EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document E2006C0094

Απόφαση της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ αριθ. 94/06/COL, της 19ης Απριλίου 2006 , για την τροποποίηση για πεντηκοστή έβδομη φορά των διαδικαστικών και ουσιαστικών κανόνων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων

OJ L 36, 5.2.2009, p. 62–68 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2006/94(2)/oj

5.2.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 36/62


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΫΟΥΣΑΣ ΑΡΧΉΣ ΤΗΣ ΕΖΕΣ

αριθ. 94/06/COL

της 19ης Απριλίου 2006

για την τροποποίηση για πεντηκοστή έβδομη φορά των διαδικαστικών και ουσιαστικών κανόνων στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων

Η ΕΠΟΠΤΕΥΟΥΣΑ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΖΕΣ (1),

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (2), και ιδίως τα άρθρα 61 έως 63 και το πρωτόκολλο αριθ. 26,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη συμφωνία μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (3), και ιδίως το άρθρο 24, το άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο β) και το άρθρο 1 του μέρους I του πρωτοκόλλου 3,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι, σύμφωνα με το άρθρο 24 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, η Αρχή εφαρμόζει τις διατάξεις της συμφωνίας ΕΟΧ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, η Αρχή εκδίδει ανακοινώσεις και κατευθυντήριες γραμμές για θέματα τα οποία άπτονται της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, εφόσον τούτο προβλέπεται ρητά από την εν λόγω συμφωνία ή από τη συμφωνία περί Εποπτείας και Δικαστηρίου ή εφόσον το κρίνει αναγκαίο η Αρχή,

ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ τους διαδικαστικούς και ουσιαστικούς κανόνες στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων (4) που θεσπίστηκαν στις 19 Ιανουαρίου 1994 από την Αρχή (5),

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι, σύμφωνα με το σημείο ΙΙ του κεφαλαίου «Γενικά» που βρίσκεται στο τέλος του παραρτήματος ΧV της συμφωνίας ΕΟΧ, η Αρχή εκδίδει, κατόπιν διαβουλεύσεων με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πράξεις αντίστοιχες με εκείνες που εκδίδει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε τη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής (6) σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων, η οποία αντικαθιστά την προηγούμενη σύσταση 96/280/ΕΚ της Επιτροπής (7) σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι το πρώην κεφάλαιο 10 των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις, στο οποίο ενσωματώθηκε η σύσταση 96/280/ΕΚ της Επιτροπής, διαγράφηκε από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ με την απόφαση αριθ. 198/03/COL της 5ης Νοεμβρίου 2003 (8) διότι ο νέος ορισμός των ΜΜΕ, ο οποίος περιλαμβάνεται στη νέα σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, είχε επίσης ενσωματωθεί στο παράρτημα ενός νέου κανονισμού απαλλαγής κατά κατηγορία για τις ενισχύσεις προς ΜΜΕ (9),

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι ο ορισμός των ΜΜΕ χρησιμεύει ως γενικό εργαλείο αναφοράς στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν αρκετές παραπομπές σε αυτόν, η αρχή θεωρεί χρήσιμο να ενσωματώσει στις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις τον νέο ορισμό των ΜΜΕ, ο οποίος περιλαμβάνεται στη νέα σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι ο ορισμός των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων στη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής πρέπει, επομένως, να περιληφθεί στις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις ως νέο κεφάλαιο 10,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι άλλα κεφάλαια στις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις παραπέμπουν στον προηγούμενο ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων που περιλαμβάνεται στο πρώην κεφάλαιο 10 και ότι τα κεφάλαια αυτά πρέπει, ως εκ τούτου, να τροποποιηθούν αναλόγως ώστε να αναφέρονται στον νέο ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων,

ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ ότι η Αρχή έχει διεξαγάγει διαβουλεύσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την ενσωμάτωση της σύστασης 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής στις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις,

ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ ότι η Αρχή ζήτησε τη γνώμη των κρατών της ΕΖΕΣ με επιστολές σχετικές με το θέμα που απέστειλε στην Ισλανδία, το Λιχτενστάιν και τη Νορβηγία στις 7 Φεβρουαρίου 2006,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Οι κατευθυντήριες γραμμές της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις τροποποιούνται με την προσθήκη ενός νέου κεφαλαίου 10 σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων. Το νέο κεφάλαιο 10 συμπεριλαμβάνεται και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της παρούσας απόφασης. Άλλα κεφάλαια στις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις τα οποία παραπέμπουν στον προηγούμενο ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων που περιλαμβάνεται στο πρώην κεφάλαιο 10 τροποποιούνται αναλόγως ώστε να παραπέμπουν στον νέο ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων που περιλαμβάνεται στη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής.

Το νέο κεφάλαιο 10 εφαρμόζεται αμέσως μετά την έγκρισή του από την Αρχή.

