Alegeți funcționalitățile experimentale pe care doriți să le testați

Acest document este un extras de pe site-ul EUR-Lex

Document 62011CJ0465

Περίληψη της αποφάσεως

Υπόθεση C-465/11

Forposta SA

και

ABC Direct Contact sp. z o.o.

κατά

Poczta Polska SA

(αίτηση του Krajowa Izba Odwoławcza για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Οδηγία 2004/18/ΕΚ — Άρθρο 45, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ — Οδηγία 2004/17/ΕΚ — Άρθρα 53, παράγραφος 3, και 54, παράγραφος 4 — Δημόσιες συμβάσεις — Τομέας υπηρεσιών ταχυδρομείου — Κριτήρια αποκλεισμού από τη διαδικασία του διαγωνισμού — Σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα — Προστασία του δημοσίου συμφέροντος — Εξασφάλιση θεμιτού ανταγωνισμού»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 2012

  1. Προδικαστικά ερωτήματα – Παραπομπή ζητήματος στο Δικαστήριο – Eθνικό δικαστήριο κατ’ άρθρο 267 ΣΛΕΕ – Εννοια – Αιτούν την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως όργανο το οποίο καλείται να εκδώσει απόφαση με δικαιοδοτικό χαρακτήρα – Krajowa Izba Odwoławcza (Πολωνικό εθνικό επιμελητήριο εκδικάζον προσφυγές) – Εμπίπτει

    (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

  2. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών – Οδηγία 2004/18 – Σύναψη συμβάσεων – Λόγοι αποκλεισμού από τη συμμετοχή σε διαγωνισμό – Σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα – Έννοια – Ερμηνεία – Εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει έννοια βασιζόμενη στην ύπαρξη περιστάσεων για τις οποίες ευθύνεται ο οικονομικός φορέας – Απαγορεύεται – Η αναθέτουσα αρχή πρέπει να εκτιμά κατά περίπτωση την προσαπτόμενη συμπεριφορά

    (Οδηγία 2004/18 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 45 § 2, εδ. 1, στοιχείο δʹ)

  3. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών – Οδηγία 2004/18 – Σύναψη συμβάσεων – Λόγοι αποκλεισμού από τη συμμετοχή σε διαγωνισμό – Περιοριστικός χαρακτήρας του καταλόγου των λόγων που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 2, της οδηγίας – Δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν άλλα μέτρα αποκλεισμού – Προϋποθέσεις

    (Οδηγία 2004/18 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 45 § 2)

  4. Προδικαστικά ερωτήματα – Ερμηνεία – Διαχρονικά αποτελέσματα των αποφάσεων περί ερμηνείας – Αναδρομική ισχύς – Όρια – Ασφάλεια δικαίου – Εξουσία εκτιμήσεως του Δικαστηρίου

    (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

  5. Προδικαστικά ερωτήματα – Ερμηνεία – Διαχρονικά αποτελέσματα των αποφάσεων περί ερμηνείας – Αναδρομική ισχύς – Περιορισμός εκ μέρους του Δικαστηρίου – Προϋποθέσεις – Σημασία τωv oικovoμικώv συvεπειώv της απoφάσεως για τo oικείo κράτoς μέλoς – Κριτήριo μη καθοριστικού χαρακτήρα

    (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

  1.  Το Δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμήσει αν το αιτούν όργανο είναι «δικαστήριο», κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, πράγμα που αποτελεί ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικά στο δίκαιο της Ένωσης, λαμβάνει υπόψη μια σειρά στοιχείων, όπως είναι η ίδρυση του οργάνου αυτού με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, το ζήτημα αν η διαδικασία διέπεται από την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή των κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του.

    Συναφώς, το Krajowa Izba Odwoławcza, το οποίο είναι όργανο που συστάθηκε με τον πολωνικό νόμο περί του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων και διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα για την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό των διαφορών μεταξύ οικονομικού φορέα και αναθέτουσας αρχής, συνιστά δικαστήριο, υπό την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του βάσει του εν λόγω νόμου. Το γεγονός ότι στο όργανο αυτό έχουν ενδεχομένως ανατεθεί, βάσει άλλων διατάξεων, καθήκοντα συμβουλευτικού χαρακτήρα δεν ασκεί επιρροή συναφώς.

