EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31994R0040

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1993 για το κοινοτικό σήμα

OJ L 11, 14.1.1994, p. 1–36 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT)
Special edition in Finnish: Chapter 17 Volume 002 P. 3 - 36
Special edition in Swedish: Chapter 17 Volume 002 P. 3 - 36
Special edition in Czech: Chapter 17 Volume 001 P. 146 - 180
Special edition in Estonian: Chapter 17 Volume 001 P. 146 - 180
Special edition in Latvian: Chapter 17 Volume 001 P. 146 - 180
Special edition in Lithuanian: Chapter 17 Volume 001 P. 146 - 180
Special edition in Hungarian Chapter 17 Volume 001 P. 146 - 180
Special edition in Maltese: Chapter 17 Volume 001 P. 146 - 180
Special edition in Polish: Chapter 17 Volume 001 P. 146 - 180
Special edition in Slovak: Chapter 17 Volume 001 P. 146 - 180
Special edition in Slovene: Chapter 17 Volume 001 P. 146 - 180
Special edition in Bulgarian: Chapter 17 Volume 001 P. 146 - 180
Special edition in Romanian: Chapter 17 Volume 001 P. 146 - 180

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 12/04/2009; καταργήθηκε από 32009R0207

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/1994/40/oj

31994R0040

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1993 για το κοινοτικό σήμα

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 011 της 14/01/1994 σ. 0001 - 0036
Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 17 τόμος 2 σ. 0003
Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 17 τόμος 2 σ. 0003


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 40/94 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 20ής Δεκεμβρίου 1993 για το κοινοτικό σήμα

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 235,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

τις γνώμες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (3),

Εκτιμώντας:

ότι η αρμονική ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων στο σύνολο της Κοινότητας και η συνεχής και ισόρροπη επέκταση, πρέπει να προωθηθούν με την ολοκλήρωση και την καλή λειτουργία εσωτερικής αγοράς, ικανής να εξασφαλίζει συνθήκες ανάλογες με εκείνες που επικρατούν σε μια εθνική αγορά 7 ότι η δημιουργία μιας τέτοιας αγοράς και η ενίσχυση της ενότητάς της προϋποθέτουν αφενός μεν την εξάλειψη των εμποδίων της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθώς και την επιβολή ενός καθεστώτος το οποίο να εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό, αφετέρου δε τη θέσπιση νομικών προϋποθέσεων οι οποίες να επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να προσαρμόζουν ευθύς εξαρχής την παραγωγή και τη διανομή των προϊόντων ή την παροχή των υπηρεσιών στις διαστάσεις της Κοινότητας 7 ότι, μεταξύ των νομικών μέσων που θα έπρεπε να έχουν στη διάθεσή τους οι επιχειρήσεις για τους ως άνω σκοπούς, ενδείκνυνται ιδιαιτέρως τα σήματα με τα οποία μπορούν να προσδιορίζουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους κατά τρόπο ενιαίο στο σύνολο της Κοινότητας, ανεξαρτήτως συνόρων 7

ότι αποβαίνει αναγκαία δράση της Κοινότητας για την υλοποίηση των προαναφερθέντων κοινοτικών στόχων 7 ότι η δράση αυτή συνίσταται στη θέσπιση κοινοτικού καθεστώτος σημάτων το οποίο θα παρέχει στις επιχειρήσεις το δικαίωμα να αποκτούν, σύμφωνα με ενιαία διαδικασία, κοινοτικά σήματα τα οποία θα προστατεύονται κατά τρόπο ενιαίο και θα παράγουν τα αποτελέσματά τους σε όλο το έδαφος της Κοινότητας 7 ότι, η αρχή του ενιαίου χαρακτήρα του κοινοτικού σήματος ισχύει εφόσον ο παρών κανονισμός δεν προβλέπει άλλως 7

ότι η προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών δεν είναι δυνατόν να άρει το εμπόδιο του εδαφικού περιορισμού των δικαιωμάτων τα οποία οι νομοθεσίες των κρατών μελών παρέχουν στους δικαιούχους σημάτων 7 ότι, προκειμένου να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να ασκήσουν χωρίς εμπόδια την οικονομική τους δραστηριότητα στο σύνολο της κοινής αγοράς, είναι αναγκαία η θέσπιση σημάτων διεπομένων από ενιαίο κοινοτικό δίκαιο το οποίο θα εφαρμόζεται άμεσα, σε όλα τα κράτη μέλη 7

ότι, δεδομένου ότι η συνθήκη δεν προβλέπει ειδικές εξουσίες για τη δημιουργία ενός τέτοιου νομικού μέσου, πρέπει να γίνει προσφυγή στο άρθρο 235 της συνθήκης 7

ότι το κοινοτικό δίκαιο περί σημάτων δεν αντικαθιστά, εντούτοις, τα δίκαια περί σημάτων των κρατών μελών 7 ότι, πράγματι, δεν υπάρχει λόγος να υποχρεωθούν οι επιχειρήσεις να καταθέτουν τα σήματά τους ως κοινοτικά σήματα, δεδομένου ότι η ύπαρξη εθνικών σημάτων εξακολουθεί να είναι απαραίτητη για τις επιχειρήσεις οι οποίες δεν επιθυμούν την προστασία των σημάτων τους σε κοινοτική κλίμακα 7

ότι το δικαίωμα επί του κοινοτικού σήματος αποκτάται μόνο διά καταχωρήσεως η οποία δεν γίνεται αποδεκτή ιδίως εάν το σήμα στερείται διακριτικού χαρακτήρα, αν είναι παράνομο ή αν υπάρχουν αντίθετα προγενέστερα δικαιώματα 7

ότι η προστασία που συνεπάγεται το κοινοτικό σήμα και η οποία αποσκοπεί ιδίως στην εξασφάλιση της λειτουργίας του σήματος ως σημείου προέλευσης, είναι απόλυτη στην περίπτωση ταυτότητας μεταξύ αφενός του σήματος και του σημείου και αφετέρου των προϊόντων ή των υπηρεσιών 7 ότι η προστασία ισχύει επίσης στην περίπτωση ομοιότητας μεταξύ αφενός του σήματος και του σημείου και αφετέρου των προϊόντων ή υπηρεσιών 7 ότι η έννοια της ομοιότητας ενδείκνυται να ερμηνευθεί σε συνάρτηση με τον κίνδυνο συγχύσεως 7 ότι ο κίνδυνος συγχύσεως, η εκτίηση του οποίου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, και ιδίως από το πόσο γνωστό είναι το σήμα στην αγορά, από τη σύνδεση που μπορεί να γίνει με το χρησιμοποιηθέν ή καταχωρηθέν σημείο, από το βαθμό της ομοιότητας μεταξύ του σήματος και του σημείου και μεταξύ των σημαινομένων προϊόντων ή υπηρεσιών, αποτελεί την ειδική προϋπόθεση της προστασίας 7

ότι, όπως προκύπτει από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος δεν μπορεί να απαγορεύει τη χρήση του από τρίτον για προϊόντα που έχουν τεθεί σε εμπορία στην Κοινότητα, υπό το σήμα αυτό, από τον ίδιο ή με τη συγκατάθεσή του, εκτός αν νόμιμοι λόγοι αιτιολογούν το να αντιταχθεί ο δικαιούχος στην περαιτέρω διάθεση των προϊόντων στο εμπόριο 7

ότι δικαιολογείται να προστατεύονται τα κοινοτικά σήματα και, έναντι αυτών, κάθε σήμα το οποίο έχει καταχωρηθεί προγενεστέρως, μόνον εφόσον τα σήματα αυτά πράγματι χρησιμοποιούνται 7

ότι το κοινοτικό σήμα πρέπει να θεωρείται ως αντικείμενο κυριότητας, το οποίο υφίσταται χωριστά από την επιχείρηση της οποίας τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες σημαίνει 7 ότι πρέπει να μπορεί να μεταβιβάζεται, υπό την προϋπόθεση της αδήρητης ανάγκης να μην παραπλανάται το κοινό εξαιτίας της μεταβίβασης 7 ότι πρέπει επί πλέον να είναι δυνατόν να συσταθεί επ' αυτού ενέχυρο υπέρ τρίτου ή να παραχωρείται η χρήση του με άδεια 7

