Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32023L2413

Οδηγία (ΕΕ) 2023/2413 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Οκτωβρίου 2023, για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001, του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999 και της οδηγίας 98/70/ΕΚ όσον αφορά την προώθηση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, και την κατάργηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/652 του Συμβουλίου

PE/36/2023/REV/2

ΕΕ L, 2023/2413, 31.10.2023, ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2023/2413/oj (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2023/2413/oj

European flag

Επίσημη Εφημερίδα
της Ευρωπαϊκής Ένωσης

EL

Σειρά L


2023/2413

31.10.2023

ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2023/2413 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 18ης Οκτωβρίου 2023

για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001, του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999 και της οδηγίας 98/70/ΕΚ όσον αφορά την προώθηση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, και την κατάργηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/652 του Συμβουλίου

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114, το άρθρο 192 παράγραφος 1 και το άρθρο 194 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τις γνώμες της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, που καθορίζεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 11ης Δεκεμβρίου 2019 («Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία»), ο κανονισμός (ΕΕ) 2021/1119 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) έθεσε τον στόχο για κλιματική ουδετερότητα στην Ένωση έως το 2050 και τον άμεσο στόχο να μειωθούν οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55 % σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990 έως το 2030. Η κλιματική ουδετερότητα της Ένωσης απαιτεί μια δίκαιη ενεργειακή μετάβαση που δεν αφήνει καμία περιοχή και κανέναν πολίτη στο περιθώριο, μια αύξηση της ενεργειακής απόδοσης και σημαντικά υψηλότερα ποσοστά ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σε ένα ενοποιημένο ενεργειακό σύστημα.

(2)

Η ανανεώσιμη ενέργεια έχει θεμελιώδη συμβολή στην επίτευξη των στόχων αυτών, δεδομένου ότι ο ενεργειακός τομέας παράγει επί του παρόντος περισσότερο από το 75 % των συνολικών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στην Ένωση. Με τη μείωση των εν λόγω εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, η ανανεώσιμη ενέργεια μπορεί να συμβάλει επίσης στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που σχετίζονται με το περιβάλλον, όπως η απώλεια βιοποικιλότητας, και στη μείωση της ρύπανσης σύμφωνα με τους στόχους της ανακοίνωσης της Επιτροπής της 12ης Μαΐου 2021 με τίτλο «Πορεία προς έναν υγιή πλανήτη για όλους – Σχέδιο δράσης της ΕΕ για μηδενική ρύπανση των υδάτων, του αέρα, και του εδάφους». Η πράσινη μετάβαση σε μια οικονομία βασισμένη σε ανανεώσιμη ενέργεια θα συμβάλει στην επίτευξη των στόχων της απόφασης (ΕΕ) 2022/591 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), το οποίο αποσκοπεί επίσης στην προστασία, την αποκατάσταση και τη βελτίωση της κατάστασης του περιβάλλοντος, μεταξύ άλλων μέσω της ανάσχεσης και της αντιστροφής της απώλειας βιοποικιλότητας. Το γεγονός ότι η ανανεώσιμη ενέργεια μειώνει την έκθεση σε κλυδωνισμούς των τιμών σε σύγκριση με τα ορυκτά καύσιμα, μπορεί να δώσει στην ανανεώσιμη ενέργεια κεντρικό ρόλο όσον αφορά την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας. Η ανανεώσιμη ενέργεια μπορεί επίσης να αποφέρει ευρέα κοινωνικοοικονομικά οφέλη, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας και προωθώντας τις τοπικές βιομηχανίες, αντιμετωπίζοντας παράλληλα την αυξανόμενη εγχώρια και παγκόσμια ζήτηση για τεχνολογία ανανεώσιμης ενέργειας.

(3)

Η οδηγία (ΕΕ) 2018/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) θέτει ως δεσμευτικό συνολικό στόχο της Ένωσης να επιτευχθεί μερίδιο τουλάχιστον 32 % της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας της Ένωσης έως το 2030. Σύμφωνα με το σχέδιο κλιματικών στόχων του 2030, που καθορίζεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 17ης Σεπτεμβρίου 2020 με τίτλο «Ενίσχυση της κλιματικής φιλοδοξίας της Ευρώπης για το 2030: Επενδύουμε σε ένα κλιματικά ουδέτερο μέλλον προς όφελος των πολιτών μας», το μερίδιο της ανανεώσιμης ενέργειας στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας θα πρέπει να αυξηθεί στο 40 % έως το 2030, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου του στην Ένωση. Στο πλαίσιο αυτό, τον Ιούλιο του 2021, στο πλαίσιο της δέσμης μέτρων για την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, η Επιτροπή πρότεινε να διπλασιαστεί το μερίδιο της ανανεώσιμης ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα έως το 2030 σε σύγκριση με το 2020, ώστε να φτάσει τουλάχιστον το 40 %.

(4)

Το γενικό πλαίσιο που δημιουργήθηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι επιπτώσεις της πανδημίας της COVID-19 έχουν οδηγήσει σε αύξηση των τιμών της ενέργειας σε ολόκληρη την Ένωση, γεγονός που τονίζει την ανάγκη να επιταχυνθεί η ενεργειακή απόδοση και να αυξηθεί η χρήση ανανεώσιμης ενέργειας στην Ένωση. Προκειμένου να επιτευχθεί ο μακροπρόθεσμος στόχος ενός ενεργειακού συστήματος ανεξάρτητου από τρίτες χώρες, η Ένωση θα πρέπει να επικεντρωθεί στην επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης και στη διασφάλιση μιας ενεργειακής πολιτικής μείωσης των εκπομπών, η οποία θα μειώνει την εξάρτηση από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα και θα προωθεί δίκαιες και προσιτές τιμές για τους πολίτες της Ένωσης και τις επιχειρήσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας.

(5)

Το σχέδιο REPowerEU που καθορίζεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 18ης Μαΐου 2022 («σχέδιο REPowerEU»), έχει στόχο την εξάλειψη της εξάρτησης της Ένωσης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα πολύ πριν το 2030. Η εν λόγω ανακοίνωση προβλέπει την εμπροσθοβαρή ανάπτυξη της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας, με την αύξηση του μέσου ρυθμού ανάπτυξης των εν λόγω μορφών ενέργειας, καθώς και πρόσθετη δυναμικότητα ανανεώσιμης ενέργειας έως το 2030, ώστε να επιτευχθεί η μεγαλύτερη παραγωγή ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης. Κάλεσε επίσης τους συννομοθέτες να εξετάσουν έναν υψηλότερο ή νωρίτερο στόχο για το αυξανόμενο μερίδιο της ανανεώσιμης ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σκόπιμο να αυξηθεί ο συνολικός στόχος της Ένωσης για την ανανεώσιμη ενέργεια έως και 42,5 %, προκειμένου να επισπευσθεί σημαντικά ο υφιστάμενος ρυθμός ανάπτυξης ανανεώσιμης ενέργειας, και συνακόλουθα να επισπευσθεί η σταδιακή εξάλειψη της εξάρτησης της Ένωσης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα μέσω της αύξησης της διαθεσιμότητας οικονομικά προσιτής, ασφαλούς και βιώσιμης ενέργειας στην Ένωση. Πέραν αυτού του υποχρεωτικού επιπέδου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσπαθήσουν να επιτύχουν συλλογικά έναν συνολικό στόχο της Ένωσης για την ανανεώσιμη ενέργεια της τάξης του 45 % σύμφωνα με το σχέδιο REPowerEU.

(6)

Οι στόχοι για την ανανεώσιμη ενέργεια θα πρέπει να συμβαδίζουν με τις συμπληρωματικές προσπάθειες απανθρακοποίησης με βάση άλλες μη ορυκτές πηγές ενέργειας, για την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να συνδυάζουν διάφορες μη ορυκτές πηγές ενέργειας προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της Ένωσης να καταστεί κλιματικά ουδέτερη έως το 2050, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές εθνικές τους συνθήκες και τη δομή του ενεργειακού εφοδιασμού τους. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, η ανάπτυξη ανανεώσιμης ενέργειας στο πλαίσιο του αυξημένου δεσμευτικού συνολικού στόχου της Ένωσης θα πρέπει να ενσωματωθεί σε συμπληρωματικές προσπάθειες απανθρακοποίησης που περιλαμβάνουν την ανάπτυξη άλλων μη ορυκτών πηγών ενέργειας τις οποίες τα κράτη μέλη αποφασίζουν να επιδιώξουν.

(7)

Η καινοτομία αποτελεί βασικό παράγοντα για την ανταγωνιστικότητα της ανανεώσιμης ενέργειας. Το ευρωπαϊκό στρατηγικό σχέδιο ενεργειακών τεχνολογιών που καθορίζεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 15ης Σεπτεμβρίου 2015 με τίτλο «Προς ένα ολοκληρωμένο στρατηγικό σχέδιο ενεργειακών τεχνολογιών (σχέδιο ΣΕΤ): Επιτάχυνση του μετασχηματισμού του ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος» («σχέδιο ΣΕΤ»), αποσκοπεί στην προώθηση της μετάβασης προς ένα κλιματικά ουδέτερο ενεργειακό σύστημα μέσω δράσεων για την έρευνα και την καινοτομία, οι οποίες καλύπτουν ολόκληρη την αλυσίδα καινοτομίας, από την έρευνα έως τη διείσδυση στην αγορά. Στα ενοποιημένα εθνικά τους σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), τα κράτη μέλη καλούνται να καθορίσουν τους εθνικούς στόχους και τις επιδιώξεις χρηματοδότησης δημοσίων και, εάν υπάρχουν, ιδιωτικών έργων έρευνας και καινοτομίας που σχετίζονται με την Ενεργειακή Ένωση, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, χρονοδιαγράμματος για την υλοποίηση των στόχων· αποτύπωση των προτεραιοτήτων της στρατηγικής της Ενεργειακής Ένωσης που καθορίζονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 25ης Φεβρουαρίου 2015 με τίτλο «Στρατηγική πλαίσιο για μια ανθεκτική Ενεργειακή Ένωση με μακρόπνοη πολιτική για την κλιματική αλλαγή», και, κατά περίπτωση, του σχεδίου ΣΕΤ. Ως συμπλήρωμα των εθνικών στόχων και των επιδιώξεων χρηματοδότησης, προκειμένου να προωθηθεί η παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας με καινοτόμα τεχνολογία ανανεώσιμης ενέργειας και να διαφυλαχθεί η συνεχιζόμενη ηγετική θέση της Ένωσης στην έρευνα και ανάπτυξη καινοτόμας τεχνολογίας ανανεώσιμης ενέργειας, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να θέσει ως ενδεικτικό στόχο για καινοτόμες τεχνολογίες ανανεώσιμης ενέργειας τουλάχιστον το 5 % της πρόσφατα εγκατεστημένης δυναμικότητας ανανεώσιμης ενέργειας έως το 2030.

(8)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2023/1791 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), και σύμφωνα με τη σύσταση (ΕΕ) 2021/1749 της Επιτροπής (9), τα κράτη μέλη θα πρέπει να υιοθετήσουν μια ολοκληρωμένη προσέγγιση με την προώθηση της ενεργειακά αποδοτικότερης ανανεώσιμης πηγής για κάθε δεδομένο τομέα και εφαρμογή, καθώς και με την προώθηση της αποδοτικότητας του συστήματος, έτσι ώστε να απαιτείται η ελάχιστη ενέργεια για δεδομένη οικονομική δραστηριότητα.

(9)

Οι τροποποιήσεις που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία προορίζονται να στηρίξουν επίσης την επίτευξη του στόχου της Ένωσης για ετήσια παραγωγή βιώσιμου βιομεθανίου 35 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων έως το 2030, ο οποίος καθορίζεται στο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής της 18ης Μαΐου 2022 που συνοδεύει το σχέδιο REPowerEU, με τίτλο «Εφαρμογή του σχεδίου δράσης REPowerEU: Επενδυτικές ανάγκες, πρόγραμμα επιτάχυνσης της χρήσης υδρογόνου και επίτευξη των στόχων για το βιομεθάνιο», στηρίζοντας έτσι την ασφάλεια του εφοδιασμού και τις φιλοδοξίες της Ένωσης για το κλίμα.

(10)

Καθίσταται ολοένα και περισσότερο εμφανής η ανάγκη να ευθυγραμμιστούν οι πολιτικές για τη βιοενέργεια με την αρχή της αλυσιδωτής χρήσης της βιομάζας. Η εν λόγω αρχή στοχεύει στην επίτευξη της αποτελεσματικής αξιοποίησης των πόρων βιομάζας μέσω της προτεραιοποίησης, όπου είναι δυνατόν, της χρήσης της βιομάζας ως ύλη σε αντιδιαστολή με τη χρήση της για ενέργεια, αυξάνοντας έτσι την ποσότητα βιομάζας που είναι διαθέσιμη στο σύστημα. Μια τέτοια ευθυγράμμιση έχει σκοπό τη διασφάλιση δίκαιης πρόσβασης στην αγορά πρώτων υλών βιομάζας για την ανάπτυξη καινοτόμων βιολογικών λύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας και μιας βιώσιμης κυκλικής βιοοικονομίας. Κατά την ανάπτυξη καθεστώτων στήριξης για τη βιοενέργεια, τα κράτη μέλη θα πρέπει, συνεπώς, να λαμβάνουν υπόψη τη διαθέσιμη παροχή βιώσιμης βιομάζας για ενεργειακές και μη ενεργειακές χρήσεις και τη συντήρηση των εθνικών δασικών καταβοθρών άνθρακα και οικοσυστημάτων, καθώς και την αρχή της κυκλικής οικονομίας και την αρχή της αλυσιδωτής χρήσης της βιομάζας και την ιεράρχηση των αποβλήτων που θεσπίζεται στην οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).. Σύμφωνα με την αρχή της αλυσιδωτής χρήσης της βιομάζας, η ξυλώδης βιομάζα θα πρέπει να χρησιμοποιείται σύμφωνα με την υψηλότερη οικονομική και περιβαλλοντική προστιθέμενη αξία της με την ακόλουθη σειρά προτεραιοτήτων: προϊόντα με βάση το ξύλο, παράταση της διάρκειας ζωής των προϊόντων με βάση το ξύλο, επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση, βιοενέργεια και διάθεση. Εάν καμία άλλη χρήση για την ξυλώδη βιομάζα δεν είναι οικονομικά βιώσιμη ή περιβαλλοντικά κατάλληλη, η ανάκτηση ενέργειας συμβάλλει στη μείωση της παραγωγής ενέργειας από μη ανανεώσιμες πηγές. Τα καθεστώτα στήριξης των κρατών μελών για τη βιοενέργεια θα πρέπει συνεπώς να κατευθύνονται σε πρώτες ύλες για τις οποίες ο ανταγωνισμός στην αγορά με τους τομείς υλικών είναι περιορισμένος και των οποίων η προμήθεια θεωρείται θετική τόσο για το κλίμα όσο και για τη βιοποικιλότητα, προκειμένου να αποφευχθούν αρνητικά κίνητρα για μη βιώσιμες οδούς παραγωγής βιοενέργειας, όπως προσδιορίστηκαν στην έκθεση του 2021 του Κοινού Κέντρου Ερευνών της Επιτροπής, με τίτλο «The use of woody biomass for energy production in the EU» (Η χρήση ξυλώδους βιομάζας για την παραγωγή ενέργειας στην ΕΕ).

Ταυτόχρονα, κατά την εφαρμογή μέτρων που διασφαλίζουν την τήρηση της αρχής της αλυσιδωτής χρήσης της βιομάζας, είναι αναγκαίο να αναγνωριστούν οι εθνικές ιδιαιτερότητες που καθοδηγούν τα κράτη μέλη στον σχεδιασμό των καθεστώτων στήριξής τους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρεκκλίνουν από την εν λόγω αρχή σε δεόντως αιτιολογημένες περιστάσεις, για παράδειγμα όταν αυτό απαιτείται για σκοπούς ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού, όπως στην περίπτωση ιδιαίτερα σοβαρών συνθηκών ψύχους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να παρεκκλίνουν από την εν λόγω αρχή όταν δεν υπάρχουν βιομηχανίες ή εγκαταστάσεις μεταποίησης που θα μπορούσαν να προσφέρουν υψηλότερη προστιθέμενη αξία στη χρήση ορισμένων πρώτων υλών εντός μιας γεωγραφικής περιμέτρου. Σε τέτοια περίπτωση, η μεταφορά πέραν αυτής της περιμέτρου για τους σκοπούς μιας τέτοιας χρήσης δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από οικονομική ή περιβαλλοντική άποψη. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να κοινοποιούν τέτοιες παρεκκλίσεις στην Επιτροπή. Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να χορηγούν άμεση χρηματοδοτική στήριξη για την παραγωγή ενέργειας από κορμοτεμάχια πριονιού, κορμοτεμάχια ξυλόφυλλων, στρογγυλή ξυλεία βιομηχανικής ποιότητας, πρέμνα και ρίζες. Για τον σκοπό της παρούσας οδηγίας, τα φορολογικά πλεονεκτήματα δεν θεωρούνται άμεση χρηματοδοτική στήριξη. Η πρόληψη δημιουργίας, η επαναχρησιμοποίηση και η ανακύκλωση των αποβλήτων θα πρέπει να αποτελεί επιλογή προτεραιότητας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποφεύγουν τη δημιουργία καθεστώτων στήριξης που θα έρχονταν σε αντίθεση με τους στόχους για την επεξεργασία των αποβλήτων και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μη αποδοτική χρήση των ανακυκλώσιμων αποβλήτων. Επιπλέον, για να διασφαλιστεί η αποδοτικότερη χρήση της βιοενέργειας, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να χορηγούν νέα στήριξη ούτε να ανανεώνουν οποιαδήποτε στήριξη σε αποκλειστικά ηλεκτροπαραγωγικές εγκαταστάσεις, εκτός εάν οι εγκαταστάσεις βρίσκονται σε περιοχές με ειδικό καθεστώς χρήσης όσον αφορά τη μετάβασή τους από ορυκτά καύσιμα ή στις εξόχως απόκεντρες περιοχές που αναφέρονται στο άρθρο 349 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), ή οι εγκαταστάσεις χρησιμοποιούν τη δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα.

(11)

Η ταχεία ανάπτυξη και η αυξανόμενη ανταγωνιστικότητα κόστους της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να καλυφθεί ένα αυξανόμενο μερίδιο της ζήτησης ενέργειας, για παράδειγμα με τη χρήση αντλιών θερμότητας για τη θέρμανση χώρων ή βιομηχανικές διεργασίες χαμηλής θερμοκρασίας, τη χρήση ηλεκτρικών οχημάτων στις μεταφορές ή ηλεκτρικών κλιβάνων σε ορισμένες βιομηχανίες. Η ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή συνθετικών καυσίμων για κατανάλωση σε τομείς μεταφορών που είναι δύσκολο να απανθρακοποιηθούν, όπως οι αεροπορικές και θαλάσσιες μεταφορές. Ένα πλαίσιο για τον εξηλεκτρισμό πρέπει να επιτρέπει ισχυρό και αποτελεσματικό συντονισμό και να επεκτείνει τους μηχανισμούς της αγοράς για την αντιστοίχιση της προσφοράς και της ζήτησης στον χώρο και στον χρόνο, την τόνωση των επενδύσεων σε σχέση με την ευελιξία και στην ενσωμάτωση μεγάλων μεριδίων μεταβλητής παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει συνεπώς να διασφαλίσουν ότι η διάθεση ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές θα εξακολουθήσει να αυξάνεται με επαρκή ρυθμό για την κάλυψη της αυξανόμενης ζήτησης. Για τον σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν ένα πλαίσιο που θα περιλαμβάνει μηχανισμούς συμβατούς με την αγορά για την αντιμετώπιση των εναπομενόντων εμποδίων για την ύπαρξη ασφαλών και επαρκών συστημάτων ηλεκτρικής ενέργειας κατάλληλων για υψηλό επίπεδο ανανεώσιμης ενέργειας, καθώς και εγκαταστάσεων αποθήκευσης, πλήρως ενσωματωμένων στο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας. Ειδικότερα, το εν λόγω πλαίσιο θα πρέπει να αντιμετωπίζει τα εναπομένοντα εμπόδια, συμπεριλαμβανομένων των μη χρηματοοικονομικών, όπως η έλλειψη, από μέρους των αρχών, επαρκών ψηφιακών πόρων και του ανθρώπινου δυναμικού για την επεξεργασία αυξανόμενου αριθμού αιτήσεων χορήγησης άδειας.

(12)

Κατά τον υπολογισμό του μεριδίου ανανεώσιμης ενέργειας σε ένα κράτος μέλος, τα ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης θα πρέπει να υπολογίζονται στον τομέα όπου καταναλώνονται (ηλεκτρική ενέργεια, θέρμανση και ψύξη ή μεταφορές). Για να αποφευχθεί η διπλή καταμέτρηση, η ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές που χρησιμοποιείται για την παραγωγή των εν λόγω καυσίμων δεν θα πρέπει να υπολογίζεται. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την εναρμόνιση των λογιστικών κανόνων για τα εν λόγω καύσιμα σε ολόκληρη την οδηγία (ΕΕ) 2018/2001, ανεξάρτητα από το εάν υπολογίζονται για τον συνολικό στόχο ανανεώσιμης ενέργειας ή για οποιονδήποτε επιμέρους στόχο. Θα επέτρεπε επίσης τον υπολογισμό της πραγματικής ενέργειας που καταναλώνεται, λαμβανομένων υπόψη των ενεργειακών απωλειών στη διαδικασία παραγωγής των εν λόγω καυσίμων. Επιπλέον, θα επέτρεπε τον υπολογισμό των ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης που εισάγονται και καταναλώνονται στην Ένωση. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να συμφωνήσουν, μέσω ειδικής συμφωνίας συνεργασίας, να υπολογίζουν τα ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης που καταναλώνονται σε δεδομένο κράτος μέλος στο μερίδιο της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στο κράτος μέλος όπου παρήχθησαν. Όταν συνάπτονται τέτοιες συμφωνίες, εφόσον δεν συμφωνηθεί διαφορετικά, τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να υπολογίζουν τα ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης που παράγονται σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο καταναλώνονται, ως εξής: έως 70 % του όγκου τους στη χώρα όπου καταναλώνονται και έως 30 % του όγκου τους στη χώρα παραγωγής. Οι συμφωνίες μεταξύ των κρατών μελών μπορούν να λάβουν τη μορφή ειδικής συμφωνίας συνεργασίας που συνάπτεται μέσω της πλατφόρμας της Ένωσης για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, που ξεκίνησε στις 29 Νοεμβρίου 2021.

(13)

Η συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών για την προώθηση της ανανεώσιμης ενέργειας μπορεί να λάβει τη μορφή στατιστικών μεταβιβάσεων, καθεστώτων στήριξης ή κοινών έργων. Επιτρέπει μια οικονομικά αποδοτική διάθεση της ανανεώσιμης ενέργειας σε ολόκληρη την Ευρώπη και συμβάλλει στην ολοκλήρωση της αγοράς. Παρά τις δυνατότητές της, η συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών ήταν πολύ περιορισμένη, οδηγώντας έτσι σε ανεπαρκή αποτελέσματα όσον αφορά την αποδοτικότητα στην αύξηση της ανανεώσιμης ενέργειας. Επομένως, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεωθούν να θεσπίσουν ένα πλαίσιο συνεργασίας για κοινά έργα έως το 2025. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν τουλάχιστον δύο κοινά έργα έως το 2030. Επιπλέον, τα κράτη μέλη των οποίων η ετήσια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας υπερβαίνει τις 100 TWh θα πρέπει να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν τρίτο κοινό έργο έως το 2033. Τα έργα που χρηματοδοτούνται από εθνικές συνεισφορές στο πλαίσιο του μηχανισμού χρηματοδότησης της Ένωσης για την ανανεώσιμη ενέργεια, που θεσπίστηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2020/1294 της Επιτροπής (11) θα εκπλήρωναν την εν λόγω υποχρέωση για τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

(14)

Στην ανακοίνωσή της, της 19ης Νοεμβρίου 2020, με τίτλο «Μια στρατηγική της ΕΕ για την αξιοποίηση του δυναμικού των υπεράκτιων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για ένα κλιματικά ουδέτερο μέλλον», η Επιτροπή θέσπισε έναν φιλόδοξο στόχο 300 GW για την υπεράκτια αιολική ενέργεια και 40 GW για την ωκεάνια ενέργεια σε όλες τις θαλάσσιες λεκάνες της Ένωσης έως το 2050. Για να διασφαλιστεί αυτή η σημαντική αλλαγή, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεργαστούν σε διασυνοριακή κλίμακα σε επίπεδο θαλάσσιας λεκάνης. Ο κανονισμός (ΕΕ) 2022/869 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) απαιτεί από τα κράτη μέλη να συνάψουν μη δεσμευτική συμφωνία να συνεργαστούν όσον αφορά τους στόχους για την υπεράκτια παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές η οποία θα πραγματοποιείται σε κάθε θαλάσσια λεκάνη έως το 2050, με ενδιάμεσα στάδια το 2030 και το 2040. Η δημοσίευση πληροφοριών σχετικά με τους όγκους της υπεράκτιας ανανεώσιμης ενέργειας που προτίθενται να επιτύχουν τα κράτη μέλη μέσω διαγωνισμών αυξάνει τη διαφάνεια και την προβλεψιμότητα για τους επενδυτές και υποστηρίζει την επίτευξη των στόχων για την παραγωγή υπεράκτιας ανανεώσιμης ενέργειας. Ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός αποτελεί βασικό εργαλείο για τη διασφάλιση της συνύπαρξης διαφορετικών χρήσεων της θάλασσας. Η διάθεση χώρου για υπεράκτια έργα ανανεώσιμης ενέργειας στα θαλάσσια χωροταξικά σχέδια είναι απαραίτητη για να καταστούν δυνατά ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός, η εκτίμηση των επιπτώσεων των εν λόγω υπεράκτιων έργων ανανεώσιμης ενέργειας και η εξασφάλιση της αποδοχής της προγραμματισμένης ανάπτυξής τους από το κοινό. Η διευκόλυνση της συμμετοχής των κοινοτήτων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε κοινά έργα συνεργασίας για τις υπεράκτιες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας παρέχει περαιτέρω μέσα για την ενίσχυση της αποδοχής του κοινού.

(15)

Η αγορά συμβάσεων αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές αναπτύσσεται ραγδαία και παρέχει μια συμπληρωματική λύση για την αγορά παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές, επιπλέον των καθεστώτων στήριξης από τα κράτη μέλη ή της απευθείας πώλησης στη χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Ταυτόχρονα, η αγορά συμβάσεων αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές εξακολουθεί να περιορίζεται σε μικρό αριθμό κρατών μελών και σε μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ σημαντικά διοικητικά, τεχνικά και οικονομικά εμπόδια εξακολουθούν να υφίστανται σε μεγάλα τμήματα της αγοράς της Ένωσης. Τα υφιστάμενα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 15 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001 για την ενθάρρυνση της υιοθέτησης συμβάσεων αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές θα πρέπει συνεπώς να ενισχυθούν περαιτέρω, με τη διερεύνηση της χρήσης εγγυήσεων πιστώσεων για τη μείωση των οικονομικών κινδύνων των εν λόγω συμβάσεων, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εν λόγω εγγυήσεις, όταν είναι δημόσιες, δεν θα πρέπει να παραγκωνίζουν την ιδιωτική χρηματοδότηση. Επιπλέον, τα μέτρα για τη στήριξη των συμβάσεων αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές θα πρέπει να επεκταθούν σε άλλες μορφές συμβάσεων αγοράς ανανεώσιμης ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των συμβάσεων αγοράς θέρμανσης και ψύξης από ανανεώσιμες πηγές. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να αναλύσει τους φραγμούς για τις μακροπρόθεσμες συμβάσεις αγοράς ανανεώσιμης ενέργειας, και ειδικότερα για την ανάπτυξη διασυνοριακών συμβάσεων αγοράς ανανεώσιμης ενέργειας, και να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές για την άρση των εν λόγω φραγμών.

(16)

Ενδέχεται να απαιτείται περαιτέρω εξορθολογισμός των διοικητικών διαδικασιών και των διαδικασιών αδειοδότησης, προκειμένου να μειωθεί ο περιττός διοικητικός φόρτος για το σκοπό της δημιουργίας έργων ανανεώσιμης ενέργειας και σχετικών έργων για τις υποδομές του δικτύου. Εντός δύο ετών από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας και με βάση τις ενοποιημένες εθνικές εκθέσεις προόδου για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999, η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει εάν απαιτούνται πρόσθετα μέτρα για την περαιτέρω στήριξη των κρατών μελών στην εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001 που ρυθμίζουν τις διαδικασίες αδειοδότησης, λαμβάνοντας επίσης υπόψη την υποχρέωση των σημείων επαφής που συστήνονται ή ορίζονται δυνάμει του άρθρου 16 της εν λόγω οδηγίας να διασφαλίζουν την τήρηση των προθεσμιών για τις διαδικασίες αδειοδότησης που ορίζονται στην εν λόγω οδηγία. Τα μέτρα θα πρέπει να μπορεί να περιλαμβάνουν ενδεικτικούς βασικούς δείκτες επιδόσεων σχετικά, μεταξύ άλλων, με τη διάρκεια των διαδικασιών αδειοδότησης για έργα ανανεώσιμης ενέργειας εντός και εκτός των περιοχών επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

(17)

Τα κτίρια παρουσιάζουν μεγάλες ανεκμετάλλευτες δυνατότητες για αποτελεσματική συμβολή στη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στην Ένωση. Για την επίτευξη της φιλοδοξίας που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2021/1119 αναφορικά με την επίτευξη του στόχου της Ένωσης για κλιματική ουδετερότητα, θα χρειαστεί η απανθρακοποίηση της θέρμανσης και της ψύξης στα κτίρια μέσω αυξημένου μεριδίου παραγωγής και χρήσης ανανεώσιμης ενέργειας. Ωστόσο, η πρόοδος στη χρήση ανανεώσιμης ενέργειας για θέρμανση και ψύξη ήταν στάσιμη την τελευταία δεκαετία, βασιζόμενη σε μεγάλο βαθμό στην αυξημένη χρήση βιομάζας. Χωρίς τον καθορισμό ενδεικτικών μεριδίων ανανεώσιμης ενέργειας στα κτίρια, δεν θα είναι δυνατή η παρακολούθηση της προόδου και ο εντοπισμός σημείων συμφόρησης στην υιοθέτηση ανανεώσιμης ενέργειας. Η δημιουργία ενδεικτικών μεριδίων ανανεώσιμης ενέργειας σε κτίρια αποτελεί μακροπρόθεσμο μήνυμα για τους επενδυτές, μεταξύ άλλων και για την περίοδο αμέσως μετά το 2030. Συνεπώς, θα πρέπει να καθοριστούν ενδεικτικά μερίδια για τη χρήση ανανεώσιμης ενέργειας σε κτίρια, που παράγονται επιτόπου ή πλησίον καθώς και ανανεώσιμης ενέργειας από το δίκτυο, ώστε να καθοδηγούν και να ενθαρρύνουν τις προσπάθειες των κρατών μελών να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες χρήσης και παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας στα κτίρια, να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη τεχνολογίας που παράγει ανανεώσιμη ενέργεια, και συμβάλλει στην αποτελεσματική ενσωμάτωση της εν λόγω τεχνολογίας στο ενεργειακό σύστημα, παρέχοντας παράλληλα βεβαιότητα στους επενδυτές και τη συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών, συμβάλλοντας επίσης στην αποδοτικότητα του συστήματος. Η έξυπνη και καινοτόμα τεχνολογία που συμβάλλει στην αποδοτικότητα του συστήματος θα πρέπει επίσης να προωθείται όπου είναι σκόπιμο. Για τον υπολογισμό των εν λόγω ενδεικτικών μεριδίων, κατά τον προσδιορισμό του μεριδίου της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές από το δίκτυο που χρησιμοποιείται στα κτίρια, τα κράτη μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιούν το μέσο μερίδιο ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που παρασχέθηκε στην επικράτειά τους κατά τα δύο προηγούμενα έτη.

(18)

Το ενδεικτικό μερίδιο ανανεώσιμης ενέργειας της Ένωσης στον κτιριακό τομέα που πρέπει να επιτευχθεί έως το 2030 αποτελεί αναγκαίο ελάχιστο ορόσημο για τη διασφάλιση της απανθρακοποίησης του κτιριακού αποθέματος της Ένωσης έως το 2050 και συμπληρώνει το κανονιστικό πλαίσιο που αφορά την ενεργειακή απόδοση και την ενεργειακή επίδοση των κτιρίων. Συμβάλλει καθοριστικά στο να καταστεί δυνατή η απρόσκοπτη και οικονομικά αποδοτική σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων από τα κτίρια, ώστε να διασφαλιστεί η αντικατάστασή τους από ανανεώσιμη ενέργεια. Το ενδεικτικό μερίδιο της ανανεώσιμης ενέργειας στον κτιριακό τομέα συμπληρώνει το κανονιστικό πλαίσιο για τα κτίρια δυνάμει του ενωσιακού δικαίου για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων, διασφαλίζοντας ότι η τεχνολογία, οι συσκευές και οι υποδομές ανανεώσιμης ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης της αποδοτικής τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης, κλιμακώνονται επαρκώς και εγκαίρως ώστε να αντικαταστήσουν τα ορυκτά καύσιμα στα κτίρια και να διασφαλίσουν τη διαθεσιμότητα ασφαλούς και αξιόπιστου εφοδιασμού ανανεώσιμης ενέργειας για κτίρια με σχεδόν μηδενική κατανάλωση ενέργειας έως το 2030. Το ενδεικτικό μερίδιο ανανεώσιμης ενέργειας στον κτιριακό τομέα προωθεί επίσης τις επενδύσεις ανανεώσιμης ενέργειας σε μακροπρόθεσμες εθνικές στρατηγικές και σχέδια ανακαίνισης κτιρίων που επιτρέπουν την επίτευξη της απανθρακοποίησης των κτιρίων. Επιπλέον, το ενδεικτικό μερίδιο ανανεώσιμης ενέργειας στον κτιριακό τομέα παρέχει έναν σημαντικό πρόσθετο δείκτη για την προώθηση της ανάπτυξης ή του εκσυγχρονισμού αποδοτικών δικτύων τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης, συμπληρώνοντας έτσι τόσο τον ενδεικτικό στόχο τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης βάσει του άρθρου 24 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001 όσο και την απαίτηση να διασφαλιστεί ότι η ανανεώσιμη ενέργεια και η απορριπτόμενη θερμότητα και ψύξη από αποδοτικό σύστημα τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης είναι διαθέσιμα για την κάλυψη της συνολικής ετήσιας χρήσης πρωτογενούς ενέργειας νέων ή ανακαινισμένων κτιρίων. Αυτό το ενδεικτικό μερίδιο ανανεώσιμης ενέργειας στον κτιριακό τομέα είναι επίσης αναγκαίο για να διασφαλιστεί με οικονομικά αποδοτικό τρόπο η επίτευξη της ετήσιας αύξησης της θέρμανσης και ψύξης από ανανεώσιμες πηγές σύμφωνα με το άρθρο 23 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001.

(19)

Δεδομένης της μεγάλης κατανάλωσης ενέργειας σε οικιστικά, εμπορικά και δημόσια κτίρια, οι υφιστάμενοι ορισμοί που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1099/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13) θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στον υπολογισμό του εθνικού μεριδίου ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στα κτίρια, ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο διοικητικός φόρτος, διασφαλίζοντας παράλληλα την πρόοδο όσον αφορά την επίτευξη του ενδεικτικού μεριδίου ανανεώσιμης ενέργειας της Ένωσης για τα κτίρια έως το 2030.

(20)

Οι χρονοβόρες διοικητικές διαδικασίες αδειοδότησης αποτελούν έναν από τους βασικούς φραγμούς για τις επενδύσεις σε έργα ανανεώσιμης ενέργειας και τις συναφείς υποδομές τους. Στους φραγμούς αυτούς περιλαμβάνονται η πολυπλοκότητα των εφαρμοστέων κανόνων για την επιλογή θέσης και τις διοικητικές άδειες για τα εν λόγω έργα, η πολυπλοκότητα και η διάρκεια της εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των εν λόγω έργων και των σχετικών ενεργειακών δικτύων, προβλήματα σύνδεσης με το δίκτυο, περιορισμοί στην προσαρμογή των τεχνολογικών προδιαγραφών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αδειοδότησης, και προβλήματα στελέχωσης των αρχών αδειοδότησης ή των φορέων εκμετάλλευσης δικτύων. Προκειμένου να επιταχυνθεί ο ρυθμός ανάπτυξης των εν λόγω έργων, είναι αναγκαίο να θεσπιστούν κανόνες που θα απλουστεύσουν και θα συντομεύσουν τις διαδικασίες αδειοδότησης, λαμβάνοντας υπόψη την ευρεία κοινωνική αποδοχή της ανάπτυξης ανανεώσιμης ενέργειας.

(21)

Η οδηγία (ΕΕ) 2018/2001 εξορθολογίζει τις διοικητικές διαδικασίες αδειοδότησης των σταθμών ανανεώσιμης ενέργειας θεσπίζοντας κανόνες για την οργάνωση και τη μέγιστη διάρκεια του διοικητικού σκέλους της διαδικασίας αδειοδότησης για έργα ανανεώσιμης ενέργειας, οι οποίοι καλύπτουν όλες τις σχετικές άδειες εγκατάστασης, ανανέωσης και λειτουργίας των σταθμών παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας και για τη σύνδεση των εν λόγω σταθμών παραγωγής με το δίκτυο.

(22)

Η περαιτέρω απλούστευση και συντόμευση των διοικητικών διαδικασιών αδειοδότησης για σταθμούς παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των σταθμών παραγωγής ενέργειας που συνδυάζουν διαφορετικές πηγές ανανεώσιμης ενέργειας, αντλίες θερμότητας, συντοπισμό αποθήκευσης ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας, καθώς και των στοιχείων ενεργητικού που απαιτούνται για τη σύνδεση των εν λόγω σταθμών παραγωγής, αντλιών θερμότητας και αποθήκευσης με το δίκτυο και για την ενσωμάτωση ανανεώσιμης ενέργειας στα δίκτυα θέρμανσης και ψύξης με συντονισμένο και εναρμονισμένο τρόπο, είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η Ένωση θα επιτύχει τους φιλόδοξους στόχους της για το κλίμα και την ενέργεια για το 2030 και τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη την αρχή του «μη βλάπτειν» της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και με την επιφύλαξη της εσωτερικής κατανομής αρμοδιοτήτων εντός των κρατών μελών.

(23)

Η θέσπιση συντομότερων και σαφών προθεσμιών για τη λήψη αποφάσεων από τις αρμόδιες αρχές όσον αφορά την έκδοση άδειας για τις εγκαταστάσεις ανανεώσιμης ενέργειας με βάση μια πλήρη αίτηση έχει σκοπό να επισπεύσει την ανάπτυξη έργων ανανεώσιμης ενέργειας. Ο χρόνος κατασκευής των σταθμών παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας και της σύνδεσής τους με το δίκτυο δεν θα πρέπει να υπολογίζεται σε αυτές τις προθεσμίες, εκτός εάν συμπίπτει με άλλα διοικητικά στάδια της διαδικασίας αδειοδότησης. Ωστόσο, είναι σκόπιμο να γίνει διάκριση μεταξύ των έργων σε περιοχές ιδιαίτερα πρόσφορες για την ανάπτυξη έργων ανανεώσιμης ενέργειας, για τα οποία οι προθεσμίες μπορούν να εξορθολογιστούν σημαντικά, δηλαδή περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, και των έργων που βρίσκονται εκτός αυτών των περιοχών. Κατά τον καθορισμό των εν λόγω προθεσμιών θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες των υπεράκτιων έργων ανανεώσιμης ενέργειας.

(24)

Ορισμένα από τα συνηθέστερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κύριοι έργων ανανεώσιμης ενέργειας αφορούν τις πολύπλοκες και χρονοβόρες διοικητικές διαδικασίες αδειοδότησης και διαδικασίες σύνδεσης με το ηλεκτρικό δίκτυο που έχουν θεσπιστεί σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο και την έλλειψη επαρκούς στελέχωσης και τεχνικής πραγματογνωσίας στις αρχές αδειοδότησης για την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των προτεινόμενων έργων. Κατά συνέπεια, είναι σκόπιμο να εξορθολογιστούν ορισμένες περιβαλλοντικές πτυχές των διαδικασιών αδειοδότησης για τα έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

(25)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποστηρίζουν την ταχύτερη ανάπτυξη έργων ανανεώσιμης ενέργειας με την πραγματοποίηση συντονισμένης χαρτογράφησης για την ανάπτυξη ανανεώσιμης ενέργειας και των σχετικών υποδομών στην επικράτειά τους, σε συντονισμό με τις τοπικές και τις περιφερειακές αρχές. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσδιορίσουν τις χερσαίες, επιφανειακές, υπόγειες και θαλάσσιες, λιμναίες ή ποτάμιες περιοχές που απαιτούνται για την τοποθέτηση σταθμών παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας και τις σχετικές υποδομές, προκειμένου να καλύψουν τουλάχιστον τις εθνικές συνεισφορές τους στον αναθεωρημένο συνολικό στόχο για την ανανεώσιμη ενέργεια για το 2030 που ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001 και για τη στήριξη της επίτευξης του στόχου της κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050 το αργότερο, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2021/1119. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν υφιστάμενα έγγραφα χωροταξικού σχεδιασμού για τον προσδιορισμό των περιοχών αυτών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω περιοχές αντικατοπτρίζουν τις εκτιμώμενες πορείες τους και τη συνολική προγραμματισμένη εγκατεστημένη δυναμικότητα και θα πρέπει να προσδιορίζουν ειδικές περιοχές για τα διάφορα είδη τεχνολογίας ανανεώσιμης ενέργειας που ορίζονται στα εθνικά τους σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα τα οποία υποβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999. Κατά τον προσδιορισμό των απαιτούμενων χερσαίων, επιφανειακών, υπόγειων, και θαλάσσιων, λιμναίων ή ποτάμιων περιοχών θα πρέπει να λαμβάνεται ιδίως υπόψη η διαθεσιμότητα ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και το δυναμικό που προσφέρουν οι διάφορες χερσαίες και θαλάσσιες περιοχές για την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας των διαφόρων ειδών τεχνολογίας, η προβλεπόμενη ζήτηση ενέργειας, λαμβανομένης υπόψη της ενεργειακής απόδοσης και της απόδοσης του συστήματος, συνολικά και στις διάφορες περιφέρειες του κράτους μέλους, και η διαθεσιμότητα σχετικών ενεργειακών υποδομών, αποθήκευσης και άλλων εργαλείων ευελιξίας, με συνεκτίμηση της απαιτούμενης δυναμικότητας για την κάλυψη της αυξανόμενης ποσότητας ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, καθώς και της περιβαλλοντικής ευαισθησίας σύμφωνα με το παράρτημα III της οδηγίας 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14).

(26)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να χαρακτηρίσουν, ως υποομάδα αυτών των περιοχών, συγκεκριμένες χερσαίες (εδάφους και υπεδάφους συμπεριλαμβανομένων) και θαλάσσιες, ποτάμιες ή λιμναίες περιοχές, ως περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Οι περιοχές αυτές θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα πρόσφορες για την ανάπτυξη έργων ανανεώσιμης ενέργειας, με διάκριση μεταξύ των ειδών τεχνολογίας, βάσει του ότι η ανάπτυξη του συγκεκριμένου τύπου ανανεώσιμης πηγής ενέργειας δεν αναμένεται να έχει σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Κατά τον καθορισμό περιοχών επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποφεύγουν τις προστατευόμενες περιοχές και να εξετάζουν σχέδια αποκατάστασης και κατάλληλα μέτρα μετριασμού. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να χαρακτηρίσουν περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ειδικά για έναν ή περισσότερους τύπους σταθμών παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας και να υποδεικνύουν τον τύπο ή τους τύπους ανανεώσιμης ενέργειας που είναι κατάλληλοι για παραγωγή σε κάθε τέτοια περιοχή επιτάχυνσης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίσουν περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για τουλάχιστον ένα είδος τεχνολογίας και να αποφασίσουν το μέγεθος των εν λόγω περιοχών επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων και των απαιτήσεων του τύπου ή των τύπων της τεχνολογίας για τις οποίες δημιουργούν περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιδιώκουν να διασφαλίζουν ότι το συνδυασμένο μέγεθος των περιοχών αυτών είναι σημαντικό και συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων που ορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) 2018/2001.

(27)

Η πολλαπλή χρήση του χώρου για την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας και άλλες χρήσεις της γης, των εσωτερικών υδάτων και της θάλασσας, όπως η παραγωγή τροφίμων ή η προστασία ή η αποκατάσταση της φύσης, μετριάζει τους περιορισμούς στη χρήση της γης, των εσωτερικών υδάτων και της θάλασσας. Στο πλαίσιο αυτό, ο χωροταξικός σχεδιασμός αποτελεί βασικό εργαλείο για τον εντοπισμό και τον προσανατολισμό των συνεργειών για τη χρήση της γης, των εσωτερικών υδάτων και της θάλασσας σε αρχικό στάδιο. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διερευνούν, να καθιστούν εφικτές και να ευνοούν τις πολλαπλές χρήσεις των περιοχών που προσδιορίζονται ως αποτέλεσμα των μέτρων χωροταξικού σχεδιασμού που έχουν εγκριθεί. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διευκολύνουν τις αλλαγές στη χρήση της ξηράς και της θάλασσας, όπου απαιτείται, υπό την προϋπόθεση ότι οι διάφορες χρήσεις και δραστηριότητες είναι συμβατές και μπορούν να συνυπάρχουν.

(28)

Η οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15) θεσπίζει τις εκτιμήσεις περιβαλλοντικών επιπτώσεων ως σημαντικό εργαλείο για την ενσωμάτωση περιβαλλοντικών παραμέτρων στην προετοιμασία και την έγκριση σχεδίων και προγραμμάτων. Προκειμένου να χαρακτηρίσουν περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταρτίσουν ένα ή περισσότερα σχέδια που να περιλαμβάνουν τον προσδιορισμό των περιοχών επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τους ισχύοντες κανόνες και μέτρα μετριασμού για τα έργα που είναι εγκατεστημένα σε καθεμία από τις εν λόγω περιοχές. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να καταρτίζουν ένα ενιαίο σχέδιο για όλες τις περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και την τεχνολογία ανανεώσιμης ενέργειας, ή ειδικά σχέδια τεχνολογίας, προσδιορίζοντας έναν ή περισσότερους τομείς επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Κάθε σχέδιο θα πρέπει να υπόκειται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων δυνάμει της οδηγίας 2001/42/ΕΚ, προκειμένου να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις κάθε τεχνολογίας ανανεώσιμης ενέργειας στις σχετικές περιοχές που χαρακτηρίζονται στο εν λόγω σχέδιο. Η διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία για τον σκοπό αυτό θα επιτρέψει στα κράτη μέλη να έχουν μια πιο ολοκληρωμένη και αποτελεσματική προσέγγιση του σχεδιασμού, να εξασφαλίζουν τη συμμετοχή του κοινού σε αρχικό στάδιο και να λαμβάνουν υπόψη τα περιβαλλοντικά ζητήματα σε αρχικό στάδιο της διαδικασίας σχεδιασμού σε στρατηγικό επίπεδο. Αυτό θα συνέβαλλε στην επίσπευση της ανάπτυξης διαφορετικών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με ταχύτερο και πιο εξορθολογισμένο τρόπο, ελαχιστοποιώντας παράλληλα τις δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις των έργων αυτών. Η εν λόγω εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων θα πρέπει να περιλαμβάνει διασυνοριακές διαβουλεύσεις μεταξύ των κρατών μελών εάν το σχέδιο είναι πιθανόν να έχει σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον σε άλλο κράτος μέλος.

(29)

Μετά την έγκριση του σχεδίου ή των σχεδίων που ορίζουν περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρακολουθούν όλες τις σημαντικές δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις της εφαρμογής των σχεδίων και προγραμμάτων προκειμένου, μεταξύ άλλων, να εντοπίζουν εγκαίρως απρόβλεπτες δυσμενείς επιπτώσεις και να είναι σε θέση να λάβουν κατάλληλα διορθωτικά μέτρα, σύμφωνα με την οδηγία 2001/42/ΕΚ.

(30)

Για να αυξηθεί η δημόσια αποδοχή των έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λάβουν κατάλληλα μέτρα για την προώθηση της συμμετοχής των τοπικών κοινωνιών σε έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις της σύμβασης της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (16), η οποία υπογράφηκε στο Aarhus στις 25 Ιουνίου 1998, ιδίως δε εκείνες που αφορούν τη συμμετοχή του κοινού και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

(31)

Προκειμένου να εξορθολογιστεί η διαδικασία αναγνώρισης της περιοχής επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και να αποφευχθεί η εις διπλούν διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για την ίδια περιοχή, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να δηλώνουν περιοχές που έχουν ήδη χαρακτηριστεί κατάλληλες για την επίσπευση της ανάπτυξης τεχνολογίας ανανεώσιμης ενέργειας βάσει της εθνικής νομοθεσίας ως περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Οι δηλώσεις αυτές θα πρέπει να υπόκεινται σε ορισμένους περιβαλλοντικούς όρους, εξασφαλίζοντας υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος. Η δυνατότητα χαρακτηρισμού των περιοχών επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στον υφιστάμενο σχεδιασμό θα πρέπει να είναι χρονικά περιορισμένη, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν θέτει σε κίνδυνο την τυπική διαδικασία για τον χαρακτηρισμό των περιοχών επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Έργα που βρίσκονται σε περιοχές ήδη καθορισμένες σε εθνικό επίπεδο ως προστατευόμενες, που δεν μπορούν να δηλωθούν ως περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, θα πρέπει να συνεχίσουν να λειτουργούν υπό τους ίδιους όρους υπό τους οποίους θεσπίστηκαν.

(32)

Οι περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, μαζί με τους υφιστάμενους σταθμούς παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, τους μελλοντικούς σταθμούς παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές εκτός των εν λόγω περιοχών και τους μηχανισμούς συνεργασίας, θα πρέπει να έχουν ως στόχο να διασφαλίσουν ότι η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές θα είναι επαρκής για την επίτευξη της συνεισφοράς των κρατών μελών στον συνολικό στόχο της Ένωσης για την ανανεώσιμη ενέργεια που ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διατηρήσουν τη δυνατότητα να χορηγούν άδειες για έργα εκτός των περιοχών αυτών.

