Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62012CJ0404

    Conseil / Stichting Natuur en Milieu et Pesticide Action Network Europe

    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑404/12 P και C‑405/12 P

    Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    και

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή

    κατά

    Stichting Natuur en Milieu

    και

    Pesticide Action Network Europe

    «Αίτηση αναιρέσεως — Κανονισμός (ΕΚ) 149/2008 — Κανονισμός για τον καθορισμό ανώτατων ορίων καταλοίπων φυτοφαρμάκων — Αίτηση εσωτερικής επανεξετάσεως του κανονισμού αυτού, υποβληθείσα κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 1367/2006 — Απόφαση της Επιτροπής κηρύττουσα τις αιτήσεις απαράδεκτες — Μέτρο με ατομικό περιεχόμενο — Σύμβαση του Aarhus — Κύρος του κανονισμού (ΕΚ) 1367/2006 υπό το πρίσμα της Συμβάσεως αυτής»

    Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 13ης Ιανουαρίου 2015

    1. Αναίρεση – Λόγοι – Αιτήματα με σκοπό την αντικατάσταση του σκεπτικού – Απαράδεκτο

      (Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρα 169 § 1 και 178 § 1)

    2. Διεθνείς συμφωνίες – Συμφωνίες της Ένωσης – Σύμβαση για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος (Σύμβαση του Aarhus) – Αποτελέσματα – Κατισχύει των πράξεων του παράγωγου δικαίου της Ένωσης – Εξέταση, υπό το πρίσμα των διατάξεων της Συμβάσεως αυτής, της νομιμότητας πράξεως του παράγωγου δικαίου της Ένωσης – Προϋποθέσεις – Διατάξεις που δεν είναι απαλλαγμένες αιρέσεων και αρκούντως ακριβείς – Δεν εμπίπτουν

      [Άρθρο 300 § 7 ΕΚ (νυν άρθρο 216 § 2 ΣΛΕΕ)· Σύμβαση του Aarhus, άρθρο 9 § 3· κανονισμός 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 10 § 1]

    1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψεις 30-32)

    2.  Δυνάμει του άρθρου 300, παράγραφος 7, ΕΚ (νυν άρθρου 216, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ), οι διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση δεσμεύουν τα θεσμικά όργανά της και υπερισχύουν, επομένως, των πράξεων που αυτά εκδίδουν. Ωστόσο, μπορεί να γίνει επίκληση διατάξεων διεθνούς συμφωνίας στην οποία η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος προς στήριξη προσφυγής ακυρώσεως πράξεως παραγώγου δικαίου της Ένωσης ή ενστάσεως περί ελλείψεως νομιμότητας μόνον υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι η φύση και η οικονομία της εν λόγω συμφωνίας επιτρέπουν παρόμοια εξέταση και, αφετέρου, ότι οι διατάξεις αυτές δεν περιέχουν αιρέσεις και είναι αρκούντως ακριβείς.

      Το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Aarhus, σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, δεν περιλαμβάνει καμία άνευ αιρέσεων και αρκούντως σαφή υποχρέωση προς άμεση ρύθμιση της νομικής καταστάσεως ιδιωτών και δεν πληροί, ως εκ τούτου, τις προϋποθέσεις αυτές. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της διατάξεως αυτής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης προς εκτίμηση του κύρους του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας των διατάξεων της Σύμβασης του Aarhus.

      Βεβαίως, το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι στις περιπτώσεις που η Ένωση είχε την πρόθεση να εκπληρώσει μια ειδική υποχρέωση που αναλήφθηκε με συμφωνία στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου ή στην περίπτωση που η πράξη του δικαίου της Ένωσης ρητώς παραπέμπει σε συγκεκριμένες διατάξεις των συμφωνιών αυτών, εναπόκειται στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της επίμαχης πράξεως και των πράξεων που εκδόθηκαν για την εφαρμογή της με γνώμονα τους κανόνες των συμφωνιών αυτών. Ωστόσο, οι δύο αυτές εξαιρέσεις δικαιολογούνται μόνον από τις ιδιαιτερότητες των συμφωνιών που οδήγησαν στην εισαγωγή τους και, επομένως, ελλείψει των ιδιαιτεροτήτων αυτών, δεν μπορούν να θεωρηθούν σχετικές για τον καθορισμό του αν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Aarhus ενώπιον του δικαστή της Ένωσης προς εκτίμηση του κύρους του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006.