ότι, για να εξασφαλισθεί η πλήρης αυτονομία και ανεξαρτησία του γραφείου εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), κρίνεται αναγκαίο να διαθέτει αυτόνομο προϋπολογισμό του οποίου τα έσοδα θα περιλαμβάνουν κυρίως το προϊόν των οφειλόμενων από τους χρήστες του συστήματος τελών 7 ότι, ωστόσο, η κοινοτική διαδικασία επί του προϋπολογισμού εξακολουθεί να ισχύει όσον αφορά τις ενδεχόμενες επιδοτήσεις που βαρύνουν τον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 7 ότι πρέπει, εξάλλου, ο έλεγχος των λογαριασμών να ασκείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο 7

ότι οι αποφάσεις του γραφείου πρέπει να εξασφαλίζουν στα ενδιαφερόμενα μέρη νομική προστασία η οποία να προσαρμόζεται στην ιδιομορφία του δικαίου των σημάτων 7 ότι, προς το σκοπό αυτό, προβλέπεται ότι μπορεί να ασκηθεί προσφυγή κατά των αποφάσεων των εξεταστών και των διαφόρων τμημάτων του γραφείου 7 ότι, εφόσον η αρχή η οποία εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποδεχθεί την προσφυγή, την παραπέμπει σε τμήμα προσφυγών του γραφείου, το οποίο αποφασίζει σχετικά 7 ότι προσφυγή κατά των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών είναι δυνατόν να ασκηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο είναι αρμόδιο τόσο για την ακύρωση όσο και για τη μεταρρύθμιση της προσβαλλόμενης απόφασης 7

ότι, δυνάμει της απόφασης 88/591/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1988 περί ιδρύσεως Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (4), όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 93/350/Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ της 8ης Ιουνίου 1993 (5), το Πρωτοδικείο ασκεί πρωτοβαθμίως τις αρμοδιότητες που ανατίθενται στο Δικαστήριο από τις συνθήκες για την ίδρυση των Κοινοτήτων, ιδίως όσον αφορά τις προσφυγές που ασκούνται δυνάμει του άρθρου 173 δεύτερο εδάφιο της συνθήκης ΕΚ, καθώς και από τις πράξεις που θεσπίζονται για την εκτέλεσή τους, εκτός αντιθέτου διατάξεως, περιεχομένης στην πράξη περί ιδρύσεως οργανισμού κοινοτικού δικαίου 7 ότι, κατά συνέπεια, οι ανατιθέμενες από τον παρόντα κανονισμό αρμοδιότητες στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την ακύρωση και τη μεταρρύθμιση των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών ασκούνται πρωτοβαθμίως από το Πρωτοδικείο σύμφωνα με την προαναφερόμενη πρόταση 7

ότι, για την ενίσχυση της προστασίας των κοινοτικών σημάτων, πρέπει να ορίζουν τα κράτη μέλη, βάσει της εθνικής τους νομοθεσίας, το μικρότερο δυνατό αριθμό εθνικών δικαστηρίων πρώτου και δευτέρου βαθμού ως αρμόδια για θέματα παραποίησης/απομίμησης και εγκυρότητας του κοινοτικού σήματος 7

ότι οι αποφάσεις περί εγκυρότητας και παραποίησης/απομίμησης των κοινοτικών σημάτων είναι απαραίτητο να ισχύουν και να καλύπτουν το σύνολο της Κοινότητας, δεδομένου ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αποφεύγονται αντιφατικές αποφάσεις των δικαστηρίων και του γραφείου και να μην προσβάλλεται ο ενιαίος χαρακτήρας των κοινοτικών σημάτων 7 ότι οι κανόνες της σύμβασης των Βρυξελλών περί δικαιοδοσίας και της εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων, εφαρμόζονται σε όλες τις δικαστικές υποθέσεις που αφορούν κοινοτικά σήματα, εκτός εάν προβλέπεται παρέκκλιση από τον παρόνα κανονισμό 7

ότι θα πρέπει να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων επί αγωγών μεταξύ των ιδίων διαδίκων, για τα ίδια πραγματικά περιστατικά με βάση κοινοτικό σήμα και παράλληλα εθνικά σήματα 7 ότι, προς τούτο, τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού, όταν οι αγωγές ασκούνται μέσα στο ίδιο κράτος μέλος, πρέπει να αναζητηθούν στους εθνικούς διαδικαστικούς κανόνες, τους οποίους δεν θίγει ο παρών κανονισμός, ενώ, όταν οι αγωγές ασκούνται σε διαφορετικά κράτη μέλη, μάλλον ενδείκνυται διατάξεις που θα βασίζονται στους κανόνες περί εκκρεμοδικίας και συνάφειας της σύμβασης των Βρυξελλών 7

ότι το δίκαιο των σημάτων το οποίο θεσπίζει ο παρών κανονισμός απαιτεί, για κάθε σήμα, τη λήψη διοικητικών εκτελεστικών μέτρων, σε κοινοτικό επίπεδο 7 ότι, κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο, ενώ θα διατηρηθεί η υπάρχουσα διάρθρωση των οργάνων της Κοινότητας και η ισορροπία των εξουσιών, να συσταθεί ένα γραφείο, ανεξάρτητο σε τεχνικό επίπεδο, το οποίο να έχει επαρκή νομική, διοικητική και οικονομική αυτονομία 7 ότι, προς το σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο και σκόπιμο να του αποδοθεί ο χαρακτήρας κοινοτικού οργανισμού, ο οποίος να έχει τη νομική προσωπικότητα και να ασκεί τις εκτελεστικές εξουσίες που του παρέχει ο παρών κανονισμός, στα πλαίσια του κοινοτικού δικαίου και χωρίς να θίγονται οι αρμοδιότητες που ασκούν τα Όργανα της Κοινότητας 7

ότι για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, ιδίως όσον αφορά την έκδοση και την τροποποίηση ενός κανονισμού σχετικά με τα τέλη και ενός εκτελεστικού κανονισμού 7 ότι τα μέτρα αυτά θα πρέπει να θεσπίζονται από την Επιτροπή που θα επικουρείται από μια επιτροπή των αντιπροσώπων των κρατών μελών, σύμφωνα με τους διαδικαστικούς κανόνες που ορίζονται στο άρθρο 2 διαδικασία ΙΙΙ εναλλακτική περίπτωση β) της απόφασης 87/373/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 1987 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (6),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΤΙΤΛΟΣ Ι ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Κοινοτικό σήμα

1. Τα σήματα προϊόντων ή υπηρεσιών τα οποία καταχωρούνται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που προβλέπει ο παρών κανονισμός, καλούνται εφεξής «κοινοτικά σήματα».

2. Το κοινοτικό σήμα έχει ενιαίο χαρακτήρα. Παράγει τα αυτά αποτελέσματα σε ολόκληρη την Κοινότητα: δεν δύναται να καταχωρηθεί, να μεταβιβασθεί, να γίνει αντικείμενο παραίτησης, ή απόφασης περί έκπτωσης του δικαιούχου εκ των δικαιωμάτων του, ή περί ακυρότητος, ούτε να απαγορευθεί η χρήση του, παρά μόνο για ολόκληρη την Κοινότητα. Η αρχή αυτή ισχύει, εκτός αντιθέτου διατάξεως του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Γραφείο

Ιδρύεται γραφείο εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), εφεξής αποκαλούμενο «γραφείο».

Άρθρο 3

Νομική ικανότητα

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, εξομοιούνται προς νομικά πρόσωπα οι εταιρείες και λοιπές νομικές οντότητες οι οποίες, σύμφωνα με το δίκαιο στο οποίο υπόκεινται, έχουν την ικανότητα, ιδίων ονόματι, να είναι υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων κάθε είδους, να συμβάλλονται ή να διενεργούν άλλες δικαιοπραξίες και να παρίστανται ενώπιον δικαστηρίου.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ ΔΙΚΑΙΟ ΣΗΜΑΤΩΝ

ΤΜΗΜΑ 1

ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΗΜΑΤΟΣ

Άρθρο 4

Σημεία που δύνανται να συνιστούν κοινοτικό σήμα

Μπορεί να αποτελέσει κοινοτικό σήμα οποιοδήποτε σημείο επιδεκτικό γραφικής παράστασης, ιδίως λέξεις, συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων των προσώπων, σχέδια, γράμματα, αριθμοί, το σχήμα προϊόντος ή της συσκευασίας του, υπό την προϋπόθεση ότι τα σημεία αυτά είναι ικανά να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων.

