This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62023CJ0253
Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 28ης Ιανουαρίου 2025.
ASG 2 Ausgleichsgesellschaft für die Sägeindustrie Nordrhein-Westfalen GmbH κατά Land Nordrhein-Westfalen.
Προδικαστική παραπομπή – Ανταγωνισμός – Άρθρο 101 ΣΛΕΕ – Οδηγία 2014/104/ΕΕ – Αγωγές αποζημίωσης για παραβάσεις του δικαίου ανταγωνισμού – Άρθρο 2, σημείο 4 – Έννοια της “αγωγής αποζημίωσης” – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Δικαίωμα πλήρους αποζημίωσης για την προκληθείσα ζημία – Εκχώρηση των απαιτήσεων αποζημίωσης σε πάροχο νομικών υπηρεσιών – Εθνικό δίκαιο το οποίο αντιτίθεται στην αναγνώριση της ενεργητικής νομιμοποίησης ενός τέτοιου παρόχου για τη συλλογική είσπραξη των εν λόγω απαιτήσεων – Άρθρο 4 – Αρχή της αποτελεσματικότητας – Άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
Υπόθεση C-253/23.
Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 28ης Ιανουαρίου 2025.
ASG 2 Ausgleichsgesellschaft für die Sägeindustrie Nordrhein-Westfalen GmbH κατά Land Nordrhein-Westfalen.
Προδικαστική παραπομπή – Ανταγωνισμός – Άρθρο 101 ΣΛΕΕ – Οδηγία 2014/104/ΕΕ – Αγωγές αποζημίωσης για παραβάσεις του δικαίου ανταγωνισμού – Άρθρο 2, σημείο 4 – Έννοια της “αγωγής αποζημίωσης” – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Δικαίωμα πλήρους αποζημίωσης για την προκληθείσα ζημία – Εκχώρηση των απαιτήσεων αποζημίωσης σε πάροχο νομικών υπηρεσιών – Εθνικό δίκαιο το οποίο αντιτίθεται στην αναγνώριση της ενεργητικής νομιμοποίησης ενός τέτοιου παρόχου για τη συλλογική είσπραξη των εν λόγω απαιτήσεων – Άρθρο 4 – Αρχή της αποτελεσματικότητας – Άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
Υπόθεση C-253/23.
Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2025:40
Υπόθεση C‑253/23
ASG Ausgleichsgesellschaft für die Sägeindustrie
κατά
Land Nordrhein-Westfalen
(αίτηση του Landgericht Dortmund για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)
Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 28ης Ιανουαρίου 2025
«Προδικαστική παραπομπή – Ανταγωνισμός – Άρθρο 101 ΣΛΕΕ – Οδηγία 2014/104/ΕΕ – Αγωγές αποζημίωσης για παραβάσεις του δικαίου ανταγωνισμού – Άρθρο 2, σημείο 4 – Έννοια της “αγωγής αποζημίωσης” – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Δικαίωμα πλήρους αποζημίωσης για την προκληθείσα ζημία – Εκχώρηση των απαιτήσεων αποζημίωσης σε πάροχο νομικών υπηρεσιών – Εθνικό δίκαιο το οποίο αντιτίθεται στην αναγνώριση της ενεργητικής νομιμοποίησης ενός τέτοιου παρόχου για τη συλλογική είσπραξη των εν λόγω απαιτήσεων – Άρθρο 4 – Αρχή της αποτελεσματικότητας – Άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας»
Προδικαστικά ερωτήματα – Παραδεκτό – Όρια – Προδήλως αλυσιτελή ερωτήματα και υποθετικά ερωτήματα υποβαλλόμενα σε πλαίσιο που αποκλείει τη δυνατότητα να δοθεί χρήσιμη απάντηση – Ερωτήματα άσχετα με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης – Απαράδεκτο
(Άρθρο 267 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 53 § 2)
(βλ. σκέψεις 38-48)
Προδικαστικά ερωτήματα – Παραδεκτό – Ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως και λυσιτέλεια των υποβληθέντων ερωτημάτων – Εκτίμηση από το εθνικό δικαστήριο – Τεκμήριο λυσιτέλειας των υποβληθέντων ερωτημάτων
(Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)
(βλ. σκέψεις 56-59)
Συμπράξεις – Απαγόρευση – Άμεσο αποτέλεσμα – Δικαίωμα των ιδιωτών να ζητήσουν αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν – Λεπτομερείς κανόνες άσκησής του – Εφαρμογή του εθνικού δικαίου – Προϋποθέσεις – Σεβασμός της αρχής της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Εθνική ρύθμιση που αποκλείει την άσκηση συλλογικής αγωγής αποζημίωσης – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις
(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· οδηγία 2014/104 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 2, σημείο 4, 3 § 1 και 4)
(βλ. σκέψεις 60-75, 82-87, 94 και διατακτ.)
Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Υποχρεώσεις των κρατών μελών – Απαγόρευση θέσπισης ή διατήρησης σε ισχύ μέτρων που διακυβεύουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων αυτών – Υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων – Υποχρέωση ερμηνείας της εθνικής ρύθμισης σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης – Περιεχόμενο – Contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου – Αποκλείεται – Υποχρέωση να αφήνεται ανεφάρμοστη κάθε εθνική διάταξη που αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης
(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· οδηγία 2014/104 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1)
(βλ. σκέψεις 88-94 και διατακτ.)
Σύνοψη
Το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου, επιληφθέν αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Landgericht Dortmund (περιφερειακό δικαστήριο Dortmund, Γερμανία, στο εξής: αιτούν δικαστήριο), αποφαίνεται επί του κατά πόσον το εθνικό δίκαιο μπορεί να αποκλείει τη δυνατότητα των προσώπων που θεωρούν ότι ζημιώθηκαν από παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού να εκχωρήσουν τα δικαιώματα αποζημίωσής τους σε πάροχο νομικών υπηρεσιών προκειμένου αυτός να ασκήσει συλλογική αγωγή αποζημίωσης.
Το 2009 η γερμανική αρχή ανταγωνισμού εξέδωσε απόφαση περί δεσμεύσεων η οποία αφορούσε, μεταξύ άλλων, το ομόσπονδο κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας και είχε ως αντικείμενο σύμπραξη ως προς τις τιμές στον τομέα της στρογγυλής ξυλείας.
Διάφορα πριονιστήρια εγκατεστημένα στη Γερμανία, στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο, θεωρώντας ότι υπέστησαν ζημία λόγω της επίμαχης σύμπραξης, εκχώρησαν τα δικαιώματα αποζημίωσής τους σε πάροχο νομικών υπηρεσιών, ο οποίος άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου συλλογική αγωγή αποζημίωσης ιδίω ονόματι, αλλά για λογαριασμό τους. Εντούτοις, σύμφωνα με τη νομολογιακή ερμηνεία της εφαρμοστέας γερμανικής νομοθεσίας, μια τέτοια συλλογική αγωγή δεν μπορεί να γίνει δεκτή στον τομέα της αποκατάστασης ζημίας που προκλήθηκε από εικαζόμενη παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού.
Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, ωστόσο, ότι η λεγόμενη συλλογική αγωγή είσπραξης είναι το μόνο προβλεπόμενο στο γερμανικό δίκαιο μέσο ένδικης προστασίας το οποίο διασφαλίζει την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος αποζημίωσης σε υποθέσεις συμπράξεων.
Στο πλαίσιο αυτό, το εν λόγω δικαστήριο υποβάλλει τρία προδικαστικά ερωτήματα με τα οποία ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το εθνικό δίκαιο μπορεί να αποκλείει, σε διαφορές που εμπίπτουν στο δίκαιο του ανταγωνισμού, τις συλλογικές αγωγές είσπραξης, όταν η έλλειψη ισοδύναμου μέσου ένδικης προστασίας καθιστά πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση αγωγής αποζημίωσης, ιδίως στην περίπτωση ζημιών μικρού ύψους που αφορούν μεγάλο αριθμό ζημιωθέντων.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
Κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο κρίνει απαράδεκτο το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο αφορά την περίπτωση κατά την οποία τα πρόσωπα που θεωρούν ότι ζημιώθηκαν από παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού επιθυμούν να εκχωρήσουν τα δικαιώματα αποζημίωσής τους, ενόψει της άσκησης συλλογικής αγωγής αποζημίωσης η οποία έπεται απρόσβλητης απόφασης αρχής ανταγωνισμού με την οποία διαπιστώνεται τέτοια παράβαση (αγωγή αποκαλούμενη «follow-on»).