    (βλ. σκέψεις 17, 18)

  2.  Το άρθρο 45, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/18, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι υφίσταται σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα, που επιφέρει τον αυτόματο αποκλεισμό οικονομικού φορέα από ευρισκόμενη σε εξέλιξη διαδικασία αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως, στην περίπτωση κατά την οποία, λόγω περιστάσεων για τις οποίες ευθύνεται ο οικονομικός φορέας, η αναθέτουσα αρχή έχει λύσει ή καταγγείλει προηγούμενη δημόσια σύμβαση που έχει συνάψει με τον εν λόγω φορέα ή έχει υπαναχωρήσει από αυτήν, εάν η λύση ή η καταγγελία της συμβάσεως ή η υπαναχώρηση έλαβε χώρα εντός περιόδου τριών ετών πριν από την έναρξη της σε εξέλιξη διαδικασίας και η αξία του μέρους της συμβάσεως που δεν εκτελέσθηκε ανέρχεται τουλάχιστον στο 5 % της συνολικής αξίας της συμβάσεως αυτής.

    Συγκεκριμένα, η έννοια του «σοβαρού παραπτώματος» υποδηλώνει συνήθως συμπεριφορά του οικείου οικονομικού φορέα που ενέχει πρόθεση διαπράξεως παραπτώματος ή αμέλεια ορισμένου βαθμού. Έτσι οποιαδήποτε εσφαλμένη, ανακριβής ή πλημμελής εκτέλεση συμβάσεως ή μέρους αυτής μπορεί ενδεχομένως να τεκμηριώσει περιορισμένη επαγγελματική επάρκεια του συγκεκριμένου οικονομικού φορέα, αλλά δεν ισοδυναμεί αυτόματα με σοβαρό παράπτωμα. Περαιτέρω, για τη διαπίστωση της υπάρξεως σοβαρού παραπτώματος απαιτείται, κατ’ αρχήν, να πραγματοποιηθεί συγκεκριμένη εκτίμηση και να εξατομικευθεί η στάση του οικείου οικονομικού φορέα. Συναφώς, η έννοια του «σοβαρού παραπτώματος» δεν μπορεί να αντικατασταθεί με την έννοια των «περιστάσεων για τις οποίες ευθύνεται» ο οικείος οικονομικός φορέας.

    Κατά συνέπεια, εθνική ρύθμιση η οποία δεν περιορίζεται στο να οριοθετήσει το γενικό πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 45, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/18, αλλά επιβάλλει συναφώς στην αναθέτουσα αρχή υποχρεωτικές προϋποθέσεις και συνέπειες που επέρχονται αυτομάτως σε ορισμένες περιπτώσεις, χωρίς να παρέχει στην αρχή αυτή την ευχέρεια να εκτιμήσει, κατά περίπτωση, τη σοβαρότητα της φερόμενης ως παραπτωματικής συμπεριφοράς του εν λόγω φορέα στο πλαίσιο της εκτελέσεως της προηγούμενης συμβάσεως, συνιστά υπέρβαση του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη, δυνάμει του άρθρου 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας αυτής, όσον αφορά την αποσαφήνιση των όρων εφαρμογής του λόγου αποκλεισμού που προβλέπεται στην ίδια παράγραφο 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, αυτού του άρθρου τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης.

    (βλ. σκέψεις 30, 31, 33-36, διατακτ. 1)

  3.  Οι αρχές και οι κανόνες του δικαίου της Ένωσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων δεν δικαιολογούν, για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και των εννόμων συμφερόντων της αναθέτουσας αρχής καθώς και για την εξασφάλιση του θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ των οικονομικών φορέων, εθνική ρύθμιση η οποία επιβάλλει σε αναθέτουσα αρχή αυτόματο αποκλεισμό ενός οικονομικού φορέα από διαδικασία αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως λόγω σοβαρού επαγγελματικού παραπτώματος χωρίς να πραγματοποιηθεί συγκεκριμένη εκτίμηση και να εξατομικευθεί η στάση του οικείου οικονομικού φορέα.

    Συγκεκριμένα, το άρθρο 45, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/18, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, απαριθμεί κατά τρόπο εξαντλητικό τους λόγους βάσει των οποίων μπορεί να δικαιολογείται ο αποκλεισμός ενός οικονομικού φορέα από τη συμμετοχή σε διαγωνισμό για λόγους στηριζόμενους σε αντικειμενικά στοιχεία και απτόμενους των επαγγελματικών του ιδιοτήτων και εμποδίζει, επομένως, τα κράτη μέλη να συμπληρώνουν τον κατάλογο που περιέχει η εν λόγω οδηγία με άλλους λόγους αποκλεισμού στηριζόμενους σε κριτήρια σχετικά με την επαγγελματική ιδιότητα.

