Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62018CJ0831

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 18ης Ιουνίου 2020.
    Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά RQ.
    Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Γενικός Διευθυντής της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) – Ετεροδικία – Απόφαση περί άρσεως – Βλαπτική πράξη – Δικαιώματα άμυνας.
    Υπόθεση C-831/18 P.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2020:481

    Υπόθεση C‑831/18 P

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή

    κατά

    RQ

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 18ης Ιουνίου 2020

    «Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Γενικός Διευθυντής της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) – Ετεροδικία – Απόφαση περί άρσεως – Βλαπτική πράξη – Δικαιώματα άμυνας»

    1. Αναίρεση – Λόγοι – Απλή επανάληψη των προβληθέντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου λόγων και επιχειρημάτων – Απαράδεκτο – Αμφισβήτηση της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνείας ή εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης – Παραδεκτό

      (Άρθρο 256 § 1, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρα 168 § 1, στοιχείο δʹ, και 169 § 2)

      (βλ. σκέψεις 42, 43, 62, 63)

    2. Υπαλληλικές προσφυγές – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Απόφαση περί άρσεως της ασυλίας μονίμου υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού – Εμπίπτει

      (Πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 11, στοιχείο αʹ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 § 2 και 91)

      (βλ. σκέψεις 44-52)

    3. Αναίρεση – Λόγοι – Λόγος στρεφόμενος κατά επάλληλης αιτιολογίας – Αλυσιτελής λόγος – Απόρριψη

      (Άρθρο 256 § 1 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)

      (βλ. σκέψη 53)

    4. Θεμελιώδη δικαιώματα – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα χρηστής διοικήσεως – Δικαίωμα ακροάσεως – Απόφαση περί άρσεως της ασυλίας υπαλλήλου – Παράλειψη προηγούμενης ακροάσεως του υπαλλήλου υπό το πρίσμα της μυστικότητας της ανακρίσεως την οποία επικαλούνται οι εθνικές αρχές – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις – Στάθμιση των σχετικών με τη μυστικότητα της ανακρίσεως απαιτήσεων με εκείνες οι οποίες αφορούν το δικαίωμα ακροάσεως

      (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρα 41 § 2, στοιχείο αʹ, και 52 § 1)

      (βλ. σκέψεις 64-82)

    5. Υπάλληλοι – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Υποχρέωση ακροάσεως του ενδιαφερομένου πριν από την έκδοση βλαπτικής για αυτόν πράξεως – Περιεχόμενο – Απόφαση περί άρσεως της ασυλίας υπαλλήλου – Παράλειψη προηγούμενης ακροάσεως του υπαλλήλου υπό το πρίσμα της μυστικότητας της ανακρίσεως την οποία επικαλούνται οι εθνικές αρχές – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις – Στάθμιση των σχετικών με τη μυστικότητα της ανακρίσεως απαιτήσεων με εκείνες οι οποίες αφορούν το δικαίωμα ακροάσεως – Υποχρέωση των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να ζητούν από τις εθνικές αρχές την παροχή των στοιχείων που δικαιολογούν την παράλειψη προηγούμενης ακροάσεως – Υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας

      (Άρθρο 4 § 3 ΣΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 2)

      (βλ. σκέψεις 94-102)

    6. Υπάλληλοι – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Υποχρέωση ακροάσεως του ενδιαφερομένου πριν από την έκδοση βλαπτικής για αυτόν πράξεως – Περιεχόμενο – Απόφαση περί άρσεως της ασυλίας υπαλλήλου – Προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως του υπαλλήλου – Συνέπειες – Ακύρωση της σχετικής αποφάσεως – Προϋποθέσεις – Ενδεχόμενο, σε περίπτωση που δεν υφίστατο η εν λόγω προσβολή, η διοικητική διαδικασία να είχε καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα για λόγους αναγόμενους στο συμφέρον της υπηρεσίας

      (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 2)

      (βλ. σκέψεις 105-117)

    Σύνοψη

    Με την απόφασή του Επιτροπή κατά RQ (C‑831/18 P), το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 2018, RQ κατά Επιτροπής ( 1 ), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή ακυρώσεως που είχε ασκήσει ο RQ, πρώην γενικός διευθυντής της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), κατά της αποφάσεως C(2016) 1449 τελικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 2ας Μαρτίου 2016, περί άρσεως της ετεροδικίας του. Το Δικαστήριο ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο μέτρο που η ένδικη διαφορά δεν ήταν ώριμη προς εκδίκαση.

