Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61996TJ0157

    Περίληψη της αποφάσεως

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (τέταρτο τμήμα)

    της 29ης Ιανουαρίου 1998

    Υπόθεση Τ-157/96

    Paolo Salvatore Affiatato

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    «Υπάλληλοι — Γενικός διαγωνισμός — Μη εγγραφή στον πίνακα επιτυχόντων — Έγγραφο με το οποίο διορθώνεται μια πρώτη ανακοίνωση που είχε αποσταλεί στον υποψήφιο — Νομική σχέση μεταξύ του οργάνου και ενός υποιρηφίου σε διαγωνισμό — Υποχρέωση αιτιολογίας — Αποζημίωση για την υλική ζημία και την ηθική βλάβη — Παραδεκτό»

    Πλήρες κείμενο στην ιταλική γλώσσα   II-97

    Αντικείμενο:

    Προσφυγή-αγωγή με αντικείμενο, αφενός, να κηρυχθεί έγκυρη η επιστολή με την οποία ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής του διαγωγισμού COM/B/794 πληροφόρησε τον προσφεύγοντα για την εγγραφή του στον πίνακα επιτυχόντων του εν λόγω διαγωνισμού, κατά κύριο λόγο, και επικουρικώς να ακυρωθούν οι παράνομες φάσεις του διαγωνισμού αυτού, και αφετέρου, να επιδικασθεί αποζημίωση για την υλική ζημία και την ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων-ενάγων.

    Αποτέλεσμα:

    Απόρριψη. Επιδίκαση αποζημιώσεως για την ηθική βλάβη.

    Επιτομή της αποφάσεως

    Ο προσφεύγων μετέχει στον γενικό διαγωνισμό COM/B/794 που διοργανώθηκε από την Επιτροπή ενόψει της καταρτίσεως πίνακα μελλοντικών προσλήψεων αναπληρωτών βοηθών διοικήσεως της κατηγορίας Β (ΕΕ 1995; C 120 Α, σ. 9). Αφού έλαβε μέρος στις γραπτές εξετάσεις, ο προσφεύγων γίνεται δεκτός και στις προφορικές που πραγματοποιούνται στις 13 Ιουνίου 1996.

    Με επιστολή της 5ης Ιουλίου 1996, ο προϊστάμενος της μονάδας 7 «Προσλήψεις» της διευθύνσεως Α «Προσωπικό» της Γενικής Διευθύνσεως Προσωπικού και Διοικήσεως (ΓΔIX) της Επιτροπής (μονάδα ΙΧ.Α.7) πληροφορεί τον προσφεύγοντα, στο όνομα του προέδρου της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού, ότι η εξεταστική επιτροπή περάτωσε τις εργασίες της. Στην επιστολή αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι η προσληφθησόμενοι θα επιλεγούν από τον πίνακα επιτυχόντων ενόψει της πληρώσεως των θέσεων που κενώθηκαν και ότι η Επιτροπή ενδέχεται να καλέσει τον προσφεύγοντα σε συνέντευξη με εκπρόσωπο κάποιας υπηρεσίας που θα μπορούσε να του προσφέρει θέση.

    Με επιστολή της 10ης Ιουλίου 1996, ο προϊστάμενος της μονάδας ΙΧ.Α.7, πάντα στο όνομα του προέδρου της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού, πληροφορεί τον προσφεύγοντα ότι η από 5 Ιουλίου 1996 επιστολή τού απεστάλη εκ παραδρομής και του διευκρινίζει ότι, πράγματι, πέτυχε μεν σε όλες τις εξετάσεις, πλην όμως, δυστυχώς, η γενική βαθμολογία του δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να τον εγγράψει στον πίνακα επιτυχόντων σύμφωνα με την παράγραφο 11 της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Εξάλλου, ο εν λόγω προϊστάμενος του ζητεί συγγνώμη εκ μέρους της επιτροπής για το τεράστιο σφάλμα που συνιστούσε η επιστολή της 5ης Ιουλίου 1996.