Άρθρο 5

Δικαιούχοι κοινοτικών σημάτων

1. Δικαιούχοι κοινοτικών σημάτων δύνανται να είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων δημοσίου δικαίου, που είναι:

α) υπήκοοι των κρατών μελών, ή

β) υπήκοοι άλλων κρατών συμβαλλομένων μερών της σύμβασης των Παρισίων για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, η οποία εφεξής καλείται «σύμβαση των Παρισίων», ή

γ) υπήκοοι κρατών που δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης των Παρισίων, οι οποίοι έχουν την κατοικία ή την έδρα τους ή πραγματική και ενεργό βιομηχανική ή εμπορική εγκατάσταση, στο έδαφος της Κοινότητας ή στο έδαφος κράτους μέρους της σύμβασης των Παρισίων, ή

δ) υπήκοοι, άλλοι από αυτούς του στοιχείου γ), κράτους που δεν είναι μέρος της σύμβασης των Παρισίων και το οποίο, σύμφωνα με δημοσιευμένες διαπιστώσεις, παρέχει στους υπηκόους όλων των κρατών μελών την ίδια ακριβώς προστασία που παρέχει και στους υπηκόους του ως προς τα σήματα, και το οποίο, όταν οι υπήκοοι των κρατών μελών υποχρεούνται να αποδείξουν την καταχώρηση του σήματος στη χώρα καταγωγής, αναγνωρίζει την καταχώρηση του κοινοτικού σήματος ως τέτοια απόδειξη.

2. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1, οι «απάτριδες», όπως ορίζονται στο άρθρο 1 της σύμβασης για το καθεστώς των απάτριδων που υπογράφηκε στη Νέα Υόρκη στις 28 Σεπτεμβρίου 1954, και οι πρόσφυγες, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 της σύμβασης για το καθεστώς προσφύγων που υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο για το καθεστώς των προσφύγων που υπογράφηκε στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967, εξομοιούνται με τους υπηκόους του κράτους της συνήθους κατοικίας τους.

3. Οι υπήκοοι κράτους αναφερομένου στην παράγραφο 1 στοιχείο δ) υποχρεούνται να αποδεικνύουν ότι το σήμα, για το οποίο έχει κατατεθεί αίτηση κοινοτικού σήματος, αποτελεί αντικείμενο καταχώρησης στο κράτος καταγωγής, εκτός εάν, σύμφωνα με δημοσιευμένες διαπιστώσεις, τα σήματα των υπηκόων κρατών μελών καταχωρούνται στο εν λόγω κράτος καταγωγής χωρίς να απαιτείται απόδειξη της προγενέστερης καταχώρησής τους ως κοινοτικών ή εθνικών σημάτων σε ένα κράτος μέλος.

Άρθρο 6

Τρόπος κτήσεως του κοινοτικού σήματος

Το κοινοτικό σήμα αποκτάται με την καταχώρηση.

Άρθρο 7

Απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου

1. Δεν γίνονται δεκτά για καταχώρηση:

α) τα σημεία που δεν πληρούν τους όρους του άρθρου 4 7

β) τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα 7

γ) τα σήματα που αποτελούνται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στις συναλλαγές για τη δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών αυτών 7

δ) τα σήματα που συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις τα οποία έχουν καταστεί συνήθη στην καθημερινή γλώσσα ή στη θεμιτή και πάγια πρακτική του εμπορίου 7

ε) τα σήματα που αποτελούνται αποκλειστικά:

i) από το σχήμα που επιβάλλεται από την ίδια τη φύση του προϊόντος, ή

ii) από το σχήμα του προϊόντος που είναι απαραίτητο για την επίτευξη ενός τεχνικού αποτελέσματος, ή

iii) από το σχήμα που προσδίδει ουσιαστική αξία στο προϊόν 7

στ) τα σήματα που αντίκεινται στη δημόσια τάξη ή στα χρηστά ήθη 7

ζ) τα σήματα που θα μπορούσαν να παραπλανήσουν το κοινό, για παράδειγμα ως προς τη φύση, την ποιότητα ή τη γεωγραφική προέλευση του προϊόντος ή της υπηρεσίας 7

η) τα σήματα τα οποία, ελλείψει αδείας των αρμόδιων αρχών, απορρίπτονται δυνάμει του άρθρου 6 τρις της σύμβασης των Παρισίων 7

θ) τα σήματα που περιλαμβάνουν διακριτικά σύμβολα, εμβλήματα ή θυρεούς εκτός αυτών του άρθρου 6 τρις της σύμβασης των Παρισίων και που είναι ιδιαίτερου δημοσίου συμφέροντος, εκτός εάν έχει επιτραπεί η καταχώρησή τους από τις αρμόδιες αρχές.

2. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται ακόμη και αν οι λόγοι απαραδέκτου υφίστανται μόνο σε τμήμα της Κοινότητας.

3. Η παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) δεν εφαρμόζεται αν το σήμα έχει αποκτήσει για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες ζητείται η καταχώρηση διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσης που του έχει γίνει.

Άρθρο 8

Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου

1. Κατόπιν ανακοπής του δικαούχου προγενέστερου σήματος, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώρηση:

α) εάν ταυτίζεται με το προγενέστερο σήμα και τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες, για τα οποία ζητείται το σήμα, ταυτίζονται με εκείνα για τα οποία προστατεύεται το προγενέστερο σήμα 7

β) εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα.

2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως «προγενέστερα σήματα» νοούνται:

α) τα σήματα τα οποία έχουν κατατεθεί πριν από την ημερομηνία αίτησης κοινοτικού σήματος, αφού ληφθεί υπόψη, ενδεχομένως, το προβαλλόμενο δικαίωμα προτεραιότητας, για τα σήματα αυτά και τα οποία ανήκουν στις ακόλουθες κατηγορίες:

i) κοινοτικά σήματα,

ii) σήματα καταχωρημένα σε κράτος μέλος ή, όσον αφορά το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και τις Κάτω Χώρες, στο Γραφείο σημάτων της Μπενελούξ,

iii) σήματα που έχουν αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς καταχώρησης, η οποία ισχύει σε ένα κράτος μέλος 7

β) οι αιτήσεις σημάτων που αναφέρονται στο στοιχείο α), υπό την επιφύλαξη της καταχώρησής τους 7

γ) τα σήματα τα οποία, κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης κοινοτικού σήματος ή, ενδεχομένως, την ημερομηνία της προτεραιότητας που προβάλλεται σε υποστήριξη της αίτησης κοινοτικού σήματος, ήσαν παγκοίνως γνωστά σε ένα κράτος μέλος κατά την έννοια του άρθρου 6 δις της σύμβασης των Παρισίων.

3. Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου του σήματος, η καταχώρηση κοινοτικού σήματος είναι απαράδεκτη όταν τη ζητάει ο ειδικός πληρεξούσιος ή ο αντιπρόσωπος του δικαιούχου του σήματος, ιδίω ονόματι και χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου, εκτός εάν ο εν λόγω ειδικός πληρεξούσιος ή αντιπρόσωπος δικαιολογήσει την πράξη του.

4. Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου του μη καταχωρημένου σήματος ή άλλου χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές σημείου το οποίο δεν έχει μόνον τοπική ισχύ, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώρηση, όταν και εφόσον, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους που διέπει το σημείο αυτό:

α) δικαιώματα επί του λόγω σημείου έχουν αποκτηθεί πριν την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης κοινοτικού σήματος ή, ενδεχομένως, πριν από την ημερομηνία της προτεραιότητας που προβάλλεται σε υποστήριξη της αίτησης κοινοτικού σήματος 7

β) το εν λόγω σημείο παρέχει στο δικαιούχο του το δικαίωμα να απαγορεύσει τη χρήση πλέον πρόσφατου σήματος.

5. Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος κατά την έννοια της παραγράφου 2, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται επίσης δεκτό για καταχώρηση αν ταυτίζεται ή ομοιάζει με το προγενέστερο σήμα και πρόκειται να καταχωρηθεί για προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν ομοιάζουν με αυτές για τις οποίες έχει καταχωρηθεί το προγενέστερο σήμα, εφόσον, στην περίπτωση προγενέστερου κοινοτικού σήματος, τα σήμα αυτό χαίρει φήμης στην Κοινότητα και, στην περίπτωση προγενέστερου εθνικού σήματος, το σήμα αυτό χαίρει φήμης στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος η δε χρησιμοποίηση, χωρίς εύλογη αιτία του αιτούμενου σήματος, θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος, ή θα έβλαπτε τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη.