    Το 2012 υποβλήθηκε ενώπιον της Επιτροπής, από κατασκευαστή προϊόντων καπνού, καταγγελία η οποία περιείχε σοβαρές κατηγορίες περί εμπλοκής μέλους της Επιτροπής σε απόπειρες δωροδοκίας. Η OLAF, της οποίας ο RQ ήταν τότε γενικός διευθυντής, κίνησε διοικητική έρευνα και, προκειμένου να εξασφαλίσει συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία, ζήτησε από έναν μάρτυρα να πραγματοποιήσει τηλεφωνική συνδιάλεξη με πρόσωπο το οποίο φερόταν να έχει εμπλακεί στην προβαλλόμενη απόπειρα δωροδοκίας. Η τηλεφωνική αυτή συνδιάλεξη πραγματοποιήθηκε διά της χρήσεως, με τη συναίνεση και παρουσία του RQ, ενός κινητού τηλεφώνου στα γραφεία της OLAF. Μετά την περάτωση της διοικητικής αυτής έρευνας, υποβλήθηκε ενώπιον Βέλγου δικαστή έγκληση στο πλαίσιο της οποίας έγινε επίκληση, μεταξύ άλλων, της παράνομης υποκλοπής τηλεφωνικής συνδιαλέξεως. Για τους σκοπούς της σχετικής με την έγκληση αυτή ανακρίσεως, ο αρμόδιος Βέλγος ανακριτής ζήτησε από την Επιτροπή την άρση της ετεροδικίας του RQ, ενόψει της εξετάσεώς του ως κατηγορουμένου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δέχθηκε το αίτημα αυτό, ο RQ άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως περί άρσεως της ετεροδικίας του. Η προσφυγή αυτή έγινε δεκτή από το Γενικό Δικαστήριο, για τον λόγο ότι η Επιτροπή προσέβαλε το δικαίωμα ακροάσεως του RQ χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί εντελώς το ενδεχόμενο, αν δεν είχε λάβει χώρα η ως άνω προσβολή, η επίδικη απόφαση να είχε διαφορετικό περιεχόμενο.

    Το Δικαστήριο, επιληφθέν αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε η Επιτροπή, καταρχάς επικύρωσε το συμπέρασμα ότι η απόφαση περί άρσεως της ετεροδικίας υπαλλήλου συνιστά βλαπτική πράξη, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Συναφώς, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι, καταργώντας την προστασία που παρέχει στον υπάλληλο η προβλεπόμενη στο άρθρο 11, στοιχείο αʹ, του πρωτοκόλλου αριθ. 7 ( 2 ) ετεροδικία, η απόφαση περί άρσεως της ετεροδικίας αυτής τον εκθέτει σε μέτρα, ιδίως, κρατήσεως και δικαστικής διώξεως, τα οποία προβλέπονται από το κοινό δίκαιο των κρατών μελών. Το γεγονός ότι τα προνόμια και η ετεροδικία παρέχονται στους υπαλλήλους αποκλειστικώς προς το συμφέρον της Ένωσης ουδόλως επηρεάζει τη διαπίστωση ότι η άρση της ασυλίας υπαλλήλου μεταβάλλει ουσιωδώς την κατάστασή του, στερώντας του το ευεργέτημα της εν λόγω ασυλίας και, επομένως, συνιστά βλαπτική γι’ αυτόν πράξη.

    Αφού υπενθύμισε ότι το δικαίωμα ακροάσεως κατοχυρώνεται όχι μόνον με τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) αλλά και με το άρθρο 41 αυτού, το Δικαστήριο, εν συνεχεία, επικύρωσε το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να προβεί σε ακρόαση του RQ πριν από την έκδοση αποφάσεως περί άρσεως της ετεροδικίας του, καίτοι η ασυλία αυτή των υπαλλήλων εξυπηρετεί αποκλειστικά τη διαφύλαξη των συμφερόντων της Ένωσης. Πράγματι, μολονότι το γεγονός αυτό μπορεί να προσδιορίζει τα όρια των επιχειρημάτων τα οποία ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος μπορεί βασίμως να προβάλει κατά της άρσεως της ασυλίας του, δεν μπορεί να δικαιολογήσει το γεγονός ότι ο εν λόγω υπάλληλος δεν έτυχε ακροάσεως πριν από την έκδοση αποφάσεως περί άρσεως της ασυλίας του.

