EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32000D0206

2000/206/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 20ής Ιουλίου 1999, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που εφαρμόζεται στην Ελλάδα για το βαμβάκι από τον Ελληνικό Οργανισμό Βάμβακος [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(1999) 2536] (Το κείμενο στην ελληνική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

OJ L 63, 10.3.2000, p. 27–33 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2000/206/oj

32000D0206

2000/206/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 20ής Ιουλίου 1999, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που εφαρμόζεται στην Ελλάδα για το βαμβάκι από τον Ελληνικό Οργανισμό Βάμβακος [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(1999) 2536] (Το κείμενο στην ελληνική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 063 της 10/03/2000 σ. 0027 - 0033


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 20ής Ιουλίου 1999

σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που εφαρμόζεται στην Ελλάδα για το βαμβάκι από τον Ελληνικό Οργανισμό Βάμβακος

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(1999) 2536]

(Το κείμενο στην ελληνική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(2000/206/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Αφού, σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο της συνθήκης, κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους και έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές(1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I

(1) Η Επιτροπή, μετά από καταγγελία, απηύθυνε, με τηλεομοιοτυπία της 8ης Δεκεμβρίου 1992, αίτηση πληροφοριών προς τις ελληνικές αρχές σχετικά με τις οιονεί φορολογικές επιβαρύνσεις που εισπράττονται προς όφελος του Ελληνικού Οργανισμού Βάμβακος. Οι ελληνικές αρχές απήντησαν με επιστολή της 17ης Μαρτίου 1993. Με επιστολή της 19ης Ιουλίου 1993, οι ελληνικές αρχές διαβίβασαν πρόσθετα πληροφοριακά στοιχεία όσον αφορά τα μέτρα αυτά.

(2) Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, ο Ελληνικός Οργανισμός Βάμβακος είναι δημόσιος μη κερδοσκοπικός οργανισμός, αποκλειστικός στόχος του οποίου είναι να προωθεί την ανάπτυξη του τομέα βάμβακος. Προσφέρει τις ακόλουθες υπηρεσίες στους τομείς της γεωργικής παραγωγής, καθώς και στον τομέα της μεταποίησης και της εμπορίας:

α) τεχνική υποστήριξη·

β) διάδοση των ενδεδειγμένων και αποδοτικών ποικιλιών·

γ) εξασφάλιση ελεγμένων και πιστοποιημένων σπόρων προς σπορά και έλεγχος των εισαγόμενων σπόρων·

δ) παρακολούθηση της τεχνολογίας σε παγκόσμιο επίπεδο και μεταφορά τεχνολογίας·

ε) παρακολούθηση της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 389/82 του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 1982, περί ομάδων παραγωγών και των ενώσεων αυτών στον τομέα του βάμβακος(2), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3808/89(3)·

στ) πειραματισμός, μεταφορά τεχνολογίας, κατάρτιση σε θέματα φυτοϋγειονομικής προστασίας καθώς και σχετικά με τον περιορισμό της χρήσης λιπασμάτων·

ζ) προγραμματισμός και εφαρμογή ερευνητικών προγραμμάτων·

η) κατάρτιση και διάδοση των γνώσεων·

θ) παροχή τεχνικής υποστήριξης στους εκκοκκιστές·

ι) μελέτες γενικού ενδιαφέροντος σχετικά με τη δημιουργία μονάδων εκμετάλλευσης βάμβακος και τον εκσυγχρονισμό τους·

ια) χρηματοδοτικές επιδοτήσεις στις μονάδες εκκόκκισης, μέσω διαρθρωτικών προγραμμάτων·

ιβ) επιλογή και τυποποίηση του εκκοκκισμένου βάμβακος·

ιγ) σύνδεση με τα διεθνή χρηματιστήρια βάμβακος και τους διεθνείς οργανισμούς·

ιδ) παρακολούθηση της εφαρμογής των κοινοτικών κανονισμών που αφορούν την κοινή οργάνωση αγοράς·

ιε) παροχή υπηρεσιών ελέγχου της ποιότητας και εργαστηριακών αναλύσεων των βαμβακόσπορων που προορίζονται για την παραγωγή ελαίου·

ιστ) παροχή υπηρεσιών ελέγχου της ποιότητας και εργαστηριακών αναλύσεων της ποιότητας των ινών, των νημάτων και των υφασμάτων·

ιζ) υπηρεσίες τεχνικής βοήθειας για τα εξειδικευμένα εργαστήρια·

ιη) έκδοση πιστοποιητικών ποιότητας για τα προϊόντα βάμβακος·

ιθ) έλεγχοι μηχανών και οργάνων.

Για να είναι σε θέση να προσφέρει τις υπηρεσίες του, χωρίς συμπληρωματικές επιβαρύνσεις εισπραττόμενες στο επίπεδο των συναλλασσομένων, τόσο στον πρωτογενή όσο και στο δευτερογενή και τριτογενή τομέα, ο Ελληνικός Οργανισμός Βάμβακος εισπράττει μια ανταποδοτική εισφορά, καθώς και μια ειδική φορολογική επιβάρυνση.

Στο άρθρο 30 παράγραφος 1 του ελληνικού νόμου αριθ. 2040/92 θεσπίζεται ότι επιβάλλεται στις επιχειρήσεις εκκόκκισης ανταποδοτική εισφορά ίση με 1 % της τιμής που καταβάλλεται στον παραγωγό ανά χιλιόγραμμο μη εκκοκκισμένου βάμβακος που παράγεται στην Ελλάδα και παραδίδεται για εκκόκκιση. Επίσης, προβλέπεται μια ειδική φορολογική επιβάρυνση βάσει των διατάξεων του άρθρου 30 παράγραφος 3. Αυτή ανέρχεται στο 1 % της τιμής του εκκοκκισμένου βάμβακος και εισπράττεται μόνον επί των εισαγωγών.

Σύμφωνα με τις καταγγελίες που περιήλθαν στην Επιτροπή, η προαναφερθείσα εισφορά που εισπράττεται επί του μη εκκοκκισμένου βάμβακος, που παράγεται στην Ελλάδα, υπολογίζεται όχι μόνον επί της τιμής του βάμβακος που συμφωνείται μεταξύ του παραγωγού και του εκκοκκιστή, αλλά επίσης επί του ποσού της κοινοτικής άμεσης ενίσχυσης που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2169/81 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1981, περί καθορισμού των γενικών κανόνων της εκάστωτος ενισχύσεως(4). Εξάλλου, σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες, η τραπεζική εγγύηση που προβλέπεται στο πλαίσιο του προαναφερόμενου καθεστώτος ενισχύσεως δεσμεύεται μέχρι την προσκόμιση της αποδείξεως της πραγματικής πληρωμής της εισφοράς.