ΤΜΗΜΑ 2

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Άρθρο 9

Δικαίωμα που παρέχει το κοινοτικό σήμα

1. Το κοινοτικό σήμα παρέχει στο δικαιούχο αποκλειστικό δικαίωμα. Ο δικαιούχος δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο, να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεσή του:

α) κάθε σημείο που ταυτίζεται με το κοινοτικό σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες που ταυτίζονται με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωρηθεί 7

β) κάθε σημείο για το οποίο, λόγω του ταυτοσήμου ή της ομοιότητάς του με το κοινοτικό σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών οι οποίες καλύπτονται από το κοινοτικό σήμα και το σημείο, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης από μέρους του κοινού. Ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης μεταξύ σημείου και σήματος 7

γ) σημείο, που ταυτίζεται ή ομοιάζει με το κοινοτικό σήμα, για προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν ομοιάζουν με εκείνες για τις οποίες έχει καταχωρηθεί το κοινοτικό σήμα, εάν αυτό χαίρει φήμης στην Κοινότητα και η χρησιμοποίηση χωρίς εύλογη αιτία του σημείου, θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του κοινοτικού σήματος ή θα έβλαπτε τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη.

2. Μπορεί, ιδίως, να απαγορεύεται, εάν πληρούνται οι όροι της παραγράφου 1:

α) η επίθεση του σημείου επί των προϊόντων ή της συσκευασίας τους 7

β) η προσφορά των προϊόντων, η εμπορία ή η κατοχή τους προς τους σκοπούς αυτούς ή η προσφορά ή παροχή υπηρεσιών υπό το σημείο αυτό 7

γ) η εισαγωγή ή εξαγωγή των προϊόντων υπό το σημείο αυτό 7

δ) η χρησιμοποίηση του σημείου σε επαγγελματικό έντυπο υλικό και στη διαφήμιση.

3. Το δικαίωμα που παρέχει το κοινοτικό σήμα αντιτάσσεται κατά τρίτων από την ημερομηνία της δημοσίευσης της καταχώρησης του σήματος. Εντούτοις, δύναται να απαιτηθεί εύλογη αποζημίωση για ενέργειες μεταγενέστερες της δημοσίευσης αίτησης κοινοτικού σήματος, οι οποίες θα απαγορεύονταν μετά τη δημοσίευση της καταχώρησης του σήματος και λόγω αυτής. Το επιλαμβανόμενο όμως δικαστήριο δεν μπορεί να αποφανθεί επί της ουσίας πριν δημοσιευθεί η καταχώρηση.

Άρθρο 10

Ανατύπωση του κοινοτικού σήματος σε λεξικά

Αν η ανατύπωση του κοινοτικού σήματος σε λεξικό, εγκυκλοπαίδεια ή παρόμοιο έργο αναφοράς δημιουργεί την εντύπωση ότι αποτελεί την κοινή ονομασία των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωρηθεί το σήμα, ο εκδότης, μετά από αίτηση του δικαιούχου του κοινοτικού σήματος, μεριμνά ώστε, κατά την επόμενη έκδοση του έργου το αργότερο, η ανατύπωση του σήματος να συνοδεύεται από ένδειξη ότι πρόκειται για καταχωρημένο σήμα.

Άρθρο 11

Απαγόρευση της χρήσης του κοινοτικού σήματος το οποίο έχει καταχωρηθεί επ' ονόματι ειδικού πληρεξουσίου ή αντιπροσώπου

Αν ένα κοινοτικό σήμα έχει καταχωρηθεί επ' ονόματι του ειδικού πληρεξουσίου ή του αντιπροσώπου εκείνου ο οποίος είναι δικαιούχος του σήματος αυτού, χωρίς την άδεια του δικαιούχου, ο δικαιούχος δικαιούται να αντιταχθεί στη χρήση του σήματός του από τον ειδικό πληρεξούσιό του ή τον αντιπρόσωπό του, εφόσον δεν είχε επιτρέψει τη χρήση αυτή, εκτός έαν ο εν λόγω ειδικός πληρεξούσιος ή αντιπρόσωπος δικαιολογήσει την πράξη του.

Άρθρο 12

Περιορισμός των αποτελεσμάτων του κοινοτικού σήματος

Το δικαίωμα που παρέχει το κοινοτικό σήμα δεν επιτρέπει στο δικαιούχο του να απαγορεύει στους τρίτους τη χρήση στις συναλλαγές:

α) του ονόματος ή της διεύθυνσής του 7

β) ενδείξεων περί το είδος, την ποιότητα, την ποσότητα, τον προορισμό, την αξία, τη γεωγραφική προέλευση, το χρόνο παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών τους 7

γ) του σήματος, εάν είναι αναγκαίο, για να δηλωθεί ο προορισμός προϊόντος ή υπηρεσίας, ιδίως όταν πρόκειται για εξαρτήματα ή ανταλλακτικά,

εφόσον η χρήση αυτή γίνεται σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη που ισχύουν στη βιομηχανία ή το εμπόριο.

Άρθρο 13

Αποδυνάμωση του δικαιώματος που παρέχει το κοινοτικό σήμα

1. Το δικαίωμα που παρέχει το κοινοτικό σήμα δεν επιτρέπει στον δικαιούχο του να απαγορεύει τη χρήση του σήματος για προϊόντα που έχουν διατεθεί υπό το σήμα αυτό στο εμπόριο μέσα στην Κοινότητα από τον ίδιο τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του.

2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται εάν ο δικαιούχος έχει νόμιμους λόγους να αντιταχθεί στη μεταγενέστερη εμπορική εκμετάλλευση των προϊόντων, ιδίως όταν η κατάσταση των προϊόντων μεταβάλλεται ή αλλοιούται μετά τη διάθεσή τους στο εμπόριο.

Άρθρο 14

Συμπληρωματική εφαρμογή του εθνικού δικαίου σε θέματα παραποίησης/απομίμησης

1. Τα αποτελέσματα του κοινοτικού σήματος καθορίζονται αποκλειστικά από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Κατά τα λοιπά, οι προσβολές κοινοτικού σήματος διέπονται από το εθνικό δίκαιο για τις προσβολές εθνικού σήματος σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου Χ.

2. Ο παρών κανονισμός δεν αποκλείει την άσκηση αγωγών σχετικά με κοινοτικό σήμα βάσει του δικαίου των κρατών μελών, ιδίως περί αστικής ευθύνης και αθέμιτου ανταγωνισμού.

3. Οι εφαρμοστέοι κανόνες διαδικασίας καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου Χ.

ΤΜΗΜΑ 3

ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΗΜΑΤΟΣ

Άρθρο 15

Χρήση του κοινοτικού σήματος

1. Εάν, εντός προθεσμίας πέντε ετών από την καταχώρηση, ο δικαιούχος δεν έχει κάνει ουσιαστική χρήση του κοινοτικού σήματος μέσα στην Κοινότητα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες αυτό έχει καταχωρηθεί, ή εάν έχει αναστείλει τη χρήση του επί μια συνεχή πενταετία, το κοινοτικό σήμα υπόκειται στις κυρώσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, εκτός εάν υπάρχει εύλογος αιτία για τη μη χρήση.

2. Κατά την έννοια της παραγράφου 1, ως χρήση θεωρείται επίσης:

α) η χρησιμοποίηση του κοινοτικού σήματος υπό μορφή που διαφέρει ως προς στοιχεία τα οποία όμως δεν μεταβάλλουν το διακριτικό χαρακτήρα του σήματος στην καταχωρημένη του μορφή 7

β) η επίθεση του κοινοτικού σήματος σε προϊόντα ή στη συσκευασία τους στην Κοινότητα, με προορισμό αποκλειστικά την εξαγωγή.

3. Η χρήση του κοινοτικού σήματος με τη συγκατάθεση του δικαιούχου θεωρείται ότι γίνεται από τον δικαιούχο.