    Ο προσφεύγων απαντά με επιστολή της 18ης Ιουλίου 1996 δηλώνοντας ότι δεν δέχεται το περιεχόμενο της επιστολής της 10ης Ιουλίου 1996, καθόσον τροποποιούνται στοιχεία που οριστικοποιήθηκαν στις 5 Ιουλίου 1996. Κατά συνέπεια, ζητεί να επανεγγραφεί στον πίνακα επιτυχόντων.

    Ο προϊστάμενος της μονάδας ΙΧ.Α7, με επιστολή της 2ας Αυγούστου 1996, επιβεβαιώνει τη γενική βαθμολογία του προσφεύγοντος, όπως αυτή του γνωστοποιήθηκε με την από 10 Ιουλίου 1996 επιστολή και απορρίπτει το αίτημα του.

    Επί του κυρίου αιτήματος, δηλαδή να κηρυχθεί έγκυρη η επιστολή του προέδρου της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού COM/B/794, της 5ης Ιουλίου 1996, με την οποία ο προσφεύγων πληροφορήθηκε την εγγραφή του στον πίνακα επιτυχόντων και κατά συνέπεια να επανεγγραφεί ο προσφεύγων στον εν λόγω πίνακα

    Οι νομικές σχέσεις που διαμορφώνονται μεταξύ των υποψηφίων σε γενικό διαγωνισμό που διοργανώνεται ενόψει της λειτουργίας της κοινοτικής δημόσιας υπηρεσίας, διαγωνισμό που διέπεται από τις διατάξεις του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΚΥΚ) και ιδίως από το παράρτημα III αυτού, αφενός και του οργάνου το οποίο διοργανώνει τον διαγωνισμό, αφετέρου, ανάγονται στο δημόσιο δίκαιο και υπόκεινται στις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου (σκέτμη 19).

    Ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως την οποία ισχυρίζεται ότι περιέχει η από 10 Ιουλίου 1996 επιστολή, περί αποκλεισμού του από τον πίνακα επιτυχόντων του διαγωνισμού COM/B/794. Επομένως, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι δηλαδή εξέρχεται των ορίων του ενδίκου ελέγχου που ασκεί το Πρωτοδικείο είναι απορριπτέο (σκέψη 20).

    Τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ εξαρτούν το παραδεκτό της προσφυγής από την προϋπόθεση ότι αυτή ασκείται κατά βλαπτικής πράξεως. Ως βλαπτικές πράξεις μπορούν να χαρακτηρισθούν μόνον οι πράξεις που θίγουν απευθείας και αμέσως τη νομική κατάσταση των ενδιαφερομένων. Δεδομένου ότι προϋποθέσεις παραδεκτού που καθορίζουν τα δύο αυτά άρθρα είναι δημοσίας τάξεως, ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να τις εξετάσει αυτεπαγγέλτως (σκέψη 21).

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 21 Ιανουαρίου 1987, 204/85, Στρογγυλή κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1987, ο. 389, σκέψη 6· ΠΕΚ, 11 Ιουλίου 1996, Τ-587/93, Ortega Urretavizcaya κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ., σ. ΙΙ-1027, σκέψη 25

    Οι δύο επιστολές της 5ης και της 10ης Ιουλίου 1996, που απλώς πληροφορούν τον προσφεύγοντα για την απόφαση της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού COM/B/794 περί καταρτίσεως του πίνακα επιτυχόντων, από τις οποίες η δεύτερη διορθώνει τις ανακριβείς πληροφορίες που γνωστοποιήθηκαν με την πρώτη, δεν αποτελούν καθεαυτές βλαπτικές πράξεις κατά των οποίων θα μπορούσε να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως. Αντιθέτως η απόφαση της εξεταστικής επιτροπής COM/B/794, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του προσφεύγοντος να εγγραφεί στον πίνακα επιτυχόντων μπορεί, καταρχήν, να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής (σκέψη 26).

