EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31999L0064

Οδηγία 1999/64/ΕΚ της Επιτροπής της 23ης Ιουνίου 1999 για τροποποίηση της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ προκειμένου να εξασφαλισθεί ο νομικός διαχωρισμός της παροχής δικτύων τηλεπικοινωνιών από την παροχή δικτύων καλωδιακής τηλεόρασης που ανήκουν στον ίδιο φορέα (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

OJ L 175, 10.7.1999, p. 39–42 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 24/07/2003

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/1999/64/oj

31999L0064

Οδηγία 1999/64/ΕΚ της Επιτροπής της 23ης Ιουνίου 1999 για τροποποίηση της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ προκειμένου να εξασφαλισθεί ο νομικός διαχωρισμός της παροχής δικτύων τηλεπικοινωνιών από την παροχή δικτύων καλωδιακής τηλεόρασης που ανήκουν στον ίδιο φορέα (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 175 της 10/07/1999 σ. 0039 - 0042


ΟΔΗΓΙΑ 1999/64/ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 23ης Ιουνίου 1999

για τροποποίηση της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ προκειμένου να εξασφαλισθεί ο νομικός διαχωρισμός της παροχής δικτύων τηλεπικοινωνιών από την παροχή δικτύων καλωδιακής τηλεόρασης που ανήκουν στον ίδιο φορέα

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 86 παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Σύμφωνα με την οδηγία 90/388/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών(1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/19/ΕΚ(2), τα κράτη μέλη καλούνται να καταργήσουν όλα τα ειδικά και αποκλειστικά δικαιώματα για τις τηλεπικονωνιακές υπηρεσίες και υποδομές μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1998, προβλεπόμενης πρόσθετης μεταβατικής περιόδου για ορισμένα κράτη μέλη. Ειδικά το άρθρο 4, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 95/51/ΕΚ της Επιτροπής(3), ορίζει ότι τα κράτη μέλη "καταργούν όλους τους περιορισμούς στην παροχή χωρητικότητας μετάδοσης μέσω δικτύων καλωδιακής τηλεόρασης και επιτρέπουν τη χρήση καλωδιακών δικτύων για την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, πλην της φωνητικής τηλεφωνίας" και "εξασφαλίζουν ότι η διασύνδεση δικτύων καλωδιακής τηλεόρασης με το δημόσιο δίκτυο τηλεπικοινωνιών επιτρέπεται προς το σκοπό αυτό, ιδίως η διασύνδεση με μισθωμένες γραμμές, και ότι καταργούνται οι περιορισμοί στην απευθείας διασύνδεση δικτύων καλωδιακής τηλεόρασης μέσω φορέων καλωδιακής τηλεόρασης".

(2) Η οδηγία 95/51/ΕΚ ασχολείται με δύο προβλήματα που αφορούν τις επιχειρήσεις στις οποίες τα κράτη μέλη έχουν χορηγήσει το δικαίωμα εγκατάστασης τόσο τηλεπικοινωνιακών δικτύων όσο και δικτύων καλωδιακής τηλεόρασης. Πρώτον, η οδηγία αναφέρει ότι στην παρούσα κατάσταση οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν έχουν κίνητρο να προσελκύσουν χρήσες στο δίκτυο που είναι το καταλληλότερο για την παροχή της σχετικής υπηρεσίας. Επισημαίνεται ότι η εισαγωγή θεμιτού ανταγωνισμού προϋποθέτει συχνά την εφαρμογή ειδικών μέτρων, λαμβανομένων υπόψην των ιδιαιτεροτήτων των σχετικών αγορών. Όταν η Επιτροπή εξέδωσε την οδηγία 95/51/ΕΚ είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, δεδομένων των διαφορών μεταξύ των κρατών μελών, οι εθνικές αρχές ήταν καταλληλότερες για να εκτιμήσουν ποια μέτρα είναι τα πλέον ενδεδειγμένα, και ιδίως για να κρίνουν εάν ο διαχωρισμός των εν λόγω δραστηριοτήτων ήταν απαραίτητος. Δεύτερον, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κατά τα πρώτα στάδια της ελευθέρωσης του τομέα των τηλεπικοινωνιών είναι πρωταρχικής σημασίας να ελέγχονται διεξοδικά οι διασταυρούμενες επιδοτήσεις και η λογιστική διαφάνεια. Για το λόγο αυτό, το άρθρο 2 της οδηγίας 95/51/ΕΚ υποχρεώνει τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε, ιδίως, οι οργανισμοί τηλεπικοινωνιών που παρέχουν υποδομή καλωδιακού τηλεοπτικού δικτύου να διατηρούν χωριστούς λογαριαμούς όσον αφορά την παροχή δημόσιου δικτύου τηλεπικοινωνιών και δικτύου καλωδιακής τηλεόρασης, καθώς και όσον αφορά τις δραστηριότητές τους ως φορείς παροχής τηλεπικονωνιακών υπηρεσιών. Στην ίδια οδηγία αναφέρεται επίσης ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει τουλάχιστον να επιβάλουν σαφή διαχωρισμό στη λογιστική εγγραφή των πόρων από αυτές τις δραστηριότητες και ότι θα ήταν προτιμότερος ο πλήρης διαρθρωτικός διαχωρισμός.

