με την Eurojust και την Ευρωπόλ σχετικά με διοικητικούς διακανονισμούς. Οι εν λόγω διακανονισμοί εργασίας είναι δυνατόν να αφορούν την ανταλλαγή πληροφοριών επιχειρησιακού, στρατηγικού ή τεχνικού χαρακτήρα, περιλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και διαβαθμισμένων πληροφοριών και, εφόσον ζητηθούν, εκθέσεων προόδου.

▼B

Όταν αυτό στηρίζει και ενισχύει τον συντονισμό και τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών ερευνητικών και διωκτικών αρχών ή όταν η Υπηρεσία έχει διαβιβάσει στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών πληροφορίες που γεννούν υπόνοιες απάτης, διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης υπό μορφή σοβαρού εγκλήματος, η Υπηρεσία διαβιβάζει τις σχετικές πληροφορίες στην Eurojust, στο πλαίσιο της εντολής της Eurojust.

2.  
Οι αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών ενημερώνονται εγκαίρως από την Υπηρεσία σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι υπ’ αυτών παρασχεθείσες πληροφορίες διαβιβάζονται από την Υπηρεσία στην Eurojust ή την Ευρωπόλ.

Άρθρο 14

Συνεργασία με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς

1.  
Η Υπηρεσία μπορεί, ανάλογα με την περίπτωση, να συμφωνεί διοικητικούς διακανονισμούς με αρμόδιες υπηρεσίες τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών. Η Υπηρεσία συντονίζει τη δράση της, κατά περίπτωση, με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής και με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης, ιδίως προτού συμφωνηθούν οι διακανονισμοί αυτοί. Οι εν λόγω διακανονισμοί είναι δυνατόν να αφορούν την ανταλλαγή πληροφοριών επιχειρησιακού, στρατηγικού ή τεχνικού χαρακτήρα, περιλαμβανομένων των εκθέσεων προόδου, εφόσον ζητηθούν.
2.  
Οι αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών ενημερώνονται από την Υπηρεσία προτού οι υπ’ αυτών παρασχεθείσες πληροφορίες διαβιβασθούν από την Υπηρεσία σε αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών ή σε διεθνείς οργανισμούς.

Η Υπηρεσία τηρεί μητρώο όλων των διαβιβάσεων προσωπικών δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των λόγων για τις εν λόγω διαβιβάσεις, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Άρθρο 15

Επιτροπή εποπτείας

▼M2

1.  
Η επιτροπή εποπτείας παρακολουθεί τακτικά την εκτέλεση από την Υπηρεσία των ερευνητικών της καθηκόντων, προκειμένου να ενισχύσει την ανεξαρτησία της Υπηρεσίας κατά την ορθή άσκηση των αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Η επιτροπή εποπτείας παρακολουθεί ιδίως τις εξελίξεις όσον αφορά την εφαρμογή των διαδικαστικών εγγυήσεων και τη διάρκεια των ερευνών.

Η επιτροπή εποπτείας απευθύνει στον γενικό διευθυντή γνωμοδοτήσεις, καθώς και συστάσεις κατά περίπτωση, μεταξύ άλλων όσον αφορά τους απαιτούμενους πόρους για τη διενέργεια του ερευνητικού έργου της Υπηρεσίας, τις προτεραιότητες της Υπηρεσίας σε θέματα ερευνών και τη διάρκεια των ερευνών. Οι εν λόγω γνωμοδοτήσεις εκδίδονται με δική της πρωτοβουλία, κατόπιν αιτήσεως του γενικού διευθυντή ή κατόπιν αιτήσεως θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού, χωρίς ωστόσο να παρεμποδίζουν τις διεξαγόμενες έρευνες.

Η Υπηρεσία δημοσιεύει στον ιστότοπό της τις απαντήσεις της στις γνώμες που εκδίδει η επιτροπή εποπτείας.

Αντίγραφο των γνωμοδοτήσεων που εκδίδονται σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο παρέχεται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς.