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 6 Απριλίου 1992, Τ-74/91, Tancredi κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. II-1645, σκέψεις 16 έως 18

    Επί του επικουρικού αιτήματος, της ακυρώσεως των παρανόμων φάσεων του διαγωνισμού

    Το απόρρητο που περιβάλλει τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής, κατά το άρθρο 6 του παραρτήματος III του ΚΥΚ, θεσπίστηκε προκειμένου να κατοχυρωθεί η ανεξαρτησία των εξεταστικών επιτροπών των διαγωνισμών και η αντικειμενικότητα των εργασιών τους, οι οποίες προστατεύονται από εξωτερικές παρεμβάσεις και πιέσεις προερχόμενες είτε από τις ίδιες τις κοινοτικές διοικητικές αρχές είτε από τους υποψηφίους είτε από τρίτους. Συνεπώς, η τήρηση του απορρήτου αποκλείει τόσο τη δημοσιοποίηση της στάσεως που τήρησαν τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής όσο και την αποκάλυψη οποιουδήποτε στοιχείου που αφορά προσωπικές εκτιμήσεις και συγκρίσεις σχετικά με τους υποψηφίους. Υπό τις συνθήκες αυτές, κατά την υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων των εξεταστικών επιτροπών διαγωνισμού πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φύση των εν λόγω εργασιών (σκέψη 33).

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 4 Ιουλίου 1996, Κοινοβούλιο κατά Innamorali, C-254/95 Ρ, Συλλογή 1996, σ. I-3423, σκέψεις 24 και 25

    Οι εργασίες μιας εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού περιλαμβάνουν, κατά κανόνα, δύο τουλάχιστον διακεκριμένα στάδια, ήτοι, πρώτον, την εξέταση των αιτήσεων συμμετοχής προκειμένου να επιλεγούν οι υποψήφιοι στους οποίους θα επιτραπεί να μετάσχουν στον διαγωνισμό και, δεύτερον, την εξέταση των προσόντων των υποτμηφίων για την προς πλήρωση θέση, ώστε να καταρτιστεί πίνακας επιτυχόντων. Το δεύτερο στάδιο είναι κυρίως συγκριτικής φύσεως και ως εκ τούτου καλύπτεται από το απόρρητο που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με τις εργασίες αυτές. Οι συγκριτικής φύσεως εκτιμήσεις της εξεταστικής επιτροπής αντανακλώνται στους βαθμούς που αυτή δίνει στους υποψηφίους. Οι βαθμοί αυτοί αποτελούν την έκφραση της αξιολογήσεως του καθενός εξ αυτών (σκέψη 34).

    Παραπομπή: Κοινοβούλιο κατά Innamorati, προπαρατεθείσα, σκέψεις 26, 28 και 30

    Λαμβανομένου υπόψη του απορρήτου που πρέπει να περιβάλλει τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής, η γνωστοποίηση των βαθμών που λαμβάνουν οι υποψήφιοι στις διάφορες εξετάσεις συνιστά επαρκή αιτιολογία των αποφάσεων της εξεταστικής επιτροπής. Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι πρακτικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει μια εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού με υψηλό αριθμό συμμετεχόντων, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η εξεταστική επιτροπή θα γνωστοποιεί στους υποψηφίους, καταρχάς, μόνο το γενικό αποτέλεσμα των εξετάσεων και ότι θα τους γνωστοποιεί αργότερα τη λεπτομερή βαθμολογία τους εφόσον το ζητήσουν (σκέψη 35).

    Παραπομπή: Κοινοβούλιο κατά Innamorati, προπαρατεθείσα, σκέψεις 31 και 33

    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, πρώτον, η εξεταστική επιτροπή δεν είχε την υποχρέωση να γνωστοποιήσει τους βαθμούς που έλαβαν οι υποψήφιοι στις διάφορες εξετάσεις πριν λάβει την απόφαση περί καταρτίσεως του πίνακα επιτυχόντνων. Δεύτερον, από το απόρρητο που χαρακτηρίζει, ως εκ της φύσεως τους, τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής κατά το δεύτερο στάδιο του διαγωνισμού προκύπτει ότι καλώς οι προφορικές εξετάσεις έγιναν κεκλεισμένων των θυρών και χωρίς την παρουσία τρίτων προσώπων. Τρίτον, με την επιστολή της 10ης Ιουλίου 1996, ο προσφεύγων πληροφορήθηκε τους βαθμούς που έλαβε στις διάφορες εξετάσεις, τη συνολική βαθμολογία του και τη βαθμολογία του τελευταίου υποψηφίου που εγγράφηκε στον πίνακα επιτυχόντων σύμφωνα με την παράγραφο XI της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Επομένως, αφενός ο διαγωνισμός δεν παραβίασε κανένα κανόνα περί διαφάνειας ή δημοσιότητας και, αφετέρου, η απόφαση της εξεταστικής επιτροπής αιτιολογείται επαρκώς (σκέψεις 36 και 37).