    Η ενδεχόμενη νομιμότητα του συγκεκριμένου λόγου αποκλεισμού βάσει των αρχών ή των άλλων κανόνων του δικαίου της Ένωσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων μπορεί να εξεταστεί μόνον όταν ο λόγος αυτός δεν αφορά τις επαγγελματικές ιδιότητες του οικονομικού φορέα και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στην εξαντλητική απαρίθμηση.

    (βλ. σκέψεις 38, 39, 41, διατακτ. 2)

  4.  Το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που του παρέχει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, μόνον όλως κατ’ εξαίρεση δύναται, κατ’ εφαρμογήν της σύμφυτης με την κοινοτική έννομη τάξη γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, να περιορίσει τη δυνατότητα κάθε ενδιαφερόμενου να επικαλεστεί μια ερμηνευμένη από το Δικαστήριο διάταξη για να θέσει υπό αμφισβήτηση έννομες σχέσεις που δημιουργήθηκαν καλόπιστα. Ειδικότερα, το Δικαστήριο προσφεύγει στη λύση αυτή υπό πολύ συγκεκριμένες περιστάσεις, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος σοβαρών οικονομικών επιπτώσεων οφειλομένων ιδίως στον μεγάλο αριθμό των εννόμων σχέσεων που είχαν συσταθεί καλοπίστως βάσει ρυθμίσεως η οποία εθεωρείτο εγκύρως θεσπισθείσα και όταν καθίσταται σαφές ότι οι ιδιώτες και οι εθνικές αρχές είχαν ωθηθεί σε συμπεριφορά μη σύμφωνη προς τη νομοθεσία της Ένωσης λόγω αντικειμενικής και σοβαρής αβεβαιότητας ως προς το περιεχόμενο των διατάξεων της Ένωσης, αβεβαιότητας στη δημιουργία της οποίας είχε ενδεχομένως συμβάλει η ίδια η συμπεριφορά άλλων κρατών μελών ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

    (βλ. σκέψεις 44, 45)

  5.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 47)

Sus

Υπόθεση C-465/11

Forposta SA

και

ABC Direct Contact sp. z o.o.

κατά

Poczta Polska SA

(αίτηση του Krajowa Izba Odwoławcza για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Οδηγία 2004/18/ΕΚ — Άρθρο 45, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ — Οδηγία 2004/17/ΕΚ — Άρθρα 53, παράγραφος 3, και 54, παράγραφος 4 — Δημόσιες συμβάσεις — Τομέας υπηρεσιών ταχυδρομείου — Κριτήρια αποκλεισμού από τη διαδικασία του διαγωνισμού — Σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα — Προστασία του δημοσίου συμφέροντος — Εξασφάλιση θεμιτού ανταγωνισμού»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 2012

  1. Προδικαστικά ερωτήματα — Παραπομπή ζητήματος στο Δικαστήριο — Eθνικό δικαστήριο κατ’ άρθρο 267 ΣΛΕΕ — Εννοια — Αιτούν την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως όργανο το οποίο καλείται να εκδώσει απόφαση με δικαιοδοτικό χαρακτήρα — Krajowa Izba Odwoławcza (Πολωνικό εθνικό επιμελητήριο εκδικάζον προσφυγές) — Εμπίπτει

    (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

  2. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών — Οδηγία 2004/18 — Σύναψη συμβάσεων — Λόγοι αποκλεισμού από τη συμμετοχή σε διαγωνισμό — Σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα — Έννοια — Ερμηνεία — Εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει έννοια βασιζόμενη στην ύπαρξη περιστάσεων για τις οποίες ευθύνεται ο οικονομικός φορέας — Απαγορεύεται — Η αναθέτουσα αρχή πρέπει να εκτιμά κατά περίπτωση την προσαπτόμενη συμπεριφορά

    (Οδηγία 2004/18 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 45 § 2, εδ. 1, στοιχείο δʹ)

  3. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών — Οδηγία 2004/18 — Σύναψη συμβάσεων — Λόγοι αποκλεισμού από τη συμμετοχή σε διαγωνισμό — Περιοριστικός χαρακτήρας του καταλόγου των λόγων που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 2, της οδηγίας — Δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν άλλα μέτρα αποκλεισμού — Προϋποθέσεις

