EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32005R1290

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής

OJ L 209, 11.8.2005, p. 1–25 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)
OJ L 286M, 4.11.2010, p. 1–25 (MT)
Special edition in Bulgarian: Chapter 14 Volume 001 P. 193 - 217
Special edition in Romanian: Chapter 14 Volume 001 P. 193 - 217
Special edition in Croatian: Chapter 14 Volume 001 P. 44 - 68

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 31/12/2013; καταργήθηκε από 32013R1306

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2005/1290/oj

11.8.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 209/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ,

της 21ης Ιουνίου 2005,

για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 37 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η κοινή γεωργική πολιτική περιλαμβάνει σειρά μέτρων, μεταξύ των οποίων μέτρα με σκοπό την αγροτική ανάπτυξη. Είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί η χρηματοδότησή τους για να συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής. Δεδομένου ότι τα εν λόγω μέτρα έχουν ορισμένα κοινά στοιχεία, ταυτόχρονα όμως διαφέρουν από πολλές απόψεις, ενδείκνυται να υπαχθεί η χρηματοδότησή τους σε ένα ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο θα επιτρέπει τη διαφορετική αντιμετώπισή τους, κατά περίπτωση. Για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές αυτές, πρέπει να συσταθούν δύο ευρωπαϊκά γεωργικά ταμεία, συγκεκριμένα το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (εφεξής «ΕΓΤΕ») χρηματοδοτεί τα μέτρα στήριξης της αγοράς και άλλα μέτρα και το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (εφεξής «ΕΓΤΑΑ») για τη χρηματοδότηση των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης.

(2)

Οι δαπάνες της κοινής γεωργικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αποσκοπούν στην αγροτική ανάπτυξη, χρηματοδοτούνται από τον κοινοτικό προϋπολογισμό μέσω των δύο προαναφερόμενων ταμείων είτε κεντρικά είτε στο πλαίσιο της επιμερισμένης διαχείρισης μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 53 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (2). Θα πρέπει να προσδιοριστούν αναλυτικά τα μέτρα που μπορούν να χρηματοδοτούνται από τα προαναφερόμενα ταμεία.

(3)

Κατά την εκκαθάριση των λογαριασμών η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να καθορίζει, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, τη συνολική δαπάνη προς καταλογισμό στα ευρωπαϊκά γεωργικά ταμεία εάν δεν διαθέτει ικανοποιητικά εχέγγυα για την επάρκεια και τη διαφάνεια των εθνικών ελέγχων και για την εξακρίβωση από τους οργανισμούς πληρωμών της νομιμότητας και του παραδεκτού των δηλώσεων δαπανών που εγκρίνουν. Ως εκ τούτου, ενδείκνυται να προβλεφθούν διατάξεις για τη διαπίστευση των οργανισμών πληρωμών από τα κράτη μέλη και για την εκ μέρους των τελευταίων εφαρμογή διαδικασιών, οι οποίες θα επιτρέπουν τη σύνταξη των αναγκαίων δηλώσεων αξιοπιστίας και την πιστοποίηση των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου, καθώς και των ετήσιων λογαριασμών από ανεξάρτητους οργανισμούς.

(4)

Για να εξασφαλιστεί η συνοχή των προτύπων διαπίστευσης ανάμεσα στα κράτη μέλη, η Επιτροπή θα πρέπει να παρέχει κατευθύνσεις όσον αφορά τα εφαρμοστέα κριτήρια. Επιπλέον, για να εξασφαλιστεί η διαφάνεια των εθνικών ελέγχων, κυρίως ως προς τις διαδικασίες έγκρισης, επικύρωσης και πληρωμής, απαιτείται ενδεχομένως περιορισμός του αριθμού των αρχών και οργανισμών στους οποίους ανατίθενται οι σχετικές αρμοδιότητες, λαμβανομένων υπόψη των συνταγματικών διατάξεων κάθε κράτους μέλους.

(5)

Όταν ένα κράτος μέλος διαπιστεύει πλείονες οργανισμούς πληρωμών, είναι σημαντικό να ορίζει έναν μόνο οργανισμό συντονισμού για να διασφαλίζει τη συνεπή διαχείριση των ταμείων, να λειτουργεί σαν σύνδεσμός μεταξύ της Επιτροπής και των διαφόρων διαπιστευμένων οργανισμών πληρωμών και να μεριμνά για την ταχεία διαβίβαση των στοιχείων που ζητά η Επιτροπή σχετικά με τις δραστηριότητες των διαφόρων οργανισμών πληρωμών.

(6)

Για να εξασφαλιστεί η αρμονική συνεργασία της Επιτροπής με τα κράτη μέλη στο πεδίο της χρηματοδότησης των δαπανών της κοινής γεωργικής πολιτικής και, ειδικότερα, να δοθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να παρακολουθεί στενά τη δημοσιονομική διαχείριση εκ μέρους των κρατών μελών και να εκκαθαρίζει τους λογαριασμούς των διαπιστευμένων οργανισμών πληρωμών, είναι απαραίτητο να γνωστοποιούν τα κράτη μέλη στην Επιτροπή ορισμένα στοιχεία ή να τα διατηρούν στη διάθεσή της. Για το σκοπό αυτό, πρέπει να αξιοποιηθούν στο έπακρο οι τεχνολογίες πληροφοριών.

(7)

Για τη συγκέντρωση των στοιχείων που πρέπει να διαβιβάζονται στην Επιτροπή και για να έχει η τελευταία πλήρη και άμεση πρόσβαση στα δεδομένα που αφορούν τις δαπάνες και καταχωρούνται τόσο σε έγγραφα, όσο και σε ηλεκτρονική μορφή, θα πρέπει να καθοριστούν οι όροι γνωστοποίησης των δεδομένων και ο τρόπος διαβίβασής τους καθώς και οι αντίστοιχες προθεσμίες.

(8)

Τα μέτρα και οι δράσεις που απαιτεί η κοινή γεωργική πολιτική χρηματοδοτούνται εν μέρει στο πλαίσιο της επιμερισμένης διαχείρισης. Για να διασφαλιστεί η χρηστή οικονομική διαχείριση των κοινοτικών χρηματοδοτικών πόρων, η Επιτροπή θα πρέπει να προβαίνει σε ενέργειες που αποσκοπούν στον έλεγχο της ορθής εφαρμογής των κανόνων διαχείρισης των ταμείων από τις αρμόδιες για τις πληρωμές αρχές των κρατών μελών. Ενδείκνυται να προσδιοριστεί το είδος των ελέγχων που θα διενεργεί η Επιτροπή, να καθοριστούν οι όροι άσκησης των αρμοδιοτήτων της όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού και να διασαφηνιστούν οι υποχρεώσεις συνεργασίας που επιβάλλονται στα κράτη μέλη.

(9)

Μόνον οι οργανισμοί πληρωμών που έχουν διαπιστευθεί από τα κράτη μέλη παρέχουν επαρκή εχέγγυα για τη διενέργεια των απαραίτητων ελέγχων πριν από τη χορήγηση της κοινοτικής ενίσχυσης στους δικαιούχους. Για το λόγο αυτό, ενδείκνυται να προβλεφθεί ρητά ότι μόνον οι δαπάνες των διαπιστευμένων από τα κράτη μέλη οργανισμών πληρωμών μπορούν να καλύπτονται από τον κοινοτικό προϋπολογισμό.

(10)

Οι αναγκαίες πιστώσεις για την κάλυψη των δαπανών των διαπιστευμένων οργανισμών πληρωμών στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ είναι σημαντικό να τίθενται στη διάθεση των κρατών μελών από την Επιτροπή ως επιστροφές με βάση τη λογιστική καταχώριση των δαπανών των εν λόγω οργανισμών. Μέχρι να καταβληθούν οι επιστροφές αυτές, με τη μορφή μηνιαίων πληρωμών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συγκεντρώνουν τους αναγκαίους πόρους ανάλογα με τις ανάγκες των οικείων διαπιστευμένων οργανισμών πληρωμών. Οι δαπάνες προσωπικού και διοικητικής λειτουργίας, στις οποίες υποβάλλονται τα κράτη μέλη και οι δικαιούχοι που μετέχουν στην εφαρμογή της κοινής γεωργικής πολιτικής βαρύνουν τους ίδιους.

(11)

Είναι σημαντικό να καταβάλλεται η κοινοτική ενίσχυση στους δικαιούχους εγκαίρως, ώστε να μπορούν να τη χρησιμοποιούν αποτελεσματικά. Η παραβίαση από τα κράτη μέλη των προθεσμιών πληρωμής που καθορίζονται στην κοινοτική νομοθεσία ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στους δικαιούχους και να υπονομεύσει το ενιαύσιο του κοινοτικού προϋπολογισμού. Αυτό δικαιολογεί τον αποκλεισμό από την κοινοτική χρηματοδότηση των δαπανών που πραγματοποιούνται χωρίς να τηρούνται οι προθεσμίες πληρωμής. Για λόγους τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, ενδείκνυται να μπορεί η Επιτροπή να θεσπίζει διατάξεις που θα προβλέπουν εξαιρέσεις από το γενικό αυτό κανόνα.

(12)

Χρειάζεται μια διοικητική διαδικασία η οποία θα παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αποφασίζει να επιβάλει προσωρινά μειώσεις ή αναστολές των μηνιαίων πληρωμών, εάν τα στοιχεία που της έχουν διαβιβάσει τα κράτη μέλη δεν της παρέχουν βεβαιότητα ότι τηρήθηκαν οι ισχύοντες κοινοτικοί κανόνες και αποκαλύπτουν καταφανή κακοδιαχείριση των κοινοτικών κονδυλίων. Σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις θα πρέπει επίσης να είναι δυνατόν να επιβληθεί μείωση ή αναστολή χωρίς εφαρμογή της εν λόγω διαδικασίας. Η Επιτροπή, και στις δύο περιπτώσεις θα πρέπει να ενημερώνει σχετικά το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, διευκρινίζοντας ότι κάθε απόφαση μείωσης ή αναστολής των μηνιαίων πληρωμών εκδίδεται με την επιφύλαξη των αποφάσεων που θα ληφθούν κατά την εκκαθάριση των λογαριασμών.

(13)

Στο πλαίσιο της δημοσιονομικής πειθαρχίας, είναι αναγκαίο να καθοριστεί το ετήσιο ανώτατο όριο των δαπανών που χρηματοδοτούνται από το ΕΓΤΕ, λαμβάνοντας υπόψη τα μέγιστα ποσά που καθορίζονται για το ταμείο αυτό στις δημοσιονομικές προοπτικές, τα ποσά που καθορίζονται από την Επιτροπή κατ' εφαρμογή του άρθρου 10 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς (3), καθώς και τα ποσά που καθορίζονται στα άρθρα 143δ και 143ε του ίδιου κανονισμού.

(14)

Η δημοσιονομική πειθαρχία επιβάλλει επίσης την τήρηση του ετήσιου ανωτάτου ορίου των δαπανών που χρηματοδοτούνται από το ΕΓΤΕ σε όλες τις περιστάσεις και σε όλα τα στάδια της διαδικασίας του προϋπολογισμού και της εκτέλεσής του. Για το σκοπό αυτό, ενδείκνυται να θεωρείται το εθνικό ανώτατο όριο των άμεσων ενισχύσεων ανά κράτος μέλος, διορθωμένο σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, ως δημοσιονομικό ανώτατο όριο για τις εν λόγω άμεσες ενισχύσεις και για το αντίστοιχο κράτος μέλος και να μην υπερβαίνουν οι επιστροφές των συγκεκριμένων πληρωμών το όριο αυτό. Η δημοσιονομική πειθαρχία επιβάλλει, επιπλέον, να μην υπερβαίνουν το ετήσιο ανώτατο όριο των δαπανών που χρηματοδοτούνται από το ΕΓΤΕ τα νομοθετικά μέτρα που προτείνονται από την Επιτροπή ή θεσπίζονται από το Συμβούλιο ή την Επιτροπή στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και του προϋπολογισμού του ταμείου αυτού. Ομοίως θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να καθορίζει τις αναπροσαρμογές που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, εάν το Συμβούλιο δεν τις έχει καθορίσει πριν από τις 30 Ιουνίου του ημερολογιακού έτους για το οποίο ισχύουν.

(15)

Τα μέτρα για τον υπολογισμό των δημοσιονομικών ανωτάτων ορίων, που λαμβάνονται προκειμένου να προσδιοριστεί η χρηματοδοτική συμμετοχή του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ, δεν θίγουν τις αρμοδιότητες της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής, την οποία ορίζει η συνθήκη. Τα εν λόγω μέτρα πρέπει συνεπώς να βασίζονται στα ποσά αναφοράς που καθορίζονται σύμφωνα με τη διοργανική συμφωνία της 6ης Μαΐου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη βελτίωση της διαδικασίας του προϋπολογισμού (4) («διοργανική συμφωνία»), και με τις δημοσιονομικές προοπτικές που παρατίθενται στο παράρτημα I της συμφωνίας αυτής.

(16)

Η δημοσιονομική πειθαρχία συνεπάγεται επίσης συνεχή εξέταση της μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής κατάστασης. Ως εκ τούτου, όταν η Επιτροπή καταθέτει το σχέδιο προϋπολογισμού για ένα δεδομένο έτος, είναι σημαντικό να υποβάλλει τις προβλέψεις και την ανάλυσή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο και να προτείνει, ενδεχομένως, στο Συμβούλιο κατάλληλα μέτρα. Επιπλέον, ενδείκνυται να ασκεί η Επιτροπή πλήρως και διαρκώς τις διαχειριστικές της αρμοδιότητες, ώστε να διασφαλίζει την τήρηση του ετήσιου ανωτάτου ορίου και, εάν είναι απαραίτητο, να προτείνει στο Συμβούλιο κατάλληλα μέτρα για τη διόρθωση της δημοσιονομικής κατάστασης. Εάν στο τέλος ενός οικονομικού έτους οι αιτήσεις επιστροφών που έχουν υποβληθεί από τα κράτη μέλη καθιστούν ανέφικτη την τήρηση του ετήσιου ανωτάτου ορίου, ενδείκνυται να μπορεί η Επιτροπή να θεσπίζει μέτρα που θα διασφαλίζουν, αφενός την προσωρινή κατανομή των διαθέσιμων πιστώσεων του προϋπολογισμού μεταξύ των κρατών μελών ανάλογα με τις οικείες αιτήσεις επιστροφών που εκκρεμούν και, αφετέρου, την τήρηση του ανωτάτου ορίου που έχει καθοριστεί για το συγκεκριμένο έτος. Οι πληρωμές του εν λόγω έτους θα πρέπει να καταλογίζονται στην επόμενη χρήση και να καθορίζονται το οριστικό συνολικό ποσό της κοινοτικής χρηματοδότησης ανά κράτος μέλος, καθώς και μια αντιστάθμιση μεταξύ των κρατών μελών, ώστε να τηρείται το καθορισμένο ποσό.

