Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CJ0153

K και A

Υπόθεση C‑153/14

Minister van Buitenlandse Zaken

κατά

K

και

A

[αίτηση του Raad van State (Κάτω Χώρες) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή — Οδηγία 2003/86/ΕΚ — Άρθρο 7, παράγραφος 2 — Οικογενειακή επανένωση — Μέτρα ενσωματώσεως — Εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας επιβάλλεται στα μέλη της οικογένειας υπηκόου τρίτης χώρας, ο οποίος διαμένει νόμιμα στο οικείο κράτος μέλος, υποχρέωση επιτυχούς συμμετοχής σε εξέταση περί κοινωνικής ενσωματώσεως για να τους επιτραπεί η είσοδος στο εν λόγω κράτος μέλος — Έξοδα σχετικά με την εξέταση αυτή — Σύμφωνος χαρακτήρας με το δίκαιο της Ένωσης»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 9ης Ιουλίου 2015

Συνοριακοί έλεγχοι, άσυλο και μετανάστευση – Μεταναστευτική πολιτική – Δικαίωμα οικογενειακής επανενώσεως – Οδηγία 2003/86 – Απαιτήσεις για την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανενώσεως – Μέτρα ενσωματώσεως – Εθνική ρύθμιση προβλέπουσα υποχρέωση επιτυχούς συμμετοχής σε εξέταση περί κοινωνικής ενσωματώσεως για να επιτραπεί η είσοδος και η διαμονή στο έδαφος του κράτους μέλους – Επιτρεπτό – Προϋποθέσεις – Λαμβάνονται υπόψη ιδιαίτερες περιστάσεις που παρακωλύουν αντικειμενικώς τη δυνατότητα επιτυχούς συμμετοχής στην εξέταση αυτή – Εύλογος χαρακτήρας των εξόδων

(Οδηγία 2003/86 του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 2, εδ. 1)

Το άρθρο 7, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν από τους υπηκόους τρίτων χωρών να συμμετέχουν επιτυχώς σε εξέταση περί κοινωνικής ενσωματώσεως περιλαμβάνουσα αξιολόγηση περί της υπάρξεως στοιχειωδών γνώσεων τόσο σχετικά με τη γλώσσα όσο και με την κοινωνία του οικείου κράτους μέλους και προϋποθέτουσα την καταβολή διαφόρων εξόδων, προκειμένου να επιτρέψουν την είσοδο και τη διαμονή των εν λόγω υπηκόων στην εθνική επικράτειά τους λόγω οικογενειακής επανενώσεως, υπό τον όρο ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής της υποχρεώσεως αυτής δεν καθιστούν αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανενώσεως, κάτι το οποίο συμβαίνει οσάκις οι προϋποθέσεις αυτές δεν καθιστούν δυνατό να λαμβάνονται υπόψη ιδιαίτερες περιστάσεις που παρακωλύουν αντικειμενικώς τη δυνατότητα επιτυχούς συμμετοχής των ενδιαφερομένων στην εξέταση αυτή και οσάκις ορίζουν υπέρμετρα υψηλό ποσό εξόδων σχετικών με την εξέταση αυτή.

Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι, κατά κανόνα, η οικογενειακή επανένωση επιτρέπεται, το άρθρο 7, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86 πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς. Εξάλλου, το περιθώριο εκτιμήσεως που παρέχεται στα κράτη μέλη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται με τρόπο που να αντιβαίνει στον σκοπό της οδηγίας αυτής, ο οποίος συνίσταται στο να καταστήσει ευχερέστερη την οικογενειακή επανένωση, ούτε στην πρακτική αποτελεσματικότητά της.

Συναφώς, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία καταλέγεται μεταξύ των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, τα όσα θεσπίζονται με την εθνική ρύθμιση περί μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη του άρθρου 7, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86 πρέπει να είναι κατάλληλα για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με τη ρύθμιση αυτή σκοπών και να μη βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξή τους μέτρου.

