Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61996TJ0159

    Περίληψη της αποφάσεως

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (πέμπτο τμήμα)

    της 12ης Μαΐου 1998

    Υπόθεση Τ-159/96

    Rüdiger Wenk

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    «Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Θέση προϊσταμένου αντιπροσωπείας της Επιτροπής — Ανακοίνωση κενής θέσεως — Νομιμότητα — Απόφαση περί απορρίψεως υποψηφιότητας — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων — Εξουσία εκτιμήσεως της ΑΔΑ — Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Καθήκον αρωγής»

    Πλήρες κείμενο οτη γαλλική γλώσσα   II-593

    Αντικείμενο:

    Προσφυγή που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 2ας Φεβρουαρίου 1996, περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος για τη θέση προϊσταμένου της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στο San José.

    Αποτέλεσμα:

    Επιδίκαση αποζημιώσεως εις βάρος της Επιτροπής. Απόρριψη κατά τα λοιπά.

    Επιτομή της αποφάσεως

    Για να πληρωθεί μια θέση βαθμού Α 5/Α 4, προϊσταμένου της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στο San José (Κόστα Ρίκα), η Επιτροπή δημοσίευσε, στις 16 Νοεμβρίου 1995, την ανακοίνωση κενής θέσεως COM/121/95 (στο εξής: ανακοίνωση κενής θέσεως) κατά την οποία οι υποψήφιοι έπρεπε να διαθέτουν άρτια γνώση των κοινοτικών πολιτικών και της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως όσον αφορά τις οικονομικές και πολιτικές πτυχές της καθώς και όσον αφορά τις εξωτερικές σχέσεις της, ικανότητα διοικήσεως ομάδας σε διαφορετικό κοινωνικοπολιτιστικό περιβάλλον και επαρκή πείρα στην άσκηση των εν λόγω καθηκόντων.

    Με απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1996 η Επιτροπή διόρισε στην εν λόγω θέση τον Κ.

    Ο προσφεύγων, υπάλληλος βαθμού Α 4 της Επιτροπής που είχε τοποθετηθεί στην αντιπροσωπεία της Επιτροπής στη Βενεζουέλα, υπέβαλε υποψηφιότητα για την προμνημονευθείσα θέση και πληροφορήθηκε, με στερεότυπο έντυπο, την απόφαση της Επιτροπής περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του.

    Με έγγραφο της 19ης Απριλίου 1996 ο προσφεύγων ζήτησε από την Επιτροπή να του γνωστοποιήσει τα κριτήρια που ελήφθησαν υπόψη για την πλήρωση της κενής θέσεως και να τον ενημερώσει για τη συγκριτική εξέταση των προσόντων στην οποία προέβη η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) προκειμένου να πληρώσει την εν λόγω θέση. Επειδή δεν έλαβε απάντηση, υπέβαλε, στις 13 Μαΐου 1996, ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) και, στη συνέχεια, μετά την πάροδο της προθεσμίας των τεσσάρων μηνών, επειδή θεώρησε ότι η ένσταση αυτή απορρίφθηκε με σιωπηρή απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 1996, άσκησε, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 15 Οκτωβρίου 1996, την παρούσα προσφυγή ακυρώσεως.

    Στις 20 Νοεμβρίου 1996 κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα η απόφαση περί απορρίψεως της προσφυγής του, η οποία έφερε ημερομηνία 11 Σεπτεμβρίου 1996.

    Επί της ουσίας

    Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από τον παράνομο χαρακτήρα της ανακοινώσεως κενής θέσεως

    Η λειτουργία της ανακοινώσεως κενής θέσεως έγκειται, αφενός, στην ενημέρωση, κατά τον ακριβέστερο δυνατό τρόπο, των ενδιαφερομένων όσον αφορά τη φύση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την κατάληψη της προς πλήρωση θέσεως, προκειμένου να τους παρασχεθεί η δυνατότητα να εκτιμήσουν αν μπορούν να υποβάλουν υποψηφιότητα και, αφετέρου, στον καθορισμό του πλαισίου νομιμότητας εντός του οποίου το θεσμικό όργανο προτίθεται να προβεί στη συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων (σκέψη 24).