Στην επιτροπή εποπτείας χορηγείται πρόσβαση στο σύνολο των πληροφοριών και των εγγράφων που αυτή θεωρεί ότι απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων της, συμπεριλαμβανομένων των εκθέσεων και των συστάσεων για περατωθείσες έρευνες και για αρχειοθετημένες υποθέσεις, χωρίς ωστόσο να παρεμποδίζει τις διεξαγόμενες έρευνες και με τη δέουσα προσοχή στις απαιτήσεις περί εμπιστευτικότητας και προστασίας των δεδομένων.

▼B

2.  
Η επιτροπή εποπτείας αποτελείται από πέντε ανεξάρτητα μέλη με πείρα στην άσκηση ανώτερων δικαστικών καθηκόντων ή καθηκόντων έρευνας ή ανάλογων καθηκόντων στους τομείς δραστηριότητας της Υπηρεσίας. Διορίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή με κοινή συμφωνία.

Η απόφαση περί διορισμού των μελών της επιτροπής εποπτείας περιλαμβάνει επίσης εφεδρικό κατάλογο για την αντικατάσταση μελών της επιτροπής εποπτείας για το υπόλοιπο της θητείας τους σε περίπτωση παραίτησης, θανάτου ή αδυναμίας εκπλήρωσης των καθηκόντων ενός ή περισσότερων μελών.

3.  
Η διάρκεια της θητείας των μελών της επιτροπής εποπτείας είναι πενταετής και δεν ανανεώνεται. Αντικαθίστανται εναλλάξ τρία και δύο μέλη με σκοπό τη διαφύλαξη της πείρας της επιτροπής εποπτείας.
4.  
Μετά τη λήξη της θητείας τους, τα μέλη της επιτροπής εποπτείας παραμένουν εν υπηρεσία έως ότου αντικατασταθούν.
5.  
Εάν μέλος της επιτροπής εποπτείας δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του ή αν το μέλος κρίθηκε ένοχος για βαρύ παράπτωμα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή μπορούν να απαλλάξουν το μέλος από τα καθήκοντά του με κοινή συμφωνία.
6.  
Σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες της Επιτροπής, τα μέλη της επιτροπής εποπτείας λαμβάνουν ημερήσιο επίδομα και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
7.  
Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τα μέλη της επιτροπής εποπτείας δεν ζητούν ούτε δέχονται εντολές από καμία κυβέρνηση ή από θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό.

▼M2

8.  
Η επιτροπή εποπτείας ορίζει τον πρόεδρό της. Εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό της, ο οποίος, προτού υιοθετηθεί, υποβάλλεται προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων. Οι συνεδριάσεις της επιτροπής εποπτείας συγκαλούνται κατόπιν πρωτοβουλίας του προέδρου της ή του γενικού διευθυντή. Συνεδριάζει τουλάχιστον δέκα φορές τον χρόνο. Η επιτροπή εποπτείας λαμβάνει τις αποφάσεις της με την πλειοψηφία των μελών που την απαρτίζουν. Η γραμματειακή της υποστήριξη παρέχεται από την Επιτροπή και σε στενή συνεργασία με την επιτροπή εποπτείας. Πριν από τον διορισμό μέλους του προσωπικού στη γραμματεία, ζητείται η γνώμη της επιτροπής εποπτείας και οι απόψεις της λαμβάνονται υπόψη. Η γραμματεία ενεργεί βάσει των υποδείξεων της επιτροπής εποπτείας και ανεξάρτητα από την Επιτροπή. Με την επιφύλαξη του ελέγχου που ασκεί στον προϋπολογισμό της επιτροπής εποπτείας και της γραμματείας της, η Επιτροπή δεν παρεμβαίνει στα καθήκοντα παρακολούθησης με τα οποία είναι επιφορτισμένη η επιτροπή εποπτείας.

▼M1

Οι υπάλληλοι που τοποθετούνται στη γραμματεία της επιτροπής εποπτείας δεν ζητούν ούτε δέχονται υποδείξεις από κυβέρνηση, θεσμικό όργανο, σώμα, γραφείο ή υπηρεσία όσον αφορά την άσκηση των καθηκόντων παρακολούθησης με τα οποία είναι επιφορτισμένη η επιτροπή εποπτείας.

