EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32016R1011

Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

OJ L 171, 29.6.2016, p. 1–65 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 09/01/2024

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2016/1011/oj

29.6.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 171/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2016/1011 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 8ης Ιουνίου 2016

σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η τιμολόγηση πολλών χρηματοπιστωτικών μέσων και συμβάσεων εξαρτάται από την ακρίβεια και την ακεραιότητα των δεικτών αναφοράς. Οι σοβαρές περιπτώσεις παραποίησης των δεικτών αναφοράς επιτοκίων, όπως των LIBOR και Euribor, καθώς και οι καταγγελίες σχετικά με την παραποίηση δεικτών αναφοράς στον τομέα της ενέργειας, του πετρελαίου και του ξένου συναλλάγματος δείχνουν ότι οι δείκτες αναφοράς μπορεί να υπόκεινται σε συγκρούσεις συμφερόντων. Η χρήση διακριτικής ευχέρειας και τα ασθενή καθεστώτα διακυβέρνησης αυξάνουν την τρωτότητα των δεικτών αναφοράς στην παραποίηση. Οι ελλείψεις ή οι αμφιβολίες σε ό,τι αφορά την ακρίβεια και την ακεραιότητα των δεικτών που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς μπορούν να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη στην αγορά, να ζημιώσουν τους καταναλωτές και τους επενδυτές και να προκαλέσουν στρεβλώσεις στην πραγματική οικονομία. Επομένως, είναι απαραίτητο να διασφαλιστούν η ακρίβεια, η αρτιότητα και η ακεραιότητα των δεικτών αναφοράς και της διαδικασίας καθορισμού τους.

(2)

Η οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) περιλαμβάνει ορισμένες απαιτήσεις σχετικά με την αξιοπιστία των δεικτών αναφοράς που χρησιμοποιούνται για την τιμολόγηση εισηγμένου χρηματοπιστωτικού μέσου. Η οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) περιλαμβάνει ορισμένες απαιτήσεις για τους δείκτες αναφοράς που χρησιμοποιούνται από εκδότες. Η οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) περιλαμβάνει ορισμένες απαιτήσεις για τους δείκτες αναφοράς που χρησιμοποιούνται από ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ). Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) περιλαμβάνει διατάξεις για την απαγόρευση της παραποίησης των δεικτών αναφοράς που χρησιμοποιούνται για τα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής. Ωστόσο, οι εν λόγω νομοθετικές πράξεις δεν καλύπτουν παρά ορισμένες πτυχές κάποιων δεικτών αναφοράς και δεν αντιμετωπίζουν όλα τα τρωτά σημεία που παρατηρούνται στην παροχή του συνόλου των δεικτών αναφοράς ούτε καλύπτουν όλες τις χρήσεις χρηματοπιστωτικών δεικτών αναφοράς στον χρηματοπιστωτικό κλάδο.

(3)

Οι δείκτες αναφοράς είναι ζωτικής σημασίας για την τιμολόγηση διασυνοριακών συναλλαγών, διευκολύνοντας με αυτόν τον τρόπο την αποτελεσματική λειτουργία της εσωτερικής αγοράς σε ευρύ φάσμα χρηματοπιστωτικών μέσων και υπηρεσιών. Πολλοί δείκτες αναφοράς που χρησιμοποιούνται ως τιμές αναφοράς σε χρηματοπιστωτικές συμβάσεις, ιδίως ενυπόθηκα δάνεια, παρέχονται σε ένα κράτος μέλος, αλλά χρησιμοποιούνται από πιστωτικά ιδρύματα και καταναλωτές σε άλλα κράτη μέλη. Επιπλέον, αυτά τα πιστωτικά ιδρύματα συχνά αντισταθμίζουν τους κινδύνους τους ή εξασφαλίζουν χρηματοδότηση για τη χορήγηση των εν λόγω χρηματοπιστωτικών συμβάσεων στη διασυνοριακή διατραπεζική αγορά. Μόνο λίγα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει εθνικούς κανόνες σχετικά με τους δείκτες αναφοράς, αλλά τα αντίστοιχα νομοθετικά πλαίσιά τους ήδη εμφανίζουν αποκλίσεις όσον αφορά πτυχές όπως το πεδίο εφαρμογής. Επιπλέον, η Διεθνής Οργάνωση Επιτροπών Εποπτείας Χρηματιστηρίων (IOSCO) συμφώνησε σε αρχές σχετικά με τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς στις 17 Ιουλίου 2013 («αρχές της IOSCO για τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς»), αρχές για τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών πετρελαίου στις 5 Οκτωβρίου 2012 («αρχές της IOSCO για τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών») (μαζί, «αρχές της IOSCO») και, καθώς οι αρχές αυτές παρέχουν ένα βαθμό ευελιξίας ως προς το ακριβές πεδίο εφαρμογής και τα μέσα υλοποίησής τους, τα κράτη μέλη ενδέχεται να θεσπίσουν κανόνες σε εθνικό επίπεδο και οι αρχές αυτές να μην εφαρμοστούν με ενιαίο τρόπο.

(4)

Οι εν λόγω αποκλίνουσες προσεγγίσεις ενδέχεται να οδηγήσουν σε κατακερματισμό της εσωτερικής αγοράς, καθώς οι διαχειριστές και οι χρήστες των δεικτών αναφοράς θα υπόκεινται σε διαφορετικούς κανόνες σε κάθε κράτος μέλος. Συνεπώς, θα μπορούσε να παρεμποδιστεί η χρήση σε άλλα κράτη μέλη δεικτών αναφοράς που παρέχονται σε ένα κράτος μέλος. Ελλείψει εναρμονισμένου πλαισίου για την εξασφάλιση της ακρίβειας και ακεραιότητας των δεικτών αναφοράς που χρησιμοποιούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων στην Ένωση, υπάρχει πιθανότητα οι διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών να παρεμποδίσουν την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς σε ό,τι αφορά την παροχή δεικτών αναφοράς.

(5)

Οι κανόνες της Ένωσης για την προστασία των καταναλωτών δεν καλύπτουν ειδικά το θέμα της καταλληλότητας των πληροφοριών σχετικά με τους δείκτες αναφοράς στις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις. Ως αποτέλεσμα των καταγγελιών των καταναλωτών και των διαφορών που προκύπτουν σε σχέση με τη χρήση δεικτών αναφοράς σε διάφορα κράτη μέλη, υπάρχει πιθανότητα, λόγω θεμιτών ανησυχιών για την προστασία των καταναλωτών, να θεσπιστούν σε εθνικό επίπεδο αποκλίνοντα μέτρα, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κατακερματισμό της εσωτερικής αγοράς λόγω των αποκλίσεων στους όρους του ανταγωνισμού που ισχύουν για τα διάφορα επίπεδα προστασίας των καταναλωτών.

(6)

Συνεπώς, για να εξασφαλιστούν η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και η βελτίωση των συνθηκών λειτουργίας της, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις χρηματοπιστωτικές αγορές, και για να διασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και των επενδυτών, θεωρείται σκόπιμο να θεσπιστεί κανονιστικό πλαίσιο για τους δείκτες αναφοράς σε ενωσιακό επίπεδο.

(7)

Είναι σκόπιμο και αναγκαίο για το εν λόγω πλαίσιο να λάβει τη μορφή κανονισμού προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι διατάξεις που επιβάλλουν άμεσα υποχρεώσεις σε πρόσωπα που εμπλέκονται ή συμβάλλουν στην παροχή, συνεισφορά και τη χρήση δεικτών αναφοράς εφαρμόζονται με ομοιόμορφο τρόπο σε ολόκληρη την Ένωση. Δεδομένου ότι το νομικό πλαίσιο για την παροχή δεικτών αναφοράς περιλαμβάνει απαραιτήτως μέτρα για τον προσδιορισμό ακριβών απαιτήσεων σχετικά με εγγενείς πτυχές της παροχής δεικτών αναφοράς, ακόμα και οι ήσσονος σημασίας αποκλίσεις στην προσέγγιση που ακολουθείται για μία από αυτές τις πτυχές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σημαντικά εμπόδια για τη διασυνοριακή παροχή των δεικτών αναφοράς. Συνεπώς, εκτιμάται ότι η χρήση του κανονισμού, ο οποίος έχει άμεση ισχύ, θα περιορίσει την πιθανότητα λήψης μέτρων με αποκλίσεις σε εθνικό επίπεδο, θα διασφαλίσει την εφαρμογή συνεπούς προσέγγισης και μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου και θα αποτρέψει την εμφάνιση σοβαρών εμποδίων στη διασυνοριακή παροχή δεικτών αναφοράς.

(8)

Το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν ευρύτερο, ώστε να δημιουργηθεί ένα προληπτικό ρυθμιστικό πλαίσιο. Η παροχή των δεικτών αναφοράς χαρακτηρίζεται από την άσκηση διακριτικής ευχέρειας κατά τον προσδιορισμό τους και ενέχει τον κίνδυνο ορισμένων τύπων σύγκρουσης συμφερόντων, γεγονός που συνεπάγεται την ύπαρξη ευκαιριών και κινήτρων παραποίησης των δεικτών αναφοράς. Αυτοί οι παράγοντες κινδύνου είναι κοινοί για όλους τους δείκτες αναφοράς και θα πρέπει να υπόκεινται σε κατάλληλες απαιτήσεις διακυβέρνησης και ελέγχου. Ωστόσο, ο βαθμός κινδύνου ποικίλλει και, ως εκ τούτου, η προσέγγιση που υιοθετείται σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να προσαρμόζεται στις εκάστοτε συνθήκες. Καθώς η τρωτότητα και η σημασία ενός δείκτη αναφοράς ποικίλλουν ανάλογα με τη χρονική στιγμή, ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής στους δείκτες που είναι σήμερα σημαντικοί ή ευπαθείς δεν αναμένεται ότι θα αντιμετωπίσει τους κινδύνους που θα μπορούσε να δημιουργήσει στο μέλλον οποιοσδήποτε δείκτης αναφοράς. Ειδικότερα, οι δείκτες αναφοράς που δεν χρησιμοποιούνται αυτή τη στιγμή ευρέως θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν περισσότερο στο μέλλον, με αποτέλεσμα ακόμα και οι ήσσονος σημασίας παραποιήσεις να ενδέχεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο.

(9)

Ο κρίσιμος καθοριστικός παράγοντας του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να είναι το αν η αξία που προκύπτει από τον δείκτη αναφοράς προσδιορίζει την αξία ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή μιας χρηματοπιστωτικής σύμβασης, ή μετρά την απόδοση ενός επενδυτικού κεφαλαίου. Συνεπώς, το πεδίο εφαρμογής δεν θα πρέπει να εξαρτάται από τη φύση δεδομένων εισόδου. Θα πρέπει επομένως να περιλαμβάνονται οι δείκτες αναφοράς που υπολογίζονται με βάση δεδομένα εισόδου οικονομικού χαρακτήρα, όπως οι τιμές μετοχών, και αριθμητικά στοιχεία ή τιμές μη οικονομικού χαρακτήρα, όπως οι καιρικές παράμετροι. Το πλαίσιο που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει επίσης να αναγνωρίζει την ύπαρξη μεγάλου αριθμού δεικτών αναφοράς και τον διαφορετικό αντίκτυπο που μπορεί να έχουν στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την πραγματική οικονομία. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να προβλέπει την αναλογική αντιμετώπιση των κινδύνων που προκύπτουν από διαφορετικούς δείκτες αναφοράς. Επομένως, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καλύπτει τους δείκτες αναφοράς που χρησιμοποιούνται για την τιμολόγηση χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία έχουν εισαχθεί ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενους τόπους διαπραγμάτευσης.

(10)

Πολλοί καταναλωτές συμμετέχουν ως συμβαλλόμενα μέρη σε χρηματοπιστωτικές συμβάσεις, κυρίως συμβάσεις καταναλωτικής πίστης εξασφαλιζόμενες με υποθήκες, οι οποίες αναφέρονται σε δείκτες αναφοράς που υπόκεινται στους ίδιους κινδύνους. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει επομένως να καλύπτει τις συμβάσεις πίστωσης όπως ορίζονται στις οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2008/48/ΕΚ (8) και 2014/17/ΕΕ (9).

(11)

Πολλοί επενδυτικοί δείκτες χαρακτηρίζονται από σημαντικές συγκρούσεις συμφερόντων και χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων όπως οι ΟΣΕΚΑ. Ορισμένοι από τους εν λόγω δείκτες αναφοράς δημοσιεύονται, ενώ άλλοι διατίθενται, ατελώς ή έναντι καταβολής σχετικού τέλους, στο κοινό ή σε μέρος του κοινού, και η παραποίησή τους ενδέχεται να βλάψει τους επενδυτές. Επομένως, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καλύπτει τους δείκτες ή τα επιτόκια αναφοράς που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων.

(12)

Όλοι οι συνεισφέροντες δεδομένα εισόδου για δείκτες αναφοράς μπορούν να κάνουν χρήση διακριτικής ευχέρειας και υπόκεινται δυνητικά σε συγκρούσεις συμφερόντων, και συνεπώς ενδέχεται να αποτελέσουν την πηγή της χειραγώγησης. Η συνεισφορά σε δείκτη αναφοράς αποτελεί εθελοντική δραστηριότητα. Εάν οποιαδήποτε πρωτοβουλία υποχρεώσει τους συνεισφέροντες να προβούν σε σημαντικές αλλαγές στα επιχειρηματικά μοντέλα τους, μπορεί να πάψουν να συνεισφέρουν. Ωστόσο, στην περίπτωση των οντοτήτων που ήδη υπόκεινται σε ρύθμιση και εποπτεία, η απαίτηση για συστήματα χρηστής διακυβέρνησης και ελέγχου δεν αναμένεται να επιφέρει σημαντικό κόστος ή δυσανάλογο διοικητικό φόρτο. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός επιβάλλει ορισμένες υποχρεώσεις για τους εποπτευόμενους συνεισφέροντες. Όταν ένας δείκτης αναφοράς προσδιορίζεται με βάση άμεσα διαθέσιμα στοιχεία, η πηγή των στοιχείων αυτών δεν θα πρέπει να θεωρείται συνεισφέρων.

(13)

Οι χρηματοπιστωτικοί δείκτες αναφοράς δεν χρησιμοποιούνται μόνο στην έκδοση και παραγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων και συμβάσεων. Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος βασίζεται επίσης σε δείκτες αναφοράς για τη μέτρηση των επιδόσεων επενδυτικών κεφαλαίων, προκειμένου να παρακολουθεί τις αποδόσεις ή να προσδιορίζει την κατανομή των περιουσιακών στοιχείων των χαρτοφυλακίων ή για τον υπολογισμό των προμηθειών επί των αποτελεσμάτων. Ένας δείκτης αναφοράς μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε άμεσα ως στοιχείο αναφοράς για χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, είτε έμμεσα, στο πλαίσιο συνδυασμού δεικτών αναφοράς. Στην τελευταία περίπτωση, ο καθορισμός και η επανεξέταση της βαρύτητας που θα αποδίδεται στους διάφορους δείκτες στο πλαίσιο ενός συνδυασμού με σκοπό τον προσδιορισμό της απόδοσης ή της αξίας ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή μιας χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή τη μέτρηση της απόδοσης ενός επενδυτικού κεφαλαίου συνιστά επίσης χρησιμοποίηση χρηματοπιστωτικών δεικτών αναφοράς, δεδομένου ότι στη δραστηριότητα αυτή, σε αντίθεση με τη δραστηριότητα του καθορισμού δεικτών αναφοράς, δεν υπάρχει διακριτική ευχέρεια. Η κατοχή χρηματοπιστωτικών μέσων που αναφέρονται σε κάποιον δείκτη αναφοράς δεν θεωρείται χρησιμοποίηση του δείκτη αναφοράς.

(14)

Οι κεντρικές τράπεζες ήδη συμμορφώνονται με αρχές, πρότυπα και διαδικασίες που διασφαλίζουν την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία στην άσκηση των δραστηριοτήτων τους. Επομένως, δεν είναι απαραίτητο να εμπίπτουν στον παρόντα κανονισμό κεντρικές τράπεζες. Όταν κεντρικές τράπεζες παρέχουν δείκτες αναφοράς, ιδίως δε όταν οι εν λόγω δείκτες αναφοράς προορίζονται για σκοπούς συναλλαγών, έχουν ευθύνη να ορίζουν κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες προκειμένου να εξασφαλίζουν την ακρίβεια, την ακεραιότητα, την αξιοπιστία και την ανεξαρτησία αυτών των δεικτών αναφοράς, ιδίως σε σχέση με τη διαφάνεια στη διακυβέρνηση και την υπολογιστική μεθοδολογία.

(15)

Επιπλέον, οι δημόσιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών στατιστικών υπηρεσιών, δεν θα πρέπει να υπόκεινται στον παρόντα κανονισμό όταν συνεισφέρουν με στοιχεία σε δείκτες αναφοράς, παρέχουν δείκτες αναφοράς ή ελέγχουν την παροχή δεικτών αναφοράς για σκοπούς δημόσιας πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων μέτρων στους τομείς της απασχόλησης, της οικονομικής δραστηριότητας και του πληθωρισμού.

(16)

Διαχειριστής είναι το φυσικό ή το νομικό πρόσωπο που ελέγχει την παροχή ενός δείκτη αναφοράς και ειδικότερα διαχειρίζεται τις ρυθμίσεις για τον προσδιορισμό του δείκτη αναφοράς, συλλέγει και αναλύει τα δεδομένα εισόδου, προσδιορίζει τον δείκτη αναφοράς και τον δημοσιεύει. Ο διαχειριστής θα πρέπει να μπορεί να αναθέτει σε τρίτο μέρος μία ή περισσότερες από τις εν λόγω λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένης της μέτρησης ή δημοσίευσης του δείκτη αναφοράς ή άλλων σχετικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων της παροχής του δείκτη αναφοράς. Ωστόσο, όταν ένα πρόσωπο απλώς δημοσιεύει ή αναφέρεται σε δείκτη αναφοράς στο πλαίσιο των δημοσιογραφικών δραστηριοτήτων του, αλλά δεν ελέγχει την παροχή του, το πρόσωπο αυτό δεν θα πρέπει να υπόκειται στις απαιτήσεις που επιβάλλει ο παρών κανονισμός στους διαχειριστές.

(17)

Ένας δείκτης υπολογίζεται βάσει τύπου ή με άλλη μεθοδολογία που βασίζεται σε υποκείμενες αξίες. Στη διαμόρφωση του εν λόγω τύπου, στην εκτέλεση του σχετικού υπολογισμού και στον καθορισμό των δεδομένων εισόδου υπάρχει διακριτική ευχέρεια, η οποία δημιουργεί κίνδυνο παραποίησης. Ως εκ τούτου, όλοι οι δείκτες αναφοράς στους οποίους εντοπίζεται το εν λόγω χαρακτηριστικό της διακριτικής ευχέρειας θα πρέπει να καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

(18)

Ωστόσο, όταν χρησιμοποιείται μία μόνο τιμή ή αξία ως αναφορά σε χρηματοπιστωτικό μέσο, π.χ. όταν η τιμή μίας και μόνο κινητής αξίας αποτελεί την τιμή αναφοράς για ένα δικαίωμα προαίρεσης ή συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης, δεν υφίστανται υπολογισμός, δεδομένα εισόδου ή άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Συνεπώς, οι τιμές αναφοράς που βασίζονται σε μία μόνον τιμή ή αξία δεν θα πρέπει να θεωρούνται δείκτες αναφοράς για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

(19)

Οι τιμές αναφοράς ή οι τιμές διακανονισμού που καταρτίζονται από κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους (CCP) δεν θα πρέπει να θεωρούνται δείκτες αναφοράς, δεδομένου ότι χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του διακανονισμού, των περιθωρίων και της διαχείρισης κινδύνου και, ως εκ τούτου, δεν καθορίζουν το καταβλητέο ποσό στο πλαίσιο ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή την αξία ενός χρηματοπιστωτικού μέσου.

(20)

Η παροχή επιτοκίων δανεισμού από πιστωτές δεν θα πρέπει να θεωρείται παροχή δεικτών αναφοράς για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Τα επιτόκια δανεισμού που παρέχονται από πιστωτές είτε καθορίζονται με εσωτερική απόφαση είτε υπολογίζονται ως διαφορά ή περιθώριο με βάση μια κλίμακα (π.χ. Euribor). Στην πρώτη περίπτωση ο πιστωτής εξαιρείται από τον παρόντα κανονισμό για τη δραστηριότητα σε σχέση με τις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις που συνάπτει με τους πελάτες του, ενώ στη δεύτερη ο πιστωτής θεωρείται απλώς χρήστης ενός δείκτη αναφοράς.

(21)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ακεραιότητα των δεικτών αναφοράς, οι διαχειριστές τους θα πρέπει να υποχρεούνται να εφαρμόζουν κατάλληλο πλαίσιο διακυβέρνησης για τον έλεγχο συγκρούσεων συμφερόντων και τη διασφάλιση της εμπιστοσύνης στην ακεραιότητα των δεικτών αναφοράς. Ακόμη και εάν υπόκεινται σε αποτελεσματική διαχείριση, οι περισσότεροι διαχειριστές διαπιστώνουν ορισμένες συγκρούσεις συμφερόντων και ενδέχεται να αναγκαστούν να προβούν σε κρίσεις και αποφάσεις που επηρεάζουν μια ετερόκλητη ομάδα ενδιαφερομένων. Επομένως, είναι σημαντικό οι διαχειριστές να διαθέτουν εποπτική λειτουργία που ασκείται με ακεραιότητα για την επίβλεψη της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας του πλαισίου διακυβέρνησης που εξασφαλίζει αποτελεσματική εποπτεία.

(22)

Η παραποίηση ή η αναξιοπιστία δεικτών αναφοράς μπορεί να προκαλέσει ζημία στους επενδυτές και στους καταναλωτές. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καθορίσει ένα πλαίσιο σχετικά με την τήρηση αρχείων από τους διαχειριστές και τους συνεισφέροντες, καθώς και για την εξασφάλιση διαφάνειας σχετικά με τον σκοπό ενός δείκτη αναφοράς και τη μεθοδολογία που διευκολύνει την επίλυση με αποτελεσματικότερο και ορθότερο τρόπο τυχόν αξιώσεων σε σχέση με το εθνικό ή το ενωσιακό δίκαιο.

(23)

Για τον έλεγχο και την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού απαιτούνται εκ των υστέρων ανάλυση και παροχή στοιχείων. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει συνεπώς να καθορίζει απαιτήσεις για την κατάλληλη τήρηση αρχείων εκ μέρους των διαχειριστών των δεικτών αναφοράς όσον αφορά τον υπολογισμό του δείκτη αναφοράς, για επαρκές χρονικό διάστημα. Η πραγματικότητα της οποίας τη μέτρηση επιδιώκει ένας δείκτης αναφοράς και το περιβάλλον στο οποίο πραγματοποιείται η μέτρηση ενδέχεται να μεταβληθούν με την πάροδο του χρόνου. Συνεπώς, είναι αναγκαία η περιοδική επανεξέταση της διαδικασίας και της μεθοδολογίας παροχής δεικτών αναφοράς, προκειμένου να εντοπίζονται οι ελλείψεις και οι πιθανές βελτιώσεις. Πολλοί ενδιαφερόμενοι μπορούν να επηρεάζονται από αδυναμίες στην παροχή του δείκτη αναφοράς και μπορούν να συμβάλουν στον εντοπισμό τέτοιων ελλείψεων. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει, συνεπώς, να θεσπίζει ένα πλαίσιο για την καθιέρωση μηχανισμού εξέτασης καταγγελιών εκ μέρους των διαχειριστών δεικτών αναφοράς, ο οποίος να επιτρέπει στους ενδιαφερόμενους να ενημερώσουν τον διαχειριστή του δείκτη αναφοράς σχετικά με τις καταγγελίες και να εξασφαλίζεται ότι ο διαχειριστής θα αξιολογεί αντικειμενικά την ουσία κάθε καταγγελίας

(24)

Η παροχή δεικτών αναφοράς περιλαμβάνει συχνά την εξωτερική ανάθεση σημαντικών λειτουργιών, όπως ο υπολογισμός του δείκτη αναφοράς, η συλλογή δεδομένων εισόδου και η διάδοση του δείκτη αναφοράς. Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του πλαισίου διακυβέρνησης, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι η όποια εξωτερική ανάθεση δεν απαλλάσσει τους διαχειριστές του δείκτη αναφοράς από οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες τους, και ότι η ανάθεση πραγματοποιείται κατά τρόπο ώστε να μην παρεμβαίνει ούτε στην ικανότητα των διαχειριστών να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις ή ευθύνες τους ούτε στην ικανότητα της σχετικής αρμόδιας αρχής να τους εποπτεύει.

(25)

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς είναι ο κεντρικός αποδέκτης των δεδομένων εισόδου και μπορεί να αξιολογεί την ακεραιότητα και την ακρίβεια των δεδομένων εισόδου σε σταθερή βάση. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να απαιτεί ο παρών κανονισμός από τους διαχειριστές να λάβουν ορισμένα μέτρα σε περίπτωση που κρίνουν ότι τα δεδομένα εισόδου δεν αντιπροσωπεύουν την αγορά ή την οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων μέτρων αλλαγής των δεδομένων εισόδου, των συνεισφερόντων ή της μεθοδολογίας, είτε να παύσουν την παροχή του δείκτη αναφοράς. Επιπλέον, ο διαχειριστής θα πρέπει, ως μέρος του ελεγκτικού του πλαισίου, να θεσπίζει μέτρα παρακολούθησης, όπου είναι εφικτό, των δεδομένων εισόδου πριν τη δημοσίευση του δείκτη αναφοράς και επικύρωσης των δεδομένων εισόδου μετά τη δημοσίευση, συμπεριλαμβανομένης της σύγκρισης τέτοιων δεδομένων με τάσεις του παρελθόντος, όπου αυτό έχει εφαρμογή.

(26)

Οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια μπορεί να ασκηθεί κατά την παροχή δεδομένων εισόδου δημιουργεί τη δυνατότητα παραποίησης ενός δείκτη αναφοράς. Στην περίπτωση που τα δεδομένα εισόδου αφορούν συναλλαγές, περιορίζεται η διακριτική ευχέρεια και, συνεπώς, η δυνατότητα παραποίησης των δεδομένων. Συνεπώς, κατά γενικό κανόνα, οι διαχειριστές των δεικτών αναφοράς θα πρέπει να χρησιμοποιούν δεδομένα εισόδου από πραγματικές συναλλαγές, όπου αυτό είναι δυνατό, μπορούν ωστόσο να χρησιμοποιηθούν και άλλα δεδομένα, στην περίπτωση που τα δεδομένα των συναλλαγών δεν επαρκούν ή δεν είναι κατάλληλα για να διασφαλιστούν η ακεραιότητα και η ακρίβεια του δείκτη αναφοράς.

(27)

Η ακρίβεια και η αξιοπιστία του δείκτη αναφοράς για τη μέτρηση της οικονομικής πραγματικότητας της οποίας επιδιώκεται η μέτρηση εξαρτάται από τη μεθοδολογία και τα δεδομένα εισόδου που χρησιμοποιούνται. Συνεπώς, είναι απαραίτητη η θέσπιση διαφανούς μεθοδολογίας που να διασφαλίζει την αξιοπιστία και την ακρίβεια του δείκτη αναφοράς. Ως διαφάνεια δεν νοείται η δημοσίευση του τύπου που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό ενός συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς, αλλά η κοινοποίηση επαρκών στοιχείων προκειμένου οι ενδιαφερόμενοι να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο προκύπτει ο δείκτης αναφοράς και να αξιολογήσουν την αντιπροσωπευτικότητα, τη συνάφεια και την καταλληλότητά του για τη χρήση για την οποία προορίζεται.

(28)

Ενδέχεται να χρειαστεί αλλαγή της μεθοδολογίας για να εξασφαλιστεί η ακρίβεια του δείκτη αναφοράς σε διαρκή βάση, αλλά οποιαδήποτε μεταβολή της μεθοδολογίας έχει αντίκτυπο στους χρήστες του δείκτη αναφοράς και τους ενδιαφερόμενους. Συνεπώς, είναι αναγκαίος ο καθορισμός των διαδικασιών που θα πρέπει να εφαρμόζονται κατά την αλλαγή της μεθοδολογίας σχετικά με τους δείκτες αναφοράς, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης για διαβούλευση, ώστε οι χρήστες και οι ενδιαφερόμενοι να είναι σε θέση να προβούν στις κατάλληλες ενέργειες ανάλογα με τις εν λόγω αλλαγές ή να ενημερώσουν τον διαχειριστή σε περίπτωση που οι εν λόγω αλλαγές τούς προβληματίζουν.

(29)

Οι υπάλληλοι του διαχειριστή μπορεί να εντοπίσουν πιθανές παραβάσεις του παρόντος κανονισμού ή πιθανές αδυναμίες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε παραποίηση ή απόπειρα παραποίησης. Επομένως, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίζει ένα πλαίσιο που να επιτρέπει στους υπαλλήλους να ειδοποιούν εμπιστευτικώς τους διαχειριστές σχετικά με πιθανές παραβάσεις του παρόντος κανονισμού.

(30)

Η ακεραιότητα και η ακρίβεια των δεικτών αναφοράς εξαρτώνται από την ακεραιότητα και την ακρίβεια των δεδομένων εισόδου που παρέχουν οι συνεισφέροντες. Οι υποχρεώσεις των συνεισφερόντων σε ό,τι αφορά τα εν λόγω δεδομένα εισόδου πρέπει να ορίζονται με σαφήνεια, η συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις αυτές να είναι αξιόπιστη και οι υποχρεώσεις να συνάδουν με τους ελέγχους και τη μεθοδολογία που εφαρμόζει ο διαχειριστής του δείκτη αναφοράς. Κατά συνέπεια, ο διαχειριστής του δείκτη αναφοράς οφείλει να καταρτίσει κώδικα συμπεριφοράς για τον προσδιορισμό των εν λόγω απαιτήσεων και των ευθυνών των συνεισφερόντων σε σχέση με την παροχή δεδομένων εισόδου. Ο διαχειριστής θα πρέπει να εξασφαλίζει την τήρηση του κώδικα συμπεριφοράς από τους συνεισφέροντες. Όταν οι συνεισφέροντες βρίσκονται σε τρίτες χώρες, ο διαχειριστής θα πρέπει να το επιδιώκει στο μέτρο του δυνατού.

(31)

Οι συνεισφέροντες στους δείκτες αναφοράς ενδέχεται να υπόκεινται σε συγκρούσεις συμφερόντων και δύνανται να ασκούν διακριτική ευχέρεια σε ό,τι αφορά τον καθορισμό των δεδομένων εισόδου. Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο οι συνεισφέροντες να υπόκεινται σε ρυθμίσεις διακυβέρνησης ώστε να διασφαλίζονται η διαχείριση των εν λόγω συγκρούσεων, όπως επίσης η ακρίβεια των δεδομένων εισόδου και η συμμόρφωσή τους προς τις απαιτήσεις του διαχειριστή, καθώς και η δυνατότητα επικύρωσής τους.

(32)

Πολλοί δείκτες αναφοράς προσδιορίζονται με την εφαρμογή ενός τύπου στον οποίο χρησιμοποιούνται δεδομένα εισόδου παρεχόμενα από τις ακόλουθες οντότητες: τόπους διαπραγμάτευσης, εγκεκριμένους μηχανισμούς δημοσίευσης, παρόχους ενοποιημένου δελτίου συναλλαγών, εγκεκριμένους μηχανισμούς γνωστοποίησης συναλλαγών, χρηματιστήρια ενέργειας ή χώρους πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπών. Σε κάποιες περιπτώσεις η συλλογή των δεδομένων ανατίθεται σε εξωτερικό πάροχο, ο οποίος λαμβάνει τα δεδομένα στο σύνολό τους και άμεσα από τις προαναφερθείσες οντότητες. Στις περιπτώσεις αυτές οι υφιστάμενες ρυθμίσεις και η υφιστάμενη εποπτεία διασφαλίζουν την ακεραιότητα και τη διαφάνεια των δεδομένων εισόδου και προβλέπουν απαιτήσεις διακυβέρνησης και διαδικασίες για τη γνωστοποίηση παραβάσεων. Συνεπώς, οι εν λόγω δείκτες αναφοράς είναι λιγότερο ευπαθείς σε παραποίηση, υποβάλλονται σε ανεξάρτητες επαληθεύσεις και, συνεπώς, οι σχετικοί διαχειριστές απαλλάσσονται από ορισμένες υποχρεώσεις που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

(33)

Οι διάφοροι τύποι και τομείς δεικτών αναφοράς έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, αδυναμίες και κινδύνους. Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να εξειδικευτούν περαιτέρω σε ό,τι αφορά συγκεκριμένους τομείς και τύπους δεικτών αναφοράς. Οι δείκτες αναφοράς για τα επιτόκια διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής, και, συνεπώς, είναι απαραίτητη η θέσπιση ειδικών διατάξεων στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού για τους εν λόγω δείκτες αναφοράς.

(34)

Οι πραγματικές αγορές βασικών προϊόντων έχουν μοναδικά χαρακτηριστικά που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη ρύθμισή τους. Οι δείκτες αναφοράς για τα βασικά προϊόντα χρησιμοποιούνται ευρέως και μπορεί να διαθέτουν ειδικά χαρακτηριστικά για τον συγκεκριμένο τομέα, συνεπώς είναι απαραίτητη η θέσπιση ειδικών διατάξεων στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού για τους εν λόγω δείκτες αναφοράς. Ορισμένοι δείκτες αναφοράς για βασικά προϊόντα εξαιρούνται από τον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει ωστόσο να συμμορφώνονται προς τις σχετικές αρχές της IOSCO. Οι δείκτες αναφοράς για βασικά προϊόντα μπορεί να αποκτήσουν καθοριστική σημασία, δεδομένου ότι το καθεστώς δεν περιορίζεται σε δείκτες αναφοράς βασισμένους σε στοιχεία παρεχόμενα από συνεισφέροντες που είναι στην πλειονότητά τους εποπτευόμενες οντότητες. Για τους κρίσιμης σημασίας δείκτες αναφοράς βασικών προϊόντων που εμπίπτουν στο παράρτημα II, δεν ισχύουν οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την υποχρεωτική συνεισφορά και τα συλλογικά όργανα.

(35)

Οι αδυναμίες δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας μπορεί να επηρεάσουν ην ακεραιότητα της αγοράς, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τους καταναλωτές, την πραγματική οικονομία ή τη χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στα κράτη μέλη. Αυτά τα δυνητικά αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα της αποτυχίας δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας ενδέχεται να είναι αισθητά σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη. Είναι επομένως αναγκαίο να προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό διαδικασία για τον προσδιορισμό των δεικτών αναφοράς που θα πρέπει να θεωρούνται δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας, και να ισχύουν πρόσθετες απαιτήσεις ώστε να εξασφαλίζονται η ακεραιότητα και η αρτιότητα των εν λόγω δεικτών αναφοράς.

(36)

Οι δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας μπορούν να προσδιορίζονται με τη χρήση ποσοτικών κριτηρίων ή συνδυασμού ποσοτικών και ποιοτικών κριτηρίων. Επιπλέον, μπορεί να αναγνωρίζονται ως κρίσιμης σημασίας και δείκτες αναφοράς που δεν φτάνουν το αντίστοιχο ποσοτικό κατώφλι, αν δεν έχουν ή αν έχουν πολύ λίγα αγορακεντρικά υποκατάστατα και αν η ύπαρξη και η ακρίβειά τους είναι σημαντικές για την ακεραιότητα της αγοράς, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την προστασία των καταναλωτών σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, και αν όλες οι εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές συμφωνούν ότι ο συγκεκριμένος δείκτης θα πρέπει να αναγνωριστεί ως κρίσιμης σημασίας. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των εμπλεκομένων αρμόδιων αρχών, υπερισχύει η απόφαση της αρμόδιας αρχής του διαχειριστή σχετικά με το αν ένας τέτοιος δείκτης θα πρέπει να χαρακτηριστεί κρίσιμης σημασίας. Στην περίπτωση αυτή, η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ), που θεσπίσθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10), θα πρέπει να μπορεί να εκδώσει γνώμη σχετικά με την αξιολόγηση που διεξήγαγε η αρμόδια αρχή του διαχειριστή. Επιπλέον, μια αρμόδια αρχή μπορεί επίσης να ορίζει δείκτες αναφοράς ως κρίσιμης σημασίας με βάση ορισμένα ποιοτικά κριτήρια αν ο διαχειριστής και η πλειονότητα των συνεισφερόντων στον δείκτη αναφοράς βρίσκονται στο κράτος μέλος της. Όλοι οι δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας θα πρέπει να περιλαμβάνονται σε κατάλογο που καταρτίζεται από την Επιτροπή με εκτελεστική πράξη, ο οποίος θα πρέπει να αναθεωρείται και να επικαιροποιείται τακτικά.

(37)

Η παύση της διαχείρισης ενός δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας από διαχειριστή θα μπορούσε να καταστήσει άκυρες τις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή τα χρηματοπιστωτικά μέσα, να προκαλέσει ζημίες στους καταναλωτές και στους επενδυτές και να έχει αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Είναι συνεπώς αναγκαίο να περιληφθεί εξουσία της εμπλεκόμενης αρμόδιας αρχής να απαιτεί υποχρεωτική διαχείριση των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας, ώστε να διατηρείται η ύπαρξη των εν λόγω δεικτών αναφοράς. Σε περίπτωση διαδικασιών αφερεγγυότητας διαχειριστή δείκτη αναφοράς, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να υποβάλλει αξιολόγηση προς εξέταση από την αρμόδια δικαστική αρχή σχετικά με το αν και με ποιον τρόπο ο κρίσιμης σημασίας δείκτης θα μπορούσε να μεταβιβαστεί σε νέο διαχειριστή ή να πάψει να παρέχεται.

