EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31999R1264

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1264/1999 του Συμβουλίου της 21ης Ιουνίου 1999 για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1164/94 για την ίδρυση του Ταμείου Συνοχής

OJ L 161, 26.6.1999, p. 57–61 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
Special edition in Czech: Chapter 14 Volume 001 P. 73 - 77
Special edition in Estonian: Chapter 14 Volume 001 P. 73 - 77
Special edition in Latvian: Chapter 14 Volume 001 P. 73 - 77
Special edition in Lithuanian: Chapter 14 Volume 001 P. 73 - 77
Special edition in Hungarian Chapter 14 Volume 001 P. 73 - 77
Special edition in Maltese: Chapter 14 Volume 001 P. 73 - 77
Special edition in Polish: Chapter 14 Volume 001 P. 73 - 77
Special edition in Slovak: Chapter 14 Volume 001 P. 73 - 77
Special edition in Slovene: Chapter 14 Volume 001 P. 73 - 77

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 31/12/2006

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/1999/1264/oj

26.6.1999   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 161/57


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1264/1999 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 21ης Ιουνίου 1999

για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1164/94 για την ίδρυση του Ταμείου Συνοχής

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 161 δεύτερο εδάφιο,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

τη σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (3),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (4),

Εκτιμώντας:

(1)

ότι, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1164/94 (5), το Συμβούλιο πρέπει να επανεξετάσει τον εν λόγω κανονισμό πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1999·

(2)

ότι οι θεμελιώδεις αρχές του Ταμείου Συνοχής που καθορίστηκαν το 1994, θα πρέπει να εξακολουθήσουν να διέπουν τις δραστηριότητες του Ταμείου έως το 2006, παρ' όλον ότι η πείρα που έχει αποκτηθεί κατέδειξε την ανάγκη να γίνουν βελτιώσεις·

(3)

ότι, αν και το ευρώ, ως ενιαίο νόμισμα θα επηρεάσει το μακροοικονομικό πλαίσιο της Κοινότητας, αυτό δεν μεταβάλλει την ανάγκη να διατηρηθεί η επιλεξιμότητα των δικαιούχων χωρών με βάση το κριτήριο του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος·

(4)

ότι κάθε κράτος μέλος που συμμετέχει στο ευρώ υποβάλλει στο Συμβούλιο πρόγραμμα σταθερότητας, στο οποίο καθορίζεται ιδίως ο μεσοπρόθεσμος στόχος του για την επίτευξη σχεδόν ισοσκελισμένου ή πλεονασματικού προϋπολογισμού·

(5)

ότι, με την απόφαση αριθ. 1692/96/ΕΚ (6), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο καθόρισαν κοινοτικούς προσανατολισμούς για την ανάπτυξη του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών·

(6)

ότι, κατά την μεταβατική περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1999 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2001, κάθε αναφορά στο ευρώ θα πρέπει επίσης, κανονικά, να ερμηνεύεται ως αναφορά στο ευρώ ως νομισματική μονάδα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 δεύτερη πρόταση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 974/98 του Συμβουλίου, της 3ης Μαΐου 1998, για την εισαγωγή του ευρώ (7)·

(7)

ότι, ενόψει της συνεχούς προόδου που επιτυγχάνεται προς την κατεύθυνση της πρακτικής σύγκλισης και λαμβάνοντας υπόψη το νέο μακροοικονομικό περιβάλλον εντός του οποίου λειτουργεί τη στιγμή αυτή το Ταμείο Συνοχής, η συνολική κατανομή της συνδρομής των κρατών μελών που συμμετέχουν στο ευρώ θα αναπροσαρμοστεί ώστε να συνυπολογιστεί η βελτίωση του επιπέδου εθνικής ευημερίας που επιτεύχθηκε κατά την προηγούμενη περίοδο·

(8)

ότι οι διαδικασίες για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών καθορίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 (8)·

(9)

ότι τα προκαταρκτικά και τα οριστικά στοιχεία που αφορούν τις δανειακές ανάγκες του δημόσιου τομέα, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν και το ακαθάριστο εθνικό προϊόν, πρέπει να καταρτίζονται σύμφωνα με τους κανόνες του ευρωπαϊκού συστήματος ολοκληρωμένων οικονομικών λογαριασμών που καθιερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2223/96 (9)·

(10)

ότι, στο ψήφισμα που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Άμστερνταμ, στις 17 Ιουνίου 1997, σχετικά με το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης (10), διευκρινίζονται οι αντίστοιχοι ρόλοι των κρατών μελών, της Επιτροπής και του Συμβουλίου·