▼B

9.  
Η επιτροπή εποπτείας εκδίδει τουλάχιστον μία έκθεση δραστηριοτήτων κατ’ έτος, η οποία καλύπτει ειδικότερα την εκτίμηση της ανεξαρτησίας της Υπηρεσίας, την εφαρμογή των διαδικαστικών εγγυήσεων και τη διάρκεια των ερευνών. Οι εν λόγω εκθέσεις αποστέλλονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

Η επιτροπή εποπτείας μπορεί να υποβάλλει εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο σχετικά με τα αποτελέσματα των ερευνών της Υπηρεσίας και τη συνέχεια που δόθηκε σ’ αυτές βάσει των εν λόγω αποτελεσμάτων.

Άρθρο 16

Ανταλλαγή απόψεων με τα θεσμικά όργανα

▼M2

1.  
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή συναντούν τον γενικό διευθυντή άπαξ του έτους για ανταλλαγή απόψεων σε πολιτικό επίπεδο, προκειμένου να συζητήσουν την πολιτική της Υπηρεσίας όσον αφορά μεθόδους πρόληψης και καταπολέμησης της απάτης, της διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Η επιτροπή εποπτείας συμμετέχει στην ανταλλαγή απόψεων. Ο Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας καλείται να παραστεί στην ανταλλαγή απόψεων. Εκπρόσωποι του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, της Eurojust και της Ευρωπόλ μπορούν να κληθούν να παραστούν ad hoc κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής, του γενικού διευθυντή ή της επιτροπής εποπτείας.
2.  

Στο πλαίσιο του στόχου της παραγράφου 1, η ανταλλαγή απόψεων μπορεί να αφορά οποιοδήποτε θέμα επί του οποίου συμφωνούν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή. Ειδικότερα, η ανταλλαγή απόψεων μπορεί να αφορά:

α) 

τις στρατηγικές προτεραιότητες όσον αφορά τις πολιτικές της Υπηρεσίας στον τομέα των ερευνών·

β) 

τις γνωμοδοτήσεις και τις εκθέσεις δραστηριοτήτων της επιτροπής εποπτείας που προβλέπονται στο άρθρο 15·

γ) 

τις εκθέσεις του γενικού διευθυντή δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 4 και, κατά περίπτωση, κάθε άλλη έκθεση των θεσμικών οργάνων σχετικά με την εντολή της Υπηρεσίας·

δ) 

το πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ της Υπηρεσίας και των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών, ιδίως της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, συμπεριλαμβανομένων τυχόν οριζόντιων και συστημικών ζητημάτων που ανακύπτουν κατά τη συνέχεια που δίδεται στις τελικές εκθέσεις ερευνών της Υπηρεσίας·

ε) 

το πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ της Υπηρεσίας και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων τυχόν οριζόντιων και συστημικών ζητημάτων που ανακύπτουν κατά τη συνέχεια που δίδεται στις τελικές εκθέσεις ερευνών της Υπηρεσίας·

στ) 

τις σχέσεις μεταξύ της Υπηρεσίας και των αρμόδιων αρχών τρίτων χωρών, καθώς και διεθνών οργανισμών, στο πλαίσιο των διακανονισμών που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό·

ζ) 

την αποτελεσματικότητα του έργου της Υπηρεσίας όσον αφορά την εκπλήρωση της αποστολής της.

▼B

3.  
Όλα τα θεσμικά όργανα τα οποία συμμετέχουν στην ανταλλαγή απόψεων μεριμνούν ώστε η ανταλλαγή αυτή να μην παρεμποδίζει τις διεξαγόμενες έρευνες.
4.  
Τα θεσμικά όργανα τα οποία συμμετέχουν στην ανταλλαγή απόψεων λαμβάνουν υπόψη τις διατυπωθείσες απόψεις στις μεταγενέστερες δράσεις τους. Ο γενικός διευθυντής, στις εκθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 4, παρέχει πληροφορίες για τυχόν ενέργειες της Υπηρεσίας.

