Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CJ0359

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 21ης Ιανουαρίου 2016.
    «ERGO Insurance» SE κατά «If P&C Insurance» AS και «Gjensidige Baltic» AAS κατά «PZU Lietuva» UAB DK.
    Προδικαστική παραπομπή — Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου — Κανονισμοί (ΕΚ) 864/2007 και (ΕΚ) 593/2008 — Οδηγία 2009/103/ΕΚ — Ατύχημα που προκλήθηκε από φορτηγό συνδεδεμένο με ρυμουλκούμενο, ενώ τα δύο οχήματα καλύπτονταν για αστική ευθύνη από διαφορετική ασφαλιστική εταιρία — Ατύχημα που προκλήθηκε σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο καταρτίστηκαν οι συμβάσεις ασφαλίσεως αστικής ευθύνης — Αγωγή εξ αναγωγής μεταξύ των ασφαλιστών — Εφαρμοστέο δίκαιο — Έννοια των όρων “συμβατικές ενοχές” και “εξωσυμβατικές ενοχές”.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-359/14 και C-475/14.

    Court reports – general

    Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-359/14 και C-475/14

    «ERGO Insurance» SE

    κατά

    «If P&C Insurance» AS

    και

    «Gjensidige Baltic» AAS

    κατά

    «PZU Lietuva» UAB DK,

    (αιτήσεις του Vilniaus miesto apylinkės teismas και του Lietuvos Aukščiausiasis Teismas για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Προδικαστική παραπομπή — Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου — Κανονισμοί (ΕΚ) 864/2007 και (ΕΚ) 593/2008 — Οδηγία 2009/103/ΕΚ — Ατύχημα που προκλήθηκε από φορτηγό συνδεδεμένο με ρυμουλκούμενο, ενώ τα δύο οχήματα καλύπτονταν για αστική ευθύνη από διαφορετική ασφαλιστική εταιρία — Ατύχημα που προκλήθηκε σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο καταρτίστηκαν οι συμβάσεις ασφαλίσεως αστικής ευθύνης — Αγωγή εξ αναγωγής μεταξύ των ασφαλιστών — Εφαρμοστέο δίκαιο — Έννοια των όρων “συμβατικές ενοχές” και “εξωσυμβατικές ενοχές”»

    Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 21ης Ιανουαρίου 2016

    1. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Ασφάλιση αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων — Οδηγία 2009/103 — Ενιαίο ασφάλιστρο — Υποχρέωση παροχής, δυνάμει της ασφαλιστικής συμβάσεως, με ενιαίο ασφάλιστρο, του συνόλου της καλύψεως που απαιτείται κατά τη νομοθεσία εκάστου κράτους μέλους ή από τη νομοθεσία του κράτους μέλους της συνήθους σταθμεύσεως του οχήματος — Ειδικός κανόνας συγκρούσεως σε σχέση με τους κανόνες συγκρούσεως που απορρέουν από τους κανονισμούς 593/2008 και 864/2007 — Δεν υφίσταται

      (Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, 593/2008, άρθρο 23 § 1, και 864/2007, άρθρο 27· οδηγία 2009/103 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 26 και άρθρο 14, στοιχείο βʹ)

    2. Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Εφαρμοστέα νομοθεσία στις συμβατικές ενοχές — Κανονισμός 593/2008 — Εφαρμοστέα νομοθεσία στις εξωσυμβατικές ενοχές — Κανονισμός 864/2007 — Πεδίο εφαρμογής των εν λόγω κανονισμών — Έννοια των όρων «συμβατικές ενοχές» και «εξωσυμβατικές ενοχές» — Αυτοτελής ερμηνεία

      (Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 593/2008, αιτιολογική σκέψη 7 και άρθρο 1, και 864/2007, άρθρο 2· κανονισμός 44/2001 του Συμβουλίου, άρθρο 5)

    3. Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Εφαρμοστέα νομοθεσία στις συμβατικές ενοχές — Κανονισμός 593/2008 — Εφαρμοστέα νομοθεσία στις εξωσυμβατικές ενοχές — Κανονισμός 864/2007 — Ατύχημα προκληθέν από έλκον όχημα μαζί με το υπ’ αυτού ρυμουλκούμενο όχημα, τα οποία έχουν ασφαλιστεί σε διαφορετικούς ασφαλιστές — Αγωγή εξ αναγωγής μεταξύ των ασφαλιστών — Εφαρμοστέα νομοθεσία

      (Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 593/2008, άρθρο 7, και 864/2007, άρθρα 1, 4 επ.)

