EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32015R2447

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/2447 της Επιτροπής της 24ης Νοεμβρίου 2015 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα

OJ L 343, 29.12.2015, p. 558–893 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

In force: This act has been changed. Current consolidated version: 15/03/2023

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_impl/2015/2447/oj

29.12.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 343/558


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΌΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2015/2447 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 24ης Νοεμβρίου 2015

για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 291,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (1), και ιδίως τα άρθρα 8, 11, 17, 25, 32, 37, 41, 50, 54, 58, 63, 66, 76, 100, 107, 123, 132, 138, 143, 152, 157, 161, 165, 169, 176, 178, 181, 184, 187, 193, 200, 207, 209, 213, 217, 222, 225, 232, 236, 266, 268, 273 και 276,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 952/2013 (ο κώδικας), στο πλαίσιο της συνοχής του με τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), αναθέτει στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες για τον προσδιορισμό των διαδικαστικών κανόνων για ορισμένα στοιχεία του, για λόγους σαφήνειας, ακρίβειας και προβλεψιμότητας.

(2)

Η χρήση των τεχνολογιών των πληροφοριών και επικοινωνιών, όπως ορίζεται στην απόφαση 70/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), αποτελεί βασικό στοιχείο για τη διευκόλυνση των συναλλαγών και, συγχρόνως, για την αποτελεσματικότητα των τελωνειακών ελέγχων, πράγμα το οποίο, ως εκ τούτου, συμβάλλει σημαντικά στη μείωση του κόστους για τις επιχειρήσεις και των κινδύνων για την κοινωνία. Συνεπώς, οι ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των τελωνειακών αρχών αφενός, και μεταξύ των οικονομικών φορέων και των τελωνειακών αρχών αφετέρου, καθώς και η αποθήκευση των εν λόγω πληροφοριών με τη χρήση ηλεκτρονικών τεχνικών επεξεργασίας δεδομένων απαιτούν ειδικούς κανόνες σχετικά με τα συστήματα πληροφοριών που χρησιμοποιούνται. Η αποθήκευση και η επεξεργασία των τελωνειακών πληροφοριών καθώς και μια εναρμονισμένη διεπαφή με τους οικονομικούς φορείς πρέπει να καθιερωθούν ως συστατικό στοιχείο των συστημάτων που προσφέρουν άμεση και εναρμονισμένη κατά τα πρότυπα της ΕΕ πρόσβαση στο εμπόριο, κατά περίπτωση. Κάθε αποθήκευση και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων βάσει του παρόντος κανονισμού είναι σε πλήρη συμμόρφωση με τις ισχύουσες ενωσιακές και εθνικές διατάξεις για την προστασία των δεδομένων.

(3)

Κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού είναι σε πλήρη συμμόρφωση με τις ισχύουσες ενωσιακές και εθνικές διατάξεις για την προστασία των δεδομένων.

(4)

Στις περιπτώσεις στις οποίες αρχές ή πρόσωπα από τρίτες χώρες χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά συστήματα, η πρόσβασή τους περιορίζεται στην απαιτούμενη λειτουργικότητα και πραγματοποιείται σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις της Ένωσης.

(5)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι υπάρχει ένας μόνο αριθμός καταχώρισης και αναγνώρισης οικονομικών φορέων (αριθμός EORI) για έκαστο οικονομικό φορέα, είναι αναγκαίο να υπάρχουν σαφείς και διαφανείς κανόνες για τον καθορισμό της τελωνειακής αρχής που είναι αρμόδια για τη χορήγησή του.

(6)

Προκειμένου να διευκολυνθεί η σωστή ανάπτυξη και συντήρηση του ηλεκτρονικού συστήματος που αφορά δεσμευτικές δασμολογικές πληροφορίες, καθώς και η αποτελεσματική χρήση των εν λόγω μεταφορτωμένων πληροφοριών, πρέπει να καθοριστούν κανόνες για τη σύσταση και τη λειτουργία του συστήματος αυτού.

(7)

Πρέπει να θεσπιστεί ένα ηλεκτρονικό σύστημα πληροφοριών και επικοινωνιών για την ανταλλαγή και την αποθήκευση πληροφοριών σχετικά με τις αποδείξεις του τελωνειακού χαρακτήρα εμπορευμάτων ως ενωσιακών εμπορευμάτων προκειμένου να επιτευχθεί η απλούστευση και να διασφαλιστεί η αποτελεσματική παρακολούθηση.

(8)

Η απαίτηση να υποβάλλονται εκ των προτέρων τα δεδομένα που απαιτούνται για την κατάθεση της διασάφησης της κλάσης 23 της ΣΟ σε ηλεκτρονικό έντυπο συνεπάγεται προσαρμογές στην επεξεργασία των τελωνειακών διασαφήσεων που αφορούν ταχυδρομικές αποστολές, ιδίως τις αποστολές που επωφελούνται από την απαλλαγή από τελωνειακό δασμό.

(9)

Οι απλουστεύσεις της διαμετακόμισης θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν με το ηλεκτρονικό περιβάλλον που προβλέπει ο κώδικας και το οποίο ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες των οικονομικών φορέων, διασφαλίζοντας παράλληλα τη διευκόλυνση του νόμιμου εμπορίου και την αποτελεσματικότητα των τελωνειακών ελέγχων.

(10)

Προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποτελεσματικότερη λειτουργία και η καλύτερη παρακολούθηση των διαδικασιών όσον αφορά εμπορεύματα υπό διαμετακόμιση, οι οποίες προς το παρόν διεξάγονται σε χαρτί ή εν μέρει με ηλεκτρονικά μέσα, είναι επιθυμητό να έχουμε πλήρη μηχανογράφηση των διαδικασιών διαμετακόμισης για όλα τα μέσα μεταφοράς, ενώ θα έχουν οριστεί εξαιρέσεις για τους ταξιδιώτες και περιπτώσεις επιχειρηματικής συνέχειας.

(11)

Προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν οι τελωνειακές αρχές λάβουν απόφαση που θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά το πρόσωπο αυτό, είναι αναγκαίο να προσδιοριστούν οι δικονομικοί κανόνες που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και τα θεμελιώδη δικαιώματα που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξης της Ένωσης και ειδικότερα το δικαίωμα στη χρηστή διοίκηση.

(12)

Προκειμένου να καταστεί λειτουργικό το σύστημα των αιτήσεων για τη λήψη αποφάσεων σχετικών με την τελωνειακή νομοθεσία και να εξασφαλιστεί η ομαλή και αποτελεσματική διαδικασία λήψης αποφάσεων από τις τελωνειακές αρχές, είναι εξαιρετικά σημαντικό τα κράτη μέλη να κοινοποιούν στην Επιτροπή τον κατάλογο με τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές στις οποίες πρέπει να υποβάλλονται οι αιτήσεις για τη λήψη αποφάσεων.

(13)

Χρειάζονται κοινοί κανόνες για την υποβολή και την αποδοχή μιας απόφασης που αφορά δεσμευτικές πληροφορίες, καθώς και για τη λήψη των σχετικών αποφάσεων, προκειμένου να διασφαλιστούν ίσοι όροι για όλους τους οικονομικούς φορείς.

(14)

Δεδομένου ότι το ηλεκτρονικό σύστημα που αφορά δεσμευτικές δασμολογικές πληροφορίες δεν έχει ακόμη αναβαθμιστεί, είναι ανάγκη να χρησιμοποιούνται έντυπες μορφές για αιτήσεις και αποφάσεις ΔΔΠ, έως ότου το σύστημα αναβαθμιστεί.

(15)

Προκειμένου να υπάρχει συμμόρφωση με την υποχρέωση ότι οι αποφάσεις που αφορούν δεσμευτικές πληροφορίες πρέπει να είναι δεσμευτικές, στην τελωνειακή διασάφηση πρέπει να περιλαμβάνεται αναφορά στη σχετική απόφαση. Επιπλέον, προκειμένου να υποστηρίζεται η αποτελεσματική επιτήρηση, από τις τελωνειακές αρχές, της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από μια δεσμευτική απόφαση σχετικά με δασμολογικές πληροφορίες, είναι επίσης αναγκαίο να καθοριστούν οι διαδικαστικοί κανόνες για τη συλλογή και χρήση των δεδομένων επιτήρησης που συνδέονται με την παρακολούθηση της χρήσης της εν λόγω απόφασης. Είναι επίσης αναγκαίο να προσδιοριστεί ο τρόπος διενέργειας της εν λόγω παρακολούθησης, για όσο χρονικό διάστημα δεν αναβαθμίζονται τα ηλεκτρονικά συστήματα.

(16)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ομοιογένεια, η διαφάνεια και η ασφάλεια δικαίου, απαιτούνται δικονομικοί κανόνες για την εκτεταμένη χρήση των αποφάσεων που αφορούν δεσμευτικές πληροφορίες και για την κοινοποίηση στις τελωνειακές αρχές ότι η λήψη αποφάσεων που αφορούν δεσμευτικές πληροφορίες αναστέλλεται για εμπορεύματα για τα οποία δεν μπορεί να διασφαλιστεί η ορθή και ενιαία δασμολογική κατάταξη ή ο ορθός και ενιαίος προσδιορισμός της καταγωγής.

(17)

Τα κριτήρια για τη χορήγηση της ιδιότητας του εγκεκριμένου οικονομικού φορέα (AEO) για τελωνειακές απλουστεύσεις και για ασφάλεια και προστασία, η οποία μπορεί επίσης να συνδυαστεί, καθώς και η διαδικασία αίτησης για την ιδιότητα αυτή θα πρέπει να καθοριστούν πιο λεπτομερώς ώστε να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή όσον αφορά τους διάφορους τύπους της κατάστασης των αδειών AEO.

(18)

Δεδομένου ότι το ηλεκτρονικό σύστημα που είναι απαραίτητο για την εφαρμογή των διατάξεων του κώδικα οι οποίες διέπουν τόσο την αίτηση όσο και την άδεια για τη χορήγηση της ιδιότητας του εγκεκριμένου οικονομικού φορέα (AEO) δεν έχει ακόμη αναβαθμιστεί, πρέπει να συνεχιστεί η χρησιμοποίηση των επί του παρόντος χρησιμοποιούμενων μέσων, σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, έως ότου το σύστημα αναβαθμιστεί.

(19)

Η ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή των τελωνειακών ελέγχων απαιτεί εναρμονισμένη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τους κινδύνους και αποτελεσμάτων της ανάλυσης των κινδύνων. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να χρησιμοποιείται ένα ηλεκτρονικό σύστημα επικοινωνίας και πληροφοριών για επικοινωνίες σχετικά με τους κινδύνους μεταξύ των τελωνειακών αρχών και μεταξύ των εν λόγω αρχών και της Επιτροπής, καθώς και για την αποθήκευση των εν λόγω πληροφοριών.

(20)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή των δασμολογικών ποσοστώσεων, θα πρέπει να καθοριστούν κανόνες σχετικά με τη διαχείρισή τους και τις αρμοδιότητες των τελωνειακών αρχών για το θέμα αυτό. Απαιτείται, επίσης, να θεσπιστούν διαδικαστικοί κανόνες για την ορθή λειτουργία του ηλεκτρονικού συστήματος του σχετικού με τη διαχείριση των δασμολογικών ποσοστώσεων.

(21)

Είναι αναγκαίοι διαδικαστικοί κανόνες για να εξασφαλιστεί η συλλογή δεδομένων επιτήρησης σχετικά με τις διασαφήσεις για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία ή τις διασαφήσεις εξαγωγής που αντιπροσωπεύουν την Ένωση. Επιπλέον, είναι επίσης αναγκαίο να θεσπιστούν διαδικαστικοί κανόνες για την ορθή λειτουργία του ηλεκτρονικού συστήματος για την εν λόγω επιτήρηση. Είναι επίσης αναγκαίο να καθοριστούν διαδικαστικοί κανόνες για τη συλλογή των στοιχείων επιτήρησης, για όσο χρονικό διάστημα δεν αναβαθμίζεται το ηλεκτρονικό σύστημα που αφορά την εν λόγω επιτήρηση και τα εθνικά συστήματα εισαγωγών και εξαγωγών.

(22)

Στο πλαίσιο των μη προτιμησιακών κανόνων καταγωγής, είναι αναγκαίοι διαδικαστικοί κανόνες για την προσκόμιση και την επαλήθευση της απόδειξης καταγωγής στις περιπτώσεις όπου η γεωργική νομοθεσία ή άλλη νομοθεσία της Ένωσης προβλέπει το εν λόγω αποδεικτικό έγγραφο καταγωγής προκειμένου οι εισαγωγές να επωφεληθούν από ειδικές ρυθμίσεις εισαγωγής.

(23)

Στο πλαίσιο του συστήματος γενικευμένων προτιμήσεων (ΣΓΠ) της Ένωσης και των προτιμησιακών δασμολογικών μέτρων που αποφασίζονται μονομερώς από την Ένωση υπέρ ορισμένων χωρών ή εδαφών, θα πρέπει να θεσπιστούν οι διαδικασίες και τα έντυπα για τη διασφάλιση ενιαίας εφαρμογής των κανόνων καταγωγής. Θα πρέπει επίσης να θεσπιστούν διατάξεις με στόχο να διασφαλιστεί η συμμόρφωση των δικαιούχων χωρών του ΣΓΠ και των εν λόγω χωρών ή εδαφών με τις σχετικές διατάξεις και να καθοριστούν διαδικασίες για την αποτελεσματική διοικητική συνεργασία με την Ένωση με σκοπό τη διευκόλυνση των ελέγχων και την πρόληψη ή την καταπολέμηση της απάτης.

(24)

Στο πλαίσιο των προτιμησιακών κανόνων καταγωγής, απαιτούνται διαδικασίες για τη διευκόλυνση της διαδικασίας έκδοσης των αποδεικτικών καταγωγής στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων που αφορούν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ οικονομικών φορέων μέσω των δηλώσεων προμηθευτή και της λειτουργίας της διοικητικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, ιδίως μέσω της έκδοσης πιστοποιητικών πληροφοριών INF 4. Οι διαδικασίες αυτές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη και να μειώνουν το κενό που προκύπτει από το γεγονός ότι η Ένωση έχει συνάψει συμφωνίες ελευθέρων συναλλαγών οι οποίες δεν περιλαμβάνουν πάντοτε κανόνες για την αντικατάσταση των αποδεικτικών καταγωγής για το σκοπό της αποστολής προϊόντων που δεν έχουν ακόμη τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία αλλού εντός των μερών των εν λόγω συμφωνιών. Οι διαδικασίες αυτές θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη ότι η Ένωση ενδέχεται να μην συμπεριλάβει στις μελλοντικές συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών περιεκτικούς κανόνες ή να μην συμπεριλάβει κανένα κανόνα για την πιστοποίηση της καταγωγής αλλά να στηρίζεται αποκλειστικά στην εσωτερική νομοθεσία των μερών. Είναι συνεπώς ανάγκη να καθοριστούν γενικές διαδικασίες για τη χορήγηση αδειών εγκεκριμένου εξαγωγέα για τους σκοπούς των εν λόγω συμφωνιών. Σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό, πρέπει επίσης να προβλεφθούν διαδικασίες για την εγγραφή των εξαγωγέων στο μητρώο εκτός του πλαισίου του ΣΓΠ.

(25)

Στο πλαίσιο του ΣΓΠ, απαιτούνται διαδικασίες για τη διευκόλυνση της αντικατάστασης των αποδεικτικών καταγωγής, είτε πρόκειται για πιστοποιητικά καταγωγής τύπου Α, είτε για δηλώσεις τιμολογίου είτε για δηλώσεις καταγωγής. Οι εν λόγω κανόνες αναμένεται ότι θα διευκολύνουν τη διακίνηση προϊόντων που δεν έχουν ακόμη τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία σε άλλον τόπο εντός της τελωνειακής επικράτειας της Ένωσης ή, κατά περίπτωση, στη Νορβηγία, στην Ελβετία ή στην Τουρκία, εφόσον η εν λόγω χώρα πληροί ορισμένες προϋποθέσεις. Θα πρέπει επίσης να προβλεφθούν τα έντυπα που πρέπει να χρησιμοποιούνται για την έκδοση των πιστοποιητικών καταγωγής τύπου Α, του πιστοποιητικού κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR. 1 και των εντύπων που χρησιμοποιούνται από τους εξαγωγείς για να υποβάλουν αίτηση για την ιδιότητα του εγγεγραμμένου εξαγωγέα.

(26)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ενιαία και εναρμονισμένη εφαρμογή των διατάξεων για τη δασμολογητέα αξία, σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες, θα πρέπει να εκδοθούν διαδικαστικοί κανόνες για τον καθορισμό του τρόπου με τον οποίο προσδιορίζεται η αξία της συναλλαγής. Για τους ίδιους λόγους, πρέπει να θεσπιστούν διαδικαστικοί κανόνες που να ορίζουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εφαρμόζονται οι βοηθητικές μέθοδοι υπολογισμού της δασμολογητέας αξίας και τον τρόπο με τον οποίο προσδιορίζεται η δασμολογητέα αξία σε ειδικές περιπτώσεις και υπό συγκεκριμένες συνθήκες.

(27)

Λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να εξασφαλιστεί η κατάλληλη προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και των κρατών μελών, καθώς και ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των οικονομικών φορέων, είναι αναγκαίο να οριστούν διαδικαστικοί κανόνες για την παροχή εγγύησης, τον καθορισμό του ποσού της και, λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους που συνδέονται με τις διάφορες τελωνειακές διαδικασίες, την παρακολούθηση της εγγύησης από τον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα και τις τελωνειακές αρχές.

(28)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η είσπραξη της τελωνειακής οφειλής, πρέπει να εξασφαλίζεται η αμοιβαία συνδρομή μεταξύ των τελωνειακών αρχών στις περιπτώσεις κατά τις οποίες γεννάται τελωνειακή οφειλή σε ένα κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος όπου γίνεται αποδεκτή η εγγύηση.

(29)

Προκειμένου να διευκολυνθεί η ενιαία ερμηνεία, σε όλη την Ένωση, των κανόνων επιστροφής ή διαγραφής των δασμών, πρέπει να καθοριστούν διαδικασίες και απαιτήσεις. Η επιστροφή ή η διαγραφή εξαρτάται από την εκπλήρωση των απαιτήσεων, καθώς και από την ολοκλήρωση των διατυπώσεων, που πρέπει να διευκρινιστούν σε επίπεδο Ένωσης προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή του κώδικα στα κράτη μέλη και να αποφεύγεται η διαφορετική μεταχείριση. Πρέπει να προσδιοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να πραγματοποιείται η αμοιβαία συνδρομή μεταξύ τελωνειακών αρχών, για τους σκοπούς της επιστροφής ή της διαγραφής, σε περιπτώσεις όπου πρέπει να ληφθούν συμπληρωματικές πληροφορίες. Η ενιαία εφαρμογή πρέπει επίσης να εξασφαλίζεται σε περιπτώσεις επιστροφής ή διαγραφής στις οποίες έλαβε χώρα εξαγωγή ή καταστροφή εμπορευμάτων χωρίς τελωνειακή επιτήρηση. Οι προϋποθέσεις πρέπει να καθοριστούν από κοινού με τα στοιχεία που απαιτούνται για να αποδειχθεί ότι τα εμπορεύματα για τα οποία ζητείται η επιστροφή ή η διαγραφή έχουν εξαχθεί ή καταστραφεί.

(30)

Σε ορισμένες περιπτώσεις επιστροφής ή διαγραφής στις οποίες το σχετικό ποσό είναι ήσσονος σημασίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διατηρούν στη διάθεση της Επιτροπής την κατάσταση των περιπτώσεων αυτών προκειμένου να μπορεί η Επιτροπή να διενεργεί ελέγχους στο πλαίσιο των ελέγχων των ίδιων πόρων και να προστατεύει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

(31)

Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ορισμένα στοιχεία για τη συνοπτική διασάφηση εισόδου πρέπει να υποβάλλονται σε πρώιμο στάδιο της μεταφοράς εμπορευμάτων, ώστε να είναι δυνατή η καλύτερη προστασία κατά σοβαρών απειλών και επίσης οι περιπτώσεις κατά τις οποίες, εκτός από τον μεταφορέα, άλλα πρόσωπα υποβάλλουν στοιχεία για τη συνοπτική διασάφηση εισόδου για να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της ανάλυσης κινδύνου για λόγους ασφάλειας και προστασίας, θα πρέπει να είναι δυνατή η υποβολή της συνοπτικής διασάφησης εισόδου με τη μορφή περισσότερων από ένα συνόλων δεδομένων. Θα πρέπει να καθοριστούν σαφείς κανόνες για την αντίστοιχη καταχώριση των στοιχείων που υποβάλλονται και των τροποποιήσεων.

(32)

Για να αποφεύγεται η διατάραξη του νόμιμου εμπορίου θα πρέπει να διεξάγεται ανάλυση κινδύνου για λόγους ασφάλειας και προστασίας, κατά κανόνα εντός των προθεσμιών που προβλέπονται για την κατάθεση της συνοπτικής διασάφησης εισόδου, με εξαίρεση τις περιπτώσεις στις οποίες εντοπίζεται κίνδυνος ή πρέπει να διενεργηθεί πρόσθετη ανάλυση κινδύνου.

(33)

Δεδομένου ότι το σύστημα ελέγχου εισαγωγών, το οποίο είναι απαραίτητο για την εφαρμογή των διατάξεων του κώδικα που διέπουν τη συνοπτική διασάφηση εισόδου, δεν έχει ακόμη αναβαθμιστεί πλήρως, πρέπει να συνεχιστεί η χρησιμοποίηση των επί του παρόντος χρησιμοποιούμενων μέσων για την ανταλλαγή και την αποθήκευση πληροφοριών, άλλων από τις ηλεκτρονικές τεχνικές επεξεργασίας δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 του κώδικα, δηλαδή το επί του παρόντος ισχύον σύστημα ελέγχου εισαγωγών.

(34)

Στο ίδιο πλαίσιο, επειδή το ισχύον σύστημα ελέγχου εισαγωγών (ICS) έχει τη δυνατότητα λήψης συνοπτικής διασάφησης εισόδου με υποβολή ενός μόνο συνόλου δεδομένων, οι διατάξεις που αφορούν την παροχή δεδομένων σε περισσότερα από ένα σύνολα δεδομένων θα πρέπει να ανασταλούν προσωρινά μέχρι την αναβάθμιση του ICS.

(35)

Είναι σκόπιμο να θεσπιστούν οι διαδικαστικοί κανόνες που θα πρέπει να εφαρμόζονται όταν ποντοπόρο πλοίο ή αεροσκάφος που εισέρχεται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης φθάσει πρώτα σε τελωνείο κράτους μέλους που δεν είχε δηλωθεί ως χώρα δρομολογίου στη συνοπτική διασάφηση εισόδου.

(36)

Όταν η διακίνηση εμπορευμάτων σε προσωρινή εναπόθεση περιλαμβάνει εγκαταστάσεις αποθήκευσης που βρίσκονται σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη, η αρμόδια τελωνειακή αρχή θα πρέπει να διαβουλεύεται με τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές προκειμένου να διασφαλίζεται η εκπλήρωση των προϋποθέσεων πριν από την έγκριση της εν λόγω διακίνησης.

(37)

Προκειμένου να βελτιωθεί η αποτελεσματική λειτουργία της προσωρινής εναπόθεσης, ενδείκνυται να θεσπιστούν διατάξεις στην ενωσιακή τελωνειακή νομοθεσία που θα ρυθμίζουν τη διακίνηση των εμπορευμάτων από μια εγκατάσταση προσωρινής εναπόθεσης σε άλλη, όπου εκάστη εξ αυτών καλύπτεται από μία και την αυτή άδεια ή από διαφορετικές άδειες, καθώς και τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι κάτοχοι των εν λόγω αδειών μπορεί να είναι ένα και το αυτό ή διαφορετικά πρόσωπα. Προκειμένου να διασφαλίζεται αποτελεσματική τελωνειακή επιτήρηση, θα πρέπει να θεσπιστούν σαφείς κανόνες για τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων των τελωνειακών αρχών που είναι αρμόδιες για τον τόπο άφιξης των εμπορευμάτων.

(38)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή των κανόνων που διέπουν τον τελωνειακό χαρακτήρα των ενωσιακών εμπορευμάτων, πράγμα που θα έχει ως αποτέλεσμα τη βελτίωση της αποδοτικότητας τόσο για τις τελωνειακές διοικήσεις όσο και για τους οικονομικούς φορείς, θα πρέπει να καθοριστούν διαδικαστικοί κανόνες για την προσκόμιση και την επαλήθευση της απόδειξης του τελωνειακού χαρακτήρα εμπορευμάτων ως ενωσιακών εμπορευμάτων, ιδίως κανόνες που θα αφορούν τους διάφορους τρόπους με τους οποίους είναι δυνατόν να παρέχονται οι εν λόγω αποδείξεις, καθώς και απλουστεύσεις που θα αφορούν την εν λόγω παροχή της απόδειξης.

(39)

Χάριν σαφήνειας για τους οικονομικούς φορείς, είναι σκόπιμο να διευκρινίζεται ποιο τελωνείο είναι αρμόδιο για την παραλαβή και επεξεργασία τελωνειακής διασάφησης με βάση το είδος της τελωνειακής διασάφησης και την τελωνειακή διαδικασία που ζητήθηκε από τον οικονομικό φορέα. Είναι επίσης σκόπιμο να καθοριστούν οι όροι για την αποδοχή μιας διασάφησης, καθώς και τις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια τελωνειακή διασάφηση μπορεί να τροποποιηθεί μετά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων.

(40)

Για την υποβολή της συνήθους τελωνειακής διασάφησης απαιτούνται διαδικαστικοί κανόνες που θα ορίζουν ότι όταν μια τελωνειακή διασάφηση κατατίθεται με διάφορα είδη εμπορευμάτων, κάθε είδος θεωρείται ως ξεχωριστή τελωνειακή διασάφηση

(41)

Οι περιπτώσεις των αδειών που χορηγούνται για τακτική χρήση των απλουστευμένων διασαφήσεων απαιτούν εναρμόνιση των πρακτικών όσον αφορά τις προθεσμίες για την υποβολή των συμπληρωματικών διασαφήσεων καθώς και τα δικαιολογητικά έγγραφα σε περίπτωση που λείπουν τη στιγμή της κατάθεσης της απλουστευμένης διασάφησης.

(42)

Προκειμένου να είναι δυνατός ο εύκολος προσδιορισμός της τελωνειακής διασάφησης για τους σκοπούς των διατυπώσεων και των ελέγχων μετά την αποδοχή της τελωνειακής διασάφησης, θα πρέπει να καθοριστούν διαδικαστικοί κανόνες που προσδιορίζουν τη χρήση ενός κύριου αριθμού αναφοράς (MRN).

(43)

Θα πρέπει να θεσπιστούν ενιαία μέτρα για τον προσδιορισμό της δασμολογικής διάκρισης που θα μπορεί να εφαρμόζεται, κατόπιν αιτήσεως του διασαφιστή, σε μια αποστολή που αποτελείται από εμπορεύματα που υπάγονται σε διαφορετικές δασμολογικές διακρίσεις και στην περίπτωση όπου η αντιμετώπιση καθενός από τα εμπορεύματα αυτά σύμφωνα με τη δασμολογική του κλάση συνεπάγεται φόρτο εργασίας και δαπάνη δυσανάλογη σε σχέση με τον απαιτητό εισαγωγικό ή εξαγωγικό δασμό.

(44)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ορθή διαχείριση της χορήγησης άδειας για τον κεντρικό εκτελωνισμό όταν εμπλέκονται περισσότερες από μία τελωνειακές αρχές, θα πρέπει να τυποποιηθεί η διαδικασία διαβούλευσης. Ομοίως, θα πρέπει να συσταθεί το κατάλληλο πλαίσιο για την έγκαιρη επικοινωνία μεταξύ του τελωνείου ελέγχου και του τελωνείου προσκόμισης προκειμένου τα κράτη μέλη να έχουν τη δυνατότητα να αποδεσμεύουν τα εμπορεύματα εγκαίρως και να συμμορφώνονται επίσης με τη νομοθεσία για το φόρο προστιθέμενης αξίας, τη νομοθεσία για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, τις εθνικές απαγορεύσεις και περιορισμούς και τις απαιτήσεις για στατιστικές.

(45)

Η αυτοαξιολόγηση έχει εισαχθεί ως νέα απλούστευση που προσφέρει ο κώδικας. Ως εκ τούτου, είναι εξαιρετικά σημαντικό να προσδιοριστεί με ακρίβεια η απλούστευση για τις τελωνειακές διατυπώσεις και τους ελέγχους που θα πραγματοποιούνται από τον κάτοχο της άδειας. Οι σχετικοί κανόνες θα πρέπει να διασφαλίζουν τη σαφή εφαρμογή της αυτοαξιολόγησης στο κράτος μέλος μέσω κατάλληλων και αναλογικών ελέγχων.

(46)

Για την καταστροφή, την πώληση και την εγκατάλειψη εμπορευμάτων υπέρ του Δημοσίου απαιτούνται διαδικαστικοί κανόνες που θα προσδιορίζουν τον ρόλο των τελωνειακών αρχών σε σχέση με το είδος και την ποσότητα των απορριμμάτων και θραυσμάτων που ενδεχομένως προκύπτουν από την καταστροφή των εμπορευμάτων, καθώς και τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται για την εγκατάλειψη και την πώληση αγαθών.

(47)

Η απαλλαγή από τον εισαγωγικό δασμό για επανεισαγόμενα εμπορεύματα θα πρέπει να τεκμηριώνεται από πληροφορίες που θα αποδεικνύουν ότι πληρούνται οι όροι για την απαλλαγή αυτή. Πρέπει να εφαρμόζονται διαδικαστικοί κανόνες σχετικά με το θέμα αυτό όσον αφορά τις απαιτούμενες πληροφορίες και την ανταλλαγή των εν λόγω πληροφοριών μεταξύ οικονομικών φορέων και τελωνειακών αρχών καθώς και μεταξύ των τελωνειακών αρχών.

(48)

Η απαλλαγή από τον εισαγωγικό δασμό για προϊόντα θαλάσσιας αλιείας και άλλα προϊόντα που λαμβάνονται από τη θάλασσα θα πρέπει να υποστηρίζεται με την παροχή αποδείξεων ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για να επωφεληθούν της απαλλαγής αυτής. Πρέπει να εφαρμόζονται διαδικαστικοί κανόνες σχετικά με το θέμα αυτό όσον αφορά τις απαιτούμενες πληροφορίες.

(49)

Δεδομένου ότι σε περίπτωση αίτησης για χορήγηση άδειας υπαγωγής σε ειδικό καθεστώς απαιτείται εξέταση των οικονομικών όρων, όταν υπάρχουν αποδείξεις ότι είναι πιθανό να επηρεαστούν αρνητικά τα ουσιώδη συμφέροντα των ενωσιακών παραγωγών, θα πρέπει να καθοριστούν σαφείς και απλοί κανόνες για την ορθή εξέταση σε ενωσιακό επίπεδο.

(50)

Είναι αναγκαίο να καθοριστούν διαδικαστικοί κανόνες για την εκκαθάριση ειδικού καθεστώτος σε περιπτώσεις όπου τα εμπορεύματα έχουν υπαχθεί σε ένα τέτοιο καθεστώς με τη χρήση δύο ή περισσοτέρων τελωνειακών διασαφήσεων, ώστε να είναι σαφές με ποια σειρά πραγματοποιείται η εν λόγω εκκαθάριση.

(51)

Οι αρμόδιες τελωνειακές αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν απόφαση σχετικά με αίτηση μεταφοράς των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων από τον δικαιούχο του καθεστώτος σε άλλο πρόσωπο.

(52)

Η διακίνηση των εμπορευμάτων στο πλαίσιο ειδικού καθεστώτος προς το τελωνείο εξόδου θα πρέπει να επιτρέπεται, εφόσον πραγματοποιούνται οι διατυπώσεις που αφορούν τη διαδικασία εξαγωγής.

(53)

Θα πρέπει να επιτρέπεται ο λογιστικός διαχωρισμός σε περιπτώσεις όπου χρησιμοποιούνται ισοδύναμα εμπορεύματα. Οι διαδικαστικοί κανόνες σχετικά με την αλλαγή του τελωνειακού χαρακτήρα μη ενωσιακών εμπορευμάτων και ισοδύναμων εμπορευμάτων πρέπει να εξασφαλίζουν ότι ένας οικονομικός φορέας δεν μπορεί να επωφεληθεί από αδικαιολόγητο πλεονέκτημα σχετικό με εισαγωγικούς δασμούς.

(54)

Με σκοπό τη διευκόλυνση του νόμιμου εμπορίου και τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των τελωνειακών ελέγχων, αποφεύγοντας παράλληλα τυχόν διαφορές στη μεταχείριση από τις τελωνειακές διοικήσεις των επιμέρους κρατών μελών, πρέπει να καθοριστούν διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν το καθεστώς ενωσιακής διαμετακόμισης, το καθεστώς διαμετακόμισης σύμφωνα με την τελωνειακή σύμβαση περί της διεθνούς μεταφοράς εμπορευμάτων βάσει των δελτίων TIR (3), συμπεριλαμβανομένων τυχόν μεταγενέστερων τροποποιήσεών της (σύμβαση TIR), την τελωνειακή σύμβαση περί του δελτίου ΑΤΑ για την προσωρινή εισαγωγή εμπορευμάτων η οποία υπεγράφη στις Βρυξέλλες στις 6 Δεκεμβρίου 1961, συμπεριλαμβανομένων τυχόν μεταγενέστερων τροποποιήσεών της (σύμβαση ΑΤΑ) και τη σύμβαση για την προσωρινή εισαγωγή (4), συμπεριλαμβανομένων τυχόν μεταγενέστερων τροποποιήσεών της (σύμβαση της Κωνσταντινούπολης) και τις διαδικασίες διαμετακόμισης υπό την κάλυψη του εντύπου 302 και με το ταχυδρομικό σύστημα. Οι εν λόγω διαδικαστικοί κανόνες καθορίζουν τα βασικά στοιχεία των διαδικασιών και περιλαμβάνουν απλουστεύσεις και κατ’ αυτόν τον τρόπο καθίσταται δυνατόν, τόσο για τις τελωνειακές διοικήσεις όσο και για τους οικονομικούς φορείς, να επωφελούνται πλήρως από εναρμονισμένες αποτελεσματικές διαδικασίες ως συγκεκριμένο παράδειγμα της διευκόλυνσης του εμπορίου.

(55)

Λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες των αεροπορικών και θαλάσσιων μεταφορών, είναι σκόπιμο να προβλεφθούν πρόσθετες απλουστεύσεις για αυτούς τους τρόπους μεταφοράς, οι οποίες θα επιτρέπουν τη χρήση των δεδομένων που είναι διαθέσιμα στα αρχεία των αεροπορικών και θαλάσσιων μεταφορών τα οποία θα μπορούν να χρησιμοποιούνται ως δήλωση διαμετακόμισης. Επιπλέον, θα πρέπει να καθιερωθούν πρόσθετες απλουστεύσεις για τις ηλεκτρονικές τεχνικές επεξεργασίας δεδομένων για τα εμπορεύματα που μεταφέρονται σιδηροδρομικώς, προκειμένου να εναρμονιστούν οι σχετικές διατάξεις με τις αλλαγές που προκαλούνται από την ελευθέρωση της αγοράς και τις αλλαγές στους σιδηροδρομικούς διαδικαστικούς κανόνες.

(56)

Προκειμένου να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ της αποτελεσματικότητας των εργασιών των τελωνειακών αρχών και των προσδοκιών των οικονομικών παραγόντων, η ανάλυση κινδύνου, για λόγους ασφάλειας και προστασίας, μιας διασάφησης πριν από την αναχώρηση θα πρέπει να διενεργείται πριν από τη θέση των εμπορευμάτων σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός χρονικής προθεσμίας που θα λαμβάνει υπόψη το νόμιμο συμφέρον της απρόσκοπτης ροής των εμπορικών συναλλαγών στον τομέα των μεταφορών εμπορευμάτων.

(57)

Θα πρέπει να καθοριστούν λεπτομερείς κανόνες για την προσκόμιση των εμπορευμάτων, τις διατυπώσεις στο τελωνείο εξαγωγής και στο τελωνείο εξόδου, ιδίως εκείνες που διασφαλίζουν την αποτελεσματική και αποδοτική επιβεβαίωση της εξόδου, καθώς και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του τελωνείου εξαγωγής και του τελωνείου εξόδου.

(58)

Λόγω της ύπαρξης ομοιοτήτων μεταξύ εξαγωγής και επανεξαγωγής, ενδείκνυται να επεκταθεί η εφαρμογή ορισμένων κανόνων σχετικά με την εξαγωγή των εμπορευμάτων σε εμπορεύματα που επανεξάγονται.

(59)

Για λόγους προστασίας των νόμιμων συμφερόντων των οικονομικών φορέων και διασφάλισης της ομαλής μετάβασης προς το νέο νομικό καθεστώς, είναι αναγκαίο να θεσπιστούν μεταβατικές διατάξεις για να καθοριστούν οι κανόνες που πρέπει να εφαρμόζονται για τα εμπορεύματα που έχουν υπαχθεί σε ορισμένα τελωνειακά καθεστώτα πριν από την 1η Μαΐου 2016 και θα αποδεσμευθούν ή θα εκκαθαριστούν μετά από την ημερομηνία αυτή. Ομοίως, οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν αιτήσεις για άδειες βάσει του κώδικα πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του, ούτως ώστε να είναι σε θέση να κάνουν χρήση των αδειών που έχουν χορηγηθεί από την 1η Μαΐου 2016.

(60)

Οι γενικοί κανόνες για την εφαρμογή του κώδικα είναι στενά συνδεδεμένοι μεταξύ τους και δεν μπορούν να διαχωριστούν λόγω της αλληλοσύνδεσης των αντικειμένων τους, ενώ περιέχουν οριζόντιους κανόνες που εφαρμόζονται σε διάφορες τελωνειακές διαδικασίες. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο να συγκεντρωθούν σε έναν ενιαίο κανονισμό προκειμένου να εξασφαλιστεί η νομική συνοχή.

(61)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής τελωνειακού κώδικα.

(62)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να εφαρμόζονται από την 1η Μαΐου 2016 ώστε να καταστεί δυνατή η πλήρης εφαρμογή του κώδικα,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Πεδίο της τελωνειακής νομοθεσίας, αποστολή των τελωνειακών αρχών και ορισμοί

Άρθρο 1

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, εφαρμόζεται το άρθρο 1 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 της Επιτροπής (5).

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

ως «χειραποσκευές» νοούνται, όσον αφορά τις αεροπορικές μεταφορές, οι αποσκευές που το φυσικό πρόσωπο μεταφέρει μαζί του εντός και εκτός του θαλάμου επιβατών του αεροσκάφους·

2)

ως «τελωνείο προσκόμισης» νοείται το τελωνείο που είναι αρμόδιο για τον τόπο όπου προσκομίζονται τα εμπορεύματα·

3)

ως «παραδιδόμενες αποσκευές» νοούνται, όσον αφορά τις αεροπορικές μεταφορές, οι αποσκευές που καταγράφονται στον αερολιμένα αναχώρησης και δεν είναι προσιτές στο φυσικό πρόσωπο κατά τη διάρκεια της πτήσης, ούτε, ενδεχομένως, κατά την ενδιάμεση στάση·

4)

ως «πανομοιότυπα εμπορεύματα» νοούνται, στο πλαίσιο υπολογισμού της δασμολογητέας αξίας, τα εμπορεύματα που παράγονται στην ίδια χώρα, τα οποία είναι όμοια από κάθε άποψη, περιλαμβανομένων και των φυσικών χαρακτηριστικών, της ποιότητας και της φήμης. Δευτερεύουσες διαφορές εμφάνισης δεν παρακωλύουν τον χαρακτηρισμό εμπορευμάτων, που είναι κατά τα λοιπά σύμφωνα με τον ορισμό, ως πανομοιότυπων·

5)

ως «διεθνής αερολιμένας της Ένωσης» νοείται κάθε αερολιμένας της Ένωσης ο οποίος, μετά από άδεια που χορηγείται από τις τελωνειακές αρχές, μπορεί να χρησιμοποιείται για τις αεροπορικές συγκοινωνίες με εδάφη εκτός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης·

6)

ως «πτήση εντός Ένωσης» νοείται η μετακίνηση αεροσκάφους μεταξύ δύο αερολιμένων της Ένωσης, χωρίς ενδιάμεση στάση, η οποία δεν ξεκινά από, ούτε καταλήγει σε, μη ενωσιακό αερολιμένα·

7)

ως «κύρια μεταποιημένα προϊόντα» νοούνται τα μεταποιημένα προϊόντα για τα οποία έχει χορηγηθεί η άδεια για τελειοποίηση προς επανεξαγωγή·

8)

ως «δραστηριότητες που αφορούν την εμπορία» νοούνται, στο πλαίσιο υπολογισμού της δασμολογητέας αξίας, όλες οι δραστηριότητες σχετικά με τη διαφήμιση ή την εμπορία και την προώθηση της πώλησης των εν λόγω εμπορευμάτων, καθώς και όλες τις δραστηριότητες σχετικά με τις αναφερόμενες σ’ αυτά εγγυήσεις·

9)

ως «δευτερεύοντα μεταποιημένα προϊόντα» νοούνται τα μεταποιημένα προϊόντα τα οποία αποτελούν αναγκαία υποπροϊόντα της μεταποιητικής διαδικασίας, εκτός από τα κύρια μεταποιημένα προϊόντα·

10)

ως «επιχειρηματικά ή τουριστικά αεροσκάφη» νοούνται τα ιδιωτικά αεροσκάφη που προορίζονται για ταξίδια με δρομολόγιο καθοριζόμενο κατά την επιθυμία των ατόμων που τα χρησιμοποιούν·

11)

ως «δημόσια αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης τύπου ΙΙΙ» νοείται μια αποθήκη τελωνειακής αποταμίευσης την οποία διαχειρίζονται οι τελωνειακές αρχές·

12)

ως «σταθερές εγκαταστάσεις μεταφοράς» νοούνται τα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιούνται για τη συνεχή μεταφορά αγαθών όπως ο ηλεκτρισμός, το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο·

13)

ως «τελωνείο διέλευσης» νοείται ένα από τα ακόλουθα:

α)

το τελωνείο που είναι αρμόδιο για το σημείο εξόδου από το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, όταν τα εμπορεύματα εξέρχονται από το έδαφος αυτό κατά τη διάρκεια πράξης διαμετακόμισης μέσω των συνόρων με έδαφος εκτός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης που δεν είναι χώρα κοινής διαμετακόμισης·

β)

το τελωνείο που είναι αρμόδιο για το σημείο εισόδου στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, όταν τα εμπορεύματα έχουν διέλθει από έδαφος εκτός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης στο πλαίσιο πράξης διαμετακόμισης·

14)

ως «ομοειδή εμπορεύματα» νοούνται, στο πλαίσιο του καθορισμού της δασμολογητέας αξίας, τα εμπορεύματα που παράγονται στην ίδια χώρα τα οποία, χωρίς να είναι όμοια από κάθε άποψη, παρουσιάζουν παρόμοια χαρακτηριστικά και αποτελούνται από παρόμοιες ύλες, πράγμα που τους επιτρέπει να επιτελούν τις ίδιες λειτουργίες και να είναι δυνατό να εναλλάσσονται από εμπορικής πλευράς· η ποιότητα των εμπορευμάτων, η φήμη τους και η ύπαρξη βιομηχανικού ή εμπορικού σήματος περιλαμβάνονται στα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί αν τα εμπορεύματα είναι ομοειδή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Δικαιώματα και υποχρεώσεις προσώπων όσον αφορά την τελωνειακή νομοθεσία

Τμήμα 1

Παροχή πληροφοριών

Υποτμήμα 1

Μορφότυποι και κωδικοί κοινών απαιτήσεων περί δεδομένων, ανταλλαγής και αποθήκευσης δεδομένων

Άρθρο 2

Μορφότυποι και κωδικοί κοινών απαιτήσεων περί δεδομένων

(άρθρο 6 παράγραφος 2 του κώδικα)

1.   Οι μορφότυποι και οι κωδικοί για τις κοινές απαιτήσεις περί δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 του κώδικα και στο άρθρο 2 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 για την ανταλλαγή και αποθήκευση πληροφοριών που απαιτείται για τις αιτήσεις και τις αποφάσεις, ορίζονται στο παράρτημα Α.

2.   Οι μορφότυποι και οι κωδικοί για τις κοινές απαιτήσεις περί δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 του κώδικα και στο άρθρο 2 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 για την ανταλλαγή και αποθήκευση πληροφοριών που απαιτείται για διασαφήσεις, γνωστοποιήσεις και αποδείξεις του τελωνειακού χαρακτήρα, ορίζονται στο παράρτημα Β.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, έως την ημερομηνία έναρξης της πρώτης φάσης της αναβάθμισης του συστήματος ΔΔΠ και του συστήματος «Επιτήρηση 2», οι κωδικοί και οι μορφότυποι του παραρτήματος Α δεν εφαρμόζονται και οι αντίστοιχοι κωδικοί και μορφότυποι είναι οι καθοριζόμενοι στα παραρτήματα 2-5 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) …/… της Επιτροπής για τη θέσπιση μεταβατικών κανόνων για ορισμένες διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, στην περίπτωση που τα σχετικά ηλεκτρονικά συστήματα δεν έχουν ακόμη αρχίσει να λειτουργούν (6).

Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, έως την ημερομηνία αναβάθμισης του συστήματος AEO, οι κωδικοί και οι μορφότυποι του παραρτήματος Α δεν εφαρμόζονται και οι αντίστοιχοι κωδικοί και μορφότυποι είναι οι καθοριζόμενοι στα παραρτήματα 6-7 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) …/… της Επιτροπής για τη θέσπιση μεταβατικών κανόνων για ορισμένες διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, στην περίπτωση που τα σχετικά ηλεκτρονικά συστήματα δεν έχουν ακόμη αρχίσει να λειτουργούν.

Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, έως τις ημερομηνίες έναρξης λειτουργίας ή αναβάθμισης των σχετικών ηλεκτρονικών συστημάτων που καθορίζονται στο παράρτημα 1 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) …/… της Επιτροπής για τη θέσπιση μεταβατικών κανόνων για ορισμένες διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, στην περίπτωση που τα σχετικά ηλεκτρονικά συστήματα δεν έχουν ακόμη αρχίσει να λειτουργούν, οι μορφότυποι και κωδικοί που καθορίζονται στο παράρτημα Β είναι προαιρετικοί για τα κράτη μέλη.

Έως τις ημερομηνίες έναρξης λειτουργίας ή αναβάθμισης των σχετικών ηλεκτρονικών συστημάτων που καθορίζονται στο παράρτημα 1 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) …/… της Επιτροπής για τη θέσπιση μεταβατικών κανόνων για ορισμένες διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, στην περίπτωση που τα σχετικά ηλεκτρονικά συστήματα δεν έχουν ακόμη αρχίσει να λειτουργούν, οι απαιτούμενοι μορφότυποι και κωδικοί για διασαφήσεις, γνωστοποιήσεις και για την απόδειξη του τελωνειακού χαρακτήρα υπόκεινται στις απαιτήσεις περί δεδομένων που καθορίζονται στο παράρτημα 9 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) …/… της Επιτροπής για τη θέσπιση μεταβατικών κανόνων για ορισμένες διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, στην περίπτωση που τα σχετικά ηλεκτρονικά συστήματα δεν έχουν ακόμη αρχίσει να λειτουργούν.

Έως τις αντίστοιχες ημερομηνίες έναρξης λειτουργίας του ΕΤΚ — Αυτοματοποιημένου Συστήματος Εξαγωγών και την αναβάθμιση των εθνικών συστημάτων εισαγωγής, όπως αναφέρονται στο παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2014/255/ΕΕ της Επιτροπής (7), τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι κωδικοί και μορφότυποι για την κοινοποίηση της προσκόμισης επιτρέπουν την προσκόμιση των εμπορευμάτων σύμφωνα με το άρθρο 139 του κώδικα.

4.   Έως την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του συστήματος ΕΤΚ — Τελωνειακές Αποφάσεις, είναι προαιρετικοί για τα κράτη μέλη οι μορφότυποι και κωδικοί που καθορίζονται για τις ακόλουθες αιτήσεις και άδειες στο παράρτημα Α:

α)

Αιτήσεις και άδειες που αφορούν την απλούστευση για τον καθορισμό των ποσών που αποτελούν μέρος της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων·

β)

Αιτήσεις και άδειες που αφορούν συνολικές εγγυήσεις·

γ)

Αιτήσεις και άδειες για αναβολή πληρωμής·

δ)

Αιτήσεις και άδειες για τη λειτουργία εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 148 του κώδικα·

ε)

Αιτήσεις και άδειες για τακτικές γραμμές θαλάσσιων μεταφορών·

στ)

Αιτήσεις και άδειες για εγκεκριμένο εκδότη·

ζ)

Αιτήσεις και άδειες για τη χρήση απλουστευμένης διασάφησης·

η)

Αιτήσεις και άδειες για κεντρικό εκτελωνισμό·

θ)

Αιτήσεις και άδειες για εγγραφή δεδομένων στις λογιστικές καταχωρίσεις του διασαφιστή·

ι)

Αιτήσεις και άδειες για αυτοαξιολόγηση·

ια)

Αίτηση και άδεια για την ιδιότητα εγκεκριμένου ζυγιστή μπανανών·

ιβ)

Αιτήσεις και άδειες για τη χρήση τελειοποίησης προς επανεξαγωγή·

ιγ)

Αιτήσεις και άδειες για τη χρήση τελειοποίησης προς επανεισαγωγή·

ιδ)

Αιτήσεις και άδειες για τη χρήση ειδικού προορισμού·

ιε)

Αιτήσεις και άδειες για τη χρήση προσωρινής εισαγωγής·

ιστ)

Αιτήσεις και άδειες για τη λειτουργία εγκαταστάσεων αποθήκευσης για τελωνειακή αποταμίευση·

ιζ)

Αιτήσεις και άδειες για την ιδιότητα εγκεκριμένου παραλήπτη για πράξεις μεταφοράς με δελτίο TIR·

ιη)

Αιτήσεις και άδειες για την ιδιότητα εγκεκριμένου αποστολέα για το καθεστώς ενωσιακής διαμετακόμισης·

ιθ)

Αιτήσεις και άδειες για την ιδιότητα εγκεκριμένου παραλήπτη για το καθεστώς ενωσιακής διαμετακόμισης·

κ)

Αιτήσεις και άδειες για τη χρήση τελωνειακών σφραγίδων ειδικού τύπου·

κα)

Αιτήσεις και άδειες για τη χρήση δήλωσης διαμετακόμισης με μειωμένο σύνολο δεδομένων·

κβ)

Αιτήσεις και άδειες για τη χρήση ηλεκτρονικού εγγράφου μεταφοράς ως τελωνειακής διασάφησης.

Σε περίπτωση που τα κράτη μέλη δεν εφαρμόζουν ορισμένους κωδικούς και μορφότυπους κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, διασφαλίζουν ότι έχουν εφαρμόσει αποτελεσματικές διαδικασίες που τους επιτρέπουν να επαληθεύουν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της σχετικής άδειας.

Άρθρο 3

Ασφάλεια ηλεκτρονικών συστημάτων

(άρθρο 16 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Κατά τη δημιουργία, διατήρηση και χρήση των ηλεκτρονικών συστημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 του κώδικα, τα κράτη μέλη καθιερώνουν και διατηρούν επαρκείς ρυθμίσεις ασφαλείας για την αποτελεσματική, αξιόπιστη και ασφαλή λειτουργία των διαφόρων συστημάτων. Διασφαλίζουν επίσης την εφαρμογή μέτρων ελέγχου της προέλευσης, καθώς και της προστασίας των δεδομένων κατά του κινδύνου μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης, απώλειας, αλλοίωσης και καταστροφής.

2.   Κάθε καταχώριση, τροποποίηση και διαγραφή δεδομένων καταγράφεται μαζί με πληροφορίες σχετικά με την αιτιολογία και τον ακριβή χρόνο των ανωτέρω πράξεων και τα στοιχεία του προσώπου που τις εκτέλεσε.

3.   Τα κράτη μέλη ενημερώνονται αμοιβαία, ενημερώνουν την Επιτροπή και, όπου κρίνεται σκόπιμο, τον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα για κάθε πραγματική παραβίαση ή υπόνοια παραβίασης της ασφάλειας των ηλεκτρονικών συστημάτων.

Άρθρο 4

Αποθήκευση δεδομένων

(άρθρο 16 παράγραφος 1 του κώδικα)

Όλα τα δεδομένα που επικυρώνονται από το σχετικό ηλεκτρονικό σύστημα διατηρούνται τουλάχιστον επί τρία έτη από το τέλος του έτους εντός του οποίου επικυρώθηκαν, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά.

Άρθρο 5

Διαθεσιμότητα ηλεκτρονικών συστημάτων

(άρθρο 16 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη συνάπτουν επιχειρησιακές συμφωνίες για τον καθορισμό των πρακτικών απαιτήσεων σχετικά με τη διαθεσιμότητα και τις επιδόσεις των ηλεκτρονικών συστημάτων, καθώς επίσης και με τη συνέχεια των δραστηριοτήτων.

2.   Οι επιχειρησιακές συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καθορίζουν ιδίως τον κατάλληλο χρόνο απόκρισης για την ανταλλαγή και επεξεργασία των πληροφοριών στα σχετικά ηλεκτρονικά συστήματα.

3.   Τα ηλεκτρονικά συστήματα παραμένουν διαθέσιμα σε μόνιμη βάση. Εντούτοις, η υποχρέωση αυτή δεν εφαρμόζεται:

α)

σε συγκεκριμένες περιπτώσεις σχετιζόμενες με τη χρήση των ηλεκτρονικών συστημάτων, που καθορίζονται στις συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή, σε εθνικό επίπεδο, ελλείψει των εν λόγω συμφωνιών·

β)

σε περίπτωση ανωτέρας βίας.

Υποτμήμα 2

Καταχώριση προσώπων

Άρθρο 6

Αρμόδια τελωνειακή αρχή

(άρθρο 9 του κώδικα)

Οι τελωνειακές αρχές που είναι αρμόδιες για την καταχώριση ορίζονται από τα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το όνομα και τη διεύθυνση των εν λόγω αρχών. Η Επιτροπή δημοσιεύει αυτές τις πληροφορίες στο Διαδίκτυο.

Άρθρο 7

Ηλεκτρονικό σύστημα για τον αριθμό EORI

(άρθρο 16 του κώδικα)

1.   Για την ανταλλαγή και αποθήκευση πληροφοριών σχετικά με τον αριθμό EORI, χρησιμοποιείται ηλεκτρονικό σύστημα που δημιουργείται για τους σκοπούς αυτούς, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1 του κώδικα («σύστημα EORI»).

Οι πληροφορίες καθίστανται διαθέσιμες μέσω του εν λόγω συστήματος από την αρμόδια τελωνειακή αρχή, όποτε χορηγούνται νέοι αριθμοί EORI ή επέρχονται μεταβολές στα αποθηκευμένα δεδομένα αναφορικά με καταχωρίσεις που έχουν ήδη εκδοθεί.