II

(1) Η Επιτροπή, αφού εξέτασε τις ενέργειες στις οποίες προβαίνει ο Ελληνικός Οργανισμός Βάμβακος, αποφάσισε να θεωρήσει ότι τα περιγραφόμενα στο μέρος Ι σημείο 2 στοιχεία ε), ιδ) και ιθ) αποτελούσαν υπηρεσίες που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του κράτους και ότι, συνεπώς, δεν παρουσίαζαν κανένα χαρακτήρα ενίσχυσης συγκεκριμένων επιχειρήσεων. Η απόφαση αυτή ανακοινώθηκε στις ελληνικές αρχές με την επιστολή SG(95) D/874, της 27ης Ιανουαρίου 1995.

Με την ίδια επιστολή η Επιτροπή πληροφόρησε επίσης την Ελλάδα ότι είχε αποφασίσει να μην εγείρει αντιρρήσεις ως προς τις ενέργειες τεχνικής υποστήριξης, διάδοσης των γνώσεων, κατάρτισης και αναζήτησης δυνατοτήτων διάθεσης [μέρος Ι σημείο 2 στοιχεία α), β), η), ια), ιβ) και ιγ)], όσον αφορά τα μέτρα επιλογής και τυποποίησης του συνόλου του εκκοκκισμένου βάμβακος [μέρος Ι σημείο 2 στοιχείο ιβ)], και όσον αφορά τα μέτρα ενίσχυσης της έρευνας στον τομέα του βάμβακος [μέρος Ι σημείο 2 στοιχεία δ), στ), ζ) και ι).

Η Επιτροπή κίνησε την προβλεπόμενη από το άρθρο 88 σημείο 2 της συνθήκης διαδικασία έναντι των μέτρων για την πιστοποίηση και τον έλεγχο της ποιότητας που προβλέπονται στο μέρος Ι σημείο 2 στοιχεία γ), ιε), ιστ) και η), καθώς και έναντι των ενισχύσεων στις επενδύσεις που προβλέπονται στο μέρος Ι σημείο 2 στοιχείο ια). Επίσης, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 σημείο 2 της συνθήκης όσον αφορά το σύνολο των ενισχύσεων, λόγω του ότι η χρηματοδότησή τους με την ειδική φορολογική επιβάρυνση βαρύνει εξίσου τα εισαγόμενα προϊόντα από τα άλλα κράτη μέλη και από τις χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.

Όσον αφορά τα μέτρα τα σχετικά με τους ελέγχους ποιότητας, η Επιτροπή, ελλείψει πληροφοριών εκ μέρους των ελληνικών αρχών σχετικά με τον υποχρεωτικό χαρακτήρα των ελέγχων αυτών, επεσήμανε ορισμένες αμφιβολίες ως προς το συμβιβάσιμό τους με την κοινή αγορά, καθώς οι ενισχύσεις αυτές μπορεί να θεωρηθούν ως ενισχύσεις στη λειτουργία, χωρίς αποτελέσματα διαρκείας στον εξεταζόμενο τομέα. Σχετικά με αυτό, ζήτησε από τις ελληνικές αρχές να της διαβιβάσουν πρόσθετες πληροφορίες ως προς τη φύση και την ένταση των ενισχύσεων που αφορούν τους ελέγχους και τις βεβαιώσεις ποιότητας. Η Επιτροπή ζήτησε επίσης από τις ελληνικές αρχές να της διαβιβάσουν πληροφορίες σχετικά με το συμβιβάσιμο των ελέγχων αυτών με την κοινοτική νομοθεσία. Όσον αφορά την εκτέλεση των ελέγχων αυτών επί των εισαγομένων προϊόντων, η Επιτροπή κάλεσε τις ελληνικές αρχές να της υποβάλουν στοιχεία που να επιτρέπουν να επαληθευθεί ότι οι πραγματοποιούμενοι στα άλλα κράτη μέλη έλεγχοι αναγνωρίζονται και ότι τα προϊόντα των άλλων κρατών μελών δεν υπόκεινται στην εφαρμογή πλέον περιοριστικών όρων από αυτούς της ισοδυναμίας.

Όσον αφορά τις ενισχύσεις στις επενδύσεις των μονάδων εκκόκκισης στο πλαίσιο διαρθρωτικών προγραμμάτων, ελλείψει διασαφηνίσεων των ελληνικών αρχών επί του μέρους αυτού, η Επιτροπή διατηρώντας αμφιβολίες σχετικά με το συμβιβάσιμο τους με την κοινή αγορά, έκρινε ότι ενδέχεται να είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά. Επίσης, ζήτησε από τις ελληνικές αρχές να διαβιβάσουν πληροφορίες σχετικά με τη φύση και την ένταση των ενισχύσεων αυτών.

Θεωρώντας ότι πρόκειται για ενισχύσεις χρηματοδοτούμενες από οιονεί φορολογικές επιβαρύνσεις (υποχρεωτικές συνδρομές επιβαλλόμενες δυνάμει νόμου), η Επιτροπή εξέτασε επίσης το μηχανισμό χρηματοδότησης του συνόλου των ενισχύσεων αυτών. Πράγματι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(5), η χρηματοδότηση μιας κρατικής ενίσχυσης με υποχρεωτική επιβάρυνση συνιστά ουσιώδες στοιχείο της ενίσχυσης αυτής και, κατά συνέπεια, η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει, υπό το πρίσμα του κοινοτικού δικαίου, τόσο την ενίσχυση όσο και τη χρηματοδότησή της.

Κατ' αυτήν την έννοια, ακόμη και εάν οι ενισχύσεις είναι συμβιβάσιμες τόσο από την άποψη της μορφής τους όσο και των στόχων τους, παραμένει το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η χρηματοδότησή τους με συγκεκριμένες φορολογικές επιβαρύνσεις, που βαρύνουν εξίσου τα κοινοτικά προϊόντα που εισάγονται από άλλα κράτη μέλη και από χώρες του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, έχει προστατευτικό αποτέλεσμα που υπερβαίνει τα όρια της καθαυτό ενίσχυσης.