Άρθρο 2

Οι χώρες της ΕΖΕΣ ενημερώνονται με επιστολή, καθώς και με την αποστολή αντιγράφου της παρούσας απόφασης και του συνημμένου νέου κεφαλαίου 10 των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.

Άρθρο 3

Αντίγραφο της παρούσας απόφασης και του νέου κεφαλαίου 10 των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις αποστέλλεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή προς ενημέρωσή της σύμφωνα με το στοιχείο δ) του πρωτοκόλλου 27 της συμφωνίας ΕΟΧ.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση, συμπεριλαμβανομένου του παραρτήματός της, δημοσιεύεται στο τμήμα ΕΟΧ και στο συμπλήρωμα ΕΟΧ της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 19 Απριλίου 2006.

Για την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

Bjørn T. GRYDELAND

Πρόεδρος

Kurt JAEGER

Μέλος της Εποπτεύουσας Αρχής


(1)  Εφεξής «η Αρχή».

(2)  Εφεξής «η συμφωνία ΕΟΧ».

(3)  Εφεξής «η συμφωνία περί Εποπτείας και Δικαστηρίου».

(4)  Η συλλογή των ανακοινώσεων, των κατευθυντήριων γραμμών κ.λπ. που εξέδωσε η Αρχή αναφέρεται εφεξής ως «κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις».

(5)  Αρχικά δημοσιεύθηκε στην ΕΕ L 231 της 3.9.1994, σ. 1, και στο συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 32 της ίδιας ημερομηνίας. Μια ενημερωμένη έκδοση των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις βρίσκεται στην ιστοσελίδα της Αρχής: www.eftasurv.int

(6)  ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36.

(7)  ΕΕ L 107 της 30.4.1996, σ. 4.

(8)  ΕΕ L 120 της 12.5.2005, σ. 39.

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 70/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΕΕ L 10 της 13.1.2001, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 364/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 63 της 28.2.2004, σ. 22). Και οι δύο κανονισμοί έχουν ενσωματωθεί στο τμήμα 1στ στο παράρτημα XV της συμφωνίας ΕΟΧ με την απόφαση αριθ. 88/2002 της Μεικτής Επιτροπής (ΕΕ L 266 της 3.10.2002, σ. 56, και συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 49 της 3.10.2002, σ. 42) και με την απόφαση αριθ. 131/2004 της Μεικτής Επιτροπής (ΕΕ L 64 της 10.3.2005, σ. 67 και συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 12 της 10.3.2005, σ. 49).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

«10.   ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΕΣ, ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ (ΜΜΕ)

10.1.   Εισαγωγή

(1)

Στο προηγούμενο κεφάλαιο 10 είχε ενσωματωθεί η σύσταση 96/280/ΕΚ (1) της Επιτροπής σχετικά με τον ορισμό των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Λόγω ορισμένων δυσκολιών ερμηνείας που προέκυψαν κατά την εφαρμογή της σύστασης 96/280/ΕΚ της Επιτροπής, και βάσει των παρατηρήσεων που απέστειλαν οι επιχειρήσεις, χρειάστηκε να γίνουν ορισμένες τροποποιήσεις στη σύσταση 96/280/ΕΚ της Επιτροπής. Εντούτοις, για λόγους διαφάνειας, η Επιτροπή αποφάσισε να αντικαταστήσει τη σύσταση 96/280/ΕΚ της Επιτροπής με νέα σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής η οποία περιλαμβάνει νέο ορισμό για τις πολύ μικρές, τις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις (εφεξής “ΜΜΕ”).

(2)

Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ διέγραψε το πρώην κεφάλαιο 10 (στο οποίο ενσωματώθηκε η σύσταση 96/280/ΕΚ της Επιτροπής), με την απόφαση αριθ. 198/03/COL της 5ης Νοεμβρίου 2003 (2) διότι ο νέος ορισμός των ΜΜΕ, ο οποίος περιλαμβάνεται στη νέα σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, είχε επίσης ενσωματωθεί στο παράρτημα ενός νέου κανονισμού απαλλαγής κατά κατηγορία για τις ενισχύσεις προς ΜΜΕ (3).

(3)

Εν πάση περιπτώσει, επειδή ο ορισμός των ΜΜΕ χρησιμεύει ως γενικό εργαλείο αναφοράς στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν αρκετές παραπομπές στον ορισμό των ΜΜΕ, η Αρχή θεωρεί χρήσιμο να ενσωματώσει στις κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις το νέο ορισμό των ΜΜΕ, ο οποίος περιλαμβάνεται στη νέα σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής. Το παρόν νέο κεφάλαιο 10 επομένως περιλαμβάνει το νέο ορισμό των ΜΜΕ όπως έχει καθοριστεί στη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής (4).