    Επί του αιτήματος της επιδικάσεως αποζημιώσεως για την υλική ζημία και την ηθική βλάβη

    Κατά το άρθρο 19 του Οργνανισμού (ΕΚ) του Δικαστηρίου και το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ', του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να εκτίθενται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να μπορεί ο μεν καθού διάδικος να προετοιμάσει την άμυνα του, το δε Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί της προσφυγής, ενδεχομένως χωρίς να χρειάζεται άλλα στοιχεία. Προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης πρέπει, για να είναι παραδεκτή η προσφυγή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται να προκύπτουν, συνοπτικά τουλάχιστον, αλλά πάντως κατά τρόπο συγκροτημένο και κατανοητό, από το ίδιο το δικόγραφο της προσφυγής (σκέψη 44).

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 18 Σεπτεμβρίου 1996, Τ-387/94, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II-961, oxéxpu 106

    Συγκεκριμένα, για να πληροί τις απαιτήσεις αυτές το δικόγραφο με το οποίο ζητείται αποζημίωση για τις ζημίες που φέρεται ότι προξένησε κάποιο κοινοτικό όργανο, πρέπει να περιέχει τα στοιχεία προσδιορισμού της συμπεριφοράς που ο ενάγων προσάπτει στο όργανο, τους λόγους για τους οποίους φρονεί ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη, καθώς και να διευκρινίζει τη φύση και την έκταση της ζημίας. Όμως, το αίτημα επιδικάσεως αποζημιώσεως, γενικώς, στερείται της απαιτούμενης σαφήνειας και κατά συνέπεια πρέπει να θεωρηθεί απαράδεκτο (σκέψη 45).

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 2 Δεκεμβρίου 1971, 5/71, Zuckerfabrik Schöppenstedt κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 1025, σκέψη 9· ΠΕΚ, 1 Ιουλίου 1994, Τ-505/93, Osório κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994 σ. II-581, σκέψη 33

    Η παράβαση του άρθρου 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ', του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, συγκαταλέγεται μεταξύ των λόγων απαραδέκτου που το Πρωτοδικείο μπορεί οποτεδήποτε να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, δυνάμει του άρθρου 113 του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας (σκέψη 46)

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 14 Δεκεμβρίου 1966, 3/66, Alfieri κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή τόμος 1965-1968, α 463· Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεΟείσα, σκέψη 108

    Με την προσφυγή του, όμως, ο προσφεύγων περιορίστηκε, χωρίς άλλη διευκρίνιση, να ζητήσει από το Πρωτοδικείο να του επιδικάσει αποζημίωση για την υλική ζημία και την ηθική βλάβη που υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω της «τουλάχιστον διφορούμενης συμπεριφοράς της εξεταστικής επιτροπής και των άλλων εμπλεκομένων οργάνων». Ούτε το αίτημα αυτό ούτε το δικόγραφο της προσφυγής στο σύνολο του δίνουν τη δυνατότητα να προσδιοριστεί με τον απαιτούμενο βαθμό σαφήνειας και ακρίβειας η φύση και η έκταση της ζημίας που υποστηρίζει ότι υπέστη ο προσφεύγων ή οι λόγοι για τους οποίους θεωρεί ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς που προσάπτει στην Επιτροπή και της εν λόγω ζημίας (σκέψη 47).