Άρθρο 17

Γενικός διευθυντής

1.  
Της Υπηρεσίας προΐσταται γενικός διευθυντής. Ο γενικός διευθυντής διορίζεται από την Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία που προσδιορίζεται στην παράγραφο 2. Η διάρκεια της θητείας του γενικού διευθυντή είναι επταετής και δεν ανανεώνεται.

▼M2

2.  
Προκειμένου να προβεί στον διορισμό νέου γενικού διευθυντή, η Επιτροπή δημοσιεύει πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εν λόγω δημοσίευση πραγματοποιείται το αργότερο έξι μήνες πριν από τη λήξη της θητείας του εν ενεργεία γενικού διευθυντή. Η Επιτροπή καταρτίζει κατάλογο υποψηφίων που διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα. Αφού διατυπωθεί ευνοϊκή γνώμη της επιτροπής εποπτείας για τη διαδικασία επιλογής που εφαρμόζει η Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο συμφωνούν εν ευθέτω χρόνω κατάλογο με τους τρεις επικρατέστερους υποψηφίους από τον πίνακα κατάλληλων υποψηφίων που κατήρτισε η Επιτροπή. Η Επιτροπή διορίζει τον γενικό διευθυντή από τον συγκεκριμένο κατάλογο επικρατέστερων.
3.  
Ο γενικός διευθυντής δεν ζητεί ούτε δέχεται εντολές από οιαδήποτε κυβέρνηση ή οιοδήποτε θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του που αφορούν την έναρξη και διενέργεια εσωτερικών και εξωτερικών ερευνών ή δραστηριοτήτων συντονισμού, ή τη σύνταξη εκθέσεων μετά την ολοκλήρωση των εν λόγω ερευνών ή δραστηριοτήτων συντονισμού. Εάν ο γενικός διευθυντής κρίνει ότι κάποιο μέτρο που έλαβε η Επιτροπή θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του, ενημερώνει αμέσως την επιτροπή εποπτείας και αποφασίζει αν θα προσφύγει κατά της Επιτροπής ενώπιον του ΔΕΕ.
4.  
Ο γενικός διευθυντής υποβάλλει τακτικά, και τουλάχιστον ετησίως, εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο σχετικά με τα πορίσματα των ερευνών που διενεργήθηκαν από την Υπηρεσία, τα ληφθέντα μέτρα και τις δυσκολίες που ανέκυψαν, σεβόμενος τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των ερευνών, τα νόμιμα δικαιώματα των ενδιαφερομένων και των πληροφοριοδοτών και, κατά περίπτωση, το εφαρμοστέο στις δικαστικές διαδικασίες εθνικό δίκαιο. Οι εν λόγω εκθέσεις περιλαμβάνουν επίσης αξιολόγηση των μέτρων που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί, κατόπιν των εκθέσεων και των συστάσεων που συνέταξε η Υπηρεσία.
4α.  
Κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, στο πλαίσιο των δικαιωμάτων δημοσιονομικού ελέγχου τους, ο γενικός διευθυντής μπορεί να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες της Υπηρεσίας, σεβόμενος τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των ερευνών και των επακόλουθων διαδικασιών. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μεριμνούν για την διασφάλιση της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που παρέχονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.
5.  

Ο γενικός διευθυντής ενημερώνει περιοδικά την επιτροπή εποπτείας σχετικά με τις δραστηριότητες της Υπηρεσίας, την εκτέλεση των ερευνητικών της καθηκόντων και τις αναληφθείσες ενέργειες σε συνέχεια των ερευνών.

Ο γενικός διευθυντής ενημερώνει περιοδικά την επιτροπή εποπτείας σχετικά με:

α) 

υποθέσεις στις οποίες δεν τηρήθηκαν οι συστάσεις του γενικού διευθυντή·

β) 

υποθέσεις στις οποίες διαβιβάστηκαν πληροφορίες σε δικαστικές αρχές των κρατών μελών ή στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία·

γ) 

υποθέσεις για τις οποίες δεν κινήθηκε έρευνα και υποθέσεις που αρχειοθετήθηκαν·

δ) 

τη διάρκεια των ερευνών σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 8.