(38)

Με την επιφύλαξη της εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού και της ικανότητας των κρατών μελών να λαμβάνουν μέτρα για να διευκολύνουν τη συμμόρφωση προς αυτήν, είναι αναγκαίο να απαιτείται από τους διαχειριστές δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας, συμπεριλαμβανομένων των κρίσιμης σημασίας δεικτών αναφοράς βασικών προϊόντων, να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι οι άδειες και οι πληροφορίες για τους δείκτες αναφοράς παρέχονται σε δίκαιη, εύλογη, διαφανή και αμερόληπτη βάση σε όλους τους χρήστες.

(39)

Η παύση της δραστηριότητας ορισμένων συνεισφερόντων δεδομένα εισόδου για δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας ενδέχεται να υπονομεύσει την αξιοπιστία των εν λόγω δεικτών αναφοράς, δεδομένου ότι θα περιόριζε την ικανότητα των συγκεκριμένων δεικτών αναφοράς να μετρούν την υποκείμενη αγορά ή οικονομική πραγματικότητα. Είναι συνεπώς απαραίτητο να διαθέτει η σχετική αρμόδια αρχή την εξουσία να απαιτεί από εποπτευόμενες οντότητες υποχρεωτικές συνεισφορές στους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας, ώστε να διατηρείται η αξιοπιστία των εν λόγω δεικτών αναφοράς. Με την υποχρεωτική συνεισφορά δεδομένων εισόδου δεν επιβάλλεται στις εποπτευόμενες οντότητες η υποχρέωση να προβούν ή να δεσμευτούν ότι θα προβούν σε συναλλαγές.

(40)

Λόγω της ύπαρξης μεγάλης ποικιλίας τύπων και μεγεθών δεικτών αναφοράς, είναι σημαντικό να καθιερωθεί με τον παρόντα κανονισμό η αναλογικότητα και να αποφευχθεί η υπερβολική διοικητική επιβάρυνση των διαχειριστών των δεικτών αναφοράς των οποίων η παύση αντιπροσωπεύει μικρότερη απειλή στο ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Θα πρέπει, επιπλέον του καθεστώτος δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας, να καθιερωθούν δύο ξεχωριστά καθεστώτα: για σημαντικούς δείκτες αναφοράς και για μη σημαντικούς δείκτες αναφοράς.

(41)

Οι διαχειριστές σημαντικών δεικτών αναφοράς θα πρέπει να μπορούν να επιλέγουν να μην εφαρμόσουν έναν περιορισμένο αριθμό λεπτομερών απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει ωστόσο να διατηρούν το δικαίωμα να απαιτούν την εφαρμογή των εν λόγω απαιτήσεων σύμφωνα με τα κριτήρια που προσδιορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Στις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και στις εκτελεστικές πράξεις που έχουν εφαρμογή σε διαχειριστές σημαντικών δεικτών αναφοράς θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αρχή της αναλογικότητας και να επιδιώκεται να αποφεύγεται η διοικητική επιβάρυνση όπου αυτό είναι δυνατόν.

(42)

Διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς υπόκεινται σε λιγότερο λεπτομερές καθεστώς, όπου οι διαχειριστές θα πρέπει να μπορούν να επιλέξουν να μην εφαρμόσουν ορισμένες απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Στην περίπτωση αυτή, ο αρμόδιος διαχειριστής θα πρέπει να εξηγεί τους λόγους για τούτο σε δήλωση συμμόρφωσης που θα πρέπει να δημοσιεύσει και να υποβάλει στην αρμόδια για αυτόν αρχή. Η εν λόγω αρμόδια αρχή θα πρέπει να επανεξετάζει τη δήλωση συμμόρφωσης και θα πρέπει να μπορεί να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες ή την πραγματοποίηση αλλαγών προκειμένου να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό. Μολονότι οι εν λόγω μη σημαντικοί δείκτες αναφοράς παραμένουν ευπαθείς σε παραποίηση, είναι ευκολότερα αντικαταστάσιμοι, και συνεπώς η διαφάνεια έναντι των χρηστών θα πρέπει να αποτελεί το κύριο χρησιμοποιούμενο μέσο για την πραγματοποίηση τεκμηριωμένων επιλογών των συμμετεχόντων στην αγορά σχετικά με τους δείκτες αναφοράς που θεωρούν κατάλληλους προς χρήση. Για τον λόγο αυτό, οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις στον τίτλο II θα πρέπει να μην εφαρμόζονται σε διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς.

(43)

Για να προβούν οι χρήστες των δεικτών αναφοράς στις κατάλληλες επιλογές και να κατανοήσουν τους κινδύνους που ενέχουν, πρέπει να γνωρίζουν το αντικείμενο της μέτρησης των δεικτών αναφοράς και την ευπάθειά τους στην παραποίηση. Συνεπώς, ο διαχειριστής του δείκτη αναφοράς θα πρέπει να δημοσιεύει δήλωση δείκτη αναφοράς, στην οποία προσδιορίζονται τα εν λόγω στοιχεία. Προκειμένου να εξασφαλίζονται αφενός η ομοιόμορφη εφαρμογή και αφετέρου ότι οι δηλώσεις δεικτών αναφοράς θα έχουν εύλογο μέγεθος αλλά παράλληλα θα εστιάζονται στην παροχή των βασικών πληροφοριών που χρειάζονται οι χρήστες με τρόπο εύληπτο, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να προσδιορίσει περαιτέρω το περιεχόμενο της δήλωσης δείκτη αναφοράς, με κατάλληλη διαφοροποίηση για τους διάφορους τύπους και τις ιδιαιτερότητες των διαφόρων δεικτών αναφοράς και των διαχειριστών τους.

(44)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να λάβει υπόψη τις αρχές της IOSCO, οι οποίες αποτελούν παγκόσμιο πρότυπο για τις ρυθμιστικές απαιτήσεις στον τομέα των δεικτών αναφοράς. Ως γενική αρχή, προκειμένου να εξασφαλίζεται η προστασία των επενδυτών, η εποπτεία και το ρυθμιστικό πλαίσιο σε τρίτη χώρα θα πρέπει να βρίσκονται σε ισοδύναμο επίπεδο με την εποπτεία και το ρυθμιστικό πλαίσιο για τους δείκτες αναφοράς εντός της Ένωσης. Συνεπώς, δείκτες αναφοράς παρεχόμενοι από τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα μπορούν να χρησιμοποιούνται από εποπτευόμενες οντότητες στην Ένωση αν έχει ληφθεί θετική απόφαση σχετικά με την ισοδυναμία του καθεστώτος της τρίτης χώρας από την Επιτροπή. Κατά συνέπεια, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας με τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να συντονίζει την ανάπτυξη αυτών των συμφωνιών συνεργασίας και την ανταλλαγή των πληροφοριών που λαμβάνονται από τρίτες χώρες, μεταξύ των αρμόδιων αρχών. Ωστόσο, προκειμένου να αποφευχθεί τυχόν αρνητικός αντίκτυπος μιας πιθανής αιφνίδιας παύσης της χρήσης στην Ένωση δεικτών αναφοράς παρεχόμενων από τρίτη χώρα, ο παρών κανονισμός προβλέπει επίσης ορισμένους άλλους μηχανισμούς (και συγκεκριμένα, αναγνώρισης και προσυπογραφής) με τους οποίους δείκτες αναφοράς τρίτης χώρας μπορούν να χρησιμοποιηθούν από εποπτευόμενες οντότητες που βρίσκονται στην Ένωση.

(45)

Ο παρών κανονισμός καθιερώνει μια διαδικασία για την αναγνώριση διαχειριστών που βρίσκονται σε τρίτη χώρα από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς. Η αναγνώριση θα πρέπει να χορηγείται σε διαχειριστές που συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Σε αναγνώριση του ρόλου των αρχών της IOSCO ως παγκόσμιου προτύπου για την παροχή δεικτών αναφοράς, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς θα πρέπει να είναι σε θέση να χορηγεί αναγνώριση σε διαχειριστές με βάση το ότι εφαρμόζουν τις αρχές της IOSCO. Για τούτο, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να αξιολογεί την εφαρμογή των αρχών της IOSCO από έναν διαχειριστή και να προσδιορίζει κατά πόσο η εφαρμογή αυτή ισοδυναμεί, για τον συγκεκριμένο διαχειριστή, με συμμόρφωση προς τις διάφορες απαιτήσεις που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του καθεστώτος αναγνώρισης σε σχέση με το καθεστώς ισοδυναμίας.

(46)

Ο παρών κανονισμός καθιερώνει επίσης καθεστώς προσυπογραφής που επιτρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στους διαχειριστές ή στις εποπτευόμενες οντότητες που βρίσκονται στην Ένωση να προσυπογράφουν δείκτες αναφοράς παρεχόμενους από τρίτη χώρα, προκειμένου τέτοιοι δείκτες αναφοράς να χρησιμοποιηθούν στην Ένωση. Για τούτο, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να συνεκτιμά αν με την παροχή του προσυπογραφόμενου δείκτη αναφοράς η συμμόρφωση προς τις αρχές της IOSCO θα ισοδυναμούσε με συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του καθεστώτος προσυπογραφής σε σχέση με το καθεστώς ισοδυναμίας. Ένας διαχειριστής ή μια εποπτευόμενη οντότητα που έχει προσυπογράψει δείκτη αναφοράς παρεχόμενο από τρίτη χώρα θα πρέπει να φέρει την πλήρη ευθύνη για τον εν λόγω προσυπογραφόμενο δείκτη αναφοράς και για την πλήρωση των σχετικών προϋποθέσεων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

(47)

Όλοι οι διαχειριστές δεικτών αναφοράς μπορούν να κάνουν χρήση διακριτικής ευχέρειας, υπόκεινται δυνητικά σε συγκρούσεις συμφερόντων και ενδέχεται να εφαρμόζουν ανεπαρκή συστήματα διακυβέρνησης και ελέγχου. Δεδομένου ότι οι διαχειριστές ελέγχουν τη διαδικασία καθορισμού των δεικτών αναφοράς, η απαίτηση αδειοδότησης ή καταχώρισης και εποπτείας των διαχειριστών αποτελεί τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο για τη διασφάλιση της ακεραιότητας των δεικτών αναφοράς.

(48)

Ορισμένοι διαχειριστές θα πρέπει να υπόκεινται σε αδειοδότηση και εποπτεία από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται οι εν λόγω διαχειριστές. Οντότητες υποκείμενες ήδη σε εποπτεία και οι οποίες παρέχουν χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς μη κρίσιμης σημασίας θα πρέπει να καταχωρίζονται και να εποπτεύονται από την αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Οντότητες που παρέχουν μόνο δείκτες οι οποίοι κατατάσσονται στους μη σημαντικούς δείκτες αναφοράς θα πρέπει επίσης να καταχωρίζονται από την οικεία αρμόδια αρχή. Η αδειοδότηση και η καταχώριση θα πρέπει να αποτελούν ξεχωριστές διαδικασίες, για δε την αδειοδότηση θα πρέπει να απαιτείται διεξοδικότερη αξιολόγηση της αίτησης του διαχειριστή. Το γεγονός ότι ένας διαχειριστής είναι αδειοδοτημένος ή καταχωρισμένος δεν θα πρέπει να έχει επιρροή στην εποπτεία του συγκεκριμένου διαχειριστή από τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Επιπλέον, θα πρέπει να καθιερωθεί ένα μεταβατικό καθεστώς που να επιτρέπει την καταχώριση των προσώπων τα οποία παρέχουν δείκτες αναφοράς που δεν είναι κρίσιμης σημασίας και δεν χρησιμοποιούνται ευρέως σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, προκειμένου να διευκολυνθεί η πρώτη φάση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να τηρεί μητρώο σε επίπεδο Ένωσης που περιέχει πληροφορίες για αδειοδοτημένους ή καταχωρισμένους διαχειριστές δεικτών αναφοράς, για διαχειριστές που παρέχουν τους εν λόγω δείκτες αναφοράς βάσει θετικής απόφασης είτε υπό καθεστώς ισοδυναμίας είτε υπό καθεστώς αναγνώρισης, για τους ενωσιακούς διαχειριστές ή τις εποπτευόμενες οντότητες που έχουν προσυπογράψει δείκτες αναφοράς από τρίτη χώρα, καθώς και για κάθε τέτοιους προσυπογεγραμμένους δείκτες αναφοράς και τους διαχειριστές τους που βρίσκονται σε τρίτη χώρα.

(49)

Σε ορισμένες περιπτώσεις, ένα πρόσωπο μπορεί να παράσχει δείκτη χωρίς να γνωρίζει ότι χρησιμοποιείται ως αναφορά για χρηματοπιστωτικό μέσο, χρηματοπιστωτική σύμβαση ή επενδυτικό κεφάλαιο. Αυτό συμβαίνει ιδίως στην περίπτωση που οι χρήστες και ο διαχειριστής του δείκτη αναφοράς βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη. Είναι επομένως αναγκαίο να ενισχυθεί το επίπεδο διαφάνειας όσον αφορά τον εκάστοτε χρησιμοποιούμενο δείκτη αναφοράς. Τέτοια διαφάνεια μπορεί να επιτευχθεί με τη βελτίωση του περιεχομένου των ενημερωτικών δελτίων ή εγγράφων βασικών πληροφοριών που απαιτούνται από το ενωσιακό δίκαιο, καθώς και του περιεχομένου των κοινοποιήσεων που απαιτούνται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11).

(50)

Ένα σύνολο αποτελεσματικών εργαλείων, εξουσιών και πόρων για τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών εγγυάται την αποτελεσματικότητα της εποπτείας. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει ειδικότερα ένα ελάχιστο επίπεδο εποπτικών και ελεγκτικών αρμοδιοτήτων που θα πρέπει να ανατεθούν στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Κατά την άσκηση των εξουσιών τους στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να ενεργούν με τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο διατηρώντας την αυτονομία τους σε ό,τι αφορά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

(51)

Για τον εντοπισμό παραβάσεων του παρόντος κανονισμού, είναι αναγκαίο να έχουν οι αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τη δυνατότητα πρόσβασης στις εγκαταστάσεις νομικών προσώπων προκειμένου να προβούν σε κατάσχεση εγγράφων. Η πρόσβαση στις εγκαταστάσεις αυτές είναι απαραίτητη στην περίπτωση που υφίστανται εύλογες υπόνοιες ότι υπάρχουν τέτοια έγγραφα, καθώς και άλλα δεδομένα σχετικά με το αντικείμενο της επιθεώρησης ή της έρευνας, και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να αποδειχθεί παράβαση του παρόντος κανονισμού. Επιπλέον, η πρόσβαση στις εγκαταστάσεις είναι απαραίτητη στην περίπτωση που το πρόσωπο από το οποίο έχουν ζητηθεί οι πληροφορίες δεν έχει συμμορφωθεί με την απαίτηση ή υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι, εάν υποβληθεί αίτηση, δεν θα υπάρξει συμμόρφωση ή ότι τα έγγραφα ή οι πληροφορίες που σχετίζονται με την απαίτηση παροχής πληροφοριών θα αφαιρεθούν, θα παραποιηθούν ή θα καταστραφούν. Εάν απαιτείται προηγούμενη έγκριση της δικαστικής αρχής του οικείου κράτους μέλους, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η πρόσβαση στις εγκαταστάσεις θα πρέπει να λαμβάνει χώρα μετά την εξασφάλιση της εν λόγω προηγούμενης έγκρισης.

(52)

Οι υφιστάμενες καταγεγραμμένες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και άλλα αρχεία κίνησης δεδομένων εποπτευόμενων οντοτήτων μπορούν να αποτελούν στοιχεία κρίσιμης σημασίας και ενίοτε τα μοναδικά στοιχεία για τον εντοπισμό και την απόδειξη των παραβάσεων του παρόντος κανονισμού, ιδίως της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις διακυβέρνησης και ελέγχου. Τα εν λόγω αρχεία και οι εν λόγω καταγραφές μπορούν να συμβάλουν στην ταυτοποίηση του υπευθύνου για την υποβολή δεδομένων εισόδου προσώπου, των υπευθύνων για την έγκρισή της και στην εξακρίβωση του κατά πόσον διατηρείται ο οργανωτικός διαχωρισμός μεταξύ των υπαλλήλων. Συνεπώς, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να απαιτούν υφιστάμενες καταγεγραμμένες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, ηλεκτρονικές επικοινωνίες και αρχεία κίνησης δεδομένων που τηρούν εποπτευόμενες οντότητες, στις περιπτώσεις που υφίστανται εύλογες υπόνοιες ότι οι καταγραφές ή τα αρχεία που σχετίζονται με το αντικείμενο της επιθεώρησης ή της έρευνας θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να αποδειχθεί παράβαση του παρόντος κανονισμού.

(53)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ειδικότερα το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και την πληροφόρηση, την επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, το δικαίωμα στην προστασία του καταναλωτή, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και το δικαίωμα υπεράσπισης. Επομένως, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές.

(54)

Τα δικαιώματα υπεράσπισης των προσώπων που αφορά η έρευνα θα πρέπει να διασφαλίζονται πλήρως. Ειδικότερα, στα πρόσωπα τα οποία αφορά η διαδικασία θα πρέπει να παρέχεται πρόσβαση στα πορίσματα με βάση τα οποία οι αρμόδιες αρχές έλαβαν την απόφαση, καθώς επίσης και το δικαίωμα ακρόασης.

(55)

Η διαφάνεια σχετικά με τους δείκτες αναφοράς είναι απαραίτητη για τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και την προστασία των επενδυτών. Κάθε ανταλλαγή ή διαβίβαση πληροφοριών εκ μέρους των αρμόδιων αρχών θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που καθορίζονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12). Κάθε ανταλλαγή ή διαβίβαση πληροφοριών εκ μέρους της ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13).

(56)

Λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που παρατίθενται στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 8ης Δεκεμβρίου 2010 σχετικά με την ενίσχυση των συστημάτων κυρώσεων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, καθώς και τις νομικές πράξεις της Ένωσης που εγκρίθηκαν σε συνέχεια της ανακοίνωσης αυτής, τα κράτη μέλη θα πρέπει, προκειμένου να εξασφαλιστεί μια κοινή προσέγγιση και αποτρεπτικό αποτέλεσμα, να θεσπίζουν κανόνες σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα, περιλαμβανομένων χρηματικών κυρώσεων, που εφαρμόζονται για παραβιάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και να διασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Οι εν λόγω διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα θα πρέπει να έχουν αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα.

(57)

Οι διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα που επιβάλλονται σε ειδικές περιπτώσεις θα πρέπει να καθοριστούν λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, παράγοντες όπως η επιστροφή τυχόν εντοπισθέντος οικονομικού οφέλους, η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης, τυχόν επιβαρυντικούς ή ελαφρυντικούς παράγοντες, τον αναγκαίο αποτρεπτικό χαρακτήρα των διοικητικών χρηματικών κυρώσεων και, ανάλογα με την περίπτωση, να περιλαμβάνουν μείωση ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία με την αρμόδια αρχή. Ειδικότερα, το πραγματικό ποσό διοικητικού χρηματικού προστίμου που επιβάλλεται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση θα πρέπει να μπορεί να ανέλθει στο μέγιστο επίπεδο που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό ή στο υψηλότερο επίπεδο που προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο για πολύ σοβαρές παραβάσεις, ενώ θα πρέπει να μπορούν να επιβληθούν διοικητικές χρηματικές κυρώσεις αρκετά χαμηλότερα από το μέγιστο επίπεδο σε ήσσονος σημασίας παραβάσεις ή σε περίπτωση διακανονισμού. Η αρμόδια αρχή θα πρέπει επίσης να έχει τη δυνατότητα επιβολής προσωρινής απαγόρευσης της άσκησης των αρμοδιοτήτων διαχείρισης από τους διαχειριστές δεικτών αναφοράς ή τους συνεισφέροντες.

(58)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να περιορίζει τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν υψηλότερα επίπεδα διοικητικών κυρώσεων ούτε να θίγει διατάξεις της νομοθεσίας κρατών μελών σε σχέση με ποινικές κυρώσεις.

(59)

Μολονότι τίποτε δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν κανόνες σχετικά με διοικητικές και ποινικές κυρώσεις για τις ίδιες παραβάσεις, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να θεσπίζουν κανόνες σχετικά με διοικητικές κυρώσεις για τις παραβάσεις του παρόντος κανονισμού που υπόκεινται στο εθνικό ποινικό δίκαιο. Σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να επιβάλλουν τόσο διοικητικές όσο και ποινικές κυρώσεις για το ίδιο αδίκημα, αλλά θα πρέπει να μπορούν να το πράττουν εφόσον επιτρέπεται από το εθνικό τους δίκαιο. Ωστόσο, η διατήρηση των ποινικών κυρώσεων αντί διοικητικών κυρώσεων για τις παραβάσεις του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να μειώνει ή να επηρεάζει με άλλον τρόπο την ικανότητα των αρμόδιων αρχών προς συνεργασία, πρόσβαση και έγκαιρη ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ακόμη και έπειτα από τυχόν παραπομπή των σχετικών παραβάσεων στις αρμόδιες δικαστικές αρχές προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη.

(60)

Είναι αναγκαίο να ενισχυθούν οι διατάξεις περί ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών και οι υποχρεώσεις συνδρομής και συνεργασίας μεταξύ των αρχών αυτών. Λόγω της αυξανόμενης διασυνοριακής δραστηριότητας, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ανταλλάσσουν τις αναγκαίες πληροφορίες για την άσκηση των καθηκόντων τους κατά τρόπο που να διασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ακόμα και σε καταστάσεις στις οποίες μία παράβαση ή μία εικαζόμενη παράβαση ενδιαφέρει τις αρχές δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών. Κατά την ανταλλαγή των πληροφοριών απαιτείται η τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου ώστε να εξασφαλίζονται η ομαλή διαβίβαση των πληροφοριών και η προστασία συγκεκριμένων δικαιωμάτων.

(61)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές για να επιβάλουν διοικητική κύρωση ή άλλο διοικητικό μέτρο έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα για το ευρύ κοινό, θα πρέπει να δημοσιεύονται. Η δημοσίευση των αποφάσεων επιβολής διοικητικής κύρωσης ή άλλου διοικητικού μέτρου είναι επίσης ιδιαίτερα χρήσιμη για τις αρμόδιες αρχές σε ό,τι αφορά την ενημέρωση των συμμετεχόντων στην αγορά σχετικά με τις συμπεριφορές που θεωρούνται ότι αποτελούν παραβάσεις του παρόντος κανονισμού και την ευρύτερη προώθηση της ορθής συμπεριφοράς μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά. Εάν η δημοσίευση αυτή ενδέχεται να προξενήσει δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα πρόσωπα, ή διακυβεύει τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή μια έρευνα σε εξέλιξη, η αρμόδια αρχή θα πρέπει είτε να δημοσιεύει τις διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα διατηρώντας την ανωνυμία των εμπλεκομένων ή να καθυστερεί τη δημοσίευση. Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να μην δημοσιεύουν τις αποφάσεις επιβολής διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων καθόλου στην περίπτωση που θεωρείται ότι η ανώνυμη ή η καθυστερημένη δημοσίευση δεν επαρκεί για να διασφαλίσει ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών. Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές δεν υποχρεούνται να δημοσιεύουν διοικητικές κυρώσεις ή άλλα διοικητικά μέτρα που θεωρούνται ήσσονος σημασίας, σε περίπτωση που η δημοσίευσή τους κρίνεται δυσανάλογη.

(62)

Οι δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας ενδέχεται να αφορούν τους συνεισφέροντες, τους διαχειριστές και τους χρήστες σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη. Συνεπώς, η παύση της παροχής ενός τέτοιου δείκτη αναφοράς ή οποιοδήποτε γεγονός που μπορεί να υπονομεύσει σε μεγάλο βαθμό την ακεραιότητά του μπορεί να επηρεάσει περισσότερα του ενός κράτη μέλη, γεγονός που σημαίνει ότι η εποπτεία ενός τέτοιου δείκτη αναφοράς μόνο από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο ο διαχειριστής του δείκτη αναφοράς βασίζεται δεν είναι επαρκής και αποτελεσματική σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των κινδύνων που ενέχει ο δείκτης αναφοράς κρίσιμης σημασίας. Στην περίπτωση αυτή, προκειμένου να εξασφαλίζονται η αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την εποπτεία μεταξύ των αρμόδιων αρχών και ο συντονισμός των δραστηριοτήτων και των εποπτικών μέτρων τους, θα πρέπει να συσταθούν συλλογικά όργανα, που να περιλαμβάνουν τις αρμόδιες αρχές και την ΕΑΚΚΑ. Οι δραστηριότητες των οργάνων αυτών θα πρέπει να συμβάλλουν στην εναρμονισμένη εφαρμογή των κανόνων του παρόντος κανονισμού και στη σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας. Η αρμόδια αρχή του διαχειριστή θα πρέπει να καθιερώσει γραπτές ρυθμίσεις σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών, τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, που μπορεί να περιλαμβάνει κανόνες για διαδικασίες ψηφοφορίας, κάθε συνεργασία για τους σκοπούς των μέτρων υποχρεωτικής συνεισφοράς και τις περιπτώσεις στις οποίες οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαβουλεύονται. Η νομικώς δεσμευτική διαμεσολάβηση της ΕΑΚΑΑ αποτελεί βασικό στοιχείο για την επίτευξη του συντονισμού, της εποπτικής συνοχής και της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών.

(63)

Οι δείκτες αναφοράς μπορεί να αναφέρονται σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις μακράς διαρκείας. Σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται να μην επιτρέπεται πλέον η παροχή τέτοιων δεικτών αναφοράς μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, επειδή τα χαρακτηριστικά τους δεν μπορούν να προσαρμοστούν ώστε να συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Συγχρόνως, η απαγόρευση της συνεχούς παροχής ενός τέτοιου δείκτη αναφοράς ενδέχεται να συντελέσει στη λύση ή την αδυναμία εκπλήρωσης των χρηματοπιστωτικών μέσων ή συμβάσεων και με αυτόν τον τρόπο να βλάψει τους επενδυτές. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να προβλεφθεί η δυνατότητα συνέχισης της παροχής αυτών των δεικτών αναφοράς κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου.

(64)

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο παρών κανονισμός αφορά ή ενδέχεται να αφορά εποπτευόμενες οντότητες και αγορές που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1227/2011, η ΕΑΚΑΑ θα έπρεπε να καλεί σε διαβούλευση τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER), προκειμένου να αξιοποιήσει την εμπειρογνωμοσύνη του ACER στον τομέα των αγορών ενέργειας και να περιορίσει τις διπλές ρυθμίσεις.

(65)

Προκειμένου να προσδιοριστούν περαιτέρω τα τεχνικά στοιχεία του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, όσον αφορά τον προσδιορισμό των τεχνικών στοιχείων των ορισμών· όσον αφορά τον υπολογισμό των ονομαστικών ποσών των χρηματοπιστωτικών μέσων, του ονομαστικού ποσού παραγώγων και της καθαρής αξίας ενεργητικού των επενδυτικών κεφαλαίων σε σχέση με δείκτη αναφοράς για να προσδιοριστεί αν ο συγκεκριμένος δείκτης αναφοράς είναι κρίσιμος· όσον αφορά την αναθεώρηση της μεθόδου υπολογισμού που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του ορίου προσδιορισμού των κρίσιμων και των σημαντικών δεικτών αναφοράς· όσον αφορά τον προσδιορισμό των αντικειμενικών λόγων για την προσυπογραφή ενός δείκτη αναφοράς ή μιας οικογένειας δεικτών αναφοράς που παρέχεται σε τρίτη χώρα· τον προσδιορισμό των στοιχείων για την εκτίμηση του κατά πόσο η παύση ή η αλλαγή ενός υφιστάμενου δείκτη αναφοράς θα μπορούσε εύλογα να οδηγήσει σε γεγονός ανωτέρας βίας, περιστολή ή παράβαση με άλλον τρόπο των όρων οποιασδήποτε χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή χρηματοπιστωτικού μέσου, ή των κανόνων οποιουδήποτε επενδυτικού κεφαλαίου, που αναφέρεται στον εν λόγω δείκτη αναφοράς· και όσον αφορά την παράταση της 24μηνης περιόδου που προβλέπεται για την καταχώριση αντί της αδειοδότησης ορισμένων διαχειριστών. Όταν εκδίδει τις εν λόγω πράξεις, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις της αγοράς ή τις τεχνολογίας και τη διεθνή σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας σε διεθνές επίπεδο σε ό,τι αφορά τους δείκτες αναφοράς, ιδίως δε το έργο της IOSCO. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διεξάγει η Επιτροπή τις κατάλληλες διαβουλεύσεις κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, και οι εν λόγω διαβουλεύσεις να διεξάγονται σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στη διοργανική συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (14) της 13ης Απριλίου 2016. Ειδικότερα, προκειμένου να διασφαλίζεται η ισότιμη συμμετοχή στην προετοιμασία κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ' εξουσιοδότηση πράξεων.

(66)

Τα τεχνικά πρότυπα θα πρέπει να εξασφαλίζουν συνέπεια στην εναρμόνιση των απαιτήσεων για την παροχή και τη συνεισφορά στη διαμόρφωση δεικτών που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς και στην κατάλληλη προστασία των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση. Δεδομένου ότι η ΕΑΚΑΑ είναι φορέας με υψηλό βαθμό εξειδικευμένης πείρας, θα ήταν συμφέρον και σκόπιμο να της ανατεθεί η εκπόνηση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που δεν ενέχουν επιλογές πολιτικής τα οποία υποβάλλονται στην Επιτροπή. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εκδίδει ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που έχει αναπτύξει η ΕΑΚΑΑ μέσω κατ' εξουσιοδότηση πράξεων δυνάμει του άρθρου 290 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, όσον αφορά τις διαδικασίες και τα χαρακτηριστικά του έργου της εποπτείας, όσον αφορά τον τρόπο εξασφάλισης της καταλληλότητας και της επαληθευσιμότητας των δεδομένων εισόδου καθώς και τις εσωτερικές διαδικασίες εποπτείας και επαλήθευσης των συνεισφερόντων, όσον αφορά τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχει ο διαχειριστής για το δείκτη αναφοράς και τη μεθοδολογία, όσον αφορά τα στοιχεία του κώδικα συμπεριφοράς, όσον αφορά τις απαιτήσεις για τα συστήματα και τους ελέγχους, όσον αφορά τα κριτήρια που θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη η αρμόδια αρχή όταν αποφασίζει αν θα εφαρμόσει ορισμένες πρόσθετες απαιτήσεις, όσον αφορά τα περιεχόμενα της δήλωσης δείκτη αναφοράς και τις περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται ενημέρωση της δήλωσης αυτής, όσον αφορά το ελάχιστο περιεχόμενο των ρυθμίσεων συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ, όσον αφορά τη μορφή και το περιεχόμενο της αίτησης αναγνώρισης διαχειριστή τρίτης χώρας και την παρουσίαση των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται μαζί με την αίτηση αυτή και όσον αφορά τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στην αίτηση αδειοδότησης ή καταχώρισης.

(67)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίοι όροι εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή για να καταρτίσει και να αναθεωρεί κατάλογο δημόσιων αρχών στην Ένωση, να καταρτίσει και να αναθεωρεί τον κατάλογο δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας και να προσδιορίζει την ισοδυναμία του νομικού πλαισίου στο οποίο υπόκεινται οι πάροχοι δεικτών αναφοράς τρίτων χωρών για τους σκοπούς της πλήρους ή μερικής ισοδυναμίας. Οι αρμοδιότητες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15).

(68)

Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εξουσιοδοτείται να εκδίδει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που έχει αναπτύξει η ΕΑΚΑΑ για την κατάρτιση υποδειγμάτων δήλωσης συμμόρφωσης και για την καθιέρωση διαδικασιών και τρόπων ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ, μέσω εκτελεστικών πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 291 ΣΛΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

(69)

Επειδή οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, και συγκεκριμένα η θέσπιση συνεκτικού και αποτελεσματικού καθεστώτος για την αντιμετώπιση των τρωτών σημείων των δεικτών αναφοράς, δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, δεδομένου ότι ο συνολικός αντίκτυπος των προβλημάτων σχετικά με τους δείκτες αναφοράς μπορεί να εκτιμηθεί πλήρως μόνο στο πλαίσιο της Ένωσης, μπορούν όμως, εξαιτίας της κλίμακας και των επιπτώσεων της δράσης του παρόντος κανονισμού, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(70)

Δεδομένης της επείγουσας ανάγκης να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη στους δείκτες αναφοράς και να προαχθούν δίκαιες και διαφανείς χρηματοπιστωτικές αγορές, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του.

(71)

Οι καταναλωτές μπορούν να συνάπτουν χρηματοπιστωτικές συμβάσεις, ιδίως συμβάσεις για ενυπόθηκα ή καταναλωτικά δάνεια, που περιλαμβάνουν αναφορά σε δείκτη αναφοράς, αλλά η άνιση διαπραγματευτική ισχύς και η χρήση τυποποιημένων όρων συντελεί στον περιορισμό των επιλογών τους σχετικά με τον χρησιμοποιούμενο δείκτη αναφοράς. Είναι συνεπώς αναγκαίο να εξασφαλίζεται τουλάχιστον η παροχή επαρκών πληροφοριών από τους πιστωτές ή τους πιστωτικούς διαμεσολαβητές στους καταναλωτές. Για τον σκοπό αυτό θα πρέπει συνεπώς οι οδηγίες 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ να τροποποιηθούν αναλόγως.

(72)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 απαιτεί τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με διευθυντικά καθήκοντα, καθώς και τα πρόσωπα που συνδέονται στενά μαζί τους, να ενημερώνουν τον εκδότη και την αρμόδια αρχή σχετικά με κάθε πράξη που πραγματοποιούν για δικό τους λογαριασμό σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα συνδεόμενα με μετοχές και χρεωστικούς τίτλους του εκδότη τους. Ωστόσο, υπάρχουν διάφορα χρηματοπιστωτικά μέσα που συνδέονται με μετοχές και χρεωστικούς τίτλους ενός συγκεκριμένου εκδότη. Στα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα περιλαμβάνονται μονάδες σε επιχειρήσεις συλλογικών επενδύσεων, διαρθρωμένα προϊόντα ή χρηματοπιστωτικά μέσα που περιλαμβάνουν παράγωγο το οποίο συνεπάγεται άνοιγμα στην απόδοση μετοχών ή χρεωστικών τίτλων που έχουν εκδοθεί από εκδότη. Κάθε συναλλαγή με τέτοιου είδους χρηματοπιστωτικά μέσα πάνω από ένα ελάχιστο όριο θα πρέπει να υπόκειται σε κοινοποίηση προς τον εκδότη και την αρμόδια αρχή. Εξαίρεση θα πρέπει να γίνεται αν είτε το συνδεδεμένο χρηματοπιστωτικό μέσο παρέχει άνοιγμα 20 % ή μικρότερο σε μετοχές ή σε χρεωστικούς τίτλους του εκδότη είτε το πρόσωπο που είναι επιφορτισμένο με διευθυντικά καθήκοντα ή το πρόσωπο που συνδέεται στενά με αυτό δεν γνώριζε ούτε μπορούσε να γνωρίζει την επενδυτική σύνθεση του συνδεδεμένου χρηματοπιστωτικού μέσου. Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 θα πρέπει να τροποποιηθεί,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κοινό πλαίσιο για την εξασφάλιση της ακρίβειας και ακεραιότητας των δεικτών που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων στην Ένωση. Ο παρών κανονισμός συμβάλλει με αυτόν τον τρόπο στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, επιτυγχάνοντας παράλληλα υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και των επενδυτών.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στην παροχή δεικτών αναφοράς, στη συνεισφορά δεδομένων εισόδου για δείκτες αναφοράς και στη χρήση των δεικτών αναφοράς εντός της Ένωσης.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται:

α)

σε κεντρικές τράπεζες·

β)

σε δημόσιες αρχές, όταν αυτές συνεισφέρουν με δεδομένα σε δείκτες αναφοράς, παρέχουν δείκτες αναφοράς ή ελέγχουν την παροχή δεικτών αναφοράς για σκοπούς δημόσιας πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων μέτρων στους τομείς της απασχόλησης, της οικονομικής δραστηριότητας και του πληθωρισμού·

γ)

σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους (CCP), όταν παρέχουν τιμές αναφοράς ή διακανονισμού που χρησιμοποιούνται για σκοπούς διαχείρισης κινδύνου και διακανονισμού σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους·

δ)

στην παροχή των ενιαίων τιμών αναφοράς χρηματοπιστωτικών μέσων όπως παρατίθενται στο παράρτημα I τμήμα Γ της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

ε)

στον Τύπο, στα άλλα μέσα και στους δημοσιογράφους όταν απλώς δημοσιεύουν ή αναφέρονται σε δείκτη αναφοράς στο πλαίσιο των δημοσιογραφικών δραστηριοτήτων τους χωρίς να ελέγχουν την παροχή του εν λόγω δείκτη αναφοράς·

στ)

σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που χορηγούν ή υπόσχονται να χορηγήσουν πίστωση στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής τους δραστηριότητας, μόνον εφόσον το συγκεκριμένο πρόσωπο δημοσιεύει ή διαθέτει στο κοινό δικά του κυμαινόμενα ή σταθερά επιτόκια δανεισμού που καθορίζονται με διεθνείς αποφάσεις και εφαρμόζονται μόνο σε χρηματοπιστωτικές συμβάσεις που συνάπτονται από το πρόσωπο αυτό ή εταιρεία του ίδιου ομίλου με τους αντίστοιχους πελάτες τους·

ζ)

σε δείκτες αναφοράς βασικών προϊόντων βασιζόμενους σε δεδομένα που υποβάλλουν συνεισφέροντες οι οποίοι στην πλειονότητά τους είναι μη εποπτευόμενες οντότητες και για τους οποίους ισχύουν αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

ο δείκτης αναφοράς αναφέρεται σε χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία έχει γίνει αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε έναν μόνο τόπο διαπραγμάτευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή των οποίων η διαπραγμάτευση γίνεται σε έναν μόνο τέτοιο τόπο διαπραγμάτευσης·

ii)

η συνολική ονομαστική αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων στα οποία αναφέρεται ο δείκτης αναφοράς δεν υπερβαίνει τα 100 εκατ. EUR·

η)

σε πάροχο δείκτη σε ό,τι αφορά δείκτη που παρέχει ο ίδιος όταν ο εν λόγω πάροχος δείκτη δεν γνωρίζει ή δεν θα ήταν σε θέση ευλόγως να γνωρίζει ότι ο συγκεκριμένος δείκτης χρησιμοποιείται για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 3.