2.   Για κάθε πρόσωπο χορηγείται ένας μοναδικός αριθμός EORI.

3.   Οι μορφότυποι και οι κωδικοί των δεδομένων που αποθηκεύονται στο σύστημα EORI καθορίζονται στο παράρτημα 12-01.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, έως την ημερομηνία αναβάθμισης του κεντρικού συστήματος EORI, δεν εφαρμόζονται οι μορφότυποι και κωδικοί που καθορίζονται στο παράρτημα 12-01.

Έως την ημερομηνία της αναβάθμισης του κεντρικού συστήματος EORI, οι κωδικοί των κοινών απαιτήσεων περί δεδομένων για την καταχώριση οικονομικών φορέων και λοιπών προσώπων καθορίζονται στο παράρτημα 9 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 της Επιτροπής για τη θέσπιση μεταβατικών κανόνων για ορισμένες διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, στην περίπτωση που τα σχετικά ηλεκτρονικά συστήματα δεν έχουν ακόμη αρχίσει να λειτουργούν.

5.   Όταν τα κράτη μέλη συλλέγουν δεδομένα που αναφέρονται στο σημείο 4 του παραρτήματος 12-01 διασφαλίζουν ότι χρησιμοποιούνται οι μορφότυποι και κωδικοί που καθορίζονται στο παράρτημα 12-01.

Τμήμα 2

Αποφάσεις σχετικά με την εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας

Υποτμήμα 1

Αποφάσεις που λαμβάνονται από τις τελωνειακές αρχές

Άρθρο 8

Γενική διαδικασία του δικαιώματος ακροάσεως

(άρθρο 22 παράγραφος 6 του κώδικα)

1.   Η κοινοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο του κώδικα:

α)

περιλαμβάνει αναφορά στα έγγραφα και τις πληροφορίες στις οποίες οι τελωνειακές αρχές προτίθενται να στηρίξουν την απόφασή τους·

β)

αναφέρει την προθεσμία εντός της οποίας ο ενδιαφερόμενος διατυπώνει την άποψή του από την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε ή θεωρείται ότι έλαβε την εν λόγω κοινοποίηση·

γ)

περιλαμβάνει αναφορά στο δικαίωμα πρόσβασης του ενδιαφερόμενου στα έγγραφα και τις πληροφορίες που αναφέρονται στο στοιχείο α) σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.

2.   Σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος διατυπώσει την άποψή του πριν τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), οι τελωνειακές αρχές δύνανται να προβούν σε λήψη απόφασης, εκτός εάν ο ενδιαφερόμενος ταυτόχρονα εκφράσει την πρόθεσή του να διατυπώσει περαιτέρω τις απόψεις του εντός της καθορισμένης προθεσμίας.

Άρθρο 9

Ειδική διαδικασία του δικαιώματος ακροάσεως

(άρθρο 22 παράγραφος 6 του κώδικα)

1.   Οι τελωνειακές αρχές δύνανται να προβούν στην κοινοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 6 πρώτο εδάφιο του κώδικα στο πλαίσιο της διαδικασίας επαλήθευσης ή ελέγχου, σε περίπτωση που σκοπεύουν να λάβουν απόφαση με βάση οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

τα αποτελέσματα της επαλήθευσης κατόπιν της προσκόμισης των εμπορευμάτων·

β)

τα αποτελέσματα της επαλήθευσης της τελωνειακής διασάφησης που αναφέρονται στο άρθρο 191 του κώδικα·

γ)

τα αποτελέσματα του εκ των υστέρων ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 48 του κώδικα, σε περίπτωση που τα εμπορεύματα παραμένουν υπό τελωνειακή επιτήρηση·

δ)

τα αποτελέσματα της επαλήθευσης της απόδειξης του τελωνειακού χαρακτήρα ενωσιακών εμπορευμάτων ή, κατά περίπτωση, τα αποτελέσματα της επαλήθευσης της αίτησης καταχώρισης ή θεώρησης της εν λόγω απόδειξης·

ε)

την έκδοση απόδειξης της καταγωγής από τις τελωνειακές αρχές·

στ)

τα αποτελέσματα του ελέγχου εμπορευμάτων για τα οποία δεν υποβλήθηκε συνοπτική διασάφηση, διασάφηση προσωρινής εναπόθεσης, διασάφηση επανεξαγωγής ή τελωνειακή διασάφηση.

2.   Σε περίπτωση που η κοινοποίηση πραγματοποιείται σύμφωνα με την παράγραφο 1, ο ενδιαφερόμενος δύναται:

α)

να διατυπώσει αμέσως την άποψή του με τα ίδια μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 9 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446· ή

β)

να απαιτήσει κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 8, πλην των περιπτώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο στ).

Ο ενδιαφερόμενος ενημερώνεται σχετικά με τις δύο ανωτέρω επιλογές από τις τελωνειακές αρχές.

3.   Σε περίπτωση που οι τελωνειακές αρχές λάβουν απόφαση, η οποία επηρεάζει δυσμενώς τον ενδιαφερόμενο, καταγράφουν αν ο ενδιαφερόμενος διατύπωσε την άποψή του σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο α).

Υποτμήμα 2

Αποφάσεις που λαμβάνονται κατόπιν αιτήσεως

Άρθρο 10

Ηλεκτρονικά συστήματα για τις αποφάσεις

(άρθρο 16 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Για την ανταλλαγή και αποθήκευση πληροφοριών αναφορικά με αιτήσεις και αποφάσεις που ενδέχεται να επηρεάσουν περισσότερα του ενός κράτη μέλη και με οποιοδήποτε μεταγενέστερο γεγονός που ενδέχεται να επηρεάσει την αρχική αίτηση ή απόφαση, χρησιμοποιείται ηλεκτρονικό σύστημα που δημιουργείται για τους σκοπούς αυτούς, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1 του κώδικα.

Οι πληροφορίες καθίστανται διαθέσιμες μέσω του εν λόγω συστήματος από την αρμόδια τελωνειακή αρχή χωρίς καθυστέρηση και το αργότερο εντός επτά ημερών από τη στιγμή που η αρχή έλαβε γνώση των εν λόγω πληροφοριών.

2.   Η ανταλλαγή πληροφοριών σε σχέση με αιτήσεις και αποφάσεις που ενδέχεται να επηρεάσουν περισσότερα του ενός κράτη μέλη πραγματοποιείται μέσω εναρμονισμένης διεπαφής των συναλλασσόμενων σε ενωσιακό επίπεδο, η οποία σχεδιάζεται από κοινού από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του συστήματος ΕΤΚ — Τελωνειακές Αποφάσεις που αναφέρεται στο παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2014/255/ΕΕ.

Άρθρο 11

Τελωνειακή αρχή αρμόδια για την παραλαβή αιτήσεων

(άρθρο 22 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο του κώδικα)

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή κατάλογο των τελωνειακών αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο του κώδικα και είναι αρμόδιες για την παραλαβή αιτήσεων. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν επίσης στην Επιτροπή οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίηση του ανωτέρω καταλόγου.

Άρθρο 12

Αποδοχή της αίτησης

(άρθρο 22 παράγραφος 2 του κώδικα)

1.   Σε περίπτωση αποδοχής αίτησης από την τελωνειακή αρχή δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 1 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, ημερομηνία αποδοχής της εν λόγω αίτησης είναι η ημερομηνία κατά την οποία η τελωνειακή αρχή έλαβε όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 22 δεύτερο εδάφιο του κώδικα.

2.   Όταν η τελωνειακή αρχή διαπιστώνει ότι η αίτηση δεν περιέχει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες, ζητεί από τον αιτούντα να παράσχει τις σχετικές πληροφορίες εντός εύλογης προθεσμίας, η οποία δεν υπερβαίνει τις 30 ημέρες.

Εάν ο αιτών δεν προσκομίσει τις πληροφορίες που ζητήθηκαν από τις τελωνειακές αρχές εντός της προθεσμίας που οι ίδιες καθόρισαν για τον σκοπό αυτό, η αίτηση δεν γίνεται αποδεκτή και ο αιτών ενημερώνεται σχετικά.

3.   Ελλείψει κοινοποίησης στον αιτούντα σε σχέση με την αποδοχή ή μη της αίτησής του, η αίτηση θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Ημερομηνία αποδοχής είναι η ημερομηνία υποβολής της αίτησης ή η ημερομηνία υποβολής των πιο πρόσφατων πληροφοριών, σε περίπτωση που ο αιτών έχει υποβάλει συμπληρωματικές πληροφορίες κατόπιν αιτήματος της τελωνειακής αρχής, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 13

Αποθήκευση πληροφοριών σχετικά με τις αποφάσεις

(άρθρο 23 παράγραφος 5 του κώδικα)

Η αρμόδια για τη λήψη απόφασης τελωνειακή αρχή διατηρεί όλα τα δεδομένα και τα υποστηρικτικά στοιχεία βάσει των οποίων ελήφθη η απόφαση επί τρία τουλάχιστον έτη μετά την ημερομηνία λήξης ισχύος της.

Άρθρο 14

Διαβούλευση μεταξύ των τελωνειακών αρχών

(άρθρο 22 του κώδικα)

1.   Σε περίπτωση που η αρμόδια για τη λήψη απόφασης τελωνειακή αρχή προτίθεται να προβεί σε διαβούλευση με τελωνειακή αρχή άλλου ενδιαφερόμενου κράτους μέλους σχετικά με την εκπλήρωση των απαραίτητων προϋποθέσεων και κριτηρίων για τη λήψη ευνοϊκής απόφασης, η εν λόγω διαβούλευση πραγματοποιείται εντός της ορισμένης προθεσμίας για την εν λόγω απόφαση. Η αρμόδια για τη λήψη απόφασης τελωνειακή αρχή ορίζει προθεσμία για τη διαβούλευση, η οποία αρχίζει από την ημερομηνία κοινοποίησης από την εν λόγω τελωνειακή αρχή των προϋποθέσεων και κριτηρίων που πρέπει να εξεταστούν από την τελωνειακή αρχή της οποίας ζητείται η γνώμη.

Εάν, κατόπιν της εξέτασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η τελωνειακή αρχή της οποίας ζητήθηκε η γνώμη αποφανθεί ότι ο αιτών δεν πληροί μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια για τη λήψη ευνοϊκής απόφασης, τα αποτελέσματα, δεόντως τεκμηριωμένα και αιτιολογημένα, διαβιβάζονται στην αρμόδια για τη λήψη της απόφασης τελωνειακή αρχή.

2.   Η προβλεπόμενη προθεσμία για τη διαβούλευση σύμφωνα με την παράγραφο 1 είναι δυνατό να παραταθεί από την αρμόδια για τη λήψη της απόφασης τελωνειακή αρχή σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν, λόγω της φύσης των ελέγχων που πρόκειται να διεξαχθούν, η τελωνειακή αρχή της οποίας ζητήθηκε η γνώμη ζητεί περισσότερο χρόνο·

β)

όταν ο αιτών προβεί σε αλλαγές προκειμένου να διασφαλίσει την εκπλήρωση των προϋποθέσεων και κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και τις κοινοποιεί στην αρμόδια για τη λήψη της απόφασης τελωνειακή αρχή, η οποία ενημερώνει την τελωνειακή αρχή της οποίας ζητήθηκε η γνώμη.

3.   Εάν η τελωνειακή αρχή της οποίας ζητήθηκε η γνώμη δεν απαντήσει εντός της ορισμένης για τη διαβούλευση προθεσμίας σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, θεωρείται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια για τα οποία πραγματοποιήθηκε η διαβούλευση.

4.   Η διαδικασία διαβούλευσης των παραγράφων 1 και 2 είναι δυνατό, επίσης, να εφαρμόζεται για τους σκοπούς επανεξέτασης και παρακολούθησης μιας απόφασης.

Άρθρο 15

Ανάκληση ευνοϊκής απόφασης

(άρθρο 28 του κώδικα)

Απόφαση η οποία έχει ανασταλεί δυνάμει του άρθρου 16 παράγραφος 1 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 ανακαλείται από την αρμόδια για τη λήψη απόφασης τελωνειακή αρχή στις περιπτώσεις του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ) του εν λόγω κανονισμού, όταν ο δικαιούχος της απόφασης δεν λάβει, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, τα απαραίτητα μέτρα για την εκπλήρωση των προϋποθέσεων που ορίζονται για την απόφαση ή δεν συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται βάσει της απόφασης αυτής.

Υποτμήμα 3

Αποφάσεις που αφορούν δεσμευτικές πληροφορίες

Άρθρο 16

Αίτηση για απόφαση σχετικά με δεσμευτικές πληροφορίες

(άρθρο 22 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Σε περίπτωση υποβολής αίτησης για απόφαση σχετικά με δεσμευτικές πληροφορίες, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο αιτών, η τελωνειακή αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση αποστέλλει σχετική κοινοποίηση στην τελωνειακή αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο αιτών εντός επτά ημερών από την αποδοχή της αίτησης.

Εάν η τελωνειακή αρχή που λαμβάνει την κοινοποίηση διαθέτει πληροφορίες τις οποίες θεωρεί συναφείς για την εξέταση της αίτησης, διαβιβάζει τις εν λόγω πληροφορίες στην τελωνειακή αρχή στην οποία υποβλήθηκε η αίτηση το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός 30 ημερών από την ημερομηνία της κοινοποίησης.

2.   Η αίτηση για απόφαση σχετικά με δεσμευτικές δασμολογικές πληροφορίες (ΔΔΠ) αφορά αποκλειστικά εμπορεύματα με παρόμοια χαρακτηριστικά, οι διαφορές μεταξύ των οποίων δεν επηρεάζουν τη δασμολογική τους κατάταξη.

3.   Η αίτηση απόφασης σχετικά με δεσμευτικές πληροφορίες για την καταγωγή (ΔΠΚ) αφορά αποκλειστικά ένα είδος εμπορευμάτων και συγκεκριμένες συνθήκες για τον προσδιορισμό της καταγωγής.

4.   Για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 33 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο α) του κώδικα για αίτηση απόφασης ΔΔΠ, η τελωνειακή αρχή του άρθρου 19 παράγραφος 1 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 αναζητεί πληροφορίες στο ηλεκτρονικό σύστημα που αναφέρεται στο άρθρο 21 του παρόντος κανονισμού και τηρεί αρχείο των εν λόγω αναζητήσεων.

Άρθρο 17

Συνέπεια με υφιστάμενες αποφάσεις ΔΔΠ

(άρθρο 22 παράγραφος 3 του κώδικα)

Η αρμόδια για τη λήψη απόφασης τελωνειακή αρχή αναζητεί πληροφορίες στο ηλεκτρονικό σύστημα που αναφέρεται στο άρθρο 21, προς διασφάλιση της συνοχής μιας απόφασης ΔΔΠ που πρόκειται να εκδώσει με υφιστάμενες αποφάσεις ΔΔΠ, και τηρεί αρχείο των αναζητήσεων.

Άρθρο 18

Κοινοποίηση αποφάσεων ΔΠΚ

(άρθρο 6 παράγραφος 3 του κώδικα)

1.   Όταν η αρμόδια για τη λήψη της απόφασης τελωνειακή αρχή κοινοποιεί στον αιτούντα την απόφαση ΔΠΚ με τη χρήση άλλων μέσων εκτός των ηλεκτρονικών τεχνικών επεξεργασίας δεδομένων, το πράττει χρησιμοποιώντας το έντυπο που παρατίθεται στο παράρτημα 12-02.

2.   Όταν η αρμόδια για τη λήψη της απόφασης τελωνειακή αρχή κοινοποιεί στον αιτούντα την απόφαση ΔΠΚ με τη χρήση ηλεκτρονικών τεχνικών επεξεργασίας δεδομένων, η απόφαση κοινοποιείται σε εκτυπώσιμη μορφή σύμφωνα με το μορφότυπο που παρατίθεται στο παράρτημα 12-02.

Άρθρο 19

Ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με αποφάσεις ΔΠΚ

(άρθρο 23 παράγραφος 5 του κώδικα)

1.   Οι τελωνειακές αρχές διαβιβάζουν στην Επιτροπή τα προσήκοντα στοιχεία σχετικά με τις αποφάσεις ΔΠΚ σε τριμηνιαία βάση.

2.   Η Επιτροπή καθιστά διαθέσιμα στις τελωνειακές αρχές όλων των κρατών μελών τα στοιχεία που λαμβάνει σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Άρθρο 20

Παρακολούθηση των αποφάσεων ΔΔΠ

(άρθρο 23 παράγραφος 5 του κώδικα)

Σε περίπτωση που οι τελωνειακές διατυπώσεις διεκπεραιώνονται από τον δικαιούχο ή για λογαριασμό του δικαιούχου απόφασης ΔΔΠ όσον αφορά τα εμπορεύματα που καλύπτονται από την απόφαση ΔΔΠ, το γεγονός αυτό αναφέρεται στην τελωνειακή διασάφηση με δήλωση του αριθμού αναφοράς της απόφασης ΔΔΠ.

Άρθρο 21

Ηλεκτρονικό σύστημα για τις ΔΔΠ

(άρθρα 16 παράγραφος 1 και 23 παράγραφος 5 του κώδικα)

1.   Για την ανταλλαγή και αποθήκευση πληροφοριών όσον αφορά αιτήσεις και αποφάσεις σχετικά με ΔΔΠ ή με οποιοδήποτε μεταγενέστερο γεγονός που ενδέχεται να επηρεάσει την αρχική αίτηση ή απόφαση, χρησιμοποιείται ηλεκτρονικό σύστημα που δημιουργείται για τους σκοπούς αυτούς, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1 του κώδικα.

Οι πληροφορίες καθίστανται διαθέσιμες μέσω του εν λόγω συστήματος από την αρμόδια τελωνειακή αρχή χωρίς καθυστέρηση και το αργότερο εντός επτά ημερών από τη στιγμή που η αρχή έλαβε γνώση των εν λόγω πληροφοριών.

2.   Πέραν των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1:

α)

η επιτήρηση που αναφέρεται στο άρθρο 55 του παρόντος κανονισμού περιλαμβάνει δεδομένα συναφή για την παρακολούθηση της χρήσης των αποφάσεων ΔΔΠ,

β)

η τελωνειακή αρχή που παρέλαβε την αίτηση και εξέδωσε την απόφαση ΔΔΠ κοινοποιεί, μέσω του συστήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τυχόν χορήγηση παράτασης χρήσης της απόφασης ΔΔΠ, αναφέροντας την ημερομηνία λήξης της περιόδου παράτασης και τις ποσότητες των εμπορευμάτων που καλύπτονται από τη συγκεκριμένη περίοδο.

3.   Η Επιτροπή κοινοποιεί σε τακτική βάση τα αποτελέσματα της παρακολούθησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) στα κράτη μέλη προκειμένου να υποστηρίξει τις τελωνειακές αρχές στην παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις ΔΔΠ.

4.   Η ανταλλαγή πληροφοριών όσον αφορά αιτήσεις και αποφάσεις σχετικά με ΔΔΠ πραγματοποιείται μέσω εναρμονισμένης σε ενωσιακό επίπεδο διεπαφής των συναλλασσόμενων, η οποία σχεδιάζεται από κοινού από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη.

5.   Κατά την εξέταση αίτησης για απόφαση ΔΔΠ, οι τελωνειακές αρχές δηλώνουν την κατάσταση της αίτησης στο σύστημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

6.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, έως την ημερομηνία αναβάθμισης του συστήματος που αναφέρεται σε αυτό, σύμφωνα με το παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2014/255/ΕΕ, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν την κεντρική βάση δεδομένων της Επιτροπής που έχει δημιουργηθεί βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής (8) για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα.

7.   Έως την ημερομηνία έναρξης της πρώτης φάσης της αναβάθμισης του συστήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και του συστήματος που αναφέρεται στο άρθρο 56 του παρόντος κανονισμού, οι τελωνειακές αρχές διενεργούν την παρακολούθηση της χρήσης των αποφάσεων ΔΔΠ κατά τη διεξαγωγή τελωνειακών ελέγχων ή εκ των υστέρων ελέγχων, σύμφωνα με τα άρθρα 46 και 48 του κώδικα. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, έως την εν λόγω ημερομηνία έναρξης, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να ανακοινώνει αποτελέσματα της παρακολούθησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου στα κράτη μέλη.

Άρθρο 22

Παράταση χρήσης αποφάσεων που αφορούν δεσμευτικές πληροφορίες

(άρθρο 34 παράγραφος 9 του κώδικα)

1.   Σε περίπτωση που οι τελωνειακές αρχές αποφασίσουν τη χορήγηση παράτασης της χρήσης σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 9 τρίτο εδάφιο του κώδικα, προσδιορίζουν την ημερομηνία λήξης της παράτασης χρήσης της σχετικής απόφασης.

2.   Σε περίπτωση που οι τελωνειακές αρχές αποφασίσουν τη χορήγηση παράτασης της χρήσης απόφασης ΔΔΠ σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 9 τρίτο εδάφιο του κώδικα, προσδιορίζουν, εκτός από την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τις ποσότητες των εμπορευμάτων που μπορούν να τελωνιστούν κατά τη διάρκεια της παράτασης.

Η χρήση της απόφασης για την οποία χορηγήθηκε παράταση χρήσης παύει μόλις συμπληρωθούν οι ανωτέρω ποσότητες.

Στο πλαίσιο της επιτήρησης που αναφέρεται στο άρθρο 55, η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη μόλις συμπληρωθούν οι εν λόγω ποσότητες.

Άρθρο 23

Ενέργειες για τη διασφάλιση ορθής και ενιαίας δασμολογικής κατάταξης και ορθού και ενιαίου προσδιορισμού της καταγωγής

(άρθρο 34 παράγραφος 10 του κώδικα)

1.   Η Επιτροπή γνωστοποιεί, χωρίς καθυστέρηση, στις τελωνειακές αρχές την αναστολή λήψης αποφάσεων ΔΔΠ και ΔΠΚ σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 10 στοιχείο α) του κώδικα στις περιπτώσεις που:

α)

η Επιτροπή έχει εντοπίσει εσφαλμένες ή ανομοιόμορφες αποφάσεις·

β)

οι τελωνειακές αρχές έχουν υποβάλει στην Επιτροπή περιπτώσεις όπου δεν κατόρθωσαν να επιλύσουν, εντός μέγιστης προθεσμίας 90 ημερών, τις διαφορές στις απόψεις τους όσον αφορά την ορθή και ενιαία δασμολογική κατάταξη ή τον ορθό και ενιαίο προσδιορισμό της καταγωγής.

Δεν εκδίδεται καμία απόφαση που αφορά δεσμευτικές πληροφορίες για εμπορεύματα που υπόκεινται στις διατάξεις των στοιχείων α) ή β) από την ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή γνωστοποίησε στις τελωνειακές αρχές την αναστολή έως ότου εξασφαλιστεί η δασμολογική κατάταξη ή ο προσδιορισμός της καταγωγής των εμπορευμάτων με ορθό και ενιαίο τρόπο.

2.   Η δασμολογική κατάταξη ή ο προσδιορισμός της καταγωγής των εμπορευμάτων με ορθό και ενιαίο τρόπο υπόκεινται σε διαβούλευση σε ενωσιακό επίπεδο το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός 120 ημερών από τη γνωστοποίηση της Επιτροπής που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

3.   Η Επιτροπή γνωστοποιεί άμεσα στις τελωνειακές αρχές την άρση της αναστολής.

4.   Για την εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 3, αποφάσεις ΔΠΚ θεωρούνται ανομοιόμορφες όταν προσδίδουν διαφορετική καταγωγή σε εμπορεύματα τα οποία:

α)

υπάγονται στην ίδια δασμολογική κλάση και η καταγωγή των οποίων έχει προσδιοριστεί με βάση τους ίδιους κανόνες καταγωγής· και

β)

έχουν παραχθεί υπό πανομοιότυπες συνθήκες, σύμφωνα με την ίδια διαδικασία κατασκευής και με ισοδύναμες ύλες, όσον αφορά ιδίως τον καταγόμενο ή μη καταγόμενο χαρακτήρα τους.

Τμήμα 3

Εγκεκριμένος οικονομικός φορέας

Άρθρο 24

Συμμόρφωση

[άρθρο 39 στοιχείο α) του κώδικα]

1.   Εάν ο αιτών είναι φυσικό πρόσωπο, το κριτήριο του άρθρου 39 στοιχείο α) του κώδικα θεωρείται ότι πληρούται αν, κατά τα τελευταία τρία έτη, ο αιτών και, κατά περίπτωση, ο υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για τα τελωνειακά θέματα του αιτούντος, δεν έχουν διαπράξει σοβαρή παράβαση ή επανειλημμένες παραβάσεις της τελωνειακής και φορολογικής νομοθεσίας και δεν έχουν καταδικασθεί για σοβαρά ποινικά αδικήματα συνδεόμενα με την οικονομική τους δραστηριότητα.

Εάν ο αιτών δεν είναι φυσικό πρόσωπο, το κριτήριο του άρθρου 39 στοιχείο α) του κώδικα θεωρείται ότι πληρούται αν, κατά τα τελευταία τρία έτη, κανένα από τα ακόλουθα πρόσωπα δεν έχει διαπράξει σοβαρή παράβαση ή επανειλημμένες παραβάσεις της τελωνειακής και φορολογικής νομοθεσίας ή δεν έχει καταδικασθεί για σοβαρά ποινικά αδικήματα συνδεόμενα με την οικονομική του δραστηριότητα:

α)

ο αιτών·

β)

το πρόσωπο που διοικεί τον αιτούντα ή ελέγχει τη διοίκησή του·

γ)

ο υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για τα τελωνειακά θέματα του αιτούντος.

2.   Εντούτοις, το κριτήριο του άρθρου 39 στοιχείο α) του κώδικα μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούται σε περίπτωση που η αρμόδια για τη λήψη της απόφασης τελωνειακή αρχή θεωρεί ότι η παράβαση είναι ήσσονος σημασίας σε σχέση με τον αριθμό ή τον όγκο των σχετικών πράξεων και, επιπλέον, η τελωνειακή αρχή δεν διατηρεί αμφιβολίες ως προς την καλή πίστη του αιτούντος.

3.   Εάν το πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) είναι εγκατεστημένο ή διαμένει σε τρίτη χώρα, η αρμόδια για τη λήψη της απόφασης τελωνειακή αρχή αξιολογεί την εκπλήρωση του κριτηρίου του άρθρου 39 στοιχείο α) του κώδικα με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία και πληροφορίες.

4.   Εάν έχουν παρέλθει λιγότερα από τρία έτη από την έναρξη δραστηριότητας του αιτούντος, η αρμόδια για τη λήψη της απόφασης τελωνειακή αρχή αξιολογεί την εκπλήρωση του κριτηρίου του άρθρου 39 στοιχείο α) του κώδικα με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία και πληροφορίες.

Άρθρο 25

Ικανοποιητικό σύστημα διαχείρισης των εμπορικών και μεταφορικών καταχωρίσεων

[άρθρο 39 στοιχείο β) του κώδικα]

1.   Το κριτήριο που ορίζεται στο άρθρο 39 στοιχείο β) του κώδικα θεωρείται ότι πληρούται, εάν ικανοποιούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο αιτών διατηρεί λογιστικό σύστημα το οποίο είναι σύμφωνο με τις γενικά αποδεκτές αρχές της λογιστικής που εφαρμόζονται στο κράτος μέλος όπου τηρούνται οι λογιστικές καταχωρίσεις, διευκολύνει τη διενέργεια τελωνειακών λογιστικών ελέγχων και τηρεί ιστορικό αρχείο δεδομένων που καταγράφει τη διαδρομή του λογιστικού ελέγχου από τη στιγμή που το δεδομένο καταχωρίζεται στο αρχείο·

β)

οι καταχωρίσεις που τηρούνται από τον αιτούντα για τελωνειακούς σκοπούς είναι ενσωματωμένες στο λογιστικό σύστημα του αιτούντος ή επιτρέπουν την πραγματοποίηση διασταύρωσης των πληροφοριών με το λογιστικό σύστημα·

γ)

ο αιτών επιτρέπει στην τελωνειακή αρχή τη φυσική πρόσβαση στα λογιστικά του συστήματα και, κατά περίπτωση, στις εμπορικές και μεταφορικές καταχωρίσεις του·

δ)

ο αιτών επιτρέπει στην τελωνειακή αρχή την ηλεκτρονική πρόσβαση στα λογιστικά του συστήματα και, κατά περίπτωση, στις εμπορικές και μεταφορικές καταχωρίσεις του, σε περίπτωση που τα εν λόγω συστήματα ή οι καταχωρίσεις τηρούνται σε ηλεκτρονική μορφή·

ε)

ο αιτών διαθέτει σύστημα εφοδιαστικής διαχείρισης, το οποίο προσδιορίζει τα εμπορεύματα ως ενωσιακά ή μη ενωσιακά και διευκρινίζει, κατά περίπτωση, την τοποθεσία τους·

στ)

ο αιτών διαθέτει διοικητική οργάνωση ανάλογη με το είδος και το μέγεθος της επιχείρησης, κατάλληλη για τη διαχείριση της ροής των εμπορευμάτων, καθώς και εσωτερικούς ελέγχους μέσω των οποίων μπορούν να αποτρέπονται, να εντοπίζονται και να διορθώνονται σφάλματα, αλλά και να αποτρέπονται και να εντοπίζονται τυχόν παράνομες ή παράτυπες συναλλαγές·

ζ)

ο αιτών εφαρμόζει, ανάλογα με την περίπτωση, ικανοποιητικές διαδικασίες για τη διαχείριση αδειών και εγκρίσεων που χορηγούνται σύμφωνα με μέτρα εμπορικής πολιτικής ή σε σχέση με τις συναλλαγές γεωργικών προϊόντων·

η)

ο αιτών εφαρμόζει ικανοποιητικές διαδικασίες για την αρχειοθέτηση των στοιχείων και πληροφοριών του και για την προστασία έναντι της απώλειας πληροφοριών·

θ)

ο αιτών διασφαλίζει ότι οι αρμόδιοι εργαζόμενοι λαμβάνουν την οδηγία να ενημερώνουν τις τελωνειακές αρχές όταν εντοπίζονται δυσκολίες σχετικές με τη συμμόρφωση και θεσπίζει διαδικασίες ενημέρωσης των τελωνειακών αρχών για αυτού του είδους τις δυσκολίες·

ι)

ο αιτών διαθέτει κατάλληλα μέτρα ασφάλειας για την προστασία του μηχανογραφικού του συστήματος από μη εξουσιοδοτημένη παρείσφρηση και για τη διασφάλιση των εγγράφων του·

ια)

ο αιτών εφαρμόζει, ανάλογα με την περίπτωση, ικανοποιητικές διαδικασίες για τη διαχείριση αδειών εισαγωγής και εξαγωγής που συνδέονται με απαγορεύσεις και περιορισμούς, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για τη διάκριση μεταξύ των εμπορευμάτων που υπόκεινται σε απαγορεύσεις ή περιορισμούς και των υπόλοιπων εμπορευμάτων, καθώς και μέτρων για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις εν λόγω απαγορεύσεις και περιορισμούς.

2.   Σε περίπτωση που ο αιτών υποβάλλει αίτηση μόνο για την ιδιότητα του εγκεκριμένου οικονομικού φορέα με πιστοποιητικό ως προς την ασφάλεια και την προστασία (AEOS), όπως αναφέρεται στο άρθρο 38 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κώδικα, η απαίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε) δεν εφαρμόζεται.

Άρθρο 26

Οικονομική φερεγγυότητα

[άρθρο 39 στοιχείο γ) του κώδικα]

1.   Το κριτήριο που ορίζεται στο άρθρο 39 στοιχείο γ) του κώδικα θεωρείται ότι πληρούται όταν ο αιτών συμμορφώνεται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

δεν τελεί υπό διαδικασία πτώχευσης·

β)

κατά τη διάρκεια των τριών ετών που προηγούνται της υποβολής της αίτησης, έχει εκπληρώσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις σχετικά με τις πληρωμές των τελωνειακών δασμών και όλων των άλλων δασμών, φόρων ή τελών που εισπράττονται για ή σε σχέση με την εισαγωγή ή την εξαγωγή εμπορευμάτων·

γ)

αποδεικνύει, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία και πληροφορίες των τελευταίων τριών ετών που προηγούνται της υποβολής της αίτησης, ότι διαθέτει οικονομική επιφάνεια επαρκή για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων και των δεσμεύσεών του, λαμβανομένων υπόψη του είδους και του όγκου της επιχειρηματικής δραστηριότητας, καθώς και ότι δεν έχει αρνητική καθαρή θέση, εκτός αν αυτή μπορεί να καλυφθεί.

2.   Όταν έχουν παρέλθει λιγότερα από τρία έτη από την έναρξη δραστηριότητας του αιτούντος, η οικονομική του φερεγγυότητα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 39 στοιχείο γ) του κώδικα, κρίνεται με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία και τις πληροφορίες.

Άρθρο 27

Πρακτικά κριτήρια επάρκειας ή επαγγελματικών προσόντων

[άρθρο 39 στοιχείο δ) του κώδικα]

1.   Το κριτήριο που προβλέπεται στο άρθρο 39 στοιχείο δ) του κώδικα θεωρείται ότι πληρούται, εάν ικανοποιείται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο αιτών ή το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τα τελωνειακά θέματα του αιτούντος ανταποκρίνεται σε ένα από τα ακόλουθα πρακτικά κριτήρια επάρκειας:

i)

αποδεδειγμένη πρακτική εμπειρία τουλάχιστον τριών ετών σε τελωνειακά θέματα·

ii)

πρότυπο ποιότητας σε σχέση με τελωνειακά θέματα εγκεκριμένο από ευρωπαϊκό οργανισμό τυποποίησης·

β)

ο αιτών ή το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τα τελωνειακά θέματα του αιτούντος έχει ολοκληρώσει επιτυχώς εκπαίδευση που καλύπτει την τελωνειακή νομοθεσία, συνάδει και σχετίζεται με τον βαθμό συμμετοχής του σε τελωνειακές δραστηριότητες και παρέχεται από οποιονδήποτε από τους παρακάτω φορείς:

i)

τελωνειακή αρχή ενός κράτους μέλους·

ii)

εκπαιδευτικό ίδρυμα αναγνωρισμένο, ως προς την παροχή παρόμοιων πιστοποιήσεων, από τις τελωνειακές αρχές ή από οργανισμό κράτους μέλους υπεύθυνο για θέματα επαγγελματικής κατάρτισης·

iii)

επαγγελματική ή εμπορική ένωση αναγνωρισμένη από τις τελωνειακές αρχές ενός κράτους μέλους ή διαπιστευμένη στην Ένωση για την παροχή παρόμοιων πιστοποιήσεων.

2.   Σε περίπτωση που το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τα τελωνειακά θέματα του αιτούντος αποτελεί συμβεβλημένο πρόσωπο, το κριτήριο που προβλέπεται στο άρθρο 39 στοιχείο δ) του κώδικα θεωρείται ότι πληρούται, εάν το συμβεβλημένο πρόσωπο είναι οικονομικός φορέας εγκεκριμένος για τελωνειακές απλουστεύσεις, σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κώδικα (AEOC).

Άρθρο 28

Πρότυπα ασφάλειας και προστασίας

[άρθρο 39 στοιχείο ε) του κώδικα]

1.   Το κριτήριο που προβλέπεται στο άρθρο 39 στοιχείο ε) του κώδικα θεωρείται ότι πληρούται, εάν ικανοποιούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα κτίρια που χρησιμοποιούνται για τις δραστηριότητες που σχετίζονται με την άδεια AEOS παρέχουν προστασία από παράνομες διεισδύσεις και είναι κατασκευασμένα από υλικά που αποτρέπουν την παράνομη είσοδο·

β)

εφαρμόζονται κατάλληλα μέτρα ώστε να παρεμποδίζεται η πρόσβαση χωρίς άδεια σε γραφεία, χώρους παράδοσης/παραλαβής εμπορευμάτων, αποβάθρες φόρτωσης, χώρους φορτίων και άλλους σχετικούς χώρους·

γ)

έχουν ληφθεί μέτρα διαχείρισης των εμπορευμάτων, τα οποία περιλαμβάνουν μέτρα προστασίας κατά της μη εξουσιοδοτημένης εισόδου ή αντικατάστασης, της κακής διαχείρισης εμπορευμάτων και παραβίασης μονάδων φορτίου·

δ)

ο αιτών έχει λάβει μέτρα που επιτρέπουν να προσδιορίζεται με σαφήνεια η ταυτότητα των επιχειρηματικών του εταίρων και να διασφαλίζεται, μέσω εφαρμογής κατάλληλων συμβατικών ρυθμίσεων ή άλλων ενδεδειγμένων μέτρων σύμφωνα με το επιχειρηματικό μοντέλο του αιτούντος, ότι οι εν λόγω επιχειρηματικοί εταίροι διασφαλίζουν την ασφάλεια του δικού τους μεριδίου στη διεθνή εφοδιαστική αλυσίδα·

ε)

ο αιτών διενεργεί, στο μέτρο που του επιτρέπεται από την εθνική νομοθεσία, ελέγχους ασφάλειας σχετικά με τους υπαλλήλους που πρόκειται να εργαστούν σε ευαίσθητες από άποψη ασφάλειας θέσεις και διενεργεί, περιοδικά και εφόσον δικαιολογείται από τις περιστάσεις, έρευνες ιστορικού των υφιστάμενων στις εν λόγω θέσεις υπαλλήλων·

στ)

ο αιτών εφαρμόζει κατάλληλες διαδικασίες ασφάλειας για όλους τους εξωτερικούς συμβεβλημένους παρόχους υπηρεσιών·

ζ)

ο αιτών διασφαλίζει την τακτική συμμετοχή των υπεύθυνων για θέματα ασφάλειας εργαζομένων του σε προγράμματα ευαισθητοποίησής τους σχετικά με τα θέματα αυτά·

η)

ο αιτών έχει ορίσει υπεύθυνο επικοινωνίας, αρμόδιο για θέματα ασφάλειας και προστασίας.

2.   Εάν ο αιτών είναι κάτοχος πιστοποιητικού ασφάλειας και προστασίας, εκδοθέντος βάσει διεθνών συμβάσεων, διεθνούς προτύπου του Διεθνούς Οργανισμού Τυποποίησης ή ευρωπαϊκού προτύπου ευρωπαϊκού οργανισμού τυποποίησης, τα εν λόγω πιστοποιητικά λαμβάνονται υπόψη κατά τον έλεγχο συμμόρφωσης με τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 39 στοιχείο ε) του κώδικα.

Τα κριτήρια θεωρείται ότι πληρούνται στον βαθμό που διαπιστώνεται ότι τα κριτήρια έκδοσης του εν λόγω πιστοποιητικού είναι ταυτόσημα ή ισοδύναμα με εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 39 στοιχείο ε) του κώδικα.

Τα κριτήρια θεωρείται ότι πληρούνται στην περίπτωση που ο αιτών είναι κάτοχος πιστοποιητικού ασφάλειας και προστασίας, εκδοθέντος από τρίτη χώρα με την οποία η Ένωση έχει συνάψει συμφωνία που προβλέπει την αναγνώριση του εν λόγω πιστοποιητικού.

3.   Εάν ο αιτών είναι εγκεκριμένο μεταφορικό γραφείο ή γνωστός αποστολέας, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 300/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), και πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 185/2010 της Επιτροπής (10), τα κριτήρια που προβλέπονται στην παράγραφο 1 θεωρείται ότι πληρούνται σε σχέση με τις εγκαταστάσεις και τις πράξεις για τις οποίες ο αιτών απέκτησε την ιδιότητα του εγκεκριμένου μεταφορικού γραφείου ή του γνωστού αποστολέα, στον βαθμό που τα κριτήρια για τη χορήγηση της ιδιότητας του εγκεκριμένου μεταφορικού γραφείου ή του γνωστού αποστολέα είναι ταυτόσημα ή ισοδύναμα με εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 39 στοιχείο ε) του κώδικα.

Άρθρο 29

Εξέταση των κριτηρίων

(άρθρο 22 του κώδικα)

1.   Για τους σκοπούς εξέτασης των κριτηρίων που προβλέπονται στο άρθρο 39 στοιχεία β) και ε) του κώδικα, η αρμόδια για τη λήψη της απόφασης τελωνειακή αρχή διασφαλίζει τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων σε όλες τις εγκαταστάσεις που σχετίζονται με τις τελωνειακές δραστηριότητες του αιτούντος.

Εάν ο αιτών διαθέτει μεγάλο αριθμό εγκαταστάσεων και η ισχύουσα προθεσμία για τη λήψη της απόφασης δεν επιτρέπει την εξέταση όλων αυτών των εγκαταστάσεων, η τελωνειακή αρχή δύναται να αποφασίσει να εξετάσει μόνο ένα αντιπροσωπευτικό ποσοστό των εν λόγω εγκαταστάσεων, εάν κρίνει ότι ο αιτών εφαρμόζει σε όλες τις εγκαταστάσεις τα ίδια πρότυπα ασφάλειας και προστασίας και τους ίδιους κοινούς κανόνες και διαδικασίες για την τήρηση των καταχωρίσεων.

2.   Οι τελωνειακές αρχές που είναι αρμόδιες για τη λήψη απόφασης δύνανται να λαμβάνουν υπόψη τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων ή των λογιστικών ελέγχων που διενεργούνται σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία, στον βαθμό που θεωρούνται σχετικά με την εξέταση των κριτηρίων που αναφέρονται στο άρθρο 39 του κώδικα.

3.   Για τους σκοπούς εξέτασης της εκπλήρωσης των κριτηρίων που προβλέπονται στο άρθρο 39 στοιχεία β), γ) και ε) του κώδικα, οι τελωνειακές αρχές δύνανται να λαμβάνουν υπόψη πορίσματα εμπειρογνωμόνων, τα οποία προσκομίζονται από τον αιτούντα, εφόσον ο εμπειρογνώμονας που διατύπωσε τα πορίσματα δεν σχετίζεται με τον αιτούντα κατά την έννοια του άρθρου 127 του παρόντος κανονισμού.

4.   Οι τελωνειακές αρχές λαμβάνουν δεόντως υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των οικονομικών φορέων, ιδίως αν πρόκειται για μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, κατά την εξέταση εκπλήρωσης των κριτηρίων που ορίζονται στο άρθρο 39 του κώδικα.

5.   Τόσο η εξέταση των κριτηρίων που προβλέπονται στο άρθρο 39 του κώδικα όσο και τα αποτελέσματά της τεκμηριώνονται εγγράφως από την αρμόδια για τη λήψη της απόφασης τελωνειακή αρχή.

Άρθρο 30

Ηλεκτρονικό σύστημα σχετικό με την ιδιότητα του εγκεκριμένου οικονομικού φορέα (AEO)

(άρθρο 16 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Για την ανταλλαγή και αποθήκευση πληροφοριών όσον αφορά αιτήσεις για άδεια εγκεκριμένου οικονομικού φορέα (AEO) και ήδη χορηγηθείσες άδειες AEO και οποιοδήποτε συμβάν ή πράξη που ενδέχεται μελλοντικά να επηρεάσει την αρχική απόφαση, συμπεριλαμβανομένης της ακύρωσης, αναστολής, ανάκλησης ή τροποποίησης, ή τα αποτελέσματα τυχόν παρακολούθησης ή επανεξέτασης, χρησιμοποιείται ηλεκτρονικό σύστημα που δημιουργείται για τους σκοπούς αυτούς, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1 του κώδικα. Οι πληροφορίες καθίστανται διαθέσιμες μέσω του εν λόγω συστήματος από την αρμόδια τελωνειακή αρχή χωρίς καθυστέρηση και το αργότερο εντός επτά ημερών.

Η ανταλλαγή πληροφοριών όσον αφορά αιτήσεις και αποφάσεις σχετικά με άδειες AEO πραγματοποιείται μέσω εναρμονισμένης σε ενωσιακό επίπεδο διεπαφής των συναλλασσόμενων, η οποία σχεδιάζεται από κοινού από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη.

2.   Κατά περίπτωση, ιδίως όταν η ιδιότητα AEO θεωρείται ως βάση για τη χορήγηση έγκρισης, αδειών ή διευκολύνσεων στο πλαίσιο άλλης νομοθεσίας της Ένωσης, η αρμόδια τελωνειακή αρχή δύναται να παρέχει πρόσβαση στο ηλεκτρονικό σύστημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στην αρμόδια εθνική αρχή που είναι υπεύθυνη για την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας. Η πρόσβαση αφορά τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τις άδειες AEOS, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος του κατόχου της άδειας και, κατά περίπτωση, την τροποποίηση ή την ανάκληση ή την αναστολή της ιδιότητας του εγκεκριμένου οικονομικού φορέα, καθώς και τους σχετικούς λόγους·

β)

τυχόν επαναξιολογήσεις των αδειών AEOS και τα αποτελέσματά τους.

Οι αρμόδιες για την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας εθνικές αρχές, οι οποίες διαχειρίζονται τις σχετικές πληροφορίες, τις χρησιμοποιούν αποκλειστικά για τους σκοπούς των σχετικών προγραμμάτων εγκεκριμένου μεταφορικού γραφείου ή γνωστού αποστολέα και εφαρμόζουν τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για να διασφαλιστεί η ασφάλεια των πληροφοριών αυτών.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, έως την ημερομηνία της αναβάθμισης του συστήματος AEO που αναφέρεται στο παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2014/255/ΕΕ, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν το σύστημα εκείνο που έχει δημιουργηθεί βάσει του άρθρου 14κδ του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής.

Άρθρο 31

Διαδικασία διαβούλευσης και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των τελωνειακών αρχών

(άρθρο 22 του κώδικα)

1.   Η αρμόδια για τη λήψη της απόφασης τελωνειακή αρχή δύναται να διαβουλεύεται με τις τελωνειακές αρχές άλλων κρατών μελών που είναι αρμόδιες για τον τόπο στον οποίο φυλάσσονται οι απαραίτητες πληροφορίες ή πρέπει να διενεργηθούν οι έλεγχοι για την εξέταση ενός ή περισσοτέρων από τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 39 του κώδικα.

2.   Η διαβούλευση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι υποχρεωτική, όταν:

α)

η αίτηση για την ιδιότητα AEO υποβάλλεται, σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, στην τελωνειακή αρχή του τόπου όπου τηρούνται ή είναι προσβάσιμες οι κύριες λογιστικές καταχωρίσεις του αιτούντος για τελωνειακούς σκοπούς·

β)

η αίτηση για την ιδιότητα AEO υποβάλλεται, σύμφωνα με το άρθρο 27 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, στις τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους όπου ο αιτών έχει μόνιμη επιχειρηματική εγκατάσταση και όπου τηρούνται ή είναι προσβάσιμες οι πληροφορίες σχετικά με τις γενικές δραστηριότητες της εφοδιαστικής του διαχείρισης εντός της Ένωσης·

γ)

μέρος των καταχωρίσεων και των εγγράφων που σχετίζονται με την αίτηση για την ιδιότητα AEO τηρείται σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος της αρμόδιας για τη λήψη απόφασης τελωνειακής αρχής·

δ)

ο αιτών για την ιδιότητα AEO διατηρεί αποθηκευτικές εγκαταστάσεις ή ασκεί άλλες δραστηριότητες σχετικές με τελωνειακές συναλλαγές σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος της αρμόδιας τελωνειακής αρχής·

3.   Κατά παρέκκλιση της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 14 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο δεύτερη περίοδος του παρόντος κανονισμού, οι τελωνειακές αρχές ολοκληρώνουν τη διαδικασία διαβούλευσης εντός 80 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία η αρμόδια για τη λήψη της απόφασης τελωνειακή αρχή κοινοποιεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις και κριτήρια που πρέπει να εξεταστούν από την τελωνειακή αρχή της οποίας ζητείται η γνώμη.

4.   Εάν η τελωνειακή αρχή άλλου κράτους μέλους διαθέτει πληροφορίες σχετικές με τη χορήγηση της ιδιότητας AEO, κοινοποιεί τις εν λόγω πληροφορίες στην αρμόδια για τη λήψη απόφασης τελωνειακή αρχή εντός 30 ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της αίτησης μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος που αναφέρεται στο άρθρο 30 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 32

Απόρριψη της αίτησης

(άρθρο 22 του κώδικα)

Η απόρριψη της αίτησης για την ιδιότητα AEO δεν επηρεάζει υφιστάμενες ευνοϊκές αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί αναφορικά με τον αιτούντα, σύμφωνα με την τελωνειακή νομοθεσία, εκτός εάν η έκδοση των εν λόγω ευνοϊκών αποφάσεων βασίζεται στην εκπλήρωση οποιουδήποτε από τα κριτήρια για την ιδιότητα AEO, το οποίο έχει αποδειχθεί, κατά την εξέταση της αίτησης για την ιδιότητα AEO, ότι δεν ικανοποιείται.

Άρθρο 33

Συνδυασμός και των δύο ειδών αδειών

(άρθρο 38 παράγραφος 3 του κώδικα)

Σε περίπτωση που ο αιτών δικαιούται τη χορήγηση τόσο άδειας AEOC όσο και άδειας AEOS, η αρμόδια για τη λήψη της απόφασης τελωνειακή αρχή εκδίδει μία συνδυασμένη άδεια.

Άρθρο 34

Ανάκληση άδειας

(άρθρο 28 του κώδικα)

1.   Η ανάκληση της άδειας AEO δεν επηρεάζει οποιαδήποτε ευνοϊκή απόφαση που έχει ήδη ληφθεί σε σχέση με το ίδιο πρόσωπο, εκτός εάν η ιδιότητα AEO αποτελούσε προϋπόθεση για την εν λόγω ευνοϊκή απόφαση ή η απόφαση βασίστηκε σε κριτήριο του άρθρου 39 του κώδικα, το οποίο πλέον δεν ικανοποιείται.

2.   Η ανάκληση ή τροποποίηση ευνοϊκής απόφασης που έχει ήδη ληφθεί αναφορικά με τον κάτοχο της άδειας δεν επηρεάζει αυτόματα την άδεια AEO του εν λόγω προσώπου.

3.   Σε περίπτωση που το ίδιο πρόσωπο είναι AEOC και AEOS και το άρθρο 28 του κώδικα ή το άρθρο 15 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται λόγω της μη τήρησης των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 39 στοιχείο δ) του κώδικα, η άδεια AEOC ανακαλείται και η άδεια AEOS παραμένει σε ισχύ.

Σε περίπτωση που το ίδιο πρόσωπο είναι AEOS και AEOC και το άρθρο 28 του κώδικα ή το άρθρο 15 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται λόγω της μη τήρησης των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 39 στοιχείο ε) του κώδικα, η άδεια AEOS ανακαλείται και η άδεια AEOC παραμένει σε ισχύ.

Άρθρο 35

Παρακολούθηση

(άρθρο 23 παράγραφος 5 του κώδικα)

1.   Οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών ενημερώνουν αμελλητί την αρμόδια τελωνειακή αρχή για κάθε παράγοντα που ανακύπτει μετά τη χορήγηση της ιδιότητας του AEO, ο οποίος ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στη διατήρηση ή στο περιεχόμενό της.

2.   Η αρμόδια τελωνειακή αρχή καθιστά διαθέσιμες όλες τις σχετικές πληροφορίες που διαθέτει στις τελωνειακές αρχές των λοιπών κρατών μελών στα οποία ο AEO ασκεί δραστηριότητες σχετικές με τελωνειακές συναλλαγές.

3.   Σε περίπτωση που η τελωνειακή αρχή ανακαλεί ευνοϊκή απόφαση που έχει ληφθεί με βάση την ιδιότητα AEO, ενημερώνει σχετικά την τελωνειακή αρχή που ενέκρινε την ιδιότητα.

4.   Εάν ο AEOS είναι εγκεκριμένο μεταφορικό γραφείο ή γνωστός αποστολέας όπως ορίζεται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 300/2008 και πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 185/2010, η αρμόδια τελωνειακή αρχή θέτει αμέσως στη διάθεση της αρμόδιας εθνικής αρχής που είναι υπεύθυνη για την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας, τις ακόλουθες ελάχιστες πληροφορίες σχετικά με την ιδιότητα του AEO που διαθέτει:

α)

την άδεια AEOS, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος του κατόχου της άδειας και, κατά περίπτωση, την τροποποίηση ή την ανάκληση ή την αναστολή της ιδιότητας του εγκεκριμένου οικονομικού φορέα, καθώς και τους σχετικούς λόγους·

β)

πληροφορίες σχετικά με το κατά πόσον οι συγκεκριμένες εγκαταστάσεις έχουν επιθεωρηθεί από τις τελωνειακές αρχές, την ημερομηνία της τελευταίας επιθεώρησης και το κατά πόσον η επιθεώρηση διενεργήθηκε στα πλαίσια διαδικασίας αδειοδότησης, επαναξιολόγησης ή παρακολούθησης·

γ)

τυχόν επαναξιολογήσεις της άδειας AEOS και τα αποτελέσματά τους.

Οι εθνικές τελωνειακές αρχές, σε συμφωνία με την αρμόδια εθνική αρχή που είναι υπεύθυνη για την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας, θεσπίζουν λεπτομερείς ρυθμίσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών που δεν καλύπτονται από το ηλεκτρονικό σύστημα που αναφέρεται στο άρθρο 30 του παρόντος κανονισμού.

Οι αρμόδιες για την ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας εθνικές αρχές, οι οποίες διαχειρίζονται τις σχετικές πληροφορίες, τις χρησιμοποιούν αποκλειστικά για τους σκοπούς των σχετικών προγραμμάτων εγκεκριμένου μεταφορικού γραφείου ή γνωστού αποστολέα και εφαρμόζουν τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για να διασφαλιστεί η ασφάλεια των πληροφοριών αυτών.

Τμήμα 4

Έλεγχος των εμπορευμάτων

Υποτμήμα 1

Τελωνειακοί έλεγχοι και διαχείριση κινδύνων

Άρθρο 36

Ηλεκτρονικό σύστημα για τη διαχείριση κινδύνων και τους τελωνειακούς ελέγχους

(άρθρο 16 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Για την ανταλλαγή και την αποθήκευση πληροφοριών σχετικά με την κοινοποίηση μεταξύ των τελωνειακών αρχών των κρατών μελών και της Επιτροπής πληροφοριών που σχετίζονται με τον κίνδυνο χρησιμοποιείται ηλεκτρονικό σύστημα που δημιουργείται για τους σκοπούς αυτούς σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1 του κώδικα («σύστημα διαχείρισης τελωνειακών κινδύνων»).

2.   Το αναφερόμενο στην παράγραφο 1 σύστημα χρησιμοποιείται επίσης για την επικοινωνία των τελωνειακών αρχών μεταξύ τους και για την επικοινωνία μεταξύ των τελωνειακών αρχών και της Επιτροπής κατά την εφαρμογή κοινών κριτηρίων και προτύπων κινδύνου, κοινών τομέων ελέγχου προτεραιότητας, κοινής διαχείρισης τελωνειακών κρίσεων, κατά την ανταλλαγή πληροφοριών που σχετίζονται με τον κίνδυνο και αποτελεσμάτων της ανάλυσης κινδύνων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 46 παράγραφος 5 του κώδικα, καθώς και των αποτελεσμάτων των τελωνειακών ελέγχων.