(17)

Κατά την εκτέλεση του προϋπολογισμού, ενδείκνυται να εφαρμόζει η Επιτροπή ένα σύστημα προειδοποίησης και παρακολούθησης των γεωργικών δαπανών σε μηνιαία βάση, ώστε να μπορεί να αντιδρά το ταχύτερο δυνατόν σε περίπτωση κινδύνου υπέρβασης του ετήσιου ανωτάτου ορίου, να θεσπίζει τα κατάλληλα μέτρα στο πλαίσιο των διαχειριστικών αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί και, εφόσον τα μέτρα αυτά αποδειχθούν ανεπαρκή, να προτείνει στο Συμβούλιο άλλα μέτρα προς εφαρμογή το συντομότερο δυνατόν. Για να είναι το εν λόγω σύστημα αποτελεσματικό, θα πρέπει να επιτρέπει τη σύγκριση των πραγματικών δαπανών με τις προβλέψεις δαπανών, οι οποίες καταρτίζονται με βάση τις δαπάνες των προηγουμένων ετών. Ενδείκνυται να διαβιβάζει η Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μηνιαία έκθεση, στην οποία η εξέλιξη των δαπανών που έχουν πραγματοποιηθεί έως την ημερομηνία της έκθεσης θα παραβάλλεται με την εκτίμηση των δαπανών, καθώς και αξιολόγηση της προβλέψιμης εκτέλεσης για το υπόλοιπο οικονομικό έτος.

(18)

Η συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιεί η Επιτροπή για την κατάρτιση των δημοσιονομικών εγγράφων που διαβιβάζει στο Συμβούλιο, λαμβανομένου υπόψη του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί από τη σύνταξη των εγγράφων έως τη διαβίβασή τους από την Επιτροπή, είναι σημαντικό να αντικατοπτρίζει τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία.

(19)

Ο κοινοτικός προϋπολογισμός συμμετέχει στη χρηματοδότηση των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης με βάση αναλήψεις υποχρεώσεων σε ετήσιες δόσεις. Για να είναι δυνατόν να έχουν τα κράτη μέλη στη διάθεσή τους τα προβλεπόμενα κοινοτικά κονδύλια ήδη από την έναρξη της εφαρμογής των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης, είναι αναγκαίο να διατίθενται τα κονδύλια αυτά στα κράτη μέλη. Συνεπώς, θα πρέπει να καθιερωθεί προχρηματοδότηση για την εξασφάλιση τακτικής ροής, που θα επιτρέπει τη δέουσα εκτέλεση των πληρωμών προς τους δικαιούχους και να καθοριστούν τα όρια του μέτρου αυτού.

(20)

Εκτός από την προχρηματοδότηση, ενδείκνυται να γίνει διάκριση ανάμεσα στις πληρωμές της Επιτροπής προς τους διαπιστευμένους οργανισμούς πληρωμών, τις ενδιάμεσες πληρωμές και την εξόφληση του υπολοίπου και να καθοριστεί ο τρόπος καταβολής των σχετικών ποσών.

(21)

Για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, η Επιτροπή θα πρέπει να δύναται να αναστέλλει ή να μειώνει τις ενδιάμεσες πληρωμές σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των δαπανών. Θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή διαδικασία που θα παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αιτιολογούν τις πληρωμές τους.

(22)

Ο κανόνας της αυτόματης αποδέσμευσης θα συμβάλλει στην επιτάχυνση της εφαρμογής των προγραμμάτων και στη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση.

(23)

Για την εξακρίβωση της δημοσιονομικής σχέσης μεταξύ των διαπιστευμένων οργανισμών πληρωμών και του κοινοτικού προϋπολογισμού, ενδείκνυται να εκκαθαρίζει η Επιτροπή κατ' έτος τους λογαριασμούς των οργανισμών αυτών. Η απόφαση εκκαθάρισης των λογαριασμών θα πρέπει να αφορά την πληρότητα, την ακρίβεια και την ειλικρίνεια των διαβιβαζόμενων λογαριασμών, όχι όμως τη συμμόρφωση των δαπανών με την κοινοτική νομοθεσία.

(24)

Είναι σημαντικό να κρίνει η Επιτροπή, η οποία είναι επιφορτισμένη με την ορθή εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας σύμφωνα με το άρθρο 211 της συνθήκης, αν οι δαπάνες των κρατών μελών είναι σύμφωνες με την κοινοτική νομοθεσία. Είναι σημαντικό να δοθεί στα κράτη μέλη το δικαίωμα να αιτιολογούν τις οικείες αποφάσεις πληρωμών και να προσφεύγουν στη διαδικασία συμβιβασμού σε περίπτωση διαφωνίας τους με την Επιτροπή. Για να δοθούν στα κράτη μέλη νομικές και οικονομικές διασφαλίσεις όσον αφορά τις δαπάνες του παρελθόντος, θα πρέπει να καθοριστεί μέγιστη περίοδος, στη διάρκεια της οποίας η Επιτροπή δύναται να αποφαίνεται ότι η έλλειψη συμμόρφωσης έχει οικονομικές συνέπειες.

(25)

Για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων του κοινοτικού προϋπολογισμού, τα κράτη μέλη θεσπίζουν μέτρα ώστε να βεβαιώνονται για την πραγματική και ορθή εκτέλεση των πράξεων που χρηματοδοτούνται από τα ταμεία. Είναι επίσης αναγκαίο να προλαμβάνουν τα κράτη μέλη και να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά κάθε παρατυπία που διαπράττεται από δικαιούχο.

(26)

Σε περίπτωση ανάκτησης ποσών που έχουν καταβληθεί από το ΕΓΤΕ, τα ανακτώμενα ποσά θα πρέπει να επιστρέφονται στο ταμείο, εφόσον πρόκειται για δαπάνες που δεν είναι σύμφωνες με την κοινοτική νομοθεσία και για τις οποίες δεν θεμελιώνεται κανένα δικαίωμα. Θα πρέπει να προβλεφθεί ένα σύστημα οικονομικής ευθύνης για τις περιπτώσεις όπου έχουν διαπραχθεί παρατυπίες και δεν έχει ανακτηθεί το σύνολο του ποσού. Για το σκοπό αυτό, ενδείκνυται να θεσπιστεί διαδικασία που θα επιτρέπει στην Επιτροπή να προστατεύει τα συμφέροντα του κοινοτικού προϋπολογισμού, αποφασίζοντας να καταλογίσει εις βάρος του εμπλεκόμενου κράτους μέλους ένα μέρος των ποσών που απωλέσθησαν εξαιτίας παρατυπιών και δεν ανακτήθηκαν εντός εύλογης προθεσμίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις αμέλειας του κράτους μέλους, δικαιολογείται ο καταλογισμός του συνόλου του ποσού στο εμπλεκόμενο κράτος μέλος. Ωστόσο, με την επιφύλαξη της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των κρατών μελών που απορρέουν από τις εσωτερικές διαδικασίες τους, ενδείκνυται να μπορούν να κλείνονται οι λογαριασμοί των κρατών μελών έναντι του κοινοτικού προϋπολογισμού μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, με δίκαιη κατανομή της οικονομικής επιβάρυνσης μεταξύ της Κοινότητας και του κράτους μέλους, βασιζόμενη στις πραγματικές ανακτήσεις κατά τα προηγούμενα έτη.

(27)

Οι διαδικασίες ανάκτησης που εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα την πολύχρονη καθυστέρηση των ανακτήσεων, χωρίς να είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτές θα εκτελεστούν. Επίσης, τα έξοδα που συνεπάγονται οι διαδικασίες αυτές μπορούν να είναι δυσανάλογα προς τις πραγματοποιούμενες ή εφικτές εισπράξεις. Για το λόγο αυτό, ενδείκνυται να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να παύουν τις διαδικασίες ανάκτησης σε ορισμένες περιπτώσεις.

(28)

Όσον αφορά το ΕΓΤΑΑ, τα ποσά που ανακτώνται ή ακυρώνονται εξαιτίας παρατυπιών ενδείκνυται να παραμένουν στη διάθεση των εγκεκριμένων προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης του εμπλεκόμενου κράτους μέλους, δεδομένου ότι έχουν χορηγηθεί στο κράτος αυτό. Για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων του κοινοτικού προϋπολογισμού, πρέπει να προβλεφθούν κατάλληλες διατάξεις για τις περιπτώσεις όπου ένα κράτος μέλος που διαπιστώνει παρατυπίες δεν λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα.

(29)

Για να είναι δυνατή η επαναχρησιμοποίηση των κονδυλίων στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ, θα πρέπει να καθοριστεί η διάθεση των ποσών που ανακτώνται από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση και των διαδικασιών που κινούνται μετά τη διαπίστωση παρατυπιών ή αμέλειας, καθώς και των συμπληρωματικών εισφορών στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων.

(30)

Για να εκπληρώνει η Επιτροπή την υποχρέωσή της να εξακριβώνει την ύπαρξη και την εύρυθμη λειτουργία στα κράτη μέλη, συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου των κοινοτικών δαπανών και με την επιφύλαξη των ελέγχων που διενεργούνται από τα κράτη μέλη, πρέπει να προβλεφθούν έλεγχοι από πρόσωπα εξουσιοδοτημένα για το σκοπό αυτό από την Επιτροπή και η δυνατότητα της τελευταίας να ζητά τη συνδρομή των κρατών μελών.

(31)

Είναι απαραίτητο να χρησιμοποιείται όσο το δυνατόν ευρύτερα η τεχνολογία πληροφοριών για τη συγκέντρωση των στοιχείων που πρέπει να διαβιβάζονται στην Επιτροπή. Κατά τους ελέγχους, είναι σημαντικό να έχει η Επιτροπή πλήρη και άμεση πρόσβαση στα δεδομένα που αφορούν τις δαπάνες, τόσο υπό μορφή εγγράφου όσο και σε ηλεκτρονικά αρχεία.

(32)

Ενδείκνυται να καθοριστεί ημερομηνία για τις τελευταίες πληρωμές βάσει των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης που έχουν εγκριθεί για την περίοδο 2000/06 και χρηματοδοτούνται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων («ΕΓΤΠΕ»), τμήμα Εγγυήσεων. Για να είναι δυνατόν να επιστραφούν στα κράτη μέλη οι πληρωμές που θα έχουν πραγματοποιηθεί μετά την ημερομηνία αυτή, πρέπει να προβλεφθούν ειδικά μεταβατικά μέτρα. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν διατάξεις για την ανάκτηση των προκαταβολών που έχουν χορηγηθεί από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (5), καθώς και για τα ποσά που έχουν αποτελέσει αντικείμενο της εθελούσιας διακύμανσης που αναφέρεται στα άρθρα 4 και 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1259/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής (6).

(33)

Ενδείκνυται να καθοριστεί ημερομηνία, από την οποία η Επιτροπή δύναται να αποδεσμεύσει αυτόματα τα ποσά για τα οποία έχουν αναληφθεί υποχρεώσεις, αλλά τα οποία δεν δαπανήθηκαν στο πλαίσιο των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης που χρηματοδοτούνται από το ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, εφόσον τα αναγκαία έγγραφα για την περάτωση των δράσεων δεν έχουν παραληφθεί από την Επιτροπή έως την εν λόγω ημερομηνία. Πρέπει να οριστούν τα έγγραφα που χρειάζεται η Επιτροπή για να διαπιστώσει αν τα μέτρα έχουν περατωθεί.

(34)

Η διοίκηση των ταμείων ανατίθεται στην Επιτροπή και προβλέπεται στενή συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής στο πλαίσιο επιτροπής των γεωργικών ταμείων.

(35)

Το ύψος της κοινοτικής χρηματοδότησης καθιστά αναγκαία την τακτική ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου διά δημοσιονομικών εκθέσεων.

(36)

Δεδομένου ότι υπάρχει πιθανότητα κοινοποίησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή εμπορικών απορρήτων στο πλαίσιο της εφαρμογής των εθνικών συστημάτων ελέγχου και της διαδικασίας εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των στοιχείων που λαμβάνουν στο πλαίσιο αυτό.

(37)

Για τη χρηστή διαχείριση του κοινοτικού προϋπολογισμού, τηρουμένης της αρχής της ισότητας τόσο στο επίπεδο των κρατών μελών, όσο και των γεωργών, πρέπει να καθοριστούν σαφείς κανόνες όσον αφορά τη χρήση του ευρώ.

(38)

Θα πρέπει να καταργηθεί ο κανονισμός αριθ. 25 του Συμβουλίου περί της χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (7), ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 723/97 του Συμβουλίου, της 22ας Απριλίου 1997, για την υλοποίηση προγραμμάτων δράσης των κρατών μελών στον τομέα των ελέγχων των δαπανών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων (8), καθώς και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1258/1999 (9). Πρέπει επίσης να καταργηθούν ορισμένα άρθρα του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 595/91 του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 1991, περί των ανωμαλιών και της ανάκτησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών στα πλαίσια της χρηματοδότησης της κοινής γεωργικής πολιτικής ως και της οργανώσεως ενός συστήματος πληροφόρησης στον τομέα αυτό, επειδή ο παρών κανονισμός περιλαμβάνει ανάλογες διατάξεις.

(39)

Τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (10), πρέπει δε να γίνει διάκριση μεταξύ μέτρων που υπάγονται στη διαδικασία διαχειριστικής επιτροπής και μέτρων που υπάγονται στη διαδικασία συμβουλευτικής επιτροπής. Η διαδικασία συμβουλευτικής επιτροπής είναι σε ορισμένες περιπτώσεις και για αυξημένη αποτελεσματικότητα η καταλληλότερη.

(40)

Η αντικατάσταση των διατάξεων των καταργούμενων κανονισμών από εκείνες του παρόντος κανονισμού ενδέχεται να προκαλέσει ορισμένα πρακτικά και ειδικά προβλήματα, συνδεόμενα ιδίως με τη μετάβαση στις νέες ρυθμίσεις που δεν καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Για να είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί το ενδεχόμενο αυτό, πρέπει να επιτραπεί στην Επιτροπή να θεσπίσει τα αναγκαία και δεόντως αιτιολογημένα μέτρα. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να μπορούν να παρεκκλίνουν των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, μόνον όμως στον αναγκαίο βαθμό και για περιορισμένη χρονική περίοδο.

(41)

Δεδομένου ότι η περίοδος προγραμματισμού των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης που χρηματοδοτούνται βάσει του παρόντος κανονισμού αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2007, ενδείκνυται να εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός από την ημερομηνία αυτή. Είναι ωστόσο σημαντικό η ημερομηνία εφαρμογής ορισμένων διατάξεων να είναι προγενέστερη.

(42)

Το Ελεγκτικό Συνέδριο γνωμοδότησε (11).