    (Οδηγία 2004/18 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 45 § 2)

  4. Προδικαστικά ερωτήματα — Ερμηνεία — Διαχρονικά αποτελέσματα των αποφάσεων περί ερμηνείας — Αναδρομική ισχύς — Όρια — Ασφάλεια δικαίου — Εξουσία εκτιμήσεως του Δικαστηρίου

    (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

  5. Προδικαστικά ερωτήματα — Ερμηνεία — Διαχρονικά αποτελέσματα των αποφάσεων περί ερμηνείας — Αναδρομική ισχύς — Περιορισμός εκ μέρους του Δικαστηρίου — Προϋποθέσεις — Σημασία τωv oικovoμικώv συvεπειώv της απoφάσεως για τo oικείo κράτoς μέλoς — Κριτήριo μη καθοριστικού χαρακτήρα

    (Άρθρο 267 ΣΛΕΕ)

  1.  Το Δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμήσει αν το αιτούν όργανο είναι «δικαστήριο», κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, πράγμα που αποτελεί ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικά στο δίκαιο της Ένωσης, λαμβάνει υπόψη μια σειρά στοιχείων, όπως είναι η ίδρυση του οργάνου αυτού με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, το ζήτημα αν η διαδικασία διέπεται από την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή των κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του.

    Συναφώς, το Krajowa Izba Odwoławcza, το οποίο είναι όργανο που συστάθηκε με τον πολωνικό νόμο περί του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων και διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα για την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό των διαφορών μεταξύ οικονομικού φορέα και αναθέτουσας αρχής, συνιστά δικαστήριο, υπό την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του βάσει του εν λόγω νόμου. Το γεγονός ότι στο όργανο αυτό έχουν ενδεχομένως ανατεθεί, βάσει άλλων διατάξεων, καθήκοντα συμβουλευτικού χαρακτήρα δεν ασκεί επιρροή συναφώς.

    (βλ. σκέψεις 17, 18)

  2.  Το άρθρο 45, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/18, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι υφίσταται σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα, που επιφέρει τον αυτόματο αποκλεισμό οικονομικού φορέα από ευρισκόμενη σε εξέλιξη διαδικασία αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως, στην περίπτωση κατά την οποία, λόγω περιστάσεων για τις οποίες ευθύνεται ο οικονομικός φορέας, η αναθέτουσα αρχή έχει λύσει ή καταγγείλει προηγούμενη δημόσια σύμβαση που έχει συνάψει με τον εν λόγω φορέα ή έχει υπαναχωρήσει από αυτήν, εάν η λύση ή η καταγγελία της συμβάσεως ή η υπαναχώρηση έλαβε χώρα εντός περιόδου τριών ετών πριν από την έναρξη της σε εξέλιξη διαδικασίας και η αξία του μέρους της συμβάσεως που δεν εκτελέσθηκε ανέρχεται τουλάχιστον στο 5 % της συνολικής αξίας της συμβάσεως αυτής.

    Συγκεκριμένα, η έννοια του «σοβαρού παραπτώματος» υποδηλώνει συνήθως συμπεριφορά του οικείου οικονομικού φορέα που ενέχει πρόθεση διαπράξεως παραπτώματος ή αμέλεια ορισμένου βαθμού. Έτσι οποιαδήποτε εσφαλμένη, ανακριβής ή πλημμελής εκτέλεση συμβάσεως ή μέρους αυτής μπορεί ενδεχομένως να τεκμηριώσει περιορισμένη επαγγελματική επάρκεια του συγκεκριμένου οικονομικού φορέα, αλλά δεν ισοδυναμεί αυτόματα με σοβαρό παράπτωμα. Περαιτέρω, για τη διαπίστωση της υπάρξεως σοβαρού παραπτώματος απαιτείται, κατ’ αρχήν, να πραγματοποιηθεί συγκεκριμένη εκτίμηση και να εξατομικευθεί η στάση του οικείου οικονομικού φορέα. Συναφώς, η έννοια του «σοβαρού παραπτώματος» δεν μπορεί να αντικατασταθεί με την έννοια των «περιστάσεων για τις οποίες ευθύνεται» ο οικείος οικονομικός φορέας.

