EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62004CJ0403

Περίληψη της αποφάσεως

Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Αναίρεση — Λόγοι — Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών — Απαράδεκτο — Έλεγχος από το Δικαστήριο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων — Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

(Άρθρο 225 ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 51)

2. Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση που συνίσταται στη σύναψη συμφωνίας αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

3. Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Απόδειξη

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

4. Αναίρεση — Λόγοι — Ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία — Παραδεκτό

5. Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Απόδειξη

6. Αναίρεση — Λόγοι — Λόγος που προβλήθηκε κατά αιτιολογίας της αποφάσεως που δεν είναι αναγκαία προς στήριξη του διατακτικού της — Αλυσιτελής λόγος

7. Διαδικασία — Διάρκεια της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας — Εύλογη προθεσμία — Κριτήρια εκτιμήσεως

Περίληψη

1. Κατ’ αναίρεση, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξακριβώνει τα πραγματικά περιστατικά ούτε, κατ’ αρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε το Πρωτοδικείο σε σχέση με τα περιστατικά αυτά. Εφόσον, δηλαδή, η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων, το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του έχουν υποβληθεί. Επομένως, η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο στον έλεγχο του Δικαστηρίου, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των προσκομισθέντων ενώπιον του Πρωτοδικείου αποδεικτικών στοιχείων.

Επομένως, η εξουσία ελέγχου του Δικαστηρίου επί των αφορωσών τα πραγματικά περιστατικά διαπιστώσεων στις οποίες προέβη το Πρωτοδικείο εκτείνεται, μεταξύ άλλων, στην ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεων αυτών που προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, στην παραμόρφωση του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων, στον νομικό χαρακτηρισμό των εν λόγω στοιχείων και στο ζήτημα αν τηρήθηκαν οι κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων και το βάρος αποδείξεως.

Συναφώς, το ζήτημα αν το Πρωτοδικείο εφάρμοσε τον ορθό νομικό κανόνα κατά την εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων αποτελεί νομικό ζήτημα.

Απεναντίας, τούτο δεν ισχύει όσον αφορά την εκτίμηση του Πρωτοδικείου ότι τα αποδεικτικά στοιχεία δεν ήσαν αμφίσημα, αλλά, αντιθέτως, ακριβή και συγκλίνοντα προκειμένου να παράσχουν τη δυνατότητα να στηριχθεί η πεποίθηση ότι η παράβαση όντως διαπράχθηκε.

Ομοίως, ούτε η εκτίμηση του Πρωτοδικείου ότι οι δηλώσεις πρέπει να θεωρηθούν ως ακριβές αποδεικτικό στοιχείο μπορεί, κατ’ αρχήν, να τεθεί εν αμφιβόλω ενώπιον του Δικαστηρίου.

(βλ. σκέψεις 38-40, 56, 64-65, 100-101)

2. Εφόσον η Επιτροπή έχει συγκεντρώσει γραπτά αποδεικτικά στοιχεία που στοιχειοθετούν την προβαλλόμενη παράβαση και τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία θεωρούνται επαρκή για να αποδειχθεί η ύπαρξη συμφωνίας που έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, δεν είναι αναγκαίο να εξετασθεί το ζήτημα αν η κατηγορούμενη επιχείρηση είχε εμπορικό συμφέρον για τη σύναψη της εν λόγω συμφωνίας.

Ειδικότερα, όσον αφορά συμφωνίες που έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού και οι οποίες εμφανίζονται κατά τη διάρκεια συσκέψεων ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, στοιχειοθετείται παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ όταν οι συσκέψεις αυτές έχουν ως αντικείμενο να περιορίσουν, να εμποδίσουν ή να στρεβλώσουν τη λειτουργία του ανταγωνισμού και αποβλέπουν, έτσι, στο να οργανώσουν τεχνητά τη λειτουργία της αγοράς. Σε μια τέτοια περίπτωση, αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η οικεία επιχείρηση μετέσχε σε συσκέψεις κατά τη διάρκεια των οποίων συνήφθησαν συμφωνίες έχουσες ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η συμμετοχή της εν λόγω επιχειρήσεως στη σύμπραξη. Άπαξ και αποδείχθηκε η συμμετοχή σε τέτοιες συσκέψεις, εναπόκειται στην ως άνω επιχείρηση να προβάλει ενδείξεις ικανές να στοιχειοθετήσουν ότι η συμμετοχή της στις εν λόγω συσκέψεις εστερείτο κάθε πνεύματος στρεφομένου κατά του ανταγωνισμού, αποδεικνύοντας ότι είχε δηλώσει στους ανταγωνιστές της ότι μετείχε στις συσκέψεις αυτές υπό πρίσμα διαφορετικό απ’ ό,τι αυτοί.

