Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62012CJ0209

    Περίληψη της αποφάσεως

    Court reports – general

    Υπόθεση C‑209/12

    Walter Endress

    κατά

    Allianz Lebensversicherungs AG

    (αίτηση του Bundesgerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Προδικαστική παραπομπή — Οδηγίες 90/619/ΕΟΚ και 92/96/ΕΟΚ — Ασφάλιση ζωής — Δικαίωμα υπαναχωρήσεως — Μη ενημέρωση για τις προϋποθέσεις ασκήσεως του δικαιώματος αυτού — Απόσβεση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως ένα έτος μετά την καταβολή του πρώτου ασφαλίστρου — Συμβατότητα με τις οδηγίες 90/619/ΕΟΚ και 92/96/ΕΟΚ»

    Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 19ης Δεκεμβρίου 2013

    1. Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Ασφάλιση ζωής – Οδηγίες 90/619 και 92/96 – Δικαίωμα υπαναχωρήσεως του αντισυμβαλλομένου ο οποίος δεν έχει ενημερωθεί για το δικαίωμά του αυτό – Εθνική διάταξη κατά την οποία το δικαίωμα υπαναχωρήσεως αποσβέννυται το αργότερο ένα έτος μετά την καταβολή του πρώτου ασφαλίστρου – Δεν επιτρέπεται

      (Οδηγίες του Συμβουλίου 90/619, άρθρο 15 § 1, και 92/96, άρθρο 31)

    2. Προδικαστικά ερωτήματα – Ερμηνεία – Διαχρονικά αποτελέσματα των αποφάσεων περί ερμηνείας – Αναδρομική ισχύς – Περιορισμός από το Δικαστήριο – Προϋποθέσεις

      (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

    1.  Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/619, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση ζωής και τη θέσπιση διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών (δεύτερη οδηγία σχετικά με την ασφάλεια ζωής), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 92/96 (τρίτη οδηγία σχετικά με την ασφάλεια ζωής), σε συνδυασμό με το άρθρο 31 της τελευταίας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική διάταξη κατά την οποία το δικαίωμα υπαναχωρήσεως του αντισυμβαλλομένου αποσβέννυται το αργότερο ένα έτος μετά την καταβολή του πρώτου ασφαλίστρου, στην περίπτωση που αυτός δεν έχει ενημερωθεί για το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως.

      Ειδικότερα, η εθνική διάταξη αυτή, η οποία προβλέπει την απόσβεση του δικαιώματος του αντισυμβαλλομένου να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση ασφαλίσεως σε χρονικό σημείο κατά το οποίο αυτός δεν έχει ενημερωθεί για το δικαίωμά του αυτό, αντιβαίνει στην επίτευξη ουσιώδους σκοπού ενημερώσεως που επιδιώκουν η δεύτερη και η τρίτη οδηγία σχετικά με την ασφάλεια ζωής και, κατά συνέπεια, θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητά τους. Δεδομένου ότι οι συμβάσεις ασφαλίσεως αποτελούν νομικώς περίπλοκα χρηματοοικονομικά προϊόντα, τα οποία ενδέχεται να διαφέρουν ουσιωδώς ανάλογα με τον ασφαλιστή που τα προσφέρει και να συνεπάγονται την ανάληψη σημαντικών και δυνητικώς μακροχρόνιων οικονομικών υποχρεώσεων, ο αντισυμβαλλόμενος βρίσκεται σε θέση αδυναμίας έναντι του ασφαλιστή, θέση ανάλογη εκείνης στην οποία βρίσκεται ο καταναλωτής κατά τη σύναψη συμβάσεως εκτός εμπορικού καταστήματος. Κατά συνέπεια, ο ασφαλιστής δεν μπορεί να επικαλείται βασίμως λόγους ασφάλειας δικαίου έναντι καταστάσεως την οποία προκάλεσε η δική του παράλειψη συμμόρφωσης προς την απορρέουσα από το δίκαιο της Ένωσης απαίτηση να γνωστοποιήσει συγκεκριμένες πληροφορίες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι σχετικές με το δικαίωμα του αντισυμβαλλομένου να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση.

      (βλ. σκέψεις 26, 29, 30, 32 και διατακτ.)