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 30 Οκτωβρίου 1974, 188/73, Grassi κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1974, ο. 445, σκέψη 40. ΔΕΚ, 7 Φεβρουαρίου 1990, C-343/87, Culin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I-225, σκέψη 19

    Η ΑΔΑ δεν τηρεί αυτό το πλαίσιο νομιμότητας μόνο σε περίπτωση που διατυπώνει τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις που απαιτούνται για την πλήρωση κενής θέσεως μετά τη δημοσίευση της σχετικής ανακοινώσεως, ενόψει των υποψηφίων που έχουν υποβάλει αίτηση, και μόνον εφόσον λαμβάνει υπόψη, κατά την εξέταση των υποψηφιοτήτων, προϋποθέσεις διαφορετικές από αυτές που μνημονεύονται στην ανακοίνωση κενής θέσεως. Πράγματι, μια τέτοια ενέργεια στερεί την ανακοίνωση κενής θέσεως του ουσιώδους ρόλου της στη διαδικασία προσλήψεως (σκέψη 25).

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 3 Μαρτίου 1993, Τ-58/91, Booss και Fischer κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. ΙΙ-147, σκέψη 67· ΠΕΚ, 29 Μαΐου 1997, Τ-6/96, Κονταργυρης κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. ΙΙ-357, σκέψη 98

    Ενόψει της ειδικής φύσεως της θέσεως, η οποία συνίσταται στη διεύθυνση των εργασιών της αντιπροσωπείας της Επιτροπής σε τρίτη χώρα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η ανακοίνωση κενής θέσεως συντάχθηκε κατά τρόπο γενικό και ανακριβή, ώστε να μην παρέχει στην ΑΔΑτη δυνατότητα να προβεί σε συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων.

    Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται, από πλημμέλειες κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων, από την παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και από την παράβαση του καθήκοντος αρωγής

    Επί της αιτιάσεως που αντλείται από την παράλειψη διενέργειας συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων

    Η εξέταση των υποψηφιοτήτων για μετάθεση ή προαγωγή, δυνάμει του άρθρου 29, παράγραφος 1, στοιχείο α', του ΚΥΚ, πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 45 του ΚΥΚ, το οποίο προβλέπει ρητά συγκριτική εξέταση των προσόντων των υπαλλήλων που έχουν σειρά προαγωγής. Η υποχρέωση διενέργειας της συγκριτικής αυτής εξετάσεως αποτελεί έκφραση τόσο της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των υπαλλήλων όσο και της αρχής που συνίσταται στο δικαίωμα τους να σταδιοδρομούν (σκέψη 54).

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 12 Φεβρουαρίου 1992, Τ-52/90, Volger κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, α ΙΙ-121, σκέψη 24. ΠΕΚ, 26 Οκτωβρίου 1993, Τ-22/92, Weißenfels κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, ο. ΙΙ-1095, σκέψη 66

    Παρουσία πληθώρας επαρκώς συγκλινουσών ενδείξεων οι οποίες ενισχύουν την αιτίαση σχετικά με την έλλειψη αληθούς συγκριτικής εξετάσεως των υποψηφιοτήτων, εναπόκειται οτο καθού θεσμικό όργανο να αποδείξει, με αντικειμενικά στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, ότι τήρησε τις εγγυήσεις που παρέχει το άρθρο 45 του ΚΥΚ στον υπάλληλο, ο οποίος έχει δικαίωμα προαγωγής, και ότι προέβη στη συγκριτική αυτή εξέταση (σκέψη 55).

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 30 Ιανουαρίου 1992, Τ-25/90, Schönherr κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-63, σκέψη 25. ΠΕΚ, 19 Σεπτεμβρίου 1996, Τ-386/94, Allo κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. ΙΙ-1161, σκέψη 39

    Τα θεσμικά όργανα διαθέτουν συναφώς, δυνάμει του ΚΥΚ, την εξουσία να προβαίνουν σε συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων σύμφωνα με τη διαδικασία ή τη μέθοδο την οποία κρίνουν ως την πλέον προσήκουσα (σκέψη 58).