Υποτμήμα 2

Χειραποσκευές και παραδιδόμενες αποσκευές μεταφερόμενες αεροπορικώς

Άρθρο 37

Πτήσεις διέλευσης

(άρθρο 49 του κώδικα)

1.   Οι τελωνειακοί έλεγχοι και διατυπώσεις που ισχύουν για τις χειραποσκευές και τις παραδιδόμενες αποσκευές των επιβατών αεροσκάφους που αναχώρησε από αερολιμένα εκτός της Ένωσης και πρόκειται να συνεχίσει, μετά από στάση σε αερολιμένα της Ένωσης, την πτήση του προς άλλον αερολιμένα της Ένωσης, διενεργούνται στον τελευταίο διεθνή αερολιμένα της Ένωσης.

Οι χειραποσκευές και οι παραδιδόμενες αποσκευές υπόκεινται στους κανόνες που ισχύουν για τις αποσκευές επιβατών προερχόμενων από τρίτες χώρες, εκτός εάν το πρόσωπο που μεταφέρει τις αποσκευές αυτές αποδείξει τον ενωσιακό χαρακτήρα των εμπορευμάτων που περιέχουν.

2.   Οι τελωνειακοί έλεγχοι και διατυπώσεις που ισχύουν για τις χειραποσκευές και τις παραδιδόμενες αποσκευές των επιβατών αεροσκάφους που αναχώρησε από αερολιμένα της Ένωσης και πρόκειται να συνεχίσει, μετά από στάση σε άλλον αερολιμένα της Ένωσης, την πτήση του προς αερολιμένα εκτός της Ένωσης, διενεργούνται στον πρώτο διεθνή αερολιμένα της Ένωσης.

Οι χειραποσκευές μπορούν να υποβάλλονται σε έλεγχο στον τελευταίο διεθνή αερολιμένα της Ένωσης στον οποίο πραγματοποιεί στάση το αεροσκάφος, ώστε να διαπιστώνεται ο τελωνειακός τους χαρακτήρας ως ενωσιακών εμπορευμάτων.

Άρθρο 38

Πτήσεις διέλευσης με επιχειρηματικό και τουριστικό αεροσκάφος

(άρθρο 49 του κώδικα)

Οι τελωνειακοί έλεγχοι και διατυπώσεις που ισχύουν για τις αποσκευές επιβατών επιχειρηματικού ή τουριστικού αεροσκάφους διενεργούνται στους ακόλουθους αερολιμένες:

α)

για πτήσεις που αναχωρούν από αερολιμένα εκτός της Ένωσης και πρόκειται να συνεχίσουν, μετά από στάση σε αερολιμένα της Ένωσης, την πτήση τους προς άλλον αερολιμένα της Ένωσης, στον πρώτο διεθνή αερολιμένα της Ένωσης·

β)

για πτήσεις που αναχωρούν από αερολιμένα της Ένωσης και πρόκειται να συνεχίσουν, μετά από στάση σε αερολιμένα της Ένωσης, την πτήση τους προς αερολιμένα εκτός της Ένωσης, στον τελευταίο διεθνή αερολιμένα της Ένωσης.

Άρθρο 39

Αφικνούμενες πτήσεις ανταπόκρισης

(άρθρο 49 του κώδικα)

1.   Στην περίπτωση αποσκευών οι οποίες φθάνουν σε αερολιμένα της Ένωσης με αεροσκάφος που προέρχεται από αερολιμένα εκτός της Ένωσης και οι οποίες μεταφορτώνονται, στον εν λόγω αερολιμένα της Ένωσης, σε άλλο αεροσκάφος που εκτελεί πτήση εντός της Ένωσης, εφαρμόζονται οι παράγραφοι 2 και 3.

2.   Οι τελωνειακοί έλεγχοι και διατυπώσεις που ισχύουν για τις παραδιδόμενες αποσκευές διενεργούνται στον τελευταίο διεθνή αερολιμένα της Ένωσης στον οποίο αφικνείται η εντός της Ένωσης πτήση. Ωστόσο, οι τελωνειακοί έλεγχοι και διατυπώσεις που ισχύουν για παραδιδόμενες αποσκευές προερχόμενες από αερολιμένα εκτός της Ένωσης, οι οποίες μεταφορτώνονται σε διεθνή αερολιμένα της Ένωσης σε αεροσκάφος που πραγματοποιεί πτήση προς άλλον διεθνή αερολιμένα της Ένωσης στην επικράτεια του ίδιου κράτους μέλους, είναι δυνατό να διενεργούνται στον διεθνή αερολιμένα της Ένωσης όπου πραγματοποιείται η μεταφόρτωση των παραδιδόμενων αποσκευών.

Οι τελωνειακοί έλεγχοι και διατυπώσεις που ισχύουν για παραδιδόμενες αποσκευές είναι δυνατό, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και επιπροσθέτως των ελέγχων και διατυπώσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, να διενεργούνται στον πρώτο διεθνή αερολιμένα της Ένωσης όταν αποδεικνύονται απαραίτητοι μετά τον έλεγχο των χειραποσκευών.

3.   Οι τελωνειακοί έλεγχοι και διατυπώσεις που ισχύουν για τις χειραποσκευές διενεργούνται στον πρώτο διεθνή αερολιμένα της Ένωσης.

Συμπληρωματικοί τελωνειακοί έλεγχοι και διατυπώσεις που ισχύουν για τις χειραποσκευές είναι δυνατό να διενεργούνται στον αερολιμένα άφιξης της εντός της Ένωσης πτήσης μόνο κατ’ εξαίρεση, όταν αποδεικνύονται απαραίτητοι μετά τον έλεγχο των παραδιδόμενων αποσκευών.

Άρθρο 40

Αναχωρούσες πτήσεις ανταπόκρισης

(άρθρο 49 του κώδικα)

1.   Στην περίπτωση αποσκευών οι οποίες φορτώνονται σε αερολιμένα της Ένωσης σε αεροσκάφος που πραγματοποιεί πτήση εντός της Ένωσης και οι οποίες μεταφορτώνονται, στη συνέχεια, σε άλλον αερολιμένα της Ένωσης σε άλλο αεροσκάφος που εκτελεί πτήση με προορισμό αερολιμένα εκτός της Ένωσης, εφαρμόζονται οι παράγραφοι 2 και 3.

2.   Οι τελωνειακοί έλεγχοι και διατυπώσεις που ισχύουν για τις παραδιδόμενες αποσκευές διενεργούνται στον πρώτο διεθνή αερολιμένα αναχώρησης της Ένωσης. Ωστόσο, οι τελωνειακοί έλεγχοι και διατυπώσεις που ισχύουν για παραδιδόμενες αποσκευές που έχουν φορτωθεί σε αεροσκάφος σε διεθνή αερολιμένα της Ένωσης και μεταφορτώνονται σε άλλον διεθνή αερολιμένα της Ένωσης στην επικράτεια του ίδιου κράτους μέλους σε αεροσκάφος που πραγματοποιεί πτήση προς αερολιμένα εκτός της Ένωσης είναι δυνατό να διενεργούνται στον διεθνή αερολιμένα της Ένωσης στον οποίο πραγματοποιείται η μεταφόρτωση των παραδιδόμενων αποσκευών.

Οι τελωνειακοί έλεγχοι και διατυπώσεις που ισχύουν για παραδιδόμενες αποσκευές είναι δυνατό, κατ’ εξαίρεση και επιπροσθέτως των ελέγχων και διατυπώσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, να διενεργούνται στον τελευταίο διεθνή αερολιμένα της Ένωσης, όταν αποδεικνύονται απαραίτητοι κατόπιν ελέγχου των χειραποσκευών.

3.   Οι τελωνειακοί έλεγχοι και διατυπώσεις που ισχύουν για τις χειραποσκευές διενεργούνται στον τελευταίο διεθνή αερολιμένα της Ένωσης.

Συμπληρωματικοί τελωνειακοί έλεγχοι και διατυπώσεις που ισχύουν για τις χειραποσκευές είναι δυνατό να διενεργούνται στον αερολιμένα αναχώρησης της εντός της Ένωσης πτήσης μόνο κατ’ εξαίρεση, όταν αποδεικνύονται απαραίτητοι μετά τον έλεγχο των παραδιδόμενων αποσκευών.

Άρθρο 41

Μεταφόρτωση σε τουριστικό ή επιχειρηματικό αεροσκάφος

(άρθρο 49 του κώδικα)

1.   Οι τελωνειακοί έλεγχοι και διατυπώσεις που ισχύουν για τις αποσκευές οι οποίες φθάνουν σε αερολιμένα της Ένωσης με αεροσκάφος που εκτελεί τακτική ή ναυλωμένη πτήση προερχόμενο από αερολιμένα εκτός της Ένωσης και οι οποίες μεταφορτώνονται, στον εν λόγω αερολιμένα της Ένωσης, σε αεροσκάφος που πραγματοποιεί εντός της Ένωσης πτήση για τουριστικούς ή επιχειρηματικούς σκοπούς, διενεργούνται στον αερολιμένα άφιξης της τακτικής ή ναυλωμένης πτήσης.

2.   Οι τελωνειακοί έλεγχοι και διατυπώσεις που ισχύουν για τις αποσκευές οι οποίες φορτώνονται σε αερολιμένα της Ένωσης σε αεροσκάφος που πραγματοποιεί εντός της Ένωσης πτήση για τουριστικούς ή επιχειρηματικούς σκοπούς και οι οποίες πρόκειται να μεταφορτωθούν, σε άλλον αερολιμένα της Ένωσης, σε αεροσκάφος που εκτελεί τακτική ή ναυλωμένη πτήση με προορισμό αερολιμένα εκτός της Ένωσης, διενεργούνται στον αερολιμένα αναχώρησης της τακτικής ή ναυλωμένης πτήσης.

Άρθρο 42

Μεταφορτώσεις μεταξύ αερολιμένων στην επικράτεια του ίδιου κράτους μέλους

(άρθρο 49 του κώδικα)

Οι τελωνειακές αρχές έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν στον διεθνή αερολιμένα της Ένωσης στον οποίο πραγματοποιείται η μεταφόρτωση των παραδιδόμενων αποσκευών, στον έλεγχο των ακόλουθων:

α)

αποσκευών που προέρχονται από αερολιμένα εκτός της Ένωσης και μεταφορτώνονται, σε διεθνή αερολιμένα της Ένωσης, σε αεροσκάφος με προορισμό διεθνή αερολιμένα της Ένωσης που βρίσκεται στην ίδια εθνική επικράτεια,

β)

αποσκευών που έχουν φορτωθεί σε αεροσκάφος, σε διεθνή αερολιμένα της Ένωσης, με σκοπό να μεταφορτωθούν, σε άλλον διεθνή αερολιμένα της Ένωσης που βρίσκεται στην ίδια εθνική επικράτεια, σε αεροσκάφος με προορισμό αερολιμένα εκτός της Ένωσης.

Άρθρο 43

Μέτρα πρόληψης της παράνομης μεταφόρτωσης

(άρθρο 49 του κώδικα)

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε:

α)

κατά την άφιξη σε διεθνή αερολιμένα της Ένωσης στον οποίο διενεργούνται τελωνειακοί έλεγχοι, να παρακολουθείται οποιαδήποτε μεταφόρτωση εμπορευμάτων περιεχόμενων σε χειραποσκευές πριν από τη διενέργεια των εν λόγω ελέγχων στις αποσκευές αυτές·

β)

κατά την αναχώρηση από διεθνή αερολιμένα της Ένωσης στον οποίο διενεργούνται τελωνειακοί έλεγχοι, να παρακολουθείται οποιαδήποτε μεταφόρτωση εμπορευμάτων περιεχόμενων σε χειραποσκευές μετά τη διενέργεια των εν λόγω ελέγχων στις αποσκευές αυτές·

γ)

κατά την άφιξη σε διεθνή αερολιμένα της Ένωσης στον οποίο διενεργούνται τελωνειακοί έλεγχοι, να εφαρμόζονται κατάλληλες ρυθμίσεις ώστε να προλαμβάνεται οποιαδήποτε μεταφόρτωση εμπορευμάτων περιεχόμενων σε παραδιδόμενες αποσκευές πριν από τη διενέργεια των εν λόγω ελέγχων στις αποσκευές αυτές·

δ)

κατά την αναχώρηση από διεθνή αερολιμένα της Ένωσης στον οποίο διενεργούνται τελωνειακοί έλεγχοι, να εφαρμόζονται κατάλληλες ρυθμίσεις ώστε να προλαμβάνεται οποιαδήποτε μεταφόρτωση εμπορευμάτων περιεχόμενων σε παραδιδόμενες αποσκευές μετά τη διενέργεια των εν λόγω ελέγχων στις αποσκευές αυτές.

Άρθρο 44

Ετικέτα αποσκευών

(άρθρο 49 του κώδικα)

Οι παραδιδόμενες αποσκευές που έχουν καταγραφεί σε αερολιμένα της Ένωσης αναγνωρίζονται από ετικέτα που τίθεται επ’ αυτών. Το υπόδειγμα και τα τεχνικά χαρακτηριστικά της ετικέτας αυτής παρατίθενται στο παράρτημα 12-03.

Άρθρο 45

Κατάλογος των διεθνών αερολιμένων της Ένωσης

(άρθρο 49 του κώδικα)

Κάθε κράτος μέλος υποβάλλει στην Επιτροπή κατάλογο με τους διεθνείς αερολιμένες της Ένωσης εντός της επικράτειάς του και ενημερώνει την Επιτροπή για οποιεσδήποτε αλλαγές στον κατάλογο αυτόν.

Υποτμήμα 3

Αποσκευές μεταφερόμενες διά θαλάσσης

Άρθρο 46

Σκάφη αναψυχής

(άρθρο 49 του κώδικα)

Οι τελωνειακοί έλεγχοι και διατυπώσεις που ισχύουν για τις αποσκευές επιβατών σκαφών αναψυχής διενεργούνται σε όλους τους λιμένες προσέγγισης της Ένωσης, ανεξαρτήτως της αφετηρίας ή του προορισμού του σκάφους. Σκάφος αναψυχής αποτελεί το σκάφος που ορίζεται ως τέτοιο στην οδηγία 94/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11).

Άρθρο 47

Θαλάσσια ταξίδια που συνεπάγονται μεταφόρτωση

(άρθρο 49 του κώδικα)

Οι τελωνειακοί έλεγχοι και διατυπώσεις που ισχύουν για τις αποσκευές των προσώπων που χρησιμοποιούν θαλάσσια γραμμή που εξυπηρετείται από το ίδιο σκάφος και περιλαμβάνει διαδοχικά δρομολόγια που αρχίζουν, προσεγγίζουν ενδιαμέσως ή καταλήγουν σε λιμένα εκτός της Ένωσης διενεργούνται σε κάθε λιμένα της Ένωσης όπου οι αποσκευές φορτώνονται ή εκφορτώνονται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Μετατροπή του νομίσματος

Άρθρο 48

Διατάξεις για την τιμή συναλλάγματος που χρησιμοποιείται για τους δασμούς

(άρθρο 53 του κώδικα)

1.   Η αξία του ευρώ, όταν απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κώδικα, καθορίζεται μία φορά το μήνα.

Η τιμή συναλλάγματος που πρέπει να χρησιμοποιείται είναι η τελευταία τιμή συναλλάγματος που καθορίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πριν την προτελευταία ημέρα του μήνα και ισχύει κατά τη διάρκεια ολόκληρου του επόμενου μήνα.

Ωστόσο, εάν η τιμή που ισχύει στην αρχή του μήνα αποκλίνει άνω του 5 % από την τιμή που καθορίστηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πριν από την 15η ημέρα του ίδιου μήνα, η τελευταία αυτή τιμή ισχύει από την 15η και μέχρι τη λήξη του συγκεκριμένου μήνα.

2.   Όταν η μετατροπή νομισμάτων είναι απαραίτητη για οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 53 παράγραφος 2 του κώδικα, η αξία του ευρώ στα εθνικά νομίσματα που θα χρησιμοποιείται είναι η τιμή που έχει καθορίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά την πρώτη εργάσιμη ημέρα του Οκτωβρίου· η τιμή αυτή εφαρμόζεται με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν αμετάβλητη την αξία σε εθνικό νόμισμα του καθορισθέντος σε ευρώ ποσού αν, κατά την ετήσια προσαρμογή, η μετατροπή του εν λόγω ποσού οδηγεί σε μεταβολή της αξίας σε εθνικό νόμισμα κατά ποσοστό μικρότερο από 5 %.

Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να στρογγυλοποιούν προς τα πάνω ή προς τα κάτω, στο πλησιέστερο δεκαδικό ψηφίο, το ποσό που προκύπτει από τη μετατροπή.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΒΑΣΕΙ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ Ο ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟΣ Ή ΕΞΑΓΩΓΙΚΟΣ ΔΑΣΜΟΣ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΜΕΤΡΑ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Κοινό δασμολόγιο και δασμολογική κατάταξη των εμπορευμάτων

Τμήμα 1

Διαχείριση δασμολογικών ποσοστώσεων

Άρθρο 49

Γενικοί κανόνες για την ομοιόμορφη διαχείριση των δασμολογικών ποσοστώσεων

(άρθρο 56 παράγραφος 4 του κώδικα)

1.   Η διαχείριση των δασμολογικών ποσοστώσεων που ανοίγονται σύμφωνα με νομοθεσία της Ένωσης που αναφέρεται στη μέθοδο διαχείρισης στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 50 έως 54 του παρόντος κανονισμού πραγματοποιείται σύμφωνα με τη χρονολογική σειρά των ημερομηνιών αποδοχής των τελωνειακών διασαφήσεων για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία.

2.   Κάθε δασμολογική ποσόστωση προσδιορίζεται στη νομοθεσία της Ένωσης με αύξοντα αριθμό που διευκολύνει τη διαχείρισή της.

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, διασαφήσεις για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία που έχουν γίνει αποδεκτές από τις τελωνειακές αρχές στις 1, 2 και 3 Ιανουαρίου θεωρούνται ότι γίνονται αποδεκτές στις 3 Ιανουαρίου του ίδιου έτους. Ωστόσο, όταν μία από τις ημέρες αυτές είναι Σάββατο ή Κυριακή, η αποδοχή αυτή θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε στις 4 Ιανουαρίου του εν λόγω έτους.

4.   Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, εργάσιμες ημέρες είναι οι ημέρες που δεν είναι επίσημες αργίες για τους θεσμούς της Ένωσης στις Βρυξέλλες.

Άρθρο 50

Ευθύνες των τελωνειακών αρχών των κρατών μελών για την ομοιόμορφη διαχείριση των δασμολογικών ποσοστώσεων

(άρθρο 56 παράγραφος 4 του κώδικα)

1.   Οι τελωνειακές αρχές εξετάζουν εάν ένα αίτημα υπαγωγής σε δασμολογική ποσόστωση που υποβάλλει ένας διασαφιστής σε τελωνειακή διασάφηση για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία είναι έγκυρο σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης δυνάμει της οποίας άνοιξε η δασμολογική ποσόστωση.

2.   Όταν μία τελωνειακή διασάφηση για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία που περιέχει έγκυρο αίτημα του διασαφιστή για υπαγωγή σε δασμολογική ποσόστωση γίνεται αποδεκτή και έχουν υποβληθεί στις τελωνειακές αρχές όλα τα υποστηρικτικά έγγραφα που απαιτούνται για τη χορήγηση της δασμολογικής ποσόστωσης, οι τελωνειακές αρχές διαβιβάζουν άμεσα το αίτημα αυτό στην Επιτροπή προσδιορίζοντας την ημερομηνία αποδοχής της τελωνειακής διασάφησης και το ακριβές ποσό για το οποίο υπεβλήθη το αίτημα.

Άρθρο 51

Κατανομή ποσοτήτων βάσει δασμολογικών ποσοστώσεων

(άρθρο 56 παράγραφος 4 του κώδικα)

1.   Η Επιτροπή προβαίνει σε κατανομή κατά τις εργάσιμες ημέρες. Ωστόσο, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να μην κατανείμει ποσότητες κάποια δεδομένη εργάσιμη ημέρα, εφόσον έχει ενημερώσει εκ των προτέρων τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.

2.   Οι ποσότητες που υπόκεινται σε δασμολογικές ποσοστώσεις δεν είναι δυνατό να κατανεμηθούν νωρίτερα από τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα που έπεται της ημερομηνίας αποδοχής της τελωνειακής διασάφησης στην οποία ο διασαφιστής υπέβαλε το αίτημα υπαγωγής στη δασμολογική ποσόστωση.

Οποιαδήποτε κατανομή από την Επιτροπή λαμβάνει υπόψη όλα τα εκκρεμή αιτήματα υπαγωγής σε δασμολογικές ποσοστώσεις, βάσει των τελωνειακών διασαφήσεων που έχουν γίνει αποδεκτές έως και δύο εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα της κατανομής και τα οποία οι τελωνειακές αρχές έχουν διαβιβάσει στο αναφερόμενο στο άρθρο 54 του παρόντος κανονισμού σύστημα.

3.   Για κάθε δασμολογική ποσόστωση, η Επιτροπή κατανέμει ποσότητες βάσει των αιτημάτων υπαγωγής στη συγκεκριμένη δασμολογική ποσόστωση που έχει λάβει, σύμφωνα με τη χρονολογική σειρά των ημερομηνιών αποδοχής των σχετικών τελωνειακών διασαφήσεων και στον βαθμό που το επιτρέπει το εναπομείναν υπόλοιπο της δασμολογικής ποσόστωσης.

4.   Σε περίπτωση που, σε ημέρα κατανομής, το άθροισμα των ποσοτήτων όλων των αιτημάτων υπαγωγής σε δασμολογική ποσόστωση που αφορούν διασαφήσεις που έχουν γίνει αποδεκτές την ίδια ημερομηνία, είναι μεγαλύτερο του εναπομείναντος υπολοίπου της δασμολογικής ποσόστωσης, η Επιτροπή προβαίνει σε κατανομή των ποσοτήτων αναφορικά με τα αιτήματα αυτά κατ’ αναλογία των ζητούμενων ποσοτήτων.

5.   Σε περίπτωση ανοίγματος νέας δασμολογικής ποσόστωσης, η Επιτροπή δεν προβαίνει σε κατανομή ποσοτήτων στο πλαίσιο αυτής της δασμολογικής ποσόστωσης πριν την 11η εργάσιμη ημέρα μετά την ημερομηνία δημοσίευσης της πράξης της Ένωσης βάσει της οποίας ανοίχθηκε η συγκεκριμένη δασμολογική ποσόστωση.

Άρθρο 52

Ακύρωση αιτημάτων και επιστροφές μη χρησιμοποιημένων κατανεμημένων ποσοτήτων βάσει δασμολογικών ποσοστώσεων

(άρθρο 56 παράγραφος 4 του κώδικα)

1.   Οι τελωνειακές αρχές επιστρέφουν άμεσα στο αναφερόμενο στο άρθρο 54 του παρόντος κανονισμού ηλεκτρονικό σύστημα οποιαδήποτε ποσότητα που έχει εσφαλμένα κατανεμηθεί. Ωστόσο, η υποχρέωση επιστροφής δεν υφίσταται όταν εσφαλμένη κατανομή που αντιστοιχεί σε τελωνειακή οφειλή χαμηλότερη των 10 ευρώ ανακαλύπτεται μετά τον πρώτο μήνα που έπεται του τέλους της περιόδου ισχύος της συγκεκριμένης δασμολογικής ποσόστωσης.

2.   Όταν οι τελωνειακές αρχές ακυρώνουν τελωνειακή διασάφηση όσον αφορά εμπορεύματα τα οποία αποτελούν αντικείμενο αιτήματος υπαγωγής σε δασμολογική ποσόστωση πριν από την κατανομή της ζητούμενης ποσότητας από την Επιτροπή, οι τελωνειακές αρχές ακυρώνουν ολόκληρο το αίτημα υπαγωγής στη δασμολογική ποσόστωση.

Όταν η Επιτροπή έχει ήδη κατανείμει τη ζητούμενη ποσότητα βάσει ακυρωμένης τελωνειακής διασάφησης, η τελωνειακή αρχή επιστρέφει άμεσα την κατανεμημένη ποσότητα στο αναφερόμενο στο άρθρο 54 του παρόντος κανονισμού ηλεκτρονικό σύστημα.

Άρθρο 53

Κρίσιμος χαρακτήρας δασμολογικών ποσοστώσεων

(άρθρο 56 παράγραφος 4 του κώδικα)

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 153 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, μία δασμολογική ποσόστωση θεωρείται κρίσιμη μόλις χρησιμοποιηθεί το 90 % του συνολικού όγκου της δασμολογικής ποσόστωσης.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, μία δασμολογική ποσόστωση θεωρείται κρίσιμη από την ημερομηνία που ανοίχθηκε σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

εάν η δασμολογική ποσόστωση ανοίγεται για περίοδο μικρότερη των τριών μηνών·

β)

εάν, κατά τα προηγούμενα δύο έτη, δεν έχουν ανοιχθεί δασμολογικές ποσοστώσεις που να καλύπτουν το ίδιο προϊόν και την ίδια καταγωγή και για ισοδύναμη περίοδο με τη συγκεκριμένη ποσόστωση («ισοδύναμες δασμολογικές ποσοστώσεις»)·

γ)

εάν μία ισοδύναμη δασμολογική ποσόστωση που ανοίχθηκε τα προηγούμενα δύο έτη είχε εξαντληθεί το αργότερο κατά την τελευταία ημέρα του τρίτου μήνα της περιόδου ποσόστωσης ή είχε αρχικό όγκο υψηλότερο από τη συγκεκριμένη δασμολογική ποσόστωση.

3.   Δασμολογική ποσόστωση της οποίας μοναδικός σκοπός είναι η εφαρμογή είτε μέτρου διασφάλισης είτε μέτρου που προκύπτει από αναστολή παραχωρήσεων, όπως προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 654/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), θεωρείται κρίσιμη μόλις χρησιμοποιηθεί το 90 % του πλήρους όγκου της, ανεξάρτητα από το κατά πόσον ανοίχθηκαν ισοδύναμες δασμολογικές ποσοστώσεις κατά τα προηγούμενα δύο έτη ή όχι.

Άρθρο 54

Ηλεκτρονικό σύστημα για τη διαχείριση των δασμολογικών ποσοστώσεων

(άρθρο 16 παράγραφος 1 και άρθρο 56 παράγραφος 4 του κώδικα)

1.   Για τη διαχείριση των δασμολογικών ποσοστώσεων χρησιμοποιείται ηλεκτρονικό σύστημα που έχει δημιουργηθεί για τους σκοπούς αυτούς σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1 του κώδικα για:

α)

την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των τελωνειακών αρχών και της Επιτροπής σχετικά με αιτήματα υπαγωγής και επιστροφές δασμολογικών ποσοστώσεων και τον χαρακτήρα των δασμολογικών ποσοστώσεων, καθώς και για την αποθήκευση των πληροφοριών αυτών·

β)

τη διαχείριση από την Επιτροπή των αιτημάτων υπαγωγής σε δασμολογικές ποσοστώσεις και των επιστροφών δασμολογικών ποσοστώσεων·

γ)

την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των τελωνειακών αρχών και της Επιτροπής σχετικά με την κατανομή ποσοτήτων βάσει δασμολογικών ποσοστώσεων και για την αποθήκευση αυτών των πληροφοριών·

δ)

την καταγραφή οποιουδήποτε μεταγενέστερου γεγονότος ή πράξης που ενδέχεται να επηρεάζει τις αρχικές αναλήψεις ή επιστροφές δασμολογικών ποσοστώσεων ή την κατανομή τους.

2.   Η Επιτροπή καθιστά μέσω του συστήματος αυτού διαθέσιμες τις πληροφορίες που αφορούν τα αποτελέσματα της κατανομής.

Τμήμα 2

Επιτήρηση της θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία ή της εξαγωγής εμπορευμάτων

Άρθρο 55

Γενικοί κανόνες επιτήρησης της θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία ή της εξαγωγής εμπορευμάτων

(άρθρο 56 παράγραφος 5 του κώδικα)

1.   Όταν η Επιτροπή ορίζει απαίτηση σύμφωνα με την οποία ορισμένα εμπορεύματα υπόκεινται σε επιτήρηση κατά τη θέση τους σε ελεύθερη κυκλοφορία ή κατά την εξαγωγή τους, ενημερώνει τις τελωνειακές αρχές σχετικά με τους κωδικούς ΣΟ των εν λόγω εμπορευμάτων και τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τους σκοπούς της επιτήρησης, εγκαίρως πριν την εφαρμογή της απαίτησης επιτήρησης.

Ο κατάλογος των στοιχείων που ενδέχεται να απαιτούνται από την Επιτροπή για τους σκοπούς της επιτήρησης παρατίθενται στο παράρτημα 21-01.

2.   Όταν εμπορεύματα υπόκεινται σε επιτήρηση κατά τη θέση τους σε ελεύθερη κυκλοφορία ή κατά την εξαγωγή τους, οι τελωνειακές αρχές παρέχουν στην Επιτροπή στοιχεία για τελωνειακές διασαφήσεις για το σχετικό καθεστώς τουλάχιστον σε εβδομαδιαία βάση.

Όταν τα εμπορεύματα παραδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 194 παράγραφος 1 του κώδικα, οι τελωνειακές αρχές παρέχουν άμεσα στην Επιτροπή τα σχετικά στοιχεία.

3.   Τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα οποία παρέχονται από τις τελωνειακές αρχές, γνωστοποιούνται από την Επιτροπή μόνο σε συγκεντρωτική μορφή και μόνο σε χρήστες εξουσιοδοτημένους σύμφωνα με το άρθρο 56 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

4.   Όταν εμπορεύματα υπάγονται σε τελωνειακό καθεστώς με απλουστευμένη διασάφηση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 166 του κώδικα, ή με εγγραφή στις λογιστικές καταχωρήσεις του διασαφιστή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 182 του κώδικα, και τα στοιχεία που απαιτούνται από την Επιτροπή δεν είναι διαθέσιμα κατά το χρόνο παράδοσης των εμπορευμάτων σύμφωνα με το άρθρο 194 παράγραφος 1 του κώδικα, οι τελωνειακές αρχές παρέχουν στην Επιτροπή τις εν λόγω πληροφορίες αμέσως μετά την παραλαβή της συμπληρωματικής διασάφησης που υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 167 του κώδικα.

5.   Στην περίπτωση απαλλαγής από την υποχρέωση υποβολής συμπληρωματικής διασάφησης σύμφωνα με το άρθρο 167 παράγραφος 3 του κώδικα ή στην περίπτωση που η συμπληρωματική διασάφηση υποβάλλεται ή καθίσταται διαθέσιμη σύμφωνα με το άρθρο 225 του παρόντος κανονισμού, ο κάτοχος της άδειας αποστέλλει στις τελωνειακές αρχές, τουλάχιστον μία φορά τον μήνα, τα στοιχεία που απαιτούνται από την Επιτροπή ή οι τελωνειακές αρχές συγκεντρώνουν τα εν λόγω στοιχεία από το σύστημα του διασαφιστή.

Οι τελωνειακές αρχές καταχωρίζουν πάραυτα τα στοιχεία στο ηλεκτρονικό σύστημα που αναφέρεται στο άρθρο 56 του παρόντος κανονισμού.

6.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, έως την ημερομηνία έναρξης της πρώτης φάσης της αναβάθμισης του συστήματος που αναφέρεται στο άρθρο 56 παράγραφος 1 και των εθνικών συστημάτων εισαγωγών και εξαγωγών που αναφέρονται στο παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2014/255/ΕΕ, ο κατάλογος των στοιχείων που ενδέχεται να απαιτούνται από την Επιτροπή για τους σκοπούς της επιτήρησης προβλέπεται στο παράρτημα 21-02.

Άρθρο 56

Ηλεκτρονικό σύστημα για την επιτήρηση της θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία ή της εξαγωγής εμπορευμάτων

(άρθρο 16 παράγραφος 1 και άρθρο 56 παράγραφος 5 του κώδικα)

1.   Για την επιτήρηση της θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία ή της εξαγωγής εμπορευμάτων χρησιμοποιείται ηλεκτρονικό σύστημα που έχει δημιουργηθεί σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1 του κώδικα για τη διαβίβαση και την αποθήκευση των ακόλουθων πληροφοριών:

α)

στοιχείων επιτήρησης για τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία ή την εξαγωγή εμπορευμάτων·

β)

πληροφοριών που ενδέχεται να επικαιροποιούν τα στοιχεία επιτήρησης που έχουν εισαχθεί και αποθηκευτεί στο ηλεκτρονικό σύστημα για τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία ή την εξαγωγή εμπορευμάτων.

2.   Η Επιτροπή δύναται να χορηγεί σε χρήστες άδεια πρόσβασης στο ηλεκτρονικό σύστημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, βάσει αιτημάτων των κρατών μελών.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, έως την ημερομηνία της έναρξης του πρώτου σταδίου της αναβάθμισης του συστήματος που αναφέρεται στο παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2014/255/ΕΕ, για τη διαβίβαση και αποθήκευση των στοιχείων που αναφέρονται στα σημεία α) και β) της εν λόγω παραγράφου χρησιμοποιείται το σύστημα της Επιτροπής «Επιτήρηση 2».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Καταγωγή εμπορευμάτων

Τμήμα 1

Απόδειξη μη προτιμησιακής καταγωγής

Άρθρο 57

Πιστοποιητικό καταγωγής για προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό μη προτιμησιακό καθεστώς εισαγωγής

(άρθρο 61 παράγραφοι 1 και 2 του κώδικα)

1.   Εκδίδεται πιστοποιητικό καταγωγής για προϊόντα που κατάγονται από τρίτη χώρα για τα οποία έχει θεσπιστεί ειδικό μη προτιμησιακό καθεστώς εισαγωγής, στην περίπτωση που το καθεστώς αυτό αναφέρεται στο παρόν άρθρο, με τη μορφή που ορίζεται στο παράρτημα 22-14 και σύμφωνα με τις εκεί οριζόμενες τεχνικές προδιαγραφές.

2.   Πιστοποιητικά καταγωγής εκδίδονται από τις αρμόδιες αρχές της τρίτης χώρας από την οποία κατάγονται τα προϊόντα που υπόκεινται στο ειδικό μη προτιμησιακό καθεστώς εισαγωγής ή από αξιόπιστο αντιπρόσωπο, νομίμως εξουσιοδοτημένο από τις αρχές αυτές (αρχές έκδοσης) για τον συγκεκριμένο σκοπό, εφόσον η καταγωγή των προϊόντων έχει καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 60 του κώδικα.

Οι αρχές έκδοσης διατηρούν αντίγραφο κάθε πιστοποιητικού καταγωγής που εκδίδουν.

3.   Πιστοποιητικά καταγωγής εκδίδονται πριν από την υποβολή, στην τρίτη χώρα καταγωγής, της διασάφησης εξαγωγής των προϊόντων στα οποία αναφέρονται.

4.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 3, τα πιστοποιητικά καταγωγής είναι δυνατό να εκδοθούν κατ’ εξαίρεση μετά την εξαγωγή των προϊόντων στα οποία αναφέρονται, σε περίπτωση που αυτά δεν εκδόθηκαν κατά την εξαγωγή εξαιτίας σφαλμάτων, ακούσιων παραλείψεων ή ειδικών συνθηκών.

Οι αρχές έκδοσης είναι δυνατό να εκδώσουν εκ των υστέρων το πιστοποιητικό καταγωγής που προβλέπεται στην παράγραφο 1, μόνον εφόσον επαληθεύσουν ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αίτηση του εξαγωγέα είναι σύμφωνα προς εκείνα του αντίστοιχου φακέλου εξαγωγής.

Άρθρο 58

Παροχή πληροφοριών που αφορούν τη διοικητική συνεργασία σχετικά με ειδικό μη προτιμησιακό καθεστώς εισαγωγής

(άρθρο 61 του κώδικα)

1.   Όταν το ειδικό μη προτιμησιακό καθεστώς εισαγωγής που θεσπίζεται για ορισμένα προϊόντα βασίζεται στη χρησιμοποίηση του πιστοποιητικού καταγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 57 του παρόντος κανονισμού, η υπαγωγή στο καθεστώς αυτό προϋποθέτει την εφαρμογή διαδικασίας διοικητικής συνεργασίας, με την επιφύλαξη ενδεχόμενης παρέκκλισης που προβλέπεται από το σχετικό ειδικό καθεστώς εισαγωγής.

Για τους σκοπούς της εφαρμογής αυτής της διαδικασίας διοικητικής συνεργασίας, οι οικείες τρίτες χώρες αποστέλλουν στην Επιτροπή:

α)

τα ονόματα και τις διευθύνσεις των αρχών έκδοσης, καθώς και δείγματα των αποτυπωμάτων των σφραγίδων που αυτές χρησιμοποιούν·

β)

τα ονόματα και τις διευθύνσεις των κυβερνητικών αρχών που είναι αρμόδιες για την παραλαβή των αιτήσεων για τον εκ των υστέρων έλεγχο των πιστοποιητικών καταγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 59 του παρόντος κανονισμού.

Οι ανωτέρω πληροφορίες διαβιβάζονται από την Επιτροπή στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.

2.   Σε περίπτωση που τρίτη χώρα δεν αποστείλει στην Επιτροπή τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές της Ένωσης αρνούνται τη χρήση του ειδικού μη προτιμησιακού καθεστώτος εισαγωγής.

Άρθρο 59

Εκ των υστέρων έλεγχος των πιστοποιητικών καταγωγής προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό μη προτιμησιακό καθεστώς εισαγωγής

(άρθρο 61 του κώδικα)

1.   Ο έλεγχος των πιστοποιητικών καταγωγής που αναφέρονται στο άρθρο 57 του παρόντος κανονισμού διενεργείται σύμφωνα με το παρόν άρθρο μετά την αποδοχή της τελωνειακής διασάφησης (εκ των υστέρων έλεγχος).

2.   Όταν οι τελωνειακές αρχές έχουν εύλογες αμφιβολίες όσον αφορά τη γνησιότητα πιστοποιητικού καταγωγής ή την ακρίβεια των πληροφοριών που περιέχει και εφόσον διενεργούν τυχαίους εκ των υστέρων ελέγχους, ζητούν από την αναφερόμενη στο άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού αρχή να επαληθεύσει εάν το πιστοποιητικό καταγωγής είναι γνήσιο ή εάν η δηλωθείσα καταγωγή έχει προσδιοριστεί σωστά και σύμφωνα με το άρθρο 60 του κώδικα ή και τα δύο.

Για τους σκοπούς αυτούς, οι τελωνειακές αρχές επιστρέφουν το πιστοποιητικό καταγωγής ή αντίγραφο αυτού στην αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού. Εάν η διασάφηση συνοδεύεται από τιμολόγιο, το πρωτότυπο τιμολόγιο ή αντίγραφο αυτού επισυνάπτεται στο επιστρεφόμενο πιστοποιητικό καταγωγής.

Οι τελωνειακές αρχές αναφέρουν, όταν απαιτείται, τους λόγους διενέργειας του εκ των υστέρων ελέγχου και παρέχουν οποιεσδήποτε πληροφορίες που έχουν στην κατοχή τους και οι οποίες υποδηλώνουν ότι τα αναφερόμενα στο πιστοποιητικό καταγωγής στοιχεία είναι ανακριβή ή ότι το πιστοποιητικό καταγωγής δεν είναι γνήσιο.

3.   Η αναφερόμενη στο άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού αρχή κοινοποιεί τα αποτελέσματα των ελέγχων στις τελωνειακές αρχές το συντομότερο δυνατό.

Εάν δεν δοθεί απάντηση εντός έξι μηνών από την αποστολή ενός αιτήματος σύμφωνα με την παράγραφο 2, οι τελωνειακές αρχές αρνούνται τη χρήση του ειδικού μη προτιμησιακού καθεστώτος εισαγωγής για τα εν λόγω προϊόντα.

Τμήμα 2

Προτιμησιακή καταγωγή

Άρθρο 60

Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, εφαρμόζονται οι ορισμοί που προβλέπονται στο άρθρο 37 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446.

Υποτμήμα 1

Διαδικασίες διευκόλυνσης ή σύνταξης αποδεικτικών καταγωγής

Άρθρο 61

Δηλώσεις προμηθευτή και η χρήση τους

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Όταν ένας προμηθευτής παρέχει στον εξαγωγέα ή τον συναλλασσόμενο τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τον καθορισμό του χαρακτήρα καταγωγής των εμπορευμάτων για τους σκοπούς των διατάξεων που διέπουν τις προτιμησιακές συναλλαγές μεταξύ της Ένωσης και ορισμένων χωρών ή εδαφών (χαρακτήρας προτιμησιακής καταγωγής), ο προμηθευτής το πράττει με μια δήλωση προμηθευτή.

Καταρτίζεται ξεχωριστή δήλωση προμηθευτή για κάθε αποστολή εμπορευμάτων, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 62 του παρόντος κανονισμού.

2.   Ο προμηθευτής περιλαμβάνει την εν λόγω δήλωση στο εμπορικό τιμολόγιο που αφορά αυτή την αποστολή, σε δελτίο παράδοσης ή σε κάθε άλλο εμπορικό έγγραφο που περιγράφει τα σχετικά προϊόντα με επαρκείς λεπτομέρειες ώστε να είναι δυνατή η αναγνώρισή τους.

3.   Ο προμηθευτής μπορεί να προσκομίζει τη δήλωση οποτεδήποτε, ακόμα και μετά την παράδοση των εμπορευμάτων.

Άρθρο 62

Δήλωση τακτικού προμηθευτή

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Όταν ένας προμηθευτής προμηθεύει τακτικά έναν εξαγωγέα ή συναλλασσόμενο με αποστολές εμπορευμάτων, και ο χαρακτήρας καταγωγής των εμπορευμάτων όλων αυτών των αποστολών αναμένεται να είναι ο ίδιος, μπορεί να προσκομίζει μία ενιαία δήλωση προμηθευτή η οποία καλύπτει μεταγενέστερες αποστολές των εν λόγω εμπορευμάτων (δήλωση τακτικού προμηθευτή). Η δήλωση τακτικού προμηθευτή μπορεί να εκδοθεί για περίοδο ισχύος έως δύο ετών από την ημερομηνία σύνταξής της.

2.   Η δήλωση τακτικού προμηθευτή μπορεί να εκδοθεί με αναδρομική ισχύ για εμπορεύματα που παραδόθηκαν πριν από τη σύνταξη της δήλωσης. Η δήλωση τακτικού προμηθευτή μπορεί να εκδοθεί για περίοδο ισχύος έως ένα έτος πριν από την ημερομηνία κατά την οποία συντάχθηκε η δήλωση. Η περίοδος ισχύος λήγει την ημερομηνία κατά την οποία συντάχθηκε η δήλωση τακτικού προμηθευτή.

3.   Ο προμηθευτής ενημερώνει αμέσως τον εξαγωγέα ή τον συναλλασσόμενο σε περίπτωση που η δήλωση τακτικού προμηθευτή δεν ισχύει σε σχέση με ορισμένες ή όλες τις παρτίδες των εμπορευμάτων που παραδόθηκαν ή πρόκειται να παραδοθούν.

Άρθρο 63

Σύνταξη των δηλώσεων προμηθευτή

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Για τα προϊόντα που έχουν αποκτήσει τον χαρακτήρα προτιμησιακής καταγωγής, οι δηλώσεις προμηθευτή συντάσσονται όπως ορίζεται στο παράρτημα 22-15. Ωστόσο, η δήλωση τακτικού προμηθευτή για τα εν λόγω προϊόντα συντάσσεται όπως ορίζεται στο παράρτημα 22-16.

2.   Για προϊόντα που έχουν υποστεί επεξεργασία ή μεταποίηση στην Ένωση χωρίς να έχουν αποκτήσει τον χαρακτήρα προτιμησιακής καταγωγής, οι δηλώσεις προμηθευτή συντάσσονται όπως ορίζεται στο παράρτημα 22-17. Ωστόσο, όταν πρόκειται για δήλωση τακτικού προμηθευτή, οι δηλώσεις προμηθευτή συντάσσονται όπως ορίζεται στο παράρτημα 22-18.

3.   Η δήλωση προμηθευτή πρέπει να φέρει ιδιόχειρη υπογραφή του προμηθευτή. Εντούτοις, όταν τόσο το τιμολόγιο όσο και η δήλωση προμηθευτή συντάσσονται με ηλεκτρονικό μέσο, αυτές μπορούν να έχουν ηλεκτρονική επικύρωση ή ο προμηθευτής μπορεί να χορηγεί στον εξαγωγέα ή τον συναλλασσόμενο γραπτή ανάληψη υποχρέωσης με την οποία αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη για κάθε δήλωση προμηθευτή που αναφέρεται σε αυτόν, σαν να είχε θέσει την ιδιόχειρη υπογραφή του.

Άρθρο 64

Έκδοση πιστοποιητικών πληροφοριών INF 4

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Οι τελωνειακές αρχές δύνανται να ζητούν από τον εξαγωγέα ή τον συναλλασσόμενο να λάβει από τον προμηθευτή πιστοποιητικό πληροφοριών INF 4 που να πιστοποιεί την ακρίβεια και τη γνησιότητα της δήλωσης του προμηθευτή.

2.   Κατόπιν αιτήσεως του προμηθευτή, το πιστοποιητικό πληροφοριών INF 4 εκδίδεται από τις τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους στο οποίο έχει συνταχθεί η δήλωση προμηθευτή με το έντυπο που προβλέπεται στο παράρτημα 22-02 σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές που καθορίζονται στο εν λόγω παράρτημα. Οι αρχές δύνανται να απαιτούν κάθε αποδεικτικό στοιχείο και να διενεργούν ελέγχους των λογιστικών βιβλίων του προμηθευτή, ή άλλους ελέγχους που θεωρούν κατάλληλους.

3.   Οι τελωνειακές αρχές εκδίδουν το πιστοποιητικό πληροφοριών INF 4 στον προμηθευτή εντός 90 ημερών από την παραλαβή της αίτησης, και στο πιστοποιητικό ορίζεται κατά πόσον η δήλωση προμηθευτή είναι ακριβής και γνήσια.

4.   Η τελωνειακή αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση για την έκδοση πιστοποιητικού πληροφοριών INF 4 φυλάσσει το έντυπο της αίτησης για τρία τουλάχιστον έτη ή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, εάν χρειάζεται, για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τις διατάξεις που διέπουν τις προτιμησιακές συναλλαγές μεταξύ της Ένωσης και ορισμένων χωρών ή εδαφών.

Άρθρο 65

Διοικητική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

Οι τελωνειακές αρχές παρέχουν αμοιβαία συνδρομή για τον έλεγχο της ακρίβειας των πληροφοριών που περιέχουν οι δηλώσεις προμηθευτή.

Άρθρο 66

Έλεγχος των δηλώσεων προμηθευτή

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Όταν ο εξαγωγέας δεν είναι σε θέση να προσκομίσει πιστοποιητικό πληροφοριών INF 4 εντός 120 ημερών από το αίτημα των τελωνειακών αρχών, οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εξαγωγής μπορούν να ζητούν από τις τελωνειακές αρχές του κράτους στο οποίο έχει συνταχθεί η δήλωση να επιβεβαιώσουν την καταγωγή των εν λόγω προϊόντων για τους σκοπούς των διατάξεων που διέπουν τις προτιμησιακές συναλλαγές μεταξύ της Ένωσης και ορισμένων χωρών.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εξαγωγής αποστέλλουν στις τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους στο οποίο έχει συνταχθεί η δήλωση προμηθευτή όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες και έγγραφα και αναφέρουν τους λόγους που δικαιολογούν την έρευνα.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους στο οποίο έχει συνταχθεί η δήλωση προμηθευτή μπορούν να ζητούν αποδεικτικά στοιχεία από τον προμηθευτή ή διενεργούν τις δέουσες επαληθεύσεις της δήλωσης αυτής.

4.   Οι τελωνειακές αρχές που ζητούν τη διενέργεια του ελέγχου πρέπει να ενημερώνονται για τα αποτελέσματα το συντομότερο δυνατό μέσω πιστοποιητικού πληροφοριών INF 4.

5.   Εάν δεν υπάρξει απάντηση εντός 150 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης ελέγχου ή εάν η απάντηση δεν περιλαμβάνει επαρκείς πληροφορίες για τη διαπίστωση της καταγωγής των συγκεκριμένων προϊόντων, οι τελωνειακές αρχές της χώρας εξαγωγής ακυρώνουν τα αποδεικτικά καταγωγής που έχουν συνταχθεί βάσει της δήλωσης προμηθευτή.

Άρθρο 67

Άδεια εγκεκριμένου εξαγωγέα

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Εάν η Ένωση έχει συνάψει προτιμησιακή συμφωνία με τρίτη χώρα, η οποία προβλέπει ότι το αποδεικτικό καταγωγής λαμβάνει τη μορφή δήλωσης τιμολογίου ή δήλωσης καταγωγής που συντάσσεται από εγκεκριμένο εξαγωγέα, οι εξαγωγείς που είναι εγκατεστημένοι στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης μπορούν να υποβάλλουν αίτηση για άδεια που τους χορηγεί την ιδιότητα του εγκεκριμένου εξαγωγέα για τους σκοπούς της σύνταξης και της αντικατάστασης των εν λόγω δηλώσεων.

2.   Τα άρθρα 11 παράγραφος 1 στοιχείο δ), 16, 17 και 18 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 σχετικά με τους όρους για την παραλαβή αιτήσεων και την αναστολή αποφάσεων και τα άρθρα 10 και 15 του παρόντος κανονισμού σχετικά με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων για την ανταλλαγή και την αποθήκευση πληροφοριών και την ανάκληση ευνοϊκών αποφάσεων σχετικά με τις αιτήσεις και τις αποφάσεις δεν εφαρμόζονται σε αποφάσεις σχετικές με άδειες εγκεκριμένου εξαγωγέα.

3.   Οι άδειες εγκεκριμένου εξαγωγέα χορηγούνται μόνο σε πρόσωπα τα οποία πληρούν τους όρους που καθορίζονται στις διατάξεις περί καταγωγής είτε των συμφωνιών που έχει συνάψει η Ένωση με ορισμένες χώρες ή εδάφη εκτός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης είτε των μέτρων που θεσπίζονται μονομερώς από την Ένωση όσον αφορά τις εν λόγω χώρες ή εδάφη.

4.   Οι τελωνειακές αρχές χορηγούν στον εγκεκριμένο εξαγωγέα αριθμό αδείας του τελωνείου, ο οποίος αναγράφεται στα αποδεικτικά προτιμησιακής καταγωγής. Πριν από τον αριθμό αδείας του τελωνείου αναγράφεται ο κωδικός χώρας ISO 3166-1-alpha- 2 του κράτους μέλους που εκδίδει την άδεια.

5.   Η Επιτροπή παρέχει στις ενδιαφερόμενες τρίτες χώρες τις διευθύνσεις των τελωνειακών αρχών που είναι αρμόδιες για τον έλεγχο των αποδεικτικών προτιμησιακής καταγωγής που συντάσσουν οι εγκεκριμένοι εξαγωγείς.

6.   Στις περιπτώσεις στις οποίες η εφαρμοστέα προτιμησιακή ρύθμιση δεν διευκρινίζει τη μορφή που λαμβάνουν οι δηλώσεις τιμολογίου ή οι δηλώσεις καταγωγής, οι εν λόγω δηλώσεις συντάσσονται σύμφωνα με το έντυπο που ορίζεται στο παράρτημα 22-09.

7.   Στις περιπτώσεις στις οποίες το ισχύον προτιμησιακό καθεστώς δεν προσδιορίζει το ποσό μέχρι το οποίο ο εξαγωγέας, ο οποίος δεν είναι εγκεκριμένος εξαγωγέας, μπορεί να εκδίδει δήλωση τιμολογίου ή δήλωση καταγωγής, το εν λόγω όριο ανέρχεται σε 6 000 ευρώ για κάθε αποστολή.

Άρθρο 68

Εγγραφή των εξαγωγέων εκτός του πλαισίου του συστήματος ΣΓΠ της Ένωσης

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Στις περιπτώσεις στις οποίες η Ένωση έχει συνάψει προτιμησιακή συμφωνία με τρίτη χώρα, η οποία προβλέπει ότι το έγγραφο σχετικά με την καταγωγή είναι δυνατό να συμπληρώνεται από τον εξαγωγέα σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης, οι εξαγωγείς που είναι εγκατεστημένοι στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης μπορούν να ζητήσουν να εγγραφούν για τον σκοπό αυτό. Τα υποτμήματα 2 έως 9 του παρόντος τμήματος εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τα άρθρα 11 παράγραφος 1 στοιχείο δ), 16, 17 και 18 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 σχετικά με τους όρους για την παραλαβή αιτήσεων και την αναστολή αποφάσεων και τα άρθρα 10 και 15 του παρόντος κανονισμού δεν εφαρμόζονται. Οι αιτήσεις και οι αποφάσεις που σχετίζονται με το παρόν άρθρο δεν ανταλλάσσονται ούτε αποθηκεύονται στο ηλεκτρονικό σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας που καθορίζεται στο άρθρο 10 του παρόντος κανονισμού.

3.   Η Επιτροπή παρέχει στην τρίτη χώρα με την οποία η Ένωση έχει συνάψει προτιμησιακή συμφωνία τις διευθύνσεις των τελωνειακών αρχών που είναι αρμόδιες για την επαλήθευση εγγράφου σχετικά με την καταγωγή, το οποίο έχει συμπληρωθεί από εγγεγραμμένο εξαγωγέα στην Ένωση σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

4.   Στις περιπτώσεις στις οποίες το ισχύον προτιμησιακό καθεστώς δεν προσδιορίζει το ποσό μέχρι το οποίο ο εξαγωγέας ο οποίος δεν είναι εγγεγραμμένος εξαγωγέας μπορεί να συμπληρώνει έγγραφο σχετικά με την καταγωγή, το εν λόγω όριο ανέρχεται σε 6 000 ευρώ για κάθε αποστολή.

5.   Έως τις ημερομηνίες έναρξης λειτουργίας του Συστήματος Εγγεγραμμένων Εξαγωγέων (ΣΕΕ) που αναφέρεται στο παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2014/255/ΕΕ ισχύουν οι ακόλουθες διατάξεις:

α)

εξαγωγέας εγκατεστημένος στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης μπορεί να ζητήσει να εγκριθεί, σύμφωνα με το άρθρο 67 του παρόντος κανονισμού, ώστε να ενεργεί ως εγγεγραμμένος εξαγωγέας σύμφωνα με την παράγραφο 1·

β)

εξαγωγέας που αποτελεί ήδη κάτοχο άδειας εγκεκριμένου εξαγωγέα στην Ένωση μπορεί να ζητήσει την παράταση της άδειας ώστε να ενεργεί ως εγγεγραμμένος εξαγωγέας σύμφωνα με την παράγραφο 1·

και ο αριθμός της οικείας άδειας εγκεκριμένου εξαγωγέα χρησιμοποιείται ως αριθμός εγγεγραμμένου εξαγωγέα.

