Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61994TJ0007

    Περίληψη της αποφάσεως

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 29ης Ιανουαρίου 1997

    Υπόθεση Τ-7/94

    Hilde Adriaenssens κ.λπ.

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    «Υπάλληλοι — Πρ οσφυγή ακυρώσεως — Εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών εφαρμόζοντα τις κλίμακες ορισμένων γονικών εισφορών που καθορίζονται από διοργανική επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως — Παραδεκτό — Προθεσμία — Παραγραφή»

    Πλήρες κείμενο οτη γαλλική γλώσσα   II-1

    Αντικείμενο:

    Προσφυγή που έχει ως αντικείμενο, αφενός, την ακύρωση των σιωπηρών αποφάσεων της Επιτροπής περί απορρίψεως των ενστάσεων των προσφευγόντων, σχετικά με την ευθυγράμμιση των ισχυουσών στο Λουξεμβούργο κλιμάκων προς τις ισχύουσες στις Βρυξέλλες όσον αφορά την παρακράτηση των γονικών εισφορών που καταβάλλουν οι προσφεύγοντες ως χρήστες υπηρεσιών βρεφονηπιακού και παιδικού σταθμού και, αφετέρου, καθόσον οι αποφάσεις αυτές στηρίζονται σε απόφαση της επιτροπής κοινωνικών δραστηριοτήτων περί καθορισμού των κλιμάκων αυτών, τη διαπίστωση του παρανόμου της εν λόγω αποφάσεως.

    Αποτέλεσμα:

    Απαράδεκτο.

    Επιτομή της αποφάσεως

    Στο Λουξεμβούργο όπως και στις Βρυξέλλες, τα κοινοτικά όργανα παρέχουν στους ενδιαφερομένους υπηρεσίες βρεφονηπιακού και παιδικού σταθμού ενταγμένου στο Κέντρο Παιδικής Ηλικίας (στο εξής: ΚΠΗ) έναντι γονικής εισφοράς, η οποία παρακρατείται μηνιαίως από τις αποδοχές του ενδιαφερομένου υπαλλήλου. Στο Λουξεμβούργο, οι κλίμακες εισφορών έναντι της παροχής των υπηρεσιών αυτών καθορίζονται από την επιτροπή κοινωνικών δραστηριοτήτων (στο εξής: ΕΚΔ), διοργανικό όργανο ίσης εκπροσωπήσεως, στο οποίο μετέχουν οι εκπρόσωποι των κοινοτικών οργάνων που βρίσκονται στην πόλη αυτή.

    Οι προσφεύγοντες, υπάλληλοι της Επιτροπής, είναι γονείς τέκνων τα οποία πηγαίνουν στο ΚΠΗ.

    Κάθε ένας από τους δέκα προσφεύγοντες υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση αρωγής μεταξύ της 6ης Οκτωβρίου και της 11ης Νοεμβρίου 1992, κατ' εφαρμογή των άρθρων 24 και 90, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΚΥΚ). Ισχυριζόμενοι ότι η απόφαση της ΕΚΔ περί καθορισμού των ισχυουσών για το Λουξεμβούργο κλιμάκων συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον οι κλίμακες αυτές είναι αισθητά μεγαλύτερες από τις ισχύουσες για τις Βρυξέλλες, ζήτησαν από την Επιτροπή να συναγάγει τις συνέπειες του παρανόμου της αποφάσεως αυτής. Της ζητούν επίσης να λάβει, υπό την ιδιότητα της ως μέλους του ΚΠΗ, κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο έτσι ώστε να παύσει να υπάρχει η διαφορά των κλιμάκων μεταξύ Βρυξελλών και Λουξεμβούργου και να εξασφαλιστεί η διαφάνεια της διαχειρίσεως των κοινωνικών δραστηριοτήτων.

    Στις 20 Απριλίου 1993 η Επιτροπή απάντησε στις αιτήσεις αρωγής των προσφευγόντων, διατεινόμενη ότι το γεγονός ότι η ΕΚΔ αποτελεί διοργανικό όργανο ίσης εκπροσώπησης δεν παρέχει τη δυνατότητα στους εκπροσώπους της να έχουν αποφασιστική επιρροή επί των αποφάσεων του εν λόγω οργάνου.

    Tov Μάιο του 1993 οι προσφεύγοντες υπέβαλαν διοικητικές ενστάσεις, με τις οποίες ζήτησαν από την Επιτροπή να ευθυγραμμίσει τις κρατήσεις από τις μηνιαίες αποδοχές τους προς αυτές που θα ίσχυαν αν αυτοί υπηρετούσαν σας Βρυξέλλες.

