EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32015R0063

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/63 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2014 , για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εκ των προτέρων συνεισφορές σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης

OJ L 11, 17.1.2015, p. 44–64 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 21/03/2024

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_del/2015/63/oj

17.1.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 11/44


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2015/63 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 21ης Οκτωβρίου 2014

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εκ των προτέρων συνεισφορές σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1), και ιδίως το άρθρο 103 παράγραφοι 7 και 8,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Βάσει της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, απαιτείται από τα κράτη μέλη να καθιερώσουν χρηματοδοτικές ρυθμίσεις με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των εργαλείων και άσκησης των εξουσιών εξυγίανσης από την αρχή εξυγίανσης. Οι εν λόγω χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης θα πρέπει να διαθέτουν επαρκείς χρηματοδοτικούς πόρους, που να καθιστούν δυνατή την αποτελεσματική λειτουργία του πλαισίου εξυγίανσης και, ως εκ τούτου, είναι εξουσιοδοτημένες να συγκεντρώνουν συνεισφορές εκ των προτέρων από τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ένωση («ιδρύματα»).

(2)

Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να συγκεντρώνουν συνεισφορές εκ των προτέρων σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης όχι μόνον από ιδρύματα, αλλά, σύμφωνα με το άρθρο 103 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας, και από υποκαταστήματα στην Ένωση. Τα υποκαταστήματα στην Ένωση καλύπτονται επίσης από τις εξουσίες της Επιτροπής να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 103 παράγραφοι 7 και 8 αυτής της οδηγίας. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος, δυνάμει του άρθρου 47 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), ότι οι απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και η εποπτική μεταχείριση των υποκαταστημάτων στην Ένωση εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, πολλές από τις μετρήσεις προσαρμογής κινδύνου, που καθορίζονται στον παρόντα κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό, δεν είναι σκόπιμο να εφαρμόζονται απευθείας για τα υποκαταστήματα στην Ένωση. Ως εκ τούτου, αν και τα υποκαταστήματα στην Ένωση δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, είναι δυνατόν να υπαχθούν σε ειδικό καθεστώς που θα διαμορφωθεί από την Επιτροπή σε μελλοντική κατ' εξουσιοδότηση πράξη.

(3)

Σύμφωνα με τα άρθρα 6, 15, 16, 95 και 96 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), ορισμένες επιχειρήσεις επενδύσεων, που έχουν λάβει άδεια για να παρέχουν μόνον περιορισμένες υπηρεσίες και δραστηριότητες, δεν υπόκεινται σε ορισμένες απαιτήσεις κεφαλαίου και ρευστότητας ή μπορούν να απαλλάσσονται από αυτές. Κατά συνέπεια, πολλές από τις μετρήσεις προσαρμογής κινδύνου, που θα πρέπει να καθοριστούν, δεν θα ισχύουν για αυτές. Μολονότι τα κράτη μέλη υπόκεινται στην υποχρέωση να συγκεντρώνουν συνεισφορές εκ των προτέρων από τις εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων, σύμφωνα με το άρθρο 103 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΚ, είναι σκόπιμο να αφεθεί στα κράτη μέλη η αρμοδιότητα να καθορίζουν την προσαρμογή κινδύνου, ώστε να μην επιβαρύνουν δυσανάλογα τις επιχειρήσεις αυτές. Επομένως, οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων δεν θα πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(4)

Σύμφωνα με το άρθρο 102 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι, εντός μιας περιόδου που αρχίζει από την έναρξη ισχύος της οδηγίας έως την 31η Δεκεμβρίου 2024, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα των χρηματοδοτικών τους ρυθμίσεων ανέρχονται τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους. Κατά την εν λόγω χρονική περίοδο, οι συνεισφορές στις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις θα πρέπει να κατανέμονται όσο το δυνατόν πιο ισομερώς χρονικά μέχρις ότου επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος, λαμβανομένης υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου, καθώς και του ενδεχόμενου αντικτύπου των φιλοκυκλικών συνεισφορών στη χρηματοοικονομική θέση των συνεισφερόντων ιδρυμάτων.

(5)

Βάσει του άρθρου 103 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, απαιτείται να καταβάλλονται οι συνεισφορές τουλάχιστον άπαξ ετησίως, προκειμένου να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος που καθορίζεται στο άρθρο 102 της εν λόγω οδηγίας. Σύμφωνα με το άρθρο 103 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η ετήσια συνεισφορά θα πρέπει να αντικατοπτρίζει το μέγεθος του ιδρύματος, καθώς η συνεισφορά θα πρέπει να βασίζεται σε ένα σταθερό ποσό, το οποίο προσδιορίζεται βάσει των υποχρεώσεων του ιδρύματος («βασική ετήσια συνεισφορά»)· δεύτερον, αντικατοπτρίζει το επίπεδο κινδύνου των σχετικών δραστηριοτήτων ενός ιδρύματος καθώς η βασική ετήσια συνεισφορά θα πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με το προφίλ κινδύνου του ιδρύματος («συμπληρωματική προσαρμογή κινδύνου»). Το μέγεθος ενός ιδρύματος αποτελεί μια πρώτη ένδειξη του κινδύνου που ενέχει ένα ίδρυμα. Όσο μεγαλύτερο είναι ένα ίδρυμα, τόσο πιθανότερο είναι, σε περίπτωση κινδύνου, να θεωρήσει η αρχή εξυγίανσης ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον να εξυγιάνει το εν λόγω ίδρυμα και να κάνει χρήση της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης, για να εξασφαλιστεί αποτελεσματική εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης.

(6)

Προκειμένου να αποσαφηνιστεί πώς θα πρέπει οι αρχές εξυγίανσης να προσαρμόζουν τις συνεισφορές ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων, είναι αναγκαίο να εξειδικευτούν οι πυλώνες και οι δείκτες κινδύνου, οι οποίοι θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων, ο μηχανισμός για την εφαρμογή της προσαρμογής κινδύνου στη βασική ετήσια συνεισφορά, καθώς και η βασική ετήσια συνεισφορά, ως αφετηρία για την προσαρμογή κινδύνου. Τα στοιχεία αυτά, τα οποία θα συμπληρώνουν τα κριτήρια κινδύνου που προβλέπονται στο άρθρο 103 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, θα πρέπει να καθοριστούν κατά τρόπο ώστε να διατηρούνται ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών μελών και μια ισχυρή εσωτερική αγορά, με την αποφυγή ανακολουθιών μεταξύ των προσεγγίσεων των κρατών μελών ως προς τον υπολογισμό των συνεισφορών στις αντίστοιχες χρηματοδοτικές τους ρυθμίσεις εξυγίανσης. Με τον τρόπο αυτόν, οι συνεισφορές που καταβάλλονται από τα ιδρύματα στις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης θα μπορούν να είναι συγκρίσιμες και προβλέψιμες ανάλογα με τους τύπους τραπεζών, πράγμα το οποίο αποτελεί σημαντικό στοιχείο των ισότιμων όρων ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά.

(7)

Το άρθρο 5 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) προβλέπει ότι το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης («το Συμβούλιο Εξυγίανσης»), το οποίο συστάθηκε βάσει του άρθρου 42 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού, θεωρείται, για τους σκοπούς εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού και της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ως η οικεία εθνική αρχή εξυγίανσης, όταν εκτελεί καθήκοντα και ασκεί εξουσίες, που, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, πρέπει να εκτελούνται ή να ασκούνται από την εθνική αρχή εξυγίανσης. Λαμβανομένου υπόψη ότι, δυνάμει του άρθρου 70 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014, το Συμβούλιο Εξυγίανσης εξουσιοδοτείται να υπολογίζει τις συνεισφορές των ιδρυμάτων στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης, που θα αντικαταστήσει τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις των συμμετεχόντων κρατών μελών στον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης από την 1η Ιανουαρίου 2016, με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού βάσει του άρθρου 103 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η έννοια της αρχής εξυγίανσης στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να περιλαμβάνει και το Συμβούλιο Εξυγίανσης.

(8)

Ο υπολογισμός των συνεισφορών σε ατομικό επίπεδο θα οδηγούσε, στην περίπτωση ομίλων, στη διπλή προσμέτρηση ορισμένων υποχρεώσεων, κατά τον προσδιορισμό της βασικής ετήσιας συνεισφοράς των διαφόρων οντοτήτων του ομίλου, δεδομένου ότι οι υποχρεώσεις που συνδέονται με τις συμφωνίες τις οποίες συνάπτουν μεταξύ τους οι οντότητες του ιδίου ομίλου θα ήταν μέρος των συνολικών υποχρεώσεων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό της βασικής ετήσιας συνεισφοράς κάθε οντότητας του ομίλου. Επομένως, ο προσδιορισμός της βασικής ετήσιας συνεισφοράς θα πρέπει να εξειδικευθεί περαιτέρω στην περίπτωση ομίλων, ώστε να αντανακλά την αλληλοδιασύνδεση των οντοτήτων του ομίλου και να αποφευχθεί η διπλή προσμέτρηση των ενδοομιλικών ανοιγμάτων. Προκειμένου να διασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των οντοτήτων που ανήκουν σε όμιλο και των ιδρυμάτων που είναι μέλη του ιδίου θεσμικού συστήματος προστασίας (ΘΣΠ) ή συνδέονται κατά τρόπο μόνιμο με τον ίδιο κεντρικό οργανισμό, θα πρέπει να ισχύει η ίδια μεταχείριση και για τα εν λόγω ιδρύματα.

(9)

Για τον σκοπό του υπολογισμού της βασικής ετήσιας συνεισφοράς μιας οντότητας του ομίλου, στο σύνολο των υποχρεώσεων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από οποιαδήποτε σύμβαση την οποία έχει συνάψει η εν λόγω οντότητα του ομίλου με οποιαδήποτε άλλη οντότητα που αποτελεί μέρος του ιδίου ομίλου. Ωστόσο, η εξαίρεση αυτή θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον εφόσον κάθε οντότητα του ομίλου είναι εγκατεστημένη στην Ένωση, περιλαμβάνεται στην ίδια ενοποίηση με τη μέθοδο της ολικής ενοποίησης, υπόκειται σε κατάλληλες κεντρικές διαδικασίες αξιολόγησης, μέτρησης και ελέγχου των κινδύνων, και εφόσον δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες, πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση εξόφληση των σχετικών υποχρεώσεων, όταν καθίστανται απαιτητές. Με τον τρόπο αυτόν, αναμένεται να αποφευχθεί η περίπτωση να εξαιρούνται υποχρεώσεις από τη βάση υπολογισμού των συνεισφορών, εάν δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι θα καλύπτονται τα ενδοομιλικά δανειοδοτικά ανοίγματα, σε περίπτωση που επιδεινωθεί η χρηματοοικονομική ευρωστία του ομίλου. Επιπλέον, για να αποφευχθεί η περίπτωση να παρέχει πλεονέκτημα η εξαίρεση των ενδοομιλικών υποχρεώσεων σε οντότητες του ομίλου που επωφελούνται από την εξαίρεση αυτή, η εν λόγω απαλλαγή δεν θα πρέπει να επιτρέπει στα σχετικά ιδρύματα να επωφελούνται από το απλουστευμένο σύστημα συνεισφορών που παραχωρείται στα μικρά ιδρύματα, όταν, μετά την εξαίρεση των ενδοομιλικών υποχρεώσεων, ένα ίδρυμα θα μπορούσε να υπαχθεί στο απλουστευμένο σύστημα. Προκειμένου να διασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των οντοτήτων που ανήκουν σε όμιλο και των ιδρυμάτων που είναι μέλη του ιδίου θεσμικού συστήματος προστασίας (ΘΣΠ) ή συνδέονται κατά τρόπο μόνιμο με τον ίδιο κεντρικό οργανισμό, θα πρέπει να ισχύει η ίδια μεταχείριση και για τα εν λόγω ιδρύματα.