Από τις ημερομηνίες έναρξης λειτουργίας του Συστήματος Εγγεγραμμένων Εξαγωγέων (ΣΕΕ), εξαγωγέας που αναφέρεται είτε στο στοιχείο α) είτε στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου και επιθυμεί να συνεχίσει να ενεργεί ως εγγεγραμμένος εξαγωγέας σύμφωνα με την παράγραφο 1 εγγράφεται στο εν λόγω σύστημα.

Άρθρο 69

Αντικατάσταση των αποδεικτικών προτιμησιακής καταγωγής που έχουν εκδοθεί ή συνταχθεί εκτός του πλαισίου του συστήματος γενικευμένων προτιμήσεων (ΣΓΠ) της Ένωσης

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Αν καταγόμενα προϊόντα που καλύπτονται από αποδεικτικό προτιμησιακής καταγωγής που έχει εκδοθεί ή συνταχθεί προηγουμένως για τους σκοπούς ενός προτιμησιακού δασμολογικού μέτρου όπως αναφέρεται στο άρθρο 56 παράγραφος 2 στοιχείο δ) ή ε) του κώδικα εκτός από το ΣΓΠ της Ένωσης δεν έχουν ακόμη τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία και τίθενται υπό τον έλεγχο τελωνείου στην Ένωση, το αρχικό αποδεικτικό καταγωγής είναι δυνατόν να αντικαθίσταται από ένα ή περισσότερα αποδεικτικά αντικατάστασης με σκοπό την αποστολή όλων ή ορισμένων από τα προϊόντα αυτά αλλού εντός της Ένωσης.

2.   Στην περίπτωση που το αποδεικτικό καταγωγής που απαιτείται για τους σκοπούς του προτιμησιακού δασμολογικού μέτρου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1, άλλο κυβερνητικό πιστοποιητικό καταγωγής, δήλωση καταγωγής ή δήλωση τιμολογίου, το αποδεικτικό καταγωγής που το αντικαθιστά εκδίδεται ή συντάσσεται με τη μορφή ενός από τα ακόλουθα έγγραφα:

α)

δήλωση καταγωγής αντικατάστασης ή δήλωση τιμολογίου αντικατάστασης που συντάσσεται από εγκεκριμένο εξαγωγέα ο οποίος αποστέλλει εκ νέου τα εμπορεύματα·

β)

δήλωση καταγωγής αντικατάστασης ή δήλωση τιμολογίου αντικατάστασης που συντάσσεται από οποιονδήποτε επαναποστολέα των εμπορευμάτων, όταν η συνολική αξία των καταγόμενων προϊόντων της αρχικής αποστολής που πρόκειται να κατατμηθεί δεν υπερβαίνει το εφαρμοστέο κατώτατο όριο αξίας·

γ)

δήλωση καταγωγής αντικατάστασης ή δήλωση τιμολογίου αντικατάστασης που συντάσσεται από οποιονδήποτε επαναποστολέα των εμπορευμάτων, όταν η συνολική αξία των καταγόμενων προϊόντων της αρχικής αποστολής που πρόκειται να κατατμηθεί υπερβαίνει το εφαρμοστέο κατώτατο όριο αξίας, και ο επαναποστολέας επισυνάπτει αντίγραφο του αρχικού αποδεικτικού καταγωγής στη δήλωση καταγωγής αντικατάστασης ή δήλωση τιμολογίου αντικατάστασης·

δ)

πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 που εκδίδεται από το τελωνείο υπό τον έλεγχο του οποίου τίθενται τα εμπορεύματα, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

ο επαναποστολέας δεν είναι εγκεκριμένος εξαγωγέας και δεν συναινεί να επισυναφθεί αντίγραφο του αρχικού αποδεικτικού καταγωγής στο αποδεικτικό αντικατάστασης·

ii)

η συνολική αξία των καταγόμενων προϊόντων κατά την αρχική αποστολή υπερβαίνει το εφαρμοστέο κατώτατο όριο αξίας πάνω από το οποίο ο εξαγωγέας πρέπει να είναι εγκεκριμένος εξαγωγέας προκειμένου να εκδώσει αποδεικτικό αντικατάστασης.

3.   Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το αποδεικτικό καταγωγής αντικατάστασης που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο δ), η επικύρωση από το τελωνείο που εκδίδει ως έγγραφο αντικατάστασης το πιστοποιητικό κυκλοφορίας EUR.1 τίθεται στη θέση 11 του πιστοποιητικού. Οι ενδείξεις στη θέση 4 σχετικά με τη χώρα καταγωγής πρέπει να είναι ταυτόσημες με τις ενδείξεις που υπήρχαν στο αρχικό αποδεικτικό καταγωγής. Στη θέση 12 υπογράφει ο επαναποστολέας. Ο επαναποστολέας που υπογράφει στη θέση 12 καλή την πίστει δεν φέρει ευθύνη για την ακρίβεια των ενδείξεων του πρωτότυπου αποδεικτικού καταγωγής.

Το τελωνείο στο οποίο υποβάλλεται αίτηση για την έκδοση πιστοποιητικού αντικατάστασης σημειώνει στο αρχικό αποδεικτικό καταγωγής ή σε συνημμένο έγγραφο τα βάρη, τους αριθμούς, τη φύση των αποστελλόμενων προϊόντων και τη χώρα προορισμού και αναγράφει στο ίδιο πιστοποιητικό τον αύξοντα αριθμό του αντίστοιχου πιστοποιητικού ή πιστοποιητικών αντικατάστασης. Διατηρεί το αρχικό αποδεικτικό καταγωγής για τουλάχιστον τρία έτη.

4.   Στην περίπτωση που το αποδεικτικό καταγωγής που απαιτείται για τους σκοπούς του προτιμησιακού δασμολογικού μέτρου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι βεβαίωση καταγωγής, το αποδεικτικό καταγωγής αντικατάστασης συντάσσεται από τον επαναποστολέα υπό τη μορφή βεβαίωσης αντικατάστασης.

Όταν η συνολική αξία των προϊόντων της αποστολής για την οποία έχει συνταχθεί ένα αποδεικτικό καταγωγής δεν υπερβαίνει το εφαρμοστέο κατώτατο όριο αξίας, ο επαναποστολέας μερών της αποστολής δεν χρειάζεται να είναι εγγεγραμμένος εξαγωγέας για να συντάξει βεβαιώσεις καταγωγής αντικατάστασης.

Όταν η συνολική αξία των προϊόντων της αποστολής για την οποία έχει συνταχθεί ένα αποδεικτικό καταγωγής υπερβαίνει το εφαρμοστέο κατώτατο όριο αξίας, προκειμένου να συντάξει βεβαιώσεις καταγωγής αντικατάστασης, ο επαναποστολέας πρέπει να πληροί μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

να είναι εγγεγραμμένος εξαγωγέας στην Ένωση·

β)

να επισυνάψει αντίγραφο της πρωτότυπης βεβαίωσης καταγωγής στη βεβαίωση καταγωγής αντικατάστασης.

Υποτμήμα 2

Υποχρεώσεις των δικαιούχων χωρών στο πλαίσιο του συστήματος ΣΓΠ της Ένωσης

Άρθρο 70

Υποχρέωση παροχής διοικητικής συνεργασίας στο πλαίσιο του συστήματος ΣΕΕ

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή του συστήματος ΣΓΠ οι δικαιούχες χώρες αναλαμβάνουν τις εξής δεσμεύσεις:

α)

να συγκροτήσουν και να διατηρούν τις απαραίτητες διοικητικές δομές και συστήματα που απαιτούνται για την εφαρμογή και τη διαχείριση, στην εκάστοτε χώρα, των κανόνων και διαδικασιών που καθορίζονται στο παρόν υποτμήμα και στα υποτμήματα 3 έως 9 του παρόντος τμήματος, καθώς και στον τίτλο II κεφάλαιο 1 τμήμα 2 υποτμήματα 2 και 3 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των ρυθμίσεων που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή της σώρευσης·

β)

να εξασφαλίσουν τη συνεργασία των αρμοδίων αρχών τους με την Επιτροπή και τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών.

2.   Η αναφερόμενη στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 συνεργασία συνίσταται στα εξής:

α)

παρέχοντας κάθε αναγκαία υποστήριξη σε περίπτωση αιτήματος της Επιτροπής για την εκ μέρους της παρακολούθηση της ορθής διαχείρισης του συστήματος ΣΓΠ στην οικεία χώρα, συμπεριλαμβανομένων επιτόπιων επισκέψεων ελέγχου από την Επιτροπή ή τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών·

β)

με την επιφύλαξη των άρθρων 108 και 109 του παρόντος κανονισμού, επαληθεύοντας τον χαρακτήρα καταγόμενων προϊόντων και τη συμμόρφωση με τους άλλους όρους που καθορίζονται στο παρόν υποτμήμα, στα υποτμήματα 3 έως 9 του παρόντος τμήματος και στον τίτλο II κεφάλαιο 1 τμήμα 2 υποτμήματα 2 και 3 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, συμπεριλαμβανομένων επιτόπιων επισκέψεων, εάν το ζητήσουν η Επιτροπή ή οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών στο πλαίσιο των ελέγχων της καταγωγής.

3.   Για να δικαιούνται να εφαρμόσουν το σύστημα εγγεγραμμένων εξαγωγέων, οι δικαιούχες χώρες υποβάλλουν τη δέσμευση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στην Επιτροπή τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την ημερομηνία κατά την οποία προτίθενται να αρχίσουν την εγγραφή στο μητρώο εξαγωγέων.

4.   Σε περίπτωση που χώρα ή έδαφος έχει διαγραφεί από το παράρτημα II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 978/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), η υποχρέωση παροχής διοικητικής συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 55 παράγραφος 8 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 και τα άρθρα 72, 80 και 108 του παρόντος κανονισμού εξακολουθεί να ισχύει για την εν λόγω χώρα ή έδαφος για χρονικό διάστημα τριών ετών από την ημερομηνία διαγραφής από το εν λόγω παράρτημα.

Άρθρο 71

Εφαρμοστέες διαδικασίες και μέθοδοι διοικητικής συνεργασίας για εξαγωγές με χρήση πιστοποιητικών καταγωγής τύπου Α και δηλώσεων τιμολογίου

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Κάθε δικαιούχος χώρα συμμορφώνεται ή διασφαλίζει τη συμμόρφωση με:

α)

τους κανόνες καταγωγής των εξαγόμενων προϊόντων, οι οποίοι καθορίζονται στον τίτλο II κεφάλαιο 1 τμήμα 2 υποτμήμα 2 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446·

β)

τους κανόνες για τη συμπλήρωση και έκδοση πιστοποιητικών καταγωγής Τύπου Α·

γ)

τις διατάξεις για τη χρήση δηλώσεων τιμολογίου που καταρτίζονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο παράρτημα 22-09·

δ)

τις διατάξεις σχετικά με τις υποχρεώσεις των κοινοποιήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 73 του παρόντος κανονισμού·

ε)

τις διατάξεις σχετικά με τη χορήγηση παρεκκλίσεων που αναφέρονται στο άρθρο 64 παράγραφος 6 του κώδικα.

2.   Οι αρμόδιες αρχές των δικαιούχων χωρών συνεργάζονται με την Επιτροπή ή τα κράτη μέλη κυρίως:

α)

παρέχοντας κάθε αναγκαία υποστήριξη σε περίπτωση αιτήματος της Επιτροπής για την εκ μέρους της παρακολούθηση της ορθής διαχείρισης του συστήματος ΣΓΠ στην οικεία χώρα, συμπεριλαμβανομένων επιτόπιων επισκέψεων ελέγχου από την Επιτροπή ή τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών·

β)

με την επιφύλαξη των άρθρων 73 και 110 του παρόντος κανονισμού, επαληθεύοντας τον χαρακτήρα καταγόμενων προϊόντων και τη συμμόρφωση με τους άλλους όρους που καθορίζονται στο παρόν υποτμήμα, στα υποτμήματα 3 έως 9 του παρόντος τμήματος και στον τίτλο II κεφάλαιο 1 τμήμα 2 υποτμήματα 2 και 3 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, συμπεριλαμβανομένων επιτόπιων επισκέψεων, εάν το ζητήσουν η Επιτροπή ή οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών στο πλαίσιο των ελέγχων της καταγωγής.

3.   Όταν, σε δικαιούχο χώρα, ορίζεται αρμόδια αρχή για την έκδοση των πιστοποιητικών καταγωγής τύπου Α, ελέγχονται οι έγγραφες αποδείξεις της καταγωγής και εκδίδονται πιστοποιητικά καταγωγής τύπου Α για τις εξαγωγές προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτή η δικαιούχος χώρα θεωρείται ότι έχει αποδεχθεί τους όρους που καθορίζονται στην παράγραφο 1.

4.   Όταν μια χώρα γίνεται δεκτή ή εκ νέου δεκτή ως δικαιούχος χώρα για τα προϊόντα που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 978/2012, τα εμπορεύματα καταγωγής αυτής της χώρας επωφελούνται από το σύστημα γενικευμένων προτιμήσεων, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν εξαχθεί από τη δικαιούχο χώρα την ημερομηνία ή μετά την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 73 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

5.   Σε περίπτωση που χώρα ή έδαφος έχει διαγραφεί από το παράρτημα II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 978/2012, η υποχρέωση παροχής διοικητικής συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 55 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 και τα άρθρα 110 και 111 του παρόντος κανονισμού εξακολουθεί να ισχύει για την εν λόγω χώρα ή έδαφος για χρονικό διάστημα τριών ετών από την ημερομηνία διαγραφής από το εν λόγω παράρτημα.

6.   Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5 εφαρμόζονται στη Σιγκαπούρη για περίοδο τριών ετών αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου 2014.

Άρθρο 72

Υποχρεώσεις κοινοποίησης που εφαρμόζονται από την ημερομηνία της εφαρμογής του συστήματος εγγεγραμμένων εξαγωγέων (ΣΕΕ)

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Οι δικαιούχες χώρες κοινοποιούν στην Επιτροπή τα ονόματα, τις διευθύνσεις και τα στοιχεία επικοινωνίας των αρχών που βρίσκονται στην επικράτειά τους και οι οποίες:

α)

είναι κυβερνητικές αρχές της οικείας χώρας ή ενεργούν υπό την εξουσία της κυβέρνησης, και είναι αρμόδιες να εγγράφουν εξαγωγείς στο μητρώο του συστήματος ΣΕΕ, να τροποποιούν και να επικαιροποιούν τα δεδομένα εγγραφής και να ανακαλούν την εγγραφή·

β)

είναι κυβερνητικές αρχές της οικείας χώρας και είναι υπεύθυνες για τη διασφάλιση της διοικητικής συνεργασίας με την Επιτροπή και τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών, όπως προβλέπεται στο παρόν υποτμήμα, στα υποτμήματα 3 έως 9 του παρόντος τμήματος και στον τίτλο II κεφάλαιο 1 τμήμα 2 υποτμήματα 2 και 3 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446.

2.   Η κοινοποίηση πρέπει να στέλνεται στην Επιτροπή το αργότερο τρεις μήνες πριν από την ημερομηνία κατά την οποία οι δικαιούχες χώρες προτίθενται να αρχίσουν την εγγραφή στο μητρώο εξαγωγέων.

3.   Οι δικαιούχες χώρες ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση την Επιτροπή για κάθε μεταβολή των στοιχείων που κοινοποιούνται βάσει της πρώτης παραγράφου.

Άρθρο 73

Υποχρεώσεις κοινοποίησης εφαρμόζεται έως την ημερομηνία εφαρμογής του συστήματος εγγεγραμμένων εξαγωγέων (ΣΕΕ)

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Οι δικαιούχες χώρες κοινοποιούν στην Επιτροπή τα ονόματα και τις διευθύνσεις των κυβερνητικών αρχών που βρίσκονται στο έδαφός τους και είναι εξουσιοδοτημένες για την έκδοση πιστοποιητικών καταγωγής τύπου Α, καθώς και δείγματα των αποτυπωμάτων των σφραγίδων που χρησιμοποιούν οι εν λόγω αρχές, καθώς και τα ονόματα και τις διευθύνσεις των κυβερνητικών αρχών που είναι υπεύθυνες για τον έλεγχο των πιστοποιητικών καταγωγής τύπου Α και των δηλώσεων τιμολογίου.

Η Επιτροπή διαβιβάζει τις ανωτέρω πληροφορίες στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών. Όταν οι πληροφορίες αυτές γνωστοποιούνται στο πλαίσιο τροποποίησης προγενέστερων κοινοποιήσεων, η Επιτροπή αναφέρει την ημερομηνία έναρξης ισχύος των νέων σφραγίδων, σύμφωνα με τις οδηγίες των αρμόδιων κυβερνητικών αρχών των δικαιούχων χωρών. Οι εν λόγω πληροφορίες προορίζονται για υπηρεσιακή χρήση· ωστόσο, όταν τα εμπορεύματα πρόκειται να τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία, οι εν λόγω τελωνειακές αρχές μπορούν να επιτρέπουν στον εισαγωγέα να συμβουλεύεται τα δείγματα των αποτυπωμάτων των σφραγίδων.

Οι δικαιούχες χώρες που έχουν ήδη παράσχει τις απαιτούμενες βάσει του πρώτου εδαφίου πληροφορίες δεν είναι υποχρεωμένες να τις κοινοποιήσουν εκ νέου, εάν δεν έχει επέλθει μεταβολή.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 71 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή δημοσιεύει στην ιστοσελίδα της την ημερομηνία κατά την οποία μια χώρα δεκτή ή εκ νέου δεκτή ως δικαιούχος χώρα για τα προϊόντα που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 978/2012 εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Υποτμήμα 3

Διαδικασίες κατά την εξαγωγή σε δικαιούχο χώρα και στην Ένωση που εφαρμόζονται στο πλαίσιο του συστήματος ΣΓΠ της Ένωσης μέχρι την εφαρμογή του συστήματος των εγγεγραμμένων εξαγωγέων

Άρθρο 74

Διαδικασία για την έκδοση πιστοποιητικού καταγωγής τύπου Α

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Τα πιστοποιητικά καταγωγής τύπου Α που εκδίδονται με γραπτή αίτηση του εξαγωγέα ή του αντιπροσώπου του, συνοδευόμενη από κάθε άλλο κατάλληλο δικαιολογητικό που αποδεικνύει ότι τα προς εξαγωγή προϊόντα πληρούν τις προϋποθέσεις για την έκδοση πιστοποιητικού καταγωγής τύπου Α. Τα πιστοποιητικά καταγωγής τύπου Α εκδίδεται μέσω του εντύπου που παρατίθεται στο παράρτημα 22-08.

2.   Οι αρμόδιες αρχές των δικαιούχων χωρών παρέχουν το πιστοποιητικό καταγωγής τύπου Α στον εξαγωγέα μόλις πραγματοποιηθεί η εξαγωγή ή εξασφαλιστεί η πραγματοποίησή της. Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές των δικαιούχων χωρών επιτρέπεται επίσης να εκδώσουν πιστοποιητικό καταγωγής τύπου Α μετά την εξαγωγή των προϊόντων τα οποία αφορά, εάν:

α)

αυτό δεν είχε εκδοθεί κατά τη στιγμή της εξαγωγής συνεπεία λαθών, ακούσιων παραλείψεων ή ειδικών περιστάσεων· ή

β)

αποδεικνύεται κατά τρόπο που κρίνεται ικανοποιητικός από τις αρμόδιες αρχές ότι το πιστοποιητικό καταγωγής τύπου Α εκδόθηκε, αλλά δεν έγινε δεκτό κατά την εισαγωγή για τεχνικούς λόγους· ή

γ)

ο τελικός προορισμός των σχετικών προϊόντων προσδιορίστηκε κατά τη μεταφορά ή την αποθήκευσή τους και μετά από ενδεχόμενη κατάτμηση της αποστολής, σύμφωνα με το άρθρο 43 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446.

3.   Οι αρμόδιες αρχές των δικαιούχων χωρών επιτρέπεται να εκδώσουν πιστοποιητικό εκ των υστέρων, μόνον αφού επαληθεύσουν ότι τα στοιχεία που περιέχονται στην αίτηση του εξαγωγέα για πιστοποιητικό καταγωγής τύπου Α που εκδίδεται εκ των υστέρων είναι σύμφωνα με τα στοιχεία του αντίστοιχου φακέλου εξαγωγής και ότι το πιστοποιητικό καταγωγής τύπου Α δεν είχε εκδοθεί κατά την εξαγωγή των εν λόγω προϊόντων, εκτός από την περίπτωση που το πιστοποιητικό καταγωγής τύπου Α δεν είχε γίνει αποδεκτό για τεχνικούς λόγους. Οι λέξεις «Issued retrospectively», «Délivré à posteriori» ή «Εmitido a posteriori» πρέπει να αναγράφονται στη θέση 4 του πιστοποιητικού καταγωγής τύπου Α που εκδίδεται εκ των υστέρων.

4.   Σε περίπτωση κλοπής, απώλειας ή καταστροφής πιστοποιητικού καταγωγής τύπου Α, ο εξαγωγέας επιτρέπεται να ζητήσει, από τις αρμόδιες αρχές που το εξέδωσαν, αντίγραφο που θα συνταχθεί με βάση τα έγγραφα εξαγωγής που έχουν στην κατοχή τους. Η λέξη «Duplicate», «Duplicata» ή «Duplicado», η ημερομηνία έκδοσης και ο αύξων αριθμός του πρωτότυπου πιστοποιητικού αναγράφονται στη θέση 4 του αντιγράφου του πιστοποιητικού καταγωγής τύπου Α. Το αντίγραφο αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία του πρωτοτύπου.

5.   Για να επαληθευθεί αν το προϊόν για το οποίο ζητείται η έκδοση πιστοποιητικού καταγωγής τύπου Α είναι σύμφωνο με τους σχετικούς κανόνες καταγωγής, οι αρμόδιες κυβερνητικές αρχές μπορούν να ζητήσουν κάθε αποδεικτικό έγγραφο ή να διενεργήσουν κάθε έλεγχο που θεωρούν ενδεδειγμένο.

6.   Η συμπλήρωση των θέσεων 2 και 10 του πιστοποιητικού καταγωγής τύπου Α είναι προαιρετική. Η θέση 12 φέρει την ένδειξη «Ένωση» ή το όνομα κράτους μέλους. Η ημερομηνία έκδοσης του πιστοποιητικού καταγωγής Τύπου Α αναφέρεται στη θέση 11. Η υπογραφή που πρέπει να τίθεται στη θέση αυτή από τις αρμόδιες κυβερνητικές αρχές οι οποίες εκδίδουν το πιστοποιητικό, καθώς και η υπογραφή του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου του εξαγωγέα στη θέση 12, πρέπει να είναι ιδιόχειρες.

Άρθρο 75

Όροι για τη σύνταξη δήλωσης τιμολογίου

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Η δήλωση τιμολογίου μπορεί να συνταχθεί από κάθε εξαγωγέα που δραστηριοποιείται σε δικαιούχο χώρα για κάθε αποστολή αποτελούμενη από ένα ή περισσότερα δέματα, τα οποία περιέχουν καταγόμενα προϊόντα, των οποίων η συνολική αξία δεν υπερβαίνει τις 6 000 ευρώ και υπό την προϋπόθεση ότι η διοικητική συνεργασία που αναφέρεται στο άρθρο 67 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται στη διαδικασία αυτή.

2.   Ο εξαγωγέας που συντάσσει δήλωση τιμολογίου πρέπει να είναι σε θέση να υποβάλει ανά πάσα στιγμή, εάν το ζητήσουν οι τελωνειακές ή άλλες αρμόδιες κυβερνητικές αρχές της χώρας εξαγωγής, κάθε κατάλληλο έγγραφο που αποδεικνύει τον χαρακτήρα καταγωγής των σχετικών προϊόντων.

3.   Η δήλωση τιμολογίου συντάσσεται από τον εξαγωγέα στη γαλλική, την αγγλική ή την ισπανική γλώσσα με δακτυλογράφηση, σφραγίδα ή εκτύπωση στο τιμολόγιο, στο δελτίο παράδοσης ή σε άλλο εμπορικό έγγραφο, του κειμένου δήλωσης που παρατίθεται στο παράρτημα 22-09. Εάν η δήλωση είναι χειρόγραφη, γράφεται με μελάνι και με ευανάγνωστους χαρακτήρες. Οι δηλώσεις τιμολογίου πρέπει να φέρουν το πρωτότυπο της χειρόγραφης υπογραφής του εξαγωγέα.

4.   Η χρήση δήλωσης τιμολογίου υπόκειται στους ακόλουθους όρους:

α)

συντάσσεται μία δήλωση τιμολογίου για κάθε αποστολή·

β)

εάν τα εμπορεύματα που περιέχονται στην αποστολή έχουν ήδη υποβληθεί σε έλεγχο στη χώρα εξαγωγής με παραπομπή στον ορισμό της έννοιας «καταγόμενα προϊόντα», ο εξαγωγέας μπορεί να κάνει μνεία του ελέγχου αυτού στη δήλωση τιμολογίου.

Άρθρο 76

Προϋποθέσεις για την έκδοση πιστοποιητικού καταγωγής τύπου Α σε περίπτωση σώρευσης

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

Όταν εφαρμόζεται η σώρευση βάσει των άρθρων 53, 54, 55 ή 56 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, οι αρμόδιες κυβερνητικές αρχές της δικαιούχου χώρας που καλούνται να εκδώσουν πιστοποιητικό καταγωγής τύπου Α για προϊόντα για την κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ύλες καταγωγής μέρους που συμμετέχει στη σώρευση, βασίζονται στα ακόλουθα:

α)

σε περίπτωση διμερούς σώρευσης, στο αποδεικτικό καταγωγής που χορηγείται από τον προμηθευτή του εξαγωγέα και εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 77 του παρόντος κανονισμού·

β)

σε περίπτωση σώρευσης με τη Νορβηγία, την Ελβετία ή την Τουρκία, στο αποδεικτικό καταγωγής που χορηγείται από τον προμηθευτή του εξαγωγέα και εκδίδεται σύμφωνα με τους οικείους κανόνες καταγωγής Νορβηγίας, Ελβετίας ή Τουρκίας, κατά περίπτωση·

γ)

σε περίπτωση περιφερειακής σώρευσης, στο αποδεικτικό καταγωγής που χορηγείται από τον προμηθευτή του εξαγωγέα, συγκεκριμένα σε πιστοποιητικό καταγωγής Τύπου Α, το οποίο εκδόθηκε με χρήση του εντύπου που παρατίθεται στο παράρτημα 22-08 ή, κατά περίπτωση, σε δήλωση τιμολογίου, της οποίας το κείμενο εμφαίνεται στο παράρτημα 22-09·

δ)

σε περίπτωση διευρυμένης σώρευσης, στο αποδεικτικό καταγωγής που χορηγείται από τον προμηθευτή του εξαγωγέα και εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις της σχετικής συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ της Ένωσης και της ενδιαφερόμενης χώρας.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα σημεία α), β), γ) και δ) του πρώτου εδαφίου, η θέση 4 του πιστοποιητικού καταγωγής τύπου Α περιέχει, ανάλογα με την περίπτωση, την ένδειξη:

«EU cumulation», «Norway cumulation», «Switzerland cumulation», «Turkey cumulation», «regional cumulation», «extended cumulation with country x», ή

«Cumul UE», «Cumul Norvège», «Cumul Suisse», «Cumul Turquie», «cumul régional», «cumul étendu avec le pays x», ή

«Acumulación UE», «Acumulación Noruega», «Acumulación Suiza», «Acumulación Turquía», «Acumulación regional», «Acumulación ampliada con el país x».

Άρθρο 77

Απόδειξη του χαρακτήρα καταγωγής της Ένωσης για τους σκοπούς της διμερούς σώρευσης και του εγκεκριμένου εξαγωγέα

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Η απόδειξη του χαρακτήρα καταγωγής προϊόντων της Ένωσης παρέχεται με ένα από τα ακόλουθα:

α)

προσκόμιση πιστοποιητικού κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1, που εκδίδεται με το έντυπο που παρατίθεται στο παράρτημα 22-10 ή

β)

προσκόμιση δήλωσης τιμολογίου, της οποίας το κείμενο παρατίθεται στο παράρτημα 22-09 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446. Η δήλωση τιμολογίου μπορεί να συνταχθεί από οποιονδήποτε εξαγωγέα για αποστολές που περιέχουν καταγόμενα προϊόντα των οποίων η συνολική αξία δεν υπερβαίνει τις 6 000 ευρώ ή από εγκεκριμένο εξαγωγέα της Ένωσης.

2.   Ο εξαγωγέας ή ο αντιπρόσωπός του αναγράφει τις ενδείξεις «GSP beneficiary countries» και «EU» ή «Pays bénéficiaires du SPG» και «UE», στη θέση 2 του πιστοποιητικού κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1.

3.   Οι διατάξεις του παρόντος υποτμήματος, των υποτμημάτων 3 έως 9 του παρόντος τμήματος και του τίτλου II κεφάλαιο 1 τμήμα 2 υποτμήματα 2 και 3 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 σχετικά με την έκδοση, τη χρήση και τη μετέπειτα επαλήθευση των πιστοποιητικών καταγωγής τύπου Α εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στα πιστοποιητικά κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 και, με εξαίρεση τις διατάξεις σχετικά με την έκδοσή τους, στις δηλώσεις τιμολογίου.

4.   Οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών μπορούν να επιτρέπουν σε κάθε εξαγωγέα που είναι εγκατεστημένος εντός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης, εφεξής «εγκεκριμένος εξαγωγέας», ο οποίος πραγματοποιεί συχνές αποστολές προϊόντων καταγωγής Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο διμερούς σώρευσης, να συντάσσει δηλώσεις τιμολογίου, ανεξάρτητα από την αξία των καλυπτόμενων προϊόντων, όταν ο εν λόγω εξαγωγέας παρέχει, κατά τρόπο ικανοποιητικό για τις τελωνειακές αρχές, όλες τις εγγυήσεις που είναι απαραίτητες για να ελέγξουν τα εξής:

α)

τον χαρακτήρα καταγωγής των προϊόντων·

β)

την ικανοποίηση των άλλων απαιτήσεων που εφαρμόζονται στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

5.   Οι τελωνειακές αρχές μπορούν να χορηγούν το καθεστώς του εγκεκριμένου εξαγωγέα υπό οιεσδήποτε προϋποθέσεις κρίνουν αναγκαίες. Οι τελωνειακές αρχές χορηγούν στον εγκεκριμένο εξαγωγέα αριθμό αδείας του τελωνείου, ο οποίος αναγράφεται στη δήλωση τιμολογίου.

6.   Οι τελωνειακές αρχές παρακολουθούν τη χρήση της άδειας από τον εγκεκριμένο εξαγωγέα. Οι τελωνειακές αρχές μπορούν να ανακαλούν την άδεια ανά πάσα στιγμή.

Οι τελωνειακές αρχές ανακαλούν την άδεια σε καθεμία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

εάν ο εγκεκριμένος εξαγωγέας δεν παρέχει πλέον τις αναφερόμενες στην παράγραφο 4 εγγυήσεις·

β)

εάν ο εγκεκριμένος εξαγωγέας δεν πληροί τους αναφερόμενους στην παράγραφο 5 όρους·

γ)

εάν ο εγκεκριμένος εξαγωγέας κάνει με άλλον τρόπο κατάχρηση της άδειας.

7.   Δεν απαιτείται από εγκεκριμένο εξαγωγέα να υπογράφει τις δηλώσεις τιμολογίου, εφόσον αυτός δεσμεύεται εγγράφως έναντι των τελωνειακών αρχών να αποδεχθεί την πλήρη ευθύνη για κάθε δήλωση τιμολογίου που τον ταυτοποιεί σαν να την είχε υπογράψει ιδιοχείρως.

Υποτμήμα 4

Διαδικασίες κατά την εξαγωγή σε δικαιούχο χώρα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση που εφαρμόζονται στο πλαίσιο του συστήματος ΣΓΠ της Ένωσης από την ημερομηνία της εφαρμογής του συστήματος εγγεγραμμένων εξαγωγέων

Άρθρο 78

Υποχρέωση των εξαγωγέων να εγγραφεί και άρση αυτής

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Το ΣΓΠ εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

στις περιπτώσεις εμπορευμάτων που πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος υποτμήματος, των υποτμημάτων 3 έως 9 του παρόντος τμήματος και του τίτλου II κεφάλαιο 1 τμήμα 2 υποτμήματα 2 και 3 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 και τα οποία εξάγονται από εγγεγραμμένο εξαγωγέα·

β)

στις περιπτώσεις αποστολής ενός ή περισσότερων δεμάτων που περιέχουν καταγόμενα προϊόντα τα οποία εξάγονται από οποιονδήποτε εξαγωγέα, όταν η συνολική αξία των καταγόμενων προϊόντων της αποστολής δεν υπερβαίνει τις 6 000 ευρώ.

2.   Η αξία των καταγόμενων προϊόντων μιας αποστολής είναι η αξία όλων των καταγόμενων προϊόντων που περιλαμβάνονται σε μια αποστολή που συνοδεύεται από βεβαίωση καταγωγής η οποία έχει συνταχθεί στη χώρα εξαγωγής.

Άρθρο 79

Διαδικασία εγγραφής στις δικαιούχες χώρες και διαδικασίες κατά την εξαγωγή εφαρμοστέες κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου για την εφαρμογή του συστήματος των εγγεγραμμένων εξαγωγέων

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Οι δικαιούχες χώρες αρχίζουν την εγγραφή των εξαγωγέων στο μητρώο την 1η Ιανουαρίου 2017.

Ωστόσο, σε περίπτωση που η δικαιούχος χώρα δεν είναι σε θέση να ξεκινήσει την εγγραφή στο μητρώο την εν λόγω ημερομηνία, γνωστοποιεί εγγράφως στην Επιτροπή έως την 1η Ιουλίου 2016 ότι αναβάλλει την εγγραφή των εξαγωγέων έως την 1η Ιανουαρίου 2018 ή την 1η Ιανουαρίου 2019.

2.   Για χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η δικαιούχος χώρα αρχίζει την εγγραφή των εξαγωγέων στο μητρώο, οι αρμόδιες αρχές της εν λόγω δικαιούχου χώρας συνεχίζουν να εκδίδουν πιστοποιητικά καταγωγής τύπου Α, κατόπιν αίτησης των εξαγωγέων που δεν έχουν ακόμη εγγραφεί στο μητρώο τη στιγμή υποβολής της αίτησης έκδοσης πιστοποιητικού.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 94 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, τα πιστοποιητικά καταγωγής τύπου Α που εκδίδονται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου είναι αποδεκτά στην Ένωση ως αποδεικτικά καταγωγής, εφόσον έχουν εκδοθεί πριν από την ημερομηνία εγγραφής του οικείου εξαγωγέα.

Οι αρμόδιες αρχές της δικαιούχου χώρας που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην ολοκλήρωση της διαδικασίας εγγραφής εντός της προαναφερθείσας προθεσμίας των δώδεκα μηνών μπορούν να ζητήσουν από την Επιτροπή παράτασή της. Η εν λόγω παράταση δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους έξι μήνες.

3.   Οι εξαγωγείς δικαιούχου χώρας, εγγεγραμμένοι ή μη, συντάσσουν βεβαιώσεις καταγωγής για τα καταγόμενα προϊόντα που αποστέλλονται, εφόσον η συνολική αξία τους δεν υπερβαίνει τα 6 000 ευρώ, από την ημερομηνία την οποία η δικαιούχος χώρα προτίθεται να αρχίσει την εγγραφή των εξαγωγέων στο μητρώο.

Οι εξαγωγείς, αφού εγγραφούν στο μητρώο, συντάσσουν βεβαιώσεις καταγωγής για τα καταγόμενα προϊόντα που αποστέλλονται, εφόσον η συνολική αξία αυτών υπερβαίνει τα 6 000 ευρώ, από την ημερομηνία την οποία η εγγραφή τους θεωρείται έγκυρη σύμφωνα με το άρθρο 86 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού.

4.   Όλες οι δικαιούχες χώρες εφαρμόζουν το σύστημα εγγεγραμμένων εξαγωγέων το αργότερο έως τις 30 Ιουνίου 2020.

Υποτμήμα 5

Άρθρο 80

Βάση δεδομένων εγγεγραμμένων εξαγωγέων: υποχρεώσεις των αρχών

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Η Επιτροπή δημιουργεί ένα σύστημα για την καταχώριση των εξαγωγέων που είναι εξουσιοδοτημένοι να βεβαιώνουν την καταγωγή των εμπορευμάτων (το σύστημα ΣΕΕ) και το καθιστά διαθέσιμο από την 1η Ιανουαρίου 2017.

2.   Οι αρμόδιες αρχές των δικαιούχων χωρών και οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών, μόλις λάβουν το πλήρες έντυπο της αίτησης που αναφέρεται στο παράρτημα 22-06, χορηγούν χωρίς καθυστέρηση τον αριθμό εγγεγραμμένου εξαγωγέα στον εξαγωγέα ή, κατά περίπτωση, στον επαναποστολέα εμπορευμάτων και εγγράφουν στο σύστημα ΣΕΕ τον αριθμό εγγεγραμμένου εξαγωγέα, τα δεδομένα εγγραφής και την ημερομηνία από την οποία η εγγραφή είναι έγκυρη σύμφωνα με το άρθρο 86 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού.

Οι αρμόδιες αρχές δικαιούχου χώρας ή οι τελωνειακές αρχές κράτους μέλους γνωστοποιούν στον εξαγωγέα ή, κατά περίπτωση, στον επαναποστολέα εμπορευμάτων τον αριθμό εγγεγραμμένου εξαγωγέα που χορηγήθηκε στον εν λόγω εξαγωγέα ή επαναποστολέα εμπορευμάτων και την ημερομηνία από την οποία η εγγραφή είναι έγκυρη.

3.   Στην περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι τα στοιχεία που παρασχέθηκαν στην αίτηση είναι ελλιπή, ενημερώνουν αμελλητί τον εξαγωγέα.

4.   Οι αρμόδιες αρχές των δικαιούχων χωρών και οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών επικαιροποιούν τα δεδομένα που έχουν καταχωρίσει. Τροποποιούν τα εν λόγω δεδομένα αμέσως μόλις ενημερωθούν από τον εγγεγραμμένο εξαγωγέα, σύμφωνα με το άρθρο 89 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 81

Ημερομηνία εφαρμογής ορισμένων διατάξεων

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Τα άρθρα 70, 72, 78 έως 80, 82 έως 93, 99 έως 107, 108, 109 και 112 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται για την εξαγωγή εμπορευμάτων από τους εξαγωγείς που είναι εγγεγραμμένοι στο σύστημα ΣΕΕ σε δικαιούχο χώρα από την ημερομηνία κατά την οποία η δικαιούχος χώρα αρχίζει την εγγραφή των εξαγωγέων στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος. Όσον αφορά τους εξαγωγείς της Ένωσης, τα εν λόγω άρθρα εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2017.

2.   Τα άρθρα 71, 73, 74 έως 77, 94 έως 98 και 110 έως 112 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται για την εξαγωγή εμπορευμάτων από τους εξαγωγείς που δεν είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο του συστήματος ΣΕΕ σε δικαιούχο χώρα. Όσον αφορά τους εξαγωγείς της Ένωσης, τα άρθρα αυτά εφαρμόζονται έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017.

Άρθρο 82

Βάση δεδομένων εγγεγραμμένων εξαγωγέων: δικαιώματα πρόσβασης στη βάση δεδομένων

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Η Επιτροπή διασφαλίζει την παροχή πρόσβασης στο σύστημα ΣΕΕ σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

2.   Η Επιτροπή έχει πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα για να τα συμβουλεύεται.

3.   Οι αρμόδιες αρχές της δικαιούχου χώρας έχουν πρόσβαση στα δεδομένα που αφορούν τους εξαγωγείς τους οποίους έχουν εγγράψει στο μητρώο για να τα συμβουλεύονται.

4.   Οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών έχουν πρόσβαση για να συμβουλεύονται τα δεδομένα που έχουν καταχωριστεί από αυτές, από τις τελωνειακές αρχές άλλων κρατών μελών και από τις αρμόδιες αρχές των δικαιούχων χωρών, καθώς και της Νορβηγίας, της Ελβετίας ή της Τουρκίας. Η εν λόγω πρόσβαση στα δεδομένα πραγματοποιείται με σκοπό τη διεξαγωγή ελέγχου των τελωνειακών διασαφήσεων δυνάμει του άρθρου 188 του κώδικα ή τη διενέργεια εκ των υστέρων ελέγχου, δυνάμει του άρθρου 48 του κώδικα.

5.   Η Επιτροπή παρέχει ασφαλή πρόσβαση στο σύστημα ΣΕΕ στις αρμόδιες αρχές των δικαιούχων χωρών.

6.   Σε περίπτωση που χώρα ή έδαφος έχει διαγραφεί από το παράρτημα II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 978/2012, οι οικείες αρμόδιες αρχές διατηρούν την πρόσβαση στο σύστημα ΣΕΕ για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται προκειμένου να είναι σε θέση να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους βάσει του άρθρου 70 του παρόντος κανονισμού.

7.   Η Επιτροπή δημοσιοποιεί τα ακόλουθα δεδομένα με τη συγκατάθεση του εξαγωγέα, ο οποίος για τον σκοπό αυτό υπογράφει στη θέση 6 του εντύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 22-06:

α)

το όνομα του εγγεγραμμένου εξαγωγέα·

β)

τη διεύθυνση του τόπου εγκατάστασης του εγγεγραμμένου εξαγωγέα·

γ)

τα στοιχεία επικοινωνίας του, όπως προσδιορίζονται στη θέση 2 του εντύπου που παρατίθεται στο παράρτημα 22-06·

δ)

ενδεικτική περιγραφή των εμπορευμάτων που πληρούν τα κριτήρια προτιμησιακής μεταχείρισης, συμπεριλαμβανομένου ενδεικτικού καταλόγου των κλάσεων ή των κεφαλαίων του εναρμονισμένου συστήματος, όπως ορίζεται στη θέση 4 του εντύπου που παρατίθεται στο παράρτημα 22-06·

ε)

τον αριθμό καταχώρισης και αναγνώρισης οικονομικών φορέων (EORI) ή τον αριθμό αναγνώρισης συναλλασσομένου (TIN) του εγγεγραμμένου εξαγωγέα.

Η άρνηση υπογραφής στη θέση 6 δεν αποτελεί λόγο άρνησης της εγγραφής του εξαγωγέα.

8.   Η Επιτροπή δημοσιοποιεί πάντοτε τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τον αριθμό εγγεγραμμένου εξαγωγέα·

β)

την ημερομηνία από την οποία η εγγραφή είναι έγκυρη·

γ)

την ημερομηνία ανάκλησης της εγγραφής, κατά περίπτωση·

δ)

πληροφορίες για το κατά πόσο η εγγραφή ισχύει επίσης για εξαγωγές στη Νορβηγία, την Ελβετία ή την Τουρκία·

ε)

την ημερομηνία του τελευταίου συγχρονισμού του συστήματος ΣΕΕ και του δημόσιου ιστότοπου.

Άρθρο 83

Βάση δεδομένων εγγεγραμμένων εξαγωγέων: προστασία των δεδομένων

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Τα δεδομένα που έχουν καταχωριστεί στο σύστημα ΣΕΕ υφίστανται επεξεργασία αποκλειστικά και μόνον για τους σκοπούς της εφαρμογής του συστήματος όπως προβλέπεται στο παρόν υποτμήμα.

2.   Στους εγγεγραμμένους εξαγωγείς παρέχονται οι πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ε) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14) ή στο άρθρο 10 της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15). Επιπροσθέτως, τους παρέχονται επίσης οι ακόλουθες πληροφορίες:

α)

πληροφορίες σχετικά με τη νομική βάση της διαδικασίας επεξεργασίας για την οποία προορίζονται τα δεδομένα·

β)

το χρονικό διάστημα διατήρησης των δεδομένων.

Στους εγγεγραμμένους εξαγωγείς παρέχονται πληροφορίες με ανακοίνωση συνημμένη στην αίτηση εγγραφής στο μητρώο εγγεγραμμένων εξαγωγέων που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 22-06.

3.   Κάθε αρμόδια αρχή δικαιούχου χώρας και κάθε τελωνειακή αρχή κράτους μέλους που έχει εισαγάγει δεδομένα στο σύστημα ΣΕΕ θεωρείται υπεύθυνη για τον έλεγχο της επεξεργασίας των εν λόγω δεδομένων.

Η Επιτροπή θεωρείται συνυπεύθυνη για τον έλεγχο της επεξεργασίας όλων των δεδομένων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι θα εκχωρηθούν στον εγγεγραμμένο εξαγωγέα τα δικαιώματά του.

4.   Τα δικαιώματα των εγγεγραμμένων εξαγωγέων όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων που είναι αποθηκευμένα στο σύστημα ΣΕΕ που απαριθμούνται στο παράρτημα 22-06 και αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας στα εθνικά συστήματα ασκούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία περί προστασίας των δεδομένων για την εφαρμογή της οδηγίας 95/46/ΕΚ του κράτους μέλους που αποθηκεύει τα δεδομένα τους.

5.   Τα κράτη μέλη που αντιγράφουν στα οικεία εθνικά συστήματα τα δεδομένα του συστήματος ΣΕΕ στα οποία έχουν πρόσβαση επικαιροποιούν τα αναπαραχθέντα δεδομένα.

6.   Τα δικαιώματα των εγγεγραμμένων εξαγωγέων όσον αφορά την επεξεργασία των οικείων δεδομένων εγγραφής από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

7.   Κάθε αίτημα από εγγεγραμμένο εξαγωγέα για άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης, διόρθωσης, διαγραφής ή κλειδώματος των δεδομένων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 υποβάλλεται στον υπεύθυνο ελέγχου των δεδομένων και διεκπεραιώνεται από αυτόν.

Εάν εγγεγραμμένος εξαγωγέας υπέβαλε τέτοια αίτηση στην Επιτροπή χωρίς να έχει προσπαθήσει να αποκτήσει τα δικαιώματά του από τον υπεύθυνο ελέγχου των δεδομένων, η Επιτροπή διαβιβάζει το αίτημά του στον υπεύθυνο ελέγχου των δεδομένων του εγγεγραμμένου εξαγωγέα.

Εάν ο εγγεγραμμένος εξαγωγέας δεν απέκτησε δικαιώματα από τον υπεύθυνο ελέγχου των δεδομένων, ο εγγεγραμμένος εξαγωγέας υποβάλλει σχετικό αίτημα στην Επιτροπή, η οποία ενεργεί ως υπεύθυνος ελέγχου των δεδομένων. Η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να διορθώνει, να διαγράφει ή να κλειδώνει τα δεδομένα.

8.   Οι εθνικές εποπτικές αρχές προστασίας των δεδομένων και ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων, ενεργώντας εντός του πλαισίου των οικείων αρμοδιοτήτων, συνεργάζονται και διασφαλίζουν τη συντονισμένη εποπτεία των δεδομένων εγγραφής.

Οι εθνικές εποπτικές αρχές προστασίας των δεδομένων και ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων, ενεργώντας εντός του πεδίου των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων τους, ανταλλάσσουν συναφείς πληροφορίες, παρέχουν αμοιβαία συνδρομή για τη διενέργεια ελέγχων και επιθεωρήσεων, εξετάζουν δυσκολίες στην ερμηνεία ή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, μελετούν προβλήματα που αφορούν την άσκηση ανεξάρτητης εποπτείας ή κατά την άσκηση των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων, εκπονούν εναρμονισμένες προτάσεις για κοινές λύσεις σε προβλήματα και προωθούν την ευαισθητοποίηση του κοινού όσον αφορά τα δικαιώματα προστασίας των δεδομένων, ανάλογα με τις ανάγκες.

Άρθρο 84

Υποχρεώσεις κοινοποίησης που ισχύουν στα κράτη μέλη για την υλοποίηση του συστήματος εγγεγραμμένου εξαγωγέα (ΣΕΕ)

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα ονόματα, τις διευθύνσεις και τα στοιχεία επικοινωνίας των τελωνειακών αρχών τους που είναι:

α)

αρμόδιες για την εγγραφή των εξαγωγέων και των επαναποστολέων εμπορευμάτων σε μητρώο του συστήματος ΣΕΕ, την τροποποίηση και την επικαιροποίηση των δεδομένων εγγραφής και την ανάκληση της εγγραφής·

β)

αρμόδιες για την εξασφάλιση της διοικητικής συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές των δικαιούχων χωρών, όπως προβλέπεται στο παρόν υποτμήμα, στα υποτμήματα 3 έως 9 του παρόντος τμήματος και στον τίτλο II κεφάλαιο 1 τμήμα 2 υποτμήματα 2 και 3 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446.

Η κοινοποίηση αποστέλλεται στην Επιτροπή το αργότερο έως την 30ή Σεπτεμβρίου 2016.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή για κάθε μεταβολή των στοιχείων που κοινοποιούνται βάσει του πρώτου εδαφίου.

Άρθρο 85

Διαδικασία εγγραφής στα κράτη μέλη και διαδικασίες κατά την εξαγωγή εφαρμοστέες κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου για την εφαρμογή του συστήματος εγγεγραμμένων εξαγωγέων

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Την 1η Ιανουαρίου 2017, οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών αρχίζουν την εγγραφή στο μητρώο των εξαγωγέων που είναι εγκατεστημένοι στην επικράτειά τους.

2.   Από την 1η Ιανουαρίου 2018, οι τελωνειακές αρχές όλων των κρατών μελών παύουν να εκδίδουν πιστοποιητικά κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 για τους σκοπούς της σώρευσης βάσει του άρθρου 53 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446.

3.   Έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών εκδίδουν πιστοποιητικά κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 ή πιστοποιητικά αντικατάστασης των πιστοποιητικών καταγωγής τύπου Α κατόπιν αίτησης των εξαγωγέων ή των επαναποστολέων εμπορευμάτων που δεν είναι ακόμη εγγεγραμμένοι. Το ίδιο ισχύει επίσης εάν τα καταγόμενα προϊόντα που αποστέλλονται στην Ένωση συνοδεύονται από βεβαιώσεις καταγωγής που έχουν συνταχθεί από εγγεγραμμένο εξαγωγέα δικαιούχου χώρας.

4.   Οι εξαγωγείς της Ένωσης, εγγεγραμμένοι ή μη, συντάσσουν βεβαιώσεις καταγωγής για τα καταγόμενα προϊόντα που αποστέλλονται, εφόσον η συνολική αξία τους δεν υπερβαίνει τα 6 000 ευρώ, από την 1η Ιανουαρίου 2017.

Οι εξαγωγείς, αφού εγγραφούν στο μητρώο, συντάσσουν βεβαιώσεις καταγωγής για τα καταγόμενα προϊόντα που αποστέλλονται, εφόσον η συνολική αξία αυτών υπερβαίνει τα 6 000 ευρώ, από την ημερομηνία κατά την οποία η εγγραφή τους θεωρείται έγκυρη σύμφωνα με το άρθρο 86 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού.

5.   Οι επαναποστολείς εμπορευμάτων που είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο δύνανται να συντάσσουν βεβαιώσεις καταγωγής αντικατάστασης από την ημερομηνία κατά την οποία η εγγραφή τους είναι έγκυρη σύμφωνα με το άρθρο 86 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού. Αυτό ισχύει ανεξαρτήτως του κατά πόσο τα εμπορεύματα συνοδεύονται από πιστοποιητικό καταγωγής τύπου Α που έχει εκδοθεί στη δικαιούχο χώρα ή από δήλωση τιμολογίου ή από βεβαίωση καταγωγής που έχει συνταχθεί από τον εξαγωγέα.

Άρθρο 86

Αίτηση εγγραφής στο μητρώο εγγεγραμμένων εξαγωγέων

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Για να αποκτήσει την ιδιότητα του εγγεγραμμένου εξαγωγέα, ο εξαγωγέας υποβάλλει αίτηση στις αρμόδιες αρχές της δικαιούχου χώρας στην οποία βρίσκεται η έδρα του ή στην οποία έχει μόνιμη εγκατάσταση.

Η αίτηση υποβάλλεται με χρήση του εντύπου που παρατίθεται στο παράρτημα 22-06.

2.   Για να αποκτήσει την ιδιότητα του εγγεγραμμένου εξαγωγέα, ο εξαγωγέας ή ο επαναποστολέας εμπορευμάτων που είναι εγκατεστημένος στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης υποβάλλει αίτηση στις τελωνειακές αρχές του εν λόγω κράτους μέλους. Η αίτηση υποβάλλεται με χρήση του εντύπου που παρατίθεται στο παράρτημα 22-06.

3.   Για τους σκοπούς της πραγματοποίησης εξαγωγών βάσει του ΣΓΠ και βάσει των συστημάτων γενικευμένων προτιμήσεων της Νορβηγίας, της Ελβετίας ή της Τουρκίας οι εξαγωγείς υποχρεούνται να εγγράφονται μία μόνον φορά.

Στον εξαγωγέα χορηγείται αριθμός εγγεγραμμένου εξαγωγέα από τις αρμόδιες αρχές της δικαιούχου χώρας με σκοπό την εξαγωγή στο πλαίσιο των συστημάτων ΣΓΠ της ΕΕ, της Νορβηγίας και της Ελβετίας, καθώς και της Τουρκίας, στον βαθμό που οι εν λόγω χώρες έχουν αναγνωρίσει τη χώρα στην οποία πραγματοποιήθηκε η εγγραφή ως δικαιούχο χώρα.

4.   Η εγγραφή είναι έγκυρη από την ημερομηνία κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές της δικαιούχου χώρας ή οι τελωνειακές αρχές κράτους μέλους λαμβάνουν την πλήρη αίτηση εγγραφής, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2.

5.   Σε περίπτωση που ο εξαγωγέας εκπροσωπείται για την εκτέλεση των διατυπώσεων εξαγωγής και ο εκπρόσωπός του είναι επίσης εγγεγραμμένος εξαγωγέας, ο εν λόγω εκπρόσωπος δεν χρησιμοποιεί τον δικό του αριθμό εγγεγραμμένου εξαγωγέα.

Άρθρο 87

Βάση δεδομένων εγγεγραμμένων εξαγωγέων: μέτρα δημοσιότητας

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

Για τους σκοπούς του άρθρου 70 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή θα δημοσιεύει στον δικτυακό τόπο της την ημερομηνία κατά την οποία οι δικαιούχες χώρες αρχίζουν να εφαρμόζουν το σύστημα εγγεγραμμένων εξαγωγέων. Η Επιτροπή θα επικαιροποιεί τις πληροφορίες αυτές.

Άρθρο 88

Αυτόματη εγγραφή των εξαγωγέων για χώρα που καθίσταται δικαιούχος χώρα του ΣΓΠ της Ένωσης

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

Όταν προστίθεται χώρα στον κατάλογο δικαιούχων χωρών του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 978/2012, η Επιτροπή ενεργοποιεί αυτομάτως για το σύστημα ΣΓΠ της εν λόγω χώρας τις εγγραφές όλων των εγγεγραμμένων εξαγωγέων που είναι εγγεγραμμένοι στην εν λόγω χώρα, υπό τον όρο ότι τα δεδομένα εγγραφής των εξαγωγέων είναι διαθέσιμα στο σύστημα ΣΕΕ και είναι έγκυρα τουλάχιστον για το σύστημα ΣΓΠ της Νορβηγίας, της Ελβετίας ή της Τουρκίας.