Άρθρο 3

Ορισμοί

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«δείκτης»: οποιοδήποτε αριθμητικό δεδομένο:

α)

δημοσιεύεται ή διατίθεται στο κοινό·

β)

προσδιορίζεται τακτικά:

i)

εξολοκλήρου ή εν μέρει, με την εφαρμογή ενός τύπου ή με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο υπολογισμού ή μέσω αξιολόγησης· και

ii)

με βάση την αξία ενός ή περισσότερων υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων ή τις τιμές, συμπεριλαμβανομένων των εκτιμώμενων τιμών, τα πραγματικά ή εκτιμώμενα επιτόκια, προσφορές και δεσμευτικές προσφορές, ή άλλες αξίες ή έρευνες·

2)

«πάροχος δείκτη»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει την παροχή ενός δείκτη·

3)

«δείκτης αναφοράς»: οποιοσδήποτε δείκτης σε σχέση με τον οποίο καθορίζεται το καταβλητέο ποσό βάσει ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή μιας χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή η αξία ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, ή ένας δείκτης που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της απόδοσης ενός επενδυτικού κεφαλαίου με σκοπό την παρακολούθηση της απόδοσης ενός τέτοιου δείκτη ή τον καθορισμό της κατανομής των στοιχείων ενεργητικού ενός χαρτοφυλακίου ή τον υπολογισμό των προμηθειών επί των αποτελεσμάτων·

4)

«οικογένεια δεικτών αναφοράς»: ομάδα δεικτών αναφοράς που παρέχει ο ίδιος διαχειριστής και καθορίζεται βάσει δεδομένων εισόδου παρόμοιου χαρακτήρα, η οποία προσφέρει συγκεκριμένες μετρήσεις της ίδιας ή παρεμφερούς αγοράς ή οικονομικής πραγματικότητας·

5)

«παροχή δείκτη αναφοράς»:

α)

διαχείριση των ρυθμίσεων για τον καθορισμό ενός δείκτη αναφοράς·

β)

συλλογή, ανάλυση ή επεξεργασία δεδομένων εισόδου με στόχο τον προσδιορισμό ενός δείκτη αναφοράς· και

γ)

προσδιορισμός ενός δείκτη αναφοράς μέσω της εφαρμογής ενός τύπου ή άλλης μεθόδου υπολογισμού ή μέσω της αξιολόγησης των δεδομένων εισόδου που παρέχονται για τον σκοπό αυτόν·

6)

«διαχειριστής»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει την παροχή ενός δείκτη αναφοράς·

7)

«χρήση δείκτη αναφοράς»:

α)

έκδοση χρηματοπιστωτικού μέσου το οποίο αναφέρεται σε έναν δείκτη ή συνδυασμό δεικτών·

β)

προσδιορισμός του καταβλητέου ποσού στο πλαίσιο χρηματοπιστωτικού μέσου ή χρηματοπιστωτικής σύμβασης στη βάση ενός δείκτη ή συνδυασμού δεικτών·

γ)

συμμετοχή ως συμβαλλόμενο μέρος σε χρηματοπιστωτική σύμβαση που αναφέρεται σε έναν δείκτη ή συνδυασμό δεικτών·

δ)

παροχή επιτοκίου δανεισμού όπως ορίζεται στο άρθρο 3 στοιχείο ι) της οδηγίας 2008/48/ΕΚ, υπολογιζόμενου ως διαφοράς ή περιθωρίου με βάση δείκτη ή συνδυασμό δεικτών και χρησιμοποιούμενου αποκλειστικά ως αναφοράς σε χρηματοπιστωτική σύμβαση στην οποία ο πιστωτής είναι συμβαλλόμενο μέρος·

ε)

μέτρηση της απόδοσης ενός επενδυτικού κεφαλαίου μέσω ενός δείκτη ή συνδυασμού δεικτών με σκοπό την παρακολούθηση της απόδοσης του εν λόγω δείκτη ή συνδυασμού δεικτών ή τον καθορισμό της κατανομής των στοιχείων ενεργητικού ενός χαρτοφυλακίου ή τον υπολογισμό των προμηθειών επί των αποτελεσμάτων·

8)

«συνεισφορά δεδομένων εισόδου»: η παροχή δεδομένων εισόδου που δεν είναι άμεσα διαθέσιμα σε διαχειριστή, ή σε άλλο πρόσωπο προκειμένου να τα διαβιβάσει στον διαχειριστή, τα οποία απαιτούνται για τον καθορισμό δείκτη αναφοράς και παρέχονται για αυτόν ακριβώς τον σκοπό·

9)

«συνεισφέρων»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει δεδομένα εισόδου·

10)

«εποπτευόμενος συνεισφέρων»: εποπτευόμενη οντότητα η οποία παρέχει δεδομένα εισόδου σε διαχειριστή που βρίσκεται στην Ένωση·

11)

«υποβάλλων»: φυσικό πρόσωπο που απασχολείται από τον συνεισφέροντα για τον σκοπό της παροχής δεδομένων εισόδου·

12)

«εκτιμητής»: υπάλληλος του διαχειριστή δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος ή άλλο φυσικό πρόσωπο οι υπηρεσίες του οποίου έχουν τεθεί στη διάθεση του διαχειριστή ή υπό τον έλεγχό του, που έχει την ευθύνη για την εφαρμογή μιας μεθοδολογίας ή αξιολόγησης δεδομένων εισόδου και άλλων πληροφοριών προκειμένου να καταλήξει σε μια τελική εκτίμηση όσον αφορά την τιμή ενός συγκεκριμένου βασικού προϊόντος·

13)

«κρίση του εμπειρογνώμονα»: η άσκηση διακριτικής ευχέρειας από διαχειριστή ή συνεισφέροντα σε σχέση με τη χρήση δεδομένων για τον καθορισμό ενός δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένης της παρεκβολής τιμών για παράγοντες που μπορεί να επηρεάζουν την ποιότητα των δεδομένων όπως συμβάντα της αγοράς ή υποβάθμιση της πιστωτικής ποιότητας ενός αγοραστή ή πωλητή, και στάθμιση δεσμευτικών τιμών ή προσφορών μεγαλύτερων από μια συγκεκριμένη εκτελεσθείσα συναλλαγή·

14)

«δεδομένα εισόδου»: τα δεδομένα για την αξία ενός ή περισσότερων υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων ή οι τιμές, συμπεριλαμβανομένων των εκτιμώμενων τιμών, οι προσφορές, οι δεσμευτικές προσφορές ή άλλες αξίες που χρησιμοποιούνται από διαχειριστή για τον καθορισμό ενός δείκτη αναφοράς·

15)

«δεδομένα συναλλαγών»: παρατηρήσιμες τιμές, συντελεστές, δείκτες ή τιμές που αντιστοιχούν σε συναλλαγές μεταξύ ανεξάρτητων αντισυμβαλλομένων σε ενεργό αγορά που επηρεάζονται από ανταγωνιστικές δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης·

16)

«χρηματοπιστωτικό μέσο»: οποιοδήποτε από τα μέσα που παρατίθενται στο παράρτημα I τμήμα Γ της οδηγίας 2014/65/ΕΕ για τα οποία έχει υποβληθεί αίτημα εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή μέσω συστηματικού εσωτερικοποιητή όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20 της εν λόγω οδηγίας·

17)

«εποπτευόμενη οντότητα»: πρόκειται για οποιαδήποτε από τις ακόλουθες οντότητες:

α)

πιστωτικά ιδρύματα όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16)·

β)

επιχειρήσεις επενδύσεων κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

γ)

ασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 13 σημείο 1) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17)·

δ)

αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 13 σημείο 4) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

ε)

ΟΣΕΚΑ, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ ή, κατά περίπτωση, εταιρείες διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της εν λόγω οδηγίας·

στ)

διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΔΟΕΕ), όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18)·

ζ)

ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, όπως ορίζονται στο άρθρο 6 στοιχείο α) της οδηγίας 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19)·

η)

πιστωτές, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 στοιχείο β) της οδηγίας 2008/48/ΕΚ για τους σκοπούς των συμβάσεων πίστωσης όπως ορίζονται στο άρθρο 3 στοιχείο γ) της εν λόγω οδηγίας·

θ)

μη πιστωτικά ιδρύματα, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 10) της οδηγίας 2014/17/ΕΕ για τους σκοπούς των συμβάσεων πίστωσης όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 3) της εν λόγω οδηγίας·

ι)

διαχειριστές αγοράς, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

ια)

CCP, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20)·

ιβ)

αρχεία καταγραφής συναλλαγών, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

ιγ)

διαχειριστές·

18)

ως «χρηματοπιστωτική σύμβαση» νοείται:

α)

οποιαδήποτε σύμβαση πίστωσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 στοιχείο γ) της οδηγίας 2008/48/ΕΚ·

β)

οποιαδήποτε σύμβαση πίστωσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 3) της οδηγίας 2014/17/ΕΕ·

19)

«επενδυτικό κεφάλαιο»: ΟΕΕ όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ ή ΟΣΕΚΑ όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ·

20)

«διοικητικό όργανο»: το όργανο ή τα όργανα ενός διαχειριστή ή άλλης εποπτευόμενης οντότητας, διορισμένα σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, που έχουν την εξουσία να καθορίζουν τη στρατηγική, τους στόχους και τη συνολική κατεύθυνση του διαχειριστή ή άλλης εποπτευόμενης οντότητας και οι οποίοι επιβλέπουν και παρακολουθούν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων αναφορικά με τη διοίκησή της, και περιλαμβάνουν πρόσωπα που διευθύνουν πραγματικά τις δραστηριότητες του διαχειριστή ή άλλης εποπτευόμενης οντότητας·

21)

«καταναλωτής»: φυσικό πρόσωπο το οποίο, στις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις που καλύπτει ο παρών κανονισμός, επιδιώκει σκοπούς άσχετους με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του·

22)

«δείκτης αναφοράς επιτοκίου»: δείκτης αναφοράς ο οποίος για τους σκοπούς του σημείου 1 στοιχείο β) σημείο ii) της παρούσας παραγράφου προσδιορίζεται με βάση το επιτόκιο με το οποίο οι τράπεζες μπορεί να δανείσουν ή να δανειστούν από άλλες τράπεζες ή εξωτραπεζικούς παράγοντες στη χρηματαγορά·

23)

«δείκτης αναφοράς βασικού προϊόντος»: δείκτης αναφοράς του οποίου το υποκείμενο περιουσιακό στοιχείο, για τους σκοπούς του σημείου 1 στοιχείο β) σημείο ii) της παρούσας παραγράφου, είναι βασικό προϊόν κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής (21), εξαιρουμένων των δικαιωμάτων εκπομπών όπως αναφέρονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημείο 11 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

24)

«δείκτης αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων»: δείκτης αναφοράς προσδιοριζόμενος με την εφαρμογή ενός τύπου από:

α)

δεδομένα εισόδου που αποτελούν εξολοκλήρου αντικείμενο απευθείας συνεισφοράς από:

i)

τόπο διαπραγμάτευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή τόπο διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας για την οποία η Επιτροπή έχει εκδώσει εκτελεστική απόφαση σύμφωνα με την οποία το νομικό και εποπτικό πλαίσιο της εν λόγω χώρας θεωρείται ότι έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα υπό την έννοια του άρθρου 28 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22) ή ρυθμιζόμενη αγορά που θεωρείται ως ισοδύναμη δυνάμει του άρθρου 2α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, αλλά σε κάθε περίπτωση μόνο σε σχέση με δεδομένα συναλλαγών που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα·

ii)

εγκεκριμένο μηχανισμό δημοσίευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 52 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή πάροχο ενοποιημένου δελτίου συναλλαγών όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 53 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, σύμφωνα με τις υποχρεωτικές απαιτήσεις διαφάνειας για τα μετασυναλλακτικά δεδομένα, αλλά μόνο σε σχέση με δεδομένα συναλλαγών που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα υποκείμενα σε διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης·

iii)

εγκεκριμένο μηχανισμό γνωστοποίησης συναλλαγών, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 54 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, αλλά μόνο σε σχέση με δεδομένα συναλλαγών που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα υποκείμενα σε διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, τα οποία πρέπει να γνωστοποιούνται σύμφωνα με τις υποχρεωτικές απαιτήσεις μετασυναλλακτικής διαφάνειας·

iv)

χρηματιστήριο ηλεκτρικής ενέργειας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 στοιχείο ι) της οδηγίας 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23)·

v)

χρηματιστήριο φυσικού αερίου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 41 παράγραφος 1 στοιχείο ι) της οδηγίας 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24)·

vi)

χώρο πλειστηριασμών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 26 ή στο άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1031/2010 της Επιτροπής (25)·

vii)

πάροχο υπηρεσιών στον οποίο ο διαχειριστής δεικτών αναφοράς έχει αναθέσει τη συλλογή των δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 10, εφόσον ο εν λόγω πάροχος υπηρεσιών λαμβάνει τα δεδομένα καθ' ολοκληρία και απευθείας από οντότητα που καλύπτεται από τα σημεία i) έως vi)·

β)

καθαρές αξίες ενεργητικού επενδυτικών κεφαλαίων·

25)

«δείκτης αναφοράς κρίσιμης σημασίας»: δείκτης αναφοράς άλλος από τον δείκτη αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων που πληροί οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 και ο οποίος βρίσκεται στον κατάλογο που καταρτίζεται από την Επιτροπή δυνάμει του εν λόγω άρθρου·

26)

«σημαντικός δείκτης αναφοράς»: δείκτης αναφοράς που πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 24 παράγραφος 1·

27)

«μη σημαντικός δείκτης αναφοράς»: δείκτης αναφοράς που δεν πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 και στο άρθρο 24 παράγραφος 1·

28)

«βρίσκεται»: όταν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, η χώρα όπου βρίσκεται η καταστατική έδρα ή άλλη επίσημη διεύθυνση του εν λόγω προσώπου και, όταν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, η χώρα όπου το εν λόγω πρόσωπο έχει τη φορολογική του κατοικία·

29)

«δημόσια αρχή»:

α)

οποιοσδήποτε κρατικός ή άλλος φορέας δημόσιας διοίκησης, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση του δημόσιου χρέους ή συμμετέχουν σε αυτήν·

β)

κάθε οντότητα ή πρόσωπο που είτε ασκεί καθήκοντα δημόσιας διοίκησης βάσει του εθνικού δικαίου είτε αναλαμβάνει δημόσιες ευθύνες ή δημόσια καθήκοντα ή παρέχει δημόσιες υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων μέτρων στους τομείς της απασχόλησης, της οικονομικής δραστηριότητας και του πληθωρισμού, υπό τον έλεγχο μιας οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο α).

2.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 49 με στόχο τον περαιτέρω προσδιορισμό των τεχνικών στοιχείων των ορισμών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, και ειδικότερα για τη διευκρίνιση του περιεχομένου του όρου «διάθεση στο κοινό» για τους σκοπούς του καθορισμού ενός δείκτη.

Κατά περίπτωση, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις της αγοράς ή τις τεχνολογικές εξελίξεις και τη σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας σε διεθνές επίπεδο σε ό,τι αφορά τους δείκτες αναφοράς.

3.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις προκειμένου να καταρτίσει και να αναθεωρήσει κατάλογο δημόσιων αρχών στην Ένωση που εμπίπτουν στον ορισμό του σημείου 29 της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 50 παράγραφος 2.

Κατά περίπτωση, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις της αγοράς ή τις τεχνολογικές εξελίξεις και τη σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας σε διεθνές επίπεδο σε ό,τι αφορά τους δείκτες αναφοράς.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Διακυβέρνηση και έλεγχος διαχειριστών

Άρθρο 4

Απαιτήσεις σχετικά με τη διακυβέρνηση και τη σύγκρουση συμφερόντων

1.   Ο διαχειριστής διαθέτει άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης, το οποίο περιλαμβάνει σαφή οργανωτική διάρθρωση με σαφώς καθορισμένους ρόλους και αρμοδιότητες, που χαρακτηρίζονται από διαφάνεια και συνέπεια, για όλα τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην παροχή ενός δείκτη αναφοράς.

Ο διαχειριστής λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εντοπίζει και να αποτρέπει ή να αντιμετωπίζει συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ του ιδίου, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών στελεχών του, των υπαλλήλων ή κάθε άλλου προσώπου υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχό του, και των συνεισφερόντων ή χρηστών και να εξασφαλίζει ότι, στην περίπτωση που απαιτείται κρίση ή άσκηση διακριτικής ευχέρειας στη διαδικασία καθορισμού του δείκτη αναφοράς, αυτή ασκείται με ανεξάρτητο και έντιμο τρόπο.

2.   Η παροχή ενός δείκτη αναφοράς διαχωρίζεται οργανωτικά από οποιοδήποτε τμήμα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του διαχειριστή από το οποίο ενδέχεται να προκύψει πραγματική ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων.

3.   Αν προκύψει σύγκρουση συμφερόντων εντός του διαχειριστή λόγω της ιδιοκτησιακής του διάρθρωσης, ελέγχουσας συμμετοχής ή άλλων δραστηριοτήτων που πραγματοποιούνται από οποιαδήποτε οντότητα που κατέχει ή ελέγχει τον διαχειριστή ή από οντότητα που κατέχεται ή ελέγχεται από τον διαχειριστή ή οποιαδήποτε συνδεδεμένη επιχείρησή του, η οποία δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί επαρκώς, η αντίστοιχη αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει από τον διαχειριστή την καθιέρωση καθήκοντος ανεξάρτητης εποπτείας, που να περιλαμβάνει ισόρροπη εκπροσώπηση των ενδιαφερομένων, συμπεριλαμβανομένων των χρηστών και των συνεισφερόντων.

4.   Αν δεν είναι δυνατή η κατάλληλη διαχείριση μιας τέτοιας σύγκρουσης συμφερόντων, η αντίστοιχη αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει από τον διαχειριστή είτε την παύση των δραστηριοτήτων ή σχέσεων που προκαλούν την εν λόγω σύγκρουση συμφερόντων ή την παύση της παροχής του δείκτη αναφοράς.

5.   Ο διαχειριστής δημοσιεύει ή κοινοποιεί κάθε υφιστάμενη ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων στους χρήστες ενός δείκτη αναφοράς και τη σχετική αρμόδια αρχή, και, εφόσον απαιτείται, στους συνεισφέροντες, συμπεριλαμβανομένων των συγκρούσεων συμφερόντων που προκύπτουν από την ιδιοκτησιακή διάρθρωση ή τη δομή ελέγχου του διαχειριστή.

6.   Ο διαχειριστής θεσπίζει και εφαρμόζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες, καθώς και αποτελεσματικές οργανωτικές ρυθμίσεις για τον εντοπισμό, την κοινοποίηση, την πρόληψη, τη διαχείριση και τον περιορισμό των συγκρούσεων συμφερόντων προκειμένου να προστατεύσει την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία του προσδιορισμού των δεικτών αναφοράς. Οι εν λόγω πολιτικές και διαδικασίες επανεξετάζονται και επικαιροποιούνται τακτικά. Οι πολιτικές και οι διαδικασίες λαμβάνουν υπόψη και αντιμετωπίζουν συγκρούσεις συμφερόντων, τον βαθμό της διακριτικής ευχέρειας που ασκείται κατά τη διαδικασία καθορισμού του δείκτη αναφοράς και τους κινδύνους που συνεπάγεται ο δείκτης αναφοράς και:

α)

διασφαλίζουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών που παρασχέθηκαν ή καταρτίστηκαν από τον διαχειριστή με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων περί κοινοποίησης και διαφάνειας δυνάμει του παρόντος κανονισμού· και

β)

περιορίζουν ειδικότερα τις συγκρούσεις συμφερόντων που απορρέουν από την ιδιοκτησιακή διάρθρωση ή τη δομή ελέγχου του διαχειριστή ή από άλλα συμφέροντα στον όμιλό του ή που οφείλονται σε άλλα πρόσωπα τα οποία ενδεχομένως επηρεάζουν ή ελέγχουν τον διαχειριστή σε σχέση με τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς.

7.   Ο διαχειριστής εξασφαλίζει ότι οι υπάλληλοί του και οποιαδήποτε άλλα φυσικά πρόσωπα των οποίων οι υπηρεσίες τίθενται στη διάθεση ή υπό τον έλεγχό του και εμπλέκονται άμεσα στην παροχή του δείκτη αναφοράς:

α)

διαθέτουν τις αναγκαίες δεξιότητες, τη γνώση και την πείρα για τα καθήκοντα που τους ανατίθενται και υπόκεινται σε αποτελεσματική διαχείριση και εποπτεία·

β)

δεν υπόκεινται σε αθέμιτη επιρροή ή δεν εμπλέκονται σε συγκρούσεις συμφερόντων, η δε αποζημίωση και η αξιολόγηση της απόδοσης των προσώπων αυτών δεν δημιουργούν συγκρούσεις συμφερόντων και δεν θίγουν την ακεραιότητα της διαδικασίας καθορισμού του δείκτη αναφοράς·

γ)

δεν διαθέτουν συμφέροντα ή επιχειρηματικές σχέσεις που διακυβεύουν τις δραστηριότητες του συγκεκριμένου διαχειριστή·

δ)

απαγορεύεται να συνεισφέρουν στον καθορισμό δείκτη αναφοράς μέσω της συμμετοχής σε προσφορές αγοράς, προσφορές πώλησης και συναλλαγές σε προσωπική βάση ή για λογαριασμό παραγόντων της αγοράς, παρά μόνο αν ο συγκεκριμένος τρόπος συνεισφοράς απαιτείται ρητώς στο πλαίσιο της μεθοδολογίας του δείκτη αναφοράς και σύμφωνα με τους ειδικούς κανόνες της· και

ε)

υπόκεινται σε αποτελεσματικές διαδικασίες ελέγχου της ανταλλαγής πληροφοριών με άλλους υπαλλήλους και οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα εμπλέκονται σε δραστηριότητες που ενδέχεται να συνεπάγονται κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων ή σε περίπτωση που οι πληροφορίες αυτές μπορούν να επηρεάσουν τον δείκτη αναφοράς.

8.   Ο διαχειριστής θεσπίζει ειδικές διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου για τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της αξιοπιστίας του υπαλλήλου ή του προσώπου που προσδιορίζει τον δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένης τουλάχιστον της εσωτερικής εξακρίβωσης από τη διοίκηση πριν τη διάδοση του δείκτη αναφοράς.

Άρθρο 5

Απαιτήσεις σχετικά με το καθήκον της εποπτείας

1.   Οι διαχειριστές θεσπίζουν και διατηρούν μόνιμη και αποτελεσματική εποπτική λειτουργία προκειμένου να εξασφαλίζουν την εποπτεία όλων των πτυχών της παροχής των δεικτών αναφοράς τους.

2.   Οι διαχειριστές καταρτίζουν και διατηρούν άρτιες διαδικασίες σχετικά με το καθήκον εποπτείας τους, οι οποίες κοινοποιούνται στις σχετικές αρμόδιες αρχές.

3.   Το καθήκον εποπτείας ασκείται με ακεραιότητα και περιλαμβάνει τις ακόλουθες αρμοδιότητες, οι οποίες προσαρμόζονται από τον διαχειριστή ανάλογα με την πολυπλοκότητα, τη χρήση και την τρωτότητα του δείκτη αναφοράς:

α)

αναθεώρηση του ορισμού και της μεθοδολογίας του δείκτη αναφοράς·

β)

εποπτεία τυχόν αλλαγών στη μεθοδολογία του δείκτη αναφοράς και δυνατότητα να καλείται ο διαχειριστής σε διαβούλευση σχετικά με τις αλλαγές αυτές·

γ)

εποπτεία του πλαισίου ελέγχου του διαχειριστή, της διαχείρισης και της λειτουργίας του δείκτη αναφοράς και, σε περίπτωση που ο δείκτης αναφοράς βασίζεται σε δεδομένα εισόδου προερχόμενα από συνεισφέροντες, του κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15·

δ)

επανεξέταση και έγκριση των διαδικασιών για την παύση της παροχής του δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων τυχόν σχετικών διαβουλεύσεων·

ε)

εποπτεία κάθε τρίτου που συμμετέχει στην παροχή του δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων των παραγόντων που είναι υπεύθυνοι για τον υπολογισμό ή τη διάδοση·

στ)

αξιολόγηση εσωτερικών και εξωτερικών ελέγχων ή επανεξετάσεων και παρακολούθηση της υλοποίησης των προσδιοριζόμενων διορθωτικών ενεργειών·

ζ)

αν ο δείκτης αναφοράς βασίζεται σε δεδομένα εισόδου από συνεισφέροντες, παρακολούθηση των δεδομένων εισόδου και των συνεισφερόντων, καθώς και των μέτρων που λαμβάνει ο διαχειριστής προκειμένου να αμφισβητήσει ή να επικυρώσει τις συνεισφορές δεδομένων εισόδου·

η)

αν ο δείκτης αναφοράς βασίζεται σε δεδομένα εισόδου από συνεισφέροντες, λήψη αποτελεσματικών μέτρων σε περίπτωση παραβίασης του κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15· και

θ)

αναφορά στις σχετικές αρμόδιες αρχές κάθε κρούσματος ανάρμοστης συμπεριφοράς εκ μέρους συνεισφερόντων, αν ο δείκτης αναφοράς βασίζεται σε δεδομένα εισόδου από συνεισφέροντες, ή διαχειριστών, που γίνεται αντιληπτή στο πλαίσιο της άσκησης του καθήκοντος εποπτείας, καθώς και τυχόν μη φυσιολογικών ή ύποπτων δεδομένων εισόδου.

4.   Το καθήκον εποπτείας ασκείται από χωριστή επιτροπή ή μέσω άλλης κατάλληλης διευθέτησης διακυβέρνησης.

5.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των διαδικασιών σε σχέση με το καθήκον εποπτείας και τα χαρακτηριστικά του καθήκοντος εποπτείας όσον αφορά το περιεχόμενο και τη θέση του στην οργανωτική διάρθρωση του διαχειριστή, ώστε να εξασφαλίζονται η ακεραιότητα του καθήκοντος και η απουσία σύγκρουσης συμφερόντων. Ειδικότερα, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει μη εξαντλητικό κατάλογο κατάλληλων διευθετήσεων διακυβέρνησης όπως ορίζεται στην παράγραφο 4.

Η ΕΑΚΑΑ κάνει διάκριση μεταξύ των διαφόρων τύπων δεικτών αναφοράς και τομέων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και λαμβάνει υπόψη τις διαφορές όσον αφορά την ιδιοκτησιακή διάρθρωση και τη δομή ελέγχου των διαχειριστών, τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της παροχής του δείκτη αναφοράς, όπως επίσης τον κίνδυνο και τον αντίκτυπο του δείκτη αναφοράς, μεταξύ άλλων υπό το φως της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών σε διεθνές επίπεδο σε ό,τι αφορά τις απαιτήσεις διακυβέρνησης για τους δείκτες αναφοράς. Ωστόσο, τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων της ΕΑΚΑΑ δεν καλύπτουν ούτε εφαρμόζονται σε διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

6.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, για τους διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς, σχετικά με τον προσδιορισμό των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 6

Απαιτήσεις σχετικά με το πλαίσιο ελέγχου

1.   Οι διαχειριστές διαθέτουν πλαίσιο ελέγχου που εξασφαλίζει ότι οι δείκτες αναφοράς τους παρέχονται και δημοσιεύονται ή διατίθενται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Το πλαίσιο ελέγχου είναι ανάλογο με το επίπεδο των συγκρούσεων συμφερόντων που έχουν διαπιστωθεί, τον βαθμό της διακριτικής ευχέρειας στην παροχή του δείκτη αναφοράς και τον χαρακτήρα των δεδομένων εισόδου.

3.   Το πλαίσιο ελέγχου περιλαμβάνει:

α)

διαχείριση του επιχειρησιακού κινδύνου·

β)

κατάλληλη και αποτελεσματική συνέχεια της δραστηριότητας και σχέδια αποκατάστασης σε περίπτωση καταστροφής·

γ)

έκτακτες διαδικασίες που εφαρμόζονται σε περίπτωση διακοπής της διαδικασίας παροχής του δείκτη αναφοράς.

4.   Ο διαχειριστής λαμβάνει μέτρα για:

α)

να εξασφαλίσει ότι οι συνεισφέροντες συμμορφώνονται προς τον κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15 και προς τα ισχύοντα πρότυπα για τα δεδομένα εισόδου·

β)

την παρακολούθηση των δεδομένων εισόδου, συμπεριλαμβανομένων της παρακολούθησης, στο μέτρο του δυνατού, των δεδομένων εισόδου πριν από τη δημοσίευση του δείκτη αναφοράς και της επικύρωσής τους μετά τη δημοσίευση, προκειμένου να εντοπιστούν σφάλματα και παρατυπίες.

5.   Το πλαίσιο ελέγχου τεκμηριώνεται, αναθεωρείται και επικαιροποιείται καταλλήλως και τίθεται στη διάθεση της αντίστοιχης αρμόδιας αρχής και, κατόπιν αιτήματος, των χρηστών.

Άρθρο 7

Απαιτήσεις σχετικά με το πλαίσιο λογοδοσίας

1.   Ο διαχειριστής διαθέτει πλαίσιο λογοδοσίας που καλύπτει την τήρηση αρχείων, τις διαδικασίες ελέγχων και επανεξέτασης και τη διαδικασία υποβολής καταγγελιών και παρέχει στοιχεία σχετικά με τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

2.   Ο διαχειριστής ορίζει εσωτερικό καθήκον με την αναγκαία ικανότητα επανεξέτασης και υποβολής εκθέσεων σχετικά με τη συμμόρφωση του διαχειριστή προς τη μεθοδολογία του δείκτη αναφοράς και τον παρόντα κανονισμό.

3.   Για τους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας, ο διαχειριστής ορίζει ανεξάρτητο εξωτερικό ελεγκτή, ο οποίος επανεξετάζει τουλάχιστον σε ετήσια βάση την τήρηση της μεθοδολογίας του δείκτη αναφοράς και του παρόντος κανονισμού από τον διαχειριστή και υποβάλλει σχετική έκθεση.

4.   Κατόπιν αιτήματος της οικείας αρμόδιας αρχής, ο διαχειριστής παρέχει στην οικεία αρμόδια αρχή τα λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τις επανεξετάσεις και τις εκθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2. Κατόπιν αιτήματος της οικείας αρμόδιας αρχής ή οποιουδήποτε χρήστη του δείκτη αναφοράς, ο διαχειριστής δημοσιεύει τα λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τους ελέγχους που προβλέπονται στην παράγραφο 3.

Άρθρο 8

Απαιτήσεις σχετικά με την τήρηση αρχείων

1.   Ο διαχειριστής τηρεί αρχεία σχετικά με τα εξής:

α)

όλα τα δεδομένα εισόδου και τη χρήση των δεδομένων αυτών·

β)

τη μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό ενός δείκτη αναφοράς·

γ)

κάθε άσκηση κρίσης ή διακριτικής ευχέρειας από τον διαχειριστή και, κατά περίπτωση, από αξιολογητές, κατά τον καθορισμό ενός δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένου του πλήρους σκεπτικού στο οποίο βασίζεται η εν λόγω κρίση ή η διακριτική ευχέρεια·

δ)

τη μη συνεκτίμηση τυχόν δεδομένων εισόδου, ιδιαίτερα αν αυτά συμμορφώνονταν προς τις απαιτήσεις της μεθοδολογίας του δείκτη αναφοράς, και το σκεπτικό της μη συνεκτίμησης·

ε)

άλλες αλλαγές ή παρεκκλίσεις από συνήθεις διαδικασίες και μεθοδολογίες, συμπεριλαμβανομένων όσων εκτελούνται κατά τη διάρκεια περιόδων πίεσης ή διαταραχής της αγοράς·

στ)

την ταυτότητα κάθε υποβάλλοντος και φυσικού προσώπου που απασχολείται από τους διαχειριστές για τον καθορισμό ενός δείκτη αναφοράς·

ζ)

όλα τα έγγραφα που αφορούν οποιαδήποτε καταγγελία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που υποβάλλει ο καταγγέλλων· και

η)

τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή την ηλεκτρονική επικοινωνία μεταξύ οποιουδήποτε προσώπου που απασχολεί ο διαχειριστής και των συνεισφερόντων ή υποβαλλόντων σχετικά με δείκτη αναφοράς.

2.   Ο διαχειριστής τηρεί τα αρχεία που καθορίζονται στην παράγραφο 1 για τουλάχιστον πέντε έτη, σε μορφή που καθιστά δυνατή την αναπαραγωγή και την πλήρη κατανόηση του καθορισμού ενός δείκτη αναφοράς καθώς και τον έλεγχο ή την αξιολόγηση των δεδομένων εισόδου, των υπολογισμών, των κρίσεων και της διακριτικής ευχέρειας. Τα αρχεία των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή των ηλεκτρονικών επικοινωνιών που καταγράφονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο η) παρέχονται στα εμπλεκόμενα στη συζήτηση ή τη διαβίβαση πρόσωπα κατόπιν αιτήματος και φυλάσσονται για περίοδο τριών ετών.

Άρθρο 9

Μηχανισμός διαχείρισης καταγγελιών

1.   Ο διαχειριστής εφαρμόζει και δημοσιοποιεί διαδικασίες για την παραλαβή, τη διερεύνηση και την τήρηση των αρχείων αναφορικά με υποβληθείσες καταγγελίες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τη διαδικασία καθορισμού από τον διαχειριστή των δεικτών αναφοράς.

2.   Ο εν λόγω μηχανισμός υποβολής καταγγελιών διασφαλίζει ότι:

α)

ο διαχειριστής δημοσιοποιεί την πολιτική διαχείρισης καταγγελιών, μέσω της οποίας μπορούν να υποβάλλονται καταγγελίες σχετικά με το κατά πόσο ένας συγκεκριμένος καθορισμός δείκτη αναφοράς είναι αντιπροσωπευτικός της αγοραίας αξίας, σχετικά με προτεινόμενες αλλαγές στη διαδικασία καθορισμού του δείκτη αναφοράς, σχετικά με εφαρμογές της μεθοδολογίας σε σχέση με συγκεκριμένο καθορισμό δείκτη αναφοράς και σχετικά με άλλες αποφάσεις σε σχέση με τη διαδικασία καθορισμού του δείκτη αναφοράς·

β)

οι καταγγελίες διερευνώνται έγκαιρα και αντικειμενικά, το δε αποτέλεσμα της έρευνας κοινοποιείται στον καταγγέλλοντα μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, εκτός αν η κοινοποίησή του θα αντέβαινε σε στόχους δημόσιας πολιτικής ή στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014· και

γ)

η έρευνα διεξάγεται ανεξάρτητα από οποιονδήποτε υπάλληλο που ενδέχεται να εμπλέκεται ή να έχει εμπλακεί στο αντικείμενο της καταγγελίας.

Άρθρο 10

Εξωτερική ανάθεση

1.   Οι διαχειριστές δεν προβαίνουν σε εξωτερική ανάθεση λειτουργιών κατά τη διαδικασία παροχής ενός δείκτη αναφοράς κατά τρόπον που να βλάπτει ουσιωδώς τον έλεγχο του διαχειριστή σε ό,τι αφορά την παροχή του δείκτη αναφοράς ή την ικανότητα της σχετικής αρμόδιας αρχής σχετικά με την εποπτεία του δείκτη αναφοράς.

2.   Όταν ένας διαχειριστής αναθέτει σε πάροχο υπηρεσιών λειτουργίες ή υπηρεσίες και δραστηριότητες σχετικές με την παροχή ενός δείκτη αναφοράς, ο διαχειριστής εξακολουθεί να φέρει την πλήρη ευθύνη της συμμόρφωσής του προς το σύνολο των υποχρεώσεων του διαχειριστή που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό.

