EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CJ0310

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 15ης Οκτωβρίου 2015.
Nike European Operations Netherlands BV κατά Sportland Oy.
Προδικαστική παραπομπή — Κανονισμός (EK) 1346/2000 — Άρθρα 4 και 13 — Διαδικασία αφερεγγυότητας — Επιβλαβείς δικαιοπραξίες — Αγωγή προς επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν πριν από την ημερομηνία κινήσεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας — Δίκαιο κράτους μέλους περί κινήσεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας — Δίκαιο άλλου κράτους μέλους διέπον τη δικαιοπραξία αυτή — Δίκαιο που δεν παρέχει “στη συγκεκριμένη περίπτωση κανένα μέσο προσβολής της δικαιοπραξίας αυτής” — Βάρος αποδείξεως.
Υπόθεση C-310/14.

Court reports – general

Υπόθεση C‑310/14

Nike European Operations Netherlands BV

κατά

Sportland Oy

(αίτηση του Helsingin hovioikeus

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή — Κανονισμός (EK) 1346/2000 — Άρθρα 4 και 13 — Διαδικασία αφερεγγυότητας — Επιβλαβείς δικαιοπραξίες — Αγωγή προς επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν πριν από την ημερομηνία κινήσεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας — Δίκαιο κράτους μέλους περί κινήσεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας — Δίκαιο άλλου κράτους μέλους διέπον τη δικαιοπραξία αυτή — Δίκαιο που δεν παρέχει “στη συγκεκριμένη περίπτωση κανένα μέσο προσβολής της δικαιοπραξίας αυτής” — Βάρος αποδείξεως»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα)της 15ης Οκτωβρίου 2015

  1. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Ερμηνεία — Διατάξεις διατυπωμένες σε περισσότερες από μία γλώσσες — Ομοιόμορφη ερμηνεία — Αποκλίσεις μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων — Γενικό πλαίσιο και σκοπός της οικείας κανονιστικής ρυθμίσεως ως βάση αναφοράς

    (Κανονισμός 1346/2000 του Συμβουλίου, άρθρο 13)

  2. Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Διαδικασίες αφερεγγυότητας — Κανονισμός 1346/2000 — Επιβλαβείς δικαιοπραξίες — Εφαρμοστέο δίκαιο — Εξαίρεση από τον γενικό κανόνα εφαρμογής της lex fori concursus — Προϋποθέσεις εφαρμογής — Απρόσβλητη δικαιοπραξία δυνάμει διατάξεως της lex causae — Υποχρέωση συνεκτιμήσεως όλων των περιστάσεων της υποθέσεως

    (Κανονισμός 1346/2000 του Συμβουλίου, άρθρο 13)

  3. Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Διαδικασίες αφερεγγυότητας — Κανονισμός 1346/2000 — Επιβλαβείς δικαιοπραξίες — Εφαρμοστέο δίκαιο — Εξαίρεση από τον γενικό κανόνα εφαρμογής της lex fori concursus — Προϋποθέσεις εφαρμογής — Απρόσβλητη δικαιοπραξία δυνάμει διατάξεως της lex causae — Ο εναγόμενος φέρει το βάρος αποδείξεως σε περίπτωση αγωγής αφορώσας την ακυρότητα, την ακυρωσία ή το ανενεργό της δικαιοπραξίας

    (Κανονισμός 1346/2000 του Συμβουλίου, άρθρο 13)

  4. Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Διαδικασίες αφερεγγυότητας — Κανονισμός 1346/2000 — Επιβλαβείς δικαιοπραξίες — Εφαρμοστέο δίκαιο — Εξαίρεση από τον γενικό κανόνα εφαρμογής της lex fori concursus — Προϋποθέσεις εφαρμογής — Απρόσβλητη δικαιοπραξία δυνάμει διατάξεως της lex causae — Το βάρος αποδείξεως διέπεται από τον κανονισμό — Ανυπαρξία διαδικαστικών λεπτομερειών εφαρμογής — Εφαρμογή του εθνικού δικαίου — Προϋπόθεση — Τήρηση των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας

    (Κανονισμός 1346/2000 του Συμβουλίου, άρθρο 13)

  5. Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Διαδικασίες αφερεγγυότητας — Κανονισμός 1346/2000 — Επιβλαβείς δικαιοπραξίες — Εφαρμοστέο δίκαιο — Εξαίρεση από τον γενικό κανόνα για την εφαρμογή της lex fori concursus — Προϋποθέσεις εφαρμογής — Απρόσβλητη δικαιοπραξία δυνάμει διατάξεως της lex causae — Εκτίμηση λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των διατάξεων και των γενικών αρχών του δικαίου αυτού