(3) Ταυτόχρονα, η Επιτροπή δήλωσε ότι, δεδομένης της έλλειψης ανταγωνιστών όσον αφορά τα συστήματα παράδοσης κατ' οίκον, θα πρέπει να επανεξετάσει εάν ο διαχωρισμός των λογαριασμών επαρκεί για να αποφευχθούν αθέμιτες πρακτικές και θα εκτιμήσει εάν μια τέτοια ενιαία παροχή δεν οδηγεί σε περιορισμό της δυνητικής παροχής χωρητικότητας μετάδοσης σε βάρος των φορέων παροχής υπηρεσιών στο σχετικό τομέα ή εάν απαιτούνται περαιτέρω μέτρα. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 2 της οδηγίας 95/51/ΕΚ ορίζει ότι η Επιτροπή θα προβεί, το αργότερο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1998, σε σφαιρική εκτίμηση των συνεπειών, σε σχέση με τους στόχους της οδηγίας, της παροχής δικτύων τηλεπικοινωνιών και καλωδιακής τηλεόρασης από τον ίδια φορέα.

(4) Η παρούσα οδηγία βασίζεται στην εκτίμηση που πραγματοποίησε η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 2 της οδηγίας 95/51/ΕΚ. Στο πλαίσιο της προετοιμασίας της εν λόγω εκτίμησης, η Επιτροπή ανέθεσε τη σύνταξη δύο μελετών για τον τρόπο που επηρεάζει τον ανταγωνισμό στις αγορές τηλεπικοινωνιών και πολυμέσων, αφενός, η ενιαία παροχή δικτύων τηλεπικοινωνιών και καλωδιακής τηλεόρασης από έναν φορέα με δεσπόζουσα θέση και, αφετέρου, η επιβολή περιορισμών στη χρήση των δικτύων τηλεπικοινωνιών για την παροχή υπηρεσιών καλωδιακής τηλεόρασης. Οι μελέτες καταλήγουν ιδίως στο συμπέρασμα ότι η κατοχή δικτύων τηλεπικοινωνιών και καλωδιακής τηλεόρασης από την ίδια επιχείρηση, η οποία δεν αντιμετωπίζει ιδιαίτερα έντονο ανταγωνισμό στις αγορές τοπικής πρόσβασης, καθυστερεί τη δημιουργία πλήρους υποδομής πολυμέσων σε βάρος των καταναλωτών, των φορέων παροχής υπηρεσιών και της ευρωπαϊκής οικονομίας συνολικά.

(5) Η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωηση σχετικά με την εκτίμηση που πραγματοποίησε κατ' εφαρμογή των οδηγιών 95/51/ΕΚ και 96/19/ΕΚ(4). Στο πλαίσιο της εν λόγω εκτίμησης, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η βέλτιστη ανάπτυξη των αγορών τηλεπικοινωνιών και πολυμέσων εξαρτάται από τέσσερις παράγοντες: ανταγωνισμός υπηρεσιών, ανταγωνισμός υποδομών, βελτίωση υποδομών και καινοτομίες άλλου τύπου. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι στην Κοινότητα η ενιαία παροχή υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών και καλωδιακής τηλεόρασης από τον ίδιο φορέα δίνει ένα προβάδισμα στους δεσπόζοντες φορείς τηλεπικοινωνιών σε σύγκριση με τους νεοεισερχόμενους. Το γεγονός αυτό θα παρεμποδίσει σημαντικά τη βέλτιστη ανάπτυξη των αγορών τηλεπικοινωνιών. Με την ανάλυση αυτή συμφώνησε και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο ψήφισμά του σχετικά με σχέδιο της παρούσας οδηγίας(5).