Σε αυτή την περίπτωση, ο εξαγωγέας που είναι ήδη εγγεγραμμένος τουλάχιστον για το σύστημα ΣΓΠ είτε της Νορβηγίας, είτε της Ελβετίας είτε της Τουρκίας, δεν χρειάζεται να υποβάλει αίτηση στις οικείες αρμόδιες αρχές για να εγγραφεί στο σύστημα ΣΓΠ της Ένωσης.

Άρθρο 89

Διαγραφή από το μητρώο εγγεγραμμένων εξαγωγέων

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Οι εγγεγραμμένοι εξαγωγείς ενημερώνουν πάραυτα τις αρμόδιες αρχές της δικαιούχου χώρας ή τις τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους για κάθε μεταβολή των στοιχείων που έχουν παράσχει με σκοπό την εγγραφή τους.

2.   Οι εγγεγραμμένοι εξαγωγείς που δεν πληρούν πλέον τους όρους εξαγωγής εμπορευμάτων βάσει του συστήματος ΣΓΠ ή δεν προτίθενται πλέον να εξάγουν εμπορεύματα στο πλαίσιο του συστήματος ΣΓΠ, ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές της δικαιούχου χώρας ή τις τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους, αναλόγως.

3.   Οι αρμόδιες αρχές δικαιούχου χώρας ή οι τελωνειακές αρχές κράτους μέλους ανακαλούν την εγγραφή του εγγεγραμμένου εξαγωγέα εάν αυτός:

α)

δεν υφίσταται πλέον·

β)

δεν πληροί πλέον τους όρους εξαγωγής εμπορευμάτων βάσει του συστήματος ΣΓΠ·

γ)

έχει ενημερώσει την αρμόδια αρχή της δικαιούχου χώρας ή τις τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους ότι δεν προτίθεται πλέον να εξάγει εμπορεύματα στο πλαίσιο του συστήματος ΣΓΠ·

δ)

εκ προθέσεως ή εξ αμελείας συντάσσει ή προκαλεί τη σύνταξη βεβαίωσης καταγωγής που περιέχει εσφαλμένα στοιχεία και έχει ως αποτέλεσμα τον προσπορισμό αδικαιολόγητου οφέλους χάρη στην προτιμησιακή δασμολογική μεταχείριση.

4.   Η αρμόδια αρχή δικαιούχου χώρας ή οι τελωνειακές αρχές κράτους μέλους δύνανται να ανακαλέσουν την εγγραφή στο μητρώο εάν ο εγγεγραμμένος εξαγωγέας δεν επικαιροποιεί τα στοιχεία της εγγραφής του.

5.   Η ανάκληση των εγγραφών έχει μελλοντική ισχύ, δηλαδή για βεβαιώσεις καταγωγής που συντάσσονται μετά την ημερομηνία ανάκλησης. Η ανάκληση της εγγραφής δεν έχει καμία επίπτωση στην ισχύ των βεβαιώσεων καταγωγής που συντάχθηκαν πριν ο εγγεγραμμένος εξαγωγέας ενημερωθεί για την ανάκληση.

6.   Η αρμόδια αρχή δικαιούχου χώρας ή οι τελωνειακές αρχές κράτους μέλους ενημερώνουν τον εγγεγραμμένο εξαγωγέα σχετικά με την ανάκληση της εγγραφής του και την ημερομηνία από την οποία η ανάκληση θα αρχίσει να ισχύει.

7.   Σε περίπτωση ανάκλησης της εγγραφής του, ο εξαγωγέας ή ο επαναποστολέας εμπορευμάτων πρέπει να έχει τη δυνατότητα προσφυγής σε ένδικα μέσα.

8.   Η ανάκληση εγγεγραμμένου εξαγωγέα ακυρώνεται σε περίπτωση λανθασμένης ανάκλησης. Ο εξαγωγέας ή ο επαναποστολέας εμπορευμάτων θα έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τον αριθμό εγγεγραμμένου εξαγωγέα που τους είχε χορηγηθεί τη στιγμή της εγγραφής.

9.   Οι εξαγωγείς ή επαναποστολείς εμπορευμάτων των οποίων η εγγραφή έχει ανακληθεί επιτρέπεται να υποβάλουν νέα αίτηση για την απόκτηση της ιδιότητας του εγγεγραμμένου εξαγωγέα σύμφωνα με το άρθρο 86 του παρόντος κανονισμού. Οι εξαγωγείς ή επαναποστολείς εμπορευμάτων των οποίων η εγγραφή έχει ανακληθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο δ) και την παράγραφο 4 δύνανται να εγγραφούν εκ νέου μόνον εφόσον αποδείξουν στην αρμόδια αρχή της δικαιούχου χώρας ή στις τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους όπου είχαν εγγραφεί ότι διόρθωσαν την κατάσταση που οδήγησε στην ανάκληση της εγγραφής τους.

10.   Τα δεδομένα που αφορούν ανάκληση εγγραφής διατηρούνται στο σύστημα ΣΕΕ από την αρμόδια αρχή της δικαιούχου χώρας ή από τις τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους που τα εισήγαγε (-αν) στο εν λόγω σύστημα, επί δέκα ημερολογιακά έτη κατ’ ανώτατο όριο μετά το ημερολογιακό έτος κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η ανάκληση. Μετά από παρέλευση δέκα ημερολογιακών ετών, η αρμόδια αρχή της δικαιούχου χώρας ή οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους διαγράφουν τα δεδομένα.

Άρθρο 90

Αυτόματη διαγραφή από το μητρώο εγγεγραμμένων εξαγωγέων όταν μια χώρα διαγράφεται από τον κατάλογο των δικαιούχων χωρών

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Η Επιτροπή ανακαλεί όλες τις εγγραφές των εγγεγραμμένων εξαγωγέων σε δικαιούχο χώρα, εάν η δικαιούχος χώρα διαγραφεί από τον κατάλογο δικαιούχων χωρών του παραρτήματος II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 978/2012 ή εάν οι δασμολογικές προτιμήσεις που χορηγήθηκαν στη δικαιούχο χώρα έχουν ανακληθεί προσωρινά, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 978/2012.

2.   Εφόσον η εν λόγω χώρα εντάσσεται εκ νέου στον εν λόγω κατάλογο ή εφόσον τερματίζεται η προσωρινή ανάκληση των δασμολογικών προτιμήσεων που χορηγήθηκαν στη δικαιούχο χώρα, η Επιτροπή προβαίνει σε εκ νέου ενεργοποίηση της εγγραφής όλων των εγγεγραμμένων εξαγωγέων στην εν λόγω χώρα, υπό τον όρο ότι τα δεδομένα εγγραφής των εξαγωγέων είναι διαθέσιμα στο σύστημα και παραμένουν έγκυρα τουλάχιστον για το σύστημα ΣΓΠ της Νορβηγίας ή της Ελβετίας ή της Τουρκίας. Σε αντίθετη περίπτωση, οι εξαγωγείς εγγράφονται εκ νέου σύμφωνα με το άρθρο 86 του παρόντος κανονισμού.

3.   Σε περίπτωση ανάκλησης της εγγραφής όλων των εγγεγραμμένων εξαγωγέων δικαιούχου χώρας σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο, τα δεδομένα της ανακληθείσας εγγραφής τηρούνται στο σύστημα ΣΕΕ τουλάχιστον επί δέκα ημερολογιακά έτη από το ημερολογιακό έτος κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η ανάκληση. Μετά την εν λόγω περίοδο δέκα ετών και εφόσον η δικαιούχος χώρα δεν έχει υπάρξει δικαιούχος χώρα του ΣΓΠ της Νορβηγίας, της Ελβετίας ή της Τουρκίας για περισσότερο από δέκα έτη, η Επιτροπή διαγράφει τα δεδομένα των εγγραφών που ανακλήθηκαν από το σύστημα ΣΕΕ.

Άρθρο 91

Υποχρεώσεις των εξαγωγέων

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Οι εξαγωγείς και οι εγγεγραμμένοι εξαγωγείς πρέπει να συμμορφώνεται με τις ακόλουθες υποχρεώσεις:

α)

να τηρούν κατάλληλα λογιστικά βιβλία για την παραγωγή και προμήθεια εμπορευμάτων τα οποία δικαιούνται προτιμησιακή μεταχείριση·

β)

να διατηρούν διαθέσιμα όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν τις ύλες που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή ή παρασκευή·

γ)

να διατηρούν όλα τα τελωνειακά έγγραφα που αφορούν τις ύλες που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή ή παρασκευή·

δ)

να τηρούν επί τουλάχιστον τρία έτη από τη λήξη του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο συντάχθηκε η βεβαίωση καταγωγής, ή για μεγαλύτερο διάστημα εάν απαιτείται από την εθνική νομοθεσία, αρχεία:

i)

των βεβαιώσεων καταγωγής που έχουν συντάξει·

ii)

των οικείων καταγόμενων και μη καταγόμενων υλών, της παραγωγής και των λογαριασμών αποθεμάτων.

Τα εν λόγω αρχεία και βεβαιώσεις καταγωγής επιτρέπεται να φυλάσσονται σε ηλεκτρονική μορφή, αλλά πρέπει να καθιστούν δυνατή την ιχνηλάτηση των υλών που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή ή παρασκευή των εξαγόμενων προϊόντων και την επιβεβαίωση του χαρακτήρα καταγόμενου προϊόντος.

2.   Οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 1 υποχρεώσεις ισχύουν και για τους προμηθευτές που χορηγούν στους εξαγωγείς δηλώσεις προμηθευτή οι οποίες πιστοποιούν τον χαρακτήρα καταγόμενου προϊόντος των εμπορευμάτων που προμηθεύουν.

3.   Οι επαναποστολείς εμπορευμάτων, εγγεγραμμένοι ή μη, που συντάσσουν βεβαιώσεις καταγωγής αντικατάστασης, τηρούν τις αρχικές βεβαιώσεις καταγωγής τις οποίες αντικατέστησαν, επί τρία τουλάχιστον έτη από τη λήξη του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο συντάχθηκε η βεβαίωση καταγωγής αντικατάστασης ή για μεγαλύτερο διάστημα εάν απαιτείται από την εθνική νομοθεσία.

Άρθρο 92

Γενικές διατάξεις σχετικά με τη βεβαίωση καταγωγής

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Η βεβαίωση καταγωγής μπορεί να συντάσσεται κατά τη στιγμή της εξαγωγής προς την Ένωση ή όταν η εξαγωγή στην Ένωση είναι εξασφαλισμένη.

Όταν τα σχετικά προϊόντα θεωρούνται ότι κατάγονται από τη δικαιούχο χώρα εξαγωγής ή από άλλη δικαιούχο χώρα, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 55 παράγραφος 4 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 ή με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 55 παράγραφος 6 του εν λόγω κανονισμού, η δήλωση καταγωγής συντάσσεται από τον εξαγωγέα στη δικαιούχο χώρα εξαγωγής.

Όταν τα εν λόγω προϊόντα εξάγονται χωρίς περαιτέρω επεξεργασία ή μεταποίηση ή αφού έχουν υποβληθεί μόνο σε εργασίες που περιγράφονται στο άρθρο 47 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 και, ως εκ τούτου, έχουν διατηρήσει την καταγωγή τους σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του άρθρου 55 παράγραφος 4 και το τρίτο εδάφιο του άρθρου 55 παράγραφος 6 του εν λόγω κανονισμού, η δήλωση καταγωγής συντάσσεται από τον εξαγωγέα στη δικαιούχο χώρα καταγωγής.

2.   Η βεβαίωση καταγωγής επιτρέπεται επίσης να συνταχθεί μετά την εξαγωγή («αναδρομική βεβαίωση») των σχετικών προϊόντων. Τέτοια αναδρομική βεβαίωση καταγωγής γίνεται αποδεκτή εάν προσκομιστεί στις τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους υποβολής της τελωνειακής διασάφησης για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία το αργότερο δύο έτη μετά την εισαγωγή.

Όταν οι τμηματικές αποστολές πραγματοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 43 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 και υπό τον όρο ότι τηρείται η διετής προθεσμία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η βεβαίωση καταγωγής επιτρέπεται να συνταχθεί εκ των υστέρων (αναδρομικά) από τον εξαγωγέα της χώρας εξαγωγής των προϊόντων. Αυτό ισχύει κατ’ αναλογία εάν οι τμηματικές αποστολές πραγματοποιούνται σε άλλη δικαιούχο χώρα ή στη Νορβηγία, στην Ελβετία ή στην Τουρκία.

3.   Η βεβαίωση καταγωγής χορηγείται από τον εξαγωγέα στον πελάτη του στην Ευρωπαϊκή Ένωση και περιλαμβάνει τα στοιχεία που ορίζονται στο παράρτημα 22-07. Συντάσσεται στην αγγλική, γαλλική ή ισπανική γλώσσα.

Μπορεί να συνταχθεί σε οποιοδήποτε εμπορικό έγγραφο το οποίο καθιστά δυνατή την ταυτοποίηση του ενδιαφερόμενου εξαγωγέα και των σχετικών εμπορευμάτων.

4.   Οι παράγραφοι 1 έως 3 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στις βεβαιώσεις καταγωγής που συντάσσονται στην Ένωση για τους σκοπούς της διμερούς σώρευσης.

Άρθρο 93

Βεβαίωση καταγωγής στην περίπτωση σώρευσης

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Για τον καθορισμό της καταγωγής των υλών που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο διμερούς ή περιφερειακής σώρευσης, ο εξαγωγέας προϊόντος για την κατασκευή ή παρασκευή του οποίου χρησιμοποιήθηκαν ύλες καταγωγής χώρας με την οποία επιτρέπεται η σώρευση, βασίζεται στη βεβαίωση καταγωγής που χορήγησε ο προμηθευτής των εν λόγω υλών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η βεβαίωση καταγωγής που συντάσσει ο εξαγωγέας περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, την ένδειξη «ΕU cumulation», «regional cumulation» ή «Cumul UE», «Cumul regional» ή «Acumulación UE», «Acumulación regional».

2.   Για τον καθορισμό της καταγωγής των υλών που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της σώρευσης βάσει του άρθρου 54 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, ο εξαγωγέας προϊόντος για την κατασκευή ή παρασκευή του οποίου χρησιμοποιήθηκαν ύλες καταγωγής Νορβηγίας, Ελβετίας ή Τουρκίας, βασίζεται στο αποδεικτικό καταγωγής που χορήγησε ο προμηθευτής των εν λόγω υλών, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω αποδεικτικό εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των κανόνων καταγωγής του ΣΓΠ της Νορβηγίας, της Ελβετίας ή της Τουρκίας, ανάλογα με την περίπτωση. Σε αυτή την περίπτωση, η βεβαίωση καταγωγής που συντάσσει ο εξαγωγέας περιλαμβάνει την ένδειξη «Norway cumulation», «Switzerland cumulation», «Turkey cumulation», «Cumul Norvège», «Cumul Suisse», «Cumul Turquie» ή «Acumulación Noruega», «Acumulación Suiza», «Acumulación Turquía».

3.   Για τον καθορισμό της καταγωγής των υλών που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της διευρυμένης σώρευσης βάσει του άρθρου 56 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, ο εξαγωγέας προϊόντος για την κατασκευή ή παρασκευή του οποίου χρησιμοποιήθηκαν ύλες καταγωγής μέρους με το οποίο επιτρέπεται η διευρυμένη σώρευση, βασίζεται στο αποδεικτικό καταγωγής που χορήγησε ο προμηθευτής των εν λόγω υλών, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω αποδεικτικό εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις της σχετικής συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ της Ένωσης και του ενδιαφερόμενου μέρους.

Σε αυτή την περίπτωση, η βεβαίωση καταγωγής που συντάσσει ο εξαγωγέας περιλαμβάνει την ένδειξη «extended cumulation with country x» ή «cumul étendu avec le pays x» ή «Acumulación ampliada con el país x».

Υποτμήμα 6

Διαδικασίες κατά τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Ένωση εφαρμοστέες στο πλαίσιο του συστήματος ΣΓΠ της Ένωσης μέχρι την ημερομηνία της εφαρμογής του συστήματος εγγεγραμμένων εξαγωγέων

Άρθρο 94

Υποβολή και εγκυρότητα των πιστοποιητικών καταγωγής τύπου Α ή των δηλώσεων τιμολογίου και εκπρόθεσμη υποβολή τους

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Τα πιστοποιητικά καταγωγής τύπου Α ή οι δηλώσεις τιμολογίου υποβάλλονται στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών εισαγωγής σύμφωνα με τις διαδικασίες της τελωνειακής διασάφησης.

2.   Το αποδεικτικό καταγωγής ισχύει για δέκα μήνες από την ημερομηνία έκδοσης στη χώρα εξαγωγής και πρέπει να κατατίθεται εντός της προθεσμίας αυτής στις τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής.

Τα αποδεικτικά καταγωγής που υποβάλλονται στις τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής μετά τη λήξη της προθεσμίας ισχύος τους μπορούν να γίνονται δεκτά για την εφαρμογή των δασμολογικών προτιμήσεων, όταν η μη υποβολή αυτών των εγγράφων μέχρι την καθορισμένη καταληκτική ημερομηνία οφείλεται σε εξαιρετικές περιστάσεις.

Σε άλλες περιπτώσεις εκπρόθεσμης υποβολής, οι τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής μπορούν να αποδέχονται τα αποδεικτικά καταγωγής, εάν τα προϊόντα έχουν προσκομισθεί στο τελωνείο πριν από την εν λόγω καταληκτική ημερομηνία.

Άρθρο 95

Αντικατάσταση των πιστοποιητικών καταγωγής τύπου Α και των δηλώσεων τιμολογίου

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Αν καταγόμενα προϊόντα που δεν έχουν ακόμη τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία τίθενται υπό τον έλεγχο τελωνείου ενός κράτους μέλους, το εν λόγω τελωνείο, κατόπιν γραπτής αιτήσεως από τον επαναποστολέα, αντικαθιστά το αρχικό πιστοποιητικό καταγωγής τύπου Α ή την αρχική δήλωση τιμολογίου από ένα ή περισσότερα πιστοποιητικά καταγωγής τύπου Α (πιστοποιητικό αντικατάστασης) για τους σκοπούς της αποστολής όλων ή ορισμένων από τα προϊόντα αυτά αλλού στην Ένωση ή στη Νορβηγία ή την Ελβετία. Ο επαναποστολέας αναφέρει στην αίτησή του αν στο πιστοποιητικό αντικατάστασης πρέπει να επισυναφθεί φωτοαντίγραφο του αρχικού αποδεικτικού καταγωγής.

2.   Το πιστοποιητικό αντικατάστασης συντάσσεται σύμφωνα με το παράρτημα 22-19.

Το τελωνείο ελέγχει ότι το πιστοποιητικό αντικατάστασης είναι σύμφωνο με το αρχικό αποδεικτικό καταγωγής.

3.   Όταν η αίτηση για τη χορήγηση πιστοποιητικού αντικατάστασης υποβάλλεται από επαναποστολέα ο οποίος ενεργεί καλή τη πίστει, αυτός δεν φέρει ευθύνη για την ακρίβεια των ενδείξεων που αναφέρονται στο αρχικό αποδεικτικό καταγωγής.

4.   Το τελωνείο στο οποίο υποβάλλεται αίτηση για την έκδοση πιστοποιητικού αντικατάστασης σημειώνει στο αρχικό αποδεικτικό καταγωγής ή σε σημείωμα συνημμένο στο εν λόγω αποδεικτικό τα βάρη, τους αριθμούς και το είδος των αποστελλόμενων προϊόντων καθώς και τη χώρα προορισμού τους και αναγράφει στο ίδιο αποδεικτικό τον αύξοντα αριθμό του αντίστοιχου πιστοποιητικού ή πιστοποιητικών αντικατάστασης. Διατηρεί το αρχικό αποδεικτικό καταγωγής για τουλάχιστον τρία έτη.

5.   Στην περίπτωση προϊόντων που επωφελούνται από δασμολογικές προτιμήσεις βάσει παρέκκλισης που χορηγήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 64 παράγραφος 6 του κώδικα, η διαδικασία που καθορίζεται στο παρόν άρθρο εφαρμόζεται μόνο όταν τα εν λόγω προϊόντα προορίζονται για την Ένωση.

Άρθρο 96

Εισαγωγή με τμηματικές αποστολές με χρήση πιστοποιητικών καταγωγής τύπου Α ή δηλώσεων τιμολογίου

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Όταν, μετά από αίτηση του εισαγωγέα και υπό τους όρους που καθορίζονται από τις τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής, αποσυναρμολογημένα ή μη συναρμολογημένα προϊόντα κατά την έννοια του γενικού ερμηνευτικού κανόνα 2 α) του εναρμονισμένου συστήματος, τα οποία υπάγονται στο τμήμα XVI ή XVII ή στην κλάση 7308 ή 9406 του εναρμονισμένου συστήματος, εισάγονται με τμηματικές αποστολές, μπορεί να υποβάλλεται ένα και μόνο αποδεικτικό καταγωγής για τα προϊόντα αυτά στις τελωνειακές αρχές κατά την εισαγωγή της πρώτης δόσης.

2.   Με αίτηση του εισαγωγέα και υπό τους όρους που επιβάλλουν οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής, μπορεί να υποβάλλεται στις τελωνειακές αρχές ένα μόνο αποδεικτικό καταγωγής, κατά την εισαγωγή της πρώτης αποστολής, όταν τα εμπορεύματα:

α)

εισάγονται εντός του πλαισίου συχνών και συνεχών εμπορικών ροών μεγάλης εμπορικής αξίας·

β)

αποτελούν αντικείμενο της ίδιας σύμβασης πώλησης και τα συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης αυτής είναι εγκατεστημένα στη χώρα εξαγωγής ή στο κράτος μέλος (στα κράτη μέλη)·

γ)

υπάγονται στον ίδιο κωδικό (οκταψήφιο) της συνδυασμένης ονοματολογίας·

δ)

προέρχονται αποκλειστικά από τον ίδιο εξαγωγέα, προορίζονται για τον ίδιο εισαγωγέα και υποβάλλονται στις διατυπώσεις εισόδου στο ίδιο τελωνείο του ίδιου κράτους μέλους.

Η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται για διάστημα που καθορίζουν οι αρμόδιες τελωνειακές αρχές.

Άρθρο 97

Εξαιρέσεις από την υποχρέωση υποβολής πιστοποιητικού καταγωγής τύπου A ή δήλωσης τιμολογίου

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Προϊόντα που αποστέλλονται υπό μορφή μικροδεμάτων από ιδιώτες σε ιδιώτες ή που περιέχονται στις προσωπικές αποσκευές ταξιδιωτών γίνονται δεκτά ως καταγόμενα προϊόντα που επωφελούνται από τις δασμολογικές προτιμήσεις του ΣΓΠ, χωρίς να απαιτείται η κατάθεση πιστοποιητικού καταγωγής τύπου Α ή δήλωσης τιμολογίου, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

τα προϊόντα αυτά:

i)

δεν αποτελούν εισαγωγές εμπορικού χαρακτήρα·

ii)

έχει δηλωθεί ότι πληρούν τους όρους υπαγωγής στο σύστημα ΣΓΠ·

β)

δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς την ακρίβεια της δήλωσης που αναφέρεται στο στοιχείο α) σημείο ii).

2.   Δεν θεωρούνται εισαγωγές εμπορικού χαρακτήρα οι εισαγωγές που πληρούν όλους τους ακόλουθους όρους:

α)

οι εισαγωγές είναι περιστασιακές·

β)

οι εισαγωγές συνίστανται αποκλειστικά σε προϊόντα προσωπικής χρήσης των παραληπτών ή των ταξιδιωτών ή των οικογενειών τους·

γ)

είναι προφανές από το είδος και την ποσότητα των προϊόντων ότι δεν επιδιώκεται εμπορικός σκοπός.

3.   Η συνολική εμπορική αξία των αναφερόμενων στην παράγραφο 2 προϊόντων δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 500 ευρώ στις περιπτώσεις μικροδεμάτων, ή τα 1 200 ευρώ, προκειμένου για προϊόντα που περιέχονται στις προσωπικές αποσκευές ταξιδιωτών.

Άρθρο 98

Διαφορές και τυπικά σφάλματα στα πιστοποιητικά καταγωγής τύπου Α ή τις δηλώσεις τιμολογίου

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Η διαπίστωση μικροδιαφορών μεταξύ των στοιχείων που αναφέρονται στο πιστοποιητικό καταγωγής Τύπου Α ή σε δήλωση τιμολογίου και εκείνων που αναφέρονται στα έγγραφα που υποβάλλονται στο τελωνείο για τη διεκπεραίωση των διατυπώσεων εισαγωγής των προϊόντων δεν συνεπάγεται αφ’ εαυτής την ακυρότητα του πιστοποιητικού ή της δήλωσης, εάν αποδεικνύεται δεόντως ότι το έγγραφο αυτό πράγματι αντιστοιχεί στα προσκομισθέντα προϊόντα.

2.   Εμφανή τυπικά σφάλματα στο πιστοποιητικό καταγωγής τύπου Α, στο πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 ή στη δήλωση τιμολογίου δεν αποτελούν αιτία απόρριψης του εγγράφου, εάν τα σφάλματα αυτά δεν δημιουργούν αμφιβολίες ως προς την ορθότητα των στοιχείων του σχετικού εγγράφου.

Υποτμήμα 7

Διαδικασίες κατά τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Ένωση εφαρμοστέες στο πλαίσιο του συστήματος ΣΓΠ της Ένωσης από την ημερομηνία της εφαρμογής του συστήματος εγγεγραμμένων εξαγωγέων

Άρθρο 99

Εγκυρότητα της βεβαίωσης καταγωγής

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Συντάσσεται βεβαίωση καταγωγής για κάθε αποστολή.

2.   Η βεβαίωση καταγωγής ισχύει επί δώδεκα μήνες από την ημερομηνία σύνταξής της.

3.   Μία ενιαία βεβαίωση καταγωγής μπορεί να καλύπτει διαφορετικές αποστολές, εάν τα εμπορεύματα πληρούν τους ακόλουθους όρους:

α)

προσκομίζονται αποσυναρμολογημένα ή μη συναρμολογημένα κατά την έννοια του γενικού ερμηνευτικού κανόνα 2 α) του εναρμονισμένου συστήματος·

β)

υπάγονται στα τμήματα XVI ή XVII ή στις κλάσεις 7308 ή 9406 του εναρμονισμένου συστήματος· και

γ)

πρόκειται να εισαχθούν τμηματικά.

Άρθρο 100

Παραδεκτό της βεβαίωσης καταγωγής

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

Προκειμένου οι εισαγωγείς να δικαιούνται να αξιώσουν τον προσπορισμό οφέλους από το σύστημα ΣΓΠ με τη δήλωση βεβαίωσης καταγωγής, τα εμπορεύματα πρέπει να έχουν εξαχθεί την ημερομηνία ή μετά την ημερομηνία κατά την οποία η δικαιούχος χώρα από την οποία εξάγονται τα εμπορεύματα άρχισε την εγγραφή των εξαγωγέων στο μητρώο σύμφωνα με το άρθρο 79 του παρόντος κανονισμού.

Όταν μια χώρα γίνεται δεκτή ή εκ νέου δεκτή ως δικαιούχος χώρα για τα προϊόντα που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 978/2012, τα εμπορεύματα καταγωγής αυτής της χώρας επωφελούνται από το σύστημα γενικευμένων προτιμήσεων υπό την προϋπόθεση ότι έχουν εξαχθεί από τη δικαιούχο χώρα την ημερομηνία ή μετά την ημερομηνία κατά την οποία η δικαιούχος χώρα άρχισαν να εφαρμόζουν το σύστημα εγγεγραμμένων εξαγωγέων που αναφέρεται στο άρθρο 70 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 101

Αντικατάσταση των βεβαιώσεων καταγωγής

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Αν καταγόμενα προϊόντα που δεν έχουν ακόμη τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία τίθενται υπό τον έλεγχο τελωνείου ενός κράτους μέλους, ο επαναποστολέας μπορεί να αντικαταστήσει την αρχική βεβαίωση καταγωγής από μία ή περισσότερες δηλώσεις αντικατάστασης βεβαίωσης καταγωγής (βεβαιώσεις αντικατάστασης), με σκοπό την αποστολή του συνόλου ή μέρους των προϊόντων σε άλλον τόπο εντός της τελωνειακής επικράτειας της Ένωσης ή στη Νορβηγία ή την Ελβετία.

Η βεβαίωση αντικατάστασης συντάσσεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παράρτημα 22-20.

Οι βεβαιώσεις καταγωγής αντικατάστασης επιτρέπεται να συντάσσονται μόνο εάν η αρχική βεβαίωση καταγωγής είχε συνταχθεί σύμφωνα με τα άρθρα 92, 93, 99 και 100 του παρόντος κανονισμού και το παράρτημα 22-07.

2.   Οι επαναποστολείς εγγράφονται στο μητρώο με σκοπό τη σύνταξη βεβαιώσεων καταγωγής αντικατάστασης για καταγόμενα προϊόντα που πρόκειται να αποσταλούν σε άλλο σημείο εντός της επικράτειας της Ένωσης, όταν η συνολική αξία των καταγόμενων προϊόντων της αρχικής αποστολής που πρόκειται να κατατμηθεί υπερβαίνει τις 6 000 ευρώ.

Ωστόσο, οι επαναποστολείς που δεν είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο επιτρέπεται να συντάσσουν βεβαιώσεις καταγωγής αντικατάστασης όταν η συνολική αξία των καταγόμενων προϊόντων της αρχικής αποστολής που πρόκειται να κατατμηθεί υπερβαίνει τις 6 000 ευρώ, εάν επισυνάψουν αντίγραφο της αρχικής βεβαίωσης καταγωγής που είχε συνταχθεί στη δικαιούχο χώρα.

3.   Μόνο οι επαναποστολείς που είναι εγγεγραμμένοι στο σύστημα ΣΕΕ επιτρέπεται να συντάσσουν βεβαιώσεις καταγωγής αντικατάστασης όσον αφορά τα προϊόντα που πρόκειται να αποσταλούν στη Νορβηγία ή την Ελβετία.

4.   Η βεβαίωση καταγωγής αντικατάστασης ισχύει για δώδεκα μήνες από την ημερομηνία της σύνταξης της αρχικής βεβαίωσης καταγωγής.

5.   Οι παράγραφοι 1 έως 4 εφαρμόζονται επίσης στις βεβαιώσεις που αντικαθιστούν βεβαιώσεις καταγωγής αντικατάστασης.

6.   Σε περίπτωση προϊόντων που επωφελούνται από δασμολογικές προτιμήσεις βάσει παρέκκλισης που χορηγήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 64 παράγραφος 6 του κώδικα, η προβλεπόμενη στο παρόν άρθρο βεβαίωση αντικατάστασης συντάσσεται μόνο όταν τα εν λόγω προϊόντα προορίζονται για την Ένωση.

Άρθρο 102

Γενικές αρχές και προφυλάξεις που πρέπει να λαμβάνει ο διασαφιστής

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Όταν ο διασαφιστής ζητά προτιμησιακή μεταχείριση στο πλαίσιο του συστήματος ΣΓΠ, παραπέμπει τη βεβαίωση καταγωγής στην τελωνειακή διασάφηση για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία. Η παραπομπή στη βεβαίωση καταγωγής πρέπει να είναι η ημερομηνία της έκδοσής της με τη μορφή εεεεμμηη, όπου εεεε είναι το έτος, μμ ο μήνας και ηη η ημέρα. Όταν η συνολική αξία των καταγόμενων προϊόντων της αποστολής υπερβαίνει τα 6 000 ευρώ, ο διασαφιστής αναφέρει επίσης τον αριθμό εγγεγραμμένου εξαγωγέα.

2.   Όταν ο διασαφιστής έχει ζητήσει την εφαρμογή του συστήματος ΣΓΠ σύμφωνα με την παράγραφο 1, χωρίς να έχει στην κατοχή του βεβαίωση καταγωγής κατά τον χρόνο αποδοχής της τελωνειακής διασάφησης για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία, η διασάφηση αυτή θεωρείται ελλιπής κατά την έννοια του άρθρο 166 του κώδικα και αντιμετωπίζεται αναλόγως.

3.   Πριν από τη διασάφηση εμπορευμάτων για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία, ο διασαφιστής μεριμνά δεόντως ώστε τα εμπορεύματα να τηρούν τους κανόνες του παρόντος υποτμήματος, των υποτμημάτων 3 έως 9 του παρόντος τμήματος και του τίτλου II κεφάλαιο 1 τμήμα 2 υποτμήματα 2 και 3 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, ελέγχοντας ιδίως:

α)

στον δημόσιο ιστότοπο, αν ο εξαγωγέας είναι εγγεγραμμένος στο σύστημα ΣΕΕ, στην περίπτωση που η συνολική αξία των καταγόμενων προϊόντων της αποστολής υπερβαίνει τα 6 000 ευρώ· και

β)

αν η δήλωση καταγωγής έχει συνταχθεί σύμφωνα με το παράρτημα 22-07 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446.

Άρθρο 103

Απαλλαγές από την υποχρέωση υποβολής βεβαίωσης καταγωγής

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Τα ακόλουθα προϊόντα απαλλάσσονται από την υποχρέωση σύνταξης και προσκόμισης βεβαίωσης καταγωγής:

α)

προϊόντα που αποστέλλονται υπό μορφή μικροδεμάτων μεταξύ ιδιωτών και των οποίων η συνολική αξία δεν υπερβαίνει τα 500 ευρώ·

β)

προϊόντα που περιέχονται στις προσωπικές αποσκευές ταξιδιωτών και των οποίων η συνολική αξία δεν υπερβαίνει τα 1 200 ευρώ.

2.   Τα προϊόντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρέπει να πληρούν τους ακόλουθους όρους:

α)

δεν αποτελούν εισαγωγές εμπορικού χαρακτήρα·

β)

έχει δηλωθεί ότι πληρούν τους όρους υπαγωγής στο ΣΓΠ·

γ)

δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς την ακρίβεια της δήλωσης που αναφέρεται στο στοιχείο β).

3.   Για τους σκοπούς του στοιχείου α) της παραγράφου 2, οι εισαγωγές δεν θεωρούνται εισαγωγές εμπορικού χαρακτήρα, εάν πληρούνται όλοι οι ακόλουθοι όροι:

α)

οι εισαγωγές είναι περιστασιακές·

β)

οι εισαγωγές συνίστανται αποκλειστικά σε προϊόντα προσωπικής χρήσης των παραληπτών ή των ταξιδιωτών ή των οικογενειών τους·

γ)

είναι προφανές από το είδος και την ποσότητα των προϊόντων ότι δεν επιδιώκεται εμπορικός σκοπός.

Άρθρο 104

Διαφορές και τυπικά σφάλματα σε βεβαιώσεις καταγωγής· εκπρόθεσμη υποβολή των βεβαιώσεων καταγωγής

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Η διαπίστωση μικροδιαφορών μεταξύ των στοιχείων που περιλαμβάνονται στη βεβαίωση καταγωγής και εκείνων που αναφέρονται στα έγγραφα τα οποία υποβάλλονται στις τελωνειακές αρχές για τη διεκπεραίωση των διατυπώσεων εισαγωγής των προϊόντων δεν συνεπάγεται αφ’ εαυτής την ακυρότητα της βεβαίωσης καταγωγής εάν αποδειχθεί δεόντως ότι το έγγραφο αυτό αντιστοιχεί στα εν λόγω προϊόντα.

2.   Εμφανή τυπικά σφάλματα, όπως τα λάθη δακτυλογράφησης στη βεβαίωση καταγωγής, δεν συνεπάγονται την απόρριψη του εγγράφου, αν τα σφάλματα αυτά δεν δημιουργούν αμφιβολίες ως προς την ορθότητα των στοιχείων αυτού του εγγράφου.

3.   Οι δηλώσεις καταγωγής που υποβάλλονται στις τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής μετά την περίοδο ισχύος που αναφέρεται στο άρθρο 99 του παρόντος κανονισμού είναι δυνατό να γίνονται δεκτές για την εφαρμογή των δασμολογικών προτιμήσεων, όταν η μη υποβολή αυτών των εγγράφων μέχρι την καθορισμένη καταληκτική ημερομηνία οφείλεται σε έκτακτες περιστάσεις. Σε άλλες περιπτώσεις εκπρόθεσμης υποβολής, οι τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής μπορούν να αποδέχονται τις βεβαιώσεις καταγωγής, όταν τα προϊόντα έχουν προσκομιστεί στο τελωνείο πριν από την εν λόγω καταληκτική ημερομηνία.

Άρθρο 105

Εισαγωγή με τμηματικές αποστολές με βεβαιώσεις καταγωγής

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Η αναφερόμενη στο άρθρο 99 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού διαδικασία εφαρμόζεται για διάστημα που καθορίζουν οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών.

2.   Οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών εισαγωγής που επιβλέπουν τις διαδοχικές θέσεις σε ελεύθερη κυκλοφορία επαληθεύουν ότι οι διαδοχικές αποστολές είναι μέρος των αποσυναρμολογημένων ή μη συναρμολογημένων προϊόντων για τα οποία έχει συνταχθεί η βεβαίωση καταγωγής.

Άρθρο 106

Αναστολή της εφαρμογής των προτιμήσεων

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Οι τελωνειακές αρχές μπορούν, όταν έχουν αμφιβολίες ως προς τον χαρακτήρα καταγωγής των προϊόντων, να ζητούν από τον διασαφιστή να προσκομίσει, εντός εύλογης προθεσμίας την οποία ορίζουν, κάθε διαθέσιμο αποδεικτικό στοιχείο για να επαληθευθεί η ακρίβεια της ένδειξης της καταγωγής στη βεβαίωση ή η συμμόρφωση με τους όρους του άρθρου 43 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446.

2.   Οι τελωνειακές αρχές μπορούν να αναστέλλουν την εφαρμογή του προτιμησιακού δασμολογικού μέτρου κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επαλήθευσης που καθορίζεται στο άρθρο 109 του παρόντος κανονισμού, όταν:

α)

τα στοιχεία που παρέχει ο διασαφιστής δεν επαρκούν για να επιβεβαιωθεί ο χαρακτήρας καταγωγής των προϊόντων ή η συμμόρφωση με τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 42 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 ή στο άρθρο 43 του εν λόγω κανονισμού·

β)

ο διασαφιστής δεν απαντά ενός της προθεσμίας παροχής των στοιχείων που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

3.   Εν αναμονή είτε των στοιχείων που έχουν ζητηθεί από τον διασαφιστή, που αναφέρονται στην παράγραφο 1, είτε των αποτελεσμάτων της διαδικασίας επαλήθευσης, που αναφέρεται στην παράγραφο 2, επιτρέπεται στον εισαγωγέα να παραλάβει τα προϊόντα, με την επιφύλαξη κάθε προληπτικού μέτρου που κρίνεται απαραίτητο.

Άρθρο 107

Άρνηση παραχώρησης δασμολογικών προτιμήσεων

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής αρνούνται τη χορήγηση δασμολογικών προτιμήσεων, χωρίς να είναι υποχρεωμένες να ζητήσουν πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία ή να αποστείλουν αίτηση επαλήθευσης στη δικαιούχο χώρα, όταν:

α)

τα εμπορεύματα δεν είναι τα ίδια με εκείνα που αναφέρονται στη βεβαίωση καταγωγής·

β)

ο διασαφιστής δεν έχει υποβάλει βεβαίωση καταγωγής για τα εξεταζόμενα προϊόντα, όταν απαιτείται η υποβολή της·

γ)

με την επιφύλαξη του άρθρου 78 παράγραφος 1 στοιχείο β) και του άρθρου 79 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, η βεβαίωση καταγωγής που έχει στην κατοχή του ο διασαφιστής δεν έχει συνταχθεί από εξαγωγέα εγγεγραμμένο στη δικαιούχο χώρα·

δ)

η βεβαίωση καταγωγής δεν έχει συνταχθεί σύμφωνα με το παράρτημα 22-07·

ε)

δεν πληρούνται οι όροι του άρθρου 43 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446.

2.   Οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής αρνούνται τη χορήγηση δασμολογικών προτιμήσεων, μετά από αίτηση για επαλήθευση κατά την έννοια του άρθρου 109 που απευθύνεται στις αρμόδιες αρχές της δικαιούχου χώρας, όταν οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής:

α)

έχουν λάβει απάντηση σύμφωνα με την οποία ο εξαγωγέας δεν είχε το δικαίωμα να συντάξει τη βεβαίωση καταγωγής·

β)

έχουν λάβει απάντηση σύμφωνα με την οποία τα εξεταζόμενα προϊόντα δεν είναι καταγωγής δικαιούχου χώρας ή δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 42 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446·

γ)

είχαν εύλογη αμφιβολία ως προς την εγκυρότητα της βεβαίωσης καταγωγής ή την ακρίβεια των στοιχείων που παρέσχε ο διασαφιστής όσον αφορά την πραγματική καταγωγή των εξεταζόμενων προϊόντων, όταν υποβλήθηκε η αίτηση επαλήθευσης, και πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

δεν έχουν λάβει απάντηση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, σύμφωνα με το άρθρο 109 του παρόντος κανονισμού, ή

ii)

έχουν λάβει απάντηση που δεν παρέχει επαρκείς απαντήσεις στα ερωτήματα τα οποία θέτει η αίτηση.

Υποτμήμα 8

Έλεγχος της καταγωγής στο πλαίσιο του συστήματος γενικευμένων προτιμήσεων (ΣΓΠ) της Ένωσης

Άρθρο 108

Υποχρεώσεις των αρμόδιων αρχών όσον αφορά τον έλεγχο της καταγωγής μετά την ημερομηνία της εφαρμογής του συστήματος εγγεγραμμένων εξαγωγέων

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Για να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με τους κανόνες σχετικά με τον χαρακτήρα καταγωγής των προϊόντων, οι αρμόδιες αρχές της δικαιούχου χώρας οφείλουν να διενεργούν:

α)

επαληθεύσεις του χαρακτήρα καταγόμενου προϊόντος μετά από αίτηση των τελωνειακών αρχών των κρατών μελών·

β)

αυτεπάγγελτα, τακτικούς ελέγχους στους εξαγωγείς.

Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στα αιτήματα προς τις αρχές της Νορβηγίας και της Ελβετίας για την επαλήθευση των βεβαιώσεων καταγωγής αντικατάστασης που συντάχθηκαν στο έδαφός τους, με προοπτική να ζητηθεί από τις εν λόγω αρχές η περαιτέρω σύνδεση με τις αρμόδιες αρχές της δικαιούχου χώρας.

Η διευρυμένη σώρευση επιτρέπεται μόνο βάσει του άρθρου 56 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, εάν μία χώρα με την οποία η Ένωση έχει συνάψει ισχύουσα συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών έχει συμφωνήσει να παρέχει στη δικαιούχο χώρα την υποστήριξή της σε θέματα διοικητικής συνεργασίας με τον ίδιο τρόπο που θα παρείχε την υποστήριξη αυτή στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της εν λόγω συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών.

2.   Οι αναφερόμενοι στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 έλεγχοι διασφαλίζουν τη συνεχή συμμόρφωση των εξαγωγέων με τις υποχρεώσεις τους. Η συχνότητα των ελέγχων καθορίζεται με βάση κατάλληλα κριτήρια ανάλυσης κινδύνου. Για τον σκοπό αυτό, οι αρμόδιες αρχές των δικαιούχων χωρών απαιτούν από τους εξαγωγείς να παρέχουν αντίγραφα ή κατάλογο των βεβαιώσεων καταγωγής που έχουν συντάξει.

3.   Οι αρμόδιες αρχές των δικαιούχων χωρών έχουν το δικαίωμα να ζητούν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και να διενεργούν κάθε έλεγχο των λογαριασμών του εξαγωγέα και, εάν χρειαστεί, των λογαριασμών των παραγωγών που τον προμηθεύουν, ακόμη και στις εγκαταστάσεις τους, ή κάθε άλλο έλεγχο που κρίνουν απαραίτητο.

Άρθρο 109

Εκ των υστέρων έλεγχος των βεβαιώσεων καταγωγής και των βεβαιώσεων καταγωγής αντικατάστασης

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Οι εκ των υστέρων επαληθεύσεις των βεβαιώσεων καταγωγής ή των βεβαιώσεων καταγωγής αντικατάστασης διενεργούνται σε δειγματοληπτική βάση ή όταν οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών έχουν βάσιμες αμφιβολίες για τη γνησιότητά τους, τον χαρακτήρα καταγωγής των σχετικών προϊόντων ή την τήρηση των άλλων απαιτήσεων του παρόντος υποτμήματος, των υποτμημάτων 3 έως 9 του παρόντος τμήματος και του τίτλου II κεφάλαιο 1 τμήμα 2 υποτμήματα 2 και 3 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446.

Όταν οι τελωνειακές αρχές κράτους μέλους ζητούν τη συνεργασία των αρμόδιων αρχών δικαιούχου χώρας για να επαληθεύσουν την εγκυρότητα των βεβαιώσεων καταγωγής, τον χαρακτήρα καταγωγής των προϊόντων ή και τα δύο, ανάλογα με την περίπτωση, αναφέρουν στο αίτημά τους τους λόγους για τους οποίους έχουν εύλογες αμφιβολίες για την εγκυρότητα της δήλωσης καταγωγής ή του χαρακτήρα καταγωγής των προϊόντων.

Αντίγραφα της βεβαίωσης καταγωγής ή της βεβαίωσης καταγωγής αντικατάστασης και κάθε συμπληρωματικό στοιχείο ή έγγραφο, από το οποίο προκύπτει ότι τα στοιχεία που περιέχει η βεβαίωση ή δήλωση αντικατάστασης είναι ανακριβή, μπορούν να διαβιβαστούν ως δικαιολογητικά της αίτησης για επαλήθευση.

Το κράτος μέλος που υποβάλλει την αίτηση ορίζει αρχική προθεσμία έξι μηνών για την κοινοποίηση των αποτελεσμάτων της επαλήθευσης, η οποία αρχίζει από την ημερομηνία της αίτησης επαλήθευσης, με εξαίρεση τις αιτήσεις που αποστέλλονται στη Νορβηγία ή την Ελβετία για την επαλήθευση βεβαιώσεων καταγωγής αντικατάστασης που συντάσσονται στα εδάφη τους βάσει των βεβαιώσεων καταγωγής που έχουν συνταχθεί σε δικαιούχο χώρα, για τις οποίες η προθεσμία αυτή παρατείνεται σε οκτώ μήνες.

2.   Εάν στις περιπτώσεις βάσιμων αμφιβολιών δεν ληφθεί απάντηση εντός της οριζόμενης στην παράγραφο 1 προθεσμίας ή εάν η απάντηση δεν περιέχει επαρκή στοιχεία για τον προσδιορισμό της πραγματικής καταγωγής των προϊόντων, αποστέλλεται στις αρμόδιες αρχές δεύτερη επιστολή. Η επιστολή αυτή ορίζει νέα προθεσμία που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες. Εάν, μετά τη δεύτερη επιστολή, τα αποτελέσματα του ελέγχου δεν κοινοποιηθούν στις αιτούσες αρχές εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία εστάλη η δεύτερη επιστολή, ή αν το αποτέλεσμα αυτό δεν επιτρέπει να διαπιστωθεί η γνησιότητα του εν λόγω εγγράφου ή η πραγματική καταγωγή των προϊόντων, οι αιτούσες αρχές αρνούνται το ευεργέτημα των δασμολογικών προτιμήσεων.

3.   Όταν από την επαλήθευση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή από οποιαδήποτε άλλη διαθέσιμη πληροφορία προκύπτουν ενδείξεις ότι παραβιάζονται οι κανόνες καταγωγής, η χώρα εξαγωγής, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος των τελωνειακών αρχών των κρατών μελών ή της Επιτροπής, διεξάγει τις κατάλληλες έρευνες ή φροντίζει ώστε αυτές να διενεργηθούν με τη δέουσα ταχύτητα, με στόχο τον προσδιορισμό και την πρόληψη παρόμοιων παραβάσεων. Προς τούτο, η Επιτροπή ή οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών επιτρέπεται να συμμετέχουν στη διενέργεια των εν λόγω ερευνών.

Άρθρο 110

Εκ των υστέρων έλεγχος των πιστοποιητικών καταγωγής τύπου Α και των δηλώσεων τιμολογίου

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Εκ των υστέρων επαληθεύσεις των πιστοποιητικών καταγωγής τύπου Α και των δηλώσεων τιμολογίου διενεργούνται δειγματοληπτικά ή όποτε οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών έχουν βάσιμες αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα τέτοιων εγγράφων, ως προς τον χαρακτήρα καταγωγής των σχετικών προϊόντων ή την εκπλήρωση των λοιπών απαιτήσεων του παρόντος υποτμήματος, των υποτμημάτων 3 έως 9 του παρόντος τμήματος και του τίτλου II κεφάλαιο 1 τμήμα 2 υποτμήματα 2 και 3 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446.

2.   Όταν υποβάλλουν αίτημα για τον εκ των υστέρων έλεγχο, οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών επιστρέφουν το πιστοποιητικό καταγωγής τύπου Α και το τιμολόγιο, εάν έχει υποβληθεί, τη δήλωση τιμολογίου ή αντίγραφο αυτών των εγγράφων, στις αρμόδιες κυβερνητικές αρχές της δικαιούχου χώρας εξαγωγής, αναφέροντας, όπου κρίνεται σκόπιμο, τους λόγους που δικαιολογούν την έρευνα. Προς επίρρωση της αίτησής τους για έλεγχο, αυτές παρέχουν όλα τα έγγραφα και όλες τις πληροφορίες που έχουν συγκεντρώσει και που υποδεικνύουν ότι οι πληροφορίες που αναγράφονται στο αποδεικτικό καταγωγής είναι ανακριβείς.

Εάν οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών αποφασίσουν να αναστείλουν την παραχώρηση δασμολογικών προτιμήσεων αναμένοντας τα αποτελέσματα της επαλήθευσης, επιτρέπουν στον εισαγωγέα να παραλάβει τα προϊόντα, με την επιφύλαξη κάθε προληπτικού μέτρου που κρίνεται απαραίτητο.

3.   Όταν υποβάλλεται αίτηση για εκ των υστέρων επαλήθευση, η επαλήθευση διενεργείται και τα πορίσματά της γνωστοποιούνται στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών το αργότερο εντός έξι μηνών ή, για τις αιτήσεις που αποστέλλονται στη Νορβηγία, την Ελβετία ή την Τουρκία για την επαλήθευση αποδεικτικών καταγωγής αντικατάστασης που συντάσσονται στα εδάφη τους βάσει πιστοποιητικού καταγωγής τύπου Α ή δήλωσης τιμολογίου που έχει συνταχθεί σε δικαιούχο χώρα, το αργότερο εντός οκτώ μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία εστάλη η αίτηση. Τα αποτελέσματα αυτά επιτρέπουν να διαπιστωθεί αν το αμφισβητούμενο αποδεικτικό καταγωγής αφορά τα πράγματι εξαχθέντα προϊόντα και αν τα προϊόντα αυτά μπορούν να θεωρηθούν προϊόντα καταγωγής της δικαιούχου χώρας.

4.   Όταν πρόκειται για πιστοποιητικά καταγωγής τύπου Α που εκδίδονται στο πλαίσιο διμερούς σώρευσης, η απάντηση περιλαμβάνει αντίγραφο (α) του (των) πιστοποιητικού (ών) κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 ή, εάν κρίνεται απαραίτητο, της (των) αντίστοιχης (ων) δήλωσης (δηλώσεων) τιμολογίου.

5.   Εάν, στις περιπτώσεις εύλογων αμφιβολιών, δεν ληφθεί απάντηση εντός της οριζόμενης στην παράγραφο 3 εξάμηνης προθεσμίας ή εάν η απάντηση δεν περιέχει επαρκή στοιχεία ώστε να διαπιστωθεί η γνησιότητα του αμφισβητούμενου εγγράφου ή της πραγματικής καταγωγής των προϊόντων, αποστέλλεται δεύτερη επιστολή στις αρμόδιες αρχές. Εάν, μετά τη δεύτερη επιστολή, τα αποτελέσματα του ελέγχου δεν κοινοποιηθούν στις αιτούσες αρχές εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία εστάλη η δεύτερη επιστολή, ή εάν τα εν λόγω αποτελέσματα δεν επιτρέπουν τη διαπίστωση της γνησιότητας του εν λόγω εγγράφου ή της πραγματικής καταγωγής των προϊόντων, οι αιτούσες αρχές, εκτός εξαιρετικών περιστάσεων, αρνούνται το ευεργέτημα των δασμολογικών προτιμήσεων.

6.   Όταν από τη διαδικασία επαλήθευσης ή από οποιαδήποτε άλλη διαθέσιμη πληροφορία προκύπτουν ενδείξεις ότι παραβιάζονται οι κανόνες καταγωγής, η χώρα εξαγωγής, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος των τελωνειακών αρχών των κρατών μελών, διενεργεί τις κατάλληλες έρευνες ή φροντίζει ώστε αυτές να διενεργηθούν με τη δέουσα ταχύτητα, με στόχο τον προσδιορισμό και την πρόληψη παρόμοιων παραβάσεων. Προς τούτο, η Επιτροπή ή οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών μπορούν να συμμετέχουν στη διενέργεια των ερευνών.

7.   Για τους σκοπούς της εκ των υστέρων επαλήθευσης των πιστοποιητικών καταγωγής τύπου Α, οι εξαγωγείς φυλάσσουν όλα τα κατάλληλα έγγραφα που αποδεικνύουν τον χαρακτήρα καταγωγής όλων των καλυπτόμενων προϊόντων, ενώ οι αρμόδιες κυβερνητικές αρχές της δικαιούχου χώρας εξαγωγής φυλάσσουν αντίγραφα των πιστοποιητικών, καθώς και των εγγράφων εξαγωγής που σχετίζονται με αυτά. Τα εν λόγω έγγραφα φυλάσσονται τουλάχιστον επί τρία έτη από το τέλος του έτους έκδοσης του πιστοποιητικού καταγωγής τύπου Α.

Άρθρο 111

Εκ των υστέρων έλεγχος των πιστοποιητικών καταγωγής που αφορούν προϊόντα που έχουν αποκτήσει την ιδιότητα του καταγόμενου προϊόντος μέσω σώρευσης

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

Τα άρθρα 73 και 110 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται επίσης μεταξύ των χωρών της ίδιας περιφερειακής ομάδας για τους σκοπούς της παροχής πληροφοριών στην Επιτροπή ή στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών και της εκ των υστέρων επαλήθευσης των πιστοποιητικών καταγωγής τύπου Α ή των δηλώσεων τιμολογίου που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις για την περιφερειακή σώρευση καταγωγής.