▼B

6.  
Ο γενικός διευθυντής δύναται να αναθέτει γραπτώς την άσκηση ορισμένων εξουσιών του δυνάμει του άρθρου 5, του άρθρου 7 παράγραφος 2, του άρθρου 11 παράγραφος 7 και του άρθρου 12 παράγραφος 2 σε έναν ή περισσότερους υπαλλήλους της Υπηρεσίας, ορίζοντας τους όρους και τα όρια της εν λόγω εξουσιοδότησης.

▼M2

7.  
Ο γενικός διευθυντής θεσπίζει εσωτερική συμβουλευτική και εποπτική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένου ελέγχου νομιμότητας, όσον αναφορά μεταξύ άλλων την τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων και του εθνικού δικαίου του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, έχοντας ιδίως υπόψη το άρθρο 11 παράγραφος 2. Ο έλεγχος νομιμότητας διενεργείται από υπαλλήλους της Υπηρεσίας που είναι εμπειρογνώμονες σε νομικά θέματα και στις ερευνητικές διαδικασίες. Η γνωμοδότησή τους επισυνάπτεται στην τελική έκθεση της έρευνας.
8.  

Ο γενικός διευθυντής υιοθετεί κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις διαδικασίες έρευνας για τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας. Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές συνάδουν με τον παρόντα κανονισμό και καλύπτουν, μεταξύ άλλων:

α) 

τις πρακτικές που πρέπει να τηρούνται κατά την εκτέλεση της εντολής της Υπηρεσίας·

β) 

τους λεπτομερείς κανόνες που διέπουν τις διαδικασίες ερευνών·

γ) 

τις διαδικαστικές εγγυήσεις·

δ) 

λεπτομέρειες των εσωτερικών συμβουλευτικών και εποπτικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου νομιμότητας·

ε) 

την προστασία των δεδομένων και τις πολιτικές που αφορούν την επικοινωνία και την πρόσβαση σε έγγραφα, όπως ορίζει το άρθρο 10 παράγραφος 3β·

στ) 

τις σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

▼B

Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και κάθε τροποποίησή τους εγκρίνονται αφού έχει δοθεί η δυνατότητα στην επιτροπή εποπτείας να διατυπώσει τις σχετικές της παρατηρήσεις, εν συνεχεία δε διαβιβάζονται προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή και δημοσιεύονται για σκοπούς ενημέρωσης στην ιστοσελίδα της Υπηρεσίας στις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

▼M2

9.  
Η Επιτροπή ζητεί τη γνώμη της επιτροπής εποπτείας προτού επιβάλει οιαδήποτε πειθαρχική κύρωση στον γενικό διευθυντή ή άρει την ασυλία του.

▼B

Οι πειθαρχικές κυρώσεις εις βάρος του γενικού διευθυντή αποτελούν αντικείμενο αιτιολογημένης απόφασης, η οποία διαβιβάζεται προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την επιτροπή εποπτείας.

10.  
Οιαδήποτε παραπομπή στον «διευθυντή» της Υπηρεσίας σε οποιοδήποτε νομικό κείμενο νοείται ως παραπομπή στον γενικό διευθυντή.

▼M1

Άρθρο 18

Χρηματοδότηση

Οι συνολικές πιστώσεις της Υπηρεσίας εγγράφονται σε ειδική γραμμή του προϋπολογισμού στο τμήμα του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορά την Επιτροπή και αναγράφονται λεπτομερώς σε παράρτημα του εν λόγω τμήματος. Οι πιστώσεις για την επιτροπή εποπτείας και τη γραμματεία της εγγράφονται στο τμήμα του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορά την Επιτροπή.

Ο πίνακας προσωπικού της Υπηρεσίας προσαρτάται στον πίνακα προσωπικού της Επιτροπής. Ο πίνακας προσωπικού της Επιτροπής περιλαμβάνει τη γραμματεία της επιτροπής εποπτείας.