(10)

Κατά παρέκκλιση από τον κανόνα ότι ο υπολογισμός των συνεισφορών θα πρέπει να πραγματοποιείται σε ατομικό επίπεδο, στην περίπτωση κεντρικού οργανισμού με πιστωτικά ιδρύματα τα οποία συνδέονται με αυτόν και εξαιρούνται πλήρως ή μερικώς από τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας στο εθνικό δίκαιο, σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, οι κανόνες για τις εκ των προτέρων συνεισφορές θα πρέπει να ισχύουν μόνον για τον κεντρικό οργανισμό και τα συνδεδεμένα πιστωτικά ιδρύματα συνολικά σε ενοποιημένη βάση, διότι η φερεγγυότητα και η ρευστότητα του κεντρικού οργανισμού και όλων των ιδρυμάτων που συνδέονται με αυτόν παρακολουθούνται στο σύνολό τους βάσει ενοποιημένων λογαριασμών των εν λόγω ιδρυμάτων.

(11)

Ο προσδιορισμός της βασικής ετήσιας συνεισφοράς θα πρέπει επίσης να εξειδικευθεί περαιτέρω στην περίπτωση των υποδομών των χρηματοπιστωτικών αγορών («FMI»). Ορισμένες FMI, όπως οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι («CCP») ή τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων («ΚΑΤ») έχουν επίσης λάβει άδεια λειτουργίας και ως πιστωτικά ιδρύματα. Συγκεκριμένα, ορισμένα ΚΑΤ παρέχουν υπηρεσίες τραπεζικού τύπου, οι οποίες είναι επικουρικές της δραστηριότητάς τους ως υποδομών της αγοράς. Αντιθέτως προς τα πιστωτικά ιδρύματα, τα ΚΑΤ δεν κατέχουν καλυπτόμενες καταθέσεις, αλλά ως επί το πλείστον ενδοημερήσια ή ημερήσια υπόλοιπα, τα οποία προκύπτουν από τον διακανονισμό των συναλλαγών τίτλων που παρέχουν σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή κεντρικές τράπεζες. Γενικώς, από αυτά δεν προκύπτουν ταμειακά υπόλοιπα που θα μπορούσαν να εξομοιωθούν με χρηματοδότηση που αντλείται για την άσκηση τραπεζικών δραστηριοτήτων. Δεδομένου ότι οι υπηρεσίες τραπεζικού τύπου που παρέχονται από τις FMI είναι επικουρικές ως προς τις κύριες δραστηριότητές τους της εκκαθάρισης ή του διακανονισμού, για τις οποίες οι εν λόγω οντότητες υπόκεινται σε αυστηρές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, βάσει των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (5) και (ΕΕ) αριθ. 909/2014 (6), καθώς και των σχετικών διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, και δεδομένου ότι το επιχειρηματικό μοντέλο των FMI δεν συνεπάγεται κινδύνους συγκρίσιμους με εκείνους ενός πιστωτικού ιδρύματος, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον οι υποχρεώσεις που συνδέονται με τις δραστηριότητες τραπεζικού τύπου των εν λόγω οντοτήτων, κατά τον προσδιορισμό του ποσού των συνολικών υποχρεώσεών τους για τον σκοπό του υπολογισμού της βασικής ετήσιας συνεισφοράς τους.

(12)

Η λογιστική των παραγώγων δεν είναι εναρμονισμένη στην Ένωση όσον αφορά τους ατομικούς λογαριασμούς και, επομένως, το γεγονός αυτό θα μπορούσε να έχει συνέπειες στο ποσό των υποχρεώσεων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των συνεισφορών από κάθε τράπεζα. Η μέθοδος για τον δείκτη μόχλευσης, που αναφέρεται στο άρθρο 429 παράγραφοι 6 και 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ισχύει για όλες τις τράπεζες και διασφαλίζει ότι η ίδια σύμβαση παραγώγων, και ιδίως ο συμψηφισμός μεταξύ συμβάσεων παραγώγων, θα λαμβάνεται υπόψη με τον ίδιο τρόπο, ανεξάρτητα από το λογιστικό πλαίσιο στο οποίο υπόκειται η εν λόγω τράπεζα. Συνεπώς, για να εξασφαλιστεί εναρμονισμένη μεταχείριση των παραγώγων, κατά τον προσδιορισμό της βασικής ετήσιας συνεισφοράς, που να επιτρέπει τη συγκρισιμότητα της αποτίμησής τους μεταξύ ιδρυμάτων και ισότιμους όρους ανταγωνισμού σε ολόκληρη την Ένωση, τα παράγωγα θα πρέπει να αποτιμώνται σύμφωνα με το άρθρο 429 παράγραφοι 6 και 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Παρά ταύτα, για να εξασφαλιστεί η προβλεψιμότητα της αποτίμησης των παραγώγων βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι η εν λόγω αποτίμηση δεν μπορεί να οδηγεί σε αξία η οποία να είναι μικρότερη από το 75 % της αξίας των συγκεκριμένων παραγώγων σύμφωνα με το σχετικό λογιστικό πλαίσιο.

(13)

Ορισμένα πιστωτικά ιδρύματα είναι αναπτυξιακές τράπεζες, σκοπός των οποίων είναι η προώθηση των στόχων δημόσιας πολιτικής της κεντρικής ή περιφερειακής κυβέρνησης ενός κράτους μέλους, ή τοπικής αρχής, κυρίως μέσω της παροχής προνομιακών δανείων σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση. Τα δάνεια τα οποία χορηγούνται από τα εν λόγω ιδρύματα είναι, άμεσα ή έμμεσα, εν μέρει εγγυημένα από την κεντρική ή περιφερειακή κυβέρνηση ή την τοπική αρχή. Τα προνομιακά δάνεια χορηγούνται σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση, για την προώθηση στόχων δημόσιας πολιτικής της Ένωσης ή της κεντρικής ή περιφερειακής κυβέρνησης ενός κράτους μέλους. Τα προνομιακά δάνεια μερικές φορές επεκτείνονται μέσω άλλου ιδρύματος, που ενεργεί ως διαμεσολαβητής (δάνεια άμεσης επανεκχώρησης). Στις περιπτώσεις αυτές, το πιστωτικό ίδρυμα που ενεργεί ως διαμεσολαβητής λαμβάνει προνομιακά δάνεια από μια πολυμερή τράπεζα ανάπτυξης ή μια οντότητα του δημόσιου τομέα και τα προωθεί σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία θα τα παρέχουν στους τελικούς πελάτες. Δεδομένου ότι τα πιστωτικά ιδρύματα που ενεργούν ως διαμεσολαβητές επανεκχωρούν άμεσα τη ρευστότητα αυτών των δανείων από την αρχική αναπτυξιακή τράπεζα προς ένα δανειοδοτικό ίδρυμα ή άλλο ίδρυμα διαμεσολάβησης, οι εν λόγω υποχρεώσεις δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται στις συνολικές υποχρεώσεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον σκοπό του υπολογισμού της βασικής ετήσιας συνεισφοράς.

(14)

Βάσει του άρθρου 103 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, απαιτείται από όλα τα ιδρύματα να συνεισφέρουν στις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης. Ωστόσο, χρειάζεται να επιτευχθεί αναλογική και σωστή ισορροπία μεταξύ, αφενός, της υποχρέωσης κάθε ιδρύματος να συνεισφέρει σε χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης και, αφετέρου, του μεγέθους, του προφίλ κινδύνου, της έκτασης και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του, της διασύνδεσής του με τα άλλα ιδρύματα ή με το χρηματοπιστωτικό σύστημα εν γένει, των επιπτώσεων της χρεωκοπίας του στις χρηματοοικονομικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα, στους όρους χρηματοδότησης ή στην ευρύτερη οικονομία, και, επομένως, της πιθανότητας να τεθεί το ίδρυμα υπό καθεστώς εξυγίανσης και να κάνει χρήση της χρηματοδοτικής ρύθμισης. Τα εν λόγω στοιχεία λαμβάνονται υπόψη από τις αρχές εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, όταν αποφασίζουν κατά πόσον ορισμένα ιδρύματα θα πρέπει να επωφελούνται από απλουστευμένες υποχρεώσεις όσον αφορά τις απαιτήσεις να καταρτίζουν σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης. Εξάλλου, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο διοικητικός φόρτος που προκύπτει για ορισμένα ιδρύματα και αρχές εξυγίανσης από τον υπολογισμό των ετήσιων συνεισφορών, κατά την εκτίμηση της ορθής ισορροπίας μεταξύ της συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις που καθορίζονται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ και των ιδιαιτεροτήτων των διαφόρων ιδρυμάτων που υπόκεινται στην εν λόγω οδηγία.

(15)

Τα μικρά ιδρύματα δεν εμφανίζουν εν γένει υψηλό προφίλ κινδύνου, παρουσιάζουν συχνά μικρότερο συστημικό κίνδυνο, σε σύγκριση με τα μεγάλα ιδρύματα, και, σε πολλές περιπτώσεις, οι επιπτώσεις της χρεωκοπίας τους στην ευρύτερη οικονομία είναι χαμηλότερες από εκείνες των μεγάλων ιδρυμάτων. Ταυτοχρόνως, δεν μπορούν να αποκλειστούν οι ενδεχόμενες επιπτώσεις από τη χρεωκοπία μικρών ιδρυμάτων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, εφόσον ακόμη και τα μικρά ιδρύματα μπορούν να δημιουργήσουν συστημικό κίνδυνο, λόγω του ρόλου τους στο ευρύτερο τραπεζικό σύστημα, των σωρευτικών αποτελεσμάτων των δικτύων τους ή των φαινομένων μετάδοσης των προβλημάτων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν, με την απώλεια της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα.

(16)

Λαμβανομένου υπόψη ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, τα μικρά ιδρύματα δεν δημιουργούν συστημικό κίνδυνο και είναι λιγότερο πιθανό να τεθούν υπό εξυγίανση, πράγμα το οποίο, συνεπώς, μειώνει την πιθανότητα να επωφεληθούν από τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης, σε σύγκριση με τα μεγάλα ιδρύματα, θα πρέπει να απλουστευθεί η μέθοδος για τον υπολογισμό των ετήσιων συνεισφορών τους στις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης. Οι ετήσιες συνεισφορές των μικρών ιδρυμάτων θα πρέπει να συνίσταται σε ένα κατ' αποκοπή ποσό, με βάση μόνον τη βασική ετήσια συνεισφορά τους, ανάλογη προς το μέγεθός τους. Η εν λόγω μέθοδος αναμένεται να προβλέπει ένα αναλογικό σύστημα ετήσιων συνεισφορών, εφόσον, κατά τον προσδιορισμό της ετήσιας συνεισφοράς του κάθε ιδρύματος, η αρχή εξυγίανσης πρέπει να τηρεί ένα ετήσιο επίπεδο-στόχο της χρηματοδοτικής ρύθμισης. Επομένως, ένα κατ' αποκοπή ποσό αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι, σε πολλές περιπτώσεις, τα μικρά ιδρύματα παρουσιάζουν μικρότερο κίνδυνο, και παρέχει τη δυνατότητα για ευρύτερη προσαρμογή της συνεισφοράς από τα μεγαλύτερα ιδρύματα, τα οποία είναι γενικώς πιο συστημικά, ανάλογα με το προφίλ κινδύνου τους.

(17)

Προκειμένου να προσδιορίζεται ποια ιδρύματα θεωρούνται μικρά, θα πρέπει να χρησιμοποιείται διπλό κατώτατο όριο, όπου το πρώτο όριο, με βάση τις συνολικές υποχρεώσεις (εξαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων) μείον τις καλυπτόμενες καταθέσεις, θα πρέπει να είναι το πολύ 300 εκατ. ευρώ και το δεύτερο όριο, βάσει των συνολικών περιουσιακών στοιχείων, δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 1 δισεκατ. ευρώ. Με το δεύτερο όριο αναμένεται να αποτρέπεται η περίπτωση να επωφελούνται από το απλουστευμένο σύστημα τα μεγαλύτερα ιδρύματα που πληρούν το πρώτο όριο όσον αφορά το ποσό των υποχρεώσεων.