Υποτμήμα 9

Άλλες διατάξεις που εφαρμόζονται στο πλαίσιο του συστήματος ΣΓΠ της Ένωσης

Άρθρο 112

Θέουτα και Μελίλια

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Τα άρθρα 41 έως 58 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 εφαρμόζονται για να κριθεί αν τα προϊόντα μπορούν να θεωρηθούν καταγωγής δικαιούχου χώρας, όταν εξάγονται στην Θέουτα ή τη Μελίλια, ή ως καταγωγής Θέουτας και Μελίλιας, όταν εξάγονται σε δικαιούχο χώρα για τους σκοπούς της διμερούς σώρευσης.

2.   Τα άρθρα 74 έως 79 και τα άρθρα 84 έως 93 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται στα προϊόντα που εξάγονται από δικαιούχο χώρα στη Θέουτα ή τη Μελίλια και στα προϊόντα που εξάγονται από τη Θέουτα και τη Μελίλια σε δικαιούχο χώρα για τους σκοπούς της διμερούς σώρευσης.

3.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, η Θέουτα και η Μελίλια θεωρούνται ως ενιαίο έδαφος.

Υποτμήμα 10

Αποδεικτικά καταγωγής εφαρμοστέα στο πλαίσιο των κανόνων καταγωγής για τους σκοπούς των προτιμησιακών δασμολογικών μέτρων που θεσπίζονται μονομερώς από την Ένωση για ορισμένες χώρες ή εδάφη

Άρθρο 113

Γενικές απαιτήσεις

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

Προϊόντα καταγωγής μιας από τις δικαιούχες χώρες ή ενός από τα δικαιούχα εδάφη επωφελούνται από τις δασμολογικές προτιμήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 59 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, κατόπιν υποβολής ενός από τα ακόλουθα:

α)

πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1, που εκδίδεται μέσω του εντύπου που παρατίθεται στο παράρτημα 22-10 ή

β)

στις περιπτώσεις που ορίζονται στο άρθρο 119 παράγραφος 1, δήλωση, το κείμενο της οποίας παρατίθεται στο παράρτημα 22-13, και την οποία ο εξαγωγέας περιλαμβάνει στο τιμολόγιο, το δελτίο παράδοσης ή κάθε άλλο εμπορικό έγγραφο που περιγράφει τα σχετικά προϊόντα με επαρκείς λεπτομέρειες, ώστε να είναι δυνατή η ταυτοποίησή τους (εφεξής «δήλωση τιμολογίου»).

Στη θέση 7 των πιστοποιητικών κυκλοφορίας EUR.1 ή των δηλώσεων τιμολογίου περιλαμβάνεται η ένδειξη «Autonomous trade measures» ή «Mesures commerciales autonomes».

Άρθρο 114

Διαδικασία έκδοσης πιστοποιητικού κυκλοφορίας εμπορευμάτων ΕUR.1

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Τα καταγόμενα προϊόντα, κατά την έννοια του τίτλου II κεφάλαιο 1 τμήμα 2 υποτμήμα 4 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, είναι επιλέξιμα, κατά την εισαγωγή τους στην Ένωση, να επωφελούνται από τις δασμολογικές προτιμήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 59 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν μεταφερθεί απευθείας στην Ένωση κατά την έννοια του άρθρου 69 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, κατόπιν υποβολής πιστοποιητικού κυκλοφορίας EUR.1 που εκδίδεται από τις τελωνειακές ή άλλες αρμόδιες κυβερνητικές αρχές της δικαιούχου χώρας ή εδάφους, υπό τον όρο ότι η δικαιούχος χώρα ή το έδαφος:

α)

έχει παράσχει στην Επιτροπή τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 124 του παρόντος κανονισμού· και

β)

βοηθά την Ένωση, επιτρέποντας στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών τον έλεγχο της γνησιότητας του εγγράφου ή της ακρίβειας των στοιχείων σχετικά με την πραγματική καταγωγή των υπό εξέταση προϊόντων.

2.   Το πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 μπορεί να εκδίδεται μόνον εφόσον είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως η έγγραφη απόδειξη που απαιτείται για τους σκοπούς των δασμολογικών προτιμήσεων οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 59 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446.

3.   Το πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 εκδίδεται μόνο μετά από γραπτή αίτηση του εξαγωγέα ή του αντιπροσώπου του. Η αίτηση υποβάλλεται με χρήση του εντύπου που παρατίθεται στο παράρτημα 22-10 και συμπληρώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και των άρθρων 113, 115, 116, 117, 118, 121 και 123 του παρόντος κανονισμού.

Οι αιτήσεις για πιστοποιητικά κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 φυλάσσονται από τις αρμόδιες αρχές της δικαιούχου χώρας ή εδάφους ή κράτους μέλους εξαγωγής για τουλάχιστον τρία έτη από το τέλος του έτους κατά το οποίο εκδόθηκε το πιστοποιητικό κυκλοφορίας.

4.   Ο εξαγωγέας ή ο αντιπρόσωπός του προσκομίζει μαζί με την αίτησή του κάθε χρήσιμο δικαιολογητικό, με το οποίο να αποδεικνύεται ότι τα προϊόντα που πρόκειται να εξαχθούν έχουν τα χαρακτηριστικά που επιτρέπουν την έκδοση πιστοποιητικού κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1.

Ο εξαγωγέας αναλαμβάνει την υποχρέωση να υποβάλει, εάν του ζητηθεί από τις αρμόδιες αρχές, κάθε συμπληρωματικό αποδεικτικό στοιχείο που θα κρίνουν αναγκαίο για να εξακριβωθεί η ακρίβεια του χαρακτήρα καταγωγής των προϊόντων που είναι επιλέξιμα για το προτιμησιακό καθεστώς, καθώς και να δεχθεί οποιονδήποτε έλεγχο των λογαριασμών του και κάθε έλεγχο από τις εν λόγω αρχές σχετικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες τα προϊόντα έχουν αποκτηθεί.

5.   Το πιστοποιητικό κυκλοφορίας EUR.1 εκδίδεται από τις αρμόδιες κυβερνητικές αρχές της δικαιούχου χώρας ή εδάφους ή από τις τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εξαγωγής, εάν τα προς εξαγωγή προϊόντα μπορούν να θεωρηθούν ως καταγόμενα προϊόντα κατά την έννοια του τίτλου II κεφάλαιο 1 τμήμα 2 υποτμήμα 4 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446.

6.   Δεδομένου ότι το πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 συνιστά το αποδεικτικό έγγραφο για την εφαρμογή του προτιμησιακού καθεστώτος που προβλέπεται στο άρθρο 59 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, εναπόκειται στις αρμόδιες κυβερνητικές αρχές της δικαιούχου χώρας ή εδάφους ή τις τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εξαγωγής να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για την εξακρίβωση της καταγωγής των προϊόντων και τον έλεγχο των λοιπών ενδείξεων του πιστοποιητικού.

7.   Για να εξακριβώσουν εάν πληρούνται οι όροι που καθορίζονται στην παράγραφο 5, οι αρμόδιες κυβερνητικές αρχές της δικαιούχου χώρας ή οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εξαγωγής έχουν τη δυνατότητα να ζητούν κάθε αποδεικτικό στοιχείο και να προβαίνουν σε οποιοδήποτε έλεγχο κρίνουν χρήσιμο.

8.   Εναπόκειται στις αρμόδιες κυβερνητικές αρχές της δικαιούχου χώρας ή εδάφους ή τις τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εξαγωγής να φροντίζουν ώστε τα έντυπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να είναι δεόντως συμπληρωμένα.

9.   Η ημερομηνία έκδοσης του πιστοποιητικού κυκλοφορίας EUR.1 αναγράφεται στο τμήμα του πιστοποιητικού που προορίζεται για τις τελωνειακές αρχές.

10.   Το πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 εκδίδεται από τις αρμόδιες αρχές της δικαιούχου χώρας ή εδάφους ή από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής κατά την εξαγωγή των προϊόντων τα οποία αφορά. Τίθεται στη διάθεση του εξαγωγέα μόλις πραγματοποιηθεί η εξαγωγή ή εξασφαλιστεί η πραγματοποίησή της.

Άρθρο 115

Εισαγωγή με τμηματικές αποστολές

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

Όταν, μετά από αίτηση του εισαγωγέα και υπό τους όρους που καθορίζονται από τις τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής, αποσυναρμολογημένα ή μη συναρμολογημένα προϊόντα κατά την έννοια του γενικού ερμηνευτικού κανόνα 2 α) του εναρμονισμένου συστήματος, που υπάγονται στα τμήματα XVI ή XVII ή στις κλάσεις 7308 ή 9406 του εναρμονισμένου συστήματος, εισάγονται με τμηματικές αποστολές, ένα και μόνο αποδεικτικό καταγωγής για τα προϊόντα αυτά υποβάλλεται στις τελωνειακές αρχές κατά την εισαγωγή της πρώτης δόσης.

Άρθρο 116

Υποβολή αποδεικτικού καταγωγής

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

Τα αποδεικτικά καταγωγής υποβάλλονται στις τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 163 του κώδικα. Οι εν λόγω αρχές έχουν τη δυνατότητα να ζητούν μετάφραση του αποδεικτικού καταγωγής και μπορούν επίσης να ζητούν να συνοδεύεται η διασάφηση εισαγωγής από δήλωση του εισαγωγέα με την οποία να βεβαιώνεται ότι τα προϊόντα πληρούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εφαρμογή του παρόντος υποτμήματος.

Άρθρο 117

Εκ των υστέρων έκδοση πιστοποιητικού κυκλοφορίας ΕUR.1

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 114 παράγραφος 10, το πιστοποιητικό κυκλοφορίας EUR.1 μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να εκδοθεί και μετά την εξαγωγή των προϊόντων τα οποία αφορά, εάν πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

δεν είχε εκδοθεί κατά τη στιγμή της εξαγωγής συνεπεία λαθών, ακούσιων παραλείψεων ή ειδικών περιστάσεων· ή

β)

αποδεικνύεται κατά τρόπο ικανοποιητικό στις τελωνειακές αρχές ότι είχε εκδοθεί πιστοποιητικό κυκλοφορίας EUR.1, το οποίο όμως δεν έγινε δεκτό κατά την εισαγωγή για τεχνικούς λόγους.

2.   Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εκδώσουν εκ των υστέρων πιστοποιητικό κυκλοφορίας EUR.1 μόνον αφού επαληθεύσουν ότι τα στοιχεία που περιέχονται στην αίτηση του εξαγωγέα ανταποκρίνονται σε εκείνα του αντίστοιχου φακέλου εξαγωγής και ότι δεν είχε εκδοθεί πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 που πληρούσε τις διατάξεις του παρόντος υποτμήματος κατά την εξαγωγή των εν λόγω προϊόντων.

3.   Τα πιστοποιητικά κυκλοφορίας EUR.1 που εκδίδονται εκ των υστέρων πρέπει να φέρουν μία από τις ακόλουθες φράσεις:

 

BG: «ИЗДАДЕН ВПОСЛЕДСТВИЕ»

 

ES: «EXPEDIDO A POSTERIORI»

 

HR: «IZDANO NAKNADNO»

 

CS: «VYSTAVENO DODATEČNĚ»

 

DA: «UDSTEDT EFTERFØLGENDE»

 

DE: «NACHTRÄGLICH AUSGESTELLT»

 

ET: «VÄLJA ANTUD TAGASIULATUVALT»

 

EL: «ΕΚΔΟΘΕΝ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ»

 

EN: «ISSUED RETROSPECTIVELY»

 

FR: «DÉLIVRÉ À POSTERIORI»

 

IT: «RILASCIATO A POSTERIORI»

 

LV: «IZSNIEGTS RETROSPEKTĪVI»

 

LT: «RETROSPEKTYVUSIS IŠDAVIMAS»

 

HU: «KIADVA VISSZAMENŐLEGES HATÁLLYAL»

 

MT: «MAĦRUĠ RETROSPETTIVAMENT»

 

NL: «AFGEGEVEN A POSTERIORI»

 

PL: «WYSTAWIONE RETROSPEKTYWNIE»

 

PT: «EMITIDO A POSTERIORI»

 

RO: «ELIBERAT ULTERIOR»

 

SL: «IZDANO NAKNADNO»

 

SK: «VYDANÉ DODATOČNE»

 

FI: «ANNETTU JÄLKIKÄTEEN»

 

SV: “UTFÄRDAT I EFTERHAND»

4.   Η λέξη που αναφέρεται στην παράγραφο 3 αναγράφεται στη θέση «παρατηρήσεις» του πιστοποιητικού κυκλοφορίας EUR.1.

Άρθρο 118

Έκδοση αντιγράφου του πιστοποιητικού κυκλοφορίας ΕUR.1

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Σε περίπτωση κλοπής, απώλειας ή καταστροφής ενός πιστοποιητικού EUR.1, ο εξαγωγέας μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές που το εξέδωσαν, αντίγραφο το οποίο συντάσσεται βάσει των εγγράφων εξαγωγής που έχουν στην κατοχή τους οι αρχές.

2.   Το αντίγραφο που εκδίδεται κατ’ αυτόν τον τρόπο πρέπει να φέρει μία από τις ακόλουθες λέξεις:

 

BG: «ДУБЛИКАТ»

 

ES: «DUPLICADO»

 

HR: «DUPLIKAT»

 

CS: «DUPLIKÁT»

 

DA: «DUPLIKÁT»

 

DE: «DUPLIKAT»

 

ET: «DUPLIKAAT»

 

EL: «ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ»

 

EN: «DUPLICATE»

 

FR: «DUPLICATA»

 

IT: «DUPLICATO»

 

LV: «DUBLIKĀTS»

 

LT: «DUBLIKATAS»

 

HU: «MÁSODLAT»

 

MT: «DUPLIKAT»

 

NL: «DUPLICAAT»

 

PL: «DUPLIKAT»

 

PT: «SEGUNDA VIA»

 

RO: «DUPLICAT»

 

SL: «DVOJNIK»

 

SK: «DUPLIKÁT»

 

FI: «KAKSOISKAPPALE»

 

SV: «DUPLIKAT»

3.   Η λέξη που αναφέρεται στην παράγραφο 2 αναγράφεται στη θέση «παρατηρήσεις» του πιστοποιητικού κυκλοφορίας EUR.1.

4.   Το αντίγραφο, που πρέπει να φέρει την ημερομηνία έκδοσης του πρωτότυπου πιστοποιητικού κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1, αρχίζει να ισχύει από την εν λόγω ημερομηνία.

Άρθρο 119

Όροι για τη σύνταξη δήλωσης τιμολογίου

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Η δήλωση τιμολογίου μπορεί να συντάσσεται από οποιονδήποτε από τους κάτωθι:

α)

εγκεκριμένο εξαγωγέα της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 120 του παρόντος κανονισμού·

β)

οποιονδήποτε εξαγωγέα για κάθε αποστολή που αποτελείται από ένα ή περισσότερα δέματα, τα οποία περιέχουν προϊόντα καταγωγής, των οποίων η συνολική αξία δεν υπερβαίνει τα 6 000 ευρώ και με την επιφύλαξη ότι η συνδρομή που προβλέπεται στο άρθρο 114, παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται και στη συγκεκριμένη διαδικασία.

2.   Μπορεί να συντάσσεται δήλωση τιμολογίου αν τα σχετικά προϊόντα μπορούν να θεωρηθούν ως προϊόντα καταγωγής Ένωσης ή μιας δικαιούχου χώρας ή εδάφους και πληρούν τις λοιπές απαιτήσεις του τίτλου II κεφάλαιο 1 τμήμα 2 υποτμήματα 4 και 5 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446.

3.   Ο εξαγωγέας που συντάσσει δήλωση τιμολογίου πρέπει να είναι σε θέση να προσκομίσει ανά πάσα στιγμή, εάν το ζητήσουν οι τελωνειακές ή άλλες αρμόδιες κυβερνητικές αρχές της χώρας ή του εδάφους εξαγωγής, κάθε κατάλληλο έγγραφο που αποδεικνύει το χαρακτήρα καταγωγής των εν λόγω προϊόντων καθώς και την τήρηση των λοιπών απαιτήσεων του τίτλου II κεφάλαιο 1 τμήμα 2 υποτμήματα 4 και 5 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446.

4.   Η δήλωση τιμολογίου πρέπει να συντάσσεται από τον εξαγωγέα με δακτυλογράφηση, με αποτύπωση μέσω σφραγίδας ή με εκτύπωση στο τιμολόγιο, στο δελτίο παράδοσης ή σε κάθε άλλο εμπορικό έγγραφο, της δήλωσης, το κείμενο της οποίας παρατίθεται στο παράρτημα 22-13 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, σε μία από τις γλώσσες που καθορίζονται στο εν λόγω παράρτημα και σύμφωνα με τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας της χώρας εξαγωγής. Αν η δήλωση είναι χειρόγραφη, πρέπει να γράφεται με μελάνι και με ευανάγνωστους χαρακτήρες.

5.   Οι δηλώσεις τιμολογίου πρέπει να φέρουν το πρωτότυπο της χειρόγραφης υπογραφής του εξαγωγέα. Ωστόσο, εξαγωγέας εγκεκριμένος κατά την έννοια του άρθρου 120 του παρόντος κανονισμού δεν απαιτείται να υπογράφει τέτοιες δηλώσεις, υπό τον όρο ότι παρέχει στις τελωνειακές αρχές γραπτή ανάληψη υποχρέωσης ότι αποδέχεται την πλήρη ευθύνη για κάθε δήλωση τιμολογίου από την οποία φαίνεται ότι οι εν λόγω δηλώσεις ισχύουν σαν να έφεραν πράγματι την ιδιόχειρη υπογραφή του.

6.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), η χρήση δήλωσης τιμολογίου υπόκειται στους ακόλουθους ειδικούς όρους:

α)

συντάσσεται δήλωση τιμολογίου για κάθε αποστολή·

β)

εάν τα εμπορεύματα που περιέχονται στην αποστολή έχουν ήδη υποβληθεί σε έλεγχο στη χώρα εξαγωγής με παραπομπή στον ορισμό της έννοιας «καταγόμενα προϊόντα», ο εξαγωγέας μπορεί να κάνει μνεία του ελέγχου αυτού στη δήλωση τιμολογίου.

Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου δεν απαλλάσσουν τους εξαγωγείς από την εκπλήρωση οιωνδήποτε άλλων διατυπώσεων που απαιτούνται σύμφωνα με τις τελωνειακές και τις ταχυδρομικές ρυθμίσεις.

Άρθρο 120

Εγκεκριμένος εξαγωγέας

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Οι τελωνειακές αρχές της Κοινότητας μπορούν να επιτρέπουν σε κάθε εξαγωγέα που είναι εγκατεστημένος εντός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης, εφεξής «εγκεκριμένος εξαγωγέας», ο οποίος πραγματοποιεί συχνές αποστολές προϊόντων καταγωγής Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 59 παράγραφος 2 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, και που παρέχει, σε βαθμό ικανοποιητικό για τις τελωνειακές αρχές, όλες τις αναγκαίες εγγυήσεις για την επαλήθευση του χαρακτήρα καταγωγής των προϊόντων καθώς και της εκπλήρωσης των λοιπών προϋποθέσεων του τίτλου II κεφάλαιο 1 τμήμα 2 υποτμήματα 4 και 5 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, να συντάσσει δηλώσεις τιμολογίου, ανεξάρτητα από την αξία των σχετικών προϊόντων.

2.   Οι τελωνειακές αρχές μπορούν να χορηγούν το καθεστώς του εγκεκριμένου εξαγωγέα υπό οιεσδήποτε προϋποθέσεις κρίνουν αναγκαίες.

3.   Οι τελωνειακές αρχές παρέχουν στον εγκεκριμένο εξαγωγέα αριθμό αδείας του τελωνείου, ο οποίος αναγράφεται στη δήλωση τιμολογίου.

4.   Οι τελωνειακές αρχές παρακολουθούν τη χρήση της άδειας από τον εγκεκριμένο εξαγωγέα.

5.   Οι τελωνειακές αρχές μπορούν να ανακαλούν την άδεια ανά πάσα στιγμή. Την ανακαλούν όταν ο εγκεκριμένος εξαγωγέας δεν παρέχει πλέον τις εγγυήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, δεν πληροί τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 2 ή, άλλως, κάνει κατάχρηση της άδειας.

Άρθρο 121

Διάρκεια ισχύος των αποδεικτικών καταγωγής

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Το αποδεικτικό καταγωγής ισχύει για τέσσερις μήνες από την ημερομηνία έκδοσης στη χώρα εξαγωγής και πρέπει να κατατίθεται εντός της προθεσμίας αυτής στις τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής.

2.   Τα αποδεικτικά καταγωγής που κατατίθενται στις τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής μετά την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής που προβλέπεται στην παράγραφο 1 μπορούν να γίνονται δεκτά για την εφαρμογή των δασμολογικών προτιμήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 59 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, όταν η αδυναμία υποβολής των αποδεικτικών αυτών εντός της καθορισμένης προθεσμίας οφείλεται σε εξαιρετικές περιστάσεις.

3.   Σε άλλες περιπτώσεις εκπρόθεσμης υποβολής, οι τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής μπορούν να αποδέχονται τα αποδεικτικά καταγωγής όταν τα προϊόντα έχουν προσκομισθεί πριν από την εν λόγω καταληκτική ημερομηνία.

4.   Κατόπιν αιτήσεως του εισαγωγέα και υπό τους όρους που καθορίζονται από τις τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής, ένα και μόνο αποδεικτικό καταγωγής μπορεί να υποβάλλεται στις τελωνειακές αρχές κατά την εισαγωγή της πρώτης αποστολής, όταν τα εμπορεύματα πληρούν τους ακόλουθους όρους:

α)

εισάγονται εντός του πλαισίου συχνών και συνεχών εμπορικών ροών μεγάλης εμπορικής αξίας·

β)

αποτελούν αντικείμενο της ίδιας σύμβασης πώλησης και τα συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης αυτής είναι εγκατεστημένα στη χώρα εξαγωγής ή στην Ένωση·

γ)

υπάγονται στον ίδιο κωδικό (οκταψήφιο) της συνδυασμένης ονοματολογίας·

δ)

προέρχονται αποκλειστικά από τον ίδιο εξαγωγέα, προορίζονται για τον ίδιο εισαγωγέα και υποβάλλονται στις διατυπώσεις εισόδου στο ίδιο τελωνείο της Ένωσης.

Η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται για την ποσότητα και την περίοδο που καθορίζεται από τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές. Η εν λόγω περίοδος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβεί τους τρεις μήνες.

5.   Η διαδικασία που περιγράφεται στην προηγούμενη παράγραφο εφαρμόζεται επίσης όταν ένα μόνο αποδεικτικό καταγωγής υποβάλλεται στις τελωνειακές αρχές για την Εισαγωγή με τμηματικές αποστολές σύμφωνα με το άρθρο 115 του παρόντος κανονισμού. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, οι αρμόδιες τελωνειακές αρχές μπορούν να χορηγήσουν περίοδο εφαρμογής που υπερβαίνει τους τρεις μήνες.

Άρθρο 122

Απαλλαγή από την υποχρέωση προσκόμισης αποδεικτικού καταγωγής

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Προϊόντα που αποστέλλονται υπό μορφή μικροδεμάτων από ιδιώτες σε ιδιώτες ή που περιέχονται στις προσωπικές αποσκευές ταξιδιωτών γίνονται δεκτά ως καταγόμενα προϊόντα που επωφελούνται από τις δασμολογικές προτιμήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 59 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, χωρίς να απαιτείται η κατάθεση πιστοποιητικού κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 ή δήλωσης τιμολογίου, υπό την προϋπόθεση ότι τα προϊόντα αυτά δεν εισάγονται στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών και έχει δηλωθεί ότι πληρούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εφαρμογή του τίτλου II κεφάλαιο 1 τμήμα 2 υποτμήματα 4 και 5 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, και όταν δεν υπάρχει αμφιβολία για την ακρίβεια της εν λόγω δήλωσης.

2.   Περιστασιακές εισαγωγές και εισαγωγές αποτελούμενες αποκλειστικά από προϊόντα για προσωπική χρήση των παραληπτών ή των ταξιδιωτών ή των οικογενειών τους δεν θεωρούνται ως εισαγωγές με εμπορικό χαρακτήρα, εάν είναι προφανές, λόγω της φύσης και της ποσότητας των προϊόντων, ότι δεν επιδιώκεται εμπορικός σκοπός.

Επιπλέον, η συνολική αξία των προαναφερθέντων προϊόντων δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 500 ευρώ στις περιπτώσεις μικροδεμάτων ή τα 1 200 ευρώ για τα προϊόντα που αποτελούν μέρος των προσωπικών αποσκευών των ταξιδιωτών.

Άρθρο 123

Διαφορές και τυπικά σφάλματα

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

Η διαπίστωση μικροδιαφορών μεταξύ των στοιχείων που αναγράφει το αποδεικτικό καταγωγής και εκείνων που αναφέρονται στα έγγραφα που υποβάλλονται στο τελωνείο για τη διεκπεραίωση των διατυπώσεων εισαγωγής των προϊόντων δεν συνεπάγεται αφ’ εαυτής την ακυρότητα του αποδεικτικού καταγωγής, εάν αποδεικνύεται δεόντως ότι το έγγραφο αυτό αντιστοιχεί στα προϊόντα που υποβάλλονται.

Προφανή τυπικά σφάλματα, όπως τα λάθη δακτυλογράφησης στο αποδεικτικό καταγωγής, δεν θα πρέπει να συνεπάγονται την απόρριψη του εν λόγω εγγράφου, αν τα σφάλματα αυτά δεν είναι τέτοια που να δημιουργούν αμφιβολίες ως προς την ορθότητα των δηλώσεων του εν λόγω εγγράφου.

Υποτμήμα 11

Μέθοδοι διοικητικής συνεργασίας για τους σκοπούς της επαλήθευσης της προέλευσης στο πλαίσιο των προτιμησιακών δασμολογικών μέτρων που θεσπίζονται μονομερώς από την Ένωση για ορισμένες χώρες ή εδάφη

Άρθρο 124

Διοικητική συνεργασία

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Οι δικαιούχες χώρες ή εδάφη κοινοποιούν στην Επιτροπή τα ονόματα και τις διευθύνσεις των κυβερνητικών αρχών που βρίσκονται στο έδαφός τους και είναι εξουσιοδοτημένες για την έκδοση πιστοποιητικών κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1, τα υποδείγματα των αποτυπωμάτων των σφραγίδων που χρησιμοποιούνται από τις εν λόγω αρχές, καθώς και τα ονόματα και τις διευθύνσεις των κυβερνητικών αρχών που είναι υπεύθυνες για τον έλεγχο των πιστοποιητικών κυκλοφορίας EUR.1 και των δηλώσεων τιμολογίου. Οι σφραγίδες αυτές ισχύουν από την ημερομηνία παραλαβής των υποδειγμάτων από την Επιτροπή. Η Επιτροπή διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών. Όταν η σχετική κοινοποίηση πραγματοποιείται στο πλαίσιο τροποποίησης προγενέστερων κοινοποιήσεων, η Επιτροπή αναφέρει την ημερομηνία έναρξης ισχύος των νέων σφραγίδων, σύμφωνα με τις οδηγίες των αρμόδιων κυβερνητικών αρχών των δικαιούχων χωρών ή εδαφών. Οι εν λόγω πληροφορίες προορίζονται για υπηρεσιακή χρήση· ωστόσο, όταν τα εμπορεύματα πρόκειται να τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία, οι εν λόγω τελωνειακές αρχές μπορούν να επιτρέπουν στον εισαγωγέα να λάβει γνώση των υποδειγμάτων αποτυπώματος των σφραγίδων που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο.

2.   Η Επιτροπή κοινοποιεί στις δικαιούχες χώρες ή εδάφη, τα υποδείγματα των αποτυπωμάτων των σφραγίδων που χρησιμοποιούνται από τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών για την έκδοση των πιστοποιητικών κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1.

Άρθρο 125

Επαλήθευση των αποδεικτικών καταγωγής

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Η εκ των υστέρων επαλήθευση των πιστοποιητικών κυκλοφορίας EUR.1 και των δηλώσεων τιμολογίων πραγματοποιείται δειγματοληπτικά ή κάθε φορά που οι τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής ή οι αρμόδιες κυβερνητικές αρχές των δικαιούχων χωρών ή εδαφών έχουν βάσιμες αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα τέτοιων εγγράφων, ως προς τον χαρακτήρα καταγωγής των σχετικών προϊόντων, κατά την έννοια του τίτλου II κεφάλαιο 1 τμήμα 2 υποτμήμα 4 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, ή την εκπλήρωση των λοιπών απαιτήσεων του τίτλου II κεφάλαιο 1 τμήμα 2 υποτμήμα 5 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446.

2.   Για τους σκοπούς της εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής ή της δικαιούχου χώρας ή εδάφους επιστρέφουν το πιστοποιητικό κυκλοφορίας EUR.1 και το τιμολόγιο, εάν έχει υποβληθεί, τη δήλωση τιμολογίου ή αντίγραφο των εν λόγω εγγράφων στις αρμόδιες αρχές της δικαιούχου χώρας ή εδάφους ή κράτους μέλους εξαγωγής, αναφέροντας, όπου κρίνεται σκόπιμο, τους λόγους που δικαιολογούν την έρευνα. Προς επίρρωση της αίτησής τους για έλεγχο, αυτές παρέχουν όλα τα έγγραφα και όλες τις πληροφορίες που έχουν συγκεντρώσει και που υποδεικνύουν ότι οι πληροφορίες που αναγράφονται στο αποδεικτικό καταγωγής είναι ανακριβείς.

Εάν οι τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής αποφασίσουν να αναστείλουν τη χορήγηση των δασμολογικών προτιμήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 59 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, εν αναμονή των αποτελεσμάτων του ελέγχου, επιτρέπουν στον εισαγωγέα να παραλάβει τα προϊόντα, με την επιφύλαξη των συντηρητικών μέτρων που κρίνονται αναγκαία.

3.   Όταν υποβάλλεται αίτηση εκ των υστέρων επαλήθευσης κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1, η επαλήθευση διενεργείται και τα πορίσματά της γνωστοποιούνται στις τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής ή τις αρμόδιες κυβερνητικές αρχές της δικαιούχου χώρας ή εδάφους εισαγωγής εντός προθεσμίας έξι μηνών κατ’ ανώτατο όριο. Τα αποτελέσματα αυτά επιτρέπουν να διαπιστωθεί αν το αμφισβητούμενο αποδεικτικό καταγωγής αφορά τα πράγματι εξαχθέντα προϊόντα και αν τα προϊόντα αυτά μπορούν να θεωρηθούν προϊόντα καταγωγής της δικαιούχου χώρας ή εδάφους ή της Ένωσης.

4.   Αν σε περιπτώσεις βάσιμων αμφιβολιών, και εφόσον δεν υπάρξει απάντηση εντός της προθεσμίας των έξι μηνών που ορίζει η ανωτέρω παράγραφος 3 ή αν η απάντηση δεν περιλαμβάνει επαρκή στοιχεία για τη διαπίστωση της γνησιότητας του αμφισβητούμενου εγγράφου ή της πραγματικής καταγωγής των προϊόντων, αποστέλλεται δεύτερη ειδοποίηση στις αρμόδιες αρχές. Εάν, μετά τη δεύτερη ειδοποίηση, τα αποτελέσματα του ελέγχου δεν κοινοποιηθούν στις αιτούσες αρχές εντός τεσσάρων μηνών, ή τα εν λόγω αποτελέσματα δεν επιτρέπουν τη διαπίστωση της γνησιότητας του εν λόγω εγγράφου ή της πραγματικής καταγωγής των προϊόντων, οι αιτούσες αρχές, εκτός εξαιρετικών περιστάσεων, αρνούνται το ευεργέτημα των δασμολογικών προτιμήσεων.

5.   Όταν από τη διαδικασία επαλήθευσης ή από οποιαδήποτε άλλη διαθέσιμη πληροφορία προκύπτουν ενδείξεις ότι παραβιάζονται οι διατάξεις του τίτλου II κεφάλαιο 1 τμήμα 2 υποτμήματα 4 και 5 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2015/2446, η δικαιούχος χώρα ή έδαφος εξαγωγής, με δική της/του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήσεως της Ένωσης, διεξάγει τις κατάλληλες έρευνες ή φροντίζει ώστε αυτές να διενεργηθούν με τη δέουσα ταχύτητα, με στόχο τον προσδιορισμό και την πρόληψη παρόμοιων παραβάσεων. Για τον σκοπό αυτό, η Ένωση δύναται να συμμετάσχει στις έρευνες.

6.   Για τους σκοπούς της εκ των υστέρων επαλήθευσης των πιστοποιητικών κυκλοφορίας EUR.1, αντίγραφα των αποδεικτικών καταγωγής καθώς και όλων των σχετικών εξαγωγικών εγγράφων φυλάσσονται από τις αρμόδιες κυβερνητικές αρχές της δικαιούχου χώρας ή εδάφους ή από τις τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους εξαγωγής για τουλάχιστον τρία έτη από το τέλος του έτους κατά το οποίο είχαν εκδοθεί τα πιστοποιητικά κυκλοφορίας.

Υποτμήμα 12

Άλλες διατάξεις που ισχύουν εντός του πλαισίου των κανόνων καταγωγής για τους σκοπούς των προτιμησιακών δασμολογικών μέτρων που θεσπίζονται μονομερώς από την Ένωση για ορισμένες χώρες ή εδάφη

Άρθρο 126

Θέουτα και Μελίλια

(άρθρο 64 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Το παρόν υποτμήμα εφαρμόζεται κατ’ αναλογία για να καθορισθεί αν κάποια προϊόντα είναι δυνατόν να θεωρηθούν προϊόντα καταγωγής των δικαιούχων χωρών ή εδαφών που επωφελούνται από τις προτιμήσεις, όταν εισάγονται στη Θέουτα και τη Μελίλια, ή προϊόντα καταγωγής Θέουτας και Μελίλιας.

2.   Η Θέουτα και η Μελίλια θεωρούνται ενιαίο έδαφος.

3.   Οι διατάξεις του παρόντος τμήματος σχετικά με την έκδοση, τη χρήση και την εκ των υστέρων επαλήθευση των πιστοποιητικών κυκλοφορίας εμπορευμάτων EUR.1 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στην περίπτωση προϊόντων καταγωγής Θέουτας και Μελίλιας.

4.   Οι ισπανικές τελωνειακές αρχές ευθύνονται για την εφαρμογή του παρόντος τμήματος στη Θέουτα και τη Μελίλια.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων

Άρθρο 127

Γενικές διατάξεις

[άρθρο 70 παράγραφος 3 στοιχείο δ) του κώδικα]

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, δύο πρόσωπα θεωρούνται ως συνδεόμενα μεταξύ τους αν πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

το ένα μετέχει στη διεύθυνση ή στο διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης του άλλου·

β)

έχουν από νομική άποψη την ιδιότητα των επιχειρηματικών εταίρων·

γ)

το ένα είναι εργοδότης του άλλου·

δ)

ένα τρίτο μέρος, άμεσα ή έμμεσα, έχει στην κυριότητά του ή ελέγχει ή κατέχει το 5 % ή περισσότερο των μετοχών ή μεριδίων με δικαίωμα ψήφου, του ενός και του άλλου·

ε)

το ένα από αυτά ελέγχει το άλλο άμεσα ή έμμεσα·

στ)

και τα δύο ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από ένα τρίτο πρόσωπο·

ζ)

μαζί ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα ένα τρίτο πρόσωπο·

η)

είναι μέλη της ίδιας οικογένειας.

2.   Τα πρόσωπα που συνδέονται οικονομικά μεταξύ τους λόγω του ότι το ένα είναι ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος, διανομέας ή κατ’ αποκλειστικότητα εμπορευόμενος του άλλου, ανεξάρτητα από το πώς κατονομάζεται, θεωρούνται ως συνδεόμενα μόνο αν εμπίπτουν σε ένα από τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο ε), (στ) και (ζ), ένα πρόσωπο θεωρείται ότι ελέγχει ένα άλλο όταν είναι, de jure ή de facto, σε θέση να ασκεί επιρροή επί του άλλου.

Άρθρο 128

Συναλλακτική αξία

(άρθρο 70 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Η συναλλακτική αξία των εμπορευμάτων τα οποία πωλούνται για εξαγωγή στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης καθορίζεται κατά τον χρόνο αποδοχής της τελωνειακής διασάφησης με βάση την πώληση που γίνεται αμέσως πριν τα εμπορεύματα εισέλθουν στο εν λόγω τελωνειακό έδαφος.

2.   Όταν τα εμπορεύματα πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης και όχι πριν από την είσοδό τους στο εν λόγω τελωνειακό έδαφος, ενώ βρίσκονται σε προσωρινή εναπόθεση ή έχουν υπαχθεί σε ειδικό καθεστώς άλλο από αυτό της εσωτερικής διαμετακόμισης, ειδικού προορισμού ή τελειοποίησης προς επανεισαγωγή, η συναλλακτική αξία προσδιορίζεται με βάση την εν λόγω πώληση.

Άρθρο 129

Πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή

(άρθρο 70 παράγραφοι 1 και 2 του κώδικα)

1.   Η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή κατά την έννοια του άρθρου 70 παράγραφοι 1 και 2 του κώδικα περιλαμβάνει όλες τις πληρωμές που έγιναν ή πρόκειται να γίνουν, ως όρος της πώλησης των εισαγομένων εμπορευμάτων από τον αγοραστή προς οποιοδήποτε από τα ακόλουθα πρόσωπα:

α)

τον πωλητή·

β)

ένα τρίτο μέρος υπέρ του πωλητή·

γ)

ένα τρίτο μέρος που συνδέεται με τον πωλητή·

δ)

ένα τρίτο μέρος, όταν η πληρωμή για το εν λόγω μέρος γίνεται προκειμένου να ικανοποιήσει μια υποχρέωση του πωλητή.

Η πληρωμή μπορεί να γίνεται με πιστωτικούς τίτλους ή αξιόγραφα και μπορεί να γίνεται άμεσα ή έμμεσα.

2.   Δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εμπορίας, τις οποίες αναλαμβάνει ο αγοραστής ή μια επιχείρηση που συνδέεται με τον αγοραστή για λογαριασμό του, εκτός από τις δραστηριότητες για τις οποίες προβλέπεται προσαρμογή στο άρθρο 71 του κώδικα, δεν θεωρούνται ως έμμεση πληρωμή στον πωλητή.

Άρθρο 130

Εκπτώσεις

(άρθρο 70 παράγραφοι 1 και 2 του κώδικα)

1.   Για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας σύμφωνα με το άρθρο 70 παράγραφος 1 του κώδικα, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι εκπτώσεις, εάν, κατά τη στιγμή αποδοχής της τελωνειακής διασάφησης, η σύμβαση πώλησης προβλέπει την εφαρμογή τους και το ύψος τους.

2.   Εκπτώσεις για προκαταβολική πληρωμή πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όσον αφορά εμπορεύματα για τα οποία η τιμή δεν έχει πράγματι καταβληθεί κατά τη χρονική στιγμή της αποδοχής της τελωνειακής διασάφησης.

3.   Εκπτώσεις οι οποίες προκύπτουν από τροποποιήσεις της σύμβασης μετά την αποδοχή της τελωνειακής διασάφησης δεν λαμβάνονται υπόψη.

Άρθρο 131

Μερική παράδοση

(άρθρο 70 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Όταν τα εμπορεύματα που έχουν υπαχθεί σε τελωνειακό καθεστώς αποτελούν μέρος μεγαλύτερης ποσότητας των ίδιων εμπορευμάτων τα οποία έχουν αγοραστεί στο πλαίσιο μιας και μόνης συναλλαγής, η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή, για την εφαρμογή του άρθρου 70 παράγραφος 1 του κώδικα, υπολογίζεται κατ’ αναλογία (pro rata) με βάση την τιμή για τη συνολική ποσότητα που αγοράζεται.

2.   Αναλογική κατανομή της πράγματι πληρωθείσας ή πληρωτέας τιμής πραγματοποιείται επίσης σε περίπτωση μερικής απώλειας ή σε περίπτωση που τα εμπορεύματα έχουν υποστεί ζημία πριν από τη θέση των εμπορευμάτων σε ελεύθερη κυκλοφορία.

Άρθρο 132

Αναπροσαρμογές των τιμών για ελαττωματικά προϊόντα

(άρθρο 70 παράγραφος 1 του κώδικα)

Η αναπροσαρμογή από τον πωλητή, προς όφελος του αγοραστή, της τιμής που πραγματικά καταβλήθηκε ή πρόκειται να καταβληθεί για τα εμπορεύματα μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό της δασμολογητέας αξίας σύμφωνα με το άρθρο 70 παράγραφος 1 του κώδικα, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα εμπορεύματα ήταν ελαττωματικά κατά τον χρόνο αποδοχής της τελωνειακής διασάφησης για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία·

β)

ο πωλητής αναπροσάρμοσε την τιμή για να αντισταθμίσει το ελάττωμα προκειμένου να πληρούται μία από τις ακόλουθες υποχρεώσεις:

i)

συμβατική υποχρέωση αναληφθείσα πριν από την αποδοχή της τελωνειακής διασάφησης·

ii)

νομική υποχρέωση που ισχύει για τα εμπορεύματα·

γ)

η αναπροσαρμογή γίνεται εντός προθεσμίας ενός έτους από την ημερομηνία αποδοχής της τελωνειακής διασάφησης.

Άρθρο 133

Αποτίμηση των προϋποθέσεων και των παροχών

[άρθρο 70 παράγραφος 3 στοιχείο β) του κώδικα]

Σε περιπτώσεις όπου η πώληση ή η τιμή των εισαγόμενων εμπορευμάτων εξαρτάται από προϋποθέσεις ή παροχές των οποίων η αξία δεν μπορεί να προσδιοριστεί όσον αφορά τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα, μια τέτοια αξία πρέπει να θεωρείται ως μέρος της πράγματι πληρωθείσας ή πληρωτέας τιμής, εκτός εάν οι εν λόγω προϋποθέσεις ή παροχές σχετίζονται με ένα από τα ακόλουθα:

α)

μια δραστηριότητα στην οποία εφαρμόζεται το άρθρο 129 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού·

β)

ένα στοιχείο της δασμολογητέας αξίας βάσει του άρθρου 71 του κώδικα.

Άρθρο 134

Συναλλαγές μεταξύ συνδεδεμένων προσώπων

[Άρθρο 70 παράγραφος 3 στοιχείο δ) του κώδικα]

1.   Όταν ο αγοραστής και ο πωλητής συνδέονται μεταξύ τους, και προκειμένου να καθοριστεί αν αυτή η σχέση δεν επηρεάζει την τιμή, εξετάζονται οι συνθήκες οι σχετικές με την πώληση, ανάλογα με τις ανάγκες, και δίνεται η ευκαιρία στον διασαφιστή να παράσχει περαιτέρω λεπτομερείς πληροφορίες, ανάλογα με τις ανάγκες, σχετικά με τις εν λόγω συνθήκες.

2.   Ωστόσο, τα εμπορεύματα αποτιμώνται σύμφωνα με το άρθρο 70 παράγραφος 1 του κώδικα, όταν ο διασαφιστής αποδεικνύει ότι η δηλωθείσα συναλλακτική αξία προσεγγίζει πολύ μια από τις κατωτέρω τιμές-κριτήρια, που καθορίζονται την ίδια χρονική στιγμή ή περίπου την ίδια χρονική στιγμή:

α)

τη συναλλακτική αξία επί πωλήσεων, μεταξύ αγοραστών και πωλητών που δεν συνδέονται μεταξύ τους, πανομοιότυπων ή ομοειδών εμπορευμάτων προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης·

β)

τη δασμολογητέα αξία πανομοιότυπων ή ομοειδών εμπορευμάτων, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 74 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κώδικα·

γ)

τη δασμολογητέα αξία πανομοιότυπων ή ομοειδών εμπορευμάτων, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 74 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κώδικα.

3.   Κατά τον καθορισμό της αξίας των πανομοιότυπων ή ομοειδών εμπορευμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

αποδεδειγμένες διαφορές σε εμπορικό επίπεδο·

β)

ποσότητα·

γ)

τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 71 παράγραφος 1 του κώδικα·

δ)

δαπάνες που βαρύνουν τον πωλητή επί πωλήσεων στις οποίες δεν συνδέονται μεταξύ τους ο πωλητής και ο αγοραστής, σε περίπτωση που οι δαπάνες αυτές δεν βαρύνουν τον πωλητή κατά τις πωλήσεις μεταξύ συνδεδεμένων προσώπων.

4.   Οι τιμές-κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 2 χρησιμοποιούνται μετά από αίτηση του διασαφιστή. Δεν υποκαθιστούν τη δηλωθείσα συναλλακτική αξία.

Άρθρο 135

Αγαθά και υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των εισαγόμενων εμπορευμάτων

(άρθρο 71 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κώδικα)

1.   Όταν ο αγοραστής παρέχει τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που απαριθμούνται στο άρθρο 71 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κώδικα στον πωλητή, η αξία των εν λόγω αγαθών και υπηρεσιών είναι ίση με την τιμή αγοράς τους. Η τιμή αγοράς περιλαμβάνει όλες τις πληρωμές που απαιτείται να πραγματοποιήσει ο αγοραστής των αγαθών ή υπηρεσιών που απαριθμούνται στο άρθρο 71 παράγραφος 1 στοιχείο β) για να αποκτήσει τα αγαθά ή τις υπηρεσίες.

Όταν τα αγαθά ή οι υπηρεσίες παράγονται από τον αγοραστή ή από πρόσωπο συνδεδεμένο με αυτόν, η αξία τους ισούται με το κόστος παραγωγής τους.

2.   Στην περίπτωση που η αξία των αγαθών και υπηρεσιών που απαριθμούνται στο άρθρο 71 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κώδικα δεν μπορεί να προσδιοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθορίζεται βάσει άλλων αντικειμενικών και μετρήσιμων δεδομένων.

3.   Όταν τα εμπορεύματα που αναφέρονται στο άρθρο 71 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κώδικα έχουν χρησιμοποιηθεί από τον αγοραστή πριν από την παράδοση, η αξία τους πρέπει να προσαρμόζεται ώστε να λαμβάνονται υπόψη τυχόν αποσβέσεις.

4.   Η αξία των υπηρεσιών που αναφέρονται στο άρθρο 71 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κώδικα περιλαμβάνει το κόστος των ανεπιτυχών αναπτυξιακών δραστηριοτήτων, εφόσον αυτό το κόστος αφορούσε έργα ή παραγγελίες σχετικά με τα εισαγόμενα εμπορεύματα.

5.   Για τους σκοπούς του άρθρου 71 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο iv) του κώδικα, τα έξοδα έρευνας και προκαταρκτικού σχεδιασμού δεν περιλαμβάνονται στη δασμολογητέα αξία.

6.   Η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών που παρέχονται, όπως καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 5, κατανέμεται κατ’ αναλογία στα εισαγόμενα εμπορεύματα.

Άρθρο 136

Πνευματικά δικαιώματα και δικαιώματα αδείας

(άρθρο 71 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κώδικα)

1.   Τα πνευματικά δικαιώματα και τα δικαιώματα αδείας συνδέονται με τα εισαγόμενα εμπορεύματα όταν, ειδικότερα, τα δικαιώματα που μεταβιβάζονται βάσει της συμφωνίας πνευματικών δικαιωμάτων ή αδείας ενσωματώνονται στα εμπορεύματα. Η μέθοδος υπολογισμού του ποσού των πνευματικών δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων αδείας δεν αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα.

2.   Όταν ο τρόπος υπολογισμού του ποσού των πνευματικών δικαιωμάτων ή των δικαιωμάτων αδείας προκύπτει από την τιμή των εισαγόμενων εμπορευμάτων, ελλείψει αποδείξεων περί του αντιθέτου θεωρείται ότι η καταβολή των πνευματικών δικαιωμάτων ή των δικαιωμάτων αδείας συνδέεται με τα εμπορεύματα των οποίων εκτιμάται η αξία.

3.   Εάν τα πνευματικά δικαιώματα ή τα δικαιώματα αδείας συνδέονται εν μέρει με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα και εν μέρει με άλλα συστατικά ή μέρη που προστίθενται στα εμπορεύματα μετά την εισαγωγή τους, ή με δραστηριότητες ή υπηρεσίες μετά την εισαγωγή, γίνεται κατάλληλη προσαρμογή.

4.   Τα πνευματικά δικαιώματα και τα δικαιώματα αδείας θεωρείται ότι καταβάλλονται ως όρος της πώλησης των εισαγομένων εμπορευμάτων όταν συντρέχει οιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο πωλητής ή πρόσωπο συνδεδεμένο με τον πωλητή απαιτεί από τον αγοραστή να πραγματοποιήσει την πληρωμή αυτή·

β)

η πληρωμή γίνεται από τον αγοραστή προς εκπλήρωση υποχρέωσης του πωλητή, σύμφωνα με τις συμβατικές υποχρεώσεις·

γ)

τα εμπορεύματα δεν μπορούν να πωληθούν στον, ή να αγοραστούν από, τον αγοραστή, χωρίς πληρωμή των πνευματικών δικαιωμάτων ή των δικαιωμάτων αδείας σε έναν δικαιοπάροχο.

5.   Η χώρα στην οποία είναι εγκατεστημένος ο αποδέκτης της πληρωμής των πνευματικών δικαιωμάτων ή των δικαιωμάτων αδείας δεν λαμβάνεται υπόψη.

Άρθρο 137

Τόπος στον οποίο τα εμπορεύματα εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης

(άρθρο 71 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του κώδικα)

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 71 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του κώδικα, ο τόπος στον οποίο τα εμπορεύματα εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης είναι:

α)

για τα εμπορεύματα που μεταφέρονται διά θαλάσσης, ο λιμένας στον οποίο τα εμπορεύματα εισέρχονται για πρώτη φορά στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης·

β)

για τα εμπορεύματα που μεταφέρονται διά θαλάσσης σε ένα από τα γαλλικά υπερπόντια διαμερίσματα που αποτελούν μέρος του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης, και μεταφέρονται απευθείας σε άλλο μέρος του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης, ή αντιστρόφως, ο λιμένας στον οποίο τα εμπορεύματα εισέρχονται για πρώτη φορά στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης υπό την προϋπόθεση ότι εκφορτώθηκαν ή μεταφορτώθηκαν εκεί·

γ)

για τα εμπορεύματα που μεταφέρονται διά θαλάσσης και στη συνέχεια, χωρίς μεταφόρτωση, δι’ εσωτερικής πλωτής οδού, ο πρώτος λιμένας στον οποίο μπορεί να πραγματοποιηθεί η εκφόρτωση·

δ)

για τα εμπορεύματα που μεταφέρονται σιδηροδρομικώς, δι’ εσωτερικής πλωτής οδού ή οδικώς, ο τόπος του τελωνείου εισόδου·

ε)

για τα εμπορεύματα που μεταφέρονται με άλλους τρόπους μεταφοράς, ο τόπος όπου τα εμπορεύματα διέρχονται τα σύνορα του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 71 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του κώδικα, όταν τα εμπορεύματα εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης και στη συνέχεια μεταφέρεται σε τόπο προορισμού σε άλλο μέρος του εν λόγω εδάφους μέσω εδαφών εκτός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης, ο τόπος στον οποίο τα εμπορεύματα εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, είναι ο τόπος όπου τα εμπορεύματα έχουν εισέλθει για πρώτη φορά στο εν λόγω τελωνειακό έδαφος, υπό τον όρο ότι τα εμπορεύματα μεταφέρονται απευθείας μέσω των εδαφών αυτών ακολουθώντας μια συνήθη διαδρομή προς τον τόπο προορισμού.

3.   Η παράγραφος 2 εφαρμόζεται επίσης όταν τα αγαθά έχουν εκφορτωθεί, μεταφορτωθεί ή προσωρινώς ακινητοποιηθεί σε εδάφη εκτός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης για λόγους σχετιζόμενους αποκλειστικώς με τη μεταφορά τους.

4.   Εφόσον δεν πληρούνται οι όροι που προβλέπονται στις παραγράφους 1 β), 2 και 3, ο τόπος στον οποίο τα εμπορεύματα εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης είναι ο ακόλουθος:

α)

για τα εμπορεύματα που μεταφέρονται διά θαλάσσης, ο λιμένας εκφόρτωσης·

β)

για τα εμπορεύματα που μεταφέρονται με άλλο μέσο μεταφοράς, ο τόπος που προβλέπεται στα σημεία γ), δ) ή ε) της παραγράφου 1 και βρίσκεται στο μέρος του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης στο οποίο αποστέλλονται τα εμπορεύματα.

Άρθρο 138

Κόστος μεταφοράς

[άρθρο 71 παράγραφος 1 στοιχείο ε) του κώδικα]

1.   Όταν τα εμπορεύματα μεταφέρονται με το ίδιο μεταφορικό μέσο σε σημείο πέραν του τόπου εισόδου στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, το κόστος μεταφοράς αξιολογείται σε συνάρτηση με την απόσταση από τον τόπο στον οποίο τα εμπορεύματα εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 137 του παρόντος κανονισμού, εκτός εάν προσκομιστούν στις τελωνειακές αρχές στοιχεία σχετικά με το κόστος που θα είχε προκύψει στο πλαίσιο ενός συνήθους πίνακα τιμών ναύλων για τη μεταφορά των εμπορευμάτων στον τόπο στον οποίο τα εμπορεύματα εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης.

2.   Το κόστος αεροπορικής μεταφοράς, συμπεριλαμβανομένου του κόστους παράδοσης με αεροπορική ταχυδρομική αποστολή, που πρέπει να συμπεριληφθεί στη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων, καθορίζεται σύμφωνα με το παράρτημα 23-01.

3.   Όταν τα εμπορεύματα μεταφέρονται δωρεάν ή η μεταφορά παρέχεται από τον αγοραστή, τα μεταφορικά έξοδα που πρέπει να συμπεριληφθούν στη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων υπολογίζονται σύμφωνα με τον συνήθη πίνακα τιμών ναύλων που ισχύει για τον ίδιο τρόπο μεταφοράς.

Άρθρο 139

Τέλη που επιβάλλονται για τις ταχυδρομικές αποστολές

(άρθρο 70 παράγραφος 1 του κώδικα)

Τα ταχυδρομικά τέλη που επιβάλλονται μέχρι τον τόπο προορισμού για εμπορεύματα που αποστέλλονται ταχυδρομικώς πρέπει να περιλαμβάνονται στη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων αυτών, εξαιρουμένων των συμπληρωματικών ταχυδρομικών τελών που εισπράττονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης.

Άρθρο 140

Μη αποδοχή δηλωθείσας συναλλακτικής αξίας

(άρθρο 70 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Όταν οι τελωνειακές αρχές έχουν εύλογες αμφιβολίες σχετικά με το αν η δηλωθείσα συναλλακτική αξία αντιπροσωπεύει το συνολικό πληρωθέν ή πληρωτέο ποσό όπως αναφέρεται στο άρθρο 70 παράγραφος 1 του κώδικα, μπορούν να ζητούν από τον διασαφιστή να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες.

2.   Εάν εξακολουθούν να έχουν αμφιβολίες, οι τελωνειακές αρχές δύνανται να αποφασίσουν ότι η αξία των εμπορευμάτων δεν μπορεί να προσδιορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 70 παράγραφος 1 του κώδικα.