    Παραπομπή: Allo κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 29

    Επειδή η Επιτροπή κατέδειξε ότι όντως εξέτασε τα προσόντα των διαφόρων υποψηφίων και ότι η υποτμηψιότητα του προσφεύγοντος απορρίφθηκε μετά την εξέταση αυτή, η οποία διεξήχθη πρώτα από τη συμβουλευτική επιτροπή διορισμών και στη συνέχεια από την επιτροπή διαχειρίσεως της εξωτερικής υπηρεσίας, βάσει προτάσεως του γενικού διευθυντή της Γενικής Διευθύνσεως Εξωτερικές σχέσεις: Ευρώπη και Νέα Ανεξάρτητα Κράτη, κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, εξωτερική υπηρεσία (ΓΔΙΑ), η αιτίαση που αντλείται από την έλλειψη συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων πρέπει να απορριφθεί.

    Επί της αιτιάσεως που αντλείται από την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως

    Η άσκηση της ευρείας διακριτικής εξουσίας, την οποία διαθέτει η ΑΔΑ όσον αφορά τους διορισμούς, προϋποθέτει «εξονυχιστική εξέταση» των φακέλων των υποψηφίων και μία «ευσυνείδητη τήρηση» των απαιτήσεων που διατυπώθηκαν με την ανακοίνωση κενής θέσεως, ώστε η ΑΔΑ υποχρεούται να απορρίψει οποιαδήποτε υποψηφιότητα δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις αυτές. Η ανακοίνωση κενής θέσεως συνιστά, πράγματι, ένα νομικό πλαίσιο που η ίδια η ΑΔΑ επιβάλλει στον εαυτό της και το οποίο αυτή οφείλει «να τηρεί με απόλυτη ακρίβεια» (σκέψη 63).

    Παραπομπή: ΛΕΚ, 18 Μαρτίου 1993, C-35/92 Ρ, Κοινοβούλιο κατά Frederiksen, Συλλογή 1993, σ. Ι-991, σκέψεις 15 και 16. ΠΕΚ, 19 Μαρτίου 1997, Τ-21/96, Giannini κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. ΙΙ-211, σκέψη 19

    Προκείμενου να ελεγχθεί κατά πόσον η ΑΔΑ δεν υπερέβη τα όρια του εν λόγω νομικού πλαισίου και ενήργησε, επομένως, μόνον προς το συμφέρον της υπηρεσίας υπό την έννοια του άρθρου 7 του ΚΥΚ, απόκειται στο Πρωτοδικείο να διαπιστώσει ποιες ήταν εν προκειμένω οι απαιτούμενες δυνάμει της ανακοινώσεως κενής θέσεως προϋποθέσεις και να εξακριβώσει αν ο επιλεγείς από την ΑΔΑ υποψήφιος για να καταλάβει την κενή θέση πράγματι ανταποκρινόταν στις προϋποθέσεις αυτές. Ο έλεγχος αυτός πρέπει να περιορίζεται στο αν, ενόψει των στοιχείων που οδήγησαν τη διοίκηση στην εκτίμηση της, η τελευταία κινήθηκε εντός ευλόγων ορίων και δεν έκανε χρήση της εξουσίας της κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο. Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ΑΔΑ στην εκτίμηση των προσόντων των υποψηφίων (σκέψη 64).