(18)

Θα πρέπει να γίνει διάκριση εντός της κατηγορίας των μικρών ιδρυμάτων, δεδομένου ότι ορισμένα είναι πολύ μικρά, ενώ άλλα βρίσκονται κοντά στα ανώτατα όρια βάσει των οποίων τους επιτρέπεται να επωφελούνται από το απλουστευμένο σύστημα. Σύμφωνα με το κατ' αποκοπήν σύστημα, οι ετήσιες συνεισφορές από πολύ μικρά ιδρύματα θα ήταν δυσανάλογα υψηλότερες από εκείνες των μικρών ιδρυμάτων που βρίσκονται κοντά στα μέγιστα κατώτατα όρια. Ταυτοχρόνως, θα πρέπει να αποφεύγεται η περίπτωση να οδηγεί το απλουστευμένο σύστημα σε δυσανάλογη διαφορά, ως προς τις ετήσιες συνεισφορές, μεταξύ των μεγαλύτερων από τα μικρά ιδρύματα και των ιδρυμάτων τα οποία δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για να υπαχθούν στο απλουστευμένο σύστημα, καθώς βρίσκονται μόλις πάνω από τα κατώτατα όρια. Για να αποφευχθούν τέτοια ανεπιθύμητα αποτελέσματα είναι, επομένως, σκόπιμο να προβλεφθεί ένα σύστημα με διάφορες κατηγορίες μικρών ιδρυμάτων, των οποίων οι ετήσιες συνεισφορές θα πρέπει να συνίστανται σε διαφορετικά κατ' αποκοπήν ποσά. Με τον τρόπο αυτόν, αναμένεται να δοθεί η δυνατότητα για προοδευτική κλίμακα συνεισφορών στο πλαίσιο του απλουστευμένου συστήματος, και μεταξύ του υψηλότερου κατ' αποκοπήν ποσού και της χαμηλότερης συνεισφοράς σύμφωνα με τη μέθοδο όπου η βασική ετήσια συνεισφορά προσαρμόζεται ανάλογα με το προφίλ κινδύνου του ιδρύματος.

(19)

Στην περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης κρίνει ότι ένα μικρό ίδρυμα έχει ιδιαίτερα υψηλό προφίλ κινδύνου, η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αποφασίζει ότι το συγκεκριμένο ίδρυμα δεν θα πρέπει πλέον να επωφελείται από το απλουστευμένο σύστημα, αλλά η συνεισφορά του θα πρέπει, αντιθέτως, να υπολογίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο όπου η βασική ετήσια συνεισφορά προσαρμόζεται ανάλογα με άλλους παράγοντες κινδύνου, εκτός από το μέγεθος του ιδρύματος.

(20)

Τα ιδρύματα που αναφέρονται στο άρθρο 45 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ δεν θα ανακεφαλαιοποιούνται μέσω της χρήσης των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης, σύμφωνα με τα άρθρα 44 και 101 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, διότι θα εξυγιαίνονται μέσω εθνικών διαδικασιών αφερεγγυότητας ή μέσω διαδικασιών άλλου τύπου, που εφαρμόζονται σύμφωνα με τα άρθρα 38, 40 ή 42 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, και θα παύουν τις δραστηριότητές τους. Αυτές οι διαδικασίες εξασφαλίζουν ότι οι πιστωτές των εν λόγω ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων κατά περίπτωση όσων κατέχουν καλυμμένα ομόλογα, θα υφίστανται τις ζημίες κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στους στόχους της εξυγίανσης. Ως εκ τούτου, οι συνεισφορές τους στις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν τις ιδιαιτερότητες αυτές. Οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης θα μπορούσαν, ωστόσο, να χρησιμοποιηθούν για τους άλλους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 101 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ. Σε περίπτωση που ένα τέτοιο ίδρυμα χρησιμοποιήσει τη χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης για οποιονδήποτε από τους σκοπούς αυτούς, η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να είναι σε θέση να συγκρίνει το προφίλ κινδύνου όλων των άλλων ιδρυμάτων, που καλύπτονται από το άρθρο 45 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, με εκείνο του ιδρύματος το οποίο χρησιμοποίησε τη χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης και να εφαρμόσει τη μεθοδολογία που προβλέπεται την παρούσα κατ' εξουσιοδότηση πράξη για τα ιδρύματα εκείνα που παρουσιάζουν προφίλ κινδύνου παρόμοιο ή υψηλότερο από εκείνο των ιδρυμάτων που χρησιμοποίησαν τη χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης. Είναι, επίσης, σκόπιμο να καταρτιστεί κατάλογος των στοιχείων που θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη η αρχή εξυγίανσης, όταν προβαίνει σε σύγκριση των προφίλ κινδύνου.

(21)

Προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στις αρχές εξυγίανσης των κρατών μελών να έχουν στη διάθεσή τους μια εναρμονισμένη ερμηνεία των κριτηρίων που καθορίζονται στο άρθρο 103 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ούτως ώστε ο προσδιορισμός του δείκτη κινδύνου των ιδρυμάτων, για τον σκοπό του υπολογισμού των ατομικών συνεισφορών στις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης, να πραγματοποιείται με παρεμφερή τρόπο σε ολόκληρη την Ένωση, θα πρέπει να προβλεφθεί μια σειρά πυλώνων κινδύνου, και αντίστοιχοι δείκτες κινδύνου για κάθε έναν από αυτούς τους πυλώνες κινδύνου, με σκοπό να λαμβάνονται υπόψη από τις αρχές εξυγίανσης κατά την εκτίμηση του προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων. Για να εξασφαλιστεί συνοχή με τις εποπτικές πρακτικές, οι δείκτες κινδύνου θα πρέπει να αποτελούνται από τρέχοντα ρυθμιστικά κριτήρια αναφοράς, που είναι ήδη διαθέσιμα ή στο στάδιο της καθιέρωσης.

(22)

Όπου η σχετική νομοθεσία προβλέπει εξαιρέσεις, με τις οποίες τα ιδρύματα απαλλάσσονται από τον καθορισμό ορισμένων δεικτών κινδύνου στο επίπεδο του ιδρύματος, και εφόσον, κατά περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν την εφαρμογή τέτοιων εξαιρέσεων, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να αξιολογούν τους σχετικούς δείκτες σε ενοποιημένο ή υπο-ενοποιημένο επίπεδο, ανάλογα με την περίπτωση, προκειμένου να είναι συνεπείς με τις εποπτικές πρακτικές και να διασφαλίζουν ότι οι όμιλοι που κάνουν χρήση των εξαιρέσεων αυτών δεν θα βρεθούν αδικαιολόγητα σε μειονεκτική θέση.

(23)

Προκειμένου να μπορούν οι αρχές εξυγίανσης να έχουν συνεπή προσέγγιση όσον αφορά τη σημασία των πυλώνων και των δεικτών κινδύνου, τους οποίους θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη για τον σκοπό του προσδιορισμού του προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων, στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει επίσης να προσδιοριστεί η σχετική βαρύτητα του κάθε πυλώνα και δείκτη κινδύνου. Είναι σημαντικό, ωστόσο, να προσφερθεί στις αρχές εξυγίανσης επαρκής ευελιξία κατά την εκτίμηση του προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων, με τη δυνατότητα να διαφοροποιούν την εφαρμογή των πυλώνων και των δεικτών κινδύνου ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του κάθε ιδρύματος. Καθώς αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί αποκλειστικά με την πρόβλεψη ενός εύρους τιμών για την εκτίμηση του προφίλ κινδύνου, αλλά προϋποθέτει κάποιο βαθμό διακριτικής ευχέρειας κατά τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τη σημασία ορισμένων δεικτών κινδύνου κατά περίπτωση, η βαρύτητα ορισμένων δεικτών κινδύνου θα πρέπει να είναι μόνον ενδεικτική, ή θα πρέπει να καθορίζεται για αυτούς ένα εύρος τιμών τιμών, προκειμένου να είναι σε θέση οι αρχές εξυγίανσης να αποφασίζουν σχετικά με τη σημασία αυτών των δεικτών σε μια δεδομένη περίπτωση.

(24)

Κατά τον προσδιορισμό της σημασίας των διαφόρων δεικτών που αντιστοιχούν σε έναν συγκεκριμένο πυλώνα, η συγκέντρωση εντός των πυλώνων θα πρέπει να γίνεται με αριθμητικό σταθμικό μέσο όρο των επιμέρους δεικτών. Όσον αφορά τον υπολογισμό του τελικού σύνθετου δείκτη κινδύνου που αντιστοιχεί σε κάθε ίδρυμα, για την αποφυγή επιδράσεων αντιστάθμισης μεταξύ των πυλώνων, σύμφωνα με την οποία ένα ίδρυμα, που εμφανίζει αρκετά καλές επιδόσεις σε διάφορους πυλώνες και πολύ χαμηλές σε έναν άλλο, θα μπορούσε γενικά να λαμβάνει μια μέση βαθμολογία σύμφωνα με έναν αριθμητικό μέσο όρο των διαφόρων πυλώνων, ο υπολογισμός αυτός θα πρέπει να βασίζεται στον γεωμετρικό σταθμικό μέσο όρο των επιμέρους πυλώνων.

(25)

Το εύρος τιμών για την εκτίμηση του βαθμού κινδύνου που ενέχει ένα ίδρυμα θα πρέπει να είναι τέτοιο ώστε να επιτρέπει επαρκή διαφοροποίηση του προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων, σύμφωνα με τους διάφορους πυλώνες και δείκτες κινδύνου που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, παρέχοντας ταυτοχρόνως επαρκή βεβαιότητα και προβλεψιμότητα όσον αφορά τα ετήσια ποσά που θα πρέπει να συνεισφέρουν τα ιδρύματα, σύμφωνα με την οδηγία 2014/59/ΕΕ και τον παρόντα κανονισμό.

(26)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι συνεισφορές όντως καταβάλλονται, είναι αναγκαίο να διευκρινιστούν οι προϋποθέσεις και οι τρόποι πληρωμής. Ειδικότερα, για τις συνεισφορές που δεν καταβάλλονται σε μετρητά, αλλά σε αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής, σύμφωνα με το άρθρο 103 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, είναι αναγκαίο να εξειδικευθεί το μερίδιο των αμετάκλητων δεσμεύσεων πληρωμής που μπορεί να χρησιμοποιεί κάθε ίδρυμα, καθώς και το είδος των εξασφαλίσεων που είναι αποδεκτές για την κάλυψη των εν λόγω αμετάκλητων δεσμεύσεων πληρωμής, ούτως ώστε να μπορεί η αρχή εξυγίανσης να διασφαλίζει την καταβολή της πληρωμής, κατά την εκτέλεση της αμετάκλητης δέσμευσης πληρωμής, σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης αντιμετωπίζει δυσκολίες κατά την εκτέλεση της αμετάκλητης δέσμευσης πληρωμής. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι ετήσιες συνεισφορές όντως καταβάλλονται, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί ειδική εξουσία των αρχών εξυγίανσης να επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα στα ιδρύματα που παραβαίνουν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό για τον υπολογισμό και την προσαρμογή των συνεισφορών, όπως σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την υποχρέωση παροχής των πληροφοριών που έχουν ζητηθεί από την αρχή εξυγίανσης. Η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει, επίσης, να έχει την εξουσία να επιβάλλει ημερήσια ποινή σε ένα ίδρυμα, όταν το συγκεκριμένο ίδρυμα καταβάλλει μόνον εν μέρει την ετήσια συνεισφορά που οφείλεται ή όταν δεν την καταβάλλει ή όταν το ίδρυμα δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στην κοινοποίηση από την αρχή εξυγίανσης. Επιπλέον, είναι αναγκαίο να προβλεφθούν ειδικές υποχρεώσεις ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των αρχών εξυγίανσης.

(27)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η προσαρμογή κινδύνου εξακολουθεί να αντικατοπτρίζει τις εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα και, ως εκ τούτου, πληροί τις απαιτήσεις της οδηγίας 2014/59/ΕΕ σε συνεχή βάση, με βάση την πείρα που έχει αποκτηθεί από την εφαρμογή της, η Επιτροπή θα επανεξετάσει την προσαρμογή κινδύνου για τον υπολογισμό των ετήσιων συνεισφορών και, ιδίως, την καταλληλότητα του πολλαπλασιαστή προσαρμογής κινδύνου που καθορίζεται στον παρόντα κανονισμό, καθώς και την ανάγκη για πιθανή αύξηση του ανωτάτου ορίου του πολλαπλασιαστή προσαρμογής κινδύνου, πριν από την 1η Ιουνίου 2016.