    1.  Το άρθρο 14, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2009/103, σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και τον έλεγχο της υποχρεώσεως προς ασφάλιση της ευθύνης αυτής, έχει την έννοια ότι η διάταξη αυτή δεν περιέχει ειδικό κανόνα συγκρούσεως για τον προσδιορισμό του δικαίου που έχει εφαρμογή σε αγωγή εξ αναγωγής την οποία ασκεί ο ασφαλιστής έλκοντος οχήματος ο οποίος αποζημίωσε τα θύματα ατυχήματος προκληθέντος από τον οδηγό του εν λόγω οχήματος κατά του ασφαλιστή του ρυμουλκούμενου κατά το ατύχημα αυτό οχήματος. Επομένως, η διάταξη αυτή δεν πληροί τις προϋποθέτεις που έχουν τεθεί, αντιστοίχως, από το άρθρο 23 του κανονισμού 593/2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), και το άρθρο 27 του κανονισμού 864/2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ).

      Συγκεκριμένα, δεν προκύπτει ούτε από το γράμμα ούτε από τον σκοπό της οδηγίας 2009/103 ότι αυτή αποσκοπεί στη θέσπιση κανόνων συγκρούσεως. Ειδικότερα, το άρθρο 14 της εν λόγω οδηγίας, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 26 αυτής, υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν απλώς τα αναγκαία μέτρα ώστε, αφενός, οι ασφαλίσεις των οχημάτων να καλύπτουν, με ενιαίο ασφάλιστρο, όλο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τη διάρκεια της συμβάσεως και, αφετέρου, να εξασφαλίζεται, βάσει του ασφαλίστρου αυτού, σε κάθε κράτος μέλος, η κάλυψη που απαιτείται από τη νομοθεσία του ή από τη νομοθεσία του κράτους μέλους της συνήθους στάθμευσης του οχήματος, όταν η δεύτερη είναι υψηλότερη. Επομένως, η διάταξη αυτή αφορά αποκλειστικώς την εδαφική έκταση και τον βαθμό της καλύψεως που οφείλει να παράσχει ο ασφαλιστής, προκειμένου να εξασφαλίζεται επαρκής προστασία των θυμάτων τροχαίων ατυχημάτων. Δεν συνάγεται εξ αυτού ότι υπάρχει κανόνας κατά τον οποίο η κατά τα προεκτεθέντα προσδιοριζόμενη νομοθεσία του κράτους μέλους διέπει τον καταμερισμό της ευθύνης μεταξύ των ασφαλιστών.

      (βλ. σκέψεις 38, 40-42, 63 και διατακτ.)

    2.  Όσον αφορά, αφετέρου, τα πεδία εφαρμογής των κανονισμών 593/2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), και του κανονισμού 864/2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ), οι έννοιες «συμβατικές ενοχές» και «εξωσυμβατικές ενοχές» στους εν λόγω κανονισμούς πρέπει να ερμηνεύονται αυτοτελώς, με γνώμονα κυρίως την οικονομία και τους σκοπούς των κανονισμών αυτών. Πρέπει, επίσης, να λαμβάνεται υπόψη, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 7 αμφοτέρων των κανονισμών, ότι οι κανονισμοί αυτοί πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο συνεκτικό μεταξύ τους, αλλά και με τον κανονισμό 44/2001, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, στο άρθρο 5 του οποίου γίνεται διάκριση μεταξύ διαφορών εκ συμβάσεως και ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας.

      Επομένως, πρέπει, αφενός, να γίνει δεκτό ότι με τον όρο «συμβατική ενοχή» στο άρθρο 1 του κανονισμού Ρώμη Ι προσδιορίζεται η έννομη υποχρέωση την οποία ένα πρόσωπο ανέλαβε ελεύθερα έναντι άλλου προσώπου.

      Αφετέρου, ως «εξωσυμβατική ενοχή», κατά την έννοια του κανονισμού Ρώμη ΙI, νοείται η ενοχή που απορρέει από τις αιτίες που απαριθμούνται στο άρθρο 2 του κανονισμού αυτού, ήτοι από αδικοπραξία, αδικαιολόγητο πλουτισμό, διοίκηση αλλοτρίων ή «culpa in contrahendo».

      (βλ. σκέψεις 43-46)

    3.  Οι κανονισμοί 593/2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), και 864/2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ), έχουν την έννοια ότι το δίκαιο που έχει εφαρμογή σε αγωγή εξ αναγωγής ασκηθείσα από τον ασφαλιστή έλκοντος οχήματος, ο οποίος αποζημίωσε τα θύματα ατυχήματος προκληθέντος από τον οδηγό του εν λόγω οχήματος, κατά του ασφαλιστή του ρυμουλκούμενου κατά το ατύχημα αυτό οχήματος προσδιορίζεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7 του κανονισμού Ρώμη Ι, εφόσον οι εφαρμοστέοι στο ατύχημα αυτό, κατά τα άρθρα 4 επ. του κανονισμού Ρώμη ΙΙ, κανόνες περί αδικοπρακτικής ευθύνης προβλέπουν καταμερισμό της υποχρεώσεως αποζημιώσεως.