ΤΜΗΜΑ 4

ΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΗΜΑ ΩΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ

Άρθρο 16

Εξομοίωση του κοινοτικού σήματος με το εθνικό σήμα

1. Εκτός αντιθέτου διατάξεως των άρθρων 17 έως 24, το κοινοτικό σήμα ως αντικείμενο κυριότητας, θεωρείται στο σύνολό του και για το σύνολο του κοινοτικού εδάφους, ως εθνικό σήμα καταχωρημένο στο κράτος μέλος στο οποίο, σύμφωνα με το μητρώο κοινοτικών σημάτων:

α) ο δικαιούχος έχει την έδρα ή την κατοικία του κατά την κρίσιμη ημερομηνία ή

β) εάν δεν ισχύει το στοιχείο α), ο δικαιούχος έχει εγκατάσταση κατά την κρίσιμη ημερομηνία.

2. Όσον αφορά τις περιπτώσεις που δεν προβλέπονται στην παράγραφο 1, το κράτος μέλος στο οποίο αναφέρεται η παράγραφος αυτή, είναι το κράτος μέλος όπου εδρεύει το Γραφείο.

3. Εάν περισσότερα του ενός πρόσωπα έχουν εγγραφεί στο μητρώο κοινοτικών σημάτων ως συνδικαιούχοι, η παράγραφος 1 ισχύει για τον πρώτο αναγραφόμενο δικαιούχο. Άλλως, ισχύει για τους επόμενους συνδικαιούχους με τη σειρά της εγγραφής τους. Αν η παράγραφος 1 δεν ισχύει για κανέναν από τους συνδικαιούχους, εφαρμόζεται η παράγραφος 2.

Άρθρο 17

Μεταβίβαση

1. Το κοινοτικό σήμα δύναται να μεταβιβαστεί, για το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωρηθεί, ανεξάρτητα από τη μεταβίβαση της επιχείρησης.

2. Η μεταβίβαση της επιχείρησης στο σύνολό της συνεπάγεται και τη μεταβίβαση του κοινοτικού σήματος, εκτός αν, σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει τη μεταβίβαση, υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή αυτό προκύπτει σαφώς από τις περιστάσεις. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στη συμβατική υποχρέωση μεταβίβασης της επιχείρησης.

3. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, η εκχώρηση του κοινοτικού σήματος ενεργείται εγγράφως και η σύμβαση πρέπει να υπογράφεται από τους συμβαλλομένους, εκτός αν προκύπτει από δικαστική απόφαση 7 εν ελλείψει, η εκχώρηση είναι άκυρη.

4. Αν από τα αποδεικτικά της μεταβίβασης έγγραφα προκύπτει σαφώς ότι, λόγω της μεταβίβασης, το κοινοτικό σήμα ενδέχεται να παραπλανήσει το κοινό, ιδίως όσον αφορά τη φύση, την ποιότητα ή τη γεωγραφική προέλευση των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωρηθεί, το Γραφείο δεν κάνει δεκτή την καταχώρηση της μεταβίβασης, εκτός αν ο διάδοχος συμφωνεί να περιοριστεί η καταχώρηση του κοινοτικού σήματος στα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες δεν θα είναι παραπλανητικό.

5. Μετά από αίτηση ενός των συμβαλλομένων, η μεταβίβαση σημειώνεται στο μητρώο και δημοσιεύεται.

6. Εφόσον η μεταβίβαση δεν έχει σημειωθεί στο μητρώο, ο διάδοχος δεν μπορεί να προβάλει δικαιώματα που απορρέουν από την καταχώρηση του κοινοτικού σήματος.

7. Όταν υπάρχουν προθεσμίες που πρέπει να τηρηθούν έναντι του Γραφείου, ο διάδοχος μπορεί να υποβάλει στο Γραφείο τις προβλεπόμενες προς τούτο δηλώσεις, αφ' ης στιγμής τούτο παρέλαβε την αίτηση καταχώρησης της μεταβίβασης.

8. Όλα τα έγγραφα που χρήζουν κοινοποίησης στο δικαιούχο του κοινοτικού σήματος, σύμφωνα με το άρθρο 77, απευθύνονται στο πρόσωπο το οποίο έχει καταχωρηθεί με την ιδιότητα του δικαιούχου.

Άρθρο 18

Μεταβίβαση σήματος που έχει καταχωρηθεί επ' ονόματι ειδικού πληρεξουσίου

Αν ένα κοινοτικό σήμα έχει καταχωρηθεί επ' ονόματι του ειδικού πληρεξουσίου ή του αντιπροσώπου εκείνου ο οποίος είναι δικαιούχος του σήματος, χωρίς την άδεια του δικαιούχου, ο δικαιούχος δικαιούται να ζητήσει τη μεταβίβαση της εν λόγω καταχώρησης επ' ονόματί του, εκτός εάν ο εν λόγω ειδικός πληρεξούσιος ή αντιπρόσωπος δικαιολογήσει την πράξη του.

Άρθρο 19

Εμπράγματα δικαιώματα

1. Το κοινοτικό σήμα δύναται να ενεχυριασθεί ή να αποτελέσει αντικείμενο άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος, ανεξάρτητα από την επιχείρηση.

2. Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 δικαιώματα σημειώνονται στο μητρώο και δημοσιεύονται, κατ' αίτηση ενός των μερών.

Άρθρο 20

Αναγκαστική εκτέλεση

1. Επί του κοινοτικού σήματος χωρεί αναγκαστική εκτέλεση.

2. Αποκλειστική αρμοδιότητα για τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης επί κοινοτικού σήματος έχουν τα δικαστήρια και οι αρχές του κράτους μέλους που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 16.

3. Η αναγκαστική εκτέλεση σημειώνεται στο μητρώο και δημοσιεύεται, κατ' αίτηση ενός των μερών.

Άρθρο 21

Πτωχευτική ή άλλη ανάλογη διαδικασία

1. Μέχρι να τεθούν σε ισχύ μεταξύ των κρατών μελών οι σχετικές κοινές διατάξεις, το κοινοτικό σήμα μπορεί να συμπεριληφθεί σε πτωχευτική ή άλλη ανάλογη διαδικασία μόνο στο κράτος μέλος στο οποίο κατά πρώτον κινήθηκε η διαδικασία αυτή σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή τις οικείες εφαρμοστέες συμβάσεις.

2. Όταν κοινοτικό σήμα συμπεριλαμβάνεται σε πτωχευτική ή άλλη ανάλογη διαδικασία, γίνεται σχετική σημείωση στο μητρώο και αντίστοιχη δημοσίευση, κατ' αίτηση της αρμόδιας εθνικής αρχής.

Άρθρο 22

Άδεια χρήσης

1. Είναι δυνατόν να παραχωρηθούν άδειες χρήσης κοινοτικού σήματος για το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία έχει καταχωρηθεί και για το σύνολο ή τμήμα της Κοινότητας. Οι άδειες χρήσης μπορεί να είναι αποκλειστικές ή μη αποκλειστικές.

2. Ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος μπορεί να επικαλεσθεί τα δικαιώματα που παρέχει το σήμα αυτό κατά του έχοντος την άδεια ο οποίος παραβιάζει ρήτρα της σύμβασης για την παραχώρηση της άδειας χρήσης όσον αφορά τη διάρκειά της, τη μορφή υπό την οποία μπορεί, σύμφωνα με την καταχώρηση, να χρησιμοποιηθεί το σήμα, τη φύση των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τις οποίες έχει παραχωρηθεί η άδεια, το έδαφος στο οποίο επιτρέπεται η επίθεση του σήματος ή την ποιότητα των προϊόντων που κατασκευάζει ή των υπηρεσιών που παρέχει ο έχων την άδεια.

3. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της σύμβασης για την παραχώρηση άδειας χρήσης, ο έχων την άδεια δύναται να προσφύγει στο δικαστήριο για παραποίηση/απομίμηση κοινοτικού σήματος μόνο με τη συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος αυτού. Πάντως, ο κάτοχος αποκλειστικής άδειας δύναται να προσφύγει στο δικαστήριο εάν, μετά από όχληση, ο ίδιος ο δικαιούχος του σήματος δεν προσφύγει στο δικαστήριο για παραποίηση/απομίμηση κοινοτικού σήματος εντός ευλόγου προθεσμίας.

4. Ο έχων την άδεια δικαιούται να παρέμβει στη διαδικασία για παραποίηση/απομίμηση που έχει κινήσει ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος προκειμένου να επιτύχει επανόρθωση της ζημίας που υπέστη ο ίδιος.

5. Η παραχώρηση ή η μεταβίβαση άδειας χρήσης κοινοτικού σήματος σημειώνεται στο μητρώο και δημοσιεύεται, κατ' αίτηση ενός των συμβαλλομένων.