(28)

Δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 130 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η υποχρέωση των κρατών μελών να συγκεντρώνουν ετήσιες συνεισφορές από ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2015, ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να εφαρμοστεί από την 1η Ιανουαρίου 2015,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΜΗΜΑ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός ορίζει κανόνες που καθορίζουν:

α)

τη μεθοδολογία για τον υπολογισμό και την προσαρμογή στο προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων, των συνεισφορών που καταβάλλονται από τα ιδρύματα στις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης·

β)

τις υποχρεώσεις των ιδρυμάτων όσον αφορά τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται για τους σκοπούς του υπολογισμού των συνεισφορών και όσον αφορά την καταβολή των συνεισφορών στις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης·

γ)

τα μέτρα για την εξασφάλιση της επαλήθευσης από τις αρχές εξυγίανσης ότι οι συνεισφορές έχουν καταβληθεί σωστά.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα ιδρύματα που αναφέρονται στο άρθρο 103 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 23). Εφαρμόζεται επίσης σε κεντρικό οργανισμό και τα συνδεδεμένα με αυτόν ιδρύματα σε ενοποιημένη βάση, όταν τα συνδεδεμένα ιδρύματα απαλλάσσονται εν όλω ή εν μέρει από τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας στο εθνικό δίκαιο, σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

2.   Κάθε αναφορά σε όμιλο θα πρέπει να περιλαμβάνει έναν κεντρικό οργανισμό και όλα τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία είναι μόνιμα συνδεδεμένα με τον κεντρικό οργανισμό, σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και τις θυγατρικές τους.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στην οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) και στην οδηγία 2014/59/ΕΕ. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν επίσης οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

ως «ιδρύματα» νοούνται τα πιστωτικά ιδρύματα, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 2) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ή οι επιχειρήσεις επενδύσεων, όπως ορίζονται στο σημείο 2) του παρόντος άρθρου, καθώς και ο κεντρικός οργανισμός και όλα τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία είναι μόνιμα συνδεδεμένα με τον κεντρικό οργανισμό, όπως αναφέρεται στο άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ως σύνολο σε ενοποιημένη βάση, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1·

2)

ως «επιχειρήσεις επενδύσεων» νοούνται οι επιχειρήσεις επενδύσεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, εκτός από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που εμπίπτουν στον ορισμό του άρθρου 96 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή οι επιχειρήσεις επενδύσεων που ασκούν τη δραστηριότητα 8 του παραρτήματος I τμήμα A της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), αλλά που δεν ασκούν τις δραστηριότητες 3 ή 6 του παραρτήματος I τμήμα A της εν λόγω οδηγίας·

3)

ως «ετήσιο επίπεδο-στόχος» νοείται το συνολικό ποσό των ετήσιων συνεισφορών τις οποίες καθορίζει για κάθε περίοδο συνεισφορών η αρχή εξυγίανσης για την επίτευξη του επιπέδου-στόχου, σύμφωνα με το άρθρο 102 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2014/59/ΕΕ·

4)

ως «χρηματοδοτική ρύθμιση» νοείται ρύθμιση με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής, από την αρχή εξυγίανσης, των εργαλείων και άσκησης των εξουσιών εξυγίανσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 100 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

5)

ως «ετήσια συνεισφορά» νοείται το ποσό που αναφέρεται στο άρθρο 103 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, αντλούμενο από την αρχή εξυγίανσης για την εθνική χρηματοδοτική ρύθμιση κατά τη διάρκεια της περιόδου συνεισφοράς για έκαστο των ιδρυμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 του παρόντος κανονισμού·

6)

ως «περίοδος συμμετοχής» νοείται ημερολογιακό έτος·

7)

ως «αρχή εξυγίανσης» νοείται η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 18) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ή κάθε άλλη σχετική αρχή που ορίζεται από τα κράτη μέλη για τους σκοπούς του άρθρου 100 παράγραφοι 2 και 6 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

8)

ως «αρμόδια αρχή» νοείται αρμόδια αρχή όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

9)

ως «συστήματα εγγύησης των καταθέσεων» («ΣΕΚ») νοούνται τα συστήματα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο α), β), ή γ) της οδηγίας 2014/49/ΕΕ·

10)

«καλυπτόμενες καταθέσεις»: οι καταθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ, με εξαίρεση προσωρινά υψηλά υπόλοιπα λογαριασμών, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 της εν λόγω οδηγίας·

11)

ως «σύνολο παθητικού» νοείται το σύνολο του παθητικού όπως ορίζεται στο τμήμα 3 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ (9), ή όπως ορίζεται σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής αναφοράς που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10)·

12)

ως «σύνολο ενεργητικού» νοείται το σύνολο του ενεργητικού, όπως ορίζεται στο τμήμα 3 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, ή όπως ορίζεται σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής αναφοράς που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002·

13)

ως «συνολικό άνοιγμα σε κίνδυνο» («ΣΑΚ») νοείται το συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο, όπως ορίζεται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

14)

ως «δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1» νοείται ο δείκτης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

15)

ως «ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων» σημαίνει την ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

16)

ως «ίδια κεφάλαια» νοούνται τα ίδια κεφάλαια σύμφωνα με τον ορισμό στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 118) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

17)

ως «επιλέξιμες υποχρεώσεις» νοούνται οι υποχρεώσεις και τα κεφαλαιακά μέσα, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 71) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ·

18)

ως «δείκτης μόχλευσης» νοείται ο δείκτης μόχλευσης σύμφωνα με τον ορισμό στο άρθρο 429 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

19)

ως «δείκτης κάλυψης ρευστότητας» («LCR») νοείται ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 412 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και διευκρινίζεται περαιτέρω στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2015/61 της Επιτροπής (11)·

20)

ως «δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης» («NSFR») νοείται ο δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, όπως αναφέρεται σύμφωνα με το άρθρο 415 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

21)

ως «κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» («CCP») νοείται το νομικό πρόσωπο σύμφωνα με τον ορισμό στο άρθρο 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

22)

ως «παράγωγα» νοούνται τα παράγωγα σύμφωνα με το παράρτημα II του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

23)

ως «κεντρικό αποθετήριο τίτλων» («ΚΑΤ») νοείται ένα νομικό πρόσωπο όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 1) και στο άρθρο 54 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12)·

24)

ως «διακανονισμός» νοείται η ολοκλήρωση συναλλαγής τίτλων, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014·

25)

ως «εκκαθάριση» νοείται η διαδικασία καθορισμού θέσεων σύμφωνα με τον ορισμό στο άρθρο 2 σημείο 3) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

26)

ως «υποδομή χρηματοπιστωτικής αγοράς» νοείται, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, όπως αναφέρεται στο σημείο 21) του παρόντος άρθρου, ή κεντρικό αποθετήριο τίτλων, όπως αναφέρεται στο σημείο 23) του παρόντος άρθρου, που έχουν αδειοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

27)

ως «αναπτυξιακή τράπεζα» νοείται κάθε επιχείρηση ή οντότητα που έχει συσταθεί από κράτος μέλος, κεντρική ή περιφερειακή κυβέρνηση, η οποία χορηγεί προνομιακά δάνεια σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση, για την προώθηση στόχων δημόσιας πολιτικής της εν λόγω κυβέρνησης, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω κυβέρνηση έχει υποχρέωση να προστατεύει την οικονομική βάση της επιχείρησης ή της οντότητας και να διατηρεί τη βιωσιμότητά της καθ' όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής της, ή ότι τουλάχιστον το 90 % της αρχικής χρηματοδότησής της ή του προνομιακού δανείου που χορηγεί είναι εγγυημένα άμεσα ή έμμεσα από την κεντρική ή περιφερειακή κυβέρνηση του κράτους μέλους·

28)

ως «προνομιακό δάνειο» νοείται δάνειο που χορηγείται από αναπτυξιακή τράπεζα ή μέσω ενδιάμεσης τράπεζας σε μη ανταγωνιστική, μη κερδοσκοπική βάση, για την προώθηση των στόχων δημόσιας πολιτικής της κεντρικής ή περιφερειακής κυβέρνησης σε ένα κράτος μέλος·

29)

ως «ενδιάμεσο ίδρυμα» νοείται πιστωτικό ίδρυμα το οποίο μεσολαβεί για τη χορήγηση προνομιακών δανείων, υπό την προϋπόθεση ότι δεν τα χορηγεί ως πίστωση σε τελικό καταναλωτή.

ΤΜΗΜΑ 2

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Άρθρο 4

Καθορισμός των ετήσιων συνεισφορών

1.   Οι αρχές εξυγίανσης καθορίζουν τις ετήσιες συνεισφορές που πρέπει να καταβληθούν από κάθε ίδρυμα ανάλογα με το προφίλ κινδύνου του, με βάση τις πληροφορίες που παρέχει το ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 14 και εφαρμόζοντας τη μέθοδο που παρατίθεται στο παρόν τμήμα.

2.   Η αρχή εξυγίανσης ορίζει την ετήσια συνεισφορά που αναφέρεται στην παράγραφο 1 με βάση το ετήσιο επίπεδο-στόχο της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης, λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο-στόχο που πρέπει να επιτευχθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2024, σύμφωνα με το άρθρο 102 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και με βάση το μέσο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων του προηγούμενου έτους, υπολογιζόμενο ανά τρίμηνο, όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφός της.

Άρθρο 5

Προσαρμογή κινδύνου της βασικής ετήσιας συνεισφοράς

1.   Οι συνεισφορές που αναφέρονται στο άρθρο 103 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ υπολογίζονται αποκλείοντας τις ακόλουθες υποχρεώσεις:

α)

τις ενδοομιλικές υποχρεώσεις που απορρέουν από συναλλαγές που συνήφθησαν από ένα ίδρυμα με ίδρυμα του ιδίου ομίλου, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)

κάθε ίδρυμα είναι εγκατεστημένο στην Ένωση·

ii)

κάθε ίδρυμα περιλαμβάνεται στην ίδια ενοποιημένη εποπτεία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6 έως 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, με τη μέθοδο της ολικής ενοποίησης και υπόκειται σε κατάλληλες κεντρικές διαδικασίες αξιολόγησης κινδύνου, μέτρησης και ελέγχου· και

iii)

δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες, πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση εξόφληση της οφειλόμενης υποχρέωσης·

β)

τις υποχρεώσεις που δημιουργούνται από ένα ίδρυμα, το οποίο συμμετέχει σε ΘΣΠ, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 8) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και στο οποίο έχει επιτραπεί από την αρμόδια αρχή να εφαρμόσει το άρθρο 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, μέσω συμφωνίας που συνάπτεται με άλλο ίδρυμα που είναι μέλος του ίδιου ΘΣΠ·

γ)

στην περίπτωση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εγκατεστημένου σε κράτος μέλος, που έχει κάνει χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στο άρθρο 14 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, υποχρεώσεις που σχετίζονται με δραστηριότητες εκκαθάρισης, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 3) του εν λόγω κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προκύπτουν από μέτρα που λαμβάνει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ώστε να πληροί τις απαιτήσεις περιθωρίου ασφαλείας, να σχηματίσει κεφάλαιο εκκαθάρισης και να διατηρήσει επαρκείς προχρηματοδοτημένους χρηματοοικονομικούς πόρους για την κάλυψη δυνητικών ζημιών, ως μέρος των γραμμών άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης, σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό, καθώς και να επενδύει τους χρηματοοικονομικούς πόρους του σύμφωνα με το άρθρο 47 του εν λόγω κανονισμού·

δ)

στην περίπτωση κεντρικού αποθετηρίου τίτλων, τις υποχρεώσεις που σχετίζονται με τις δραστηριότητες ενός κεντρικού αποθετηρίου τίτλων, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων σε συμμετέχοντες ή παρόχους υπηρεσιών του κεντρικού αποθετηρίου τίτλων με διάρκεια μικρότερη των επτά ημερών, που προκύπτουν από δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια για την παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου, σύμφωνα με τον τίτλο IV του κανονισμού (EE) αριθ. 909/2014, αλλά εξαιρουμένων των άλλων υποχρεώσεων που προκύπτουν από τέτοιες δραστηριότητες τραπεζικού τύπου·

ε)

στην περίπτωση επιχειρήσεων επενδύσεων, τις υποχρεώσεις που προκύπτουν λόγω της κατοχής περιουσιακών στοιχείων πελατών ή ρευστών των πελατών, συμπεριλαμβανομένων περιουσιακών στοιχείων πελατών ή ρευστών των πελατών που κατέχονται για λογαριασμό ΟΣΕΚΑ, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), ή ΟΕΕ, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14), υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πελάτες προστατεύονται δυνάμει της ισχύουσας νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας·

στ)

στην περίπτωση των ιδρυμάτων που χορηγούν προνομιακά δάνεια, τις υποχρεώσεις του ενδιάμεσου ιδρύματος έναντι της εκδότριας ή άλλης αναπτυξιακής τράπεζας ή άλλου ενδιάμεσου ιδρύματος και τις υποχρεώσεις της αρχικής αναπτυξιακής τράπεζας προς τα συνεισφέροντα μέρη της, στον βαθμό που το ποσό των εν λόγω υποχρεώσεων αντιστοιχίζεται με τα προνομιακά δάνεια του εν λόγω ιδρύματος.