(6) Η συνθήκη, και ιδίως το άρθρο 86, επιφορτίζει την Επιτροπή με το καθήκον να μεριμνά ώστε τα κράτη μέλη, στην περίπτωση δημόσιων επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων με αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα, να τηρούν τις υποχρεώσεις τους βάσει του κοινοτικού δικαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 86 παράγραφος 3, η Επιτροπή μπορεί να προσδιορίσει και να διευκρινίσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το εν λόγω άρθρο και, στο πλαίσιο αυτό, να θέσει τους όρους που είναι απαραίτητοι για να εκπληρώσει ουσιαστικά τα εποπτικά καθήκοντα που της επιβάλλονται βάσει της εν λόγω παραγράφου.

(7) Οι περισσότεροι ευρωπαϊκοί οργανισμοί τηλεπικοινωνιών εξακολουθούν να αποτελούν κρατικά ελεγχόμενες εταιρείες και κατ' αυτόν τον τρόπο δημόσιες επιχειρήσεις όπως αυτές ορίζονται στην οδηγία 80/723/ΕΟΚ της Επιτροπής(6), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 93/84/ΕΟΚ(7). Επιπλέον, μολονότι το κοινοτικό δίκαιο προβλέπει την κατάργηση των περισσότερων ειδικών και όλων των αποκλειστικών δικαιωμάτων για την παροχή τηλεπικοινωνιακών δικτύων και υπηρεσιών, δεν απαγορεύει στους οργανισμούς τηλεπικοινωνιών να συνεχίσουν να επωφελούνται ορισμένων ειδικών δικαιωμάτων όπως ορίζεται από την οδηγία 90/388/ΕΟΚ, όπως διατυπώθηκε από την οδηγία 94/46/ΕΚ(8), και μετά την ημερομηνία πλήρους ελευθέρωσης. Αυτή είναι, για παράδειγμα, η περίπτωση του τομέα των ραδιοσυχνοτήτων που χρησιμοποιούνται για την παροχή τηλεπικοινωνιακών δικτύων και χωρητικότητας μετάδοσης εκπομπής. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι οργανισμοί τηλεπικοινωνιών εξακολουθούν να διαθέτουν δικαιώματα χρήσης ραδιοσυχνοτήτων, τα οποία απέκτησαν για ιστορικούς λόγους χωρίς να έχουν εφαρμοστεί αντικειμενικά, αναλογικά και ισότιμα κριτήρια. Ανάλογα ρυθμιστικά πλεονεκτήματα ενισχύουν τη θέση των εν λόγω φορέων και εξακολουθούν να επηρεάζουν ουσιαστικά την ικανότητα άλλων επιχειρήσεων να ανταγωνιστούν τους οργανισμούς τηλεπικοινωνιών στον τομέα της υποδομής τηλεπικοινωνιών. Για το λόγο αυτό, οι εν λόγω φορείς τηλεπικοινωνιών θα συνεχίσουν να αποτελούν επιχειρήσεις καλυπτόμενες από το άρθρο 86 παράγραφος 1 της συνθήκης. Εξάλλου, η Επιτροπή έχει χορηγήσει σε ορισμένα κράτη μέλη πρόσθετες μεταβατικές περιόδους εφαρμογής, οι οποίες δεν έχουν ακόμη λήξει, για την κατάργηση των αποκλειστικών δικαιωμάτων όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών φωνητικής τηλεφωνίας και την εγκατάσταση και παροχή δημόσιων τηλεπικοινωνιακών δικτύων.

(8) Τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν χορηγήσει στους οργανισμούς τηλεπικοινωνιών ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα για την παροχή δικτύων καλωδιακής τηλεόρασης. Τα εν λόγω δικαιώματα έχουν τη μορφή είτε αποκλειστικής είτε μη αποκλειστικής άδειας, στις περιπτώσεις που ο αριθμός των αδειών περιορίζεται βάσει κριτηρίων τα οποία δεν είναι αντικειμενικά, αναλογικά και ισότιμα.

(9) Το άρθρο 82 της συνθήκης απαγορεύει, ως ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά, οποιαδήποτε καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης τους στην κοινή αγορά ή σημαντικό τμήμα της.