(33)

Στις περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, για τα έργα ανανεώσιμης ενέργειας που συμμορφώνονται με τους κανόνες και για τα μέτρα που προσδιορίζονται στα σχέδια τα οποία έχουν καταρτίσει τα κράτη μέλη, θα πρέπει να ισχύει το τεκμήριο ότι δεν προκαλούν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Συνεπώς, για τα έργα αυτά θα πρέπει να προβλέπεται εξαίρεση από την υποχρέωση διενέργειας ειδικής εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε επίπεδο έργου κατά την έννοια της οδηγίας 2011/92/ΕΕ, εκτός αν πρόκειται για έργα για τα οποία το κράτος μέλος έχει αποφασίσει να απαιτήσει εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων στον εθνικό υποχρεωτικό κατάλογο έργων, και για έργα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον σε άλλο κράτος μέλος ή όταν το ζητήσει ένα κράτος μέλος που ενδέχεται να επηρεαστεί σημαντικά. Οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε διασυνοριακό πλαίσιο (17), η οποία υπεγράφη στο Espoo στις 25 Φεβρουαρίου 1991, θα πρέπει να εξακολουθήσουν να ισχύουν για τα κράτη μέλη στα οποία το έργο ενδέχεται να έχει σημαντικές διασυνοριακές επιπτώσεις σε τρίτη χώρα.

(34)

Οι υποχρεώσεις που ορίζονται στην οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18) εξακολουθούν να ισχύουν όσον αφορά τους υδροηλεκτρικούς σταθμούς, μεταξύ άλλων σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος αποφασίσει να χαρακτηρίσει περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών που σχετίζονται με την υδροηλεκτρική ενέργεια, με σκοπό να διασφαλιστεί ότι η όποια δυνητική δυσμενής επίπτωση στο οικείο υδατικό σύστημα ή υδατικά συστήματα είναι δικαιολογημένη και ότι εφαρμόζονται όλα τα σχετικά μέτρα μετριασμού.

(35)

Ο χαρακτηρισμός των περιοχών επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα πρέπει να επιτρέπει στους σταθμούς παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας και στις εγκαταστάσεις συντοπισμένης αποθήκευσης ενέργειας, καθώς και τη σύνδεση των εν λόγω σταθμών παραγωγής και αποθήκευσης με το δίκτυο, να επωφελούνται από προβλεψιμότητα και εξορθολογισμένες διοικητικές διαδικασίες αδειοδότησης. Ειδικότερα, τα έργα που βρίσκονται σε περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα πρέπει να επωφελούνται από ταχείες διοικητικές διαδικασίες αδειοδότησης, συμπεριλαμβανομένης σιωπηρής έγκρισης σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή δεν απαντήσει σε ενδιάμεσο διοικητικό στάδιο εντός της καθορισμένης προθεσμίας, εκτός εάν το συγκεκριμένο έργο υπόκειται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων ή εάν η αρχή της σιωπηρής διοικητικής έγκρισης δεν υφίσταται στο εθνικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους. Για τα έργα αυτά θα πρέπει επίσης να ισχύουν σαφείς προθεσμίες, τα δε έργα θα πρέπει να τυγχάνουν ασφάλειας δικαίου όσον αφορά το αναμενόμενο αποτέλεσμα της διαδικασίας αδειοδότησης. Μετά την υποβολή αίτησης για έργο σε περιοχή επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, το κράτος μέλος θα πρέπει να διενεργεί ταχύ έλεγχο των εν λόγω αιτήσεων με σκοπό να εντοπίσει εάν το έργο είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει σημαντικές απρόβλεπτες δυσμενείς επιπτώσεις λόγω της περιβαλλοντικής ευαισθησίας της γεωγραφικής περιοχής στην οποία βρίσκεται και οι οποίες δεν προσδιορίστηκαν κατά την περιβαλλοντική εκτίμηση των σχεδίων που ορίζουν περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η οποία πραγματοποιείται δυνάμει της οδηγίας 2001/42/ΕΚ και εάν το έργο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ λόγω της πιθανότητας σημαντικών επιπτώσεων στο περιβάλλον σε άλλο κράτος μέλος ή λόγω αιτήματος κράτους μέλους που είναι πιθανό να επηρεαστεί σημαντικά. Για τους σκοπούς της εν λόγω διαδικασίας ελέγχου, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να μπορεί να ζητήσει από τον αιτούντα να παράσχει πρόσθετες διαθέσιμες πληροφορίες χωρίς να απαιτείται νέα αξιολόγηση ή συλλογή δεδομένων.

Όλα τα έργα που βρίσκονται σε περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και συμμορφώνονται με τους κανόνες και τα μέτρα που προσδιορίζονται στα σχέδια που εκπονεί το κράτος μέλος θα πρέπει να θεωρείται ότι έχουν εγκριθεί στο τέλος της εν λόγω διαδικασίας ελέγχου. Εφόσον τα κράτη μέλη διαθέτουν σαφή στοιχεία για το ότι ένα συγκεκριμένο έργο είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει σημαντικές απρόβλεπτες αρνητικές επιπτώσεις, τα κράτη μέλη θα πρέπει, μετά την εν λόγω διαδικασία ελέγχου, να υποβάλουν το έργο σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων δυνάμει της οδηγίας 2011/92/ΕΕ και, κατά περίπτωση, σε εκτίμηση δυνάμει της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου (19). Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αιτιολογήσουν την απόφασή τους περί υποβολής έργων σε τέτοιες εκτιμήσεις πριν τη διεξαγωγή των εν λόγω εκτιμήσεων. Οι εν λόγω εκτιμήσεις θα πρέπει να πραγματοποιηθούν εντός έξι μηνών προ των εν λόγω αποφάσεων, με δυνατότητα παράτασης της προθεσμίας λόγω έκτακτων περιστάσεων. Είναι σκόπιμο να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να θεσπίζουν παρεκκλίσεις από την υποχρέωση διενέργειας των εν λόγω εκτιμήσεων σε δικαιολογημένες περιστάσεις για αιολικά και ηλιακά φωτοβολταϊκά έργα, επειδή τα εν λόγω έργα αναμένεται να παρέχουν τη συντριπτική πλειονότητα της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές έως το 2030. Στην περίπτωση αυτή, ο κύριος του έργου θα πρέπει να λαμβάνει αναλογικά μέτρα μετριασμού ή, εάν δεν είναι διαθέσιμα, αντισταθμιστικά μέτρα, τα οποία, εάν δεν είναι διαθέσιμα άλλα αναλογικά αντισταθμιστικά μέτρα, μπορούν να λάβουν τη μορφή χρηματικής αποζημίωσης, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι σημαντικές απρόβλεπτες δυσμενείς επιπτώσεις που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ελέγχου.

(36)

Λόγω της ανάγκης να επισπευσθεί η ανάπτυξη ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, ο χαρακτηρισμός των περιοχών επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας δεν θα πρέπει να εμποδίζει τη συνεχιζόμενη και μελλοντική εγκατάσταση έργων ανανεώσιμης ενέργειας σε όλες τις περιοχές που είναι διαθέσιμες για ανάπτυξη ανανεώσιμης ενέργειας. Τα έργα αυτά θα πρέπει να εξακολουθούν να υπόκεινται στην υποχρέωση διεξαγωγής ειδικής εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων δυνάμει της οδηγίας 2011/92/ΕΕ και θα πρέπει να υπόκεινται στις διαδικασίες αδειοδότησης που προβλέπονται για έργα ανανεώσιμης ενέργειας που βρίσκονται εκτός των περιοχών επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Προκειμένου να επισπευσθούν οι διαδικασίες αδειοδότησης στην κλίμακα που απαιτείται για την επίτευξη του στόχου για την ανανεώσιμη ενέργεια που ορίζεται στην οδηγία (ΕΕ) 2018/2001, θα πρέπει επίσης να απλουστευθούν και να εξορθολογιστούν οι διαδικασίες αδειοδότησης που ισχύουν για έργα εκτός των περιοχών επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με τη θέσπιση σαφών μέγιστων προθεσμιών για όλα τα στάδια της διαδικασίας αδειοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών εκτιμήσεων περιβαλλοντικών επιπτώσεων ανά έργο.

(37)

Η κατασκευή και λειτουργία σταθμών παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την περιστασιακή θανάτωση ή παρενόχληση πτηνών και άλλων ειδών που προστατεύονται βάσει της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ ή της οδηγίας 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20). Ωστόσο, τέτοια θανάτωση ή ενόχληση προστατευόμενων ειδών δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι γίνεται εκ προθέσεως κατά την έννοια των εν λόγω οδηγιών, εάν το έργο για την κατασκευή και τη λειτουργία των εν λόγω σταθμών παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές παρέχει κατάλληλα μέτρα μετριασμού για την αποφυγή θανάτωσης, την πρόληψη της ενόχλησης, την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των εν λόγω μέτρων μέσω της δέουσας παρακολούθησης και, με βάση τις πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί, τη λήψη περαιτέρω απαραίτητων μέτρων για να διασφαλιστεί ότι δεν θα υπάρξουν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στον πληθυσμό του συγκεκριμένου είδους.

(38)

Εκτός από την εγκατάσταση νέων σταθμών παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας, η ανανέωση των υφιστάμενων σταθμών παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην επίτευξη των στόχων για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Δεδομένου ότι οι υφιστάμενοι σταθμοί παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας έχουν εγκατασταθεί ως επί το πλείστον σε τοποθεσίες με σημαντικές δυνατότητες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η ανανέωσή τους μπορεί να διασφαλίσει τη συνεχή χρήση των τοποθεσιών αυτών, μειώνοντας ταυτόχρονα την ανάγκη καθορισμού νέων τοποθεσιών για έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η ανανέωση περιλαμβάνει περαιτέρω οφέλη, όπως η υφιστάμενη σύνδεση στο δίκτυο, ο πιθανώς υψηλότερος βαθμός δημόσιας αποδοχής και η γνώση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

(39)

Η οδηγία (ΕΕ) 2018/2001 θεσπίζει εξορθολογισμένες διαδικασίες αδειοδότησης για την ανανέωση σταθμών παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας. Προκειμένου να ανταποκριθεί στην αυξανόμενη ανάγκη για την ανανέωση υφιστάμενων σταθμών παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας και να αξιοποιηθούν πλήρως τα πλεονεκτήματα που προσφέρει, είναι σκόπιμο να καθιερωθεί μια ακόμη συντομότερη διαδικασία αδειοδότησης για την ανανέωση των σταθμών παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας που βρίσκονται σε περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης μιας συντομότερης διαδικασίας ελέγχου. Για την ανανέωση των υφιστάμενων σταθμών παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας που βρίσκονται εκτός περιοχών επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν απλουστευμένη και ταχεία διαδικασία αδειοδότησης που δεν υπερβαίνει το ένα έτος, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη την αρχή του «μη βλάπτειν» της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας.

(40)

Προκειμένου να προωθηθεί και να επιταχυνθεί περαιτέρω η ανανέωση των υφιστάμενων σταθμών παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας, θα πρέπει να θεσπιστεί απλουστευμένη διαδικασία αδειοδότησης για τις συνδέσεις με το δίκτυο όπου η ανανέωση έχει ως αποτέλεσμα περιορισμένη αύξηση της συνολικής δυναμικότητας σε σύγκριση με το αρχικό έργο. Η ανανέωση έργων ανανεώσιμης ενέργειας συνεπάγεται αλλαγές ή επέκταση των υφιστάμενων έργων σε διαφορετικούς βαθμούς. Η διαδικασία αδειοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των εκτιμήσεων περιβαλλοντικών επιπτώσεων και του ελέγχου, για την ανανέωση έργων ανανεώσιμης ενέργειας θα πρέπει να περιορίζεται στις πιθανές επιπτώσεις που προκύπτουν από την αλλαγή ή την επέκταση σε σύγκριση με το αρχικό έργο.

(41)

Κατά την ανανέωση μιας ηλιακής εγκατάστασης, μπορεί να επιτευχθεί αύξηση της απόδοσης και της δυναμικότητας χωρίς αύξηση του κατειλημμένου χώρου. Επομένως, η ανανεωμένη εγκατάσταση δεν έχει διαφορετικό αντίκτυπο στο περιβάλλον από την αρχική εγκατάσταση, υπό την προϋπόθεση ότι ο χρησιμοποιούμενος χώρος δεν αυξάνεται κατά τη διαδικασία και εξακολουθούν να τηρούνται τα αρχικά απαιτούμενα περιβαλλοντικά μέτρα μετριασμού.

(42)

Η εγκατάσταση εξοπλισμού ηλιακής ενέργειας και της σχετικής συντοπισμένης αποθήκευσης ενέργειας, καθώς και η σύνδεση του εν λόγω εξοπλισμού και της εν λόγω αποθήκευσης με το δίκτυο, σε υφιστάμενες ή μελλοντικές τεχνητές κατασκευές που έχουν δημιουργηθεί για σκοπούς διαφορετικούς από την παραγωγή ηλιακής ενέργειας ή την αποθήκευση ενέργειας με εξαίρεση τις τεχνητές επιφάνειες νερού, όπως σε στέγες, χώρους στάθμευσης, δρόμους και σιδηροδρόμους, δεν εγείρει συνήθως ανησυχίες σχετικά με ανταγωνιστικές χρήσεις του χώρου ή περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Επομένως, οι συγκεκριμένες εγκαταστάσεις θα πρέπει να είναι δυνατό να επωφελούνται από συντομότερες διαδικασίες αδειοδότησης και από παρέκκλιση από την υποχρέωση διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων δυνάμει της οδηγίας 2011/92/ΕΕ, επιτρέποντας παράλληλα στα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη ειδικές περιστάσεις που σχετίζονται με την προστασία της πολιτιστικής ή ιστορικής κληρονομιάς, τα εθνικά αμυντικά συμφέροντα, ή λόγους ασφάλειας. Οι εγκαταστάσεις αυτοκατανάλωσης, συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων για συλλογικούς αυτοκαταναλωτές, όπως οι τοπικές ενεργειακές κοινότητες, συμβάλλουν επίσης στη μείωση της συνολικής ζήτησης φυσικού αερίου, στην αύξηση της ανθεκτικότητας του συστήματος και στην επίτευξη των στόχων της Ένωσης για την ανανεώσιμη ενέργεια. Η εγκατάσταση εξοπλισμού ηλιακής ενέργειας δυναμικότητας κάτω των 100 kW, συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων αυτοκαταναλωτών ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, δεν είναι πιθανό να έχει σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον ή στο δίκτυο και δεν εγείρει ανησυχίες για την ασφάλεια. Επιπλέον, οι μικρές εγκαταστάσεις δεν απαιτούν γενικά επέκταση της δυναμικότητας στο σημείο σύνδεσης με το δίκτυο. Λαμβανομένων υπόψη των άμεσων θετικών αποτελεσμάτων των εγκαταστάσεων αυτών για τους καταναλωτές, και των περιορισμένων περιβαλλοντικών επιπτώσεων που ενδέχεται να προκαλέσουν, είναι σκόπιμο να εξορθολογιστεί περαιτέρω η διαδικασία αδειοδότησης που ισχύει γι’ αυτές, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπερβαίνουν την υφιστάμενη δυναμικότητα της σύνδεσης με το δίκτυο διανομής, με την εισαγωγή της έννοιας της θετικής διοικητικής σιωπής στις σχετικές διαδικασίες αδειοδότησης, προκειμένου να προωθηθεί και να επιταχυνθεί η ανάπτυξη των εν λόγω εγκαταστάσεων και να μπορούν να αποφέρουν τα οφέλη τους βραχυπρόθεσμα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν κατώτατο όριο χαμηλότερο από 100 kW λόγω των εσωτερικών τους περιορισμών, υπό την προϋπόθεση ότι το κατώτατο όριο παραμένει υψηλότερο από 10,8 kW.

(43)

Η τεχνολογία αντλιών θερμότητας έχει καθοριστική σημασία για την παραγωγή ανανεώσιμης θέρμανσης και ψύξης από ενέργεια του περιβάλλοντος, μεταξύ άλλων από μονάδες επεξεργασίας λυμάτων και γεωθερμική ενέργεια. Οι αντλίες θερμότητας επιτρέπουν επίσης τη χρήση απορριπτόμενης θερμότητας και ψύξης. Η ταχεία ανάπτυξη αντλιών θερμότητας που κινητοποιούν υποχρησιμοποιούμενες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η ενέργεια του περιβάλλοντος ή η γεωθερμική ενέργεια, και η απορριπτόμενη θερμότητα από τον βιομηχανικό και τον τριτογενή τομέα, συμπεριλαμβανομένων των κέντρων δεδομένων, καθιστά δυνατή την αντικατάσταση των λεβήτων φυσικού αερίου και άλλων λεβήτων που βασίζονται σε ορυκτά καύσιμα με λύση θέρμανσης από ανανεώσιμες πηγές, με παράλληλη αύξηση της ενεργειακής απόδοσης. Αυτό θα επιταχύνει τη μείωση της χρήσης φυσικού αερίου για την παροχή θέρμανσης, τόσο στα κτίρια όσο και στη βιομηχανία. Προκειμένου να επιταχυνθεί η εγκατάσταση και η χρήση αντλιών θερμότητας, είναι σκόπιμο να θεσπιστούν στοχευμένες συντομότερες διαδικασίες αδειοδότησης για τις εν λόγω εγκαταστάσεις, συμπεριλαμβανομένης απλουστευμένης διαδικασίας αδειοδότησης για τη σύνδεση μικρότερων αντλιών θερμότητας στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, όταν δεν υπάρχουν ανησυχίες για την ασφάλεια, δεν απαιτούνται περαιτέρω εργασίες για συνδέσεις με το δίκτυο και δεν υπάρχει τεχνική ασυμβατότητα των κατασκευαστικών στοιχείων του συστήματος, εκτός εάν δεν απαιτείται τέτοια διαδικασία αδειοδότησης από την εθνική νομοθεσία. Χάρη στην ταχύτερη και ευκολότερη εγκατάσταση αντλιών θερμότητας, η αυξημένη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στον τομέα της θέρμανσης, ο οποίος αντιπροσωπεύει σχεδόν το ήμισυ της ενεργειακής κατανάλωσης της Ένωσης, προορίζεται να συμβάλει στην ασφάλεια του εφοδιασμού και στην αντιμετώπιση μιας δυσκολότερης κατάστασης στην αγορά.

(44)

Για τους σκοπούς της σχετικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας της Ένωσης, στις αναγκαίες κατά περίπτωση εκτιμήσεις για να εξακριβωθεί κατά πόσον ένας σταθμός παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας, η σύνδεση του εν λόγω σταθμού με το δίκτυο, το ίδιο το σχετικό δίκτυο ή τα περιουσιακά στοιχεία αποθήκευσης παρουσιάζουν υπέρτερο δημόσιο συμφέρον σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεωρούν ότι οι εν λόγω σταθμοί ανανεώσιμης ενέργειας και οι σχετικές υποδομές τους είναι υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος και εξυπηρετούν τη δημόσια υγεία και ασφάλεια, εκτός εάν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις ότι τα εν λόγω έργα έχουν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον οι οποίες δεν μπορούν να μετριαστούν ή να αντισταθμιστούν, ή όταν τα κράτη μέλη αποφασίζουν να περιορίσουν την εφαρμογή του εν λόγω τεκμηρίου σε δεόντως αιτιολογημένες και ειδικές περιστάσεις, όπως για λόγους που σχετίζονται με την εθνική άμυνα. Η θεώρηση των εν λόγω σταθμών παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας ως επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος και οργανικών για τη δημόσια υγεία και ασφάλεια, θα επιτρέψει στα έργα αυτά να επωφελούνται από απλουστευμένη αξιολόγηση.

(45)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή και αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, η Επιτροπή υποστηρίζει τα κράτη μέλη με το Μέσο Τεχνικής Υποστήριξης το οποίο θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2021/240 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21), που παρέχει εξατομικευμένη τεχνική εμπειρογνωσία για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένων μεταρρυθμίσεων για την αύξηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, την προώθηση της καλύτερης ενοποίησης των ενεργειακών συστημάτων, τον προσδιορισμό συγκεκριμένων περιοχών που είναι ιδιαίτερα πρόσφορες για την εγκατάσταση σταθμών παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας και τον εξορθολογισμό του πλαισίου για τις διαδικασίες έγκρισης και αδειοδότησης σταθμών παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Στην τεχνική υποστήριξη, για παράδειγμα, περιλαμβάνονται η ενίσχυση της διοικητικής ικανότητας, η εναρμόνιση των νομοθετικών πλαισίων και η ανταλλαγή των σχετικών βέλτιστων πρακτικών, όπως το να καθίστανται εφικτές και να ευνοούνται οι πολλαπλές χρήσεις.

(46)

Πρέπει να δημιουργηθούν ενεργειακές υποδομές για τη στήριξη της σημαντικής κλιμάκωσης της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να ορίσουν ειδικές περιοχές υποδομών στις οποίες η ανάπτυξη έργων δικτύου ή αποθήκευσης που είναι αναγκαία για την ενσωμάτωση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας δεν αναμένεται να έχει σημαντική περιβαλλοντική επίπτωση, η εν λόγω επίπτωση μπορεί να μετριαστεί δεόντως ή, όπου αυτό δεν είναι δυνατόν, να αντισταθμιστεί. Έργα υποδομής σε αυτές τις περιοχές μπορούν να επωφεληθούν από πιο εξορθολογισμένες περιβαλλοντικές εκτιμήσεις. Εάν τα κράτη μέλη αποφασίσουν να μην ορίσουν τέτοιες περιοχές, εξακολουθούν να ισχύουν οι αξιολογήσεις και οι κανόνες που ισχύουν βάσει της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της Ένωσης. Προκειμένου να χαρακτηρίσουν περιοχές για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταρτίσουν ένα ή περισσότερα σχέδια που να περιλαμβάνουν τον προσδιορισμό των περιοχών και τους ισχύοντες κανόνες και μέτρα μετριασμού για τα έργα που θα εγκατασταθούν σε κάθε περιοχή για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Τα σχέδια θα πρέπει να αναφέρουν σαφώς το πεδίο εφαρμογής της ειδικής περιοχής και το είδος των καλυπτόμενων έργων υποδομής. Κάθε σχέδιο θα πρέπει να υπόκειται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων δυνάμει της οδηγίας 2001/42/ΕΚ, προκειμένου να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις κάθε τύπου έργου στις σχετικές χαρακτηρισμένες περιοχές. Τα έργα δικτύων σε τέτοιες ειδικές περιοχές υποδομών θα πρέπει να αποφεύγουν, στο μέτρο του δυνατού, τους τόπους Natura 2000 και τις περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί στο πλαίσιο εθνικών συστημάτων προστασίας για τη διατήρηση της φύσης και της βιοποικιλότητας, εκτός εάν, λόγω των ιδιαιτεροτήτων των έργων δικτύου, δεν υπάρχουν αναλογικές εναλλακτικές λύσεις για την ανάπτυξη τέτοιων έργων. Κατά την αξιολόγηση της αναλογικότητας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη διασφάλισης της οικονομικής βιωσιμότητας, της σκοπιμότητας και της αποτελεσματικής και ταχείας υλοποίησης του έργου, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η πρόσθετη δυναμικότητα παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας που αναπτύσσεται μπορεί να ενσωματωθεί άμεσα στο ενεργειακό σύστημα, ή κατά πόσον υπάρχουν ήδη έργα υποδομής διαφόρων τύπων στη συγκεκριμένη περιοχή Natura 2000 ή προστατευόμενη περιοχή, γεγονός που θα επέτρεπε τη συνένωση διαφορετικών έργων υποδομής σε έναν τόπο με αποτέλεσμα χαμηλότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

Τα ειδικά σχέδια για έργα αποθήκευσης θα πρέπει πάντα να αποκλείουν τους τόπους Natura 2000, δεδομένου ότι υπάρχουν λιγότεροι περιορισμοί όσον αφορά τη θέση τους. Σε αυτούς τους τομείς, τα κράτη μέλη θα πρέπει, υπό δικαιολογημένες περιστάσεις, μεταξύ άλλων όταν αυτό απαιτείται για την επιτάχυνση της επέκτασης του δικτύου για τη στήριξη της ανάπτυξης ανανεώσιμης ενέργειας για την επίτευξη των στόχων για το κλίμα και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, να είναι σε θέση να θεσπίζουν εξαιρέσεις από ορισμένες υποχρεώσεις αξιολόγησης που ορίζονται στην περιβαλλοντική νομοθεσία της Ένωσης υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Εάν τα κράτη μέλη αποφασίσουν να κάνουν χρήση των εν λόγω εξαιρέσεων, τα συγκεκριμένα έργα θα πρέπει να υπόκεινται σε απλουστευμένη διαδικασία ελέγχου παρόμοια με τη διαδικασία ελέγχου που προβλέπεται στους τομείς επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η οποία θα πρέπει να βασίζεται σε υφιστάμενα δεδομένα. Τα αιτήματα της αρμόδιας αρχής για την παροχή πρόσθετων διαθέσιμων πληροφοριών δεν θα πρέπει να απαιτούν νέα αξιολόγηση ή συλλογή δεδομένων. Εάν η εν λόγω διαδικασία ελέγχου εντοπίζει έργα που είναι πολύ πιθανό να προκαλέσουν σημαντικές απρόβλεπτες δυσμενείς επιπτώσεις, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να διασφαλίζει την εφαρμογή κατάλληλων και αναλογικών μέτρων μετριασμού ή, εάν δεν είναι διαθέσιμα, αντισταθμιστικών μέτρων. Σε περίπτωση αντισταθμιστικών μέτρων, η ανάπτυξη του έργου μπορεί να συνεχίζεται κατά τη διάρκεια του προσδιορισμού των αντισταθμιστικών μέτρων.

(47)

Ο ανεπαρκής αριθμός ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, ιδίως εγκαταστατών και σχεδιαστών συστημάτων θέρμανσης και ψύξης από ανανεώσιμες πηγές, επιβραδύνει την αντικατάσταση των συστημάτων θέρμανσης που λειτουργούν με ορυκτά καύσιμα από συστήματα που βασίζονται σε ανανεώσιμη ενέργεια και συνιστά σημαντικό εμπόδιο στην ενσωμάτωση ανανεώσιμης ενέργειας στους τομείς των κτιρίων, της βιομηχανίας και της γεωργίας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεργάζονται με κοινωνικούς εταίρους και κοινότητες ανανεώσιμης ενέργειας για να προβλέψουν τις δεξιότητες που θα χρειαστούν. Θα πρέπει να διατίθενται επαρκής αριθμός αποτελεσματικών στρατηγικών αναβάθμισης των δεξιοτήτων και επανειδίκευσης και προγραμμάτων κατάρτισης υψηλής ποιότητας και δυνατότητες πιστοποίησης, σχεδιαζόμενων κατά τρόπο ώστε να προσελκύουν τη συμμετοχή και να διασφαλίζουν την κατάλληλη εγκατάσταση και την αξιόπιστη λειτουργία ευρείας κλίμακας συστημάτων θέρμανσης και ψύξης από ανανεώσιμες πηγές, όπως επίσης τεχνολογίας αποθήκευσης και σημείων επαναφόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων από ανανεώσιμες πηγές. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάσουν ποια μέτρα θα πρέπει να ληφθούν για την προσέλκυση ομάδων που υποεκπροσωπούνται επί του παρόντος στους εν λόγω επαγγελματικούς τομείς. Κατάλογος των καταρτισμένων και πιστοποιημένων εγκαταστατών θα πρέπει να δημοσιοποιείται για να διασφαλιστεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών και η εύκολη πρόσβαση σε προσαρμοσμένες δεξιότητες εγκατάστασης και σχεδιασμού που εγγυώνται τη σωστή εγκατάσταση και λειτουργία της θέρμανσης και ψύξης από ανανεώσιμες πηγές.

(48)

Οι εγγυήσεις προέλευσης αποτελούν βασικό εργαλείο για την ενημέρωση των καταναλωτών καθώς και για την περαιτέρω υιοθέτηση των συμβάσεων αγοράς ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Συνεπώς, θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι η έκδοση, η εμπορία, η μεταβίβαση και η χρήση εγγυήσεων προέλευσης μπορούν να πραγματοποιούνται σε ένα ενιαίο σύστημα με κατάλληλα τυποποιημένα πιστοποιητικά που αναγνωρίζονται αμοιβαία σε ολόκληρη την Ένωση. Επιπλέον, για να παρέχεται πρόσβαση σε κατάλληλα υποστηρικτικά αποδεικτικά στοιχεία για τα πρόσωπα που συνάπτουν συμβάσεις αγοράς ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι τυχόν σχετικές εγγυήσεις προέλευσης μπορούν να μεταβιβάζονται στον αγοραστή. Για μεγαλύτερη ευελιξία του ενεργειακού συστήματος και δεδομένων των αυξανόμενων απαιτήσεων των καταναλωτών, χρειάζεται ένα πιο καινοτόμο, ψηφιακό, τεχνολογικά προηγμένο και αξιόπιστο εργαλείο για τη στήριξη και την τεκμηρίωση της αυξανόμενης παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Για να διευκολυνθεί η ψηφιακή καινοτομία στον τομέα αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει, κατά περίπτωση, να επιτρέπουν την έκδοση τμηματικών εγγυήσεων προέλευσης και με χρονοσφραγίδα εγγύτερα στον πραγματικό χρόνο. Δεδομένης της ανάγκης για βελτίωση της ενδυνάμωσης των καταναλωτών και για συμβολή σε υψηλότερο μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στον εφοδιασμό με αέριο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να απαιτούν από τους προμηθευτές αερίου δικτύου που γνωστοποιούν το ενεργειακό τους μείγμα στους τελικούς καταναλωτές να χρησιμοποιούν εγγυήσεις προέλευσης.

(49)

Η ανάπτυξη υποδομών για δίκτυα τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης θα πρέπει να ενταθεί και να κατευθυνθεί προς την αξιοποίηση ενός ευρύτερου φάσματος ανανεώσιμων πηγών θερμότητας και ψύξης με αποτελεσματικό και ευέλικτο τρόπο, προκειμένου να αυξηθεί η ανάπτυξη ανανεώσιμης ενέργειας και να ενισχυθεί η ενοποίηση του ενεργειακού συστήματος. Είναι συνεπώς σκόπιμο να επικαιροποιηθεί ο κατάλογος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας τις οποίες τα δίκτυα τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης θα πρέπει να μπορούν να χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο και να απαιτηθεί η ενσωμάτωση της αποθήκευσης θερμικής ενέργειας ως πηγής ευελιξίας, μεγαλύτερης ενεργειακής απόδοσης και οικονομικά αποδοτικότερης λειτουργίας.

(50)

Με περισσότερα από 30 εκατομμύρια ηλεκτρικά οχήματα να αναμένονται στην Ένωση έως το 2030, είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί ότι μπορούν να συμβάλουν πλήρως στην ενοποίηση του συστήματος ανανεώσιμης ηλεκτρικής ενέργειας και, συνεπώς, να επιτύχουν υψηλότερα μερίδια ανανεώσιμης ενέργειας με οικονομικά αποδοτικό τρόπο. Πρέπει να αξιοποιηθεί πλήρως η δυνατότητα των ηλεκτρικών οχημάτων να απορροφούν την ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές σε περιόδους που είναι άφθονη και να την τροφοδοτούν ξανά στο δίκτυο όταν υπάρχει έλλειψη, συμβάλλοντας στην ενοποίηση του συστήματος μεταβλητής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και διασφαλίζοντας παράλληλα ασφαλή και αξιόπιστο εφοδιασμό με ηλεκτρική ενέργεια. Ως εκ τούτου, είναι εύλογο να θεσπιστούν συγκεκριμένα μέτρα για τα ηλεκτρικά οχήματα, και για τις πληροφορίες σχετικά με την ανανεώσιμη ενέργεια και σχετικά με τον τρόπο και τον χρόνο πρόσβασης σε αυτήν, τα οποία συμπληρώνουν εκείνα των κανονισμών (ΕΕ) 2023/1804 (22) και (ΕΕ) 2023/1542 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23).

(51)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/943 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24) και η οδηγία (ΕΕ) 2019/944 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25) απαιτούν από τα κράτη μέλη να επιτρέπουν και να προωθούν τη συμμετοχή της ανταπόκρισης στη ζήτηση μέσω συγκέντρωσης, καθώς και να προβλέπουν συμβάσεις δυναμικής τιμολόγησης ηλεκτρικής ενέργειας στους τελικούς πελάτες, κατά περίπτωση. Προκειμένου να διευκολυνθεί η περαιτέρω παροχή κινήτρων υπέρ της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας μέσω της ανταπόκρισης στη ζήτηση, αυτή πρέπει να βασίζεται όχι μόνο σε δυναμικές τιμές αλλά και σε ενδείξεις σχετικά με την πραγματική διείσδυση της πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας στο σύστημα. Είναι επομένως αναγκαίο να βελτιωθούν οι ενδείξεις που φτάνουν στους καταναλωτές και τους συμμετέχοντες στην αγορά σχετικά με το μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την ένταση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου της παρεχόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω της κοινοποίησης συγκεκριμένων πληροφοριών. Στη συνέχεια, τα πρότυπα κατανάλωσης μπορούν να προσαρμοστούν με βάση τη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και την παρουσία ηλεκτρικής ενέργειας μηδενικού άνθρακα, σε συνδυασμό με μια προσαρμογή με βάση τις ενδείξεις περί των τιμών. Αυτό εξυπηρετεί τον στόχο της περαιτέρω στήριξης της ανάπτυξης καινοτόμων επιχειρηματικών μοντέλων και ψηφιακών λύσεων, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να συνδέουν την κατανάλωση με το επίπεδο της ανανεώσιμης ενέργειας στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας και, με τον τρόπο αυτό, να παρέχουν κίνητρα για τις κατάλληλες επενδύσεις στο δίκτυο για τη στήριξη της μετάβασης σε καθαρές μορφές ενέργειας.

(52)

Προκειμένου οι υπηρεσίες ευελιξίας και εξισορρόπησης από τη συγκέντρωση στοιχείων κατανεμημένης αποθήκευσης να αναπτυχθούν με ανταγωνιστικό τρόπο, η πρόσβαση σε πραγματικό χρόνο σε βασικές πληροφορίες μπαταριών, όπως η κατάσταση υγείας, η κατάσταση φόρτισης, η χωρητικότητα και το σημείο ρύθμισης ισχύος θα πρέπει να παρέχεται χωρίς διακρίσεις, σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες προστασίας των δεδομένων, και δωρεάν στους ιδιοκτήτες ή τους χρήστες των μπαταριών και στις οντότητες που ενεργούν για λογαριασμό τους, όπως οι διαχειριστές ενεργειακών συστημάτων κτιρίων, οι πάροχοι υπηρεσιών κινητικότητας και άλλοι συμμετέχοντες στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Είναι επομένως σκόπιμο να θεσπιστούν μέτρα σε σχέση με την κάλυψη της ανάγκης πρόσβασης στα εν λόγω δεδομένα για τη διευκόλυνση των λειτουργιών που σχετίζονται με την ενσωμάτωση οικιακών μπαταριών και ηλεκτρικών οχημάτων, συμπληρωματικά προς τις διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση σε δεδομένα μπαταριών που σχετίζονται με τη διευκόλυνση της αναπροσαρμογής χρήσης των μπαταριών που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2023/1542. Οι διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση στα δεδομένα μπαταριών των ηλεκτρικών οχημάτων θα πρέπει να εφαρμόζονται συμπληρωματικά προς τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης σχετικά με την έγκριση τύπου οχημάτων.

(53)

Λόγω του αυξανόμενου αριθμού ηλεκτρικών οχημάτων σε οδικούς, σιδηροδρομικούς, θαλάσσιους και άλλους τρόπους μεταφοράς θα απαιτηθεί η βελτιστοποίηση και διαχείριση των λειτουργιών επαναφόρτισης με τρόπο που να μην προκαλεί συμφόρηση και να εκμεταλλεύεται πλήρως τη διαθεσιμότητα ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και τις χαμηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στο σύστημα. Η λειτουργικότητα αυτή θα πρέπει επίσης να διατίθεται σε καταστάσεις στις οποίες η έξυπνη και αμφίδρομη επαναφόρτιση θα συνέβαλλε στην περαιτέρω διείσδυση της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στους στόλους ηλεκτρικών οχημάτων στον κλάδο των μεταφορών και στο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας γενικότερα,. Λόγω της μεγάλης διάρκειας ζωής των σημείων επαναφόρτισης, οι απαιτήσεις για τις υποδομές φόρτισης θα πρέπει να επικαιροποιούνται με τρόπο που να καλύπτει τις μελλοντικές ανάγκες και να μην οδηγεί σε αρνητικά φαινόμενα εγκλωβισμού όσον αφορά την ανάπτυξη της τεχνολογίας και των υπηρεσιών.

(54)

Τα σημεία επαναφόρτισης στα οποία τα ηλεκτρικά οχήματα σταθμεύουν συνήθως για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, όπως τα σημεία στάθμευσης λόγω κατοικίας ή απασχόλησης, έχουν μεγάλη σημασία για την ενοποίηση του ενεργειακού συστήματος. Ως εκ τούτου, πρέπει να διασφαλιστούν έξυπνες και, όπου είναι σκόπιμο, αμφίδρομης ροής λειτουργίες επαναφόρτισης. Σε αυτό το πλαίσιο, η λειτουργία κανονικής υποδομής επαναφόρτισης που δεν είναι προσβάσιμη στο κοινό είναι ιδιαίτερα σημαντική για την ενσωμάτωση των ηλεκτρικών οχημάτων στο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς βρίσκεται εκεί όπου τα ηλεκτρικά οχήματα σταθμεύουν επανειλημμένα για μεγάλα χρονικά διαστήματα, όπως σε κτίρια με περιορισμένη πρόσβαση, χώρους στάθμευσης για οχήματα του προσωπικού ή εγκαταστάσεις στάθμευσης που εκμισθώνονται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

(55)

Η ανταπόκριση στη ζήτηση είναι ζωτικής σημασίας για να καταστεί δυνατή η έξυπνη επαναφόρτιση των ηλεκτρικών οχημάτων και, συνακόλουθα, η αποτελεσματική ενσωμάτωση των ηλεκτρικών οχημάτων στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο θα είναι ζωτικής σημασίας για τη διαδικασία απανθρακοποίησης των μεταφορών και για τους σκοπούς της διευκόλυνσης της ενοποίησης του ενεργειακού συστήματος. Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν, κατά περίπτωση, πρωτοβουλίες για την προώθηση της ανταπόκρισης στη ζήτηση μέσω της διαλειτουργικότητας και της ανταλλαγής δεδομένων για συστήματα θέρμανσης και ψύξης, τις μονάδες αποθήκευσης θερμικής ενέργειας και άλλες ενεργειακές διατάξεις.

(56)

Οι χρήστες ηλεκτρικών οχημάτων που συνάπτουν συμβατικές συμφωνίες με παρόχους υπηρεσιών ηλεκτροκίνησης και συμμετέχοντες στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν πληροφορίες και εξηγήσεις για τον τρόπο με τον οποίο οι όροι της συμφωνίας θα επηρεάσουν τη χρήση του οχήματός τους και την κατάσταση υγείας της μπαταρίας του. Οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτροκίνησης και οι συμμετέχοντες στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας θα πρέπει να εξηγούν με σαφήνεια στους χρήστες ηλεκτρικών οχημάτων πώς θα αμείβονται για τις υπηρεσίες ευελιξίας, εξισορρόπησης και αποθήκευσης που παρέχονται στο σύστημα και στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας με τη χρήση του ηλεκτρικού τους οχήματος. Οι χρήστες ηλεκτρικών οχημάτων πρέπει επίσης να εξασφαλίζουν τα δικαιώματά τους ως καταναλωτές όταν συνάπτουν τις εν λόγω συμφωνίες, ιδίως όσον αφορά την προστασία των προσωπικών τους δεδομένων, όπως η τοποθεσία και οι συνήθειες οδήγησης, σε σχέση με τη χρήση του οχήματός τους. Οι προτιμήσεις των χρηστών ηλεκτρικών οχημάτων σχετικά με τον τύπο ηλεκτρικής ενέργειας που αγοράζεται για χρήση στο ηλεκτρικό τους όχημα, καθώς και άλλες προτιμήσεις, μπορούν επίσης να αποτελούν μέρος των εν λόγω συμφωνιών. Για τους λόγους αυτούς, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί η κατά το δυνατόν αποτελεσματικότερη χρήση της υποδομής επαναφόρτισης που έχει αναπτυχθεί. Προκειμένου να βελτιωθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών στην ηλεκτροκίνηση, είναι ουσιώδες οι χρήστες ηλεκτρικών οχημάτων να μπορούν να χρησιμοποιούν τη συνδρομή τους σε πολλαπλά σημεία επαναφόρτισης. Με αυτόν τον τρόπο επίσης θα δοθεί στον πάροχο υπηρεσιών που επιλέγει ο χρήστης ηλεκτρικού οχήματος η δυνατότητα να ενσωματώσει με βέλτιστο τρόπο το ηλεκτρικό όχημα στο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω προβλέψιμου σχεδιασμού και κινήτρων που βασίζονται στις προτιμήσεις των χρηστών ηλεκτρικών οχημάτων. Αυτό εναρμονίζεται επίσης με τις αρχές ενός ενεργειακού συστήματος επικεντρωμένου στον καταναλωτή και βασισμένου στον παραγωγό και με το δικαίωμα επιλογής προμηθευτή των χρηστών ηλεκτρικών οχημάτων ως τελικών πελατών σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας (ΕΕ) 2019/944.

(57)

Τα στοιχεία κατανεμημένης αποθήκευσης, όπως οι οικιακές μπαταρίες και οι μπαταρίες ηλεκτρικών οχημάτων έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν σημαντική ευελιξία και υπηρεσίες εξισορρόπησης στο δίκτυο μέσω συγκέντρωσης. Προκειμένου να διευκολυνθεί η ανάπτυξη των εν λόγω συσκευών και υπηρεσιών, οι κανονιστικές διατάξεις σχετικά με τη σύνδεση και τη λειτουργία των στοιχείων αποθήκευσης, όπως τα τιμολόγια, οι χρόνοι δέσμευσης και οι προδιαγραφές σύνδεσης, θα πρέπει να σχεδιάζονται κατά τρόπο που να μην παρεμποδίζει το δυναμικό όλων των στοιχείων αποθήκευσης, συμπεριλαμβανομένων των μικρών και κινητών και άλλων συσκευών όπως για παράδειγμα των αντλιών θερμότητας, των ηλιακών συλλεκτών και της αποθήκευσης θερμικής ενέργειας, ώστε να παρέχουν ευελιξία και υπηρεσίες εξισορρόπησης στο σύστημα και να συμβάλλουν στην περαιτέρω διείσδυση της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, σε σύγκριση με μεγαλύτερα, σταθερά στοιχεία αποθήκευσης. Επιπλέον των γενικών διατάξεων για την πρόληψη των διακρίσεων στην αγορά που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/943 και στην οδηγία (ΕΕ) 2019/944, θα πρέπει να θεσπιστούν ειδικές απαιτήσεις για την ολιστική αντιμετώπιση της συμμετοχής των εν λόγω στοιχείων και την άρση τυχόν εναπομενόντων φραγμών και εμποδίων για την αξιοποίηση του δυναμικού των εν λόγω στοιχείων, ώστε να διευκολυνθεί η απανθρακοποίηση του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας και να δοθεί η δυνατότητα στους καταναλωτές να συμμετέχουν ενεργά στην ενεργειακή μετάβαση.

(58)

Ως γενική αρχή, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ίσους όρους ανταγωνισμού για τα μικρά αποκεντρωμένα συστήματα παραγωγής και αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, μεταξύ άλλων μέσω μπαταριών και ηλεκτρικών οχημάτων, ώστε να είναι σε θέση να συμμετέχουν στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης της συμφόρησης και της παροχής υπηρεσιών ευελιξίας και εξισορρόπησης χωρίς διακρίσεις σε σύγκριση με άλλα συστήματα παραγωγής και αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, και χωρίς δυσανάλογη διοικητική ή κανονιστική επιβάρυνση. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν τους αυτοκαταναλωτές και τις κοινότητες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας να συμμετέχουν ενεργά στις εν λόγω αγορές ηλεκτρικής ενέργειας, παρέχοντας υπηρεσίες ευελιξίας μέσω της ανταπόκρισης στη ζήτηση και της αποθήκευσης, μεταξύ άλλων μέσω μπαταριών και ηλεκτρικών οχημάτων.

(59)

Η βιομηχανία αντιπροσωπεύει το 25 % της ενεργειακής κατανάλωσης της Ένωσης και είναι ο σημαντικότερος καταναλωτής θέρμανσης και ψύξης, ο οποίος σήμερα τροφοδοτείται κατά 91 % από ορυκτά καύσιμα. Ωστόσο, το 50 % της ζήτησης θέρμανσης και ψύξης είναι χαμηλής θερμοκρασίας (< 200 °C) για την οποία υπάρχουν οικονομικά αποδοτικές επιλογές ανανεώσιμης ενέργειας, μεταξύ άλλων μέσω του εξηλεκτρισμού και της άμεσης χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Επιπλέον, η βιομηχανία χρησιμοποιεί μη ανανεώσιμες πηγές ως πρώτες ύλες για την παραγωγή προϊόντων όπως χάλυβα ή χημικά. Καθώς οι βιομηχανικές επενδυτικές αποφάσεις που λαμβάνονται σήμερα θα καθορίσουν τις μελλοντικές βιομηχανικές διεργασίες και ενεργειακές επιλογές που μπορούν να εξεταστούν από τη βιομηχανία, είναι σημαντικό αυτές οι επενδυτικές αποφάσεις να είναι μακρόπνοες και να μην καθιστούν στοιχεία ενεργητικού μη αξιοποιήσιμα. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να τεθούν δείκτες αναφοράς για να δοθεί κίνητρο στη βιομηχανία να στραφεί σε διαδικασίες παραγωγής που βασίζονται σε ανανεώσιμη ενέργεια, οι οποίες όχι μόνο τροφοδοτούνται από ανανεώσιμη ενέργεια, αλλά χρησιμοποιούν επίσης πρώτες ύλες με βάση τις ανανεώσιμες πηγές, όπως το ανανεώσιμο υδρογόνο. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προωθήσουν τον εξηλεκτρισμό των βιομηχανικών διεργασιών, όπου είναι δυνατόν, για παράδειγμα για τη βιομηχανική θερμότητα χαμηλής θερμοκρασίας. Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προωθούν τη χρήση κοινής μεθοδολογίας για προϊόντα που φέρουν επισήμανση ότι έχουν παραχθεί εν μέρει ή πλήρως με τη χρήση ανανεώσιμης ενέργειας ή με τη χρήση ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης ως πρώτης ύλης, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες μεθοδολογίες επισήμανσης των προϊόντων της Ένωσης και τις πρωτοβουλίες για βιώσιμα προϊόντα. Με αυτόν τον τρόπο θα αποφευχθούν οι παραπλανητικές πρακτικές και θα αυξηθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών. Επιπλέον, δεδομένης της προτίμησης των καταναλωτών για προϊόντα που συμβάλλουν στους στόχους του περιβάλλοντος και της κλιματικής αλλαγής, θα αυξηθεί η ζήτηση της αγοράς για τα εν λόγω προϊόντα.

(60)

Για να μειωθεί η εξάρτηση της Ένωσης από τα ορυκτά καύσιμα και τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων, η Επιτροπή θα πρέπει να αναπτύξει μια ενωσιακή στρατηγική για το εισαγόμενο και το εγχώριο υδρογόνο με βάση τα στοιχεία που υποβάλλουν τα κράτη μέλη.

(61)

Τα ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ενεργειακούς σκοπούς, αλλά και για μη ενεργειακούς σκοπούς ως πρώτες ύλες ή πρώτες ύλες σε βιομηχανίες όπως η χαλυβουργία ή η χημική βιομηχανία. Η χρήση ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης και για τους δύο σκοπούς αξιοποιεί πλήρως τις δυνατότητές τους να αντικαταστήσουν τα ορυκτά καύσιμα που χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη και να μειώσουν τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου σε βιομηχανικές διεργασίες που είναι δύσκολο να εξηλεκτριστούν και θα πρέπει επομένως να συμπεριληφθεί σε έναν στόχο για τη χρήση ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης. Τα εθνικά μέτρα για τη στήριξη της χρήσης ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης στους βιομηχανικούς τομείς που είναι δύσκολο να εξηλεκτριστούν δεν θα πρέπει να οδηγούν σε καθαρή αύξηση της ρύπανσης λόγω της αυξημένης ζήτησης για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας που καλύπτεται από τα πλέον ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα, όπως ο άνθρακας, το ντίζελ, ο λιγνίτης, η πετρελαιούχος τύρφη και ο πετρελαιούχος σχιστόλιθος. Η κατανάλωση υδρογόνου σε βιομηχανικές διεργασίες όπου το υδρογόνο παράγεται ως υποπροϊόν ή προέρχεται από υποπροϊόν το οποίο είναι δύσκολο να αντικατασταθεί με ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης θα πρέπει να εξαιρείται από τον εν λόγω στόχο. Το υδρογόνο που καταναλώνεται για την παραγωγή καυσίμων κίνησης καλύπτεται από τους στόχους μεταφορών για ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης.

(62)

Η στρατηγική της Ένωσης για το υδρογόνο, που καθορίζεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 8ης Ιουλίου 2020 με τίτλο «Στρατηγική για το υδρογόνο για μια κλιματικά ουδέτερη Ευρώπη», αναγνωρίζει τον ρόλο των υφιστάμενων μονάδων παραγωγής υδρογόνου που έχουν μετασκευαστεί για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στην επίτευξη της αυξημένης κλιματικής φιλοδοξίας για το 2030. Υπό το φως αυτής της στρατηγικής, και στο πλαίσιο της πρόσκλησης υποβολής έργων που διοργανώθηκε από το ταμείο καινοτομίας της Ένωσης, που θεσπίστηκε με το άρθρο 10α παράγραφος 8 της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26), οι πρωτοπόροι έλαβαν επενδυτικές αποφάσεις με σκοπό τη μετασκευή των προϋπαρχουσών εγκαταστάσεων παραγωγής υδρογόνου με βάση την τεχνολογία αναμόρφωσης μεθανίου με ατμό, με στόχο την απαλλαγή της παραγωγής υδρογόνου από τις ανθρακούχες εκπομπές. Για τον σκοπό του υπολογισμού του παρονομαστή στη συνεισφορά των ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης που χρησιμοποιούνται για τελικούς ενεργειακούς και μη ενεργειακούς σκοπούς στη βιομηχανία, δεν θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το υδρογόνο που παράγεται σε μετασκευασμένες εγκαταστάσεις παραγωγής με βάση τεχνολογία αναμόρφωσης μεθανίου με ατμό για την οποία έχει δημοσιευθεί απόφαση της Επιτροπής με σκοπό τη χορήγηση επιχορήγησης στο πλαίσιο του Ταμείου Καινοτομίας πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας και οι οποίες επιτυγχάνουν μέση μείωση των αερίων θερμοκηπίου κατά 70 % σε ετήσια βάση.

(63)

Επιπλέον, θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι η αντικατάσταση του υδρογόνου που παράγεται από τη διαδικασία αναμόρφωσης μεθανίου με ατμό θα μπορούσε να επιφέρει συγκεκριμένες προκλήσεις για ορισμένες υπάρχουσες ολοκληρωμένες εγκαταστάσεις παραγωγής αμμωνίας. Θα καθιστούσε αναγκαία την ανασυγκρότηση τέτοιων εγκαταστάσεων παραγωγής, η οποία θα απαιτούσε ουσιώδη προσπάθεια από τα κράτη μέλη ανάλογα με τις συγκεκριμένες εθνικές τους περιστάσεις και τη δομή του ενεργειακού τους εφοδιασμού.