(4)

Πρέπει να γίνει σαφές ότι, σύμφωνα με:

i)

τα άρθρα 48, 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων· και

ii)

τα άρθρα 34, 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο ΕΖΕΣ και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

θεωρείται επιχείρηση κάθε μονάδα, ανεξάρτητα από τη νομική της μορφή, που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, περιλαμβανομένων ιδίως εκείνων που ασκούν βιοτεχνική ή άλλη δραστηριότητα, σε ατομική ή οικογενειακή βάση, και των προσωπικών εταιρειών ή των ενώσεων που ασκούν τακτικά μια οικονομική δραστηριότητα.

(5)

Το κριτήριο του αριθμού των απασχολούμενων ατόμων (εφεξής “το κριτήριο των απασχολούμενων ατόμων”) παραμένει αναμφισβήτητα ένα από τα σημαντικότερα και πρέπει να θεωρείται ως βασικό, αλλά η θέσπιση και ενός χρηματοοικονομικού κριτηρίου αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα προκειμένου να προσδιορίζεται η πραγματική σημασία και απόδοση μιας επιχείρησης και η θέση της σε σχέση με τους ανταγωνιστές της. Ωστόσο, δεν είναι ευκταίο να υιοθετηθεί ο κύκλος εργασιών ως αποκλειστικό χρηματοοικονομικό κριτήριο, κυρίως διότι οι επιχειρήσεις του τομέα του εμπορίου και της διανομής έχουν, από τη φύση τους, μεγαλύτερο κύκλο εργασιών από τις επιχειρήσεις του μεταποιητικού τομέα. Το κριτήριο του κύκλου εργασιών πρέπει επομένως να συνδυαστεί με το κριτήριο του συνολικού ισολογισμού, το οποίο αντικατοπτρίζει το συνολικό πλούτο μιας επιχείρησης, με δυνατότητα υπέρβασης του ενός από τα δύο αυτά κριτήρια.

(6)

Τα όρια για τον κύκλο εργασιών αφορούν επιχειρήσεις με πολύ διαφορετικές οικονομικές δραστηριότητες. Προκειμένου να μην περιοριστούν αδικαιολόγητα τα οφέλη της εφαρμογής του ορισμού, χρειάζεται η προσαρμογή του στα σύγχρονα δεδομένα, λαμβανομένων υπόψη των μεταβολών τόσο στις τιμές όσο και στην παραγωγικότητα.

(7)

Όσον αφορά τα όρια για το σύνολο του ισολογισμού, επειδή δεν υπάρχουν νέα στοιχεία, κρίνεται ορθό να διατηρηθεί η προσέγγιση σύμφωνα με την οποία εφαρμόζεται στα όρια του κύκλου εργασιών ένας συντελεστής με βάση τη στατιστική σχέση μεταξύ των δύο αυτών μεταβλητών. Οι στατιστικές εξελίξεις που διαπιστώνονται επιβάλλουν μεγαλύτερη αύξηση του ορίου του κύκλου εργασιών. Καθόσον οι εξελίξεις διαφοροποιούνται ανάλογα με το μέγεθος των επιχειρήσεων, είναι επίσης αναγκαία η προσαρμογή του εν λόγω συντελεστή προκειμένου να ερμηνευθούν ορθότερα οι μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες και να μην υπάρξουν επιπτώσεις για τις πολύ μικρές και τις μικρές επιχειρήσεις σε σύγκριση με τις μεσαίες επιχειρήσεις. Ο εν λόγω συντελεστής προσεγγίζει το 1 στην περίπτωση των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων. Για το λόγο αυτό, και χάριν απλούστευσης, πρέπει να επιλεγεί η ίδια τιμή για τις κατηγορίες αυτές τόσο για το όριο του κύκλου εργασιών όσο και για το όριο του ισολογισμού.

(8)

Πρέπει επίσης να βελτιωθεί ο ορισμός των πολύ μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες αποτελούν μια κατηγορία επιχειρήσεων που είναι ιδιαίτερα σημαντική για την ανάπτυξη του επιχειρηματικού πνεύματος και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης.

(9)

Για να εκτιμηθεί καλύτερα η οικονομική πραγματικότητα των ΜΜΕ και να αποκλειστούν από τον ορισμό αυτό οι όμιλοι επιχειρήσεων των οποίων η οικονομική ισχύς υπερβαίνει εκείνη μιας ΜΜΕ, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των διαφόρων τύπων επιχειρήσεων: ποιες είναι ανεξάρτητες, ποιες έχουν συμμετοχές που δεν συνεπάγονται θέση ελέγχου (συνεργαζόμενες επιχειρήσεις) ή ποιες είναι συνδεδεμένες με άλλες επιχειρήσεις. Διατηρείται το επίπεδο συμμετοχής 25 % που καθορίζεται στην προηγούμενη σύσταση 96/280/ΕΚ της Επιτροπής, κάτω από το οποίο θεωρείται ανεξάρτητη μια επιχείρηση.