Άρθρο 141

Δασμολογητέα αξία πανομοιότυπων ή ομοειδών εμπορευμάτων

[άρθρο 74 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) του κώδικα]

1.   Κατά τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εισαγόμενων εμπορευμάτων σύμφωνα με το άρθρο 74 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή β) του κώδικα, χρησιμοποιείται η συναλλακτική αξία πανομοιότυπων ή ομοειδών εμπορευμάτων, τα οποία πωλούνται στο ίδιο εμπορικό επίπεδο και στην ίδια ουσιαστικώς ποσότητα με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα.

Ελλείψει τέτοιων πωλήσεων, η δασμολογητέα αξία καθορίζεται βάσει της συναλλακτικής αξίας πανομοιότυπων ή ομοειδών εμπορευμάτων που πωλούνται σε διαφορετικό εμπορικό επίπεδο ή σε διαφορετικές ποσότητες. Η συναλλακτική αυτή αξία πρέπει να προσαρμοστεί ώστε να ληφθούν υπόψη οι διαφορές που οφείλονται στο εμπορικό επίπεδο ή/και την ποσότητα.

2.   Η αξία αυτή προσαρμόζεται για να ληφθούν υπόψη σημαντικές διαφορές μεταξύ των κόστους και των επιβαρύνσεων που αφορούν, αφενός, τα εισαγόμενα εμπορεύματα και, αφετέρου, τα πανομοιότυπα ή ομοειδή εμπορεύματα, λόγω διαφορών στις αποστάσεις και στους τρόπους μεταφοράς.

3.   Σε περίπτωση που διαπιστώνονται περισσότερες από μία συναλλακτικές αξίες πανομοιότυπων ή ομοειδών εμπορευμάτων, πρέπει να χρησιμοποιείται η χαμηλότερη από τις τιμές αυτές για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εισαγόμενων εμπορευμάτων.

4.   Στα «πανομοιότυπα εμπορεύματα» και τα «ομοειδή εμπορεύματα», ανάλογα με την περίπτωση, δεν περιλαμβάνονται εμπορεύματα που ενσωματώνουν ή αντικατοπτρίζουν εργασίες μηχανικής ή μηχανολογίας, μελέτης, τέχνης, σχεδιασμού, σχεδίων ή σχεδιαγραμμάτων για τα οποία δεν έχει πραγματοποιηθεί προσαρμογή σύμφωνα με το άρθρο 71 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο iv) του κώδικα, λόγω του ότι οι εργασίες αυτές πραγματοποιήθηκαν εντός της Ένωσης.

5.   Η συναλλακτική αξία εμπορευμάτων που παράγονται από διαφορετικό πρόσωπο λαμβάνεται υπόψη μόνο όταν δεν μπορεί να βρεθεί η συναλλακτική αξία για πανομοιότυπα ή ομοειδή εμπορεύματα που παράγονται από το πρόσωπο που παρήγαγε τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα.

Άρθρο 142

Επαγωγική μέθοδος

[άρθρο 74 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κώδικα]

1.   Η τιμή μονάδας που χρησιμοποιείται για να καθοριστεί η δασμολογητέα αξία σύμφωνα με το άρθρο 74 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κώδικα πρέπει να είναι η τιμή στην οποία τα εισαγόμενα εμπορεύματα ή πανομοιότυπα ή ομοειδή εισαγόμενα εμπορεύματα πωλούνται στην Ένωση, στην κατάσταση που εισήχθησαν, κατά την ίδια ή περίπου κατά την ίδια χρονική στιγμή εισαγωγής των υπό εκτίμηση εμπορευμάτων.

2.   Εφόσον δεν υπάρχει τιμή μονάδας όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, η τιμή μονάδας που χρησιμοποιείται είναι η τιμή στην οποία πωλούνται τα εισαγόμενα εμπορεύματα ή πανομοιότυπα ή ομοειδή εισαγόμενα εμπορεύματα, στην κατάσταση που εισήχθησαν στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, το νωρίτερο δυνατόν μετά την εισαγωγή των προς εκτίμηση εμπορευμάτων και, σε κάθε περίπτωση, εντός 90 ημερών από την εισαγωγή αυτή.

3.   Εφόσον δεν υπάρχει τιμή μονάδας, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2, κατόπιν αιτήσεως του διασαφιστή, χρησιμοποιείται η τιμή μονάδας στην οποία πωλούνται τα εισαγόμενα προϊόντα στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης μετά από περαιτέρω επεξεργασία ή μεταποίηση, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την προστιθέμενη αξία από την εν λόγω επεξεργασία ή μεταποίηση.

4.   Οι ακόλουθες πωλήσεις δεν λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς του καθορισμού της δασμολογητέας αξίας βάσει του άρθρου 74 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κώδικα:

α)

πωλήσεις αγαθών σε εμπορικό επίπεδο διαφορετικό από το πρώτο μετά την εισαγωγή·

β)

πωλήσεις σε συνδεόμενα πρόσωπα·

γ)

πωλήσεις σε πρόσωπα που παρέχουν, άμεσα ή έμμεσα, δωρεάν ή με μειωμένο κόστος, τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που απαριθμούνται στο άρθρο 71 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κώδικα, για χρήση που συνδέεται με την παραγωγή και πώληση για εξαγωγή των εισαγόμενων εμπορευμάτων·

δ)

πωλήσεις σε ποσότητες που δεν αρκούν για να καταστεί δυνατός ο καθορισμός της τιμής μονάδας.

5.   Κατά τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας, τα κατωτέρω στοιχεία αφαιρούνται από την τιμή μονάδας που καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 4:

α)

οι συνήθως καταβαλλόμενες ή συμφωνούμενες προμήθειες ή περιθώρια που ισχύουν γενικά για τα κέρδη και τα γενικά έξοδα (περιλαμβανομένου και του άμεσου ή έμμεσου κόστους εμπορίας των εν λόγω εμπορευμάτων) για τις πωλήσεις, στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, εισαγόμενων εμπορευμάτων της αυτής φύσης ή του αυτού είδους που είναι εμπορεύματα τα οποία κατατάσσονται σε μια ομάδα ή μια σειρά εμπορευμάτων παραγόμενων από ένα συγκεκριμένο βιομηχανικό κλάδο·

β)

τα συνήθη έξοδα μεταφοράς και ασφάλισης, καθώς και σχετικά έξοδα που ανακύπτουν εντός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης·

γ)

οι εισαγωγικοί δασμοί και άλλες επιβαρύνσεις που πρέπει να καταβληθούν εντός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης λόγω της εισαγωγής ή της πώλησης των εμπορευμάτων.

6.   Η δασμολογητέα αξία ορισμένων ευπαθών εμπορευμάτων που αναφέρονται στο παράρτημα 23-02 που εισάγονται επί παρακαταθήκη μπορεί να καθοριστεί απευθείας σύμφωνα με το άρθρο 74 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κώδικα. Για το σκοπό αυτό οι τιμές μονάδας κοινοποιούνται στην Επιτροπή από τα κράτη μέλη και διαβιβάζονται από την Επιτροπή μέσω του TARIC σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου (16).

Οι εν λόγω τιμές μονάδας μοναδιαία τιμή μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να προσδιοριστεί η δασμολογική αξία των εισαγόμενων εμπορευμάτων για περιόδους 14 ημερών. Κάθε περίοδος αρχίζει Παρασκευή.

Οι τιμές μονάδας υπολογίζονται και κοινοποιούνται ως εξής:

α)

μετά τις μειώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 5, η τιμή μονάδας ανά 100 χγρ. καθαρού βάρους για κάθε κατηγορία εμπορευμάτων κοινοποιείται από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή. Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν κατ’ αποκοπή ποσά για τα έξοδα που αναφέρονται στο στοιχείο β) της παραγράφου 5, τα οποία θα πρέπει να γνωστοποιηθούν στην Επιτροπή·

β)

η περίοδος αναφοράς για τον καθορισμό των κατά τιμών μονάδας είναι η προηγούμενη περίοδος 14 ημερών που λήγει την Πέμπτη πριν από την εβδομάδα κατά την οποία πρόκειται να καθοριστούν νέες τιμές μονάδας·

γ)

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις τιμές μονάδας σε ευρώ στην Επιτροπή, το αργότερο στις 12.00 το μεσημέρι τη Δευτέρα της εβδομάδας κατά την οποία πρόκειται να διαβιβαστούν από την Επιτροπή. Όταν η εν λόγω ημερομηνία δεν είναι ημέρα εργάσιμη, η κοινοποίηση πρέπει να πραγματοποιηθεί κατά την αμέσως προηγούμενη εργάσιμη ημέρα. Οι τιμές μονάδας εφαρμόζονται μόνο εάν η εν λόγω κοινοποίηση διαβιβαστεί από την Επιτροπή.

Άρθρο 143

Μέθοδος της υπολογιζόμενης αξίας

[άρθρο 74 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κώδικα]

1.   Για την εφαρμογή του άρθρου 74 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κώδικα, οι τελωνειακές αρχές δεν μπορούν να απαιτούν ή να υποχρεώνουν ένα πρόσωπο που δεν είναι εγκατεστημένο στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης να προσκομίζει προς εξέταση λογιστικά στοιχεία ή άλλα έγγραφα, ή να επιτρέπει την πρόσβαση σε αυτά, για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας.

2.   Το κόστος ή η αξία των υλών και των εργασιών κατασκευής, που αναφέρονται στο άρθρο 74 παράγραφος 2 στοιχείο δ) σημείο i) του κώδικα, περιλαμβάνει το κόστος των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 71 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημεία ii) και iii) του κώδικα. Περιλαμβάνει επίσης το επιμερισμένο κόστος κάθε προϊόντος ή υπηρεσίας που αναφέρεται στο άρθρο 71 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κώδικα και το οποίο έχει παρασχεθεί, άμεσα ή έμμεσα, από τον αγοραστή για να χρησιμοποιηθεί κατά την παραγωγή των υπό εκτίμηση εμπορευμάτων. Η αξία των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 71 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο iv) του κώδικα, που πραγματοποιούνται εντός της Ένωσης πρέπει να περιλαμβάνεται μόνο στο μέτρο που τα στοιχεία αυτά επιβαρύνουν τον παραγωγό.

3.   Το κόστος παραγωγής περιλαμβάνει όλες τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για τη δημιουργία, την προσθήκη ή τη σημαντική βελτίωση οικονομικών αγαθών. Περιλαμβάνει επίσης τις δαπάνες που ορίζονται στο άρθρο 71 παράγραφος 1 στοιχείο β) ii) και iii) του κώδικα.

4.   Τα γενικά έξοδα που αναφέρονται στο άρθρο 74 παράγραφος 2 στοιχείο δ) σημείο ii) του κώδικα, περιέχουν το άμεσο και έμμεσο κόστος παραγωγής και πώλησης των προς εξαγωγή εμπορευμάτων που δεν περιλαμβάνεται στο πλαίσιο του άρθρου 74 παράγραφος 2 στοιχείο δ) σημείο i) του κώδικα.

Άρθρο 144

Εφεδρική μέθοδος

(άρθρο 74 παράγραφος 3 του κώδικα)

1.   Κατά τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας σύμφωνα με το άρθρο 74 παράγραφος 3 του κώδικα, είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί εύλογη ελαστικότητα κατά την εφαρμογή των μεθόδων που προβλέπονται στα άρθρα 70 και 74 παράγραφος 2 του κώδικα. Η αξία που καθορίζεται με τον τρόπο αυτό πρέπει, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, να βασίζεται σε δασμολογητέες αξίες που έχουν καθοριστεί προγενέστερα.

2.   Όταν η δασμολογητέα αξία δεν μπορεί να καθορισθεί κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1, χρησιμοποιούνται άλλες κατάλληλες μέθοδοι. Στην περίπτωση αυτή, η δασμολογητέα αξία δεν καθορίζεται με βάση οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

την τιμή πώλησης, στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, εμπορευμάτων που παράγονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης·

β)

ένα σύστημα βάσει του οποίου χρησιμοποιείται η υψηλότερη μεταξύ δύο εναλλακτικών αξιών για τον υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας·

γ)

την τιμή των εμπορευμάτων στην εγχώρια αγορά της χώρας εξαγωγής·

δ)

το κόστος παραγωγής, εκτός των υπολογιζόμενων αξιών που έχουν καθοριστεί για πανομοιότυπα ή ομοειδή εμπορεύματα σύμφωνα με το άρθρο 74 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κώδικα·

ε)

τις τιμές εξαγωγής με προορισμό μία τρίτη χώρα·

στ)

τις ελάχιστες δασμολογητέες αξίες·

ζ)

αυθαίρετες ή πλασματικές αξίες.

Άρθρο 145

Δικαιολογητικά έγγραφα σχετικά με τη δασμολογητέα αξία

(άρθρο 163 παράγραφος 1 του κώδικα)

Το τιμολόγιο που σχετίζεται με τη δηλωθείσα συναλλακτική αξία απαιτείται ως δικαιολογητικό έγγραφο.

Άρθρο 146

Μετατροπή νομισμάτων για τον υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας

[άρθρο 53 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κώδικα]

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κώδικα, οι ακόλουθες ισοτιμίες χρησιμοποιούνται για τη μετατροπή του νομίσματος για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας:

α)

η συναλλαγματική ισοτιμία που δημοσιεύεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ·

β)

η συναλλαγματική ισοτιμία που δημοσιεύεται από την αρμόδια εθνική αρχή ή, εάν η εθνική αρχή έχει ορίσει μια ιδιωτική τράπεζα για τους σκοπούς της δημοσίευσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η ισοτιμία που δημοσιεύεται από την εν λόγω ιδιωτική τράπεζα, για τα κράτη μέλη των οποίων το νόμισμα δεν είναι το ευρώ.

2.   Η συναλλαγματική ισοτιμία που πρέπει να χρησιμοποιείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 είναι η ισοτιμία που έχει δημοσιευθεί την προτελευταία Τετάρτη κάθε μήνα.

Σε περίπτωση που δεν δημοσιεύθηκε ισοτιμία για την ημέρα αυτή, εφαρμόζεται η πιο πρόσφατα δημοσιευθείσα ισοτιμία.

3.   Η συναλλαγματική ισοτιμία εφαρμόζεται για ένα μήνα, αρχής γενομένης από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα.

4.   Όταν δεν έχει δημοσιευθεί μια συναλλαγματική ισοτιμία, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2, η συναλλαγματική ισοτιμία που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή του άρθρου 53 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κώδικα καθορίζεται από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Η ισοτιμία αυτή πρέπει να αντανακλά την αξία του νομίσματος του οικείου κράτους μέλους όσο το δυνατόν περισσότερο.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΗ ΟΦΕΙΛΗ ΚΑΙ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Εγγύηση για ενδεχόμενη ή υπάρχουσα τελωνειακή οφειλή

Τμήμα 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 147

Ηλεκτρονικό σύστημα για τις εγγυήσεις

(άρθρο 16 του κώδικα)

Για την ανταλλαγή και αποθήκευση πληροφοριών σχετικά με εγγυήσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, χρησιμοποιείται ηλεκτρονικό σύστημα που δημιουργήθηκε για τους σκοπούς αυτούς, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1 του κώδικα.

Το πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του συστήματος ΕΤΚ — Διαχείριση Εγγυήσεων (ΔΕ) που αναφέρεται στο παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2014/255/ΕΕ.

Άρθρο 148

Μεμονωμένη εγγύηση για ενδεχόμενη τελωνειακή οφειλή

(άρθρο 90 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κώδικα)

1.   Όταν είναι υποχρεωτική η σύσταση εγγύησης, η εγγύηση που καλύπτει μία μεμονωμένη πράξη (μεμονωμένη εγγύηση) για ενδεχόμενη τελωνειακή οφειλή καλύπτει το ποσό του εισαγωγικού ή εξαγωγικού δασμού που αντιστοιχεί στην τελωνειακή οφειλή που ενδέχεται να γεννηθεί, υπολογιζόμενο βάσει των ανώτατων συντελεστών δασμών που ισχύουν για εμπορεύματα του ίδιου τύπου.

2.   Όταν η μεμονωμένη εγγύηση πρέπει να καλύψει τις λοιπές επιβαρύνσεις που οφείλονται σε σχέση με την εισαγωγή ή την εξαγωγή εμπορευμάτων, ο υπολογισμός τους βασίζεται στους ανώτατους συντελεστές που ισχύουν για εμπορεύματα του ίδιου τύπου στο κράτος μέλος στο οποίο τα οικεία εμπορεύματα υπάγονται στο τελωνειακό καθεστώς ή εναποτίθενται προσωρινά.

Άρθρο 149

Προαιρετική εγγύηση

(άρθρο 91 του κώδικα)

Όταν οι τελωνειακές αρχές αποφασίζουν ότι απαιτείται σύσταση προαιρετικής εγγύησης, εφαρμόζονται τα άρθρα 150 έως 158 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 150

Εγγύηση με τη μορφή κατάθεσης σε μετρητά

[άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κώδικα]

Όταν απαιτείται εγγύηση για ειδικά καθεστώτα ή προσωρινή εναπόθεση και αυτή συστήνεται ως μεμονωμένη εγγύηση με τη μορφή κατάθεσης σε μετρητά, η εγγύηση αυτή συστήνεται ενώπιον των τελωνειακών αρχών του κράτους μέλους στο οποίο τα εμπορεύματα υπάγονται στο καθεστώς ή εναποτίθενται προσωρινά.

Όταν λήξει κάποιο ειδικό καθεστώς εκτός του καθεστώτος τελικού προορισμού ή όταν η επιτήρηση των εμπορευμάτων τελικού προορισμού ή η προσωρινή εναπόθεση ολοκληρωθεί σωστά, η εγγύηση αποπληρώνεται από την τελωνειακή αρχή του κράτους μέλους στην οποία είχε παρασχεθεί.

Άρθρο 151

Εγγύηση υπό μορφή ανάληψης υποχρέωσης από τριτεγγυητή

[άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο α) και άρθρο 94 του κώδικα]

1.   Η ανάληψη υποχρέωσης που πραγματοποιεί ένας τριτεγγυητής εγκρίνεται από το τελωνείο όπου παρέχεται η εγγύηση (τελωνείο εγγύησης), το οποίο κοινοποιεί την έγκριση στο πρόσωπο που πρέπει να παράσχει την εγγύηση.

2.   Το τελωνείο εγγύησης ενδέχεται να ανακαλέσει την έγκριση της ανάληψης υποχρέωσης από τριτεγγυητή οποιαδήποτε στιγμή. Το τελωνείο εγγύησης κοινοποιεί την ανάκληση στον τριτεγγυητή και στο πρόσωπο που πρέπει να παράσχει την εγγύηση.

3.   Ένας τριτεγγυητής μπορεί να παραιτηθεί οποιαδήποτε στιγμή από τις υποχρεώσεις που ανέλαβε. Ο τριτεγγυητής κοινοποιεί την εν λόγω παραίτηση στο τελωνείο εγγύησης.

4.   Η παραίτηση του τριτεγγυητή από τις υποχρεώσεις του δεν επηρεάζει εμπορεύματα που, κατά τον χρόνο παραίτησης, έχουν ήδη υπαχθεί και εξακολουθούν να υπάγονται σε τελωνειακό καθεστώς ή σε προσωρινή εναπόθεση δυνάμει των υποχρεώσεων από τις οποίες παραιτείται ο τριτεγγυητής.

5.   Μεμονωμένη εγγύηση παρεχόμενη υπό μορφή ανάληψης υποχρεώσεων παρέχεται με τη χρήση του εντύπου που ορίζεται στο παράρτημα 32-01.

6.   Συνολική εγγύηση παρεχόμενη υπό μορφή ανάληψης υποχρεώσεων παρέχεται με τη χρήση του εντύπου που ορίζεται στο παράρτημα 32-03.

7.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 και του άρθρου 160, κάθε κράτος μέλος μπορεί, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, να επιτρέψει την ανάληψη υποχρέωσης από τριτεγγυητή υπό μορφή διαφορετική αυτών που αναφέρονται στα παραρτήματα 32-01, 32-02 και 32-03, εφόσον έχει το ίδιο έννομο αποτέλεσμα.

Άρθρο 152

Μεμονωμένη εγγύηση υπό μορφή ανάληψης υποχρέωσης από τριτεγγυητή

[άρθρο 89 και άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κώδικα]

1.   Όταν συστήνεται μεμονωμένη εγγύηση υπό μορφή ανάληψης υποχρέωσης από τριτεγγυητή, το αποδεικτικό αυτής της ανάληψης υποχρέωσης φυλάσσεται στο τελωνείο εγγύησης για την περίοδο ισχύος της εγγύησης.

2.   Όταν συστήνεται μεμονωμένη εγγύηση υπό μορφή ανάληψης υποχρέωσης από τριτεγγυητή, ο δικαιούχος του καθεστώτος δεν αλλάζει τον κωδικό πρόσβασης που συνδέεται με τον αριθμό αναφοράς της εγγύησης.

Άρθρο 153

Αμοιβαία συνδρομή μεταξύ τελωνειακών αρχών

[άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κώδικα]

Όταν έχει γεννηθεί τελωνειακή οφειλή σε κράτος μέλος εκτός του κράτους μέλους που αποδέχθηκε εγγύηση υπό μία από τις μορφές που αναφέρονται στο άρθρο 83 παράγραφος 1 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2015/2446, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, το κράτος μέλος που αποδέχθηκε την εγγύηση μεταφέρει στο κράτος μέλος στο οποίο γεννήθηκε η τελωνειακή οφειλή, εφόσον ζητηθεί από το κράτος μέλος αυτό μετά τη λήξη της προθεσμίας πληρωμής, το ποσό του εισαγωγικού ή εξαγωγικού δασμού εντός των ορίων της εγγύησης που έγινε αποδεκτή και των μη καταβεβλημένων δασμών.

Η μεταφορά αυτή πραγματοποιείται εντός ενός μήνα από τη λήψη του αιτήματος.

Άρθρο 154

Αριθμός αναφοράς εγγύησης και κωδικός πρόσβασης

(άρθρο 89 παράγραφος 2 του κώδικα)

1.   Όταν μία μεμονωμένη εγγύηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, το τελωνείο εγγύησης κοινοποιεί στο πρόσωπο που παρείχε την εγγύηση ή, στην περίπτωση εγγύησης με τη μορφή τίτλων, στον τριτεγγυητή τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τον αριθμό αναφοράς της εγγύησης·

β)

κωδικό πρόσβασης που συνδέεται με τον αριθμό αναφοράς της εγγύησης.

2.   Όταν μία συνολική εγγύηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, το τελωνείο εγγύησης κοινοποιεί στο πρόσωπο που παρείχε την εγγύηση τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τον αριθμό αναφοράς της εγγύησης για κάθε μέρος του ποσού αναφοράς που θα παρακολουθείται σύμφωνα με το άρθρο 157 (322-05-ΕΠ)·

β)

κωδικό πρόσβασης που συνδέεται με τον αριθμό αναφοράς της εγγύησης.

Εφόσον ζητηθεί από το πρόσωπο που παρείχε την εγγύηση, το τελωνείο εγγύησης ορίζει έναν ή περισσότερους επιπλέον κωδικούς πρόσβασης στην εγγύηση αυτή, οι οποίοι θα χρησιμοποιηθούν από το πρόσωπο αυτό ή τους εκπροσώπους του.

3.   Η τελωνειακή αρχή εξακριβώνει την ύπαρξη και την ισχύ της εγγύησης κάθε φορά που ένα πρόσωπο της κοινοποιεί αριθμό αναφοράς εγγύησης.

Τμήμα 2

Συνολική εγγύηση

Άρθρο 155

Ποσό αναφοράς

(άρθρο 90 του κώδικα)

1.   Εκτός εάν άλλως προβλέπεται στο άρθρο 158 του παρόντος κανονισμού, το ποσό της συνολικής εγγύησης ισούται με ποσό αναφοράς που καθορίζει το τελωνείο εγγύησης σύμφωνα με το άρθρο 90 του κώδικα.

2.   Όταν απαιτείται να παρασχεθεί συνολική εγγύηση για εισαγωγικούς ή εξαγωγικούς δασμούς και λοιπές επιβαρύνσεις, το ποσό των οποίων μπορεί να καθοριστεί με βεβαιότητα κατά τον χρόνο που απαιτείται η εγγύηση, το μέρος του ποσού αναφοράς που καλύπτει αυτούς τους δασμούς και τις επιβαρύνσεις αντιστοιχεί στο ποσό των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών και των λοιπών πληρωτέων επιβαρύνσεων.

3.   Όταν απαιτείται να παρασχεθεί συνολική εγγύηση για εισαγωγικούς ή εξαγωγικούς δασμούς και λοιπές επιβαρύνσεις, το ποσό των οποίων δεν μπορεί να καθοριστεί με βεβαιότητα κατά το χρόνο που απαιτείται η εγγύηση ή το οποίο μεταβάλλεται διαχρονικά, το μέρος του ποσού αναφοράς που καλύπτει αυτούς τους δασμούς και τις επιβαρύνσεις ορίζεται ως εξής:

α)

για το μέρος που προορίζεται να καλύψει εισαγωγικούς ή εξαγωγικούς δασμούς και λοιπές επιβαρύνσεις που έχουν επιβληθεί, το ποσό αναφοράς αντιστοιχεί στο ποσό των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών και των λοιπών πληρωτέων επιβαρύνσεων·

β)

για το μέρος που προορίζεται να καλύψει εισαγωγικούς ή εξαγωγικούς δασμούς και λοιπές επιβαρύνσεις που ενδέχεται να επιβληθούν, το ποσό αναφοράς αντιστοιχεί στο ποσό των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών και των λοιπών επιβαρύνσεων που ενδέχεται να καταστούν πληρωτέες σε σχέση με κάθε τελωνειακή διασάφηση ή διασάφηση προσωρινής εναπόθεσης σε σχέση με την οποία παρέχεται η εγγύηση, κατά το διάστημα μεταξύ της υπαγωγής των εμπορευμάτων στο οικείο τελωνειακό καθεστώς ή σε προσωρινή εναπόθεση και του χρόνου εκκαθάρισης του καθεστώτος αυτού ή λήξης της επιτήρησης των εμπορευμάτων ειδικού προορισμού ή της προσωρινής εναπόθεσης.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), λαμβάνονται υπόψη οι ανώτατοι συντελεστές εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που επιβάλλονται σε εμπορεύματα του ίδιου τύπου και οι ανώτατοι συντελεστές λοιπών επιβαρύνσεων που πρέπει να καταβληθούν σε σχέση με την εισαγωγή ή εξαγωγή εμπορευμάτων του ίδιου τύπου στο κράτος μέλος του τελωνείου εγγύησης.

Όταν το τελωνείο εγγύησης δεν έχει στη διάθεσή του τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για να καθοριστεί το μέρος του ποσού αναφοράς σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, το ποσό αυτό ορίζεται στα 10 000 ευρώ για κάθε διασάφηση.

4.   Το τελωνείο εγγύησης καθορίζει το ποσό αναφοράς σε συνεργασία με το πρόσωπο που πρέπει να παράσχει την εγγύηση. Κατά τον καθορισμό του μέρους του ποσού αναφοράς σύμφωνα με την παράγραφο 3, το τελωνείο εγγύησης καθορίζει το ποσό αυτό βάσει των πληροφοριών για εμπορεύματα που έχουν υπαχθεί στα σχετικά τελωνειακά καθεστώτα ή σε προσωρινή εναπόθεση κατά τους τελευταίους 12 μήνες και βάσει εκτίμησης του όγκου των σχεδιαζόμενων πράξεων, σύμφωνα με τα εμπορικά υποστηρικτικά έγγραφα και τους λογαριασμούς του προσώπου που πρέπει να παράσχει την εγγύηση.

5.   Το τελωνείο εγγύησης αναθεωρεί το ποσό αναφοράς με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του προσώπου που πρέπει να παράσχει την εγγύηση και το προσαρμόζει ώστε να συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και του άρθρου 90 του κώδικα.

Άρθρο 156

Παρακολούθηση του ποσού αναφοράς από το πρόσωπο που πρέπει να παράσχει εγγύηση

(άρθρο 89 του κώδικα)

Το πρόσωπο που πρέπει να παράσχει εγγύηση εξασφαλίζει ότι το ποσό των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών και των λοιπών επιβαρύνσεων που οφείλονται σε σχέση με την εισαγωγή ή εξαγωγή εμπορευμάτων, όταν αυτές πρόκειται να καλυφθούν από την εγγύηση, το οποίο είναι πληρωτέο ή ενδέχεται να καταστεί πληρωτέο, δεν υπερβαίνει το ποσό αναφοράς.

Το πρόσωπο αυτό ενημερώνει το τελωνείο εγγύησης σε περίπτωση που το ποσό αναφοράς δεν επαρκεί πλέον για την κάλυψη των πράξεών του.

Άρθρο 157

Παρακολούθηση του ποσού αναφοράς από τις τελωνειακές αρχές

(άρθρο 89 παράγραφος 6 του κώδικα)

1.   Η παρακολούθηση του μέρους του ποσού αναφοράς που καλύπτει το ποσό των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών και των λοιπών επιβαρύνσεων που οφείλονται σε σχέση με την εισαγωγή ή την εξαγωγή εμπορευμάτων, το οποίο θα καταστεί πληρωτέο όσον αφορά εμπορεύματα που τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία, εξασφαλίζεται για κάθε διασάφηση κατά τον χρόνο υπαγωγής εμπορευμάτων στο καθεστώς. Όταν κατατίθενται τελωνειακές διασαφήσεις για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία σύμφωνα με έγκριση αναφερόμενη στο άρθρο 166 παράγραφος 2 ή στο άρθρο 182 του κώδικα, η παρακολούθηση του οικείου μέρους του ποσού αναφοράς εξασφαλίζεται βάσει των συμπληρωματικών διασαφήσεων ή, κατά περίπτωση, βάσει των στοιχείων που εισάγονται στα αρχεία.

2.   Η παρακολούθηση του μέρους του ποσού αναφοράς που καλύπτει το ποσό των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών και των λοιπών επιβαρύνσεων που οφείλονται σε σχέση με την εισαγωγή ή την εξαγωγή εμπορευμάτων, το οποίο ενδέχεται να καταστεί πληρωτέο όσον αφορά εμπορεύματα που υπάγονται σε καθεστώς ενωσιακής διαμετακόμισης, εξασφαλίζεται μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος που αναφέρεται στο άρθρο 273 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού για κάθε τελωνειακή διασάφηση κατά τον χρόνο υπαγωγής των εμπορευμάτων στο καθεστώς. Η παρακολούθηση αυτή δεν ισχύει για εμπορεύματα που υπάγονται στο καθεστώς ενωσιακής διαμετακόμισης με τη χρήση της απλούστευσης που αναφέρεται στο άρθρο 233 παράγραφος 4 στοιχείο ε) του κώδικα, στην περίπτωση που η επεξεργασία της τελωνειακής διασάφησης δεν πραγματοποιείται μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος που αναφέρεται στο άρθρο 273 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού.

3.   Η παρακολούθηση του μέρους του ποσού αναφοράς που καλύπτει το ποσό των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών και των λοιπών επιβαρύνσεων που οφείλονται σε σχέση με την εισαγωγή ή την εξαγωγή εμπορευμάτων, στην περίπτωση που καλύπτονται από την εγγύηση, και που θα επιβληθούν ή ενδέχεται να επιβληθούν σε περιπτώσεις πλην αυτών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, εξασφαλίζεται μέσω τακτικού και κατάλληλου ελέγχου.

Άρθρο 158

Επίπεδο συνολικής εγγύησης

(άρθρο 95 παράγραφοι 2 και 3 του κώδικα)

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 95 παράγραφος 2 του κώδικα, το ποσό της συνολικής εγγύησης μειώνεται:

α)

στο 50 % του μέρους του ποσού αναφοράς που έχει καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 155 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, στις περιπτώσεις που πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 84 παράγραφος 1 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446·

β)

στο 30 % του μέρους του ποσού αναφοράς που έχει καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 155 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, στις περιπτώσεις που πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 84 παράγραφος 2 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446· ή

γ)

στο 0 % του μέρους του ποσού αναφοράς που έχει καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 155 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, στις περιπτώσεις που πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 84 παράγραφος 3 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 95 παράγραφος 3 του κώδικα, το ποσό της συνολικής εγγύησης μειώνεται στο 30 % του μέρους του ποσού αναφοράς που έχει καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 155 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

Τμήμα 3

Διατάξεις σχετικά με το καθεστώς ενωσιακής διαμετακόμισης και το καθεστώς βάσει της σύμβασης TIR και της σύμβασης ΑΤΑ

Υποτμήμα 1

Ενωσιακή διαμετακόμιση

Άρθρο 159

Υπολογισμός για σκοπούς κοινής διαμετακόμισης

(άρθρο 89 παράγραφος 2 του κώδικα)

Για τους σκοπούς του υπολογισμού που αναφέρεται στο άρθρο 148 και στο άρθρο 155 παράγραφος 3 στοιχείο β) δεύτερο εδάφιο του παρόντος κανονισμού, τα ενωσιακά εμπορεύματα που μεταφέρονται κατ’ εφαρμογή της σύμβασης καθεστώτος κοινής διαμετακόμισης (17) θεωρούνται ως μη ενωσιακά εμπορεύματα.

Άρθρο 160

Μεμονωμένη εγγύηση με τη μορφή τίτλων

[άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κώδικα]

1.   Στο πλαίσιο του καθεστώτος ενωσιακής διαμετακόμισης, μεμονωμένη εγγύηση υπό μορφή ανάληψης υποχρέωσης από τριτεγγυητή μπορεί επίσης να παρέχεται από τον τριτεγγυητή μέσω έκδοσης τίτλων προς πρόσωπα που προτίθενται να καταστούν οι δικαιούχοι του καθεστώτος.

Το αποδεικτικό της ανάληψης υποχρέωσης καταρτίζεται με τη χρήση του εντύπου που ορίζεται στο παράρτημα 32-02 και οι τίτλοι καταρτίζονται με τη χρήση του εντύπου που ορίζεται στο παράρτημα 32-06.

Κάθε τίτλος καλύπτει ποσό 10 000 ευρώ για το οποίο είναι υπεύθυνος ο τριτεγγυητής.

Η περίοδος ισχύος ενός τίτλου είναι ένα έτος από την ημερομηνία έκδοσης.

2.   Ο τριτεγγυητής παρέχει στο τελωνείο εγγύησης όλα τα απαιτούμενα λεπτομερή στοιχεία που αφορούν τους τίτλους μεμονωμένης εγγύησης που έχει εκδώσει.

3.   Για κάθε τίτλο, ο τριτεγγυητής κοινοποιεί στο πρόσωπο που προτίθεται να καταστεί ο δικαιούχος του καθεστώτος τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τον αριθμό αναφοράς της εγγύησης·

β)

κωδικό πρόσβασης που συνδέεται με τον αριθμό αναφοράς της εγγύησης.

Το πρόσωπο που προτίθεται να καταστεί ο δικαιούχος του καθεστώτος δεν τροποποιεί τον κωδικό πρόσβασης.

4.   Το πρόσωπο που προτίθεται να καταστεί ο δικαιούχος του καθεστώτος υποβάλλει στο τελωνείο αναχώρησης αριθμό τίτλων που αντιστοιχούν στο πολλαπλάσιο των 10 000 ευρώ που απαιτείται για την κάλυψη του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 148 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 161

Ανάκληση και υπαναχώρηση από ανάληψη υποχρέωσης που παρέχεται σε περίπτωση μεμονωμένης εγγύησης με τη μορφή τίτλων

[άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο α) και άρθρο 94 του κώδικα]

Η τελωνειακή αρχή που είναι υπεύθυνη για το οικείο τελωνείο εγγύησης εισάγει στο ηλεκτρονικό σύστημα που αναφέρεται στο άρθρο 273 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού πληροφορίες για οποιαδήποτε ανάκληση ή υπαναχώρηση από ανάληψη υποχρέωσης που παρέχεται σε περίπτωση μεμονωμένης εγγύησης με τη μορφή τίτλων και την ημερομηνία εφαρμογής της.

Άρθρο 162

Συνολική εγγύηση

(άρθρο 89 παράγραφος 5 και άρθρο 95 του κώδικα)

1.   Στο πλαίσιο του καθεστώτος ενωσιακής διαμετακόμισης, η συνολική εγγύηση μπορεί να παρασχεθεί μόνο με τη μορφή ανάληψης υποχρέωσης από τριτεγγυητή.

2.   Το αποδεικτικό αυτής της ανάληψης υποχρέωσης φυλάσσει το τελωνείο εγγύησης κατά την περίοδο ισχύος της εγγύησης.

3.   Ο δικαιούχος του καθεστώτος δεν επιτρέπεται να τροποποιήσει τον κωδικό πρόσβασης που συνδέεται με τον αριθμό αναφοράς της εγγύησης.

Υποτμήμα 2

Καθεστώτα δυνάμει των συμβάσεων TIR και ATA

Άρθρο 163

Ευθύνη των εγγυοδοτικών οργανισμών για τις πράξεις μεταφοράς με δελτίο TIR

[άρθρο 226 παράγραφος 3 στοιχείο β) του κώδικα]

Για την εφαρμογή του άρθρου 8 παράγραφος 4 της τελωνειακής σύμβασης περί των διεθνών μεταφορών εμπορευμάτων διά των δελτίων TIR, συμπεριλαμβανομένων οποιωνδήποτε επόμενων τροποποιήσεων αυτής, (σύμβαση TIR), όταν μία πράξη TIR λαμβάνει χώρα στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, κάθε εγγυοδοτικός οργανισμός, εγκατεστημένος στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης μπορεί να καταστεί υπεύθυνος για την πληρωμή του εξασφαλισμένου ποσού που αναλογεί στα εμπορεύματα που αποτελούν το αντικείμενο αυτής της πράξης TIR, μέχρι του ποσού των 60 000 ευρώ, ή ισότιμου ποσού εκφρασμένου σε εθνικό νόμισμα, ανά δελτίο TIR.

Άρθρο 164

Γνωστοποίηση της μη εκκαθάρισης καθεστώτος στους εγγυοδοτικούς οργανισμούς

[άρθρο 226 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ) του κώδικα]

Η έγκυρη γνωστοποίηση της μη εκκαθάρισης καθεστώτος σύμφωνα με τη σύμβαση TIR ή τη σύμβαση ΑΤΑ ή τη σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, την οποία πραγματοποιούν οι τελωνειακές αρχές κράτους μέλους προς εγγυοδοτικό οργανισμό, συνιστά γνωστοποίηση προς οποιονδήποτε άλλον εγγυοδοτικό οργανισμό άλλου κράτους μέλους που έχει προσδιοριστεί ως υπεύθυνος πληρωμής ποσού εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών ή λοιπών επιβαρύνσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Είσπραξη, καταβολή, επιστροφή και διαγραφή του ποσού του εισαγωγικού ή εξαγωγικού δασμού

Τμήμα 1

Καθορισμός του ποσού του εισαγωγικού ή εξαγωγικού δασμού, γνωστοποίηση και καταλογισμός της τελωνειακής οφειλής

Υποτμήμα 1

Άρθρο 165

Αμοιβαία συνδρομή μεταξύ τελωνειακών αρχών

(άρθρο 101 παράγραφος 1 και άρθρο 102 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Στην περίπτωση γέννησης τελωνειακής οφειλής, οι τελωνειακές αρχές που είναι αρμόδιες για την είσπραξη του ποσού του εισαγωγικού ή εξαγωγικού δασμού που αναλογεί στην τελωνειακή οφειλή ενημερώνουν τις άλλες εμπλεκόμενες τελωνειακές αρχές για τα ακόλουθα:

α)

το γεγονός της γένεσης τελωνειακής οφειλής·

β)

τα μέτρα που ελήφθησαν κατά του οφειλέτη για την είσπραξη των σχετικών ποσών.

2.   Τα κράτη μέλη συνδράμουν το ένα το άλλο για την είσπραξη του ποσού του εισαγωγικού ή εξαγωγικού δασμού που αναλογεί στην τελωνειακή οφειλή.

3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 87 παράγραφος 4 του κώδικα, όταν η τελωνειακή αρχή του κράτους μέλους στο οποίο τα εμπορεύματα έχουν υπαχθεί σε ειδικό καθεστώς πέραν της διαμετακόμισης ή στο οποίο αυτά βρίσκονταν σε προσωρινή εναπόθεση λαμβάνει, πριν από τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 80 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, αποδεικτικά στοιχεία ότι τα γεγονότα από τα οποία προκύπτει ή θεωρείται ότι προκύπτει η τελωνειακή οφειλή έχουν λάβει χώρα σε άλλο κράτος μέλος, αυτή η τελωνειακή αρχή αποστέλλει αμέσως και, σε κάθε περίπτωση, εντός της προθεσμίας αυτής όλες τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της στην τελωνειακή αρχή που είναι υπεύθυνη για τον εν λόγω τόπο. Αυτή η τελευταία τελωνειακή αρχή βεβαιώνει τη λήψη των εν λόγω πληροφοριών και δηλώνει εάν αποδέχεται την αρμοδιότητα για την είσπραξη. Σε περίπτωση που δεν δοθεί απάντηση εντός 90 ημερών, η τελωνειακή αρχή που αποστέλλει τις πληροφορίες πρέπει να προχωρήσει αμέσως στην είσπραξη.

4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 87 παράγραφος 4 του κώδικα, όταν η τελωνειακή αρχή του κράτους μέλους στο οποίο διαπιστώθηκε η γένεση της τελωνειακής οφειλής που αφορά εμπορεύματα που ούτε έχουν υπαχθεί σε τελωνειακό καθεστώς ούτε έχουν τεθεί σε προσωρινή εναπόθεση λαμβάνει, πριν από τη γνωστοποίηση της τελωνειακής οφειλής, αποδεικτικά στοιχεία ότι τα γεγονότα από τα οποία προκύπτει ή θεωρείται ότι προκύπτει η τελωνειακή οφειλή έχουν λάβει χώρα σε άλλο κράτος μέλος, αυτή η τελωνειακή αρχή αποστέλλει αμέσως και, σε κάθε περίπτωση, πριν από τη γνωστοποίηση αυτή όλες τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της στην τελωνειακή αρχή που είναι υπεύθυνη για τον εν λόγω τόπο. Αυτή η τελευταία τελωνειακή αρχή βεβαιώνει τη λήψη των εν λόγω πληροφοριών και δηλώνει εάν αποδέχεται την αρμοδιότητα για την είσπραξη. Σε περίπτωση που δεν δοθεί απάντηση εντός 90 ημερών, η τελωνειακή αρχή που αποστέλλει τις πληροφορίες πρέπει να προχωρήσει αμέσως στην είσπραξη.

Άρθρο 166

Τελωνείο συντονισμού για δελτία ΑΤΑ ή δελτία CPD

[άρθρο 226 παράγραφος 3 στοιχείο γ) του κώδικα]

1.   Οι τελωνειακές αρχές ορίζουν ένα τελωνείο συντονισμού υπεύθυνο για οποιαδήποτε ενέργεια σχετικά με τελωνειακές οφειλές που έχουν γεννηθεί λόγω μη συμμόρφωσης με υποχρεώσεις ή προϋποθέσεις που αφορούν δελτία ΑΤΑ ή δελτία CPD δυνάμει του άρθρου 79 του κώδικα.

2.   Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή το τελωνείο συντονισμού, καθώς και τον αριθμό αναφοράς του. Η Επιτροπή δημοσιοποιεί τις πληροφορίες αυτές στον ιστότοπό της.

Άρθρο 167

Είσπραξη λοιπών επιβαρύνσεων δυνάμει του καθεστώτος ευρωπαϊκής διαμετακόμισης και διαμετακόμισης σύμφωνα με τη σύμβαση TIR

[άρθρο 226 παράγραφος 3 στοιχεία α) και β) του κώδικα]

1.   Όταν οι τελωνειακές αρχές που γνωστοποίησαν την τελωνειακή οφειλή και την υποχρέωση πληρωμής λοιπών επιβαρύνσεων οφειλόμενων σε σχέση με την εισαγωγή ή την εξαγωγή εμπορευμάτων που έχουν υπαχθεί στο καθεστώς ενωσιακής διαμετακόμισης ή στο καθεστώς διαμετακόμισης σύμφωνα με τη σύμβαση TIR λαμβάνουν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τον τόπο όπου συνέβησαν τα γεγονότα που προκάλεσαν την τελωνειακή οφειλή και την υποχρέωση καταβολής λοιπών επιβαρύνσεων, αυτές οι τελωνειακές αρχές αναστέλλουν τη διαδικασία είσπραξης και αποστέλλουν άμεσα όλα τα απαραίτητα έγγραφα, συμπεριλαμβανομένου θεωρημένου αντιγράφου των αποδεικτικών στοιχείων, στις αρχές που είναι υπεύθυνες για τον εν λόγω τόπο. Οι αρχές που αποστέλλουν τα στοιχεία ζητούν ταυτόχρονα από τις αρχές που τα λαμβάνουν να βεβαιώσουν την αρμοδιότητά τους για την είσπραξη των λοιπών επιβαρύνσεων.

2.   Οι αρχές που λαμβάνουν τα στοιχεία βεβαιώνουν τη λήψη τους και δηλώνουν εάν είναι αρμόδιες για την είσπραξη των λοιπών επιβαρύνσεων. Σε περίπτωση που δεν ληφθεί απάντηση εντός 28 ημερών, οι αρχές που αποστέλλουν τα στοιχεία πρέπει να συνεχίσουν αμέσως τη διαδικασία είσπραξης που κίνησαν.

3.   Οποιαδήποτε εκκρεμούσα διαδικασία για την είσπραξη λοιπών επιβαρύνσεων που έχει κινηθεί από τις αρχές που αποστέλλουν τα στοιχεία αναστέλλεται αμέσως μόλις οι αρχές που τα λαμβάνουν βεβαιώσουν τη λήψη των στοιχείων και δηλώσουν ότι είναι αρμόδιες για την είσπραξη των λοιπών επιβαρύνσεων.

Μόλις οι αρχές που λαμβάνουν τα στοιχεία παράσχουν αποδείξεις ότι έχουν εισπράξει τα εν λόγω ποσά, οι αρχές που αποστέλλουν τα στοιχεία επιστρέφουν οποιεσδήποτε άλλες επιβαρύνσεις που έχουν ήδη εισπράξει ή ακυρώνουν τη διαδικασία είσπραξης.

Άρθρο 168

Γνωστοποίηση είσπραξης δασμών και λοιπών επιβαρύνσεων δυνάμει του καθεστώτος ενωσιακής διαμετακόμισης και διαμετακόμισης σύμφωνα με τη σύμβαση TIR

[άρθρο 226 παράγραφος 3 στοιχεία α) και β) του κώδικα]

Στην περίπτωση γένεσης τελωνειακής οφειλής σχετικά με εμπορεύματα που υπάγονται στο καθεστώς ενωσιακής διαμετακόμισης ή στο καθεστώς διαμετακόμισης σύμφωνα με τη σύμβαση TIR, οι αρμόδιες για την είσπραξη τελωνειακές αρχές ενημερώνουν το τελωνείο αναχώρησης για την είσπραξη των δασμών και των λοιπών επιβαρύνσεων.

Άρθρο 169

Είσπραξη λοιπών επιβαρύνσεων για εμπορεύματα που υπάγονται στο καθεστώς διαμετακόμισης σύμφωνα με τη σύμβαση ΑΤΑ ή τη σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως

[άρθρο 226 παράγραφος 3 στοιχείο γ) του κώδικα]

1.   Όταν οι τελωνειακές αρχές που γνωστοποίησαν την τελωνειακή οφειλή και την υποχρέωση καταβολής λοιπών επιβαρύνσεων για εμπορεύματα που έχουν υπαχθεί στο καθεστώς διαμετακόμισης σύμφωνα με τη σύμβαση ΑΤΑ ή τη σύμβαση της Κωνσταντινούπολης λαμβάνουν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τον τόπο όπου συνέβησαν τα γεγονότα που προκάλεσαν την τελωνειακή οφειλή και την υποχρέωση καταβολής λοιπών επιβαρύνσεων, αποστέλλουν αμέσως όλα τα απαραίτητα έγγραφα, συμπεριλαμβανομένου πιστοποιημένης γνησιότητας αντιγράφου των αποδεικτικών στοιχείων, στις αρχές που είναι αρμόδιες για τον εν λόγω τόπο. Οι αρχές που αποστέλλουν τα στοιχεία ζητούν ταυτόχρονα από τις αρχές που τα λαμβάνουν να βεβαιώσουν την αρμοδιότητά τους για την είσπραξη των λοιπών επιβαρύνσεων.

2.   Οι αρχές που λαμβάνουν τα στοιχεία βεβαιώνουν τη λήψη τους και δηλώνουν εάν είναι αρμόδιες για την είσπραξη των λοιπών επιβαρύνσεων. Για τους σκοπούς αυτούς, οι αρχές που λαμβάνουν τα στοιχεία χρησιμοποιούν το υπόδειγμα απαλλακτικού σημειώματος που ορίζεται στο παράρτημα 33-05, στο οποίο περιλαμβάνεται η μνεία ότι πραγματοποιήθηκε η έγερση της απαίτησης ενώπιον του εγγυοδοτικού οργανισμού στο κράτος μέλος που λαμβάνει τα στοιχεία. Σε περίπτωση που δεν ληφθεί απάντηση εντός 90 ημερών, οι αρχές που αποστέλλουν τα στοιχεία πρέπει να συνεχίσουν αμέσως τη διαδικασία είσπραξης που κίνησαν.

3.   Αν οι αρχές στις οποίες αποστέλλονται τα στοιχεία είναι αρμόδιες, μετά την περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 2, εκκινούν νέα διαδικασία για την είσπραξη των λοιπών επιβαρύνσεων, κατά περίπτωση, και ενημερώνουν αμέσως τις αρχές που αποστέλλουν τα στοιχεία.

Οι αρχές που λαμβάνουν τα στοιχεία εισπράττουν, εάν είναι απαραίτητο, από τον εγγυοδοτικό οργανισμό με τον οποίο συνδέονται το ποσό των δασμών και των λοιπών οφειλόμενων επιβαρύνσεων βάσει των συντελεστών που ισχύουν στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται οι αρχές αυτές.

4.   Μόλις οι αρχές που λαμβάνουν τα στοιχεία δηλώσουν ότι είναι αρμόδιες για την είσπραξη των λοιπών επιβαρύνσεων, οι αρχές που αποστέλλουν τα στοιχεία επιστρέφουν στον εγγυοδοτικό οργανισμό με τον οποίο συνδέονται οποιαδήποτε ποσά που ενδέχεται να έχει καταθέσει ή να έχει πληρώσει προσωρινά ο οργανισμός αυτός.

5.   Η μεταφορά της διαδικασίας πρέπει να πραγματοποιείται εντός προθεσμίας ενός έτους από την ημερομηνία λήξης ισχύος του δελτίου, εκτός εάν η πληρωμή έχει οριστικοποιηθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 2 ή 3 της σύμβασης ATA ή του άρθρου 9 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ) του παραρτήματος Α της σύμβασης της Κωνσταντινουπόλεως.

Άρθρο 170

Είσπραξη λοιπών επιβαρύνσεων για εμπορεύματα που υπάγονται σε προσωρινή εισαγωγή σύμφωνα με τη σύμβαση ΑΤΑ ή τη σύμβαση της Κωνσταντινούπολης

[άρθρο 226 παράγραφος 3 στοιχείο γ) του κώδικα]

Στην περίπτωση είσπραξης λοιπών επιβαρύνσεων για εμπορεύματα που υπάγονται σε προσωρινή εισαγωγή σύμφωνα με τη σύμβαση ΑΤΑ ή τη σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 169.

Υποτμήμα 2

Γνωστοποίηση της τελωνειακής οφειλής και απαίτηση καταβολής έναντι εγγυοδοτικού οργανισμού

Άρθρο 171

Απαίτηση καταβολής έναντι εγγυοδοτικού οργανισμού δυνάμει του καθεστώτος της σύμβασης ATA και της σύμβασης της Κωνσταντινούπολης

(άρθρο 98 του κώδικα)

1.   Όταν οι τελωνειακές αρχές αποφασίζουν ότι έχει γεννηθεί τελωνειακή οφειλή για εμπορεύματα που καλύπτονται από δελτίο ΑΤΑ, εγείρουν άμεσα απαίτηση έναντι του εγγυοδοτικού οργανισμού. Το τελωνείο συντονισμού που εγείρει την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 86 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 αποστέλλει ταυτόχρονα στο τελωνείο συντονισμού, στη δικαιοδοσία του οποίου ανήκει το τελωνείο υπαγωγής σε καθεστώς προσωρινής εισαγωγής, ενημερωτικό σημείωμα σχετικά με την απαίτηση καταβολής που εστάλη στον εγγυοδοτικό οργανισμό. Χρησιμοποιείται το έντυπο που παρατίθεται στο παράρτημα 33-03.

2.   Το εν λόγω ενημερωτικό σημείωμα συνοδεύεται από αντίγραφο του μη εξοφληθέντος φύλλου, εκτός αν το τελωνείο συντονισμού δεν έχει στην κατοχή του τέτοιο φύλλο. Το ενημερωτικό σημείωμα μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται κάθε φορά που αυτό κρίνεται απαραίτητο.

3.   Το έντυπο δασμολόγησης που αναφέρεται στο άρθρο 86 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 μπορεί να αποστέλλεται μετά την έγερση της απαίτησης έναντι του εγγυοδοτικού οργανισμού, εντός προθεσμίας η οποία, ωστόσο, δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τους τρεις μήνες από την εν λόγω έγερση, και οπωσδήποτε δεν πρέπει να υπερβαίνει την προθεσμία έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία οι τελωνειακές αρχές κινούν τη διαδικασία είσπραξης. Το έντυπο δασμολόγησης παρατίθεται στο παράρτημα 33-04.

Τμήμα 2

Επιστροφή και διαγραφή

Άρθρο 172

Αίτηση επιστροφής ή διαγραφής

(άρθρο 22 παράγραφος 1 του κώδικα)

Αιτήσεις επιστροφής ή διαγραφής υποβάλλονται από το πρόσωπο που έχει καταβάλει ή είναι υπεύθυνο για την καταβολή του ποσού των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών ή από οποιονδήποτε που διαδέχεται το εν λόγω πρόσωπο στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του.

Άρθρο 173

Προσκόμιση εμπορευμάτων ως προϋπόθεση για την επιστροφή ή τη διαγραφή

(άρθρο 116 παράγραφος 1 του κώδικα)

Η επιστροφή ή η διαγραφή υπόκεινται στην προσκόμιση των εμπορευμάτων. Στην περίπτωση που δεν είναι δυνατή η προσκόμιση των εμπορευμάτων στις τελωνειακές αρχές, η τελωνειακή αρχή που είναι αρμόδια να λάβει την απόφαση εγκρίνει την επιστροφή ή τη διαγραφή μόνο εάν διαθέτει αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι τα εν λόγω εμπορεύματα είναι τα εμπορεύματα για τα οποία έχει ζητηθεί η επιστροφή ή η διαγραφή.