3.   Όταν προβαίνει σε εξωτερική ανάθεση, ο διαχειριστής διασφαλίζει ότι πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

α)

ο πάροχος των υπηρεσιών διαθέτει την ικανότητα, τα προσόντα και κάθε άδεια που απαιτείται από τη νομοθεσία για την εκτέλεση των καθηκόντων, υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που του έχουν ανατεθεί, με τρόπο αξιόπιστο και επαγγελματικό·

β)

ο διαχειριστής καθιστά διαθέσιμα στη σχετική αρμόδια αρχή την ταυτότητα και τα καθήκοντα του παρόχου υπηρεσιών που συμμετέχει στη διαδικασία καθορισμού δείκτη αναφοράς·

γ)

ο διαχειριστής λαμβάνει κατάλληλα μέτρα αν φαίνεται ότι ο πάροχος υπηρεσιών ενδέχεται να μην εκτελεί τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί αποτελεσματικά και σύμφωνα με τις ισχύουσες νομικές και κανονιστικές απαιτήσεις·

δ)

ο διαχειριστής διατηρεί την εμπειρογνωμοσύνη που απαιτείται για την αποτελεσματική εποπτεία των ανατεθέντων καθηκόντων και τη διαχείριση των κινδύνων που συνδέονται με την εξωτερική ανάθεση·

ε)

ο πάροχος των υπηρεσιών κοινοποιεί στον διαχειριστή κάθε εξέλιξη που ενδέχεται να επηρεάσει ουσιωδώς την ικανότητά του να εκτελεί τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί αποτελεσματικά και σύμφωνα με τις ισχύουσες νομικές και κανονιστικές απαιτήσεις·

στ)

ο πάροχος υπηρεσιών συνεργάζεται με την οικεία αρμόδια αρχή σε ό,τι αφορά τις δραστηριότητες που του έχουν ανατεθεί, ο δε διαχειριστής και η οικεία αρμόδια αρχή έχουν ουσιαστική πρόσβαση στα δεδομένα σχετικά με τις ανατεθείσες δραστηριότητες, καθώς και στις επαγγελματικές εγκαταστάσεις του παρόχου των υπηρεσιών, ενώ η οικεία αρμόδια αρχή είναι σε θέση να ασκεί τα εν λόγω δικαιώματα πρόσβασης·

ζ)

ο διαχειριστής είναι σε θέση να τερματίσει τις διευθετήσεις εξωτερικής ανάθεσης, εάν παραστεί ανάγκη·

η)

ο διαχειριστής λαμβάνει εύλογα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων σχεδίων έκτακτης ανάγκης, για την αποφυγή περιττού επιχειρησιακού κινδύνου που σχετίζεται με τη συμμετοχή του παρόχου υπηρεσιών στη διαδικασία καθορισμού δείκτη αναφοράς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Δεδομένα εισόδου, μεθοδολογία και αναφορά των παραβάσεων

Άρθρο 11

Δεδομένα εισόδου

1.   Η παροχή ενός δείκτη αναφοράς διέπεται από τις εξής απαιτήσεις σε ό,τι αφορά τα δεδομένα εισόδου:

α)

τα δεδομένα εισόδου πρέπει να είναι επαρκή ώστε να αντικατοπτρίζουν με ακρίβεια και αξιοπιστία την αγορά ή την οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς.

Τα δεδομένα εισόδου είναι δεδομένα συναλλαγών, αν υπάρχουν και είναι κατάλληλα. Αν τα δεδομένα συναλλαγών δεν επαρκούν ή δεν είναι κατάλληλα για την ακριβή και αξιόπιστη απεικόνιση της αγοράς ή της οικονομικής πραγματικότητας για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς, μπορούν να χρησιμοποιηθούν δεδομένα εισόδου που δεν αφορούν συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένων των εκτιμώμενων τιμών, ενδεικτικών προσφορών και δεσμευτικών προσφορών τιμής ή άλλων αξιών·

β)

τα δεδομένα εισόδου που αναφέρονται στο στοιχείο α) πρέπει να είναι επαληθεύσιμα·

γ)

ο διαχειριστής καταρτίζει και δημοσιεύει σαφείς κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τους τύπους δεδομένων εισόδου, την προτεραιότητα στη χρήση των διαφόρων δεδομένων εισόδου και την άσκηση κρίσης εμπειρογνώμονα, προκειμένου να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με το στοιχείο α) και τη μεθοδολογία·

δ)

αν ένας δείκτης αναφοράς βασίζεται σε δεδομένα εισόδου από συνεισφέροντες, ο διαχειριστής λαμβάνει, όπου είναι σκόπιμο, τα δεδομένα εισόδου από αξιόπιστη και αντιπροσωπευτική ομάδα ή από δείγμα συνεισφερόντων, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι ο δείκτης αναφοράς που προκύπτει είναι αξιόπιστος και αντιπροσωπευτικός της αγοραίας ή οικονομικής πραγματικότητας για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται·

ε)

ο διαχειριστής δεν χρησιμοποιεί δεδομένα εισόδου από συνεισφέροντες αν ο διαχειριστής έχει ενδείξεις ότι οι εν λόγω συνεισφέροντες δεν τηρούν τον κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15 και, σε τέτοιες περιπτώσεις, λαμβάνει αντιπροσωπευτικά δημόσια διαθέσιμα δεδομένα.

2.   Ο διαχειριστής διασφαλίζει ότι οι έλεγχοί του σχετικά με τα δεδομένα εισόδου περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

κριτήρια που καθορίζουν ποιος μπορεί να συνεισφέρει παρέχοντας δεδομένα εισόδου στον διαχειριστή, και διαδικασία επιλογής των συνεισφερόντων·

β)

διαδικασία για την αξιολόγηση των δεδομένων εισόδου του συνεισφέροντα και τη διακοπή της περαιτέρω παροχής δεδομένων εισόδου από αυτόν ή επιβολής άλλων κυρώσεων στον συνεισφέροντα λόγω μη συμμόρφωσης, κατά περίπτωση· και

γ)

διαδικασία επικύρωσης των δεδομένων εισόδου, μεταξύ άλλων με βάση άλλους δείκτες ή άλλα δεδομένα, προκειμένου να εξασφαλίζονται η ακεραιότητα και η ακρίβειά τους.

3.   Σε περίπτωση που τα δεδομένα εισόδου ενός δείκτη αναφοράς παρέχονται από μονάδα διαπραγμάτευσης (front office), ήτοι τμήμα, μονάδα, ομάδα ή υπαλλήλους των συνεισφερόντων ή οποιασδήποτε συνδεδεμένης με αυτούς οντότητας που πραγματοποιεί δραστηριότητες τιμολογήσεων, διαπραγμάτευσης, πωλήσεων, διάθεσης στην αγορά, διαφήμισης, προσέλκυσης, διάρθρωσης ή μεσιτείας, ο διαχειριστής:

α)

συγκεντρώνει δεδομένα από άλλες πηγές τα οποία επιβεβαιώνουν τα εν λόγω δεδομένα εισόδου· και

β)

μεριμνά ώστε οι συνεισφέροντες να διαθέτουν κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες εποπτείας και επαλήθευσης.

4.   Σε περίπτωση που διαχειριστής κρίνει ότι τα δεδομένα εισόδου δεν αντιπροσωπεύουν την αγοραία ή την οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς, ο εν λόγω διαχειριστής μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα είτε μεταβάλλει τα δεδομένα εισόδου, τους συνεισφέροντες ή τη μεθοδολογία για να διασφαλίσει ότι τα δεδομένα εισόδου αντιπροσωπεύουν την αγορά ή την οικονομική πραγματικότητα είτε παύει την παροχή του δείκτη αναφοράς.

5.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει περαιτέρω πώς θα εξασφαλίζονται η καταλληλότητα και η επαληθευσιμότητα των δεδομένων εισόδου, όπως απαιτείται δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχεία α) και β), καθώς και τις εσωτερικές διαδικασίες εποπτείας και επαλήθευσης ενός συνεισφέροντος για τη διαθεσιμότητα των οποίων πρέπει να μεριμνά ο διαχειριστής, σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο β), προκειμένου να εξασφαλίσει την ακεραιότητα και την ακρίβεια των δεδομένων εισόδου. Ωστόσο, τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων της ΕΑΚΑΑ δεν καλύπτουν ούτε εφαρμόζονται σε διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς.

Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τους διαφορετικούς τύπους δεικτών αναφοράς και τους τομείς που θεσπίζει ο παρών κανονισμός, τη φύση των δεδομένων εισόδου, τα χαρακτηριστικά της υποκείμενης αγοράς ή οικονομικής πραγματικότητας και την αρχή της αναλογικότητας, την τρωτότητα των δεικτών αναφοράς στην παραποίηση καθώς και τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών σε διεθνές επίπεδο σε σχέση με τους δείκτες αναφοράς.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

6.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, για τους διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς, σχετικά με τον προσδιορισμό των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 12

Μεθοδολογία

1.   Ο διαχειριστής χρησιμοποιεί μεθοδολογία για τον προσδιορισμό ενός δείκτη αναφοράς η οποία:

α)

είναι άρτια και αξιόπιστη·

β)

διέπεται από σαφείς κανόνες που καθορίζουν τον τρόπο και τον χρόνο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας στο πλαίσιο του καθορισμού του συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς·

γ)

είναι αυστηρή και συστηματική και καθιστά δυνατή την επαλήθευση, συμπεριλαμβανομένων, όπου είναι σκόπιμο, εκ των υστέρων ελέγχων με βάση διαθέσιμα δεδομένα συναλλαγών·

δ)

είναι ανθεκτική και διασφαλίζει ότι ο δείκτης αναφοράς μπορεί να υπολογιστεί στο ευρύτερο δυνατό σύνολο πιθανών περιστάσεων χωρίς να περιορίζεται η ακεραιότητά του·

ε)

είναι ανιχνεύσιμη και επαληθεύσιμη.

2.   Κατά την ανάπτυξη της μεθοδολογίας ενός δείκτη αναφοράς, ο διαχειριστής του δείκτη αναφοράς:

α)

λαμβάνει υπόψη παράγοντες όπως το μέγεθος και η κανονική ρευστότητα της αγοράς, η διαφάνεια της διαπραγμάτευσης και οι θέσεις των συμμετεχόντων στην αγορά, η συγκέντρωση και η δυναμική της αγοράς και η καταλληλότητα κάθε δείγματος να αντιπροσωπεύει την αγοραία ή οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς·

β)

προσδιορίζει το περιεχόμενο της έννοιας «ενεργός αγορά» για τους σκοπούς του συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς· και

γ)

καθορίζει την προτεραιότητα που αποδίδεται στους διάφορους τύπους δεδομένων εισόδου.

3.   Ο διαχειριστής εφαρμόζει σαφές και δημοσιοποιημένο πλαίσιο που ορίζει τις περιστάσεις στις οποίες η ποσότητα ή η ποιότητα των δεδομένων εισόδου δεν πληροί τα πρότυπα που προβλέπονται στη μεθοδολογία για τον ακριβή και αξιόπιστο καθορισμό του δείκτη αναφοράς και περιγράφει εάν και με ποιον τρόπο γίνεται ο υπολογισμός του δείκτη στις εν λόγω περιστάσεις.

Άρθρο 13

Διαφάνεια της μεθοδολογίας

1.   Ο διαχειριστής αναπτύσσει, χειρίζεται και διαχειρίζεται με διαφάνεια τον δείκτη αναφοράς και τη μεθοδολογία του. Για τον σκοπό αυτό, ο διαχειριστής δημοσιεύει ή διαθέτει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τα κύρια στοιχεία της μεθοδολογίας που ο διαχειριστής χρησιμοποιεί για καθέναν από τους δείκτες αναφοράς που παρέχονται και δημοσιεύονται ή, κατά περίπτωση, για κάθε οικογένεια δεικτών αναφοράς που παρέχεται και δημοσιεύεται·

β)

τις λεπτομέρειες σχετικά με την εσωτερική επανεξέταση και την έγκριση μιας δεδομένης μεθοδολογίας καθώς και τη συχνότητα της επανεξέτασης αυτής·

γ)

τις διαδικασίες διαβούλευσης για κάθε προτεινόμενη ουσιώδη αλλαγή της μεθοδολογίας του διαχειριστή και το σκεπτικό για τις αλλαγές αυτές, συμπεριλαμβανομένων του ορισμού της έννοιας της ουσιώδους αλλαγής και των περιστάσεων στις οποίες ο διαχειριστής ενημερώνει τους χρήστες σχετικά με οποιαδήποτε τέτοια αλλαγή.

2.   Οι διαδικασίες που απαιτούνται δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο γ):

α)

παρέχουν εκ των προτέρων ενημέρωση βάσει σαφούς χρονοδιαγράμματος, η οποία προσφέρει τη δυνατότητα ανάλυσης και διατύπωσης παρατηρήσεων σχετικά με τον αντίκτυπο των προτεινόμενων ουσιωδών αλλαγών· και

β)

προβλέπουν την παροχή πρόσβασης στις παρατηρήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου και στις απαντήσεις που παρέχει ο διαχειριστής στις παρατηρήσεις αυτές, μετά από κάθε διαβούλευση, εκτός αν έχει ζητηθεί η τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των παρατηρήσεων αυτών από το συντάκτη τους.

3.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω καθορισμό των πληροφοριών που πρέπει να παρέχουν οι διαχειριστές σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2, διακρίνοντας μεταξύ των διαφόρων τύπων δεικτών αναφοράς και τομέων όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη την ανάγκη να δημοσιοποιούνται τα στοιχεία της μεθοδολογίας τα οποία προβλέπουν επαρκείς λεπτομέρειες ώστε να μπορούν οι χρήστες να κατανοούν πώς παρέχεται ένας δείκτης αναφοράς και να αξιολογούν την αντιπροσωπευτικότητά του, τη σημασία του για κάθε συγκεκριμένο χρήστη και την καταλληλότητά του ως αναφοράς για χρηματοπιστωτικά μέσα και συμβάσεις, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας. Ωστόσο, τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων της ΕΑΚΑΑ δεν καλύπτουν ούτε εφαρμόζονται σε διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, για τους διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς, σχετικά με τον περαιτέρω προσδιορισμό των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 14

Αναφορά παραβάσεων

1.   Ο διαχειριστής καθιερώνει κατάλληλα συστήματα και αποτελεσματικούς ελέγχους για τη διασφάλιση της ακεραιότητας των δεδομένων εισόδου προκειμένου να μπορεί να εντοπίζει και να αναφέρει στην αρμόδια αρχή κάθε συμπεριφορά που ενδέχεται να συνιστά παραποίηση ή απόπειρα παραποίησης ενός δείκτη αναφοράς δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014.

2.   Ο διαχειριστής παρακολουθεί τα δεδομένα εισόδου και τους συνεισφέροντες προκειμένου να μπορεί να κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή του και να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες όταν έχει υπόνοιες για συμπεριφορά, σε σχέση με τον δείκτη αναφοράς, που ενδέχεται να ενέχει παραποίηση ή απόπειρα παραποίησης του δείκτη αναφοράς δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, συμπεριλαμβανομένης της αθέμιτης σύμπραξης για τον σκοπό αυτό.

Η αρμόδια αρχή του διαχειριστή διαβιβάζει, αν είναι σκόπιμο, τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014.

3.   Οι διαχειριστές διαθέτουν διαδικασίες ώστε τα διευθυντικά στελέχη, οι υπάλληλοί τους και τυχόν άλλα φυσικά πρόσωπα οι υπηρεσίες των οποίων τίθενται στη διάθεσή τους ή υπό τον έλεγχό τους να αναφέρουν σε εσωτερικό επίπεδο τυχόν παραβάσεις του παρόντος κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Κώδικας δεοντολογίας και απαιτήσεις για τους συνεισφέροντες

Άρθρο 15

Κώδικας δεοντολογίας

1.   Όταν ένας δείκτης αναφοράς βασίζεται σε δεδομένα εισόδου που παρέχονται από συνεισφέροντες, ο διαχειριστής καταρτίζει κώδικα δεοντολογίας για κάθε δείκτη αναφοράς προσδιορίζοντας τις αρμοδιότητες των συνεισφερόντων σε σχέση με τη συνεισφορά δεδομένων εισόδου και μεριμνά ώστε αυτός ο κώδικας δεοντολογίας να είναι σύμφωνος προς τον παρόντα κανονισμό. Ο διαχειριστής επαληθεύει την τήρηση του κώδικα δεοντολογίας από τους συνεισφέροντες σε διαρκή βάση, τουλάχιστον ετησίως και σε περίπτωση αλλαγής του.

2.   Ο κώδικας δεοντολογίας περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

σαφή περιγραφή των δεδομένων εισόδου που πρέπει να παρέχονται και των απαιτήσεων που διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα εισόδου παρέχονται σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 14·

β)

προσδιορισμό των προσώπων που μπορούν να υποβάλλουν δεδομένα εισόδου στον διαχειριστή και τις διαδικασίες αξιολόγησης της ταυτότητας ενός συνεισφέροντα ή των υποβαλλόντων στοιχεία, καθώς και την αδειοδότηση των τελευταίων για να συνεισφέρουν με δεδομένα εισόδου εξ ονόματος του συνεισφέροντος·

γ)

πολιτικές που εξασφαλίζουν ότι οι συνεισφέροντες παρέχουν όλα τα σχετικά δεδομένα εισόδου·

δ)

τα συστήματα και τους ελέγχους που υποχρεούται να καθιερώσει ο συνεισφέρων, συμπεριλαμβανομένων των εξής:

i)

διαδικασιών για την υποβολή δεδομένων εισόδου, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης του συνεισφέροντα να διευκρινίσει αν πρόκειται για δεδομένα συναλλαγών και αν τα δεδομένα εισόδου ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του διαχειριστή·

ii)

πολιτικών για την άσκηση διακριτικής ευχέρειας σε ό,τι αφορά την υποβολή δεδομένων εισόδου·

iii)

τυχόν απαιτήσεων για την επικύρωση των δεδομένων εισόδου πριν από την παροχή τους στον διαχειριστή·

iv)

πολιτικών τήρησης αρχείων·

v)

απαιτήσεων αναφοράς ύποπτων δεδομένων εισόδου·

vi)

απαιτήσεων για τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων.

3.   Οι διαχειριστές μπορούν να καταρτίσουν έναν ενιαίο κώδικα δεοντολογίας για κάθε οικογένεια δεικτών αναφοράς που παρέχουν.

4.   Σε περίπτωση που η οικεία αρμόδια αρχή, κατά την άσκηση των εξουσιών που της ανατίθενται με το άρθρο 41, εντοπίσει στοιχεία του κώδικα δεοντολογίας που αντιβαίνουν στον παρόντα κανονισμό, ενημερώνει σχετικά τον οικείο διαχειριστή. Ο διαχειριστής προσαρμόζει τον κώδικα δεοντολογίας μεριμνώντας για τη συμμόρφωσή του προς τον παρόντα κανονισμό μέσα σε 30 ημέρες από τη σχετική κοινοποίηση.

5.   Μέσα σε 15 εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία εφαρμογής της απόφασης για τη συμπερίληψη δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας στον κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1, ο διαχειριστής του εν λόγω δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας κοινοποιεί τον κώδικα δεοντολογίας στην οικεία αρμόδια αρχή. Η οικεία αρμόδια αρχή ελέγχει μέσα σε διάστημα 30 ημερών κατά πόσον το περιεχόμενο τον κώδικα δεοντολογίας συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Σε περίπτωση που η οικεία αρμόδια αρχή εντοπίσει στοιχεία που αντιβαίνουν στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, εφαρμόζεται η παράγραφος 4 του παρόντος άρθρου.

6.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω προσδιορισμό των στοιχείων του κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 για διαφορετικούς τύπους δεικτών αναφοράς, με στόχο τη συνεκτίμηση των εξελίξεων των δεικτών αναφοράς και των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των δεικτών αναφοράς και των συνεισφερόντων ιδίως σε ό,τι αφορά τα δεδομένα εισόδου και τις μεθοδολογίες, τους κινδύνους παραποίησης των δεδομένων εισόδου και τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών σε ό,τι αφορά τους δείκτες αναφοράς σε διεθνές επίπεδο.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 16

Απαιτήσεις διακυβέρνησης και ελέγχου για τους εποπτευόμενους συνεισφέροντες

1.   Οι εποπτευόμενοι συνεισφέροντες υπόκεινται στις ακόλουθες απαιτήσεις διακυβέρνησης και ελέγχου:

α)

ο εποπτευόμενος συνεισφέρων διασφαλίζει ότι η παροχή δεδομένων εισόδου δεν επηρεάζεται από υφιστάμενες ή δυνητικές συγκρούσεις συμφερόντων και ότι, στην περίπτωση που απαιτείται άσκηση διακριτικής ευχέρειας, αυτή ασκείται με ανεξάρτητο και έντιμο τρόπο με βάση τις σχετικές πληροφορίες σύμφωνα με τον κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15·

β)

ο εποπτευόμενος συνεισφέρων πρέπει να διαθέτει πλαίσιο ελέγχου για τη διασφάλιση της ακεραιότητας, της ακρίβειας και της αξιοπιστίας των δεδομένων εισόδου και την παροχή των δεδομένων αυτών σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και τον κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15.

2.   Ο εποπτευόμενος συνεισφέρων διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους για τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της αξιοπιστίας του συνόλου των δεδομένων εισόδου τα οποία συνεισφέρει στον διαχειριστή, συμπεριλαμβανομένων:

α)

ελέγχων σχετικά με τα πρόσωπα τα οποία μπορούν να υποβάλλουν δεδομένα εισόδου σε διαχειριστή, συμπεριλαμβανομένης, όπου είναι εύλογο, διαδικασίας για την εξακρίβωση από φυσικό πρόσωπο κατέχον θέση ανώτερη του υποβάλλοντος·

β)

κατάλληλης κατάρτισης για τους υποβάλλοντες, που να καλύπτει τουλάχιστον τον παρόντα κανονισμό και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014·

γ)

μέτρων διαχείρισης συγκρούσεων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων του οργανωτικού διαχωρισμού του προσωπικού, όπου είναι σκόπιμος, και της διερεύνησης τρόπων εξάλειψης τυχόν κινήτρων για παραποίηση δείκτη αναφοράς τα οποία προκύπτουν από πολιτικές σε θέματα αποδοχών·

δ)

της τήρησης αρχείων, για το απαιτούμενο χρονικό διάστημα, των επικοινωνιών σε σχέση με την παροχή δεδομένων εισόδου, όλων των πληροφοριών που χρησιμοποιούνται προκειμένου να μπορέσει ο συνεισφέρων να προβεί σε κάθε συνεισφορά και όλων των υφισταμένων ή δυνητικών συγκρούσεων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένου μεταξύ άλλων του ανοίγματος του συνεισφέροντος σε χρηματοπιστωτικά μέσα που βασίζονται στον δείκτη αναφοράς·

ε)

της τήρησης αρχείου των εσωτερικών και των εξωτερικών ελέγχων.

3.   Στην περίπτωση που τα δεδομένα εισόδου βασίζονται σε κρίση εμπειρογνώμονα, οι εποπτευόμενοι συνεισφέροντες καταρτίζουν, πέρα από τα συστήματα και τους ελέγχους που αναφέρονται στην παράγραφο 2, πολιτικές για τον τρόπο χρησιμοποίησης της κρίσης αυτής ή για τον τρόπο άσκησης διακριτικής ευχέρειας και τηρούν αρχεία με το σκεπτικό κάθε τέτοιας κρίσης ή άσκησης διακριτικής ευχέρειας. Όπου τούτο είναι εύλογο, οι εποπτευόμενοι συνεισφέροντες λαμβάνουν υπόψη τη φύση του δείκτη αναφοράς και των δεδομένων εισόδου.

4.   Ο εποπτευόμενος συνεισφέρων συνεργάζεται πλήρως με τον διαχειριστή και τη σχετική αρμόδια αρχή για τον έλεγχο και την εποπτεία της παροχής ενός δείκτη αναφοράς και διαθέτει τα στοιχεία και τα αρχεία που τηρεί σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3.

5.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον περαιτέρω προσδιορισμό των απαιτήσεων περί διακυβέρνησης, συστημάτων, ελέγχων και πολιτικών που καθορίζονται στις παραγράφους 1, 2 και 3.

Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των δεικτών αναφοράς και των εποπτευόμενων συνεισφερόντων, ιδίως σε ό,τι αφορά τις διαφορές στα παρεχόμενα δεδομένα εισόδου και τις μεθοδολογίες που χρησιμοποιούνται, τους κινδύνους παραποίησης των δεδομένων εισόδου και τη φύση των δραστηριοτήτων που επιτελούν οι εποπτευόμενοι συνεισφέροντες, και τις εξελίξεις των δεικτών αναφοράς και των χρηματοπιστωτικών αγορών, στο πλαίσιο της εποπτικής σύγκλισης σε ό,τι αφορά τους δείκτες αναφοράς σε διεθνές επίπεδο. Ωστόσο, τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων της ΕΑΚΑΑ δεν καλύπτουν ούτε εφαρμόζονται σε εποπτευόμενους συνεισφέροντες των μη σημαντικών δεικτών αναφοράς.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

6.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, για τους εποπτευόμενους διαχειριστές μη σημαντικών δεικτών αναφοράς, σε σχέση με τον προσδιορισμό των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.

ΤΙΤΛΟΣ III

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΤΥΠΟΥΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Δείκτες αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων

Άρθρο 17

Δείκτες αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων

1.   Το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία δ) και ε), το άρθρο 11 παράγραφοι 2 και 3, το άρθρο 14 παράγραφοι 1 και 2 και τα άρθρα 15 και 16 δεν εφαρμόζονται στην παροχή δεικτών αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων και στη συνεισφορά σε αυτούς. Το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) δεν εφαρμόζεται στην παροχή δεικτών αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων σε σχέση με δεδομένα εισόδου που συνεισφέρονται εξολοκλήρου και άμεσα κατά τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 24.

2.   Για τους δείκτες αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων που χρησιμοποιούνται άμεσα ή έμμεσα στο πλαίσιο συνδυασμού δεικτών αναφοράς σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα ή χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων συνολικής αξίας έως 500 δισεκατ. EUR στη βάση όλου του φάσματος ληκτοτήτων ή διαρκειών ισχύος του δείκτη αναφοράς, όπου έχει εφαρμογή, τα άρθρα 24 και 25 ή το άρθρο 26 εφαρμόζονται στην παροχή δεικτών αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων και τη συνεισφορά σε αυτούς, κατά περίπτωση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Δείκτες αναφοράς επιτοκίων

Άρθρο 18

Δείκτες αναφοράς επιτοκίων

Οι ειδικές απαιτήσεις που καθορίζονται στο παράρτημα I εφαρμόζονται στην παροχή δεικτών αναφοράς επιτοκίων και στη συνεισφορά σε αυτούς επιπλέον ή εναλλακτικά προς τις απαιτήσεις του τίτλου II.

Τα άρθρα 24, 25 και 26 δεν έχουν εφαρμογή στην παροχή δεικτών αναφοράς επιτοκίων και στη συνεισφορά σε αυτούς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Δείκτες αναφοράς βασικών προϊόντων

Άρθρο 19

Δείκτες αναφοράς βασικών προϊόντων

1.   Οι ειδικές απαιτήσεις που καθορίζονται στο παράρτημα II εφαρμόζονται αντί των απαιτήσεων του τίτλου II, με εξαίρεση το άρθρο 10, για την παροχή δεικτών αναφοράς βασικών προϊόντων και τη συνεισφορά σε αυτούς, εκτός αν ο εν λόγω δείκτης αναφοράς είναι δείκτης αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων ή βασίζεται στην υποβολή στοιχείων από συνεισφέροντες που είναι στην πλειονότητά τους εποπτευόμενες οντότητες.

Τα άρθρα 24, 25 και 26 δεν έχουν εφαρμογή στην παροχή δεικτών αναφοράς βασικών προϊόντων και στη συνεισφορά σε αυτούς.

2.   Αν ένας δείκτης αναφοράς βασικού προϊόντος είναι δείκτης αναφοράς κρίσιμης σημασίας και το υποκείμενο προϊόν είναι χρυσός, άργυρος ή λευκόχρυσος, αντί του παραρτήματος II εφαρμόζονται οι απαιτήσεις του τίτλου II.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας

Άρθρο 20

Δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας

1.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 50 παράγραφος 2, για την κατάρτιση και την αναθεώρηση τουλάχιστον ανά διετία καταλόγου δεικτών αναφοράς παρεχόμενων από διαχειριστές ευρισκόμενους εντός της Ένωσης, που είναι κρίσιμης σημασίας, εφόσον πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο δείκτης αναφοράς χρησιμοποιείται άμεσα ή έμμεσα στο πλαίσιο συνδυασμού δεικτών αναφοράς σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα ή χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, συνολικής αξίας τουλάχιστον 500 δισεκατ. EUR στη βάση όλου του φάσματος ληκτοτήτων ή διαρκειών ισχύος του δείκτη αναφοράς, όπου έχει εφαρμογή·

β)

ο δείκτης αναφοράς βασίζεται στην υποβολή δεδομένων από συνεισφέροντες που βρίσκονται στην πλειονότητά τους σε ένα κράτος μέλος και αναγνωρίζεται ως κρίσιμης σημασίας στο συγκεκριμένο κράτος μέλος σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στις παραγράφους 2, 3, 4 και 5 του παρόντος άρθρου·

γ)

ο δείκτης αναφοράς πληροί όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

i)

ο δείκτης αναφοράς χρησιμοποιείται άμεσα ή έμμεσα στο πλαίσιο συνδυασμού δεικτών αναφοράς σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα ή χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων συνολικής αξίας τουλάχιστον 400 δισεκατ. EUR στη βάση όλου του φάσματος ληκτοτήτων ή διαρκειών ισχύος του δείκτη αναφοράς, όπου έχει εφαρμογή, η οποία όμως δεν υπερβαίνει την αξία που καθορίζεται στο στοιχείο α)·

ii)

δεν υπάρχουν ή υπάρχουν ελάχιστα κατάλληλα αγορακεντρικά υποκατάστατα για τον δείκτη αναφοράς·

iii)

στην περίπτωση που, αν ο δείκτης αναφοράς έπαυε να παρέχεται ή παρεχόταν στη βάση δεδομένων εισόδου που δεν είναι πλέον πλήρως αντιπροσωπευτικά για την υποκείμενη αγορά ή οικονομική πραγματικότητα ή στη βάση αναξιόπιστων δεδομένων εισόδου, θα υπήρχε σημαντικός αρνητικός αντίκτυπος στην ακεραιότητα των αγορών, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στους καταναλωτές, στην πραγματική οικονομία ή στη χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη.

Αν ο δείκτης αναφοράς πληροί τα κριτήρια του στοιχείου γ) σημεία ii) και iii) αλλά δεν πληροί το κριτήριο του στοιχείου γ) σημείο i), οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος ο διαχειριστής μπορούν να συμφωνήσουν ότι ο εν λόγω δείκτης αναφοράς θα πρέπει να αναγνωριστεί ως κρίσιμης σημασίας δυνάμει του παρόντος εδαφίου. Σε κάθε περίπτωση, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή έρχεται σε διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή αποφασίζει εάν ο δείκτης αναφοράς θα πρέπει να αναγνωριστεί ως κρίσιμης σημασίας δυνάμει του παρόντος εδαφίου, συνεκτιμώντας τους λόγους της διαφωνίας. Οι αρμόδιες αρχές, ή, σε περίπτωση διαφωνίας, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή διαβιβάζει την αξιολόγηση στην Επιτροπή. Μετά την παραλαβή της αξιολόγησης, η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστική πράξη σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο. Επιπλέον, σε περίπτωση διαφωνίας, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή διαβιβάζει την αξιολόγησή της στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να εκδώσει γνώμη.

2.   Αν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) θεωρεί ότι ένας διαχειριστής που βρίσκεται υπό την εποπτεία της παρέχει έναν δείκτη αναφοράς που θα πρέπει να αναγνωριστεί ως κρίσιμος, ενημερώνει σχετικά την ΕΑΚΑΑ και της διαβιβάζει τεκμηριωμένη αξιολόγηση.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, η αρμόδια αρχή αξιολογεί κατά πόσον η παύση της παροχής του δείκτη ή η παροχή του στη βάση δεδομένων εισόδου ή ομάδας συνεισφερόντων που δεν αντιπροσωπεύουν πλέον την υποκείμενη αγορά ή οικονομική πραγματικότητα θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στην ακεραιότητα των αγορών, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στους καταναλωτές, στην πραγματική οικονομία ή στη χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στο κράτος μέλος της. Η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη στην αξιολόγησή της τα ακόλουθα:

α)

την αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων και των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς και την αξία των επενδυτικών κεφαλαίων που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς για τη μέτρηση της απόδοσής τους εντός του κράτους μέλους και τη σημασία τους σε σχέση με τη συνολική αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων και των τρεχουσών χρηματοπιστωτικών συμβάσεων και τη συνολική αξία των επενδυτικών κεφαλαίων στο κράτος μέλος·

β)

την αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων και των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς και την αξία των επενδυτικών κεφαλαίων που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς για τη μέτρηση της απόδοσής τους εντός του κράτους μέλους και τη σημασία τους ως προς το ακαθάριστο εθνικό προϊόν του κράτους μέλους·

γ)

κάθε άλλο αριθμητικό στοιχείο για την αντικειμενική αξιολόγηση του δυνητικού αντίκτυπου που θα είχε η παύση ή η αναξιοπιστία του δείκτη αναφοράς στην ακεραιότητα των αγορών, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στους καταναλωτές, στην πραγματική οικονομία ή στη χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στο κράτος μέλος.

Η αρμόδια αρχή επανεξετάζει την αξιολόγησή της όσον αφορά την κρίσιμη σημασία του δείκτη αναφοράς τουλάχιστον ανά διετία και κοινοποιεί και διαβιβάζει τη νέα αξιολόγηση στην ΕΑΚΑΑ.

4.   Μέσα σε έξι εβδομάδες από την παραλαβή της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, η ΕΑΚΑΑ εκδίδει γνώμη σχετικά με το αν η αξιολόγηση της αρμόδιας αρχής είναι σύμφωνη προς τις απαιτήσεις της παραγράφου 3 και διαβιβάζει τη γνώμη αυτή στην Επιτροπή μαζί με την αξιολόγηση της αρμόδιας αρχής.

5.   Η Επιτροπή, αφού παραλάβει τη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 4, θεσπίζει εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με την παράγραφο 1.

6.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 49, προκειμένου:

α)

να καθορίζει τον τρόπο αξιολόγησης του ονομαστικού ποσού χρηματοπιστωτικών μέσων άλλων από τα παράγωγα, του ονομαστικού ποσού των παραγώγων και της καθαρής αξίας ενεργητικού των επενδυτικών κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης έμμεσης σύνδεσης με δείκτη αναφοράς στο πλαίσιο συνδυασμού δεικτών αναφοράς, προκειμένου να συγκριθούν με τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 24 παράγραφος 1 στοιχείο α)·

β)

να επανεξετάζει τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό των κατώτατων ορίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου υπό το φως των εξελίξεων στην αγορά, της πορείας των τιμών και των ρυθμιστικών εξελίξεων, καθώς και την καταλληλότητα της κατάταξης δεικτών αναφοράς με συνολική αξία σε αναφερόμενα στον δείκτη χρηματοπιστωτικά μέσα, χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή επενδυτικά κεφάλαια κοντά στο κατώτατο όριο· η επανεξέταση αυτή πραγματοποιείται τουλάχιστον ανά διετία από την 1η Ιανουαρίου 2018·

γ)

να καθορίζει τον τρόπο εφαρμογής των κριτηρίων που αναφέρονται στο στοιχείο γ) σημείο iii) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα που συμβάλλουν στην αντικειμενική εκτίμηση του δυνητικού αντίκτυπου της παύσης ή της αναξιοπιστίας του δείκτη αναφοράς στην ακεραιότητα των αγορών, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στους καταναλωτές, στην πραγματική οικονομία ή στη χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη.

Όπου έχει εφαρμογή, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις σχετικές εξελίξεις στην αγορά ή στην τεχνολογία.

Άρθρο 21

Υποχρεωτική διαχείριση δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας

1.   Αν ένας διαχειριστής δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας σκοπεύει να παύσει να παρέχει τον συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς, ο διαχειριστής:

α)

ενημερώνει πάραυτα την αρμόδια αρχή· και

β)

εντός τεσσάρων εβδομάδων από την ανωτέρω ενημέρωση υποβάλλει αξιολόγηση του τρόπου με τον οποίο ο δείκτης αναφοράς:

i)

πρόκειται να μεταβιβαστεί σε νέο διαχειριστή· ή

ii)

πρόκειται να παύσει να παρέχεται, λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικασία που καθιερώνεται με το άρθρο 28 παράγραφος 1.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β) ο διαχειριστής δεν παύει την παροχή του δείκτη αναφοράς.

2.   Κατόπιν παραλαβής της αξιολόγησης του διαχειριστή που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή:

α)

ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ και, όπου έχει εφαρμογή, το συλλογικό όργανο που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 46· και

β)

προβαίνει μέσα σε τέσσερις εβδομάδες σε δική της αξιολόγηση όσον αφορά τον τρόπο μεταβίβασης του δείκτη αναφοράς σε νέο διαχειριστή ή παύσης της παροχής του δείκτη, λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικασία που καθιερώνεται με το άρθρο 28 παράγραφος 1.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου ο διαχειριστής δεν παύει την παροχή του δείκτη αναφοράς χωρίς τη γραπτή συναίνεση της αρμόδια αρχής.

3.   Μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης της παραγράφου 2 στοιχείο β), η αρμόδια αρχή έχει την εξουσία να επιβάλει στον διαχειριστή να συνεχίσει να δημοσιεύει τον δείκτη αναφοράς έως ότου:

α)

μεταβιβαστεί η παροχή του δείκτη αναφοράς σε νέο διαχειριστή·

β)

καταστεί δυνατή η παύση της παροχής του δείκτη αναφοράς με συντεταγμένο τρόπο· ή

γ)

ο δείκτης αναφοράς να μην είναι πλέον κρίσιμης σημασίας.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η περίοδος κατά την οποία η αρμόδια αρχή μπορεί να υποχρεώσει τον διαχειριστή να συνεχίσει να δημοσιεύει τον δείκτη αναφοράς δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες.