(10)

Για να ενθαρρυνθεί η δημιουργία επιχειρήσεων και η χρηματοδότηση των ΜΜΕ με ίδια κεφάλαια, και η αγροτική και τοπική ανάπτυξη, οι επιχειρήσεις μπορούν να θεωρούνται ανεξάρτητες παρά την ύπαρξη συμμετοχής στο κεφάλαιό τους σε ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο του 25 % από ορισμένες κατηγορίες επενδυτών, που διαδραματίζουν θετικό ρόλο για τις εν λόγω χρηματοδοτήσεις και δημιουργίες. Πρέπει, ωστόσο, να διευκρινιστούν οι προϋποθέσεις που εφαρμόζονται στους εν λόγω επενδυτές. Η περίπτωση των φυσικών προσώπων ή των ομάδων φυσικών προσώπων που ασκούν συστηματικά δραστηριότητες σε επενδύσεις επιχειρηματικού κινδύνου (“business angels”) αναφέρεται ειδικά επειδή, σε σύγκριση με τους λοιπούς επενδυτές επιχειρηματικού κεφαλαίου, η ικανότητά τους να παρέχουν κατάλληλες συμβουλές στους νέους επιχειρηματίες συνιστά πολύτιμη συμβολή. Οι επενδύσεις τους με ίδια κεφάλαια αποτελούν επίσης συμπλήρωμα της δραστηριότητας των εταιρειών επιχειρηματικού κεφαλαίου, παρέχοντας μικρότερα ποσά σε πρώιμα στάδια του κύκλου ζωής της επιχείρησης.

(11)

Για λόγους απλούστευσης, κυρίως προς όφελος των κρατών ΕΖΕΣ και των επιχειρήσεων, πρέπει για τον ορισμό των συνδεδεμένων επιχειρήσεων να υιοθετηθούν, εφόσον αυτές βεβαίως ανταποκρίνονται στο αντικείμενο του παρόντος κεφαλαίου, οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (5), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2001/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6). Για να ενισχυθούν τα μέτρα παροχής κινήτρων για τις επενδύσεις σε ίδια κεφάλαια σε ΜΜΕ, εισήχθη το τεκμήριο της μη άσκησης κυρίαρχης επιρροής στην εξεταζόμενη επιχείρηση, βάσει των κριτηρίων του άρθρου 5 παράγραφος 3 της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, περί των ετήσιων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών (7), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2001/65/ΕΚ.

(12)

Για να διατηρηθούν για τις επιχειρήσεις που πραγματικά τα έχουν ανάγκη, τα πλεονεκτήματα υπέρ των ΜΜΕ που απορρέουν από τις διάφορες κανονιστικές ρυθμίσεις ή μέτρα, κρίνεται σκόπιμη, κατά περίπτωση, η συνεκτίμηση των σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ των επιχειρήσεων μέσω φυσικών προσώπων. Για να μην υπερβαίνει το απολύτως αναγκαίο η εξέταση των καταστάσεων αυτών, η συνεκτίμηση των εν λόγω σχέσεων πρέπει να περιορίζεται στις περιπτώσεις εταιρειών που αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους στην ίδια αγορά ή σε όμορες αγορές, με παραπομπή, όταν είναι αναγκαίο, στον ορισμό που έδωσε η Αρχή στη “σχετική αγορά”, στο παράρτημα Ι της απόφασής της σχετικά με τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού εντός του ΕΟΧ (8).

(13)

Για να αποφευχθεί η δημιουργία αυθαίρετων διακρίσεων μεταξύ των διαφόρων δημόσιων φορέων ενός κράτους ΕΖΕΣ, καθώς και για λόγους ασφάλειας δικαίου, κρίνεται αναγκαίο να επιβεβαιωθεί ότι οι επιχειρήσεις των οποίων το 25 % ή περισσότερο του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου ανήκει σε δημόσιο οργανισμό ή δημόσιο φορέα δεν θεωρούνται ΜΜΕ.

(14)

Για να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος για τις επιχειρήσεις, να διευκολυνθεί και να επιταχυνθεί η διοικητική επεξεργασία των φακέλων για τους οποίους απαιτείται η ιδιότητα της ΜΜΕ, πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα υποβολής υπεύθυνων δηλώσεων εκ μέρους των επιχειρήσεων με σκοπό την πιστοποίηση ορισμένων χαρακτηριστικών τους.

(15)

Πρέπει να προσδιοριστεί η σύνθεση του απασχολούμενου προσωπικού που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον ορισμό των ΜΜΕ. Με στόχο την ενθάρρυνση της ανάπτυξης της επαγγελματικής εκπαίδευσης και των εναλλασσόμενων περιόδων κατάρτισης και εργασίας, κρίνεται σκόπιμο να μην συμπεριληφθούν για τον υπολογισμό του αριθμού απασχολούμενων οι μαθητευόμενοι και οι σπουδαστές που έχουν συνάψει σύμβαση επαγγελματικής κατάρτισης. Ομοίως, οι άδειες μητρότητας ή οι γονικές άδειες δεν θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό.