▼M2

Άρθρο 19

Έκθεση αξιολόγησης και ενδεχόμενη επανεξέταση

1.  
Το αργότερο πέντε έτη μετά την ημερομηνία που καθορίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 120 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση αξιολόγησης σχετικά με την εφαρμογή και τον αντίκτυπο του παρόντος κανονισμού, ιδίως σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα της συνεργασίας μεταξύ της Υπηρεσίας και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Η εν λόγω έκθεση συνοδεύεται από γνωμοδότηση της επιτροπής εποπτείας.
2.  
Το αργότερο δύο έτη μετά την υποβολή της έκθεσης αξιολόγησης σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο, η Επιτροπή υποβάλλει, εφόσον απαιτείται, νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο για τον εκσυγχρονισμό του πλαισίου της Υπηρεσίας, η οποία περιλαμβάνει πρόσθετους ή αναλυτικότερους κανόνες αναφορικά με τη σύσταση της Υπηρεσίας, τα καθήκοντά της ή τις διαδικασίες που διέπουν τις δραστηριότητές της, με ιδιαίτερη έμφαση στη συνεργασία της με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, στις διασυνοριακές έρευνες και στις έρευνες σε κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

▼B

Άρθρο 20

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 και ο κανονισμός (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 καταργούνται.

Οι παραπομπές στους καταργηθέντες κανονισμούς θεωρούνται παραπομπές στον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που παρατίθεται στον παράρτημα II.

Άρθρο 21

Έναρξη ισχύος και μεταβατικές διατάξεις

1.  
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2.  
Το άρθρο 15 παράγραφος 3 ισχύει για τη διάρκεια της θητείας των εν ενεργεία μελών της επιτροπής εποπτείας κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού. Αμέσως μόλις τεθεί σε ισχύ ο παρών κανονισμός, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επιλέγει με κλήρωση, από τα μέλη της επιτροπής εποπτείας, δύο μέλη η λήξη της θητείας των οποίων επίκειται, κατά παρέκκλιση από την πρώτη περίοδο της παραγράφου 3 του άρθρου 15, μόλις παρέλθουν οι πρώτοι 36 μήνες της θητείας τους. Τα απερχόμενα μέλη αντικαθίστανται από δύο νέα μέλη τα οποία διορίζονται αυτομάτως για πενταετή θητεία, με βάση και κατά τη σειρά του καταλόγου του άρθρου 1 παράγραφος 2 της απόφασης 2012/45/ΕΕ, Ευρατόμ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 23ης Ιανουαρίου 2012, για τον διορισμό των μελών της επιτροπής εποπτείας της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) ( 7 ). Αυτά τα νέα μέλη θα είναι τα πρώτα δύο πρόσωπα των οποίων τα ονόματα εμφανίζονται στον εν λόγω κατάλογο.
3.  
Η τρίτη περίοδος του άρθρου 17 παράγραφος 1 ισχύει για τη διάρκεια της θητεία του εν ενεργεία γενικού διευθυντή κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ (ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 20)

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

(ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1)

Κανονισμός (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου

(ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 8).




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II



ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 και κανονισμός (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 1 παράγραφος 4

Άρθρο 1 παράγραφος 5

Άρθρο 2 σημείο 1

Άρθρο 2 σημείο 2

Άρθρο 2 σημείο 3

Άρθρο 2

Άρθρο 2 σημείο 4

Άρθρο 2 σημείο 5

Άρθρο 2 σημείο 6

Άρθρο 2 σημείο 7

Άρθρο 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 2

Άρθρο 3 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 3 παράγραφος 4

Άρθρο 3 παράγραφος 5

Άρθρο 3 παράγραφος 6

Άρθρο 4 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 2

Άρθρο 4 παράγραφος 2

Άρθρο 4 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 3

Άρθρο 4 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 4

Άρθρο 4 παράγραφος 4 πρώτη περίοδος

Άρθρο 4 παράγραφος 5

Άρθρο 4 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 4 παράγραφος 6 στοιχείο α)

Άρθρο 4 παράγραφος 7

Άρθρο 4 παράγραφος 6 στοιχείο β)

