Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016CJ0670

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 26ης Ιουλίου 2017.
    Tsegezab Mengesteab κατά Bundesrepublik Deutschland.
    Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (ΕΕ) 604/2013 – Προσδιορισμός του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας – Άρθρο 20 – Έναρξη της διαδικασίας προσδιορισμού – Υποβολή αιτήσεως διεθνούς προστασίας – Πρακτικό που καταρτίζεται από τη δημόσια αρχή, το οποίο περιέρχεται στις αρμόδιες αρχές – Άρθρο 21, παράγραφος 1 – Προθεσμίες που προβλέπονται για την υποβολή αιτήματος περί αναδοχής – Μεταβίβαση της ευθύνης σε άλλο κράτος μέλος – Άρθρο 27 – Ένδικο βοήθημα – Έκταση του δικαστικού ελέγχου.
    Υπόθεση C-670/16.

    Court reports – general

    Υπόθεση C‑670/16

    Tsegezab Mengesteab

    κατά

    Bundesrepublik Deutschland

    (αίτηση του Verwaltungsgericht Minden
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (ΕΕ) 604/2013 – Προσδιορισμός του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας – Άρθρο 20 – Έναρξη της διαδικασίας προσδιορισμού – Υποβολή αιτήσεως διεθνούς προστασίας – Πρακτικό που καταρτίζεται από τη δημόσια αρχή, το οποίο περιέρχεται στις αρμόδιες αρχές – Άρθρο 21, παράγραφος 1 – Προθεσμίες που προβλέπονται για την υποβολή αιτήματος περί αναδοχής – Μεταβίβαση της ευθύνης σε άλλο κράτος μέλος – Άρθρο 27 – Ένδικο βοήθημα – Έκταση του δικαστικού ελέγχου»

    Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
    της 26ης Ιουλίου 2017

    1. Συνοριακοί έλεγχοι, άσυλο και μετανάστευση–Πολιτική ασύλου–Κριτήρια και μηχανισμοί για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτηση διεθνούς προστασίας–Κανονισμός 604/2013–Προσφυγή κατά αποφάσεως περί μεταφοράς αφορώσας αιτούντα διεθνή προστασία–Δυνατότητα επικλήσεως της λήξεως των προθεσμιών που προβλέπονται για την υποβολή αιτήματος αναδοχής–Αποδοχή του εν λόγω αιτήματος από το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αυτό–Δεν ασκεί επιρροή

      (Κανονισμός 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 19 και άρθρα 21 § 1 και 27 § 1)

    2. Συνοριακοί έλεγχοι, άσυλο και μετανάστευση–Πολιτική ασύλου–Κριτήρια και μηχανισμοί για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας–Κανονισμός 604/2013–Διαδικασία αναδοχής–Προβλεπόμενες προθεσμίες για την υποβολή αιτήματος αναδοχής–Τρίμηνη προθεσμία από της υποβολής αιτήσεως διεθνούς προστασίας

      (Κανονισμός 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 21 § 1)

    3. Συνοριακοί έλεγχοι, άσυλο και μετανάστευση–Πολιτική ασύλου–Κριτήρια και μηχανισμοί για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας–Κανονισμός 604/2013–Διαδικασία αναδοχής–Έναρξη της διαδικασίας–Υποβολή αιτήσεως διεθνούς προστασίας–Πρακτικό που καταρτίζεται από τη δημόσια αρχή, το οποίο περιέρχεται στις αρμόδιες αρχές–Έννοια

      (Κανονισμός 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 20 § 2)

    1.  Το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα, ερμηνευόμενο με γνώμονα την αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού αυτού, έχει την έννοια ότι ο αιτών διεθνή προστασία μπορεί να επικαλεστεί, στο πλαίσιο προσφυγής ασκουμένης κατά αποφάσεως περί μεταφοράς του, τη λήξη προθεσμίας προβλεπόμενης στο άρθρο 21, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, τούτο δε ακόμα και αν το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα περί αναδοχής είναι διατεθειμένο να προβεί σε αναδοχή του αιτούντος.