(64)

Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της Ένωσης να καταστεί κλιματικά ουδέτερη έως το 2050 και να απαλλαγεί ο βιομηχανικός τομέας της Ένωσης από τις ανθρακούχες εκπομπές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να είναι σε θέση να συνδυάζουν τη χρήση μη ορυκτών πηγών ενέργειας και ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης στο πλαίσιο των ειδικών εθνικών συνθηκών και του ενεργειακού τους μείγματος. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να μειώσουν τον στόχο για τη χρήση ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης στον βιομηχανικό τομέα, υπό την προϋπόθεση ότι καταναλώνουν περιορισμένο μερίδιο υδρογόνου ή παραγώγων του παραγόμενων από ορυκτά καύσιμα και ότι βρίσκονται σε καλό δρόμο για την επίτευξη της αναμενόμενης εθνικής συνεισφοράς τους σύμφωνα με τον τύπο του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999.

(65)

Η αύξηση της φιλοδοξίας στον τομέα της θέρμανσης και ψύξης είναι το κλειδί για την επίτευξη του συνολικού στόχου για ανανεώσιμη ενέργεια, δεδομένου ότι ο τομέας θέρμανσης και ψύξης αποτελεί περίπου το ήμισυ της ενεργειακής κατανάλωσης της Ένωσης, καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα τελικών χρήσεων και τεχνολογίας στα κτίρια, τη βιομηχανία και την τηλεθέρμανση και τηλεψύξη. Για να επιταχυνθεί η αύξηση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στον τομέα της θέρμανσης και της ψύξης, η ελάχιστη ετήσια αύξηση της ποσοστιαίας μονάδας σε επίπεδο κράτους μέλους θα πρέπει να καταστεί δεσμευτική για όλα τα κράτη μέλη. Η ελάχιστη ετήσια μέση δεσμευτική αύξηση κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2021 και 2025 και κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2026 και 2030 στον τομέα της θέρμανσης και της ψύξης που ισχύει για όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να συμπληρωθεί με πρόσθετες ενδεικτικές αυξήσεις ή συμπληρωματικά ποσοστά υπολογιζόμενα ειδικά για κάθε κράτος μέλος, προκειμένου να επιτευχθεί μέση αύξηση 1,8 ποσοστιαίων μονάδων σε επίπεδο Ένωσης. Οι εν λόγω πρόσθετες ενδεικτικές αυξήσεις ή συμπληρωματικές ενισχύσεις ανά κράτος μέλος αποσκοπούν στην ανακατανομή των πρόσθετων προσπαθειών που απαιτούνται για την επίτευξη του επιθυμητού επιπέδου ανανεώσιμης ενέργειας το 2030 μεταξύ των κρατών μελών με βάση το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν και την οικονομική αποδοτικότητα και στην καθοδήγηση των κρατών μελών όσον αφορά το τι θα μπορούσε να είναι επαρκές επίπεδο ανάπτυξης ανανεώσιμης ενέργειας στον συγκεκριμένο τομέα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διενεργούν, σύμφωνα με την αρχή της προτεραιότητας στην ενεργειακή απόδοση, αξιολόγηση του δυναμικού τους όσον αφορά την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές στον τομέα της θέρμανσης και της ψύξης και της δυνητικής χρήσης απορριπτόμενης θερμότητας και ψύξης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόσουν δύο ή περισσότερα μέτρα από τον κατάλογο μέτρων για τη διευκόλυνση της αύξησης του μεριδίου της ανανεώσιμης ενέργειας στη θέρμανση και την ψύξη. Κατά τη θέσπιση και την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν την προσβασιμότητα όλων των καταναλωτών στα εν λόγω μέτρα, ιδίως όσων ζουν σε νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος ή ευπαθή νοικοκυριά.

(66)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η αυξανόμενη σημασία του τομέα της τηλεθέρμανσης και της τηλεψύξης συνοδεύεται από καλύτερη ενημέρωση των καταναλωτών, είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί και να ενισχυθεί η διαφάνεια σχετικά με το μερίδιο της ανανεώσιμης ενέργειας και της ενεργειακής απόδοσης των συστημάτων τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης.

(67)

Τα σύγχρονα αποδοτικά συστήματα τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης με βάση τις ανανεώσιμες πηγές έχουν καταδείξει τις δυνατότητές τους να παρέχουν οικονομικά αποδοτικές λύσεις για την ενσωμάτωση της ανανεώσιμης ενέργειας, την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης και την ενοποίηση του ενεργειακού συστήματος, διευκολύνοντας παράλληλα τη συνολική απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές στον τομέα της θέρμανσης και ψύξης. Προκειμένου να διασφαλιστεί η αξιοποίηση του εν λόγω δυναμικού, η ετήσια αύξηση της ανανεώσιμης ενέργειας ή της υπολειπόμενης θερμότητας και ψύξης στον τομέα τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης θα πρέπει να αυξηθεί από μία ποσοστιαία μονάδα σε 2,2 ποσοστιαίες μονάδες χωρίς να αλλάξει ο ενδεικτικός χαρακτήρας της εν λόγω αύξησης, αντικατοπτρίζοντας την άνιση ανάπτυξη αυτού του τύπου δικτύου σε ολόκληρη την Ένωση.

(68)

Προκειμένου να συνυπολογιστεί η αυξημένη σημασία του τομέα τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης και η ανάγκη να κατευθυνθεί η ανάπτυξη των εν λόγω δικτύων προς την ενσωμάτωση περισσότερης ανανεώσιμης ενέργειας, είναι σκόπιμο να ενθαρρυνθούν οι φορείς εκμετάλλευσης συστημάτων τηλεθέρμανσης ή τηλεψύξης να συνδέουν τρίτους προμηθευτές ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και απορριπτόμενης θερμότητας και ψύξης με συστήματα δικτύων τηλεθέρμανσης ή τηλεψύξης άνω των 25 MW.

(69)

Τα συστήματα θέρμανσης και ψύξης, ιδίως τα συστήματα τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης, συμβάλλουν διαρκώς περισσότερο στην εξισορρόπηση του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας, παρέχοντας πρόσθετη ζήτηση για μεταβλητή ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, όπως η αιολική και η ηλιακή, όταν η εν λόγω ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές είναι άφθονη, φθηνή και διαφορετικά θα περιοριζόταν. Η εν λόγω εξισορρόπηση μπορεί να επιτευχθεί μέσω της χρήσης υψηλής απόδοσης ηλεκτροκίνητων μονάδων παραγωγής θερμότητας και ψύξης, όπως οι αντλίες θερμότητας, ιδίως όταν οι εν λόγω μονάδες παραγωγής θερμότητας και ψύξης συνδυάζονται με μεγάλη αποθήκευση θερμότητας, ιδίως σε τηλεθέρμανση και τηλεψύξη ή σε ατομική θέρμανση, όπου δεν είναι διαθέσιμες οι οικονομίες κλίμακας και οι αποδόσεις σε επίπεδο συστήματος της τηλεθέρμανσης και της τηλεψύξης. Τα οφέλη των αντλιών θερμότητας είναι διπλά καθώς πρώτον, αυξάνουν σημαντικά την ενεργειακή απόδοση, εξοικονομώντας σε μεγάλο βαθμό ενέργεια και κόστος για τους καταναλωτές, και δεύτερον, ενσωματώνουν τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας καθιστώντας δυνατή τη μεγαλύτερη χρήση της γεωθερμικής ενέργειας και της ενέργειας του περιβάλλοντος. Προκειμένου να δοθούν περαιτέρω κίνητρα για τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές για θέρμανση, ψύξη και αποθήκευση θερμότητας, με την ανάπτυξη ιδίως αντλιών θερμότητας, είναι σκόπιμο να επιτραπεί στα κράτη μέλη να συνυπολογίζουν την ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές που οδηγεί τους εν λόγω παραγωγούς θερμότητας και ψύξης, συμπεριλαμβανομένων των αντλιών θερμότητας, στη δεσμευτική και ενδεικτική ετήσια αύξηση της ανανεώσιμης ενέργειας στη θέρμανση και ψύξη και στην τηλεθέρμανση και τηλεψύξη.

(70)

Αν και ευρέως διαθέσιμη, η απορριπτόμενη θερμότητα και ψύξη δεν χρησιμοποιείται αρκετά, με αποτέλεσμα την απώλεια πόρων, τη χαμηλότερη ενεργειακή απόδοση στα εθνικά ενεργειακά συστήματα και την υψηλότερη από την αναγκαία ενεργειακή κατανάλωση στην Ένωση. Υπό την προϋπόθεση ότι η απορριπτόμενη θερμότητα και ψύξη παρέχεται από αποδοτική τηλεθέρμανση και τηλεψύξη, είναι σκόπιμο να επιτραπεί στην απορριπτόμενη θερμότητα και ψύξη να υπολογίζεται στη μερική επίτευξη των στόχων για ανανεώσιμη ενέργεια στα κτίρια, τη βιομηχανία, τη θέρμανση και ψύξη, καθώς και στην πλήρη επίτευξη των στόχων για την τηλεθέρμανση και τηλεψύξη. Αυτό θα επιτρέψει την αξιοποίηση των συνεργειών μεταξύ των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της απορριπτόμενης θερμότητας και ψύξης στα δίκτυα τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης, αυξάνοντας το οικονομικό σκεπτικό για επενδύσεις στον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη των εν λόγω δικτύων. Ειδικότερα, η συμπερίληψη της απορριπτόμενης θερμότητας στον δείκτη αναφοράς για την ανανεώσιμη ενέργεια στη βιομηχανία θα πρέπει να είναι αποδεκτή μόνο όσον αφορά απορριπτόμενη θερμότητα ή ψύξη παρεχόμενη μέσω φορέα εκμετάλλευσης τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης από άλλο βιομηχανικό χώρο ή άλλο κτίριο, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω φορείς παρέχουν θερμότητα ή ψύξη ως κύρια δραστηριότητά τους και ότι η συνυπολογιζόμενη απορριπτόμενη θερμότητα διαφοροποιείται σαφώς από την εσωτερική απορριπτόμενη θερμότητα που ανακτάται εντός της ίδιας επιχείρησης ή συνδεδεμένων με αυτή επιχειρήσεων ή κτιρίων.

(71)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η πλήρης συμμετοχή του τομέα τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης στην ενοποίηση του ενεργειακού τομέα, είναι απαραίτητο να επεκταθεί η συνεργασία με τους διαχειριστές συστημάτων διανομής ηλεκτρικής ενέργειας στους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και να διευρυνθεί το πεδίο της συνεργασίας στον σχεδιασμό επενδύσεων δικτύου και στις αγορές με σκοπό την καλύτερη αξιοποίηση των δυνατοτήτων τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης για την παροχή υπηρεσιών ευελιξίας στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας. Θα πρέπει επίσης να καταστεί δυνατή η περαιτέρω συνεργασία με φορείς εκμετάλλευσης δικτύων φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένων των δικτύων υδρογόνου και άλλων ενεργειών, προκειμένου να διασφαλιστεί η ευρύτερη ενοποίηση μεταξύ των ενεργειακών φορέων και η πιο οικονομικά αποδοτική χρήση τους. Επιπλέον, οι απαιτήσεις για στενότερο συντονισμό μεταξύ φορέων τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης, βιομηχανικών και τριτογενών τομέων και τοπικών αρχών θα μπορούσαν να διευκολύνουν τον διάλογο και τη συνεργασία που είναι αναγκαία για την αξιοποίηση οικονομικά αποδοτικών δυνατοτήτων απορριπτόμενης θερμότητας και ψύξης μέσω συστημάτων τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης.

(72)

Η χρήση ανανεώσιμων καυσίμων και ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στον κλάδο των μεταφορών μπορεί να συμβάλει στην απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές του τομέα των μεταφορών της Ένωσης με οικονομικά αποδοτικό τρόπο και να βελτιώσει, μεταξύ άλλων θεμάτων, την ενεργειακή διαφοροποίηση σε αυτόν τον τομέα, ενώ παράλληλα προωθεί την καινοτομία, την οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση στην Ένωσης και ενώ μειώνει την εξάρτηση από τις εισαγωγές ενέργειας. Προκειμένου να επιτευχθεί ο αυξημένος στόχος για μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που καθορίζεται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2021/1119, θα πρέπει να αυξηθεί το επίπεδο της ανανεώσιμης ενέργειας που παρέχεται σε όλους τους τρόπους μεταφοράς στην Ένωση. Η δυνατότητα των κρατών μελών να επιλέγουν μεταξύ ενός στόχου για τις μεταφορές που εκφράζεται ως στόχος μείωσης της έντασης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου ή ως μερίδιο της κατανάλωσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές παρέχει στα κράτη μέλη κατάλληλο βαθμό ευελιξίας για τον σχεδιασμό των πολιτικών τους για την απανθρακοποίηση των μεταφορών. Επιπλέον, η θέσπιση συνδυασμένου ενεργειακού στόχου για τα προηγμένα βιοκαύσιμα και το βιοαέριο και τα ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης, συμπεριλαμβανομένου ενός ελάχιστου μεριδίου για ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης, θα διασφάλιζε αυξημένη χρήση των ανανεώσιμων καυσίμων με τις μικρότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις σε τρόπους μεταφοράς που είναι δύσκολο να εξηλεκτριστούν, όπως οι θαλάσσιες και οι αεροπορικές μεταφορές. Για να ξεκινήσει η αλλαγή των καυσίμων στις θαλάσσιες μεταφορές, τα κράτη μέλη με θαλάσσιους λιμένες θα πρέπει να προσπαθήσουν να διασφαλίσουν ότι, από το 2030, το μερίδιο των ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης στη συνολική ποσότητα ενέργειας που παρέχεται στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών θα είναι τουλάχιστον 1,2 %. Η επίτευξη των στόχων αυτών θα πρέπει να διασφαλίζεται με υποχρεώσεις για τους προμηθευτές καυσίμων, καθώς και με άλλα μέτρα που περιλαμβάνονται στους κανονισμούς (ΕΕ) 2023/1805 (27) και (ΕΕ) 2023/2405 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (28). Οι ειδικές υποχρεώσεις για τους προμηθευτές αεροπορικών καυσίμων θα πρέπει να καθορίζονται μόνο δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2023/2405.

(73)

Προκειμένου να ενθαρρυνθεί η υιοθέτηση της προμήθειας ανανεώσιμων καυσίμων στον δύσκολο να απανθρακοποιηθεί τομέα των καυσίμων διεθνών θαλάσσιων μεταφορών, για τον υπολογισμό των στόχων για τις μεταφορές, τα ανανεώσιμα καύσιμα που παρέχονται για διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές θα πρέπει να περιλαμβάνονται στην τελική κατανάλωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στον τομέα των μεταφορών και, επομένως, τα καύσιμα που παρέχονται για διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές θα πρέπει να περιλαμβάνονται στην τελική κατανάλωση πηγών ενέργειας στον τομέα των μεταφορών. Ωστόσο, οι θαλάσσιες μεταφορές καταλαμβάνουν μεγάλο μερίδιο στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας ορισμένων κρατών μελών. Λαμβανομένων υπόψη των σημερινών τεχνολογικών και κανονιστικών περιορισμών που εμποδίζουν την εμπορική χρήση βιοκαυσίμων στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών, είναι σκόπιμο, κατά παρέκκλιση από την υποχρέωση υπολογισμού όλης της ενέργειας που παρέχεται στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών, κατά τον υπολογισμό των ειδικών στόχων για τις μεταφορές, να δοθεί η δυνατότητα στα κράτη μέλη να θέσουν για την παροχή ενέργειας στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών ανώτατο όριο 13 % της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειάς τους. Για τα νησιωτικά κράτη μέλη, όπου η ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών είναι δυσανάλογα υψηλή, δηλαδή πάνω από το ένα τρίτο των τομέων των οδικών και σιδηροδρομικών μεταφορών, το ανώτατο όριο θα πρέπει να είναι 5 %. Ωστόσο, για τον υπολογισμό του συνολικού στόχου για την ανανεώσιμη ενέργεια, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών χαρακτηριστικών των διεθνών θαλάσσιων μεταφορών, όσον αφορά τα καύσιμα που τους παρέχονται, αυτά θα πρέπει να περιλαμβάνονται στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας ενός κράτους μέλους μόνον εάν είναι ανανεώσιμα.

(74)

Η ηλεκτροκίνηση θα διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στην απανθρακοποίηση του τομέα των μεταφορών. Για την προώθηση της περαιτέρω ανάπτυξης της ηλεκτροκίνησης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν έναν πιστωτικό μηχανισμό που θα επιτρέπει στους φορείς εκμετάλλευσης σημείων επαναφόρτισης που είναι προσβάσιμα στο κοινό να συμβάλουν, παρέχοντας ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, στην εκπλήρωση της υποχρέωσης που έχουν θεσπίσει τα κράτη μέλη για τους προμηθευτές καυσίμων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να συμπεριλάβουν ιδιωτικά σημεία επαναφόρτισης σε αυτόν τον πιστωτικό μηχανισμό, εάν μπορεί να αποδειχθεί ότι η ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές που παρέχεται στα εν λόγω ιδιωτικά σημεία επαναφόρτισης παρέχεται αποκλειστικά σε ηλεκτρικά οχήματα. Παράλληλα με τη στήριξη της ηλεκτρικής ενέργειας στον τομέα των μεταφορών μέσω ενός τέτοιου πιστωτικού μηχανισμού, είναι σημαντικό τα κράτη μέλη να συνεχίσουν να θέτουν υψηλό επίπεδο φιλοδοξίας για την απανθρακοποίηση του μείγματος υγρών καυσίμων τους, ιδίως σε τομείς μεταφορών που είναι δύσκολο να απανθρακοποιηθούν, όπως οι θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές, όπου ο άμεσος εξηλεκτρισμός είναι πολύ πιο δύσκολος.

(75)

Τα ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης, συμπεριλαμβανομένου του ανανεώσιμου υδρογόνου, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πρώτη ύλη ή πηγή ενέργειας σε βιομηχανικές και χημικές διεργασίες και στις θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές, απανθρακοποιώντας τομείς στους οποίους ο άμεσος εξηλεκτρισμός δεν είναι τεχνολογικά εφικτός ή ανταγωνιστικός. Μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για την αποθήκευση ενέργειας για την εξισορρόπηση, όπου είναι αναγκαίο, του ενεργειακού συστήματος, διαδραματίζοντας έτσι σημαντικό ρόλο στην ενοποίηση του ενεργειακού συστήματος.

(76)

Η πολιτική της Ένωσης για την ανανεώσιμη ενέργεια στοχεύει να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων μετριασμού της κλιματικής αλλαγής της Ένωσης όσον αφορά τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, είναι απαραίτητη επίσης η συμβολή σε ευρύτερους περιβαλλοντικούς στόχους, και ιδίως στην πρόληψη της απώλειας βιοποικιλότητας, η οποία επηρεάζεται αρνητικά από την έμμεση αλλαγή χρήσης γης που σχετίζεται με την παραγωγή ορισμένων βιοκαυσίμων, βιορευστών και καυσίμων βιομάζας. Η συμβολή σε αυτούς τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς στόχους συνιστά βαθιά και μακροχρόνια διαγενεακή ανησυχία για τους πολίτες και τους νομοθέτες της Ένωσης. Η Ένωση θα πρέπει συνεπώς να προάγει τα εν λόγω καύσιμα σε ποσότητες που εξισορροπούν την αναγκαία φιλοδοξία με την ανάγκη να αποφευχθεί η συνεισφορά σε άμεσες και έμμεσες αλλαγές της χρήσης γης. Ο τρόπος υπολογισμού του στόχου στον τομέα των μεταφορών δεν θα πρέπει να επηρεάζει τα όρια που καθορίζονται για τον τρόπο με τον οποίο θα υπολογιστούν ως προς την επίτευξη αυτού του στόχου, ορισμένα καύσιμα που παράγονται από καλλιέργειες τροφίμων και ζωοτροφών, αφενός, και καύσιμα με υψηλό κίνδυνο έμμεσης αλλαγής της χρήσης γης, αφετέρου. Επιπλέον, προκειμένου να μην δημιουργηθεί κίνητρο για τη χρήση βιοκαυσίμων και βιοαερίου που παράγονται από καλλιέργειες τροφίμων και ζωοτροφών στις μεταφορές, και λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων του πολέμου κατά της Ουκρανίας στον εφοδιασμό τροφίμων και ζωοτροφών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξακολουθήσουν να είναι σε θέση να επιλέγουν αν θα προσμετρούν βιοκαύσιμα και βιοαέριο που παράγονται από καλλιέργειες τροφίμων και ζωοτροφών ή όχι στον στόχο των μεταφορών. Εάν δεν τα συνυπολογίζουν, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να επιλέξουν να μειώσουν τον στόχο που βασίζεται στην ενέργεια ή να μειώσουν αναλόγως τον στόχο μείωσης της έντασης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, υποθέτοντας ότι τα βιοκαύσιμα που παράγονται από καλλιέργειες τροφίμων και ζωοτροφών εξοικονομούν 50 % εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, ποσοστό που αντιστοιχεί στις τυπικές τιμές που καθορίζονται σε παράρτημα της παρούσας οδηγίας για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από τις πλέον συναφείς οδούς παραγωγής βιοκαυσίμων που παράγονται από καλλιέργειες τροφίμων και ζωοτροφών, καθώς και το ελάχιστο όριο μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που ισχύει για τις περισσότερες εγκαταστάσεις που παράγουν τέτοια βιοκαύσιμα.

(77)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η χρήση βιοκαυσίμων, βιορευστών και καυσίμων βιομάζας επιτρέπει την εξοικονόμηση διαρκώς περισσότερων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, και για να αντιμετωπιστούν οι πιθανές έμμεσες επιπτώσεις της προώθησης των εν λόγω καυσίμων, όπως η αποδάσωση, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει το επίπεδο του μέγιστου μεριδίου της μέσης ετήσιας επέκτασης της παγκόσμιας περιοχής παραγωγής σε υψηλά αποθέματα άνθρακα με βάση αντικειμενικά και επιστημονικά κριτήρια, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους και τις δεσμεύσεις της Ένωσης για το κλίμα, και θα πρέπει να προτείνει νέο κατώτατο όριο, όπου απαιτείται, με βάση τα αποτελέσματα της επανεξέτασής της. Περαιτέρω, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει τη δυνατότητα σχεδιασμού μιας ταχείας πορείας για τη σταδιακή κατάργηση της συμβολής των εν λόγω καυσίμων στους στόχους για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ώστε να μεγιστοποιηθεί η ποσότητα μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου.

(78)

Ο καθορισμός του στόχου για τις μεταφορές ως στόχου μείωσης της έντασης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου καθιστά αναγκαία την παροχή μεθοδολογίας σύμφωνα η οποία λαμβάνει υπόψη ότι διαφορετικές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας εξοικονομούν διαφορετικές ποσότητες εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και, συνεπώς, συμβάλλουν διαφορετικά σε έναν στόχο. Η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές πρέπει να θεωρείται ότι έχει μηδενικές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, γεγονός που σημαίνει ότι μειώνει κατά 100 % τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου σε σύγκριση με την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ορυκτά καύσιμα. Αυτό θα δημιουργήσει κίνητρο για τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, καθώς τα ανανεώσιμα καύσιμα και τα καύσιμα ανακυκλωμένου άνθρακα είναι απίθανο να επιτύχουν τόσο υψηλό ποσοστό μείωσης εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Συνεπώς, ο εξηλεκτρισμός που βασίζεται σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα μπορούσε να καταστεί ο αποτελεσματικότερος τρόπος για την απανθρακοποίηση των οδικών μεταφορών. Επιπλέον, προκειμένου να προωθηθεί η χρήση ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης στις αεροπορικές και τις θαλάσσιες μεταφορές, οι οποίες είναι δύσκολο να εξηλεκτριστούν, είναι σκόπιμο να θεσπιστεί πολλαπλασιαστής για τα καύσιμα που παρέχονται στους εν λόγω τρόπους μεταφοράς όταν αυτοί προσμετρώνται στους ειδικούς στόχους που έχουν τεθεί για τα εν λόγω καύσιμα.

(79)

Ο άμεσος εξηλεκτρισμός των τομέων τελικής χρήσης, συμπεριλαμβανομένου του τομέα των μεταφορών, συμβάλλει στην αποδοτικότητα του συστήματος και διευκολύνει τη μετάβαση σε ένα ενεργειακό σύστημα που βασίζεται σε ανανεώσιμη ενέργεια. Συνεπώς, είναι από μόνος του ένα αποτελεσματικό μέσο για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Δεν απαιτείται επομένως η δημιουργία ενός πλαισίου σχετικά με την προσθετικότητα που θα εφαρμόζεται ειδικά στην ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές η οποία παρέχεται σε ηλεκτρικά οχήματα στον τομέα των μεταφορών. Επιπλέον, τα ηλιακά ηλεκτρικά οχήματα μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στην απανθρακοποίηση του ευρωπαϊκού τομέα μεταφορών.

(80)

Δεδομένου ότι τα ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης πρέπει να υπολογίζονται ως ανανεώσιμη ενέργεια ανεξάρτητα από τον τομέα στον οποίο καταναλώνονται, οι κανόνες για τον προσδιορισμό του ανανεώσιμου χαρακτήρα τους όταν παράγονται από ηλεκτρική ενέργεια, οι οποίοι ίσχυαν μόνο για τα εν λόγω καύσιμα όταν καταναλώνονταν στον τομέα των μεταφορών, θα πρέπει να επεκταθούν σε όλα τα ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης, ανεξάρτητα από τον τομέα στον οποίο καταναλώνονται.

(81)

Τα ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης είναι σημαντικά για την αύξηση του μεριδίου της ανανεώσιμης ενέργειας σε τομείς που αναμένεται να βασίζονται μακροπρόθεσμα σε αέρια και υγρά καύσιμα, μεταξύ άλλων για βιομηχανικές εφαρμογές και στις μεταφορές βαρέων επαγγελματικών οχημάτων. Έως την 1η Ιουλίου 2028, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει τον αντίκτυπο της μεθοδολογίας που ορίζει πότε η ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης μπορεί να θεωρηθεί πλήρως ανανεώσιμη, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων της προσθετικότητας και της χρονικής και γεωγραφικής συσχέτισης στο κόστος παραγωγής, στη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και στο ενεργειακό σύστημα, και θα πρέπει να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Η έκθεση θα πρέπει να αξιολογήσει ιδίως τον αντίκτυπό της εν λόγω μεθοδολογίας στη διαθεσιμότητα και την οικονομική προσιτότητα των ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης για τη βιομηχανία και τις μεταφορές και στην ικανότητα της Ένωσης να επιτύχει τους στόχους της για τα ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης, λαμβάνοντας υπόψη τη στρατηγική της Ένωσης για το εισαγόμενο και το εγχώριο υδρογόνο, ελαχιστοποιώντας παράλληλα την αύξηση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και στο ενεργειακό σύστημα συνολικά. Σε περίπτωση που η παρούσα έκθεση καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μεθοδολογία δεν διασφαλίζει επαρκή διαθεσιμότητα και οικονομική προσιτότητα και δεν συμβάλλει ουσιαστικά στη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, στην ενοποίηση του ενεργειακού συστήματος και στην επίτευξη των στόχων της Ένωσης για τα ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης που έχουν τεθεί για το 2030, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει τη μεθοδολογία της Ένωσης και, κατά περίπτωση, να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη για την τροποποίηση της εν λόγω μεθοδολογίας, ώστε να γίνουν οι αναγκαίες προσαρμογές στα κριτήρια προκειμένου να διευκολυνθεί η ενδυνάμωση της βιομηχανίας υδρογόνου.

(82)

Για να διασφαλιστεί υψηλότερη περιβαλλοντική αποτελεσματικότητα των κριτηρίων βιωσιμότητας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου της Ένωσης για στερεά καύσιμα βιομάζας σε εγκαταστάσεις που παράγουν θερμότητα, ηλεκτρική ενέργεια και ψύξη, το ελάχιστο όριο για την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων θα πρέπει να μειωθεί από το ισχύον όριο των 20 MW σε 7,5 MW.

(83)

Η οδηγία (ΕΕ) 2018/2001 ενίσχυσε το πλαίσιο αειφορίας της βιοενέργειας και μείωσης εκπομπών αερίων θερμοκηπίου θέτοντας κριτήρια για όλους τους τομείς τελικής χρήσης. Θέσπισε ειδικούς κανόνες για βιοκαύσιμα, βιορευστά και καύσιμα βιομάζας που παράγονται από δασική βιομάζα, απαιτώντας τη βιωσιμότητα των εργασιών συγκομιδής και τον υπολογισμό των εκπομπών αλλαγής χρήσης γης. Σύμφωνα με τους στόχους της διατήρησης της βιοποικιλότητας και της πρόληψης της καταστροφής των οικοτόπων, σύμφωνα με την οδηγία 92/43/ΕΟΚ, την οδηγία 2000/60/ΕΚ, την οδηγία 2008/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (29) και την οδηγία 2009/147/ΕΚ, είναι αναγκαίο να επιτευχθεί η ενισχυμένη προστασία οικοτόπων ιδιαίτερης βιοποικιλότητας και πλούσιων σε άνθρακα, όπως πρωτογενή και υπεραιωνόβια δάση, δάση υψηλής βιοποικιλότητας, λειμώνες, τυρφώνες και ερεικώνες. Συνεπώς, θα πρέπει να θεσπιστούν εξαιρέσεις και περιορισμοί όσον αφορά την προμήθεια δασικής βιομάζας από τις εν λόγω περιοχές, σύμφωνα με την προσέγγιση για τα βιοκαύσιμα, τα βιορευστά και τα καύσιμα βιομάζας που παράγονται από γεωργική βιομάζα, εκτός εάν η προσέγγιση βάσει κινδύνου προβλέπει τις αναγκαίες εξαιρέσεις και περιορισμούς και οι φορείς εκμετάλλευσης παρέχουν τις απαιτούμενες εγγυήσεις. Επιπλέον, με την επιφύλαξη κατάλληλων μεταβατικών περιόδων για σκοπούς επενδυτικής ασφάλειας, τα κριτήρια μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου θα πρέπει επίσης να εφαρμόζονται σταδιακά στις υφιστάμενες εγκαταστάσεις που βασίζονται στη βιομάζα, ώστε να διασφαλίζεται ότι η παραγωγή βιοενέργειας σε όλες αυτές τις εγκαταστάσεις οδηγεί σε μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου σε σύγκριση με την ενέργεια που παράγεται από ορυκτά καύσιμα.

(84)

Τα κριτήρια βιωσιμότητας που αφορούν τη συγκομιδή δασικής βιομάζας θα πρέπει να προσδιοριστούν περαιτέρω, σύμφωνα με τις αρχές της βιώσιμης διαχείρισης των δασών. Οι εν λόγω προδιαγραφές θα πρέπει να αποσκοπούν στην ενίσχυση και την αποσαφήνιση της προσέγγισης βάσει κινδύνων για τη δασική βιομάζα, παρέχοντας παράλληλα στα κράτη μέλη αναλογικές διατάξεις που επιτρέπουν στοχευμένες προσαρμογές για πρακτικές που μπορεί να είναι κατάλληλες σε τοπικό επίπεδο.

(85)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η χρήση δασικής βιομάζας για την παραγωγή ενέργειας είναι συμβατή με τις υποχρεώσεις που υπέχουν δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2018/841 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (30). Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να διενεργούν μελλοντοστραφείς αξιολογήσεις και να εφαρμόζουν τα αναγκαία μέτρα που συμπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999.

(86)

Δεδομένης της ιδιαίτερης κατάστασης των εξόχως απόκεντρων περιοχών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 349 ΣΛΕΕ και χαρακτηρίζεται σε ό,τι αφορά τον ενεργειακό τομέα από απομόνωση, περιορισμένο εφοδιασμό και εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα, θα πρέπει να προβλεφθεί η παράταση της παρέκκλισης που επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ειδικά κριτήρια προκειμένου να διασφαλίζεται η επιλεξιμότητα για χρηματοδοτική στήριξη για την κατανάλωση ορισμένων καυσίμων βιομάζας στις εν λόγω περιοχές, ώστε να καλύπτονται επίσης τα βιορευστά και τα βιοκαύσιμα. Τυχόν ειδικά κριτήρια θα πρέπει να αιτιολογούνται αντικειμενικά για λόγους ενεργειακής ανεξαρτησίας της οικείας εξόχως απόκεντρης περιοχής και διασφάλισης της ομαλής μετάβασης στα κριτήρια αειφορίας, στα κριτήρια ενεργειακής απόδοσης και στα κριτήρια μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στην οικεία εξόχως απόκεντρη περιοχή σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2018/2001.

(87)

Η Ένωση έχει δεσμευτεί να βελτιώσει την περιβαλλοντική, οικονομική και κοινωνική βιωσιμότητα της παραγωγής καυσίμων βιομάζας. Η παρούσα οδηγία συμπληρώνει άλλες νομοθετικές πράξεις της Ένωσης, ιδίως κάθε νομοθετική πράξη για τη βιώσιμη εταιρική διακυβέρνηση, η οποία καθορίζει απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας στην αξιακή αλυσίδα όσον αφορά τις δυσμενείς επιπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα ή το περιβάλλον.

(88)

Προκειμένου να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος για τους παραγωγούς ανανεώσιμων καυσίμων και καυσίμων ανακυκλωμένου άνθρακα και για τα κράτη μέλη, όταν εθελοντικά ή εθνικά συστήματα έχουν αναγνωριστεί από την Επιτροπή μέσω εκτελεστικής πράξης ότι παρέχουν αποδεικτικά στοιχεία ή παρέχουν ακριβή δεδομένα σχετικά με τη συμμόρφωση με τα κριτήρια αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, καθώς και με άλλες απαιτήσεις που ορίζονται στις τροποποιητικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποδέχονται τα αποτελέσματα της πιστοποίησης που εκδίδεται από τα εν λόγω συστήματα στο πλαίσιο της αναγνώρισης της Επιτροπής. Προκειμένου να μειωθεί η επιβάρυνση των μικρών εγκαταστάσεων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να θεσπίσουν απλουστευμένο μηχανισμό εθελοντικής επαλήθευσης για εγκαταστάσεις με συνολική θερμική ισχύ μεταξύ 7,5 MW και 20 MW.

(89)

Για τον μετριασμό των κινδύνων και την καλύτερη πρόληψη της απάτης στις αλυσίδες εφοδιασμού για τη βιοενέργεια και τα καύσιμα ανακυκλωμένου άνθρακα, η οδηγία (ΕΕ) 2018/2001 προβλέπει πολύτιμες προσθήκες όσον αφορά τη διαφάνεια, την ιχνηλασιμότητα και την εποπτεία. Στο πλαίσιο αυτό, η ενωσιακή βάση δεδομένων που θα δημιουργηθεί από την Επιτροπή στοχεύει στην ιχνηλάτηση υγρών και αερίων ανανεώσιμων καυσίμων και καυσίμων ανακυκλωμένου άνθρακα. Το πεδίο εφαρμογής της βάσης δεδομένων θα πρέπει να επεκταθεί από τον τομέα μεταφορών σε όλους τους άλλους τομείς τελικής χρήσης στους οποίους καταναλώνονται τα εν λόγω καύσιμα. Μια τέτοια επέκταση προορίζεται να συμβάλει καθοριστικά στην ολοκληρωμένη παρακολούθηση της παραγωγής και της κατανάλωσης των εν λόγω καυσίμων, μετριάζοντας τους κινδύνους διπλού υπολογισμού ή παρατυπιών στις αλυσίδες εφοδιασμού που καλύπτονται από την ενωσιακή βάση δεδομένων. Επιπλέον, για να αποφευχθεί ο κίνδυνος διπλών απαιτήσεων για το ίδιο ανανεώσιμο αέριο, θα πρέπει να ακυρώνεται η εγγύηση προέλευσης για κάθε παρτίδα ανανεώσιμου αερίου που έχει καταχωριστεί στη βάση δεδομένων. Η βάση δεδομένων θα πρέπει να δημοσιοποιείται με ανοικτό, διαφανή και φιλικό προς τον χρήστη τρόπο, τηρώντας παράλληλα τις αρχές της ιδιωτικής και εμπορικά ευαίσθητης προστασίας των δεδομένων. Η Επιτροπή δημοσιεύει ετήσιες εκθέσεις σχετικά με τις πληροφορίες που αναφέρονται στην ενωσιακή βάση δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των ποσοτήτων, της γεωγραφικής προέλευσης και της πρώτης ύλης των βιοκαυσίμων, των βιορρευστών και των καυσίμων από βιομάζα. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσπαθήσουν να εργαστούν για τη διασυνδεσιμότητα μεταξύ της ενωσιακής βάσης δεδομένων και των υφιστάμενων εθνικών βάσεων δεδομένων, ώστε να καταστεί δυνατή η ομαλή μετάβαση και να καταστεί δυνατή η αμφίδρομη λειτουργία των βάσεων δεδομένων. Συμπληρωματικά προς αυτή την ενίσχυση της διαφάνειας και της ιχνηλασιμότητας των μεμονωμένων φορτίων πρώτων υλών και καυσίμων στην αλυσίδα εφοδιασμού, ο πρόσφατα εκδοθείς εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2022/996 της Επιτροπής (31) ενίσχυσε τις απαιτήσεις σχετικά με τον έλεγχο για τους οργανισμούς πιστοποίησης και τις εξουσίες δημόσιας εποπτείας των οργανισμών πιστοποίησης, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας των αρμόδιων αρχών να έχουν πρόσβαση σε έγγραφα και εγκαταστάσεις των οικονομικών φορέων κατά τους εποπτικούς ελέγχους τους. Αναλόγως ενισχύθηκε σημαντικά η ακεραιότητα του πλαισίου επαλήθευσης της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001, δεδομένου ότι συμπληρώνεται ο έλεγχος από τους οργανισμούς πιστοποίησης και η ενωσιακή βάση δεδομένων με την ικανότητα επαλήθευσης και εποπτείας εκ μέρους των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών. Συνιστάται θερμά στα κράτη μέλη να αξιοποιήσουν και τις δύο δυνατότητες δημόσιας εποπτείας.

(90)

Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσαρμόζονται συνεχώς στις βέλτιστες διοικητικές πρακτικές και να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για την απλούστευση της εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001 και, κατά συνέπεια, για τη μείωση του κόστους συμμόρφωσης για τους εμπλεκόμενους φορείς και τους επηρεαζόμενους τομείς.

(91)

Πρέπει να θεσπιστούν κατάλληλες διατάξεις για την καταπολέμηση της απάτης, ιδίως όσον αφορά τη χρήση πρώτων υλών που βασίζονται σε απόβλητα ή βιομάζας που έχει διαπιστωθεί ότι συνιστά υψηλό κίνδυνο έμμεσης αλλαγής της χρήσης γης. Δεδομένου ότι ο εντοπισμός και η πρόληψη της απάτης είναι ουσιαστικής σημασίας για την πρόληψη του αθέμιτου ανταγωνισμού και της ανεξέλεγκτης αποδάσωσης, μεταξύ άλλων σε τρίτες χώρες, θα πρέπει να εφαρμοστεί πλήρης και πιστοποιημένη ιχνηλασιμότητα των εν λόγω πρώτων υλών.

(92)

Η οδηγία (ΕΕ) 2018/2001 θα πρέπει, επομένως, να τροποποιηθεί αναλόγως.

(93)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2018/1999 περιλαμβάνει αρκετές αναφορές στον για το 2030 δεσμευτικό σε επίπεδο Ένωσης στόχο τουλάχιστον 32 % για το μερίδιο ανανεώσιμης ενέργειας που καταναλώνεται στην Ένωση. Καθώς ο εν λόγω στόχος πρέπει να αυξηθεί προκειμένου να συμβάλει αποτελεσματικά στη φιλοδοξία μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά 55 % έως το 2030, οι εν λόγω αναφορές θα πρέπει να τροποποιηθούν. Τυχόν πρόσθετες απαιτήσεις σχεδιασμού και υποβολής εκθέσεων που ορίζονται δεν θα δημιουργήσουν νέο σύστημα σχεδιασμού και υποβολής εκθέσεων, αλλά θα πρέπει να υπόκεινται στο υφιστάμενο πλαίσιο σχεδιασμού και υποβολής εκθέσεων βάσει του εν λόγω κανονισμού.

(94)

Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 98/70/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (32) θα πρέπει να τροποποιηθεί προκειμένου να αποφευχθεί η επικάλυψη των κανονιστικών απαιτήσεων όσον αφορά τους στόχους για την απανθρακοποίηση των καυσίμων κίνησης και να ευθυγραμμιστεί με την οδηγία (ΕΕ) 2018/2001.

(95)

Οι ορισμοί της οδηγίας 98/70/ΕΚ θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν με τους ορισμούς της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001 προκειμένου να αποφευχθεί η εφαρμογή διαφορετικών ορισμών δυνάμει των δύο αυτών πράξεων.

(96)

Οι υποχρεώσεις σχετικά με τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και τη χρήση βιοκαυσίμων της οδηγίας 98/70/ΕΚ θα πρέπει να απαλειφθούν για λόγους εξορθολογισμού και για να αποφευχθεί η διπλή ρύθμιση όσον αφορά τις ενισχυμένες υποχρεώσεις απανθρακοποίησης των καυσίμων κίνησης που προβλέπονται στην οδηγία (ΕΕ) 2018/2001.

(97)

Οι υποχρεώσεις σχετικά με την παρακολούθηση και την υποβολή εκθέσεων για τις μειώσεις των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που ορίζονται στην οδηγία 98/70/ΕΚ θα πρέπει να απαλειφθούν για να αποφευχθεί η επικάλυψη των ρυθμίσεων για την υποχρέωση υποβολής εκθέσεων.

(98)

Η οδηγία (ΕΕ) 2015/652 του Συμβουλίου (33), η οποία προβλέπει τους λεπτομερείς κανόνες για την ομοιόμορφη εφαρμογή του άρθρου 7α της οδηγίας 98/70/ΕΚ, θα πρέπει να καταργηθεί καθώς καθίσταται παρωχημένη με την κατάργηση του άρθρου 7α της οδηγίας 98/70/ΕΚ από την παρούσα οδηγία.

(99)

Όσον αφορά τα βιολογικά συστατικά του ντίζελ, η αναφορά στο ντίζελ Β7 στην οδηγία 98/70/ΕΚ, δηλαδή στο ντίζελ που περιέχει μεθυλεστέρες λιπαρών οξέων σε ποσοστό έως και 7 %, περιορίζει τις διαθέσιμες επιλογές για την επίτευξη υψηλότερων στόχων ενσωμάτωσης των βιοκαυσίμων όπως ορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) 2018/2001. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι σχεδόν ολόκληρη η προμήθεια ντίζελ στην Ένωση είναι ήδη Β7. Για τον λόγο αυτόν, το μέγιστο μερίδιο των βιολογικών συστατικών θα πρέπει να αυξηθεί από 7 % σε 10 %. Η διατήρηση της ενθάρρυνσης της χρήσης του καυσίμου B10, δηλαδή του ντίζελ που περιέχει μεθυλεστέρες λιπαρών οξέων σε ποσοστό έως και 10 %, απαιτεί βαθμό προστασίας του B7 σε επίπεδο Ένωσης για ποσοστό μεθυλεστέρων λιπαρών οξέων 7 % στο ντίζελ, λόγω του μεγάλου ποσοστού οχημάτων που δεν είναι συμβατά με το B10 και αναμένεται να υπάρχουν στον στόλο έως το 2030. Αυτό θα πρέπει να αντανακλάται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 98/70/ΕΚ.

(100)

Οι μεταβατικές διατάξεις θα πρέπει να επιτρέπουν την τακτική συνέχιση της συλλογής δεδομένων και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων σχετικά με τα άρθρα της οδηγίας 98/70/ΕΚ που διαγράφονται με την παρούσα οδηγία.

(101)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, της ενεργειακής εξάρτησης και των τιμών ενέργειας, δεν μπορεί να επιτευχθεί ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως εξαιτίας της κλίμακας της δράσης να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(102)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα (34), τα κράτη μέλη δεσμεύτηκαν να επισυνάπτουν στην κοινοποίηση των εθνικών μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, όταν δικαιολογείται, ένα ή περισσότερα έγγραφα που διευκρινίζουν τη σχέση ανάμεσα στα στοιχεία μιας οδηγίας και στα αντίστοιχα τμήματα των εθνικών πράξεων μεταφοράς. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, οι νομοθέτες θεωρούν τη διαβίβαση τέτοιων εγγράφων δικαιολογημένη, ιδίως μετά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην υπόθεση Επιτροπή κατά Βελγίου (35) (υπόθεση C-543/17).

(103)

Προκειμένου να αντισταθμιστεί ο κανονιστικός φόρτος που εισάγεται με την παρούσα οδηγία για τους πολίτες, τις διοικήσεις και τις επιχειρήσεις, η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει το κανονιστικό πλαίσιο στους σχετικούς τομείς σύμφωνα με την αρχή «μία θέσπιση, μία κατάργηση», όπως ορίζεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 29ης Απριλίου 2021 με τίτλο «Βελτίωση της νομοθεσίας: συνένωση δυνάμεων για τη βελτίωση της νομοθεσίας»,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Τροποποιήσεις της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001

Η οδηγία (ΕΕ) 2018/2001 τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 2, το δεύτερο εδάφιο τροποποιείται ως εξής:

α)

το σημείο 1) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1)

“ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές” ή “ανανεώσιμη ενέργεια: η ενέργεια από ανανεώσιμες μη ορυκτές πηγές ήτοι αιολική, ηλιακή (ηλιακή θερμική και ηλιακή φωτοβολταϊκή) και γεωθερμική ενέργεια, ωσμωτική ενέργεια, ενέργεια του περιβάλλοντος, παλιρροϊκή, κυματική και λοιπές μορφές ενέργειας των ωκεανών, υδροηλεκτρική, από βιομάζα, ενέργεια από τα εκλυόμενα στους χώρους υγειονομικής ταφής αέρια, από τα αέρια που παράγονται σε σταθμούς επεξεργασίας λυμάτων και τα βιοαέρια·

1α)

“στρογγυλή ξυλεία βιομηχανικής ποιότητας”: κορμοτεμάχια πριονιού, κορμοτεμάχια ξυλόφυλλων, στρογγυλός η τεμαχισμένος ξυλοπολτός, καθώς και κάθε άλλη στρογγυλή ξυλεία κατάλληλη για βιομηχανικούς σκοπούς, εξαιρουμένης της στρογγυλής ξυλείας της οποίας τα χαρακτηριστικά, όπως τα είδη, οι διαστάσεις, η ευθύτητα και η πυκνότητα κόμβων, την καθιστούν ακατάλληλη για βιομηχανική χρήση όπως αυτή ορίζεται και αιτιολογείται δεόντως από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις σχετικές δασικές συνθήκες και τις συνθήκες της αγοράς·»·

β)

το σημείο 4) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4)

“ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας”: τα ενεργειακά βασικά προϊόντα που παραδίδονται για ενεργειακούς σκοπούς στη βιομηχανία, στις μεταφορές, στα νοικοκυριά, στις υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων υπηρεσιών, στη γεωργία, στη δασοκομία και στην αλιεία, η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας από τον ενεργειακό κλάδο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας και οι απώλειες ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας κατά τη διανομή και τη μεταφορά·»·

γ)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία:

«9α)

“περιοχή επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας”: συγκεκριμένος τόπος ή περιοχή, στην ξηρά, στη θάλασσα ή σε εσωτερικά ύδατα, που έχει χαρακτηριστεί από κράτος μέλος ως ιδιαίτερα κατάλληλη για την εγκατάσταση σταθμών παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας.

9β)

“εξοπλισμός ηλιακής ενέργειας”: εξοπλισμός που μετατρέπει ενέργεια από τον ήλιο σε θερμική ή ηλεκτρική ενέργεια, ιδίως ηλιοθερμικός και ηλιακός φωτοβολταϊκός εξοπλισμός·»·

δ)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία:

«14α)

“ζώνη προσφοράς”: ζώνη προσφοράς όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 65) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/943 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1)·

14β)

“καινοτόμος τεχνολογία ανανεώσιμων πηγών ενέργειας”: τεχνολογία παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές η οποία βελτιώνει τουλάχιστον με έναν τρόπο συγκρίσιμη τεχνολογία ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αιχμής ή καθιστά εκμεταλλεύσιμη μια τεχνολογία ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που δεν διατίθεται πλήρως στην αγορά ή ενέχει σαφή βαθμό κινδύνου·

14γ)

“έξυπνο σύστημα μέτρησης”: έξυπνο σύστημα μέτρησης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 23) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/944 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*2)·

14δ)

“σημείο επαναφόρτισης”: σημείο επαναφόρτισης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 48) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1804 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*3)·

14ε)

“συμμετέχων στην αγορά”: συμμετέχων στην αγορά όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 25) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/943·

14στ)

“αγορές ηλεκτρικής ενέργειας”: αγορές ηλεκτρικής ενέργειας όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 9) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/944·

14ζ)

“οικιακή μπαταρία”: μια αυτόνομη επαναφορτιζόμενη μπαταρία ονομαστικής χωρητικότητας μεγαλύτερης από 2 kwh, η οποία είναι κατάλληλη για εγκατάσταση και χρήση σε οικιακό περιβάλλον·

14η)

“μπαταρία ηλεκτρικών οχημάτων”: μπαταρία ηλεκτρικών οχημάτων όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 14) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1542 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*4)·

14θ)

“μπαταρία βιομηχανικού τύπου”: μπαταρία βιομηχανικού τύπου όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 13) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1542·

14ι)

“κατάσταση υγείας”: κατάσταση υγείας όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 28) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1542·

14ια)

“κατάσταση φόρτισης”: κατάσταση φόρτισης όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 27) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1542·

14ιβ)

“σημείο ρύθμισης ισχύος”: οι δυναμικές πληροφορίες που περιέχονται στο σύστημα διαχείρισης μπαταρίας και στις οποίες καθορίζονται οι ρυθμίσεις ηλεκτρικής ισχύος στις οποίες η μπαταρία θα πρέπει να λειτουργεί με τον βέλτιστο τρόπο κατά τη διάρκεια μιας λειτουργίας επαναφόρτισης ή εκφόρτισης, ώστε να βελτιστοποιείται η κατάσταση υγείας και η λειτουργική χρήση της·

14ιγ)

“έξυπνη επαναφόρτιση”: λειτουργία επαναφόρτισης κατά την οποία η ένταση της ηλεκτρικής ενέργειας που παρέχεται στη μπαταρία προσαρμόζεται δυναμικά, με βάση πληροφορίες που λαμβάνονται μέσω ηλεκτρονικής επικοινωνίας·

14ιδ)

“ρυθμιστική αρχή”: ρυθμιστική αρχή όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/943·

14ιε)

“αμφίδρομη επαναφόρτιση”: αμφίδρομη επαναφόρτιση όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 11) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1804·

14ιστ)

“σημείο επαναφόρτισης κανονικής ισχύος”: “σημείο επαναφόρτισης κανονικής ισχύος” όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 37) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1804·

14ιζ)

“σύμβαση αγοράς ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές”: σύμβαση βάσει της οποίας ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο συμφωνεί να αγοράζει ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές απευθείας από έναν παραγωγό, η οποία περιλαμβάνει, χωρίς όμως να περιορίζεται μόνο σε αυτές, συμβάσεις αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και συμβάσεις αγοράς θέρμανσης και ψύξης από ανανεώσιμες πηγές·

(*1)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/943 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2019, σχετικά με την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ L 158 της 14.6.2019, σ. 54)."

