EUR-Lex Access to European Union law
This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 02013R0883-20210117
Regulation (EU, Euratom) No 883/2013 of the European Parliament and of the Council of 11 September 2013 concerning investigations conducted by the European Anti-Fraud Office (OLAF) and repealing Regulation (EC) No 1073/1999 of the European Parliament and of the Council and Council Regulation (Euratom) No 1074/1999
Consolidated text: Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου
Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου
02013R0883 — EL — 17.01.2021 — 002.001
Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 883/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 11ης Σεπτεμβρίου 2013 (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1) |
Τροποποιείται από:
|
|
Επίσημη Εφημερίδα |
||
αριθ. |
σελίδα |
ημερομηνία |
||
L 317 |
1 |
23.11.2016 |
||
L 437 |
49 |
28.12.2020 |
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 883/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
της 11ης Σεπτεμβρίου 2013
σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου
Άρθρο 1
Στόχοι και καθήκοντα
Προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (εφεξής αποκαλούμενων από κοινού, όταν απαιτείται από το κείμενο, «Ένωση»), η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης, η οποία δημιουργήθηκε με την απόφαση 1999/352/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ («Υπηρεσία»), ασκεί τις εξουσίες διενέργειας ερευνών που ανατίθενται στην Επιτροπή από:
τις σχετικές πράξεις της Ένωσης και
τις σχετικές συμφωνίες συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής που έχει συνάψει η Ένωση με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς.
Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη:
του πρωτοκόλλου αριθ. 7 περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επισυνάπτεται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
του καθεστώτος των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου·
του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·
κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1 )·
κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 2 ).
Άρθρο 2
Ορισμοί
Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:
ως «οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης» νοούνται τα έσοδα, έξοδα και στοιχεία του ενεργητικού που καλύπτονται από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και εκείνα που καλύπτονται από τους προϋπολογισμούς των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών και από τους προϋπολογισμούς υπό τη διαχείριση και τον έλεγχό τους·
ως «παρατυπία» νοείται η «παρατυπία» όπως ορίζεται άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95·
οι όροι «απάτη, διαφθορά και κάθε άλλη παράνομη δραστηριότητα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης» έχουν την έννοια που τους αποδίδεται στις σχετικές πράξεις της Ένωσης και η έννοια «κάθε άλλη παράνομη δραστηριότητα» περιλαμβάνει την παρατυπία όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95·
ως «διοικητικές έρευνες» («έρευνες») νοούνται όλοι οι έλεγχοι, εξακριβώσεις ή άλλα μέτρα που λαμβάνονται από την Υπηρεσία, σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4, για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 1 και τη διαπίστωση, εφόσον απαιτείται, του παράτυπου χαρακτήρα των υπό έρευνα δραστηριοτήτων· οι έρευνες αυτές δεν θίγουν τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ή των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών όσον αφορά την έναρξη και τη διεξαγωγή ποινικής διαδικασίας·
ως «ενδιαφερόμενος» νοείται κάθε πρόσωπο ή οικονομικός φορέας ύποπτος απάτης, διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και ως εκ τούτου αντικείμενο έρευνας της Υπηρεσίας·
ως «οικονομικός φορέας» νοείται ο «οικονομικός φορέας» όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 και τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96·
ως «διοικητικοί διακανονισμοί» νοούνται διακανονισμοί τεχνικής και/ή επιχειρησιακής φύσεως συναπτόμενοι από την Υπηρεσία, οι οποίοι μπορεί να έχουν ιδίως σκοπό τη διευκόλυνση της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των οικείων μερών και οι οποίοι δεν δημιουργούν πρόσθετες νομικές υποχρεώσεις·
ως «μέλος θεσμικού οργάνου» νοείται μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, εκπρόσωπος κράτους μέλους σε υπουργικό επίπεδο στο Συμβούλιο, μέλος της Επιτροπής, μέλος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως προς τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από το ενωσιακό δίκαιο στο πλαίσιο των καθηκόντων που ασκεί υπό τη συγκεκριμένη ιδιότητά του.
Άρθρο 3
Εξωτερικές έρευνες
Το οικείο κράτος μέλος μεριμνά ώστε, σύμφωνα με τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96, οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας να έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες, τα έγγραφα και τα στοιχεία που σχετίζονται με την ερευνώμενη υπόθεση και που αποδεικνύονται αναγκαία για την αποτελεσματική και αποδοτική διεξαγωγή των επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων, και ώστε οι υπάλληλοι να μπορούν να αναλάβουν τη φύλαξη αυτών των εγγράφων ή στοιχείων προκειμένου να αποφευχθεί κάθε κίνδυνος εξαφάνισής τους. Σε περίπτωση που χρησιμοποιούνται ιδιόκτητες συσκευές για σκοπούς εργασίας, οι συσκευές αυτές μπορούν να υποβάλλονται σε εξακρίβωση από την Υπηρεσία. Η Υπηρεσία υποβάλλει αυτές τις συσκευές σε εξακρίβωση μόνον: υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν και στον ίδιο βαθμό που επιτρέπεται σε εθνικές αρχές ελέγχου να διενεργούν έρευνες σε ιδιόκτητες συσκευές, και όπου η Υπηρεσία έχει βάσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι το περιεχόμενό τους ενδέχεται να αφορά την έρευνα.
Κατά την παροχή συνδρομής σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο ή με την παράγραφο 5, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ενεργούν σύμφωνα με τους εθνικούς διαδικαστικούς κανόνες που είναι εφαρμοστέοι στην οικεία αρμόδια αρχή. Εάν για την εν λόγω συνδρομή απαιτείται έγκριση δικαστικής αρχής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, υποβάλλεται σχετική αίτηση.
Με την επιφύλαξη των τομεακών κανόνων που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών μεριμνούν για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, στα οποία μπορεί να συμμετέχει η Υπηρεσία, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Κατόπιν σχετικής αίτησης, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών ενημερώνουν την Υπηρεσία για τα ληφθέντα μέτρα και τις διαπιστώσεις τους βάσει των αναφερόμενων στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου πληροφοριών.