    Καίτοι, υπό ειδικές περιστάσεις, δεν είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται με το εισαγωγικό δικόγραφο η ακριβής έκταση της ζημίας και να προσδιορίζεται το ύψος της αιτουμένης αποζημιώσεως, ο προσφεύγων δεν απέδειξε ούτε καν επικαλέστηκε, με την προσφυγή του, την ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων (σκέψη 48).

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 10 Ιουλίου 1990, Τ-64/89, Automec κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II-367, σκέψεις 75 έως 77· Osório κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 35

    Όσον αφορά την ηθική βλάβη, εκτός του ότι ελλείπει παντελώς οποιαδήποτε εκτίμηση της, ο προσφεύγων δεν έδωσε στο Πρωτοδικείο τη δυνατότητα να εκτιμήσει την έκταση και τη φΰση της. Όμως, ασχέτως του αν η αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ζητείται συμβολικώς ή ενόψει της επιδικάσεως πραγματικής αποζημιώσεως, ο προσφεύγων οφείλει εν πάση περιπτώσει να διευκρινίσει τη φύση της προβαλλόμενης ηθικής βλάβης σε σχέση με τη συμπεριφορά που προσάπτει στην Επιτροπή, και στη συνέχεια να εκτιμήσει, έστω και κατά προσέγγιση, το σύνολο της ζημίας αυτής (σκέψη 49).

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 15 Φεβρουαρίου 1995, Τ-112/94, Moat κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. II-135, σκέψη 38

    Δεδομένου πάντως ότι πρόκειται για προσφυγή πλήρους δικαιοδοσίας, το Πρωτοδικείο έχει την αρμοδιότητα, δυνάμει του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ ακόμη και αν δεν διατυπώνεται νομότυπο αίτημα, όχι μόνο να ακυρώσει αλλά και ενδεχομένως να υποχρεώσει αυτεπαγγέλτως τον καθού διάδικο να καταβάλει αποζημίωση για την ηθική βλάβη που προκλήθηκε λόγω υπηρεσιακού πταίσματος (σκέψη 51).

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 16 Δεκεμβρίου 1960, 44/59, Fiddelaar κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 539· ΔΕΚ, 5 Ιουνίου 1980, 24/79, Oberthür κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/11, σ. 229· ΠΕΚ, 26 Ιανουαρίου 1995, de Compte κατά Κοινοβουλίου, Τ-90/91 και Τ-62/92, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, α ΙΙ-1, σκέψη 64

    Συναφώς, τα κοινοτικά όργανα που είναι μεγάλες υπηρεσίες, καλά εξοπλισμένες, πρέπει να επιδεικνύουν επιμέλεια έναντι του οικείου προσωπικού και των πολιτών. Εν προκειμένω, το σφάλμα που διέπραξαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής είναι το αποτέλεσμα προφανούς ελλείψεως επιμέλειας εκ μέρους αυτών έναντι του προσφεύγοντος πράγμα που συνιστά υπηρεσιακό πταίσμα, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση ηθικής βλάβης στον προσφεύγοντα. Η λήψη από τον υποψήφιο σε διαγωνισμό μιας επιστολής που του αγγέλλει τη μη εγγραφή του στον πίνακα επιτυχόντων είναι κατ' αρχήν ικανή να προκαλέσει αρνητική αντίδραση εκ μέρους του, πλην όμως εν προκειμένω, η επιστολή της 10ης Ιουλίου 1996, με την οποία ο προσφεύγων πληροφορήθηκε τη μη εγγραφή του, ακολούθησε την από 5 Ιουλίου 1996 επιστολή που, εκ παραδρομής, τον πληροφορούσε για το αντίθετο, αυξάνοντας έτσι την απογοήτευση του και προκαλώντας του χωρίς λόγο πρόσθετη λύπη συνιστώσα ηθική βλάβη (σκέψεις 52 έως 54).

    Παραπομπή: De Compte κατά Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα, ακέψη 65

    Διατακτικό:

    Το Δικαστήριο απορρίπτει τα αιτήματα της προσφυγής.

    Υποχρεώνειτην Επιτροπή να καταβάλει στον προσφεύγοντα το ποσό των 30000 βελγικών φράγκων ως αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης.

    Top