(10) Όταν ο οργανισμός τηλεπικοινωνιών ενός κράτους μέλους διαθέτει ειδικό ή αποκλειστικό δικαίωμα για την εγκατάσταση και λειτουργία δικτύων καλωδιακής τηλεόρασης στην ίδια γεωγραφική περιοχή με αυτή της αγοράς στην οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών με χρήση υποδομής τηλεπικοινωνιών, ο εν λόγω οργανισμός τηλεπικοινωνιών δεν έχει κίνητρα να μετατρέψει το δημόσιο δίκτυό του τηλεπικοινωνιών στενής ζώνης ή το δίκτυό του καλωδιακής τηλεόρασης ευρείας ζώνης σε ολοκληρωμένο δίκτυο τηλεπικοινωνιών ευρείας ζώνης ("δίκτυο πλήρους υπηρεσίας") για την παράδοση φωνής, στοιχείων και εικόνων σε μεγάλο εύρος ζώνης. Αυτό σημαίνει ότι ο οργανισμός αντιμετωπίζει μια σύγκρουση συμφερόντων, διότι κάθε ουσιαστική βελτίωση είτε του δικτύου τηλεπικοινωνιών είτε του δικτύου καλωδιακής τηλεόρασης ενδέχεται να συνεπάγεται την απώλεια επιχειρηματικών δραστηριοτήτων για το άλλο δίκτυο. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι απαραίτητο να διαχωριστεί η ιδιοκτησία των δύο δικτύων σε δύο διαφορετικές εταιρείες, δεδομένου ότι στην αντίθετη περίπτωση οι συγκεκριμένοι οργανισμοί καθυστερούν την εμφάνιση νέων προηγμένων υπηρεσιών επικοινωνιών, γεγονός που αναστέλλει την τεχνική πρόοδο σε βάρος των χρηστών κατά παράβαση του άρθρου 86 παράγραφος 1 της συνθήκης, σε συνδυασμό με το στοιχείο β) της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 82. Ωστόσο, το ελάχιστο που απαιτείται από τα κράτη μέλη είναι να εξασφαλίσουν ότι οι οργανισμοί τηλεπικοινωνιών που κατέχουν δεσπόζουσα θέση όσον αφορά την παροχή δημόσιων δικτύων τηλεπικοινωνιών και υπηρεσιών φωνητικής τηλεφωνίας και εγκατέστησαν τα δίκτυά τους καλωδιακής τηλεόρασης βάσει ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων, εκμεταλλεύονται τα εν λόγω δίκτυα μέσω φορέων που αποτελούν αυτοτελή νομικά πρόσωπα.

(11) Εξάλλου, στις περιπτώσεις που τα κράτη μέλη χορηγούν σε μια επιχείρηση το ειδικό ή αποκλειστικό δικαίωμα να εγκαθιστά δίκτυα καλωδιακής τηλεόρασης στην ίδια γεωγραφική περιοχή όπου παρέχει ήδη δημόσια δίκτυα τηλεπικοινωνιών, ενδέχεται να παρουσιαστούν διάφορα φαινόμενα συμπεριφοράς που αντιβαίνουν στον ανταγωνισμό, εκτός εάν εξασφαλιστεί η διαφάνεια των πράξεων των εν λόγω επιχειρήσεων. Παρά τις απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου όσον αφορά τον λογιστικό διαχωρισμό, ορισμένες από τις οποίες τέθηκαν σε ισχύ μαζί με την εφαρμογή της δέσμης γενικών μέτρων για το άνοιγμα των κοινοτικών αγορών τηλεπικοινωνιών στα περισσότερα κράτη μέλη από την 1η Ιανουαρίου 1998, σε περιπτώσεις σοβαρής σύγκρουσης συμφερόντων ως αποτέλεσμα της ενιαίας ιδιοκτησίας, ο εν λόγω διαχωρισμός δεν αποδείχθηκε επαρκής εγγύηση για την πρόληψη κάθε είδους συμπεριφοράς αντίθετης προς τον ανταγωνισμό. Επιπλέον, ο διαχωρισμός των λογαριασμών θα αυξήσει μόνο τη διαφάνεια των χρηματοοικονομικών ροών, ενώ ο νομικός διαχωρισμός θα εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη διαφάνεια των πάγιων στοιχείων και δαπανών και θα επιτρέψει να παρακολουθείται με μεγαλύτερη ευκολία η αποδοτικότητα και η διαχείριση των πράξεων που σχετίζονται με το καλωδιακό δίκτυο. Οι υπηρεσίες δικτύου τηλεπικοινωνιών και δικτύου καλωδιακής τηλεόρασης αποτελούν σχετικές δραστηριότητες. Η θέση ενός φορέα σε μια από τις εν λόγω αγορές επηρεάζει τη θέση του στην άλλη, και η εποπτεία των δραστηριοτήτων του στις εν λόγω αγορές παρουσιάζει μεγαλύτερες δυσκολίες. Επιπλέον, όταν ένας δεσπόζων οργανισμός τηλεπικοινωνιών έχει συμφέροντα στον τομέα της καλωδιακής τηλεόρασης, η χρηματοοικονομική ισχύς του αποθαρρύνει οποιαδήποτε άλλη εταιρεία. Επίσης, οι χρηματοοικονομικές προοπτικές ενός δικτύου καλωδιακής τηλεόρασης που δεν έχει ακόμη εγκατασταθεί είναι αβέβαιες για μια εταιρεία η οποία δεν έχει εδραιώσει τη θέση της στις αγορές τηλεπικοινωνιών ή συνδρομητικής τηλεόρασης. Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικό ένας δεσπόζων οργανισμός τηλεπικοινωνιών να οργανώνει τις δραστηριότητές του όσον αφορά το δίκτυο καλωδιακής τηλεόρασης κατά τρόπο που να είναι δυνατή η παρακολούθησή του ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο καταχρηστικής εκμετάλλευσης της θέσης του. Κατά το κρίσιμο στάδιο του πλήρους ανοίγματος του τομέα στον ανταγωνισμό, ο νομικός διαχωρισμός της λειτουργίας του δημόσιου δικτύου μεταγωγής τηλεπικοινωνιών από το δίκτυο καλωδιακής τηλεόρασης, συμπεριλαμβανομένων των δεσμών κύριας δομής, των οργανισμών τηλεπικοινωνιών αποτελεί ελάχιστη προϋπόθεση προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με το άρθρο 86. Για την επίτευξη της εν λόγω διαφάνειας, είναι απαραίτητο τα δίκτυα να διαχειρίζονται αυτοτελή νομικά πρόσωπα, τα οποία, ωστόσο, ενδέχεται να ανήκουν στον ίδιο ιδιοκτήτη. Κατά συνέπεια, θα θεωρείται ότι υφίσταται νομικός διαχωρισμός εάν οι δραστηριότητες καλωδιακής τηλεόρασης ενός οργανισμού τηλεπικοινωνιών μεταφέρονται σε θυγατρική η οποία ανήκει πλήρως στον οργανισμό τηλεπικοινωνιών.