2.   Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) αφαιρούνται ομοιόμορφα για κάθε συναλλαγή χωριστά από το ποσό του συνόλου παθητικού των ιδρυμάτων που συμμετέχουν στις πράξεις ή συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β).

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, το μέσο ετήσιο ποσό, που υπολογίζεται σε τριμηνιαία βάση, των υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, που απορρέουν από συμβάσεις παραγώγων, αποτιμάται σύμφωνα με το άρθρο 429 παράγραφοι 6 και 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Ωστόσο, η αξία που αποδίδεται σε υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις επί παραγώγων δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το 75 % της αξίας των ιδίων των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εφαρμογή των εφαρμοστέων διατάξεων λογιστικής στο οικείο ίδρυμα για τους σκοπούς της χρηματοοικονομικής αναφοράς.

Εάν, βάσει των εθνικών λογιστικών προτύπων που εφαρμόζονται σε ένα ίδρυμα, δεν υπάρχει καμία λογιστική μέτρηση του ανοίγματος για ορισμένα παράγωγα μέσα, επειδή τηρούνται εκτός ισολογισμού, το ίδρυμα αναφέρει στην αρχή εξυγίανσης το άθροισμα των θετικών εύλογων αξιών των εν λόγω παραγώγων ως το κόστος αντικατάστασης και τις προσθέτει στις εντός ισολογισμού λογιστικές αξίες της.

4.   Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, στο σύνολο παθητικού που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν περιλαμβάνεται η λογιστική αξία των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις συμβάσεις επί παραγώγων και περιλαμβάνεται η αντίστοιχη αξία που προσδιορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3.

5.   Για την εξακρίβωση του κατά πόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις και οι απαιτήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 4, η αρχή εξυγίανσης βασίζεται στις σχετικές αξιολογήσεις που διενεργούνται από τις αρμόδιες αρχές και διατίθενται σύμφωνα με το άρθρο 90 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Άρθρο 6

Πυλώνες και δείκτες κινδύνου

1.   Η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων, βάσει των ακόλουθων τεσσάρων πυλώνων κινδύνου:

α)

έκθεση σε κίνδυνο·

β)

σταθερότητα και ποικιλομορφία πηγών χρηματοδότησης·

γ)

σημασία ενός ιδρύματος για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή της οικονομίας·

δ)

πρόσθετοι δείκτες κινδύνου που πρόκειται να προσδιοριστούν από την αρχή εξυγίανσης.

2.   Ο πυλώνας «Έκθεση σε κίνδυνο» αποτελείται από τους ακόλουθους δείκτες κινδύνου:

α)

ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις που κατέχει το ίδρυμα πέραν των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων·

β)

δείκτης μόχλευσης·

γ)

δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1·

δ)

συνολική έκθεση σε κίνδυνο διαιρούμενη διά του συνόλου ενεργητικού.

3.   Ο πυλώνας «Σταθερότητα και ποικιλομορφία πηγών χρηματοδότησης» αποτελείται από τους ακόλουθους δείκτες κινδύνου:

α)

δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης·

β)

δείκτης κάλυψης ρευστότητας (LCR).

4.   Ο πυλώνας «Σημασία ενός ιδρύματος για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή της οικονομίας» αποτελείται από τον δείκτη «Ποσοστό διατραπεζικών δανείων και καταθέσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που αντικατοπτρίζει τη σημασία του ιδρύματος στην οικονομία του κράτους μέλους εγκατάστασης».

5.   Ο πυλώνας «Πρόσθετοι δείκτες κινδύνου που πρόκειται να προσδιοριστούν από την αρχή εξυγίανσης» αποτελείται από τους ακόλουθους δείκτες:

α)

εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης·

β)

συμμετοχή σε θεσμικό σύστημα προστασίας·

γ)

έκταση προηγούμενης έκτακτης δημόσιας χρηματοδοτικής στήριξης.

Κατά τον προσδιορισμό των διαφόρων δεικτών κινδύνου στον πυλώνα «Πρόσθετοι δείκτες κινδύνου που πρόκειται να προσδιοριστούν από την αρχή εξυγίανσης», η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη τη σημασία των εν λόγω δεικτών με βάση την πιθανότητα το οικείο ίδρυμα να τεθεί υπό εξυγίανση και τη συνακόλουθη πιθανότητα να κάνει χρήση της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης, εφόσον το ίδρυμα πρόκειται να εξυγιανθεί.

6.   Κατά τον προσδιορισμό των δεικτών «Εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης», που αναφέρεται στην παράγραφο 5 στοιχείο α), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

Την αύξηση στο προφίλ κινδύνου του ιδρύματος λόγω:

i)

της σημασίας των εμπορικών δραστηριοτήτων σε σχέση με το μέγεθος του ισολογισμού, το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων, την επικινδυνότητα των ανοιγμάτων, και το συνολικό επιχειρηματικό μοντέλο·

ii)

της σημασίας των εκτός ισολογισμού ανοιγμάτων σε σχέση με το μέγεθος του ισολογισμού, το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων, καθώς και την επικινδυνότητα των ανοιγμάτων·

iii)

της σημασίας της αξίας των παραγώγων σε σχέση με το μέγεθος του ισολογισμού, το επίπεδο των ιδίων κεφαλαίων, την επικινδυνότητα των ανοιγμάτων, και το συνολικό επιχειρηματικό μοντέλο·

iv)

του βαθμού στον οποίο, σύμφωνα με τον τίτλο II κεφάλαιο II της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, το επιχειρηματικό μοντέλο και η οργανωτική διάρθρωση ενός ιδρύματος θεωρούνται πολύπλοκα.

β)

Τη μείωση στο προφίλ κινδύνου του ιδρύματος λόγω:

i)

της σχετικής αξίας των παραγώγων τα οποία εκκαθαρίζονται μέσω κεντρικού αντισυμβαλλομένου (CCP)·

ii)

του βαθμού στον οποίο, σύμφωνα με τον τίτλο II κεφάλαιο II της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ένα ίδρυμα μπορεί να εξυγιανθεί αμέσως και χωρίς νομικά κωλύματα.

7.   Κατά τον προσδιορισμό του δείκτη που αναφέρεται στην παράγραφο 5 στοιχείο β), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

αν το ύψος των κεφαλαίων που είναι διαθέσιμα χωρίς καθυστέρηση, τόσο για την ανακεφαλαιοποίηση όσο και για τη ρευστότητα, προκειμένου να στηριχθεί το επηρεαζόμενο ίδρυμα σε περίπτωση προβλημάτων, είναι αρκετά μεγάλο ώστε να επιτρέπει την αξιόπιστη και αποτελεσματική στήριξη του εν λόγω ιδρύματος·

β)

ο βαθμός νομικής ή συμβατικής βεβαιότητας ότι τα κεφάλαια που αναφέρονται στο στοιχείο α) θα χρησιμοποιηθούν εξ ολοκλήρου, προτού ζητηθεί οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια στήριξη.

8.   Ο δείκτης κινδύνου στην παράγραφο 5 στοιχείο γ) λαμβάνει τη μέγιστη τιμή που αναφέρεται στο βήμα 3 του παραρτήματος I για:

α)

κάθε ίδρυμα που αποτελεί μέρος ομίλου που έχει τεθεί υπό αναδιάρθρωση αφού έχει λάβει δημόσια ή ισοδύναμα κεφάλαια, όπως από χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης, και εξακολουθεί να βρίσκεται εντός της περιόδου αναδιάρθρωσης ή εκκαθάρισης, με εξαίρεση τα τελευταία 2 έτη εφαρμογής του σχεδίου αναδιάρθρωσης·

β)

κάθε ίδρυμα που είναι υπό εκκαθάριση, μέχρι το τέλος του σχεδίου εκκαθάρισης (στο μέτρο που εξακολουθεί να υποχρεούται να καταβάλει τη συνεισφορά).

Λαμβάνει την ελάχιστη τιμή του εύρους τιμών που αναφέρεται στο βήμα 3 του παραρτήματος I για όλα τα άλλα ιδρύματα.

9.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 6, 7 και 8, η αρχή εξυγίανσης βασίζεται στις αξιολογήσεις που διενεργούνται από τις αρμόδιες αρχές, εφόσον είναι διαθέσιμες.

Άρθρο 7

Σχετική στάθμιση εκάστου πυλώνα και δείκτη κινδύνου

1.   Κατά την αξιολόγηση του προφίλ κινδύνου κάθε ιδρύματος, η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει στους πυλώνες κινδύνου τους κατωτέρω συντελεστές στάθμισης:

α)

έκθεση σε κίνδυνο: 50 %·

β)

σταθερότητα και ποικιλομορφία πηγών χρηματοδότησης: 20 %·

γ)

σημασία ενός ιδρύματος για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή της οικονομίας· 10 %·

δ)

πρόσθετοι δείκτες κινδύνου που πρόκειται να προσδιοριστούν από την αρχή εξυγίανσης: 20 %.

2.   Η σχετική στάθμιση των δεικτών κινδύνου που οι αρχές εξυγίανσης αξιολογούν για τον προσδιορισμό του πυλώνα «Έκθεση σε κίνδυνο» είναι οι εξής:

α)

ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις που κατέχει το ίδρυμα πέραν των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων: 25 %·

β)

δείκτης μόχλευσης: 25 %·

γ)

δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1: 25 %·

δ)

συνολική έκθεση σε κίνδυνο διαιρούμενη διά του συνόλου ενεργητικού: 25 %.

3.   Κάθε δείκτης κινδύνου στον πυλώνα «Σταθερότητα και ποικιλομορφία πηγών χρηματοδότησης» έχει την ίδια στάθμιση.

4.   Οι σχετικές σταθμίσεις εκάστου δείκτη κινδύνου που οι αρχές εξυγίανσης αξιολογούν για τον προσδιορισμό του πυλώνα «Πρόσθετοι δείκτες κινδύνου που πρόκειται να προσδιοριστούν από την αρχή εξυγίανσης» είναι οι εξής:

α)

εμπορικές δραστηριότητες, εκτός ισολογισμού ανοίγματα, παράγωγα, πολυπλοκότητα και δυνατότητα εξυγίανσης: 45 %·

β)

συμμετοχή σε θεσμικό σύστημα προστασίας: 45 %·

γ)

έκταση προηγούμενης έκτακτης δημόσιας χρηματοδοτικής στήριξης: 10 %.

Κατά την εφαρμογή του δείκτη που αναφέρεται στο στοιχείο β), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη τη σχετική στάθμιση του δείκτη που αναφέρεται στο στοιχείο α).

Άρθρο 8

Εφαρμογή των δεικτών κινδύνου σε συγκεκριμένες περιπτώσεις

1.   Όταν μια αρμόδια αρχή έχει χορηγήσει εξαίρεση σε ίδρυμα, σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ο δείκτης που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο υποομάδας ρευστότητας. Η βαθμολογία που λαμβάνει ο εν λόγω δείκτης σε επίπεδο υποομάδας ρευστότητας αποδίδεται σε κάθε ίδρυμα που αποτελεί μέρος της υποομάδας ρευστότητας για τους σκοπούς υπολογισμού του δείκτη κινδύνου του συγκεκριμένου ιδρύματος.