Η συλλογιστική επί της οποίας στηρίζεται ο κανόνας αυτός είναι ότι η επιχείρηση, έχοντας συμμετάσχει στην εν λόγω σύσκεψη χωρίς να αποστασιοποιηθεί δημοσίως από τα συζητηθέντα, άφησε τους λοιπούς μετασχόντες στη σύσκεψη να εννοήσουν ότι επιδοκίμαζε το αποτέλεσμά της και θα συμμορφωνόταν προς αυτό.

(βλ. σκέψεις 46-48, 58, 74)

3. Είναι σύνηθες να αναπτύσσονται λαθραίως οι δραστηριότητες τις οποίες συνεπάγονται οι θίγουσες τον ανταγωνισμό πρακτικές και συμφωνίες, να πραγματοποιούνται μυστικές συσκέψεις και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα συναφή έγγραφα. Επομένως, ακόμη και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει στοιχεία τα οποία πιστοποιούν ρητώς παράνομες επαφές μεταξύ των επιχειρηματιών, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε είναι συχνά απαραίτητη η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής. Κατά συνέπεια, στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από έναν ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού.

Συγκεκριμένα, ναι μεν, βεβαίως, δυνάμει της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, η ύπαρξη αμφιβολίας αποβαίνει υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνονται οι αιτιάσεις, πλην όμως τίποτε δεν αντιτίθεται στη διαπίστωση παραβάσεως, εφόσον αυτή αποδεικνύεται.

(βλ. σκέψεις 51-52)

4. Το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας αποφάσεως του Πρωτοδικείου είναι αντιφατική ή ανεπαρκής αποτελεί νομικό ζήτημα, το οποίο μπορεί, ως τοιούτο, να προβληθεί κατ’ αναίρεση.

(βλ. σκέψη 77)

5. Μια δήλωση στην οποία προβαίνει ένα άτομο που ενεργεί ως εκπρόσωπος εταιρίας και με την οποία αναγνωρίζει τη διάπραξη παραβάσεως εκ μέρους της εταιρίας αυτής ενέχει σημαντικούς νομικούς και οικονομικούς κινδύνους, πράγμα που καθιστά άκρως απίθανο το να προβεί κανείς σε αυτήν χωρίς να διαθέτει πληροφορίες που του παρασχέθηκαν από τους υπαλλήλους της εν λόγω εταιρίας, οι οποίοι έχουν άμεση γνώση των επίμαχων πραγματικών περιστατικών. Υπό τις συνθήκες αυτές, η έλλειψη άμεσης γνώσεως των πραγματικών περιστατικών από τον εκπρόσωπο της εταιρίας δεν επηρεάζει την αποδεικτική αξία που μπορούσε να προσδώσει το Πρωτοδικείο σε μια τέτοια δήλωση.

(βλ. σκέψη 103)

6. Κατ’ αναίρεση, οι αιτιάσεις οι οποίες στρέφονται κατά των αιτιολογιών που παρατίθενται ως εκ περισσού σε απόφαση του Πρωτοδικείου πρέπει να απορρίπτονται πάραυτα, δεδομένου ότι οι εν λόγω αιτιάσεις δεν μπορούν να προκαλέσουν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής.

(βλ. σκέψη 106)

7. Η γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα για δίκαιη δίκη, αρχή που εμπνέεται από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, και ιδίως για δίκη εντός εύλογης προθεσμίας, έχει εφαρμογή στο πλαίσιο ένδικης προσφυγής κατ’ αποφάσεως της Επιτροπής επιβάλλουσας σε επιχείρηση πρόστιμα λόγω παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού.

Ο εύλογος χαρακτήρας της προθεσμίας εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις που προσιδιάζουν σε κάθε υπόθεση και ειδικότερα τα διακυβευόμενα με τη δίκη συμφέροντα του διαδίκου, την περιπλοκότητα της υποθέσεως, καθώς και τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος και εκείνη των αρμοδίων αρχών.

Συναφώς, ο κατάλογος των κριτηρίων αυτών δεν είναι εξαντλητικός και η εκτίμηση του εύλογου χαρακτήρα της προθεσμίας δεν επιβάλλει συστηματική εξέταση των περιστάσεων της υποθέσεως ενόψει καθενός κριτηρίου όταν η διάρκεια της διαδικασίας παρίσταται δικαιολογημένη ενόψει ενός μόνον κριτηρίου. Έτσι, η περιπλοκότητα μιας υποθέσεως που χαρακτηρίζεται από την άσκηση πολλών προσφυγών, σε διαφορετικές γλώσσες διαδικασίας, οι οποίες έπρεπε να εξετασθούν παραλλήλως και απαιτούσαν εμπεριστατωμένη διεξαγωγή αποδείξεων μπορεί να γίνει δεκτή προς δικαιολόγηση μιας προθεσμίας η οποία κατ’ αρχάς είναι πολύ μεγάλη.

(βλ. σκέψεις 115-117, 121)

Top