Άρθρο 4
Εσωτερικές έρευνες
Κατά τη διάρκεια εσωτερικών ερευνών:
η Υπηρεσία έχει δικαίωμα άμεσης πρόσβασης, χωρίς προειδοποίηση, σε κάθε σχετική πληροφορία και κάθε σχετικό δεδομένο που αφορά την υπό έρευνα υπόθεση και κατέχεται από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς, ανεξαρτήτως του μέσου στο οποίο αυτά είναι αποθηκευμένα, καθώς και στις εγκαταστάσεις αυτών. Σε περίπτωση που χρησιμοποιούνται ιδιόκτητες συσκευές για σκοπούς εργασίας, οι συσκευές αυτές μπορούν να υποβάλλονται σε εξακρίβωση από την Υπηρεσία. Η Υπηρεσία υποβάλλει αυτές τις συσκευές σε εξακρίβωση μόνον στον βαθμό που οι συσκευές χρησιμοποιούνται για σκοπούς εργασίας, υπό τους όρους των αποφάσεων οι οποίες εκδίδονται από τα οικεία θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς, και όπου η Υπηρεσία έχει βάσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι το περιεχόμενό τους ενδέχεται να αφορά την έρευνα.
Η Υπηρεσία έχει το δικαίωμα να ελέγχει τα λογιστικά στοιχεία των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών. Η Υπηρεσία μπορεί να λαμβάνει αντίγραφα και αποσπάσματα κάθε εγγράφου ή του περιεχομένου κάθε μέσου αποθήκευσης πληροφοριών που κατέχουν τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί και, εάν χρειάζεται, να αναλαμβάνει τη φύλαξη αυτών των εγγράφων ή πληροφοριών, προκειμένου να διασφαλίσει ότι δεν υπάρχει κίνδυνος εξαφάνισής τους·
η Υπηρεσία μπορεί να ζητήσει προφορική ενημέρωση, μεταξύ άλλων με συνεντεύξεις, και γραπτή ενημέρωση από υπαλλήλους, μέλη του λοιπού προσωπικού, μέλη θεσμικών ή λοιπών οργάνων, διευθυντικά στελέχη λοιπών οργάνων ή οργανισμών ή μέλη του προσωπικού, ενδελεχώς τεκμηριωμένη σύμφωνα με τους ισχύοντες ενωσιακούς κανόνες εμπιστευτικότητας και κανόνες προστασίας των δεδομένων.
Όταν δεν διασφαλίζεται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας της εσωτερικής έρευνας με τη χρησιμοποίηση των συνήθων μέσων επικοινωνίας, η Υπηρεσία χρησιμοποιεί ενδεδειγμένους εναλλακτικούς τρόπους διαβίβασης πληροφοριών.
Σε έκτακτες περιπτώσεις, η παροχή των πληροφοριών αυτών μπορεί να αναβληθεί βάσει αιτιολογημένης απόφασης του γενικού διευθυντή, η οποία διαβιβάζεται στην επιτροπή εποπτείας μετά την ολοκλήρωση της έρευνας.
Εφόσον απαιτείται, η Υπηρεσία ενημερώνει επίσης τις αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Σε αυτήν την περίπτωση, ισχύουν οι διαδικαστικές απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 δεύτερο και τρίτο εδάφιο. Αν οι αρμόδιες αρχές αποφασίσουν να λάβουν μέτρα βάσει των πληροφοριών που τους διαβιβάστηκαν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ενημερώνουν σχετικά, κατόπιν αιτήσεως, την Υπηρεσία.
Άρθρο 5
Έναρξη των ερευνών
Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται σε έρευνες που διεξάγονται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939.
Σε περίπτωση που υπάλληλος, μέλος του λοιπού προσωπικού, μέλος θεσμικού οργάνου ή λοιπών οργάνων, διευθυντικό στέλεχος λοιπών οργάνων ή οργανισμού ή μέλος του προσωπικού, ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 22α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, παρέχει πληροφορίες στην Υπηρεσία σχετικά με υπόνοια απάτης ή παρατυπίας, η Υπηρεσία ενημερώνει το εν λόγω πρόσωπο σχετικά με την απόφαση διεξαγωγής έρευνας σε σχέση με τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά.
Άρθρο 6
Πρόσβαση σε πληροφορίες σε βάσεις δεδομένων πριν από την έναρξη έρευνας
Άρθρο 7
Διαδικασία των ερευνών
Κατόπιν αιτήματος της Υπηρεσίας με γραπτή επεξήγηση σχετικού με τα υπό έρευνα θέματα, οι εκάστοτε αρμόδιες αρχές των κρατών μελών παρέχουν στην Υπηρεσία, υπό τους ίδιους όρους με τους ισχύοντες για τις εθνικές αρμόδιες αρχές, τα ακόλουθα:
πληροφορίες διαθέσιμες στους κεντρικούς αυτοματοποιημένους μηχανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 32α παράγραφος 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 4 )
όπου είναι απολύτως αναγκαίο για τους σκοπούς της έρευνας, το αρχείο συναλλαγών.
Το αίτημα της Υπηρεσίας οφείλει να περιλαμβάνει αιτιολόγηση της καταλληλότητας και της αναλογικότητας του μέτρου ως προς τη φύση και τη βαρύτητα των υπό έρευνα θεμάτων. Το εν λόγω αίτημα μπορεί να παραπέμπει μόνο στις πληροφορίες που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του πρώτου εδαφίου.
Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις εκάστοτε αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς των στοιχείων α) και β) του πρώτου εδαφίου.
Όταν από τις έρευνες προκύπτει ότι θα ήταν σκόπιμη η λήψη προληπτικών διοικητικών μέτρων για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, η Υπηρεσία ενημερώνει αμελλητί το ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό για τη διεξαγόμενη έρευνα. Οι παρεχόμενες πληροφορίες περιλαμβάνουν τα εξής:
την ταυτότητα του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, μέλους του λοιπού προσωπικού, μέλους θεσμικού οργάνου ή λοιπών οργάνων, διευθυντικού στελέχους λοιπών οργάνων ή οργανισμού ή μέλους του προσωπικού, καθώς και περίληψη των εξεταζόμενων πραγματικών περιστατικών·
κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να βοηθήσει το ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό να αποφασίσει ποια είναι τα ενδεδειγμένα προληπτικά διοικητικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης·
κάθε ενδεδειγμένο ειδικό μέτρο διασφάλισης του εμπιστευτικού χαρακτήρα, ιδίως σε υποθέσεις που συνεπάγονται τη χρήση ερευνητικών μέτρων τα οποία εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής ή, σε περίπτωση εξωτερικής έρευνας, στην αρμοδιότητα εθνικής αρχής, σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις που εφαρμόζονται σε έρευνες.
Το ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός μπορεί ανά πάσα στιγμή να προβεί σε διαβουλεύσεις με την Υπηρεσία με σκοπό να λάβει, σε στενή συνεργασία με την Υπηρεσία, οιοδήποτε ενδεδειγμένο προληπτικό μέτρο, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για τη διασφάλιση αποδεικτικών στοιχείων. Το ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός ενημερώνει αμελλητί την Υπηρεσία για τα προληπτικά μέτρα που λαμβάνονται.