(43)

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή γνωμοδότησε (12),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΙΤΛΟΣ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

Στον παρόντα κανονισμό καθορίζονται ειδικοί όροι και κανόνες οι οποίοι ισχύουν για τη χρηματοδότηση των δαπανών που υπάγονται στην κοινή γεωργική πολιτική, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών αγροτικής ανάπτυξης.

Άρθρο 2

Ταμεία για τη χρηματοδότηση των γεωργικών δαπανών

1.   Για την επίτευξη των στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής, που ορίζονται από τη συνθήκη, και την εξασφάλιση της χρηματοδότησης των διαφόρων μέτρων της πολιτικής αυτής, συμπεριλαμβανομένης της αγροτικής ανάπτυξης, συνιστώνται:

α)

ένα Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων, εφεξής καλούμενο «ΕΓΤΕ»·

β)

ένα Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης, εφεξής καλούμενο «ΕΓΤΑΑ».

2.   Το ΕΓΤΕ και το ΕΓΤΑΑ αποτελούν μέρη του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 3

Δαπάνες του ΕΓΤΕ

1.   Το ΕΓΤΕ χρηματοδοτεί με επιμερισμένη διαχείριση μεταξύ των κρατών μελών και της Κοινότητας τις ακόλουθες δαπάνες, οι οποίες πραγματοποιούνται σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο:

α)

επιστροφές κατά την εξαγωγή γεωργικών προϊόντων προς τρίτες χώρες·

β)

παρεμβάσεις για τη ρύθμιση των αγορών γεωργικών προϊόντων·

γ)

άμεσες ενισχύσεις που χορηγούνται στους γεωργούς στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής·

δ)

χρηματοδοτική συμμετοχή της Κοινότητας στις δράσεις ενημέρωσης και προώθησης για τα γεωργικά προϊόντα στην εσωτερική αγορά της Κοινότητας και στις τρίτες χώρες, οι οποίες υλοποιούνται από τα κράτη μέλη βάσει προγραμμάτων που εγκρίνονται από την Επιτροπή, εκτός από τα προγράμματα που αναφέρονται στο άρθρο 4.

2.   Το ΕΓΤΕ χρηματοδοτεί κεντρικά τις ακόλουθες δαπάνες, οι οποίες πραγματοποιούνται σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο:

α)

χρηματοδοτική συμμετοχή της Κοινότητας σε μεμονωμένες κτηνιατρικές δράσεις, σε δράσεις ελέγχου στον κτηνιατρικό τομέα και στον τομέα των τροφίμων και ζωοτροφών, σε προγράμματα εξάλειψης και παρακολούθησης των ζωονόσων (κτηνιατρικά μέτρα), καθώς και σε φυτοϋγειονομικά μέτρα·

β)

προώθηση γεωργικών προϊόντων απευθείας από την Επιτροπή ή μέσω διεθνών οργανισμών·

γ)

μέτρα που θεσπίζονται σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία με σκοπό να εξασφαλίσουν τη διατήρηση, το χαρακτηρισμό, τη συλλογή και τη χρησιμοποίηση των γενετικών πόρων στη γεωργία·

δ)

εγκατάσταση και συντήρηση των γεωργικών συστημάτων λογιστικών πληροφοριών·

ε)

συστήματα γεωργικών ερευνών, συμπεριλαμβανομένων των ερευνών με αντικείμενο τη διάρθρωση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων·

στ)

δαπάνες σχετικές με τις αγορές του αλιευτικού τομέα.

Άρθρο 4

Δαπάνες του ΕΓΤΑΑ

Το ΕΓΤΑΑ χρηματοδοτεί με επιμερισμένη διαχείριση μεταξύ των κρατών μελών και της Κοινότητας τη χρηματοδοτική συμμετοχή της Κοινότητας στα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης που εκτελούνται σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία σχετικά με τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το ΕΓΤΑΑ για τη γεωργική ανάπτυξη.

Άρθρο 5

Άλλες χρηματοδοτήσεις, περιλαμβανομένης της τεχνικής αρωγής

Το ΕΓΤΕ και το ΕΓΤΑΑ μπορούν, το καθένα στον τομέα του, να χρηματοδοτούν συγκεντρωτικώς, με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή/και για λογαριασμό της, τις δράσεις προπαρασκευής, παρακολούθησης, διοικητικής και τεχνικής υποστήριξης, αξιολόγησης, λογιστικού και άλλου ελέγχου που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή της κοινής γεωργικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης της αγροτικής ανάπτυξης. Οι δράσεις αυτές περιλαμβάνουν ειδικότερα:

α)

τις αναγκαίες δραστηριότητες για την ανάλυση, τη διαχείριση, την παρακολούθηση, την ανταλλαγή στοιχείων και την εφαρμογή της κοινής γεωργικής πολιτικής, καθώς και τις δραστηριότητες που αφορούν την εφαρμογή συστημάτων ελέγχου και την τεχνική και διοικητική αρωγή·

β)

τις αναγκαίες δραστηριότητες για τη διατήρηση και την εξέλιξη των μεθόδων και των τεχνικών μέσων πληροφόρησης, διασύνδεσης, παρακολούθησης και ελέγχου της οικονομικής διαχείρισης των κονδυλίων που χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής·

γ)

την ενημέρωση σχετικά με την κοινή γεωργική πολιτική που πραγματοποιείται με πρωτοβουλία της Επιτροπής·

δ)

τις μελέτες με θέμα την κοινή γεωργική πολιτική και την αξιολόγηση των μέτρων που χρηματοδοτούνται από το ΕΓΤΕ και το ΕΓΤΑΑ, όπου συμπεριλαμβάνονται η βελτίωση των μεθόδων αξιολόγησης και η ανταλλαγή στοιχείων για τις σχετικές πρακτικές·

ε)

κατά περίπτωση, τους εκτελεστικούς οργανισμούς που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 58/2003 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2002, περί θεσπίσεως του καταστατικού των εκτελεστικών οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με ορισμένα καθήκοντα σχετικά με τη διαχείριση κοινοτικών προγραμμάτων (13), και παρεμβαίνουν στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής·

στ)

τις δράσεις που αφορούν τη διάδοση, την ευαισθητοποίηση, την προώθηση της συνεργασίας και την ανταλλαγή εμπειριών σε κοινοτικό επίπεδο και αναλαμβάνονται στο πλαίσιο της αγροτικής ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένης της δικτύωσης των σχετικών παραγόντων.

Άρθρο 6

Διαπίστευση και ανάκληση της διαπίστευσης των οργανισμών πληρωμών και των οργανισμών συντονισμού

1.   Οι οργανισμοί πληρωμών είναι υπηρεσίες ή οργανισμοί των κρατών μελών, που παρέχουν, για τις πληρωμές στις οποίες προβαίνουν καθώς και για τη γνωστοποίηση και διατήρηση των στοιχείων, επαρκή εχέγγυα ότι:

α)

η επιλεξιμότητα των αιτήσεων και, στο πλαίσιο της αγροτικής ανάπτυξης, η διαδικασία χορήγησης των ενισχύσεων καθώς και η συμφωνία τους προς τους κοινοτικούς κανόνες πριν από την εντολή πληρωμής ελέγχονται·

β)

οι εκτελούμενες πληρωμές καταχωρίζονται επακριβώς και πλήρως στα λογιστικά βιβλία·

γ)

διενεργούνται οι έλεγχοι που προβλέπονται από την κοινοτική νομοθεσία·

δ)

τα απαιτούμενα έγγραφα υποβάλλονται εντός των προθεσμιών και με τη μορφή που προβλέπονται από τους κοινοτικούς κανόνες·

ε)

τα έγγραφα είναι προσπελάσιμα και διατηρούνται με τρόπο που διασφαλίζει την πληρότητα, την εγκυρότητα και την αναγνωσιμότητά τους διαχρονικώς, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών εγγράφων υπό την έννοια των κοινοτικών κανόνων.

Με εξαίρεση την καταβολή των κοινοτικών ενισχύσεων, η εκτέλεση των καθηκόντων αυτών μπορεί να γίνει κατ' εξουσιοδότηση.

2.   Τα κράτη μέλη διαπιστεύουν ως οργανισμούς πληρωμών τις υπηρεσίες ή τους οργανισμούς που πληρούν τους όρους της παραγράφου 1.

Κάθε κράτος μέλος περιορίζει, ανάλογα με τις συνταγματικές διατάξεις και τη θεσμική διάρθρωσή του, τον αριθμό των οικείων διαπιστευμένων οργανισμών πληρωμών στον ελάχιστο απαραίτητο για την πραγματοποίηση των δαπανών που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 και στο άρθρο 4 σε ικανοποιητικές διοικητικές και λογιστικές συνθήκες.

3.   Σε περίπτωση διαπίστευσης περισσότερων του ενός οργανισμών πληρωμών, το κράτος μέλος γνωστοποιεί στην Επιτροπή την υπηρεσία ή τον οργανισμό στον οποίο αναθέτει:

α)

τη συλλογή των στοιχείων που τίθενται στη διάθεση της Επιτροπής και τη διαβίβασή τους σε αυτήν,

β)

την προώθηση της εναρμονισμένης εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων.

Η εν λόγω υπηρεσία ή οργανισμός, εφεξής καλούμενος «οργανισμός συντονισμού» αποτελεί το αντικείμενο ειδικής διαπίστευσης από τα κράτη μέλη όσον αφορά τον χειρισμό των οικονομικών στοιχείων του στοιχείου α).

4.   Όταν ένας ή περισσότεροι από τους όρους της παραγράφου 1 δεν πληρούνται ή παύουν να πληρούνται από διαπιστευμένο οργανισμό πληρωμών, το κράτος μέλος ανακαλεί τη διαπίστευση, εκτός εάν ο οργανισμός πληρωμών προβεί στις απαιτούμενες προσαρμογές εντός προθεσμίας που καθορίζεται ανάλογα με τη σοβαρότητα του προβλήματος.

Άρθρο 7

Οργανισμοί πιστοποίησης

Οι οργανισμοί πιστοποίησης είναι οντότητες δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, που ορίζονται από τα κράτη μέλη ως υπεύθυνοι για τον έλεγχο των λογαριασμών του διαπιστευμένου οργανισμού πληρωμών ως προς το αληθές, την πληρότητα και την ακρίβεια, έχοντας υπόψη το σύστημα διαχείρισης και ελέγχου που υφίσταται.

Άρθρο 8

Γνωστοποίηση στοιχείων και πρόσβαση στα έγγραφα

1.   Επιπλέον των προβλεπομένων στους κλαδικούς κανονισμούς, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή τα ακόλουθα στοιχεία, δηλώσεις και έγγραφα:

α)

όσον αφορά τους διαπιστευμένους οργανισμούς πληρωμών και τους διαπιστευμένους οργανισμούς συντονισμού:

i)

την πράξη διαπίστευσής τους,

ii)

την ιδιότητά τους (διαπιστευμένος οργανισμός πληρωμών ή διαπιστευμένος οργανισμός συντονισμού),

iii)

ενδεχομένως, την ανάκληση της διαπίστευσής τους·

β)

όσον αφορά του οργανισμούς πιστοποίησης:

i)

την επωνυμία τους,

ii)

τα στοιχεία διεύθυνσής τους·

γ)

όσον αφορά τις δράσεις οι οποίες συνδέονται με τις πράξεις που χρηματοδοτούνται από το ΕΓΤΕ και το ΕΓΤΑΑ:

i)

τις δηλώσεις δαπανών, που ισχύουν επίσης ως αιτήσεις πληρωμών, επικυρωμένες από το διαπιστευμένο οργανισμό πληρωμών ή το διαπιστευμένο οργανισμό συντονισμού και συνοδευόμενες από τα απαιτούμενα στοιχεία·

ii)

τις προβλέψεις των χρηματοδοτικών αναγκών τους, προκειμένου για το ΕΓΤΕ και, στην περίπτωση του ΕΓΤΑΑ, την επικαιροποίηση των προβλέψεων για τις δηλώσεις δαπανών που πρόκειται να υποβληθούν στη διάρκεια του έτους και τις προβλέψεις για τις δηλώσεις δαπανών για το επόμενο οικονομικό έτος·

iii)

τους ετήσιους λογαριασμούς των διαπιστευμένων οργανισμών πληρωμών, που συμπληρώνονται από δήλωση αξιοπιστίας υπογεγραμμένη από τον υπεύθυνο του διαπιστευμένου οργανισμού πληρωμών, συνοδευόμενους από τα απαραίτητα για την εκκαθάρισή τους στοιχεία καθώς και από έκθεση πιστοποίησης την οποία καταρτίζει ο οργανισμός πιστοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 7.

Οι ετήσιοι λογαριασμοί των διαπιστευμένων οργανισμών πληρωμών που καλύπτουν τις δαπάνες του ΕΓΤΑΑ κοινοποιούνται στο επίπεδο του κάθε προγράμματος.

2.   Οι διαπιστευμένοι οργανισμοί πληρωμών διατηρούν τα παραστατικά των πραγματοποιούμενων πληρωμών και τα έγγραφα τα σχετικά με τη διεξαγωγή των διοικητικών και υλικών ελέγχων που επιβάλλει η κοινοτική νομοθεσία και θέτουν τα εν λόγω έγγραφα και στοιχεία στη διάθεση της Επιτροπής.

Όταν τα ανωτέρω έγγραφα φυλάσσονται από αρχή εξουσιοδοτημένη από οργανισμό πληρωμών, η οποία είναι επιφορτισμένη με την έγκριση των δαπανών, η τελευταία αυτή διαβιβάζει στο διαπιστευμένο οργανισμό πληρωμών εκθέσεις σχετικές με τον αριθμό και το αντικείμενο των διενεργηθέντων ελέγχων και με τα μέτρα που ελήφθησαν κατόπιν των πορισμάτων τους.

Άρθρο 9

Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας και διασφαλίσεις για τη διαχείριση των κοινοτικών κονδυλίων

1.   Τα κράτη μέλη:

α)

θεσπίζουν, στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, όλες τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις και λαμβάνουν όλα τα άλλα μέτρα, που είναι αναγκαία για την αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, ειδικότερα για:

i)

την εξακρίβωση της πραγματικής εκτέλεσης και της κανονικότητας των πράξεων που χρηματοδοτούνται από το ΕΓΤΕ και το ΕΓΤΑΑ,

ii)

την αποτροπή και τη δίωξη των παρατυπιών,

iii)

την ανάκτηση των ποσών που απωλέσθησαν εξαιτίας παρατυπιών ή αμέλειας·

β)

θέτουν σε εφαρμογή ένα αποτελεσματικό σύστημα διαχείρισης, και ελέγχου, το οποίο περιλαμβάνει την πιστοποίηση των λογαριασμών και τη σύνταξη δήλωσης αξιοπιστίας, που θεμελιώνεται στην υπογραφή του υπευθύνου του διαπιστευμένου οργανισμού πληρωμών.