Άρθρο 23

Αποτελέσματα έναντι τρίτων

1. Οι δικαιοπραξίες που αφορούν κοινοτικό σήμα στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 17, 19 και 22, παράγουν αποτελέσματα έναντι τρίτων σε όλα τα κράτη μέλη μόνον μετά την εγγραφή τους στο μητρώο. Εντούτοις, παράγουν αποτελέσματα και πριν από την εγγραφή τους, έναντι των τρίτων οι οποίοι απέκτησαν μεν δικαιώματα επί του σήματος μετά την ημερομηνία της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, ήταν όμως εν γνώσει αυτής κατά την ημερομηνία κτήσης των δικαιωμάτων τους.

2. Η παράγραφος 1 δεν ισχύει έναντι προσώπου το οποίο αποκτά κοινοτικό σήμα ή δικαίωμα επί κοινοτικού σήματος κατόπιν μεταβίβασης ολόκληρης της επιχείρησης ή με άλλο είδος καθολικής διαδοχής.

3. Τα αποτελέσματα έναντι των τρίτων των δικαιοπραξιών που αναφέρονται στο άρθρο 20 διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους που καθορίζεται κατ' εφαρμογή του άρθρου 16.

4. Μέχρι να τεθούν σε ισχύ, μεταξύ των κρατών μελών, κοινές διατάξεις για την πτώχευση, τα αποτελέσματα έναντι τρίτων πτωχευτικής ή άλλης ανάλογης διαδικασίας, διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο το πρώτον κινήθηκε η διαδικασία αυτή σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή τις οικείες εφαρμοστέες συμβάσεις.

Άρθρο 24

Η αίτηση κοινοτικού σήματος ως αντικείμενο κυριότητας

Τα άρθρα 16 έως 23 εφαρμόζονται στις αιτήσεις κοινοτικού σήματος.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ ΑΙΤΗΣΗ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΗΜΑΤΟΣ

ΤΜΗΜΑ 1

ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ

Άρθρο 25

Κατάθεση της αίτησης

1. Η αίτηση κοινοτικού σήματος κατατίθεται κατ' επιλογή του καταθέτη,

α) στο Γραφείο ή

β) στην κεντρική υπηρεσία βιομηχανικής ιδιοκτησίας ενός κράτους μέλους ή στο γραφείο σημάτων της Μπενελούξ. Η αίτηση που κατατίθεται με αυτόν τον τρόπο έχει τα ίδια αποτελέσματα που θα είχε αν είχε κατατεθεί την ίδια ημερομηνία στο Γραφείο.

2. Αν η αίτηση κατατεθεί στην κεντρική υπηρεσία βιομηχανικής ιδιοκτησίας κράτους μέλους ή στο Γραφείο σημάτων της Μπενελούξ, η εν λόγω υπηρεσία ή Γραφείο λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για τη διαβίβαση της αίτησης στο Γραφείο, εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων μετά την κατάθεση. Μπορεί να απαιτήσει από τον καταθέτη την καταβολή τέλους το οποίο να μην υπερβαίνει τα διοικητικά έξοδα της παραλαβής και της διαβίβασης της αίτησης.

3. Οι αιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και που φθάνουν στο Γραφείο μετά τη λήξη προθεσμίας ενός μηνός από την κατάθεσή τους, θεωρούνται ότι ανεκλήθησαν.

4. Δέκα έτη αφότου αρχίσει να ισχύει ο παρών κανονισμός, η Επιτροπή συντάσει έκθεση σχετικά με τη λειτουργία του συστήματος κατάθεσης των αιτήσεων κοινοτικού σήματος, συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από προτάσεις για την τροποποίηση του συστήματος αυτού.

Άρθρο 26

Προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί η αίτηση

1. Η αίτηση κοινοτικού σήματος πρέπει να περιλαμβάνει:

α) αίτημα καταχώρησης του κοινοτικού σήματος 7

β) τα στοιχεία ταυτότητας του καταθέτη 7

γ) τον κατάλογο των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τις οποίες ζητείται η καταχώρηση 7

δ) ανατύπωση του σήματος.

2. Η αίτηση κοινοτικού σήματος συνεπάγεται την πληρωμή τέλους κατάθεσης και, ενδεχομένως, ενός ή περισσοτέρων τελών ανά κλάση.

3. Η αίτηση κοινοτικού σήματος πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο εκτελεστικός κανονισμός που αναφέρεται στο άρθρο 140.

Άρθρο 27

Ημερομηνία κατάθεσης

Ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης κοινοτικού σήματος είναι η ημερομηνία προσκόμισης από τον καταθέτη στο Γραφείο, ή στην κεντρική υπηρεσία βιομηχανικής ιδιοκτησίας κράτους μέλους, ή στο Γραφείο σημάτων της Μπενελούξ, εφόσον η αίτηση κατατέθηκε εκεί, των εγγράφων που περιλαμβάνουν τα αναφερόμενα στο άρθρο 26 παράγραφος 1 στοιχεία, υπό την επιφύλαξη της πληρωμής του τέλους κατάθεσης εντός προθεσμίας ενός μηνός από την προσκόμιση των ανωτέρω εγγράφων.

Άρθρο 28

Ταξινόμηση

Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τα οποία κατατίθενται τα κοινοτικά σήματα ταξινομούνται σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης που προβλέπει ο εκτελεστικός κανονισμός.

ΤΜΗΜΑ 2

ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ

Άρθρο 29

Δικαίωμα προτεραιότητας

1. Ο νομοτύπως καταθέσας σήμα σε ένα ή για ένα από τα κράτη μέλη της σύμβασης των Παρισίων, ή ο διάδοχός του, έχει δικαίωμα προτεραιότητας προκειμένου να καταθέσει αίτηση κοινοτικού σήματος για το ίδιο σήμα και για προϊόντα ή υπηρεσίες ταυτόσημες ή εμπεριεχόμενες σε εκείνες για τις οποίες έχει κατατεθεί η αίτηση αυτή, κατά τη διάρκεια προθεσμίας έξι μηνών από την ημερομηνία κατάθεσης της πρώτης αίτησης.

2. Αναγνωρίζεται ότι γεννάται δικαίωμα προτεραιότητας από κάθε κατάθεση που ισοδυναμεί με νομότυπη εθνική κατάθεση δυνάμει του εθνικού δικαίου του κράτους στο οποίο πραγματοποιείται, ή δυνάμει διμερών ή πολυμερών συμφωνιών.

3. Ως νομότυπη εθνική κατάθεση, νοείται κάθε κατάθεση η οποία αρκεί για τη σύσταση της ημερομηνίας κατάθεσης της αίτησης, ανεξάρτητα από την τελική τύχη της εν λόγω αίτησης.

4. Ως πρώτη αίτηση η ημερομηνία κατάθεσης της οποίας είναι η αφετηρία για την προθεσμία προτεραιότητας, θεωρείται μια μεταγενέστερη αίτηση που έχει κατατεθεί για το ίδιο σήμα, για ταυτόσημα προϊόντα ή υπηρεσίες και στο ίδιο ή για το ίδιο κράτος όπως και μια προγενέστερη πρώτη αίτηση, υπό την προϋπόθεση ότι, κατά την ημερομηνία κατάθεσης της μεταγενέστερης αίτησης, η προγενέστερη αίτηση είχε ανακληθεί, εγκαταλειφθεί ή απορριφθεί, χωρίς να έχει εξεταστεί από τις κρατικές αρχές ή να διατηρούνται εξ αυτής δικαιώματα, και χωρίς να έχει χρησιμεύσει ως βάση για τη διεκδίκηση του δικαιώματος προτεραιότητας. Η προγενέστερη αίτηση δεν μπορεί πλέον να χρησιμεύσει ως βάση για τη διεκδίκηση του δικαιώματος προτεραιότητας.

5. Αν η πρώτη κατάθεση έγινε σε κράτος που δεν είναι μέρος της σύμβασης των Παρισίων, οι παράγραφοι 1 έως 4 εφαρμόζονται μόνον εφόσον το κράτος αυτό, σύμφωνα με δημοσιευμένες διαπιστώσεις, παρέχει, βάσει μιας πρώτης κατάθεσης στο Γραφείο, δικαίωμα προτεραιότητας υπό προϋποθέσεις και με αποτελέσματα ισοδύναμα με τα προβλεπόμενα στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 30

Διεκδίκηση προτεραιότητας

Ο καταθέτης που προτίθεται να διεκδικήσει την προτεραιότητα μιας προγενέστερης κατάθεσης πρέπει να προσκομίσει δήλωση προτεραιότητας, καθώς και αντίγραφο της προγενέστερης αίτησης. Εάν η γλώσσα της προγενέστερης αίτησης δεν είναι μια από τις γλώσσες του Γραφείου, τότε ο καταθέτης πρέπει να υποβάλει μετάφραση της προγενέστερης αίτησης σε μια από αυτές τις γλώσσες.