Άρθρο 4 παράγραφος 8

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο 5 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 5 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 5 παράγραφος 3

Άρθρο 5 παράγραφος 4

Άρθρο 5 παράγραφος 5

Άρθρο 5 παράγραφος 6

Άρθρο 6

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 7 παράγραφος 2 πρώτη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 3

Άρθρο 7 παράγραφος 2 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 6 παράγραφος 4

Άρθρο 3 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 4

Άρθρο 6 παράγραφος 5

Άρθρο 7 παράγραφος 5

Άρθρο 6 παράγραφος 6

Άρθρο 7 παράγραφος 3

Άρθρο 7 παράγραφος 6

Άρθρο 7 παράγραφος 7

Άρθρο 7 παράγραφος 8

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 8 παράγραφος 2

Άρθρο 7 παράγραφος 3

Άρθρο 8 παράγραφος 3

Άρθρο 9

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 8 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 10 παράγραφος 2

Άρθρο 8 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 8 παράγραφος 3

Άρθρο 8 παράγραφος 4

Άρθρο 10 παράγραφος 4

Άρθρο 10 παράγραφος 5

Άρθρο 9 παράγραφος 1

Άρθρο 11 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 9 παράγραφος 2

Άρθρο 11 παράγραφος 2

Άρθρο 9 παράγραφος 3

Άρθρο 11 παράγραφος 3

Άρθρο 9 παράγραφος 4

Άρθρο 11 παράγραφος 4

Άρθρο 11 παράγραφος 5

Άρθρο 11 παράγραφος 6

Άρθρο 11 παράγραφος 7

Άρθρο 11 παράγραφος 8

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 12 παράγραφος 1

Άρθρο 10 παράγραφος 2

Άρθρο 12 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 12 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 12 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 10 παράγραφος 3

Άρθρο 4 παράγραφος 4 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 12 παράγραφος 3

Άρθρο 12 παράγραφος 4

Άρθρο 13

Άρθρο 14

Άρθρο 11 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 1 πέμπτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 2

Άρθρο 15 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 3

Άρθρο 15 παράγραφος 3

Άρθρο 11 παράγραφος 4

Άρθρο 15 παράγραφος 4

Άρθρο 15 παράγραφος 5

Άρθρο 15 παράγραφος 6

Άρθρο 11 παράγραφος 5

Άρθρο 15 παράγραφος 7

Άρθρο 11 παράγραφος 6

Άρθρο 15 παράγραφος 8

Άρθρο 11 παράγραφος 7

Άρθρο 17 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 8

Άρθρο 15 παράγραφος 9

Άρθρο 16

Άρθρο 12 παράγραφος 1

Άρθρο 17 παράγραφος 1

Άρθρο 12 παράγραφος 2

Άρθρο 17 παράγραφος 2

Άρθρο 12 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφος 3

Άρθρο 12 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφος 4

Άρθρο 12 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 10 παράγραφος 3

Άρθρο 17 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφος 6

Άρθρο 17 παράγραφος 7

Άρθρο 17 παράγραφος 8

Άρθρο 12 παράγραφος 4 πρώτη περίοδος

Άρθρο 17 παράγραφος 9 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 12 παράγραφος 4 δεύτερη περίοδος

Άρθρο 17 παράγραφος 9 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 17 παράγραφος 10

Άρθρο 13

Άρθρο 18

Άρθρο 14

Άρθρο 15

Άρθρο 19

Άρθρο 20

Άρθρο 16

Άρθρο 21 παράγραφος 1

Άρθρο 21 παράγραφος 2

Άρθρο 21 παράγραφος 3

Παράρτημα I

Παράρτημα II



( 1 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

( 2 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

( 3 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ L 283 της 31.10.2017, σ. 1).

( 4 ) Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

( 5 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 904/2010 του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 2010, για τη διοικητική συνεργασία και την καταπολέμηση της απάτης στον τομέα του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 268 της 12.10.2010, σ. 1).

( 6 ) Οδηγία (EE) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης (ΕΕ L 305 της 26.11.2019, σ. 17).

( 7 ) ΕΕ L 26 της 28.1.2012, σ. 30.

Top