    Στις 19 Οκτωβρίου 1993 η Επιτροπή απέρριψε τις ως άνω ενστάσεις.

    Στις 13 Ιανουαρίου 1994 οι προσφεύγοντες άσκησαν την παρούσα προσφυγή.

    Επί του παραδεκτού

    Προς εκτίμηση του βάσιμου του λόγου περί του απαραδέκτου ο οποίος στηρίζεται στο εκπρόθεσμο της προσφυγής, πρέπει να εξεταστεί προηγουμένως αν οι αιτήσεις τις οποίες υπέβαλαν οι προσφεύγοντες στην Επιτροπή μεταξύ της 6ης Οκτωβρίου και της 11ης Νοεμβρίου 1992 αποτελούν πράγματι αιτήσεις αρωγής κατά την έννοια των άρθρων 24 και 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ (σκέτμη 23).

    Το άρθρο 24 του ΚΥΚ αποσκοπεί στην προστασία των υπαλλήλων έναντι των πράξεων τρίτων και όχι της ίδιας της υπηρεσίας. Όμως, η ΕΚΔ, η οποία καθόρισε τις επίμαχες κλίμακες, δεν αποτελεί τρίτο έναντι της Επιτροπής. Πράγματι, αυτό το διοργανικό όργανο ίσης εκπροσωπήσεως δεν προβλέπεται αυτοτελώς από τον ΚΥΚ, κατ' αυτού δε, ως τέτοιου, δεν μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του κοινοτικού δικαστή (σκέψη 24).

    Παραπομπή: ΠΕΚ, 22 Σεπτεμβρίου 1994, Τ-495/93, Carrer κ.λπ. κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. II-651, σκέψη 22

    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι αιτήσεις που υπέβαλαν οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αιτήσεις αρωγής υπό την έννοια του άρθρου 24 του ΚΥΚ (σκέψη 25).

    Με την προσφυγή ζητείται, κυρίως, από την Επιτροπή, υπό την ιδιότητα της ως μέλους της ΕΚΔ, να ενεργήσει στο πλαίσιο αυτού του διοργανικού οργάνου έτσι ώστε το ποσό των παρακρατούμενων από τις μηνιαίες αποδοχές γονικών εισφορών να ευθυγραμμιστεί προς αυτό που θα ίσχυε κατ' εφαρμογή των ισχυουσών για τις Βρυξέλλες κλιμάκων. Τα δύο άλλα αιτήματα είναι δευτερεύοντα σε σχέση με αυτό (σκέψη 26).

    Με την προσφυγή οι προσφεύγοντες αμφισβητούν τη νομιμότητα της αποφάσεως της ΕΚΔ περί καθορισμού των ισχυουσών για το Λουξεμβούργο κλιμάκων και βάλλουν κατά των ποσών που παρακρατούνται μηνιαίως από τις αποδοχές τους ως γονική εισφορά. Όμως, η δυνατότητα υποβολής αιτήματος κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, δεν παρέχει τη δυνατότητα στους υπαλλήλους να μην τηρούν τις προθεσμίες των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ όσον αφορά την υποβολή ενστάσεως και την άσκηση προσφυγής, αμφισβητώντας έμμεσα, με την υποβολή αιτήματος, προηγούμενη απόφαση η οποία δεν είχε αμφισβητηθεί εμπροθέσμως. Πρέπει να προστεθεί ότι το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, όπως και το άρθρο 175 της Συνθήκης ΕΚ, αφορά την περίπτωση όπου δεν υφίσταται απόφαση ή πράξη και όχι «την έκδοση πράξεως διαφορετικής από εκείνη την οποία ο ενδιαφερόμενος θα θεωρούσε ή θα έκρινε απαραίτητη» (σκέψη 27).

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 13 Νοεμβρίου 1986, 232/85, Becker κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, α 3401, σκέψη 8· ΠΕΚ, 7 Φεβρουαρίου 1991, Τ-58/89, Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1991, α II-77, σκέψη 24· ΠΕΚ, 6 Ιουνίου 1996, Τ-391/94, Baiwir κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, α Π-787, ακέψη 33

    Οι αιτήσεις που υπέβαλαν οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αιτήσεις υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έπρεπε να τις θεωρήσει ως ενστάσεις εκ μέρους των προσφευγόντων στρεφόμενες κατά των εκκαθαριστικών σημειωμάτων των αποδοχών τους (σκέψη 28).