Πράγματι, ακόμη και εάν οι ενισχύσεις που χρηματοδοτούνται από τον Ελληνικό Οργανισμό Βάμβακος μπορούσαν να ευνοήσουν κατά κάποιον τρόπο τα εισαγόμενα προϊόντα, δεν παύει το γεγονός ότι τούτο συνεπάγεται μια πραγματική συμμετοχή, η οποία είναι εξίσου επωφελής για όλους, στα πλεονεκτήματα αυτά, επειδή η Επιτροπή θεώρησε ότι, από πρακτική άποψη, εκ των πραγμάτων δημιουργείται μια ευνοϊκότερη κατάσταση για τους ημεδαπούς συναλλασσόμενους.

Η Επιτροπή θεώρησε επίσης ότι η εφαρμογή ενός επιπλέον όρου (πραγματική πληρωμή της οιονεί φορολογικής επιβάρυνσης) μη προβλεπομένου από την κοινοτική νομοθεσία, όσον αφορά την πληρωμή της ενίσχυσης, συνιστά παράβαση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2169/81.

Η Επιτροπή θεώρησε τέλος ότι η εφαρμογή της οιονεί φορολογικής επιβάρυνσης αντέβαινε προς το άρθρο 5 του πρωτοκόλλου αριθ. 4 που είναι συνημμένο στην πράξη προσχώρησης της Ελλάδας και απαγορεύει κάθε περιοριστικό μέτρο σε θέματα εισαγωγών βάμβακος προελεύσεως τρίτων χωρών. Εξάλλου, καθώς η επιβάρυνση αυτή εισπράττεται μόνον επί των εισαγωγών, η Επιτροπή θεώρησε ότι συνιστούσε παράβαση του άρθρου 25 της συνθήκης, η οποία απαγορεύει τις φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό κατά την εισαγωγή.

Με την επιστολή SG (95) D/874, της 27ης Ιανουαρίου 1995, η Επιτροπή κάλεσε την ελληνική κυβέρνηση να υποβάλει τις παρατηρήσεις της, καθώς και τα άλλα κράτη μέλη και τους λοιπούς ενδιαφερόμενους, με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(6).

III

(1) Με επιστολή της 12ης Απριλίου 1995, η ελληνική κυβέρνηση υπέβαλε τις παρατηρήσεις της σχετικά με τα ανωτέρω περιγραφόμενα μέτρα.

α) Όσον αφορά τα σημεία για τα οποία η Επιτροπή διατύπωσε αμφιβολίες ως το συμβιβάσιμό τους με την κοινή αγορά, οι ελληνικές αρχές επεσήμαναν ότι τα προβλεπόμενα στο πιο πάνω μέρος Ι σημείο 2 στοιχείο γ) καθήκοντα, δηλαδή η λήψη ελεγμένων και πιστοποιημένων σπόρων προς σπορά, η πιστοποίηση των παραγόμενων σπόρων και ο έλεγχος των εισαγόμενων σπόρων, έχουν καταστεί υποχρεωτικά δυνάμει της ελληνικής νομοθεσίας. Προσθέτουν οι ελληνικές αρχές ότι οι σχετικές με τις προαναφερόμενες υπηρεσίες δαπάνες χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Γεωργίας και όχι με την εισφορά του 1 %.

Όσον αφορά τα καθήκοντα που προβλέπονται στο μέρος Ι σημείο 2 στοιχεία δ), ιστ) και ιη) (παροχή υπηρεσιών ελέγχου της ποιότητας και εργαστηριακές αναλύσεις των σπόρων που προορίζονται για βιομηχανική μεταποίηση, παροχή υπηρεσιών ελέγχου της ποιότητας και εργαστηριακών αναλύσεων της ποιότητας των ινών, των νημάτων και των υφασμάτων, υπηρεσίες τεχνικής βοήθειας για τα εξειδικευμένα εργαστήρια και έκδοση πιστοποιητικών ποιότητας για τα προϊόντα βάμβακος), οι ελληνικές αρχές αναφέρουν ότι οι έλεγχοι και οι αναλύσεις δεν έχουν χαρακτήρα υποχρεωτικό, αλλά ότι οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται επαμοιβή, η οποία υπολογίζεται με τρόπο που να καλύπτονται τα έξοδα λειτουργίας των εργαστηρίων αυτών.

β) Όσον αφορά τις χρηματοδοτικές επιδοτήσεις που χορηγούνται στις επιχειρήσεις εκκόκκισης του βάμβακος στο πλαίσιο διαρθρωτικών προγραμμάτων, οι ελληνικές αρχές διευκρινίζουν ότι ορισμένες επενδύσεις πραγματοποιήθηκαν μέχρι τις 26 Φεβρουαρίου 1992 στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 389/82. Στη συνέχεια, ο Ελληνικός Οργανισμός Βάμβακος κατήρτισε ένα τομεακό πρόγραμμα επενδύσεων στον εν λόγω τομέα, που εγκρίθηκε από τις εθνικές και από τις κοινοτικές αρχές. Πάντως όμως, δεν χορήγησε επιδοτήσεις στις επιχειρήσεις εκκόκκισης ούτε εισέπραξε ποσά για την κατάρτιση του τομεακού προγράμματος.

γ) Όσον αφορά τον τρόπο χρηματοδότησης, οι ελληνικές αρχές προβάλλουν το γεγονός ότι οι εισφορές των παραγράφων 1 και 3 του νόμου αριθ. 2040/92 προϋπήρξαν. Πράγματι, αυτές προέκυψαν από αναθεώρηση και κωδικοποίηση των διατάξεων του άρθρου 10 του νόμου αριθ. 3853/58 και του άρθρου 1 του νόμου αριθ. 675/77 βάσει των οποίων η εκφραζόμενη σε δραχμές φορολογική επιβάρυνση μετατράπηκε σε ποσοστό επί τοις εκατό, κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται καλύτερα στις διακυμάνσεις της αγοράς και να καθίστανται δυνατές οι αυτόματες προσαρμογές των καταβλητέων επιβαρύνσεων.

Σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, η φορολογική επιβάρυνση βαρύνει τόσο το εισαγόμενο βαμβάκι όσο και το εγχώρια παραγόμενο βαμβάκι, η δε επιβάρυνση του εισαγόμενου βαμβακιού δεν έχει ως αντικείμενο τη χρηματοδότηση εγχώριων δραστηριοτήτων οι οποίες να είναι φύσεως τέτοιας που να προωθούν άμεσα ή έμμεσα την παραγωγή και την εμπορία του εγχώριου βαμβακιού. Προσθέτουν δε ότι η φορολογική επιβάρυνση εισπράττεται στο επίπεδο των εκκοκκιστηρίων, το οποίο αποτελεί και το ενδεδειγμένο στάδιο για προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης.

Οι ελληνικές αρχές προσθέτουν ότι οι εν λόγω επιβαρύνσεις εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις μεταξύ του εισαγόμένου ή του προερχόμενου από άλλα κράτη μέλη βαμβακιού και αυτού που παράγεται στην Ελλάδα και ότι η εφαρμογή αυτών των φορολογικών επιβαρύνσεων δεν αποβλέπει στην εγκαθίδρυση μιας επιβάρυνσης ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς.

δ) Οι ελληνικές αρχές θεωρούν ότι η εφαρμογή ειδικής φορολογικής επιβάρυνσης στο μη εγχώριο βαμβάκι δεν προσλαμβάνει χαρακτήρα εθνικής ενίσχυσης, κατά την έννοια του άρθρου 87 σημείο 1 της συνθήκης, στο μέτρο που ο Ελληνικός Οργανισμός Βάμβακος δεν είναι επιχείρηση και ο προσδιορισμός της εισφοράς που βαρύνει τις εισαγόμενες από τρίτες χώρες ποσότητες βαμβακιού αποβλέπει στη χρηματοδότηση της έρευνας, η οποία αφορά τη βελτίωση της ποιότητας του παραγόμενου στην Κοινότητα βαμβακιού, και ότι τα αποτελέσματα, στο μέτρο που δημοσιεύονται, είναι διαθέσιμα σε όλους.

(2) Η Επιτροπή δεν έλαβε παρατηρήσεις εκ μέρους των άλλων κρατών μελών.

(3) Όσον αφορά τους τρίτους ενδιαφερομένους, οι κυριότερες παρατηρήσεις ως προς τα μέτρα αυτά ήταν οι ακόλουθες:

α) Οι δραστηριότητες του Ελληνικού Οργανισμού Βάμβακος που χρηματοδοτούνται με εισφορές συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια άρθρου 87 σημείο 1 της συνθήκης. Η ελληνική βιομηχανία εκκόκκισης δεν έχει πράγματι ποτέ επωφεληθεί των υπηρεσιών του Ελληνικού Οργανισμού Βάμβακος. Ένα μέρος των ενισχύσεων αυτών φαίνεται δε να αποτελούν ενισχύσεις στη λειτουργία, οι οποίες δεν δικαιολογούνται ενόψει του άρθρου 87 της συνθήκης.

β) Η επιβολή ειδικής επιβάρυνσης στο εισαγόμενο από άλλα κράτη μέλη βαμβάκι συνιστά παραβίαση των άρθρων 23 και 25 της συνθήκης και, υπό τις συνθήκες αυτές, είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

γ) Η επιβολή ανταποδοτικής εισφοράς ύψους 1 % με βάση όχι μόνο την αγοραία αξία του βαμβακιού, αλλά επίσης με βάση τη χορηγούμενη από το ΕΓΤΠΕ ενίσχυση, είναι αντίθετη προς την κοινοτική νομοθεσία, και άρα η επιβάρυνση αυτή είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

δ) Η άμεση σύνδεση της αποδέσμευσης των τραπεζικών εγγυήσεων και της πληρωμής της ανταποδοτικής εισφοράς και της ειδικής επιβάρυνσης δεν προβλέπεται από την κοινοτική νομοθεσία που θεσπίζει κοινή οργάνωση αγοράς για το βαμβάκι και, κατά συνέπεια, είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

ε) Η επιβολή μιας ειδικής φορολογικής επιβάρυνσης στις εισαγωγές προς την Ελλάδα προϊόντων βαμβακιού καταγωγής τρίτων χωρών αντιβαίνει προς τις υποχρεώσεις που υπέχει η Ελλάδα δυνάμει της πράξης προσχώρησής της, καθώς και προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους κανόνες της ΓΣΔΕ.

στ) Τα καθήκοντα του Ελληνικού Οργανισμού Βάμβακος αντιστοιχούν προς την περιγραφή των θεσμικών καθηκόντων του οργανισμού αυτού, αλλά όχι προς τις πράγματι παρεχόμενες υπηρεσίες στις επιχειρήσεις εκκόκκισης. Η κύρια δραστηριότητα του οργανισμού αυτού είναι η ημερήσια διαχείριση του κοινοτικού καθεστώτος σχετικά με το βαμβάκι.

ζ) Ένα σημαντικό μέρος των λαμβανόμενων από τον Ελληνικό Οργανισμό Βάμβακος μέτρων πρέπει να λογίζεται ως ενισχύσεις στη λειτουργία, υπέρ των παραγωγών βάμβακος. Οι ελληνικές αρχές δεν έχουν διαβιβάσει επαρκείς πληροφορίες που να επιτρέπουν τη διεξαγωγή οικονομικής ανάλυσης κόστους-οφέλους των πραγματοποιούμενων ενεργειών.

η) Όσον αφορά τη χρηματοδότηση της ενισχύσεως, οι επιβαλλόμενες από τα κράτη μέλη εισφορές στα εισαγόμενα προϊόντα είναι προστατευτικού χαρακτήρα και εισάγουν διακρίσεις, δεδομένου ότι τα σχετικά προϊόντα επιβαρύνονται από το απλό γεγονός της διέλευσης των ελληνικών συνόρων στο πλαίσιο του ενδοκοινοτικού εμπορίου και επίσης δεν μπορούν να τύχουν των οικονομικών ευεργετημάτων της εισφοράς. Κατά συνέπεια, η εν λόγω εισφορά παραβιάζει το άρθρο 25 της συνθήκης, το οποίο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν μεταξύ τους νέους εισαγωγικούς και εξαγωγικούς δασμούς ή φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος. Η ενίσχυση δεν συνάδει με το άρθρο 5 του πρωτοκόλλου αριθ. 4 που επισυνάπτεται στην πράξη προσχώρησης της Ελλάδας, το οποίο θεσπίζει ότι το καθεστώς των συναλλαγών μεταξύ της Κοινότητας και των τρίτων χωρών δεν θα πρέπει να θίγεται και, ως προς τούτο, δεν θα μπορεί να προβλεφθεί κανένα περιοριστικό μέτρο κατά την εισαγωγή.