      Όσον αφορά τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει ο εν λόγω κανονισμός, πρέπει να υπογραμμιστεί ιδίως ότι από την αιτιολογική σκέψη 9 του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι ο εν λόγω κανονισμός, αφενός, επιβεβαιώνει τις αρχές επί των οποίων στηρίζεται ο κανονισμός 343/2003 και, αφετέρου, αποσκοπεί στο να επιφέρει τις απαιτούμενες βελτιώσεις, βάσει της κτηθείσας πείρας, όχι μόνο στην αποτελεσματικότητα του συστήματος του Δουβλίνου, αλλά και στην προστασία που παρέχεται στους αιτούντες, η οποία διασφαλίζεται ιδίως με την αποτελεσματική και πλήρη δικαστική προστασία τους (απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016, Ghezelbash,C‑63/15, EU:C:2016:409, σκέψη 52).

      Μια συσταλτική όμως ερμηνεία της εκτάσεως του δικαιώματος προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III θα ήταν ικανή να παρεμποδίσει την πραγματοποίηση του σκοπού αυτού (βλ., συναφώς, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016, Ghezelbash,C‑63/15, EU:C:2016:409, σκέψη 53).

      Από τις ανωτέρω σκέψεις απορρέει ότι η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι διασφαλίζει στον αιτούντα διεθνή προστασία αποτελεσματική δικαστική προστασία, εξασφαλίζοντάς του, ιδίως, τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως περί μεταφοράς του, που μπορεί να αφορά την εξέταση της εφαρμογής του κανονισμού αυτού, περιλαμβανομένης και της τηρήσεως των διαδικαστικών εγγυήσεων τις οποίες προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός (βλ., συναφώς, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016, Karim,C‑155/15, EU:C:2016:410, σκέψη 22).

      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι ο νομοθέτης της Ένωσης καθόρισε τα αποτελέσματα της λήξεως των εν λόγω προθεσμιών, διευκρινίζοντας, στο άρθρο 21, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο III, ότι, αν το αίτημα αυτό δεν υποβληθεί εντός των σχετικών προθεσμιών, η ευθύνη της εξετάσεως της αιτήσεως διεθνούς προστασίας βαρύνει το κράτος μέλος στο οποίο αυτή υποβλήθηκε. Επομένως, οι διατάξεις του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού αποσκοπούν μεν στη ρύθμιση της διαδικασίας αναδοχής, πλην όμως συμβάλλουν επίσης, όπως και τα κριτήρια που προβλέπονται στο κεφάλαιο III του εν λόγω κανονισμού, στον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους, κατά την έννοια του ίδιου κανονισμού. Επομένως, απόφαση μεταφοράς σε κράτος μέλος διαφορετικό εκείνου στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας δεν μπορεί να εκδοθεί εγκύρως όταν έχουν λήξει οι προθεσμίες που περιλαμβάνονται στις διατάξεις αυτές.

      Υπό τις συνθήκες αυτές, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περί μεταφοράς έχει ληφθεί κατόπιν ορθής εφαρμογής της διαδικασίας αναδοχής την οποία προβλέπει ο κανονισμός αυτός, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά αποφάσεως περί μεταφοράς πρέπει να είναι σε θέση να εξετάσει τους ισχυρισμούς του αιτούντος άσυλο ο οποίος προβάλλει παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 21, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016, Karim,C‑155/15, EU:C:2016:410, σκέψη 26).

      (βλ. σκέψεις 46-48, 52, 53, 55, 62, διατακτ. 1)

    2.  Το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III έχει την έννοια ότι ένα αίτημα περί αναδοχής δεν μπορεί εγκύρως να υποβληθεί μετά την παρέλευση πλέον των τριών μηνών από της υποβολής αιτήσεως διεθνούς προστασίας, έστω και αν το αίτημα αυτό υποβάλλεται εντός δύο μηνών από της παραλαβής θετικού αποτελέσματος Eurodac, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

      (βλ. σκέψη 74, διατακτ. 2)

    3.  Το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 604/2013 έχει την έννοια ότι αίτηση διεθνούς προστασίας λογίζεται υποβληθείσα όταν ένα έγγραφο που έχει συνταχθεί από δημόσια αρχή και το οποίο πιστοποιεί ότι υπήκοος τρίτης χώρας ζήτησε διεθνή προστασία περιέρχεται στην αρχή που είναι επιφορτισμένη με την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον εν λόγω κανονισμό και, ενδεχομένως, όταν έχουν περιέλθει στην εν λόγω αρχή μόνον οι κυριότερες πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε ένα τέτοιο έγγραφο, όχι όμως το ίδιο το έγγραφο ή αντίγραφό του.