(12) Η Επιτροπή θα εξετάσει για κάθε περίπτωση χωριστά εάν συμβιβάζεται με την αρχή της αναλογικότητας να ζητήσει από κάθε κράτος μέλος τη λήψη περαιτέρω μέτρων. Οι αποφάσεις που θα ληφθούν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ενδέχεται να προβλέπουν μέτρα όπως τη συμμετοχή τρίτων στον φορέα παροχής καλωδιακής τηλεόρασης ή την πλήρη πώληση της εν λόγω επιχείρησης.

(13) Η διανομή οπτικοακουστικών προγραμμάτων για το ευρύ κοινό μέσω των δικτύων τηλεπικοινωνιών καθώς και το περιεχόμενο των προγραμμάτων αυτών θα εξακολουθήσουν να υπόκεινται στους ειδικούς κανόνες που έχουν εκδώσει τα κράτη μέλη σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο και κατά συνέπεια δεν πρέπει να διέπονται από την παρούσα οδηγία· εξάλλου, έτσι τηρείται και η αρχή του διαχωρισμού των διατάξεων που πραγματεύονται τη διαβίβαση από τις διατάξεις που πραγματεύονται το περιεχόμενο, κάτι που αποτελεί βασικό σημείο της ανακοίνωσης της Επιτροπής, της 9ης Μαρτίου 1999(9) επί των αποτελεσμάτων της διαβούλευσης γύρω από την Πράσινη Βίβλο με τίτλο "Η σύγκλιση στους κλάδους τηλεπικοινωνιών, των μέσων επικοινωνίας και των τεχνολογιών των πληροφοριών".