    Τα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών αποτελούν βλαπτικές πράξεις, ικανές να αποτελέσουν το αντικείμενο ενστάσεως και, ενδεχομένως, προσφυγής (σκέψη 29).

    Παραπομπή: ΔΕΚ, 19 Ιανουαρίου 1984, 262/80, Andersen κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1984, σ. 195, σκέψη 4 ΠΕΚ, 27 Οκτωβρίου 1994, Τ-64/92, Chavane de Dalmassy κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, α II-723, σκέψη 20- ΠΕΚ, 27 Οκτωβρίου 1994, Τ-536/93, Benzler, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, α II-777, σκέψη 15

    Οι φερόμενες ως αιτήσεις προσφευγόντων, που υποβλήθηκαν μεταξύ της 6ης Οκτωβρίου και της 11ης Νοεμβρίου 1992, αποτέλεσαν το αντικείμενο σιωπηρών απορριπτικών αποφάσεων μεταξύ της 6ης Φεβρουαρίου και της 11ης Μαρτίου 1993, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, in fine, του ΚΥΚ. Επομένως, η προσφυγή η οποία κατατέθηκε μόλις σας 13 Ιανουαρίου 1994 ασκήθηκε δέκα και πλέον μήνες μετά τις άνω σιωπηρές απορριπτικές αποφάσεις πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη (σκέψη 30).

    Το απαράδεκτο της προσφυγής δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι, διαρκούσης της προθεσμίας προς άσκηση της προσφυγής, η Επιτροπή απάντησε στις ενστάσεις των προσφευγόντων με έγγραφα της 20ής Απριλίου 1993. Πράγματι, και αν ακόμη υποτεθεί ότι τα έγγραφα αυτά θα μπορούσαν, σύμφωνα με το άρθρο 91, παράγραφος 3, δεύτερη περίπτωση, in fine, του ΚΥΚ, να οδηγήσουν σε νέα έναρξη της προθεσμίας προς άσκηση προσφυγής, η προσφυγή αυτή, που κατατέθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1994, ασκήθηκε προφανώς μετά τη λήξη της νέας αυτής υποθετικής προθεσμίας (σκέψη 32).

    Τέλος, το ίδιο ισχύει όσον αφορά τα έγγραφα της 19ης Οκτωβρίου 1993 που απέστειλε η Επιτροπή σε απάντηση στις ενστάσεις τις οποίες οι προσφεύγοντες είχαν υποβάλει τον Μάιο του 1993. Πράγματι, το γεγονός ότι ένα κοινοτικό όργανο ασχολείται επί της ουσίας με εκπροθέσμως υποβληθείσα ένσταση, η οποία είναι συνεπώς απαράδεκτη, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την παρέκκλιση από το σύστημα των επιτακτικών προθεσμιών και την εκ νέου δημιουργία δικαιώματος προς άσκηση προσφυγής. Μια τέτοια ένσταση σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δημιουργήσει εκ νέου υπέρ των προσφευγόντων ένα ήδη αποσβεσθέν δικαίωμα προσφυγής κατά των αποφάσεων περί απορρίψεως των ενστάσεων τους του Οκτωβρίου/Νοεμβρίου 1992, οι οποίες έχουν καταστεί απρόσβλητες (σκέψη 33).

    Παραπομπή: Carrer κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψεις 20 και 21

    Επί των δικαστικών εξόδων

    Βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο μπορεί να καταδικάσει ακόμη και τον νικήσαντα διάδικο στην καταβολή των εξόδων στα οποία αναγκάστηκε να υποβληθεί ο αντίδικος του, αν κρίνει ότι τα έξοδα αυτά προκλήθηκαν χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως. Με τα έγγραφα της 20ής Απριλίου 1993, διαρκούσης της προθεσμίας προς άσκηση προσφυγής κατά των σιωπηρών αποφάσεων περί απορρίψεως των αιτήσεων τις οποίες η Επιτροπή όφειλε να θεωρήσει ως ενστάσεις, το καθού κοινοτικό όργανο παρέλειψε να απαντήσει επί του κυρίου αιτήματος των προσφευγόντων. Τα εν λόγω έγγραφα ήταν ικανά να παραπλανήσουν τους ενδιαφερομένους. Γι' αυτό πρέπει να καταδικαστεί η Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων (σκέψεις 35 έως 38).

    Διατακτικό:

    Το Πρωτοδικείο απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

    Η καθής φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

    Top