Άρθρο 8
Υποχρέωση ενημέρωσης της Υπηρεσίας
Όταν τα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμοί προβαίνουν σε γνωστοποίηση στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939, μπορούν να συμμορφωθούν με την αναφερόμενη στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου υποχρέωση διαβιβάζοντας στην Υπηρεσία αντίγραφο της γνωστοποίησης που απέστειλαν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.
Πριν από την έναρξη έρευνας, διαβιβάζουν, κατόπιν αίτησης της Υπηρεσίας με γραπτή επεξήγηση, κάθε έγγραφο ή πληροφορία που κατέχουν και που είναι απαραίτητα για την αξιολόγηση των ισχυρισμών ή για την εφαρμογή των κριτηρίων για την κίνηση έρευνας όπως παρατίθενται στο άρθρο 5 παράγραφος 1.
Η διάταξη αυτή δεν θίγει τη δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας να παρέχει στην Υπηρεσία πληροφορίες σχετικές με υποθέσεις σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 8, το άρθρο 36 παράγραφος 6, το άρθρο 39 παράγραφος 4 και το άρθρο 101 παράγραφοι 3 και 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939.
Άρθρο 9
Διαδικαστικές εγγυήσεις
Η πρόσκληση του ενδιαφερομένου σε εξέταση αποστέλλεται τουλάχιστον 10 εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία διεξαγωγής της. Η εν λόγω προθεσμία μπορεί να μειωθεί με τη ρητή συγκατάθεση του ενδιαφερομένου ή για δεόντως αιτιολογημένους λόγους σχετικούς με τον επείγοντα χαρακτήρα της έρευνας. Στην τελευταία περίπτωση, η προθεσμία πρέπει να είναι τουλάχιστον εικοσιτετράωρη. Η πρόσκληση περιλαμβάνει κατάλογο των δικαιωμάτων του ενδιαφερομένου, ιδίως το δικαίωμα να επικουρείται από πρόσωπο της επιλογής του.
Η πρόσκληση μάρτυρα σε εξέταση αποστέλλεται τουλάχιστον 24 ώρες πριν από την ημερομηνία διεξαγωγής της. Η εν λόγω προθεσμία μπορεί να μειωθεί με τη ρητή συγκατάθεση του μάρτυρα ή για δεόντως αιτιολογημένους λόγους σχετικούς με τον επείγοντα χαρακτήρα της έρευνας.
Οι προβλεπόμενες στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο απαιτήσεις δεν ισχύουν για τις καταθέσεις που λαμβάνονται κατά τους επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις. Οι διαδικαστικές εγγυήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 7 και 8 ισχύουν για τον ενδιαφερόμενο, ιδίως το δικαίωμα να επικουρείται από πρόσωπο της επιλογής του.
Όταν, κατά τη διάρκεια εξέτασης, προκύπτουν αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία ένας μάρτυρας μπορεί να αποτελεί ενδιαφερόμενο, περατώνεται η εξέταση. Εφαρμόζονται αμέσως οι διαδικαστικοί κανόνες που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο και στις παραγράφους 3 και 4. Ο εν λόγω μάρτυρας ενημερώνεται αμέσως για τα δικαιώματά του ως ενδιαφερομένου και λαμβάνει, μετά από αίτηση, αντίγραφο των πρακτικών τυχόν καταθέσεών του κατά το παρελθόν. Η Υπηρεσία δεν δικαιούται να χρησιμοποιήσει τις προηγούμενες καταθέσεις του εν λόγω προσώπου εναντίον του χωρίς να του δώσει πρώτα τη δυνατότητα να σχολιάσει τις εν λόγω καταθέσεις.
Η Υπηρεσία συντάσσει πρακτικά της εξέτασης και παρέχει πρόσβαση σε αυτά στο εξεταζόμενο πρόσωπο, ώστε το εξεταζόμενο πρόσωπο να μπορέσει είτε να τα εγκρίνει είτε να προσθέσει τις παρατηρήσεις του. Η Υπηρεσία παραδίδει στο εξεταζόμενο πρόσωπο αντίγραφο των πρακτικών της εξέτασης.
Για τον σκοπό αυτό, η Υπηρεσία αποστέλλει στον ενδιαφερόμενο πρόσκληση να διατυπώσει παρατηρήσεις είτε γραπτώς είτε στο πλαίσιο συνέντευξης με υπαλλήλους οριζόμενους από την Υπηρεσία. Η εν λόγω πρόσκληση περιλαμβάνει σύνοψη των περιστατικών που αφορούν τον ενδιαφερόμενο και τις πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει των άρθρων 15 και 16 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 και αναφέρει την προθεσμία υποβολής παρατηρήσεων, η οποία πρέπει να είναι τουλάχιστον 10 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της πρόσκλησης. Η εν λόγω προθεσμία μπορεί να μειωθεί με τη ρητή συγκατάθεση του ενδιαφερομένου ή για δεόντως αιτιολογημένους λόγους σχετικούς με τον επείγοντα χαρακτήρα της έρευνας. Στην τελική έκθεση της έρευνας γίνεται μνεία των εν λόγω παρατηρήσεων.
Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις στις οποίες κρίνεται απαραίτητη η διαφύλαξη του εμπιστευτικού χαρακτήρα της έρευνας ή ήδη διεξαγόμενης ή μελλοντικής ποινικής έρευνας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ή εθνικής δικαστικής αρχής, ο γενικός διευθυντής δύναται, κατά περίπτωση κατόπιν διαβούλευσης με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ή την αρμόδια εθνική δικαστική αρχή, να αποφασίσει να αναβάλει την εκτέλεση της υποχρέωσης κλήσης ενδιαφερομένου προς υποβολή παρατηρήσεων.
Στις περιπτώσεις του άρθρου 1 παράγραφος 2 του παραρτήματος IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, η παράλειψη του θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού να απαντήσει εντός μηνός στην αίτηση του γενικού διευθυντή για την αναβολή της εκτέλεσης της υποχρέωσης κλήσης ενδιαφερομένου προς υποβολή παρατηρήσεων θεωρείται ότι συνιστά καταφατική απάντηση.
Άρθρο 9α
Ελεγκτής διαδικαστικών εγγυήσεων
Άρθρο 9β
Μηχανισμός καταγγελιών
Εντούτοις, καταγγελίες που αφορούν την προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφοι 2 και 4 υποβάλλονται πριν από τη λήξη της προθεσμίας των 10 ημερών που καθορίζεται στις εν λόγω διατάξεις.
Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της καταγγελίας, ο ελεγκτής αποφασίζει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 2.