(16)

Οι διάφοροι τύποι επιχειρήσεων που ορίζονται ανάλογα με τις σχέσεις που διατηρούν με άλλες επιχειρήσεις αντιστοιχούν αντικειμενικά σε διαφορετικούς βαθμούς ενοποίησης. Επομένως, για τον υπολογισμό των ποσοτήτων που αντιπροσωπεύουν τη δραστηριότητά τους και την οικονομική ισχύ τους θα πρέπει να εφαρμόζονται διαφορετικοί όροι για κάθε τύπο επιχείρησης.

10.2.   Ορισμός των πολύ μικρών, των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων

10.2.1.   Επιχειρήσεις

(17)

Επιχείρηση θεωρείται κάθε μονάδα, ανεξάρτητα από τη νομική της μορφή, που ασκεί οικονομική δραστηριότητα. Ως τέτοιες νοούνται ιδίως οι μονάδες που ασκούν βιοτεχνική ή άλλη δραστηριότητα, ατομικά ή οικογενειακά, προσωπικές εταιρείες ή ενώσεις προσώπων που ασκούν τακτικά μια οικονομική δραστηριότητα.

10.2.2.   Αριθμός απασχολούμενων και οικονομικά όρια προσδιορίζοντα τις κατηγορίες επιχειρήσεων

(18)

Η κατηγορία των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων αποτελείται από επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 250 εργαζομένους και των οποίων ο ετήσιος κύκλος εργασιών δεν υπερβαίνει τα 50 εκατ. ευρώ ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού δεν υπερβαίνει τα 43 εκατ. ευρώ.

(19)

Στην κατηγορία των ΜΜΕ, ως “μικρή επιχείρηση” ορίζεται η επιχείρηση η οποία απασχολεί λιγότερους από 50 εργαζομένους και έχει ετήσιο κύκλο εργασιών ή/και ετήσιο συνολικό ισολογισμό που δεν υπερβαίνει τα 10 εκατ. ευρώ.

(20)

Στην κατηγορία των ΜΜΕ, ως πολύ μικρή επιχείρηση ορίζεται η επιχείρηση η οποία απασχολεί λιγότερους από 10 εργαζομένους και της οποίας ο ετήσιος κύκλος εργασιών ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού δεν υπερβαίνει τα 2 εκατ. ευρώ.

10.2.3.   Τύποι επιχειρήσεων που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του αριθμού απασχολούμενων και των χρηματοοικονομικών ποσών

(21)

“Ανεξάρτητη επιχείρηση” είναι κάθε επιχείρηση που δεν χαρακτηρίζεται ως συνεργαζόμενη επιχείρηση κατά την έννοια των παραγράφων 22-23 ή ως συνδεδεμένη επιχείρηση κατά την έννοια των παραγράφων 24-28.

(22)

“Συνεργαζόμενες επιχειρήσεις” είναι όλες οι επιχειρήσεις που δεν χαρακτηρίζονται ως συνδεδεμένες κατά την έννοια των παραγράφων 24-28 και μεταξύ των οποίων υπάρχει η ακόλουθη σχέση: μια επιχείρηση (ανάντη επιχείρηση) κατέχει, η ίδια ή από κοινού με μία ή περισσότερες συνδεδεμένες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 24-28, το 25 % ή περισσότερο του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας άλλης επιχείρησης (κατάντη επιχείρηση).

(23)

Ωστόσο, μια επιχείρηση μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανεξάρτητη, μη έχουσα δηλαδή συνεργαζόμενες επιχειρήσεις, ακόμη και εάν το όριο του 25 % καλύπτεται ή υπερκαλύπτεται, εφόσον το ποσοστό αυτό ελέγχεται από τις ακόλουθες κατηγορίες επενδυτών, και υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί δεν είναι, μεμονωμένα ή από κοινού, συνδεδεμένοι κατά την έννοια των παραγράφων 24-28 με την οικεία επιχείρηση:

α)

δημόσιες εταιρείες συμμετοχών, εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου, φυσικά πρόσωπα ή ομάδες φυσικών προσώπων που ασκούν συστηματικά δραστηριότητες σε επενδύσεις επιχειρηματικού κινδύνου (“business angels”) και επενδύουν ίδια κεφάλαια σε μη εισηγμένες στο χρηματιστήριο επιχειρήσεις, εφόσον το σύνολο της επένδυσης σε μια ίδια επιχείρηση δεν υπερβαίνει 1 250 000 ευρώ·

β)

πανεπιστήμια ή ερευνητικά κέντρα μη κερδοσκοπικού σκοπού·

γ)

θεσμικοί επενδυτές, συμπεριλαμβανομένων των ταμείων περιφερειακής ανάπτυξης·

δ)

αυτόνομες τοπικές αρχές με ετήσιο προϋπολογισμό μικρότερο από 10 εκατ. ευρώ και με λιγότερους από 5 000 κατοίκους.