2.   Η Επιτροπή μεριμνά ώστε τα κράτη μέλη να εξακριβώνουν τη νομιμότητα και την κανονικότητα των δαπανών που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 και στο άρθρο 4, καθώς και την τήρηση των αρχών της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και, στο πλαίσιο αυτό, προβαίνει στις ακόλουθες ενέργειες και ελέγχους:

α)

εξακριβώνει την ύπαρξη και την εύρυθμη λειτουργία στα κράτη μέλη, συστημάτων διαχείρισης, και ελέγχου·

β)

μειώνει ή αναστέλλει το σύνολο ή μέρος των ενδιάμεσων πληρωμών και επιβάλλει τις απαιτούμενες δημοσιονομικές διορθώσεις, κυρίως στις περιπτώσεις ελλείψεων στα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου·

γ)

εξακριβώνει την επιστροφή της προχρηματοδότησης και προβαίνει, κατά περίπτωση, στην αυτόματη αποδέσμευση των δημοσιονομικών δεσμεύσεων.

3.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τις διατάξεις και τα μέτρα που θεσπίζουν δυνάμει της παραγράφου 1 και, όσον αφορά τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης, για τα μέτρα διαχείρισης και ελέγχου που λαμβάνουν σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το ΕΓΤΑΑ, με στόχο την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας.

Άρθρο 10

Παραδεκτό των πληρωμών των οργανισμών πληρωμών

Οι δαπάνες που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 και στο άρθρο 4 μπορούν να καλυφθούν από κοινοτική χρηματοδότηση μόνον εφόσον έχουν πραγματοποιηθεί από τους διαπιστευμένους οργανισμούς πληρωμών που ορίζονται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 11

Πληρωμή των δικαιούχων στο ακέραιο

Εκτός αντιθέτων διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας, τα ποσά που αντιστοιχούν στις χρηματοδοτήσεις βάσει του παρόντος κανονισμού ή στη δημόσια χρηματοδοτική συμμετοχή στα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης καταβάλλονται στο ακέραιο στους δικαιούχους.

ΤΙΤΛΟΣ II

ΕΓΤΕ

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1

Κοινοτική χρηματοδότηση

Άρθρο 12

Δημοσιονομικό ανώτατο όριο

1.   Το ετήσιο ανώτατο όριο των δαπανών του ΕΓΤΕ συνίσταται στα μέγιστα ποσά που καθορίζονται για το ταμείο αυτό στο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο, το οποίο προβλέπεται στη διοργανική συμφωνία της, μειωμένα κατά τα ποσά που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

2.   Η Επιτροπή καθορίζει τα ποσά που τίθενται στη διάθεση του ΕΓΤΑΑ κατ' εφαρμογή του άρθρου 10 παράγραφος 2 και των άρθρων 143δ και 143ε του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003.

3.   Με βάση τα δεδομένα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, η Επιτροπή καθορίζει το καθαρό υπόλοιπο που είναι διαθέσιμο για τις δαπάνες του ΕΓΤΕ.

Άρθρο 13

Διοικητικές δαπάνες και δαπάνες προσωπικού

Οι δαπάνες που συνδέονται με τα διοικητικά έξοδα και τα έξοδα προσωπικού των κρατών μελών και των δικαιούχων της συνεισφοράς του ΕΓΤΕ, δεν αναλαμβάνονται από το ΕΓΤΕ.

Άρθρο 14

Μηνιαίες πληρωμές

1.   Οι αναγκαίες πιστώσεις για τη χρηματοδότηση των δαπανών που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 τίθενται στη διάθεση των κρατών μελών από την Επιτροπή με τη μορφή μηνιαίων επιστροφών, εφεξής καλούμενων «μηνιαίες πληρωμές», με βάση τις δαπάνες των διαπιστευμένων οργανισμών πληρωμών στη διάρκεια περιόδου αναφοράς.

2.   Μέχρι να καταβληθούν από την Επιτροπή τα ποσά των μηνιαίων πληρωμών, οι αναγκαίοι πόροι για την κάλυψη των δαπανών συγκεντρώνονται από τα κράτη μέλη ανάλογα με τις ανάγκες των οικείων διαπιστευμένων οργανισμών πληρωμών.

Άρθρο 15

Διαδικασία εκτέλεσης των μηνιαίων πληρωμών

1.   Με την επιφύλαξη των αποφάσεων που αναφέρονται στα άρθρα 30 και 31, οι μηνιαίες πληρωμές εκτελούνται από την Επιτροπή για τις δαπάνες που πραγματοποίησαν οι διαπιστευμένοι οργανισμοί πληρωμών των κρατών μελών στη διάρκεια του μήνα αναφοράς.

2.   Η Επιτροπή αποφασίζει, με τη διαδικασία του άρθρου 41 παράγραφος 3, σχετικά με τις μηνιαίες πληρωμές που εκτελεί, με βάση δήλωση δαπανών των κρατών μελών και τα στοιχεία που της παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1, λαμβάνοντας υπόψη τις μειώσεις ή αναστολές που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 17.

3.   Οι μηνιαίες πληρωμές καταβάλλονται στο κράτος μέλος το αργότερο την τρίτη εργάσιμη ημέρα του μεθεπόμενου μήνα από εκείνον στη διάρκεια του οποίου πραγματοποιήθηκαν οι δαπάνες.

4.   Οι δαπάνες των κρατών μελών από την 1η έως τις 15 Οκτωβρίου εντάσσονται στο μήνα Οκτώβριο. Οι δαπάνες που πραγματοποιούνται από τις 16 έως τις 31 Οκτωβρίου εντάσσονται στο μήνα Νοέμβριο.

5.   Η Επιτροπή δύναται να αποφασίζει να καταβάλει συμπληρωματικές ή μειωμένες πληρωμές. Στην περίπτωση αυτή ενημερώνεται η επιτροπή των γεωργικών ταμείων κατά την επόμενη συνεδρίασή της.

Άρθρο 16

Τήρηση των προθεσμιών πληρωμής

Όταν η κοινοτική νομοθεσία προβλέπει προθεσμίες πληρωμής, η παραβίαση των προθεσμιών αυτών από τους οργανισμούς πληρωμών συνεπάγεται ότι οι πληρωμές δεν είναι επιλέξιμες για κοινοτική χρηματοδότηση, εκτός από περιπτώσεις, συνθήκες και όρια που καθορίζονται σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.

Άρθρο 17

Μείωση και αναστολή των μηνιαίων πληρωμών

1.   Εάν οι δηλώσεις δαπανών ή τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 2 δεν επιτρέπουν στην Επιτροπή να διαπιστώσει ότι η δέσμευση των κονδυλίων είναι σύμφωνη με τους ισχύοντες κοινοτικούς κανόνες, η Επιτροπή ζητά από το εμπλεκόμενο κράτος μέλος να της διαβιβάσει συμπληρωματικά στοιχεία εντός προθεσμίας, την οποία καθορίζει ανάλογα με τη σοβαρότητα του προβλήματος και η οποία, κατά κανόνα, δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τριάντα ημέρες.

Εάν το κράτος μέλος δεν απαντήσει στην αίτηση της Επιτροπής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ή εάν η απάντησή του δεν κριθεί ικανοποιητική ή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν έχουν τηρηθεί οι ισχύοντες κοινοτικοί κανόνες ή ότι έχει γίνει αντικανονική χρήση των κοινοτικών κονδυλίων, η Επιτροπή δύναται να μειώσει ή να αναστείλει προσωρινά τις μηνιαίες πληρωμές προς το κράτος μέλος. Η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά το κράτος μέλος, διευκρινίζοντας ότι έχουν πραγματοποιηθεί οι εν λόγω μειώσεις ή αναστολές.

2.   Εάν οι δηλώσεις ή τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 2 οδηγούν την Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι έχει σημειωθεί υπέρβαση δημοσιονομικού ανωτάτου ορίου που καθορίζεται στην κοινοτική νομοθεσία ή προφανής παράβαση των ισχυόντων κοινοτικών κανόνων, η Επιτροπή δύναται να επιβάλει τις μειώσεις ή αναστολές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου, αφού δώσει στο κράτος μέλος τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του.

3.   Οι μειώσεις και αναστολές επιβάλλονται τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας στο πλαίσιο της σχετικής με τις μηνιαίες πληρωμές απόφασης, που αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2, με την επιφύλαξη των αποφάσεων που αναφέρονται στα άρθρα 30 και 31.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 2

Δημοσιονομική πειθαρχία

Άρθρο 18

Τήρηση του ανωτάτου ορίου

1.   Οι πιστώσεις που καλύπτουν τις δαπάνες του ΕΓΤΕ δεν μπορούν σε κανένα στάδιο της διαδικασίας του προϋπολογισμού και της εκτέλεσής του να υπερβαίνουν το καθαρό υπόλοιπο που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 3.

Σε όλες τις νομικές πράξεις που προτείνει η Επιτροπή ή εκδίδει το Συμβούλιο ή η Επιτροπή και οι οποίες έχουν επίδραση στον προϋπολογισμό του ΕΓΤΕ, τηρείται το καθαρό υπόλοιπο που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 3.

2.   Εφόσον η κοινοτική νομοθεσία προβλέπει για ένα κράτος μέλος δημοσιονομικό ανώτατο όριο των γεωργικών δαπανών σε ευρώ, οι σχετικές δαπάνες επιστρέφονται στο εν λόγω κράτος μέλος εντός του καθορισμένου σε ευρώ ανωτάτου ορίου, ενδεχομένως ύστερα από αναπροσαρμογή ως επακόλουθο της τυχόν εφαρμογής του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003.

3.   Τα εθνικά ανώτατα όρια που προβλέπει για τις άμεσες ενισχύσεις η κοινοτική νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που καθορίζονται στο άρθρο 41 παράγραφος 1 και στο άρθρο 71γ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, διορθωμένα κατά τα ποσοστά και τις αναπροσαρμογές του άρθρου 10 παράγραφος 1 και του άρθρου 11 παράγραφος 1 του ίδιου κανονισμού, θεωρούνται ως δημοσιονομικά ανώτατα όρια σε ευρώ.

4.   Όταν στις 30 Ιουνίου ενός έτους το Συμβούλιο δεν έχει αποφασίσει επί των αναπροσαρμογών κατ' άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, η Επιτροπή αποφασίζει επί των αναπροσαρμογών αυτών με τη διαδικασία του άρθρου 41 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού και ενημερώνει το Συμβούλιο.

5.   Το αργότερο την 1η Δεκεμβρίου, ύστερα από πρόταση της Επιτροπής, το Συμβούλιο μπορεί, βάσει νέων στοιχείων που διαθέτει, να τροποποιήσει το ποσοστό αναπροσαρμογής των άμεσων πληρωμών που καθορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003.

Άρθρο 19

Διαδικασία δημοσιονομικής πειθαρχίας

1.   Η Επιτροπή συνυποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο με το προσχέδιο προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος N τις προβλέψεις της για τα οικονομικά έτη N-1, N και N + 1. Ταυτόχρονα, υποβάλλει ανάλυση των διαπιστωμένων αποκλίσεων μεταξύ των αρχικών προβλέψεων και των πραγματικών δαπανών για τα οικονομικά έτη N-2 και N-3.

2.   Εάν κατά την κατάρτιση του προσχεδίου προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος N, υπάρχουν ενδείξεις ότι ενδέχεται να σημειωθεί υπέρβαση του καθαρού υπολοίπου που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 3 για το οικονομικό έτος N, λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου που προβλέπεται στο άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003, η Επιτροπή προτείνει στο Συμβούλιο τα αναγκαία μέτρα, ειδικότερα εκείνα που απαιτούνται κατ' εφαρμογή του άρθρου 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003.

3.   Οποιαδήποτε στιγμή, εάν η Επιτροπή κρίνει ότι υπάρχει κίνδυνος υπέρβασης του καθαρού υπολοίπου που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 3 και η ίδια αδυνατεί να λάβει επαρκή μέτρα για να διορθωθεί η κατάσταση στο πλαίσιο των διαχειριστικών αρμοδιοτήτων της, προτείνει στο Συμβούλιο άλλα μέτρα που διασφαλίζουν την τήρηση του εν λόγω υπολοίπου.

Το Συμβούλιο αποφασίζει σχετικά με τα μέτρα αυτά με τη διαδικασία του άρθρου 37 της συνθήκης εντός δύο μηνών από την παραλαβή της πρότασης της Επιτροπής. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο γνωμοδοτεί εγκαίρως, ώστε να μπορεί το Συμβούλιο να λάβει γνώση της γνώμης του και να αποφασίσει εντός της καθορισμένης προθεσμίας.

4.   Εάν στο τέλος του οικονομικού έτους N οι αιτήσεις επιστροφών των κρατών μελών υπερβαίνουν ή είναι πιθανόν να υπερβούν το καθαρό υπόλοιπο που έχει καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3, η Επιτροπή:

α)

λαμβάνει υπόψη τις εν λόγω αιτήσεις κατ' αναλογία προς τις αιτήσεις που έχουν υποβληθεί από τα κράτη μέλη και εντός των ορίων του διαθέσιμου προϋπολογισμού και καθορίζει προσωρινά το ποσό των πληρωμών για τον εξεταζόμενο μήνα·

β)

το αργότερο στις 28 Φεβρουαρίου του επόμενου έτους, προσδιορίζει την κατάσταση όλων των κρατών μελών έναντι της κοινοτικής χρηματοδότησης για το προηγούμενο οικονομικό έτος·

γ)

καθορίζει με τη διαδικασία του άρθρου 41 παράγραφος 3, το συνολικό ποσό της κοινοτικής χρηματοδότησης, κατανεμημένο ανά κράτος μέλος με βάση ένα ενιαίο ποσοστό κοινοτικής χρηματοδότησης εντός των ορίων του προϋπολογισμού που ήταν διαθέσιμος για τις μηνιαίες πληρωμές·

δ)

προβαίνει στις ενδεχόμενες αντισταθμίσεις μεταξύ των κρατών μελών, το αργότερο κατά την εκτέλεση των μηνιαίων πληρωμών για το μήνα Μάρτιο του έτους N + 1.

Άρθρο 20

Σύστημα προειδοποίησης

Για να μη σημειώνεται υπέρβαση του δημοσιονομικού ανωτάτου ορίου, η Επιτροπή εφαρμόζει σύστημα προειδοποίησης και παρακολούθησης των δαπανών του ΕΓΤΕ σε μηνιαία βάση.

Για το σκοπό αυτό, πριν από την έναρξη κάθε οικονομικού έτους, η Επιτροπή καθορίζει τις αναμενόμενες μηνιαίες δαπάνες, βασιζόμενη, εάν το κρίνει απαραίτητο, στο μέσο όρο των μηνιαίων δαπανών κατά τα τρία προηγούμενα έτη.

Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μηνιαία έκθεση, στην οποία εξετάζει την εξέλιξη των δαπανών που έχουν πραγματοποιηθεί σε σχέση με την αναμενόμενη και παραθέτει εκτίμηση της προβλέψιμης εκτέλεσης για το τρέχον οικονομικό έτος.