Επομένως, καθόσον το άρθρο 7, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86 αφορά μόνον τα μέτρα «ενσωματώσεως», τα μέτρα που δύνανται να απαιτούν τα κράτη μέλη βάσει της διατάξεως αυτής μπορούν να χαρακτηρίζονται ως θεμιτά μόνον εφόσον καθιστούν ευχερέστερη την ενσωμάτωση των μελών της οικογένειας του συντηρούντος. Συναφώς, η υποχρέωση επιτυχούς συμμετοχής σε εξέταση περί κοινωνικής ενσωματώσεως στοιχειώδους επιπέδου καθιστά δυνατό να διασφαλισθεί ότι οι ενδιαφερόμενοι υπήκοοι τρίτων χωρών έχουν αποκτήσει γνώσεις που αποδεικνύονται αδιαμφισβήτητα χρήσιμες για τη δημιουργία δεσμών με το κράτος μέλος υποδοχής.

Ωστόσο, το κριτήριο περί αναλογικότητας επιτάσσει, εν πάση περιπτώσει, οι προϋποθέσεις εφαρμογής της υποχρεώσεως αυτής να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού της οικογενειακής επανενώσεως που επιδιώκεται με την οδηγία 2003/86. Συγκεκριμένα, τα μέτρα ενσωματώσεως που διαλαμβάνονται στο εν λόγω άρθρο δεν πρέπει να έχουν ως σκοπό την επιλογή των προσώπων που δύνανται να ασκήσουν το δικαίωμά τους οικογενειακής επανενώσεως, αλλά να καθιστούν ευχερέστερη την ενσωμάτωση των προσώπων αυτών στα κράτη μέλη.

Επιπλέον, οι ιδιαίτερες ατομικές περιστάσεις, όπως η ηλικία, το επίπεδο εκπαιδεύσεως, η οικονομική κατάσταση ή η κατάσταση υγείας των οικείων μελών της οικογένειας του συντηρούντος, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου τα μέλη αυτά να απαλλάσσονται από την υποχρέωση επιτυχούς συμμετοχής σε τέτοια εξέταση περί κοινωνικής ενσωματώσεως οσάκις, λόγω των περιστάσεων αυτών, αποδεικνύεται ότι τα εν λόγω μέλη αδυνατούν να συμμετάσχουν ή να συμμετάσχουν επιτυχώς στην εξέταση αυτή.

Σε αντίθετη περίπτωση, υπό τις περιστάσεις αυτές, μια τέτοια υποχρέωση θα συνιστούσε εμπόδιο του οποίου η υπέρβαση θα ήταν δυσχερής προκειμένου να καταστεί αποτελεσματική η άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανενώσεως που κατοχυρώνεται με την οδηγία 2003/86.

Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/86, το οποίο επιβάλλει την εξατομικευμένη εξέταση των αιτήσεων επανενώσεως.

Τέλος, όσον αφορά ιδίως τα διάφορα έξοδα που σχετίζονται με μια τέτοια εξέταση περί κοινωνικής ενσωματώσεως, μολονότι τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν από τους υπηκόους τρίτων χωρών την καταβολή εξόδων σχετικών με τα μέτρα ενσωματώσεως που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/86 και να καθορίζουν το ύψος των εξόδων αυτών, εντούτοις, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, το ύψος στο οποίο καθορίζονται τα έξοδα αυτά δεν πρέπει να έχει ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα να καθιστά αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανενώσεως, άλλως θα θίγει τον σκοπό που επιδιώκεται με την οδηγία 2003/86 και θα καθιστά την οδηγία αυτή άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας. Τούτο, όμως, θα συνέβαινε, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση κατά την οποία το ποσό των εξόδων που απαιτούνται για τη συμμετοχή στην εξέταση περί κοινωνικής ενσωματώσεως θα ήταν υπέρμετρο, λαμβανομένης υπόψη της σημαντικής οικονομικής επιβάρυνσης που συνεπάγονται για τους ενδιαφερόμενους υπηκόους τρίτων χωρών.

(βλ. σκέψεις 50-52, 54-60, 64, 65, 71 και διατακτ.)

Top