2.   Όταν η αρμόδια αρχή έχει απαλλάξει πλήρως ένα ίδρυμα από την εφαρμογή των κεφαλαιακών απαιτήσεων σε ατομικό επίπεδο, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και η αρχή εξυγίανσης έχει επίσης απαλλάξει πλήρως το ίδιο ίδρυμα από την εφαρμογή σε ατομικό επίπεδο των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 12 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ο δείκτης που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού μπορεί να υπολογιστεί σε ενοποιημένο επίπεδο. Η βαθμολογία την οποία λαμβάνει ο εν λόγω δείκτης σε ενοποιημένο επίπεδο αποδίδεται σε κάθε ίδρυμα που αποτελεί μέρος του ομίλου για τους σκοπούς υπολογισμού του δείκτη κινδύνου του συγκεκριμένου ιδρύματος.

3.   Εφόσον μια αρμόδια αρχή έχει χορηγήσει παρέκκλιση σε ίδρυμα σε άλλες περιπτώσεις που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι σχετικοί δείκτες μπορούν να υπολογιστούν σε ενοποιημένο επίπεδο. Η βαθμολογία την οποία λαμβάνουν οι εν λόγω δείκτες σε ενοποιημένο επίπεδο αποδίδεται σε κάθε ίδρυμα που αποτελεί μέρος του ομίλου για τους σκοπούς υπολογισμού των δεικτών κινδύνου του συγκεκριμένου ιδρύματος.

Άρθρο 9

Εφαρμογή της προσαρμογής κινδύνου στη βασική ετήσια συνεισφορά

1.   Η αρχή εξυγίανσης προσδιορίζει τον πολλαπλασιαστή πρόσθετης προσαρμογής στον κίνδυνο για κάθε ίδρυμα με συνδυασμό των δεικτών κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 6, σύμφωνα με τον τύπο και τις διαδικασίες που παρατίθενται στο παράρτημα I.

2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, η ετήσια συνεισφορά κάθε ιδρύματος προσδιορίζεται για κάθε περίοδο συνεισφοράς από την αρχή εξυγίανσης, πολλαπλασιάζοντας τη βασική ετήσια συνεισφορά επί τον πολλαπλασιαστή πρόσθετης προσαρμογής στον κίνδυνο, σύμφωνα με τον τύπο και τις διαδικασίες που παρατίθενται στο παράρτημα I.

3.   Ο πολλαπλασιαστής προσαρμογής κινδύνου κυμαίνεται μεταξύ 0,8 και 1,5.

Άρθρο 10

Ετήσιες συνεισφορές μικρών ιδρυμάτων

1.   Τα ιδρύματα των οποίων οι συνολικές υποχρεώσεις, αφαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων και των καλυπτόμενων καταθέσεων, είναι ίσες ή κατώτερες από 50 000 000 ευρώ, και των οποίων το σύνολο ενεργητικού είναι κατώτερο από 1 000 000 000 ευρώ, καταβάλλουν ένα κατ' αποκοπήν ποσό 1 000 ευρώ ως ετήσια συνεισφορά για κάθε περίοδο συνεισφοράς.

2.   Τα ιδρύματα των οποίων οι συνολικές υποχρεώσεις, αφαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων και των καλυπτόμενων καταθέσεων, είναι ανώτερες από 50 000 000 ευρώ αλλά ίσες ή κατώτερες από 100 000 000 ευρώ, και των οποίων το σύνολο ενεργητικού είναι κατώτερο από 1 000 000 000 ευρώ, καταβάλλουν ένα κατ' αποκοπήν ποσό 2 000 ευρώ ως ετήσια συνεισφορά για κάθε περίοδο συνεισφοράς.

3.   Τα ιδρύματα των οποίων οι συνολικές υποχρεώσεις, αφαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων και των καλυπτόμενων καταθέσεων, είναι ανώτερες από 100 000 000 ευρώ αλλά ίσες ή κατώτερες από 150 000 000 ευρώ, και των οποίων το σύνολο ενεργητικού είναι κατώτερο από 1 000 000 000 ευρώ, καταβάλλουν ένα κατ' αποκοπήν ποσό 7 000 ευρώ ως ετήσια συνεισφορά για κάθε περίοδο συνεισφοράς.

4.   Τα ιδρύματα των οποίων οι συνολικές υποχρεώσεις, αφαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων και των καλυπτόμενων καταθέσεων, είναι ανώτερες από 150 000 000 ευρώ αλλά ίσες ή κατώτερες από 200 000 000 ευρώ, και των οποίων το σύνολο ενεργητικού είναι κατώτερο από 1 000 000 000 ευρώ, καταβάλλουν ένα κατ' αποκοπήν ποσό 15 000 ευρώ ως ετήσια συνεισφορά για κάθε περίοδο συνεισφοράς.

5.   Τα ιδρύματα των οποίων οι συνολικές υποχρεώσεις, αφαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων και των καλυπτόμενων καταθέσεων, είναι ανώτερες από 200 000 000 ευρώ αλλά ίσες ή κατώτερες από 250 000 000 ευρώ, και των οποίων το σύνολο ενεργητικού είναι κατώτερο από 1 000 000 000 ευρώ, καταβάλλουν ένα κατ' αποκοπήν ποσό 26 000 ευρώ ως ετήσια συνεισφορά για κάθε περίοδο συνεισφοράς.

6.   Τα ιδρύματα των οποίων οι συνολικές υποχρεώσεις, αφαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων και των καλυπτόμενων καταθέσεων, είναι ανώτερες από 250 000 000 ευρώ αλλά ίσες ή κατώτερες από 300 000 000 ευρώ, και των οποίων το σύνολο ενεργητικού είναι κατώτερο από 1 000 000 000 ευρώ, καταβάλλουν ένα κατ' αποκοπήν ποσό 50 000 ευρώ ως ετήσια συνεισφορά για κάθε περίοδο συνεισφοράς.

7.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 8, εάν το ίδρυμα παρέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ότι το κατ' αποκοπήν ποσό που αναφέρεται στις παραγράφους 1 έως 6 είναι υψηλότερο από τη συνεισφορά που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5, η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει το χαμηλότερο.

8.   Παρά τις παραγράφους 1 έως 6, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση με την οποία διαπιστώνεται ότι ένα ίδρυμα έχει προφίλ κινδύνου δυσανάλογο σε σχέση με το μικρό του μέγεθος και να εφαρμόζει τα άρθρα 5, 6, 7, 8 και 9 στο ίδρυμα αυτό. Η εν λόγω απόφαση βασίζεται στα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το επιχειρηματικό μοντέλο του ιδρύματος·

β)

τις πληροφορίες που υποβάλλονται από το ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 14·

γ)

τους πυλώνες και δείκτες κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 6·

δ)

την εκτίμηση της αρμόδιας αρχής όσον αφορά το προφίλ κινδύνου του ιδρύματος.

9.   Οι παράγραφοι 1 έως 8 δεν εφαρμόζονται στα ιδρύματα των οποίων οι συνολικές υποχρεώσεις, αφαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων και των καλυπτόμενων καταθέσεων, είναι ίσες ή κατώτερες των 300 000 000 ευρώ μετά την εξαίρεση των υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1.

10.   Οι εξαιρέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 δεν λαμβάνονται υπόψη, όταν εφαρμόζονται οι παράγραφοι 1 έως 9 στα ιδρύματα των οποίων οι συνολικές υποχρεώσεις, αφαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων και των καλυπτόμενων καταθέσεων, είναι ίσες ή κατώτερες των 300 000 000 ευρώ, πριν από την εξαίρεση των υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1.

Άρθρο 11

Ετήσιες συνεισφορές ιδρυμάτων που καλύπτονται από το άρθρο 45 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ

1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, οι ετήσιες συνεισφορές των ιδρυμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 45 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 9, χρησιμοποιώντας το 50 % της βασικής ετήσιας συνεισφοράς τους.

2.   Σε περίπτωση χρησιμοποίησης της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης σε σχέση με ίδρυμα που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ σε κράτος μέλος για οποιονδήποτε από τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 101 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης δύναται να εκδώσει αιτιολογημένη απόφαση, αναφέροντας ότι τα άρθρα 5, 6, 7, 8 και 9 εφαρμόζονται σε εκείνα τα ιδρύματα με προφίλ κινδύνου παρόμοιο ή ανώτερο του προφίλ κινδύνου του ιδρύματος το οποίο χρησιμοποίησε τη χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης για οποιονδήποτε από τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 101 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ. Ο προσδιορισμός της ομοιότητας του προφίλ κινδύνου από την αρχή εξυγίανσης για τους σκοπούς της αιτιολογημένης απόφασής της λαμβάνει υπόψη όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

το επιχειρηματικό μοντέλο του εν λόγω ιδρύματος·

β)

τις πληροφορίες που υποβάλλονται από το εν λόγω ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 14·

γ)

τους πυλώνες και δείκτες κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 6·

δ)

την εκτίμηση της αρμόδιας αρχής όσον αφορά το προφίλ κινδύνου του εν λόγω ιδρύματος.

Άρθρο 12

Νεοεποπτευόμενα ιδρύματα ή αλλαγή καθεστώτος

1.   Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα είναι νεοεποπτευόμενο ίδρυμα μόνο για ένα μέρος της περιόδου συνεισφοράς, η μερική συνεισφορά καθορίζεται με εφαρμογή της μεθοδολογίας που παρατίθεται στο τμήμα 3 για το ποσό της ετήσιας συνεισφοράς του, που υπολογίζεται κατά τη διάρκεια της επόμενης περιόδου συνεισφοράς με παραπομπή στον αριθμό των πλήρων μηνών της περιόδου συνεισφοράς για τους οποίους εποπτεύεται το ίδρυμα.

2.   Μια αλλαγή του καθεστώτος ενός ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου ενός μικρού ιδρύματος, κατά τη διάρκεια της περιόδου συνεισφοράς δεν επηρεάζει την ετήσια καταβλητέα συνεισφορά κατά το συγκεκριμένο έτος.

Άρθρο 13

Διαδικασία για την άντληση των ετήσιων συνεισφορών

1.   Η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί σε κάθε ίδρυμα που αναφέρεται στο άρθρο 2 την απόφασή της για τον καθορισμό της ετήσιας συνεισφοράς που οφείλεται από κάθε ίδρυμα, το αργότερο την 1η Μαΐου κάθε έτους.

2.   Η αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί την απόφαση με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

α)

ηλεκτρονικά ή με άλλο παρόμοιο μέσο επικοινωνίας που επιτρέπει την απόδειξη παραλαβής·

β)

με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής.

3.   Η απόφαση προσδιορίζει τους όρους και τα μέσα με τα οποία καταβάλλεται η ετήσια συνεισφορά και το μερίδιο των αμετάκλητων αναλήψεων υποχρεώσεων πληρωμής που αναφέρονται στο άρθρο 103 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, που μπορεί να χρησιμοποιεί κάθε ίδρυμα. Η αρχή εξυγίανσης δέχεται εξασφάλιση μόνον του είδους και υπό όρους που επιτρέπουν την ταχεία ρευστοποίηση, μεταξύ άλλων σε περίπτωση απόφασης εξυγίανσης κατά τη διάρκεια του σαββατοκύριακου. Η αποτίμηση της εξασφάλισης θα πρέπει να είναι συντηρητική ώστε να αντικατοπτρίζει σημαντική επιδείνωση των όρων της αγοράς.

4.   Με την επιφύλαξη τυχόν άλλων ένδικων μέσων στη διάθεση της αρχής εξυγίανσης, σε περίπτωση μερικής πληρωμής, μη πληρωμής ή μη συμμόρφωσης με την απαίτηση που καθορίζεται στην απόφαση, το οικείο ίδρυμα βαρύνεται με ημερήσια χρηματική ποινή για το οφειλόμενο ποσό της δόσης.

Οι τόκοι της ημερήσιας χρηματικής ποινής υπολογίζονται σε ημερήσια βάση επί του οφειλόμενου ποσού με το επιτόκιο που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις κύριες πράξεις αναχρηματοδότησης, όπως δημοσιεύεται στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του μήνα της λήξης της προθεσμίας πληρωμής, προσαυξημένο κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη απαιτητή η δόση.

5.   Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα είναι νεοεποπτευόμενο ίδρυμα μόνον για ένα μέρος της περιόδου συνεισφοράς, η μερική συνεισφορά εισπράττεται ταυτόχρονα με την ετήσια συνεισφορά που οφείλεται για την επόμενη περίοδο συνεισφοράς.