(11)

ότι, ενώ διατηρείται η αρχή του υψηλού επιπέδου συνδρομής, θα πρέπει να υποστηριχθεί από την Επιτροπή η εξεύρεση άλλων πηγών χρηματοδότησης, ιδίως οι προσπάθειες των δικαιούχων κρατών μελών να μεγιστοποιήσουν το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα που προκύπτει από τη χρήση των πόρων του Ταμείου, ενθαρρύνοντας την αυξημένη προσφυγή σε ιδιωτικές πηγές χρηματοδότησης· ότι τα ποσοστά της παρέμβασης θα πρέπει να ποικίλλουν προκειμένου να βελτιωθεί το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα που προκύπτει από τους πόρους του Ταμείου και να λαμβάνεται περισσότερο υπόψη η αποδοτικότητα των έργων· ότι η εφαρμογή της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» που προβλέπεται στο άρθρο 174 της συνθήκης, πρέπει να τηρείται στο πλαίσιο των ενεργειών που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο·

(12)

ότι θα πρέπει να προσδιορισθεί σαφώς η ευθύνη του κράτους μέλους για τις εργασίες δημοσιονομικού ελέγχου·

(13)

ότι θα πρέπει να διασφαλιστεί η συνέχιση των χρηματοδοτήσεων για τις εν εξελίξει ενέργειες και η προσαρμογή τους στις νέες κανονιστικές απαιτήσεις·

(14)

ότι θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1164/94,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1164/94 τροποποιείται ως εξής:

1.

α)

Μια νέα αιτιολογική σκέψη παρεμβάλλεται μετά την έκτη αιτιολογική σκέψη, η οποία έχει ως εξής:

«ότι, όσον αφορά το κριτήριο οικονομικής σύγκλισης, οι ισχύουσες διατάξεις μακροοικονομικής προϋποθετότητας, θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται· ότι, κατά συνέπεια, κανένα νέο έργο ή νέο στάδιο έργου, δεν θα χρηματοδοτείται από το Ταμείο σε κράτος μέλος, σε περίπτωση που το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία μετά από σύσταση της Επιτροπής, διαπιστώσει ότι, το κράτος μέλος δεν έχει τηρήσει το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης·»

β)

Μια νέα αιτιολογική παράγραφος παρεμβάλλεται μετά τη νέα έβδομη αιτιολογική σκέψη, η οποία έχει ως εξής:

«ότι οι διατάξεις για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, με στόχο την αποφυγή των υπερβολικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων με ευρεία έννοια και, εάν αυτά προκύπτουν, την προώθηση της ταχείας διόρθωσής τους, καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97 (11)·»

(11)  ΕΕ L 209 της 2.8.1997, σ. 6."

γ)

Μία νέα αιτιολογική σκέψη παρεμβάλλεται μετά την πρώην εικοστή αιτιολογική σκέψη, η οποία έχει ως εξής:

«ότι οι συνολικές ετήσιες εισπράξεις οποιουδήποτε κράτους μέλους από το Ταμείο Συνοχής δυνάμει του παρόντος κανονισμού —σε συνδυασμό με τη συνδρομή που χορηγείται από τα διαρθρωτικά Ταμεία— θα πρέπει να περιορίζονται βάσει ενός ανωτάτου ορίου ανάλογα με την εθνική ικανότητα απορρόφησης·»

δ)

Η πρώην εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη γίνεται εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη και διατυπώνεται ως εξής:

«ότι θα πρέπει να προβλεφθεί, σε συνδυασμό με την εκπλήρωση των προϋποθέσεων οικονομικής σύγκλισης που καθορίζονται στο άρθρο 104 της συνθήκης και την ανάγκη χρηστής διαχείρισης του δημοσιονομικού ελλείμματος, μια μορφή προϋποθετότητας για την χορήγηση οικονομικής συνδρομής· ότι, στο πλαίσιο αυτό, η συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη συνθήκη πρέπει επίσης να εκτιμάται λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές που καθορίστηκαν στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 1997, σχετικά με το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης (12) και ότι η έννοια του υπερβολικού ελλείμματος πρέπει να ερμηνεύεται βάσει του ψηφίσματος αυτού· ότι, για κάθε συμμετέχον κράτος μέλος, η μακροοικονομική προϋποθετότητα θα πρέπει να εκτιμάται λαμβάνοντας υπόψη τις ευθύνες αυτού του κράτους μέλους όσον αφορά την σταθερότητα του ευρώ·»

(12)  ΕΕ C 236 της 2.8.1997, σ. 1."