    Όσον αφορά τους επιτρεπόμενους περιορισμούς στην άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία κατοχυρώνονται από τον Χάρτη, όπως το δικαίωμα ακροάσεως, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη απαιτεί κάθε περιορισμός να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο του επίμαχου θεμελιώδους δικαιώματος. Επιπλέον, η διάταξη αυτή απαιτεί, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, ο περιορισμός να είναι αναγκαίος και να ανταποκρίνεται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση.

    Συναφώς, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι, ακόμη και αν, σε μια περίπτωση όπως αυτή του RQ, η παράλειψη ακροάσεως πριν από την έκδοση της αποφάσεως περί άρσεως της ασυλίας του θα μπορούσε να δικαιολογείται από τη μυστικότητα της ανακρίσεως την οποία καθιερώνουν οι διατάξεις του βελγικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εντούτοις ο δικαιολογητικός αυτός λόγος πρέπει να περιορίζεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Πράγματι, δεν μπορεί να τεκμαίρεται ότι οποιαδήποτε ανάκριση στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας ενέχει συστηματικά τον κίνδυνο απόπειρας αποκρύψεως αποδείξεων και ενδείξεων εκ μέρους των ενδιαφερομένων, ή δολίων συνεννοήσεων μεταξύ τους, ο οποίος δικαιολογεί τη μη ενημέρωση των προσώπων αυτών εκ των προτέρων σχετικά με την ύπαρξη ανακρίσεως η οποία τα αφορά. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι η Επιτροπή, προτού καταλήξει στην ύπαρξη εξαιρετικής περιπτώσεως δικαιολογούσας την άρση της ασυλίας του RQ χωρίς προηγούμενη ακρόασή του, όφειλε, τηρώντας την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας με τις οικείες εθνικές αρχές, να λάβει, στο μέτρο του δυνατού, μέτρα που να καθιστούν δυνατό τον σεβασμό του δικαιώματός του ακροάσεως, χωρίς ταυτόχρονα να θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα τα οποία η μυστικότητα της ανακρίσεως σκοπεί να διαφυλάξει.

    Το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε ομοίως σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η παράλειψη ακροάσεως του RQ πριν από την έκδοση της επίδικης αποφάσεως υπερέβαινε το μέτρο του αναγκαίου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού ο οποίος συνίστατο στη διαφύλαξη της μυστικότητας της ανακρίσεως και, ως εκ τούτου, δεν σεβόταν το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματός του ακροάσεως. Συναφώς, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε, μεταξύ άλλων, ότι σε μια περίπτωση όπως αυτή του RQ η Επιτροπή υποχρεούται να ζητεί από τις εθνικές αρχές να της παρέχουν αρκούντως πειστικά αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να θεωρηθεί δικαιολογημένη σοβαρή προσβολή του δικαιώματος ακροάσεώς του. Μια τέτοια ενέργεια δεν συνεπάγεται, εκ φύσεως, παρέμβαση στη διαδικασία που λαμβάνει χώρα στο οικείο κράτος μέλος, το οποίο δεσμεύεται από την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

    Όσον αφορά τις έννομες συνέπειες της προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως του RQ, το Δικαστήριο υπενθύμισε, εντούτοις, ότι η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας συνεπάγεται την ακύρωση της αποφάσεως που εκδόθηκε κατά το πέρας της σχετικής διοικητικής διαδικασίας μόνο στην περίπτωση που, αν δεν υπήρχε η πλημμέλεια αυτή, η εν λόγω διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Προκειμένου να εκτιμηθούν οι συνέπειες της προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως του RQ επί της νομιμότητας της αποφάσεως περί άρσεως της ετεροδικίας του, σημασία έχουν μόνο λόγοι αναγόμενοι στο συμφέρον της υπηρεσίας. Επομένως, ο RQ όφειλε να αποδείξει ότι δεν αποκλειόταν εντελώς το ενδεχόμενο η απόφαση της Επιτροπής να είχε διαφορετικό περιεχόμενο, αν αυτός είχε τη δυνατότητα να προβάλει επιχειρήματα και στοιχεία σχετικά με το συμφέρον της υπηρεσίας. Πλην όμως, δεδομένου ότι ο RQ δεν προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κανένα επιχείρημα το οποίο να κατατείνει σε μια τέτοια απόδειξη, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι η προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως του RQ δικαιολογούσε την ακύρωση της αποφάσεως περί άρσεως της ετεροδικίας του.


    ( 1 ) Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 2018, RQ κατά Επιτροπής (T‑29/17, EU:T:2018:717)

    ( 2 ) Πρωτόκολλο (αριθ. 7) περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2010, C 83, σ. 266)

    Top