      Συγκεκριμένα, αφενός, το δικαίωμα του ασφαλιστή του έλκοντος οχήματος, ο οδηγός του οποίου προκάλεσε το ατύχημα, να στραφεί κατά του ασφαλιστή του ρυμουλκούμενου δεν απορρέει, μετά την καταβολή της αποζημιώσεως στο θύμα, από την ασφαλιστική σύμβαση, αλλά προϋποθέτει αδικοπρακτική ευθύνη του κατόχου του ρυμουλκούμενου έναντι του ως άνω θύματος. Επομένως, η εν λόγω ενοχή προς αποζημίωση η οποία βαρύνει τον κάτοχο του ρυμουλκούμενου αποτελεί «εξωσυμβατική ενοχή», κατά την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού Ρώμη ΙI. Επομένως, το εφαρμοστέο στην εν λόγω ενοχή δίκαιο πρέπει να προσδιοριστεί βάσει των διατάξεων του κανονισμού αυτού. Κατά το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού και με την επιφύλαξη αντίθετων διατάξεων αυτού, εφαρμοστέο σε περίπτωση εξωσυμβατικής ενοχής είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία, ήτοι της χώρας όπου επήλθε η ευθέως οφειλόμενη στο ατύχημα ζημία. Κατά το άρθρο 15, στοιχεία αʹ και βʹ, του ίδιου κανονισμού, το δίκαιο αυτό διέπει τις προϋποθέσεις και την έκταση της ευθύνης, καθώς και τους λόγους καταμερισμού της. Επομένως, βάσει δικαίου του τόπου επελεύσεως της άμεσης ζημίας πρέπει να προσδιοριστούν οι υπόχρεοι της υποχρεώσεως αποζημιώσεως του θύματος, καθώς και, ενδεχομένως, η αντίστοιχη συμβολή του κατόχου του ρυμουλκούμενου και του κατόχου ή του οδηγού του έλκοντος οχήματος στη ζημία που υπέστη το θύμα.

      Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση του ασφαλιστή να αποζημιώσει το θύμα για την προκληθείσα ζημία δεν απορρέει από την εν λόγω ζημία, αλλά από τη σύμβαση μεταξύ του θύματος και του υπόχρεου ασφαλιστή. Επομένως, η υποχρέωση αποζημιώσεως απορρέει από συμβατική ενοχή, οπότε το εφαρμοστέο σε αυτή δίκαιο πρέπει να προσδιοριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού Ρώμη Ι.

      Τρίτον, όσον αφορά το αν ο ασφαλιστής έλκοντος οχήματος ο οποίος αποζημίωσε το θύμα δύναται, ενδεχομένως, να στραφεί αναγωγικώς κατά του ασφαλιστή του ρυμουλκούμενου, το άρθρο 19 του κανονισμού Ρώμη ΙI εισάγει διάκριση μεταξύ αξιώσεων εξ αδικοπραξίας και συμβατικών αξιώσεων. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση που ένα τρίτος, ήτοι ο ασφαλιστής, αποζημιώσει, εις εκπλήρωση σχετικής υποχρεώσεως, το θύμα ατυχήματος, το οποίο έχει αξίωση αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας έναντι του οδηγού ή του κατόχου του οχήματος. Ειδικότερα, το άρθρο 19 του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η ενδεχόμενη υποκατάσταση στα δικαιώματα του θύματος διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζεται στην υποχρέωση του τρίτου, ήτοι του ασφαλιστή της αστικής ευθύνης, να αποζημιώσει το θύμα. Επομένως, δεδομένου ότι η υποχρέωση του ασφαλιστή να καλύψει την αστική ευθύνη του ασφαλισμένου έναντι του θύματος απορρέει από την ασφαλιστική σύμβαση που έχει συνάψει με τον ασφαλισμένο, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες δύναται ο ασφαλιστής να ασκήσει τα δικαιώματα του θύματος του ατυχήματος έναντι των ευθυνόμενων για το ατύχημα προσώπων ορίζονται κατά το εθνικό δίκαιο που διέπει την εν λόγω ασφαλιστική σύμβαση, το δε δίκαιο αυτό προσδιορίζεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7 του κανονισμού Ρώμη Ι. Αντιθέτως, το εφαρμοστέο δίκαιο για τον καθορισμό των προσώπων στα οποία μπορεί να καταλογιστεί ευθύνη, καθώς και για τον ενδεχόμενο καταμερισμό της ευθύνης μεταξύ αυτών και των αντίστοιχων ασφαλιστών προσδιορίζεται, κατά το άρθρο 19 του κανονισμού Ρώμη ΙI, βάσει των άρθρων 4 επ. αυτού.

      (βλ. σκέψεις 50-54, 56-59, 64 και διατακτ.)

    Top