Άρθρο 21

Συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς

1.   Κατά την έγκριση του προσχεδίου προϋπολογισμού ή διορθωτικής επιστολής στο προσχέδιο προϋπολογισμού, η οποία αφορά τις γεωργικές δαπάνες, η Επιτροπή χρησιμοποιεί για τις προβλέψεις του προϋπολογισμού του ΕΓΤΕ τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ/δολαρίου Ηνωμένων Πολιτειών που διαπιστώθηκε κατά μέσον όρο στην αγορά στη διάρκεια του πιο πρόσφατου τριμήνου, το οποίο έληξε τουλάχιστον είκοσι ημέρες πριν από την έγκριση του δημοσιονομικού εγγράφου από την Επιτροπή.

2.   Κατά την έγκριση προσχεδίου διορθωτικού ή συμπληρωματικού προϋπολογισμού ή διορθωτικής επιστολής στο εν λόγω προσχέδιο, εφόσον τα έγγραφα αυτά αφορούν τις πιστώσεις για τις δράσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), η Επιτροπή χρησιμοποιεί:

α)

αφενός, τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ/δολαρίου Ηνωμένων Πολιτειών που διαπιστώθηκε πραγματικά στην αγορά κατά μέσον όρο από την 1η Αυγούστου του προηγουμένου οικονομικού έτους έως το τέλος του πιο πρόσφατου τριμήνου, το οποίο έληξε τουλάχιστον είκοσι ημέρες πριν από την έγκριση του δημοσιονομικού εγγράφου από την Επιτροπή και το αργότερο στις 31 Ιουλίου του τρέχοντος οικονομικού έτους, και

β)

αφετέρου, ως πρόβλεψη για το υπόλοιπο οικονομικό έτος, την εν λόγω μέση συναλλαγματική ισοτιμία που διαπιστώθηκε πραγματικά στη διάρκεια του πιο πρόσφατου τριμήνου, το οποίο έληξε τουλάχιστον είκοσι ημέρες πριν από την έγκριση του δημοσιονομικού εγγράφου από την Επιτροπή.

ΤΊΤΛΟΣ III

ΕΓΤΑΑ

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1

Μέθοδος χρηματοδότησης

Άρθρο 22

Χρηματοδοτική συμμετοχή του ΕΓΤΑΑ

Η χρηματοδοτική συμμετοχή του ΕΓΤΑΑ στις δαπάνες των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης καθορίζεται για κάθε πρόγραμμα εντός των ανωτάτων ορίων της κοινοτικής νομοθεσίας για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το ΕΓΤΑΑ προσαυξανόμενη κατά τα ποσά που καθορίζει η Επιτροπή κατ' εφαρμογή του άρθρου 12 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

Οι δαπάνες που χρηματοδοτούνται βάσει του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο καμίας άλλης χρηματοδότησης από τον κοινοτικό προϋπολογισμό.

Άρθρο 23

Δημοσιονομικές δεσμεύσεις

Οι κοινοτικές δημοσιονομικές δεσμεύσεις για τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης (εφεξής καλούμενες «δημοσιονομικές δεσμεύσεις»), αναλαμβάνονται σε ετήσιες δόσεις για την περίοδο που εκτείνεται από την 1η Ιανουαρίου 2007 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013.

Η απόφαση που λαμβάνεται από την Επιτροπή και με την οποία εγκρίνεται κάθε πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης υποβληθέν από το κράτος μέλος ισοδυναμεί με απόφαση χρηματοδότησης υπό την έννοια του άρθρου 75 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 και, μετά την κοινοποίησή της στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, συνιστά νομική δέσμευση υπό την έννοια του ίδιου κανονισμού.

Για κάθε πρόγραμμα, η δημοσιονομική δέσμευση που καλύπτει την πρώτη δόση έπεται της έγκρισης του προγράμματος από την Επιτροπή. Οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις για τις επόμενες δόσεις αναλαμβάνονται από την Επιτροπή πριν από την 1η Μαΐου κάθε έτους με βάση την απόφαση που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 2

Δημοσιονομική διαχείριση

Άρθρο 24

Κοινές διατάξεις για τις πληρωμές

1.   Η συμμετοχή του ΕΓΤΑΑ καταβάλλεται από την Επιτροπή σύμφωνα με τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις.

2.   Οι αναγκαίες πιστώσεις για την κάλυψη των δαπανών που αναφέρονται στο άρθρο 4 τίθενται στη διάθεση των κρατών μελών από την Επιτροπή με τη μορφή προχρηματοδότησης, ενδιάμεσων πληρωμών και εξόφλησης του υπολοίπου. Οι πιστώσεις αυτές καταβάλλονται υπό τους όρους των άρθρων 25 26, 27 και 28.

3.   Οι πληρωμές καταλογίζονται στην παλαιότερη ανοικτή δημοσιονομική δέσμευση.

4.   Το συνολικό ποσό του αθροίσματος της προχρηματοδότησης και των ενδιάμεσων πληρωμών ανέρχεται κατ' ανώτατο όριο στο 95 % της συμμετοχής του ΕΓΤΑΑ σε κάθε πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης.

Άρθρο 25

Καταβολή της προχρηματοδότησης

1.   Μετά την έγκριση ενός προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης η Επιτροπή καταβάλλει μία μόνο προχρηματοδότηση για το συγκεκριμένο πρόγραμμα. Η εν λόγω προχρηματοδότηση αντιστοιχεί στο 7 % της συμμετοχής του ΕΓΤΑΑ στο εκάστοτε πρόγραμμα και είναι δυνατόν να κατανεμηθεί σε δύο οικονομικά έτη ανάλογα με τις διαθέσιμες πιστώσεις του προϋπολογισμού.

2.   Εάν δεν υποβληθεί καμία δήλωση δαπανών στο πλαίσιο του προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης εντός είκοσι τεσσάρων μηνών από την καταβολή του πρώτου τμήματος της προχρηματοδότησης, το συνολικό ποσό που έχει καταβληθεί ως προχρηματοδότηση επιστρέφεται στην Επιτροπή.

3.   Οι τόκοι τους οποίους αποφέρει η προχρηματοδότηση διατίθενται στο αντίστοιχο πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης και αφαιρούνται από το ποσό των δημοσίων δαπανών που εμφαίνεται στην τελική δήλωση δαπανών.

4.   Το ποσό που έχει καταβληθεί ως προχρηματοδότηση εκκαθαρίζεται κατά την περάτωση του προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης.

Άρθρο 26

Καταβολή των ενδιάμεσων πληρωμών

1.   Οι ενδιάμεσες πληρωμές εκτελούνται για κάθε πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης. Υπολογίζονται με εφαρμογή του ποσοστού συγχρηματοδότησης κάθε άξονα προτεραιότητας στις πιστοποιημένες δημόσιες δαπάνες για τον άξονα αυτό.

2.   Η Επιτροπή πραγματοποιεί τις ενδιάμεσες πληρωμές με την επιφύλαξη των διαθέσιμων πιστώσεων του προϋπολογισμού, προκειμένου να επιστρέψει τις δαπάνες των διαπιστευμένων οργανισμών πληρωμών για την εκτέλεση των πράξεων.

3.   Κάθε ενδιάμεση πληρωμή εκτελείται από την Επιτροπή εφόσον τηρηθούν οι εξής υποχρεώσεις:

α)

διαβίβαση στην Επιτροπή δήλωσης δαπανών υπογεγραμμένης από το διαπιστευμένο οργανισμό πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο γ)·

β)

μη υπέρβαση του συνολικού ποσού της συμμετοχής του ΕΓΤΑΑ σε καθέναν από τους άξονες προτεραιότητας για ολόκληρη την περίοδο που καλύπτει το εξεταζόμενο πρόγραμμα·

γ)

διαβίβαση στην Επιτροπή της τελευταίας ετήσιας έκθεσης εκτέλεσης σχετικά με την εφαρμογή του προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης.

4.   Εάν δεν πληρούται κάποιος από τους όρους της παραγράφου 3 και, συνεπώς, η δήλωση δαπανών δεν είναι παραδεκτή, η Επιτροπή ενημερώνει αμελλητί το διαπιστευμένο οργανισμό πληρωμών και, εφόσον έχει ορισθεί, τον οργανισμό συντονισμού.

5.   Η Επιτροπή εκτελεί την ενδιάμεση πληρωμή εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τις 45 ημέρες από την καταχώριση μιας δήλωσης δαπανών η οποία πληροί τους όρους της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, με την επιφύλαξη των αποφάσεων που προβλέπονται στα άρθρα 30 και 31.

6.   Οι διαπιστευμένοι οργανισμοί πληρωμών καταρτίζουν και διαβιβάζουν στην Επιτροπή μέσω του οργανισμού συντονισμού, ή απευθείας όταν δεν έχει ορισθεί τέτοιος οργανισμός, τις δηλώσεις ενδιάμεσων δαπανών που συνδέονται με τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης, με τη συχνότητα που καθορίζει η Επιτροπή. Οι εν λόγω δηλώσεις δαπανών καλύπτουν τις δαπάνες του διαπιστευμένου οργανισμού πληρωμών κατά τη διάρκεια κάθε σχετικής περιόδου.

Οι δηλώσεις ενδιάμεσων δαπανών για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από τις 16 Οκτωβρίου καταλογίζονται στον προϋπολογισμό του επόμενου έτους.

Άρθρο 27

Αναστολή και μείωση των ενδιάμεσων πληρωμών

1.   Οι ενδιάμεσες πληρωμές εκτελούνται υπό τους όρους του άρθρου 81 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002, με βάση τις δηλώσεις δαπανών και τα δημοσιονομικά στοιχεία που παρέχονται από τα κράτη μέλη.

2.   Εάν οι δηλώσεις δαπανών ή τα στοιχεία που έχουν γνωστοποιηθεί από ένα κράτος μέλος δεν επιτρέπουν να διαπιστωθεί ότι η δήλωση των δαπανών είναι σύμφωνη με τους ισχύοντες κοινοτικούς κανόνες, ζητείται από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να διαβιβάσει συμπληρωματικά στοιχεία εντός προθεσμίας η οποία καθορίζεται ανάλογα με τη σοβαρότητα του προβλήματος και η οποία, κατά κανόνα, δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τριάντα ημέρες.

3.   Εάν το κράτος μέλος δεν απαντήσει στην αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 ή εάν η απάντησή του δεν κριθεί ικανοποιητική ή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν έχουν τηρηθεί οι ισχύοντες κοινοτικοί κανόνες ή ότι έχει γίνει αντικανονική χρήση των κοινοτικών κονδυλίων, η Επιτροπή δύναται να μειώσει ή να αναστείλει προσωρινά τις ενδιάμεσες πληρωμές προς το κράτος μέλος. Η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά το κράτος μέλος.

4.   Η αναστολή των πληρωμών ή οι μειώσεις των ενδιάμεσων πληρωμών που αναφέρονται στο άρθρο 26 τηρούν την αρχή της αναλογικότητας και πραγματοποιούνται με την επιφύλαξη των αποφάσεων που αναφέρονται στα άρθρα 30 και 31.

Άρθρο 28

Καταβολή εξόφλησης του υπολοίπου και περάτωσης του προγράμματος

1.   Το υπόλοιπο εξοφλείται από την Επιτροπή μετά την παραλαβή της τελευταίας έκθεσης εκτέλεσης σχετικά με την εφαρμογή ενός προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης με βάση το ποσοστό συγχρηματοδότησης ανά άξονα, τους ετήσιους λογαριασμούς του τελευταίου οικονομικού έτους εφαρμογής του εξεταζόμενου προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης και την αντίστοιχη απόφαση για την εκκαθάριση των λογαριασμών με την επιφύλαξη των διαθέσιμων πιστώσεων του προϋπολογισμού. Οι εν λόγω λογαριασμοί υποβάλλονται στην Επιτροπή το αργότερο στις 30 Ιουνίου 2016 και καλύπτουν τις δαπάνες του διαπιστευμένου οργανισμού πληρωμών έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015.

2.   Το υπόλοιπο εξοφλείται το αργότερο έξι μήνες μετά την παραλαβή των στοιχείων και εγγράφων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Τα ποσά που εξακολουθούν να αποτελούν το αντικείμενο δημοσιονομικής δέσμευσης μετά την εξόφληση του υπολοίπου αποδεσμεύονται από την Επιτροπή εντός έξι μηνών κατ' ανώτατο όριο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 29 παράγραφος 6.

3.   Η παράλειψη διαβίβασης στην Επιτροπή, το αργότερο στις 30 Ιουνίου 2016, της τελευταίας ετήσιας έκθεσης εκτέλεσης και των εγγράφων που απαιτούνται για την εκκαθάριση των λογαριασμών του τελευταίου έτους εφαρμογής του προγράμματος, συνεπάγεται την αυτόματη αποδέσμευση του υπολοίπου σύμφωνα με το άρθρο 29.

Άρθρο 29

Αυτόματη αποδέσμευση

1.   Η Επιτροπή αποδεσμεύει αυτόματα το τμήμα της δημοσιονομικής δέσμευσης για ένα πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης, το οποίο δεν χρησιμοποιήθηκε για την πληρωμή της προχρηματοδότησης ή για ενδιάμεσες πληρωμές ή για το οποίο δεν υποβλήθηκε στην Επιτροπή καμία δήλωση δαπανών πληρούσα τους όρους του άρθρου 26 παράγραφος 3 για δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν έως τις 31 Δεκεμβρίου του μεθεπόμενου έτους από εκείνο της δημοσιονομικής δέσμευσης.

2.   Αποδεσμεύεται αυτόματα το τμήμα των δημοσιονομικών δεσμεύσεων που είναι ακόμη ανοικτές στις 31 Δεκεμβρίου 2015, για το οποίο δεν υποβλήθηκε καμία δήλωση δαπανών έως τις 30 Ιουνίου 2016.

3.   Εάν για την έγκριση μιας ενίσχυσης ή ενός καθεστώτος ενισχύσεων απαιτείται απόφαση της Επιτροπής μεταγενέστερη από εκείνη με την οποία εγκρίθηκε το πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης, η προθεσμία για την αυτόματη αποδέσμευση υπολογίζεται από την ημερομηνία έκδοσης της εν λόγω μεταγενέστερης απόφασης. Τα ποσά που καλύπτονται από την παρέκκλιση αυτή καθορίζονται με βάση χρονοδιάγραμμα, το οποίο παρέχεται από το κράτος μέλος.

4.   Σε περίπτωση δικαστικής διαδικασίας ή διοικητικής προσφυγής που έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 ή 2 προθεσμία, μετά τη λήξη της οποίας επέρχεται αυτόματη αποδέσμευση, διακόπτεται ως προς το ποσό που αντιστοιχεί στις σχετικές πράξεις για τη διάρκεια της εν λόγω δικαστικής διαδικασίας ή διοικητικής προσφυγής, υπό τον όρο ότι η Επιτροπή θα λάβει αιτιολογημένη κοινοποίηση από το κράτος μέλος το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου του έτους N + 2.