2.

Στο άρθρο 2, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.   Για να είναι επιλέξιμα από το Ταμείο από 1ης Ιανουαρίου 2000, τα δικαιούχα κράτη μέλη πρέπει να έχουν υποβάλει πρόγραμμα, όπως προβλέπεται στα άρθρα 3 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου (13).

Τα τέσσερα κράτη μέλη που πληρούν το κριτήριο σχετικά με το ΑΕΠ που αναφέρεται στην παράγραφο 1, είναι η Ισπανία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία.

Πριν από το τέλος του 2003, θα πραγματοποιηθεί ενδιάμεση αναθεώρηση όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3, με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ που προκύπτει από τα κοινοτικά στοιχεία για την περίοδο 2000-2002.»

(13)  ΕΕ L 209 της 2.8.1997, σ. 2."

3.

Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1:

i)

στην πρώτη περίπτωση, διαγράφεται η λέξη «πέμπτου»·

ii)

η δεύτερη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«—

έργα υποδομής κοινού ενδιαφέροντος στον τομέα των μεταφορών, τα οποία υποστηρίζονται από τα κράτη μέλη και προσδιορίζονται στο πλαίσιο των προσανατολισμών που εγκρίθηκαν με την απόφαση αριθ. 1692/96/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1996, για την ανάπτυξη του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών (14)

(14)  ΕΕ L 228 της 9.9.1996, σ. 1."

β)

στην παράγραφο 2 η δεύτερη περίπτωση τροποποιείται ως εξής:

i)

η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«μέτρα τεχνικής υποστήριξης, συμπεριλαμβανομένων των εκστρατειών ενημέρωσης και δημοσιότητας, και ιδίως:»

ii)

στο στοιχείο β), μετά τη λέξη «παρακολούθηση» παρεμβάλλεται η λέξη «εποπτεία».

4.

Στο άρθρο 4 προστίθενται τα ακόλουθα τρίτο, τέταρτο και πέμπτο εδάφιο:

«Από την 1η Ιανουαρίου 2000, το σύνολο των διαθέσιμων πόρων για ανάληψη υποχρεώσεων κατά την περίοδο 2000 έως 2006, θα πρέπει να ανέλθει σε 18 δισεκατομμύρια ευρώ σε τιμές 1999.

Οι πιστώσεις υποχρεώσεων για κάθε έτος αυτής της περιόδου, θα πρέπει να είναι:

—   2000: 2,615 δισεκατομμύρια ευρώ,

—   2001: 2,615 δισεκατομμύρια ευρώ,

—   2002: 2,615 δισεκατομμύρια ευρώ,

—   2003: 2,615 δισεκατομμύρια ευρώ,

—   2004: 2,515 δισεκατομμύρια ευρώ,

—   2005: 2,515 δισεκατομμύρια ευρώ,

—   2006: 2,510 δισεκατομμύρια ευρώ.

Στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος καθίσταται μη επιλέξιμο, οι πόροι από το Ταμείο Συνοχής, μειώνονται αναλόγως.»

5.

Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 5

Ενδεικτική κατανομή

Η ενδεικτική κατανομή των συνολικών πόρων του Ταμείου βασίζεται σε συγκεκριμένα και αντικειμενικά κριτήρια, κυρίως στον πληθυσμό, στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ λαμβανομένης υπόψη της βελτίωσης της εθνικής ευημερίας που επιτεύχθηκε κατά την προηγούμενη περίοδο, και στην έκταση της χώρας· λαμβάνονται επίσης υπόψη και άλλοι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες, όπως η ανεπάρκεια της υποδομής των μεταφορών.

Η ενδεικτική κατανομή των συνολικών πόρων που προκύπτει από την εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων, περιλαμβάνεται στο παράρτημα I.

Οι συνολικές ετήσιες εισπράξεις από το Ταμείο Συνοχής δυνάμει του παρόντος κανονισμού —σε συνδυασμό με τη συνδρομή που χορηγείται από τα διαρθρωτικά ταμεία— δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 4 % του εθνικού ΑΕΠ.»

6.

Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 6

Συνδρομή υπό όρους

1.   Το Ταμείο δεν χρηματοδοτεί κανένα νέο έργο ή, σε περίπτωση σημαντικών έργων, κανένα νέο στάδιο έργου, σε κράτος μέλος σε περίπτωση που το Συμβούλιο, ενεργώντας με ειδική πλειοψηφία κατόπιν συστάσεως της Επιτροπής, διαπιστώσει ότι, το κράτος μέλος κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, δεν έχει εφαρμόσει το πρόγραμμα που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 κατά τρόπον ώστε να αποφευχθεί ένα υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα.