(24)

“Συνδεδεμένες επιχειρήσεις” είναι οι επιχειρήσεις που διατηρούν μεταξύ τους μία από τις ακόλουθες σχέσεις:

α)

μια επιχείρηση κατέχει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή των εταίρων άλλης επιχείρησης·

β)

μια επιχείρηση έχει το δικαίωμα να διορίζει ή να παύει την πλειοψηφία των μελών του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου άλλης επιχείρησης·

γ)

μια επιχείρηση έχει το δικαίωμα να ασκήσει κυριαρχική επιρροή σε άλλη επιχείρηση βάσει σύμβασης που έχει συνάψει με αυτήν ή δυνάμει ρήτρας του καταστατικού αυτής της τελευταίας·

δ)

μια επιχείρηση που είναι μέτοχος ή εταίρος άλλης επιχείρησης ελέγχει μόνη της, βάσει συμφωνίας που έχει συνάψει με άλλους μετόχους ή εταίρους της εν λόγω επιχείρησης, την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου των μετόχων ή των εταίρων αυτής της επιχείρησης.

(25)

Τεκμαίρεται ότι δεν υπάρχει κυρίαρχη επιρροή, εφόσον οι επενδυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 23 δεν υπεισέρχονται άμεσα ή έμμεσα στη διαχείριση της εξεταζόμενης επιχείρησης, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων που κατέχουν με την ιδιότητά τους ως μετόχων ή εταίρων.

(26)

Συνδεδεμένες θεωρούνται επίσης οι επιχειρήσεις που διατηρούν μια από τις σχέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 24 μέσω μιας ή περισσότερων άλλων επιχειρήσεων ή με τους επενδυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 23.

(27)

Οι επιχειρήσεις που διατηρούν μία από τις εν λόγω σχέσεις μέσω ενός φυσικού προσώπου ή ομάδας φυσικών προσώπων που ενεργούν από κοινού θεωρούνται επίσης συνδεδεμένες επιχειρήσεις καθόσον ασκούν το σύνολο ή τμήμα των δραστηριοτήτων τους στην ίδια αγορά ή σε όμορες αγορές.

(28)

Ως όμορη αγορά θεωρείται η αγορά ενός προϊόντος ή υπηρεσίας που βρίσκεται αμέσως ανάντη ή κατάντη της σχετικής αγοράς.

(29)

Εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζονται στην παράγραφο 23, μια επιχείρηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ΜΜΕ, εάν το 25 % ή περισσότερο του κεφαλαίου της ή των δικαιωμάτων ψήφου της ελέγχεται, άμεσα ή έμμεσα, από έναν ή περισσότερους δημόσιους οργανισμούς ή δημόσιους φορείς, μεμονωμένα ή από κοινού.

(30)

Μια επιχείρηση δύναται να υποβάλει δηλώσεις σχετικά με την ιδιότητά της ως ανεξάρτητης, συνεργαζόμενης ή συνδεδεμένης επιχείρησης, καθώς και σχετικά με τα στοιχεία που αφορούν τα αριθμητικά όρια που αναφέρονται στο τμήμα 10.2.2. Η δήλωση αυτή μπορεί να υποβληθεί ακόμη και εάν η διασπορά κεφαλαίου δεν επιτρέπει να καθοριστεί ποιος το κατέχει εφόσον η επιχείρηση δηλώνει υπεύθυνα ότι μπορεί εύλογα να υποθέσει ότι δεν ανήκει, κατά ποσοστό 25 % ή περισσότερο, σε μια επιχείρηση ή, από κοινού, σε περισσότερες επιχειρήσεις που είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους. Οι δηλώσεις αυτές πραγματοποιούνται με την επιφύλαξη των ελέγχων και εξακριβώσεων που προβλέπονται από τους εθνικούς κανόνες ή από τους κανόνες του ΕΟΧ.

10.2.4.   Στοιχεία για τον υπολογισμό του αριθμού απασχολούμενων και των χρηματοοικονομικών ποσών και περίοδος αναφοράς

(31)

Τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του αριθμού απασχολούμενων και των χρηματοοικονομικών ποσών είναι εκείνα που αφορούν την τελευταία κλεισμένη διαχειριστική χρήση και υπολογίζονται σε ετήσια βάση. Λαμβάνονται υπόψη κατά την ημερομηνία κλεισίματος των λογαριασμών. Το ύψος του κύκλου εργασιών υπολογίζεται χωρίς το φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) και χωρίς άλλους έμμεσους δασμούς.