5.   Στον υπολογισμό των ποσών που αποδεσμεύονται αυτόματα δεν λαμβάνονται υπόψη:

α)

το τμήμα των δημοσιονομικών δεσμεύσεων για το οποίο έχει υποβληθεί δήλωση δαπανών, αλλά του οποίου η επιστροφή αποτελεί το αντικείμενο μείωσης ή αναστολής από την Επιτροπή στις 31 Δεκεμβρίου του έτους N + 2·

β)

το τμήμα των δημοσιονομικών δεσμεύσεων το οποίο δεν ήταν σε θέση να καταβάλει ένας οργανισμός πληρωμών λόγω ανωτέρας βίας, με σοβαρές συνέπειες για την εφαρμογή του προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης. Οι εθνικές αρχές που επικαλούνται λόγους ανωτέρας βίας οφείλουν να αποδεικνύουν τις άμεσες συνέπειές της για την εφαρμογή του συνόλου ή μέρους του προγράμματος.

6.   Η Επιτροπή ενημερώνει εγκαίρως το κράτος μέλος και τις ενδιαφερόμενες αρχές για το ενδεχόμενο αυτόματης αποδέσμευσης και τους γνωστοποιεί το ποσό της αυτόματης αποδέσμευσης, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της. Δίδεται στο κράτος μέλος προθεσμία δύο μηνών από την παραλαβή της εν λόγω γνωστοποίησης για να συμφωνήσει στο σχετικό ποσό ή να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του. Η Επιτροπή προβαίνει στην αυτόματη αποδέσμευση το αργότερο εννέα μήνες μετά τις καταληκτικές ημερομηνίες που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 4.

7.   Σε περίπτωση αυτόματης αποδέσμευσης, η συμμετοχή του ΕΓΤΑΑ στο συγκεκριμένο πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης μειώνεται για το συγκεκριμένο έτος κατά το ποσό της αυτόματης αποδέσμευσης. Το κράτος μέλος καταρτίζει αναθεωρημένο σχέδιο χρηματοδότησης για να κατανείμει το ποσό κατά το οποίο μειώνεται η συνεισφορά του ταμείου μεταξύ των αξόνων του προγράμματος. Εάν δεν το πράξει, η Επιτροπή μειώνει κατ' αναλογία τα ποσά που διατίθενται για κάθε άξονα προτεραιότητας.

8.   Εάν ο παρών κανονισμός αρχίσει να ισχύει μετά την 1η Ιανουαρίου 2007, η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 προθεσμία, μετά τη λήξη της οποίας μπορεί να επέλθει η πρώτη αυτόματη αποδέσμευση, παρατείνεται για την πρώτη δέσμευση κατά τον αριθμό των μηνών που περικλείονται μεταξύ της 1η Ιανουαρίου 2007 και της ημερομηνίας έγκρισης του αντίστοιχου προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης από την Επιτροπή.

ΤΊΤΛΟΣ IV

ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1

Εκκαθάριση

Άρθρο 30

Λογιστική εκκαθάριση

1.   Πριν από τις 30 Απριλίου του έτους που ακολουθεί το εξεταζόμενο οικονομικό έτος, η Επιτροπή αποφασίζει σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών των διαπιστευμένων οργανισμών πληρωμών με τη διαδικασία του άρθρου 41 παράγραφος 3, με βάση τα στοιχεία που γνωστοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημείο iii).

2.   Η απόφαση για την εκκαθάριση των λογαριασμών καλύπτει την πληρότητα, την ακρίβεια και την ειλικρίνεια των διαβιβαζόμενων ετήσιων λογαριασμών. Η απόφαση αυτή λαμβάνεται με την επιφύλαξη των αποφάσεων που λαμβάνονται μεταγενέστερα βάσει του άρθρου 31.

Άρθρο 31

Εκκαθάριση ως προς τη συμμόρφωση

1.   Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι δαπάνες που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 και στο άρθρο 4, δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, αποφασίζει τι ποσά πρέπει να αποκλειστούν από την κοινοτική χρηματοδότηση, με τη διαδικασία του άρθρου 41 παράγραφος 3.

2.   Η Επιτροπή εκτιμά τα προς αποκλεισμό ποσά με γνώμονα κυρίως την έκταση της έλλειψης συμμόρφωσης που διαπίστωσε. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη το είδος και τη σοβαρότητα της παράβασης, καθώς και την οικονομική ζημία που υπέστη η Κοινότητα.

3.   Πριν από κάθε απόφαση απόρριψης της χρηματοδότησης, τα αποτελέσματα των ελέγχων της Επιτροπής και οι απαντήσεις του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους κοινοποιούνται εγγράφως και, κατόπιν, τα δύο μέρη επιχειρούν να καταλήξουν σε συμφωνία για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν.

Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία, το κράτος μέλος δύναται να ζητήσει, εντός τεσσάρων μηνών, την έναρξη διαδικασίας συμβιβασμού των αντίστοιχων θέσεων. Τα αποτελέσματα της διαδικασίας αυτής ανακοινώνονται με έκθεση προς την Επιτροπή, η οποία τα εξετάζει, πριν αποφασίσει να απορρίψει ενδεχομένως τη χρηματοδότηση.

4.   Η απόρριψη χρηματοδότησης δεν μπορεί να αφορά:

α)

δαπάνες που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 και πραγματοποιήθηκαν νωρίτερα από είκοσι τέσσερις μήνες πριν από την έγγραφη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των ελέγχων στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος από την Επιτροπή·

β)

δαπάνες για πολυετή μέτρα που εντάσσονται στις αναφερόμενες στο άρθρο 3 παράγραφος 1 δαπάνες ή στα προγράμματα του άρθρου 4 και για τις οποίες η τελευταία υποχρέωση που υπέχει ο δικαιούχος ανελήφθη περισσότερο από είκοσι τέσσερις μήνες πριν από την έγγραφη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των ελέγχων στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος από την Επιτροπή·

γ)

δαπάνες για τα μέτρα που προβλέπονται από τα προγράμματα που αναφέρονται στο άρθρο 4, πλην αυτών του στοιχείου β), για τις οποίες η εξόφληση, ή ενδεχομένως η εξόφληση του υπολοίπου, από τον οργανισμό πληρωμών, έγινε περισσότερο από είκοσι τέσσερις μήνες πριν από την έγγραφη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των ελέγχων στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος από την Επιτροπή.

5.   Η παράγραφος 4 δεν εφαρμόζεται στις οικονομικές συνέπειες που προκύπτουν από:

α)

τις παρατυπίες που αναφέρονται στα άρθρα 32 και 33,

β)

εθνικές ενισχύσεις ή παραβάσεις για τις οποίες έχει κινηθεί η διαδικασία του άρθρου 88 ή του άρθρου 226 της συνθήκης.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 2

Παρατυπίες

Άρθρο 32

Ειδικές διατάξεις για το ΕΓΤΕ

1.   Τα ποσά που ανακτώνται ως επακόλουθο παρατυπιών ή αμέλειας και οι τόκοι τους οποίους αυτά αποφέρουν καταβάλλονται στους οργανισμούς πληρωμών, οι οποίοι τα εγγράφουν στα έσοδα που διατίθενται στο ΕΓΤΕ για το μήνα της πραγματικής είσπραξής τους.

2.   Κατά την καταβολή στον κοινοτικό προϋπολογισμό, το κράτος μέλος δύναται να παρακρατεί το 20 % των αντιστοίχων ποσών ως κατ' αποκοπή επιστροφή των εξόδων ανάκτησης, με εξαίρεση τα ποσά που συνδέονται με παρατυπίες ή αμέλεια που μπορούν να αποδοθούν στις διοικητικές υπηρεσίες ή σε άλλους οργανισμούς του εξεταζόμενου κράτους μέλους.

3.   Κατά τη διαβίβαση των ετήσιων λογαριασμών, που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημείο iii), τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή ανακεφαλαιωτική κατάσταση των διαδικασιών ανάκτησης που κίνησαν κατόπιν παρατυπιών, με ανάλυση των ποσών που δεν έχουν ακόμη ανακτηθεί κατά διοικητική ή/και δικαστική διαδικασία και έτος της πρώτης διοικητικής ή δικαστικής πράξης με την οποία διαπιστώθηκε η παρατυπία.

Τα κράτη μέλη διατηρούν στη διάθεση της Επιτροπής την αναλυτική κατάσταση των επιμέρους διαδικασιών ανάκτησης και των ποσών που δεν έχουν ακόμη ανακτηθεί.

4.   Αφού εφαρμόσει τη διαδικασία του άρθρου 31 παράγραφος 3, η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει να καταλογίσει τα προς ανάκτηση ποσά στο κράτος μέλος, εφόσον:

α)

το κράτος μέλος δεν κίνησε όλες τις διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες που προβλέπονται από την εθνική και την κοινοτική νομοθεσία με σκοπό την ανάκτηση των ποσών στη διάρκεια του έτους που ακολουθεί την πρώτη διοικητική ή δικαστική πράξη διαπίστωσης·

β)

η πρώτη διοικητική ή δικαστική πράξη διαπίστωσης δεν συντάχθηκε ή συντάχθηκε με καθυστέρηση ικανή να υπονομεύσει την ανάκτηση ή εφόσον η παρατυπία δεν καταχωρίσθηκε στην ανακεφαλαιωτική κατάσταση που προβλέπεται στην παράγραφο 3 πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου για το έτος της πρώτης διοικητικής η δικαστικής πράξης διαπίστωσης.

5.   Εφόσον η ανάκτηση δεν πραγματοποιηθεί εντός τεσσάρων ετών από την ημερομηνία της πρώτης διοικητικής ή δικαστικής πράξης διαπίστωσης ή οκτώ ετών, εάν η ανάκτηση αποτελεί το αντικείμενο προσφυγής στα εθνικά δικαστήρια, οι οικονομικές συνέπειες της έλλειψης ανάκτησης βαρύνουν κατά 50 % το εμπλεκόμενο κράτος μέλος και κατά 50 % τον κοινοτικό προϋπολογισμό.

Το κράτος μέλος αναφέρει χωριστά στην ανακεφαλαιωτική κατάσταση που προβλέπεται στην παράγραφο 3 πρώτο εδάφιο τα ποσά που δε ανακτήθηκαν εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

H κατανομή του δημοσιονομικού βάρους που απορρέει από την έλλειψη ανάκτησης σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο δεν θίγει την υποχρέωση του εμπλεκόμενου κράτους μέλους να κινήσει τις διαδικασίες ανάκτησης κατ' εφαρμογή του άρθρου 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού. Τα ποσά που ανακτώνται με τον τρόπο αυτό καταβάλλονται στο ΕΓΤΕ σε ποσοστό 50 %, μετά την παρακράτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 2.

Εάν, στο πλαίσιο της διαδικασίας ανάκτησης, διαπιστωθεί με οριστική διοικητική ή δικαστική πράξη ότι δεν έχει διαπραχθεί παρατυπία, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δηλώνει στο ΕΓΤΕ ως δαπάνη τη δημοσιονομική επιβάρυνσή του δυνάμει του πρώτου εδαφίου.

Ωστόσο, εάν, για λόγους που δεν μπορούν να αποδοθούν στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, η ανάκτηση δεν μπόρεσε να γίνει εντός των προθεσμιών που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο, και το προς ανάκτηση ποσό υπερβαίνει το 1 εκατ. ευρώ, η Επιτροπή μπορεί, έπειτα από αίτηση του κράτους μέλους, να επεκτείνει τις προθεσμίες κατά 50 % κατ' ανώτατο όριο των αρχικών προθεσμιών.

6.   Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν να μην επιδιώξουν ανάκτηση. Η απόφαση αυτή μπορεί να ληφθεί μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

εάν το σύνολο των πραγματοποιηθέντων και των προβλεπόμενων εξόδων ανάκτησης υπερβαίνει το προς ανάκτηση ποσό·

β)

εάν η ανάκτηση είναι αδύνατη λόγω αφερεγγυότητας του οφειλέτη ή των προσώπων που φέρουν τη νομική ευθύνη για την παρατυπία, η οποία αφερεγγυότητα έχει διαπιστωθεί και αναγνωριστεί σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του σχετικού κράτους μέλους.

Το κράτος μέλος αναφέρει χωριστά στην ανακεφαλαιωτική κατάσταση που προβλέπεται στην παράγραφο 3 πρώτο εδάφιο τα ποσά για τα οποία αποφάσισε να μην εφαρμόσει τις διαδικασίες ανάκτησης, καθώς και τους λόγους που υπαγόρευσαν την απόφασή του αυτή.

7.   Το κράτος μέλος εγγράφει τις οικονομικές συνέπειες που το βαρύνουν κατ' εφαρμογή της παραγράφου 5 στους ετήσιους λογαριασμούς που υποχρεούται να διαβιβάζει στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημείο iii). Η Επιτροπή εξακριβώνει την ορθότητα της εγγραφής και προβαίνει στις τυχόν αναγκαίες αναπροσαρμογές κατά την έκδοση της απόφασης που προβλέπεται στο άρθρο 30 παράγραφος 1.

8.   Αφού εφαρμόσει τη διαδικασία του άρθρου 31 παράγραφος 3, η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει να αποκλείσει από την κοινοτική χρηματοδότηση τα ποσά που έχουν καταλογιστεί στον κοινοτικό προϋπολογισμό στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

κατ' εφαρμογή των παραγράφων 5 και 6 του παρόντος άρθρου, εφόσον διαπιστώσει ότι οι παρατυπίες ή η απουσία ανάκτησης οφείλονται σε παρατυπίες ή αμέλεια που μπορούν να αποδοθούν στις διοικητικές ή άλλες υπηρεσίες ή σε οργανισμούς των κρατών μελών·

β)

κατ' εφαρμογή της παραγράψου 6 του παρόντος άρθρου, εφόσον κρίνει ότι οι λόγοι τους οποίους επικαλείται το κράτος μέλος δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν την απόφασή του να παύσει τη διαδικασία ανάκτησης.

Άρθρο 33

Ειδικές διατάξεις για το ΕΓΤΑΑ

1.   Τα κράτη μέλη επιβάλλουν τις δημοσιονομικές επανορθώσεις που αποτελούν συνέπεια της διαπίστωσης παρατυπιών ή αμέλειας στις πράξεις ή στα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης, ακυρώνοντας το σύνολο ή μέρος της αντίστοιχης κοινοτικής χρηματοδότησης. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη το είδος και τη σοβαρότητα των παρατυπιών που διαπίστωσαν, καθώς και την οικονομική ζημία που υπέστη το ΕΓΤΑΑ.