Έως το τέλος της περιόδου αυτής η αρμόδια αρχή επανεξετάζει την απόφασή της να υποχρεώσει τον διαχειριστή να συνεχίσει να δημοσιεύει τον δείκτη αναφοράς και μπορεί, όταν είναι αναγκαίο, να παρατείνει τη χρονική περίοδο για κατάλληλο διάστημα που δεν υπερβαίνει τους 12 ακόμα μήνες. Η μέγιστη περίοδος υποχρεωτικής διαχείρισης δεν υπερβαίνει τους 24 μήνες συνολικά.

4.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, σε περίπτωση εκκαθάρισης του διαχειριστή δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας λόγω διαδικασιών αφερεγγυότητας, η αρμόδια αρχή αξιολογεί αν και με ποιον τρόπο ο δείκτης αναφοράς κρίσιμης σημασίας μπορεί να μεταβιβαστεί σε νέο διαχειριστή ή να πάψει να παρέχεται με συντεταγμένο τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1.

Άρθρο 22

Περιορισμός της ισχύος των διαχειριστών δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας στην αγορά

Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου περί ανταγωνισμού, κατά την παροχή δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας ο διαχειριστής προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες προκειμένου να εξασφαλίσει ότι οι άδειες και οι πληροφορίες για τον δείκτη αναφοράς παρέχονται σε όλους τους χρήστες σε δίκαιη, εύλογη, διαφανή και αμερόληπτη βάση.

Άρθρο 23

Υποχρεωτική συνεισφορά σε δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας

1.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας με βάση στοιχεία υποβαλλόμενα από συνεισφέροντες που είναι στην πλειονότητά τους εποπτευόμενες οντότητες.

2.   Οι διαχειριστές ενός ή περισσοτέρων δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας υποβάλλουν ανά διετία στην αρμόδια αρχή τους αξιολόγηση της ικανότητας κάθε δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας που παρέχουν για τη μέτρηση της υποκείμενης αγοράς ή της οικονομικής πραγματικότητας.

3.   Αν ένας εποπτευόμενος συνεισφέρων σε δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας προτίθεται να παύσει να συνεισφέρει με δεδομένα εισόδου, κοινοποιεί αμέσως την απόφαση αυτή εγγράφως στον διαχειριστή του δείκτη αναφοράς, ο οποίος πληροφορεί πάραυτα την αρμόδια αρχή του. Αν ο εποπτευόμενος συνεισφέρων βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την αρμόδια αρχή του εν λόγω συνεισφέροντος. Ο διαχειριστής του δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας υποβάλλει στην αρμόδια αρχή του αξιολόγηση των συνεπειών για την ικανότητα του δείκτη αναφοράς να μετρά την υποκείμενη αγορά ή οικονομική πραγματικότητα το συντομότερο δυνατόν αλλά όχι αργότερα από 14 ημέρες μετά την κοινοποίηση του εποπτευόμενου συνεισφέροντος.

4.   Μόλις λάβει την αξιολόγηση του διαχειριστή δείκτη αναφοράς που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου και με βάση την αξιολόγηση αυτή, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή ενημερώνει αμέσως την ΕΑΚΑΑ και, όπου έχει εφαρμογή, το συλλογικό όργανο που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 46, και προβαίνει σε ιδία αξιολόγηση της ικανότητας του δείκτη αναφοράς να μετρά την υποκείμενη αγορά ή οικονομική πραγματικότητα, λαμβάνοντας υπόψη τη διαδικασία του διαχειριστή για την παύση του δείκτη αναφοράς σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1.

5.   Από την ημερομηνία κατά την οποία κοινοποιήθηκε στην αρμόδια αρχή του διαχειριστή η πρόθεση των συνεισφερόντων να παύσουν να συνεισφέρουν δεδομένα εισόδου και έως ότου ολοκληρώσει την αξιολόγησή της σύμφωνα με την παράγραφο 4, η αρμόδια αρχή έχει την εξουσία να απαιτεί από τους συνεισφέροντες που προέβησαν στην κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 3 να συνεχίσουν να συνεισφέρουν με δεδομένα εισόδου, σε κάθε περίπτωση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις εβδομάδες, χωρίς να επιβάλει στις εποπτευόμενες οντότητες υποχρέωση διαπραγμάτευσης ή δέσμευσης για διαπραγμάτευση.

6.   Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή, μετά την περίοδο που καθορίζεται στην παράγραφο 5 και με βάση την ιδία αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 4, θεωρεί ότι διακυβεύεται η αντιπροσωπευτικότητα δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας, έχει την εξουσία:

α)

να απαιτεί από τις εποπτευόμενες οντότητες που επιλέγονται σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένων οντοτήτων που δεν συνεισφέρουν ήδη στον συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας, να συνεισφέρουν με δεδομένα εισόδου στον διαχειριστή σύμφωνα με τη μεθοδολογία του, τον κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15 και άλλους κανόνες. Η απαίτηση αυτή τίθεται σε ισχύ για κατάλληλη χρονική περίοδο η οποία δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη η αρχική απόφαση για υποχρεωτική συνεισφορά δυνάμει της παραγράφου 5 ή, για εκείνες τις οντότητες που δεν συνεισφέρουν ακόμα, από την ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη η απόφαση για υποχρεωτική συνεισφορά δυνάμει του παρόντος στοιχείου·

β)

να παρατείνει την περίοδο υποχρεωτικής συνεισφοράς κατά κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες, κατόπιν επανεξέτασης σύμφωνα με την παράγραφο 9 τυχόν μέτρων που ελήφθησαν δυνάμει του στοιχείου α) της παρούσας παραγράφου·

γ)

να καθορίζει τη μορφή με την οποία παρέχονται τα δεδομένα εισόδου και την προθεσμία συνεισφοράς τους, χωρίς να επιβάλλει υποχρέωση διαπραγμάτευσης ή δέσμευσης διαπραγμάτευσης στις εποπτευόμενες οντότητες·

δ)

να απαιτεί από τον διαχειριστή να τροποποιεί τη μεθοδολογία, τον κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15 ή άλλους κανόνες του δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας.

Η μέγιστη περίοδος υποχρεωτικής συνεισφοράς δυνάμει του πρώτου εδαφίου στοιχεία α) και β) δεν υπερβαίνει τους 24 μήνες συνολικά.

7.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 6, οι εποπτευόμενες οντότητες που υποχρεούνται να συνεισφέρουν δεδομένα εισόδου επιλέγονται από την αρμόδια αρχή του διαχειριστή, σε στενή συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές των εποπτευόμενων οντοτήτων, βάσει του μεγέθους της πραγματικής και της δυνητικής συμμετοχής της εποπτευόμενης οντότητας στην αγορά που ο δείκτης αναφοράς επιδιώκει να μετρήσει.

8.   Η αρμόδια αρχή ενός εποπτευόμενου συνεισφέροντα ο οποίος υποχρεώθηκε να συνεισφέρει σε δείκτη αναφοράς μέσω της λήψης μέτρων δυνάμει της παραγράφου 6 στοιχείο α), β) ή γ) συνεργάζεται με την αρμόδια αρχή του διαχειριστή στην επιβολή των εν λόγω μέτρων.

9.   Έως το τέλος της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 6 πρώτο εδάφιο στοιχείο α), η αρμόδια αρχή του διαχειριστή επανεξετάζει τα μέτρα που λήφθηκαν δυνάμει της παραγράφου 6. Ανακαλεί οποιοδήποτε από αυτά για το οποίο κρίνει ότι:

α)

είναι πιθανό οι συνεισφέροντες να εξακολουθήσουν να συνεισφέρουν δεδομένα εισόδου για τουλάχιστον ένα έτος σε περίπτωση ανάκλησης του μέτρου, γεγονός που αποδεικνύεται τουλάχιστον με:

i)

γραπτή δέσμευση από τους συνεισφέροντες προς τον διαχειριστή και την αρμόδια αρχή για τη συνέχιση συνεισφοράς των δεδομένων εισόδου στον δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας για τουλάχιστον ένα έτος, σε περίπτωση ανάκλησης του μέτρου·

ii)

γραπτή έκθεση από τον διαχειριστή προς την αρμόδια αρχή με την οποία τεκμηριώνεται η εκτίμησή του ότι εξασφαλίζεται η συνεχής βιωσιμότητα του δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας μετά την ανάκληση της εξουσίας περί υποχρεωτικής συνεισφοράς·

β)

η παροχή του δείκτη αναφοράς μπορεί να συνεχίσει και μετά την παύση της συνεισφοράς δεδομένων εισόδου από τους υποχρεωτικά συνεισφέροντες·

γ)

υπάρχει αποδεκτός υποκατάστατος δείκτης αναφοράς και οι χρήστες του δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας μπορούν να μεταβούν σε αυτόν με ελάχιστο κόστος, γεγονός που αποδεικνύεται τουλάχιστον με γραπτή έκθεση από τον διαχειριστή στην οποία αναλύονται διεξοδικά τα μέσα μετάβασης σε υποκατάστατο δείκτη αναφοράς, η ικανότητα των χρηστών να μεταβούν στον δείκτη αυτόν, καθώς και το κόστος με το οποίο θα επιβαρυνθούν· ή

δ)

δεν μπορούν να εντοπιστούν κατάλληλοι εναλλακτικοί συνεισφέροντες, και η διακοπή των συνεισφορών από τις οικείες εποπτευόμενες οντότητες θα αποδυνάμωνε τον δείκτη αναφοράς σε βαθμό που να καθιστά αναγκαία την παύση του.

10.   Σε περίπτωση παύσης της παροχής ενός δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας, κάθε εποπτευόμενος συνεισφέρων στον εν λόγω δείκτη αναφοράς εξακολουθεί να συνεισφέρει δεδομένα εισόδου για χρονική περίοδο που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή, χωρίς ωστόσο να υπερβαίνει τη μέγιστη προθεσμία 24 μηνών που καθορίζεται στην παράγραφο 6 δεύτερο εδάφιο.

11.   Ο διαχειριστής ενημερώνει την οικεία αρμόδια αρχή σε περίπτωση που οποιοσδήποτε συνεισφέρων παραβεί τις απαιτήσεις της παραγράφου 6 μόλις τούτο καταστεί ευλόγως δυνατόν.

12.   Αν ένας δείκτης αναφοράς θεωρηθεί ότι είναι κρίσιμης σημασίας σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 20 παράγραφοι 2, 3, 4 και 5, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή έχει την εξουσία να απαιτήσει δεδομένα εισόδου σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου και τα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου αποκλειστικά από εποπτευόμενους συνεισφέροντες ευρισκόμενους στο δικό της κράτος μέλος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Σημαντικοί δείκτες αναφοράς

Άρθρο 24

Σημαντικοί δείκτες αναφοράς

1.   Δείκτης αναφοράς που δεν πληροί κάποια από τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 είναι σημαντικός όταν:

α)

χρησιμοποιείται άμεσα ή έμμεσα στο πλαίσιο συνδυασμού δεικτών αναφοράς σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα ή χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων συνολικής μέσης αξίας τουλάχιστον 50 δισεκατ. EUR στη βάση όλου του φάσματος ληκτοτήτων ή διαρκειών ισχύος του δείκτη αναφοράς για περίοδο έξι μηνών, όπου έχει εφαρμογή· ή

β)

δεν έχει ή έχει ελάχιστα αγορακεντρικά υποκατάστατα και, αν έπαυε να παρέχεται ή παρεχόταν στη βάση δεδομένων εισόδου που δεν είναι πλέον πλήρως αντιπροσωπευτικά για την υποκείμενη αγορά ή οικονομική πραγματικότητα ή αναξιόπιστων δεδομένων εισόδου, θα υπήρχε σημαντικός αρνητικός αντίκτυπος στην ακεραιότητα των αγορών, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στους καταναλωτές, στην πραγματική οικονομία ή στη χρηματοδότηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη.

2.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 49 προκειμένου να επανεξετάζει τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του κατώτατου ορίου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου υπό το φως των εξελίξεων στην αγορά, της πορείας των τιμών και των ρυθμιστικών εξελίξεων, καθώς και την καταλληλότητα της κατάταξης δεικτών αναφοράς με συνολική αξία σε αναφερόμενα σε αυτούς χρηματοπιστωτικά μέσα, χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή επενδυτικά κεφάλαια, που προσεγγίζει το κατώτατο αυτό όριο. Η επανεξέταση αυτή πραγματοποιείται τουλάχιστον ανά διετία από την 1η Ιανουαρίου 2018.

3.   Ο διαχειριστής ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή του όταν ο σημαντικός δείκτης αναφοράς του πέσει κάτω από το κατώτατο όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α).

Άρθρο 25

Εξαιρέσεις από ειδικές απαιτήσεις για τους σημαντικούς δείκτες αναφοράς

1.   Ο διαχειριστής μπορεί να επιλέξει να μην εφαρμόσει σε αυτούς το άρθρο 4 παράγραφος 2, το άρθρο 4 παράγραφος 7 στοιχεία γ), δ) και ε), το άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο β) ή το άρθρο 15 παράγραφος 2 όσον αφορά τους σημαντικούς του δείκτες αναφοράς, αν ο εν λόγω διαχειριστής θεωρεί ότι η εφαρμογή μιας ή περισσοτέρων από τις διατάξεις αυτές θα μπορούσε να είναι δυσανάλογη σε σχέση με τη φύση ή τον αντίκτυπο των δεικτών αναφοράς ή το μέγεθος του διαχειριστή.

2.   Σε περίπτωση που ο διαχειριστής αποφασίσει να μην εφαρμόσει μία ή περισσότερες από τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή και της παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες επιβεβαιώνοντας την εκτίμησή του ότι η εφαρμογή μιας ή περισσοτέρων από αυτές τις διατάξεις θα ήταν δυσανάλογη σε σχέση με τη φύση ή τον αντίκτυπο των δεικτών αναφοράς ή το μέγεθος του διαχειριστή.

3.   Η αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίσει ότι ο διαχειριστής του σημαντικού δείκτη αναφοράς πρέπει ωστόσο να εφαρμόσει μία ή περισσότερες από τις απαιτήσεις του άρθρου 4 παράγραφος 2, του άρθρου 4 παράγραφος 7 στοιχεία γ), δ) και ε), του άρθρου 11 παράγραφος 3 στοιχείο β) και του άρθρου 15 παράγραφος 2, αν το κρίνει σκόπιμο σε σχέση με τη φύση ή τον αντίκτυπο των δεικτών αναφοράς ή το μέγεθος του διαχειριστή. Στην αξιολόγησή της η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη, με βάση τις πληροφορίες που παρέχει ο διαχειριστής, τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

την τρωτότητα του δείκτη αναφοράς όσον αφορά την παραποίηση·

β)

τη φύση των δεδομένων εισόδου·

γ)

το επίπεδο των συγκρούσεων συμφερόντων·

δ)

τον βαθμό διακριτικής ευχέρειας του διαχειριστή·

ε)

τον αντίκτυπο του δείκτη αναφοράς στις αγορές·

στ)

τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της παροχής του δείκτη αναφοράς·

ζ)

τη σημασία του δείκτη αναφοράς για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα·

η)

την αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων, των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων ή των επενδυτικών κεφαλαίων που αναφέρονται στον συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς·

θ)

το μέγεθος, την οργανωτική μορφή ή τη διάρθρωση του διαχειριστή.

4.   Μέσα σε 30 ημέρες από την παραλαβή της κοινοποίησης από διαχειριστή σύμφωνα με την παράγραφο 2, η αρμόδια αρχή κοινοποιεί στον εν λόγω διαχειριστή την απόφασή της να εφαρμόσει πρόσθετες απαιτήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 3. Αν η κοινοποίηση προς την αρμόδια αρχή γίνει κατά τη διάρκεια διαδικασίας αδειοδότησης ή καταχώρισης, ισχύουν οι προθεσμίες που καθορίζονται στο άρθρο 34.

5.   Κατά την άσκηση των εποπτικών εξουσιών της σύμφωνα με το άρθρο 41, η εποπτική αρχή επανεξετάζει τακτικά την ισχύ της αξιολόγησής της σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

6.   Αν η αρμόδια αρχή έχει βάσιμους λόγους να θεωρεί ότι οι πληροφορίες που της υποβλήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου είναι ελλιπείς ή ότι απαιτούνται συμπληρωματικές πληροφορίες, η προθεσμία των 30 ημερών που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου υπολογίζεται μόνον από την ημερομηνία κατά την οποία οι συμπληρωματικές αυτές πληροφορίες διαβιβάστηκαν από τον διαχειριστή, εκτός εάν οι προθεσμίες του άρθρου 34 εφαρμόζονται δυνάμει της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.

7.   Σε περίπτωση που διαχειριστής σημαντικού δείκτη αναφοράς δεν συμμορφώνεται προς μία ή περισσότερες από τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2, στο άρθρο 4 παράγραφος 7 στοιχεία γ), δ) και ε), στο άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο β) και στο άρθρο 15 παράγραφος 2, δημοσιεύει και τηρεί δήλωση συμμόρφωσης στην οποία αναφέρει σαφώς τους λόγους για τους οποίους είναι σκόπιμο ο συγκεκριμένος διαχειριστής να μη συμμορφώνεται προς τις εν λόγω διατάξεις.

8.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για την ανάπτυξη υποδείγματος της δήλωσης συμμόρφωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 7.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο το αργότερο μέχρι την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

9.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με τα οποία εξειδικεύονται περαιτέρω τα κριτήρια της παραγράφου 3.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Μη σημαντικοί δείκτες αναφοράς

Άρθρο 26

Μη σημαντικοί δείκτες αναφοράς

1.   Ο διαχειριστής μπορεί να επιλέξει να μην εφαρμόσει σε αυτούς το άρθρο 4 παράγραφος 2, το άρθρο 4 παράγραφος 7 στοιχεία γ), δ) και ε), το άρθρο 4 παράγραφος 8, το άρθρο 5 παράγραφοι 2, 3 και 4, το άρθρο 6 παράγραφοι 1, 3 και 5, το άρθρο 7 παράγραφος 2, το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο β), το άρθρο 11 παράγραφος 2 στοιχεία β) και γ), καθώς και το άρθρο 11 παράγραφος 3, το άρθρο 13 παράγραφος 2, το άρθρο 14 παράγραφος 2, το άρθρο 15 παράγραφος 2 και το άρθρο 16 παράγραφοι 2 και 3 όσον αφορά τους μη σημαντικούς του δείκτες αναφοράς.

2.   Ο διαχειριστής ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή του όταν ένας μη σημαντικός δείκτης αναφοράς του υπερβαίνει το κατώτατο όριο που αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 1 στοιχείο α). Στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια αρχή συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους σημαντικούς δείκτες αναφοράς μέσα σε τρεις μήνες.

3.   Σε περίπτωση που διαχειριστής μη σημαντικού δείκτη αναφοράς επιλέξει να μην εφαρμόσει μία ή περισσότερες από τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, δημοσιεύει και τηρεί δήλωση συμμόρφωσης στην οποία αναφέρει σαφώς τους λόγους για τους οποίους είναι σκόπιμο ο συγκεκριμένος διαχειριστής να μη συμμορφώνεται προς τις εν λόγω διατάξεις. Ο διαχειριστής διαβιβάζει τη δήλωση συμμόρφωσης στην αρμόδια αρχή του.

4.   Η οικεία αρμόδια αρχή επανεξετάζει τη δήλωση συμμόρφωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου. Η αρμόδια αρχή μπορεί επίσης να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες από τον διαχειριστή όσον αφορά τους μη σημαντικούς δείκτες αναφοράς του σύμφωνα με το άρθρο 41 και να απαιτήσει την πραγματοποίηση αλλαγών προκειμένου να εξασφαλίζεται η συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό.

5.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για την ανάπτυξη υποδείγματος της δήλωσης συμμόρφωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο το αργότερο μέχρι την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΤΙΤΛΟΣ IV

ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ

Άρθρο 27

Δήλωση δείκτη αναφοράς

1.   Μέσα σε δύο εβδομάδες από την εγγραφή διαχειριστή στο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 36 ο διαχειριστής δημοσιεύει, με τρόπο που να εξασφαλίζει ισότιμη και εύκολη πρόσβαση, δήλωση για κάθε δείκτη αναφοράς ή, όπου έχει εφαρμογή, για κάθε οικογένεια δεικτών αναφοράς που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 29.

Αν ο εν λόγω διαχειριστής αρχίσει να παρέχει έναν νέο δείκτη αναφοράς ή μια οικογένεια δεικτών αναφοράς που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 29, ο διαχειριστής δημοσιεύει, μέσα σε δύο εβδομάδες και με μέσα που εξασφαλίζουν ισότιμη και εύκολη πρόσβαση, δήλωση δείκτη αναφοράς για κάθε νέο δείκτη αναφοράς ή, όπου έχει εφαρμογή, για κάθε νέα οικογένεια δεικτών αναφοράς.

Ο διαχειριστής επανεξετάζει και, αν είναι αναγκαίο, επικαιροποιεί τη δήλωση δείκτη αναφοράς για κάθε δείκτη αναφοράς ή οικογένεια δεικτών αναφοράς σε περίπτωση αλλαγών στις πληροφορίες που παρέχονται δυνάμει του παρόντος άρθρου και τουλάχιστον ανά διετία.

Η δήλωση δείκτη αναφοράς:

α)

προσδιορίζει με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο την αγορά ή την οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας χρησιμοποιείται ο δείκτης αναφοράς και τις συνθήκες υπό τις οποίες ενδέχεται η μέτρηση αυτή να καταστεί αναξιόπιστη·

β)

καθορίζει τις τεχνικές προδιαγραφές που προσδιορίζουν με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο τα στοιχεία του υπολογισμού του δείκτη αναφοράς σε σχέση με τα οποία ενδέχεται να ασκηθεί διακριτική ευχέρεια, τα κριτήρια που ισχύουν για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας και τη θέση των προσώπων που μπορούν να ασκήσουν διακριτική ευχέρεια, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να αξιολογηθεί σε μεταγενέστερο επίπεδο η εν λόγω διακριτική ευχέρεια·

γ)

παρέχει προειδοποίηση ότι ενδέχεται ορισμένοι παράγοντες, μεταξύ των οποίων και εξωτερικοί παράγοντες που δεν υπόκεινται στον έλεγχο του διαχειριστή, να καταστήσουν αναγκαία την τροποποίηση ή την παύση του δείκτη αναφοράς· και

δ)

ενημερώνει τους χρήστες ότι η τροποποίηση του δείκτη αναφοράς ή η παύση της παροχής του μπορεί να έχει αντίκτυπο στις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς ή στη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων.

2.   Η δήλωση δείκτη αναφοράς περιέχει τουλάχιστον τα εξής:

α)

τους ορισμούς όλων των βασικών όρων σε σχέση με τον δείκτη αναφοράς·

β)

το σκεπτικό για την υιοθέτηση της μεθοδολογίας του δείκτη αναφοράς και τις διαδικασίες για την επανεξέταση και την έγκριση της μεθοδολογίας·

γ)

τα κριτήρια και τις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων της περιγραφής των δεδομένων εισόδου, της προτεραιότητας που αποδίδεται στους διαφόρους τύπους δεδομένων εισόδου, των ελάχιστων δεδομένων που απαιτούνται για τον καθορισμό του δείκτη αναφοράς, της χρήσης μοντέλων ή μεθόδων παρεκβολής και όλων των διαδικασιών επανεξισορρόπησης των συνιστωσών του δείκτη αναφοράς·

δ)

τους ελέγχους και τους κανόνες που διέπουν κάθε άσκηση κρίσης ή διακριτικής ευχέρειας από τον διαχειριστή ή τους συνεισφέροντες με στόχο την εξασφάλιση συνέπειας στην άσκηση της κρίσης ή της διακριτικής ευχέρειας·

ε)

τις διαδικασίες που διέπουν τον καθορισμό των δεικτών αναφοράς σε περιόδους πίεσης ή περιόδους κατά τις οποίες οι πηγές για τα δεδομένα των συναλλαγών ενδέχεται να είναι ανεπαρκείς, ανακριβείς ή αναξιόπιστες και τους δυνητικούς περιορισμούς του δείκτη αναφοράς κατά τις περιόδους αυτές·

στ)

τις διαδικασίες αντιμετώπισης σφαλμάτων στα δεδομένα εισόδου ή στον καθορισμό του δείκτη αναφοράς, μεταξύ άλλων στην περίπτωση που απαιτείται εκ νέου καθορισμός του δείκτη αναφοράς· και

ζ)

τον εντοπισμό πιθανών περιορισμών ενός δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένης της λειτουργίας του σε αγορές χαμηλής ρευστοποίησης ή κατακερματισμένες αγορές και της δυνατής συγκέντρωσης δεδομένων εισόδου.

3.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για την περαιτέρω διευκρίνιση του περιεχομένου της ανακοίνωσης δείκτη αναφοράς και των περιπτώσεων όπου απαιτείται επικαιροποίηση της δήλωσης αυτής.

Η ΕΑΚΑΑ διακρίνει μεταξύ των διαφόρων τύπων δεικτών αναφοράς και τομέων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και λαμβάνει υπόψη την αρχή της αναλογικότητας.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 28

Τροποποιήσεις και παύση της παροχής δείκτη αναφοράς

1.   Ο διαχειριστής δημοσιεύει, μαζί με την ανακοίνωση δείκτη αναφοράς που προβλέπεται στο άρθρο 27, διαδικασία σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες πρόκειται να προβεί σε περίπτωση τροποποίησης ή παύσης της παροχής ενός δείκτη αναφοράς που μπορεί να χρησιμοποιείται στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1. Η διαδικασία μπορεί, κατά περίπτωση, να αφορά ομάδες δεικτών αναφοράς, και όποτε σημειώνεται ουσιώδης αλλαγή επικαιροποιείται και δημοσιεύεται.

2.   Εποπτευόμενες οντότητες άλλες από τους διαχειριστές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 οι οποίες χρησιμοποιούν δείκτη αναφοράς καταρτίζουν και διατηρούν άρτια έγγραφα σχέδια όπου καθορίζουν τις ενέργειες στις οποίες θα προβούν σε περίπτωση σημαντικής αλλαγής ή διακοπής της παροχής ενός δείκτη αναφοράς. Όπου είναι εφικτό και ενδεδειγμένο, τα σχέδια αυτά προσδιορίζουν έναν ή περισσότερους εναλλακτικούς δείκτες αναφοράς που μπορούν να χρησιμοποιηθούν προς υποκατάσταση των δεικτών αναφοράς που έπαυσαν να παρέχονται, εκθέτοντας τους λόγους για τους οποίους οι δείκτες αυτοί αποτελούν κατάλληλη εναλλακτική λύση. Οι εποπτευόμενες οντότητες παρέχουν στην οικεία αρμόδια αρχή, κατόπιν αιτήματος, τα εν λόγω σχέδια και κάθε επικαιροποίησή τους και φροντίζουν να αντικατοπτρίζονται τα σχέδια στις συμβατικές σχέσεις με τους πελάτες.

ΤΙΤΛΟΣ V

ΧΡΗΣΗ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΕΝΩΣΗ

Άρθρο 29

Χρήση δείκτη αναφοράς

1.   Μια εποπτευόμενη οντότητα μπορεί να χρησιμοποιεί έναν δείκτη αναφοράς ή έναν συνδυασμό δεικτών αναφοράς στην Ένωση αν ο δείκτης αυτός παρέχεται από διαχειριστή ευρισκόμενο στην Ένωση και εγγεγραμμένο στο μητρώο του άρθρου 36 ή εάν πρόκειται για δείκτη αναφοράς που περιλαμβάνεται στο μητρώο του άρθρου 36.

2.   Όταν το ενημερωτικό δελτίο που δημοσιεύεται δυνάμει της οδηγίας 2003/71/ΕΚ ή της οδηγίας 2009/65/ΕΚ αφορά κινητές αξίες ή άλλα επενδυτικά προϊόντα που αναφέρονται σε δείκτη αναφοράς, ο εκδότης, ο προσφέρων ή το πρόσωπο που ζητεί την εισαγωγή για διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά μεριμνά ώστε το ενημερωτικό δελτίο να περιλαμβάνει επίσης σαφείς και ευδιάκριτες πληροφορίες για το αν ο δείκτης αναφοράς παρέχεται από διαχειριστή εγγεγραμμένο στο μητρώο του άρθρου 36 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 30

Ισοδυναμία

1.   Προκειμένου δείκτης αναφοράς ή συνδυασμός δεικτών αναφοράς που παρέχονται από διαχειριστή που βρίσκεται σε τρίτη χώρα να μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1, ο δείκτης αναφοράς και ο διαχειριστής συμπεριλαμβάνονται στο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 36. Για τη συμπερίληψη στο μητρώο πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η Επιτροπή να έχει εκδώσει απόφαση ισοδυναμίας σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή 3 του παρόντος άρθρου·

β)

ο διαχειριστής να διαθέτει άδεια ή να έχει εγγραφεί σε μητρώο και να υπόκειται σε εποπτεία στην εν λόγω τρίτη χώρα·

γ)

ο διαχειριστής να έχει κοινοποιήσει στην ΕΑΚΑΑ τη συναίνεσή του σχετικά με τη χρήση των υφιστάμενων ή μελλοντικών δεικτών αναφοράς του από εποπτευόμενες οντότητες στην Ένωση, τον κατάλογο των δεικτών αναφοράς για τους οποίους έχουν δώσει την έγκρισή τους για να χρησιμοποιηθούν εντός της Ένωσης και την αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία τους στην τρίτη χώρα· και

δ)

οι ρυθμίσεις συνεργασίας που προβλέπονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου να βρίσκονται σε λειτουργία.

2.   Η Επιτροπή δύναται να εκδώσει εκτελεστική απόφαση αναγνωρίζοντας ότι το νομοθετικό πλαίσιο και οι εποπτικές πρακτικές μιας τρίτης χώρας εξασφαλίζουν ότι:

α)

οι διαχειριστές που διαθέτουν άδεια ή έχουν εγγραφεί σε μητρώο στην εν λόγω τρίτη χώρα συμμορφώνονται προς δεσμευτικές απαιτήσεις οι οποίες είναι ισοδύναμες με τις απορρέουσες από τον παρόντα κανονισμό, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη εάν το νομικό πλαίσιο και οι εποπτικές πρακτικές της τρίτης χώρας διασφαλίζουν τη συμμόρφωση προς τις αρχές της IOSCO σχετικά με τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς, ή, όπου έχει εφαρμογή, προς τις αρχές της IOSCO για τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών πετρελαίου· και

β)

οι δεσμευτικές απαιτήσεις να υπόκεινται σε αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή σε μόνιμη βάση στην εν λόγω τρίτη χώρα.

Οι εν λόγω εκτελεστικές αποφάσεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 50 παράγραφος 2.

3.   Εναλλακτικά, η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει εκτελεστική απόφαση που να ορίζει ότι:

α)

οι δεσμευτικές απαιτήσεις σε τρίτη χώρα σε σχέση με συγκεκριμένους διαχειριστές ή συγκεκριμένους δείκτες αναφοράς ή οικογένειες δεικτών αναφοράς είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη το κατά πόσον το νομικό πλαίσιο και οι εποπτικές πρακτικές της τρίτης χώρας διασφαλίζουν τη συμμόρφωση προς τις αρχές της IOSCO σχετικά με τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς, ή, όπου έχει εφαρμογή, με τις αρχές της IOSCO για τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών πετρελαίου· και

β)

τέτοιοι συγκεκριμένοι διαχειριστές ή οι συγκεκριμένοι δείκτες αναφοράς ή οι οικογένειες δεικτών αναφοράς υπόκεινται σε ουσιαστική εποπτεία και επιβολή σε μόνιμη βάση στην εν λόγω τρίτη χώρα.

Οι εν λόγω εκτελεστικές αποφάσεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 50 παράγραφος 2.

4.   Η ΕΑΚΑΑ προβαίνει σε ρυθμίσεις συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών των οποίων τα νομοθετικά πλαίσια και οι εποπτικές πρακτικές έχουν αναγνωριστεί ως ισοδύναμα σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή 3. Οι σχετικές ρυθμίσεις προσδιορίζουν τουλάχιστον:

α)

τον μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της ΕΑΚΑΑ και των αρμόδιων αρχών των αντίστοιχων τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε όλες τις σχετικές πληροφορίες για τον διαχειριστή που διαθέτει άδεια στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα τις οποίες ζητεί η ΕΑΚΑΑ·

β)

τον μηχανισμό έγκαιρης ειδοποίησης της ΕΑΚΑΑ σε περίπτωση που μια αρμόδια αρχή τρίτης χώρας θεωρεί ότι ο διαχειριστής που διαθέτει άδεια στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα που τελεί υπό την εποπτεία της παραβιάζει τις προϋποθέσεις της άδειας ή άλλη εθνική νομοθεσία στην τρίτη χώρα·

γ)

τις διαδικασίες που αφορούν τον συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των επιτόπιων επιθεωρήσεων.

5.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό του ελάχιστου περιεχομένου των ρυθμίσεων συνεργασίας που αναφέρονται στην παράγραφο 4 ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΚΑΑ είναι σε θέση να ασκούν όλες τις εποπτικές εξουσίες τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 31

Ανάκληση της εγγραφής στο μητρώο, διαχειριστή ευρισκόμενου σε τρίτη χώρα

1.   Η ΕΑΚΑΑ ανακαλεί την εγγραφή ενός διαχειριστή που βρίσκεται σε τρίτη χώρα διαγράφοντάς τον από το μητρώο του άρθρου 36 αν έχει βάσιμους λόγους, στηριζόμενους σε τεκμηριωμένα στοιχεία, να θεωρεί ότι ο εν λόγω διαχειριστής:

α)

ενεργεί με τρόπο σαφώς επιζήμιο για τα συμφέροντα των χρηστών των δεικτών αναφοράς του ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών· ή

β)

έχει υποπέσει σε σοβαρές παραβάσεις της εθνικής νομοθεσίας της τρίτης χώρας ή άλλων διατάξεων που ισχύουν για αυτόν στην τρίτη χώρα και βάσει των οποίων η Επιτροπή έχει εκδώσει την εκτελεστική απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 30 παράγραφος 2 ή 3.

2.   Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει απόφαση δυνάμει της παραγράφου 1 μόνο εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η ΕΑΚΑΑ έχει παραπέμψει το θέμα στην αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας και η εν λόγω αρμόδια αρχή δεν έχει λάβει τα κατάλληλα μέτρα που χρειάζονται για την προστασία των επενδυτών και για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών στην Ένωση ή δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι ο συγκεκριμένος διαχειριστής συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις που ισχύουν για αυτόν στην τρίτη χώρα·

β)

η ΕΑΚΑΑ έχει ενημερώσει την αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας σχετικά με την πρόθεσή της να ανακαλέσει την εγγραφή του διαχειριστή στο μητρώο τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από την ανάκληση.

3.   Η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει αμελλητί τις άλλες αρμόδιες αρχές σχετικά με κάθε μέτρο που εγκρίνει σύμφωνα με την παράγραφο 1 και δημοσιεύει την απόφασή της στον δικτυακό της τόπο.

Άρθρο 32

Αναγνώριση διαχειριστή που βρίσκεται σε τρίτη χώρα

1.   Μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση ισοδυναμίας σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 2 ή 3, δείκτης αναφοράς που παρέχεται από διαχειριστή που βρίσκεται σε τρίτη χώρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί από εποπτευόμενες οντότητες της Ένωσης με την προϋπόθεση ο διαχειριστής να έχει προηγουμένως αναγνωριστεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

2.   Διαχειριστής που βρίσκεται σε τρίτη χώρα και προτίθεται να λάβει την εκ των προτέρων αναγνώριση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να πληροί όλες τις απαιτήσεις που ορίζει ο παρών κανονισμός, με την εξαίρεση του άρθρου 11 παράγραφος 4 και των άρθρων 16, 20, 21 και 23. Ο διαχειριστής μπορεί να πληροί την εν λόγω προϋπόθεση αν εφαρμόζει τις αρχές της IOSCO για τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς ή τις αρχές της IOSCO για την εποπτεία των οργανισμών αναφοράς τιμών πετρελαίου, κατά περίπτωση, με την προϋπόθεση η εφαρμογή τους να ισοδυναμεί με συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό, με την εξαίρεση του άρθρου 11 παράγραφος 4 και των άρθρων 16, 20, 21 και 23.

Για τον σκοπό του προσδιορισμού του κατά πόσο πληρούται η προϋπόθεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο και προκειμένου να αξιολογηθεί η συμμόρφωση προς τις αρχές της IOSCO για τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς ή τις αρχές της IOSCO για την εποπτεία των οργανισμών αναφοράς τιμών πετρελαίου, κατά περίπτωση, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς μπορεί να βασιστεί σε αξιολόγηση ανεξάρτητου εξωτερικού ελεγκτή ή, αν ο διαχειριστής που βρίσκεται σε τρίτη χώρα υπόκειται σε εποπτεία, στην πιστοποίηση που παρέχει η αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας όπου βρίσκεται ο διαχειριστής.

Αν και στον βαθμό που ο διαχειριστής είναι σε θέση να δείξει ότι ένας δείκτης αναφοράς που προσφέρει είναι δείκτης αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων ή δείκτης αναφοράς βασικού προϊόντος που δεν βασίζεται στην υποβολή στοιχείων από συνεισφέροντες οι οποίοι είναι στην πλειονότητά τους εποπτευόμενες οντότητες, δεν υπάρχει υποχρέωση του διαχειριστή να συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις που δεν έχουν εφαρμογή στην παροχή δεικτών αναφοράς ρυθμιζόμενων δεδομένων και δεικτών αναφοράς βασικών προϊόντων όπως προβλέπονται στο άρθρο 17 και στο άρθρο 19 παράγραφος 1 αντίστοιχα.