Αν πληρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 2, ο ελεγκτής καλεί την Υπηρεσία να αναλάβει δράση για την επίλυση της καταγγελίας και να ενημερώσει σχετικά τον ελεγκτή εντός 15 εργάσιμων ημερών.
Εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 ή 2, ο ελεγκτής κλείνει τον φάκελο και ενημερώνει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο χωρίς καθυστέρηση.
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο ελεγκτής δύναται να αποφασίσει την παράσταση της προθεσμίας έκδοσης σύστασης κατά 15 επιπλέον εργάσιμες ημέρες. Ο ελεγκτής ενημερώνει γραπτώς τον γενικό διευθυντή σχετικά με τους λόγους μιας τέτοιας παράτασης.
Ο ελεγκτής μπορεί να συστήσει στην Υπηρεσία να τροποποιήσει ή να καταργήσει τις συστάσεις της ή τις εκθέσεις της, λόγω παραβίασης των διαδικαστικών εγγυήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 9 ή των κανόνων που εφαρμόζονται στις έρευνες της Υπηρεσίας, ιδίως λόγω παραβίασης διαδικαστικών απαιτήσεων και θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Πριν εκδώσει σύσταση, ο ελεγκτής ζητεί γνωμοδότηση της επιτροπής εποπτείας.
Ο ελεγκτής υποβάλλει τη σύσταση στην Υπηρεσία και ενημερώνει σχετικά τον καταγγέλλοντα.
Σε περίπτωση που ο ελεγκτής δεν εκδώσει σύσταση εντός των προθεσμιών της παρούσας παραγράφου, θεωρείται ότι ο ελεγκτής έχει απορρίψει την καταγγελία χωρίς σύσταση.
Ο ελεγκτής μπορεί επίσης να ζητήσει από μάρτυρες να παράσχουν τις γραπτές ή προφορικές εξηγήσεις που θεωρεί χρήσιμες για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών. Οι μάρτυρες μπορούν να αρνηθούν να παράσχουν τέτοιες εξηγήσεις.
Οι εν λόγω εκτελεστικές διατάξεις περιλαμβάνουν, ιδίως, λεπτομερείς κανόνες σχετικά με:
την υποβολή καταγγελίας·
την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της επιτροπής εποπτείας, του ελεγκτή και του γενικού διευθυντή·
την διαδικασία αντιμετώπισης από την Υπηρεσία των θεμάτων που εγείρονται σε μια καταγγελία·
την εξέταση μιας καταγγελίας με διαδικασία εκατέρωθεν ακροάσεως σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6·
την έκδοση και τη δημοσίευση της σύστασης του ελεγκτή·
τις δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις όπου ο γενικός διευθυντής μπορεί να αποκλίνει από τη σύσταση του ελεγκτή και τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται σε τέτοιες περιπτώσεις.
Άρθρο 10
Εμπιστευτικότητα και προστασία δεδομένων
Η αρμόδια αρχή μπορεί επίσης να εξουσιοδοτήσει την Υπηρεσία να χορηγήσει πρόσβαση πριν από τη λήξη της εν λόγω περιόδου.
Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων είναι αρμόδιος για την επεξεργασία των δεδομένων από την Υπηρεσία και τη γραμματεία της επιτροπής εποπτείας.
Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας και οι υπάλληλοι της γραμματείας της επιτροπής εποπτείας δεν προβαίνουν σε κοινολόγηση πληροφοριών που έχουν λάβει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους χωρίς προηγούμενη εξουσιοδότηση, εκτός αν πρόκειται για πληροφορίες οι οποίες έχουν ήδη νομίμως κοινοποιηθεί ή είναι διαθέσιμες στο κοινό, συνεχίζουν δε να δεσμεύονται από την εν λόγω υποχρέωση μετά την αποχώρησή τους από την υπηρεσία.
Τα μέλη της επιτροπής εποπτείας δεσμεύονται από την ίδια υποχρέωση επαγγελματικής εμπιστευτικότητας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και συνεχίζουν να δεσμεύονται από την υποχρέωση αυτή μετά τη λήξη της εντολής τους.
Άρθρο 11
Έκθεση της έρευνας και συνέχεια που δίδεται στις έρευνες
Η έκθεση συνοδεύεται, κατά περίπτωση, από συστάσεις του γενικού διευθυντή σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Οι εν λόγω συστάσεις αναφέρουν, εφόσον χρειάζεται, τυχόν πειθαρχικές, διοικητικές, δημοσιονομικές ή δικαστικές ενέργειες που θα ληφθούν εκ μέρους των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών, καθώς και των αρμόδιων αρχών των ενδιαφερομένων κρατών μελών, και προσδιορίζουν ιδίως το εκτιμώμενο ποσό που πρέπει να ανακτηθεί, καθώς και τον προκαταρκτικό νομικό χαρακτηρισμό των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών.
Κατά τη σύνταξη των εκθέσεων και συστάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, λαμβάνονται υπόψη οι συναφείς διατάξεις του ενωσιακού δικαίου και, στον βαθμό που ισχύει, του εθνικού δικαίου του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.
Οι εκθέσεις που συντάσσονται βάσει του πρώτου εδαφίου, συμπεριλαμβανομένων όλων των αποδεικτικών στοιχείων που υποστηρίζουν τις εν λόγω εκθέσεις και προσαρτώνται σε αυτές, αποτελούν παραδεκτά αποδεικτικά στοιχεία:
σε δικαστικές διαδικασίες μη ποινικού χαρακτήρα, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, καθώς και σε διοικητικές διαδικασίες στα κράτη μέλη·
σε ποινικές διαδικασίες του κράτους μέλους στο οποίο η χρησιμοποίησή τους αποδεικνύεται αναγκαία και υπάγονται στους ίδιους κανόνες αξιολόγησης με εκείνους που εφαρμόζονται στις διοικητικές εκθέσεις των εθνικών διοικητικών ελεγκτών και έχουν την αυτή αποδεικτική ισχύ με αυτές τις εκθέσεις·
σε δικαστικές διαδικασίες ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης και σε διοικητικές διαδικασίες στα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς.
Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Υπηρεσία τους κανόνες του εθνικού δικαίου που είναι συναφείς με τους σκοπούς του δευτέρου εδαφίου στοιχείο β).
Αναφορικά με το στοιχείο β) του δεύτερου εδαφίου, τα κράτη μέλη, μετά από αίτηση της Υπηρεσίας, αποστέλλουν στην Υπηρεσία την οριστική απόφαση των εθνικών δικαστηρίων, αφού ολοκληρωθεί οριστικά η σχετική δικαστική διαδικασία και δημοσιευθεί η οριστική δικαστική απόφαση.