      (βλ. σκέψεις 44, 46-50, 60)

    Top

    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑404/12 P και C‑405/12 P

    Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    και

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή

    κατά

    Stichting Natuur en Milieu

    και

    Pesticide Action Network Europe

    «Αίτηση αναιρέσεως — Κανονισμός (ΕΚ) 149/2008 — Κανονισμός για τον καθορισμό ανώτατων ορίων καταλοίπων φυτοφαρμάκων — Αίτηση εσωτερικής επανεξετάσεως του κανονισμού αυτού, υποβληθείσα κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 1367/2006 — Απόφαση της Επιτροπής κηρύττουσα τις αιτήσεις απαράδεκτες — Μέτρο με ατομικό περιεχόμενο — Σύμβαση του Aarhus — Κύρος του κανονισμού (ΕΚ) 1367/2006 υπό το πρίσμα της Συμβάσεως αυτής»

    Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 13ης Ιανουαρίου 2015

    1. Αναίρεση — Λόγοι — Αιτήματα με σκοπό την αντικατάσταση του σκεπτικού — Απαράδεκτο

      (Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρα 169 § 1 και 178 § 1)

    2. Διεθνείς συμφωνίες — Συμφωνίες της Ένωσης — Σύμβαση για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος (Σύμβαση του Aarhus) — Αποτελέσματα — Κατισχύει των πράξεων του παράγωγου δικαίου της Ένωσης — Εξέταση, υπό το πρίσμα των διατάξεων της Συμβάσεως αυτής, της νομιμότητας πράξεως του παράγωγου δικαίου της Ένωσης — Προϋποθέσεις — Διατάξεις που δεν είναι απαλλαγμένες αιρέσεων και αρκούντως ακριβείς — Δεν εμπίπτουν

      [Άρθρο 300 § 7 ΕΚ (νυν άρθρο 216 § 2 ΣΛΕΕ)· Σύμβαση του Aarhus, άρθρο 9 § 3· κανονισμός 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 10 § 1]

    1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψεις 30-32)

    2.  Δυνάμει του άρθρου 300, παράγραφος 7, ΕΚ (νυν άρθρου 216, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ), οι διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση δεσμεύουν τα θεσμικά όργανά της και υπερισχύουν, επομένως, των πράξεων που αυτά εκδίδουν. Ωστόσο, μπορεί να γίνει επίκληση διατάξεων διεθνούς συμφωνίας στην οποία η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος προς στήριξη προσφυγής ακυρώσεως πράξεως παραγώγου δικαίου της Ένωσης ή ενστάσεως περί ελλείψεως νομιμότητας μόνον υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι η φύση και η οικονομία της εν λόγω συμφωνίας επιτρέπουν παρόμοια εξέταση και, αφετέρου, ότι οι διατάξεις αυτές δεν περιέχουν αιρέσεις και είναι αρκούντως ακριβείς.

      Το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Aarhus, σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, δεν περιλαμβάνει καμία άνευ αιρέσεων και αρκούντως σαφή υποχρέωση προς άμεση ρύθμιση της νομικής καταστάσεως ιδιωτών και δεν πληροί, ως εκ τούτου, τις προϋποθέσεις αυτές. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της διατάξεως αυτής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης προς εκτίμηση του κύρους του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας των διατάξεων της Σύμβασης του Aarhus.

      Βεβαίως, το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι στις περιπτώσεις που η Ένωση είχε την πρόθεση να εκπληρώσει μια ειδική υποχρέωση που αναλήφθηκε με συμφωνία στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου ή στην περίπτωση που η πράξη του δικαίου της Ένωσης ρητώς παραπέμπει σε συγκεκριμένες διατάξεις των συμφωνιών αυτών, εναπόκειται στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της επίμαχης πράξεως και των πράξεων που εκδόθηκαν για την εφαρμογή της με γνώμονα τους κανόνες των συμφωνιών αυτών. Ωστόσο, οι δύο αυτές εξαιρέσεις δικαιολογούνται μόνον από τις ιδιαιτερότητες των συμφωνιών που οδήγησαν στην εισαγωγή τους και, επομένως, ελλείψει των ιδιαιτεροτήτων αυτών, δεν μπορούν να θεωρηθούν σχετικές για τον καθορισμό του αν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Aarhus ενώπιον του δικαστή της Ένωσης προς εκτίμηση του κύρους του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006.

      (βλ. σκέψεις 44, 46-50, 60)

    Top