Πράγματι, μια απόφαση περί δεσμεύσεων, όπως η εκδοθείσα εν προκειμένω από τη γερμανική αρχή ανταγωνισμού, δεν συνιστά απρόσβλητη απόφαση για τη διαπίστωση παράβασης των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ. Συνεπώς, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα προδήλως δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο εξετάζει αν το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται στην ερμηνεία εθνικής ρύθμισης η οποία έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζει τους φερομένους ως ζημιωθέντες από παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού να εκχωρήσουν τα δικαιώματα αποζημίωσής τους σε πάροχο νομικών υπηρεσιών προκειμένου αυτός να τα ασκήσει συλλογικά στο πλαίσιο «αυτοτελούς» αγωγής αποζημίωσης, δηλαδή αγωγής αποζημίωσης η οποία δεν έπεται απρόσβλητης και δεσμευτικής απόφασης –ιδίως όσον αφορά την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών– με την οποία μια αρχή ανταγωνισμού διαπιστώνει τέτοια παράβαση (αγωγή αποκαλούμενη «stand-alone»).
Αρχικώς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το δικαίωμα αποζημίωσης για ζημία που προκλήθηκε από παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού αποκρυσταλλώθηκε στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/104 ( 1 ), κατά το οποίο τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κάθε ζημιωθείς μπορεί να αξιώσει και να λάβει πλήρη αποζημίωση για την εν λόγω ζημία. Η αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας αναφέρει ότι το ως άνω δικαίωμα αποζημίωσης προϋποθέτει ότι κάθε κράτος μέλος έχει θεσπίσει διαδικαστικούς κανόνες που να διασφαλίζουν την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος αυτού, απαίτηση η οποία απορρέει επίσης από το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συναφώς, η οδηγία 2014/104 θεσπίζει ορισμένους κανόνες σχετικούς με τις αγωγές αποζημίωσης προκειμένου κάθε πρόσωπο που υπέστη ζημία λόγω παράβασης του δικαίου του ανταγωνισμού να μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικά το δικαίωμά του προς πλήρη αποζημίωση. Στο πλαίσιο αυτό, η εν λόγω οδηγία ορίζει ότι η έννοια της «αγωγής αποζημίωσης» καλύπτει την αγωγή που ασκείται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει υπεισέλθει στο δικαίωμα του φερομένου ως ζημιωθέντος, συμπεριλαμβανομένου του προσώπου στο οποίο μεταβιβάστηκε η αξίωση. Επομένως, η οδηγία 2014/104 προβλέπει τη δυνατότητα άσκησης τέτοιας αγωγής από τρίτο πρόσωπο στο οποίο έχει εκχωρηθεί το δικαίωμα του φερομένου ως ζημιωθέντος να ζητήσει αποζημίωση.
Ωστόσο, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η οδηγία 2014/104 δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη καμία υποχρέωση να θεσπίσουν μηχανισμό συλλογικής αγωγής είσπραξης, όπως είναι ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης, ούτε ρυθμίζει τις προϋποθέσεις εγκυρότητας της εκχώρησης από τον ζημιωθέντα, ενόψει της άσκησης τέτοιας συλλογικής αγωγής, του δικαιώματός του προς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού. Συνεπώς, τόσο η θέσπιση ενός τέτοιου μηχανισμού όσο και οι προϋποθέσεις εγκυρότητας μιας τέτοιας εκχώρησης εμπίπτουν στους λεπτομερείς κανόνες άσκησης του εν λόγω δικαιώματος αποζημίωσης, οι οποίοι δεν διέπονται από την οδηγία 2014/104, αλλά εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους, τηρουμένων των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.
Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον είναι σύμφωνη με την αρχή της αποτελεσματικότητας και με το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας νομολογιακή ερμηνεία του εθνικού δικαίου η οποία εμποδίζει τα πρόσωπα που εκτιμούν ότι ζημιώθηκαν από παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού να κάνουν χρήση της συλλογικής αγωγής είσπραξης. Συναφώς, το ανωτέρω δικαστήριο επισημαίνει ότι η συλλογική αγωγή είναι το μόνο μέσο που παρέχει στα εν λόγω πρόσωπα τη δυνατότητα να ασκήσουν συλλογικά το δικαίωμα αποζημίωσής τους, ενώ η ατομική αγωγή δεν τους επιτρέπει να ασκήσουν αποτελεσματικά το δικαίωμα αυτό, λαμβανομένου υπόψη του ιδιαίτερα περίπλοκου, χρονοβόρου και δαπανηρού χαρακτήρα της.
Επί του σημείου αυτού, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι εναπόκειται αποκλειστικά στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν η προαναφερθείσα ερμηνεία έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής η άσκηση του δικαιώματος προς αποκατάσταση της ζημίας που οφείλεται σε παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού. Το αιτούν δικαστήριο πρέπει, πάντως, να λάβει υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία που αφορούν τους προβλεπόμενους από το εθνικό δίκαιο λεπτομερείς κανόνες άσκησης του εν λόγω δικαιώματος αποζημίωσης.
Επομένως, η ερμηνεία της γερμανικής νομοθεσίας κατά τρόπο που να αποκλείει τη συλλογική αγωγή είσπραξης σε περίπτωση ζημίας οφειλόμενης σε παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού θα είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης μόνον εάν το αιτούν δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, αφενός, οι άλλοι μηχανισμοί συλλογικής προστασίας τους οποίους προβλέπει το εθνικό δίκαιο δεν καθιστούν δυνατή την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος αποζημίωσης των ζημιωθέντων και, αφετέρου, οι προβλεπόμενες από το εθνικό δίκαιο προϋποθέσεις έγερσης ατομικής αγωγής καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος αποζημίωσης και, ως εκ τούτου, θίγουν το δικαίωμα των προσώπων αυτών σε αποτελεσματική δικαστική προστασία.
Το Δικαστήριο διευκρινίζει, ωστόσο, ότι τα δικαστικά έξοδα ατομικής αγωγής αποζημίωσης δεν μπορούν αφ’ εαυτών να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι η άσκηση του δικαιώματος αποζημίωσης στο πλαίσιο τέτοιας αγωγής καθίσταται πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής. Πράγματι, για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να διαπιστώσει ότι συγκεκριμένα στοιχεία του εθνικού δικαίου εμποδίζουν την άσκηση των εν λόγω ατομικών αγωγών.
Το Δικαστήριο προσθέτει ότι, εάν το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι η συλλογική αγωγή είσπραξης συνιστά, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το μόνο δικονομικό μέσο που παρέχει στα ενδιαφερόμενα πριονιστήρια τη δυνατότητα να ασκήσουν αποτελεσματικά το δικαίωμα αποζημίωσής τους, η διαπίστωση αυτή δεν θα θίγει την εφαρμογή των εθνικών διατάξεων που διέπουν τη δραστηριότητα των παρόχων νομικών υπηρεσιών προκειμένου, ιδίως, να διασφαλιστούν η ποιότητα των υπηρεσιών αυτών καθώς και ο αντικειμενικός και αναλογικός χαρακτήρας των αμοιβών των εν λόγω παρόχων και να αποτραπούν οι συγκρούσεις συμφερόντων και οι καταχρηστικές δικονομικές συμπεριφορές.
Όσον αφορά, τέλος, τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από τυχόν διαπίστωση του αιτούντος δικαστηρίου ότι οι επίμαχες εθνικές διατάξεις δεν είναι σύμφωνες προς το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το εν λόγω δικαστήριο θα πρέπει κατ’ αρχάς να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εθνικού δικαίου και εφαρμόζοντας τις αναγνωρισμένες από αυτό μεθόδους ερμηνείας, αν δύναται να ερμηνεύσει τις σχετικές διατάξεις κατά τρόπο σύμφωνο προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης, χωρίς ωστόσο να προβεί σε contra legem ερμηνεία των διατάξεων αυτών. Το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να αφήσει ανεφάρμοστες τις εν λόγω διατάξεις μόνον εάν δεν είναι δυνατή η σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης ερμηνεία.
( 1 ) Οδηγία 2014/104/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2014, L 349, σ. 1).