ΤΜΗΜΑ 3

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Άρθρο 14

Υποχρεώσεις αναφοράς των ιδρυμάτων

1.   Τα ιδρύματα παρέχουν στην αρχή εξυγίανσης τις τελευταίες εγκεκριμένες διαθέσιμες ετήσιες οικονομικές καταστάσεις πριν από τις 31 Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται της περιόδου συνεισφοράς, μαζί με τη γνωμοδότηση που υποβάλλεται από τον νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο, σύμφωνα με το άρθρο 32 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15).

2.   Τα ιδρύματα παρέχουν στην αρχή εξυγίανσης τουλάχιστον τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα II σε επίπεδο μεμονωμένης οντότητας.

3.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα II, που περιλαμβάνονται στις απαιτήσεις εποπτικής αναφοράς που ορίζονται στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής (16) ή, ενδεχομένως, επιβάλλονται από οποιαδήποτε άλλη απαίτηση εποπτικής αναφοράς που ισχύει για το ίδρυμα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, παρέχονται στην αρχή εξυγίανσης, όπως αναφέρονται από το ίδρυμα στην πλέον πρόσφατη σχετική εποπτική έκθεση που υποβλήθηκε στην αρμόδια αρχή σχετικά με το έτος αναφοράς των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

4.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 παρέχονται στο αργότερο την 31η Ιανουαρίου εκάστου έτους σε σχέση με το έτος που έληξε την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους, ή του εφαρμοστέου σχετικού οικονομικού έτους. Εάν η 31η Ιανουαρίου δεν είναι εργάσιμη, οι εν λόγω πληροφορίες παρέχονται την επόμενη εργάσιμη ημέρα.

5.   Εάν οι πληροφορίες ή τα δεδομένα που υποβάλλονται στις αρχές εξυγίανσης υπόκεινται σε επικαιροποιήσεις ή διορθώσεις, οι εν λόγω επικαιροποιήσεις ή διορθώσεις υποβάλλονται στις αρχές εξυγίανσης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

6.   Τα ιδρύματα υποβάλλουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα II σύμφωνα με τους μορφότυπους ανταλλαγής δεδομένων και τις παρουσιάσεις που ορίζονται από την αρχή εξυγίανσης.

7.   Οι πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 υπόκεινται στις απαιτήσεις εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού απορρήτου που ορίζονται στο άρθρο 84 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Άρθρο 15

Υποχρέωση των αρχών εξυγίανσης περί ανταλλαγής πληροφοριών

1.   Για τον υπολογισμό του παρονομαστή που προβλέπεται στον πυλώνα κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο γ), έως την 15η Φεβρουαρίου εκάστου έτους, οι αρχές εξυγίανσης παρέχουν στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) τις πληροφορίες που λαμβάνουν από όλα τα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην επικράτειά τους αναφορικά με τις διατραπεζικές υποχρεώσεις και τις καταθέσεις που αναφέρονται στο παράρτημα I, σε συγκεντρωτικό επίπεδο.

2.   Έως την 1η Μαρτίου κάθε έτους, η ΕΑΤ γνωστοποιεί σε κάθε αρχή εξυγίανσης την τιμή του παρονομαστή του πυλώνα κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο γ).

Άρθρο 16

Υποχρεώσεις αναφοράς των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων

1.   Έως την 31η Ιανουαρίου κάθε έτους, τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων κοινοποιούν στις αρχές εξυγίανσης τον υπολογισμό του μέσου ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων του προηγούμενου έτους, υπολογιζόμενο ανά τρίμηνο, για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι μέλη τους.

2.   Οι εν λόγω πληροφορίες παρέχονται τόσο σε ατομικό όσο και σε συγκεντρωτικό επίπεδο των οικείων πιστωτικών ιδρυμάτων, προκειμένου να μπορούν οι αρχές εξυγίανσης να προσδιορίζουν το ετήσιο επίπεδο-στόχο της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2, και να προσδιορίζουν τη βασική ετήσια συνεισφορά κάθε ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 5.

Άρθρο 17

Επιβολή

1.   Εφόσον τα ιδρύματα δεν υποβάλλουν όλες τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 14, εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο, η αρχή εξυγίανσης χρησιμοποιεί εκτιμήσεις ή τις δικές της παραδοχές για τον υπολογισμό της ετήσιας συνεισφοράς του οικείου ιδρύματος.

2.   Εφόσον οι πληροφορίες δεν παρέχονται έως την 31η Ιανουαρίου κάθε έτους, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να κατατάσσει το ίδρυμα στον υψηλότερο πολλαπλασιαστή ρύθμισης κινδύνου όπως αναφέρεται στο άρθρο 9.

3.   Εφόσον οι πληροφορίες που υποβλήθηκαν από τα ιδρύματα στην αρχή εξυγίανσης υπόκεινται σε αναδιατυπώσεις ή αναθεωρήσεις, η αρχή εξυγίανσης προσαρμόζει την ετήσια συνεισφορά σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες πληροφορίες κατά τον υπολογισμό της ετήσιας συνεισφοράς του εν λόγω ιδρύματος για την επόμενη περίοδο συνεισφοράς.

4.   Τυχόν διαφορά μεταξύ της ετήσιας συνεισφοράς που υπολογίζεται και καταβάλλεται βάσει των πληροφοριών που υπόκεινται σε αναδιατυπώσεις ή αναθεωρήσεις και της ετήσιας συνεισφοράς που θα έπρεπε να είχε καταβληθεί ύστερα από την προσαρμογή της ετήσιας συνεισφοράς διακανονίζεται στο ποσό της ετήσιας συνεισφοράς που οφείλεται για την επόμενη περίοδο. Η προσαρμογή αυτή γίνεται με μείωση ή αύξηση των συνεισφορών κατά την επόμενη περίοδο συνεισφοράς.

Άρθρο 18

Διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα

Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 110 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ στα πρόσωπα ή τις οντότητες που είναι υπεύθυνες για παραβιάσεις του παρόντος κανονισμού.

ΤΜΗΜΑ 4

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ

Άρθρο 19

Ρυθμίσεις συνεργασίας

1.   Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι εισφορές πράγματι καταβάλλονται, οι αρμόδιες αρχές βοηθούν τις αρχές εξυγίανσης για την εκτέλεση οποιασδήποτε εργασίας στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, εφόσον οι τελευταίες το ζητήσουν.

2.   Κατόπιν αιτήματος, οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στις αρχές εξυγίανσης τα στοιχεία επικοινωνίας των ιδρυμάτων στα οποία πρέπει να κοινοποιηθεί η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 13, το αργότερο έως την 1η Απριλίου κάθε έτους, ή την επόμενη εργάσιμη ημέρα, όταν η 1η Απριλίου δεν είναι εργάσιμη ημέρα. Τα εν λόγω στοιχεία αφορούν το όνομα του νομικού προσώπου, το όνομα του φυσικού προσώπου που εκπροσωπεί το νομικό πρόσωπο, τη διεύθυνση, τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τον αριθμό τηλεφώνου, τον αριθμό φαξ ή κάθε άλλη πληροφορία που επιτρέπει την ταυτοποίηση ενός ιδρύματος.

3.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στις αρχές εξυγίανσης οποιεσδήποτε πληροφορίες που επιτρέπουν στις αρχές εξυγίανσης να υπολογίζουν τις ετήσιες συνεισφορές, ιδίως τις πληροφορίες που συνδέονται με την πρόσθετη προσαρμογή κινδύνου και τυχόν σχετικές εξαιρέσεις που έχουν χορηγήσει οι αρμόδιες αρχές σε ιδρύματα σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

ΤΜΗΜΑ 5

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 20

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Όταν οι πληροφορίες που απαιτούνται για έναν συγκεκριμένο δείκτη, όπως αναφέρεται στο παράρτημα II, δεν περιλαμβάνονται στην εφαρμοστέα εποπτική απαίτηση υποβολής εκθέσεων που αναφέρεται στο άρθρο 14 για το έτος αναφοράς, ο εν λόγω δείκτης κινδύνου δεν εφαρμόζεται έως ότου τεθεί σε εφαρμογή η εν λόγω εποπτική απαίτηση υποβολής εκθέσεων. Οι σταθμίσεις των λοιπών διαθέσιμων δεικτών κινδύνου αναβαθμονομούνται αναλογικά με τη στάθμισή τους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7, κατά τρόπον ώστε το άθροισμα των σταθμίσεών τους να είναι 1. Το 2015, εφόσον οποιαδήποτε από τις πληροφορίες που απαιτούνται στο άρθρο 16 δεν είναι διαθέσιμες στο σύστημα εγγύησης των καταθέσεων μέχρι τις 31 Ιανουαρίου, για τους σκοπούς του υπολογισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 ή της βασικής ετήσιας συνεισφοράς εκάστου ιδρύματος που αναφέρεται στο άρθρο 5, κατόπιν κοινοποίησης από το σύστημα εγγύησης καταθέσεων, τα σχετικά πιστωτικά ιδρύματα παρέχουν στις αρχές εξυγίανσης τις εν λόγω πληροφορίες μέχρι την ημερομηνία αυτή. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 13 παράγραφος 1, όσον αφορά τις συνεισφορές που καταβλήθηκαν το 2015, οι αρχές εξυγίανσης κοινοποιούν σε κάθε ίδρυμα την απόφασή τους για τον προσδιορισμό της ετήσιας συνεισφοράς εισφοράς που πρέπει να καταβληθεί από αυτό το αργότερο έως τις 30 Νοεμβρίου 2015.

2.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 13 παράγραφος 4, και όσον αφορά τις συνεισφορές που πρέπει να καταβληθούν το 2015, το πληρωτέο ποσό βάσει της απόφασης που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 3 καταβάλλεται έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015.

3.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 14 παράγραφος 4, και όσον αφορά τις πληροφορίες που παρέχονται στην αρχή εξυγίανσης το 2015, οι πληροφορίες που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο παρέχονται το αργότερο μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου 2015.

4.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 16 παράγραφος 1, τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων γνωστοποιούν στην αρχή εξυγίανσης έως την 1η Σεπτεμβρίου 2015 τις πληροφορίες σχετικά με το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά την 31η Ιουλίου 2015.

5.   Μέχρι το τέλος της αρχικής περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 69 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014/ΕΕ, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα των οποίων οι συνολικές υποχρεώσεις, μείον τα ίδια κεφάλαια και τις καλυπτόμενες καταθέσεις, υπερβαίνουν τα 300 000 000 ευρώ, και των οποίων το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού είναι ίσο ή μικρότερο των 3 000 000 000 ευρώ, να καταβάλουν ένα κατ' αποκοπήν ποσό 50 000 ευρώ για τα πρώτα 300 000 000 ευρώ συνολικών υποχρεώσεων, μείον τα ίδια κεφάλαια και τις καλυπτόμενες καταθέσεις. Για τις συνολικές υποχρεώσεις μείον τα ίδια κεφάλαια και τις καλυπτόμενες καταθέσεις που υπερβαίνουν τα 300 000 000 ευρώ, τα εν λόγω ιδρύματα συνεισφέρουν σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 9 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 21

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2015.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 21 Οκτωβρίου 2014.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

José Manuel BARROSO


(1)  ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190.

(2)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 1).

(7)  Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149).

(8)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).

(9)  Οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 372 της 31.12.1986, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (ΕΕ L 243 της 11.9.2002, σ. 1).

(11)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/61 της Επιτροπής, της 10.10.2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 όσον αφορά την απαίτηση κάλυψης του κινδύνου ρευστότητας για τα πιστωτικά ιδρύματα (βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 1).

(13)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(14)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

(15)  Οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

(16)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 2014, για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά την υποβολή εποπτικών αναφορών από τα ιδρύματα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 191 της 28.6.2014, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΩΝ ΕΤΗΣΙΩΝ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΩΝ ΤΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ)

ΒΗΜΑ 1

Υπολογισμός των πρωτογενών δεικτών

Η αρχή εξυγίανσης υπολογίζει τους ακόλουθους δείκτες εφαρμόζοντας τα ακόλουθα μέτρα:

Πυλώνας

Δείκτης

Μέτρα

Έκθεση σε κίνδυνο

Ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις που κατέχει το ίδρυμα πέραν της MREL

Formula

Όπου, για το σκοπό του παρόντος δείκτη:

 

Ως ίδια κεφάλαια νοείται το άθροισμα του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 και του κεφαλαίου της κατηγορίας 2 σύμφωνα με τον ορισμό του σημείου 118) του άρθρου 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

 

Επιλέξιμες υποχρεώσεις είναι το άθροισμα των υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 71) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

 

Συνολικές υποχρεώσεις όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 11 του παρόντος κανονισμού. Οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από παράγωγα περιλαμβάνονται στις συνολικές υποχρεώσεις υπό την προϋπόθεση ότι αναγνωρίζονται πλήρως τα δικαιώματα συμψηφισμού του αντισυμβαλλομένου.