2.   Σε περίπτωση όπου τα κοινοτικά κονδύλια έχουν ήδη καταβληθεί στο δικαιούχο, ανακτώνται από το διαπιστευμένο οργανισμό πληρωμών σύμφωνα με τις οικείες διαδικασίες ανάκτησης και επαναχρησιμοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο γ).

3.   Τα κράτη μέλη εκτελούν τις δημοσιονομικές ανακτήσεις και την επαναχρησιμοποίηση των κονδυλίων, τηρώντας τους ακόλουθους όρους:

α)

όταν διαπιστώνονται παρατυπίες, τα κράτη μέλη επεκτείνουν τις έρευνές τους, ώστε αυτές να καλύψουν όλες τις πράξεις που ενδέχεται να έχουν επηρεαστεί από τις εν λόγω παρατυπίες·

β)

τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις αντίστοιχες επανορθώσεις στην Επιτροπή·

γ)

τα ποσά της κοινοτικής χρηματοδότησης που ακυρώνεται, τα ανακτώμενα ποσά και οι αντίστοιχοι τόκοι επαναδιατίθενται στο συγκεκριμένο πρόγραμμα. Ωστόσο, τα κοινοτικά κονδύλια που προέρχονται από ακύρωση ή ανάκτηση μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν από το κράτος μέλος μόνο για πράξεις που προβλέπονται στο ίδιο πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης και υπό τον όρο ότι δεν θα επαναδιατεθούν για τις πράξεις που αποτέλεσαν το αντικείμενο δημοσιονομικής επανόρθωσης.

4.   Κατά τη διαβίβαση των ετήσιων λογαριασμών, που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημείο iii), τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή ανακεφαλαιωτική κατάσταση των διαδικασιών ανάκτησης που κίνησαν κατόπιν παρατυπιών, με ανάλυση των ποσών που δεν έχουν ακόμη ανακτηθεί κατά διοικητική ή/και δικαστική διαδικασία και έτος της πρώτης διοικητικής ή δικαστικής πράξης με την οποία διαπιστώθηκε η παρατυπία.

Ενημερώνουν την Επιτροπή για τον τρόπο με τον οποίο έχουν αποφασίσει ή προβλέπουν να επαναχρησιμοποιήσουν τα ακυρωθέντα κονδύλια και, ενδεχομένως, να τροποποιήσουν το σχέδιο χρηματοδότησης του αντίστοιχου προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης.

5.   Αφού εφαρμόσει τη διαδικασία του άρθρου 31 παράγραφος 3, η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει να καταλογίσει τα προς ανάκτηση ποσά στο κράτος μέλος, εφόσον:

α)

το κράτος μέλος δεν κίνησε όλες τις διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες που προβλέπονται από την εθνική και την κοινοτική νομοθεσία με σκοπό την ανάκτηση των ποσών που καταβλήθηκαν στους δικαιούχους κατά το έτος που ακολουθεί την πρώτη διοικητική ή δικαστική πράξη με την οποία διαπιστώθηκε η παρατυπία·

β)

το κράτος μέλος δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της παραγράφου 3 στοιχεία α) και γ) του παρόντος άρθρου.

6.   Σε περίπτωση όπου η αναφερόμενη στην παράγραφο 2 ανάκτηση καταστεί δυνατή μετά την περάτωση ενός προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης, το κράτος μέλος επανακαταβάλλει τα ανακτηθέντα ποσά στον κοινοτικό προϋπολογισμό.

7.   Μετά την περάτωση ενός προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης, το κράτος μέλος δύναται να αποφασίσει να παύσει τη διαδικασία ανάκτησης υπό τους όρους του άρθρου 32 παράγραφος 6.

8.   Αν η ανάκτηση δεν γίνει πριν από το κλείσιμο ενός προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης, οι δημοσιονομικές συνέπειες της μη ανάκτησης βαρύνουν κατά 50 % το οικείο κράτος μέλος, και κατά 50 % τον κοινοτικό προϋπολογισμό και λαμβάνονται υπόψη είτε στο τέλος της τετραετούς προθεσμίας μετά την πρώτη διοικητική ή δικαστική πράξη με την οποία διαπιστώθηκε η παρατυπία, είτε μετά πάροδο οκτώ ετών αν η ανάκτηση βρίσκεται ενώπιον των εθνικών δικαστικών αρχών, είτε κατά την περάτωση του προγράμματος, αν οι προθεσμίες αυτές λήγουν πριν από την περάτωση αυτή.

Ωστόσο, εάν, για λόγους που δεν μπορούν να αποδοθούν στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, η ανάκτηση δεν μπόρεσε να γίνει εντός των προθεσμιών που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο, και το προς ανάκτηση ποσό υπερβαίνει το 1 εκατ. ευρώ, η Επιτροπή μπορεί, έπειτα από αίτηση του κράτους μέλους, να επεκτείνει τις προθεσμίες κατά 50 % κατ' ανώτατο όριο των αρχικών προθεσμιών.

9.   Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 8, το κράτος μέλος καταβάλλει στον κοινοτικό προϋπολογισμό τα ποσά που αντιστοιχούν στο ποσοστό 50 %, με το οποίο έχει επιβαρυνθεί.

10.   Στις περιπτώσεις όπου επιβάλλεται δημοσιονομική επανόρθωση από την Επιτροπή, αυτή δεν θίγει την υποχρέωση των κρατών μελών να ανακτούν τα ποσά που καταβάλλονται στο πλαίσιο της δικής τους χρηματοδοτικής συμμετοχής, δυνάμει του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (14).

Άρθρο 34

Διάθεση των εσόδων που προέρχονται από τα κράτη μέλη

1.   Θεωρούνται ως έσοδα που διατίθενται, υπό την έννοια του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002:

α)

τα ποσά που πρέπει να πιστώνονται στον κοινοτικό προϋπολογισμό κατ' εφαρμογή των άρθρων 31, 32 και 33 του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των τόκων τους·

β)

τα ποσά που εισπράττονται ή ανακτώνται κατ' εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1788/2003 του Συμβουλίου, της 29 Σεπτεμβρίου 2003, που θεσπίζει εισφορά στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (15).

2.   Τα ποσά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) καταβάλλονται στον κοινοτικό προϋπολογισμό και, σε περίπτωση επαναχρησιμοποίησης, διατίθενται μόνο για τη χρηματοδότηση των δαπανών του ΕΓΤΕ ή του ΕΓΤΑΑ, αντιστοίχως.

Άρθρο 35

Ορισμός της διοικητικής ή δικαστικής διαπίστωσης

Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, ως πρώτη διοικητική ή δικαστική πράξη διαπίστωσης νοείται η πρώτη έγγραφη εκτίμηση εκ μέρους αρμόδιας αρχής, ανεξαρτήτως του εάν αυτή είναι διοικητική ή δικαστική, η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα, με βάση πραγματικά περιστατικά, ότι έχει διαπραχθεί παρατυπία, με την επιφύλαξη του ενδεχομένου να οδηγήσει η εξέλιξη της διοικητικής ή δικαστικής διαδικασίας σε αναθεώρηση ή αναίρεση αυτού του συμπεράσματος μεταγενέστερα.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 3

Εποπτεία από την Επιτροπή

Άρθρο 36

Πρόσβαση στα στοιχεία

1.   Τα κράτη μέλη θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την εύρυθμη λειτουργία του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ και λαμβάνουν όλα τα μέτρα που μπορούν να διευκολύνουν τους ελέγχους, τους οποίους η Επιτροπή θεωρεί χρήσιμους στο πλαίσιο της διαχείρισης της κοινοτικής χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των επιτόπιων ελέγχων.

2.   Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήσεώς της, τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, τις οποίες θεσπίζουν για την εφαρμογή των κοινοτικών πράξεων που έχουν σχέση με την κοινή γεωργική πολιτική, εφόσον οι πράξεις αυτές έχουν δημοσιονομικές επιπτώσεις στο ΕΓΤΕ ή στο ΕΓΤΑΑ.

3.   Τα κράτη μέλη διατηρούν στη διάθεση της Επιτροπής όλα τα στοιχεία που αφορούν τις διαπιστωθείσες παρατυπίες σύμφωνα με τα άρθρα 32 και 33 και τις ενέργειες για την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών κατόπιν των εν λόγω παρατυπιών.

Άρθρο 37

Επιτόπιοι έλεγχοι

1.   Με την επιφύλαξη των ελέγχων που διενεργούν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, των διατάξεων του άρθρου 248 της συνθήκης, καθώς και κάθε ελέγχου που οργανώνεται βάσει του άρθρου 279 της συνθήκης, η Επιτροπή δύναται να οργανώνει επιτόπιους ελέγχους με σκοπό να εξακριβώνει κυρίως:

α)

τη συμμόρφωση των διοικητικών πρακτικών προς τους κοινοτικούς κανόνες·

β)

την ύπαρξη των αναγκαίων δικαιολογητικών εγγράφων και την αντιστοιχία τους με τις πράξεις που χρηματοδοτούνται από το ΕΓΤΕ ή το ΕΓΤΑΑ·

γ)

τους όρους υπό τους οποίους εκτελούνται και επαληθεύονται οι πράξεις που χρηματοδοτούνται από το ΕΓΤΕ ή το ΕΓΤΑΑ.

Τα πρόσωπα στα οποία η Επιτροπή αναθέτει τους επιτόπιους ελέγχους ή οι υπάλληλοι της Επιτροπής που ενεργούν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, έχουν πρόσβαση στα βιβλία και σε κάθε άλλο έγγραφο σχετικό με τις δαπάνες που χρηματοδοτούνται από το ΕΓΤΕ ή το ΕΓΤΑΑ, συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων και των μεταστοιχείων τους που συγκεντρώνονται ή φυλάσσονται σε ηλεκτρονική μορφή.

Αυτές οι εξουσίες ελέγχου δεν θίγουν την εφαρμογή των εθνικών διατάξεων που επιφυλάσσουν ορισμένες πράξεις σε υπαλλήλους ειδικώς ορισθέντες από την εθνική νομοθεσία. Οι εξουσιοδοτημένοι από την Επιτροπή δεν συμμετέχουν, ιδίως στις κατ' οίκον επισκέψεις ή στις επίσημες ανακρίσεις ατόμων στα πλαίσια της εθνικής νομοθεσίας κράτους μέλους. Έχουν όμως πρόσβαση στις ούτως προκύπτουσες πληροφορίες.

2.   Η Επιτροπή ειδοποιεί εγκαίρως, πριν από τον έλεγχο, το κράτος μέλος που πρόκειται να ελεγχθεί ή στην επικράτεια του οποίου πρόκειται να διεξαχθεί ο έλεγχος. Στον έλεγχο αυτό μπορούν να μετέχουν υπάλληλοι του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

Κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής και εφόσον συμφωνεί το κράτος μέλος, οι αρμόδιες αρχές του διενεργούν συμπληρωματικούς ελέγχους ή έρευνες με αντικείμενο τις πράξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Στους εν λόγω ελέγχους μπορούν να μετέχουν οι υπάλληλοι της Επιτροπής ή τα εξουσιοδοτημένα από αυτήν πρόσωπα.

Για τη βελτίωση των εξακριβώσεων, η Επιτροπή δύναται, κατόπιν συμφωνίας με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, να συμπράττει σε ορισμένους ελέγχους ή έρευνες με τις διοικητικές αρχές αυτών των κρατών μελών.

ΤΊΤΛΟΣ V

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 38

Δαπάνες του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων πλην των δαπανών για αγροτική ανάπτυξη

1.   Το ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων χρηματοδοτεί τις δαπάνες των κρατών μελών που έχουν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 2 και το άρθρο 3 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1258/1999 έως τις 15 Οκτωβρίου 2006.

2.   Οι δαπάνες των κρατών μελών από τις 16 Οκτωβρίου 2006 και εφεξής υπόκεινται στους κανόνες του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 39

Δαπάνες αγροτικής ανάπτυξης του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων

1.   Στην περίπτωση των κρατών που ήσαν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης πριν από την 1η Μαΐου 2004 ισχύουν οι ακόλουθοι κανόνες για τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης της περιόδου 2000-2006 τα οποία χρηματοδοτούνται από το ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1258/1999:

α)

οι πληρωμές προς τους δικαιούχους παύουν το αργότερο στις 15 Οκτωβρίου 2006 και οι σχετικές δαπάνες των κρατών μελών επιστρέφονται σε αυτά από την Επιτροπή, το αργότερο στο πλαίσιο της δήλωσης των δαπανών του μηνός Οκτωβρίου 2006. Ωστόσο, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις και με τη διαδικασία του άρθρου 41 παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί να επιτρέπει πληρωμές έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, με την επιφύλαξη της επιστροφής, στο ΕΓΤΕ, ποσού ίσου προς τις προκαταβολές που καταβλήθηκαν στα κράτη μέλη για την περίοδο εφαρμογής των προγραμμάτων αυτών δυνάμει του άρθρου 5 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1258/1999·

β)

οι προκαταβολές που έχουν χορηγηθεί στα κράτη μέλη για την περίοδο εφαρμογής των προγραμμάτων αυτών, δυνάμει του άρθρου 5 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1258/1999, αφαιρούνται, από αυτά, από τις δαπάνες που χρηματοδοτούνται από το ΕΓΤΕ το αργότερο με τη δήλωση δαπανών για το Δεκέμβριο του 2006·

γ)

κατόπιν αιτήσεως των κρατών μελών, οι δαπάνες των διαπιστευμένων οργανισμών πληρωμών για μέτρα αγροτικής ανάπτυξης, οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί μεταξύ της 16ης Οκτωβρίου και της 31 Δεκεμβρίου 2006, καλύπτονται από τον προϋπολογισμό του ΕΓΤΑΑ βάσει του προγραμματισμού της αγροτικής ανάπτυξης για την περίοδο 2007-2013·

δ)

οι χρηματοδοτικοί πόροι που είναι διαθέσιμοι σε ένα κράτος μέλος την 1η Ιανουαρίου 2007 ως επακόλουθο μειώσεων ή καταργήσεων των ποσών των πληρωμών που το κράτος αυτό πραγματοποίησε εκουσίως ή στα πλαίσια κυρώσεων, κατ' άρθρο 3, 4 και 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1259/1999, χρησιμοποιούνται από το εν λόγω κράτος μέλος για τη χρηματοδότηση των μέτρων αγροτικής ανάπτυξης που αναφέρονται στο άρθρο 4 του παρόντος κανονισμού·

ε)

εάν τα κράτη μέλη δεν έχουν χρησιμοποιήσει τους χρηματοδοτικούς πόρους που αναφέρονται στο στοιχείο δ) εντός προθεσμίας που καθορίζεται με τη διαδικασία του άρθρου 41 παράγραφος 2, τα αντίστοιχα ποσά επανακαταβάλλονται στον προϋπολογισμό του ΕΓΤΕ.