Άρθρο 174

Περιορισμός της μεταφοράς εμπορευμάτων

(άρθρο 116 παράγραφος 1 του κώδικα)

Με την επιφύλαξη του άρθρου 176 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού και εφόσον δεν έχει ληφθεί απόφαση για την αίτηση επιστροφής ή διαγραφής, τα εμπορεύματα για τα οποία ζητείται η επιστροφή ή η διαγραφή, δεν μπορούν να μεταφερθούν σε τόπο άλλον από εκείνον που αναγράφεται στην εν λόγω αίτηση, χωρίς ο αιτών να ειδοποιήσει προηγουμένως το τελωνείο που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, το οποίο θα ενημερώσει σχετικά την τελωνειακή αρχή που είναι αρμόδια να λάβει την απόφαση.

Άρθρο 175

Αμοιβαία συνδρομή μεταξύ των τελωνειακών αρχών

(άρθρο 22 και άρθρο 116 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Στην περίπτωση που πρέπει να ληφθούν συμπληρωματικές πληροφορίες για σκοπούς επιστροφής ή διαγραφής από την τελωνειακή αρχή ενός κράτους μέλους εκτός του κράτους μέλους στο οποίο έχει γνωστοποιηθεί η τελωνειακή οφειλή ή, στην περίπτωση που τα εμπορεύματα πρέπει να εξεταστούν από την αρχή αυτή ώστε να διασφαλιστεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιστροφή ή τη διαγραφή, η τελωνειακή αρχή που είναι αρμόδια για τη λήψη της απόφασης ζητά τη συνδρομή της τελωνειακής αρχής του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται τα εμπορεύματα, προσδιορίζοντας τη φύση των πληροφοριών που πρέπει να ληφθούν ή των ελέγχων που πρέπει να διενεργηθούν.

Το αίτημα παροχής πληροφοριών συνοδεύεται από τα στοιχεία της αίτησης και όλα τα έγγραφα που είναι απαραίτητα ώστε να είναι σε θέση η τελωνειακή αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται τα εμπορεύματα να λάβει τις πληροφορίες ή να διενεργήσει τους ζητούμενους ελέγχους.

2.   Στην περίπτωση που η τελωνειακή αρχή που είναι αρμόδια για τη λήψη της απόφασης αποστείλει το αναφερόμενο στην παράγραφο 1 αίτημα με άλλα μέσα πλην των ηλεκτρονικών τεχνικών επεξεργασίας δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 93 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, πρέπει να αποστείλει στην τελωνειακή αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται τα εμπορεύματα δύο αντίγραφα του αιτήματος εγγράφως, χρησιμοποιώντας το έντυπο που παρατίθεται στο παράρτημα 33-06.

3.   Η τελωνειακή αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται τα εμπορεύματα συμμορφώνεται άμεσα με το αναφερόμενο στην παράγραφο 1 αίτημα.

Η τελωνειακή αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται τα εμπορεύματα λαμβάνει τις πληροφορίες ή διενεργεί τους ελέγχους που ζητά η τελωνειακή αρχή που είναι αρμόδια για τη λήψη της απόφασης, εντός 30 ημερών από την ημερομηνία λήψης του αιτήματος. Εισάγει τα σχετικά αποτελέσματα στο οικείο μέρος του πρωτότυπου εντύπου της αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και επιστρέφει το έγγραφο αυτό στην τελωνειακή αρχή που είναι αρμόδια για τη λήψη της απόφασης, μαζί με όλα τα έγγραφα που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1.

Στην περίπτωση που η τελωνειακή αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται τα εμπορεύματα δεν μπορεί να λάβει τις πληροφορίες ή να διενεργήσει τους ελέγχους που ζητούνται εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο, επιστρέφει το αίτημα, με τις δέουσες παρατηρήσεις, εντός 30 ημερών από την ημερομηνία λήψης του αιτήματος.

Άρθρο 176

Διεκπεραίωση τελωνειακών διατυπώσεων

(άρθρο 116 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Όταν η επιστροφή ή η διαγραφή υπόκειται στη διεκπεραίωση τελωνειακών διατυπώσεων, ο δικαιούχος της απόφασης επιστροφής ή διαγραφής ενημερώνει το τελωνείο παρακολούθησης ότι έχει διεκπεραιώσει τις διατυπώσεις αυτές. Όταν η απόφαση ορίζει ότι τα εμπορεύματα μπορούν να εξαχθούν ή να υπαχθούν σε ειδικό καθεστώς και ο οφειλέτης αξιοποιεί την ευκαιρία αυτή, το τελωνείο παρακολούθησης είναι το τελωνείο στο οποίο θα υπαχθούν τα εμπορεύματα στο εν λόγω καθεστώς.

2.   Το τελωνείο παρακολούθησης ειδοποιεί την τελωνειακή αρχή που είναι αρμόδια για τη λήψη της απόφασης σχετικά με τη διεκπεραίωση των τελωνειακών διατυπώσεων στις οποίες υπόκειται η επιστροφή ή η διαγραφή μέσω της απάντησης που αναφέρεται στο άρθρο 95 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, χρησιμοποιώντας το έντυπο που αναφέρεται στο παράρτημα 33-07 του παρόντος κανονισμού.

3.   Αν η τελωνειακή αρχή που είναι αρμόδια για τη λήψη της απόφασης αποφασίσει ότι η επιστροφή ή η διαγραφή είναι δικαιολογημένη, το ποσό των δασμών επιστρέφεται ή διαγράφεται μόνο μετά τη λήψη των αναφερόμενων στην παράγραφο 2 πληροφοριών από την τελωνειακή αρχή.

4.   Η τελωνειακή αρχή που είναι αρμόδια για τη λήψη της απόφασης μπορεί να επιτρέψει την περάτωση των τελωνειακών διατυπώσεων στις οποίες ενδέχεται να υπόκειται οποιαδήποτε επιστροφή ή διαγραφή πριν από τη λήψη της απόφασης. Η εν λόγω έγκριση χορηγείται με την επιφύλαξη της απόφασης αυτής. Στις περιπτώσεις αυτές, εφαρμόζονται αναλογικά οι παράγραφοι 1 έως 3.

5.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως τελωνείο παρακολούθησης νοείται το τελωνείο που διασφαλίζει, κατά περίπτωση, την εκπλήρωση των διατυπώσεων ή των απαιτήσεων στις οποίες υπόκειται η επιστροφή ή η διαγραφή του ποσού του εισαγωγικού και εξαγωγικού δασμού.

Άρθρο 177

Διατυπώσεις σχετικά με την απόφαση περί επιστροφής ή διαγραφής

(άρθρο 116 παράγραφος 2 του κώδικα)

1.   Όταν λαμβάνει απόφαση περί επιστροφής ή διαγραφής των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών με την επιφύλαξη της προηγούμενης διεκπεραίωσης ορισμένων τελωνειακών διατυπώσεων, η τελωνειακή αρχή ορίζει μία προθεσμία έως 60 ημερών από την ημερομηνία γνωστοποίησης της απόφασης αυτής, για τη διεκπεραίωση αυτών των τελωνειακών διατυπώσεων.

2.   Η μη τήρηση της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 επιφέρει την απώλεια του δικαιώματος επιστροφής ή διαγραφής, εκτός εάν ο δικαιούχος της απόφασης αποδείξει ότι εμποδίστηκε στην τήρηση της προθεσμίας από τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία.

Άρθρο 178

Μέρη ή τμήματα ενιαίου αντικειμένου

(άρθρο 116 παράγραφος 1 του κώδικα)

Στην περίπτωση που η επιστροφή ή η διαγραφή υπόκειται σε καταστροφή, παράδοση στο κράτος ή υπαγωγή σε ειδικό καθεστώς ή στο καθεστώς εξαγωγής των εμπορευμάτων, αλλά οι αντίστοιχες διατυπώσεις διεκπεραιώνονται μόνο για ένα ή περισσότερα μέρη ή τμήματα των εμπορευμάτων αυτών, το προς επιστροφή ή διαγραφή ποσό θα είναι η διαφορά μεταξύ του ποσού των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που επιβάλλονται στα εμπορεύματα και του ποσού των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που θα επιβάλλονταν στα υπόλοιπα εμπορεύματα, εάν είχαν υπαχθεί στην αρχική τους κατάσταση σε τελωνειακό καθεστώς που ενέχει τη γένεση τελωνειακής οφειλής, κατά την ημερομηνία αυτής της υπαγωγής των εμπορευμάτων.

Άρθρο 179

Απορρίμματα και θραύσματα

(άρθρο 116 παράγραφος 1 του κώδικα)

Όταν η καταστροφή των εμπορευμάτων που επετράπη από την τελωνειακή αρχή που είναι αρμόδια για τη λήψης της απόφασης οδηγεί στη λήψη απορριμμάτων και θραυσμάτων, αυτά πρέπει να θεωρούνται ως μη ενωσιακά εμπορεύματα, όταν έχει ληφθεί απόφαση επιστροφής ή διαγραφής.

Άρθρο 180

Εξαγωγή ή καταστροφή χωρίς τελωνειακή επιτήρηση

(άρθρο 116 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Στις περιπτώσεις που καλύπτει το άρθρο 116 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 118 ή το άρθρο 120 του κώδικα, όταν έχει πραγματοποιηθεί εξαγωγή ή καταστροφή χωρίς τελωνειακή επιτήρηση, η επιστροφή ή η διαγραφή βάσει του άρθρου 120 του κώδικα τελεί υπό τις εξής προϋποθέσεις:

α)

ο αιτών πρέπει να υποβάλει στην τελωνειακή αρχή που είναι αρμόδια να λάβει την απόφαση αποδεικτικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για να διαπιστωθεί εάν τα εμπορεύματα για τα οποία ζητείται επιστροφή ή διαγραφή πληρούν μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

τα εμπορεύματα έχουν εξαχθεί από το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης·

β)

τα εμπορεύματα καταστράφηκαν υπό τον έλεγχο των αρχών ή των προσώπων που έχουν εξουσιοδοτηθεί από τις αρχές αυτές για τη διαπίστωση της εν λόγω καταστροφής·

β)

ο αιτών πρέπει να προσκομίσει στην τελωνειακή αρχή που είναι αρμόδια για τη λήψη της απόφασης οποιοδήποτε έγγραφο που βεβαιώνει ή περιέχει πληροφορίες που βεβαιώνουν τον τελωνειακό χαρακτήρα των εν λόγω εμπορευμάτων ως ενωσιακών εμπορευμάτων και το οποίο, ενδεχομένως, συνόδευε τα εν λόγω εμπορεύματα, όταν αυτά εγκατέλειψαν το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, ή να προσκομίσει κάθε αποδεικτικό μέσο που η εν λόγω αρχή θεωρεί αναγκαίο για να βεβαιωθεί ότι το συγκεκριμένο έγγραφο δεν θα μπορέσει να χρησιμοποιηθεί αργότερα σε σχέση με εμπορεύματα που εισάγονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης.

2.   Τα αποδεικτικά μέσα που βεβαιώνουν ότι τα εμπορεύματα για τα οποία ζητείται επιστροφή ή διαγραφή έχουν εξαχθεί από το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης αποτελούνται από τα ακόλουθα έγγραφα:

α)

το πιστοποιητικό εξόδου που αναφέρεται στο άρθρο 334 του παρόντος κανονισμού·

β)

το πρωτότυπο ή πιστοποιημένο αντίγραφο της τελωνειακής διασάφησης για το καθεστώς που συνδέεται με τη γένεση της τελωνειακής οφειλής·

γ)

εάν είναι απαραίτητο, εμπορικά ή διοικητικά έγγραφα που περιλαμβάνουν πλήρη περιγραφή των εμπορευμάτων που προσκομίστηκαν με την τελωνειακή διασάφηση για το εν λόγω καθεστώς ή με την τελωνειακή διασάφηση για εξαγωγή από το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης ή με την τελωνειακή διασάφηση για τα εμπορεύματα στην τρίτη χώρα προορισμού.

3.   Τα αποδεικτικά στοιχεία που βεβαιώνουν ότι τα εμπορεύματα για τα οποία ζητείται η επιστροφή ή η διαγραφή έχουν καταστραφεί υπό την επιτήρηση των αρχών ή των προσώπων που είναι εξουσιοδοτημένα για την επίσημη διαπίστωση της καταστροφής συνίστανται σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα έγγραφα:

α)

το πρακτικό ή η δήλωση καταστροφής που εκδίδεται από τις επίσημες αρχές υπό την επιτήρηση των οποίων πραγματοποιήθηκε η καταστροφή αυτή, ή επικυρωμένο αντίγραφο αυτού·

β)

πιστοποιητικό συμπληρωμένο από το πρόσωπο που είναι εξουσιοδοτημένο για τη διαπίστωση της καταστροφής, συνοδευόμενο από αποδεικτικά στοιχεία της εν λόγω εξουσιοδότησης.

Τα έγγραφα αυτά περιλαμβάνουν πλήρη περιγραφή των κατεστραμμένων εμπορευμάτων ώστε να βεβαιώνεται, μέσω σύγκρισης με τα στοιχεία της τελωνειακής διασάφησης για τελωνειακό καθεστώς που συνδέεται με τη γένεση της τελωνειακής οφειλής και τα υποστηρικτικά έγγραφα, ότι τα κατεστραμμένα εμπορεύματα είναι τα εμπορεύματα που είχαν υπαχθεί στο εν λόγω καθεστώς.

4.   Όταν τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 κρίνονται ανεπαρκή για να μπορέσει η τελωνειακή αρχή να λάβει απόφαση σχετικά με υπόθεση που της έχει υποβληθεί ή όταν ορισμένα από αυτά δεν μπορούν να προσκομιστούν, τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να συμπληρώνονται ή να αντικαθίστανται από κάθε άλλο έγγραφο που κρίνεται αναγκαίο από την εν λόγω αρχή.

Άρθρο 181

Πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στην Επιτροπή

(άρθρο 121 παράγραφος 4 του κώδικα)

1.   Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή κατάλογο των περιπτώσεων στις οποίες έχει χορηγηθεί επιστροφή ή έχει πραγματοποιηθεί διαγραφή βάσει του άρθρου 119 ή του άρθρου 120 του κώδικα και στις οποίες το ποσό που επεστράφη ή διεγράφη σε ορισμένο οφειλέτη αναφορικά με μία ή περισσότερες πράξεις εισαγωγής ή εξαγωγής λόγω μεμονωμένου σφάλματος ή ειδικών περιστάσεων υπερβαίνει τα 50 000 ευρώ, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 116 παράγραφος 3 του κώδικα.

2.   Η κοινοποίηση αυτή πραγματοποιείται κατά το πρώτο και τρίτο τρίμηνο κάθε έτους για όλες τις περιπτώσεις για τις οποίες λήφθηκε απόφαση επιστροφής ή διαγραφής κατά το προηγούμενο εξάμηνο.

3.   Στην περίπτωση που κράτος μέλος δεν έχει λάβει απόφαση σχετικά με περιπτώσεις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 κατά το εν λόγω εξάμηνο, αποστέλλει στην Επιτροπή κοινοποίηση με την παρατήρηση «Άνευ αντικειμένου».

4.   Κάθε κράτος μέλος θέτει στη διάθεση της Επιτροπής κατάλογο των περιπτώσεων στις οποίες χορηγήθηκε επιστροφή ή πραγματοποιήθηκε διαγραφή βάσει του άρθρου 119 ή του άρθρου 120 του κώδικα και στις οποίες το ποσό που επεστράφη ή διεγράφη ήταν μικρότερο ή ίσο με 50 000 ευρώ.

5.   Για καθεμιά από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, παρέχονται οι ακόλουθες πληροφορίες:

α)

ο αριθμός αναφοράς της τελωνειακής διασάφησης ή του εγγράφου κοινοποίησης της οφειλής·

β)

η ημερομηνία της τελωνειακής διασάφησης ή του εγγράφου κοινοποίησης της οφειλής·

γ)

ο τύπος της απόφασης·

δ)

η νομική βάση της απόφασης·

ε)

το ποσό και το νόμισμα·

στ)

τα στοιχεία της υπόθεσης (συμπεριλαμβανομένης σύντομης επεξήγησης των λόγων για τους οποίους οι τελωνειακές αρχές θεωρούν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιστροφή/διαγραφή που ορίζονται στη σχετική νομική βάση).

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΙΣΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Συνοπτική διασάφηση εισόδου

Άρθρο 182

Ηλεκτρονικό σύστημα για τις συνοπτικές διασαφήσεις εισόδου

(άρθρο 16 του κώδικα)

Για την υποβολή, την επεξεργασία, την αποθήκευση και την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις συνοπτικές διασαφήσεις εισόδου, καθώς και για τις επακόλουθες ανταλλαγές των πληροφοριών που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο χρησιμοποιείται ηλεκτρονικό σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας που δημιουργείται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1 του κώδικα.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, έως την ημερομηνία αναβάθμισης του συστήματος που αναφέρεται σε αυτό, σύμφωνα με το παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2014/255/ΕΕ, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν το ηλεκτρονικό σύστημα που έχει δημιουργηθεί για την υποβολή και ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις συνοπτικές διασαφήσεις εισόδου, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93.

Άρθρο 183

Υποβολή συνοπτικής διασάφησης εισόδου

(άρθρο 127 παράγραφοι 5 και 6 του κώδικα)

1.   Τα στοιχεία της συνοπτικής διασάφησης εισόδου είναι δυνατό να παρέχονται με την υποβολή περισσότερων του ενός συνόλων δεδομένων.

2.   Για την υποβολή της συνοπτικής διασάφησης εισόδου με την υποβολή περισσοτέρων του ενός συνόλων δεδομένων, το τελωνείο πρώτης εισόδου είναι εκείνο που γνωρίζει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατά τον χρόνο υποβολής των στοιχείων, ιδίως βάσει του τόπου στον οποίο αποστέλλονται τα εμπορεύματα.

3.   Έως τις ημερομηνίες της αναβάθμισης του συστήματος ελέγχου εισαγωγών που αναφέρεται στο παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2014/255/ΕΕ, οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται.

Άρθρο 184

Υποχρεώσεις ενημέρωσης σχετικά με την παροχή των στοιχείων της συνοπτικής διασάφησης εισόδου από άλλα πρόσωπα πλην του μεταφορέα

(άρθρο 127 παράγραφος 6 του κώδικα)

1.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 112 παράγραφος 1 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, ο μεταφορέας και οποιοδήποτε από τα πρόσωπα που εκδίδουν θαλάσσια φορτωτική κοινοποιούν, στο μερικό σύνολο δεδομένων της συνοπτικής διασάφησης εισόδου, τα στοιχεία οποιουδήποτε προσώπου το οποίο έχει συνάψει σύμβαση μεταφοράς μαζί τους, έχει εκδώσει θαλάσσια φορτωτική όσον αφορά τα ίδια εμπορεύματα και δεν θέτει στη διάθεσή τους τα στοιχεία που απαιτούνται για τη συνοπτική διασάφηση εισόδου.

Εάν ο παραλήπτης που αναφέρεται στη θαλάσσια φορτωτική, στην οποία δεν έχουν επισυναφθεί υποκείμενες φορτωτικές, δεν θέτει τα απαραίτητα στοιχεία στη διάθεση του προσώπου που εξέδωσε τη φορτωτική, το πρόσωπο αυτό παρέχει τα στοιχεία του παραλήπτη.

2.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 112 παράγραφος 1 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, το πρόσωπο που εκδίδει τη θαλάσσια φορτωτική ενημερώνει το πρόσωπο με το οποίο έχει συνάψει σύμβαση μεταφοράς σχετικά με την έκδοσή της και του χορηγεί τη θαλάσσια φορτωτική.

Σε περίπτωση συμφωνίας από κοινού φόρτωσης εμπορευμάτων, το πρόσωπο που εκδίδει τη θαλάσσια φορτωτική ενημερώνει το πρόσωπο με το οποίο έχει συνάψει τη συμφωνία αυτή σχετικά με την έκδοσή της.

3.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 113 παράγραφος 1 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, ο μεταφορέας και οποιοδήποτε από τα πρόσωπα που εκδίδουν αεροπορική φορτωτική κοινοποιούν, στο μερικό σύνολο δεδομένων της συνοπτικής διασάφησης εισόδου, τα στοιχεία οποιουδήποτε προσώπου το οποίο έχει συνάψει σύμβαση μεταφοράς μαζί τους, έχει εκδώσει αεροπορική φορτωτική όσον αφορά τα ίδια εμπορεύματα και δεν θέτει στη διάθεσή τους τα στοιχεία που απαιτούνται για τη συνοπτική διασάφηση εισόδου.

4.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 113 παράγραφος 1 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, το πρόσωπο που εκδίδει την αεροπορική φορτωτική ενημερώνει το πρόσωπο με το οποίο έχει συνάψει σύμβαση μεταφοράς σχετικά με την έκδοσή της και του χορηγεί την αεροπορική φορτωτική.

Σε περίπτωση συμφωνίας από κοινού φόρτωσης εμπορευμάτων, το πρόσωπο που εκδίδει την αεροπορική φορτωτική ενημερώνει το πρόσωπο με το οποίο έχει συνάψει τη συμφωνία αυτή σχετικά με την έκδοσή της.

5.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 113 παράγραφος 2 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, ο μεταφορέας κοινοποιεί, στο μερικό σύνολο δεδομένων της συνοπτικής διασάφησης εισόδου, τα στοιχεία ταυτότητας του φορέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών ο οποίος δεν του διαθέτει τα στοιχεία που απαιτούνται για τη συνοπτική διασάφηση εισόδου.

6.   Έως την ημερομηνία έναρξης της αναβάθμισης του συστήματος ελέγχου εισαγωγών που αναφέρεται στο παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2014/255/ΕΕ, οι παράγραφοι 1 έως 5 δεν εφαρμόζονται.

Άρθρο 185

Καταχώριση της συνοπτικής διασάφησης εισόδου

(άρθρο 127 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Οι τελωνειακές αρχές καταχωρίζουν τη συνοπτική διασάφηση εισόδου μόλις παραληφθεί και ενημερώνουν αμέσως το πρόσωπο που την υπέβαλε σχετικά με την καταχώρισή της, κοινοποιώντας του επίσης τον MRN της συνοπτικής διασάφησης εισόδου και την ημερομηνία καταχώρισης.

2.   Εάν τα στοιχεία της συνοπτικής διασάφησης εισόδου παρέχονται με την υποβολή περισσότερων από ένα συνόλων δεδομένων, οι τελωνειακές αρχές καταχωρίζουν καθεμία από αυτές τις υποβολές στοιχείων της συνοπτικής διασάφησης εισόδου μόλις παραληφθεί και ενημερώνουν αμέσως το πρόσωπο που πραγματοποίησε τις εν λόγω υποβολές σχετικά με την καταχώρισή τους, κοινοποιώντας του επίσης τον MRN και την ημερομηνία καταχώρισης κάθε υποβολής.

3.   Οι τελωνειακές αρχές ενημερώνουν αμέσως τον μεταφορέα σχετικά με την καταχώριση, εφόσον ο μεταφορέας έχει ζητήσει να ενημερωθεί και διαθέτει πρόσβαση στο ηλεκτρονικό σύστημα που αναφέρεται στο άρθρο 182 του παρόντος κανονισμού, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν η συνοπτική διασάφηση εισόδου υποβάλλεται από πρόσωπο το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 127 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο του κώδικα·

β)

όταν τα στοιχεία της συνοπτικής διασάφησης εισόδου παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 6 του κώδικα.

4.   Έως τις ημερομηνίες της αναβάθμισης του συστήματος ελέγχου εισαγωγών που αναφέρεται στο παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2014/255/ΕΕ, η παράγραφος 2 και η παράγραφος 3 στοιχείο β) δεν εφαρμόζονται.

Άρθρο 186

Ανάλυση κινδύνων

(άρθρα 127 παράγραφος 3 και 128 του κώδικα)

1.   Η ανάλυση κινδύνων διενεργείται πριν από την άφιξη των εμπορευμάτων στο τελωνείο πρώτης εισόδου, υπό την προϋπόθεση ότι η συνοπτική διασάφηση εισόδου έχει υποβληθεί εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στα άρθρα 105 έως 109 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, εκτός αν διαπιστωθεί η ύπαρξη κινδύνου ή είναι αναγκαία η διενέργεια πρόσθετης ανάλυσης κινδύνων.

Στην περίπτωση φορτίων σε εμπορευματοκιβώτια που εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης διά θαλάσσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 105 στοιχείο α) του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, οι τελωνειακές αρχές ολοκληρώνουν την ανάλυση κινδύνων εντός 24 ωρών από την παραλαβή της συνοπτικής διασάφησης εισόδου ή, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 127 παράγραφος 6 του κώδικα, των στοιχείων της συνοπτικής διασάφησης εισόδου που υπέβαλε ο μεταφορέας.

Επιπλέον του πρώτου εδαφίου, στην περίπτωση εμπορευμάτων που εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης αεροπορικώς, η ανάλυση κινδύνων διενεργείται μόλις παραληφθεί τουλάχιστον το ελάχιστο σύνολο δεδομένων της συνοπτικής διασάφησης εισόδου που αναφέρεται στο άρθρο 106 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446.

2.   Η ανάλυση κινδύνων ολοκληρώνεται κατόπιν ανταλλαγής, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, των πληροφοριών που σχετίζονται με τον κίνδυνο και των αποτελεσμάτων της ανάλυσης κινδύνων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 46 παράγραφος 5 του κώδικα.

3.   Εάν η ολοκλήρωση της ανάλυσης κινδύνων απαιτεί περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τα στοιχεία της συνοπτικής διασάφησης εισόδου, η ανάλυση ολοκληρώνεται μόνο μετά την παροχή των εν λόγω πληροφοριών.

Για τον σκοπό αυτό, οι τελωνειακές αρχές ζητούν τις εν λόγω πληροφορίες από το πρόσωπο που υπέβαλε τη συνοπτική διασάφηση εισόδου ή, κατά περίπτωση, το πρόσωπο που υπέβαλε τα εν λόγω στοιχεία της συνοπτικής διασάφησης εισόδου. Εάν το πρόσωπο αυτό είναι διαφορετικό από τον μεταφορέα, οι τελωνειακές αρχές ενημερώνουν τον μεταφορέα, υπό την προϋπόθεση ότι ο μεταφορέας έχει ζητήσει να ενημερωθεί και διαθέτει πρόσβαση στο ηλεκτρονικό σύστημα που αναφέρεται στο άρθρο 182 του παρόντος κανονισμού.

4.   Στην περίπτωση εμπορευμάτων που εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης αεροπορικώς, όταν οι τελωνειακές αρχές έχουν βάσιμους λόγους να υποπτεύονται ότι η αποστολή θα μπορούσε να αποτελέσει σοβαρή απειλή για την αεροπορική ασφάλεια, γνωστοποιούν στο πρόσωπο που υπέβαλε τη συνοπτική διασάφηση εισόδου ή, κατά περίπτωση, στο πρόσωπο που υπέβαλε τα στοιχεία της συνοπτικής διασάφησης εισόδου και, εάν το πρόσωπο αυτό είναι διαφορετικό από τον μεταφορέα, πληροφορούν τον μεταφορέα, υπό την προϋπόθεση ότι ο μεταφορέας έχει πρόσβαση στο ηλεκτρονικό σύστημα που αναφέρεται στο άρθρο 182 του παρόντος κανονισμού, ότι η αποστολή πρέπει να υποβληθεί σε έλεγχο ως φορτίο και ταχυδρομείο υψηλού κινδύνου, σύμφωνα με το σημείο 6.7.3 του παραρτήματος της απόφασης C(2010) 774 της Επιτροπής, της 13ης Απριλίου 2010, περί καθορισμού λεπτομερών μέτρων για την εφαρμογή κοινών βασικών προτύπων για την ασφάλεια της αεροπορίας από έκνομες ενέργειες, με πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 18 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 300/2008, πριν φορτωθεί σε αεροσκάφος με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης. Μετά τη γνωστοποίηση, το εν λόγω πρόσωπο ενημερώνει τις τελωνειακές αρχές αν η αποστολή είχε ήδη υποβληθεί σε έλεγχο ή έχει υποβληθεί σε έλεγχο σύμφωνα με τις προαναφερθείσες απαιτήσεις και παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες για τον έλεγχο αυτό. Η ανάλυση κινδύνων ολοκληρώνεται μόνο αφού παρασχεθούν οι εν λόγω πληροφορίες.

5.   Όταν, στην περίπτωση φορτίων σε εμπορευματοκιβώτια που εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης διά θαλάσσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 105 στοιχείο α) του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 ή στην περίπτωση εμπορευμάτων που εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης αεροπορικώς, η ανάλυση κινδύνων παρέχει βάσιμες ενδείξεις ώστε οι τελωνειακές αρχές να θεωρήσουν ότι η είσοδος των εμπορευμάτων στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης θα συνιστούσε σοβαρή απειλή για την ασφάλεια και προστασία, σε βαθμό που απαιτείται η άμεση λήψη μέτρων, οι τελωνειακές αρχές γνωστοποιούν στο πρόσωπο που υπέβαλε τη συνοπτική διασάφηση εισόδου ή, κατά περίπτωση, στο πρόσωπο που υπέβαλε τα στοιχεία της συνοπτικής διασάφησης εισόδου και, εάν το πρόσωπο αυτό είναι διαφορετικό από τον μεταφορέα, πληροφορούν τον μεταφορέα, υπό την προϋπόθεση ότι ο μεταφορέας έχει πρόσβαση στο ηλεκτρονικό σύστημα που αναφέρεται στο άρθρο 182 του παρόντος κανονισμού, ότι τα εμπορεύματα δεν πρέπει να φορτωθούν. Η εν λόγω γνωστοποίηση πραγματοποιείται και οι οικείες πληροφορίες παρέχονται αμέσως μετά τον εντοπισμό του σχετικού κινδύνου και, στην περίπτωση φορτίων σε εμπορευματοκιβώτια που εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης διά θαλάσσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 105 στοιχείο α) του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο.

6.   Εάν θεωρηθεί ότι κάποια αποστολή συνιστά απειλή τέτοιας φύσεως ώστε να απαιτείται η άμεση λήψη μέτρων κατά την άφιξή της, το τελωνείο πρώτης εισόδου λαμβάνει τα μέτρα αυτά κατά την άφιξη των εμπορευμάτων.

7.   Εάν διαπιστωθεί η ύπαρξη κινδύνου ο οποίος δεν συνιστά σοβαρή απειλή για την ασφάλεια και προστασία σε βαθμό που να απαιτείται η άμεση λήψη μέτρων, το τελωνείο πρώτης εισόδου διαβιβάζει τα αποτελέσματα της ανάλυσης κινδύνων, συμπεριλαμβάνοντας, όπου απαιτείται, πληροφορίες σχετικά με τον πλέον κατάλληλο τόπο στον οποίο θα πρέπει να διενεργηθεί ο έλεγχος και τα στοιχεία της συνοπτικής διασάφησης εισόδου σε όλα τα τελωνεία που ενδεχομένως αφορά η διακίνηση των εμπορευμάτων.

8.   Εάν εμπορεύματα για τα οποία έχει χορηγηθεί απαλλαγή από την υποχρέωση υποβολής συνοπτικής διασάφησης εισόδου, σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχεία γ) έως ια), ιγ) και ιδ) του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 και το άρθρο 104 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο του εν λόγω κανονισμού, εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, η ανάλυση κινδύνων διενεργείται κατά την προσκόμιση των εμπορευμάτων, με βάση τη διασάφηση προσωρινής εναπόθεσης ή την τελωνειακή διασάφηση που καλύπτει τα εν λόγω εμπορεύματα, εάν είναι διαθέσιμες.

9.   Τα εμπορεύματα που προσκομίζονται στο τελωνείο μπορούν να υπαχθούν σε τελωνειακό καθεστώς ή να επανεξαχθούν μόλις διενεργηθεί η ανάλυση κινδύνων και εφόσον το επιτρέπουν τα αποτελέσματά της και, κατά περίπτωση, τα μέτρα που έχουν ληφθεί.

10.   Ανάλυση κινδύνων διενεργείται επίσης εάν τα στοιχεία της συνοπτικής διασάφησης εισόδου τροποποιηθούν σύμφωνα με το άρθρο 129 του κώδικα. Στην περίπτωση αυτή, η ανάλυση κινδύνων ολοκληρώνεται αμέσως μετά την παραλαβή των στοιχείων, εκτός εάν έχει εντοπιστεί κίνδυνος ή είναι αναγκαίο να διενεργηθεί πρόσθετη ανάλυση κινδύνων.

Άρθρο 187

Ανάλυση κινδύνων

(άρθρο 126 του κώδικα)

1.   Έως την ημερομηνία έναρξης αναβάθμισης του συστήματος ελέγχου εισαγωγών που αναφέρεται στο παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2014/255/ΕΕ, το άρθρο 186 παράγραφοι 1 έως 8 δεν εφαρμόζεται.

2.   Η ανάλυση κινδύνων διενεργείται πριν από την άφιξη των εμπορευμάτων στο τελωνείο πρώτης εισόδου, υπό την προϋπόθεση ότι η συνοπτική διασάφηση εισόδου έχει υποβληθεί εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στα άρθρα 105 έως 109 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, εκτός αν διαπιστωθεί η ύπαρξη κινδύνου.

3.   Σε περίπτωση φορτίων σε εμπορευματοκιβώτια που εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης διά θαλάσσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 105 στοιχείο α) του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, οι τελωνειακές αρχές ολοκληρώνουν την ανάλυση κινδύνων εντός 24 ωρών από την παραλαβή της συνοπτικής διασάφησης εισόδου. Όταν από την εν λόγω ανάλυση κινδύνων προκύπτουν βάσιμες ενδείξεις βάσει των οποίων οι τελωνειακές αρχές θεωρούν ότι η είσοδος των εμπορευμάτων στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης θα συνιστούσε ιδιαίτερα σοβαρή απειλή για την ασφάλεια και προστασία, ώστε να απαιτείται άμεση ενέργεια, οι τελωνειακές αρχές γνωστοποιούν στο πρόσωπο που υπέβαλε τη συνοπτική διασάφηση εισόδου και, όταν το εν λόγω πρόσωπο είναι διαφορετικό από τον μεταφορέα, ενημερώνουν τον μεταφορέα, εφόσον αυτός έχει πρόσβαση στο ηλεκτρονικό σύστημα που αναφέρεται στο άρθρο 182 του παρόντος κανονισμού, ότι τα εμπορεύματα δεν πρέπει να φορτωθούν. Η εν λόγω γνωστοποίηση πραγματοποιείται και οι εν λόγω πληροφορίες παρέχονται αμέσως μετά τον εντοπισμό του σχετικού κίνδυνου και εντός 24 ωρών από την παραλαβή της συνοπτικής διασάφησης εισόδου.

4.   Όταν πλοίο ή αεροσκάφος πρόκειται να προσεγγίσει περισσότερους από έναν λιμένες ή αερολιμένες του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι κινείται μεταξύ αυτών χωρίς να προσεγγίζει οποιονδήποτε άλλον λιμένα ή αερολιμένα εκτός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης, ισχύουν τα ακόλουθα:

α)

υποβάλλεται συνοπτική διασάφηση εισόδου στον πρώτο ενωσιακό λιμένα ή αερολιμένα για το σύνολο των εμπορευμάτων που μεταφέρονται με το εν λόγω πλοίο ή αεροσκάφος. Οι τελωνειακές αρχές στον εν λόγω λιμένα ή αερολιμένα εισόδου διενεργούν την ανάλυση κινδύνων για λόγους ασφάλειας και προστασίας για το σύνολο των εμπορευμάτων που μεταφέρονται με το εκάστοτε πλοίο ή αεροσκάφος. Σε όσα εμπορεύματα εκφορτώνονται στον εν λόγω λιμένα ή αερολιμένα, είναι δυνατόν να διενεργηθεί και πρόσθετη ανάλυση κινδύνων.

β)

στην περίπτωση αποστολών που θεωρούνται ότι συνιστούν απειλή τόσο σοβαρή ώστε να απαιτείται άμεση παρέμβαση, το τελωνείο του πρώτου λιμένα ή αερολιμένα εισόδου στην Ένωση λαμβάνει απαγορευτικά μέτρα, και, σε κάθε περίπτωση, διαβιβάζει τα αποτελέσματα της ανάλυσης κινδύνων στους επόμενους λιμένες ή αερολιμένες· και

γ)

στους επόμενους λιμένες ή αερολιμένες του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης, εφαρμόζεται το άρθρο 145 του κώδικα για τα εμπορεύματα που προσκομίζονται στα τελωνεία αυτών των λιμένων ή αερολιμένων.

5.   Εάν εμπορεύματα για τα οποία έχει χορηγηθεί απαλλαγή από την υποχρέωση υποβολής συνοπτικής διασάφησης εισόδου, σύμφωνα με το άρθρο 104 παράγραφος 1 στοιχεία γ) έως ια), ιγ) και ιδ) και παράγραφοι 2 και 2α του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, εισέρχονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, η ανάλυση κινδύνων διενεργείται κατά την προσκόμιση των εμπορευμάτων, με βάση, όπου είναι διαθέσιμη, τη διασάφηση προσωρινής εναπόθεσης ή την τελωνειακή διασάφηση που καλύπτει τα εν λόγω εμπορεύματα.

Άρθρο 188

Τροποποίηση συνοπτικής διασάφησης εισόδου

(άρθρο 129 παράγραφος 1 του κώδικα)

1.   Εάν τα στοιχεία της συνοπτικής διασάφησης εισόδου υποβάλλονται από διαφορετικά πρόσωπα, κάθε πρόσωπο επιτρέπεται να τροποποιήσει μόνο τα στοιχεία τα οποία υπέβαλε το ίδιο.

2.   Οι τελωνειακές αρχές ενημερώνουν αμέσως το πρόσωπο που υπέβαλε τροποποιήσεις των στοιχείων της συνοπτικής διασάφησης εισόδου για την απόφασή τους να καταχωρίσουν ή να απορρίψουν τις τροποποιήσεις.

Εάν οι τροποποιήσεις των στοιχείων της συνοπτικής διασάφησης εισόδου υποβάλλονται από πρόσωπο διαφορετικό από τον μεταφορέα, οι τελωνειακές αρχές ενημερώνουν επίσης τον μεταφορέα, εφόσον ο τελευταίος έχει ζητήσει να ενημερωθεί και έχει πρόσβαση στο ηλεκτρονικό σύστημα που αναφέρεται στο άρθρο 182 του παρόντος κανονισμού.

3.   Έως τις ημερομηνίες της αναβάθμισης του συστήματος ελέγχου εισαγωγών που αναφέρεται στο παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2014/255/ΕΕ, η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Άφιξη των εμπορευμάτων

Τμήμα 1

Είσοδος των εμπορευμάτων στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης

Άρθρο 189

Εκτροπή ποντοπόρου πλοίου ή αεροσκάφους

(άρθρο 133 του κώδικα)

1.   Όταν ποντοπόρο πλοίο ή αεροσκάφος που εισέρχεται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης εκτρέπεται και αναμένεται να αφιχθεί πρώτα σε τελωνείο που βρίσκεται σε κράτος μέλος το οποίο δεν αναφέρεται στη συνοπτική διασάφηση εισόδου ως χώρα δρομολογίου, ο φορέας εκμετάλλευσης του εν λόγω μέσου μεταφοράς ενημερώνει το τελωνείο που αναφέρεται στη συνοπτική διασάφηση εισόδου ως τελωνείο πρώτης εισόδου για την εν λόγω εκτροπή.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται όταν τα εμπορεύματα έχουν εισέλθει στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης υπό καθεστώς διαμετακόμισης σύμφωνα με το άρθρο 141 του κώδικα.

2.   Το τελωνείο που αναφέρεται στη συνοπτική διασάφηση εισόδου ως τελωνείο πρώτης εισόδου, αμέσως μόλις ενημερωθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, ειδοποιεί το τελωνείο το οποίο σύμφωνα με τις πληροφορίες είναι το τελωνείο πρώτης εισόδου της εκτροπής. Διασφαλίζει τη διαθεσιμότητα των σχετικών στοιχείων της συνοπτικής διασάφησης εισόδου και των αποτελεσμάτων της ανάλυσης κινδύνων στο τελωνείο πρώτης εισόδου.

Τμήμα 2

Προσκόμιση, εκφόρτωση και εξέταση των εμπορευμάτων

Άρθρο 190

Προσκόμιση των εμπορευμάτων στο τελωνείο

(άρθρο 139 του κώδικα)

Οι τελωνειακές αρχές μπορούν να αποδέχονται τη χρήση συστημάτων λιμένων ή αερολιμένων ή άλλων διαθέσιμων μεθόδων ενημέρωσης για την προσκόμιση των εμπορευμάτων στο τελωνείο.

Τμήμα 3

Προσωρινή εναπόθεση εμπορευμάτων

Άρθρο 191

Διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ των τελωνειακών αρχών πριν από την έγκριση εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης

(άρθρο 22 του κώδικα)

1.   Πριν από τη λήψη απόφασης για την έγκριση της λειτουργίας εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης, στην οποία συμμετέχουν περισσότερα από ένα κράτη μέλη ακολουθείται η διαδικασία διαβούλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 14 του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του εν λόγω άρθρου, εκτός εάν η τελωνειακή αρχή που είναι αρμόδια να λάβει την απόφαση είναι της γνώμης ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της άδειας αυτής.

Πριν από την έκδοση της άδειας, η τελωνειακή αρχή που είναι αρμόδια για τη λήψη της απόφασης λαμβάνει τη σύμφωνη γνώμη των τελωνειακών αρχών των οποίων ζητήθηκε η γνώμη.

2.   Η τελωνειακή αρχή που είναι αρμόδια να λάβει την απόφαση κοινοποιεί την αίτηση και το σχέδιο άδειας στις τελωνειακές αρχές των οποίων ζητείται η γνώμη το αργότερο 30 ημέρες μετά την ημερομηνία αποδοχής της αίτησης.

3.   Οι τελωνειακές αρχές των οποίων ζητήθηκε η γνώμη κοινοποιούν τις αντιρρήσεις ή τη σύμφωνη γνώμη τους εντός 30 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία τους κοινοποιήθηκε το σχέδιο άδειας. Οι αντιρρήσεις πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένες.

Εάν κοινοποιηθούν αντιρρήσεις κατά την εν λόγω περίοδο και δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των διαβουλευόμενων αρχών εντός 60 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία κοινοποιήθηκε το σχέδιο άδειας, η άδεια χορηγείται μόνο για το τμήμα της αίτησης για το οποίο δεν έχουν διατυπωθεί αντιρρήσεις.

Εάν οι τελωνειακές αρχές των οποίων ζητήθηκε η γνώμη δεν κοινοποιήσουν αντιρρήσεις εντός της προθεσμίας, τεκμαίρεται ότι συμφωνούν.

Άρθρο 192

Διασάφηση προσωρινής εναπόθεσης

Εάν η τελωνειακή διασάφηση υποβληθεί πριν από την αναμενόμενη προσκόμιση των εμπορευμάτων στο τελωνείο σύμφωνα με το άρθρο 171 του κώδικα, οι τελωνειακές αρχές μπορούν να θεωρήσουν τη διασάφηση αυτή ως διασάφηση προσωρινής εναπόθεσης.

Άρθρο 193

Διακίνηση εμπορευμάτων σε προσωρινή εναπόθεση

(άρθρο 148 παράγραφος 5 του κώδικα)

1.   Εάν η διακίνηση πραγματοποιείται μεταξύ εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης υπό την αρμοδιότητα διαφορετικών τελωνειακών αρχών, ο κάτοχος της άδειας για τη λειτουργία των εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης από τις οποίες διακινούνται τα εμπορεύματα ενημερώνει:

α)

την τελωνειακή αρχή που είναι υπεύθυνη για την επιτήρηση των εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης από τις οποίες διακινούνται τα εμπορεύματα σχετικά με τη σκοπούμενη διακίνηση κατά τον τρόπο που ορίζεται στην άδεια και, κατά την άφιξη των εμπορευμάτων στις εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης προορισμού, σχετικά με την ολοκλήρωση της διακίνησης κατά τον τρόπο που ορίζεται στην άδεια·

β)

τον κάτοχο της άδειας για τις εγκαταστάσεις προς τις οποίες διακινούνται τα εμπορεύματα, ότι τα εμπορεύματα έχουν αποσταλεί.

2.   Εάν η διακίνηση πραγματοποιείται μεταξύ εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης υπό την αρμοδιότητα διαφορετικών τελωνειακών αρχών, ο κάτοχος της άδειας για τις εγκαταστάσεις προς τις οποίες διακινούνται τα εμπορεύματα:

α)

ενημερώνει τις τελωνειακές αρχές που είναι αρμόδιες για τις εγκαταστάσεις αυτές σχετικά με την άφιξη των εμπορευμάτων, και

β)

κατά την άφιξη των εμπορευμάτων στις εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης προορισμού, ενημερώνει αμέσως τον κάτοχο της άδειας για τις εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης αναχώρησης.

3.   Στην ενημέρωση που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 περιλαμβάνεται αναφορά στη σχετική διασάφηση προσωρινής εναπόθεσης και στην ημερομηνία λήξης της προσωρινής εναπόθεσης.

4.   Εάν πραγματοποιείται διακίνηση εμπορευμάτων σε προσωρινή εναπόθεση, τα εμπορεύματα παραμένουν υπό την ευθύνη του κατόχου της άδειας λειτουργίας των εγκαταστάσεων προσωρινής εναπόθεσης από τις οποίες διακινούνται τα εμπορεύματα μέχρι να καταχωριστούν στα βιβλία του κατόχου της άδειας για τις εγκαταστάσεις προσωρινής εναπόθεσης προς τις οποίες διακινούνται τα εμπορεύματα, εκτός εάν άλλως ορίζεται στην άδεια.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ, ΤΗΝ ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΣΕ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΑ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ, ΤΗΝ ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ, ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Τελωνειακός χαρακτήρας των εμπορευμάτων

Άρθρο 194

Ηλεκτρονικό σύστημα για την απόδειξη του τελωνειακού χαρακτήρα ενωσιακών εμπορευμάτων

(άρθρο 16 παράγραφος 1 του κώδικα)

Για την ανταλλαγή και την αποθήκευση πληροφοριών που αφορούν την απόδειξη του τελωνειακού χαρακτήρα των ενωσιακών εμπορευμάτων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 199 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ) του παρόντος κανονισμού, χρησιμοποιείται ηλεκτρονικό σύστημα το οποίο δημιουργείται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1 του κώδικα. Η ανταλλαγή πληροφοριών όσον αφορά την απόδειξη του τελωνειακού χαρακτήρα ενωσιακών εμπορευμάτων πραγματοποιείται μέσω εναρμονισμένης σε ενωσιακό επίπεδο διεπαφής των συναλλασσόμενων, η οποία σχεδιάζεται από κοινού από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη.

Το πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του συστήματος ΕΤΚ — Αποδεικτικό Ενωσιακού Καθεστώτος που αναφέρεται στο παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2014/255/ΕΕ.

Τμήμα 1

Τακτική γραμμή θαλάσσιας μεταφοράς

Άρθρο 195

Διαβούλευση με τα κράτη μέλη τα οποία αφορά η τακτική γραμμή θαλάσσιας μεταφοράς

(άρθρο 22 του κώδικα)

Πριν από τη χορήγηση της άδειας που αναφέρεται στο άρθρο 120 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, αφού εξετάσει κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας που καθορίζονται στο άρθρο 120 παράγραφος 2 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, η τελωνειακή αρχή που είναι αρμόδια να λάβει την απόφαση διαβουλεύεται με τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών που αφορά η τακτική γραμμή για τους σκοπούς του άρθρου 119 παράγραφος 2 στοιχείο β) του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, καθώς και με τις τελωνειακές αρχές οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους στο οποίο ο αιτών δηλώνει ότι σχεδιάζει να λειτουργήσει στο μέλλον τακτικές γραμμές θαλάσσιων μεταφορών, σχετικά με την πλήρωση της προϋπόθεσης του άρθρου 120 παράγραφος 2 στοιχείο β) του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

Η προθεσμία διαβούλευσης είναι 15 ημέρες από την ημερομηνία της κοινοποίησης από την τελωνειακή αρχή που είναι αρμόδια να λάβει την απόφαση των προϋποθέσεων και κριτηρίων που πρέπει να εξεταστούν από τις τελωνειακές αρχές των οποίων ζητείται η γνώμη.

Άρθρο 196

Καταχώριση σκαφών και λιμένων

(άρθρο 22 του κώδικα)

Κατά παρέκκλιση από την προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, η τελωνειακή αρχή καθιστά διαθέσιμες τις πληροφορίες που της έχουν κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 121 παράγραφος 1 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 μέσω του συστήματος που αναφέρεται στο άρθρο 10 εντός μιας εργάσιμης ημέρας από την κοινοποίηση των εν λόγω πληροφοριών.

Έως την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του συστήματος ΕΤΚ — Τελωνειακές Αποφάσεις που αναφέρεται στο παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2014/255/ΕΕ, οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο πρέπει να καθίστανται διαθέσιμες μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας για τις τακτικές γραμμές θαλάσσιων μεταφορών.

Οι εν λόγω πληροφορίες τίθενται στη διάθεση των τελωνειακών αρχών οι οποίες εμπλέκονται στην εγκεκριμένη τακτική γραμμή θαλάσσιων μεταφορών.

Άρθρο 197

Απρόβλεπτες περιστάσεις κατά τη μεταφορά μέσω τακτικής γραμμής θαλάσσιων μεταφορών

(άρθρο 155 παράγραφος 2 του κώδικα)

Σε περίπτωση που σκάφος καταχωρισμένο σε τακτική γραμμή θαλάσσιων μεταφορών, συνεπεία απρόβλεπτων περιστάσεων, μεταφορτώνει εμπορεύματα στη θάλασσα, καταπλέει ή φορτώνει ή εκφορτώνει εμπορεύματα σε λιμένα εκτός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης, σε λιμένα που δεν εντάσσεται στην τακτική γραμμή θαλάσσιων μεταφορών ή σε ελεύθερη ζώνη λιμένα της Ένωσης, η ναυτιλιακή εταιρεία ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση τις τελωνειακές αρχές των επόμενων ενωσιακών λιμένων προσέγγισης, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που εντάσσονται στο προγραμματισμένο δρομολόγιο του εν λόγω σκάφους.

Η ημερομηνία κατά την οποία το σκάφος θα επανέλθει στην τακτική γραμμή θαλάσσιων μεταφορών κοινοποιείται εκ των προτέρων στις εν λόγω τελωνειακές αρχές.

Άρθρο 198

Επαλήθευση των προϋποθέσεων για τις τακτικές γραμμές θαλάσσιων μεταφορών

(άρθρο 153 του κώδικα)

1.   Οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών μπορούν να ζητήσουν από τη ναυτιλιακή εταιρεία να προσκομίσει αποδείξεις ότι έχουν τηρηθεί οι διατάξεις του άρθρου 120 παράγραφος 2 στοιχεία γ) και δ) και παράγραφος 3 και του άρθρου 121 παράγραφοι 1 και 3 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446, καθώς και του άρθρου 197 του παρόντος κανονισμού.

2.   Εάν μία τελωνειακή αρχή διαπιστώσει ότι οι διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν έχουν τηρηθεί από τη ναυτιλιακή εταιρεία, η αρχή αυτή ενημερώνει αμέσως τις τελωνειακές αρχές των λοιπών κρατών μελών στα οποία λειτουργεί η τακτική γραμμή θαλάσσιων μεταφορών, χρησιμοποιώντας το σύστημα που αναφέρεται στο άρθρο 10 του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω αρχές λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα.

Έως την έναρξη λειτουργίας του συστήματος ΕΤΚ — Τελωνειακές Αποφάσεις που αναφέρεται στο παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2014/255/ΕΕ, αντί του συστήματος που αναφέρεται στο άρθρο 10 του παρόντος κανονισμού χρησιμοποιείται το ηλεκτρονικό σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας για τις τακτικές γραμμές θαλάσσιων μεταφορών.

Τμήμα 2

Απόδειξη του τελωνειακού χαρακτήρα ενωσιακών εμπορευμάτων

Υποτμήμα 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 199

Αποδεικτικά μέσα του τελωνειακού χαρακτήρα ενωσιακών εμπορευμάτων

(άρθρο 153 παράγραφος 2 του κώδικα)

1.   Οποιοδήποτε από τα ακόλουθα μέσα, ανάλογα με την περίπτωση, χρησιμοποιείται για να αποδειχθεί ότι τα εμπορεύματα έχουν τον τελωνειακό χαρακτήρα των ενωσιακών εμπορευμάτων:

α)

τα στοιχεία της δήλωσης διαμετακόμισης εμπορευμάτων που έχουν υπαχθεί σε καθεστώς εσωτερικής διαμετακόμισης. Σε αυτήν την περίπτωση δεν εφαρμόζεται το άρθρο 119 παράγραφος 3 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446·

β)

τα δεδομένα των εντύπων T2L η T2LF που αναφέρονται στο άρθρο 205 του παρόντος κανονισμού·

γ)

το τελωνειακό δηλωτικό εμπορευμάτων που αναφέρεται στο άρθρο 206 του παρόντος κανονισμού·

δ)

το τιμολόγιο ή έγγραφο μεταφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 211 του παρόντος κανονισμού·

ε)

το ημερολόγιο αλιείας, η δήλωση εκφόρτωσης, η δήλωση μεταφόρτωσης και τα στοιχεία του συστήματος παρακολούθησης σκαφών, κατά περίπτωση, που αναφέρονται στο άρθρο 213 του παρόντος κανονισμού·

στ)

τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στα άρθρα 207 έως 210 του παρόντος κανονισμού·

ζ)

τα στοιχεία της δήλωσης ειδικού φόρου κατανάλωσης που αναφέρεται στο άρθρο 34 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ του Συμβουλίου (18)·

η)

την ετικέτα που αναφέρεται στο άρθρο 290 του παρόντος κανονισμού.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, έως την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του συστήματος ΕΤΚ — Αποδεικτικό Ενωσιακού Καθεστώτος που αναφέρεται στο παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2014/255/ΕΕ, η απόδειξη του τελωνειακού χαρακτήρα ενωσιακών εμπορευμάτων μπορεί να παρέχεται με τη μορφή δηλωτικού της ναυτιλιακής εταιρείας που σχετίζεται με τα εν λόγω εμπορεύματα.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 στοιχείο δ) του παρόντος άρθρου, έως την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του συστήματος ΕΤΚ — Αποδεικτικό Ενωσιακού Καθεστώτος που αναφέρεται στο παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2014/255/ΕΕ, η απόδειξη του τελωνειακού χαρακτήρα ενωσιακών εμπορευμάτων μπορεί να παρέχεται με τη μορφή τιμολογίου ή εγγράφου μεταφοράς που αφορά εμπορεύματα των οποίων η αξία υπερβαίνει τα 15 000 ευρώ.

4.   Όταν τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 χρησιμοποιούνται για εμπορεύματα με τον τελωνειακό χαρακτήρα των ενωσιακών εμπορευμάτων, με συσκευασίες που δεν έχουν τον τελωνειακό χαρακτήρα των ενωσιακών εμπορευμάτων, τ