    (Κανονισμός 1346/2000 του Συμβουλίου, άρθρο 13)

  6. Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Διαδικασίες αφερεγγυότητας — Κανονισμός 1346/2000 — Επιβλαβείς δικαιοπραξίες — Εφαρμοστέο δίκαιο — Εξαίρεση από τον κανόνα εφαρμογής της lex fori concursus — Προϋποθέσεις εφαρμογής — Απρόσβλητη δικαιοπραξία δυνάμει διατάξεως της lex causae — Ο εναγόμενος φέρει το βάρος αποδείξεως σε περίπτωση αγωγής αφορώσας την ακυρότητα, την ακυρωσία ή το ανενεργό της δικαιοπραξίας — Ο ενάγων φέρει το βάρος αποδείξεως μόνο αν ο εναγόμενος αποδεικνύει ότι η σχετική δικαιοπραξία είναι απρόσβλητη

    (Κανονισμός 1346/2000 του Συμβουλίου, άρθρο 13)

  1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 17)

  2.  Tο άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας, έχει την έννοια ότι η εφαρμογή του εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η οικεία δικαιοπραξία δεν μπορεί να προσβληθεί δυνάμει του εφαρμοστέου στη δικαιοπραξία αυτή δικαίου (lex causae), λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υποθέσεως.

    Πράγματι, το άρθρο 13 του εν λόγω κανονισμού αποσκοπεί στην προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ωφεληθέντος από δικαιοπραξία επιβλαβή για το σύνολο των δανειστών, προβλέποντας ότι η δικαιοπραξία αυτή θα εξακολουθεί να διέπεται, ακόμα και μετά την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας, από το δίκαιο που ήταν εφαρμοστέο την ημερομηνία κατά την οποία συνήφθη, δηλαδή από τη lex causae. Από τον ως άνω σκοπό προκύπτει σαφώς ότι η εφαρμογή του εν λόγω άρθρου επιτάσσει να συνεκτιμώνται όλες οι περιστάσεις της οικείας υποθέσεως. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να υφίσταται δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στο ότι το κύρος μιας δικαιοπραξίας θα εκτιμηθεί, μετά την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις αυτές, ενώ, αν δεν είχε κινηθεί μια τέτοια διαδικασία, οι σχετικές περιστάσεις θα έπρεπε να συνεκτιμηθούν.

    Επιπροσθέτως, η υποχρέωση στενής ερμηνείας της εξαιρέσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 13 του εν λόγω κανονισμού εμποδίζει τη διασταλτική ερμηνεία του περιεχομένου του άρθρου αυτού, που παρέχει τη δυνατότητα στον ωφεληθέντα από δικαιοπραξία επιβλαβή για το σύνολο των δανειστών να αποφύγει την εφαρμογή της lex fori concursus επικαλούμενος εντελώς αόριστα τον απρόσβλητο χαρακτήρα της οικείας δικαιοπραξίας δυνάμει διατάξεως της lex causae.

    (βλ. σκέψεις 19-22, διατακτ. 1)

  3.  Στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας, και σε περίπτωση που ο εναγόμενος επί αγωγής αφορώσας την ακυρότητα, την ακυρωσία ή το ανενεργό δικαιοπραξίας επικαλείται διάταξη του εφαρμοστέου στη δικαιοπραξία αυτή δικαίου (της lex causae) κατά την οποία η δικαιοπραξία αυτή είναι προσβλητή μόνον υπό τις συνθήκες που προβλέπει η ως άνω διάταξη, στον εν λόγω εναγόμενο εναπόκειται να επικαλεστεί την έλλειψη τέτοιων περιστάσεων και να προσκομίσει σχετικές αποδείξεις.

    Πράγματι, από το γράμμα του άρθρου 13 του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι εναπόκειται στον εναγόμενο επί αγωγής αφορώσας την ακυρότητα, την ακυρωσία ή το ανενεργό δικαιοπραξίας να αποδείξει ότι η δικαιοπραξία αυτή, δυνάμει της lex causae, δεν μπορεί να προσβληθεί. Εξάλλου, το ως άνω άρθρο 13, προβλέπον ότι ο εν λόγω εναγόμενος πρέπει να αποδείξει ότι η δικαιοπραξία αυτή δεν μπορεί να προσβληθεί με κανένα μέσο, και μάλιστα, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, επιβάλλει επίσης στον εν λόγω εναγόμενο, τουλάχιστον σιωπηρώς, την υποχρέωση να αποδείξει τόσο την ύπαρξη των στοιχείων από τα οποία μπορεί να συναχθεί ότι η οικεία δικαιοπραξία είναι απρόσβλητη όσο και την έλλειψη κάθε στοιχείου που θα εμπόδιζε ένα τέτοιο συμπέρασμα.