Η εξουσία του ΔΕΕ και των εθνικών δικαστηρίων και των αρμόδιων φορέων στις διοικητικές και ποινικές διαδικασίες να προβαίνουν ελεύθερα σε εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των εκθέσεων που καταρτίζει η Υπηρεσία δεν θίγεται από τον παρόντα κανονισμό.
Οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών ενημερώνουν την Υπηρεσία, εντός προθεσμίας που ορίζεται στις συστάσεις που συνοδεύουν την έκθεση και μετά από αίτησή της, σχετικά με τα τυχόν μέτρα που έλαβαν και τους λόγους για τη μη εφαρμογή των συστάσεων, κατά περίπτωση, μετά από τη διαβίβαση πληροφοριών από την Υπηρεσία σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.
▼M2 —————
Άρθρο 12
Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Υπηρεσίας και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών
Σύμφωνα με το άρθρο 4 και με την επιφύλαξη του άρθρου 10, ο γενικός διευθυντής διαβιβάζει επίσης στα ενδιαφερόμενα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς τις πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, μεταξύ των οποίων τα στοιχεία ταυτότητας του ενδιαφερομένου, σύνοψη των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών, τον προκαταρκτικό νομικό τους χαρακτηρισμό και εκτίμηση των οικονομικών τους επιπτώσεων στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.
Εφαρμόζεται το άρθρο 9 παράγραφος 4.
Άρθρο 12α
Υπηρεσίες για τον συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης
Άρθρο 12β
Δραστηριότητες συντονισμού
Άρθρο 12γ
Γνωστοποίηση αξιόποινης συμπεριφοράς στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία
Για τους σκοπούς της εφαρμογής του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, η Υπηρεσία επαληθεύει, σύμφωνα με το άρθρο 12ζ παράγραφος 2, μέσω του συστήματος διαχείρισης υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αν η Εισαγγελία διενεργεί έρευνα. Η Υπηρεσία μπορεί να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ανταποκρίνεται στην αίτηση εντός προθεσμίας που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 12ζ.
Άρθρο 12δ
Αποφυγή αλληλεπικαλύψεων των ερευνών
Για τους σκοπούς της εφαρμογής του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, η Υπηρεσία επαληθεύει, σύμφωνα με το άρθρο 12ζ παράγραφος 2 μέσω του συστήματος διαχείρισης υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αν η Εισαγγελία διενεργεί έρευνα. Η Υπηρεσία μπορεί να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ανταποκρίνεται στην αίτηση εντός προθεσμίας που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 12ζ.
Σε περίπτωση που η Υπηρεσία διακόψει έρευνα που διενεργείται την σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, δεν εφαρμόζονται το άρθρο 9 παράγραφος 4 και το άρθρο 11.
Άρθρο 12ε
Υποστήριξη της Υπηρεσίας στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία
Κατά τη διάρκεια έρευνας που διεξάγεται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και κατόπιν αίτησης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939, η Υπηρεσία, σύμφωνα με την εντολή της, υποστηρίζει ή συμπληρώνει τη δραστηριότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ιδίως με τους εξής τρόπους:
παροχή πληροφοριών, αναλύσεων (συμπεριλαμβανομένων των εγκληματολογικών αναλύσεων), εμπειρογνωσίας και επιχειρησιακής υποστήριξης·
διευκόλυνση του συντονισμού για συγκεκριμένες ενέργειες μεταξύ των αρμόδιων εθνικών διοικητικών αρχών και των οργάνων της Ένωσης·
διεξαγωγή διοικητικών ερευνών.
Όταν παρέχει υποστήριξη στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, η Υπηρεσία δεν εκτελεί πράξεις ή μέτρα που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την έρευνα ή τη δίωξη.
Αίτηση αναφερόμενη στην παράγραφο 1 διαβιβάζεται γραπτώς και προσδιορίζει τουλάχιστον:
τις πληροφορίες σχετικά με την έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας καθ’ όσον έχουν συνάφεια με τον σκοπό της αίτησης·
τα μέτρα τα οποία ζητεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να υλοποιηθούν από την Υπηρεσία·
κατά περίπτωση, το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα για τη διεκπεραίωση του αιτήματος.
Όταν απαιτείται, η Υπηρεσία μπορεί να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες.
Άρθρο 12στ
Συμπληρωματικές έρευνες
Μετά τη λήψη της εν λόγω ενημέρωσης και εντός προθεσμίας που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 12ζ, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να προβάλει αντίρρηση στην κίνηση έρευνας ή στην εκτέλεση ορισμένων ενεργειών που αφορούν την έρευνα. Όταν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία προβάλλει αντίρρηση στην κίνηση έρευνας ή στην εκτέλεση ορισμένων ενεργειών που αφορούν έρευνα, ενημερώνει την Υπηρεσία χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση όταν παύσουν να ισχύουν οι λόγοι για τους οποίους προέβαλε αντίρρηση.
Στην περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δεν προβάλει αντίρρηση εντός της προθεσμίας που τίθεται σύμφωνα με το άρθρο 12, η Υπηρεσία μπορεί να κινήσει έρευνα, την οποία διεξάγει σε συνεχή διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Εάν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία προβάλει σε μεταγενέστερο χρόνο σχετική αντίρρηση, η Υπηρεσία αναστέλλει ή διακόπτει την έρευνά της, ή δεν προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες που αφορούν την έρευνα.
Άρθρο 12ζ
Διακανονισμοί εργασίας και ανταλλαγή πληροφοριών με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία
Οι διακανονισμοί εργασίας περιλαμβάνουν αναλυτικές ρυθμίσεις σχετικά με τη συνεχή ανταλλαγή πληροφοριών κατά τη διάρκεια της λήψης και επαλήθευσης ισχυρισμών για τον σκοπό του προσδιορισμού της αρμοδιότητας κατά τη διάρκεια ερευνών. Περιλαμβάνουν επίσης ρυθμίσεις για τη διαβίβαση πληροφοριών μεταξύ της Υπηρεσίας και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, όταν η Υπηρεσία ενεργεί υποστηρικτικά ή συμπληρωματικά προς την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Προβλέπουν δε προθεσμίες για την ανταπόκριση στις εκατέρωθεν αιτήσεις.