    Κατά συνέπεια, εθνική ρύθμιση η οποία δεν περιορίζεται στο να οριοθετήσει το γενικό πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 45, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/18, αλλά επιβάλλει συναφώς στην αναθέτουσα αρχή υποχρεωτικές προϋποθέσεις και συνέπειες που επέρχονται αυτομάτως σε ορισμένες περιπτώσεις, χωρίς να παρέχει στην αρχή αυτή την ευχέρεια να εκτιμήσει, κατά περίπτωση, τη σοβαρότητα της φερόμενης ως παραπτωματικής συμπεριφοράς του εν λόγω φορέα στο πλαίσιο της εκτελέσεως της προηγούμενης συμβάσεως, συνιστά υπέρβαση του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη, δυνάμει του άρθρου 45, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας αυτής, όσον αφορά την αποσαφήνιση των όρων εφαρμογής του λόγου αποκλεισμού που προβλέπεται στην ίδια παράγραφο 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ, αυτού του άρθρου τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης.

    (βλ. σκέψεις 30, 31, 33-36, διατακτ. 1)

  3.  Οι αρχές και οι κανόνες του δικαίου της Ένωσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων δεν δικαιολογούν, για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και των εννόμων συμφερόντων της αναθέτουσας αρχής καθώς και για την εξασφάλιση του θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ των οικονομικών φορέων, εθνική ρύθμιση η οποία επιβάλλει σε αναθέτουσα αρχή αυτόματο αποκλεισμό ενός οικονομικού φορέα από διαδικασία αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως λόγω σοβαρού επαγγελματικού παραπτώματος χωρίς να πραγματοποιηθεί συγκεκριμένη εκτίμηση και να εξατομικευθεί η στάση του οικείου οικονομικού φορέα.

    Συγκεκριμένα, το άρθρο 45, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/18, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, απαριθμεί κατά τρόπο εξαντλητικό τους λόγους βάσει των οποίων μπορεί να δικαιολογείται ο αποκλεισμός ενός οικονομικού φορέα από τη συμμετοχή σε διαγωνισμό για λόγους στηριζόμενους σε αντικειμενικά στοιχεία και απτόμενους των επαγγελματικών του ιδιοτήτων και εμποδίζει, επομένως, τα κράτη μέλη να συμπληρώνουν τον κατάλογο που περιέχει η εν λόγω οδηγία με άλλους λόγους αποκλεισμού στηριζόμενους σε κριτήρια σχετικά με την επαγγελματική ιδιότητα.

    Η ενδεχόμενη νομιμότητα του συγκεκριμένου λόγου αποκλεισμού βάσει των αρχών ή των άλλων κανόνων του δικαίου της Ένωσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων μπορεί να εξεταστεί μόνον όταν ο λόγος αυτός δεν αφορά τις επαγγελματικές ιδιότητες του οικονομικού φορέα και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στην εξαντλητική απαρίθμηση.

    (βλ. σκέψεις 38, 39, 41, διατακτ. 2)

  4.  Το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που του παρέχει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, μόνον όλως κατ’ εξαίρεση δύναται, κατ’ εφαρμογήν της σύμφυτης με την κοινοτική έννομη τάξη γενικής αρχής της ασφάλειας δικαίου, να περιορίσει τη δυνατότητα κάθε ενδιαφερόμενου να επικαλεστεί μια ερμηνευμένη από το Δικαστήριο διάταξη για να θέσει υπό αμφισβήτηση έννομες σχέσεις που δημιουργήθηκαν καλόπιστα. Ειδικότερα, το Δικαστήριο προσφεύγει στη λύση αυτή υπό πολύ συγκεκριμένες περιστάσεις, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος σοβαρών οικονομικών επιπτώσεων οφειλομένων ιδίως στον μεγάλο αριθμό των εννόμων σχέσεων που είχαν συσταθεί καλοπίστως βάσει ρυθμίσεως η οποία εθεωρείτο εγκύρως θεσπισθείσα και όταν καθίσταται σαφές ότι οι ιδιώτες και οι εθνικές αρχές είχαν ωθηθεί σε συμπεριφορά μη σύμφωνη προς τη νομοθεσία της Ένωσης λόγω αντικειμενικής και σοβαρής αβεβαιότητας ως προς το περιεχόμενο των διατάξεων της Ένωσης, αβεβαιότητας στη δημιουργία της οποίας είχε ενδεχομένως συμβάλει η ίδια η συμπεριφορά άλλων κρατών μελών ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

    (βλ. σκέψεις 44, 45)

  5.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψη 47)

Sus