2.   Στην περίπτωση των κρατών μελών που προσχώρησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004, τα ποσά που αντιστοιχούν σε αναλήψεις υποχρεώσεων για τη χρηματοδότηση δράσεων αγροτικής ανάπτυξης σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1, βάσει αποφάσεων που ελήφθησαν από την Επιτροπή μεταξύ της 1η Ιανουαρίου 2004 και της 31 Δεκεμβρίου 2006 και για τα οποία τα αναγκαία έγγραφα για την περάτωση των παρεμβάσεων δεν διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή έως τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της τελικής έκθεσης, αποδεσμεύονται αυτόματα από την Επιτροπή το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2010 και έχουν ως συνέπεια την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών από τα κράτη μέλη.

3.   Εξαιρούνται από τον υπολογισμό του ποσού της προβλεπόμενης στις παραγράφους 1 και 2 αυτόματης αποδέσμευσης τα ποσά που αντιστοιχούν σε πράξεις ή προγράμματα που αποτελούν αντικείμενο δικαστικής διαδικασίας ή διοικητικής προσφυγής, η οποία, κατ' εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας, έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Άρθρο 40

Δαπάνες του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Προσανατολισμού

1.   Τα ποσά που αντιστοιχούν σε αναλήψεις υποχρεώσεων για τη χρηματοδότηση δράσεων αγροτικής ανάπτυξης από το ΕΓΤΠΕ, τμήμα Προσανατολισμού δυνάμει αποφάσεων που ελήφθησαν από την Επιτροπή μεταξύ της 1η Ιανουαρίου 2000 και της 31 Δεκεμβρίου 2006 και για τα οποία τα αναγκαία έγγραφα για την περάτωση των παρεμβάσεων δεν διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή έως τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της τελικής έκθεσης, αποδεσμεύονται αυτόματα από την Επιτροπή το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 2010 και έχουν ως συνέπεια την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών από τα κράτη μέλη. Τα αναγκαία έγγραφα για την περάτωση των παρεμβάσεων είναι η δήλωση δαπανών που αφορά την εξόφληση του υπολοίπου, η τελική έκθεση εκτέλεσης και η δήλωση του άρθρου 38 παράγραφος 1 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 του Συμβουλίου, της 21 Ιουνίου 1999, περί γενικών διατάξεων για τα διαρθρωτικά ταμεία (16).

2.   Εξαιρούνται από τον υπολογισμό του ποσού της προβλεπόμενης στην παράγραφο 1 αυτόματης αποδέσμευσης τα ποσά που αντιστοιχούν σε πράξεις ή προγράμματα που αποτελούν αντικείμενο δικαστικής διαδικασίας ή διοικητικής προσφυγής, η οποία, κατ' εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας, έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Άρθρο 41

Επιτροπή των ταμείων

1.   Την Επιτροπή επικουρεί η επιτροπή των γεωργικών ταμείων (εφεξής καλούμενη «επιτροπή»).

2.   Στις περιπτώσεις όπου γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 4 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της απόφασης 1999/468/ΕΚ καθορίζεται σε ένα μήνα.

3.   Στις περιπτώσεις όπου γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

4.   Η επιτροπή εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό της.

Άρθρο 42

Εκτελεστικές διατάξεις

Οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θεσπίζονται από την Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 41 παράγραφος 2. Η Επιτροπή καθορίζει, κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και ιδίως των άρθρων 6, 7, 8, 9, 16, 26, 28, 31, 32, 33, 34, 37 και 48:

1.

τους όρους που εφαρμόζονται για τη διαπίστευση των οργανισμών πληρωμής και των οργανισμών πιστοποίησης καθώς και για την ειδική διαπίστευση των οργανισμών συντονισμού, τα αντίστοιχα καθήκοντά τους, τα απαιτούμενα στοιχεία και τους λεπτομερείς κανόνες σύμφωνα με τους οποίους τα εν λόγω στοιχεία τίθενται στη διάθεση της Επιτροπής ή διαβιβάζονται σε αυτήν·

2.

τους όρους υπό τους οποίους μπορεί να γίνει εκχώρηση αρμοδιοτήτων των οργανισμών πληρωμής·

3.

τα αποδεκτά πρότυπα πιστοποίησης, τη φύση, την εμβέλεια και τη συχνότητα των πιστοποιήσεων·

4.

τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής των διαδικασιών αυτόματης αποδέσμευσης, εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση και εκκαθάρισης των λογαριασμών·

5.

τους λεπτομερείς κανόνες συνυπολογισμού και διάθεσης των εσόδων που προέρχονται από τα κράτη μέλη·

6.

τους γενικούς κανόνες που διέπουν τους επιτόπιους ελέγχους·

7.

τη μορφή, το περιεχόμενο, τη συχνότητα, τις προθεσμίες και τους λεπτομερείς κανόνες σύμφωνα με τους οποίους τίθενται στη διάθεση της Επιτροπής ή διαβιβάζονται σε αυτήν:

οι δηλώσεις δαπανών και οι καταστάσεις προβλεπόμενων δαπανών καθώς και η επικαιροποίησή τους,

η δήλωση αξιοπιστίας και οι ετήσιοι λογαριασμοί των οργανισμών πληρωμών,

οι εκθέσεις πιστοποίησης των λογαριασμών,

τα στοιχεία ταυτότητας των διαπιστευμένων οργανισμών πληρωμών, των διαπιστευμένων οργανισμών συντονισμού και των οργανισμών πιστοποίησης,

οι λεπτομερείς κανόνες συνυπολογισμού και πληρωμής των δαπανών που χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ,

οι κοινοποιήσεις των δημοσιονομικών επανορθώσεων στις οποίες προβαίνουν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο των πράξεων ή προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης και των ανακεφαλαιωτικών καταστάσεων των διαδικασιών ανάκτησης τις οποίες κινούν τα κράτη μέλη λόγω διαπίστωσης παρατυπιών·

τα στοιχεία σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 9·

8.

τους κανόνες για τη διατήρηση των εγγράφων και των στοιχείων·

9.

τα αναγκαία μεταβατικά μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 43

Ετήσια δημοσιονομική έκθεση

Πριν από την 1η Σεπτεμβρίου του έτους που ακολουθεί κάθε οικονομικό έτος, η Επιτροπή συντάσσει δημοσιονομική έκθεση σχετική με τη διοίκηση του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος και την απευθύνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Άρθρο 44

Εχεμύθεια

Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να διασφαλίσουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των στοιχείων που γνωστοποιούνται ή λαμβάνονται στο πλαίσιο των ενεργειών ελέγχου και εκκαθάρισης των λογαριασμών κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Οι αρχές του άρθρου 8 του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11 Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (17), εφαρμόζονται επί των πληροφοριών αυτών.

Άρθρο 45

Χρήση του ευρώ

1.   Τα ποσά που εμφαίνονται στις αποφάσεις της Επιτροπής για την έγκριση των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης, τα ποσά των υποχρεώσεων και των πληρωμών της Επιτροπής, καθώς και τα ποσά των βεβαιωμένων ή πιστοποιημένων δαπανών και των δηλώσεων δαπανών των κρατών μελών εκφράζονται και καταβάλλονται σε ευρώ.

2.   Όταν μια απευθείας πληρωμή βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1782/2003 γίνεται σε δικαιούχο σε άλλο νόμισμα πλην του ευρώ τα κράτη μέλη μετατρέπουν στο εθνικό νόμισμα το ποσό της ενίσχυσης σε ευρώ βάσει της τελευταίας ισοτιμίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πριν από την 1η Οκτωβρίου του έτους για το οποίο χορηγείται η ενίσχυση.

3.   Όταν εφαρμόζεται η παράγραφος 2, οι επιστροφές στα κράτη μέλη των ποσών που κατεβλήθησαν στους δικαιούχους γίνονται από την Επιτροπή βάσει των δηλώσεων δαπανών που υποβάλλουν τα κράτη μέλη. Για τη σύνταξη των δηλώσεων δαπανών τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την ίδια ισοτιμία που χρησιμοποίησαν κατά την καταβολή στο δικαιούχο.

Άρθρο 46

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 595/91

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 595/91 τροποποιείται ως εξής:

1.

το άρθρο 5 παράγραφος 2 διαγράφεται·

2.

το άρθρο 7 παράγραφος 1 διαγράφεται.

Άρθρο 47

Καταργήσεις

1.   Ο κανονισμός αριθ. 25, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 723/97 και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1258/1999 καταργούνται.

Ωστόσο, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1258/1999 εξακολουθεί να ισχύει έως τις 15 Οκτωβρίου 2006 για τις δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί από τα κράτη μέλη και έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 για τις δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί από την Επιτροπή.

2.   Οι παραπομπές στους καταργούμενους κανονισμούς νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που παρατίθεται στο παράρτημα.

Άρθρο 48

Μεταβατικά μέτρα

Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή θεσπίζει τα αναγκαία και δεόντως αιτιολογημένα μέτρα για την επίλυση, σε επείγουσες περιπτώσεις, των πρακτικών και ειδικών προβλημάτων, ειδικότερα εκείνων που συνδέονται με τη μετάβαση από τις διατάξεις των κανονισμών αριθ. 25, (ΕΚ) αριθ. 723/97 και (ΕΚ) αριθ. 1258/1999 στις ρυθμίσεις του παρόντος κανονισμού. Τα μέτρα αυτά μπορούν να παρεκκλίνουν ορισμένων διατάξεων του παρόντος κανονισμού, μόνον όμως στο βαθμό και για τη χρονική περίοδο που είναι απολύτως αναγκαία.

Άρθρο 49

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την έβδομη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2007, πλην του άρθρου 18 παράγραφοι 4 και 5, οι οποίες εφαρμόζονται από την έναρξη ισχύος του, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 47.

Ωστόσο, οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται από τις 16 Οκτωβρίου 2006:

άρθρα 30 και 31, για τις δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί από τις 16 Οκτωβρίου 2006,

άρθρο 32, για τις περιπτώσεις που γνωστοποιούνται στο πλαίσιο του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 595/91 και για τις οποίες η πλήρης ανάκτηση δεν έχει ακόμη συντελεστεί στις 16 Οκτωβρίου 2006,

άρθρα 38, 39, 41, 44 και 45, για τις δαπάνες που έχουν δηλωθεί το 2006 για το οικονομικό έτος 2007.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Λουξεμβούργο, 21 Ιουνίου 2005.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

F. BODEN


(1)  Γνώμη της 26ης Μαΐου 2005 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2)  ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1.

(3)  ΕΕ L 270 της 21.10.2003, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 118/2005 της Επιτροπής (ΕΕ L 24 της 27.1.2005, σ. 15).

(4)  ΕΕ C 172 της 18.6.1999, σ. 1· διοργανική συμφωνία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 2003/429/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 147 της 14.6.2003, σ. 25).

(5)  ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 103.

(6)  ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 113.

(7)  ΕΕ  30 της 20.4.1962, σ. 991/62· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 728/70 (ΕΕ L 94 της 28.4.1970, σ. 9).

(8)  ΕΕ L 108 της 25.4.1997, σ. 6· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2136/2001 (ΕΕ L 288 της 1.11.2001, σ. 1).

(9)  ΕΕ L 67 της 14.3.1991, σ. 11.

(10)  ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(11)  ΕΕ C 121 της 20.5.2005, σ. 1.

(12)  Γνώμη της 9 Φεβρουαρίου 2005 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(13)  ΕΕ L 11 της 16.1.2003, σ. 1.

(14)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από την πράξη προσχώρησης του 2003.

(15)  ΕΕ L 270 της 21.10.2003, σ. 123· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2217/2004 (ΕΕ L 375 της 23.12.2004, σ. 1).

(16)  ΕΕ L 161 της 26.6.1999, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 173/2005 (ΕΕ L 29 της 2.2.2005, σ. 3).

(17)  ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Πίνακας αντιστοιχίας

Κανονισμός αριθ. 25

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρα 2 έως 8

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 595/91

Παρών κανονισμός

Άρθρο 5 παράγραφος 2

Άρθρο 32 παράγραφος 3

Άρθρο 8

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 32 παράγραφος 2

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 723/97

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1 έως άρθρο 3

Άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 4 παράγραφος 3

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 5 έως άρθρο 9

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1258/1999

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο β)

Άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο γ)

Άρθρο 4

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο δ)

Άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο α)

Άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο ε)

Άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 4

Άρθρο 1 παράγραφος 4

Άρθρο 13

Άρθρο 2 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 3

Άρθρο 2 παράγραφος 3

Άρθρο 42

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 4

Άρθρο 3 παράγραφος 2

Άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο α)

Άρθρο 3 παράγραφος 3

Άρθρο 5

Άρθρο 3 παράγραφος 4

Άρθρο 42

Άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 4 παράγραφος 2

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 4 παράγραφος 3

Άρθρο 8 παράγραφος 2

Άρθρο 4 παράγραφος 4

Άρθρο 10

Άρθρο 4 παράγραφος 5

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 4 παράγραφος 6

Άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 4 παράγραφος 7

Άρθρο 6 παράγραφος 3

Άρθρο 4 παράγραφος 8

Άρθρο 42

Άρθρο 5 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 14 παράγραφος 1

Άρθρο 5 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 25 παράγραφος 1

Άρθρο 5 παράγραφος 2

Άρθρο 14 παράγραφος 2

Άρθρο 5 παράγραφος 3

Άρθρο 42

Άρθρο 6 παράγραφος 1

Άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

Άρθρο 6 παράγραφος 2

Άρθρο 42

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 15 παράγραφος 2

Άρθρο 7 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 2

Άρθρο 7 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφοι 3 και 4

Άρθρο 7 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 15 παράγραφος 5

Άρθρο 7 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 30 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 30 παράγραφος 2

Άρθρο 7 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 31 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 31 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 31 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 7 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο

Άρθρο 31 παράγραφος 2

Άρθρο 7 παράγραφος 4 πέμπτο εδάφιο

Άρθρο 31 παράγραφος 4

Άρθρο 7 παράγραφος 4 έκτο εδάφιο

Άρθρο 31 παράγραφος 5

Άρθρο 7 παράγραφος 5

Άρθρο 42

Άρθρο 8 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 9 παράγραφος 1

Άρθρο 8 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 9 παράγραφος 3

Άρθρο 8 παράγραφος 2

Άρθρο 32 παράγραφοι 1 και 8

Άρθρο 8 παράγραφος 3

Άρθρο 42

Άρθρο 9 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 36 παράγραφος 1

Άρθρο 9 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 36 παράγραφος 2

Άρθρο 9 παράγραφος 2

Άρθρο 37 παράγραφος 1

Άρθρο 9 παράγραφος 3

Άρθρο 42

Άρθρο 10

Άρθρο 43

Άρθρα 11 έως 15

Άρθρο 41

Άρθρο 16

Άρθρο 41

Άρθρο 17

Άρθρο 18

Άρθρο 48

Άρθρο 19

Άρθρο 20

Άρθρο 49


Top