(32)

Όταν, κατά την ημερομηνία κλεισίματος των λογαριασμών και σε ετήσια βάση, μια επιχείρηση βρίσκεται πάνω ή κάτω από τα όρια τα σχετικά με τον αριθμό απασχολούμενων ή τα χρηματοοικονομικά όρια που αναφέρονται στο τμήμα 10.2.2, η κατάσταση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την απόκτηση ή την απώλεια της ιδιότητας της μεσαίας, μικρής ή πολύ μικρής επιχείρησης μόνον εάν το φαινόμενο επαναληφθεί επί δύο διαδοχικά οικονομικά έτη.

(33)

Στην περίπτωση νεοσύστατων επιχειρήσεων, οι λογαριασμοί των οποίων δεν έχουν κλείσει ακόμη, τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη πρέπει να προκύπτουν από αξιόπιστες εκτιμήσεις που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους.

10.2.5.   Αριθμός απασχολουμένων

(34)

Ο αριθμός απασχολούμενων ατόμων αντιστοιχεί στον αριθμό ετήσιων μονάδων εργασίας (ΕΜΕ), δηλαδή στον αριθμό εργαζομένων πλήρους απασχόλησης που εργάστηκαν στην εν λόγω επιχείρηση ή για λογαριασμό αυτής επί ολόκληρο το εξεταζόμενο έτος. Τα άτομα που δεν εργάστηκαν ολόκληρο το έτος, οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης, ανεξάρτητα από τη διάρκεια, και οι εργαζόμενοι σε εποχιακή βάση αντιστοιχούν σε κλάσματα των ΕΜΕ. Στον αριθμό απασχολούμενων περιλαμβάνονται:

α)

οι μισθωτοί·

β)

τα άτομα που εργάζονται για την επιχείρηση, έχουν σχέση εξάρτησης προς αυτήν και εξομοιώνονται με μισθωτούς με βάση το εθνικό δίκαιο·

γ)

οι ιδιοκτήτες επιχειρηματίες·

δ)

οι εταίροι που ασκούν τακτική δραστηριότητα εντός της επιχείρησης και προσπορίζονται οικονομικά οφέλη από την επιχείρηση.

(35)

Οι μαθητευόμενοι ή οι σπουδαστές που βρίσκονται σε επαγγελματική εκπαίδευση στο πλαίσιο σύμβασης μαθητείας ή επαγγελματικής κατάρτισης, δεν συνυπολογίζονται στον αριθμό απασχολούμενων. Η διάρκεια των αδειών μητρότητας ή των γονικών αδειών δεν συνυπολογίζεται.

10.2.6.   Καθορισμός των στοιχείων της επιχείρησης

(36)

Στην περίπτωση ανεξάρτητης επιχείρησης, ο καθορισμός των στοιχείων, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού απασχολούμενων, πραγματοποιείται αποκλειστικά με βάση τους λογαριασμούς αυτής της επιχείρησης.

(37)

Στην περίπτωση επιχείρησης που συνεργάζεται ή συνδέεται με άλλες επιχειρήσεις, ο καθορισμός των στοιχείων, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού απασχολούμενων, γίνεται με βάση τους λογαριασμούς και τα λοιπά στοιχεία της επιχείρησης, ή —εφόσον υπάρχουν— τους ενοποιημένους λογαριασμούς της επιχείρησης, ή τους ενοποιημένους λογαριασμούς στους οποίους περιλαμβάνεται και η εξεταζόμενη επιχείρηση βάσει ενοποίησης.

(38)

Στα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 37 προστίθενται τα στοιχεία των επιχειρήσεων που ενδεχομένως συνεργάζονται με την εξεταζόμενη επιχείρηση, οι οποίες βρίσκονται ακριβώς ανάντη ή κατάντη της εν λόγω επιχείρησης. Τα στοιχεία συγκεντρώνονται κατ’ αναλογία προς το ποσοστό συμμετοχής στο κεφάλαιο ή στα δικαιώματα ψήφου (το υψηλότερο από τα δύο αυτά ποσοστά). Σε περίπτωση διασταυρωμένης συμμετοχής, λαμβάνεται υπόψη το υψηλότερο των ποσοστών αυτών.

(39)

Στα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 37 και 38 προστίθεται το 100 % των στοιχείων των επιχειρήσεων που ενδεχομένως συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την εξεταζόμενη επιχείρηση και τα οποία δεν περιλαμβάνονται ήδη στους λογαριασμούς βάσει ενοποίησης.

(40)

Για την εφαρμογή των παραγράφων 37-39, τα στοιχεία των επιχειρήσεων που συνδέονται με την εξεταζόμενη επιχείρηση προκύπτουν από τους λογαριασμούς και τα λοιπά στοιχεία τους, ενοποιημένα εφόσον υπάρχουν. Σ’ αυτά προστίθεται το 100 % των στοιχείων των επιχειρήσεων που συνδέονται με αυτές τις συνεργαζόμενες, εκτός εάν τα στοιχεία τους περιλαμβάνονται ήδη βάσει ενοποίησης.