Η Υπηρεσία και η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία συμφωνούν σχετικά με τις προθεσμίες και τις λεπτομερείς ρυθμίσεις, σύμφωνα με το άρθρο 12γ παράγραφος 5, το άρθρο 12δ παράγραφος 1 και το άρθρο 12στ παράγραφος 1. Μέχρι την επίτευξη της συμφωνίας αυτής, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ανταποκρίνεται χωρίς καθυστέρηση στις αιτήσεις της Υπηρεσίας και, σε κάθε περίπτωση, εντός 10 εργάσιμων ημερών από την υποβολή αίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 12γ παράγραφος 5 και στο άρθρο 12δ παράγραφος 1 και εντός 20 εργάσιμων ημερών από αίτηση ενημέρωσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 12στ παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο.
Πριν την έγκριση των διακανονισμών εργασίας με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, ο γενικός διευθυντής αποστέλλει το σχέδιο στην επιτροπή εποπτείας και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο προς ενημέρωση. Η επιτροπή εποπτείας γνωμοδοτεί χωρίς καθυστέρηση.
Κάθε φορά που εντοπίζεται αντιστοιχία μεταξύ των δεδομένων που εισάγονται στο σύστημα διαχείρισης υποθέσεων από την Υπηρεσία και των δεδομένων που τηρούνται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, η ύπαρξη της αντιστοιχίας γνωστοποιείται τόσο στην Υπηρεσία όσο και στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Η Υπηρεσία λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα ώστε να μπορεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες του συστήματος διαχείρισης υποθέσεών της βάσει συστήματος σύμπτωσης / απουσίας σύμπτωσης (hit/no-hit).
Οι τεχνικές πτυχές και οι πτυχές ασφαλείας της αμοιβαίας πρόσβασης στα συστήματα διαχείρισης υποθέσεων, συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών διαδικασιών με τις οποίες διασφαλίζεται ότι κάθε πρόσβαση είναι δεόντως αιτιολογημένη για την εκτέλεση των καθηκόντων τους και τεκμηριωμένη, καθορίζονται στις ρυθμίσεις εργασίας.
Άρθρο 13
Συνεργασία της Υπηρεσίας με την Eurojust και την Ευρωπόλ
Όταν αυτό στηρίζει και ενισχύει τον συντονισμό και τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών ερευνητικών και διωκτικών αρχών ή όταν η Υπηρεσία έχει διαβιβάσει στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών πληροφορίες που γεννούν υπόνοιες απάτης, διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης υπό μορφή σοβαρού εγκλήματος, η Υπηρεσία διαβιβάζει τις σχετικές πληροφορίες στην Eurojust, στο πλαίσιο της εντολής της Eurojust.
Άρθρο 14
Συνεργασία με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς
Η Υπηρεσία τηρεί μητρώο όλων των διαβιβάσεων προσωπικών δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των λόγων για τις εν λόγω διαβιβάσεις, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.
Άρθρο 15
Επιτροπή εποπτείας
Η επιτροπή εποπτείας παρακολουθεί ιδίως τις εξελίξεις όσον αφορά την εφαρμογή των διαδικαστικών εγγυήσεων και τη διάρκεια των ερευνών.
Η επιτροπή εποπτείας απευθύνει στον γενικό διευθυντή γνωμοδοτήσεις, καθώς και συστάσεις κατά περίπτωση, μεταξύ άλλων όσον αφορά τους απαιτούμενους πόρους για τη διενέργεια του ερευνητικού έργου της Υπηρεσίας, τις προτεραιότητες της Υπηρεσίας σε θέματα ερευνών και τη διάρκεια των ερευνών. Οι εν λόγω γνωμοδοτήσεις εκδίδονται με δική της πρωτοβουλία, κατόπιν αιτήσεως του γενικού διευθυντή ή κατόπιν αιτήσεως θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού, χωρίς ωστόσο να παρεμποδίζουν τις διεξαγόμενες έρευνες.
Η Υπηρεσία δημοσιεύει στον ιστότοπό της τις απαντήσεις της στις γνώμες που εκδίδει η επιτροπή εποπτείας.
Αντίγραφο των γνωμοδοτήσεων που εκδίδονται σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο παρέχεται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς.
Στην επιτροπή εποπτείας χορηγείται πρόσβαση στο σύνολο των πληροφοριών και των εγγράφων που αυτή θεωρεί ότι απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων της, συμπεριλαμβανομένων των εκθέσεων και των συστάσεων για περατωθείσες έρευνες και για αρχειοθετημένες υποθέσεις, χωρίς ωστόσο να παρεμποδίζει τις διεξαγόμενες έρευνες και με τη δέουσα προσοχή στις απαιτήσεις περί εμπιστευτικότητας και προστασίας των δεδομένων.
Η απόφαση περί διορισμού των μελών της επιτροπής εποπτείας περιλαμβάνει επίσης εφεδρικό κατάλογο για την αντικατάσταση μελών της επιτροπής εποπτείας για το υπόλοιπο της θητείας τους σε περίπτωση παραίτησης, θανάτου ή αδυναμίας εκπλήρωσης των καθηκόντων ενός ή περισσότερων μελών.
Οι υπάλληλοι που τοποθετούνται στη γραμματεία της επιτροπής εποπτείας δεν ζητούν ούτε δέχονται υποδείξεις από κυβέρνηση, θεσμικό όργανο, σώμα, γραφείο ή υπηρεσία όσον αφορά την άσκηση των καθηκόντων παρακολούθησης με τα οποία είναι επιφορτισμένη η επιτροπή εποπτείας.
Η επιτροπή εποπτείας μπορεί να υποβάλλει εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο Ελεγκτικό Συνέδριο σχετικά με τα αποτελέσματα των ερευνών της Υπηρεσίας και τη συνέχεια που δόθηκε σ’ αυτές βάσει των εν λόγω αποτελεσμάτων.
Άρθρο 16
Ανταλλαγή απόψεων με τα θεσμικά όργανα
Στο πλαίσιο του στόχου της παραγράφου 1, η ανταλλαγή απόψεων μπορεί να αφορά οποιοδήποτε θέμα επί του οποίου συμφωνούν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή. Ειδικότερα, η ανταλλαγή απόψεων μπορεί να αφορά:
τις στρατηγικές προτεραιότητες όσον αφορά τις πολιτικές της Υπηρεσίας στον τομέα των ερευνών·
τις γνωμοδοτήσεις και τις εκθέσεις δραστηριοτήτων της επιτροπής εποπτείας που προβλέπονται στο άρθρο 15·
τις εκθέσεις του γενικού διευθυντή δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 4 και, κατά περίπτωση, κάθε άλλη έκθεση των θεσμικών οργάνων σχετικά με την εντολή της Υπηρεσίας·
το πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ της Υπηρεσίας και των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών, ιδίως της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, συμπεριλαμβανομένων τυχόν οριζόντιων και συστημικών ζητημάτων που ανακύπτουν κατά τη συνέχεια που δίδεται στις τελικές εκθέσεις ερευνών της Υπηρεσίας·
το πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ της Υπηρεσίας και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων τυχόν οριζόντιων και συστημικών ζητημάτων που ανακύπτουν κατά τη συνέχεια που δίδεται στις τελικές εκθέσεις ερευνών της Υπηρεσίας·
τις σχέσεις μεταξύ της Υπηρεσίας και των αρμόδιων αρχών τρίτων χωρών, καθώς και διεθνών οργανισμών, στο πλαίσιο των διακανονισμών που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό·
την αποτελεσματικότητα του έργου της Υπηρεσίας όσον αφορά την εκπλήρωση της αποστολής της.