3.   Διαχειριστής που βρίσκεται σε τρίτη χώρα και προτίθεται να λάβει την εκ των προτέρων αναγνώριση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρέπει να διαθέτει νόμιμο εκπρόσωπο εγκατεστημένο στο κράτος μέλος αναφοράς του. Ο νόμιμος εκπρόσωπος πρέπει να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο που βρίσκεται στην Ένωση και να έχει οριστεί ρητά από τον διαχειριστή που βρίσκεται σε τρίτη χώρα, ενεργεί δε εξ ονόματος του εν λόγω διαχειριστή έναντι των αρχών και κάθε άλλου προσώπου στην Ένωση σε σχέση με τις υποχρεώσεις του διαχειριστή δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Ο νομικός εκπρόσωπος επιτελεί το καθήκον εποπτείας σε σχέση με την παροχή δεικτών αναφοράς εκτελούμενων από τον διαχειριστή δυνάμει του παρόντος κανονισμού από κοινού με τον διαχειριστή και, συνεπώς, είναι υπόλογος στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς.

4.   Το κράτος μέλος αναφοράς ενός διαχειριστή ευρισκόμενου σε τρίτη χώρα καθορίζεται ως εξής:

α)

αν ένας διαχειριστής είναι μέλος ομάδας που περιλαμβάνει μία εποπτευόμενη οντότητα ευρισκόμενη στην Ένωση, κράτος μέλος αναφοράς είναι το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η εποπτευόμενη οντότητα. Η εν λόγω εποπτευόμενη οντότητα ορίζεται ως ο νομικός εκπρόσωπος για τους σκοπούς της παραγράφου 3·

β)

σε περίπτωση που δεν ισχύει το στοιχείο α), αν ένας διαχειριστής είναι μέλος ομάδας που περιλαμβάνει περισσότερες της μίας εποπτευόμενες οντότητες ευρισκόμενες στην Ένωση, κράτος μέλος αναφοράς είναι το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται ο μεγαλύτερος αριθμός εποπτευόμενων οντοτήτων ή, σε περίπτωση που υπάρχει ίσος αριθμός εποπτευόμενων οντοτήτων, κράτος μέλος αναφοράς είναι αυτό με τη μεγαλύτερη αξία χρηματοπιστωτικών μέσων, χρηματοπιστωτικών συμβάσεων ή επενδυτικών κεφαλαίων που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς. Μία από τις εποπτευόμενες οντότητες που βρίσκονται στο κράτος μέλος αναφοράς το οποίο καθορίζεται δυνάμει του παρόντος στοιχείου ορίζεται νομικός εκπρόσωπος για τους σκοπούς της παραγράφου 3·

γ)

σε περίπτωση που δεν ισχύει κανένα από τα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου, αν ένας ή περισσότεροι δείκτες αναφοράς που παρέχει ο διαχειριστής χρησιμοποιούνται ως αναφορά για χρηματοπιστωτικά μέσα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, κράτος μέλος αναφοράς είναι το κράτος μέλος στο οποίο εισήχθη για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης και εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης το χρηματοπιστωτικό μέσο που αναφέρεται σε οποιονδήποτε από αυτούς του δείκτες αναφοράς. Αν τα αντίστοιχα χρηματοπιστωτικά μέσα εισήχθησαν προς διαπραγμάτευση ή αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης για πρώτη φορά ταυτόχρονα σε διάφορα κράτη μέλη, και εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, κράτος μέλος αναφοράς είναι αυτό με τη μεγαλύτερη αξία χρηματοπιστωτικών μέσων, χρηματοπιστωτικών συμβάσεων ή επενδυτικών κεφαλαίων που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς·

δ)

σε περίπτωση που δεν ισχύουν τα στοιχεία α), β) και γ), αν ένας ή περισσότεροι δείκτες αναφοράς που παρέχονται από τον διαχειριστή χρησιμοποιούνται από εποπτευόμενες οντότητες σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, κράτος μέλος αναφοράς είναι το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται ο μεγαλύτερος αριθμός εποπτευόμενων οντοτήτων ή, σε περίπτωση που υπάρχει ίσος αριθμός εποπτευόμενων οντοτήτων, κράτος μέλος αναφοράς είναι αυτό με τη μεγαλύτερη αξία χρηματοπιστωτικών μέσων, χρηματοπιστωτικών συμβάσεων ή επενδυτικών κεφαλαίων που αναφέρονται στον δείκτη αναφοράς·

ε)

σε περίπτωση που δεν ισχύουν τα στοιχεία α), β), γ) και δ) και αν ο διαχειριστής έχει συνάψει συμφωνία με εποπτευόμενη οντότητα με την οποία συναινεί στη χρήση ενός δείκτη αναφοράς που παρέχει, κράτος μέλος αναφοράς είναι το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η εν λόγω εποπτευόμενη οντότητα.

5.   Διαχειριστής που βρίσκεται σε τρίτη χώρα και προτίθεται να λάβει την εκ των προτέρων αναγνώριση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρέπει να υποβάλει αίτηση στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς του. Ο αιτών διαχειριστής παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες προκειμένου να πείσει την αρμόδια αρχή ότι, κατά τη στιγμή της αναγνώρισης, έχει λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, και παρέχει κατάλογο των πραγματικών ή πιθανών δεικτών αναφοράς του που μπορεί να χρησιμοποιηθούν στην Ένωση, καθώς και, κατά περίπτωση, υποδεικνύει την αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του στην τρίτη χώρα.

Μέσα σε 90 ημέρες από την παραλαβή της αίτησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου η αρμόδια αρχή επαληθεύει την τήρηση των προϋποθέσεων που καθορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4.

Αν η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 δεν πληρούνται, απορρίπτει την αίτηση αναγνώρισης και εξηγεί τους λόγους της απόρριψης. Επιπρόσθετα, δεν χορηγείται αναγνώριση παρά μόνο αν πληρούνται οι ακόλουθες πρόσθετες προϋποθέσεις:

α)

αν διαχειριστής που βρίσκεται σε τρίτη χώρα υπόκειται σε εποπτεία, υπάρχει κατάλληλη διευθέτηση συνεργασίας μεταξύ της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους αναφοράς και της αρμόδιας αρχής της τρίτης χώρας στην οποία βρίσκεται ο διαχειριστής, σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 30 παράγραφος 5, προκειμένου να εξασφαλίζεται ουσιαστική ανταλλαγή πληροφοριών η οποία επιτρέπει στην αρμόδια αρχή να επιτελεί τα καθήκοντά της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

β)

η αποτελεσματική άσκηση, από την αρμόδια αρχή, των εποπτικών καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν εμποδίζεται από τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις της τρίτης χώρας στην οποία βρίσκεται ο διαχειριστής ούτε, όπου έχει εφαρμογή, από περιορισμούς στις εξουσίες των εποπτικών αρχών της εν λόγω τρίτης χώρας για την άσκηση εποπτείας και τη διεξαγωγή ερευνών.

6.   Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς θεωρεί ότι διαχειριστής που βρίσκεται σε τρίτη χώρα παρέχει δείκτη αναφοράς που πληροί τις προϋποθέσεις σημαντικού ή μη σημαντικού δείκτη αναφοράς, όπως προβλέπεται στα άρθρα 24 και 26 αντιστοίχως, ενημερώνει αμελλητί την ΕΑΚΑΑ σχετικά. Τεκμηριώνει αυτήν την εκτίμησή της με τις πληροφορίες που παρέχει ο διαχειριστής στη σχετική αίτηση αναγνώρισης.

Μέσα σε έναν μήνα από την παραλαβή της κοινοποίησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο η ΕΑΚΑΑ εκδίδει συμβουλευτική γνώμη προς την αρμόδια αρχή σχετικά με τον τύπο του δείκτη αναφοράς και τις απαιτήσεις που ισχύουν για την παροχή του, όπως προβλέπεται στα άρθρα 24, 25 και 26. Η συμβουλευτική γνώμη μπορεί ιδίως να αναφέρεται στο αν η ΕΑΚΑΑ θεωρεί ότι οι προϋποθέσεις για τον εν λόγω τύπο πληρούνται με βάση τις πληροφορίες που παρέχει ο διαχειριστής στην αίτηση αναγνώρισης.

Η προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο 5 αναστέλλεται από την ημερομηνία που η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει την κοινοποίηση έως ότου η ΕΑΚΑΑ εκδώσει τη συμβουλευτική γνώμη σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

Αν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς προτείνει να χορηγηθεί αναγνώριση σε αντίθεση προς τη συμβουλευτική γνώμη της ΕΑΚΑΑ που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, ενημερώνει σχετικά την ΕΑΚΑΑ αναφέροντας τους λόγους. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιοποιεί το γεγονός ότι μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται ή δεν προτίθεται να συμμορφωθεί προς την εν λόγω συμβουλευτική γνώμη. Η ΕΑΚΑΑ μπορεί επίσης να αποφασίζει, κατά περίπτωση, να δημοσιοποιεί τους λόγους που προβάλλει η αρμόδια αρχή για να αιτιολογήσει τη μη συμμόρφωση προς την εν λόγω συμβουλευτική γνώμη. Η ενδιαφερόμενη αρμόδια αρχή λαμβάνει εκ των προτέρων κοινοποίηση για τη δημοσίευση αυτή.

7.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ κάθε απόφαση για αναγνώριση διαχειριστή ευρισκόμενου σε τρίτη χώρα μέσα σε πέντε εργάσιμες ημέρες, μαζί με τον κατάλογο των δεικτών αναφοράς που παρέχει ο διαχειριστής οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην Ένωση και, κατά περίπτωση, την αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του στην τρίτη χώρα.

8.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αναφοράς αναστέλλει ή, όπου είναι σκόπιμο, αποσύρει την αναγνώριση που χορηγείται σύμφωνα με την παράγραφο 5 αν έχει βάσιμους λόγους, με τεκμηριωμένα στοιχεία, να θεωρεί ότι ο διαχειριστής ενεργεί κατά τρόπο σαφώς επιζήμιο για τα συμφέροντα των χρηστών των δεικτών αναφοράς του ή για την ομαλή λειτουργία των αγορών ή ότι ο διαχειριστής έχει υποπέσει σε σοβαρή παράβαση των σχετικών απαιτήσεων που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό ή ότι ο διαχειριστής έχει προβεί σε ψευδείς δηλώσεις ή έχει χρησιμοποιήσει άλλα αντικανονικά μέσα για να επιτύχει την αναγνώριση.

9.   Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών κανονιστικών προτύπων για τον καθορισμό της μορφής και του περιεχομένου της αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 5, και ειδικότερα της παρουσίασης των πληροφοριών που απαιτούνται δυνάμει της παραγράφου 6.

Στην περίπτωση που αναπτύσσονται τέτοια σχέδια ρυθμιστικών κανονιστικών προτύπων, η ΕΑΚΑΑ τα υποβάλλει στην Επιτροπή.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 33

Προσυπογραφή δεικτών αναφοράς που παρέχονται σε τρίτη χώρα

1.   Διαχειριστής που βρίσκεται στην Ένωση και διαθέτει άδεια ή είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο σύμφωνα με το άρθρο 34, ή οποιαδήποτε άλλη εποπτευόμενη οντότητα που βρίσκεται στην Ένωση και έχει σαφή και καθορισμένο ρόλο στο πλαίσιο ελέγχου ή λογοδοσίας ενός διαχειριστή τρίτης χώρας, ο οποίος είναι δυνατό να παρακολουθεί αποτελεσματικά την παροχή του δείκτη αναφοράς, μπορεί να ζητήσει από την οικεία αρμόδια αρχή του να προσυπογράψει έναν δείκτη αναφοράς ή μια οικογένεια δεικτών αναφοράς που παρέχονται σε τρίτη χώρα για χρήση εντός της Ένωσης, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο προσυπογράφων διαχειριστής ή άλλη εποπτευόμενη οντότητα έχει επαληθεύσει και είναι σε θέση να επιδεικνύει σε συνεχή βάση στην αρμόδια αρχή του ότι η παροχή του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς που ζητείται να προσυπογραφεί πληροί απαιτήσεις, σε υποχρεωτική ή εθελοντική βάση, τουλάχιστον εξίσου αυστηρές με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού·

β)

ο προσυπογράφων διαχειριστής ή άλλη εποπτευόμενη οντότητα διαθέτει την απαραίτητη πραγματογνωσία ώστε να παρακολουθεί αποτελεσματικά τη δραστηριότητα παροχής δείκτη αναφοράς σε τρίτη χώρα και να διαχειρίζεται τους σχετικούς κινδύνους·

γ)

υπάρχει αντικειμενικός λόγος για την παροχή του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς σε τρίτη χώρα και την προσυπογραφή του εν λόγω δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς για να χρησιμοποιούνται στην Ένωση.

Για τον σκοπό του στοιχείου α), κατά την αξιολόγηση του κατά πόσο η παροχή του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς που ζητείται να προσυπογραφεί πληροί απαιτήσεις τουλάχιστον εξίσου αυστηρές με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, η αρμόδια αρχή μπορεί να λάβει υπόψη αν η συμμόρφωση της παροχής του δείκτη αναφοράς ή της οικογένειας δεικτών αναφοράς προς τις αρχές της IOSCO σχετικά με τους χρηματοπιστωτικούς δείκτες αναφοράς ή τις αρχές της IOSCO για τους οργανισμούς κοινοποίησης τιμών πετρελαίου, κατά περίπτωση, θα ήταν ισοδύναμη με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

2.   Ο διαχειριστής ή άλλη εποπτευόμενη οντότητα που αιτείται την προσυπογραφή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 παρέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για να αποδείξει στην αρμόδια αρχή ότι, κατά τη στιγμή της αίτησης, πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις της εν λόγω παραγράφου.

3.   Μέσα σε 90 εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή της αίτησης προσυπογραφής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 η οικεία αρμόδια αρχή εξετάζει την αίτηση και εκδίδει απόφαση είτε για την έγκριση της προσυπογραφής είτε για την απόρριψή της. Οι δείκτες αναφοράς ή οι οικογένειες δεικτών αναφοράς που προσυπογράφονται κοινοποιούνται από την αρμόδια αρχή στην ΕΑΚΑΑ.

4.   Οι δείκτες αναφοράς ή οι οικογένειες δεικτών αναφοράς που προσυπογράφονται θεωρούνται δείκτες αναφοράς ή οικογένειες δεικτών αναφοράς που παρέχονται από τον διαχειριστή ή άλλη εποπτευόμενη οντότητα που τους προσυπογράφει. Ο διαχειριστής ή άλλη εποπτευόμενη οντότητα που προσυπογράφει δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την προσυπογραφή με σκοπό την παράκαμψη των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού.

5.   Ο διαχειριστής ή άλλη εποπτευόμενη οντότητα που έχει προσυπογράψει έναν δείκτη αναφοράς ή μια οικογένεια δεικτών αναφοράς που παρέχεται σε τρίτη χώρα διατηρεί την πλήρη ευθύνη για τον συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς ή την οικογένεια δεικτών αναφοράς και για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό.

6.   Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή του διαχειριστή ή άλλης εποπτευόμενης οντότητας που προσυπογράφει έχει βάσιμους λόγους να θεωρεί ότι δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, έχει την εξουσία να ζητήσει από τον διαχειριστή ή άλλη εποπτευόμενη οντότητα που προσυπογράφει να πάψει την προσυπογραφή και ενημερώνει σχετικά την ΕΑΚΑΑ. Σε περίπτωση παύσης της προσυπογραφής, ισχύει το άρθρο 28.

7.   Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 49 όσον αφορά μέτρα για τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες οι οικείες αρμόδιες αρχές μπορούν να αξιολογούν αν υπάρχει αντικειμενικός λόγος για την παροχή ενός δείκτη αναφοράς ή μιας οικογένειας δεικτών αναφοράς σε τρίτη χώρα και την προσυπογραφή τους για χρήση στην Ένωση. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη στοιχεία όπως οι ιδιαιτερότητες της υποκείμενης αγοράς ή η οικονομική πραγματικότητα για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς, η ανάγκη συνάφειας της παροχής του δείκτη αναφοράς με την εν λόγω αγορά ή οικονομική πραγματικότητα, η ανάγκη συνάφειας της παροχής του δείκτη αναφοράς με τους συνεισφέροντες, η υλική διαθεσιμότητα δεδομένων εισόδου λόγω διαφορετικών ζωνών ώρας και οι ειδικές δεξιότητες που απαιτούνται για την παροχή του δείκτη αναφοράς.

ΤΙΤΛΟΣ VI

ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗ, ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΕ ΜΗΤΡΩΟ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Αδειοδότηση και εγγραφή σε μητρώο

Άρθρο 34

Αδειοδότηση και εγγραφή σε μητρώο, ενός διαχειριστή

1.   Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που βρίσκεται στην Ένωση και προτίθεται να ενεργεί ως διαχειριστής υποβάλλει αίτηση στην αρμόδια αρχή που ορίζεται δυνάμει του άρθρου 40 του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το εν λόγω πρόσωπο, προκειμένου να λάβει:

α)

άδεια, εάν παρέχει ή προτίθεται να παράσχει δείκτες που χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως δείκτες αναφοράς κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού·

β)

εγγραφή σε μητρώο, αν είναι εποπτευόμενη οντότητα άλλη από διαχειριστή που παρέχει ή προτίθεται να παράσχει δείκτες οι οποίοι χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως δείκτες αναφοράς κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, με την προϋπόθεση η δραστηριότητα παροχής δείκτη αναφοράς να μην παρεμποδίζεται από την τομεακή πειθαρχία που ισχύει για την εποπτευόμενη οντότητα και κανένας από τους παρεχόμενους δείκτες να μην κατατάσσεται στους δείκτες αναφοράς κρίσιμης σημασίας· ή

γ)

εγγραφή σε μητρώο αν παρέχει ή προτίθεται να παράσχει μόνο δείκτες οι οποίοι θα κατατάσσονταν στους μη σημαντικούς δείκτες αναφοράς.

2.   Ο διαχειριστής που διαθέτει άδεια ή είναι εγγεγραμμένος σε μητρώο συμμορφώνεται διαρκώς με τις προϋποθέσεις που θεσπίζει ο παρών κανονισμός και ενημερώνει την αρμόδια αρχή για τυχόν ουσιώδεις αλλαγές σε αυτές.

3.   Η αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υποβάλλεται εντός 30 εργάσιμων ημερών από τη σύναψη οποιασδήποτε συμφωνίας από εποπτευόμενη οντότητα για τη χρήση του δείκτη που παρέχεται από τον αιτούντα ως αναφορά σε χρηματοπιστωτικό μέσο ή χρηματοπιστωτική σύμβαση ή για τη μέτρηση της απόδοσης ενός επενδυτικών κεφαλαίου.

4.   Ο αιτών παρέχει τα απαραίτητα στοιχεία για να αποδείξει στην αρμόδια αρχή ότι κατά τη στιγμή της αδειοδότησης ή της εγγραφής σε μητρώο έχει λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

5.   Μέσα σε 15 εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή της αίτησης η οικεία αρμόδια αρχή αξιολογεί την πληρότητά της και ενημερώνει σχετικά τον αιτούντα. Σε περίπτωση που η αίτηση δεν είναι πλήρης, ο αιτών υποβάλλει τα πρόσθετα στοιχεία που απαιτεί η σχετική αρμόδια αρχή. Η προθεσμία που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο ισχύει από την ημερομηνία κατά την οποία ο αιτών παρέχει τα πρόσθετα αυτά στοιχεία.

6.   Η οικεία αρμόδια αρχή:

α)

εξετάζει την αίτηση αδειοδότησης και εκδίδει απόφαση έγκρισης ή απόρριψης της αδειοδότησης του αιτούντος εντός τεσσάρων μηνών από την παραλαβή της πλήρους αίτησης·

β)

εξετάζει την αίτηση εγγραφής στο μητρώο και λαμβάνει την απόφαση σχετικά για την εγγραφή ή την άρνηση εγγραφής του αιτούντος μέσα σε 45 εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή της πλήρους αίτησης.

Μέσα σε πέντε εργάσιμες ημέρες από την έκδοση της απόφασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο η αρμόδια αρχή την κοινοποιεί στον αιτούντα. Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή απορρίψει την αίτηση του αιτούντα για αδειοδότηση ή εγγραφή στο μητρώο, η απόφασή της συνοδεύεται από αιτιολόγηση.

7.   Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ κάθε απόφαση αδειοδότησης ή εγγραφής στο μητρώο ενός αιτούντος εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την έγκριση της εν λόγω απόφασης.

8.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για την αποσαφήνιση των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στην αίτηση αδειοδότησης και στην αίτηση εγγραφής στο μητρώο, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η αδειοδότηση και η εγγραφή σε μητρώο είναι διακριτές διαδικασίες και ότι η αδειοδότηση απαιτεί διεξοδικότερη αξιολόγηση της αίτησης του διαχειριστή, την αρχή της αναλογικότητας, τη φύση των εποπτευόμενων οντοτήτων που υποβάλλουν αίτηση εγγραφής στο μητρώο δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο β) και τις δαπάνες με τις οποίες επιβαρύνονται οι αιτούντες και οι αρμόδιες αρχές.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να θεσπίζει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 35

Ανάκληση ή αναστολή της άδειας ή της εγγραφής σε μητρώο

1.   Αρμόδια αρχή μπορεί να ανακαλεί ή να αναστέλλει την άδεια ενός διαχειριστή ή την εγγραφή του στο μητρώο στην περίπτωση που ο διαχειριστής:

α)

παραιτείται ρητώς από την αδειοδότηση ή την εγγραφή στο μητρώο ή δεν έχει παράσχει δείκτες αναφοράς κατά τους προηγούμενους 12 μήνες·

β)

έλαβε άδεια ή εγγράφηκε στο μητρώο ή προσυπέγραψε δείκτη αναφοράς βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο·

γ)

δεν πληροί πλέον τους όρους βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδειά του ή πραγματοποιήθηκε η εγγραφή του στο μητρώο· ή

δ)

έχει διαπράξει σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος κανονισμού.

2.   Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί την απόφασή της στην ΕΑΚΑΑ μέσα σε πέντε εργάσιμες ημέρες από την έγκριση της εν λόγω απόφασης.

Η ΕΑΚΑΑ επικαιροποιεί εγκαίρως το μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 36.

3.   Μετά από την έκδοση απόφασης για αναστολή της άδειας ενός διαχειριστή ή της εγγραφής του σε μητρώο, και σε περίπτωση που η παύση του δείκτη αναφοράς θα οδηγούσε σε γεγονός ανωτέρας βίας, περιστολή ή παράβαση με άλλον τρόπο των όρων οποιασδήποτε χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή χρηματοπιστωτικού μέσου ή των κανόνων που διέπουν οποιοδήποτε επενδυτικό κεφάλαιο που αναφέρεται στον εν λόγω δείκτη αναφοράς, όπως καθορίζεται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 6, η παροχή του εν λόγω δείκτη αναφοράς μπορεί να επιτραπεί από την οικεία αρμόδια αρχή του κράτους μέλος στο οποίο βρίσκεται ο διαχειριστής μέχρις ότου ανακληθεί η απόφαση της αναστολής. Κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου η χρήση του εν λόγω δείκτη αναφοράς από εποπτευόμενες οντότητες επιτρέπεται μόνο για τις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις, τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα επενδυτικά κεφάλαια που αναφέρονται ήδη στον δείκτη αναφοράς.

4.   Μετά από την έγκριση της απόφασης για ανάκληση της άδειας ενός διαχειριστή ή της εγγραφής του σε μητρώο εφαρμόζεται το άρθρο 28 παράγραφος 2.

Άρθρο 36

Μητρώο διαχειριστών και δεικτών αναφοράς

1.   Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει και διατηρεί δημόσιο μητρώο το οποίο περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

την ταυτότητα των διαχειριστών που έχουν λάβει άδεια ή που έχουν εγγραφεί στο μητρώο δυνάμει του άρθρου 34 και την υπεύθυνη για την εποπτεία αρμόδια αρχή·

β)

την ταυτότητα των διαχειριστών που συμμορφώνονται προς τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 30 παράγραφος 1, τον κατάλογο των δεικτών αναφοράς που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και των αρμόδιων αρχών τρίτης χώρας που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία τους·

γ)

την ταυτότητα των διαχειριστών που έχουν λάβει αναγνώριση σύμφωνα με το άρθρο 32, τον κατάλογο των δεικτών αναφοράς που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 7 και, κατά περίπτωση, των αρμόδιων αρχών τρίτης χώρας που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία τους·

δ)

τους δείκτες αναφοράς που προσυπογράφονται σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 33, την ταυτότητα των διαχειριστών τους και την ταυτότητα των προσυπογραφόντων διαχειριστών ή των προσυπογραφόντων εποπτευόμενων οντοτήτων.

2.   Το μητρώο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι προσβάσιμο από το κοινό μέσω του δικτυακού τόπου της ΕΑΚΑΑ και ενημερώνεται έγκαιρα, όποτε απαιτείται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Εποπτική συνεργασία

Άρθρο 37

Μεταβίβαση καθηκόντων μεταξύ αρμόδιων αρχών

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η αρμόδια αρχή δύναται να μεταβιβάσει τα καθήκοντά της δυνάμει του παρόντος κανονισμού στην αρμόδια αρχή ενός άλλου κράτους μέλους με προηγούμενη γραπτή συγκατάθεσή της.

Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ οποιαδήποτε προτεινόμενη μεταβίβαση 60 ημέρες πριν τεθεί σε εφαρμογή.

2.   Η αρμόδια αρχή δύναται να μεταβιβάσει ορισμένα από τα καθήκοντά της που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό στην ΕΑΚΑΑ, εφόσον η τελευταία συμφωνεί.

3.   Η ΕΑΚΑΑ κοινοποιεί στα κράτη μέλη την προτεινόμενη μεταβίβαση εντός επτά ημερών. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τις λεπτομέρειες κάθε συμφωνηθείσας μεταβίβασης μέσα σε πέντε εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή της σχετικής κοινοποίησης.

Άρθρο 38

Κοινοποίηση πληροφοριών από άλλο κράτος μέλος

Αρμόδια αρχή δύναται να κοινοποιήσει πληροφορίες που έχει λάβει από άλλη αρμόδια αρχή μόνον εφόσον:

α)

έχει εξασφαλίσει την έγγραφη συμφωνία της εν λόγω αρμόδιας αρχής και οι πληροφορίες κοινοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους η αρχή αυτή έδωσε τη σύμφωνη γνώμη της· ή

β)

η κοινοποίηση αυτή απαιτείται στο πλαίσιο νομικών διαδικασιών.

Άρθρο 39

Συνεργασία όσον αφορά επιτόπιες επιθεωρήσεις και έρευνες

1.   Αρμόδια αρχή δύναται να ζητήσει τη συνδρομή άλλης αρμόδιας αρχής όσον αφορά επιτόπιες επιθεωρήσεις ή έρευνες. Η αρμόδια αρχή προς την οποία απευθύνεται το αίτημα συνεργάζεται στο μέτρο του δυνατού και στον ενδεδειγμένο βαθμό.

2.   Αρμόδια αρχή που υποβάλλει το αίτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ενημερώνει σχετικά την ΕΑΚΑΑ. Στην περίπτωση διενέργειας έρευνας ή επιθεώρησης με διασυνοριακές επιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να ζητήσουν από την ΕΑΚΑΑ να συντονίσει την επιτόπια επιθεώρηση ή την έρευνα.

3.   Εάν μια αρμόδια αρχή λάβει αίτημα από άλλη αρμόδια αρχή για τη διενέργεια επιτόπιας επιθεώρησης ή έρευνας, μπορεί να:

α)

διενεργεί η ίδια την επιτόπια επιθεώρηση ή την έρευνα·

β)

επιτρέπει στην αρμόδια αρχή που υπέβαλε το αίτημα να συμμετάσχει στην επιτόπια επιθεώρηση ή την έρευνα·

γ)

ορίζει ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες για την υποστήριξη ή τη διενέργεια της επιτόπιας επιθεώρησης ή της έρευνας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Ρόλος των αρμόδιων αρχών

Άρθρο 40

Αρμόδιες αρχές

1.   Για τους διαχειριστές και τις εποπτευόμενες οντότητες κάθε κράτος μέλος ορίζει τη σχετική αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εκπλήρωση των καθηκόντων δυνάμει του παρόντος κανονισμού και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ.

2.   Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος ορίσει περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές, καθορίζει σαφώς τον ρόλο της καθεμιάς και ορίζει μια και μόνο αρχή η οποία είναι επιφορτισμένη με τον συντονισμό της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών με την Επιτροπή, την ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών.

3.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον δικτυακό τόπο της κατάλογο των αρμόδιων αρχών που έχουν οριστεί σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2.

Άρθρο 41

Εξουσίες των αρμόδιων αρχών

1.   Προκειμένου να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές έχουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τουλάχιστον τις ακόλουθες εξουσίες εποπτείας και έρευνας:

α)

διαθέτουν πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο και σε άλλα δεδομένα υπό οποιαδήποτε μορφή και λαμβάνουν έγγραφα ή αντίγραφά τους·

β)

απαιτούν ή ζητούν πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο εμπλέκεται στην παροχή δείκτη αναφοράς και στη συνεισφορά σε αυτόν, συμπεριλαμβανομένων των παρόχων υπηρεσιών στους οποίους έχουν ανατεθεί εξωτερικά λειτουργίες, υπηρεσίες ή δραστηριότητες σχετικές με την παροχή ενός δείκτη αναφοράς όπως προβλέπεται στο άρθρο 10, καθώς επίσης των εντολέων τους, και, εάν είναι αναγκαίο, καλούν και θέτουν ερωτήματα σε οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο με στόχο τη λήψη πληροφοριών·

γ)

ζητούν πληροφορίες, όσον αφορά τους δείκτες αναφοράς βασικών προϊόντων, από συνεισφέροντες σε σχετικές αγορές άμεσης παράδοσης μέσω, κατά περίπτωση, τυποποιημένων μορφότυπων και εκθέσεων σχετικά με συναλλαγές και άμεση πρόσβαση στα συστήματα των διαπραγματευτών·

δ)

διενεργούν επιτόπιους ελέγχους ή έρευνες σε χώρους εκτός των ιδιωτικών κατοικιών φυσικών προσώπων·

ε)

εισέρχονται σε εγκαταστάσεις νομικών προσώπων, με την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, για να κατάσχουν έγγραφα και λοιπά δεδομένα υπό οποιαδήποτε μορφή, στην περίπτωση που υφίστανται εύλογες υπόνοιες ότι τα έγγραφα και τα λοιπά δεδομένα σχετικά με το αντικείμενο της επιθεώρησης ή της έρευνας μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αποδειχθεί παράβαση του παρόντος κανονισμού. Στην περίπτωση που απαιτείται προηγούμενη έγκριση της δικαστικής αρχής του οικείου κράτους μέλους, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η εξουσία αυτή ασκείται μόνον μετά την εξασφάλιση της εν λόγω προηγούμενης έγκρισης·

στ)

απαιτούν υφιστάμενες καταγεγραμμένες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, ηλεκτρονικές επικοινωνίες ή άλλα αρχεία κίνησης δεδομένων που τηρούν εποπτευόμενες οντότητες·

ζ)

ζητούν τη δέσμευση ή την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων ή και τα δύο·

η)

απαιτούν την προσωρινή παύση κάθε πρακτικής που κατά τη γνώμη της αρμόδιας αρχής αντιβαίνει στον παρόντα κανονισμό·

θ)

επιβάλλουν προσωρινή απαγόρευση της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας·

ι)

λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν τη σωστή ενημέρωση του κοινού σχετικά με την παροχή ενός δείκτη αναφοράς, μεταξύ άλλων απαιτώντας από τον οικείο διαχειριστή ή το πρόσωπο που δημοσίευσε ή διέδωσε τον εν λόγω δείκτη αναφοράς ή από αμφότερους να δημοσιεύσουν διορθωτική δήλωση σχετικά με τις προγενέστερες συνεισφορές ή προγενέστερα αριθμητικά στοιχεία για τον δείκτη αναφοράς.

2.   Οι αρμόδιες αρχές ασκούν τα καθήκοντα και τις εξουσίες τους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και την εξουσία να επιβάλλουν κυρώσεις όπως ορίζονται στο άρθρο 42, σύμφωνα με τα εθνικά νομικά τους πλαίσια, με οποιονδήποτε από τους εξής τρόπους:

α)

άμεσα·

β)

σε συνεργασία με άλλες αρχές ή με διαχειριστές της αγοράς·

γ)

υπό την ευθύνη τους με μεταβίβαση εξουσιών στις αρχές αυτές ή στους διαχειριστές των αγορών·

δ)

κατόπιν αιτήσεως προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

Για την άσκηση των εν λόγω εξουσιών οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν κατάλληλους και αποτελεσματικούς μηχανισμούς διασφάλισης του δικαιώματος υπεράσπισης και των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι υφίστανται κατάλληλα μέτρα ούτως ώστε οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν όλες τις εξουσίες εποπτείας και έρευνας που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.

4.   Διαχειριστής ή άλλη εποπτευόμενη οντότητα που διαθέτει πληροφορίες σε αρμόδια αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν θεωρείται ότι διαπράττει παράβαση τυχόν περιορισμού κοινοποίησης πληροφοριών που επιβάλλεται από οποιαδήποτε συμβατική, νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη.

Άρθρο 42

Διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα

1.   Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με το άρθρο 41 και του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, αναθέτουν στις αρμόδιες αρχές την εξουσία να επιβάλλουν κατάλληλες διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα όσον αφορά τουλάχιστον τις εξής παραβάσεις:

α)

τις παραβάσεις των άρθρων 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 21, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29 και 34, όπου έχουν εφαρμογή· και

β)

μη συνεργασία ή μη συμμόρφωση με έρευνα, επιθεώρηση ή αίτημα που καλύπτεται από το άρθρο 41.

Οι εν λόγω διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα έχουν αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα.

2.   Σε περίπτωση παράβασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, αναθέτουν στις αρμόδιες αρχές την εξουσία να επιβάλλουν τουλάχιστον τις εξής διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα:

α)

έκδοση εντολής που υποχρεώνει τον διαχειριστή ή την εποπτευόμενη οντότητα που ευθύνεται για την παραβίαση να διακόψει τη συμπεριφορά του και να μην την επαναλάβει·

β)

αποστέρηση των αποκτηθέντων κερδών ή αποφευχθεισών ζημιών λόγω της παράβασης, στην περίπτωση που το ύψος τους δύναται να προσδιοριστεί·

γ)

δημόσια προειδοποίηση που κατονομάζει τον διαχειριστή ή την εποπτευόμενη οντότητα που ευθύνεται, και προσδιορίζει τη φύση της παράβασης·

δ)

ανάκληση ή αναστολή της άδειας ή της εγγραφής στο μητρώο, ενός διαχειριστή·

ε)

προσωρινή απαγόρευση άσκησης καθηκόντων διαχείρισης στον διαχειριστή ή στον εποπτευόμενο συνεισφέροντα, κατά οποιουδήποτε φυσικού προσώπου που θεωρείται υπεύθυνο για τέτοια παράβαση·

στ)

επιβολή μέγιστων διοικητικών χρηματικών κυρώσεων που ανέρχονται τουλάχιστον στο τριπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, εάν το εν λόγω ποσό μπορεί να προσδιοριστεί·

ζ)

σε περίπτωση φυσικού προσώπου, επιβολή μέγιστων διοικητικών χρηματικών κυρώσεων που ανέρχονται τουλάχιστον:

i)

για τις παραβάσεις των άρθρων 4, 5, 6, 7, 8, 9 και 10, του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχεία α), β), γ) και ε), του άρθρου 11 παράγραφοι 2 και 3 και των άρθρων 12, 13, 14, 15, 16, 21, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29 και 34, σε 500 000 EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, στην αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά τις 30 Ιουνίου 2016· ή

ii)

για τις παραβάσεις του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο δ) ή του άρθρου 11 παράγραφος 4, στο ποσό των 100 000 EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, στην αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά τις 30 Ιουνίου 2016·

η)

σε περίπτωση νομικού προσώπου, επιβολή μέγιστων διοικητικών χρηματικών κυρώσεων που ανέρχονται τουλάχιστον:

i)

για τις παραβάσεις των άρθρων 4, 5, 6, 7, 8, 9 και 10, του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχεία α), β), γ) και ε), του άρθρου 11 παράγραφοι 2 και 3 και των άρθρων 12, 13, 14, 15, 16, 21, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29 και 34, σε 1 000 000 EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, στην αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά τις 30 Ιουνίου 2016 ή στο 10 % του ετήσιου κύκλου εργασιών του σύμφωνα με τους πιο πρόσφατους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχει εγκρίνει το διοικητικό όργανο, ανάλογα με το ποιο από τα ποσά είναι υψηλότερο· ή

ii)

για τις παραβάσεις του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο δ) ή του άρθρου 11 παράγραφος 4, σε ποσό 250 000 EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, στην αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά τις 30 Ιουνίου 2016 ή στο 2 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του σύμφωνα με τους πιο πρόσφατους διαθέσιμους λογαριασμούς που έχουν εγκριθεί από το διοικητικό του όργανο, ανάλογα με το ποιο από τα ποσά είναι υψηλότερο.