(4) Η Επιτροπή δεν έλαβε παρατηρήσεις εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης όσον αφορά τις παρατηρήσεις των τρίτων ενδιαφερομένων.

IV

(1) Όσον αφορά τις παρατηρήσεις της ελληνικής κυβέρνησης, η Επιτροπή διευκρινίζει τα ακόλουθα:

α) Όσον αφορά τις προβλεπόμενες στο μέρος Ι σημείο 2 στοιχείο γ) ενέργειες του Ελληνικού Οργανισμού Βάμβακος, δηλαδή τον έλεγχο της ποιότητας των σπόρων, η Επιτροπή λαμβάνει υπό σημείωση ότι τα καθήκοντα αυτά έχουν καταστεί υποχρεωτικά δυνάμει της ελληνικής νομοθεσίας.

Η πάγια πρακτική της Επιτροπής σε θέματα εθνικών ενισχύσεων των ελέγχων της ποιότητας, που απορρέει από την πρόταση χρήσιμων μέτρων σε θέματα ενισχύσεων χορηγούμενων από τα κράτη μέλη στον τομέα της κτηνοτροφίας(7), είναι να αποδέχεται τα μέτρα αυτά μέχρι ποσοστού 100 % των επιλέξιμων δαπανών εφόσον οι έλεγχοι αυτοί έχουν καταστεί υποχρεωτικοί από κοινοτικές ή/και εθνικές διατάξεις.

Όσον αφορά τις προβλεπόμενες στο μέρος Ι σημείο 2 στοιχεία ιε) έως ιη) ενέργειες, σχετικά με τους ελέγχους ποιότητας στο επίπεδο της μεταποίησης, η Επιτροπή λαμβάνει υπό σημείωση ότι οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται αντί αμοιβής που ορίζεται σε επίπεδο επαρκές για την κάλυψη του κόστους των ενεργειών αυτών. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή οφείλει να θεωρήσει ότι οι ενέργειες αυτές δεν συνεπάγονται κρατικές ενισχύσεις υπέρ των επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 87 σημείο 1 της συνθήκης.

Αναφορικά με τις ενέργειες που αναφέρονται στο μέρος Ι σημείο 2 στοιχείο ια), τις σχετικές με τις χρηματοδοτικές επιδοτήσεις στις μονάδες εκκόκκισης του βαμβακιού, η Επιτροπή έκανε δεκτά τα επιχειρήματα που πρόβαλαν οι ελληνικές αρχές, σύμφωνα με τα οποία οι επιδοτήσεις αυτές χορηγήθηκαν μέχρι το 1992 στο πλαίσιο της κοινοτικής νομοθεσίας και ότι καμία ενίσχυση στις επενδύσεις δεν έχει χορηγηθεί μετά το 1992. Τα επιχειρήματα αυτά συμπίπτουν με όσα υποστηρίζουν τα τρίτα μέρη στο μέτρο που αυτά επιβεβαιώνουν ότι καμία χρηματοδότηση δεν χορηγήθηκε στις μονάδες εκκόκκισης.

β) Όσον αφορά το πρώτο προβαλλόμενο επιχείρημα, δηλαδή ότι η ενίσχυση προϋπήρξε, η Επιτροπή θεωρεί κατά πρώτον ότι η ενδεχομένως προϋπάρξασα επιβάρυνση δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα της ως συμβιβάσιμου ή μη με την κοινοτική νομοθεσία.

Δεύτερον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι εν λόγω οιονεί φορολογικές επιβαρύνσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ως "υφιστάμενες ενισχύσεις" κατά την έννοια του άρθρου 88 παράγραφος 1 της συνθήκης, οι οποίες δεν καλύπτουν παρά τις προ της προσχώρησης ενισχύσεις και όσες εγκρίνονται από την Επιτροπή.

Πράγματι, ακόμη και εάν, πριν την προσχώρηση της Ελλάδος στην Κοινότητα ίσχυε κάποιο καθεστώς φορολόγησης του βαμβακιού, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της τις πληροφορίες που διαβίβασαν οι ελληνικές αρχές, σύμφωνα με τις οποίες το καθεστώς αυτό αναθεωρήθηκε και κωδικοποιήθηκε με το νόμο αριθ. 2040/92. Η αναθεώρηση αυτή περιέλαβε μεταξύ άλλων μια κωδικοποίηση όλων των εθνικών διατάξεων σχετικά με το βαμβάκι και μια σημαντική τροποποίηση στον τρόπο επιβολής της οιονεί φορολογικής επιβάρυνσης, η οποία έγινε ποσοστό της συνολικής ποσότητας που αγοράζεται από τους εκκοκκιστές αντί για κατ' αποκοπήν ποσό.

Συνεπώς, η Επιτροπή κρίνει ότι η Ελλάδα εγκαθίδρυσε το προβλεπόμενο από το νόμο αριθ. 2040/92 καθεστώς, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 88 παράγραφος 3 της συνθήκης και ότι οι κρατικές ενισχύσεις που χρηματοδοτούνται με το προϊόν των παρακρατούμενων επιβαρύνσεων πρέπει να θεωρηθούν νέες ενισχύσεις.