      Συναφώς, πρέπει, πρώτον, να σημειωθεί ότι η διάταξη αυτή διευκρινίζει, στη δεύτερη περίοδο, ότι, σε περίπτωση αιτήματος που δεν υποβάλλεται εγγράφως, το χρονικό διάστημα μεταξύ της δηλώσεως προθέσεως και της καταρτίσεως πρακτικού πρέπει να είναι το βραχύτερο δυνατό, πράγμα το οποίο συνιστά ένδειξη, αφενός, ότι η κατάρτιση του εν λόγω πρακτικού αποτελεί ουσιαστικά μια τυπική διατύπωση για την καταγραφή της προθέσεως ενός υπηκόου τρίτης χώρας να ζητήσει διεθνή προστασία και, αφετέρου, ότι η καταγραφή αυτή δεν επιδέχεται αναβολή.

      Δεύτερον, από το άρθρο 20, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού προκύπτει ότι η διαδικασία προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους αρχίζει ήδη με την για πρώτη φορά υποβολή αιτήσεως διεθνούς προστασίας σε κράτος μέλος. Επομένως, για να μπορέσει να κινηθεί αποτελεσματικά η διαδικασία προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους, η αρμόδια αρχή απαιτείται να ενημερώνεται με βεβαιότητα σχετικά με το γεγονός ότι υπήκοος τρίτης χώρας ζήτησε διεθνή προστασία, χωρίς να απαιτείται να έχει το έγγραφο που συντάσσεται προς τον σκοπό αυτό έναν συγκεκριμένο τύπο ή να περιλαμβάνει συμπληρωματικά κρίσιμα στοιχεία για την εφαρμογή των κριτηρίων που καθορίζει ο κανονισμός Δουβλίνο III ή, κατά μείζονα λόγο, για την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας επί της ουσίας. Ακόμη, στο εν λόγω στάδιο της διαδικασίας, δεν απαιτείται να έχει ήδη πραγματοποιηθεί προσωπική συνέντευξη με τον ενδιαφερόμενο.

      Τρίτον, η αποτελεσματικότητα ορισμένων σημαντικών εγγυήσεων υπέρ των αιτούντων διεθνή προστασία θα περιοριζόταν αν η παραλαβή εγγράφου όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη δεν ήταν επαρκής για να υποδηλώσει την υποβολή αιτήσεως διεθνούς προστασίας.

      Τέταρτον, ο κανονισμός Δουβλίνο III προβλέπει ειδικό ρόλο για το πρώτο κράτος μέλος εντός του οποίου υποβάλλεται η αίτηση διεθνούς προστασίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, το να γίνει δεκτό ότι έγγραφο όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη δεν συνιστά «πρακτικό», κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, θα παρείχε, στην πράξη, στους υπηκόους τρίτης χώρας τη δυνατότητα να εγκαταλείψουν το κράτος μέλος εντός του οποίου ζήτησαν διεθνή προστασία και να ζητήσουν εκ νέου τέτοια προστασία σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς να μπορούν να μεταφερθούν, για τον λόγο αυτόν, στο πρώτο κράτος μέλος και χωρίς καν να είναι δυνατός ο εντοπισμός της αρχικής τους αιτήσεως μέσω του συστήματος Eurodac. Μια τέτοια κατάσταση θα ήταν ικανή να επηρεάσει σοβαρά τη λειτουργία του συστήματος του Δουβλίνου, θίγοντας την ειδική θέση που αναγνωρίζει ο κανονισμός Δουβλίνο III στο πρώτο κράτος μέλος εντός του οποίου υποβάλλεται αίτηση διεθνούς προστασίας.

      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων αυτών, ένα έγγραφο όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, που έχει συνταχθεί από δημόσια αρχή και το οποίο πιστοποιεί ότι υπήκοος τρίτης χώρας ζήτησε διεθνή προστασία, πρέπει να θεωρείται «πρακτικό», κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού.

      (βλ. σκέψεις 84, 85, 88, 91, 93, 95, 97, 103, διατακτ. 3)

    Top