Άρθρο 17
Γενικός διευθυντής
Ο γενικός διευθυντής ενημερώνει περιοδικά την επιτροπή εποπτείας σχετικά με τις δραστηριότητες της Υπηρεσίας, την εκτέλεση των ερευνητικών της καθηκόντων και τις αναληφθείσες ενέργειες σε συνέχεια των ερευνών.
Ο γενικός διευθυντής ενημερώνει περιοδικά την επιτροπή εποπτείας σχετικά με:
υποθέσεις στις οποίες δεν τηρήθηκαν οι συστάσεις του γενικού διευθυντή·
υποθέσεις στις οποίες διαβιβάστηκαν πληροφορίες σε δικαστικές αρχές των κρατών μελών ή στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία·
υποθέσεις για τις οποίες δεν κινήθηκε έρευνα και υποθέσεις που αρχειοθετήθηκαν·
τη διάρκεια των ερευνών σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 8.
Ο γενικός διευθυντής υιοθετεί κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις διαδικασίες έρευνας για τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας. Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές συνάδουν με τον παρόντα κανονισμό και καλύπτουν, μεταξύ άλλων:
τις πρακτικές που πρέπει να τηρούνται κατά την εκτέλεση της εντολής της Υπηρεσίας·
τους λεπτομερείς κανόνες που διέπουν τις διαδικασίες ερευνών·
τις διαδικαστικές εγγυήσεις·
λεπτομέρειες των εσωτερικών συμβουλευτικών και εποπτικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου νομιμότητας·
την προστασία των δεδομένων και τις πολιτικές που αφορούν την επικοινωνία και την πρόσβαση σε έγγραφα, όπως ορίζει το άρθρο 10 παράγραφος 3β·
τις σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.
Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και κάθε τροποποίησή τους εγκρίνονται αφού έχει δοθεί η δυνατότητα στην επιτροπή εποπτείας να διατυπώσει τις σχετικές της παρατηρήσεις, εν συνεχεία δε διαβιβάζονται προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή και δημοσιεύονται για σκοπούς ενημέρωσης στην ιστοσελίδα της Υπηρεσίας στις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.
Οι πειθαρχικές κυρώσεις εις βάρος του γενικού διευθυντή αποτελούν αντικείμενο αιτιολογημένης απόφασης, η οποία διαβιβάζεται προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την επιτροπή εποπτείας.
Άρθρο 18
Χρηματοδότηση
Οι συνολικές πιστώσεις της Υπηρεσίας εγγράφονται σε ειδική γραμμή του προϋπολογισμού στο τμήμα του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορά την Επιτροπή και αναγράφονται λεπτομερώς σε παράρτημα του εν λόγω τμήματος. Οι πιστώσεις για την επιτροπή εποπτείας και τη γραμματεία της εγγράφονται στο τμήμα του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορά την Επιτροπή.
Ο πίνακας προσωπικού της Υπηρεσίας προσαρτάται στον πίνακα προσωπικού της Επιτροπής. Ο πίνακας προσωπικού της Επιτροπής περιλαμβάνει τη γραμματεία της επιτροπής εποπτείας.
Άρθρο 19
Έκθεση αξιολόγησης και ενδεχόμενη επανεξέταση
Άρθρο 20
Κατάργηση
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 και ο κανονισμός (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 καταργούνται.
Οι παραπομπές στους καταργηθέντες κανονισμούς θεωρούνται παραπομπές στον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που παρατίθεται στον παράρτημα II.
Άρθρο 21
Έναρξη ισχύος και μεταβατικές διατάξεις
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I
ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ (ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 20)
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου
(ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1)
Κανονισμός (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου
(ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 8).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 και κανονισμός (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 |
Παρών κανονισμός |
Άρθρο 1 παράγραφος 1 |
Άρθρο 1 παράγραφος 1 |
Άρθρο 1 παράγραφος 2 |
Άρθρο 1 παράγραφος 2 |
— |
Άρθρο 1 παράγραφος 3 |
Άρθρο 1 παράγραφος 3 |
Άρθρο 1 παράγραφος 4 |
— |
Άρθρο 1 παράγραφος 5 |
— |
Άρθρο 2 σημείο 1 |
— |
Άρθρο 2 σημείο 2 |
— |
Άρθρο 2 σημείο 3 |
Άρθρο 2 |
Άρθρο 2 σημείο 4 |
— |
Άρθρο 2 σημείο 5 |
— |
Άρθρο 2 σημείο 6 |
— |
Άρθρο 2 σημείο 7 |
Άρθρο 3 πρώτο εδάφιο |
Άρθρο 3 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο |
Άρθρο 3 δεύτερο εδάφιο |
Άρθρο 3 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο |
— |
Άρθρο 3 παράγραφος 2 |
— |
Άρθρο 3 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο |
— |
Άρθρο 3 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο |
— |
Άρθρο 3 παράγραφος 4 |
— |
Άρθρο 3 παράγραφος 5 |
— |
Άρθρο 3 παράγραφος 6 |
Άρθρο 4 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο |
Άρθρο 4 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο |
Άρθρο 4 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο |
Άρθρο 4 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο |
Άρθρο 4 παράγραφος 2 |
Άρθρο 4 παράγραφος 2 |
Άρθρο 4 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο |
Άρθρο 4 παράγραφος 3 |
Άρθρο 4 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο |
— |
Άρθρο 4 παράγραφος 4 |
Άρθρο 4 παράγραφος 4 πρώτη περίοδος |
— |
Άρθρο 4 παράγραφος 5 |
Άρθρο 4 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο |
Άρθρο 4 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο |
— |
Άρθρο 4 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο |
Άρθρο 4 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο |
Άρθρο 4 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο |
Άρθρο 4 παράγραφος 6 στοιχείο α) |
Άρθρο 4 παράγραφος 7 |
Άρθρο 4 παράγραφος 6 στοιχείο β) |
— |
— |
Άρθρο 4 παράγραφος 8 |
— |
Άρθρο 5 παράγραφος 1 |
Άρθρο 5 πρώτο εδάφιο |
Άρθρο 5 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο |
Άρθρο 5 δεύτερο εδάφιο |
Άρθρο 5 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο |
— |
Άρθρο 5 παράγραφος 3 |
— |
Άρθρο 5 παράγραφος 4 |
— |
Άρθρο 5 παράγραφος 5 |
— |
Άρθρο 5 παράγραφος 6 |
— |
Άρθρο 6 |
Άρθρο 6 παράγραφος 1 |
Άρθρο 7 παράγραφος 1 |
Άρθρο 6 παράγραφος 2 |
Άρθρο 7 παράγραφος 2 πρώτη περίοδος |
Άρθρο 6 παράγραφος 3 |
Άρθρο 7 παράγραφος 2 δεύτερη περίοδος |
Άρθρο 6 παράγραφος 4 |
Άρθρο 3 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο |
— |
Άρθρο 7 παράγραφος 4 |
Άρθρο 6 παράγραφος 5 |
Άρθρο 7 παράγραφος 5 |
Άρθρο 6 παράγραφος 6 |
Άρθρο 7 παράγραφος 3 |
— |
Άρθρο 7 παράγραφος 6 |
— |
Άρθρο 7 παράγραφος 7 |
— |
Άρθρο 7 παράγραφος 8 |
Άρθρο 7 παράγραφος 1 |
Άρθρο 8 παράγραφος 1 |
Άρθρο 7 παράγραφος 2 |
Άρθρο 8 παράγραφος 2 |
Άρθρο 7 παράγραφος 3 |
Άρθρο 8 παράγραφος 3 |
— |
Άρθρο 9 |
Άρθρο 8 παράγραφος 1 |
Άρθρο 10 παράγραφος 1 |
Άρθρο 8 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο |
Άρθρο 10 παράγραφος 2 |
Άρθρο 8 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο |
— |
Άρθρο 8 παράγραφος 3 |
— |
Άρθρο 8 παράγραφος 4 |
— |
— |
Άρθρο 10 παράγραφος 4 |
— |
Άρθρο 10 παράγραφος 5 |
Άρθρο 9 παράγραφος 1 |
Άρθρο 11 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο |
— |
Άρθρο 11 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο |
Άρθρο 9 παράγραφος 2 |
Άρθρο 11 παράγραφος 2 |
Άρθρο 9 παράγραφος 3 |
Άρθρο 11 παράγραφος 3 |
Άρθρο 9 παράγραφος 4 |
Άρθρο 11 παράγραφος 4 |
— |
Άρθρο 11 παράγραφος 5 |
— |
Άρθρο 11 παράγραφος 6 |
— |
Άρθρο 11 παράγραφος 7 |
— |
Άρθρο 11 παράγραφος 8 |
Άρθρο 10 παράγραφος 1 |
Άρθρο 12 παράγραφος 1 |
Άρθρο 10 παράγραφος 2 |
Άρθρο 12 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο |
— |
Άρθρο 12 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο |
— |
Άρθρο 12 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο |
Άρθρο 10 παράγραφος 3 |
Άρθρο 4 παράγραφος 4 δεύτερη περίοδος |
— |
Άρθρο 12 παράγραφος 3 |
— |
Άρθρο 12 παράγραφος 4 |
— |
Άρθρο 13 |
— |
Άρθρο 14 |
Άρθρο 11 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο |
Άρθρο 15 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο |
— |
Άρθρο 15 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο |
Άρθρο 11 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο |
Άρθρο 15 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο |
— |
Άρθρο 15 παράγραφος 1 τέταρτο εδάφιο |
— |
Άρθρο 15 παράγραφος 1 πέμπτο εδάφιο |
Άρθρο 11 παράγραφος 2 |
Άρθρο 15 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο |
— |
Άρθρο 15 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο |
Άρθρο 11 παράγραφος 3 |
Άρθρο 15 παράγραφος 3 |
Άρθρο 11 παράγραφος 4 |
Άρθρο 15 παράγραφος 4 |
— |
Άρθρο 15 παράγραφος 5 |
— |
Άρθρο 15 παράγραφος 6 |
Άρθρο 11 παράγραφος 5 |
Άρθρο 15 παράγραφος 7 |
Άρθρο 11 παράγραφος 6 |
Άρθρο 15 παράγραφος 8 |
Άρθρο 11 παράγραφος 7 |
Άρθρο 17 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο |
Άρθρο 11 παράγραφος 8 |
Άρθρο 15 παράγραφος 9 |
— |
Άρθρο 16 |
Άρθρο 12 παράγραφος 1 |
Άρθρο 17 παράγραφος 1 |
Άρθρο 12 παράγραφος 2 |
Άρθρο 17 παράγραφος 2 |
Άρθρο 12 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο |
Άρθρο 17 παράγραφος 3 |
Άρθρο 12 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο |
Άρθρο 17 παράγραφος 4 |
Άρθρο 12 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο |
Άρθρο 10 παράγραφος 3 |
— |
Άρθρο 17 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο |
— |
Άρθρο 17 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο |
— |
Άρθρο 17 παράγραφος 6 |
— |
Άρθρο 17 παράγραφος 7 |
— |
Άρθρο 17 παράγραφος 8 |
Άρθρο 12 παράγραφος 4 πρώτη περίοδος |
Άρθρο 17 παράγραφος 9 πρώτο εδάφιο |
Άρθρο 12 παράγραφος 4 δεύτερη περίοδος |
Άρθρο 17 παράγραφος 9 δεύτερο εδάφιο |
— |
Άρθρο 17 παράγραφος 10 |
Άρθρο 13 |
Άρθρο 18 |
Άρθρο 14 |
— |
Άρθρο 15 |
Άρθρο 19 |
— |
Άρθρο 20 |
Άρθρο 16 |
Άρθρο 21 παράγραφος 1 |
— |
Άρθρο 21 παράγραφος 2 |
— |
Άρθρο 21 παράγραφος 3 |
— |
Παράρτημα I |
— |
Παράρτημα II |
( 1 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).
( 2 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).
( 3 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ L 283 της 31.10.2017, σ. 1).
( 4 ) Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).
( 5 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 904/2010 του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 2010, για τη διοικητική συνεργασία και την καταπολέμηση της απάτης στον τομέα του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 268 της 12.10.2010, σ. 1).
( 6 ) Οδηγία (EE) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης (ΕΕ L 305 της 26.11.2019, σ. 17).
( 7 ) ΕΕ L 26 της 28.1.2012, σ. 30.