Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62002TJ0233

    Περίληψη της αποφάσεως

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (τέταρτο τμήμα)

    της 17ης Σεπτεμβρίου 2003

    Υπόθεση Τ-233/02

    Χάρης Αλεξανδράτος και Μαρία Παναγιώτου

    κατά

    Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

    «Υπάλληλοι — Προσφυγή ακυρώσεως — Γενικός διαγωνισμός — Απόφαση της εξεταστικής επιτροπής περί αποκλεισμού από τις προφορικές διαδικασίες — Περιεχόμενο του δικαστικού ελέγχου — Τήρηση των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής»

    Πλήρες κείμενο οτην ελληνική γλώσσα   II-989

    Αντικείμενο:

    Προσφυγή με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής του γενικού διαγωνισμού Συμβούλιο Α/393(2000/C98 Α/02) να αποκλείσει τους προσφεύγοντες από τις προφορικές δοκιμασίες τους διαγωνισμού αυτού.

    Απόφαση:

    Η προσφυγή απορρίπτεται. Οι διάδικοι φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

    Περίληψη

    1. Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Εξεταστική επιτροπή – Απόρριψη υποψηφιότητας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Τήρηση του απορρήτου των εργασιών

      (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25· παράρτημα ΙΙΙ, άρθρο 6)

    2. Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Εξεταστική επιτροπή – Τήρηση του απορρήτου των εργασιών – Πεδίο εφαρμογής – Κριτήρια διορθώσεως – Υπαγωγή

      (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα ΠΙ, άρθρο 6)

    3. Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Αξιολόγηση των ικανοτήτων των υποψηφίων – Διακριτική ευχέρεια της εξεταστικής επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

      (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα ΙΙΙ)

    4. Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Τρόπος διεξαγωγής και περιεχόμενο των δοκιμασιών – Διακριτική ευχέρεια της εξεταστικής επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

      (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα ΙΙΙ)

    1.  Η υποχρέωση αιτιολογήσεως βλαπτικής αποφάσεως σκοπό έχει, αφενός, να παρασχεθούν στον ενδιαφερόμενο τα αναγκαία στοιχεία για να γνωρίσει αν η απόφαση είναι βάσιμη και, αφετέρου, να καταστεί δυνατός ο δικαστικός έλεγχός της.

      Ωστόσο, όσον αφορά τις αποφάσεις που λαμβάνει μια εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού, η εν λόγω υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να συμβιβάζεται με την τήρηση του απορρήτου που περιβάλλει τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής δυνάμει του άρθρου 6 του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ.

      Οι εργασίες μιας εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού περιλαμβάνουν, γενικώς, τουλάχιστον δύο χωριστά στάδια, ήτοι, πρώτον, την εξέταση των υποψηφιοτήτων για να επιλεγούν οι υποψήφιοι που γίνονται δεκτοί στον διαγωνισμό και, δεύτερον, την εξέταση των ικανοτήτων των υποψήφιων για την προς κατάληψη θέση, προκειμένου να καταρτιστεί πίνακας επιτυχόντων. Το δεύτερο στάδιο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού είναι πρωτίστως συγκριτικής φύσεως και, ως εκ τούτου, καλύπτεται από το απόρρητο που είναι σύμφυτο με τις εργασίες αυτές. Οι εν λόγω συγκριτικής φύσεως εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνει η εξεταστική επιτροπή αντικατοπτρίζονται στους βαθμούς με τους οποίους η εξεταστική επιτροπή βαθμολογεί τους υποψηφίους, καθόσον οι βαθμοί αυτοί αποτελούν την έκφραση των αξιολογικών κρίσεων που διατυπώνονται για έκαστον από αυτούς. Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη του απορρήτου που πρέπει να περιβάλλει τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής, η γνωστοποίηση των βαθμών που έλαβε κάθε υποιρήφιος στις διάφορες δοκιμασίες συνιστά επαρκή αιτιολογία των αποφάσεων της εξεταστικής επιτροπής. Η αιτιολογία αυτή δεν θίγει τα δικαιώματα των υποΨηφίων εφόσον τους παρέχει τη δυνατότητα να γνωρίσουν την αξιολογική κρίση που διατυπώθηκε για τις επιδόσεις τους και, ενδεχομένως, να εξακριβώσουν ότι πράγματι δεν έλαβαν τη βαθμολογία που απαιτεί η προκήρυξη του διαγωνισμού για να γίνουν δεκτοί σε ορισμένες δοκιμασίες ή στο σύνολο των δοκιμασιών.

      (βλ. σκέψεις 24 έως 27)

      Παραπομπή: ΔΕΚ, 14 Ιουνίου 1972, 44/71, Marcato κατά Επιτροπής, Συλλογή (μόνο σε ξενόλγωσοες εκδόσεις) 1972, σ. 427, σκέψεις 19 και 20- ΛΕΚ, 15 Μαρτίου 1973, 37/72, Marcato κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 503, σκέψεις 18 και 19· ΔΕΚ, 4 Δεκεμβρίου 1975, 31/75, Costacurta κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 497, σκέψεις 10 και 11· ΔΕΚ, 26 Νοεμβρίου 1981, 195/80, Michel κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1981, α 2861, σκέψη 22· ΔΕΚ, 4 Ιουλίου 1996, C-254/95 Ρ, Κοινοβούλιο κατά Innamorati, Συλλογή 1996, α Ι-3423, σκέψεις 24, 26, 31 και 32· ΔΕΚ, 19 Σεπτεμβρίου 2000, C-156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-6857, σκέψιη 96· ΠΕΚ, 29 Ιανουαρίου 1998, Τ-157/96, Affatato κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. Ι-Α-41 και ΙΙ-97, σκέιμεις 34 και 35