(*2)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/944 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2019, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την τροποποίηση της οδηγίας 2012/27/ΕΕ (ΕΕ L 158 της 14.6.2019, σ. 125)."

(*3)  Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1804 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Σεπτεμβρίου 2023, για την ανάπτυξη υποδομών εναλλακτικών καυσίμων και για την κατάργηση της οδηγίας 2014/94/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 234 της 22.9.2023, σ. 1)."

(*4)  Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1542 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2023, σχετικά με τις μπαταρίες και τα απόβλητα μπαταριών, για την τροποποίηση της οδηγίας 2008/98/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 και την κατάργηση της οδηγίας 2006/66/ΕΚ (ΕΕ L 191 της 28.7.2023, σ. 1).»·"

ε)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία:

«18α)

“βιομηχανία”: επιχειρήσεις και προϊόντα που εμπίπτουν στους τομείς B, Γ και ΣΤ και στον τομέα Ι, κλάδος 63 της στατιστικής ταξινόμησης των οικονομικών δραστηριοτήτων (NACE αναθ. 2), όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1893/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*5)·

18β)

“μη ενεργειακός σκοπός”: η χρήση καυσίμων ως πρώτων υλών σε μια βιομηχανική διαδικασία, αντί να χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ενέργειας·

(*5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1893/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση της στατιστικής ταξινόμησης των οικονομικών δραστηριοτήτων NACE–αναθεώρηση 2 και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3037/90 του Συμβουλίου και ορισμένων κανονισμών ΕΚ σχετικά με ειδικούς στατιστικούς τομείς, (ΕΕ L 393 της 30.12.2006, σ. 1).»·"

στ)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία:

«22α)

“ανανεώσιμα καύσιμα”: βιοκαύσιμα, βιορευστά, καύσιμα βιομάζας και ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης·

22β)

“προτεραιότητα στην ενεργειακή απόδοση”: προτεραιότητα στην ενεργειακή απόδοση όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 18) του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999·»·

ζ)

το σημείο 36) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«36)

“ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης”: υγρά και αέρια καύσιμα των οποίων το ενεργειακό περιεχόμενο προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές πλην της βιομάζας·»·

η)

παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία:

«44α)

“δασική φυτεία”: δασική φυτεία όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 11) του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1115 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*6)·

44β)

“ωσμωτική ενέργεια”: ενέργεια που δημιουργείται από τη διαφορά συγκέντρωσης αλατιού μεταξύ δύο ρευστών, όπως γλυκού νερού και αλμυρού νερού·

44γ)

“αποδοτικότητα συστήματος”: η επιλογή ενεργειακά αποδοτικών λύσεων που επίσης επιτρέπουν μια οικονομικά αποδοτική πορεία απανθρακοποίησης, πρόσθετη ευελιξία και την αποδοτική χρήση των πόρων·

44δ)

“συντοπισμένη αποθήκευση ενέργειας”: εγκατάσταση αποθήκευσης ενέργειας συνδυασμένη με εγκατάσταση παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και συνδεδεμένη με το ίδιο σημείο πρόσβασης στο δίκτυο·

(44ε)

“ηλιοηλεκτρικό όχημα”: μηχανοκίνητο όχημα εξοπλισμένο με σύστημα μετάδοσης ισχύος που περιέχει μόνο μη περιφερειακές ηλεκτρικές μηχανές ως μετατροπέα ενέργειας, με ηλεκτρικό επαναφορτιζόμενο σύστημα αποθήκευσης ενέργειας, το οποίο μπορεί να επαναφορτίζεται εξωτερικά, και με φωτοβολταϊκούς συλλέκτες ενσωματωμένους στο όχημα.

(*6)  Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1115 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2023, για τη διαθεσιμότητα στην αγορά της Ένωσης και την εξαγωγή από την Ένωση ορισμένων βασικών και παράγωγων προϊόντων που συνδέονται με την αποψίλωση και την υποβάθμιση των δασών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 995/2010 (ΕΕ L 150 της 9.6.2023, σ. 206).»."

2)

Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν συλλογικά ότι το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας της Ένωσης ανέρχεται το 2030 σε τουλάχιστον 42,5 %.

Τα κράτη μέλη προσπαθούν συλλογικά να αυξήσουν το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας της Ένωσης το 2030 σε 45 %.

Τα κράτη μέλη θέτουν έναν ενδεικτικό στόχο για καινοτόμο τεχνολογία ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που είναι τουλάχιστον το 5 % της νέας εγκατεστημένης δυναμικότητας ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές έως το 2030.»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να διασφαλίσουν ότι η ενέργεια από βιομάζα παράγεται με τρόπο που ελαχιστοποιεί τις αθέμιτες στρεβλωτικές επιπτώσεις στην αγορά πρώτων υλών βιομάζας και τις δυσμενείς επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα, το περιβάλλον και το κλίμα. Για τον σκοπό αυτό, λαμβάνουν υπόψη την ιεράρχηση των αποβλήτων, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2008/98/ΕΚ, και διασφαλίζουν την εφαρμογή της αρχής της αλυσιδωτής χρήσης της βιομάζας, με έμφαση στα καθεστώτα στήριξης και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες.

Τα κράτη μέλη σχεδιάζουν καθεστώτα στήριξης για την ενέργεια από βιοκαύσιμα, βιορευστά και καύσιμα βιομάζας κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται η παροχή κινήτρων για μη βιώσιμες οδούς και η στρέβλωση του ανταγωνισμού με τους τομείς των υλικών, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η ξυλώδης βιομάζα χρησιμοποιείται σύμφωνα με την υψηλότερη οικονομική και περιβαλλοντική προστιθέμενη αξία της με την ακόλουθη σειρά προτεραιοτήτων:

α)

προϊόντα με βάση το ξύλο·

β)

παράταση της διάρκειας ζωής των προϊόντων με βάση το ξύλο·

γ)

επαναχρησιμοποίηση·

δ)

ανακύκλωση·

ε)

βιοενέργεια· και

στ)

διάθεση.

3α.   Τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από την αρχή της αλυσιδωτής χρήσης της βιομάζας που αναφέρεται στην παράγραφο 3 όπου απαιτείται να διασφαλιστεί η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να παρεκκλίνουν από την εν λόγω αρχή όταν η τοπική βιομηχανία δεν είναι, από ποσοτική ή τεχνική άποψη, σε θέση να χρησιμοποιήσει δασική βιομάζα για μια οικονομική και περιβαλλοντική προστιθέμενη αξία που είναι υψηλότερη από την παραγωγή ενέργειας, για πρώτες ύλες προερχόμενες από:

α)

αναγκαίες δραστηριότητες διαχείρισης δασών, με στόχο τη διασφάλιση εργασιών αραίωσης πριν από την εμπορία ή που εκτελούνται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο για την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών σε περιοχές υψηλού κινδύνου·

β)

υλοτομία διάσωσης μετά από τεκμηριωμένες φυσικές διαταραχές· ή

γ)

τη συγκομιδή συγκεκριμένης ξυλείας της οποίας τα χαρακτηριστικά δεν είναι κατάλληλα για τοπικές εγκαταστάσεις επεξεργασίας.

3β.   Τα κράτη μέλη, κατ’ ανώτατο όριο μία φορά ετησίως, κοινοποιούν στην Επιτροπή περίληψη των παρεκκλίσεων από την εφαρμογή της αρχής της αλυσιδωτής χρήσης της βιομάζας δυνάμει της παραγράφου 3α, μαζί με την αιτιολόγηση των εν λόγω παρεκκλίσεων και τη γεωγραφική κλίμακα στην οποία εφαρμόζονται. Η Επιτροπή δημοσιοποιεί τις κοινοποιήσεις που λαμβάνει και μπορεί να εκδώσει δημόσια γνώμη για οποιαδήποτε από αυτές.

3γ.   Τα κράτη μέλη δεν χορηγούν άμεση χρηματοδοτική στήριξη για:

α)

τη χρήση κορμοτεμαχίων πριονιού, κορμών ξυλόφυλλων, στρογγυλής ξυλείας βιομηχανικής ποιότητας, πρέμνων και ριζών για την παραγωγή ενέργειας·

β)

την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας από την αποτέφρωση αποβλήτων, εκτός εάν έχουν τηρηθεί οι υποχρεώσεις χωριστής συλλογής που ορίζονται στην οδηγία 2008/98/ΕΚ.

3δ.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, τα κράτη μέλη δεν χορηγούν νέα στήριξη ούτε ανανεώνουν οποιαδήποτε στήριξη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από δασική βιομάζα σε εγκαταστάσεις αποκλειστικής ηλεκτροπαραγωγής, εκτός εάν η εν λόγω ηλεκτρική ενέργεια πληροί τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

παράγεται σε μια περιοχή που προσδιορίζεται σε ένα εδαφικό σχέδιο δίκαιης μετάβασης που θεσπίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/1056 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*7) λόγω της εξάρτησής του από στερεά ορυκτά καύσιμα, και πληροί τις σχετικές απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 29 παράγραφος 11 της παρούσας οδηγίας·

β)

παράγεται μέσω συλλογής και αποθήκευσης βιομάζας CO2 και πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 29 παράγραφος 11 δεύτερο εδάφιο·

γ)

παράγεται σε εξόχως απόκεντρη περιοχή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 349 ΣΛΕΕ, για περιορισμένο χρονικό διάστημα και με στόχο τη σταδιακή κατάργηση, στο μέτρο του δυνατού, της χρήσης δασικής βιομάζας, χωρίς να επηρεάζεται η πρόσβαση σε ασφαλή ενέργεια και η ενεργειακή ασφάλεια.

Έως το 2027, η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση σχετικά με τον αντίκτυπο των καθεστώτων στήριξης των κρατών μελών για τη βιομάζα, μεταξύ άλλων στη βιοποικιλότητα, σχετικά με το κλίμα και το περιβάλλον και σχετικά με πιθανές στρεβλώσεις της αγοράς, και αξιολογεί τη δυνατότητα περαιτέρω περιορισμών όσον αφορά τα καθεστώτα στήριξης της δασικής βιομάζας.

(*7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/1056 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 2021, για τη θέσπιση του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης (ΕΕ L 231 της 30.6.2021, σ. 1).»·"

γ)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4α.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν ένα πλαίσιο, το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει καθεστώτα στήριξης και μέτρα διευκόλυνσης της υιοθέτησης συμβάσεων αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, επιτρέποντας την ανάπτυξη της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σε επίπεδο το οποίο συνάδει με την εθνική συνεισφορά του κράτους μέλους που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και με ρυθμό που συνάδει με τις ενδεικτικές πορείες που αναφέρονται στο άρθρο 4 στοιχείο α) σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999. Ειδικότερα, το εν λόγω πλαίσιο αντιμετωπίζει τους εναπομένοντες φραγμούς για υψηλό επίπεδο παροχής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με τις διαδικασίες αδειοδότησης, και την ανάπτυξη των αναγκαίων υποδομών μεταφοράς, διανομής και αποθήκευσης, συμπεριλαμβανομένης της συντοπισμένης αποθήκευσης ενέργειας. Κατά τον σχεδιασμό του εν λόγω πλαισίου, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη την πρόσθετη ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές που απαιτείται για την κάλυψη της ζήτησης στους τομείς των μεταφορών, της βιομηχανίας, των κτιρίων και της θέρμανσης και ψύξης και για την παραγωγή ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης. Τα κράτη μέλη μπορούν να περιλαμβάνουν σύνοψη των πολιτικών και των μέτρων βάσει του πλαισίου και αξιολόγηση της εφαρμογής τους, αντίστοιχα, στα ενοποιημένα εθνικά σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα τα οποία υποβάλλονται δυνάμει των άρθρων 3 και 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999 και στις ενοποιημένες εθνικές εκθέσεις προόδου για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 17 του εν λόγω κανονισμού.»

.

3)

Το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Όσον αφορά το πρώτο εδάφιο στοιχεία α), β) ή γ), το αέριο και η ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές λαμβάνονται υπόψη μία μόνον φορά κατά τον υπολογισμό του μεριδίου ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

H ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης προσμετράται στον τομέα – ηλεκτρική ενέργεια, θέρμανση και ψύξη ή μεταφορές – όπου καταναλώνεται.

Με την επιφύλαξη του τρίτου εδαφίου, τα κράτη μέλη μπορούν να συμφωνήσουν, μέσω ειδικής συμφωνίας συνεργασίας, να προσμετρήσουν το σύνολο ή μέρος των ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης που καταναλώνονται σε ένα κράτος μέλος στο μερίδιο της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στο κράτος μέλος στο οποίο παράγονται τα εν λόγω καύσιμα. Προκειμένου να παρακολουθείται ότι τα ίδια ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης δεν προσμετρώνται τόσο στο κράτος μέλος όπου παράγονται όσο και στο κράτος μέλος όπου καταναλώνονται και προκειμένου να καταγράφεται η προσμετρώμενη ποσότητα, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε τέτοια συμφωνία συνεργασίας. Μια τέτοια συμφωνία συνεργασίας περιλαμβάνει την ποσότητα ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης που πρέπει να προσμετρηθεί συνολικά και για κάθε κράτος μέλος, καθώς και την ημερομηνία κατά την οποία τίθεται σε λειτουργία η εν λόγω συμφωνία.»·

β)

στην παράγραφο 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α), η ακαθάριστη τελική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές υπολογίζεται ως η ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται σε ένα κράτος μέλος από ανανεώσιμες πηγές, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από αυτοκαταναλωτές ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και από κοινότητες ανανεώσιμης ενέργειας και της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης και εξαιρουμένης της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται με συστήματα αποθήκευσης μέσω άντλησης από νερό που έχει προηγουμένως αντληθεί στον άνω ταμιευτήρα, καθώς και της ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης.»·

γ)

στην παράγραφο 4, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

Η τελική κατανάλωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στον τομέα των μεταφορών υπολογίζεται ως το άθροισμα όλων των βιοκαυσίμων, του βιοαερίου και των ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης που καταναλώνονται στον τομέα των μεταφορών. Αυτό περιλαμβάνει τα ανανεώσιμα καύσιμα που παρέχονται για διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές.».

4)

Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2025, κάθε κράτος μέλος συμφωνεί να θεσπίσει πλαίσιο συνεργασίας για κοινά έργα με ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη για την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, με τις ακόλουθες επιφυλάξεις:

α)

έως τις 31 Δεκεμβρίου 2030, τα κράτη μέλη προσπαθούν να συμφωνήσουν για τη δημιουργία τουλάχιστον δύο κοινών έργων·

β)

έως τις 31 Δεκεμβρίου 2033, τα κράτη μέλη με ετήσια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας άνω των 100 TWh προσπαθούν να συμφωνήσουν για τη δημιουργία τρίτου κοινού έργου.

Ο προσδιορισμός κοινών υπεράκτιων έργων ανανεώσιμης ενέργειας συνάδει με τις ανάγκες που προσδιορίζονται στα υψηλού επιπέδου στρατηγικά ενοποιημένα σχέδια ανάπτυξης υπεράκτιων δικτύων για κάθε θαλάσσια λεκάνη που αναφέρονται στο άρθρο 14 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2022/869 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*8) και στο ενωσιακό δεκαετές πρόγραμμα ανάπτυξης δικτύων που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/943, αλλά μπορεί να υπερβαίνει τις εν λόγω ανάγκες και μπορεί να περιλαμβάνει τοπικές και περιφερειακές αρχές και ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Τα κράτη μέλη επιδιώκουν τη δίκαιη κατανομή του κόστους και των οφελών των κοινών έργων. Για τον σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη το σύνολο του σχετικού κόστους και των οφελών του κοινού έργου στη σχετική συμφωνία συνεργασίας.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις συμφωνίες συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της ημερομηνίας κατά την οποία αναμένεται να τεθούν σε λειτουργία τα κοινά έργα. Τα έργα που χρηματοδοτούνται από εθνικές συνεισφορές στο πλαίσιο του μηχανισμού χρηματοδότησης της Ένωσης για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές που θεσπίστηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2020/1294 της Επιτροπής (*9) θεωρείται ότι πληρούν τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο για τα συμμετέχοντα κράτη μέλη.

(*8)  Κανονισμός (ΕΕ) 2022/869 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2022, σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις διευρωπαϊκές ενεργειακές υποδομές, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 715/2009, (ΕΕ) 2019/942 και (ΕΕ) 2019/943 και των οδηγιών 2009/73/ΕΚ και (ΕΕ) 2019/944 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 347/2013 (ΕΕ L 152 της 3.6.2022, σ. 45)."

(*9)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2020/1294 της Επιτροπής, της 15ης Σεπτεμβρίου 2020, για τον μηχανισμό χρηματοδότησης της Ένωσης για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές (ΕΕ L 303 της 17.9.2020, σ. 1).»·"

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«7α.   Με βάση τους ενδεικτικούς στόχους για την παραγωγή ενέργειας από υπεράκτιες ανανεώσιμες πηγές που πρόκειται να αναπτυχθούν σε κάθε θαλάσσια λεκάνη, οι οποίοι προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2022/869, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη δημοσιεύουν πληροφορίες σχετικά με τις ποσότητες ενέργειας από υπεράκτιες ανανεώσιμες πηγές που σχεδιάζουν να επιτύχουν μέσω διαγωνισμών, λαμβάνοντας υπόψη την τεχνική και οικονομική δυνατότητα για την υποδομή δικτύου και τις δραστηριότητες που ήδη λαμβάνουν χώρα. Τα κράτη μέλη προσπαθούν να κατανείμουν χώρο για υπεράκτια έργα ανανεώσιμης ενέργειας στα θαλάσσια χωροταξικά τους σχέδια, λαμβάνοντας υπόψη τις δραστηριότητες που ήδη πραγματοποιούνται στις επηρεαζόμενες περιοχές. Προκειμένου να διευκολυνθεί η αδειοδότηση κοινών υπεράκτιων έργων ανανεώσιμης ενέργειας, τα κράτη μέλη μειώνουν την πολυπλοκότητα και αυξάνουν την αποδοτικότητα και τη διαφάνεια της διαδικασίας αδειοδότησης, ενισχύουν τη συνεργασία μεταξύ τους και, όπου ενδείκνυται, δημιουργούν ενιαίο σημείο επαφής. Προκειμένου να ενισχυθεί η αποδοχή από το κοινό, τα κράτη μέλη μπορούν να περιλαμβάνουν κοινότητες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε κοινά έργα υπεράκτιας ανανεώσιμης ενέργειας.»

.

5)

Το άρθρο 15 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ώστε οι εθνικοί κανόνες για τις διαδικασίες έγκρισης, πιστοποίησης και χορήγησης άδειας που εφαρμόζονται στους σταθμούς και τα συνδεδεμένα δίκτυα μεταφοράς και διανομής για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, θέρμανσης ή ψύξης από ανανεώσιμες πηγές, στη διαδικασία μετατροπής της βιομάζας σε βιοκαύσιμα, βιορευστά, καύσιμα βιομάζας ή άλλα ενεργειακά προϊόντα, και σε ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης να είναι αναλογικοί και αναγκαίοι και να συμβάλλουν στην εφαρμογή της αρχής της προτεραιότητας στην ενεργειακή απόδοση.»·

β)

οι παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη ορίζουν τις τεχνικές προδιαγραφές που πρέπει να πληρούν ο εξοπλισμός και τα συστήματα ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές για να μπορούν να επωφεληθούν από καθεστώτα στήριξης και να είναι επιλέξιμες στο πλαίσιο δημοσίων συμβάσεων. Όταν υπάρχουν εναρμονισμένα ή ευρωπαϊκά πρότυπα, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών συστημάτων αναφοράς που θεσπίστηκαν από τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης, οι εν λόγω τεχνικές προδιαγραφές εκφράζονται με βάση τα εν λόγω πρότυπα. Δίνεται προτεραιότητα στα εναρμονισμένα πρότυπα των οποίων τα στοιχεία αναφοράς έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη στήριξη του ενωσιακού δικαίου, συμπεριλαμβανομένου του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1369 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*10) και της οδηγίας 2009/125/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*11). Ελλείψει αυτών χρησιμοποιούνται άλλα εναρμονισμένα πρότυπα και ευρωπαϊκά πρότυπα, με αυτήν τη σειρά. Οι εν λόγω τεχνικές προδιαγραφές δεν προβλέπουν το πού πρέπει να πιστοποιούνται ο εξοπλισμός και τα συστήματα και δεν συνιστούν εμπόδιο στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

2α.   Τα κράτη μέλη προωθούν τη δοκιμή καινοτόμου τεχνολογίας ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές για την παραγωγή, τον επιμερισμό και την αποθήκευση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μέσω πιλοτικών έργων σε πραγματικό περιβάλλον, για περιορισμένο διάστημα, σύμφωνα με το ισχύον ενωσιακό δίκαιο και συνοδευόμενα από κατάλληλες διασφαλίσεις για την ασφαλή λειτουργία του ενεργειακού συστήματος και την αποφυγή δυσανάλογων επιπτώσεων στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, υπό την εποπτεία αρμόδιας αρχής.

3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες εθνικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές να περιλαμβάνουν διατάξεις για την ενσωμάτωση και την ανάπτυξη της ανανεώσιμης ενέργειας, μεταξύ άλλων για την αυτοκατανάλωση ανανεώσιμης ενέργειας και τις κοινότητες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καθώς και για τη χρήση της αναπόφευκτης απορριπτόμενης θερμότητας και ψύξης κατά τον προγραμματισμό, συμπεριλαμβανομένων του έγκαιρου χωροταξικού σχεδιασμού, της σχεδίασης, κατασκευής και ανακαίνισης αστικών υποδομών, βιομηχανικών, εμπορικών ή οικιστικών περιοχών και ενεργειακών και μεταφορικών υποδομών, συμπεριλαμβανομένων των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης, φυσικού αερίου και εναλλακτικών καυσίμων. Τα κράτη μέλη παροτρύνουν ιδίως τους τοπικούς και περιφερειακούς διοικητικούς φορείς να περιλαμβάνουν θέρμανση και ψύξη που παράγονται από ανανεώσιμες πηγές στον πολεοδομικό προγραμματισμό των πόλεων, κατά περίπτωση, και να διαβουλεύονται με τους φορείς εκμετάλλευσης των δικτύων για να αντικατοπτρίζεται ο αντίκτυπος των προγραμμάτων ενεργειακής απόδοσης και ανταπόκρισης στη ζήτηση, καθώς και των ειδικών διατάξεων για την αυτοκατανάλωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και τις κοινότητες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, στα σχέδια ανάπτυξης υποδομών των φορέων εκμετάλλευσης των δικτύων.

(*10)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1369 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2017, σχετικά με τον καθορισμό ενός πλαισίου για την ενεργειακή σήμανση και για την κατάργηση της οδηγίας 2010/30/ΕΕ (ΕΕ L 198 της 28.7.2017, σ. 1)."

(*11)  Οδηγία 2009/125/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, για τη θέσπιση πλαισίου για τον καθορισμό απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού όσον αφορά τα συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα (ΕΕ L 285 της 31.10.2009, σ. 10).»·"

γ)

οι παράγραφοι 4 έως 7 διαγράφονται·

δ)

η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.   Τα κράτη μέλη αξιολογούν τους κανονιστικούς και διοικητικούς φραγμούς για τις μακροπρόθεσμες συμβάσεις αγοράς ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και εξαλείφουν τους αδικαιολόγητους φραγμούς και προωθούν τη σύναψη τέτοιων συμβάσεων, μεταξύ άλλων διερευνώντας τρόπους μείωσης των χρηματοοικονομικών κινδύνων που συνδέονται με αυτές, ιδίως με τη χρήση εγγυήσεων πιστώσεων. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω συμβάσεις δεν υπόκεινται σε διαδικασίες ή επιβαρύνσεις που είναι δυσανάλογες ή εισάγουν διακρίσεις και ότι τυχόν συναφείς εγγυήσεις προέλευσης μπορούν να μεταβιβαστούν στον αγοραστή ανανεώσιμης ενέργειας βάσει της σύμβασης αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

Τα κράτη μέλη περιγράφουν τις πολιτικές και τα μέτρα τους για την προώθηση της σύναψης συμβάσεων αγοράς ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στα ενοποιημένα εθνικά τους σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλονται δυνάμει των άρθρων 3 και 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999 και στις ενοποιημένες εθνικές εκθέσεις προόδου τους για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 17 του εν λόγω κανονισμού. Παρέχουν επίσης, στις εν λόγω εκθέσεις προόδου, ένδειξη της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που υποστηρίζεται από συμβάσεις αγοράς ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

Μετά την αξιολόγηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή αναλύει τους φραγμούς στις μακροπρόθεσμες συμβάσεις αγοράς ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και ιδίως στην ανάπτυξη διασυνοριακών συμφωνιών αγοράς ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την άρση των εν λόγω φραγμών.

9.   Έως τις 21 Νοεμβρίου 2025, η Επιτροπή εξετάζει εάν χρειάζονται πρόσθετα μέτρα για τη στήριξη των κρατών μελών στην εφαρμογή των διαδικασιών αδειοδότησης που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, μεταξύ άλλων μέσω της ανάπτυξης ενδεικτικών βασικών δεικτών επιδόσεων.»

.

6)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 15α

Ενσωμάτωση της ανανεώσιμης ενέργειας στα κτίρια

1.   Προκειμένου να προωθηθεί η παραγωγή και η χρήση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στον κτιριακό τομέα, τα κράτη μέλη καθορίζουν ενδεικτικό εθνικό μερίδιο της ανανεώσιμης ενέργειας που παράγεται επιτόπου ή πλησίον καθώς και της ανανεώσιμης ενέργειας από το δίκτυο στην τελική κατανάλωση ενέργειας στον κτιριακό τομέα τους το 2030, το οποίο συνάδει με τον ενδεικτικό στόχο μεριδίου τουλάχιστον 49 % ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στον κτιριακό τομέα στην τελική κατανάλωση ενέργειας της Ένωσης στα κτίρια το 2030. Τα κράτη μέλη περιλαμβάνουν το ενδεικτικό εθνικό μερίδιό τους στα ενοποιημένα εθνικά σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλονται δυνάμει των άρθρων 3 και 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζουν να το επιτύχουν.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να συνυπολογίζουν την απορριπτόμενη θερμότητα και ψύξη στο ενδεικτικό εθνικό μερίδιο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, με ανώτατο όριο το 20 % του εν λόγω μεριδίου. Εάν αποφασίσουν να το πράξουν, το ενδεικτικό εθνικό μερίδιο αυξάνεται κατά το ήμισυ του ποσοστού της απορριπτόμενης θερμότητας και ψύξης που συνυπολογίζεται στο εν λόγω μερίδιο.

3.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κατάλληλα μέτρα στους εθνικούς τους κανονισμούς και οικοδομικούς κώδικες και, κατά περίπτωση, στα καθεστώτα στήριξής τους, για την αύξηση του μεριδίου της ηλεκτρικής ενέργειας και της θέρμανσης και ψύξης από ανανεώσιμες πηγές που παράγονται επιτόπου ή πλησίον καθώς και ανανεώσιμη ενέργεια από το δίκτυο, στο κτιριακό απόθεμα. Στα μέτρα αυτά μπορεί να περιλαμβάνονται εθνικά μέτρα που σχετίζονται με σημαντικές αυξήσεις της αυτοκατανάλωσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, των κοινοτήτων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, της τοπικής αποθήκευσης ενέργειας, της έξυπνης επαναφόρτισης και της αμφίδρομης επαναφόρτισης, άλλων υπηρεσιών ευελιξίας, όπως η ανταπόκριση στη ζήτηση, και σε συνδυασμό με βελτιώσεις της ενεργειακής απόδοσης που σχετίζονται με τη συμπαραγωγή και ανακαινίσεις μεγάλης κλίμακας, οι οποίες αυξάνουν τον αριθμό των κτιρίων με σχεδόν μηδενική κατανάλωση ενέργειας και κτιρίων που υπερβαίνουν τις ελάχιστες απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης που καθορίζονται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2010/31/ΕΕ.

Για την επίτευξη του ενδεικτικού μεριδίου της ανανεώσιμης ενέργειας που προβλέπεται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη απαιτούν, στους εθνικούς τους κανονισμούς και οικοδομικούς κώδικες και, κατά περίπτωση, στα καθεστώτα στήριξής τους ή με άλλα μέσα ισοδύναμου αποτελέσματος, τη χρήση ελάχιστων επιπέδων ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που παράγονται επιτόπου ή πλησίον καθώς και ανανεώσιμη ενέργεια από το δίκτυο, σε νέα κτίρια και σε υφιστάμενα κτίρια που υπόκεινται σε σημαντική ανακαίνιση ή ανακαίνιση του συστήματος θέρμανσης, σύμφωνα με την οδηγία 2010/31/ΕΕ, εφόσον αυτό είναι οικονομικά, τεχνικά και λειτουργικά εφικτό. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν την επίτευξη των εν λόγω ελάχιστων επιπέδων, μεταξύ άλλων, μέσω της αποδοτικής τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης.

Όσον αφορά τα υπάρχοντα κτίρια, το πρώτο εδάφιο ισχύει για τις ένοπλες δυνάμεις, μόνον στο μέτρο που η εφαρμογή του δεν έρχεται σε σύγκρουση με τη φύση και τον κύριο στόχο των δραστηριοτήτων των ενόπλων δυνάμεων και εξαιρουμένου του υλικού που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για στρατιωτικούς σκοπούς.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα δημόσια κτίρια σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο λειτουργούν ως υπόδειγμα όσον αφορά το μερίδιο της ανανεώσιμης ενέργειας που χρησιμοποιείται, σύμφωνα με το άρθρο 9 της οδηγίας 2010/31/ΕΕ και το άρθρο 5 της οδηγίας 2012/27/ΕΕ. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης, μεταξύ άλλων, με την πρόβλεψη ότι οι στέγες των δημόσιων ή μεικτών ιδιωτικών-δημοσίων κτιρίων χρησιμοποιούνται από τρίτους για εγκαταστάσεις που παράγουν ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές.

5.   Όπου κρίνεται σκόπιμο, τα κράτη μέλη μπορούν να προωθούν τη συνεργασία μεταξύ τοπικών αρχών και κοινοτήτων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στον κτιριακό τομέα, ιδίως μέσω της χρήσης δημόσιων συμβάσεων.

6.   Προκειμένου να επιτευχθεί το ενδεικτικό μερίδιο ανανεώσιμης ενέργειας που προβλέπεται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη προωθούν τη χρήση συστημάτων και εξοπλισμού θέρμανσης και ψύξης από ανανεώσιμες πηγές και μπορούν να προωθούν καινοτόμο τεχνολογία, όπως έξυπνα και βασιζόμενα σε συστήματα ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και εξοπλισμό θέρμανσης και ψύξης, που συμπληρώνεται, κατά περίπτωση, με έξυπνη διαχείριση της κατανάλωσης ενέργειας στα κτίρια. Για τον σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν όλα τα κατάλληλα μέτρα, εργαλεία και κίνητρα, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειακών ετικετών που έχουν αναπτυχθεί βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1369, των πιστοποιητικών ενεργειακής απόδοσης που θεσπίστηκαν δυνάμει του άρθρου 11 της οδηγίας 2010/31/ΕΕ, και άλλων κατάλληλων πιστοποιητικών ή προτύπων που έχουν αναπτυχθεί σε ενωσιακό ή εθνικό επίπεδο, και διασφαλίζουν την παροχή επαρκών πληροφοριών και συμβουλών σχετικά με εναλλακτικές επιλογές ανανεώσιμης ενέργειας υψηλής ενεργειακής απόδοσης, καθώς και για ενδεχόμενα χρηματοδοτικά μέσα και κίνητρα που είναι διαθέσιμα, με στόχο την προώθηση αυξημένου ποσοστού αντικατάστασης των παλαιών συστημάτων θέρμανσης και της ενισχυμένης μετάβασης σε λύσεις που βασίζονται σε ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές.

Άρθρο 15β

Χαρτογράφηση αναγκαίων περιοχών για τις εθνικές συνεισφορές στον συνολικό στόχο της Ένωσης για την ανανεώσιμη ενέργεια για το 2030

1.   Έως τις 21 Μαΐου 2025, τα κράτη μέλη διεξάγουν συντονισμένη χαρτογράφηση για την ανάπτυξη ανανεώσιμης ενέργειας στην επικράτειά τους με σκοπό τον προσδιορισμό του εγχώριου δυναμικού και των διαθέσιμων χερσαίων, υπόγειων, θαλάσσιων περιοχών ή των εσωτερικών υδάτων, που είναι αναγκαίες για την εγκατάσταση σταθμών παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας και των σχετικών υποδομών τους, όπως οι εγκαταστάσεις δικτύου και αποθήκευσης, συμπεριλαμβανομένης της αποθήκευσης θερμότητας, που απαιτούνται για την κάλυψη τουλάχιστον των εθνικών συνεισφορών τους στον συνολικό στόχο της Ένωσης για την ανανεώσιμη ενέργεια για το 2030 που καθορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας. Προς τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν ή να βασίζονται στα υφιστάμενα έγγραφα ή σχέδια χωροταξικού σχεδιασμού τους, συμπεριλαμβανομένων των θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων που καταρτίζονται δυνάμει της οδηγίας 2014/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*12). Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τον συντονισμό μεταξύ όλων των αρμόδιων εθνικών, περιφερειακών και τοπικών αρχών και οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των φορέων εκμετάλλευσης δικτύων, κατά τη χαρτογράφηση των αναγκαίων περιοχών, όταν συντρέχει περίπτωση.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι περιοχές αυτές, συμπεριλαμβανομένων των υφιστάμενων σταθμών παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας και των μηχανισμών συνεργασίας, είναι ανάλογες με τις εκτιμώμενες πορείες και τη συνολική προγραμματισμένη εγκατεστημένη δυναμικότητα από τις τεχνολογίες ανανεώσιμης ενέργειας που ορίζονται στα εθνικά σχέδιά τους για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλονται δυνάμει των άρθρων 3 και 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999.

2.   Για το σκοπό του προσδιορισμού των περιοχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη ιδίως:

α)

τη διαθεσιμότητα της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και το δυναμικό των διαφόρων τύπων τεχνολογίας να παράγουν ανανεώσιμη ενέργεια στις χερσαίες, υπόγειες, θαλάσσιες περιοχές ή τα εσωτερικά ύδατα·

β)

την προβλεπόμενη ενεργειακή ζήτηση, λαμβάνοντας υπόψη τη δυνητική ευελιξία της ενεργού ανταπόκρισης στη ζήτηση, τα αναμενόμενα οφέλη αποδοτικότητας και την ενοποίηση του ενεργειακού συστήματος·

γ)

τη διαθεσιμότητα σχετικών ενεργειακών υποδομών, συμπεριλαμβανομένων των δικτύων, της αποθήκευσης και άλλων εργαλείων ευελιξίας, ή τη δυνατότητα δημιουργίας ή αναβάθμισης της εν λόγω υποδομής δικτύου και αποθήκευσης.

3.   Τα κράτη μέλη ευνοούν τις πολλαπλές χρήσεις των περιοχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Τα έργα ανανεώσιμης ενέργειας είναι συμβατά με τις προϋπάρχουσες χρήσεις των εν λόγω περιοχών.

4.   Τα κράτη μέλη επανεξετάζουν και, κατά περίπτωση, επικαιροποιούν περιοδικά τις περιοχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, ιδίως στο πλαίσιο της επικαιροποίησης των εθνικών σχεδίων τους για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλονται δυνάμει των άρθρων 3 και 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999.

Άρθρο 15γ

Περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας

1.   Έως τις 21 Φεβρουαρίου 2026, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές εγκρίνουν ένα ή περισσότερα σχέδια που ορίζουν, ως υποσύνολο των περιοχών που αναφέρονται στο άρθρο 15β παράγραφος 1, περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για έναν ή περισσότερους τύπους ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν τους σταθμούς καύσης βιομάζας και τους υδροηλεκτρικούς σταθμούς. Στα σχέδια αυτά, οι αρμόδιες αρχές:

α)

χαρακτηρίζουν επαρκώς ομοιογενείς χερσαίες περιοχές, εσωτερικά ύδατα και θαλάσσιες περιοχές όπου η ανάπτυξη ενός συγκεκριμένου τύπου ή συγκεκριμένων τύπων ανανεώσιμης ενέργειας δεν αναμένεται να επιφέρει σημαντικό περιβαλλοντικό αντίκτυπο, δεδομένων των ιδιαιτεροτήτων της επιλεγμένης περιοχής, και παράλληλα:

i)

αποδίδουν προτεραιότητα σε τεχνητές και κατασκευασμένες επιφάνειες, όπως στέγες και προσόψεις κτιρίων, υποδομές μεταφορών και το άμεσο περιβάλλον τους, χώροι στάθμευσης, αγροκτήματα, χώροι αποβλήτων, βιομηχανικοί χώροι, ορυχεία, τεχνητά εσωτερικά υδατικά συστήματα, λίμνες ή ταμιευτήρες και, κατά περίπτωση, χώροι επεξεργασίας αστικών λυμάτων, καθώς και υποβαθμισμένα εδάφη που δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για γεωργικούς σκοπούς·

ii)

εξαιρούν τις περιοχές Natura 2000 και τις περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί στο πλαίσιο εθνικών προγραμμάτων προστασίας για τη διατήρηση της φύσης και της βιοποικιλότητας, τις μείζονες μεταναστευτικές οδούς για τα πτηνά και τα θαλάσσια θηλαστικά, καθώς και άλλες περιοχές που προσδιορίζονται βάσει των χαρτών ευαισθησίας και των εργαλείων που αναφέρονται στο σημείο iii), εκτός από τεχνητές και κατασκευασμένες επιφάνειες που βρίσκονται σε αυτές τις περιοχές, όπως οροφές, χώροι στάθμευσης ή υποδομές μεταφορών·

iii)

χρησιμοποιούν όλα τα κατάλληλα και αναλογικά εργαλεία και σύνολα δεδομένων για τον προσδιορισμό των περιοχών στις οποίες οι σταθμοί παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές δεν θα έχουν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένης της χαρτογράφησης της ευαισθησίας της άγριας πανίδας, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τα διαθέσιμα δεδομένα στο πλαίσιο της ανάπτυξης ενός συνεκτικού δικτύου Natura 2000, τόσο όσον αφορά τους τύπους οικοτόπων και τα είδη βάσει της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου (*13), όσο και τα πτηνά και τους τόπους που προστατεύονται βάσει της οδηγίας 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*14)·

β)

θεσπίζουν κατάλληλους κανόνες για τις περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, μεταξύ άλλων σχετικά με αποτελεσματικά μέτρα μετριασμού που πρόκειται να θεσπιστούν για την εγκατάσταση σταθμών ανανεώσιμης ενέργειας και συντοπισμένης αποθήκευσης ενέργειας, καθώς και των παγίων στοιχείων που απαιτούνται για τη σύνδεση των εν λόγω σταθμών και αποθήκευσης με το δίκτυο, προκειμένου να αποφευχθεί ο δυσμενής περιβαλλοντικός αντίκτυπος που ενδέχεται να προκύψειν ή, εάν αυτό δεν είναι δυνατόν, να μειωθεί σημαντικά, κατά περίπτωση εξασφαλίζοντας ότι εφαρμόζονται κατάλληλα μέτρα μετριασμού με αναλογικό και έγκαιρο τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 και στο άρθρο 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, στο άρθρο 5 της οδηγίας 2009/147/ΕΟΚ και στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i) της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*15) και να αποφεύγεται η υποβάθμιση και να επιτυγχάνεται καλή οικολογική κατάσταση ή καλό οικολογικό δυναμικό σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

Οι κανόνες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β) στοχεύουν στις ιδιαιτερότητες κάθε προσδιορισμένης περιοχής επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, στον τύπο ή στους τύπους της τεχνολογίας ανανεώσιμης ενέργειας που πρόκειται να αναπτυχθεί σε κάθε περιοχή και στις προσδιορισμένες περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

Εφόσον τα επιμέρους έργα συμμορφώνονται με τους κανόνες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου και εφαρμόζουν τα κατάλληλα μέτρα μετριασμού, τεκμαίρεται ότι τα έργα δεν παραβιάζουν τις εν λόγω διατάξεις με την επιφύλαξη του άρθρου 16α παράγραφοι 4 και 5 της παρούσας οδηγίας. Όταν νέα μέτρα μετριασμού για τη μεγαλύτερη δυνατή πρόληψη της θανάτωσης ή ενόχλησης ειδών που προστατεύονται βάσει των οδηγιών 92/43/ΕΟΚ και 2009/147/ΕΚ, ή οποιωνδήποτε άλλων περιβαλλοντικών επιπτώσεων, δεν έχουν δοκιμαστεί ευρέως όσον αφορά την αποτελεσματικότητά τους, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν τη χρήση τους για ένα ή περισσότερα πιλοτικά έργα για περιορισμένο χρονικό διάστημα, υπό την προϋπόθεση ότι η αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων μετριασμού παρακολουθείται στενά και ότι αναλαμβάνονται αμέσως οι απαιτούμενες ενέργειες εάν δεν αποδειχθούν αποτελεσματικά.

Οι αρμόδιες αρχές εξηγούν στα σχέδια για τον ορισμό περιοχών επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, την αξιολόγηση που πραγματοποιείται για τον προσδιορισμό κάθε χαρακτηρισμένης περιοχής επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με βάση τα κριτήρια που ορίζονται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου και για τον προσδιορισμό κατάλληλων μέτρων μετριασμού.

2.   Πριν από την έγκρισή τους, τα σχέδια που ορίζουν περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας υπόκεινται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων δυνάμει της οδηγίας 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*16), και, εάν ενδέχεται να επιφέρουν σημαντικές επιπτώσεις σε τοποθεσίες Natura 2000, στην κατάλληλη εκτίμηση επιπτώσεων δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 3 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ.

3.   Τα κράτη μέλη αποφασίζουν το μέγεθος των περιοχών επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες και τις απαιτήσεις του τύπου ή των τύπων της τεχνολογίας για τις οποίες δημιουργούν περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ενώ διατηρούν τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίζουν για το μέγεθος των περιοχών αυτών, τα κράτη μέλη προσπαθούν να διασφαλίσουν ότι το συνδυασμένο μέγεθος των περιοχών αυτών να είναι σημαντικό και ότι συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Τα σχέδια που ορίζουν περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που αναφέρονται πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δημοσιοποιούνται και επανεξετάζονται περιοδικά, κατά περίπτωση, ιδίως στο πλαίσιο της επικαιροποίησης των ενοποιημένων εθνικών σχεδίων για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλονται δυνάμει των άρθρων 3 και 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999.

4.   Έως τις 21 Μαΐου 2024, τα κράτη μέλη μπορούν να δηλώνουν ως περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας συγκεκριμένες περιοχές που έχουν ήδη χαρακτηριστεί ως περιοχές κατάλληλες για την ταχεία ανάπτυξη ενός ή περισσότερων ειδών τεχνολογίας ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι περιοχές αυτές βρίσκονται εκτός των τόπων Natura 2000, των περιοχών που έχουν χαρακτηριστεί στο πλαίσιο εθνικών προγραμμάτων προστασίας για τη διατήρηση της φύσης και της βιοποικιλότητας και των καθορισμένων μεταναστευτικών οδών για τα πτηνά·

β)

τα σχέδια προσδιορισμού των περιοχών αυτών έχουν υποβληθεί σε στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση δυνάμει της οδηγίας 2001/42/ΕΚ και, κατά περίπτωση, σε εκτίμηση δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 3 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ·

γ)

τα έργα που βρίσκονται στις εν λόγω περιοχές εφαρμόζουν κατάλληλους και αναλογικούς κανόνες και μέτρα για την αντιμετώπιση των δυσμενών περιβαλλοντικών συνεπειών που ενδέχεται να προκύψουν.

5.   Οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν τις διαδικασίες αδειοδότησης και τις προθεσμίες που αναφέρονται στο άρθρο 16α σε μεμονωμένα έργα σε περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Άρθρο 15δ

Δημόσια συμμετοχή

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν τη συμμετοχή του κοινού όσον αφορά τα σχέδια που ορίζουν περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που αναφέρονται στο άρθρο 15γ παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 2001/42/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού του κοινού που επηρεάζεται ή που ενδέχεται να επηρεαστεί.

2.   Τα κράτη μέλη προωθούν τη δημόσια αποδοχή των έργων ανανεώσιμης ενέργειας μέσω της άμεσης και έμμεσης συμμετοχής των τοπικών κοινωνιών στα εν λόγω έργα.

Άρθρο 15ε

Εκτάσεις για υποδομές δικτύου και αποθήκευσης που απαιτούνται για την ενσωμάτωση της ανανεώσιμης ενέργειας στο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας

1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εγκρίνουν ένα ή περισσότερα σχέδια για τον καθορισμό ειδικών περιοχών υποδομών για την ανάπτυξη έργων δικτύου και αποθήκευσης που είναι αναγκαία για την ενσωμάτωση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας, όταν η εν λόγω ανάπτυξη δεν αναμένεται να έχει σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, οι εν λόγω επιπτώσεις μπορούν να μετριαστούν δεόντως ή, όπου δεν είναι δυνατόν, να αντισταθμιστούν. Στόχος των περιοχών αυτών είναι η στήριξη και η συμπλήρωση των περιοχών επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Τα σχέδια αυτά:

α)

για έργα δικτύου, αποφεύγουν τους τόπους Natura 2000 και τις περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί στο πλαίσιο εθνικών συστημάτων προστασίας για τη διατήρηση της φύσης και της βιοποικιλότητας, εκτός εάν δεν υπάρχουν αναλογικές εναλλακτικές λύσεις για την ανάπτυξή τους, λαμβανομένων υπόψη των στόχων του τόπου·

β)

για τα έργα αποθήκευσης, εξαιρούν τους τόπους Natura 2000 και τις περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί στο πλαίσιο εθνικών καθεστώτων προστασίας·

γ)

διασφαλίζουν συνέργειες με τον καθορισμό περιοχών επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας·

δ)

υποβάλλονται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων δυνάμει της οδηγίας 2001/42/ΕΚ και, κατά περίπτωση, σε εκτίμηση δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 3 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ· και

ε)

θεσπίζουν κατάλληλους και αναλογικούς κανόνες, μεταξύ άλλων σχετικά με αναλογικά μέτρα μετριασμού που πρόκειται να θεσπιστούν για την ανάπτυξη έργων δικτύου και αποθήκευσης, προκειμένου να αποφευχθούν οι δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον που ενδέχεται να προκύψουν, ή, εάν αυτό δεν είναι δυνατόν, να μειωθούν σημαντικά.

Κατά την κατάρτιση των εν λόγω σχεδίων, τα κράτη μέλη διαβουλεύονται με τους σχετικούς διαχειριστές συστημάτων υποδομής.

2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 2 παράγραφος 1 και το άρθρο 4 παράγραφος 2 και το παράρτημα I σημείο 20 και το παράρτημα II σημείο 3 στοιχείο β) της οδηγίας 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*17), και κατά παρέκκλιση από το άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, τα κράτη μέλη μπορούν, υπό δικαιολογημένες περιστάσεις, μεταξύ άλλων όταν απαιτείται για την επιτάχυνση της ανάπτυξης της ανανεώσιμης ενέργειας για την επίτευξη των στόχων για το κλίμα και την ανανεώσιμη ενέργεια, να εξαιρούν τα έργα δικτύου και αποθήκευσης που είναι αναγκαία για την ενσωμάτωση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας από την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ, από την εκτίμηση των επιπτώσεών τους στους τόπους Natura 2000 δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 3 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και από την εκτίμηση των επιπτώσεών τους στην προστασία των ειδών δυνάμει του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και του άρθρου 5 της οδηγίας 2009/147/ΕΚ, υπό την προϋπόθεση ότι το έργο δικτύου ή αποθήκευσης βρίσκεται σε ειδική περιοχή υποδομής που έχει οριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και συμμορφώνεται με τους κανόνες που θεσπίζονται, μεταξύ άλλων σχετικά με αναλογικά μέτρα μετριασμού που πρόκειται να θεσπιστούν, σύμφωνα με το στοιχείο ε) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να χορηγούν τέτοιες εξαιρέσεις σχετικά με περιοχές υποδομών που έχουν χαρακτηριστεί πριν από τις 20 Νοεμβρίου 2023, εφόσον έχουν υποβληθεί σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων δυνάμει της οδηγίας 2001/42/ΕΚ. Οι εν λόγω εξαιρέσεις δεν ισχύουν για έργα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον άλλου κράτους μέλους ή όταν το ζητήσει ένα κράτος μέλος που ενδέχεται να επηρεαστεί σημαντικά, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ.

3.   Όταν ένα κράτος μέλος εξαιρεί τα έργα δικτύου και αποθήκευσης δυνάμει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου από τις εκτιμήσεις που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών του εν λόγω κράτους μέλους διενεργούν έλεγχο των έργων που βρίσκονται σε ειδικές περιοχές υποδομών. Η εν λόγω διαδικασία ελέγχου βασίζεται σε υφιστάμενα δεδομένα από την περιβαλλοντική εκτίμηση δυνάμει της οδηγίας 2001/42/ΕΚ. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ζητήσουν από τον αιτούντα να παράσχει πρόσθετες διαθέσιμες πληροφορίες. Η εν λόγω διαδικασία ελέγχου ολοκληρώνεται εντός 30 ημερών. Στόχος της είναι να προσδιορίσει εάν κάποιο από τα εν λόγω έργα είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει σημαντικές απρόβλεπτες δυσμενείς επιπτώσεις, λαμβανομένης υπόψη της περιβαλλοντικής ευαισθησίας των γεωγραφικών περιοχών στις οποίες βρίσκονται, οι οποίες δεν προσδιορίστηκαν κατά την περιβαλλοντική εκτίμηση των σχεδίων που χαρακτηρίζουν ειδικές περιοχές υποδομής και πραγματοποιήθηκαν δυνάμει της οδηγίας 2001/42/ΕΚ και, κατά περίπτωση, της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ.

4.   Όταν η διαδικασία ελέγχου εντοπίζει ότι ένα έργο είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει σημαντικές απρόβλεπτες δυσμενείς επιπτώσεις όπως αναφέρονται στην παράγραφο 3, η αρμόδια αρχή διασφαλίζει, με βάση τα υφιστάμενα δεδομένα, ότι εφαρμόζονται κατάλληλα και αναλογικά μέτρα μετριασμού για την αντιμετώπιση των εν λόγω επιπτώσεων. Όταν δεν είναι εφικτό να εφαρμόζονται τα εν λόγω μέτρα μετριασμού, η αρμόδια αρχή διασφαλίζει ότι ο φορέας εκμετάλλευσης θεσπίζει κατάλληλα αντισταθμιστικά μέτρα για την αντιμετώπιση των εν λόγω επιπτώσεων, τα οποία, εάν άλλα αναλογικά αντισταθμιστικά μέτρα δεν είναι διαθέσιμα, μπορούν να λάβουν τη μορφή χρηματικής αποζημίωσης για προγράμματα προστασίας των ειδών, προκειμένου να διασφαλιστεί ή να βελτιωθεί η κατάσταση διατήρησης των επηρεαζόμενων ειδών.