Για τους σκοπούς του στοιχείου η) σημεία i) και ii), σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο είναι μητρική επιχείρηση ή θυγατρική μητρικής επιχείρησης που οφείλει να καταρτίζει ενοποιημένους οικονομικούς λογαριασμούς σύμφωνα με την οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26), ο σχετικός συνολικός κύκλος εργασιών είναι ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών ή το αντίστοιχο είδος εισοδήματος σύμφωνα με την οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου (27) για τις τράπεζες και την οδηγία 91/674/ΕΟΚ του Συμβουλίου (28) για τις ασφαλιστικές εταιρείες σύμφωνα με τους πιο πρόσφατους διαθέσιμους ενοποιημένους λογαριασμούς που έχει εγκρίνει το διοικητικό όργανο της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής ή, εάν πρόκειται για ένωση, το 10 % του συνόλου των κύκλων εργασιών των μελών της.

3.   Έως την 1η Ιανουαρίου 2018 τα κράτη μέλη κοινοποιούν τους κανόνες σχετικά με τις παραγράφους 1 και 2 στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν να μη θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1 εάν οι παραβάσεις που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο υπόκεινται σε ποινικές κυρώσεις βάσει του εθνικού τους δικαίου. Στην περίπτωση αυτή τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ τους σχετικούς κανόνες της ποινικής νομοθεσίας μαζί με την κοινοποίηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

Κοινοποιούν χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ οποιαδήποτε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

4.   Τα κράτη μέλη δύνανται να εκχωρούν στις αρμόδιες αρχές δυνάμει του εθνικού δικαίου άλλες εξουσίες επιβολής κυρώσεων επιπροσθέτως αυτών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και να καθορίζουν υψηλότερα επίπεδα κυρώσεων από αυτά που προβλέπονται στη παράγραφο 2.

Άρθρο 43

Άσκηση των εποπτικών εξουσιών και των εξουσιών επιβολής κυρώσεων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κατά τον καθορισμό του είδους και του επιπέδου των διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση:

α)

η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης·

β)

η κρίσιμη σημασία του δείκτη αναφοράς για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την πραγματική οικονομία·

γ)

ο βαθμός ευθύνης του υπαίτιου προσώπου·

δ)

η οικονομική ισχύς του υπαίτιου προσώπου, όπως προκύπτει ιδιαίτερα από τον συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών του υπαίτιου νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα του υπαίτιου φυσικού προσώπου·

ε)

το μέγεθος των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο πρόσωπο, στον βαθμό που μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν·

στ)

ο βαθμός συνεργασίας του υπαίτιου προσώπου με την αρμόδια αρχή, με την επιφύλαξη της ανάγκης για εξασφάλιση της παράδοσης των κερδών που αποκομίσθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το πρόσωπο αυτό·

ζ)

προηγούμενες παραβάσεις εκ μέρους του συγκεκριμένου προσώπου·

η)

τα μέτρα που ελήφθησαν μετά την παράβαση από τον υπαίτιο για την αποφυγή της επανάληψής της.

2.   Κατά την άσκηση των εξουσιών τους για επιβολή διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων δυνάμει του άρθρου 42 οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά ώστε να διασφαλίζουν ότι οι εποπτικές και ερευνητικές αρμοδιότητες, καθώς και οι διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα παρέχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού. Επιπλέον, συντονίζουν τη δράση τους για την αποφυγή ενδεχόμενων επαναλήψεων και αλληλεπικαλύψεων κατά την άσκηση των εξουσιών εποπτείας και έρευνας και την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένων χρηματικών κυρώσεων, και άλλων διοικητικών μέτρων σε διασυνοριακές υποθέσεις.

Άρθρο 44

Υποχρέωση συνεργασίας

1.   Στις περιπτώσεις στις οποίες τα κράτη μέλη έχουν επιλέξει, σύμφωνα με το άρθρο 42, να θεσπίσουν ποινικές κυρώσεις για τις παραβιάσεις των διατάξεων που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, εξασφαλίζουν ότι έχουν τεθεί σε εφαρμογή κατάλληλα μέτρα ώστε οι αρμόδιες αρχές να διαθέτουν όλες τις αναγκαίες εξουσίες για να συνεργάζονται με τις δικαστικές αρχές εντός της περιοχής δικαιοδοσίας τους όσον αφορά τη λήψη συγκεκριμένων πληροφοριών σε σχέση με έρευνες ή διώξεις ποινικής φύσης που έχουν κινηθεί για πιθανές παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές θέτουν τις πληροφορίες αυτές στη διάθεση των υπόλοιπων αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ, ώστε να εκπληρώσουν την υποχρέωση αμοιβαίας συνεργασίας και συνεργασίας με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

2.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν συνδρομή στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών. Ειδικότερα, ανταλλάσσουν πληροφορίες και συνεργάζονται σε δραστηριότητες έρευνας ή εποπτείας. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται επίσης να συνεργάζονται με αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών όσον αφορά τη διευκόλυνση της είσπραξης των χρηματικών κυρώσεων.

Άρθρο 45

Δημοσίευση αποφάσεων

1.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, η αρμόδια αρχή δημοσιεύει στον επίσημο δικτυακό της τόπο κάθε απόφαση επιβολής διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων που λαμβάνονται σε περιπτώσεις παραβάσεων του παρόντος κανονισμού αμέσως μετά την κοινοποίηση της εν λόγω απόφασης στο πρόσωπο στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση ή το μέτρο. Η δημοσίευση αυτή περιλαμβάνει τουλάχιστον πληροφορίες για το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση ή το μέτρο.

Το πρώτο εδάφιο δεν ισχύει για αποφάσεις επιβολής μέτρων διερευνητικού χαρακτήρα.

2.   Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή κρίνει ότι η δημοσίευση της ταυτότητας των νομικών προσώπων ή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα φυσικών προσώπων θα ήταν δυσανάλογη, κατόπιν κατά περίπτωση αξιολόγησης που διενεργείται σχετικά με την αναλογικότητα της δημοσίευσης των δεδομένων αυτών ή σε περίπτωση που η δημοσίευση θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή μια διεξαγόμενη έρευνα, η αρμόδια αρχή πράττει ένα από τα ακόλουθα:

α)

αναβάλλει τη δημοσίευση της απόφασης για την επιβολή κύρωσης ή μέτρου μέχρις ότου παύσουν να ισχύουν οι λόγοι για την εν λόγω αναβολή·

β)

δημοσιεύει την απόφαση σε ανώνυμη βάση σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εφόσον αυτή η δημοσίευση διασφαλίζει την αποτελεσματική προστασία των σχετικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

γ)

δεν δημοσιεύει καθόλου την απόφαση, αν η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι η δημοσίευση σύμφωνα με τα στοιχεία α) ή β) δεν επαρκεί για να εξασφαλιστεί:

i)

ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών· ή

ii)

η αναλογικότητα της δημοσίευσης των αποφάσεων αυτών σε σχέση με μέτρα που θεωρούνται ήσσονος σημασίας.

Σε περίπτωση που αρμόδια αρχή αποφασίσει να δημοσιεύσει μία απόφαση με ανώνυμο τρόπο κατά τα διαλαμβανόμενα στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, μπορεί να αναβάλει τη δημοσίευση των οικείων δεδομένων επί εύλογο χρονικό διάστημα όταν προβλέπεται ότι οι λόγοι της ανώνυμης δημοσίευσης θα παύσουν κατά την περίοδο αυτή.

3.   Εάν η απόφαση υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον των οικείων εθνικών δικαστικών, διοικητικών ή άλλων αρχών, η αρμόδια αρχή δημοσιεύει επίσης, αμέσως, στον επίσημο δικτυακό της τόπο τις πληροφορίες αυτές και κάθε μεταγενέστερη πληροφορία σχετική με τα αποτελέσματα της προσφυγής. Επιπλέον, δημοσιεύεται και κάθε απόφαση περί ακυρώσεως προηγούμενης απόφασης επιβολής κύρωσης ή μέτρου.

4.   Η αρμόδια αρχή μεριμνά ώστε κάθε απόφαση που δημοσιεύεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο να παραμένει προσβάσιμη στον επίσημο δικτυακό της τόπο για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών μετά τη δημοσίευσή της. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνει η δημοσίευση διατηρούνται στον επίσημο δικτυακό τόπο της αρμόδιας αρχής για το απαραίτητο χρονικό διάστημα σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

5.   Τα κράτη μέλη παρέχουν ετησίως στην ΕΑΚΑΑ συγκεντρωτικές πληροφορίες σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα που έχουν επιβάλει δυνάμει του άρθρου 42. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει για μέτρα σχετικά με έρευνες. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τις πληροφορίες αυτές σε ετήσια έκθεση.

Όταν τα κράτη μέλη επιλέγουν, σύμφωνα με το άρθρο 42, να καθορίσουν ποινικές κυρώσεις για παραβάσεις των διατάξεων που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, οι αρμόδιες αρχές τους παρέχουν στην ΕΑΚΑΑ σε ετήσια βάση ανώνυμα συγκεντρωτικά στοιχεία για όλες τις ποινικές έρευνες που έχουν αναλάβει και για τις ποινικές κυρώσεις που έχουν επιβάλει. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τα στοιχεία σχετικά με τις επιβαλλόμενες ποινικές κυρώσεις σε ετήσια έκθεση.

Άρθρο 46

Συλλογικά όργανα

1.   Μέσα σε 30 εργάσιμες ημέρες από τη συμπερίληψη δείκτη αναφοράς αναφερόμενου στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) στον κατάλογο των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας, με εξαίρεση τους δείκτες αναφοράς των οποίων οι συνεισφέροντες είναι μη εποπτευόμενες οντότητες, η αρμόδια αρχή συστήνει συλλογικό όργανο.

2.   Το συλλογικό όργανο αποτελείται από την αρμόδια αρχή του διαχειριστή, την ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των εποπτευόμενων συνεισφερόντων.

3.   Οι αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών έχουν δικαίωμα συμμετοχής στο συλλογικό όργανο σε περίπτωση που μια ενδεχόμενη διακοπή της παροχής του εν λόγω δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας αναμένεται να έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στην ακεραιότητα των αγορών, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, στους καταναλωτές, στην πραγματική οικονομία ή στη χρηματοδότηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων των συγκεκριμένων κρατών μελών.

Σε περίπτωση που μια αρμόδια αρχή προτίθεται να συμμετάσχει σε συλλογικό όργανο, υποβάλλει αίτημα στην αρμόδια αρχή του διαχειριστή, περιλαμβάνοντας στοιχεία που αποδεικνύουν ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου. Η οικεία αρμόδια αρχή του διαχειριστή εξετάζει το αίτημα και ενημερώνει την αιτούσα αρχή μέσα σε 20 εργάσιμες ημέρες από την παραλαβή του αιτήματος για το αν θεωρεί ότι οι εν λόγω απαιτήσεις πληρούνται ή όχι. Σε περίπτωση που θεωρεί ότι οι απαιτήσεις αυτές δεν πληρούνται, η αιτούσα αρχή μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παράγραφο 9.

4.   Η ΕΑΚΑΑ συμβάλλει στην προώθηση και στην παρακολούθηση της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των συλλογικών οργάνων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Για τον σκοπό αυτό, η ΕΑΚΑΑ συμμετέχει καταλλήλως και θεωρείται αρμόδια αρχή για τον σκοπό αυτό.

Όταν η ΕΑΚΑΑ ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 σε σχέση με δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας, εξασφαλίζει την κατάλληλη ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία με τα άλλα μέλη του συλλογικού οργάνου.

5.   Η αρμόδια αρχή του διαχειριστή προεδρεύει στις συνεδριάσεις του συλλογικού οργάνου, συντονίζει τις ενέργειες του συλλογικού οργάνου και εξασφαλίζει την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των μελών του συλλογικού οργάνου.

Σε περίπτωση που ο διαχειριστής παρέχει περισσότερους του ενός δείκτες αναφοράς, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή δύναται να συστήσει ένα και μόνο συλλογικό όργανο για όλους τους δείκτες αναφοράς που παρέχει ο συγκεκριμένος διαχειριστής.

6.   Η αρμόδια αρχή του διαχειριστή προβλέπει γραπτές ρυθμίσεις στο πλαίσιο του συλλογικού οργάνου για τα ακόλουθα ζητήματα:

α)

τις πληροφορίες που θα ανταλλάσσονται μεταξύ των αρμόδιων αρχών·

β)

τη διαδικασία λήψης αποφάσεων μεταξύ των αρμόδιων αρχών, καθώς και το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να λαμβάνεται κάθε απόφαση·

γ)

τις περιπτώσεις στις οποίες οι αρμόδιες αρχές πρέπει να διαβουλεύονται μεταξύ τους·

δ)

τη συνεργασία που προβλέπεται βάσει του άρθρου 23 παράγραφοι 7 και 8.

7.   Η αρμόδια αρχή του διαχειριστή λαμβάνει δεόντως υπόψη κάθε συμβουλή της ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις γραπτές ρυθμίσεις δυνάμει της παραγράφου 6 πριν συμφωνήσει στο τελικό τους κείμενο. Οι γραπτές ρυθμίσεις καταγράφονται σε ένα ενιαίο έγγραφο στο οποίο αναφέρονται πλήρως οι λόγοι οποιασδήποτε σημαντικής απόκλισης από τη γνωμοδότηση της ΕΑΚΑΑ. Η αρμόδια αρχή του διαχειριστή διαβιβάζει τις γραπτές ρυθμίσεις στα μέλη του συλλογικού οργάνου και στην ΕΑΚΑΑ.

8.   Πριν από τη λήψη οποιουδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφοι 6, 7 και 9 και στα άρθρα 34, 35 και 42, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή διαβουλεύεται με τα μέλη του συλλογικού οργάνου. Τα μέλη του συλλογικού οργάνου καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία μέσα στο χρονικό πλαίσιο το οποίο καθορίζεται στις γραπτές ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου.

Οποιαδήποτε απόφαση της αρμόδιας αρχής του διαχειριστή για τη λήψη τέτοιων μέτρων λαμβάνεται με συνεκτίμηση του αντίκτυπου στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη τους, και ιδίως του δυνητικού αντίκτυπου στη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών συστημάτων τους.

Όσον αφορά την απόφαση για αναστολή της άδειας ή της εγγραφής σε μητρώο, ενός διαχειριστή, σύμφωνα με το άρθρο 35, στις περιπτώσεις που η παύση του δείκτη αναφοράς θα οδηγούσε σε γεγονός ανωτέρας βίας, περιστολή ή παράβαση με άλλον τρόπο των όρων οποιασδήποτε χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή χρηματοπιστωτικού μέσου, ή των κανόνων που διέπουν οποιοδήποτε επενδυτικό κεφάλαιο, που αναφέρεται στον εν λόγω δείκτη αναφοράς στην Ένωση, κατά την έννοια που ορίζει η Επιτροπή σε κατ' εξουσιοδότηση πράξη της που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 51 παράγραφος 6, οι αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στο συλλογικό όργανο εξετάζουν αν θα πρέπει να λάβουν μέτρα για την άμβλυνση των επιπτώσεων που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, συμπεριλαμβανομένων:

α)

της τροποποίησης του κώδικα δεοντολογίας που αναφέρεται στο άρθρο 15, της μεθοδολογίας ή άλλων κανόνων του δείκτη αναφοράς·

β)

μιας μεταβατικής περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας εφαρμόζονται οι διαδικασίες δυνάμει του άρθρου 28 παράγραφος 2.

9.   Ελλείψει συμφωνίας μεταξύ των μελών του συλλογικού οργάνου, αρμόδιες αρχές δύνανται να αναφέρουν στην ΕΑΚΑΑ οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

η αρμόδια αρχή δεν έχει κοινοποιήσει απαραίτητα στοιχεία·

β)

κατόπιν αιτήματος υποβαλλόμενου δυνάμει της παραγράφου 3, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή έχει γνωστοποιήσει στην αιτούσα αρχή ότι οι απαιτήσεις της εν λόγω παραγράφου δεν πληρούνται ή ότι δεν έχει ενεργήσει σε συνέχεια του αιτήματος μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα·

γ)

οι αρμόδιες αρχές δεν κατέληξαν σε συμφωνία σχετικά με τα ζητήματα της παραγράφου 6·

δ)

υπάρχει διαφωνία όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σύμφωνα με τα άρθρα 34, 35 και 42·

ε)

υπάρχει διαφωνία όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 6·

στ)

υπάρχει διαφωνία όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου.

10.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 9 στοιχεία α), β), γ), δ) και στ), αν το ζήτημα δεν έχει διευθετηθεί μέσα σε διάστημα 30 ημερών από την παραπομπή στην ΕΑΚΑΑ, η αρμόδια αρχή του διαχειριστή λαμβάνει την τελική απόφαση και παρέχει εγγράφως λεπτομερή εξήγηση της απόφασής της στις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο και στην ΕΑΚΑΑ.

Η προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 34 παράγραφος 6 στοιχείο α) αναστέλλεται από την ημερομηνία παραπομπής στην ΕΑΚΑΑ έως ότου ληφθεί απόφαση σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

Αν η ΕΑΚΑΑ κρίνει ότι η αρμόδια αρχή του διαχειριστή έχει λάβει μέτρα αναφερόμενα στην παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου τα οποία ενδέχεται να αντιβαίνουν στο ενωσιακό δίκαιο, ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

11.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο ε) της παραγράφου 9 του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΚΑ δύναται να ενεργεί σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Η εξουσία της αρμόδιας αρχής του διαχειριστή δυνάμει του άρθρου 23 παράγραφος 6 μπορεί να ασκείται έως ότου η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύσει την απόφασή της.

Άρθρο 47

Συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ

1.   Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2.   Οι αρμόδιες αρχές προσκομίζουν αμελλητί στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων της, σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.   Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων για να προσδιορίσει τις διαδικασίες και τα είδη ανταλλαγής πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο το αργότερο μέχρι την 1η Απριλίου 2017.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 48

Επαγγελματικό απόρρητο

1.   Τυχόν εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνονται, ανταλλάσσονται ή διαβιβάζονται βάσει του παρόντος κανονισμού υπόκεινται στους όρους της παραγράφου 2 περί επαγγελματικού απορρήτου.

2.   Η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου ισχύει για όλα τα πρόσωπα που εργάζονται ή έχουν εργαστεί για την αρμόδια αρχή ή για μια οποιαδήποτε αρχή ή επιχείρηση της αγοράς ή για οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο η αρμόδια αρχή έχει αναθέσει τις εξουσίες της, συμπεριλαμβανομένων των ελεγκτών και εμπειρογνωμόνων που προσλαμβάνονται από την αρμόδια αρχή.

3.   Οι πληροφορίες υπό επαγγελματικό απόρρητο δεν μπορούν να αποκαλυφθούν σε κανένα άλλο πρόσωπο ή αρχή παρά μόνο δυνάμει διατάξεων που προβλέπονται από το ενωσιακό ή από το εθνικό δίκαιο.

4.   Όλες οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ αρμόδιων αρχών δυνάμει του παρόντος κανονισμού και αφορούν επιχειρηματικές ή επιχειρησιακές συνθήκες και άλλες οικονομικές ή προσωπικές υποθέσεις θεωρούνται εμπιστευτικές και υπόκεινται στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου, εκτός αν η αρμόδια αρχή δηλώσει κατά τη στιγμή της επικοινωνίας ότι η συγκεκριμένη πληροφορία δύναται να γνωστοποιηθεί ή εκτός εάν η γνωστοποίηση είναι αναγκαία στο πλαίσιο νομικών διαδικασιών.

ΤΙΤΛΟΣ VII

ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Άρθρο 49

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 παράγραφος 2, στο άρθρο 20 παράγραφος 6, στο άρθρο 24 παράγραφος 2, στο άρθρο 33 παράγραφος 7, στο άρθρο 51 παράγραφος 6 και στο άρθρο 54 παράγραφος 3 εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από τις 30 Ιουνίου 2016.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2, στο άρθρο 20 παράγραφος 6, στο άρθρο 24 παράγραφος 2, στο άρθρο 33 παράγραφος 7, στο άρθρο 51 παράγραφος 6 και στο άρθρο 54 παράγραφος 3 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που βρίσκονται ήδη σε ισχύ.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ' εξουσιοδότηση πράξης η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζονται από κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ' εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 2, του άρθρου 20 παράγραφος 6, του άρθρου 24 παράγραφος 2, του άρθρου 33 παράγραφος 7, του άρθρου 51 παράγραφος 6 και του άρθρου 54 παράγραφος 3 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 50

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 του ίδιου κανονισμού.

ΤΙΤΛΟΣ VIII

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 51

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Ο πάροχος δείκτη που παρέχει δείκτη αναφοράς στις 30 Ιουνίου 2016 υποβάλλει αίτηση για αδειοδότηση ή εγγραφή σε μητρώο σύμφωνα με το άρθρο 34 έως την 1η Ιανουαρίου 2020.

2.   Έως την 1η Ιανουαρίου 2020 η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται πάροχος δείκτη που υποβάλλει αίτηση αδειοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 34 έχει την εξουσία να αποφασίζει να εγγράψει τον εν λόγω πάροχο δείκτη στο μητρώο ως διαχειριστή, ακόμα κι αν δεν πρόκειται για εποπτευόμενη οντότητα, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο πάροχος δείκτη δεν παρέχει δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας·

β)

η αρμόδια αρχή είναι εύλογα ενήμερη για το γεγονός ότι ο δείκτης ή οι δείκτες που παρέχει ο συγκεκριμένος πάροχος δείκτη δεν χρησιμοποιούνται ευρέως, κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, ούτε στο κράτος μέλος όπου αυτός βρίσκεται ούτε σε άλλα κράτη μέλη.

Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ την απόφασή της σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

Η αρμόδια αρχή τηρεί στοιχεία που τεκμηριώνουν τους λόγους στους οποίους βασίστηκε η απόφασή της σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, σε μορφή που επιτρέπει την πλήρη κατανόηση των αξιολογήσεων της αρμόδιας αρχής ως προς το ότι ο δείκτης ή οι δείκτες που παρέχει ο πάροχος δείκτη δεν χρησιμοποιούνται ευρέως, συμπεριλαμβανομένων τυχόν δεδομένων για την αγορά, κρίσεων ή άλλων πληροφοριών, καθώς και πληροφοριών που έχει λάβει από τον πάροχο δείκτη.

3.   Πάροχος δείκτη δύναται να εξακολουθήσει να παρέχει υφιστάμενο δείκτη αναφοράς που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από εποπτευόμενες οντότητες έως την 1η Ιανουαρίου 2020 ή, εάν ο πάροχος δείκτη υπέβαλε αίτηση αδειοδότησης ή εγγραφής στο μητρώο σύμφωνα με την παράγραφο 1, εκτός εάν και έως ότου απορριφθεί η αίτηση αδειοδότησης ή εγγραφής στο μητρώο.

4.   Σε περίπτωση που ένας υφιστάμενος δείκτης αναφοράς δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, αλλά η παύση ή η αλλαγή του ώστε να συμμορφωθεί με τις εν λόγω απαιτήσεις θα οδηγούσε σε γεγονός ανωτέρας βίας, στην παρεμπόδιση της συμμόρφωσης ή σε παράβαση με άλλον τρόπο των όρων οποιασδήποτε χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή χρηματοπιστωτικού μέσου ή των κανόνων που διέπουν οποιοδήποτε επενδυτικό κεφάλαιο, που αναφέρονται στον εν λόγω δείκτη αναφοράς, η χρήση του δείκτη αναφοράς επιτρέπεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο πάροχος δείκτη. Κανένα χρηματοπιστωτικό μέσο, χρηματοπιστωτική σύμβαση ή μέτρηση της απόδοσης επενδυτικού κεφαλαίου δεν αναφέρεται σε τέτοιο υφιστάμενο δείκτη αναφοράς μετά την 1η Ιανουαρίου 2020.

5.   Εκτός από την περίπτωση όπου η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση ισοδυναμίας σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 2 ή 3, ή την περίπτωση όπου διαχειριστής έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 32 ή ένας δείκτης αναφοράς έχει προσυπογραφεί σύμφωνα με το άρθρο 33, η χρήση από εποπτευόμενες οντότητες στην Ένωση δείκτη αναφοράς που παρέχεται από διαχειριστή ευρισκόμενο σε τρίτη χώρα, εφόσον ο δείκτης αυτός χρησιμοποιείται ήδη στην Ένωση για την αναφορά σε χρηματοπιστωτικά μέσα, χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικού κεφαλαίου, επιτρέπεται μόνο για τέτοια χρηματοπιστωτικά μέσα, χρηματοπιστωτικές συμβάσεις και μετρήσεις της απόδοσης επενδυτικού κεφαλαίου στα οποία ο συγκεκριμένος δείκτης αναφοράς αναφερόταν ήδη στην Ένωση ή τα οποία προσέθεσαν αναφορά σε τέτοιον δείκτη αναφοράς πριν από την 1η Ιανουαρίου 2020.

6.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 49 όσον αφορά μέτρα για τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες η οικεία αρμόδια αρχή μπορεί να αξιολογεί κατά πόσο η παύση ή η τροποποίηση υφιστάμενου δείκτη αναφοράς ώστε να συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού θα μπορούσε εύλογα να οδηγήσει σε γεγονός ανωτέρας βίας, περιστολή ή παράβαση με άλλον τρόπο των όρων οποιασδήποτε χρηματοπιστωτικής σύμβασης ή χρηματοπιστωτικού μέσου ή των κανόνων που διέπουν οποιοδήποτε επενδυτικό κεφάλαιο που αναφέρεται στον εν λόγω δείκτη αναφοράς.

Άρθρο 52

Προθεσμία για την επικαιροποίηση των ενημερωτικών δελτίων και των εγγράφων βασικών πληροφοριών

Το άρθρο 29 παράγραφος 2 εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των υφιστάμενων ενημερωτικών δελτίων που είχαν εγκριθεί δυνάμει της οδηγίας 2003/71/ΕΚ πριν από την 1η Ιανουαρίου 2018. Για τα ενημερωτικά δελτία που είχαν εγκριθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2018 δυνάμει της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, τα σχετικά έγγραφα ενημερώνονται με την πρώτη ευκαιρία ή το αργότερο μέσα σε 12 μήνες από την ημερομηνία αυτή.

Άρθρο 53

Επανεξέταση από την ΕΑΚΑΑ

1.   Η ΕΑΚΑΑ επιδιώκει τη διαμόρφωση μιας κοινής ευρωπαϊκής αντίληψης εποπτείας και τη διασφάλιση συνέπειας όσον αφορά τις πρακτικές εποπτείας και τις προσεγγίσεις μεταξύ των αρμόδιων αρχών σε σχέση με την εφαρμογή των άρθρων 32 και 33. Για τον σκοπό αυτό, οι αναγνωρίσεις που χορηγούνται σύμφωνα με το άρθρο 32 και οι προσυπογραφές που εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 33 επανεξετάζονται από την ΕΑΚΑΑ ανά διετία.

Η ΕΑΚΑΑ εκδίδει γνώμη προς κάθε αρμόδια αρχή που έχει αναγνωρίσει διαχειριστή από τρίτη χώρα ή προσυπογράψει δείκτη αναφοράς τρίτης χώρας στην οποία αξιολογεί πώς η αρμόδια αυτή αρχή εφαρμόζει τις σχετικές απαιτήσεις των άρθρων 32 και 33 αντιστοίχως και τις απαιτήσεις που προβλέπονται σε τυχόν σχετικές κατ' εξουσιοδότηση πράξεις και ρυθμιστικά ή εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα με βάση τον παρόντα κανονισμό.

2.   Η ΕΑΚΑΑ διαθέτει εξουσία να απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές έγγραφη τεκμηρίωση για όλες τις αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, το άρθρο 24 παράγραφος 1 και το άρθρο 25 παράγραφος 2.

Άρθρο 54

Επανεξέταση

1.   Μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2020 η Επιτροπή διεξάγει επανεξέταση και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τον παρόντα κανονισμό, και ειδικότερα όσον αφορά τα εξής:

α)

τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του καθεστώτος των δεικτών αναφοράς κρίσιμης σημασίας, της υποχρεωτικής διαχείρισης και της υποχρεωτικής συνεισφοράς σύμφωνα με τα άρθρα 20, 21 και 23, καθώς και τον ορισμό του δείκτη αναφοράς κρίσιμης σημασίας σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 25·

β)

την αποτελεσματικότητα του καθεστώτος αδειοδότησης, εγγραφής στο μητρώο και εποπτείας των διαχειριστών δυνάμει του τίτλου VI και των συλλογικών οργάνων δυνάμει του άρθρου 46, καθώς και τη σκοπιμότητα της εποπτείας ορισμένων δεικτών αναφοράς από οργανισμό της Ένωσης·

γ)

τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του άρθρου 19 παράγραφος 2, ιδίως όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του.

2.   Η Επιτροπή παρακολουθεί την εξέλιξη των διεθνών αρχών που εφαρμόζονται στους δείκτες αναφοράς, καθώς επίσης των νομικών πλαισίων και των πρακτικών εποπτείας των τρίτων χωρών όσον αφορά την παροχή δεικτών αναφοράς, και υποβάλλει έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ανά πενταετία από την 1η Ιανουαρίου 2018. Η έκθεση αυτή αξιολογεί ειδικότερα αν υπάρχει ανάγκη για τροποποίηση του παρόντος κανονισμού και συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση, αν είναι σκόπιμο.

3.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 49 όσον αφορά την παράταση της 42μηνης περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 51 παράγραφος 2 κατά 24 μήνες, αν η έκθεση που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου τεκμηριώνει ότι το μεταβατικό καθεστώς εγγραφής στο μητρώο δυνάμει του άρθρου 51 παράγραφος 2 δεν αποβαίνει εις βάρος μιας κοινής ευρωπαϊκής αντίληψης εποπτείας και της συνέπειας των πρακτικών και προσεγγίσεων εποπτείας μεταξύ των αρμόδιων αρχών.

Άρθρο 55

Κοινοποίηση χρησιμοποιούμενων δεικτών αναφοράς και των διαχειριστών τους

Όταν ένας δείκτης αναφοράς αναφέρεται σε χρηματοπιστωτικό μέσο που καλύπτεται από το άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, οι κοινοποιήσεις δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού περιλαμβάνουν το όνομα του αναφερόμενου δείκτη αναφοράς και του διαχειριστή του.

Άρθρο 56

Τροποποιήσεις στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 τροποποιείται ως εξής:

1)

Το άρθρο 19 τροποποιείται ως εξής:

α)

παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«1α.   Η υποχρέωση κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν εφαρμόζεται σε συναλλαγές με χρηματοπιστωτικά μέσα συνδεδεμένα με μετοχές ή χρεωστικούς τίτλους του εκδότη που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο όταν κατά τον χρόνο της συναλλαγής πληρούται οποιαδήποτε από τις παρακάτω προϋποθέσεις:

α)

το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι μονάδα ή μετοχή σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων στην οποία το άνοιγμα στις μετοχές ή σε χρεωστικούς τίτλους του εκδότη δεν υπερβαίνει το 20 % των στοιχείων ενεργητικού που κατέχει ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων·

β)

το χρηματοπιστωτικό μέσο συνεπάγεται άνοιγμα σε χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού στο οποίο το άνοιγμα στις μετοχές ή σε χρεωστικούς τίτλους του εκδότη δεν υπερβαίνει το 20 % των στοιχείων ενεργητικού του χαρτοφυλακίου·

γ)

το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι μονάδα ή μετοχή σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων ή συνεπάγεται άνοιγμα σε χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού και το πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα ή το πρόσωπο που έχει στενούς δεσμούς με αυτό δεν γνωρίζει, ούτε θα μπορούσε να γνωρίζει, τη σύνθεση των επενδύσεων ή το άνοιγμα του εν λόγω οργανισμού συλλογικών επενδύσεων ή χαρτοφυλακίου στοιχείων ενεργητικού όσον αφορά τις μετοχές ή τους χρεωστικούς τίτλους του εκδότη ούτε συντρέχει λόγος να πιστεύει ότι οι μετοχές ή οι χρεωστικοί τίτλοι του εκδότη υπερβαίνουν τα κατώτατα όρια του στοιχείου α) ή β).

Αν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τη σύνθεση των επενδύσεων του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων ή το άνοιγμα στο χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού, το πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα ή το πρόσωπο που διατηρεί στενούς δεσμούς με αυτό καταβάλλει κάθε εύλογη προσπάθεια για να αποκτήσει αυτές τις πληροφορίες.»·

β)

στην παράγραφο 7, παρεμβάλλεται το ακόλουθο εδάφιο μετά το δεύτερο εδάφιο:

«Για τον σκοπό του στοιχείου β), συναλλαγές σε μετοχές ή χρεωστικούς τίτλους ενός εκδότη ή παράγωγα ή άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα συνδεόμενα με αυτά εκ μέρους διευθυντικών στελεχών οργανισμού συλλογικών επενδύσεων στον οποίο έχει επενδύσει το πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα ή πρόσωπο που διατηρεί στενούς δεσμούς με αυτό δεν χρειάζεται να κοινοποιούνται όταν το διευθυντικό στέλεχος του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων ενεργεί με πλήρη διακριτική ευχέρεια, γεγονός που αποκλείει το ενδεχόμενο το διευθυντικό στέλεχος να έχει λάβει εντολές ή υποδείξεις σχετικά με τη σύνθεση του χαρτοφυλακίου, άμεσα ή έμμεσα, από επενδυτές του συγκεκριμένου οργανισμού συλλογικών επενδύσεων.».

2)

Το άρθρο 35 τροποποιείται ως εξής:

α)

στις παραγράφους 2 και 3, η φράση «στο άρθρο 19 παράγραφοι 13 και 14» αντικαθίσταται από τη φράση «στο άρθρο 19 παράγραφοι 13 και 14 και στο άρθρο 38»·

β)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται ως εξής:

«5.   Η κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 5 ή 6, του άρθρου 12 παράγραφος 5, του άρθρου 17 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο, του άρθρου 17 παράγραφος 3, του άρθρου 19 παράγραφος 13 ή 14 ή του άρθρου 38 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.».

3)

Στο άρθρο 38, προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

«Έως τις 3 Ιουλίου 2019 η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με το ύψος των κατώτατων ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1α στοιχεία α) και β) σε σχέση με τις συναλλαγές διευθυντικών στελεχών στις οποίες οι μετοχές ή οι χρεωστικοί τίτλοι του εκδότη αποτελούν μέρος οργανισμού συλλογικών επενδύσεων ή συνεπάγονται άνοιγμα σε χαρτοφυλάκιο στοιχείων ενεργητικού, προκειμένου να αξιολογηθεί αν το ύψος αυτό είναι κατάλληλο ή αν πρέπει να αναπροσαρμοστεί.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 35 για την προσαρμογή των κατώτατων ορίων του άρθρου 19 παράγραφος 1α στοιχεία α) και β) εάν κρίνει στην εν λόγω έκθεση ότι αυτά θα πρέπει να αναπροσαρμοστούν.».

Άρθρο 57

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2008/48/ΕΚ

Η οδηγία 2008/48/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 5 παράγραφος 1, παρεμβάλλεται το ακόλουθο εδάφιο μετά το δεύτερο εδάφιο:

«Όταν η σύμβαση πίστωσης αναφέρεται σε δείκτη αναφοράς όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*), ο πιστωτής ή, όπου έχει εφαρμογή, ο πιστωτικός διαμεσολαβητής παρέχει το όνομα του δείκτη αναφοράς και του διαχειριστή του και τις δυνητικές επιπτώσεις στους καταναλωτές, σε χωριστό έγγραφο προοριζόμενο για τους καταναλωτές, το οποίο μπορεί να επισυνάπτεται στο έντυπο τυποποιημένων ευρωπαϊκών πληροφοριών καταναλωτικής πίστης.

(*)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 1).»."

2)

Στο άρθρο 27 παράγραφος 1, παρεμβάλλεται το ακόλουθο εδάφιο μετά το δεύτερο εδάφιο:

«Έως την 1η Ιουλίου 2018 τα κράτη μέλη εγκρίνουν, δημοσιεύουν και κοινοποιούν στην Επιτροπή τις διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς το άρθρο 5 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο. Εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις από την 1η Ιουλίου 2018.».

Άρθρο 58

Τροποποιήσεις στην οδηγία 2014/17/ΕΕ

Η οδηγία 2014/17/ΕΕ τροποποιείται ως εξής:

1)

Στο άρθρο 13 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:

«εα)

όταν συμβάσεις που αναφέρονται σε δείκτη αναφοράς όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (**) είναι διαθέσιμες, τα ονόματα των δεικτών αναφοράς και των διαχειριστών τους και τις δυνητικές επιπτώσεις στους καταναλωτές·

(**)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, σχετικά με τους δείκτες που χρησιμοποιούνται ως δείκτες αναφοράς σε χρηματοπιστωτικά μέσα και χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή για τη μέτρηση της απόδοσης επενδυτικών κεφαλαίων, και για την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (ΕΕ L 171 της 29.6.2016, σ. 1).»."

2)

Στο άρθρο 42 παράγραφος 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο μετά το πρώτο εδάφιο:

«Έως την 1η Ιουλίου 2018 τα κράτη μέλη εγκρίνουν, δημοσιεύουν και κοινοποιούν στην Επιτροπή τις διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς το άρθρο 13 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο εα) και τα κοινοποιούν στην Επιτροπή. Εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις από την 1η Ιουλίου 2018.».

3)

Στο άρθρο 43 παράγραφος 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Το άρθρο 13 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχείο εα) δεν εφαρμόζεται σε πιστωτικές συμφωνίες που υπήρχαν πριν από την 1η Ιουλίου 2018.».

