Este documento é um excerto do sítio EUR-Lex
Documento 62005CJ0278
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
1. Κοινωνική πολιτική — Προσέγγιση των νομοθεσιών — Προστασία των μισθωτών εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη — Οδηγία 80/987
(Οδηγία 80/987 του Συμβουλίου, άρθρο 8)
2. Κοινωνική πολιτική — Προσέγγιση των νομοθεσιών — Προστασία των μισθωτών εργαζομένων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη — Οδηγία 80/987
(Οδηγία 80/987 του Συμβουλίου, άρθρο 8)
3. Κοινοτικό δίκαιο — Δικαιώματα παρεχόμενα στους ιδιώτες — Προσβολή εκ μέρους κράτους μέλους — Υποχρέωση αποκαταστάσεως της προκληθείσας στους ιδιώτες ζημίας
(Οδηγία 80/987 του Συμβουλίου, άρθρο 8)
1. Το άρθρο 8 της οδηγίας 80/987, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη και ανεπάρκειας των πόρων των επαγγελματικών ή διεπαγγελματικών συστημάτων επικουρικής πρόνοιας, η χρηματοδότηση των κεκτημένων δικαιωμάτων για παροχές γήρατος δεν πρέπει υποχρεωτικώς να διασφαλίζεται από τα ίδια τα κράτη μέλη ούτε πρέπει να είναι πλήρης.
Πράγματι, αφενός, το γράμμα του άρθρου 8 της οδηγίας, καθόσον αυτό αναφέρει, γενικώς, ότι τα κράτη μέλη «εξασφαλίζουν τη θέσπιση των αναγκαίων μέτρων», δεν επιβάλλει στα κράτη αυτά να χρηματοδοτούν τα ίδια τα δικαιώματα για παροχές, των οποίων η προστασία πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή βάσει της οδηγίας, αλλά αφήνει στα κράτη μέλη περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τον μηχανισμό που πρέπει να θεσπισθεί για τους σκοπούς της προστασίας αυτής. Αφετέρου, καθόσον προβλέπει, γενικώς, μόνον τη θέσπιση των αναγκαίων μέτρων για «την προστασία των συμφερόντων» των οικείων προσώπων, το άρθρο 8 της οδηγίας παρέχει στα κράτη μέλη, για τον καθορισμό του επιπέδου προστασίας, ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, που αποκλείει υποχρέωση πλήρους εγγυήσεως.
(βλ. σκέψεις 35-36, 45-46, διατακτ. 1)
2. Το άρθρο 8 της οδηγίας 80/987, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, το οποίο επιβάλλει στα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν τη θέσπιση των αναγκαίων μέτρων για την προστασία των συμφερόντων των εν λόγω μισθωτών, σε ό,τι αφορά τα κεκτημένα δικαιώματά τους για παροχές γήρατος βάσει συστημάτων επικουρικής προνοίας, απαγορεύει σύστημα προστασίας που μπορεί να καταλήξει, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε περιορισμένη διασφάλιση παροχών ήτοι κάτω του ημίσεως των δικαιωμάτων που μπορεί να διεκδικήσει ένας μισθωτός.
Πράγματι, ακόμη και αν ούτε το άρθρο αυτό ούτε άλλη διάταξη της οδηγίας αυτής περιέχει στοιχεία που να καθιστούν δυνατό να καθοριστεί με ακρίβεια το ελάχιστο επίπεδο που απαιτείται για την προστασία των δικαιωμάτων για παροχές βάσει των συστημάτων επικουρικής πρόνοιας, αυτό το σύστημα, όπως έχει διατυπωθεί η βούληση του κοινοτικού νομοθέτη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στον ορισμό του όρου «προστασία» που χρησιμοποιείται στο εν λόγω άρθρο 8.
(βλ. σκέψεις 56-57, 62, διατακτ. 2)
3. Η ευθύνη κράτους μέλους για ζημίες που προκλήθηκαν στους ιδιώτες λόγω παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου προϋποθέτει ότι ο παραβιασθείς κανόνας δικαίου αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, ότι η παραβίαση είναι κατάφωρη και ότι υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβάσεως της υποχρεώσεως του κράτους και της βλάβης που υπέστησαν οι ζημιωθέντες. Η κατάφωρη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου προϋποθέτει πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση εκ μέρους του κράτους μέλους των ορίων που επιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια, όπου τα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν συναφώς υπόψη είναι, μεταξύ άλλων, ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιαζομένου κανόνα καθώς και το εύρος των περιθωρίων εκτιμήσεως που αφήνει ο παραβιαζόμενος κανόνας στις εθνικές αρχές. Το εν λόγω περιθώριο εκτιμήσεως, το οποίο συνιστά σημαντικό κριτήριο, εξαρτάται ευρέως από τον βαθμό σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιαζομένου κανόνα.
Όσον αφορά το άρθρο 8 της οδηγίας 80/987, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, το οποίο επιβάλλει στα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν τη θέσπιση των αναγκαίων μέτρων για την προστασία των συμφερόντων των εν λόγω μισθωτών, σε ό,τι αφορά τα κεκτημένα δικαιώματά τους για παροχές γήρατος βάσει συστημάτων επικουρικής προνοίας, αυτό παρέχει στα κράτη μέλη, λόγω της γενικής διατυπώσεώς του, ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για τον καθορισμό του επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων παροχών. Επομένως, η ευθύνη κράτους μέλους λόγω μη ορθής μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της εν λόγω διατάξεως εξαρτάται από τη διαπίστωση πρόδηλης και σοβαρής υπέρβασης, εκ μέρους του κράτους αυτού, των ορίων που επιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια.
Προκειμένου να καθοριστεί αν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, το επιληφθέν αγωγής αποζημιώσεως εθνικό δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί. Μεταξύ αυτών των στοιχείων περιλαμβάνονται, ιδίως, εκτός του βαθμού σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιαζομένου κανόνα και του εύρους των περιθωρίων εκτιμήσεως που αφήνει ο παραβιαζόμενος κανόνας στις εθνικές αρχές, ο ηθελημένος ή ακούσιος χαρακτήρας της διαπραχθείσας παραβάσεως ή της προκληθείσας ζημίας, το συγγνωστόν ή ασύγγνωστον ενδεχομένης νομικής πλάνης, το γεγονός ότι η στάση ενός κοινοτικού οργάνου μπορεί να συνετέλεσε στην παράλειψη, τη θέσπιση ή τη διατήρηση αντιθέτων προς το κοινοτικό δίκαιο εθνικών μέτρων ή πρακτικών.
(βλ. σκέψεις 69-70, 72-77, 82, διατακτ. 3)