5.   Όταν η ενσωμάτωση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας απαιτεί έργο ενίσχυσης της υποδομής του δικτύου σε ειδικές περιοχές υποδομών ή εκτός αυτής, και ένα τέτοιο έργο υπόκειται σε διαδικασία ελέγχου που διενεργείται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, σε προσδιορισμό του κατά πόσον το έργο απαιτεί εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων ή σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ, η εν λόγω διαδικασία ελέγχου, ο προσδιορισμός ή η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων περιορίζεται στις δυνητικές επιπτώσεις που απορρέουν από την αλλαγή ή την επέκταση σε σύγκριση με την αρχική υποδομή δικτύου.

(*12)  Οδηγία 2014/89/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως πλαισίου για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 135)."

(*13)  Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ L 206 της 22.7.1992, σ. 7)."

(*14)  Οδηγία 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ L 20 της 26.1.2010, σ. 7)."

(*15)  Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 1)."

(*16)  Οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2001, σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων (ΕΕ L 197 της 21.7.2001, σ. 30)."

(*17)  Οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 26 της 28.1.2012, σ. 1).»."

7)

Το άρθρο 16 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 16

Οργάνωση και βασικές αρχές της διαδικασίας αδειοδότησης

1.   Η διαδικασία αδειοδότησης καλύπτει όλες τις σχετικές διοικητικές άδειες για την κατασκευή, την ανανέωση και τη λειτουργία σταθμών παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συνδυάζουν διαφορετικές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αντλίες θερμότητας, και συντοπισμένη αποθήκευση ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων ηλεκτροπαραγωγής και θερμικής ενέργειας, καθώς και τα πάγια στοιχεία που απαιτούνται για τη σύνδεση των εν λόγω σταθμών παραγωγής, αντλιών θερμότητας και αποθήκευσης με το δίκτυο, και την ενσωμάτωση της ανανεώσιμης ενέργειας στα δίκτυα θέρμανσης και ψύξης, συμπεριλαμβανομένων των αδειών σύνδεσης με το δίκτυο και, όπου απαιτούνται, των περιβαλλοντικών εκτιμήσεων. Η διαδικασία αδειοδότησης περιλαμβάνει όλα τα διοικητικά στάδια από την επιβεβαίωση της πληρότητας της αίτησης αδειοδότησης σύμφωνα με την παράγραφο 2 έως την κοινοποίηση της τελικής απόφασης σχετικά με το αποτέλεσμα της διαδικασίας αδειοδότησης από τη σχετική αρμόδια αρχή ή αρχές.

2.   Μετά την παραλαβή της αίτησης αδειοδότησης, εντός 30 ημερών για μονάδες που βρίσκονται σε περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, και εντός 45 ημερών για σταθμούς παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας που βρίσκονται εκτός περιοχών επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η αρμόδια αρχή επιβεβαιώνει την πληρότητα της αίτησης ή, εάν ο αιτών δεν έχει αποστείλει όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την επεξεργασία της αίτησης, ζητά από τον αιτούντα να υποβάλει πλήρη αίτηση χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Η ημερομηνία αναγνώρισης της πληρότητας της αίτησης από την αρμόδια αρχή αποτελεί την έναρξη της διαδικασίας αδειοδότησης.

3.   Τα κράτη μέλη δημιουργούν ή ορίζουν ένα ή περισσότερα σημεία επαφής. Αυτά τα σημεία επαφής, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος, παρέχουν καθοδήγηση και διευκολύνουν τον αιτούντα στο σύνολο της διοικητικής διαδικασίας αδειοδότησης. Σε ολόκληρη τη διαδικασία ο αιτών επικοινωνεί μόνο με ένα σημείο επαφής. Το σημείο επαφής καθοδηγεί τον αιτούντα κατά τη διοικητική διαδικασία υποβολής αίτησης αδειοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών βημάτων για την προστασία του περιβάλλοντος, με διαφανή τρόπο έως την έκδοση μίας ή περισσότερων αποφάσεων από τις αρμόδιες αρχές στο τέλος της διαδικασίας αδειοδότησης, παρέχει στον αιτούντα όλες τις αναγκαίες πληροφορίες και, όπου αρμόζει, εμπλέκει και άλλες διοικητικές αρχές. Το σημείο επαφής διασφαλίζει την τήρηση των προθεσμιών για τις διαδικασίες αδειοδότησης που ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Οι αιτούντες έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν όλα τα σχετικά έγγραφα σε ψηφιακή μορφή. Έως τις 21 Νοεμβρίου 2025 τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όλες οι διαδικασίες αδειοδότησης εκτελούνται σε ηλεκτρονική μορφή.

4.   Το σημείο επαφής καθιστά διαθέσιμο εγχειρίδιο διαδικασιών για τους φορείς ανάπτυξης σταθμών ανανεώσιμης ενέργειας και παρέχει τις εν λόγω πληροφορίες στο διαδίκτυο, με ειδική αναφορά και έργα ανανεώσιμης ενέργειας μικρής κλίμακας, έργα αυτοκαταναλωτών ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και κοινότητες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Οι πληροφορίες που παρέχονται στο διαδίκτυο υποδεικνύουν το σημείο επαφής που είναι αρμόδιο για την εν λόγω αίτηση. Εάν κράτος μέλος διαθέτει περισσότερα από ένα σημεία επαφής, οι πληροφορίες που παρέχονται στο διαδίκτυο υποδεικνύουν το σημείο επαφής που είναι αρμόδιο για την εν λόγω αίτηση.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αιτούντες και το ευρύ κοινό έχουν εύκολη πρόσβαση σε απλές διαδικασίες για την επίλυση διαφορών σχετικά με τη διαδικασία αδειοδότησης και την έκδοση αδειών για την κατασκευή και λειτουργία σταθμών ανανεώσιμης ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, εναλλακτικών μηχανισμών επίλυσης διαφορών.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι διοικητικές και δικαστικές προσφυγές στο πλαίσιο έργου για την ανάπτυξη σταθμού παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας, της σύνδεσης του εν λόγω σταθμού παραγωγής με το δίκτυο και των πάγιων στοιχείων που είναι αναγκαία για την ανάπτυξη των δικτύων ενεργειακών υποδομών που απαιτούνται για την ενσωμάτωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στο σύστημα ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των προσφυγών που σχετίζονται με περιβαλλοντικές πτυχές, υπόκεινται στην ταχύτερη διοικητική και δικαστική διαδικασία που είναι διαθέσιμη στο σχετικό εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.

7.   Τα κράτη μέλη παρέχουν επαρκείς πόρους για να διασφαλίσουν ειδικευμένο προσωπικό, αναβάθμιση των δεξιοτήτων και επανειδίκευση των αρμόδιων αρχών τους σύμφωνα με την προγραμματισμένη εγκατεστημένη δυναμικότητα παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που προβλέπεται στα ενοποιημένα εθνικά τους σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλονται δυνάμει των άρθρων 3 και 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999. Τα κράτη μέλη βοηθούν τις περιφερειακές και τοπικές αρχές να διευκολύνουν τη διαδικασία αδειοδότησης.

8.   Εκτός εάν συμπίπτει με άλλα διοικητικά στάδια της διαδικασίας αδειοδότησης, η διάρκεια της διαδικασίας αδειοδότησης δεν περιλαμβάνει:

α)

τον χρόνο κατασκευής ή ανανέωσης των σταθμών παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, των συνδέσεών τους με το δίκτυο και των σχετικών υποδομών δικτύου που είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση της σταθερότητας, της αξιοπιστίας και της ασφάλειας του δικτύου·

β)

τη διάρκεια των διοικητικών σταδίων που απαιτούνται για σημαντικές αναβαθμίσεις του δικτύου οι οποίες είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση της σταθερότητας, της αξιοπιστίας και της ασφάλειας του δικτύου·

γ)

τη διάρκεια δικαστικών προσφυγών και ένδικων μέσων, άλλων διαδικασιών ενώπιον δικαστηρίου, και εναλλακτικών μηχανισμών επίλυσης διαφορών, περιλαμβανομένων διαδικασιών προσφυγής και εξωδικαστικών προσφυγών και βοηθημάτων.

9.   Οι αποφάσεις που προκύπτουν από τις διαδικασίες αδειοδότησης δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο.

Άρθρο 16α

Διαδικασία αδειοδότησης σε περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η διαδικασία αδειοδότησης που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες για έργα ανανεώσιμης ενέργειας σε περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ωστόσο, στην περίπτωση έργων υπεράκτιων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η διαδικασία αδειοδότησης δεν υπερβαίνει τα δύο έτη. Όταν δικαιολογείται δεόντως λόγω έκτακτων περιστάσεων, τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν τις προθεσμίες αυτές έως έξι μήνες. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν σαφώς τον φορέα υλοποίησης του έργου σχετικά με τις έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν την εν λόγω παράταση.

2.   Η διαδικασία αδειοδότησης για την ανανέωση σταθμών παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας, για νέες εγκαταστάσεις με ηλεκτρική δυναμικότητα μικρότερη των 150 kW, συντοπισμένες εγκαταστάσεις αποθήκευσης ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων ηλεκτροπαραγωγής και θερμικής ενέργειας, καθώς και για τη σύνδεσή τους με το δίκτυο, όταν βρίσκονται σε περιοχές επιτάχυνσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες. Ωστόσο, στην περίπτωση υπεράκτιων έργων αιολικής ενέργειας, η διαδικασία αδειοδότησης δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες. Όταν αιτιολογείται δεόντως λόγω έκτακτων περιστάσεων, όπως για επιτακτικούς λόγους ασφάλειας, όταν το έργο ανανέωσης έχει σημαντικές επιπτώσεις στο δίκτυο ή στην αρχική δυναμικότητα, μέγεθος ή απόδοση της εγκατάστασης, τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν την εξάμηνη περίοδο έως τρεις μήνες και τη δωδεκάμηνη περίοδο υπεράκτιων έργων αιολικής ενέργειας έως έξι μήνες. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν σαφώς τον φορέα υλοποίησης του έργου σχετικά με τις έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν την εν λόγω παράταση.

3.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 4 παράγραφος 2, το παράρτημα II σημείο 3 στοιχεία α), β), δ), η) και θ) και το παράρτημα II σημείο 6 στοιχείο γ), μόνο ή σε συνδυασμό με το σημείο 13 στοιχείο α), της οδηγίας 2011/92/ΕΕ, όσον αφορά έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, νέες αιτήσεις για σταθμούς παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, συμπεριλαμβανομένων των σταθμών που συνδυάζουν διαφορετικά είδη τεχνολογίας ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και των αιτήσεων για την ανανέωση σταθμών παραγωγής ανανεώσιμης ηλεκτρικής ενέργειας σε καθορισμένες περιοχές επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για τη σχετική τεχνολογία και τη συντοπισμένη αποθήκευση ενέργειας, καθώς και για τη σύνδεση των εν λόγω σταθμών παραγωγής και αποθήκευσης με το δίκτυο, εξαιρούνται από την απαίτηση διενέργειας ειδικής εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω έργα συμμορφώνονται με το άρθρο 15γ παράγραφος 1 στοιχείο β) της παρούσας οδηγίας. Η εξαίρεση αυτή δεν ισχύει για έργα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον σε άλλο κράτος μέλος ή όταν το ζητήσει ένα κράτος μέλος που ενδέχεται να επηρεαστεί σημαντικά, δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ.

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 6 παράγραφος 3 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, οι σταθμοί παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν υπόκεινται σε εκτίμηση των επιπτώσεών τους στους τόπους Natura 2000, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω έργα ανανεώσιμης ενέργειας συμμορφώνονται με τους κανόνες και τα μέτρα που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 15γ παράγραφος 1 στοιχείο β) της παρούσας οδηγίας.

4.   Οι αρμόδιες αρχές διενεργούν έλεγχο των αιτήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου. Η εν λόγω διαδικασία ελέγχου έχει ως στόχο να προσδιορίσει εάν κάποιο από τα έργα ανανεώσιμης ενέργειας είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει σημαντικές απρόβλεπτες δυσμενείς επιπτώσεις λόγω της περιβαλλοντικής ευαισθησίας των γεωγραφικών περιοχών στις οποίες βρίσκονται, οι οποίες δεν προσδιορίστηκαν κατά την περιβαλλοντική εκτίμηση των σχεδίων για τον χαρακτηρισμό περιοχών επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που αναφέρεται στο άρθρο 15γ παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο της παρούσας οδηγίας, και διενεργείται δυνάμει της οδηγίας 2001/42/ΕΚ και, κατά περίπτωση, της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. Η εν λόγω διαδικασία ελέγχου έχει επίσης ως στόχο να προσδιορίσει εάν κάποιο από τα εν λόγω έργα ανανεώσιμης ενέργειας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ λόγω της πιθανότητας σημαντικών επιπτώσεών του στο περιβάλλον σε άλλο κράτος μέλος ή λόγω αιτήματος κράτους μέλους το οποίο είναι πιθανό να επηρεαστεί σημαντικά.

Για τους σκοπούς της εν λόγω διαδικασίας ελέγχου, ο φορέας υλοποίησης του έργου παρέχει πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά του έργου ανανεώσιμης ενέργειας, τη συμμόρφωσή του με τους κανόνες και τα μέτρα που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 15γ παράγραφος 1 στοιχείο β) για τη συγκεκριμένη περιοχή επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τα τυχόν πρόσθετα μέτρα που εγκρίθηκαν από τον φορέα υλοποίησης του έργου και τον τρόπο με τον οποίο τα μέτρα αυτά αντιμετωπίζουν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Η αρμόδια αρχή μπορεί να ζητήσει από τον φορέα υλοποίησης του έργου να παράσχει πρόσθετες διαθέσιμες πληροφορίες. Η εν λόγω διαδικασία ελέγχου σχετικά με αιτήσεις για νέους σταθμούς παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας ολοκληρώνεται εντός 45 ημερών από την ημερομηνία υποβολής των επαρκών πληροφοριών που είναι αναγκαίες για τον σκοπό αυτό. Ωστόσο, σε περίπτωση αιτήσεων για εγκαταστάσεις με ηλεκτρική δυναμικότητα μικρότερη των 150 kW και νέων αιτήσεων για ανανέωση σταθμών παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας, η διαδικασία ελέγχου ολοκληρώνεται εντός 30 ημερών.

5.   Μετά τη διαδικασία ελέγχου, οι αιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου εγκρίνονται από περιβαλλοντική άποψη χωρίς να απαιτείται ρητή απόφαση της αρμόδιας αρχής, εκτός εάν η αρμόδια αρχή εκδώσει διοικητική απόφαση, δεόντως αιτιολογημένη και βασιζόμενη σε σαφή αποδεικτικά στοιχεία, ότι ένα συγκεκριμένο έργο είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει σημαντικές απρόβλεπτες δυσμενείς επιπτώσεις λόγω της περιβαλλοντικής ευαισθησίας της γεωγραφικής περιοχής στην οποία βρίσκεται το έργο, οι οποίες δεν μπορούν να μετριαστούν από τα μέτρα που προσδιορίζονται στα σχέδια που ορίζουν περιοχές επιτάχυνσης ή προτείνονται από τον φορέα υλοποίησης του έργου. Η απόφαση αυτή γνωστοποιείται στο κοινό. Τα εν λόγω έργα ανανεώσιμης ενέργειας υπόκεινται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων δυνάμει της οδηγίας 2011/92/ΕΕ και, κατά περίπτωση, σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων δυνάμει της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, η οποία διενεργείται εντός έξι μηνών από τη διοικητική απόφαση που εντοπίζει πολύ μεγάλη πιθανότητα σημαντικών απρόβλεπτων δυσμενών επιπτώσεων. Όταν δικαιολογείται δεόντως λόγω έκτακτων περιστάσεων, η εν λόγω εξάμηνη περίοδος μπορεί να παραταθεί έως έξι μήνες.

Υπό δικαιολογημένες περιστάσεις, μεταξύ άλλων όταν απαιτείται για την επιτάχυνση της ανάπτυξης ανανεώσιμης ενέργειας για την επίτευξη των στόχων για το κλίμα και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν αιολικά και ηλιακά φωτοβολταϊκά έργα από τις εν λόγω εκτιμήσεις.

Όταν τα κράτη μέλη εξαιρούν αιολικά και ηλιακά φωτοβολταϊκά έργα από τις εν λόγω εκτιμήσεις, ο φορέας εκμετάλλευσης λαμβάνει αναλογικά μέτρα μετριασμού ή, όταν τα εν λόγω μέτρα μετριασμού δεν είναι διαθέσιμα, αντισταθμιστικά μέτρα, τα οποία, εάν δεν υπάρχουν άλλα αναλογικά αντισταθμιστικά μέτρα, μπορούν να λάβουν τη μορφή χρηματικής αποζημίωσης προκειμένου να αντιμετωπιστούν τυχόν δυσμενείς επιπτώσεις. Σε περίπτωση που οι αρνητικές επιπτώσεις αυτές έχουν αντίκτυπο στην προστασία των ειδών, ο φορέας εκμετάλλευσης καταβάλλει χρηματική αποζημίωση για τα προγράμματα προστασίας των ειδών καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του σταθμού παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας, προκειμένου να διασφαλιστεί ή να βελτιωθεί η κατάσταση διατήρησης των επηρεαζόμενων ειδών.

6.   Κατά τη διαδικασία αδειοδότησης που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η έλλειψη απάντησης των σχετικών αρμόδιων αρχών εντός της καθορισμένης προθεσμίας έχει ως αποτέλεσμα τα συγκεκριμένα ενδιάμεσα διοικητικά στάδια να θεωρούνται εγκεκριμένα, εκτός εάν το συγκεκριμένο έργο ανανεώσιμης ενέργειας υπόκειται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων δυνάμει της παραγράφου 5 ή εάν η αρχή της σιωπηρής διοικητικής έγκρισης δεν υφίσταται στην εθνική έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους. Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται στις τελικές αποφάσεις σχετικά με την έκβαση της διαδικασίας αδειοδότησης, οι οποίες είναι ρητές. Όλες οι αποφάσεις γνωστοποιούνται στο κοινό.

Άρθρο 16β

Διαδικασία αδειοδότησης εκτός περιοχών επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η διαδικασία αδειοδότησης που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 δεν υπερβαίνει τα δύο έτη για έργα ανανεώσιμης ενέργειας που βρίσκονται εκτός των περιοχών επιτάχυνσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ωστόσο, στην περίπτωση των υπεράκτιων έργων ανανεώσιμης ενέργειας, η διαδικασία αδειοδότησης δεν υπερβαίνει τα τρία έτη. Όταν δικαιολογείται δεόντως λόγω έκτακτων περιστάσεων, μεταξύ άλλων όταν αυτές απαιτούν παρατεταμένες περιόδους που απαιτούνται για αξιολογήσεις βάσει του εφαρμοστέου περιβαλλοντικού δικαίου της Ένωσης, τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν τις εν λόγω περιόδους έως έξι μήνες. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν σαφώς τον φορέα υλοποίησης του έργου σχετικά με τις έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν μια τέτοια παράταση.

2.   Όταν απαιτείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων δυνάμει της οδηγίας 2011/92/ΕΕ ή της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, η εκτίμηση αυτή διενεργείται με μια ενιαία διαδικασία που συνδυάζει όλες τις σχετικές εκτιμήσεις για ένα δεδομένο έργο ανανεώσιμης ενέργειας. Όταν απαιτείται τέτοια εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η αρμόδια αρχή, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που παρέχει ο φορέας υλοποίησης του έργου, εκδίδει γνώμη σχετικά με το εύρος και το επίπεδο λεπτομέρειας των πληροφοριών που πρέπει να συμπεριληφθούν από τον φορέα υλοποίησης του έργου στην έκθεση εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, το πεδίο εφαρμογής των οποίων δεν επεκτείνεται στη συνέχεια. Όταν ένα έργο ανανεώσιμης ενέργειας έχει θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα μετριασμού, οποιαδήποτε θανάτωση ή παρενόχληση των προστατευόμενων ειδών βάσει του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και του άρθρου 5 της οδηγίας 2009/147/ΕΚ δεν θεωρείται σκόπιμη. Όταν νέα μέτρα μετριασμού για τη μεγαλύτερη δυνατή πρόληψη της θανάτωσης ή ενόχλησης ειδών που προστατεύονται βάσει των οδηγιών 92/43/ΕΟΚ και 2009/147/ΕΚ, ή οποιωνδήποτε άλλων περιβαλλοντικών επιπτώσεων, δεν έχουν δοκιμαστεί ευρέως όσον αφορά την αποτελεσματικότητά τους, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν τη χρήση τους για ένα ή περισσότερα πιλοτικά έργα για περιορισμένο χρονικό διάστημα, υπό την προϋπόθεση ότι η αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων μετριασμού παρακολουθείται στενά και ότι αναλαμβάνονται αμέσως οι απαιτούμενες ενέργειες εάν δεν αποδειχθούν αποτελεσματικά.

Η διαδικασία αδειοδότησης για την ανανέωση σταθμών παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας, για νέες εγκαταστάσεις με ηλεκτρική δυναμικότητα κάτω των 150 kW, και για συντοπισμένη αποθήκευση ενέργειας, καθώς και για τη σύνδεση των εν λόγω σταθμών παραγωγής, εγκαταστάσεων και αποθήκευσης με το δίκτυο, που βρίσκονται εκτός περιοχών επιτάχυνσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες, συμπεριλαμβανομένων των περιβαλλοντικών εκτιμήσεων, όπου απαιτείται από τη σχετική νομοθεσία. Ωστόσο, στην περίπτωση των υπεράκτιων έργων ανανεώσιμης ενέργειας, η διαδικασία αδειοδότησης δεν υπερβαίνει τα δύο έτη. Σε δεόντως αιτιολογημένες εξαιρετικές περιστάσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν τις εν λόγω περιόδους έως τρεις μήνες. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν σαφώς τον φορέα υλοποίησης του έργου σχετικά με τις έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν μια τέτοια παράταση.

Άρθρο 16γ

Επιτάχυνση της διαδικασίας αδειοδότησης για την ανανέωση σταθμού παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας

1.   Όταν η ανανέωση σταθμού παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας δεν έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της δυναμικότητας σταθμού παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας πέραν του 15 %, και χωρίς να επηρεάζεται η ανάγκη εκτίμησης ενδεχόμενων περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με την παράγραφο 2, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι διαδικασίες αδειοδότησης για συνδέσεις με το δίκτυο μεταφοράς ή διανομής δεν υπερβαίνουν τους τρεις μήνες από την υποβολή της αίτησης στη σχετική οντότητα, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμες ανησυχίες όσον αφορά την ασφάλεια ή υπάρχει τεχνική ασυμβατότητα των συνιστωσών του συστήματος.

2.   Όταν η ανανέωση σταθμού παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας υποβάλλεται στη διαδικασία ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 16α παράγραφος 4, σε κρίση σχετικά με το αν για το έργο απαιτείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων ή σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ, η εν λόγω διαδικασία ελέγχου, κρίση ή εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων περιορίζεται στις δυνητικές επιπτώσεις που απορρέουν από μεταβολή ή επέκταση σε σύγκριση με το αρχικό έργο.

3.   Όταν η ανανέωση ηλιακών εγκαταστάσεων δεν συνεπάγεται τη χρήση πρόσθετου χώρου και συμμορφώνεται με τα ισχύοντα μέτρα μετριασμού των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που έχουν θεσπιστεί για την αρχική ηλιακή εγκατάσταση, το έργο εξαιρείται από την υποχρέωση, κατά περίπτωση, να υποβάλλεται στη διαδικασία ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 16α παράγραφος 4, σε κρίση σχετικά με το αν απαιτείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ή σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ.

Άρθρο 16δ

Διαδικασία αδειοδότησης για την εγκατάσταση εξοπλισμού ηλιακής ενέργειας

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η διαδικασία αδειοδότησης που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 για την εγκατάσταση εξοπλισμού ηλιακής ενέργειας και συντοπισμένης αποθήκευσης ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των ηλιακών εγκαταστάσεων που είναι ενσωματωμένες σε κτίρια, σε υφιστάμενες ή μελλοντικές τεχνητές κατασκευές, εξαιρουμένων των τεχνητών υδάτινων επιφανειών, δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες, υπό την προϋπόθεση ότι ο πρωταρχικός στόχος των τεχνητών αυτών κατασκευών δεν είναι η παραγωγή ή η αποθήκευση ηλιακής ενέργειας. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 4 παράγραφος 2 και το παράρτημα II σημείο 3 στοιχεία α) και β), μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με το σημείο 13 στοιχείο α), της οδηγίας 2011/92/ΕΕ, μια τέτοια εγκατάσταση ηλιακού εξοπλισμού εξαιρείται από την απαίτηση, κατά περίπτωση, διεξαγωγής ειδικής εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας.

Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν ορισμένες περιοχές ή δομές από την εφαρμογή του πρώτου εδαφίου, για λόγους προστασίας της πολιτιστικής ή ιστορικής κληρονομιάς, για λόγους εθνικής άμυνας, ή για λόγους ασφαλείας.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η διαδικασία αδειοδότησης για την εγκατάσταση εξοπλισμού ηλιακής ενέργειας δυναμικότητας 100 kW ή μικρότερης, μεταξύ άλλων για αυτοκαταναλωτές ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και κοινότητες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα. Η απουσία απάντησης από τις αρμόδιες αρχές ή οντότητες εντός της καθορισμένης προθεσμίας που ακολουθεί την υποβολή πλήρους αίτησης έχει ως αποτέλεσμα η άδεια να θεωρείται ότι έχει χορηγηθεί, υπό την προϋπόθεση ότι η δυναμικότητα του εξοπλισμού ηλιακής ενέργειας δεν υπερβαίνει την υφιστάμενη δυναμικότητα της σύνδεσης με το δίκτυο διανομής.

Όταν η εφαρμογή του ορίου δυναμικότητας που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο συνεπάγεται σημαντική διοικητική επιβάρυνση ή περιορισμούς στη λειτουργία του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας, τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόζουν χαμηλότερο όριο δυναμικότητας, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό παραμένει πάνω από 10,8 kW.

Άρθρο 16ε

Διαδικασία αδειοδότησης για την εγκατάσταση αντλιών θερμότητας

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η διαδικασία αδειοδότησης για την εγκατάσταση αντλιών θερμότητας κάτω των 50 MW δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα. Ωστόσο, στην περίπτωση των αντλιών θερμότητας από επίγεια πηγή, δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες.

2.   Εκτός εάν υπάρχουν βάσιμες ανησυχίες για την ασφάλεια, εκτός εάν απαιτούνται περαιτέρω εργασίες για τις συνδέσεις με το δίκτυο ή εκτός εάν υπάρχει τεχνική ασυμβατότητα των συνιστωσών του συστήματος, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι συνδέσεις με το δίκτυο μεταφοράς ή διανομής επιτρέπονται εντός δύο εβδομάδων από την κοινοποίηση στον σχετικό φορέα για:

α)

αντλίες θερμότητας ηλεκτρικής δυναμικότητας έως 12 kW· και

β)

αντλίες θερμότητας ηλεκτρικής δυναμικότητας έως 50 kW εγκατεστημένες από αυτοκαταναλωτές ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, υπό την προϋπόθεση ότι η ηλεκτρική δυναμικότητα της εγκατάστασης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές του αυτοκαταναλωτή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ανέρχεται τουλάχιστον στο 60 % της ηλεκτρικής δυναμικότητας της αντλίας θερμότητας.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν ορισμένες περιοχές ή δομές από την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 για λόγους προστασίας της πολιτιστικής ή ιστορικής κληρονομιάς, για λόγους εθνικής άμυνας ή για λόγους ασφάλειας.

4.   Όλες οι αποφάσεις που προκύπτουν από τη διαδικασία αδειοδότησης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο.

Άρθρο 16στ

Επιτακτικό δημόσιο συμφέρον

Έως τις 21 Φεβρουαρίου 2024, έως ότου επιτευχθεί κλιματική ουδετερότητα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τη διαδικασία αδειοδότησης, ο σχεδιασμός, η κατασκευή και η λειτουργία σταθμών παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας, η σύνδεση των εν λόγω σταθμών παραγωγής με το δίκτυο, το ίδιο το σχετικό δίκτυο και τα στοιχεία αποθήκευσης θεωρείται ότι εξυπηρετούν το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον και εξυπηρετούν τη δημόσια υγεία και ασφάλεια κατά την εξισορρόπηση έννομων συμφερόντων σε μεμονωμένες περιπτώσεις για τους σκοπούς του άρθρου 6 παράγραφος 4 και του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, του άρθρου 4 παράγραφος 7 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ και του άρθρου 9 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2009/147/ΕΚ. Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν, σε δεόντως αιτιολογημένες και ειδικές περιστάσεις, την εφαρμογή του παρόντος άρθρου σε ορισμένα τμήματα της επικράτειάς τους, σε ορισμένα είδη τεχνολογίας ή σε έργα με ορισμένα τεχνικά χαρακτηριστικά σύμφωνα με τις προτεραιότητες που καθορίζονται στα ενοποιημένα εθνικά σχέδιά τους για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλονται δυνάμει των άρθρων 3 και 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τους εν λόγω περιορισμούς μαζί με την αιτιολογία τους.».

8)

Στο άρθρο 18 οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα οικεία καθεστώτα πιστοποίησης ή τα ισοδύναμα καθεστώτα χαρακτηρισμού είναι διαθέσιμα για εγκαταστάτες και σχεδιαστές όλων των μορφών συστημάτων θέρμανσης και ψύξης από ανανεώσιμες πηγές στα κτίρια, τη βιομηχανία και τη γεωργία, για εγκαταστάτες ηλιακών φωτοβολταϊκών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένης της αποθήκευσης ενέργειας, και για εγκαταστάτες σημείων επαναφόρτισης που επιτρέπουν την ανταπόκριση στη ζήτηση. Τα εν λόγω καθεστώτα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τα υφιστάμενα καθεστώτα και δομές ανάλογα με την περίπτωση και βασίζονται στα κριτήρια του παραρτήματος IV. Κάθε κράτος μέλος αναγνωρίζει την πιστοποίηση που χορηγείται από άλλα κράτη μέλη σύμφωνα με τα εν λόγω κριτήρια.

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν πλαίσιο για να διασφαλίσουν επαρκή αριθμό εκπαιδευμένων και ειδικευμένων εγκαταστατών της τεχνολογίας που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο για την εξυπηρέτηση της ανάπτυξης της ανανεώσιμης ενέργειας που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

Για να επιτευχθεί επαρκής αριθμός εγκαταστατών και σχεδιαστών, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι διατίθενται επαρκή προγράμματα κατάρτισης που οδηγούν σε πιστοποίηση ή ισοδύναμο χαρακτηρισμό που καλύπτουν τεχνολογία θέρμανσης και ψύξης από ανανεώσιμες πηγές, ηλιακά φωτοβολταϊκά συστήματα, συμπεριλαμβανομένης της αποθήκευσης ενέργειας, σημεία επαναφόρτισης που επιτρέπουν την ανταπόκριση στη ζήτηση, και τις πλέον πρόσφατες σχετικές καινοτόμες λύσεις, υπό την προϋπόθεση ότι είναι συμβατά με τα οικεία καθεστώτα πιστοποίησης ή ισοδύναμα καθεστώτα χαρακτηρισμού. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν μέτρα για την προώθηση της συμμετοχής στα εν λόγω προγράμματα κατάρτισης, ιδίως από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και αυτοαπασχολούμενους. Τα κράτη μέλη μπορούν να συνάψουν εθελοντικές συμφωνίες με τους σχετικούς παρόχους τεχνολογίας και προμηθευτές για την κατάρτιση επαρκούς αριθμού εγκαταστατών, που μπορεί να βασίζονται σε εκτιμήσεις πωλήσεων, στις πλέον πρόσφατες καινοτόμες λύσεις και σε τεχνολογία που διατίθεται στην αγορά.

Εάν τα κράτη μέλη εντοπίσουν σημαντική διαφορά μεταξύ του διαθέσιμου και του αναγκαίου αριθμού εκπαιδευμένων και ειδικευμένων εγκαταστατών, λαμβάνουν μέτρα για την αντιμετώπιση αυτής της διαφοράς.

4.   Τα κράτη μέλη θέτουν στη διάθεση του κοινού τις πληροφορίες σχετικά με τα καθεστώτα πιστοποίησης ή τα ισοδύναμα καθεστώτα χαρακτηρισμού που αναφέρονται στην παράγραφο 3. Τα κράτη μέλη θέτουν επίσης στη διάθεση του κοινού, με διαφανή και εύκολα προσβάσιμο τρόπο, κατάλογο των εγκαταστατών που είναι πιστοποιημένοι ή ειδικευμένοι σύμφωνα με την παράγραφο 3, ο οποίος ενημερώνεται τακτικά.»

.

9)

Το άρθρο 19 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι εκδίδεται εγγύηση προέλευσης κατόπιν αιτήματος παραγωγού ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, συμπεριλαμβανομένων αέριων ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης, όπως το υδρογόνο, εκτός εάν τα κράτη μέλη αποφασίσουν, για τους σκοπούς που αφορούν τον υπολογισμό της αγοραίας αξίας της εγγύησης προέλευσης, να μην χορηγήσουν τέτοια εγγύηση προέλευσης σε παραγωγό που λαμβάνει χρηματοδοτική στήριξη από καθεστώς στήριξης. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν την έκδοση εγγυήσεων προέλευσης για ενέργεια από μη ανανεώσιμες πηγές. Η έκδοση εγγυήσεων προέλευσης μπορεί να εξαρτάται από ένα ελάχιστο όριο εγκατεστημένης δυναμικότητας. Η εγγύηση προέλευσης αντιστοιχεί σε τυποποιημένο μέγεθος 1 MWh. Κατά περίπτωση, το εν λόγω τυποποιημένο μέγεθος μπορεί να διαιρεθεί σε κλάσμα μεγέθους, υπό την προϋπόθεση ότι το κλάσμα είναι πολλαπλάσιο της 1 Wh. Δεν επιτρέπεται να εκδίδονται περισσότερες από μία εγγυήσεις προέλευσης για κάθε μονάδα παραγόμενης ενέργειας.»·

ii)

μετά το δεύτερο εδάφιο παρεμβάλλεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Καθιερώνονται απλουστευμένη διαδικασία εγγραφής και μειωμένα τέλη εγγραφής για τις μικρές εγκαταστάσεις κάτω των 50 kW και για τις κοινότητες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.»·

iii)

στο τέταρτο εδάφιο, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

όταν οι εγγυήσεις προέλευσης δεν εκδίδονται απευθείας στον παραγωγό αλλά σε προμηθευτή ή καταναλωτή ο οποίος αγοράζει την ενέργεια είτε σε ανταγωνιστικό περιβάλλον είτε μέσω μακροπρόθεσμης σύμβασης αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.»·

β)

οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι εγγυήσεις προέλευσης ισχύουν για συναλλαγές για 12 μήνες μετά την παραγωγή της σχετικής μονάδας ενέργειας. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όλες οι εγγυήσεις προέλευσης που δεν έχουν ανακληθεί λήγουν το αργότερο 18 μήνες μετά από την παραγωγή της μονάδας ενέργειας. Τα κράτη μέλη περιλαμβάνουν τις εγγυήσεις προέλευσης που έχουν λήξει στον υπολογισμό του υπολειπόμενου ενεργειακού μείγματός τους.

4.   Για τους σκοπούς της κοινοποίησης που αναφέρεται στις παραγράφους 8 και 13, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις ενέργειας ανακαλούν τις εγγυήσεις προέλευσης το αργότερο εντός έξι μηνών από τη λήξη τους. Επιπλέον, έως τις 21 Μαΐου 2025, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα σχετικά με το υπολειπόμενο ενεργειακό μείγμα τους δημοσιεύονται σε ετήσια βάση.»·

γ)

στην παράγραφο 7, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

η πηγή ενέργειας από την οποία παρήχθη η ενέργεια και οι ημερομηνίες έναρξης και λήξης της παραγωγής, οι οποίες μπορούν να προσδιορίζονται:

i)

στην περίπτωση αερίου από ανανεώσιμες πηγές, συμπεριλαμβανομένων των αέριων ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης, και θέρμανσης και ψύξης από ανανεώσιμες πηγές, σε ωριαία ή υποωριαία διαστήματα·

ii)

για την ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, σύμφωνα με την περίοδο εκκαθάρισης αποκλίσεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 15 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/943.»·

δ)

στην παράγραφο 8, μετά το πρώτο εδάφιο παρεμβάλλονται τα ακόλουθα εδάφια:

«Όταν παρέχεται αέριο από δίκτυο υδρογόνου ή φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένου αερίου ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης και βιομεθανίου, ο προμηθευτής υποχρεούται να αποδεικνύει στους τελικούς καταναλωτές το μερίδιο ή την ποσότητα ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στο ενεργειακό του μείγμα για τους σκοπούς του παραρτήματος I της οδηγίας 2009/73/ΕΚ. Ο προμηθευτής το πράττει χρησιμοποιώντας εγγυήσεις προέλευσης, εκτός:

α)

από το μερίδιο του ενεργειακού του μείγματος που αντιστοιχεί σε εμπορικές προσφορές που δεν ιχνηλατούνται, εάν υπάρχουν, για τις οποίες ο προμηθευτής μπορεί να χρησιμοποιήσει το υπολειπόμενο ενεργειακό μείγμα·

β)

την περίπτωση που κράτος μέλος αποφασίσει να μην εκδώσει εγγυήσεις προέλευσης σε παραγωγό που χρηματοδοτείται από καθεστώς στήριξης.

Όταν ένας πελάτης καταναλώνει αέριο από δίκτυο υδρογόνου ή φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένου αερίου ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης και βιομεθανίου, όπως καταδεικνύεται στην εμπορική προσφορά του προμηθευτή, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εγγυήσεις προέλευσης που ακυρώνονται αντιστοιχούν στα σχετικά χαρακτηριστικά του δικτύου.»·

ε)

η παράγραφος 13 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«13.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2025 η Επιτροπή συντάσσει έκθεση αξιολόγησης των επιλογών για τη θέσπιση οικολογικού σήματος για ολόκληρη την Ένωση με στόχο την προώθηση της χρήσης ανανεώσιμης ενέργειας που παράγεται από νέες εγκαταστάσεις. Οι προμηθευτές χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που περιλαμβάνουν οι εγγυήσεις προέλευσης για να αποδεικνύουν τη συμμόρφωσή τους με τις απαιτήσεις του εν λόγω σήματος.

13α.   Η Επιτροπή παρακολουθεί τη λειτουργία του συστήματος εγγυήσεων προέλευσης και αξιολογεί έως τις 30 Ιουνίου 2025 την ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εγγυήσεων προέλευσης στην αγορά και, σε περίπτωση ανισορροπιών, προσδιορίζει τους σχετικούς παράγοντες που επηρεάζουν την προσφορά και τη ζήτηση.»

.

10)

Στο άρθρο 20, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Με την επιφύλαξη της αξιολόγησης που περιλαμβάνεται στα ενοποιημένα εθνικά τους σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλονται δυνάμει των άρθρων 3 και 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999 και σύμφωνα με το παράρτημα I του εν λόγω κανονισμού σχετικά με την ανάγκη κατασκευής νέων υποδομών τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας προκειμένου να επιτευχθεί ο ενωσιακός συνολικός στόχος που ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη λαμβάνουν, κατά περίπτωση, τα αναγκαία μέτρα για την ανάπτυξη αποδοτικών υποδομών τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης για την προώθηση της θέρμανσης και της ψύξης από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως ηλιακή θερμική ενέργεια, ηλιακή φωτοβολταϊκή ενέργεια, αντλίες θερμότητας που λειτουργούν με ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές με χρήση ενέργειας του περιβάλλοντος και γεωθερμικής ενέργειας, άλλη τεχνολογία γεωθερμικής ενέργειας, βιομάζα, βιοαέριο, βιορευστά και απορριπτόμενη θερμότητα και ψύξη, όπου είναι δυνατόν, σε συνδυασμό με αποθήκευση θερμικής ενέργειας, συστήματα ανταπόκρισης στη ζήτηση και εγκαταστάσεις θερμότητας από ηλεκτρική ενέργεια.»

.

11)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 20α

Διευκόλυνση της ενοποίησης του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς και, εάν τα δεδομένα αυτά τους είναι διαθέσιμα, τους διαχειριστές συστημάτων διανομής στην επικράτειά τους να διαθέτουν δεδομένα σχετικά με το μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την περιεκτικότητα σε εκπομπές αερίων θερμοκηπίου της ηλεκτρικής ενέργειας που παρέχεται σε κάθε ζώνη προσφοράς, όσο το δυνατόν ακριβέστερα σε διαστήματα ίσα με τη συχνότητα εκκαθάρισης της αγοράς αλλά όχι μεγαλύτερα από μία ώρα, με πρόβλεψη, εφόσον είναι διαθέσιμη. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι διαχειριστές συστημάτων διανομής έχουν πρόσβαση στα αναγκαία δεδομένα. Εάν οι διαχειριστές συστημάτων διανομής δεν έχουν πρόσβαση, δυνάμει του εθνικού δικαίου, σε όλα τα αναγκαία δεδομένα, εφαρμόζουν το υφιστάμενο σύστημα αναφοράς δεδομένων στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού δικτύου διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας (ΕΕ) 2019/944. Τα κράτη μέλη παρέχουν κίνητρα για αναβαθμίσεις των έξυπνων δικτύων με σκοπό την καλύτερη παρακολούθηση της ισορροπίας του δικτύου και τη διάθεση δεδομένων σε πραγματικό χρόνο.

Εάν είναι τεχνικά διαθέσιμα, οι διαχειριστές συστημάτων διανομής διαθέτουν ανώνυμα και συγκεντρωτικά δεδομένα σχετικά με το δυναμικό ανταπόκρισης στη ζήτηση και την ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές που παράγεται και διοχετεύεται στο δίκτυο από αυτοκαταναλωτές και κοινότητες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

2.   Τα δεδομένα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διατίθενται ψηφιακά κατά τρόπο που διασφαλίζει τη διαλειτουργικότητα με βάση εναρμονισμένους μορφότυπους δεδομένων και τυποποιημένα σύνολα δεδομένων, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούνται χωρίς διακρίσεις από τους συμμετέχοντες στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, τους φορείς σωρευτικής εκπροσώπησης, τους καταναλωτές και τους τελικούς χρήστες, και να μπορούν να διαβάζονται από συσκευές ηλεκτρονικής επικοινωνίας, όπως έξυπνα συστήματα μέτρησης, σημεία επαναφόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων, συστήματα θέρμανσης και ψύξης και συστήματα ενεργειακής διαχείρισης κτιρίων.

3.   Επιπλέον των απαιτήσεων του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1542, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι κατασκευαστές οικιακών μπαταριών και μπαταριών βιομηχανικού τύπου καθιστούν δυνατή την πρόσβαση σε πραγματικό χρόνο σε βασικές πληροφορίες του συστήματος διαχείρισης μπαταριών, συμπεριλαμβανομένων της χωρητικότητας της μπαταρίας, της κατάστασης υγείας, της κατάστασης φόρτισης και του σημείου ρύθμισης ισχύος, στους ιδιοκτήτες και τους χρήστες μπαταριών, καθώς και σε τρίτα μέρη που ενεργούν, με ρητή συγκατάθεση, για λογαριασμό των ιδιοκτητών και των χρηστών, όπως επιχειρήσεις ενεργειακής διαχείρισης κτιρίων και συμμετέχοντες στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς διακρίσεις, χωρίς κόστος και σύμφωνα με τους κανόνες προστασίας των δεδομένων.

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν μέτρα για να απαιτούν από τους κατασκευαστές οχημάτων να διαθέτουν, σε πραγματικό χρόνο, δεδομένα του οχήματος που σχετίζονται με την κατάσταση υγείας της μπαταρίας, την κατάσταση φόρτισης της μπαταρίας, το σημείο ρύθμισης ισχύος της μπαταρίας, τη χωρητικότητα της μπαταρίας και, κατά περίπτωση, τη θέση των ηλεκτρικών οχημάτων, στους ιδιοκτήτες και τους χρήστες ηλεκτρικών οχημάτων, καθώς και σε τρίτα μέρη που ενεργούν για λογαριασμό των ιδιοκτητών και των χρηστών, όπως οι συμμετέχοντες στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτροκίνησης, υπό όρους που δεν εισάγουν διακρίσεις και χωρίς κόστος, σύμφωνα με τους κανόνες προστασίας των δεδομένων, και επιπλέον των περαιτέρω απαιτήσεων σχετικά με την έγκριση τύπου και την εποπτεία της αγοράς που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2018/858 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*18).

4.   Επιπλέον των απαιτήσεων του κανονισμού (ΕΕ) 2023/1804, τα κράτη μέλη ή οι ορισθείσες αρμόδιες αρχές τους διασφαλίζουν ότι τα νέα και αντικατεστημένα σημεία επαναφόρτισης κανονικής ισχύος που δεν είναι προσβάσιμα στο κοινό και εγκαθίστανται στην επικράτειά τους μπορούν να υποστηρίζουν λειτουργίες έξυπνης επαναφόρτισης και, κατά περίπτωση, τη διεπαφή με έξυπνα συστήματα μέτρησης, όταν εγκαθίστανται από τα κράτη μέλη, και λειτουργίες αμφίδρομης επαναφόρτισης σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 15 παράγραφοι 3 και 4 του εν λόγω κανονισμού.

5.   Επιπλέον των απαιτήσεων του κανονισμού (ΕΕ) 2019/943 και της οδηγίας (ΕΕ) 2019/944, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το εθνικό κανονιστικό πλαίσιο επιτρέπει σε μικρά ή κινητά συστήματα, όπως οι οικιακές μπαταρίες και τα ηλεκτρικά οχήματα και άλλες μικρές αποκεντρωμένες ενεργειακές πηγές, να συμμετέχουν στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης της συμφόρησης και της παροχής υπηρεσιών ευελιξίας και εξισορρόπησης, μεταξύ άλλων μέσω συγκέντρωσης. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη, σε στενή συνεργασία με όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά και τις ρυθμιστικές αρχές, θεσπίζουν τεχνικές απαιτήσεις για τη συμμετοχή στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας, με βάση τα τεχνικά χαρακτηριστικά των εν λόγω συστημάτων.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ίσους όρους ανταγωνισμού και συμμετοχή στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας χωρίς διακρίσεις για μικρά αποκεντρωμένα ενεργειακά στοιχεία ή κινητά συστήματα.

(*18)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/858 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την έγκριση και την εποπτεία της αγοράς μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 715/2007 και (ΕΚ) αριθ. 595/2009 και για την κατάργηση της οδηγίας 2007/46/ΕΚ (ΕΕ L 151 της 14.6.2018, σ. 1).»."

12)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 22α

Ενσωμάτωση της ανανεώσιμης ενέργειας στη βιομηχανία

1.   Τα κράτη μέλη προσπαθούν να αυξήσουν το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών στην ποσότητα των ενεργειακών πηγών που χρησιμοποιούνται για τελικούς ενεργειακούς και μη ενεργειακούς σκοπούς στον βιομηχανικό τομέα με ενδεικτική αύξηση τουλάχιστον 1,6 ποσοστιαίων μονάδων ως ετήσιο μέσο όρο που υπολογίζεται για τις περιόδους 2021 έως 2025 και 2026 έως 2030.

Τα κράτη μέλη μπορούν να συνυπολογίζουν την απορριπτόμενη θερμότητα και ψύξη στις μέσες ετήσιες αυξήσεις του πρώτου εδαφίου, έως 0,4 ποσοστιαίες μονάδες, εφόσον η απορριπτόμενη θερμότητα και ψύξη παρέχεται από αποδοτική τηλεθέρμανση και τηλεψύξη, με εξαίρεση τα δίκτυα που παρέχουν θερμότητα σε ένα μόνο κτίριο ή των οποίων η θερμική ενέργεια καταναλώνεται στο σύνολό της αποκλειστικά επιτόπου και η θερμική ενέργεια δεν πωλείται. Εάν αποφασίσουν να το πράξουν, η μέση ετήσια αύξηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο αυξάνεται κατά το ήμισυ των ποσοστιαίων μονάδων της απορριπτόμενης θερμότητας και ψύξης που χρησιμοποιούνται στον συνυπολογισμό.

Τα κράτη μέλη περιλαμβάνουν τις πολιτικές και τα μέτρα που σχεδιάζονται και λαμβάνονται για την επίτευξη μιας τέτοιας ενδεικτικής αύξησης στα ενοποιημένα εθνικά τους σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλονται δυνάμει των άρθρων 3 και 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999 και στις ενοποιημένες εθνικές τους εκθέσεις προόδου που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 17 του εν λόγω κανονισμού.

Όταν ο εξηλεκτρισμός θεωρείται οικονομικά αποδοτική επιλογή, οι εν λόγω πολιτικές και μέτρα προωθούν τον εξηλεκτρισμό των βιομηχανικών διεργασιών με βάση τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Οι εν λόγω πολιτικές και τα μέτρα επιδιώκουν να δημιουργήσουν ευνοϊκές συνθήκες στην αγορά για τη διαθεσιμότητα οικονομικά βιώσιμων και τεχνικά εφικτών εναλλακτικών ανανεώσιμης ενέργειας για την αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων που χρησιμοποιούνται για βιομηχανική θέρμανση με στόχο τη μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων που χρησιμοποιούνται για θέρμανση στην οποία η θερμοκρασία είναι κάτω από 200 °C. Κατά τη θέσπιση των εν λόγω πολιτικών και μέτρων, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη την αρχή της προτεραιότητας στην ενεργειακή απόδοση, την αποτελεσματικότητα και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα και την ανάγκη να αντιμετωπίζουν τα κανονιστικά, διοικητικά και οικονομικά εμπόδια.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η συνεισφορά των ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης που χρησιμοποιούνται για τελικούς ενεργειακούς και μη ενεργειακούς σκοπούς ανέρχεται τουλάχιστον στο 42 % του υδρογόνου που χρησιμοποιείται για τελικούς ενεργειακούς και μη ενεργειακούς σκοπούς στη βιομηχανία έως το 2030 και στο 60 % έως το 2035. Για τον υπολογισμό του εν λόγω ποσοστού, ισχύουν οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

για τον υπολογισμό του παρονομαστή, λαμβάνεται υπόψη η ενεργειακή περιεκτικότητα σε υδρογόνο για τελικούς ενεργειακούς και μη ενεργειακούς σκοπούς, εξαιρουμένων:

i)

του υδρογόνου που χρησιμοποιείται ως ενδιάμεσα προϊόντα για την παραγωγή συμβατικών καυσίμων κίνησης και βιοκαυσίμων·

ii)

του υδρογόνου που παράγεται με την απανθρακοποίηση βιομηχανικού υπολειμματικού αερίου και που χρησιμοποιείται για την αντικατάσταση του συγκεκριμένου αερίου από τα οποία παράγεται·

iii)

του υδρογόνου που παράγεται ως υποπροϊόν ή προέρχεται από υποπροϊόντα σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις·

β)

για τον υπολογισμό του αριθμητή, λαμβάνεται υπόψη το ενεργειακό περιεχόμενο των ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης που καταναλώνονται στον κλάδο της βιομηχανίας για τελικούς ενεργειακούς και μη ενεργειακούς σκοπούς, εξαιρουμένων των ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης που χρησιμοποιούνται ως ενδιάμεσα προϊόντα για την παραγωγή συμβατικών καυσίμων κίνησης και των βιοκαυσίμων·

γ)

για τον υπολογισμό του αριθμητή και του παρονομαστή, χρησιμοποιούνται οι τιμές σχετικά με το ενεργειακό περιεχόμενο των καυσίμων που παρατίθενται στο παράρτημα III.