Η αναστολή της χρηματοδότησης παύει να ισχύει μόλις διαπιστώσει το Συμβούλιο, ενεργώντας υπό τους ίδιους όρους, ότι το εν λόγω κράτος μέλος έλαβε μέτρα για την υλοποίηση του προγράμματος αυτού κατά τρόπον ώστε να αποφευχθεί ένα υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα.

2.   Κατ' εξαίρεση, σε περίπτωση έργων που αφορούν άμεσα περισσότερα του ενός κράτη μέλη, το Συμβούλιο, ενεργώντας με ειδική πλειοψηφία, κατόπιν συστάσεως της Επιτροπής, μπορεί να αποφασίσει να αναβάλει την αναστολή της χρηματοδότησης.»

7.

Το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

α)

η παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

i)

το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εντούτοις, από 1ης Ιανουαρίου 2000, το ποσοστό αυτό δύναται να μειωθεί ώστε να λαμβάνονται υπόψη, σε συνεργασία με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, τα κατ' εκτίμηση έσοδα που προκύπτουν από τα έργα, καθώς και η εφαρμογή της αρχής “ο ρυπαίνων πληρώνει”.»

ii)

προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Για να επιτευχθεί αυτό, η Επιτροπή υποστηρίζει τις προσπάθειες των δικαιούχων κρατών μελών να μεγιστοποιήσουν το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα που προκύπτει από τη χρήση των πόρων του Ταμείου, ενθαρρύνοντας την αυξημένη προσφυγή σε ιδιωτικές πηγές χρηματοδότησης.»

β)

στην παράγραφο 2 οι λέξεις «της δαπάνης που χρησιμεύει ως βάση για τον υπολογισμό» διαγράφονται.

8.

Το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 3, η λέξη «Ecu» αντικαθίσταται από τη λέξη «ευρώ».

β)

Στην παράγραφο 4, δέκατη σειρά, διαγράφεται η λέξη «ενδεχόμενες» πριν τη λέξη «επιπτώσεις».

γ)

Στην παράγραφο 5 τρίτη περίπτωση, μετά τις λέξεις «σχετικά με το περιβάλλον» παρεμβάλλονται οι λέξεις «συμπεριλαμβανομένης της αρχής “ο ρυπαίνων πληρώνει”».

9.

Το άρθρο 11 τροποποιείται ως εξής:

Στην παράγραφο 5, η λέξη «Ecu» αντικαθίσταται από τη λέξη «ευρώ»,

10.

Το άρθρο 12 τροποποιείται ως εξής:

α)

Οι παράγραφοι 1 και 2 αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.   Με την επιφύλαξη της ευθύνης της Επιτροπής για την εφαρμογή του κοινοτικού προϋπολογισμού, τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν κατά πρώτο λόγο την ευθύνη για το δημοσιονομικό έλεγχο των έργων. Προς τούτο, τα κράτη μέλη λαμβάνουν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα μέτρα:

α)

εξακριβώνουν ότι οι ρυθμίσεις όσον αφορά τη διαχείριση και τον έλεγχο έχουν θεσπισθεί και εφαρμόζονται κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται ότι οι κοινοτικοί πόροι χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά και ορθά·

β)

παρέχουν περιγραφή των ρυθμίσεων αυτών στην Επιτροπή·

γ)

διασφαλίζουν ότι η διαχείριση των έργων γίνεται σύμφωνα με όλους τους εφαρμοστέους κοινοτικούς κανόνες και ότι οι πόροι που τίθενται στη διάθεσή τους χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης·

δ)

πιστοποιούν ότι οι δηλώσεις δαπανών που υποβάλλονται στην Επιτροπή είναι ακριβείς, εγγυώνται δε ότι προκύπτουν από την εφαρμογή λογιστικών συστημάτων βάσει δικαιολογητικών που επιδέχονται επαλήθευση·

ε)

προλαμβάνουν και εντοπίζουν τις παρατυπίες, τις ανακοινώνουν στην Επιτροπή σύμφωνα με τους κανόνες, τηρούν δε την Επιτροπή ενήμερη όσον αφορά την εξέλιξη των διοικητικών και νομικών διαδικασιών. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίσουν ότι οι ανταλλασσόμενες πληροφορίες παραμένουν εμπιστευτικές·

στ)