Άρθρο 59

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2018.

Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου, το άρθρο 3 παράγραφος 2, το άρθρο 5 παράγραφος 5, το άρθρο 11 παράγραφος 5, το άρθρο 13 παράγραφος 3, το άρθρο 15 παράγραφος 6, το άρθρο 16 παράγραφος 5, το άρθρο 20 [εξαιρουμένης της παραγράφου 6 στοιχείο β)], τα άρθρα 21 και 23, το άρθρο 25 παράγραφοι 8 και 9, το άρθρο 26 παράγραφος 5, το άρθρο 27 παράγραφος 3, το άρθρο 30 παράγραφος 5, το άρθρο 32 παράγραφος 9, το άρθρο 33 παράγραφος 7, το άρθρο 34 παράγραφος 8, το άρθρο 46, το άρθρο 47 παράγραφος 3 και το άρθρο 51 παράγραφος 6 εφαρμόζονται από τις 30 Ιουνίου 2016.

Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου, το άρθρο 56 εφαρμόζεται από τις 3 Ιουλίου 2016.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 8 Ιουνίου 2016.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. SCHULZ

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

A.G. KOENDERS


(1)  ΕΕ C 113 της 15.4.2014, σ. 1.

(2)  ΕΕ C 177 της 11.6.2014, σ. 42.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 28ης Απριλίου 2016 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 2016.

(4)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(5)  Οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64).

(6)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, για την ακεραιότητα και τη διαφάνεια στη χονδρική αγορά ενέργειας (ΕΕ L 326 της 8.12.2011, σ. 1).

(8)  Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 133 της 22.5.2008, σ. 66).

(9)  Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/EE και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 60 της 28.2.2014, σ. 34).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 1).

(12)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(14)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(15)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(16)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(17)  Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

(18)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

(19)  Οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΕΕ L 235 της 23.9.2003, σ. 10).

(20)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(21)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2006, για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τη γνωστοποίηση συναλλαγών, τη διαφάνεια της αγοράς, την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής (ΕΕ L 241 της 2.9.2006, σ. 1).

(22)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).

(23)  Οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 55).

(24)  Οδηγία 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 94).

(25)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1031/2010 της Επιτροπής, της 12ης Νοεμβρίου 2010, για τον χρόνο διεξαγωγής, τη διαχείριση και τις λοιπές πτυχές των πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου κατ' εφαρμογήν της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας (ΕΕ L 302 της 18.11.2010, σ. 1).

(26)  Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

(27)  Οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 8ης Δεκεμβρίου 1986 για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 372 της 31.12.1986, σ. 1).

(28)  Οδηγία 91/674/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1991 για τους ετήσιους και τους ενοποιημένους λογαριασμούς των ασφαλιστικών επιχειρήσεων (ΕΕ L 374 της 31.12.1991, σ. 7).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ

Ακριβή και επαρκή δεδομένα

1.

Για τους σκοπούς του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ), η προτεραιότητα όσον αφορά τη χρήση δεδομένων εισόδου δίνεται εν γένει ως εξής:

α)

σε συναλλαγές συνεισφερόντων στην υποκείμενη αγορά για τη μέτρηση της οποίας προορίζεται ο δείκτης αναφοράς ή, αν δεν επαρκεί, στις συναλλαγές του σε συναφείς αγορές, όπως:

στη διατραπεζική αγορά καταθέσεων άνευ εγγυήσεων,

σε άλλες αγορές καταθέσεων άνευ εγγυήσεων, συμπεριλαμβανομένων των πιστοποιητικών καταθέσεων προθεσμίας και των εμπορικών χρεογράφων και

σε άλλες αγορές, όπως συμφωνίες ανταλλαγών σε επιτόκια δεικτών για καταθέσεις μιας νύχτας, συμφωνίες πώλησης και επαναγοράς, προθεσμιακές συμφωνίες συναλλάγματος, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επιτοκίου και δικαιώματα προαίρεσης, με την προϋπόθεση οι συναλλαγές αυτές να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις δεδομένων εισόδου που περιλαμβάνει ο κώδικας δεοντολογίας·

β)

στις παρατηρήσεις του συνεισφέροντος σχετικά με συναλλαγές τρίτων στις συναλλαγές που περιγράφονται στο στοιχείο α)·

γ)

σε δεσμευτικές προσφορές τιμής·

δ)

σε ενδεικτικές προσφορές τιμής ή κρίσεις εμπειρογνωμόνων.

2.

Για τους σκοπούς του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο α) και του άρθρου 11 παράγραφος 4, τα δεδομένα εισόδου μπορούν να προσαρμόζονται.

Ειδικότερα, τα δεδομένα εισόδου μπορούν να προσαρμοστούν με βάση τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

εγγύτητα των συναλλαγών σε σχέση με τον χρόνο παροχής των δεδομένων εισόδου και επιπτώσεις τυχόν γεγονότων της αγοράς μεταξύ του χρόνου πραγματοποίησης των συναλλαγών και του χρόνου παροχής των δεδομένων εισόδου·

β)

παρεμβολή ή παρεκβολή δεδομένων συναλλαγών·

γ)

προσαρμογές που αντικατοπτρίζουν τις αλλαγές στην πιστοληπτική ικανότητα των συνεισφερόντων και άλλων παραγόντων της αγοράς.

Λειτουργία εποπτείας

3.

Ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις εναλλακτικά προς τις απαιτήσεις του άρθρου 5 παράγραφοι 4 και 5:

α)

ο διαχειριστής ενός δείκτη αναφοράς επιτοκίου διαθέτει ανεξάρτητη επιτροπή εποπτείας. Δημοσιεύονται λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τα μέλη της εν λόγω επιτροπής, καθώς και τυχόν δηλώσεις σχετικά με συγκρούσεις συμφερόντων και οι διαδικασίες εκλογής ή διορισμού των μελών της·

β)

η επιτροπή εποπτείας συνεδριάζει τουλάχιστον μία φορά κάθε τέσσερις μήνες και τηρεί πρακτικά κάθε συνεδρίασης·

γ)

η επιτροπή εποπτείας ενεργεί με ακεραιότητα και είναι επιφορτισμένη με όλα τα καθήκοντα που προβλέπονται από το άρθρο 5 παράγραφος 3.

Έλεγχος

4.

Ο διαχειριστής ενός δείκτη αναφοράς επιτοκίου ορίζει ανεξάρτητο εξωτερικό ελεγκτή για την επανεξέταση και την υποβολή έκθεσης σχετικά με τη συμμόρφωση του διαχειριστή προς τη μεθοδολογία του δείκτη αναφοράς και τον παρόντα κανονισμό. Ο εξωτερικός έλεγχος του διαχειριστή διενεργείται για πρώτη φορά έξι μήνες μετά την κατάρτιση του κώδικα δεοντολογίας και οι επόμενοι κάθε δύο έτη.

Η επιτροπή εποπτείας δύναται να ζητήσει τη διενέργεια εξωτερικού ελέγχου ενός συνεισφέροντος σε δείκτη αναφοράς επιτοκίου εάν δεν μείνει ικανοποιημένη από οποιαδήποτε άποψη της συμπεριφοράς του.

Συστήματα και έλεγχοι των συνεισφερόντων

5.

Επιπλέον των απαιτήσεων που ορίζονται στο άρθρο 16, για τους συνεισφέροντες σε δείκτες αναφοράς επιτοκίου ισχύουν επίσης οι ακόλουθες απαιτήσεις. Δεν εφαρμόζεται το άρθρο 16 παράγραφος 5.

6.

Κάθε υποβάλλων του συνεισφέροντος και οι άμεσοι διευθυντές του υποβάλλοντος βεβαιώνουν εγγράφως ότι έχουν διαβάσει τον κώδικα δεοντολογίας και ότι θα συμμορφωθούν με αυτόν.

7.

Τα συστήματα και οι έλεγχοι των συνεισφερόντων περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

συνοπτική περιγραφή των αρμοδιοτήτων εντός κάθε επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών διαύλων αναφοράς και της λογοδοσίας, της θέσης των υποβαλλόντων και των διευθυντικών στελεχών και των ονομάτων των σχετικών προσώπων και των αναπληρωτών τους·

β)

εσωτερικές διαδικασίες εξακρίβωσης των συνεισφορών δεδομένων εισόδου·

γ)

πειθαρχικές διαδικασίες σχετικά με απόπειρες παραποίησης ή παράλειψη αναφοράς παραποίησης ή απόπειρας παραποίησης από μέρη που δεν συμμετέχουν στη διαδικασία της συνεισφοράς·

δ)

αποτελεσματικές διαδικασίες διαχείρισης συγκρούσεων συμφερόντων και αποτελεσματικοί έλεγχοι των επικοινωνιών, τόσο σε ό,τι αφορά τους συνεισφέροντες όσο και μεταξύ συνεισφερόντων και τρίτων μερών, με στόχο την αποφυγή τυχόν ανάρμοστης εξωτερικής επιρροής στους υπεύθυνους υποβολής των τιμών. Οι υποβάλλοντες στοιχεία και οι παράγοντες διαπραγμάτευσης παραγώγων επιτοκίων εργάζονται σε διαχωρισμένους χώρους·

ε)

αποτελεσματικές διαδικασίες για την αποφυγή ή τον έλεγχο της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των προσώπων που συμμετέχουν σε δραστηριότητες που συνεπάγονται κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων όταν η ανταλλαγή αυτών των πληροφοριών ενδέχεται να επηρεάσει τα δεδομένα που έχουν παρασχεθεί για τον δείκτη αναφοράς·

στ)

κανόνες για την αποφυγή αθέμιτης σύμπραξης μεταξύ μόνον των συνεισφερόντων ή μεταξύ των συνεισφερόντων και των διαχειριστών των δεικτών αναφοράς·

ζ)

μέτρα για την πρόληψη ή τον περιορισμό της άσκησης ανάρμοστης επιρροής από οποιονδήποτε σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην παροχή των δεδομένων εισόδου πραγματοποιούν τις δραστηριότητες αυτές·

η)

εξάλειψη κάθε άμεσης σύνδεσης μεταξύ της αμοιβής υπαλλήλων που εμπλέκονται στην παροχή δεδομένων εισόδου και της αμοιβής προσώπων που ασκούν άλλη δραστηριότητα ή των εσόδων που δημιουργούν αυτά τα πρόσωπα, όταν ενδέχεται να προκύψει σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με τις δραστηριότητες αυτές·

θ)

ελέγχους για τον εντοπισμό τυχόν αντιστρεπτέων συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν μετά την παροχή των δεδομένων εισόδου.

8.

Ο συνεισφέρων σε δείκτη αναφοράς επιτοκίου οφείλει να τηρεί λεπτομερή αρχεία σχετικά με:

α)

όλες τις σχετικές πτυχές των συνεισφορών του με δεδομένα εισόδου·

β)

τη διαδικασία που διέπει τον προσδιορισμό και την εξακρίβωση των δεδομένων εισόδου·

γ)

τα ονόματα των προσώπων που υποβάλλουν στοιχεία και τις αρμοδιότητές τους·

δ)

κάθε επικοινωνία μεταξύ των υποβαλλόντων και άλλων προσώπων, συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών και εξωτερικών διαπραγματευτών και χρηματιστών, σε σχέση με τον καθορισμό ή τη συνεισφορά των δεδομένων εισόδου·

ε)

οποιαδήποτε αλληλεπίδραση των προσώπων που υποβάλλουν στοιχεία με τον διαχειριστή ή οποιονδήποτε άλλο υπεύθυνο για τον υπολογισμό·

στ)

τυχόν υποβληθέντα ερωτήματα σχετικά με τα δεδομένα εισόδου και την έκβασή τους·

ζ)

εκθέσεις για την ευαισθησία των χαρτοφυλακίων πράξεων ανταλλαγής επιτοκίων και άλλων χαρτοφυλακίων συναλλαγών παράγωγων προϊόντων με σημαντική έκθεση στους καθορισμούς διατραπεζικών επιτοκίων σε σχέση με τα δεδομένα εισόδου.

9.

Τα αρχεία φυλάσσονται σε μέσο που επιτρέπει την πρόσβαση στις αποθηκευμένες πληροφορίες για μελλοντική εξέταση με τεκμηριωμένη διαδρομή ελέγχου.

10.

Ο αρμόδιος για τη συμμόρφωση φορέας του συνεισφέροντος σε δείκτη αναφοράς επιτοκίου υποβάλλει σε τακτική βάση στη διοίκηση έκθεση με τα πορίσματά του, συμπεριλαμβανομένων των αντιστρεπτέων συναλλαγών.

11.

Τα δεδομένα εισόδου και οι διαδικασίες αποτελούν αντικείμενο τακτικών εσωτερικών επανεξετάσεων.

12.

Διενεργείται εξωτερικός έλεγχος των δεδομένων εισόδου ενός συνεισφέροντος σε δείκτη αναφοράς επιτοκίου, της συμμόρφωσής του με τον κώδικα δεοντολογίας και τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού για πρώτη φορά έξι μήνες μετά την κατάρτιση του κώδικα δεοντολογίας και οι επόμενοι κάθε δύο έτη.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΒΑΣΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

Μεθοδολογία

1.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος επισημοποιεί, τεκμηριώνει και δημοσιοποιεί κάθε μεθοδολογία που χρησιμοποιεί για τον υπολογισμό ενός δείκτη αναφοράς. Η μεθοδολογία αυτή περιλαμβάνει και περιγράφει τουλάχιστον τα εξής:

α)

όλα τα κριτήρια και τις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση του δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο ο διαχειριστής χρησιμοποιεί τα δεδομένα εισόδου, μεταξύ άλλων όσον αφορά τον συγκεκριμένο όγκο τους, τις πραγματοποιηθείσες και τις αναφερθείσες συναλλαγές, τις προσφορές και τυχόν άλλα στοιχεία για την αγορά στην αξιολόγησή του ή τις περιόδους ή τις προθεσμίες αξιολόγησης, τον λόγο για το οποίο ο διαχειριστής συλλέγει τα συγκεκριμένα δεδομένα εισόδου, τις κατευθυντήριες γραμμές για τον έλεγχο της άσκησης της κρίσης από τους αξιολογητές και τυχόν άλλες πληροφορίες, όπως υποθέσεις, μοντέλα ή παρεκβολές από τα συλλεχθέντα δεδομένα που συνεκτιμώνται κατά την αξιολόγηση·

β)

τις διαδικασίες και τις πρακτικές που έχουν σχεδιαστεί για τη διασφάλιση της συνέπειας μεταξύ των αξιολογητών κατά την άσκηση της κρίσης τους·

γ)

τη σχετική σημασία που πρέπει να δοθεί σε κάθε κριτήριο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του δείκτη αναφοράς, ειδικότερα το είδος των δεδομένων εισόδου που χρησιμοποιούνται και τον τύπο του κριτηρίου που χρησιμοποιείται για την καθοδήγηση της κρίσης ώστε να διασφαλιστούν η ποιότητα και η ακεραιότητα του υπολογισμού του δείκτη αναφοράς·

δ)

τα κριτήρια για τον προσδιορισμό της ελάχιστης ποσότητας δεδομένων συναλλαγών που απαιτείται για τον υπολογισμό ενός συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς. Εάν δεν προβλέπεται τέτοιο όριο, παρατίθενται οι λόγοι για τους οποίους δεν έχει καθοριστεί ελάχιστο όριο, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού των διαδικασιών που πρέπει να χρησιμοποιούνται όπου δεν υπάρχουν δεδομένα συναλλαγών·

ε)

τα κριτήρια σχετικά με τις περιόδους αξιολόγησης, στην περίπτωση που τα υποβληθέντα δεδομένα δεν υπερβαίνουν το συνιστώμενο κατώτατο όριο δεδομένων συναλλαγών της μεθοδολογίας ή δεν πληρούν τα υποχρεωτικά πρότυπα ποιότητας του διαχειριστή, συμπεριλαμβανομένων τυχόν εναλλακτικών μεθόδων αξιολόγησης, όπως τα θεωρητικά μοντέλα εκτίμησης. Τα εν λόγω κριτήρια εξηγούν τις διαδικασίες που πρέπει να χρησιμοποιούνται όταν δεν υπάρχουν δεδομένα συναλλαγών·

στ)

τα κριτήρια για τον έγκαιρο χαρακτήρα των συνεισφορών δεδομένων εισόδου και τα μέσα των συνεισφορών αυτών, ηλεκτρονικά, τηλεφωνικά ή με άλλον τρόπο·

ζ)

τα κριτήρια και τις διαδικασίες για τις περιόδους αξιολόγησης, στην περίπτωση που ένας ή περισσότεροι συνεισφέροντες υποβάλλουν δεδομένα εισόδου τα οποία αποτελούν σημαντικό ποσοστό του συνόλου των δεδομένων εισόδου για τον συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς. Ο διαχειριστής καθορίζει επίσης στα εν λόγω κριτήρια και διαδικασίες τον ορισμό του σημαντικού ποσοστού για τον υπολογισμό κάθε δείκτη αναφοράς·

η)

κριτήρια σύμφωνα με τα οποία δεδομένα συναλλαγών μπορούν να αποκλειστούν από τον υπολογισμό ενός δείκτη αναφοράς.

2.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος δημοσιεύει ή διαθέτει τα κύρια στοιχεία της μεθοδολογίας που αυτός χρησιμοποιεί για κάθε δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος που παρέχει και δημοσιεύει ή, κατά περίπτωση, για κάθε οικογένεια δεικτών αναφοράς που παρέχονται και δημοσιεύονται.

3.

Παράλληλα με τη μεθοδολογία που αναφέρεται στο σημείο 2, ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος περιγράφει επίσης και δημοσιεύει όλα τα ακόλουθα:

α)

το σκεπτικό για την υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης μεθοδολογίας, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών προσαρμογής της τιμής και αναφορά των λόγων για τους οποίους η χρονική περίοδος ή η προθεσμία μέσα στην οποία τα δεδομένα εισόδου γίνονται αποδεκτά αποτελεί αξιόπιστο δείκτη των αξιών της πραγματικής αγοράς·

β)

τη διαδικασία εσωτερικής επανεξέτασης και έγκρισης μιας δεδομένης μεθοδολογίας, αλλά και τη συχνότητα της επανεξέτασης·

γ)

τη διαδικασία εξωτερικής επανεξέτασης μιας δεδομένης μεθοδολογίας, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών για την επίτευξη της αποδοχής της αγοράς για τη μεθοδολογία μέσω διαβούλευσης με τους χρήστες σχετικά με τις σημαντικές αλλαγές στις διαδικασίες υπολογισμού του δείκτη αναφοράς.

Αλλαγές σε μεθοδολογία

4.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος υιοθετεί και κοινοποιεί στους χρήστες ειδικές διαδικασίες και το σκεπτικό τυχόν προτεινόμενων ουσιωδών αλλαγών στη μεθοδολογία του. Οι διαδικασίες αυτές συνάδουν με τον γενικό στόχο σύμφωνα με τον οποίο ο διαχειριστής οφείλει να διασφαλίσει τη συνεχή ακεραιότητα των υπολογισμών του δείκτη αναφοράς και να εφαρμόσει τις αλλαγές για την ομαλή λειτουργία της αγοράς την οποία αφορούν οι συγκεκριμένες αλλαγές. Οι διαδικασίες αυτές:

α)

παρέχουν έγκαιρη ενημέρωση εντός σαφούς χρονοδιαγράμματος που παρέχει στους χρήστες επαρκή δυνατότητα ανάλυσης και σχολιασμού του αντίκτυπου των προτεινόμενων αλλαγών, λαμβάνοντας υπόψη τον υπολογισμό του συνόλου των περιστάσεων από τον διαχειριστή·

β)

προβλέπουν την παροχή πρόσβασης σε όλους τους χρήστες της αγοράς στις παρατηρήσεις των χρηστών και τις απαντήσεις που παρέχει ο διαχειριστής μετά από κάθε δεδομένη περίοδο διαβούλευσης, εκτός εάν το πρόσωπο που υποβάλλει τις παρατηρήσεις ζητήσει την τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα.

5.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος εξετάζει τακτικά τις μεθοδολογίες προκειμένου να διασφαλίσει ότι αντικατοπτρίζουν με αξιόπιστο τρόπο την αξιολογούμενη πραγματική αγορά και περιλαμβάνει διαδικασίες συνεκτίμησης των απόψεων των οικείων χρηστών.

Ποιότητα και ακεραιότητα των υπολογισμών δεικτών αναφοράς

6.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος οφείλει:

α)

να προσδιορίζει τα κριτήρια για τον καθορισμό του βασικού προϊόντος που αφορά μια συγκεκριμένη μεθοδολογία·

β)

να δώσει προτεραιότητα στα δεδομένα εισόδου με την εξής σειρά, στην περίπτωση που συνάδουν με τις μεθοδολογίες του:

i)

πραγματοποιηθείσες και αναφερθείσες συναλλαγές,

ii)

προσφορές και τιμές αγοράς,

iii)

άλλα στοιχεία.

Σε περίπτωση που δεν δοθεί προτεραιότητα στις πραγματοποιηθείσες και αναφερθείσες συναλλαγές, αναφέρεται η αιτιολογία, όπως απαιτείται στο σημείο 7 στοιχείο β).

γ)

να εφαρμόζει επαρκή μέτρα σχεδιασμένα για τη χρήση των δεδομένων εισόδου που υποβλήθηκαν και ελήφθησαν καλόπιστα υπόψη για τον υπολογισμό του δείκτη αναφοράς, γεγονός που σημαίνει ότι τα μέρη που υποβάλλουν τα δεδομένα εισόδου έχουν εκτελέσει ή είναι διατεθειμένα να εκτελέσουν συναλλαγές από τις οποίες προκύπτουν τέτοια δεδομένα εισόδου, και οι πραγματοποιηθείσες συναλλαγές εκτελέστηκαν σύμφωνα με τις συνθήκες της αγοράς, ενώ θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις συναλλαγές μεταξύ θυγατρικών·

δ)

να καθιερώσει και να χρησιμοποιεί διαδικασίες για τον εντοπισμό μη κανονικών ή ύποπτων δεδομένων συναλλαγών και να τηρεί αρχεία των αποφάσεων αποκλεισμού δεδομένων συναλλαγών από τη διαδικασία που εφαρμόζει ο διαχειριστής για τον υπολογισμό του δείκτη αναφοράς·

ε)

να ενθαρρύνει τους συνεισφέροντες να υποβάλλουν το σύνολο των δεδομένων εισόδου τους τα οποία πληρούν τα κριτήρια του διαχειριστή για τον εν λόγω υπολογισμό. Οι διαχειριστές επιδιώκουν, εφόσον διαθέτουν την ικανότητα και σε εύλογα πλαίσια, να διασφαλίσουν ότι τα υποβληθέντα δεδομένα εισόδου είναι αντιπροσωπευτικά των πραγματικών εκτελεσθεισών συναλλαγών των συνεισφερόντων· και

στ)

εφαρμόζουν σύστημα κατάλληλων μέτρων για να διασφαλίσουν ότι οι συνεισφέροντες συμμορφώνονται με τα εφαρμοστέα πρότυπα ποιότητας και ακεραιότητας του διαχειριστή σε ό,τι αφορά τα δεδομένα εισόδου.

7.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος περιγράφει και δημοσιεύει για κάθε υπολογισμό, σε εύλογο βαθμό και με την επιφύλαξη της δέουσας δημοσίευσης του δείκτη αναφοράς:

α)

συνοπτική επεξήγηση, επαρκή για τη διευκόλυνση της κατανόησης του συνδρομητή ενός δείκτη αναφοράς ή της αρμόδιας αρχής, του τρόπου με τον οποίο αναπτύχθηκε ο υπολογισμός, συμπεριλαμβανομένου τουλάχιστον του μεγέθους και της ρευστότητας της αξιολογούμενης πραγματικής αγοράς (όπως ο υποβληθείς αριθμός και όγκος των συναλλαγών), του εύρους και του μέσου όρου της τιμής και των ενδεικτικών ποσοστών κάθε τύπου δεδομένων εισόδου που έχουν συνεκτιμηθεί κατά τον υπολογισμό· συμπεριλαμβάνονται όροι σχετικά με τη μεθοδολογία τιμολόγησης, όπως «με βάση τις συναλλαγές», «με βάση τη διαφορά μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης» ή «κατόπιν παρεμβολής ή παρεκβολής»· και

β)

συνοπτική εξήγηση του βαθμού στον οποίο και της βάσης επί της οποίας χρησιμοποιήθηκε σε οποιονδήποτε υπολογισμό η απόφαση, συμπεριλαμβανομένων των αποκλεισμών δεδομένων που κατά τα λοιπά συμμορφώνονταν προς τις απαιτήσεις της σχετικής μεθοδολογίας για τον εν λόγω υπολογισμό, βασίζοντας τις τιμές σε διαφορές μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης ή παρεμβολές, παρεκβολές, σταθμισμένες προσφορές ή προσφορές ανώτερες των ενδεχόμενων πραγματοποιηθεισών συναλλαγών.

Ακεραιότητα της διαδικασίας υποβολής εκθέσεων

8.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος οφείλει:

α)

να καθορίσει τα κριτήρια που προσδιορίζουν τα πρόσωπα τα οποία μπορούν να υποβάλλουν δεδομένα εισόδου στον διαχειριστή·

β)

να εφαρμόζει διαδικασίες ελέγχου ποιότητας για την εκτίμηση ταυτότητας συνεισφέροντος και κάθε υποβάλλοντος του συνεισφέροντος που υποβάλλει δεδομένα εισόδου και τη χορήγηση άδειας στον υποβάλλοντα αυτόν για την υποβολή δεδομένων εισόδου εκ μέρους συνεισφέροντος·

γ)

να προσδιορίζει τα κριτήρια που ισχύουν για τους απασχολούμενους του συνεισφέροντος στους οποίους επιτρέπεται να υποβάλλουν δεδομένα εισόδου σε διαχειριστή εκ μέρους του συνεισφέροντος· να ενθαρρύνει τους συνεισφέροντες να υποβάλλουν δεδομένα συναλλαγών από λειτουργίες διεκπεραίωσης ανειλημμένων συναλλαγών και να αναζητούν δεδομένα επαλήθευσης από άλλες πηγές, στην περίπτωση που τα δεδομένα συναλλαγών λαμβάνονται απευθείας από διαπραγματευτή· και

δ)

να εφαρμόζει εσωτερικούς ελέγχους και έγγραφες διαδικασίες για τον εντοπισμό επαφών μεταξύ συνεισφερόντων και αξιολογητών που επιχειρούν να επηρεάσουν τον υπολογισμό προς όφελος οποιασδήποτε θέσης διαπραγμάτευσης (του συνεισφέροντος, των υπαλλήλων του ή άλλου τρίτου μέρους) ή επιχειρούν να προκαλέσουν την παράβαση, από αξιολογητή, των κανόνων του διαχειριστή ή των κατευθυντήριων γραμμών του ή να εντοπίζει τους συνεισφέροντες που εμπλέκονται σε υποβολή μη κανονικών ή ύποπτων δεδομένων συναλλαγών. Οι διαδικασίες αυτές περιλαμβάνουν, κατά το μέτρο του δυνατού, την πρόβλεψη κλιμάκωσης της έρευνας από τον διαχειριστή εντός της εταιρείας του συνεισφέροντος. Οι έλεγχοι περιλαμβάνουν τη διασταύρωση των δεικτών της αγοράς για την επικύρωση των υποβληθέντων στοιχείων.

Αξιολογητές

9.

Όσον αφορά τον ρόλο του αξιολογητή, ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος πρέπει:

α)

να θεσπίζει και να εφαρμόζει ειδικούς εσωτερικούς κανόνες και κατευθυντήριες γραμμές για την επιλογή των αξιολογητών, που περιλαμβάνουν το ελάχιστο επίπεδο κατάρτισης, πείρας και δεξιοτήτων τους, καθώς επίσης τη διαδικασία για την περιοδική επανεξέταση της ικανότητάς τους·

β)

να εφαρμόζει ρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν ότι οι υπολογισμοί μπορούν να πραγματοποιούνται σε σταθερή και τακτική βάση·

γ)

να μεριμνά για τη συνέχεια και τον προγραμματισμό της διαδοχής σε σχέση με τους αξιολογητές του, ώστε να διασφαλίσει ότι οι υπολογισμοί πραγματοποιούνται με συνέπεια και από υπαλλήλους που διαθέτουν το κατάλληλο επίπεδο πραγματογνωσίας· και

δ)

να καθιερώσει διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου για τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της αξιοπιστίας των υπολογισμών. Κατ' ελάχιστον, οι εσωτερικοί αυτοί έλεγχοι και οι διαδικασίες απαιτούν τη συνεχή εποπτεία των αξιολογητών για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της μεθοδολογίας και διαδικασίες για εσωτερική επαλήθευση από επόπτη πριν από την έγκριση της δημοσίευσης τιμών για χρήση στην αγορά.

Διαδρομές ελέγχου

10.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος εφαρμόζει κανόνες και διαδικασίες για την ταυτόχρονη τεκμηρίωση των σχετικών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων:

α)

όλων των δεδομένων εισόδου·

β)

των κρίσεων των αξιολογητών σχετικά με την πραγματοποίηση του υπολογισμού κάθε δείκτη αναφοράς·

γ)

του αν αποκλείστηκε από τον υπολογισμό μια συγκεκριμένη συναλλαγή που κατά τα λοιπά πληροί τις απαιτήσεις της σχετικής μεθοδολογίας για τον εν λόγω υπολογισμό και της αιτιολόγησης του αποκλεισμού της·

δ)

της ταυτότητας κάθε αξιολογητή ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου που υπέβαλε ή διέθεσε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τις πληροφορίες που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ).

11.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος εφαρμόζει κανόνες και διαδικασίες για να διασφαλίσει ότι η διαδρομή ελέγχου των σχετικών πληροφοριών διατηρείται τουλάχιστον για πέντε έτη, με στόχο την τεκμηρίωση της ανάπτυξης των υπολογισμών.

Συγκρούσεις συμφερόντων

12.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος θεσπίζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για τον εντοπισμό, την κοινοποίηση, τη διαχείριση ή τον περιορισμό και την αποφυγή τυχόν συγκρούσεων συμφερόντων, καθώς και την προστασία της ακεραιότητας και ανεξαρτησίας των υπολογισμών. Οι εν λόγω πολιτικές και διαδικασίες επανεξετάζονται και επικαιροποιούνται συστηματικά και:

α)

διασφαλίζουν ότι οι υπολογισμοί του δείκτη αναφοράς δεν επηρεάζονται από την ύπαρξη ή το ενδεχόμενο εμφάνισης εμπορικής ή προσωπικής επιχειρηματικής σχέσης ή συμφέροντος μεταξύ του διαχειριστή ή των συνδεδεμένων οντοτήτων, του προσωπικού του, των πελατών, τυχόν συμμετεχόντων στην αγορά ή προσώπων που συνδέονται με αυτούς·

β)

διασφαλίζουν ότι τα προσωπικά συμφέροντα και οι επιχειρηματικές σχέσεις του προσωπικού του διαχειριστή δεν επιτρέπεται να διακυβεύουν τις λειτουργίες του διαχειριστή, συμπεριλαμβανομένων των μετακινήσεων, της εξωτερικής απασχόλησης, της αποδοχής δραστηριοτήτων ψυχαγωγίας, δώρων και φιλοξενίας από πελάτες του διαχειριστή ή άλλους παράγοντες της αγοράς βασικών προϊόντων·

γ)

διασφαλίζουν, σε ό,τι αφορά τις εντοπισθείσες συγκρούσεις, τον κατάλληλο διαχωρισμό των καθηκόντων στον διαχειριστή μέσω της εποπτείας, της αντιστάθμισης, της πρόσβασης στα συστήματα και της ροής πληροφοριών·

δ)

διαφυλάσσουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών που υποβλήθηκαν στον διαχειριστή ή παρήχθησαν από αυτόν, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων περί κοινοποίησης, του διαχειριστή·

ε)

απαγορεύουν στα διευθυντικά στελέχη, στους αξιολογητές και άλλους υπαλλήλους του διαχειριστή τη συνεισφορά στοιχείων σε υπολογισμό του δείκτη αναφοράς μέσω της συμμετοχής σε προσφορές και συναλλαγές είτε σε προσωπική βάση είτε για λογαριασμό παραγόντων της αγοράς· και

στ)

αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά εντοπισθείσες συγκρούσεις συμφερόντων που ενδεχομένως υφίστανται μεταξύ της παροχής του δείκτη αναφοράς από τον διαχειριστή (συμπεριλαμβανομένων όλων των υπαλλήλων που επιτελούν ή συμμετέχουν με άλλον τρόπο στις αρμοδιότητες υπολογισμού του δείκτη αναφοράς) και τυχόν άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του διαχειριστή.

13.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος διασφαλίζει ότι οι άλλες επιχειρηματικές του δραστηριότητες επιτελούνται βάσει κατάλληλων διαδικασιών και μηχανισμών που έχουν σχεδιαστεί για την ελαχιστοποίηση της πιθανότητας επίδρασης των συγκρούσεων συμφερόντων στην ακεραιότητα των υπολογισμών του δείκτη αναφοράς.

14.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος διασφαλίζει ότι διαθέτει ξεχωριστούς διαύλους αναφοράς μεταξύ των διευθυντικών στελεχών του, των αξιολογητών και άλλων υπαλλήλων και από τους διευθυντές μέχρι το ανώτερο επίπεδο διοίκησης του διαχειριστή και το συμβούλιό του, ώστε να διασφαλίσει:

α)

ότι ο διαχειριστής εφαρμόζει με ικανοποιητικό τρόπο τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού· και

β)

ότι οι αρμοδιότητες είναι σαφώς καθορισμένες και δεν προκαλούν συγκρούσεις ή αντιλήψεις συγκρούσεων.

15.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος ενημερώνει τους χρήστες του μόλις λάβει γνώση σύγκρουσης συμφερόντων που προκύπτει από την ιδιοκτησία του διαχειριστή.

Καταγγελίες

16.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος πρέπει να εφαρμόζει και να δημοσιοποιεί πολιτική διαχείρισης εγγράφων καταγγελιών για την παραλαβή, τη διερεύνηση και την τήρηση αρχείων αναφορικά με τις καταγγελίες που υποβλήθηκαν σχετικά με τη διαδικασία υπολογισμού του διαχειριστή. Οι εν λόγω μηχανισμοί υποβολής καταγγελιών πρέπει να διασφαλίζουν ότι:

α)

οι συνδρομητές του δείκτη αναφοράς δύνανται να υποβάλλουν καταγγελίες σχετικά με το κατά πόσο ο υπολογισμός ενός συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς είναι αντιπροσωπευτικός της αξίας της αγοράς, προτεινόμενες αλλαγές στον υπολογισμό του δείκτη αναφοράς, τις εφαρμογές της μεθοδολογίας σε σχέση με τον υπολογισμό ενός συγκεκριμένου δείκτη αναφοράς και άλλες συντακτικές αποφάσεις σχετικά με τις διαδικασίες υπολογισμού του δείκτη αναφοράς·

β)

εφαρμόζεται στοχευόμενο χρονοδιάγραμμα για τη διαχείριση των καταγγελιών·

γ)

οι επίσημες καταγγελίες που υποβάλλονται εναντίον του διαχειριστή και του προσωπικού του ερευνώνται από τον διαχειριστή έγκαιρα και με αμεροληψία·

δ)

η έρευνα διεξάγεται ανεξάρτητα από οποιονδήποτε υπάλληλο ενδέχεται να ενέχεται στο αντικείμενο της καταγγελίας·

ε)

ο διαχειριστής επιδιώκει την ταχεία ολοκλήρωση της έρευνάς του·

στ)

ο διαχειριστής ενημερώνει τον καταγγέλλοντα και κάθε άλλο ενδιαφερόμενο μέρος σχετικά με το πόρισμα της έρευνας εγγράφως και μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα·

ζ)

υφίσταται δυνατότητα προσφυγής σε ανεξάρτητο τρίτο μέρος που ορίζεται από τον διαχειριστή, εάν ο καταγγέλλων δεν ικανοποιηθεί από τον τρόπο χειρισμού από τον οικείο διαχειριστή ή την απόφαση του διαχειριστή για την υπόθεση, το αργότερο έξι μήνες από την υποβολή της αρχικής καταγγελίας· και

η)

όλα τα έγγραφα που αφορούν την καταγγελία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που υποβάλλει ο καταγγέλλων, καθώς και το αρχείο του ίδιου του διαχειριστή τηρούνται για τουλάχιστον πέντε έτη.

17.

Διαφορές σε ό,τι αφορά τον ημερήσιο προσδιορισμό των τιμών, που δεν αποτελούν επίσημες καταγγελίες, επιλύονται από τον διαχειριστή δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος σύμφωνα με τις σχετικές καθιερωμένες διαδικασίες του. Αν μια καταγγελία οδηγήσει σε μεταβολή της τιμής, τα στοιχεία για την εν λόγω μεταβολή της τιμής γνωστοποιούνται στην αγορά το συντομότερο δυνατόν.

Εξωτερικοί έλεγχοι

18.

Ο διαχειριστής δείκτη αναφοράς βασικού προϊόντος ορίζει ανεξάρτητο εξωτερικό ελεγκτή που διαθέτει την απαιτούμενη πείρα και ικανότητα για την επανεξέταση και την υποβολή εκθέσεων όσον αφορά την τήρηση των κριτηρίων που καθορίζονται στη μεθοδολογία του και τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Οι έλεγχοι διεξάγονται σε ετήσια βάση και τα αποτελέσματά τους δημοσιεύονται τρεις μήνες μετά την ολοκλήρωση κάθε ελέγχου, ενώ διεξάγονται κατά περίπτωση και περαιτέρω ενδιάμεσοι έλεγχοι.


Top