Για τους σκοπούς του στοιχείου γ) του πέμπτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, προκειμένου να προσδιοριστεί το ενεργειακό περιεχόμενο των καυσίμων που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα III, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν τα σχετικά ευρωπαϊκά πρότυπα για να προσδιορίσουν τη θερμογόνο δύναμη των καυσίμων ή, όταν δεν έχει εγκριθεί ευρωπαϊκό πρότυπο για τον σκοπό αυτόν, τα σχετικά πρότυπα ISO.

2.   Τα κράτη μέλη προωθούν συστήματα εθελοντικής επισήμανσης για βιομηχανικά προϊόντα που υποστηρίζεται ότι παράγονται με ανανεώσιμη ενέργεια και ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης. Τα εν λόγω συστήματα εθελοντικής επισήμανσης αναφέρουν το ποσοστό της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που χρησιμοποιείται ή των ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης που χρησιμοποιούνται στο στάδιο απόκτησης και προεπεξεργασίας πρώτων υλών, κατασκευής και διανομής, υπολογιζόμενο με βάση τις μεθοδολογίες που ορίζονται είτε στη σύσταση (ΕΕ) 2021/2279 της Επιτροπής (*19) είτε στο πρότυπο ISO 14067:2018.

3.   Τα κράτη μέλη αναφέρουν την ποσότητα ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης που αναμένεται να εισάγουν και να εξάγουν, στα ενοποιημένα εθνικά τους σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλονται δυνάμει των άρθρων 3 και 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999 και στις ενοποιημένες εθνικές τους εκθέσεις προόδου που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 17 του εν λόγω κανονισμού. Με βάση την εν λόγω υποβολή εκθέσεων, η Επιτροπή αναπτύσσει ενωσιακή στρατηγική για το εισαγόμενο και το εγχώριο υδρογόνο με στόχο την προώθηση της ευρωπαϊκής αγοράς υδρογόνου και της εγχώριας παραγωγής υδρογόνου εντός της Ένωσης, στηρίζοντας την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται σε αυτήν, λαμβάνοντας παράλληλα δεόντως υπόψη την ασφάλεια του εφοδιασμού και τη στρατηγική αυτονομία της Ένωσης στον τομέα της ενέργειας και τους ίσους όρους ανταγωνισμού στην παγκόσμια αγορά υδρογόνου. Τα κράτη μέλη αναφέρουν στα ενοποιημένα εθνικά τους σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλονται δυνάμει των άρθρων 3 και 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999 και στις ενοποιημένες εθνικές τους εκθέσεις προόδου που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 17 του εν λόγω κανονισμού τον τρόπο με τον οποίο προτίθενται να συμβάλουν στην εν λόγω στρατηγική.

Άρθρο 22β

Προϋποθέσεις για τη μείωση του στόχου για τη χρήση ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης στον βιομηχανικό τομέα

1.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να μειώσει τη συνεισφορά των ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης που χρησιμοποιούνται για τελικούς ενεργειακούς και μη ενεργειακούς σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 22α παράγραφος 1 πέμπτο εδάφιο, κατά 20 % το 2030, εάν:

α)

το εν λόγω κράτος μέλος βρίσκεται σε τροχιά επίτευξης της εθνικής συνεισφοράς του στον δεσμευτικό συνολικό στόχο της Ένωσης που ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, η οποία είναι τουλάχιστον ισοδύναμη με την αναμενόμενη εθνική συνεισφορά του σύμφωνα με τον τύπο που αναφέρεται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999· και

β)

το μερίδιο του υδρογόνου, ή των παραγώγων του, από ορυκτά καύσιμα που καταναλώνεται στο εν λόγω κράτος μέλος δεν υπερβαίνει το 23 % το 2030 και το 20 % το 2035.

Εάν δεν πληρούται οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις αυτές, η μείωση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο παύει να ισχύει.

2.   Όταν ένα κράτος μέλος εφαρμόζει τη μείωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή, μαζί με τα ενοποιημένα εθνικά του σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλονται δυνάμει των άρθρων 3 και 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999 και στο πλαίσιο των ενοποιημένων εθνικών του διετών εκθέσεων προόδου που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 17 του εν λόγω κανονισμού. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με το επικαιροποιημένο μερίδιο ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης και όλα τα σχετικά δεδομένα που αποδεικνύουν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις των στοιχείων α) και β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

Η Επιτροπή παρακολουθεί την κατάσταση στα κράτη μέλη που επωφελούνται από μείωση με σκοπό να επαληθεύσει τη συνεχή εκπλήρωση των προϋποθέσεων της παραγράφου 1 στοιχεία α) και β).

(*19)  Σύσταση (ΕΕ) 2021/2279 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2021, σχετικά με τη χρήση των μεθόδων περιβαλλοντικού αποτυπώματος για τη μέτρηση και τη γνωστοποίηση των περιβαλλοντικών επιδόσεων κατά τον κύκλο ζωής των προϊόντων και των οργανισμών (ΕΕ L 471 της 30.12.2021, σ. 1).»."

13)

Το άρθρο 23 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Προκειμένου να προωθηθεί η χρήση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στον τομέα της θέρμανσης και της ψύξης, κάθε κράτος μέλος αυξάνει το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στον εν λόγω τομέα κατά τουλάχιστον 0,8 ποσοστιαίες μονάδες ως ετήσιο μέσο όρο που υπολογίζεται για την περίοδο 2021 έως 2025 και κατά τουλάχιστον 1,1 ποσοστιαίες μονάδες ως ετήσιο μέσο όρο που υπολογίζεται για την περίοδο 2026 έως 2030, αρχής γενομένης από το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στον τομέα της θέρμανσης και της ψύξης το 2020, εκφραζόμενο ως εθνικό μερίδιο της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας και υπολογιζόμενο σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στο άρθρο 7.

Τα κράτη μέλη μπορούν να συνυπολογίζουν την απορριπτόμενη θερμότητα και ψύξη για την επίτευξη των μέσων ετήσιων αυξήσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, με ανώτατο όριο τις 0,4 ποσοστιαίες μονάδες. Εάν αποφασίσουν να το πράξουν, η μέση ετήσια αύξηση αυξάνεται κατά το ήμισυ των ποσοστιαίων μονάδων απορριπτόμενης θερμότητας και ψύξης που προσμετρώνται, με ανώτατο όριο την 1,0 ποσοστιαία μονάδα για την περίοδο 2021 έως 2025 και τις 1,3 ποσοστιαίες μονάδες για την περίοδο 2026 έως 2030.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με την πρόθεσή τους να συνυπολογίσουν την απορριπτόμενη θερμότητα και ψύξη και την εκτιμώμενη ποσότητα στα ενοποιημένα εθνικά σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλουν σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999. Επιπλέον των ελάχιστων ποσοστιαίων μονάδων των ετήσιων αυξήσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, κάθε κράτος μέλος επιδιώκει να αυξήσει το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στον τομέα θέρμανσης και ψύξης κατά τις πρόσθετες ενδεικτικές ποσοστιαίες μονάδες που ορίζονται στο παράρτημα Iα της παρούσας οδηγίας.

Τα κράτη μέλη μπορούν να συνυπολογίζουν την ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές που χρησιμοποιείται για θέρμανση και ψύξη στην ετήσια μέση αύξηση που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο, έως το όριο των 0,4 ποσοστιαίων μονάδων, υπό την προϋπόθεση ότι η απόδοση της μονάδας παραγωγής θερμότητας και ψύξης είναι υψηλότερη από 100 %. Εάν αποφασίσουν να το πράξουν, η μέση ετήσια αύξηση αυξάνεται κατά το ήμισυ της εν λόγω ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, εκφραζόμενη σε ποσοστιαίες μονάδες, με ανώτατο όριο την 1,0 ποσοστιαία μονάδα για την περίοδο 2021 έως 2025 και τις 1,3 ποσοστιαίες μονάδες για την περίοδο 2026 έως 2030.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με την πρόθεσή τους να συνυπολογίζουν την ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές που χρησιμοποιείται για θέρμανση και ψύξη από μονάδες παραγωγής θερμότητας και ψύξης η απόδοση των οποίων υπερβαίνει το 100 % στην ετήσια αύξηση που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Τα κράτη μέλη περιλαμβάνουν την εκτιμώμενη δυναμικότητα ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές των μονάδων παραγωγής θερμότητας και ψύξης των οποίων η απόδοση υπερβαίνει το 100 % στα ενοποιημένα εθνικά σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999. Τα κράτη μέλη περιλαμβάνουν την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που χρησιμοποιείται για θέρμανση και ψύξη από μονάδες παραγωγής θερμότητας και ψύξης με απόδοση άνω του 100 % στις ενοποιημένες εθνικές εκθέσεις προόδου τους για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 17 του εν λόγω κανονισμού.

1α.   Για τον υπολογισμό του μεριδίου της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που χρησιμοποιείται για θέρμανση και ψύξη για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν το μέσο μερίδιο ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που παρασχέθηκε στην επικράτειά τους κατά τα δύο προηγούμενα έτη.

1β.   Τα κράτη μέλη διενεργούν αξιολόγηση των δυνατοτήτων τους για ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές και της χρήσης απορριπτόμενης θερμότητας και ψύξης στον τομέα θέρμανσης και ψύξης, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της ανάλυσης περιοχών κατάλληλων για την ανάπτυξή τέτοιων επενδύσεων με χαμηλό οικολογικό κίνδυνο και των δυνατοτήτων για έργα μικρής κλίμακας σε επίπεδο νοικοκυριών. Η εν λόγω αξιολόγηση εξετάζει τη διαθέσιμη και οικονομικά εφικτή τεχνολογία για βιομηχανικές και οικιακές χρήσεις, προκειμένου να καθοριστούν ορόσημα και μέτρα για την αύξηση της χρήσης ανανεώσιμης ενέργειας στη θέρμανση και ψύξη και, κατά περίπτωση, τη χρήση απορριπτόμενης θερμότητας και ψύξης μέσω τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης με σκοπό τη θέσπιση μακροπρόθεσμης εθνικής στρατηγικής για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προέρχεται από θέρμανση και ψύξη. Η εν λόγω αξιολόγηση είναι σύμφωνη με την αρχή της προτεραιότητας στην ενεργειακή απόδοση και αποτελεί μέρος των ενοποιημένων εθνικών σχεδίων για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλονται δυνάμει των άρθρων 3 και 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999 και συνοδεύει την περιεκτική αξιολόγηση θέρμανσης και ψύξης που απαιτείται βάσει του άρθρου 14 παράγραφος 1 της οδηγίας 2012/27/ΕΕ.»·

β)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, κατά τον υπολογισμό του μεριδίου ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στον τομέα της θέρμανσης και της ψύξης και της μέσης ετήσιας αύξησής του σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο, συμπεριλαμβανομένης της πρόσθετης ενδεικτικής αύξησης που ορίζεται στο παράρτημα Iα, τα κράτη μέλη:»·

ii)

το στοιχείο α) διαγράφεται·

iii)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Τα κράτη μέλη παρέχουν ιδίως στους ιδιοκτήτες ή τους ενοικιαστές των κτιρίων και στις ΜΜΕ πληροφορίες για οικονομικώς αποδοτικά μέτρα και χρηματοδοτικά μέσα για τη βελτίωση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στα συστήματα θέρμανσης και ψύξης. Τα κράτη μέλη παρέχουν τις πληροφορίες μέσω προσιτών και διαφανών συμβουλευτικών εργαλείων.»·

γ)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Για την επίτευξη της μέσης ετήσιας αύξησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο, τα κράτη μέλη επιδιώκουν να εφαρμόσουν τουλάχιστον δύο από τα ακόλουθα μέτρα:

α)

φυσική ενσωμάτωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ή απορριπτόμενης θερμότητας και ψύξης στις πηγές ενέργειας και στα καύσιμα που χρησιμοποιούνται για θέρμανση και ψύξη·

β)

την εγκατάσταση υψηλής απόδοσης συστημάτων θέρμανσης και ψύξης από ανανεώσιμες πηγές σε κτίρια, τη σύνδεση κτιρίων σε αποδοτικά συστήματα τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης ή τη χρήση ανανεώσιμης ενέργειας ή απορριπτόμενης θερμότητας και ψύξης σε βιομηχανικές διεργασίες θέρμανσης και ψύξης·

γ)

μέτρα που καλύπτονται από εμπορεύσιμα πιστοποιητικά που αποδεικνύουν τη συμμόρφωση με την υποχρέωση της παραγράφου 1 πρώτο εδάφιο μέσω της στήριξης μέτρων εγκατάστασης σύμφωνα με το στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου, τα οποία εφαρμόζονται από άλλον οικονομικό φορέα, όπως ένας ανεξάρτητος εγκαταστάτης τεχνολογιών ανανεώσιμης ενέργειας ή μια εταιρεία ενεργειακών υπηρεσιών που παρέχει υπηρεσίες εγκατάστασης στον τομέα της ανανεώσιμης ενέργειας·

δ)

ανάπτυξη ικανοτήτων για τις εθνικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές με σκοπό τη χαρτογράφηση του τοπικού δυναμικού θέρμανσης και ψύξης από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τον σχεδιασμό, την υλοποίηση και την παροχή συμβουλών σχετικά με έργα και υποδομές ανανεώσιμης ενέργειας·

ε)

τη δημιουργία πλαισίων μετριασμού του κινδύνου για τη μείωση του κόστους κεφαλαίου για έργα θέρμανσης και ψύξης από ανανεώσιμες πηγές και απορριπτόμενης θερμότητας και ψύξης, επιτρέποντας, μεταξύ άλλων, την ομαδοποίηση μικρότερων έργων, καθώς και την πιο ολιστική σύνδεση των εν λόγω έργων με άλλα μέτρα ενεργειακής απόδοσης και ανακαίνισης κτιρίων·

στ)

την προώθηση των συμφωνιών αγοράς θέρμανσης και ψύξης από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για εταιρικούς και συλλογικούς μικρούς καταναλωτές·

ζ)

το σχεδιασμό προγραμμάτων αντικατάστασης ορυκτών πηγών θέρμανσης, συστημάτων θέρμανσης που δεν είναι συμβατά με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή καθεστώτων με ορόσημα για τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων·

η)

απαιτήσεις σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο σχετικά με τον σχεδιασμό της θερμότητας, συμπεριλαμβανομένης της ψύξης, από ανανεώσιμες πηγές·

θ)

την προώθηση της παραγωγής βιοαερίου και την έγχυσή του στο δίκτυο αερίου αντί για τη χρήση του για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας·

ι)

μέτρα που προωθούν την ενσωμάτωση τεχνολογίας αποθήκευσης θερμικής ενέργειας σε συστήματα θέρμανσης και ψύξης·

ια)

την προώθηση δικτύων τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης που βασίζονται σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ιδίως από κοινότητες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, μεταξύ άλλων μέσω ρυθμιστικών μέτρων, χρηματοδοτικών ρυθμίσεων και στήριξης·

ιβ)

άλλα μέτρα πολιτικής, με ισοδύναμο αποτέλεσμα, συμπεριλαμβανομένων φορολογικών μέτρων, καθεστώτων στήριξης ή άλλων οικονομικών κινήτρων που συμβάλλουν στην εγκατάσταση εξοπλισμού θέρμανσης και ψύξης από ανανεώσιμες πηγές και στην ανάπτυξη ενεργειακών δικτύων παροχής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές για θέρμανση και ψύξη σε κτίρια και στη βιομηχανία.

Κατά τη θέσπιση και την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα μέτρα είναι προσβάσιμα σε όλους τους καταναλωτές, ιδίως σε εκείνους που ζουν σε νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα ή σε ευάλωτα νοικοκυριά, που διαφορετικά δεν θα διέθεταν επαρκή αρχικά κεφάλαια για να ωφεληθούν.»

.

14)

Το άρθρο 24 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να παρέχονται πληροφορίες στους τελικούς καταναλωτές για τις ενεργειακές επιδόσεις και το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στα συστήματα τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης τους κατά τρόπο εύκολα προσβάσιμο, όπως για παράδειγμα σε λογαριασμούς ή στους ιστότοπους των προμηθευτών και κατόπιν αιτήματος. Οι πληροφορίες σχετικά με το μερίδιο της ανανεώσιμης ενέργειας εκφράζονται τουλάχιστον ως ποσοστό της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας θέρμανσης και ψύξης που αποδίδεται στους καταναλωτές ενός δεδομένου συστήματος τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης και συμπεριλαμβάνουν τις πληροφορίες σχετικά με την ποσότητα της ενέργειας που χρησιμοποιήθηκε για την παροχή μίας μονάδας θέρμανσης στον καταναλωτή ή στον τελικό χρήστη.»·

β)

οι παράγραφοι 4, 5 και 6 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Τα κράτη μέλη προσπαθούν να αυξήσουν το μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και από απορριπτόμενη θερμότητα και ψύξη της τηλεθέρμανσης και της τηλεψύξης κατά ενδεικτικό ποσοστό 2,2 ποσοστιαίων μονάδων ως ετήσιο μέσο όρο που υπολογίζεται για τις περιόδους 2021 έως 2030, αρχής γενομένης από το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και από την απορριπτόμενη θερμότητα και ψύξη της τηλεθέρμανσης και της τηλεψύξης το 2020, και ορίζουν τα μέτρα που είναι αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού στα ενοποιημένα εθνικά σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλονται δυνάμει των άρθρων 3 και 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999. Το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές εκφράζεται ως μερίδιο επί της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης με προσαρμογή στις κανονικές μέσες κλιματικές συνθήκες.

Τα κράτη μέλη μπορούν να συνυπολογίζουν την ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές που χρησιμοποιείται για τηλεθέρμανση και τηλεψύξη στην ετήσια μέση αύξηση που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με την πρόθεσή τους να προσμετρούν την ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές που χρησιμοποιείται στην τηλεθέρμανση και τηλεψύξη στην ετήσια αύξηση που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Τα κράτη μέλη περιλαμβάνουν την εκτιμώμενη δυναμικότητα ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές για τηλεθέρμανση και τηλεψύξη στα ενοποιημένα εθνικά τους σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999. Τα κράτη μέλη περιλαμβάνουν την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που χρησιμοποιείται στην τηλεθέρμανση και τηλεψύξη στις ενοποιημένες εθνικές τους εκθέσεις προόδου για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 17 του εν λόγω κανονισμού.

4α.   Για τον υπολογισμό του μεριδίου της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που χρησιμοποιείται στην τηλεθέρμανση και τηλεψύξη για τους σκοπούς της παραγράφου 4, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν το μέσο μερίδιο ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που παρασχέθηκε στην επικράτειά τους κατά τα δύο προηγούμενα έτη.

Τα κράτη μέλη με μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και από απορριπτόμενη θερμότητα και ψύξη της τηλεθέρμανσης και της τηλεψύξης άνω του 60 % μπορούν να υπολογίζουν κάθε τέτοιο μερίδιο ως καλύπτον τη μέση ετήσια αύξηση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 πρώτο εδάφιο. Τα κράτη μέλη με μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και από απορριπτόμενη θερμότητα και ψύξη της τηλεθέρμανσης και της τηλεψύξης άνω του 50 % και έως 60 % μπορούν να υπολογίζουν κάθε τέτοιο μερίδιο ως καλύπτον το ήμισυ της μέσης ετήσιας αύξησης που αναφέρεται στην παράγραφο 4 πρώτο εδάφιο.

Τα κράτη μέλη ορίζουν τα μέτρα που είναι αναγκαία για την υλοποίηση της μέσης ετήσιας αύξησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου στα ενοποιημένα εθνικά τους σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλονται δυνάμει των άρθρων 3 και 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999.

4α.   Τα κράτη μέρη μεριμνούν ώστε οι διαχειριστές συστημάτων τηλεθέρμανσης ή τηλεψύξης με δυναμικότητα άνω των 25 MWth να ενθαρρύνονται να συνδέουν τρίτους προμηθευτές ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και από απορριπτόμενη θερμότητα και ψύξη ή να ενθαρρύνονται να προτείνουν να συνδέουν και να αγοράζουν θέρμανση και ψύξη που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και από απορριπτόμενη θερμότητα και ψύξη από τρίτους προμηθευτές με βάση αμερόληπτα κριτήρια που καθορίζει η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους όταν οι εν λόγω διαχειριστές χρειάζεται να κάνουν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:

α)

να εξυπηρετήσουν τη ζήτηση από νέους πελάτες·

β)

να αντικαταστήσουν την υφιστάμενη δυναμικότητα παραγωγής θέρμανσης ή ψύξης·

γ)

να επεκτείνουν την υφιστάμενη δυναμικότητα παραγωγής θέρμανσης ή ψύξης.

5.   Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν σε έναν διαχειριστή συστήματος τηλεθέρμανσης ή τηλεψύξης να αρνηθεί να συνδεθεί και να αγοράσει θέρμανση ή ψύξη από τρίτο προμηθευτή σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

το σύστημα δεν διαθέτει την απαραίτητη δυναμικότητα λόγω άλλων παροχών θερμότητας ή ψύξης από ανανεώσιμες πηγές ή απορριπτόμενης θερμότητας και ψύξης·

β)

η θερμότητα ή η ψύξη που παρέχεται από τον τρίτο προμηθευτή δεν πληροί τις τεχνικές παραμέτρους που είναι αναγκαίες για τη σύνδεση και την εξασφάλιση αξιόπιστης και ασφαλούς λειτουργίας του συστήματος τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης·

γ)

ο διαχειριστής μπορεί να αποδείξει ότι η παροχή πρόσβασης θα οδηγούσε σε υπερβολική αύξηση του κόστους θέρμανσης ή ψύξης για τους τελικούς πελάτες σε σχέση με το κόστος της χρήσης της κύριας τοπικής παροχής θέρμανσης και ψύξης με την οποία θα ανταγωνιζόταν η ανανεώσιμη πηγή ενέργειας ή η απορριπτόμενη θερμότητα και ψύξη·

δ)

το σύστημα του διαχειριστή είναι ένα αποδοτικό σύστημα τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε όταν ο διαχειριστής συστήματος τηλεθέρμανσης ή τηλεψύξης αρνείται να συνδέσει προμηθευτή θέρμανσης ή ψύξης κατά το πρώτο εδάφιο, να παρέχεται πληροφόρηση από τον εν λόγω διαχειριστή προς την αρμόδια αρχή για τους λόγους της άρνησης, καθώς και για τις προϋποθέσεις και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν στο σύστημα για να επιτραπεί η σύνδεση. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι εφαρμόζεται κατάλληλη διαδικασία για την αποκατάσταση αδικαιολόγητων απορρίψεων.

6.   Τα κράτη μέλη δημιουργούν, όπου είναι αναγκαίο, ένα πλαίσιο συντονισμού μεταξύ των διαχειριστών συστημάτων τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης και των πιθανών πηγών απορριπτόμενης θερμότητας και ψύξης στους βιομηχανικούς και τριτογενείς τομείς, προκειμένου να διευκολυνθεί η χρήση της απορριπτόμενης θερμότητας και ψύξης. Το εν λόγω πλαίσιο συντονισμού διασφαλίζει διάλογο όσον αφορά τη χρήση απορριπτόμενης θερμότητας και ψύξης που περιλαμβάνει ιδίως:

α)

διαχειριστές συστημάτων τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης·

β)

επιχειρήσεις του βιομηχανικού και του τριτογενούς τομέα που παράγουν απορριπτόμενη θερμότητα και ψύξη που μπορούν να ανακτηθούν οικονομικά μέσω συστημάτων τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης, όπως κέντρα δεδομένων, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, μεγάλα εμπορικά κτίρια, εγκαταστάσεις αποθήκευσης ενέργειας και δημόσιες συγκοινωνίες·

γ)

τοπικές αρχές αρμόδιες για τον σχεδιασμό και την έγκριση ενεργειακών υποδομών·

δ)

ειδικοί επιστήμονες που ασχολούνται με υπερσύγχρονα συστήματα τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης· και

ε)

κοινότητες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που εμπλέκονται στη θέρμανση και την ψύξη.»·

γ)

οι παράγραφοι 8, 9 και 10 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν πλαίσιο βάσει του οποίου οι διαχειριστές συστημάτων διανομής ηλεκτρικής ενέργειας θα αξιολογούν τουλάχιστον ανά τέσσερα έτη, σε συνεργασία με τους διαχειριστές συστημάτων τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης στις αντίστοιχες περιοχές τους, το δυναμικό των συστημάτων τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης για παροχή υπηρεσιών εξισορρόπησης και άλλων υπηρεσιών συστήματος, συμπεριλαμβανομένης της ανταπόκρισης στη ζήτηση και της αποθήκευσης θερμότητας της πλεονάζουσας ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές, και να εξετάζουν κατά πόσο η χρήση του ως άνω δυναμικού θα ήταν πιο ασφαλής και οικονομικά αποδοτική από εναλλακτικές λύσεις.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας λαμβάνουν δεόντως υπόψη τα αποτελέσματα της αξιολόγησης που απαιτείται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο στον σχεδιασμό δικτύου, στις επενδύσεις στο δίκτυο και στην ανάπτυξη υποδομών στην αντίστοιχη επικράτειά τους.

Τα κράτη μέλη διευκολύνουν τον συντονισμό μεταξύ διαχειριστών συστημάτων τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης και διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας για να διασφαλίσουν ότι οι υπηρεσίες εξισορρόπησης, αποθήκευσης και άλλες υπηρεσίες ευελιξίας, όπως η ανταπόκριση στη ζήτηση, που παρέχονται από τους διαχειριστές συστημάτων τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης, μπορούν να συμμετέχουν στις οικείες αγορές ηλεκτρικής ενέργειας.

Τα κράτη μέλη μπορούν να επεκτείνουν τις απαιτήσεις αξιολόγησης και συντονισμού βάσει του πρώτου και του τρίτου εδαφίου στους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς και διανομής αερίου, συμπεριλαμβανομένων των δικτύων υδρογόνου και άλλων ενεργειακών δικτύων.

9.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα δικαιώματα των καταναλωτών και οι κανόνες λειτουργίας των συστημάτων τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης σύμφωνα με το παρόν άρθρο καθορίζονται με σαφήνεια, είναι διαθέσιμα στο κοινό και εφαρμόζονται από την αρμόδια αρχή.

10.   Ένα κράτος μέλος δεν υποχρεούται να εφαρμόζει τις παραγράφους 2 έως 9 όταν πληρούται τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το μερίδιο τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης που διαθέτει ήταν λιγότερο ή ίσο του 2 % της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας θέρμανσης και ψύξης στις 24 Δεκεμβρίου 2018·

β)

το μερίδιο τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης που διαθέτει αυξάνεται πέραν του 2 % της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας θέρμανσης και ψύξης στις 24 Δεκεμβρίου 2018 μέσω της ανάπτυξης νέας αποδοτικής τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης βάσει του ενοποιημένου εθνικού σχεδίου του για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλεται δυνάμει των άρθρων 3 και 14 και σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1999 και με την αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 1β της παρούσας οδηγίας·

γ)

το 90 % της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας των συστημάτων τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης πραγματοποιείται σε αποδοτικά συστήματα τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης.».

15)

Το άρθρο 25 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 25

Αύξηση της ανανεώσιμης ενέργειας και μείωση της έντασης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στον τομέα των μεταφορών

1.   Κάθε κράτος μέλος επιβάλλει στους προμηθευτές καυσίμων την υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι:

α)

η ποσότητα ανανεώσιμων καυσίμων και ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που παρέχεται στον τομέα των μεταφορών οδηγεί:

i)

σε μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην τελική κατανάλωση ενέργειας στον τομέα των μεταφορών τουλάχιστον 29 % έως το 2030· ή

ii)

σε μείωση της έντασης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 14,5 % έως το 2030, σε σύγκριση με την τιμή αναφοράς που ορίζεται στο άρθρο 27 παράγραφος 1, στοιχείο β), σύμφωνα με ενδεικτική πορεία που έχει καθοριστεί από το κράτος μέλος·

β)

το συνδυασμένο μερίδιο των προηγμένων βιοκαυσίμων και του βιοαερίου που παράγονται από τις πρώτες ύλες που απαριθμούνται στο παράρτημα IX μέρος Α και των ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης στην ενέργεια που παρέχεται στον τομέα των μεταφορών είναι τουλάχιστον 1 % το 2025 και 5,5 % το 2030, εκ των οποίων μερίδιο τουλάχιστον μιας ποσοστιαίας μονάδας είναι από ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης το 2030.

Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να καθορίσουν διαφοροποιημένους στόχους για τα προηγμένα βιοκαύσιμα και το βιοαέριο που παράγονται από τις πρώτες ύλες που απαριθμούνται στο παράρτημα IX μέρος Α και για τα ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης σε εθνικό επίπεδο, προκειμένου να εκπληρωθεί η υποχρέωση που ορίζεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, κατά τρόπο ώστε να παρέχονται κίνητρα και να επεκτείνεται η ανάπτυξη των δύο καυσίμων.

Τα κράτη μέλη με θαλάσσιους λιμένες προσπαθούν να διασφαλίσουν ότι, από το 2030, το μερίδιο των ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης στη συνολική ποσότητα ενέργειας που παρέχεται στις θαλάσσιες μεταφορές είναι τουλάχιστον 1,2 %.

Τα κράτη μέλη, στις ενοποιημένες εθνικές εκθέσεις προόδου για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλουν σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999, υποβάλλουν έκθεση σχετικά με το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην τελική κατανάλωση ενέργειας στον τομέα των μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων των θαλάσσιων μεταφορών, καθώς και σχετικά με τη μείωση της έντασης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου.

Εάν ο κατάλογος πρώτων υλών που παρατίθεται στο παράρτημα IX μέρος Α τροποποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 6, τα κράτη μέλη μπορούν να αυξήσουν αναλόγως το ελάχιστο μερίδιο προηγμένων βιοκαυσίμων και βιοαερίου που παράγονται από την εν λόγω πρώτη ύλη, στην ενέργεια η οποία παρέχεται στον τομέα των μεταφορών.

2.   Για τον υπολογισμό των στόχων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) και των μεριδίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο β), τα κράτη μέλη:

α)

λαμβάνουν υπόψη τα ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης και όταν χρησιμοποιούνται ως ενδιάμεσα προϊόντα για την παραγωγή:

i)

συμβατικών καυσίμων κίνησης· ή

ii)

βιοκαυσίμων, υπό την προϋπόθεση ότι η μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που επιτυγχάνεται με τη χρήση ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης δεν προσμετράται στον υπολογισμό της μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από τα βιοκαύσιμα·

β)

μπορούν να λάβουν υπόψη το βιοαέριο που διοχετεύεται στην εθνική υποδομή μεταφοράς και διανομής αερίου.

3.   Για τον υπολογισμό των στόχων που καθορίζονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α), τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν υπόψη καύσιμα ανακυκλωμένου άνθρακα.

Κατά τον καθορισμό της υποχρέωσης για τους προμηθευτές καυσίμων, τα κράτη μέλη μπορούν:

α)

να εξαιρούν τους προμηθευτές καυσίμων οι οποίοι προμηθεύουν ηλεκτρική ενέργεια και ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης από την υποχρέωση να συμμορφώνονται με το ελάχιστο μερίδιο των προηγμένων βιοκαυσίμων και του βιοαερίου που παράγεται από τις πρώτες ύλες που απαριθμούνται στο παράρτημα IX μέρος Α σε σχέση με τα εν λόγω καύσιμα·

β)

να θέτουν την υποχρέωση μέσω μέτρων που στοχεύουν στον όγκο, το ενεργειακό περιεχόμενο ή τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου·

γ)

να διακρίνουν μεταξύ των διαφόρων φορέων ενέργειας·

δ)

να διακρίνουν μεταξύ του τομέα των θαλάσσιων μεταφορών και των άλλων τομέων.

4.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν μηχανισμό που επιτρέπει στους προμηθευτές καυσίμων στην επικράτειά τους να ανταλλάσσουν πιστώσεις για την προμήθεια ανανεώσιμης ενέργειας στον τομέα των μεταφορών. Οι οικονομικοί φορείς που παρέχουν ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές σε ηλεκτρικά οχήματα μέσω δημόσιων σημείων επαναφόρτισης λαμβάνουν πιστώσεις, ανεξάρτητα από το αν οι οικονομικοί φορείς υπόκεινται στην υποχρέωση που έχει ορίσει το κράτος μέλος για τους προμηθευτές καυσίμων, και μπορούν να πωλούν τις εν λόγω πιστώσεις σε προμηθευτές καυσίμων, οι οποίοι επιτρέπεται να χρησιμοποιούν τις πιστώσεις για την εκπλήρωση της υποχρέωσης που ορίζεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο. Τα κράτη μέλη μπορούν να περιλαμβάνουν ιδιωτικά σημεία επαναφόρτισης στον εν λόγω μηχανισμό, υπό την προϋπόθεση ότι μπορεί να αποδειχθεί ότι η ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές που διοχετεύεται στα εν λόγω ιδιωτικά σημεία επαναφόρτισης παρέχεται αποκλειστικά σε ηλεκτρικά οχήματα.».

16)

Το άρθρο 26 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Για τον υπολογισμό της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ενός κράτους μέλους που αναφέρεται στο άρθρο 7 και του ελάχιστου μεριδίου ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και του στόχου μείωσης της έντασης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α), το μερίδιο των βιοκαυσίμων και των βιορευστών, καθώς και των καυσίμων βιομάζας που καταναλώνονται στις μεταφορές, όταν παράγονται από καλλιέργειες τροφίμων και ζωοτροφών, δεν υπερβαίνει περισσότερο από μία ποσοστιαία μονάδα το μερίδιο των εν λόγω καυσίμων στην τελική κατανάλωση ενέργειας στον τομέα των μεταφορών το 2020 στο εν λόγω κράτος μέλος, με μέγιστο ποσοστό 7 % της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στον τομέα των μεταφορών στο εν λόγω κράτος μέλος.»·

ii)

το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Αν το μερίδιο των βιοκαυσίμων και των βιορευστών, καθώς και των καυσίμων βιομάζας που καταναλώνονται στις μεταφορές, παράγονται δε από καλλιέργειες τροφίμων και ζωοτροφών σε κράτος μέλος, είναι περιορισμένο σε μερίδιο χαμηλότερο του 7 % ή αν ένα κράτος μέλος αποφασίσει να περιορίσει περαιτέρω το μερίδιο, τότε το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να μειώσει το ελάχιστο μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ή τον στόχο μείωσης της έντασης εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) αντιστοίχως, λαμβανομένης υπόψη της συνεισφοράς στο ελάχιστο μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ή στη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που θα μπορούσε να είχε προέλθει από τα εν λόγω καύσιμα. Για την επίτευξη του στόχου μείωσης της έντασης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, τα κράτη μέλη θεωρούν ότι τα εν λόγω καύσιμα μειώνουν τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατά 50 %.»·

β)

η παράγραφος 2 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Για τον υπολογισμό της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας ενός κράτους μέλους από τις ανανεώσιμες πηγές του άρθρου 7, και του ελαχίστου μεριδίου ανανεώσιμης ενέργειας και τον στόχο μείωσης της έντασης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α), το μερίδιο βιοκαυσίμων υψηλού κινδύνου έμμεσης αλλαγής στη χρήση γης, βιορευστών ή καυσίμων βιομάζας που παράγονται από καλλιέργειες τροφίμων και ζωοτροφών σχετικά με τις οποίες παρατηρείται σημαντική επέκταση της περιοχής παραγωγής σε εκτάσεις με μεγάλα αποθέματα άνθρακα, δεν υπερβαίνει το επίπεδο της κατανάλωσης αυτών των καυσίμων στο εν λόγω κράτος μέλος το 2019, εκτός εάν έχουν πιστοποιηθεί ως βιοκαύσιμα, βιορευστά ή καύσιμα βιομάζας χαμηλού κινδύνου έμμεσης αλλαγής στη χρήση γης, σύμφωνα με παρούσα παράγραφο.»·

ii)

το πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Έως την 1η Σεπτεμβρίου 2023, η Επιτροπή επανεξετάζει τα κριτήρια που καθορίζονται στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου με βάση τα βέλτιστα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα και εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 35 για την τροποποίηση των εν λόγω κριτηρίων, κατά περίπτωση, και για τη συμπλήρωση της παρούσας οδηγίας με τη συμπερίληψη μιας πορείας για τη σταδιακή μείωση της συνεισφοράς στον συνολικό στόχο της Ένωσης που ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 και στο ελάχιστο μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και στον στόχο μείωσης της έντασης εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) των βιοκαυσίμων, βιορευστών και καυσίμων βιομάζας υψηλού κινδύνου έμμεσης αλλαγής της χρήσης γης που παράγονται από πρώτες ύλες για τις οποίες παρατηρείται σημαντική επέκταση της παραγωγής σε εκτάσεις με υψηλά αποθέματα άνθρακα. Η εν λόγω επανεξέταση βασίζεται σε αναθεωρημένη έκδοση της έκθεσης σχετικά με την επέκταση των πρώτων υλών που υποβάλλεται σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Η εν λόγω έκθεση αξιολογεί, ειδικότερα, κατά πόσον το όριο για το μέγιστο μερίδιο της μέσης ετήσιας επέκτασης της παγκόσμιας περιοχής παραγωγής σε υψηλά αποθέματα άνθρακα θα πρέπει να μειωθεί με βάση αντικειμενικά και επιστημονικά κριτήρια και λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους και τις δεσμεύσεις της Ένωσης για το κλίμα.

Κατά περίπτωση, η Επιτροπή τροποποιεί τα κριτήρια που ορίζονται στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο με βάση τα αποτελέσματα της αξιολόγησης που αναφέρεται στο πέμπτο εδάφιο. Η Επιτροπή εξακολουθεί να επανεξετάζει ανά τριετία μετά την έκδοση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξεως που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο, τα δεδομένα στα οποία βασίζεται η εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξη. Η Επιτροπή επικαιροποιεί την εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξη όταν είναι αναγκαίο υπό το πρίσμα των εξελισσόμενων συνθηκών και των πλέον πρόσφατων διαθέσιμων επιστημονικών στοιχείων.».

17)

Το άρθρο 27 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 27

Κανόνες υπολογισμού στον τομέα των μεταφορών και όσον αφορά τα ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης ανεξάρτητα από την τελική χρήση τους

1.   Για τον υπολογισμό του στόχου μείωσης της έντασης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) σημείο ii), ισχύουν οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

η μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου υπολογίζεται ως εξής:

i)

για βιοκαύσιμα και βιοαέρια, με πολλαπλασιασμό της ποσότητας των εν λόγω καυσίμων που παρέχονται σε όλους τους τρόπους μεταφοράς επί τη μείωση εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που επιτυγχάνουν, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 31·

ii)

για ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης και καύσιμα ανακυκλωμένου άνθρακα, με πολλαπλασιασμό της ποσότητας των εν λόγω καυσίμων που παρέχονται σε όλους τους τρόπους μεταφοράς επί τη μείωση εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που επιτυγχάνουν, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 29α παράγραφος 3·

iii)

για ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές, με πολλαπλασιασμό της ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που παρέχεται σε όλους τους τρόπους μεταφοράς επί το συγκριτικό ορυκτό καύσιμο ECF(e) που ορίζεται στο παράρτημα V·

β)

η τιμή αναφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) σημείο ii) υπολογίζεται έως τις 31 Δεκεμβρίου 2030 με πολλαπλασιασμό της ποσότητας ενέργειας που παρέχεται στον τομέα των μεταφορών επί το συγκριτικό ορυκτό καύσιμο EF(t) που ορίζεται στο παράρτημα V· από την 1η Ιανουαρίου 2031, η τιμή αναφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) σημείο ii) είναι το άθροισμα:

i)

του γινομένου της ποσότητας καυσίμων που παρέχονται σε όλους τους τρόπους μεταφοράς επί το συγκριτικό ορυκτό καύσιμο EF(t) που ορίζεται στο παράρτημα V·

ii)

του γινομένου της ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας που παρέχεται σε όλους τους τρόπους μεταφοράς επί το συγκριτικό ορυκτό καύσιμο ECF(e) που ορίζεται στο παράρτημα V·

γ)

για τον υπολογισμό των σχετικών ποσοτήτων ενέργειας, ισχύουν οι ακόλουθοι κανόνες:

i)

για τον προσδιορισμό της ποσότητας ενέργειας που παρέχεται στον τομέα των μεταφορών χρησιμοποιούνται οι τιμές σχετικά με το ενεργειακό περιεχόμενο των καυσίμων κίνησης που παρατίθενται στο παράρτημα III·

ii)

για τον προσδιορισμό του ενεργειακού περιεχομένου των καυσίμων κίνησης που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα III, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν τα σχετικά ευρωπαϊκά πρότυπα για να προσδιορίσουν τη θερμογόνο δύναμη των καυσίμων, ή, όταν δεν έχει εγκριθεί ευρωπαϊκό πρότυπο για τον σκοπό αυτόν, τα σχετικά πρότυπα ISΟ·

iii)

η ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που παρέχεται στον τομέα των μεταφορών προσδιορίζεται με τον πολλαπλασιασμό της ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας που παρέχεται σε αυτόν τον τομέα επί το μέσο μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που παρασχέθηκε στην επικράτεια του κράτους μέλους τα δύο προηγούμενα έτη, εκτός εάν η ηλεκτρική ενέργεια λαμβάνεται μέσω άμεσης σύνδεσης με εγκατάσταση που παράγει ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές και παρέχεται στον τομέα των μεταφορών, περίπτωση κατά την οποία η ηλεκτρική ενέργεια υπολογίζεται πλήρως ως ανανεώσιμη και η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ηλιακό ηλεκτρικό όχημα και χρησιμοποιείται για την κατανάλωση του ίδιου του οχήματος μπορεί να υπολογίζεται πλήρως ως ανανεώσιμη·

iv)

το μερίδιο των βιοκαυσίμων και των βιοαερίων τα οποία παράγονται από τις πρώτες ύλες που απαριθμούνται στο παράρτημα IX μέρος Β στο ενεργειακό περιεχόμενο καυσίμων και ηλεκτρικής ενέργειας που παρέχονται στον τομέα των μεταφορών περιορίζεται, εκτός από την Κύπρο και τη Μάλτα, στο 1,7 %·

δ)

η μείωση της έντασης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από τη χρήση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές καθορίζεται διαιρώντας τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου λόγω της χρήσης βιοκαυσίμων, βιοαερίου, ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης και ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που παρέχονται σε όλους τους τρόπους μεταφοράς διά της τιμής αναφοράς· τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τα καύσιμα ανακυκλωμένου άνθρακα.

Τα κράτη μέλη μπορούν, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, να αυξήσουν το όριο που αναφέρεται στο σημείο iv) του στοιχείου γ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, λαμβάνοντας υπόψη τη διαθεσιμότητα πρώτων υλών που απαριθμούνται στο παράρτημα IX μέρος Β. Κάθε σχετική αύξηση κοινοποιείται στην Επιτροπή μαζί με τη σχετική αιτιολόγηση, και υπόκειται στην έγκριση της Επιτροπής.

2.   Για τον υπολογισμό των ελάχιστων μεριδίων που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) σημείο i) και στο άρθρο 25 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο β), εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α)

για τον υπολογισμό του παρονομαστή, δηλαδή της ποσότητας ενέργειας που καταναλώνεται στον τομέα των μεταφορών, λαμβάνονται υπόψη όλα τα καύσιμα και η ηλεκτρική ενέργεια που παρέχονται στον τομέα των μεταφορών·

β)

για τον υπολογισμό του αριθμητή, δηλαδή της ποσότητας ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που καταναλώνεται στον τομέα των μεταφορών για τους σκοπούς του άρθρου 25 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, λαμβάνεται υπόψη το ενεργειακό περιεχόμενο όλων των τύπων ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που παρέχεται σε όλους τους τρόπους μεταφοράς, συμπεριλαμβανομένων των διεθνών θαλάσσιων μεταφορών, στην επικράτεια κάθε κράτους μέλους· τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τα καύσιμα ανακυκλωμένου άνθρακα.

γ)

το μερίδιο των βιοκαυσίμων και των βιοαερίων που παράγεται από τις πρώτες ύλες που απαριθμούνται στο παράρτημα IX και των ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης θεωρείται ότι είναι δύο φορές το ενεργειακό του περιεχόμενο·

δ)

το μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές θεωρείται ότι είναι τέσσερις φορές το ενεργειακό του περιεχόμενο όταν παρέχεται σε οδικά οχήματα και μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι 1,5 φορές το ενεργειακό του περιεχόμενο όταν παρέχεται σε σιδηροδρομικές μεταφορές·

ε)

το μερίδιο των προηγμένων βιοκαυσίμων και των βιοαερίων που παράγονται από τις πρώτες ύλες που απαριθμούνται στο μέρος Α του παραρτήματος IX και παρέχονται στις αεροπορικές και θαλάσσιες μεταφορές θεωρείται ότι είναι 1,2 φορές το ενεργειακό τους περιεχόμενο και το μερίδιο των ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης που παρέχονται στις αεροπορικές και θαλάσσιες μεταφορές θεωρείται ότι είναι 1,5 φορές το ενεργειακό τους περιεχόμενο·

στ)

το μερίδιο των βιοκαυσίμων και των βιοαερίων τα οποία παράγονται από τις πρώτες ύλες που απαριθμούνται στο παράρτημα IX μέρος Β στο ενεργειακό περιεχόμενο καυσίμων και ηλεκτρικής ενέργειας που παρέχονται στον τομέα των μεταφορών περιορίζεται, με εξαίρεση στην Κύπρο και στη Μάλτα, στο 1,7 %·

ζ)

για τον προσδιορισμό της ποσότητας ενέργειας που παρέχεται στον τομέα των μεταφορών χρησιμοποιούνται οι τιμές σχετικά με το ενεργειακό περιεχόμενο των καυσίμων κίνησης που παρατίθενται στο παράρτημα III·

η)

για τον προσδιορισμό του ενεργειακού περιεχομένου των καυσίμων κίνησης που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα III, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν τα σχετικά ευρωπαϊκά πρότυπα για να προσδιορίσουν τη θερμογόνο δύναμη των καυσίμων, ή, όταν δεν έχει εγκριθεί ευρωπαϊκό πρότυπο για τον σκοπό αυτόν, τα σχετικά πρότυπα ISΟ·

θ)

η ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που παρέχεται στον τομέα των μεταφορών προσδιορίζεται με τον πολλαπλασιασμό της ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας που παρέχεται σε αυτόν τον τομέα επί το μέσο μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που παρασχέθηκε στην επικράτεια του κράτους μέλους τα δύο προηγούμενα έτη, εκτός εάν η ηλεκτρική ενέργεια λαμβάνεται μέσω άμεσης σύνδεσης με εγκατάσταση που παράγει ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές και παρέχεται στον τομέα των μεταφορών, περίπτωση κατά την οποία η εν λόγω ηλεκτρική ενέργεια υπολογίζεται πλήρως ως ανανεώσιμη και η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από ηλιακό ηλεκτρικό όχημα και χρησιμοποιείται για την κατανάλωση του ίδιου του οχήματος μπορεί να υπολογίζεται πλήρως ως ανανεώσιμη.

Τα κράτη μέλη μπορούν, όπου αυτό δικαιολογείται, να αυξήσουν το όριο που αναφέρεται στο στοιχείο στ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, λαμβάνοντας υπόψη τη διαθεσιμότητα πρώτης ύλης που απαριθμείται στο μέρος Β του παραρτήματος IX. Κάθε τέτοια αύξηση κοινοποιείται στην Επιτροπή μαζί με τη σχετική αιτιολογία και υπόκειται στην έγκριση της Επιτροπής.

3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 35 για την τροποποίηση της παρούσας οδηγίας προσαρμόζοντας το όριο του μεριδίου των βιοκαυσίμων και των βιοαερίων που παράγονται από τις πρώτες ύλες που απαριθμούνται στο παράρτημα IX μέρος Β με βάση αξιολόγηση της διαθεσιμότητας πρώτων υλών. Το όριο είναι τουλάχιστον 1,7 %. Εάν η Επιτροπή εκδώσει την εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, το όριο που ορίζεται εφαρμόζεται επίσης στα κράτη μέλη που έχουν λάβει έγκριση από την Επιτροπή για την αύξηση του ορίου σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου μετά από μεταβατική περίοδο πέντε ετών, με την επιφύλαξη του δικαιώματος του κράτους μέλους να εφαρμόσει το νέο αυτό όριο νωρίτερα. Τα κράτη μέλη μπορούν να υποβάλουν αίτηση για νέα έγκριση από την Επιτροπή, για αύξηση από το όριο που καθορίζεται στην κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

4.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 35 για την τροποποίηση της παρούσας οδηγίας με την προσαρμογή των καυσίμων κίνησης και του ενεργειακού περιεχομένου τους, όπως ορίζονται στο παράρτημα III, σύμφωνα με την επιστημονική και τεχνική πρόοδο.

5.   Για τους σκοπούς των υπολογισμών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) και στην παράγραφο 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο α), η ποσότητα ενέργειας που παρέχεται στις θαλάσσιες μεταφορές, ως ποσοστό της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας του εν λόγω κράτους μέλους, θεωρείται ότι δεν υπερβαίνει το 13 %. Για την Κύπρο και τη Μάλτα, η ποσότητα της ενέργειας που καταναλώνεται στις θαλάσσιες μεταφορές, ως ποσοστό της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας των συγκεκριμένων κρατών μελών, θεωρείται ότι δεν ξεπερνά το 5 %. Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται έως τις 31 Δεκεμβρίου 2030.

6.   Όταν χρησιμοποιείται ηλεκτρική ενέργεια για την παραγωγή ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης, είτε απευθείας είτε για την παραγωγή ενδιάμεσων προϊόντων, για τον προσδιορισμό του μεριδίου της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές χρησιμοποιείται το μέσο μερίδιο ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στη χώρα παραγωγής, όπως μετρήθηκε δύο έτη πριν από το εν λόγω έτος.