 

Ως MREL νοείται η ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις όπως ορίζεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.

Έκθεση σε κίνδυνο

Δείκτης μόχλευσης

Δείκτης μόχλευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 429 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και αναφέρεται σύμφωνα με το παράρτημα X του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής

Έκθεση σε κίνδυνο

Δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών κατηγορίας 1

Δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών κατηγορίας 1 όπως ορίζεται στο άρθρο 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και αναφέρεται σύμφωνα με το παράρτημα I του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής.

Έκθεση σε κίνδυνο

TRE/Σύνολο ενεργητικού

Formula

όπου:

 

Ως TRE νοείται το συνολικό ποσό του ανοίγματος σε κίνδυνο όπως ορίζεται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

 

Το σύνολο του ενεργητικού ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 12 του παρόντος κανονισμού.

Σταθερότητα και ποικιλία της χρηματοδότησης

Δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης

Δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης όπως αναφέρεται σύμφωνα με το άρθρο 415 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Σταθερότητα και ποικιλία της χρηματοδότησης

Δείκτης κάλυψης ρευστότητας

Δείκτης κάλυψης ρευστότητας όπως αναφέρεται σύμφωνα με το άρθρο 415 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και με τον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2015/61 της Επιτροπής.

Σημασία του ιδρύματος για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή της οικονομίας

Μερίδιο των διατραπεζικών δανείων και καταθέσεων στην ΕΕ

Formula

όπου:

 

Τα διατραπεζικά δάνεια ορίζονται ως το άθροισμα της λογιστικής αξίας των δανείων και προκαταβολών σε πιστωτικά ιδρύματα και άλλες χρηματοοικονομικές εταιρείες όπως καθορίζεται για το σκοπό των υποδειγμάτων αριθ. 4.1, 4.2, 4.3 και 4.4 του παραρτήματος III του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής.

 

Οι διατραπεζικές καταθέσεις ορίζονται ως η λογιστική αξία των καταθέσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλων χρηματοοικονομικών εταιρειών όπως καθορίζεται για τους σκοπούς του υποδείγματος αριθ. 8.1 του παραρτήματος III του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής.

 

Το σύνολο των διατραπεζικών δανείων και καταθέσεων στην ΕΕ είναι το άθροισμα των συνολικών διατραπεζικών δανείων και καταθέσεων των ιδρυμάτων σε κάθε κράτος μέλος, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 15.

ΒΗΜΑ 2

Διακριτός χαρακτήρας των δεικτών

1.

Στη σημειογραφία που ακολουθεί, το n δεικτοδοτεί τα ιδρύματα, το i δεικτοδοτεί τους δείκτες εντός των πυλώνων και το j δεικτοδοτεί τους πυλώνες.

2.

Για κάθε πρωτογενή δείκτη που προκύπτει από το βήμα 1, xij , εκτός από τον δείκτη «έκταση της προηγούμενης έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης», η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε υπολογισμό του αριθμού των κελιών, kij , ως τον πλησιέστερο ακέραιο στο:

Formula
,

όπου:

N είναι ο αριθμός των ιδρυμάτων που συνεισφέρουν στη ρύθμιση χρηματοδότησης της εξυγίανσης για την οποία υπολογίζεται ο δείκτης·

Formula
;

Formula
;

Formula
.

3.

Για κάθε δείκτη, εκτός από τον δείκτη «έκταση της προηγούμενης έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης», η αρχή εξυγίανσης κατατάσσει τον ίδιο αριθμό ιδρυμάτων σε κάθε κελί, αρχίζοντας με την κατάταξη των ιδρυμάτων με τις χαμηλότερες τιμές του πρωτογενούς δείκτη στο πρώτο κελί. Σε περίπτωση που ο αριθμός των ιδρυμάτων δεν διαιρείται ακριβώς με τον αριθμό των κελιών, κατατάσσεται ένα επιπλέον ίδρυμα σε κάθε ένα από τα πρώτα r κελιά, αρχίζοντας από το κελί που περιέχει τα ιδρύματα με τις χαμηλότερες τιμές του πρωτογενούς δείκτη, όπου r είναι το υπόλοιπο της διαίρεσης του αριθμού των ιδρυμάτων, N, με τον αριθμό των κελιών kij .

4.

Για κάθε δείκτη, εκτός από τον δείκτη «έκταση της προηγούμενης έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης», η αρχή εξυγίανσης αποδίδει σε όλα τα ιδρύματα που περιέχονται σε ένα δεδομένο κελί τον αύξοντα αριθμό του κελιού, αριθμώντας από τα αριστερά προς τα δεξιά, έτσι ώστε η τιμή του διακριτού δείκτη να ορίζεται ως Iij,n = 1,…, kij .

5.

Το παρόν βήμα εφαρμόζεται στους δείκτες που παρατίθενται στα σημεία α) και β) του άρθρου 6 παράγραφος 5 μόνον εφόσον η αρχή εξυγίανσης τους καθορίσει ως συνεχείς μεταβλητές.

ΒΗΜΑ 3

Αναβαθμονόμηση των δεικτών

Η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε αναβαθμονόμηση του κάθε δείκτη που προκύπτει από το βήμα 2, για όλο από το εύρος τιμών 1-1 000, με την εφαρμογή του ακόλουθου τύπου:

Image 1
,

όπου τα ορίσματα της ελάχιστης και της μέγιστης συνάρτησης είναι οι τιμές όλων των ιδρυμάτων που συνεισφέρουν στη ρύθμιση χρηματοδότησης της εξυγίανσης για την οποία υπολογίζεται ο δείκτης.

ΒΗΜΑ 4

Ένταξη του αποδοθέντος προσήμου

1.

Η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει τα ακόλουθα πρόσημα στους δείκτες:

Πυλώνας

Δείκτης

Πρόσημο

Έκθεση σε κίνδυνο

Ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις που κατέχει το ίδρυμα πέραν της MREL

Έκθεση σε κίνδυνο

Δείκτης μόχλευσης

Έκθεση σε κίνδυνο

Δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών κατηγορίας 1

Έκθεση σε κίνδυνο

TRE/Σύνολο ενεργητικού

+

Σταθερότητα και ποικιλία της χρηματοδότησης

Δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης

Σταθερότητα και ποικιλία της χρηματοδότησης

Δείκτης κάλυψης ρευστότητας

Σημασία του ιδρύματος για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή της οικονομίας

Μερίδιο των διατραπεζικών δανείων και καταθέσεων στην ΕΕ

+

Πρόσθετοι δείκτες κινδύνου που προσδιορίζονται από την αρχή εξυγίανσης

Ιδιότητα μέλους IPS

Πρόσθετοι δείκτες κινδύνου που προσδιορίζονται από την αρχή εξυγίανσης

Έκταση της προηγούμενης έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης

+

Για τους δείκτες με θετικό πρόσημο, οι υψηλότερες τιμές αντιστοιχούν σε υψηλότερη επικινδυνότητα ενός ιδρύματος. Για τους δείκτες με αρνητικό πρόσημο, οι υψηλότερες τιμές αντιστοιχούν σε χαμηλότερη επικινδυνότητα ενός ιδρύματος.

Η αρχή εξυγίανσης προσδιορίζουν τους δείκτες όσον αφορά τις δραστηριότητες διαπραγμάτευσης, τα εκτός ισολογισμού ανοίγματα, τα παράγωγα, την πολυπλοκότητα και τη δυνατότητα εξυγίανσης, και προσδιορίζει αναλόγως το πρόσημό τους.

2.

Η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει την ακόλουθη μετατροπή σε κάθε αναβαθμονομημένο δείκτη που προκύπτει από το βήμα 3, RIij,n , προκειμένου να συμπεριλάβει το πρόσημό του:

TRIij,n =

RIij,n

if sign = «–»

1 001 – RIij,n

if sign = «+»

ΒΗΜΑ 5

Υπολογισμός του σύνθετου δείκτη

3.

Η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε συγκεντρωτική παρουσίαση των δεικτών i στο εσωτερικό του κάθε πυλώνα j μέσω σταθμικού αριθμητικού μέσου όρου, εφαρμόζοντας τον ακόλουθο τύπο:

Formula
,

όπου:

 

wij είναι η στάθμιση του δείκτη i στον πυλώνα j όπως ορίζονται από το άρθρο 7·

 

Nj είναι ο αριθμός των δεικτών εντός του πυλώνα j.

4.

Προκειμένου να υπολογίσει τον σύνθετο δείκτη, η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε συγκεντρωτική παρουσίαση των πυλώνων j μέσω σταθμικού γεωμετρικού μέσου όρου, εφαρμόζοντας τον ακόλουθο τύπο:

Formula
,

όπου:

 

Wj είναι η στάθμιση του πυλώνα j όπως ορίζεται από το άρθρο 7·

 

J είναι ο αριθμός των πυλώνων.

5.

Η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει την ακόλουθη μετατροπή προκειμένου να καθοριστεί ο τελικός σύνθετος δείκτης λαμβάνοντας υψηλότερες τιμές σε ιδρύματα με υψηλότερο προφίλ κινδύνου:

Formula
.

ΒΗΜΑ 6

Υπολογισμός των ετήσιων εισφορών

1.

Η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε αναβαθμονόμηση του τελικού σύνθετου δείκτη που προκύπτει από το βήμα 5, FCIn , σε όλο το εύρος τιμών που καθορίζεται στο άρθρο 9, εφαρμόζοντας τον ακόλουθο τύπο:

Image 2
.

όπου τα ορίσματα της ελάχιστης και της μέγιστης συνάρτησης είναι οι τιμές όλων των ιδρυμάτων που συνεισφέρουν στη ρύθμιση χρηματοδότησης της εξυγίανσης για την οποία υπολογίζεται ο τελικός σύνθετος δείκτης.

2.

Η αρχή εξυγίανσης υπολογιστεί την ετήσια συνεισφορά κάθε ιδρύματος n, εκτός από τα ιδρύματα που υπόκεινται στο άρθρο 10 και εκτός από το κατ' αποκοπήν τμήμα των συνεισφορών των ιδρυμάτων στα οποία τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το άρθρο 20 παράγραφος 5, ως εξής:

Image 3
,

όπου:

 

p, q ιδρύματα του δείκτη·

 

Target είναι το ετήσιο επίπεδο-στόχος, όπως καθορίζεται από την αρχή εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2, μείον το άθροισμα των συνεισφορών που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 10 και μείον το άθροισμα τυχόν κατ' αποκοπήν ποσών που ενδεχομένως έχουν καταβληθεί στο πλαίσιο του άρθρου 20 παράγραφος 5·

 

Bn είναι το ύψος των υποχρεώσεων (εξαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων) μείον τις καλυπτόμενες καταθέσεις του ιδρύματος n, όπως έχουν προσαρμοστεί σύμφωνα με το άρθρο 5 και με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 20 παράγραφος 5.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΠΟΥ ΥΠΟΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ

Σύνολο ενεργητικού, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 12)

Σύνολο παθητικού, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 11)

Υποχρεώσεις που καλύπτονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχεία α), β), γ), δ), ε), στ)

Υποχρεώσεις που προκύπτουν από συμβάσεις παραγώγων

Υποχρεώσεις που προκύπτουν από συμβάσεις παραγώγων που αποτιμώνται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3

Καλυπτόμενες καταθέσεις

Συνολική έκθεση σε κίνδυνο

Ίδια κεφάλαια

Δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

Επιλέξιμες υποχρεώσεις

Δείκτης μόχλευσης

Δείκτης κάλυψης ρευστότητας

Δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης

Διατραπεζικά δάνεια

Διατραπεζικές καταθέσεις


Top