Κατά γενικό κανόνα, μια ενίσχυση δεν δύναται να χρηματοδοτείται από οιονεί φορολογικές επιβαρύνσεις που να βαρύνουν επίσης τα εισαγόμενα από τα άλλα κράτη μέλη προϊόντα. Ειδικότερα, ελλείψει μηχανισμού που να συνενώνει τους παραγωγούς όλων των κρατών μελών και να εγγυάται πράγματι, σε κοινοτικό επίπεδο, ότι τα έσοδα της φορολογικής επιβάρυνσης διατίθενται υπέρ των εισαγόμενων προϊόντων υπό τις ίδιες ακριβώς συνθήκες που διατίθενται υπέρ των εγχωρίων προϊόντων, οι υποχρεωτικές εθνικές συνεισφορές στα εισαγόμενα προϊόντα δυνατόν να συνιστούν, ανάλογα με την περίπτωση, είτε φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμό, απαγορευόμενη από τα άρθρα 23 και 25 της συνθήκης ΕΚ, ιδίως όταν ορισμένα προϊόντα ή κατηγορίες εισαγομένων προϊόντων δεν επωφελούνται καθόλου, παραδείγματος χάρη εξαιτίας του ιδίου του αντικειμένου της ενίσχυσης, είτε εσωτερική φορολόγηση που εισάγει διάκριση και απαγορεύεται σύμφωνα με το άρθρο 90 της συνθήκης - στην περίπτωση που το πλεονέκτημα της ενίσχυσης αντισταθμίζει το βάρος που φέρουν ορισμένα εισαγόμενα προϊόντα, σε μικρότερο βαθμό απ' ότι αντισταθμίζει το βάρος των εγχωρίων προϊόντων, παραδείγματος χάριν εξαιτίας των λεπτομερειών εφαρμογής της ενίσχυσης [βλέπε απόφαση ΔΕΚ της 27ης Οκτωβρίου 1993 στην υπόθεση C-72/92 Schartbatke(8) και απόφαση ΔΕΚ της 20ής Αυγούστου 1993 στην απόφαση C-266/91 Celbi(9)]. Πράγματι, μια τέτοια χρηματοδότηση έχει προστατευτικό αποτέλεσμα που ξεπερνά αυτό της καθαυτό ενισχύσεως εξαιτίας του γεγονότος ότι, ακόμη και εάν διασφαλίζεται στο κανονιστικό επίπεδο η ισότητα της μεταχείρισης μεταξύ των εγχωρίων και των εισαγομένων προϊόντων, στο πρακτικό επίπεδο δημιουργείται μια εκ των πραγμάτων ευνοϊκότερη κατάσταση για τους ημεδαπούς συναλλασσόμενους, δεδομένου ότι οι πραγματοποιούμενες συναλλαγές υπαγορεύονται από τα εθνικά ειδικά χαρακτηριστικά, ανάγκες και κενά δικαίου. Στην υπό εξέταση περίπτωση, οι ενισχύσεις που αναφέρονται στο μέρος Ι σημείο 2 στοιχεία α), β), δ), ζ), θ) ι), ια), και ιζ) αποβλέπουν στη στήριξη της εθνικής παραγωγής, χωρίς να προσπορίζεται, η εισαγόμενη παραγωγή, κανένα όφελος.

γ) Η Επιτροπή έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι ελληνικές αρχές δεν απήντησαν στους ισχυρισμούς, σύμφωνα με τους οποίους η είσπραξη της ειδικής φορολογικής επιβάρυνσης 1 % επί του βάμβακος που εισάγεται από τρίτες χώρες είναι ασυμβίβαστη με το άρθρο 5 του πρωτοκόλλου αριθ. 4 της πράξης προσχώρησης της Ελλάδας. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή οφείλει να διατηρήσει τη θέση την οποία έλαβε επί του ζητήματος αυτού κατά την κίνηση της διαδικασίας.

(2) Όσον αφορά τη θέση της Επιτροπής επί των ζητημάτων των σχετικών με το συμβιβάσιμο της ανταποδοτικής εισφορά 1 % επί της εγχώριας ελληνικής παραγωγής και επί των κοινοτικών ενισχύσεων που καταβάλλονται στους έλληνες παραγωγούς, με την κοινή οργάνωση των αγορών του βαμβακιού, το θέμα αυτό εξετάστηκε στο πλαίσιο διαδικασίας παράβασης. Επειδή οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1554/95 δεν αποκλείουν ρητά μια τέτοια εισφορά, η Επιτροπή αποφάσισε να θέσει τον σχετικό φάκελο στο αρχείο.

(3) Από τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το άρθρο 88 σημείο 2 της συνθήκης διαδικασίας, προκύπτει ότι οι υπό εξέταση οιονεί φορολογικές επιβαρύνσεις παρουσιάζουν ορισμένο βαθμό αμφίδρομης επιδότησης. Πράγματι, οι επιβαρύνσεις εισπράττονται στο επίπεδο των επιχειρήσεων εκκόκκισης για να χρηματοδοτήσουν μέτρα που κατά κύριο λόγο αφορούν τους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων. Η καθιερωμένη πρακτική της Επιτροπής σε θέματα οιονεί φορολογικών επιβαρύνσεων είναι να αποδέχεται ότι οι επιβαρύνσεις αυτές θα εισπράττονται σε επίπεδο διαφορετικό από την παραγωγική διαδικασία (π.χ.: εισφορές εισπραττόμενες στο επίπεδο των σφαγείων για τη χρηματοδότηση της καταπολέμησης των επιζωοτιών). Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν φαίνεται να είναι οι εκκοκκιστές βάμβακος σε θέση να μετακυλίσουν την πληρωμή της επιβάρυνσης στους γεωργοπαραγωγούς, εξαιτίας των μηχανισμών της κοινής οργάνωσης της αγοράς βάμβακος.

Δυνάμει των ανωτέρω, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι στο μέτρο που η μέθοδος χρηματοδότησης των ενισχύσεων με την εισφορά 1 % επί της εγχώριας ελληνικής παραγωγής και επί των κοινοτικών ενισχύσεων που καταβάλλονται στους έλληνες παραγωγούς είναι σύμφωνη με την κοινή οργάνωση των αγορών του βάμβακος, δεν θα είχε λόγους να εγείρει αντιρρήσεις ως προς την μέθοδο χρηματοδότησης, δυνάμει των άρθρων 87 έως 89 της συνθήκης.

V

Σύμφωνα με το άρθρο 87 σημείο 1 της συνθήκης, οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη μέλη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό με την ευνοϊκή μεταχείριση ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

Τα εν λόγω μέτρα συνιστούν ενισχύσεις χορηγούμενες κατά την έννοια του άρθρου 87 σημείο 1 της συνθήκης.

Πράγματι, αυτές βελτιώνουν την οικονομική κατάσταση των ωφελουμένων επιχειρήσεων σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους οι οποίοι δεν λαμβάνουν την βοήθεια αυτή. Κατά συνέπεια, νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό κατά την προαναφερόμενη έννοια.