Ωστόσο, η ηλεκτρική ενέργεια που λαμβάνεται μέσω άμεσης σύνδεσης με εγκατάσταση ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές μπορεί να προσμετράται πλήρως ως ανανεώσιμη ενέργεια για την παραγωγή των εν λόγω ανανεώσιμων καυσίμων κίνησης μη βιολογικής προέλευσης εάν η εγκατάσταση:

α)

αρχίζει να λειτουργεί μετά ή ταυτόχρονα με την εγκατάσταση παραγωγής ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης· και

β)

δεν είναι συνδεδεμένη με το δίκτυο ή είναι συνδεδεμένη με το δίκτυο αλλά μπορεί να αποδειχθεί ότι η αντίστοιχη ηλεκτρική ενέργεια έχει παρασχεθεί χωρίς εισαγωγή ενέργειας από το δίκτυο.

Η ηλεκτρική ενέργεια που έχει παρασχεθεί από το δίκτυο μπορεί να υπολογίζεται πλήρως ως ανανεώσιμη εάν παράγεται αποκλειστικά από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και έχουν αποδειχθεί οι ανανεώσιμες ιδιότητες όπως και λοιπά ενδεδειγμένα κριτήρια, διασφαλίζοντας ότι οι ανανεώσιμες ιδιότητες της εν λόγω ηλεκτρικής ενέργειας υπολογίζονται μόνο μία φορά και μόνο σε ένα τομέα τελικής χρήσης.

Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021, η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 35 για τη συμπλήρωση της παρούσας οδηγίας με τη θέσπιση ενωσιακής μεθοδολογίας που καθορίζει λεπτομερείς κανόνες διά των οποίων οι οικονομικοί φορείς πρέπει να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

Έως την 1η Ιουλίου 2028, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στην οποία αξιολογείται ο αντίκτυπος της μεθοδολογίας της Ένωσης που καθορίζεται σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο, συμπεριλαμβανομένου του αντικτύπου της προσθετικότητας και της χρονικής και γεωγραφικής συσχέτισης στο κόστος παραγωγής, στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και στο ενεργειακό σύστημα.

Η εν λόγω έκθεση της Επιτροπής αξιολογεί, ειδικότερα, τον αντίκτυπο στη διαθεσιμότητα και την οικονομική προσιτότητα των ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης για τη βιομηχανία και τις μεταφορές και στην ικανότητα της Ένωσης να επιτύχει τους στόχους της για ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης, λαμβάνοντας υπόψη τη στρατηγική της Ένωσης για το εισαγόμενο και το εγχώριο υδρογόνο σύμφωνα με το άρθρο 22α, ελαχιστοποιώντας παράλληλα την αύξηση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και στο συνολικό ενεργειακό σύστημα. Όταν η έκθεση αυτή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι απαιτήσεις δεν διασφαλίζουν επαρκή διαθεσιμότητα και οικονομική προσιτότητα των ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης για τη βιομηχανία και τις μεταφορές και δεν συμβάλλουν ουσιαστικά στη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, στην ενοποίηση του ενεργειακού συστήματος και στην επίτευξη των στόχων της Ένωσης για τα ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης που έχουν τεθεί για το 2030, η Επιτροπή επανεξετάζει την ενωσιακή μεθοδολογία και, κατά περίπτωση, εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 35 για την τροποποίηση της εν λόγω μεθοδολογίας, ώστε να γίνουν οι αναγκαίες προσαρμογές στα κριτήρια που ορίζονται στο δεύτερο και στο τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, προκειμένου να διευκολυνθεί η ανάπτυξη του κλάδου του υδρογόνου.».

18)

Το άρθρο 28 τροποποιείται ως εξής:

α)

οι παράγραφοι 2, 3 και 4 διαγράφονται·

β)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Έως τις 30 Ιουνίου 2024, η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 35 για τη συμπλήρωση της παρούσας οδηγίας με τον καθορισμό της μεθοδολογίας για τον προσδιορισμό του μεριδίου των βιοκαυσίμων και των βιοαερίων για τις μεταφορές τα οποία προκύπτουν από την επεξεργασία βιομάζας με ορυκτά καύσιμα σε κοινή διαδικασία.»·

γ)

η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2025, στο πλαίσιο της διετούς αξιολόγησης της προόδου που πραγματοποιείται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1999, η Επιτροπή αξιολογεί κατά πόσον η υποχρέωση για τα προηγμένα βιοκαύσιμα και το βιοαέριο που παράγονται από πρώτες ύλες που απαριθμούνται στο παράρτημα IX μέρος Α της παρούσας οδηγίας, κατά το άρθρο 25 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) της παρούσας οδηγίας, πράγματι τονώνει την καινοτομία και εξασφαλίζει τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στον τομέα των μεταφορών. Η Επιτροπή αναλύει επίσης κατά πόσον η εφαρμογή του παρόντος άρθρου αποτρέπει αποτελεσματικά τη διπλή προσμέτρηση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

Η Επιτροπή υποβάλλει, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, πρόταση τροποποίησης της υποχρέωσης για τα προηγμένα βιοκαύσιμα και το βιοαέριο που παράγονται από πρώτες ύλες που απαριθμούνται στο παράρτημα IX μέρος Α, κατά το άρθρο 25 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο β).»

.

19)

Το άρθρο 29 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

στο πρώτο εδάφιο, το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

για τη συνεισφορά στα μερίδια ανανεώσιμης ενέργειας των κρατών μελών και στους στόχους που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1, στο άρθρο 15α παράγραφος 1, στο άρθρο 22α παράγραφος 1, στο άρθρο 23 παράγραφος 1, στο άρθρο 24 παράγραφος 4 και στο άρθρο 25 παράγραφος 1·»·

ii)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Ωστόσο, για να λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, τα βιοκαύσιμα, τα βιορευστά και τα καύσιμα βιομάζας που παράγονται από απόβλητα και υπολείμματα, πλην των υπολειμμάτων υδατοκαλλιεργειών και αλιείας και των γεωργικών και των δασικών υπολειμμάτων χρειάζεται να τηρούν μόνον τα κριτήρια μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που ορίζονται στην παράγραφο 10. Στην περίπτωση της χρήσης μεικτών αποβλήτων, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τους φορείς εκμετάλλευσης να εφαρμόζουν συστήματα διαλογής μεικτών αποβλήτων με στόχο την αφαίρεση ορυκτών υλικών. Το παρόν εδάφιο εφαρμόζεται επίσης στα απόβλητα και τα υπολείμματα που μεταποιούνται πρώτα σε προϊόν πριν από την περαιτέρω μεταποίησή τους σε βιοκαύσιμα, βιορευστά και καύσιμα βιομάζας.»·

iii)

το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα καύσιμα βιομάζας πληρούν τα κριτήρια αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 7 και στην παράγραφο 10, εάν χρησιμοποιούνται:

α)

στην περίπτωση στερεών καυσίμων βιομάζας, σε εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, θερμότητας και ψύξης με συνολική ονομαστική θερμική ισχύ ίση με ή μεγαλύτερη από 7,5 MW·

β)

στην περίπτωση αέριων καυσίμων βιομάζας, σε εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, θερμότητας και ψύξης με συνολική ονομαστική θερμική ισχύ ίση με ή μεγαλύτερη από 2 MW·

γ)

στην περίπτωση εγκαταστάσεων παραγωγής αέριων καυσίμων βιομάζας με την ακόλουθη μέση ταχύτητα ροής βιομεθανίου:

i)

πάνω από 200 m3 ισοδύναμο μεθανίου/h μετρημένο σε κανονικές συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης (τουτέστιν 0 °C και ατμοσφαιρική πίεση 1 bar)·

ii)

εάν το βιοαέριο αποτελείται από μείγμα μεθανίου και άλλου μη καύσιμου αερίου, για την ταχύτητα ροής του μεθανίου, το όριο που ορίζεται στο σημείο i), επανυπολογιζόμενο κατ’ αναλογία προς το ογκομετρικό μερίδιο μεθανίου στο μείγμα.

Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν τα κριτήρια αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου σε εγκαταστάσεις με μικρότερη συνολική ονομαστική θερμική ισχύ ή ταχύτητα ροής βιομεθανίου.»·

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Τα παραγόμενα από γεωργική βιομάζα βιοκαύσιμα, τα βιορευστά και καύσιμα βιομάζας που λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ) δεν παράγονται από πρώτες ύλες προερχόμενες από εδάφη με υψηλή αξία βιοποικιλότητας, δηλαδή από εδάφη που είχαν έναν από τους ακόλουθους χαρακτηρισμούς τον Ιανουάριο του 2008 ή μετέπειτα, ανεξαρτήτως εάν τα εδάφη αυτά εξακολουθούν να έχουν αυτόν τον χαρακτηρισμό:

α)

πρωτογενή δάση και άλλες δασώδεις εκτάσεις, ήτοι δάση και άλλες δασώδεις εκτάσεις γηγενών ειδών, εφόσον δεν υπάρχει σαφής ένδειξη ανθρώπινης δραστηριότητας και δεν έχουν διαταραχθεί σημαντικά οι οικολογικές διεργασίες· και παλαιά δάση, όπως ορίζονται στη χώρα στην οποία βρίσκεται το δάσος·

β)

δάση και άλλες δασικές εκτάσεις μεγάλης βιοποικιλότητας, οι οποίες παρουσιάζουν μεγάλο πλούτο ειδών και δεν παρουσιάζουν καμία υποβάθμιση και έχουν χαρακτηριστεί εκτάσεις μεγάλης βιοποικιλότητας από τη σχετική αρμόδια αρχή, εκτός εάν υποβάλλονται στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η παραγωγή των εν λόγω πρώτων υλών δεν θίγει τους ανωτέρω σκοπούς προστασίας της φύσης·

γ)

χαρακτηρισθείσες περιοχές:

i)

των οποίων η φύση έχει κηρυχθεί ως προστατευόμενη εκ του νόμου ή από τη σχετική αρμόδια αρχή, εκτός εάν υποβάλλονται στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η παραγωγή των εν λόγω πρώτων υλών δεν θίγει τους ανωτέρω σκοπούς προστασίας της φύσης· ή

ii)

για την προστασία σπάνιων, απειλούμενων ή υπό εξαφάνιση οικοσυστημάτων ή ειδών, αναγνωρισμένες από διεθνείς συμφωνίες ή περιλαμβανόμενες σε καταλόγους που καταρτίζονται από διακυβερνητικές οργανώσεις ή τη Διεθνή Ένωση για τη Διατήρηση της Φύσης και των Φυσικών Πόρων, με την επιφύλαξη της αναγνώρισής τους σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 30 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο, εκτός εάν υποβάλλονται στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η παραγωγή των εν λόγω πρώτων υλών δεν θίγει τους ανωτέρω σκοπούς προστασίας της φύσης·

δ)

λειμώνες μεγάλης βιοποικιλότητας με επιφάνεια μεγαλύτερη από ένα εκτάριο:

i)

φυσικοί λειμώνες μεγάλης βιοποικιλότητας, ήτοι λειμώνες οι οποίοι θα παραμείνουν λειμώνες ελλείψει ανθρώπινων δραστηριοτήτων και στους οποίους διατηρούνται η σύνθεση των φυσικών ειδών και τα οικολογικά χαρακτηριστικά και διεργασίες· ή

ii)

μη φυσικοί λειμώνες μεγάλης βιοποικιλότητας, ήτοι λειμώνες οι οποίοι θα παύσουν να είναι λειμώνες ελλείψει ανθρώπινων δραστηριοτήτων και οι οποίοι παρουσιάζουν μεγάλο πλούτο ειδών και καμία υποβάθμιση και έχουν χαρακτηριστεί ως μεγάλης βιοποικιλότητας από τη σχετική αρμόδια αρχή, εκτός αν αποδεικνύεται ότι η συγκομιδή πρώτων υλών είναι απαραίτητη για τη διατήρηση του χαρακτηρισμού τους ως λειμώνων μεγάλης βιοποικιλότητας. ή

ε)

χερσότοποι.

Όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 6 στοιχείο α) σημεία vi) και vii), το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, με εξαίρεση το στοιχείο γ), εφαρμόζεται επίσης στα παραγόμενα από δασική βιομάζα βιοκαύσιμα, τα βιορευστά και τα καύσιμα βιομάζας.

Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για να εξειδικεύει περαιτέρω τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των λειμώνων που καλύπτονται από το στοιχείο δ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 34 παράγραφος 3.»·

γ)

στην παράγραφο 4, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 6 στοιχείο α) σημεία vi) και vii), το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, με εξαίρεση τα στοιχεία β) και γ), και το δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται επίσης στα που παραγόμενα από δασική βιομάζα βιοκαύσιμα, τα βιορευστά και τα καύσιμα βιομάζας.»·

δ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.   Τα παραγόμενα από γεωργική βιομάζα βιοκαύσιμα, βιορευστά και καύσιμα βιομάζας που λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ) δεν παράγονται από πρώτες ύλες που προέρχονται από εκτάσεις που είχαν χαρακτηριστεί τυρφώνες τον Ιανουάριο του 2008, εκτός εάν αποδειχτεί ότι η καλλιέργεια και η συγκομιδή της συγκεκριμένης πρώτης ύλης δεν συνεπάγεται την αποξήρανση προηγουμένως μη αποξηραμένου εδάφους. Όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 6 στοιχείο α) σημεία vi) και vii), η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται επίσης στα παραγόμενα από δασική βιομάζα βιοκαύσιμα, τα βιορευστά και τα καύσιμα βιομάζας.»·

ε)

η παράγραφος 6 τροποποιείται ως εξής:

i)

στο στοιχείο α), τα σημεία iii) και iv) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«iii)

ότι οι περιοχές που ορίζονται από τη διεθνή ή την εθνική νομοθεσία ή από τη σχετική αρμόδια αρχή για λόγους προστασίας της φύσης, μεταξύ άλλων εντός των υγροβιότοπων, λειμώνων, ρεικότοπων και των τυρφώνων, προστατεύονται με σκοπό τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και την πρόληψη της καταστροφής των οικοτόπων·

iv)

ότι η συγκομιδή πραγματοποιείται με γνώμονα τη διατήρηση της ποιότητας του εδάφους και της βιοποικιλότητας σύμφωνα με τις αρχές της βιώσιμης διαχείρισης των δασών, με στόχο την πρόληψη των δυσμενών επιπτώσεων, κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται η συγκομιδή πρεμνών και ριζών, η υποβάθμιση των πρωτογενών δασών και των παλαιών δασών, όπως ορίζονται στη χώρα στην οποία βρίσκεται το δάσος, ή η μετατροπή τους σε δασικές φυτείες, και η υλοτόμηση σε ευάλωτα εδάφη, ότι η συγκομιδή πραγματοποιείται σύμφωνα με τα ανώτατα όρια για μεγάλες αποψιλώσεις όπως ορίζονται στη χώρα στην οποία βρίσκεται το δάσος και με τοπικά και οικολογικά κατάλληλα όρια συγκράτησης για την εξόρυξη νεκρού ξύλου και ότι η συγκομιδή πραγματοποιείται σύμφωνα με απαιτήσεις για τη χρήση συστημάτων υλοτομίας που ελαχιστοποιούν τις δυσμενείς επιπτώσεις στην ποιότητα του εδάφους, συμπεριλαμβανομένης της συμπύκνωσης του εδάφους, καθώς και στα χαρακτηριστικά και τους οικοτόπους βιοποικιλότητας:»·

ii)

στο στοιχείο α) προστίθενται τα ακόλουθα σημεία:

«vi)

ότι τα δάση στα οποία συγκομίζεται η δασική βιομάζα δεν προέρχονται από εκτάσεις που έχουν τα χαρακτηριστικά που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχεία α), β), δ) και ε), στην παράγραφο 4 στοιχείο α) και στην παράγραφο 5, αντίστοιχα, υπό τους ίδιους όρους προσδιορισμού του καθεστώτος της γης που ορίζεται στις εν λόγω παραγράφους· και

vii)

ότι οι εγκαταστάσεις παραγωγής βιοκαυσίμων, βιορευστών και καυσίμων βιομάζας από δασική βιομάζα εκδίδουν δήλωση αξιοπιστίας, υποστηριζόμενη από εσωτερικές διαδικασίες σε επίπεδο εταιρείας, για τους σκοπούς των ελέγχων που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 3, ότι η δασική βιομάζα δεν προέρχεται από τις εκτάσεις που αναφέρονται στο σημείο vi) του παρόντος εδαφίου.»·

iii)

στο στοιχείο α), τα σημεία iii) και iv) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«iii)

ότι οι περιοχές που ορίζονται από το διεθνές ή το εθνικό δίκαιο ή από τη σχετική αρμόδια αρχή για σκοπούς προστασίας της φύσης, μεταξύ άλλων σε υγροβιότοπους, λειμώνες, ερεικώνες και τυρφώνες, προστατεύονται με σκοπό τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και την πρόληψη της καταστροφής των οικοτόπων, εκτός εάν υποβληθούν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η συγκομιδή των συγκεκριμένων πρώτων υλών δεν θίγει αυτούς τους σκοπούς προστασίας της φύσης·

iv)

ότι η συγκομιδή πραγματοποιείται με γνώμονα τη διατήρηση της ποιότητας του εδάφους και της βιοποικιλότητας, σύμφωνα με τις αρχές της βιώσιμης διαχείρισης των δασών, με στόχο την πρόληψη των δυσμενών επιπτώσεων, κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται η συγκομιδή πρέμνων και ριζών, η υποβάθμιση των πρωτογενών δασών και των παλαιών δασών, όπως ορίζονται στη χώρα στην οποία βρίσκεται το δάσος, ή η μετατροπή τους σε δασικές φυτείες, και η υλοτόμηση σε ευπαθή εδάφη, ότι η συγκομιδή πραγματοποιείται σύμφωνα με τα ανώτατα όρια για μεγάλες αποψιλώσεις όπως ορίζονται στη χώρα στην οποία βρίσκεται το δάσος και με τοπικά και οικολογικά κατάλληλα όρια συγκράτησης για την εξόρυξη νεκρού ξύλου και ότι η συγκομιδή πραγματοποιείται σύμφωνα με απαιτήσεις για τη χρήση συστημάτων υλοτομίας που ελαχιστοποιούν τις δυσμενείς επιπτώσεις στην ποιότητα του εδάφους, συμπεριλαμβανομένης της συμπύκνωσης του εδάφους, καθώς και στα χαρακτηριστικά και τους οικοτόπους βιοποικιλότητας· και»·

στ)

παρεμβάλλονται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«7α.   Η παραγωγή βιοκαυσίμων, βιορευστών και καυσίμων βιομάζας από εγχώρια δασική βιομάζα συνάδει με τις δεσμεύσεις και τους στόχους των κρατών μελών, που ορίζονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/841 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*20), και με τις πολιτικές και τα μέτρα που περιγράφονται από τα κράτη μέλη στα ενοποιημένα εθνικά σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999.

7β.   Στο πλαίσιο του τελικού επικαιροποιημένου ενοποιημένου εθνικού σχεδίου για την ενέργεια και το κλίμα που πρέπει να υποβληθεί έως τις 30 Ιουνίου 2024 δυνάμει του άρθρου 14 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999, τα κράτη μέλη περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α)

αξιολόγηση του εγχώριου εφοδιασμού με δασική βιομάζα διαθέσιμη για ενεργειακούς σκοπούς κατά την περίοδο 2021-2030 σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο παρόν άρθρο·

β)

αξιολόγηση της συμβατότητας της προβλεπόμενης χρήσης από δασική βιομάζα για την παραγωγή ενέργειας με τους στόχους και τους προϋπολογισμούς των κρατών μελών για την περίοδο 2026 έως 2030, που ορίζεται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/841· και

γ)

περιγραφή των εθνικών μέτρων και πολιτικών που διασφαλίζουν τη συμβατότητα με τους εν λόγω στόχους και προϋπολογισμούς.

Τα κράτη μέλη υποβάλλουν έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα και τις πολιτικές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο γ) της παρούσας παραγράφου στο πλαίσιο των ενοποιημένων εθνικών εκθέσεων προόδου για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999.

(*20)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/841 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, σχετικά με τη συμπερίληψη των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και των απορροφήσεων από δραστηριότητες χρήσης γης, αλλαγής χρήσης γης και δασοπονίας στο πλαίσιο για το κλίμα και την ενέργεια έως το 2030, καθώς και για την τροποποίηση του κανονισμού (EE) αριθ. 525/2013 και της απόφασης αριθ. 529/2013/ΕΕ (ΕΕ L 156 της 19.6.2018, σ. 1).»·"

ζ)

στην παράγραφο 10 πρώτο εδάφιο, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

Για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, θέρμανσης και ψύξης από καύσιμα βιομάζας που χρησιμοποιούνται σε εγκαταστάσεις που έχουν αρχίσει να λειτουργούν μετά τις 20 Νοεμβρίου 2023, τουλάχιστον το 80 % ·

ε)

για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, θέρμανσης και ψύξης από καύσιμα βιομάζας που χρησιμοποιούνται σε εγκαταστάσεις με συνολική ονομαστική θερμική ισχύ ίση ή μεγαλύτερη από 10 MW που έχουν αρχίσει να λειτουργούν από την 1η Ιανουαρίου 2021 έως τις 20 Νοεμβρίου 2023, τουλάχιστον 70 % έως τις 31 Δεκεμβρίου 2029 και τουλάχιστον 80 % από την 1η Ιανουαρίου 2030·

στ)

για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, θέρμανσης και ψύξης από αέρια καύσιμα βιομάζας που χρησιμοποιούνται σε εγκαταστάσεις με συνολική ονομαστική θερμική ισχύ ίση ή μικρότερη από 10 MW, οι οποίες έχουν αρχίσει να λειτουργούν από την 1η Ιανουαρίου 2021 έως τις 20 Νοεμβρίου 2023, τουλάχιστον 70 % προτού συμπληρώσουν 15 έτη λειτουργίας και τουλάχιστον 80 % μόλις συμπληρώσουν 15 έτη λειτουργίας·

ζ)

για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, θέρμανσης και ψύξης από καύσιμα βιομάζας που χρησιμοποιούνται σε εγκαταστάσεις με συνολική ονομαστική θερμική ισχύ ίση με ή μεγαλύτερη από 10 MW, οι οποίες τέθηκαν σε λειτουργία πριν από την 1η Ιανουαρίου 2021, τουλάχιστον 80 % αφού συμπληρώσουν 15 έτη λειτουργίας το νωρίτερο από την 1η Ιανουαρίου 2026 και το αργότερο από τις 31 Δεκεμβρίου 2029·

η)

για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, θέρμανσης και ψύξης από αέρια καύσιμα βιομάζας που χρησιμοποιούνται σε εγκαταστάσεις με συνολική ονομαστική θερμική ισχύ ίση ή μικρότερη από 10 MW που έχουν αρχίσει να λειτουργούν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2021, τουλάχιστον 80 % μόλις συμπληρώσουν 15 έτη λειτουργίας και το νωρίτερο από την 1η Ιανουαρίου 2026.»·

η)

στην παράγραφο 13, τα στοιχεία α) και β) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«α)

τις εγκαταστάσεις που βρίσκονται σε εξόχως απόκεντρη περιοχή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 349 ΣΛΕΕ, στον βαθμό που οι εν λόγω εγκαταστάσεις παράγουν ηλεκτρική ενέργεια ή θέρμανση ή ψύξη από καύσιμα βιομάζας και βιορευστά ή παράγουν βιοκαύσιμα· και

β)

τα καύσιμα βιομάζας και τα βιορευστά που χρησιμοποιούνται στις εγκαταστάσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) του παρόντος εδαφίου και τα βιοκαύσιμα που παράγονται στις εν λόγω εγκαταστάσεις, ανεξάρτητα από τον τόπο προέλευσης της εν λόγω βιομάζας, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω κριτήρια δικαιολογούνται αντικειμενικά για τον λόγο ότι σκοπός τους είναι να διασφαλίσουν, για την εν λόγω εξόχως απόκεντρη περιοχή, πρόσβαση σε ασφαλή και προστατευμένη ενέργεια και ομαλή σταδιακή εφαρμογή των κριτηρίων που καθορίζονται στις παραγράφους 2 έως 7 και στις παραγράφους 10 και 11 του παρόντος άρθρου και, ως εκ τούτου, να παρέχουν κίνητρα για τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα σε βιώσιμα βιοκαύσιμα, βιορευστά και καύσιμα βιομάζας.»·

θ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«15.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2030, η ενέργεια από βιοκαύσιμα, βιορευστά και καύσιμα βιομάζας μπορεί επίσης να λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, εφόσον:

α)

η στήριξη χορηγήθηκε πριν από τις 20 Νοεμβρίου 2023, σύμφωνα με τα κριτήρια αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που ορίζονται στο άρθρο 29, όπως ίσχυε στις 29 Σεπτεμβρίου 2020· και

β)

η στήριξη χορηγήθηκε με τη μορφή μακροπρόθεσμης στήριξης για την οποία έχει καθοριστεί σταθερό ποσό κατά την έναρξη της περιόδου στήριξης και υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει διορθωτικός μηχανισμός για τη διασφάλιση της απουσίας υπεραντιστάθμισης.».

20)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 29α

Κριτήρια μείωσης εκπομπών αερίων θερμοκηπίου για ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης και καύσιμα ανακυκλωμένου άνθρακα

1.   Η ενέργεια από ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης υπολογίζεται στα μερίδια ανανεώσιμης ενέργειας των κρατών μελών και στους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1, στο άρθρο 15α παράγραφος 1, στο άρθρο 22α παράγραφος 1, στο άρθρο 23 παράγραφος 1, στο άρθρο 24 παράγραφος 4 και στο άρθρο 25 παράγραφος 1 μόνο εάν η μείωση εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από τη χρήση των εν λόγω καυσίμων υπολογίζεται τουλάχιστον στο 70 %.

2.   Η ενέργεια από καύσιμα ανακυκλωμένου άνθρακα μπορεί να υπολογίζεται στους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) μόνο εάν η μείωση εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από τη χρήση των εν λόγω καυσίμων υπολογίζεται τουλάχιστον στο 70 %.

3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 35 για τη συμπλήρωση της παρούσας οδηγίας με τον καθορισμό της μεθοδολογίας για την αξιολόγηση της μείωσης εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που οφείλεται στα ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης και στα καύσιμα ανακυκλωμένου άνθρακα. Η μεθοδολογία διασφαλίζει ότι δεν χορηγείται πίστωση για την αποφυγή εκπομπών CO2 από ορυκτές πηγές, η δέσμευση του οποίου έχει ήδη λάβει πίστωση εκπομπών δυνάμει άλλων νομοθετικών διατάξεων. Η μεθοδολογία καλύπτει τον κύκλο ζωής των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και λαμβάνει υπόψη τις έμμεσες εκπομπές που προκύπτουν από την εκτροπή άκαμπτων εισροών, όπως τα απόβλητα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή καυσίμων ανακυκλωμένου άνθρακα.».

21)

Το άρθρο 30 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Όταν τα ανανεώσιμα καύσιμα και τα καύσιμα ανακυκλωμένου άνθρακα πρόκειται να προσμετρηθούν στους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1, στο άρθρο 15α παράγραφος 1, στο άρθρο 22α παράγραφος 1, στο άρθρο 23 παράγραφος 1, στο άρθρο 24 παράγραφος 4 και στο άρθρο 25 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη απαιτούν από τους οικονομικούς φορείς να αποδεικνύουν μέσω υποχρεωτικών ανεξάρτητων και διαφανών ελέγχων, σύμφωνα με την εκτελεστική πράξη που εκδίδεται δυνάμει της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου, ότι πληρούνται τα κριτήρια αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που ορίζονται στο άρθρο 29 παράγραφοι 2 έως 7, στο άρθρο 29 παράγραφος 10 και στο άρθρο 29α παράγραφοι 1 και 2 για τα ανανεώσιμα καύσιμα και τα καύσιμα ανακυκλωμένου άνθρακα. Για τον σκοπό αυτόν, απαιτούν από τους οικονομικούς φορείς να χρησιμοποιούν σύστημα ισοζυγίου μάζας το οποίο:»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Όταν μια παρτίδα υποβάλλεται σε επεξεργασία, οι πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου της παρτίδας προσαρμόζονται και αποδίδονται στο παραγόμενο προϊόν σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

α)

όταν από την επεξεργασία παρτίδας πρώτων υλών προκύπτει μόνο ένα προϊόν που προορίζεται για την παραγωγή βιοκαυσίμων, βιορευστών ή καυσίμων βιομάζας, ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης, ή καυσίμων ανακυκλωμένου άνθρακα, το μέγεθος της παρτίδας και οι σχετικές ποσότητες που αντιστοιχούν στα χαρακτηριστικά αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου προσαρμόζονται με την εφαρμογή συντελεστή προσαρμογής που αντιπροσωπεύει τον λόγο της μάζας του προϊόντος που προορίζεται για παρόμοια παραγωγή προς τη μάζα των πρώτων υλών που εισέρχονται στη διαδικασία·

β)

όταν από την επεξεργασία παρτίδας πρώτων υλών προκύπτουν περισσότερα του ενός προϊόντα που προορίζονται για την παραγωγή βιοκαυσίμων, βιορευστών ή καυσίμων βιομάζας, ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης, ή καυσίμων ανακυκλωμένου άνθρακα για κάθε προϊόν εφαρμόζεται χωριστός συντελεστής προσαρμογής και χωριστό ισοζύγιο μάζας.»·

γ)

στην παράγραφο 3, το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι οικονομικοί φορείς υποβάλλουν αξιόπιστες πληροφορίες όσον αφορά την τήρηση των κριτηρίων αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που ορίζονται στο άρθρο 29 παράγραφοι 2 έως 7, στο άρθρο 29 παράγραφος 10 και στο άρθρο 29α παράγραφοι 1 και 2, και ότι οι οικονομικοί φορείς θέτουν στη διάθεση του οικείου κράτους μέλους, κατόπιν αιτήματος, τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για την ανάπτυξη των εν λόγω πληροφοριών. Τα κράτη μέλη υποχρεώνουν τους οικονομικούς φορείς να εξασφαλίζουν κατάλληλο επίπεδο ανεξαρτήτου ελέγχου των πληροφοριών που υποβάλλουν, και να παρέχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν τη διενέργεια ελέγχου. Για τη συμμόρφωση με το άρθρο 29 παράγραφος 3 στοιχεία α), β), δ) και ε), το άρθρο 29 παράγραφος 4 στοιχείο α), το άρθρο 29 παράγραφος 5, το άρθρο 29 παράγραφος 6 στοιχείο α) και το άρθρο 29 παράγραφος 7 στοιχείο α), ο πρώτος ή ο δεύτερος έλεγχος μπορεί να χρησιμοποιηθεί έως το πρώτο σημείο συγκέντρωσης της δασικής βιομάζας. Ο έλεγχος επαληθεύει ότι τα συστήματα που χρησιμοποιούνται από τους οικονομικούς φορείς είναι ακριβή, αξιόπιστα και θωρακισμένα έναντι απάτης και περιλαμβάνει επίσης επαλήθευση που διασφαλίζει ότι τα υλικά δεν τροποποιούνται ούτε απορρίπτονται σκόπιμα ούτως ώστε η παρτίδα ή μέρος αυτής να μετατραπεί σε απόβλητα ή υπολείμματα. O έλεγχος αξιολογεί επίσης τη συχνότητα και τη μεθοδολογία των δειγματοληψιών και την ορθότητα των δεδομένων.

Οι υποχρεώσεις που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο εφαρμόζονται ανεξάρτητα από το αν τα ανανεώσιμα καύσιμα και τα καύσιμα ανακυκλωμένου άνθρακα παράγονται εντός της Ένωσης ή εισάγονται. Οι πληροφορίες σχετικά με τη γεωγραφική προέλευση και τον τύπο πρώτης ύλης των βιοκαυσίμων, των βιορευστών και των καυσίμων βιομάζας ανά προμηθευτή καυσίμων διατίθενται στους καταναλωτές με επικαιροποιημένο, εύκολα προσβάσιμο και φιλικό προς τον χρήστη τρόπο στους δικτυακούς τόπους των φορέων εκμετάλλευσης, των προμηθευτών ή των σχετικών αρμόδιων αρχών και επικαιροποιούνται σε ετήσια βάση.»·

δ)

στην παράγραφο 4, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει ότι εθελοντικά εθνικά ή διεθνή καθεστώτα που ορίζουν πρότυπα για την παραγωγή ανανεώσιμων καυσίμων και καυσίμων ανακυκλωμένου άνθρακα παρέχουν ακριβή δεδομένα για τις μειώσεις εκπομπών αερίων θερμοκηπίου για τους σκοπούς του άρθρου 29 παράγραφος 10 και του άρθρου 29α παράγραφοι 1 και 2, αποδεικνύουν τη συμμόρφωση με το άρθρο 27 παράγραφος 6 και το άρθρο 31α παράγραφος 5 ή αποδεικνύουν ότι οι παρτίδες βιοκαυσίμων, βιορευστών και καυσίμων βιομάζας τηρούν τα κριτήρια αειφορίας του άρθρου 29 παράγραφοι 2 έως 7. Για να αποδείξουν ότι πληρούνται τα κριτήρια του άρθρου 29 παράγραφοι 6 και 7, οι φορείς μπορούν να παράσχουν απευθείας τα απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία σε επίπεδο περιοχής εφοδιασμού. Η Επιτροπή μπορεί να αναγνωρίζει ζώνες για την προστασία σπάνιων, απειλούμενων ή υπό εξαφάνιση οικοσυστημάτων ή ειδών που αναγνωρίζονται από διεθνείς συμφωνίες ή περιλαμβάνονται σε καταλόγους που καταρτίζονται από διακυβερνητικές οργανώσεις ή τη Διεθνή Ένωση για τη Διατήρηση της Φύσης για τους σκοπούς του άρθρου 29 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ) σημείο ii).»·

ε)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Τα κράτη μέλη μπορούν να δημιουργήσουν εθνικά καθεστώτα στα οποία η συμμόρφωση με τα κριτήρια αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που ορίζονται στο άρθρο 29 παράγραφοι 2 έως 7, στο άρθρο 29 παράγραφος 10 και στο άρθρο 29α παράγραφοι 1 και 2, σύμφωνα με τη μεθοδολογία που αναπτύχθηκε με βάση το άρθρο 29α παράγραφος 3, επαληθεύεται σε ολόκληρη την αλυσίδα επιτήρησης με συμμετοχή των αρμόδιων αρχών. Τα εν λόγω καθεστώτα μπορούν επίσης να χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο της ακρίβειας και της πληρότητας των πληροφοριών που παρέχουν οι οικονομικοί φορείς στην ενωσιακή βάση δεδομένων, για να αποδειχθεί η συμμόρφωση με το άρθρο 27 παράγραφος 6 και για την πιστοποίηση βιοκαυσίμων, βιορευστών και καυσίμων βιομάζας με χαμηλό κίνδυνο έμμεσης αλλαγής της χρήσης γης.

Ένα κράτος μέλος μπορεί να κοινοποιήσει το εθνικό καθεστώς του στην Επιτροπή. Η Επιτροπή αξιολογεί κατά προτεραιότητα το καθεστώς αυτό ώστε να διευκολυνθεί η αμοιβαία διμερής και πολυμερής αναγνώριση των εν λόγω καθεστώτων. Η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει, μέσω εκτελεστικών πράξεων, εάν το υποβληθέν εθνικό καθεστώς συμμορφώνεται προς την παρούσα οδηγία. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 34 παράγραφος 3.

Όταν η Επιτροπή αποφασίζει ότι το εθνικό καθεστώς συμμορφώνεται προς τις προϋποθέσεις που καθορίζονται την παρούσα οδηγία, άλλα καθεστώτα που αναγνωρίζονται από την Επιτροπή σύμφωνα με το παρόν άρθρο δεν αρνούνται την αμοιβαία αναγνώριση του εθνικού καθεστώτος του εν λόγω κράτους μέλους όσον αφορά την επαλήθευση της συμμόρφωσης με τα κριτήρια για τα οποία έχει αναγνωριστεί από την Επιτροπή.

Για εγκαταστάσεις που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια, θέρμανση και ψύξη με συνολική ονομαστική θερμική ισχύ μεταξύ 7,5 και 20 MW, τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν απλουστευμένα εθνικά συστήματα επαλήθευσης για να διασφαλίσουν την εκπλήρωση των κριτηρίων αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που καθορίζονται στο άρθρο 29 παράγραφοι 2 έως και 7 και στο άρθρο 29 παράγραφος 10. Για τις ίδιες εγκαταστάσεις, οι εκτελεστικές πράξεις που προβλέπονται στην παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου καθορίζουν τους ενιαίους όρους για απλουστευμένα εθελοντικά καθεστώτα επαλήθευσης προκειμένου να διασφαλιστεί η εκπλήρωση των κριτηρίων βιωσιμότητας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που καθορίζονται στο άρθρο 29 παράγραφοι 2 έως 7 και στο άρθρο 29 παράγραφος 10.»·

στ)

στην παράγραφο 9, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«9.   Όταν ένας οικονομικός φορέας παρέχει αποδεικτικά στοιχεία ή δεδομένα που έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο καθεστώτος για το οποίο έχει ληφθεί απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 4 ή 6, το κράτος μέλος δεν απαιτεί από τον οικονομικό φορέα να παράσχει περαιτέρω στοιχεία που αποδεικνύουν τη συμμόρφωση με τα στοιχεία που καλύπτονται από το καθεστώς για τα οποία το καθεστώς έχει αναγνωριστεί από την Επιτροπή.»·

ζ)

η παράγραφος 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«10.   Κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους, μεταξύ άλλων βάσει αιτήματος οικονομικού φορέα, η Επιτροπή εξετάζει, με βάση όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, κατά πόσον έχουν τηρηθεί τα κριτήρια αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου του άρθρου 29 παράγραφοι 2 έως 7, του άρθρου 29 παράγραφος 10 και του άρθρου 29α παράγραφοι 1 και 2 σε σχέση με μια πηγή ανανεώσιμων καυσίμων και καυσίμων ανακυκλωμένου άνθρακα.

Εντός έξι μηνών από την παραλαβή αυτού του αιτήματος, η Επιτροπή, μέσω εκτελεστικών πράξεων, αποφασίζει αν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορεί είτε:

α)

να λαμβάνει υπόψη τα ανανεώσιμα καύσιμα και τα καύσιμα ανακυκλωμένου άνθρακα από την εν λόγω πηγή για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 29 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α), β) και γ)· ή

β)

να απαιτεί, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 9, από τους προμηθευτές των ανανεώσιμων καυσίμων και καυσίμων ανακυκλωμένου άνθρακα να προσκομίσουν περαιτέρω αποδείξεις συμμόρφωσης με τα εν λόγω κριτήρια αειφορίας και μείωσης εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και με τα εν λόγω ελάχιστα όρια μείωσης εκπομπών αερίων θερμοκηπίου.

Οι εκτελεστικές πράξεις, που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 34 παράγραφος 3.»

.

22)

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:

«Άρθρο 31α

Ενωσιακή βάση δεδομένων

1.   Έως τις 21 Νοεμβρίου 2024, η Επιτροπή μεριμνά ώστε να δημιουργηθεί βάση δεδομένων σε επίπεδο Ένωσης που θα επιτρέπει την ιχνηλάτηση των υγρών και αερίων ανανεώσιμων καυσίμων και καυσίμων ανακυκλωμένου άνθρακα («ενωσιακή βάση δεδομένων»).

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους σχετικούς οικονομικούς φορείς να εισάγουν εγκαίρως ακριβή δεδομένα στην ενωσιακή βάση δεδομένων σχετικά με τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται και τα χαρακτηριστικά αειφορίας των καυσίμων που υπόκεινται στις εν λόγω συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένων των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά τον κύκλο ζωής τους, αρχής γενομένης από το σημείο παραγωγής τους έως τη διάθεσή τους στην αγορά της Ένωσης. Για την εισαγωγή δεδομένων στην ενωσιακή βάση δεδομένων, το διασυνδεδεμένο σύστημα φυσικού αερίου θεωρείται ενιαίο σύστημα ισοζυγίου μάζας. Πληροφορίες σχετικά με την έγχυση και την απόσυρση ανανεώσιμων αέριων καυσίμων παρέχονται στην ενωσιακή βάση δεδομένων. Στην ενωσιακή βάση δεδομένων επίσης εισάγονται δεδομένα σχετικά με το αν έχει παρασχεθεί στήριξη για την παραγωγή μιας συγκεκριμένης παρτίδας καυσίμων και, εάν έχει παρασχεθεί, σχετικά με τον τύπο του καθεστώτος στήριξης. Τα εν λόγω δεδομένα μπορούν να εισάγονται στην ενωσιακή βάση δεδομένων μέσω εθνικών βάσεων δεδομένων.

Όπου ενδείκνυται για τη βελτίωση της ιχνηλασιμότητας των δεδομένων σε ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασμού, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 35 για τη συμπλήρωση της παρούσας οδηγίας με περαιτέρω επέκταση του πεδίου των δεδομένων που πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στην ενωσιακή βάση δεδομένων με σκοπό την κάλυψη των σχετικών δεδομένων από το σημείο παραγωγής ή συλλογής της πρώτης ύλης που χρησιμοποιείται για την παραγωγή του καυσίμου.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους προμηθευτές καυσίμων να εισαγάγουν στη βάση δεδομένων τα δεδομένα που απαιτούνται για την επαλήθευση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του άρθρου 25 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο, για τα αέρια καύσιμα που διοχετεύονται στην ενωσιακή διασυνδεδεμένη υποδομή αερίου, σε περίπτωση που το κράτος μέλος αποφασίσει να συμπληρώσει το σύστημα ισοζυγίου μάζας από ένα σύστημα εγγυήσεων προέλευσης, οι οικονομικοί φορείς εισάγουν στην ενωσιακή βάσει δεδομένων δεδομένα σχετικά με τις πραγματοποιηθείσες συναλλαγές και τα χαρακτηριστικά αειφορίας, καθώς και άλλα σχετικές δεδομένα, όπως οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου των καυσίμων έως το σημείο έγχυσης στη διασυνδεδεμένη υποδομή αερίου.

3.   Τα κράτη μέλη έχουν πρόσβαση στην ενωσιακή βάση δεδομένων για τους σκοπούς της παρακολούθησης και της επαλήθευσης των δεδομένων.

4.   Όταν έχουν εκδοθεί εγγυήσεις προέλευσης για την παραγωγή παρτίδας ανανεώσιμων αερίων, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω εγγυήσεις προέλευσης μεταφέρονται στην ενωσιακή βάση δεδομένων τη στιγμή κατά την οποία μια παρτίδα ανανεώσιμων αερίων καταχωρίζεται στη ενωσιακή βάση δεδομένων και ακυρώνονται αντίστοιχα μετά την απόσυρση της παρτίδας ανανεώσιμων αερίων από την ενωσιακή διασυνδεδεμένη υποδομή αερίου. Οι εν λόγω εγγυήσεις προέλευσης, μετά τη διαβίβασή τους, δεν είναι εμπορεύσιμες εκτός της ενωσιακής βάσης δεδομένων.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν στο εθνικό νομικό τους πλαίσιο ότι η ακρίβεια και η πληρότητα των δεδομένων που εισάγονται από τους οικονομικούς φορείς στη βάση δεδομένων επαληθεύονται, για παράδειγμα με τη χρήση οργανισμών πιστοποίησης στο πλαίσιο εθελοντικών ή εθνικών συστημάτων που αναγνωρίζονται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφοι 4, 5 και 6 και τα οποία μπορούν να συμπληρώνονται από σύστημα εγγυήσεων προέλευσης.

Τα εν λόγω εθελοντικά ή εθνικά συστήματα μπορούν να χρησιμοποιούν συστήματα δεδομένων τρίτων ως ενδιαμέσους για τη συλλογή των δεδομένων, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω χρήση έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή.

Κάθε κράτος μέλος μπορεί να χρησιμοποιεί ήδη υφιστάμενη εθνική βάση δεδομένων που ευθυγραμμίζεται και συνδέεται με την ενωσιακή βάση δεδομένων μέσω διεπαφής, ή να δημιουργήσει εθνική βάση δεδομένων που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους οικονομικούς φορείς ως εργαλείο για τη συλλογή και τη δήλωση δεδομένων και για την εισαγωγή και τη διαβίβαση των εν λόγω δεδομένων στην ενωσιακή βάση δεδομένων, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

η εθνική βάση δεδομένων συμμορφώνεται με την ενωσιακή βάση δεδομένων, μεταξύ άλλων όσον αφορά την έγκαιρη διαβίβαση των δεδομένων, την τυπολογία των μεταφερόμενων συνόλων δεδομένων και τα πρωτόκολλα για την ποιότητα και την επαλήθευση των δεδομένων·

β)

τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα που εισάγονται στην εθνική βάση δεδομένων διαβιβάζονται αμέσως στην ενωσιακή βάση δεδομένων.

Τα κράτη μέλη μπορούν να δημιουργήσουν τις δικές τους εθνικές βάσεις δεδομένων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή πρακτική, όπως για παράδειγμα για να λαμβάνουν υπόψη αυστηρότερες εθνικές απαιτήσεις, όσον αφορά τα κριτήρια αειφορίας. Οι εθνικές βάσεις δεδομένων αυτές δεν θα εμποδίζουν τη συνολική ιχνηλασιμότητα των βιώσιμων παρτίδων πρώτων υλών ή καυσίμων που πρέπει να εισαχθούν στην ενωσιακή βάση δεδομένων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

Η επαλήθευση της ποιότητας των δεδομένων που εισάγονται στην ενωσιακή βάση δεδομένων μέσω των εθνικών βάσεων δεδομένων, τα χαρακτηριστικά αειφορίας των καυσίμων που σχετίζονται με τα εν λόγω δεδομένα και η τελική έγκριση των συναλλαγών διενεργούνται αποκλειστικά μέσω της ενωσιακής βάσης δεδομένων. Η ακρίβεια και η πληρότητα των εν λόγω δεδομένων επαληθεύονται σύμφωνα με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2022/996 της Επιτροπής (*21). Μπορούν να ελέγχονται από τους οργανισμούς πιστοποίησης.

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα λεπτομερή χαρακτηριστικά της εθνικής τους βάσης δεδομένων. Μετά την εν λόγω κοινοποίηση, η Επιτροπή αξιολογεί το αν η εθνική βάση δεδομένων συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο τρίτο εδάφιο. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τα κράτη μέλη να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με τις εν λόγω απαιτήσεις.

6.   Τα συγκεντρωτικά δεδομένα από την ενωσιακή βάση δεδομένων δημοσιοποιούνται, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την προστασία των εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών, και επικαιροποιούνται. Η Επιτροπή δημοσιεύει και καθιστά δημόσια διαθέσιμες ετήσιες εκθέσεις σχετικά με τα δεδομένα που περιέχονται στην ενωσιακή βάση δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των ποσοτήτων, της γεωγραφικής προέλευσης και του τύπου πρώτων υλών των καυσίμων.

(*21)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2022/996 της Επιτροπής, της 14ης Ιουνίου 2022, σχετικά με τους κανόνες για την επαλήθευση των κριτηρίων αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και των κριτηρίων χαμηλού κινδύνου έμμεσης αλλαγής της χρήσης γης (ΕΕ L 168 της 27.6.2022, σ. 1).»."

23)

Το άρθρο 33 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 3 τροποποιείται ως εξής:

i)

το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2027, η Επιτροπή υποβάλλει, κατά περίπτωση, νομοθετική πρόταση σχετικά με το κανονιστικό πλαίσιο για την προώθηση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές για την περίοδο μετά το 2030.»·

ii)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Κατά την κατάρτιση της νομοθετικής πρότασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη, κατά περίπτωση:

α)

τις συμβουλές της Ευρωπαϊκής Επιστημονικής Συμβουλευτικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή που συστάθηκε δυνάμει του άρθρου 10α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 401/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*22)·

β)

τον προβλεπόμενο ενδεικτικό προϋπολογισμό της Ένωσης για τα αέρια θερμοκηπίου, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/1119 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*23)·

γ)

τα ενοποιημένα εθνικά σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα που υποβάλλονται από τα κράτη μέλη έως τις 30 Ιουνίου 2024 σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999·

δ)

την πείρα που αποκτήθηκε από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου· και

ε)

τις εξελίξεις της τεχνολογίας στον τομέα της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

(*22)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 401/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, για τον ευρωπαϊκό οργανισμό περιβάλλοντος και το ευρωπαϊκό δίκτυο πληροφοριών και παρατηρήσεων σχετικά με το περιβάλλον (ΕΕ L 126 της 21.5.2009, σ. 13)."

(*23)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/1119 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 2021, για τη θέσπιση πλαισίου με στόχο την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 401/2009 και (ΕΕ) 2018/1999 («ευρωπαϊκό νομοθέτημα για το κλίμα») (ΕΕ L 243 της 9.7.2021, σ. 1).»·"

β)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«3α.   Η Επιτροπή αξιολογεί την εφαρμογή των υποχρεώσεων που ορίζονται στο άρθρο 29 παράγραφοι 7α και 7β και τον αντίκτυπό τους στη διασφάλιση της αειφορίας των βιοκαυσίμων, των βιορευστών και των καυσίμων βιομάζας.»

.

24)

Το άρθρο 35 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 26 παράγραφος 2 τέταρτο εδάφιο, στο άρθρο 26 παράγραφος 2 πέμπτο εδάφιο, στο άρθρο 27 παράγραφοι 3 και 4, στο άρθρο 27 παράγραφος 6 τέταρτο εδάφιο, στο άρθρο 28 παράγραφος 5, στο άρθρο 28 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 29α παράγραφος 3, στο άρθρο 31 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο και στο άρθρο 31α παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 20 Νοεμβρίου 2023. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου-των πέντε ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.»

β)

η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.   Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 πέμπτο εδάφιο, στο άρθρο 8 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 26 παράγραφος 2 τέταρτο και πέμπτο εδάφιο, στο άρθρο 27 παράγραφοι 3 και 4, στο άρθρο 27 παράγραφος 6 τέταρτο εδάφιο, στο άρθρο 28 παράγραφος 5, στο άρθρο 28 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 29α παράγραφος 3, στο άρθρο 31 παράγραφος 5 και στο άρθρο 31α παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.»·

γ)

η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 πέμπτο εδάφιο, το άρθρο 8 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 26 παράγραφος 2 τέταρτο και πέμπτο εδάφιο, το άρθρο 27 παράγραφοι 3 και 4, το άρθρο 27 παράγραφος 6 τέταρτο εδάφιο, το άρθρο 28 παράγραφος 5, το άρθρο 28 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 29α παράγραφος 3, το άρθρο 31 παράγραφος 5 ή το άρθρο 31α παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.»

.

25)

Τα παραρτήματα τροποποιούνται σύμφωνα με τα παραρτήματα της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

Τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2018/1999 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 2 τροποποιείται ως εξής:

α)

το σημείο 11) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«11)

“ενεργειακές και κλιματικές επιδιώξεις της Ένωσης για το 2030”: ο δεσμευτικός στόχος σε επίπεδο Ένωσης για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου το 2030, που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/1119, ο δεσμευτικός στόχος της Ένωσης για ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές για το 2030, που ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001, ο στόχος σε επίπεδο Ένωσης για βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης το 2030, που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2023/1791 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*24), και ο στόχος διασύνδεσης ηλεκτρικής ενέργειας σε ποσοστό 15 % για το 2030 ή τυχόν επακόλουθοι σχετικοί στόχοι που θα συμφωνηθούν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για το 2030.