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 21 Απριλίου 1983, 282/81, Ragusa κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1245, σκέψη 9· ΔΕΚ, 12 Φεβρουαρίου 1987, 233/85, Bonino κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 739, σκέψη 5· Κοινοβούλιο κατά Frederiksen, προπαρατεθείσα, σκέψη 17· ΠΕΚ, 11 Δεκεμβρίου 1991, Τ-169/89, Frederiksen κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-1403· Schönherr κατά ΟΚΕ, προπαρατεθείσα, σκέψη 20· ΠΕΚ, 25 Φεβρουαρίου 1992, Τ-11/91, Schloh κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-203, σκέψη 51· ΠΕΚ, 9 Φεβρουαρίου 1994, Τ-82/91, Latham κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. ΙΙ-61, σκέψη 62· ΠΕΚ, 6 Ιουνίου 1996, Τ-262/94, Baiwir κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. ΙΙ-739, σκέιρη 66· Giannini κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 20. ΠΕΚ, 18 Δεκεμβρίου 1997, Τ-142/95, Delvaux κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. ΙΙ-1247, σκέψη 38

    Σύμφωνα με τις αρχές αυτές, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η ΑΔΑ δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

    Επί της παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

    Κατά την έκδοση αποφάσεως περί πληρώσεως κενής θέσεως, βάσει του άρθρου 29, παράγραφος 1, στοιχείο α', του ΚΥΚ, η ΑΔΑ οφείλει να τηρεί τα κριτήρια που θέτουν τα άρθρα 7 και 27 του ΚΥΚ και να προβαίνει στη συγκριτική εξέταση των προσόντων, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 45 του ΚΥΚ. Επομένως, μια υπόσχεση για προαγωγή, ακόμη και αν θεωρηθεί ως αποδεδειγμένη, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη υπέρ του προσφεύγοντος, εφόσον δόθηκε χωρίς να ληφθούν υπόψη οι εφαρμοστέες διατάξεις του ΚΥΚ (σκέψη 92).

    Παραπομπή: Weißenfels κατά Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 92

    Επί της παραβάσεως του καθήκοντος αρωγής

    Το καθήκον αρωγής της διοικήσείος προς τους υπαλλήλους της αντανακλά την ισορροπία αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που εγκαθίδρυσε ο ΚΥΚ στις σχέσεις μεταξύ της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα. Εντούτοις, η προστασία των δικαιωμάτων και συμφερόντων των υπαλλήλων πρέπει πάντοτε να περιορίζεται στην τήρηση των ισχυόντων κανόνων. Μια υπόσχεση η οποία συνιστά παράβαση των διατάξεων του ΚΥΚ δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει καθήκον αρωγής παρέχον στον υπάλληλο τη δυνατότητα να επιδιώξει οφέλη τα οποία δεν είναι δυνατόν να χορηγηθούν κατά τον ΚΥΚ (σκέψεις 99 και 100).

    Παραπομπή: ΠΕΚ. 16 Μαρτίου 1993, Τ-22/89 και Τ-74/89, Blackman κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. ΙΙ-249, σκέψη 96. ΠΕΚ, 10 Ιουλίου 1997, Τ-81/96, Λποοτολίόης κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. ΙΙ-607, σκέψη 90

    Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 25, δεύτερο εδάφια του ΚΥΚ

    Η υποχρέωση αιτιολογήσεως κάθε αποφάσεως σε βάρος του υπαλλήλου, η οποία διατυπώνεται cno άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, συνιστά βασική αρχή του κοινοτικού δικαίου από την οποία δεν χωρεί παρέκκλιση παρά μόνο για αποχριόντες λύγους. Η υποχρέωση αυτή έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις για να εκτιμήσει τη νομιμότητα της πράξεως που τον βλάπτει και τη σκοπιμότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου και, αφετέρου, να παράσχει στο Πρωτοδικείο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχο του (σκέψεις 113 και 114).

    Παραπομπή: ΠΚΚ. 18 Μαρτίου 1997. Τ-178/95 και Τ-179/95, Picciolo και Caló κατά Επιτροπής των Περιφερειών, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. ΙΙ-155, σκέψη 33' ΠΕΚ, 12 Ιουνίου 1997, Τ-237/95, Carbajo Ferrerο κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, ο. ΙΙ-429, σκέψη 82