(41)

Για την εφαρμογή των παραγράφων 37-39, τα στοιχεία των επιχειρήσεων που συνδέονται με την εξεταζόμενη επιχείρηση, προκύπτουν από τους λογαριασμούς και τα λοιπά στοιχεία τους, ενοποιημένα εφόσον υπάρχουν. Στα στοιχεία αυτά προστίθενται κατ’ αναλογία τα στοιχεία των επιχειρήσεων που ενδεχομένως συνεργάζονται με τις συνδεδεμένες αυτές επιχειρήσεις, οι οποίες βρίσκονται ακριβώς ανάντη ή κατάντη αυτών, εάν δεν περιλαμβάνονται ήδη στους ενοποιημένους λογαριασμούς σε αναλογία τουλάχιστον ισοδύναμη με το ποσοστό που ορίζεται στην παράγραφο 38.

(42)

Όταν ο αριθμός απασχολούμενων δεδομένης επιχείρησης δεν προκύπτει από τους ενοποιημένους λογαριασμούς, υπολογίζεται συγκεντρώνοντας κατ’ αναλογία τα στοιχεία τα σχετικά με τις επιχειρήσεις που συνεργάζονται με την εν λόγω επιχείρηση, και προσθέτοντας τα στοιχεία τα σχετικά με τις επιχειρήσεις που συνδέονται μαζί της.

10.2.7.   Αναθεώρηση

(43)

Με βάση την αναθεώρηση σχετικά με την εφαρμογή του ορισμού που περιέχεται στο παρόν κεφάλαιο, που θα καταρτιστεί μετά την έκδοση σχεδίου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με αυτό, και λαμβανομένων υπόψη ενδεχόμενων τροποποιήσεων του άρθρου 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ περί του ορισμού των συνδεδεμένων επιχειρήσεων κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, η Αρχή προσαρμόζει, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, τον ορισμό που περιλαμβάνει το παρόν κεφάλαιο, και ιδίως τα όρια για τον κύκλο εργασιών και το σύνολο του ισολογισμού, ώστε να συνεκτιμηθούν η κτηθείσα εμπειρία και οι μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες στον ΕΟΧ.

10.3.   Έγκριση

(44)

Το νέο κεφάλαιο 10 εφαρμόζεται από την ημερομηνία έγκρισής του από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ.»


(1)  Σύσταση 96/280/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 107 της 30.4.1996, σ. 4).

(2)  Απόφαση αριθ. 198/03/COL της 5ης Νοεμβρίου 2003 (ΕΕ L 120 της 12.5.2005, σ. 39).

(3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 70/2001 της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2001, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΕΕ L 10 της 13.1.2001, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 364/2004 της Επιτροπής, της 25ης Φεβρουαρίου 2004 (ΕΕ L 63 της 28.2.2004, σ. 22). Και οι δύο κανονισμοί έχουν ενσωματωθεί στο τμήμα 1στ στο παράρτημα XV της συμφωνίας ΕΟΧ με την απόφαση αριθ. 88/2002 της Μεικτής Επιτροπής (ΕΕ L 266 της 3.10.2002, σ. 56, και συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 49 της 3.10.2002, σ. 42) και με την απόφαση αριθ. 131/2004 της Μεικτής Επιτροπής (ΕΕ L 64 της 10.3.2005, σ. 67, και συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 12 της 10.3.2005, σ. 49).

(4)  Σύσταση της Επιτροπής 2003/361/ΕΚ σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36).

(5)  Οδηγία 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983 (ΕΕ L 193 της 18.7.1983, σ. 1), η οποία έχει ενσωματωθεί στο τμήμα 4 του παραρτήματος ΧΧΙΙ της συμφωνίας ΕΟΧ.

(6)  Οδηγία 2001/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 283 της 27.10.2001, σ. 28), η οποία έχει ενσωματωθεί στο τμήμα 4 του παραρτήματος ΧΧΙΙ της συμφωνίας ΕΟΧ με την απόφαση αριθ. 176/2003 της Μεικτής Επιτροπής του ΕΟΧ της 5ης Δεκεμβρίου 2003 (ΕΕ L 88 της 25.3.2004, σ. 53, και στο συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 15 της 25.3.2004, σ. 14).

(7)  Οδηγία 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978 (ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11), η οποία έχει ενσωματωθεί στο τμήμα 4 του παραρτήματος ΧΧΙΙ της συμφωνίας ΕΟΧ.

(8)  Απόφαση του Σώματος αριθ. 46/98/COL, της 4ης Μαρτίου 1998 (ΕΕ L 200 της 16.7.1998, σ. 46 και στο συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 52 της 18.12.1997, σ. 10). Αυτή η απόφαση αντιστοιχεί στην ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού (ΕΕ C 372 της 9.12.1997, σ. 5).


Top