(*24)  Οδηγία (ΕΕ) 2023/1791 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Σεπτεμβρίου 2023, για την ενεργειακή απόδοση και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2023/955 (ΕΕ L 231 της 20.9.2023, σ. 1).»·"

β)

στο σημείο 20, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

στο πλαίσιο των συστάσεων της Επιτροπής που βασίζονται στην αξιολόγηση βάσει του άρθρου 29 παράγραφος 1 στοιχείο β) όσον αφορά την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, η πρώιμη, από την πλευρά ενός κράτους μέλους, εφαρμογή της συνεισφοράς του στη δεσμευτική επιδίωξη της Ένωσης για ανανεώσιμη ενέργεια το 2030 όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001, μετρώμενη σε σχέση με τα εθνικά σημεία αναφοράς του για την ανανεώσιμη ενέργεια·»·

2)

Στο άρθρο 4 στοιχείο α), το σημείο 2) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2)

αναφορικά με την ανανεώσιμη ενέργεια:

Ενόψει της επίτευξης της δεσμευτικής επιδίωξης της Ένωσης για ανανεώσιμη ενέργεια έως το 2030 που ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001, συνεισφορά στην εν λόγω επιδίωξη στο πλαίσιο του μεριδίου ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας από το κράτος μέλος το 2030, με ενδεικτική πορεία της εν λόγω συνεισφοράς από το 2021 και εφεξής. Έως το 2022, η ενδεικτική πορεία θα φτάσει σε ένα σημείο αναφοράς τουλάχιστον 18 % της συνολικής αύξησης του μεριδίου της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μεταξύ της δεσμευτικής εθνικής επιδίωξης για το 2020 του εν λόγω κράτους μέλους και της συνεισφοράς του στην επίτευξη της επιδίωξης για το 2030. Έως το 2025, η ενδεικτική πορεία θα φτάσει σε ένα σημείο αναφοράς τουλάχιστον 43 % της συνολικής αύξησης του μεριδίου της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μεταξύ της δεσμευτικής εθνικής επιδίωξης για το 2020 του εν λόγω κράτους μέλους και της συνεισφοράς του στην επίτευξη της επιδίωξης για το 2030. Έως το 2027, η ενδεικτική πορεία θα φτάσει σε ένα σημείο αναφοράς τουλάχιστον 65 % της συνολικής αύξησης του μεριδίου της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μεταξύ της δεσμευτικής εθνικής επιδίωξης για το 2020 του εν λόγω κράτους μέλους και της συνεισφοράς του στην επίτευξη της επιδίωξης για το 2030.

Έως το 2030, η ενδεικτική πορεία θα φθάσει τουλάχιστον την προγραμματισμένη συνεισφορά του κράτους μέλους. Εάν ένα κράτος μέλος αναμένεται να υπερβεί τη δεσμευτική εθνική επιδίωξή του για το 2020, η ενδεικτική πορεία του μπορεί να αρχίσει στο επίπεδο που προβλέπεται να επιτύχει. Οι ενδεικτικές πορείες των κρατών μελών, συνολικά, ανέρχονται στα σημεία αναφοράς της Ένωσης για το 2022, το 2025 και το 2027 και στη δεσμευτική επιδίωξη της Ένωσης για ανανεώσιμη ενέργεια για το 2030 που ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001. Ανεξάρτητα από τη συνεισφορά του στην επιδίωξη της Ένωσης και την ενδεικτική πορεία του για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ένα κράτος μέλος είναι ελεύθερο να υποδεικνύει πιο φιλόδοξους στόχους για σκοπούς εθνικής πολιτικής.».

3)

Στο άρθρο 5, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν συλλογικά ότι το άθροισμα των συνεισφορών τους ανέρχεται τουλάχιστον στο επίπεδο του δεσμευτικού στόχου της Ένωσης για ανανεώσιμη ενέργεια το 2030 που ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001.»

.

4)

Στο άρθρο 29, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Στον τομέα της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, η Επιτροπή, ως μέρος της αξιολόγησης η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1, αξιολογεί την πρόοδο που σημειώθηκε στο μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας της Ένωσης με βάση την ενδεικτική ενωσιακή πορεία που αρχίζει από το 20 % το 2020, φθάνει σε σημεία αναφοράς τουλάχιστον 18 % το 2022, 43 % το 2025 και 65 % το 2027 της συνολικής αύξησης στο μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μεταξύ του ενωσιακού στόχου ανανεώσιμης ενέργειας για το 2020 και του ενωσιακού στόχου ανανεώσιμης ενέργειας για το 2030, και προσεγγίζει τον ενωσιακό δεσμευτικό στόχο για ανανεώσιμη ενέργεια για το 2030 που ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001.»

.

Άρθρο 3

Τροποποιήσεις της οδηγίας 98/70/ΕΚ

Η οδηγία 98/70/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

Η παρούσα οδηγία καθορίζει, όσον αφορά τα οδικά οχήματα, και τα μη οδικά κινητά μηχανήματα, συμπεριλαμβανομένων των σκαφών εσωτερικής ναυσιπλοΐας όταν δεν βρίσκονται στη θάλασσα, τους γεωργικούς και δασοκομικούς ελκυστήρες και τα σκάφη αναψυχής όταν δεν βρίσκονται στη θάλασσα, τεχνικές προδιαγραφές για λόγους υγείας και περιβάλλοντος για τα καύσιμα που χρησιμοποιούνται για κινητήρες επιβαλλόμενης ανάφλεξης και για κινητήρες ανάφλεξης με συμπίεση, λαμβανομένων υπόψη των τεχνικών απαιτήσεων των κινητήρων αυτών.».

2)

Στο άρθρο 2, τα σημεία 8) και 9) αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«8)

“προμηθευτής”: “προμηθευτής καυσίμων” όπως ορίζεται στο άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο σημείο 38) της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*25)·

9)

“βιοκαύσιμα”: τα “βιοκαύσιμα” όπως ορίζονται στο άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο σημείο 33) της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001·

(*25)  Οδηγία (EE) 2018/2001/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (ΕΕ L 328 της 21.12.2018, σ. 82).»."

3)

Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους προμηθευτές να διασφαλίζουν τη διάθεση στην αγορά ντίζελ με περιεκτικότητα σε μεθυλεστέρες λιπαρών οξέων (FAME) έως 7 %.»·

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η μέγιστη επιτρεπόμενη περιεκτικότητα σε θείο των πετρελαίων εσωτερικής καύσης που προορίζονται για χρήση από κινητά μη οδικά μηχανήματα, συμπεριλαμβανομένων των σκαφών εσωτερικής ναυσιπλοΐας, γεωργικούς και δασικούς ελκυστήρες και σκάφη αναψυχής ανέρχεται σε 10 mg/kg. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα υγρά καύσιμα εκτός των εν λόγω πετρελαίων εσωτερικής καύσης μπορούν να χρησιμοποιούνται σε σκάφη εσωτερικής ναυσιπλοΐας και σκάφη αναψυχής μόνο εάν η περιεκτικότητα σε θείο των εν λόγω υγρών καυσίμων δεν υπερβαίνει τη μέγιστη επιτρεπόμενη περιεκτικότητα των εν λόγω πετρελαίων εσωτερικής καύσης.»

.

4)

Τα άρθρα 7α έως 7ε διαγράφονται.

5)

Το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, τα στοιχεία ζ), η), θ) και ια) διαγράφονται·

β)

η παράγραφος 2 διαγράφεται.

6)

Τα παραρτήματα I, II, IV και V τροποποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα II της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 4

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα που συλλέγονται και υποβάλλονται στην αρχή που ορίζεται από το κράτος μέλος σχετικά με το έτος 2023 ή μέρος αυτών σύμφωνα με το άρθρο 7α παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο και το άρθρο 7α παράγραφος 7 της οδηγίας 98/70/ΕΚ, τα οποία διαγράφονται με το άρθρο 3 σημείο 4) της παρούσας οδηγίας, υποβάλλονται στην Επιτροπή.

2.   Η Επιτροπή περιλαμβάνει τα δεδομένα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου σε κάθε έκθεση που υποχρεούται να υποβάλει βάσει της οδηγίας 98/70/ΕΚ.

Άρθρο 5

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία έως τις 21 Μαΐου 2025.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με το άρθρο 1 σημείο 6), όσον αφορά το άρθρο 15ε της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001, και με το άρθρο 1 σημείο 7), όσον αφορά τα άρθρα 16, 16β, 16γ, 16δ, 16ε και 16στ της εν λόγω οδηγίας, έως την 1η Ιουλίου 2024.

Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή για τις εν λόγω διατάξεις.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής αυτής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 6

Κατάργηση

Η οδηγία (ΕΕ) 2015/652 του Συμβουλίου καταργείται με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2025.

Άρθρο 7

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 18 Οκτωβρίου 2023.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

H Πρόεδρος

R. METSOLA

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

J. M. ALBARES BUENO


(1)   ΕΕ C 152 της 6.4.2022, σ. 127 και ΕΕ C 443 της 22.11.2022, σ. 145.

(2)   ΕΕ C 301 της 5.8.2022, σ. 184.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2023 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 9ης Οκτωβρίου 2023.

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/1119 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 2021, για τη θέσπιση πλαισίου με στόχο την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 401/2009 και (ΕΕ) 2018/1999 («ευρωπαϊκό νομοθέτημα για το κλίμα») (ΕΕ L 243 της 9.7.2021, σ. 1).

(5)  Απόφαση (ΕΕ) 2022/591 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Απριλίου 2022, σχετικά με γενικό ενωσιακό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον ως το 2030 (ΕΕ L 114 της 12.4.2022, σ. 22).

(6)  Οδηγία (ΕΕ) 2018/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (ΕΕ L 328 της 21.12.2018, σ. 82).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για τη διακυβέρνηση της Ενεργειακής Ένωσης και της Δράσης για το Κλίμα, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 663/2009 και (ΕΚ) αριθ. 715/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, των οδηγιών 94/22/ΕΚ, 98/70/ΕΚ, 2009/31/ΕΚ, 2009/73/ΕΚ, 2010/31/ΕΕ, 2012/27/ΕΕ και 2013/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, των οδηγιών 2009/119/ΕΚ και (ΕΕ) 2015/652 του Συμβουλίου και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 525/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 328 της 21.12.2018, σ. 1).

(8)  Οδηγία (ΕΕ) 2023/1791 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Σεπτεμβρίου 2023, για την ενεργειακή απόδοση και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2023/955 (ΕΕ L 231 της 20.9.2023, σ. 1).

(9)  Σύσταση (ΕΕ) 2021/1749 της Επιτροπής, της 28ης Σεπτεμβρίου 2021, για την προτεραιότητα στην ενεργειακή απόδοση: από τις αρχές στην πράξη — Κατευθυντήριες γραμμές και παραδείγματα για την εφαρμογή της αρχής κατά τη λήψη αποφάσεων στον ενεργειακό τομέα και πέραν αυτού (ΕΕ L 350 της 4.10.2021, σ. 9).

(10)  Οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών (ΕΕ L 312 της 22.11.2008, σ. 3).

(11)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2020/1294 της Επιτροπής, της 15ης Σεπτεμβρίου 2020, για τον μηχανισμό χρηματοδότησης της Ένωσης για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές (ΕΕ L 303 της 17.9.2020, σ. 1).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) 2022/869 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2022, σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις διευρωπαϊκές ενεργειακές υποδομές, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 715/2009, (ΕΕ) 2019/942 και (ΕΕ) 2019/943 και των οδηγιών 2009/73/ΕΚ και (ΕΕ) 2019/944 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 347/2013 (ΕΕ L 152 της 3.6.2022, σ. 45).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1099/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για τις στατιστικές ενέργειας (ΕΕ L 304 της 14.11.2008, σ. 1).

(14)  Οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 26 της 28.1.2012, σ. 1).

(15)  Οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2001, σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων (ΕΕ L 197 της 21.7.2001, σ. 30).

(16)   ΕΕ L 124 της 17.5.2005, σ. 4.

(17)   ΕΕ L 104 της 24.4.1992, σ. 7.

(18)  Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕ L 327 της 22.12.2000, σ. 1).

(19)  Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ L 206 της 22.7.1992, σ. 7).

(20)  Οδηγία 2009/147/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ L 20 της 26.1.2010, σ. 7).

(21)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/240 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 2021, για τη θέσπιση Μέσου Τεχνικής Υποστήριξης (ΕΕ L 57 της 18.2.2021, σ. 1).

(22)  Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1804 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Σεπτεμβρίου 2023, για την ανάπτυξη υποδομών εναλλακτικών καυσίμων και για την κατάργηση της οδηγίας 2014/94/ΕΕ (ΕΕ L 234 της 22.9.2023, σ. 1).

(23)  Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1542 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2023, σχετικά με τις μπαταρίες και τα απόβλητα μπαταριών, για την τροποποίηση της οδηγίας 2008/98/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 και την κατάργηση της οδηγίας 2006/66/ΕΚ (ΕΕ L 191 της 28.7.2023, σ. 1).

(24)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/943 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2019, σχετικά με την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ L 158 της 14.6.2019, σ. 54).

(25)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/944 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2019, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την τροποποίηση της οδηγίας 2012/27/ΕΕ (ΕΕ L 158 της 14.6.2019, σ. 125).

(26)  Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Ένωσης και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 275 της 25.10.2003, σ. 32).

(27)  Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1805 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Σεπτεμβρίου 2023, για τη χρήση ανανεώσιμων καυσίμων και καυσίμων χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών στις θαλάσσιες μεταφορές και για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/16/ΕΚ (ΕΕ L 234 της 22.9.2023, σ. 48).

(28)  Κανονισμός (ΕΕ) 2023/2405 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κι του Συμβουλίου, της 18ης Οκτωβρίου 2023, για τη διασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού για βιώσιμες αεροπορικές μεταφορές (ReFuelEU Aviation) (ΕΕ L, 2023/2405. 31.10.2023, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2023/2405/oj).

(29)  Οδηγία 2008/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, περί πλαισίου κοινοτικής δράσης στο πεδίο της πολιτικής για το θαλάσσιο περιβάλλον (οδηγία-πλαίσιο για τη θαλάσσια στρατηγική) (ΕΕ L 164 της 25.6.2008, σ. 19).

(30)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/841 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, σχετικά με τη συμπερίληψη των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και των απορροφήσεων από δραστηριότητες χρήσης γης, αλλαγής χρήσης γης και δασοπονίας στο πλαίσιο για το κλίμα και την ενέργεια έως το 2030, καθώς και για την τροποποίηση του κανονισμού (EE) αριθ. 525/2013 και της απόφασης αριθ. 529/2013/ΕΕ (ΕΕ L 156 της 19.6.2018, σ. 1).

(31)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2022/996 της Επιτροπής, της 14ης Ιουνίου 2022, σχετικά με τους κανόνες για την επαλήθευση των κριτηρίων αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και των κριτηρίων χαμηλού κινδύνου έμμεσης αλλαγής της χρήσης γης (ΕΕ L 168 της 27.6.2022, σ. 1).

(32)  Οδηγία 98/70/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1998, σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ και την τροποποίηση της οδηγίας 93/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 350 της 28.12.1998, σ. 58).

(33)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/652 του Συμβουλίου, της 20ής Απριλίου 2015, για τον καθορισμό των μεθόδων υπολογισμού και των απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων σύμφωνα με την οδηγία 98/70/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ (ΕΕ L 107 της 25.4.2015, σ. 26).

(34)   ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 14.

(35)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2019, Επιτροπή κατά Βελγίου, C-543/17, ECLI:EU:C:2019:573.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Τα παραρτήματα της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001 τροποποιούνται ως εξής:

1.

Στο παράρτημα I, η τελευταία σειρά του πίνακα διαγράφεται.

2.

Παρεμβάλλεται το ακόλουθο παράρτημα:

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IA

ΕΘΝΙΚΑ ΜΕΡΙΔΙΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΓΙΑ ΘΕΡΜΑΝΣΗ ΚΑΙ ΨΥΞΗ ΑΠΟ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΕΣ ΠΗΓΕΣ ΣΤΗΝ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΕΛΙΚΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 2020-2030

 

Πρόσθετα συμπληρωματικά ποσοστά στο άρθρο 23 παράγραφος 1

(σε ποσοστιαίες μονάδες)

για την περίοδο 2021-2025 (*1)

Πρόσθετα συμπληρωματικά ποσοστά στο άρθρο 23 παράγραφος 1

(σε ποσοστιαίες μονάδες)

για την περίοδο 2026-2030 (*2)

Προκύπτοντα μερίδια συμπεριλαμβανομένων των συμπληρωματικών ποσοστών χωρίς απορριπτόμενη θερμότητα και ψύξη

(σε ποσοστιαίες μονάδες)

Βέλγιο

1,0

0,7

1,8

Βουλγαρία

0,7

0,4

1,5

Τσεχία

0,8

0,5

1,6

Δανία

1,2

1,1

1,6

Γερμανία

1,0

0,7

1,8

Εσθονία

1,3

1,2

1,7

Ιρλανδία

2,3

2,0

3,1

Ελλάδα

1,3

1,0

2,1

Ισπανία

0,9

0,6

1,7

Γαλλία

1,3

1,0

2,1

Κροατία

0,8

0,5

1,6

Ιταλία

1,1

0,8

1,9

Κύπρος

0,8

0,5

1,6

Λετονία

0,7

0,6

1,1

Λιθουανία

1,7

1,6

2,1

Λουξεμβούργο

2,3

2,0

3,1

Ουγγαρία

0,9

0,6

1,7

Μάλτα

0,8

0,5

1,6

Κάτω Χώρες

1,1

0,8

1,9

Αυστρία

1,0

0,7

1,8

Πολωνία

0,8

0,5

1,6

Πορτογαλία

0,7

0,4

1,5

Ρουμανία

0,8

0,5

1,6

Σλοβενία

0,8

0,5

1,6

Σλοβακία

0,8

0,5

1,6

Φινλανδία

0,6

0,5

1,0

Σουηδία

0,7

0,7

0,7

.

3.

Το παράρτημα III αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΚΑΥΣΙΜΩΝ

Καύσιμο

Ενεργειακό περιεχόμενο κατά βάρος

(κατώτερη θερμογόνος δύναμη, MJ/kg)

Ενεργειακό περιεχόμενο κατ’ όγκο

(κατώτερη θερμογόνος δύναμη, MJ/l)

ΚΑΥΣΙΜΑ ΑΠΟ ΒΙΟΜΑΖΑ ΚΑΙ/Ή ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΒΙΟΜΑΖΑΣ

 

 

Βιοπροπάνιο

46

24

Καθαρά φυτικά έλαια (έλαια από ελαιούχα φυτά, παραγόμενα με συμπίεση, εκχύλιση ή ανάλογες μεθόδους, φυσικά ή εξευγενισμένα αλλά μη χημικώς τροποποιημένα)

37

34

Βιοντίζελ – μεθυλεστέρας λιπαρών οξέων (μεθυλεστέρας που παράγεται από έλαια προερχόμενα από βιομάζα)

37

33

Βιοντίζελ – αιθυλεστέρας λιπαρών οξέων (αιθυλεστέρας που παράγεται από έλαια προερχόμενα από βιομάζα)

38

34

Βιοαέριο που μπορεί να καθαριστεί και να αναβαθμιστεί σε ποιότητα φυσικού αερίου

50

Υδρογονοκατεργασμένο έλαιο (που έχει υποβληθεί σε θερμοχημική κατεργασία με υδρογόνο) προερχόμενο από βιομάζα, που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για την αντικατάσταση του ντίζελ

44

34

Υδρογονοκατεργασμένο έλαιο (που έχει υποβληθεί σε θερμοχημική κατεργασία με υδρογόνο) προερχόμενο από βιομάζα, που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για την αντικατάσταση της βενζίνης

45

30

Υδρογονοκατεργασμένο έλαιο (που έχει υποβληθεί σε θερμοχημική κατεργασία με υδρογόνο) προερχόμενο από βιομάζα, που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για την αντικατάσταση του καυσίμου αεριωθουμένων

44

34

Υδρογονοκατεργασμένο έλαιο (που έχει υποβληθεί σε θερμοχημική κατεργασία με υδρογόνο) προερχόμενο από βιομάζα, που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για την αντικατάσταση του υγροποιημένου αερίου πετρελαίου

46

24

Συνεπεξεργασμένο έλαιο (που έχει υποβληθεί σε επεξεργασία σε διυλιστήριο ταυτόχρονα με ορυκτά καύσιμα) προερχόμενο από βιομάζα ή πυρολυμένη βιομάζα, που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για την αντικατάσταση του ντίζελ

43

36

Συνεπεξεργασμένο έλαιο (που έχει υποβληθεί σε επεξεργασία σε διυλιστήριο ταυτόχρονα με ορυκτά καύσιμα) προερχόμενο από βιομάζα ή πυρολυμένη βιομάζα, που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για την αντικατάσταση της βενζίνης

44

32

Συνεπεξεργασμένο έλαιο (που έχει υποβληθεί σε επεξεργασία σε διυλιστήριο ταυτόχρονα με ορυκτά καύσιμα) προερχόμενο από βιομάζα ή πυρολυμένη βιομάζα, που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για την αντικατάσταση του καυσίμου αεριωθουμένων

43

33

Συνεπεξεργασμένο έλαιο (που έχει υποβληθεί σε επεξεργασία σε διυλιστήριο ταυτόχρονα με ορυκτά καύσιμα) προερχόμενο από βιομάζα ή πυρολυμένη βιομάζα, που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για την αντικατάσταση του υγροποιημένου αερίου πετρελαίου

46

23

ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΑ ΚΑΥΣΙΜΑ ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΠΑΡΑΧΘΟΥΝ ΑΠΟ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΕΣ ΠΗΓΕΣ, ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΗΣ ΤΗΣ ΒΙΟΜΑΖΑΣ

 

 

Μεθανόλη από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας

20

16

Αιθανόλη από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας

27

21

Προπανόλη από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας

31

25

Βουτανόλη από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας

33

27

Ντίζελ Fischer-Tropsch (συνθετικός υδρογονάνθρακας ή μείγμα συνθετικών υδρογονανθράκων, το οποίο προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για την αντικατάσταση του ντίζελ)

44

34

Βενζίνη Fischer-Tropsch (συνθετικός υδρογονάνθρακας ή μείγμα συνθετικών υδρογονανθράκων που παράγεται από βιομάζα, το οποίο προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για την αντικατάσταση της βενζίνης)

44

33

Καύσιμο αεριωθουμένων Fischer-Tropsch (συνθετικός υδρογονάνθρακας ή μείγμα συνθετικών υδρογονανθράκων που παράγεται από βιομάζα, το οποίο προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για την αντικατάσταση του καυσίμου αεριωθουμένων)

44

33

Υγροποιημένο αέριο πετρελαίου Fischer-Tropsch (συνθετικός υδρογονάνθρακας ή μείγμα συνθετικών υδρογονανθράκων, το οποίο προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για την αντικατάσταση του υγροποιημένου αερίου πετρελαίου)

46

24

Διμεθυλαιθέρας (DME)

28

19

Υδρογόνο από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας

120

ETBE (αιθυλοτριτοβουτυλαιθέρας που παράγεται από αιθανόλη)

36 (εκ των οποίων 33 % από ανανεώσιμες πηγές)

27 (εκ των οποίων 33 % από ανανεώσιμες πηγές)

MTBE (μεθυλοτριτοβουτυλαιθέρας που παράγεται από μεθανόλη)

35 (εκ των οποίων 22 % από ανανεώσιμες πηγές)

26 (εκ των οποίων 22 % από ανανεώσιμες πηγές)

TAEE (τριταμυλαιθυλαιθέρας που παράγεται από αιθανόλη)

38 (εκ των οποίων 29 % από ανανεώσιμες πηγές)

29 (εκ των οποίων 29 % από ανανεώσιμες πηγές)

TAME (τριταμυλομεθυλαιθέρας που παράγεται από μεθανόλη)

36 (εκ των οποίων 18 % από ανανεώσιμες πηγές)

28 (εκ των οποίων 18 % από ανανεώσιμες πηγές)

THxEE (τριτεξυλαιθυλαιθέρας που παράγεται από αιθανόλη)

38 (εκ των οποίων 25 % από ανανεώσιμες πηγές)

30 (εκ των οποίων 25 % από ανανεώσιμες πηγές)

THxME (τριτεξυλομεθυλαιθέρας που παράγεται από μεθανόλη)

38 (εκ των οποίων 14 % από ανανεώσιμες πηγές)

30 (εκ των οποίων 14 % από ανανεώσιμες πηγές)

ΜΗ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΑ ΚΑΥΣΙΜΑ

 

 

Βενζίνη

43

32

Ντίζελ

43

36

Καύσιμο αεριωθουμένων

43

34

Υδρογόνο από μη ανανεώσιμες πηγές

120

4.

Το παράρτημα IV τροποποιείται ως εξής:

α)

ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΚΑΙ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΤΩΝ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΑΣΤΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΩΝ ΠΗΓΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ»·

β)

η εισαγωγική περίοδος και τα σημεία 1, 2 και 3 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα καθεστώτα πιστοποίησης ή ισοδύναμα καθεστώτα χαρακτηρισμού και τα προγράμματα κατάρτισης που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 3 βασίζονται στα ακόλουθα κριτήρια:

1.

Η διαδικασία πιστοποίησης ή διαδικασία ισοδύναμου χαρακτηρισμού πρέπει να είναι διαφανής και σαφώς καθορισμένη από τα κράτη μέλη ή από το διοικητικό όργανο που αυτά ορίζουν.

1α.

Τα πιστοποιητικά που εκδίδονται από οργανισμούς πιστοποίησης είναι σαφώς καθορισμένα και εύκολα αναγνωρίσιμα για τους εργαζομένους και τους επαγγελματίες που αναζητούν πιστοποίηση.

1β.

Η διαδικασία πιστοποίησης επιτρέπει στους εγκαταστάτες να αποκτούν τις απαραίτητες θεωρητικές και πρακτικές γνώσεις, και εγγυάται την ύπαρξη των δεξιοτήτων που απαιτούνται για τη δημιουργία εγκαταστάσεων υψηλής ποιότητας που λειτουργούν αξιόπιστα.

2.

Οι εγκαταστάτες συστημάτων που χρησιμοποιούν βιομάζα, αντλία θερμότητας, γεωθερμική ενέργεια μικρού βάθους, ηλιακή φωτοβολταϊκή και ηλιακή θερμική ενέργεια, συμπεριλαμβανομένης της αποθήκευσης ενέργειας, και σημεία επαναφόρτισης πιστοποιούνται από διαπιστευμένο πρόγραμμα κατάρτισης ή πάροχο κατάρτισης ή ισοδύναμα καθεστώτα χαρακτηρισμού.

3.

Η αναγνώριση του προγράμματος κατάρτισης ή του παρόχου κατάρτισης γίνεται από τα κράτη μέλη ή από τον διοικητικό φορέα που αυτά ορίζουν. Ο φορέας διαπίστευσης διασφαλίζει ότι η κατάρτιση, συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων αναβάθμισης δεξιοτήτων και επανειδίκευσης που προσφέρει ο πάροχος κατάρτισης, είναι χωρίς αποκλεισμούς και με συνέχεια και περιφερειακή ή εθνική κάλυψη.

Ο πάροχος κατάρτισης διαθέτει κατάλληλες τεχνικές εγκαταστάσεις για την παροχή πρακτικής εξάσκησης, συμπεριλαμβανομένου επαρκούς εργαστηριακού εξοπλισμού ή ανάλογων εγκαταστάσεων για την παροχή πρακτικής εξάσκησης.

Πέραν της βασικής κατάρτισης, ο πάροχος κατάρτισης προσφέρει επίσης βραχύτερους κύκλους επανεκπαίδευσης και αναβάθμισης δεξιοτήτων, οι οποίοι διοργανώνονται σε ενότητες κατάρτισης που επιτρέπουν στους εγκαταστάτες και σχεδιαστές να προσθέτουν νέες ικανότητες, να διευρύνουν και να διαφοροποιούν τις δεξιότητές τους σε διάφορα είδη τεχνολογίας και τους συνδυασμούς τους. Ο πάροχος κατάρτισης διασφαλίζει την προσαρμογή της κατάρτισης στη νέα τεχνολογία ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο πλαίσιο των κτιρίων, της βιομηχανίας και της γεωργίας. Οι πάροχοι εκπαίδευσης αναγνωρίζουν τις αποκτηθείσες σχετικές δεξιότητες.

Τα προγράμματα και οι ενότητες κατάρτισης σχεδιάζονται κατά τρόπο ώστε να επιτρέπουν τη διά βίου μάθηση στον τομέα των εγκαταστάσεων ανανεώσιμης ενέργειας και είναι συμβατά με την επαγγελματική κατάρτιση για όσους εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας και για ενήλικες που αναζητούν επανειδίκευση ή νέα απασχόληση.

Τα προγράμματα κατάρτισης σχεδιάζονται κατά τρόπο ώστε να διευκολύνεται η απόκτηση προσόντων που καλύπτουν διαφορετικά είδη τεχνολογίας και λύσεις και να αποφεύγεται η περιορισμένη εξειδίκευση σε συγκεκριμένο εμπορικό σήμα ή τεχνολογία. Ο πάροχος κατάρτισης μπορεί να είναι ο κατασκευαστής σχετικού εξοπλισμού ή συστημάτων, ιδρύματα ή ενώσεις.»·

γ)

το σημείο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.

Η παροχή κατάρτισης ολοκληρώνεται με τη διενέργεια εξετάσεων από τις οποίες εξαρτάται η χορήγηση πιστοποιητικού ή ο χαρακτηρισμός. Η εξέταση περιλαμβάνει πρακτική αξιολόγηση επιτυχούς εγκατάστασης λεβήτων ή θερμαστρών βιομάζας, αντλιών θερμότητας, γεωθερμικών εγκαταστάσεων μικρού βάθους, ηλιακών φωτοβολταϊκών ή ηλιοθερμικών εγκαταστάσεων, συμπεριλαμβανομένης της αποθήκευσης ενέργειας ή σημείων επαναφόρτισης, ώστε να καθίσταται δυνατή η ανταπόκριση στη ζήτηση.»·

δ)

το σημείο 6 στοιχείο γ) τροποποιείται ως εξής:

i)

η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

Το θεωρητικό μέρος της κατάρτισης των εγκαταστατών αντλιών θερμότητας θα πρέπει να παρέχει επισκόπηση της κατάστασης της αγοράς αντλιών θερμότητας και να καλύπτει τους γεωθερμικούς ενεργειακούς πόρους και τις θερμοκρασίες εδάφους των διαφόρων περιοχών, τον προσδιορισμό του εδάφους και των πετρωμάτων για τη θερμική αγωγιμότητα, τους κανονισμούς για τη χρήση γεωθερμικών ενεργειακών πόρων, τη σκοπιμότητα χρήσης αντλιών θερμότητας σε κτίρια και τον προσδιορισμό του καταλληλότερου συστήματος αντλιών θερμότητας, καθώς και γνώσεις σχετικά με τις τεχνικές απαιτήσεις τους, την ασφάλεια, το φιλτράρισμα του αέρα, τη σύνδεση με την πηγή θερμότητας και τη διάταξη του συστήματος, καθώς και την ενσωμάτωση σε λύσεις αποθήκευσης ενέργειας, μεταξύ άλλων σε συνδυασμό με ηλιακές εγκαταστάσεις. Η κατάρτιση θα πρέπει επίσης να παρέχει επαρκή γνώση των τυχόν ευρωπαϊκών προτύπων που αφορούν τις αντλίες θερμότητας και της σχετικής εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας. Οι εγκαταστάτες θα πρέπει να αποκτούν τις ακόλουθες βασικές δεξιότητες:»·

ii)

το σημείο iii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«iii)

ικανότητα επιλογής και διαστασιολόγησης των συστατικών μερών σε τυπικές καταστάσεις εγκατάστασης, και ιδίως ικανότητα προσδιορισμού των τυπικών τιμών των θερμικών φορτίων διαφορετικών κτιρίων και για την παραγωγή θερμού νερού βάσει της κατανάλωσης ενέργειας, ικανότητα προσδιορισμού της δυναμικότητας της αντλίας θερμότητας στο θερμικό φορτίο για την παραγωγή θερμού νερού, στη μάζα αποθήκευσης του κτιρίου και στη διακοπτόμενη παροχή ρεύματος· προσδιορισμός των λύσεων αποθήκευσης ενέργειας, μεταξύ άλλων μέσω του κατασκευαστικού στοιχείου της δεξαμενής ανάσχεσης και του όγκου του και της ολοκλήρωσης δεύτερου συστήματος θέρμανσης·

iv)

κατανόηση των μελετών σκοπιμότητας και σχεδιασμού·

v)

κατανόηση των γεωτρήσεων, στην περίπτωση των γεωθερμικών αντλιών θερμότητας.»·

ε)

το σημείο 6 στοιχείο δ) τροποποιείται ως εξής:

i)

η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

Το θεωρητικό σκέλος της κατάρτισης των εγκαταστατών ηλιακών φωτοβολταϊκών και ηλιοθερμικών συστημάτων θα πρέπει να παρέχει επισκόπηση της κατάστασης της αγοράς ηλιακών προϊόντων και των συγκρίσεων κόστους και αποδοτικότητας, και να καλύπτει οικολογικές πτυχές, συστατικά στοιχεία, χαρακτηριστικά και διαστασιολόγηση των ηλιακών συστημάτων, επιλογή συστημάτων ακριβείας και διαστασιολόγηση των συστατικών μερών, προσδιορισμό της ζήτησης για θερμότητα, επιλογές για την ενσωμάτωση λύσεων αποθήκευσης ενέργειας, πυροπροστασία, σχετικές επιδοτήσεις, καθώς και τον σχεδιασμό, την εγκατάσταση και τη συντήρηση ηλιακών φωτοβολταϊκών και ηλιοθερμικών εγκαταστάσεων. Η κατάρτιση πρέπει επίσης να παρέχει επαρκή γνώση των τυχόν ευρωπαϊκών προτύπων που αφορούν τις τεχνολογίες και τις πιστοποιήσεις όπως η «Solar Keymark», καθώς και της σχετικής εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας. Οι εγκαταστάτες θα πρέπει να αποκτούν τις ακόλουθες βασικές δεξιότητες:»·

ii)

το σημείο ii) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ii)

την ικανότητα αναγνώρισης των συστημάτων και των κατασκευαστικών στοιχείων τους που αφορούν τα ενεργητικά και τα παθητικά συστήματα, συμπεριλαμβανομένου του μηχανολογικού σχεδιασμού, και προσδιορισμού της θέσης των κατασκευαστικών στοιχείων, της διάταξης του συστήματος και τη διαρρύθμιση, καθώς και των επιλογών για την ενσωμάτωση λύσεων αποθήκευσης ενέργειας, μεταξύ άλλων μέσω συνδυασμού με σταθμούς επαναφόρτισης.».

5)

Το παράρτημα V μέρος Γ τροποποιείται ως εξής:

α)

το σημείο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.

Για τους σκοπούς του υπολογισμού που αναφέρεται στο σημείο 1 στοιχείο α), η μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου χάρη στην καλύτερη γεωργική διαχείριση, esca, όπως η στροφή στη μειωμένη ή μηδενική άροση, η βελτίωση των καλλιεργειών και της αμειψισποράς, η χρήση προστατευτικών καλλιεργειών, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης των υπολειμμάτων καλλιεργειών, και η χρήση οργανικών βελτιωτικών εδάφους, όπως κομπόστ και προϊόν ζύμωσης της κοπριάς, λαμβάνεται υπόψη μόνον εφόσον δεν υπάρχει κίνδυνος αρνητικής επίδρασης στη βιοποικιλότητα. Επιπλέον, υποβάλλονται αξιόπιστα και επαληθεύσιμα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο εδαφικός άνθρακας αυξήθηκε ή σύμφωνα με τα οποία είναι εύλογο να έχει αυξηθεί κατά τη διάρκεια της καλλιέργειας των εξεταζόμενων πρώτων υλών, με συνεκτίμηση των εκπομπών στις περιπτώσεις όπου οι πρακτικές αυτές οδηγούν σε αυξημένη χρήση λιπασμάτων και ζιζανιοκτόνων (*3).

(*3)  Οι μετρήσεις του εδαφικού άνθρακα μπορούν να αποτελέσουν τέτοια στοιχεία, π.χ. με μια πρώτη μέτρηση πριν από την καλλιέργεια και τις επόμενες μετρήσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα μεταξύ αριθμού ετών. Στην περίπτωση αυτή, μέχρι την εκτέλεση της δεύτερης μέτρησης, η αύξηση του εδαφικού άνθρακα θα υπολογίζεται βάσει αντιπροσωπευτικών δοκιμών ή εδαφικών μοντέλων. Από τη δεύτερη μέτρηση και μετά, η αύξηση του εδαφικού άνθρακα και η τάξη μεγέθους της θα διαπιστώνονται με βάση τις μετρήσεις.»·"

β)

το σημείο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«15.

Η μείωση εκπομπών μέσω δέσμευσης και αντικατάστασης CO2, eccr, συνδέεται άμεσα με την παραγωγή βιοκαυσίμων ή βιορευστών στα οποία αποδίδονται και περιορίζεται στις εκπομπές που αποφεύγονται μέσω της δέσμευσης CO2 του οποίου ο άνθρακας προέρχεται από βιομάζα και το οποίο χρησιμοποιείται για την αντικατάσταση του CO2 ορυκτής προέλευσης στην παραγωγή εμπορικών προϊόντων και υπηρεσιών πριν από την 1η Ιανουαρίου 2036.»·

γ)

το σημείο 18 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«18.

Για τους σκοπούς των υπολογισμών που αναφέρονται στο σημείο 17, οι προς διαίρεση εκπομπές είναι eec + el + esca + τα κλάσματα εκπομπών ep, etd, eccs και eccr που παράγονται κατά τα στάδια της διαδικασίας μέχρι και το στάδιο παραγωγής παραπροϊόντος. Εάν ο καταλογισμός εκπομπών σε παραπροϊόντα έχει γίνει σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας στο πλαίσιο του κύκλου ζωής, το κλάσμα των εκπομπών που αποδίδονται κατά το τελευταίο αυτό στάδιο της διαδικασίας στο ενδιάμεσο καύσιμο προϊόν χρησιμοποιείται για τους σκοπούς αυτούς, αντί του συνόλου των εκπομπών αυτών. Στην περίπτωση των βιοκαυσίμων και των βιορευστών, για τους σκοπούς του εν λόγω υπολογισμού λαμβάνονται υπόψη όλα τα παραπροϊόντα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του σημείου 17.

Για τους σκοπούς του ίδιου υπολογισμού, τα παραπροϊόντα που έχουν αρνητικό ενεργειακό περιεχόμενο λογίζονται ως έχοντα μηδενικό ενεργειακό περιεχόμενο.

Κατά κανόνα, τα απόβλητα και τα υπολείμματα, συμπεριλαμβανομένων όλων των αποβλήτων και των υπολειμμάτων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα IX, λογίζεται ότι έχουν μηδενικές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατά τον κύκλο ζωής τους μέχρι τη διαδικασία συλλογής τους, ασχέτως αν μεταποιούνται σε ενδιάμεσα προϊόντα πριν από τη μετατροπή τους στο τελικό προϊόν.

Στην περίπτωση των καυσίμων βιομάζας που παράγονται σε διυλιστήρια, πλην του συνδυασμού μονάδων επεξεργασίας με λέβητες ή μονάδες συμπαραγωγής που παρέχουν θερμότητα και/ή ηλεκτρική ενέργεια στη μονάδα επεξεργασίας, η μονάδα ανάλυσης για τους σκοπούς του υπολογισμού που αναφέρεται στο σημείο 17 είναι το διυλιστήριο.».

6)

Στο παράρτημα VI, το μέρος B τροποποιείται ως ακολούθως:

α)

το σημείο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.

Για τους σκοπούς του υπολογισμού που αναφέρεται στο σημείο 1 στοιχείο α), η μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου χάρη στην καλύτερη γεωργική διαχείριση, esca, όπως η στροφή στη μειωμένη ή μηδενική άροση, η βελτίωση των καλλιεργειών και της αμειψισποράς, η χρήση προστατευτικών καλλιεργειών, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης των υπολειμμάτων καλλιεργειών, και η χρήση οργανικών βελτιωτικών εδάφους, όπως κομπόστ και προϊόν ζύμωσης της κοπριάς, λαμβάνεται υπόψη μόνον εφόσον δεν υπάρχει κίνδυνος αρνητικής επίδρασης στη βιοποικιλότητα. Επιπλέον, υποβάλλονται αξιόπιστα και επαληθεύσιμα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο εδαφικός άνθρακας αυξήθηκε ή σύμφωνα με τα οποία είναι εύλογο να έχει αυξηθεί κατά τη διάρκεια της καλλιέργειας των εξεταζόμενων πρώτων υλών, με συνεκτίμηση των εκπομπών στις περιπτώσεις όπου οι πρακτικές αυτές οδηγούν σε αυξημένη χρήση λιπασμάτων και ζιζανιοκτόνων (*4).

(*4)  Οι μετρήσεις του εδαφικού άνθρακα μπορούν να αποτελέσουν τέτοια στοιχεία, π.χ. με μια πρώτη μέτρηση πριν από την καλλιέργεια και τις επόμενες μετρήσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα μεταξύ αριθμού ετών. Στην περίπτωση αυτή, μέχρι την εκτέλεση της δεύτερης μέτρησης, η αύξηση του εδαφικού άνθρακα θα υπολογίζεται βάσει αντιπροσωπευτικών δοκιμών ή εδαφικών μοντέλων. Από τη δεύτερη μέτρηση και μετά, η αύξηση του εδαφικού άνθρακα και η τάξη μεγέθους της θα διαπιστώνονται με βάση τις μετρήσεις.»·"

β)

το σημείο 15 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«15.

Η μείωση εκπομπών από τη δέσμευση και την αντικατάσταση CO2, eccr, συνδέεται άμεσα με την παραγωγή καυσίμων βιομάζας στα οποία αποδίδονται και περιορίζεται στις εκπομπές που αποφεύγονται μέσω της δέσμευσης CO2 του οποίου ο άνθρακας προέρχεται από βιομάζα και το οποίο χρησιμοποιείται για την αντικατάσταση του CO2 ορυκτής προέλευσης στην παραγωγή εμπορικών προϊόντων και υπηρεσιών πριν από την 1η Ιανουαρίου 2036.»·

γ)

το σημείο 18 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«18.

Για τους σκοπούς των υπολογισμών που αναφέρονται στο σημείο 17, οι προς διαίρεση εκπομπές είναι eec + el + esca + τα κλάσματα εκπομπών ep, etd, eccs και eccr που παράγονται κατά τα στάδια της διαδικασίας μέχρι και το στάδιο παραγωγής παραπροϊόντος. Εάν ο καταλογισμός εκπομπών σε παραπροϊόντα έχει γίνει σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας στο πλαίσιο του κύκλου ζωής, το κλάσμα των εκπομπών που αποδίδονται κατά το τελευταίο αυτό στάδιο της διαδικασίας στο ενδιάμεσο καύσιμο προϊόν χρησιμοποιείται για τους σκοπούς αυτούς, αντί του συνόλου των εκπομπών αυτών.

Στην περίπτωση του βιοαερίου και του βιομεθανίου, για τους σκοπούς του εν λόγω υπολογισμού λαμβάνονται υπόψη όλα τα παραπροϊόντα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του σημείου 17. Για τους σκοπούς του ίδιου υπολογισμού, τα παραπροϊόντα που έχουν αρνητικό ενεργειακό περιεχόμενο λογίζονται ως έχοντα μηδενικό ενεργειακό περιεχόμενο.

Κατά κανόνα, τα απόβλητα και τα υπολείμματα, συμπεριλαμβανομένων όλων των αποβλήτων και των υπολειμμάτων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα IX, λογίζεται ότι έχουν μηδενικές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατά τον κύκλο ζωής τους μέχρι τη διαδικασία συλλογής τους, ασχέτως αν μεταποιούνται σε ενδιάμεσα προϊόντα πριν από τη μετατροπή τους στο τελικό προϊόν.

Στην περίπτωση των καυσίμων βιομάζας που παράγονται σε διυλιστήρια, πλην του συνδυασμού μονάδων επεξεργασίας με λέβητες ή μονάδες συμπαραγωγής που παρέχουν θερμότητα και/ή ηλεκτρική ενέργεια στη μονάδα επεξεργασίας, η μονάδα ανάλυσης για τους σκοπούς του υπολογισμού που αναφέρεται στο σημείο 17 είναι το διυλιστήριο.».

7)

Στο παράρτημα VII, στον ορισμό της έννοιας «Qusable», η παραπομπή στο άρθρο 7 παράγραφος 4 αντικαθίσταται από παραπομπή στο άρθρο 7 παράγραφος 3.

8)

Το παράρτημα IX τροποποιείται ως εξής:

α)

στο μέρος Α, η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Πρώτες ύλες για την παραγωγή βιοαερίου για μεταφορές και προηγμένων βιοκαυσίμων:»

β)

στο μέρος Β, η εισαγωγική πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Πρώτες ύλες για την παραγωγή βιοκαυσίμων και βιοαερίου για μεταφορές, των οποίων η συμβολή στους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) περιορίζονται σε:».


(*3)  Οι μετρήσεις του εδαφικού άνθρακα μπορούν να αποτελέσουν τέτοια στοιχεία, π.χ. με μια πρώτη μέτρηση πριν από την καλλιέργεια και τις επόμενες μετρήσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα μεταξύ αριθμού ετών. Στην περίπτωση αυτή, μέχρι την εκτέλεση της δεύτερης μέτρησης, η αύξηση του εδαφικού άνθρακα θα υπολογίζεται βάσει αντιπροσωπευτικών δοκιμών ή εδαφικών μοντέλων. Από τη δεύτερη μέτρηση και μετά, η αύξηση του εδαφικού άνθρακα και η τάξη μεγέθους της θα διαπιστώνονται με βάση τις μετρήσεις.»·

(*4)  Οι μετρήσεις του εδαφικού άνθρακα μπορούν να αποτελέσουν τέτοια στοιχεία, π.χ. με μια πρώτη μέτρηση πριν από την καλλιέργεια και τις επόμενες μετρήσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα μεταξύ αριθμού ετών. Στην περίπτωση αυτή, μέχρι την εκτέλεση της δεύτερης μέτρησης, η αύξηση του εδαφικού άνθρακα θα υπολογίζεται βάσει αντιπροσωπευτικών δοκιμών ή εδαφικών μοντέλων. Από τη δεύτερη μέτρηση και μετά, η αύξηση του εδαφικού άνθρακα και η τάξη μεγέθους της θα διαπιστώνονται με βάση τις μετρήσεις.»·»


(*1)  Κατά τον υπολογισμό των συμπληρωματικών ποσοστών και των προκυπτόντων μεριδίων ελήφθησαν υπόψη οι δυνατότητες ευελιξίας του άρθρου 23 παράγραφος 2 στοιχεία β) και γ).

(*2)  Κατά τον υπολογισμό των συμπληρωματικών ποσοστών και των προκυπτόντων μεριδίων ελήφθησαν υπόψη οι δυνατότητες ευελιξίας του άρθρου 23 παράγραφος 2 στοιχεία β) και γ).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Τα παραρτήματα I, ΙΙ, IV και V της οδηγίας 98/70/ΕΚ τροποποιούνται ως εξής:

1.

Το παράρτημα I τροποποιείται ως εξής:

α)

η υποσημείωση 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(1)

Οι μέθοδοι δοκιμών είναι εκείνες που καθορίζονται στο πρότυπο EN 228:2012+A1:2017. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν την αναλυτική μέθοδο που καθορίζεται στο πρότυπο που αντικαθιστά το EN 228:2012+Α1:2017, εφόσον μπορεί να αποδειχθεί ότι παρέχει τουλάχιστον την ίδια ορθότητα και τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο ακρίβειας με την αναλυτική μέθοδο που αντικαθιστά.»·

β)

η υποσημείωση 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(2)

Οι τιμές που αναφέρονται στην προδιαγραφή είναι «αληθείς τιμές». Κατά τον καθορισμό των οριακών τιμών τους, εφαρμόστηκαν οι όροι του προτύπου EN ISO 4259:2006 «Προϊόντα πετρελαίου – Ακρίβεια των μεθόδων μέτρησης και των αποτελεσμάτων – Μέρος 1: Προσδιορισμός των δεδομένων ακριβείας σε σχέση με τις μεθόδους δοκιμής» και για τον καθορισμό ελάχιστης τιμής έχει ληφθεί υπόψη ελάχιστη διαφορά 2R άνω του μηδενός (R = αναπαραγωγιμότητα). Τα αποτελέσματα μεμονωμένων μετρήσεων ερμηνεύονται βάσει των κριτηρίων του προτύπου EN ISO 4259-2:2017/A1:2019.»·

γ)

η υποσημείωση 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(6)

Άλλες μονοαλκοόλες και αιθέρες με τελικό σημείο ζέσεως που δεν υπερβαίνει εκείνο που αναφέρεται στο πρότυπο EN 228:2012 +A1:2017.».

2.

Το παράρτημα II τροποποιείται ως εξής:

α)

στην τελευταία γραμμή του πίνακα, «Περιεκτικότητα σε FAME – EN 14078», η καταχώριση στην τελευταία στήλη «Όρια»«Μέγιστο», η τιμή «7,0» αντικαθίσταται από την τιμή «10,0»·

β)

η υποσημείωση 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(1)

Οι μέθοδοι δοκιμών είναι εκείνες που καθορίζονται στο πρότυπο EN 590:2013+A1:2017. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν την αναλυτική μέθοδο που καθορίζεται στο πρότυπο που αντικαθιστά το EN 590:2013+Α1:2017, εφόσον μπορεί να αποδειχθεί ότι παρέχει τουλάχιστον την ίδια ορθότητα και τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο ακρίβειας με την αναλυτική μέθοδο που αντικαθιστά.»·

γ)

η υποσημείωση 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«(2)

Οι τιμές που αναφέρονται στην προδιαγραφή είναι «αληθείς τιμές». Κατά τον καθορισμό των οριακών τιμών τους, εφαρμόστηκαν οι όροι του προτύπου EN ISO 4259-1:2017/A1:2021 «Petroleum and related products – Precision or measurement methods and results – Part 1: Determination of precision data in relation to methods of test» (Πετρέλαιο και συναφή προϊόντα – Ακρίβεια των μεθόδων μέτρησης και των αποτελεσμάτων – Μέρος 1: Προσδιορισμός των δεδομένων ακριβείας σε σχέση με τις μεθόδους δοκιμής), ενώ στον καθορισμό ελάχιστης τιμής ελήφθη υπόψη ελάχιστη διαφορά 2R άνω του μηδενός (R = αναπαραγωγιμότητα). Τα αποτελέσματα μεμονωμένων μετρήσεων ερμηνεύονται βάσει των κριτηρίων του προτύπου EN ISO 4259-2:2017/A1:2019.».

3.

Τα παραρτήματα IV και V διαγράφονται.


ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2023/2413/oj

ISSN 1977-0669 (electronic edition)


Top