    (βλ. σκέψεις 25, 31, διατακτ. 2)

  4.  Μολονότι το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας, διέπει ρητώς την κατανομή του βάρους αποδείξεως, δεν περιλαμβάνει διατάξεις σχετικές με ειδικότερες δικονομικές πτυχές της εν λόγω κατανομής. Συγκεκριμένα, το άρθρο αυτό δεν περιλαμβάνει διατάξεις σχετικές, ιδίως, με τις λεπτομέρειες της προσκομίσεως αποδείξεων, με τα παραδεκτά ενώπιον του αρμοδίου εθνικού δικαστηρίου αποδεικτικά στοιχεία ή με τις αρχές που διέπουν την εκτίμηση, από το δικαστήριο αυτό, της αποδεικτικής ισχύος των υποβαλλόμενων ενώπιόν του στοιχείων.

    Συναφώς, ελλείψει εναρμονίσεως σε επίπεδο δικαίου της Ένωσης των κανόνων αυτών, εμπίπτει στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, να θεσπίζει τέτοιου είδους διατάξεις, υπό τον όρο ωστόσο ότι τούτο δεν συνεπάγεται δυσμενέστερη μεταχείριση από εκείνη που επιφυλάσσει η ρύθμιση που διέπει παρόμοιες καταστάσεις υπαγόμενες στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και ότι δεν καθίσταται πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής η άσκηση δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας).

    Η τελευταία αυτή αρχή εμποδίζει, αφενός, την εφαρμογή εθνικών διαδικαστικών κανόνων που καθιστούν αδύνατη στην πράξη ή υπερβολικά δυσχερή την προσφυγή στο άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000, προβλέποντας υπερβολικά αυστηρούς κανόνες, ειδικότερα όσον αφορά την απόδειξη περί μη συνδρομής συγκεκριμένων περιστάσεων. Αφετέρου, η αρχή αυτή εμποδίζει τη θέσπιση υπερβολικά χαλαρών εθνικών κανόνων περί αποδείξεως, η εφαρμογή των οποίων θα είχε ως αποτέλεσμα, στην πράξη, την αντιστροφή του βάρους αποδείξεως που προβλέπει το άρθρο 13 του εν λόγω κανονισμού.

    Εντούτοις, απλώς και μόνον η δυσχέρεια προσκομίσεως της αποδείξεως περί της συνδρομής των περιστάσεων υπό τις οποίες η lex causae αποκλείει τη δυνατότητα προσβολής της δικαιοπραξίας, ή, ενδεχομένως, περί της ελλείψεως των προβλεπομένων από τη lex causae περιστάσεων υπό τις οποίες η δικαιοπραξία είναι δυνατό να προσβληθεί, δεν θίγει, καθαυτή, την αρχή της αποτελεσματικότητας, αλλά αντιθέτως ικανοποιεί την απαίτηση να ερμηνεύεται συσταλτικά το εν λόγω άρθρο.

    (βλ. σκέψεις 27-30)

  5.  Το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας, έχει την έννοια ότι οι όροι «δεν παρέχει [...] κανένα μέσο προσβολής της δικαιοπραξίας αυτής» αφορούν, επιπλέον των διατάξεων του εφαρμοστέου στη δικαιοπραξία αυτή δικαίου (της lex causae) που έχουν εφαρμογή στον τομέα της αφερεγγυότητας, το σύνολο των διατάξεων και των γενικών αρχών του δικαίου αυτού.

    Πράγματι, το άρθρο 13 του εν λόγω κανονισμού αποσκοπεί στην προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ωφεληθέντος από δικαιοπραξία επιβλαβή για το σύνολο των δανειστών, προβλέποντας ότι η δικαιοπραξία αυτή θα εξακολουθεί να διέπεται, ακόμα και μετά την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας, από τη lex causae. Επιπλέον, η εφαρμογή του ως άνω άρθρου 13 υπέρ ενός τέτοιου δικαιούχου απαιτεί τη συνεκτίμηση όλων των περιστάσεων της οικείας υποθέσεως.