Άρθρο 31

Αποτέλεσμα του δικαιώματος προτεραιότητας

Το αποτέλεσμα του δικαιώματος προτεραιότητας είναι ότι ως ημερομηνία προτεραιότητας θεωρείται η ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης του κοινοτικού σήματος, προκειμένου να καθοριστεί το προγενέστερο των δικαιωμάτων.

Άρθρο 32

Ισχύς της εθνικής κατάθεσης της αίτησης

Η αίτηση κοινοτικού σήματος στην οποία έχει δοθεί ημερομηνία κατάθεσης, ισχύει στα κράτη μέλη, ως νομότυπη εθνική κατάθεση, λαμβανομένου, ενδεχομένως, υπόψη του δικαιώματος προτεραιότητας που προβάλλεται σε υποστήριξη της αίτησης κοινοτικού σήματος.

ΤΜΗΜΑ 3

ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΕΚΘΕΣΗΣ

Άρθρο 33

Προτεραιότητα έκθεσης

1. Αν ο καταθέτης κοινοτικού σήματος έχει παρουσιάσει προϊόντα ή υπηρεσίες, υπό το κατατεθέν σήμα, σε επίσημη ή επίσημα αναγνωρισμένη διεθνή έκθεση κατά την έννοια της σύμβασης σχετικά με τις διεθνείς εκθέσεις που υπογράφηκε στο Παρίσι στις 22 Νοεμβρίου 1928 και αναθεωρήθηκε για τελευταία φορά στις 30 Νοεμβρίου 1972, δύναται, εφόσον καταθέσει την αίτηση εντός προθεσμίας 6 μηνών από την ημερομηνία της πρώτης παρουσίασης στο κοινό των προϊόντων ή υπηρεσιών υπό το κατατεθέν σήμα, να επικαλεσθεί, από αυτήν την ημερομηνία, δικαίωμα προτεραιότητας κατά την έννοια του άρθρου 31.

2. Ο καταθέτης ο οποίος θέλει να επικαλεσθεί την προτεραιότητά του σύμφωνα με την παράγραφο 1, πρέπει να αποδείξει ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες παρουσιάστηκαν στην έκθεση υπό το κατατεθέν σήμα, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στον εκτελεστικό κανονισμό.

3. Η προτεραιότητα έκθεσης που παρέχεται σε κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος δεν παρατείνει την προθεσμία προτεραιότητας που προβλέπεται στο άρθρο 29.

ΤΜΗΜΑ 4

ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΗΜΑΤΟΣ

Άρθρο 34

Διεκδίκηση της αρχαιότητας του εθνικού σήματος

1. Ο δικαιούχος προγενέστερου σήματος καταχωρημένου σε ένα κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου σήματος καταχωρημένου στο έδαφος της Μπενελούξ ή προγενέστερου σήματος που αποτέλεσε αντικείμενο διεθνούς καταχώρησης με ισχύ σε ένα κράτος μέλος, ο οποίος καταθέτει αίτηση ταυτόσημου σήματος προκειμένου να καταχωρηθεί ως κοινοτικό για προϊόντα ή υπηρεσίες που ταυτίζονται με εκείνες για τις οποίες είχε καταχωρηθεί το προγενέστερο σήμα ή εμπεριεχόμενες σ' αυτές, δύναται να διεκδικήσει, για το κοινοτικό σήμα, την αρχαιότητα του προγενέστερου σήματος όσον αφορά το κράτος μέλος στο οποίο ή για το οποίο έχει καταχωρηθεί.

2. Το μοναδικό αποτέλεσμα της αρχαιότητας, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, είναι ότι όταν ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος παραιτηθεί του προγενέστερου σήματος ή το αφήσει να αποσβεσθεί, θεωρείται ότι εξακολουθεί να απολαύει των ιδίων εκείνων δικαιωμάτων που θα είχε αν το προγενέστερο σήμα είχε εξακολουθήσει να είναι καταχωρημένο.

3. Η διεκδικούμενη για το κοινοτικό σήμα αρχαιότητα αποσβλέννυται όταν ο δικαιούχος του προγενέστερου σήματος, του οποίου διεκδικήθηκε η αρχαιότητα, κηρύσσεται έκπτωτος των δικαιωμάτων του, ή παραιτείται απ' αυτό ή όταν το σήμα αυτό κηρύσσεται άκυρο πριν από την καταχώρηση του κοινοτικού σήματος.

Άρθρο 35

Διεκδίκηση αρχαιότητας μετά την καταχώρηση του κοινοτικού σήματος

1. Ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος που είναι δικαιούχος ταυτόσημου προγενέστερου σήματος, καταχωρημένου σε κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου σήματος καταχωρημένου στο έδαφος της Μπενελούξ ή προγενέστερου ταυτόσημου σήματος που αποτέλεσε αντικείμενο διεθνούς καταχώρησης με ισχύ σε κράτος μέλος, για ταυτόσημα προϊόντα ή υπηρεσίες, μπορεί να διεκδικήσει την αρχαιότητα του προγενέστερου σήματος όσον αφορά το κράτος μέλος στο οποίο ή για το οποίο έχει καταχωρηθεί.

2. Εφαρμόζεται το άρθρο 34, παράγραφοι 2 και 3.

ΤΙΤΛΟΣ IV ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ

ΤΜΗΜΑ 1

ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ

Άρθρο 36

Εξέταση των προϋποθέσεων της αίτησης

1. Το Γραφείο εξετάζει:

α) αν η αίτηση κοινοτικού σήματος πληροί τις προϋποθέσεις χορήγησης ημερομηνίας κατάθεσης σύμφωνα με το άρθρο 27 7

β) αν η αίτηση κοινοτικού σήματος πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον εκτελεστικό κανονισμό 7

γ) αν τα οφειλόμενα, ενδεχομένως, τέλη ανά κλάση έχουν καταβληθεί εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

2. Αν η αίτηση κοινοτικού σήματος δεν πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, το Γραφείο καλεί τον καταθέτη να διορθώσει τις διαπιστωθείσες παρατυπίες ή να καταβάλει τις οφειλόμενες πληρωμές μέσα στις ταχθείσες προθεσμίες.

3. Εάν δεν διορθωθούν οι παρατυπίες ή δεν καταβληθούν οι πληρωμές που διαπιστώθηκαν κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1 στοιχείο α), εντός των ανωτέρω προθεσμιών, η αίτηση δεν εξετάζεται ως αίτηση κοινοτικού σήματος. Εάν ο καταθέτης συμμορφωθεί προς την πρόσκληση του Γραφείου, αυτό χορηγεί ως ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης την ημερομηνία κατά την οποία διορθώθηκαν όλες οι διαπιστωθείσες παρατυπίες ή κατεβλήθησαν οι οφειλόμενες πληρωμές.

4. Εάν οι παρατυπίες που διαπιστώθηκαν κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1 στοιχείο β), δεν διορθωθούν εντός των ταχθεισών προθεσμιών, το Γραφείο απορρίπτει την αίτηση.

5. Εάν οι πληρωμές που διαπιστώθηκαν κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1 στοιχείο γ), δεν καταβληθούν εντός των ταχθεισών προθεσμιών, θεωρείται ότι η αίτηση ανεκλήθη, εκτός αν προκύπτει σαφώς ποιες κλάσεις προϊόντων ή υπηρεσιών προορίζεται να καλύψει το καταβληθέν ποσό.

6. Η μη τήρηση των προϋποθέσεων σχετικά με τη διεκδίκηση της προτεραιότητας συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος προτεραιότητας για την αίτηση.

7. Η μη τήρηση των προϋποθέσεων σχετικά με τη διεκδίκηση της αρχαιότητας ενός εθνικού σήματος, συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος διεκδίκησης για την αίτηση.