(14) Λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες εξελίξεις στην αγορά, καθώς και την εισαγωγή νέων τεχνολογιών, είναι πιθανό να δημιουργηθεί ανταγωνισμός στη συνδρομητική γραμμή σε ορισμένα κράτη μέλη. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να επανεξετασθεί εάν η διατήρηση της νομικής υποχρέωσης διαχωρισμού των δικτύων τηλεπικοινωνιών από τα δίκτυα καλωδιακής τηλεόρασης της ίδιας εταιρείας είναι απαραίτητη ενόψει της επίτευξης των επιδιωκόμενων στόχων. Δεδομένου ότι η κατάσταση της αγοράς διαφέρει στα κράτη μέλη και ενδέχεται να αναπτύσσεται διαφορετικά, η εν λόγω επανεξέταση θα πρέπει να πραγματοποιηθεί κατά τρόπο επαρκώς ευέλικτο ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση κάθε εθνικής αγοράς. Οι εθνικές κανονιστικές αρχές θα πρέπει να συνοδεύονται από λεπτομερή περιγραφή του τρόπου με τον οποίο έχει εξελιχθεί η διάρθρωση της αγοράς στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Δεδομένου του έννομου συμφέροντος των ανταγωνιστών στις σχετικές αγορές, οι παρασχεθείσες πληροφορίες θα τίθενται στη διάθεση κάθε ενδιαφερομένου κατόπιν σχετικής αίτησης, λαμβάνοντας υπόψη το έννομο συμφέρον των επιχειρήσεων όσον αφορά την προστασία των επαγγελματικών τους απορρήτων.

(15) Ως εκ τούτου, η οδηγία 90/388/ΕΟΚ πρέπει να τροποποιηθεί ανάλογα.

(16) Τα κράτη μέλη δεν εισάγουν νέα μέτρα που έχουν ως στόχο ή ως αποτέλεσμα να θέσουν σε κίνδυνο την πραγματοποίηση του σκοπού της παρούσας οδηγίας,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Το άρθρο 9 της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: "Άρθρο 9

Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε ο οργανισμός τηλεπικοινωνιών να μην εκμεταλλεύεται το δίκτυο καλωδιακής τηλεόρασης χρησιμποιώντας το ίδιο νομικό πρόσωπο με αυτό που χρησιμοποιεί για το δημόσιο δίκτυο τηλεπικοινωνιών στις περιπτώσεις που ο εν λόγω οργανισμός:

α) ελέγχεται από αυτό το κράτος μέλος ή διαθέτει ειδικά δικαιώματα·

β) κατέχει δεσπόζουσα θέση σε σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς όσον αφορά την παροχή δημόσιων δικτύων τηλεπικοινωνιών και υπηρεσιών φωνητικής τηλεφωνίας και

γ) εκμεταλλεύεται ένα δίκτυο καλωδιακής τηλεόρασης που εγκατέστησε βάσει ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων στην ίδια γεωγραφική περιοχή."

Άρθρο 2

H Επιτροπή επανεξετάζει την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας όταν κρίνει ότι τα κράτη μέλη έχουν συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις της οδηγίας και οι επιδιωκόμενοι στόχοι έχουν επιτευχθεί και, εν πάση περιπτώσει το αργότερο πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2002.

Τα κράτη μέλη που θεωρούν ότι υφίσταται επαρκής ανταγωνισμός στο έδαφός τους όσον αφορά την παροχή υποδομής και υπηρεσιών συνδρομητικής γραμμής, πληροφορούν σχετικά την Επιτροπή.

Στις πληροφορίες αυτές περιλαμβάνεται λεπτομερής περιγραφή της διάρθρωσης της αγοράς. Οι σχετικές πληροφορίες τίθενται στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου κατόπιν σχετικής αίτησης, λαμβανομένου υπόψη του εννόμου συμφέροντος των επιχειρήσεων να προστατέψουν τα επαγγελματικά τους απόρρητα.

Η Επιτροπή αποφασίζει εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, αφού λάβει υπόψη της τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων, κατά πόσον είναι δυνατό να καταργηθεί σε συγκεκριμένο κράτος μέλος η υποχρέωση νομικού διαχωρισμού.

Άρθρο 3

Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή, το αργότερο εννέα μήνες μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, τις πληροφορίες που θα επιτρέψουν στην Επιτροπή να βεβαιωθεί για την τήρηση του άρθρου 1 της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 5

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 23 Ιουνίου 1999.

Για την Επιτροπή

Karel VAN MIERT

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ L 192 της 24.7.1990, σ. 10.

(2) ΕΕ L 74 της 22.3.1996, σ. 13.

(3) ΕΕ L 256 της 26.10.1995, σ. 49.

(4) ΕΕ C 71 της 7.3.1998, σ. 4.

(5) ΕΕ C 150 της 28.5.1999, σ. 33.

(6) ΕΕ L 195 της 29.7.1980, σ. 35.

(7) ΕΕ L 254 της 12.10.1993, σ. 16.

(8) ΕΕ L 268 της 19.10.1994, σ. 15.

(9) COM(1999) 108 τελικό.

Top