    2.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψεις 35-40)

    Top

    Υπόθεση C‑209/12

    Walter Endress

    κατά

    Allianz Lebensversicherungs AG

    (αίτηση του Bundesgerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Προδικαστική παραπομπή — Οδηγίες 90/619/ΕΟΚ και 92/96/ΕΟΚ — Ασφάλιση ζωής — Δικαίωμα υπαναχωρήσεως — Μη ενημέρωση για τις προϋποθέσεις ασκήσεως του δικαιώματος αυτού — Απόσβεση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως ένα έτος μετά την καταβολή του πρώτου ασφαλίστρου — Συμβατότητα με τις οδηγίες 90/619/ΕΟΚ και 92/96/ΕΟΚ»

    Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 19ης Δεκεμβρίου 2013

    1. Ελευθερία εγκαταστάσεως — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Ασφάλιση ζωής — Οδηγίες 90/619 και 92/96 — Δικαίωμα υπαναχωρήσεως του αντισυμβαλλομένου ο οποίος δεν έχει ενημερωθεί για το δικαίωμά του αυτό — Εθνική διάταξη κατά την οποία το δικαίωμα υπαναχωρήσεως αποσβέννυται το αργότερο ένα έτος μετά την καταβολή του πρώτου ασφαλίστρου — Δεν επιτρέπεται

      (Οδηγίες του Συμβουλίου 90/619, άρθρο 15 § 1, και 92/96, άρθρο 31)

    2. Προδικαστικά ερωτήματα — Ερμηνεία — Διαχρονικά αποτελέσματα των αποφάσεων περί ερμηνείας — Αναδρομική ισχύς — Περιορισμός από το Δικαστήριο — Προϋποθέσεις

      (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

    1.  Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/619, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση ζωής και τη θέσπιση διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών (δεύτερη οδηγία σχετικά με την ασφάλεια ζωής), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 92/96 (τρίτη οδηγία σχετικά με την ασφάλεια ζωής), σε συνδυασμό με το άρθρο 31 της τελευταίας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική διάταξη κατά την οποία το δικαίωμα υπαναχωρήσεως του αντισυμβαλλομένου αποσβέννυται το αργότερο ένα έτος μετά την καταβολή του πρώτου ασφαλίστρου, στην περίπτωση που αυτός δεν έχει ενημερωθεί για το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως.

      Ειδικότερα, η εθνική διάταξη αυτή, η οποία προβλέπει την απόσβεση του δικαιώματος του αντισυμβαλλομένου να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση ασφαλίσεως σε χρονικό σημείο κατά το οποίο αυτός δεν έχει ενημερωθεί για το δικαίωμά του αυτό, αντιβαίνει στην επίτευξη ουσιώδους σκοπού ενημερώσεως που επιδιώκουν η δεύτερη και η τρίτη οδηγία σχετικά με την ασφάλεια ζωής και, κατά συνέπεια, θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητά τους. Δεδομένου ότι οι συμβάσεις ασφαλίσεως αποτελούν νομικώς περίπλοκα χρηματοοικονομικά προϊόντα, τα οποία ενδέχεται να διαφέρουν ουσιωδώς ανάλογα με τον ασφαλιστή που τα προσφέρει και να συνεπάγονται την ανάληψη σημαντικών και δυνητικώς μακροχρόνιων οικονομικών υποχρεώσεων, ο αντισυμβαλλόμενος βρίσκεται σε θέση αδυναμίας έναντι του ασφαλιστή, θέση ανάλογη εκείνης στην οποία βρίσκεται ο καταναλωτής κατά τη σύναψη συμβάσεως εκτός εμπορικού καταστήματος. Κατά συνέπεια, ο ασφαλιστής δεν μπορεί να επικαλείται βασίμως λόγους ασφάλειας δικαίου έναντι καταστάσεως την οποία προκάλεσε η δική του παράλειψη συμμόρφωσης προς την απορρέουσα από το δίκαιο της Ένωσης απαίτηση να γνωστοποιήσει συγκεκριμένες πληροφορίες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι σχετικές με το δικαίωμα του αντισυμβαλλομένου να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση.

      (βλ. σκέψεις 26, 29, 30, 32 και διατακτ.)

    2.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

      (βλ. σκέψεις 35-40)

    Top