    Ενώ η ΑΔΑ δεν είναι υποχρεωμένη να αιτιολογεί τις αποφάσεις περί προαγωγής έναντι των μη προαχθέντων υποψηφίων, υποχρεούται, αντιθέτως, να αιτιολογεί την απόφαση της περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ από μη προαχθέντα υποψήφιο, δεδομένου ότι η αιτιολογία της αποφάσεως αυτής λογίζεται ως συμπίπτουσα με την αιτιολογία της αποφάσεως κατά της οποίας έβαλε η διοικητική ένσταση. Μολονότι η ΑΔΑ δεν είναι, γενικώς, υποχρεωμένη να απαντά στις ενστάσεις, τούτο δεν ισχύει όταν η απόφαση κατά της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση δεν είναι αιτιολογημένη. Πράγματι, η αιτιολογημένη απάντηση που παρέχεται μετά την άσκηση της ένδικης προσφυγής δεν επιτελεί τον σκοπό της ούτε έναντι του ενδιαφερομένου ούτε έναντι του δικαστή (σκέψη 115).

    Παραπομπή: Grassi κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 13· ΔΕΚ, 27 Οκτωβρίου 1977, 121/76, Moli κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1977, σ. 611, σκέψη 12· Picciolo και Caló κατά Επιτροπής των Περιφερειών, προπαρατεθείσα, σκέψη 34· Volger κατά Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα, σκέψη 40· ΠΕΚ, 18 Απριλίου 1996, Τ-13/95, Κυρπίτσης κατά ΟΚΕ, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. ΙΙ-503, σκέψη 74

    Η Επιτροπή, παραλείποντας να διαβιβάσει στον προσφεύγοντα τους λόγους της απορρίψεως της υποψηφιότητας του, αν όχι εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από της υποβολής της ενστάσεως, τουλάχιστον πριν από την άσκηση της προσφυγής, παρέβη το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ. Κατά συνέπεια, κατ' εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, πρέπει να ληφθούν υπόψη όχι μόνον τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, ο οποίος υπήρξε θύμα της παράνομης συμπεριφοράς, αλλά και τα συμφέροντα των τρίτων, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των οποίων θα προσβληθεί ενδεχομένως αν γίνει δεκτό το ακυρωτικό αίτημα (σκέψεις 119, 121 έως 123).

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 23 Φεβρουαρίου 1994, Τ-18/92 και Τ-68/92, Κοΰσιος κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. ΙΙ-171, σκέψη 105· ΠΕΚ, 22 Μαρτίου 1995, Τ-586/93, Κοτζώνης κατά ΟΚΕ, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, ο. ΙΙ-203, σκέψη 107· ΠΕΚ, 19 Οκτωβρίου 1995, Τ-562/93, Obst κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ ΙΙ-737, σκέψη 81

    Ενόψει της πλήρους δικαιοδοσίας του στις διαφορές οικονομικού χαρακτήρα, το Πρωτοδικείο μπορεί, ακόμη και ελλείψει νομότυπου αιτήματος προς τον σκοπό αυτό, να υποχρεώσει το καθού θεσμικό όργανο να καταβάλει αποζημίωση για την ηθική βλάβη που προκάλεσε το υπηρεσιακό του πταίσμα. Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η καταβολή αποζημιώσεως συνιστά τη μορφή αποκαταστάσεως που ικανοποιεί κατά τον καλύτερο τρόπο τόσο τα συμφέροντα του προσφεύγοντος όσο και τις απαιτήσεις της υπηρεσίας.

    Κατά τον προσδιορισμό της ζημίας πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο προσφεύγων υποχρεώθηκε να κινήσει ένδικη διαδικασία για να πληροφορηθεί την αιτιολογία της αποφάσεως περί απορράρεως της υποτμηψιότητάς του (σκέψεις 122 και 123).

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 5 Ιουνίου 1980, 24/79, Oberthür κατά Επιτηοπής, Συλλογή τόμος 1980/11, ο. 229, οκέψη 14

    Διατακτικό:

    Το Πρωτοδικείο υποχρεώνει την Επιτροπή να καταβάλει στον προσφεύγοντα ποσό 400 ECU ως αποζημίωση λόγω υπηρεσιακού πταίσματος.

    Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

    Top