υποβάλλουν στην Επιτροπή, κατά την περάτωση κάθε έργου, σταδίου έργου ή ομάδας έργων, δήλωση προσώπου ή υπηρεσίας λειτουργικά ανεξάρτητου ή ανεξάρτητης από την ορισθείσα αρχή. Στη δήλωση, παρατίθεται σύνοψη των πορισμάτων των ελέγχων που διεξήχθησαν κατά τα προηγούμενα έτη και κρίνεται η εγκυρότητα της αίτησης πληρωμής του υπολοίπου, καθώς και η νομιμότητα και η κανονικότητα των δαπανών που καλύπτονται από το οριστικό πιστοποιητικό. Τα κράτη μέλη επισυνάπτουν στην εν λόγω δήλωση τη γνώμη τους, εφόσον το κρίνουν απαραίτητο·

ζ)

συνεργάζονται με την Επιτροπή, για να εξασφαλίζεται ότι η χρησιμοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων είναι σύμφωνη με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης·

η)

ανακτούν τα ποσά που ενδεχομένως έχουν απωλεσθεί λόγω παρατυπιών τις οποίες διαπιστώνουν, χρεώνοντας, ανάλογα με την περίπτωση, τόκους υπερημερίας.

2.   Η Επιτροπή, στο πλαίσιο της ευθύνης της για την εφαρμογή του κοινοτικού προϋπολογισμού, βεβαιώνεται για την ομαλή λειτουργία στα κράτη μέλη συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου ώστε τα κοινοτικά κονδύλια να χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά και ορθά.

Προς τούτο, με την επιφύλαξη των ελέγχων που διενεργούν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, οι υπάλληλοι ή το λοιπό προσωπικό της Επιτροπής μπορούν, σύμφωνα με τις συμφωνηθείσες με το κράτος μέλος ρυθμίσεις στα πλαίσια της συνεργασίας που περιγράφεται στο άρθρο Ζ παράγραφος 1 του παραρτήματος II, να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους, συμπεριλαμβανομένων δειγματοληπτικών ελέγχων, των έργων που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο και των συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου ύστερα από προειδοποίηση μιας τουλάχιστον εργάσιμης ημέρας. Η Επιτροπή ειδοποιεί το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος προκειμένου να τύχει της απαιτούμενης συνδρομής. Οι υπάλληλοι ή το λοιπό προσωπικό του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, μπορούν να συμμετέχουν στους ελέγχους αυτούς.

Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να διενεργήσει επιτόπιο έλεγχο προκειμένου να εξακριβώσει την ορθότητα μιας ή περισσότερων συναλλαγών. Οι υπάλληλοι ή το λοιπό προσωπικό της Επιτροπής μπορούν να λαμβάνουν μέρος στους ελέγχους αυτούς.»

β)

Η παράγραφος 4 διαγράφεται και η παράγραφος 5 γίνεται παράγραφος 4.

11.

Στο άρθρο 16 παράγραφος 1, οι λέξεις «πριν από το τέλος του 1999» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006».

12.

Το παράρτημα I αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Ενδεικτική κατανομή των συνολικών πόρων του Ταμείου Συνοχής μεταξύ των δικαιούχων κρατών μελών:

—   Ισπανία: 61 %-63,5 % του συνόλου

—   Ελλάδα: 16 %-18 % του συνόλου

—   Ιρλανδία: 2 %-6 % του συνόλου

—   Πορτογαλία: 16 %-18 % του συνόλου

.

Άρθρο 2

Οι αιτήσεις που έχουν υποβληθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, εξακολουθούν να ισχύουν υπό τον όρον ότι, εφόσον παρίσταται ανάγκη, συμπληρώνονται για να καλύψουν τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1164/94, όπως έχει τροποποιηθεί, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2000.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Λουξεμβούργο, 21 Ιουνίου 1999.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G.VERHEUGEN


(1)  ΕΕ C 159 της 26.5.1998, σ. 7.

(2)  Γνώμη που διατυπώθηκε στις 6 Μαΐου 1999 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

(3)  ΕΕ C 407 της 28.12.1998, σ. 74.

(4)  ΕΕ C 51 της 22.2.1999, σ. 10.

(5)  ΕΕ L 130 της 25.5.1994, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 228 της 9.9.1996, σ. 1.

(7)  ΕΕ L 139 της 11.5.1998, σ. 1.

(8)  ΕΕ L 209 της 2.8.1997, σ. 1.

(9)  ΕΕ L 310 της 30.11.1996, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 448/98 (ΕΕ L 58 της 27.2.1998, σ. 1).

(10)  ΕΕ C 236 της 2.8.1997, σ. 1.



Top