    Ωστόσο, ο σκοπός της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και η ανάγκη συνεκτιμήσεως όλων των περιστάσεων της οικείας υποθέσεως επιβάλλουν την ερμηνεία του άρθρου 13 του εν λόγω κανονισμού υπό την έννοια ότι ο δικαιούχος πρέπει να αποδείξει ότι η δικαιοπραξία δεν μπορεί να προσβληθεί ούτε βάσει των διατάξεων της lex causae που έχουν εφαρμογή στον τομέα της αφερεγγυότητας, αλλ’ ούτε και βάσει της lex causae στο σύνολό της.

    Πράγματι, αφενός, το γράμμα του άρθρου 13 του κανονισμού 1346/2000 συνηγορεί σαφώς υπέρ μιας τέτοιας ερμηνείας, δεδομένου ότι τούτο επιβάλλει στον δικαιούχο επιβλαβούς δικαιοπραξίας το βάρος να αποδείξει ότι η δικαιοπραξία αυτή δεν είναι δεκτική προσφυγής «[με] κανένα μέσο». Αφετέρου, δεν μπορεί να υφίσταται δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι μια δικαιοπραξία, που είναι δυνατόν να προσβληθεί βάσει διατάξεως ή γενικής αρχής της lex causae, θα εκτιμηθεί, μετά την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας, μόνον έναντι των διατάξεων της lex causae που έχουν εφαρμογή στον τομέα της αφερεγγυότητας.

    (βλ. σκέψεις 33-36, διατακτ. 3)

  6.  Το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας, έχει την έννοια ότι ο εναγόμενος επί αγωγής αφορώσας την ακυρότητα, την ακυρωσία ή το ανενεργό δικαιοπραξίας πρέπει να αποδεικνύει ότι το εφαρμοστέο στη δικαιοπραξία αυτή δίκαιο (lex causae), στο σύνολό του, δεν παρέχει τη δυνατότητα αμφισβητήσεως της δικαιοπραξίας.

    Πράγματι, το άρθρο 13 του εν λόγω κανονισμού, κατά το οποίο εναπόκειται στον εν λόγω εναγόμενο να επικαλεστεί την έλλειψη περιστάσεων που παρέχουν τη δυνατότητα προσβολής της δικαιοπραξίας αυτής βάσει της lex causae και να το αποδείξει, δεν διακρίνει τις διατάξεις της lex causae που έχουν εφαρμογή στον τομέα της αφερεγγυότητας από τις διατάξεις και τις αρχές της lex causae που έχουν εφαρμογή σε άλλους τομείς, προβλέπει όμως ότι εναπόκειται στον εν λόγω εναγόμενο να αποδείξει ότι η οικεία δικαιοπραξία δεν μπορεί να προσβληθεί «[με] κανένα μέσο». Κατά συνέπεια, απορρέει σαφώς από το γράμμα του ως άνω άρθρου ότι αυτό έχει την έννοια ότι ο ίδιος εναγόμενος πρέπει να αποδείξει ότι η lex causae, στο σύνολό της, δεν παρέχει τη δυνατότητα προσβολής της δικαιοπραξίας αυτής.

    Το συμπέρασμα αυτό είναι επίσης σύμφωνο προς την αρχή κατά την οποία το άρθρο 13 του κανονισμού 1346/2000 πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά και να συνάδει προς τον σκοπό του εν λόγω άρθρου 13, ήτοι τον σκοπό της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ωφεληθέντος από δικαιοπραξία επιβλαβή για το σύνολο των δανειστών, με την πρόβλεψη ότι η εν λόγω δικαιοπραξία θα εξακολουθεί να διέπεται από το δίκαιο που είχε εφαρμογή επ’ αυτής την ημερομηνία συνάψεώς της.

    Το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται μιας τέτοιας αγωγής δεν μπορεί να κρίνει ότι εναπόκειται στον ενάγοντα να αποδείξει την ύπαρξη διατάξεως ή αρχής του εν λόγω δικαίου δυνάμει των οποίων η δικαιοπραξία αυτή δεν μπορεί να προσβληθεί παρά μόνον αν το δικαστήριο αυτό εκτιμά ότι ο εναγόμενος, αρχικώς, όντως απέδειξε, έναντι των συνήθως εφαρμοστέων κανόνων του εθνικού δικονομικού του δικαίου, ότι η σχετική δικαιοπραξία είναι απρόσβλητη δυνάμει του ίδιου δικαίου.

    (βλ. σκέψεις 38-41, 45, διατακτ. 4)

Top