Λαμβανομένης υπόψη, αφενός, της αξίας των συναλλαγών βάμβακος (για το 1995, εξαγωγές της Ελλάδας προς την ΕΚ: 309,6 εκατομμύρια Ecu εισαγωγές ΕΚ προς την Ελλάδα: 106,4 εκατομμύρια Ecu)(10), καθώς, και αφετέρου, της ελληνικής παραγωγής (1,25 εκατομμυρίων τόνων) σε σχέση με την παραγωγή των άλλων κρατών μελών (1,35 εκατομμυρίων τόνων) προκύπτει ότι οι ενισχύσεις αυτές μπορούν να επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών εφόσον οι ενισχύσεις αυτές εννοούν την εγχώρια παραγωγή εις βάρος της επιμέρους παραγωγής των άλλων κρατών μελών.

Ως προς τούτο, πρέπει να τονιστεί ότι ακόμη και η σχετικά μικρή σημασία μίας ενίσχυσης ή το σχετικά μέτριο μέγεθος της ωφελούμενης επιχείρησης δεν αποκλείουν εκ προοιμίου το ενδεχόμενο να επηρεάζονται οι συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

Λαμβανομένων των ανωτέρω, οι εν λόγω ενισχύσεις αποτελούν κρατικές ενισχύσεις που πληρούν τα προβλεπόμενα κριτήρια του άρθρου 87 σημείο 1 της συνθήκης.

Η αρχή του ασυμβίβαστου που τίθεται με το άρθρο 87 σημείο 1 της συνθήκης υπόκειται πάντως σε εξαιρέσεις.

VI

Οι εξαιρέσεις από το ασυμβίβαστο αυτό, που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 87, πρόδηλα δεν είναι εφαρμοστέες. Εξάλλου, δεν τις επικαλέστηκαν οι ελληνικές αρχές.

Οι προβλεπόμενες από το άρθρο 87 σημείο 3 της συνθήκης παρεκκλίσεις πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικά κατά την εξέταση κάθε προγράμματος περιφερειακών ή τομεακών ενισχύσεων ή κάθε μεμονωμένης περιπτώσεως εφαρμογής καθεστώτων ενισχύσεων γενικού χαρακτήρα.

Συγκεκριμένα, δεν μπορούν να χορηγούνται παρά μόνο στην περίπτωση που η Επιτροπή είναι σε θέση να διαπιστώσει ότι η εν λόγω ενίσχυση είναι αναγκαία για την επίτευξη ενός των σχετικών στόχων. Το να χορηγείται το ευεργέτημα των εν λόγω παρεκκλίσεων σε ενισχύσεις που δεν περιλαμβάνουν ένα τέτοιο αντιστάθμισμα, θα σήμαινε ότι επιτρέπεται να θίγονται οι συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και να προκαλούνται, αδικαιολόγητες με βάση το κοινοτικό συμφέρον στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό και, κατά συνέπεια, ότι παρέχονται αδικαιολόγητα πλεονεκτήματα στους συναλλασσόμενους ορισμένων κρατών μελών.

Δεν πρόκειται για μέτρα προοριζόμενα για την προώθηση σημαντικού σχεδίου κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 87 σημείο 3 στοιχείο β) δεδομένου ότι, με τα αποτελέσματα που δύνανται να συνεπάγονται για τις συναλλαγές, οι ενισχύσεις αυτές αντιβαίνουν προς το κοινό συμφέρον.

Επίσης δεν πρόκειται για μέτρα που τείνουν στην άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας του ενδιαφερομένου κράτους μέλους, κατά την έννοια αυτής της ίδιας διατάξεως.

Επίσης η ενίσχυση αυτή δεν κοινοποιήθηκε ως ενίσχυση περιφερειακού χαρακτήρα δυνάμει του άρθρου 87 σημείο 3 στοιχείο α) της συνθήκης.

Όσον αφορά τις ενισχύσεις που προορίζονται να διευκολύνουν την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων ή ορισμένων οικονομικών περιοχών, η Επιτροπή δύναται να τις θεωρήσει συμβιβάσιμες, μόνο στο μέτρο που αυτές δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο αντίθετο προς το κοινό συμφέρον [άρθρο 87 σημείο 3 στοιχείο γ)].

Για να μπορούν αυτές οι ενισχύσεις να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87 σημείο 3 στοιχείο γ) της συνθήκης, είναι απαραίτητο τα μέτρα ενισχύσεως να μην αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον και να προωθούν την ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών.

Οι χορηγούμενες από τον Ελληνικό Οργανισμό Βάμβακος ενισχύσεις για ενέργειες τεχνικής βοήθειας, διάδοση γνώσεων, κατάρτιση και έρευνα μπορούν να επηρεάσουν τις συναλλαγές και να νοθεύουν τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1. Οι ενισχύσεις αυτές προορίζονται να διευκολύνουν την ανάπτυξη του τομέα βάμβακος και, λαμβανομένης υπόψη της φύσεώς τους, δεν ενδέχεται να επηρεάζουν τις συναλλαγές σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον. Θα μπορούσαν, καταρχήν, να αποτελέσουν το αντικείμενο της προβλεπόμενης στο άρθρο 87 σημείο 3 στοιχείο γ) της συνθήκης, παρεκκλίσεις.

Όμως, δεν αντιμετωπίζεται αυτό το ενδεχόμενο, δεδομένου ότι οι ενισχύσεις αυτές χρηματοδοτούνται με οιονεί φορολογικές επιβαρύνσεις που βαρύνουν τα εισαγόμενα από άλλα κράτη μέλη προϊόντα. Ο τρόπος χρηματοδότησης των ενισχύσεων αυτών, τις καθιστά ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά.

Κατά συνέπεια, όσον αφορά τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται από το άρθρο 87 σημείο 3 στοιχεία α) και γ) σχετικά με ενισχύσεις που αποβλέπουν στην προώθηση ή τη διευκόλυνση της οικονομικής ανάπτυξης περιοχών, καθώς και την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο προαναφερόμενο στοιχείο γ), η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα μέτρα αυτά δεν δύνανται να τύχουν των εν λόγω παρεκκλίσεων από το άρθρο 87 της συνθήκης, εξαιτίας της μεθόδου χρηματοδότησής τους, και πρέπει να θεωρηθούν ως ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, στο μέτρο που χρηματοδοτούνται από οιονεί φορολογικές επιβαρύνσεις επιβαλλόμενες στα εισαγόμενα προϊόντα.

VII

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Ελλάδα προέβη σε παράνομη εφαρμογή των εν λόγω ενισχύσεων, κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης.