    2.  Τα κριτήρια διορθώσεως που καθορίζει η εξεταστική επιτροπή πριν από τις δοκιμασίες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συγκριτικής φύσεως εκτιμήσεων στις οποίες προβαίνει η εξεταστική επιτροπή ως προς τα προσόντα των υποψηφίων. Η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, όσον αφορά την απόφαση της εξεταστικής επιτροπής να αποκλείσει υποψηφίους από τις προφορικές διαδικασίες του διαγωνισμού, δεν συνεπάγεται την ανακοίνωση στους ενδιαφερομένους των κριτηρίων βαθμολογήσεως ή την κοινοποίηση αντιγράφων των διορθωμένων γραπτών στα οποία εμφαίνονται οι εκτιμήσεις της εξεταστικής επιτροπής, ούτε τέλος την παροχή πρόσθετων εξηγήσεων σχετικά με την αξιολογική κρίση που διατύπωσε η εξεταστική επιτροπή για έκαστον από αυτούς. Η γνωστοποίηση του βαθμού που έλαβε έκαστος υποψήφιος που αμφισβητεί την αποτυχία του συνιστά επαρκή αιτιολογία της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής να τον αποκλείσει από τις προφορικές δοκιμασίες. Το συμπέρασμα αυτό δεν τίθεται εν αμφιβάλω από το γεγονός ότι οι απορριφθέντες υποψήφιοι μπορούν, ενδεχομένως, να λάβουν από το όργανο που διοργάνωσε τον επίμαχο διαγωνισμό αντίγραφο των διορθωμένων γραπτών τους ή/και τα γενικά κριτήρια βαθμολογίας που καθόρισε η εξεταστική επιτροπή, τούτο δε μέσω εκούσιας κοινοποιήσεως εγγράφων στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας στην οποία αντιδικούν το όργανο αυτό και οι εν λόγω υποψήφιοι ή δυνάμει πρακτικής την οποία έχει υιοθετήσει το όργανο αυτό για τη διασφάλιση διαφάνειας των διαδικασιών προσλήψεως με ταυτόχρονη τήρηση του κανόνα του απορρήτου των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, ο οποίος περιέχεται στο άρθρο 6 του παραρτήματος III του ΚΥΚ.

      (βλ. σκέψεις 30 και 31)

      Παραπομπή: προαναφερθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Innamorati, σκέψη 29· ΠΕΚ, 30 Μαΐου 1995, Τ-289/94, Innamorati κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. Ι-Α-123 και ΙΙ-393

    3.  Οι εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνει μια εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού κατά την αξιολόγηση των γνώσεων και των ικανοτήτων των υποψηφίων είναι πρωτίστως συγκριτικής φύσεως και οι εκτιμήσεις αυτές, που συνιστούν την έκφραση αξιολογικής κρίσεως όσον αφορά την επίδοση του υποψηφίου στη συγκεκριμένη δοκιμασία, εντάσσονται στην ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει η εξεταστική επιτροπή και δεν μπορούν να υποβληθούν στον έλεγχο του κοινοτικού δικαστή παρά μόνο σε περίπτωση προφανούς παραβάσεως των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής. Επομένως, όταν, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού με την οποία διαπιστώνεται η αποτυχία του προσφεύγοντος σε μια δοκιμασία, ο προσφεύγων δεν προβάλλει παράβαση των κανόνων αυτών ή δεν προσκομίζει την απόδειξη μιας τέτοιας παραβάσεως, το Πρωτοδικείο δεν ελέγχει το βάσιμο της εκτιμήσεως της εξεταστικής επιτροπής όσον αφορά την επίδοση του ενδιαφερομένου κατά τη δοκιμασία αυτή.

      (βλ. σκέψη 50)

      Παραπομπή: ΠΕΚ, 15 Ιουλίου 1993, Τ-17/90, Τ-28/91 και Τ-17/92, Cámara Alloisio κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. ΙΙ-841, σκέψη 90· ΠΕΚ, 1 Δεκεμβρίου 1994, Τ-46/93, Μιχαήλ-Χίου κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994. σ. ΙΙ-Α-297 και II-929, σκέψη 49· ΠΕΚ, 21 Μαίου 1996, Τ-153/95, Kaps κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. Ι-Α-233 και II-663, σκέψη 49 ΠΕΚ, 14 Ιουλίου 2000, Τ-146/99, Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου. Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, α Ι-Α-159 και II-731, σκέψη 41· ΠΕΚ, 25 Ιουνίου 2003, Τ-72/01, Pyres κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 39

    4.  Η εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τη διαδικασία και το λεπτομερές περιεχόμενο των δοκιμασιών που προβλέπονται στο πλαίσιο του διαγωνισμού. Ομοίως, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εξεταστική επιτροπή στην εκτίμηση της, όσον αφορά τον βαθμό δυσκολίας των δοκιμασιών. Ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί συνεπώς να ελέγξει τον τρόπο διεξαγωγής των δοκιμασιών παρά μόνο στον βαθμό που είναι αναγκαίο να διασφαλιστούν η ίση μεταχείριση των υποψηφίων και η αντικειμενικότητα της επιλογής των επιτυχόντων μεταξύ αυτών.

      (βλ. σκέψη 55)

      Παραπομπή: προαναφερθείσα απόφαση Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου, σκέψη 37· ΠΕΚ, 17 Ιανουαρίου 2001, Τ-189/99, Γεροχρήστος κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. Ι-Α-11 και II-53, σκέψη 25

    Top