Για τους ανωτέρω εκτιθέμενους λόγους, οι επίμαχες ενισχύσεις, οι οποίες πληρούν τους όρους του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, δεν δύνανται να τύχουν καμίας των παρεκκλίσεων των παραγράφων 2 καί 3 του άρθρου 87. Συνεπώς, οι εν λόγω ενισχύσεις είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, στο μέτρο που χρηματοδοτούνται από οιονεί φορολογικές επιβαρύνσεις επιβαλλόμενες στα προϊόντα εισαγωγής.

Εφόσον πρόκειται για ενισχύσεις που δεν κοινοποιήθηκαν και που ετέθησαν σε εφαρμογή χωρίς αναμονή της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δεδομένου του επιτακτικού χαρακτήρα των διαδικαστικών κανόνων που ορίζονται στο άρθρο 88 σημείο 3 της συνθήκης, κανόνων των οποίων το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει το άμεσο αποτέλεσμα στις αποφάσεις του της 19ης Ιουνίου 1973 (υπόθεση 77/72: Carmine Capolongo κατά Azienda Agricola Maya)(11), της 11ης Δεκεμβρίου 1973 (υπόθεση 120/73: Gebrueder Lorenz GmbH κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας)(12), της 22ας Μαρτίου 1977 (υπόθεση 78/76: Steinivke και Weinlig κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας)(13), δεν είναι δυνατόν να αρθεί εκ των υστέρων ο παράνομος χαρακτήρας της εξεταζόμενης ενισχύσεως (απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 1991 στην υπόθεση C-354/90· Fédération nationale du commerce exterieur des produits alimentaires και άλλοι κατά Γαλλίας(14).

Το άρθρο 14 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου της 27ης Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ(15) προβλέπει ότι, σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο.

Η επιστροφή αυτή των ενισχύσεων θα ήταν αναγκαία ενόψει αποκατάστασης της προγενέστερης καταστάσεως, με κατάργηση όλων των οικονομικών πλεονεκτημάτων που θα είχαν αδικαιολόγητα παραχωρηθεί σε κάθε δικαιούχο ενίσχυσης που χορηγήθηκε κατά τρόπο καταχρηστικό, από την ημερομηνία χορηγήσεως της ενισχύσεως αυτής.

Το άρθρο 14 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 προβλέπει ότι το ποσό που πρέπει να ανακτηθεί περιλαμβάνει και τους σχετικούς τόκους, υπολογιζόμενους με το δέον επιτόκιο που ορίζει η Επιτροπή. Οι τόκοι πρέπει να καταβληθούν από την ημερομηνία κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση ετέθη στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι την ημερομηνία της ανάκτησής της.

Λαμβανομένων υπόψη του είδους των ενισχύσεων και της μορφής χρηματοδότησής τους, η Επιτροπή δεν δύναται να υπολογίσει βάσει των παρόντων στοιχείων το σύνολο των ενισχύσεων που πρέπει να ανακτηθούν, δηλαδή τις ενισχύσεις που έχουν χρηματοδοτηθεί από φορολογικές επιβαρύνσεις στο εισαγόμενο βαμβάκι. Η Επιτροπή ζητά από τις ελληνικές αρχές, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας, να της διαβιβάσει μια κατάλληλη μέθοδο για τον υπολογισμό των ενισχύσεων που πρέπει να ανακτηθούν.

Με την παρούσα απόφαση δεν προδικάζονται οι συνέπειες τις οποίες θα αντλήσει η Επιτροπή, ενδεχομένως, στο επίπεδο της χρηματοδότησης της κοινής γεωργικής πολιτικής από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ).

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Οι χορηγηθείσες στην Ελλάδα κρατικές ενισχύσεις στο πλαίσιο των καταστατικών σκοπών τον Ελληνικού Οργανισμού Βάμβακος, που χρηματοδοτήθηκαν με τις υποχρεωτικές συνεισφορές που προβλέπονται από το άρθρο 30 σημείο 3 του νόμου αριθ. 2040/92 είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά στο μέτρο που χρηματοδοτούνται από οιονεί φορολογικές επιβαρύνσεις επιβαλλόμενες στα προϊόντα εισαγωγής.

Άρθρο 2

Η Ελλάδα υποχρεούται να τροποποιήσει το αναφερόμενο στο άρθρο 1 καθεστώς ενισχύσεων, κατά τρόπο που να το καταστήσει συμβιβάσιμο με την παρούσα απόφαση.

Άρθρο 3

1. Η Ελλάδα λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο προκειμένου να ανακτήσει από τους αποδέκτες της, την ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1 και έχει ήδη τεθεί παράνομα στη διάθεσή τους.

2. Η ανάκτηση πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει η εθνική νομοθεσία. Τα προς ανάκτηση ποσά παράγουν τόκους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση των αποδεκτών, μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής ανάκτησής τους. Οι τόκοι υπολογίζονται βάσει του επιτοκίου αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ισοδυνάμου επιχορήγησης στο πλαίσιο των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα.

Άρθρο 4

Η Ελλάδα οφείλει να ενημερώσει την Επιτροπή, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, σχετικά με τα μέτρα που προτίθεται να λάβει για να συμμορφωθεί με αυτήν.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ελληνική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 20 Ιουλίου 1999.

Για την Επιτροπή

Monika WULF-MATHIES

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ C 278 της 24.10.1995, σ. 4.

(2) ΕΕ L 51 της 23.2.1982, σ. 1.

(3) ΕΕ L 371 της 20.12.1989, σ. 1.

(4) ΕΕ L 211 της 21.7.1981, σ. 2· κανονισμός όπως αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1554/95 (ΕΕ L 148 της 30.6.1995, σ. 48).

(5) Βλέπε απόφαση της 26ης Ιουνίου 1970 στην υπόθεση 47/69, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1969-1971, σ. 341.

(6) Βλέπε υποσημείωση 1.

(7) Επιστολή της Επιτροπής προς τα κράτη μέλη, S 75294/6 της 19ης Σεπτεμβρίου 1975.

(8) Συλλογή 1993, σ. Ι-5509.

(9) Συλλογή 1993, σ. Ι-4337.

(10) Eurostat 1995.

(11) Συλλογή 1972 - 1973, σ. 567.

(12) Συλλογή 1972 - 1973, σ. 815.

(13) Συλλογή 1977, σ. 171.

(14) Συλλογή 1991, σ. Ι-5505.

(15) ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

Top