Άρθρο 37

Εξέταση των προϋποθέσεων που έχουν σχέση με την ιδιότητα του δικαιούχου

1. Εάν, κατ' εφαρμογή του άρθρου 5, ο καταθέτης δεν δύναται να είναι δικαιούχος κοινοτικού σήματος, η αίτηση απορρίπτεται.

2. Η αίτηση απορρίπτεται μόνον αφού παρασχεθεί στον καταθέτη η δυνατότητα να την αποσύρει ή να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

Άρθρο 38

Εξέταση των απόλυτων λόγων απαραδέκτου

1. Εάν η καταχώρηση του σήματος είναι απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 7, για το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες αιτείται το κοινοτικό σήμα, η αίτηση απορρίπτεται για τα εν λόγω προϊόντα ή υπηρεσίες.

2. Εάν το σήμα περιέχει στοιχείο στερούμενο διακριτικού χαρακτήρα και η παρουσία του στοιχείου αυτού στο σήμα μπορεί να δημιουργήσει αμφιβολίες για την έκταση της προστασίας του σήματος, το Γραφείο μπορεί, ως προϋπόθεση της καταχώρησης του σήματος, να ζητήσει από τον καταθέτη να δηλώσει ότι δεν θα επικαλεστεί αποκλειστικό δικαίωμα για το συγκεκριμένο αυτό στοιχείο. Η δήλωση αυτή δημοσιεύεται ταυτόχρονα με την αίτηση ή, ενδεχομένως, με την καταχώρηση του κοινοτικού σήματος.

3. Η αίτηση απορρίπτεται μόνον αφού δοθεί στον καταθέτη η δυνατότητα να την ανακαλέσει, να την τροποποιήσει ή να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

ΤΜΗΜΑ 2

ΕΡΕΥΝΑ

Άρθρο 39

Έρευνα

1. Το Γραφείο, αφού χορηγήσει ημερομηνία κατάθεσης σε αίτηση κοινοτικού σήματος, και διαπιστώσει ότι ο καταθέτης πληροί τους προβλεπόμενους στο άρθρο 5 όρους, καταρτίζει κοινοτική έκθεση έρευνας στην οποία αναφέρονται τα προγενέστερα κοινοτικά σήματα ή προγενέστερες αιτήσεις κοινοτικού σήματος η ύπαρξη των οποίων ανακαλύφθηκε και που θα μπορούσαν να αντιταχθούν, σύμφωνα με το άρθρο 8, στην καταχώρηση του αιτουμένου κοινοτικού σήματος.

2. Μόλις χορηγηθεί ημερομηνία κατάθεσης σε αίτηση κοινοτικού σήματος, το Γραφείο διαβιβάζει αντίγραφο της αίτησης στην κεντρική υπηρεσία βιομηχανικής ιδιοκτησίας όλων των κρατών μελών τα οποία έχουν ανακοινώσει στο Γραφείο την απόφασή τους να πραγματοποιούν έρευνα στα δικά τους μητρώα σημάτων για τις αιτήσεις κοινοτικών σημάτων.

3. Η καθεμία από τις κεντρικές υπηρεσίες βιομηχανικής ιδιοκτησίας που αναφέρονται στην παράγραφο 2 διαβιβάζει στο Γραφείο, εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημερομηνία παραλαβής αίτησης κοινοτικού σήματος, έκθεση έρευνας που είτε αναφέρει τα προγενέστερα εθνικά σήματα ή προγενέστερες αιτήσεις εθνικού σήματος, η ύπαρξη των οποίων ανακαλύφθηκε και που θα μπορούσαν να αντιταχθούν, σύμφωνα με το άρθρο 8, στην καταχώρηση του αιτουμένου κοινοτικού σήματος, είτε διαπιστώνει ότι από την έρευνα δεν προέκυψε καμία ένδειξη τέτοιων δικαιωμάτων.

4. Το Γραφείο καταβάλλει ένα ορισμένο ποσό σε κάθε κεντρική υπηρεσία βιομηχανικής ιδιοκτησίας για κάθε έκθεση έρευνας που η υπηρεσία του διαβιβάζει δυνάμει της παραγράφου 3. Το ποσό αυτό, που είναι το ίδιο για όλες τις κεντρικές υπηρεσίες, ορίζεται από την επιτροπή προϋπολογισμού, με απόφαση λαμβανόμενη με πλειοψηφία Ύ των αντιπροσώπων των κρατών μελών.

5. Το Γραφείο διαβιβάζει, χωρίς καθυστέρηση, στον καταθέτη κοινοτικού σήματος την κοινοτική έκθεση έρευνας και τις εθνικές εκθέσεις που του διαβιβάστηκαν εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 3.

6. Κατά τη δημοσίευση της αίτησης κοινοτικού σήματος που δεν μπορεί να γίνει πριν παρέλθει ένας μήνας από την ημερομηνία κατά την οποία το Γραφείο διαβίβασε τις εκθέσεις έρευνας στον καταθέτη, το Γραφείο ενημερώνει τους δικαιούχους προγενέστερων κοινοτικών σημάτων ή αιτήσεων κοινοτικού σήματος που αναφέρονται στην κοινοτική έκθεση έρευνας, για τη δημοσίευση της αίτησης κοινοτικού σήματος.

7. Η Επιτροπή, μετά από περίοδο 5 ετών από την ημερομηνία που το Γραφείο αρχίζει να δέχεται την κατάθεση αιτήσεων, υποβάλλει στο Συμβούλιο έκθεση για τη λειτουργία του συστήματος έρευνας που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, περιλαμβανομένων και των πληρωμών προς τα κράτη μέλη δυνάμει της παραγράφου 4. Υποβάλλει, ενδεχομένως, και κατάλληλες προτάσεις τροποποιήσεων του παρόντος κανονισμού για να αναπροσαρμόσει το σύστημα έρευνας βάσει της κτηθείσας εμπειρίας και της εξέλιξης των ερευνητικών τεχνικών μεθόδων.

ΤΜΗΜΑ 3

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ

Άρθρο 40

Δημοσίευση της αίτησης

1. Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για την αίτηση κοινοτικού σήματος και μόλις λήξει η προθεσμία του άρθρου 39 παράγραφος 6, η αίτηση δημοσιεύεται, εφόσον δεν απορριφθεί βάσει των άρθρων 37 και 38.

2. Εάν, μετά τη δημοσίευση, η αίτηση απορριφθεί σύμφωνα με τα άρθρα 37 και 38, η απορριπτική απόφαση δημοσιεύεται μόλις καταστεί τελεσίδικη.

ΤΜΗΜΑ 4

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΡΙΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΚΟΠΗ

Άρθρο 41

Παρατηρήσεις τρίτων

1. Μετά τη δημοσίευση της αίτησης κοινοτικού σήματος, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, καθώς και οι οργανώσεις κατασκευαστών, παραγωγών, παρεχόντων υπηρεσίες, εμπόρων ή καταναλωτών μπορούν, να υποβάλουν στο Γραφείο γραπτές παρατηρήσεις, εξηγώντας το λόγο για τον οποίο το σήμα δεν θα πρέπει να γίνει δεκτό προς καταχώρηση, αυτεπαγγέλτως, δυνάμει ιδίως του άρθρου 7. Οι προαναφερόμενοι δεν αποκτούν την ιδιότητα του διάδικου στην ενώπιον του Γραφείου διαδικασία.

2. Οι παρατηρήσεις στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1 κοινοποιούνται στον καταθέτη, ο οποίος μπορεί να λάβει θέση.

Άρθρο 42

Ανακοπή

1. Κατά της καταχώρησης του σήματος μπορεί να ασκηθεί ανακοπή, εντός προθεσμίας τριών μηνών από τη δημοσίευση της αίτησης κοινοτικού σήματος, για το λόγο ότι το σήμα δεν θα πρέπει να γίνει δεκτό προς καταχώρηση δυνάμει του άρθρου 8:

α) στις περιπτώσεις του άρθρου 8 παράγραφοι 1 και 5, οι δικαιούχοι των προγενέστερων σημάτων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 8 παράγραφος 2, καθώς και οι κάτοχοι αδειών χρήσης εφόσον είναι εξουσιοδοτημένοι προς τούτο από τους δικαιούχους των σημάτων αυτών 7

β) στις περιπτώσεις του άρθρου 8 παράγραφος 3, οι δικαιούχοι των σημάτων στα οποία αναφέρεται η διάταξη αυτή 7

γ) στις περιπτώσεις του άρθρου 8 παράγραφος 4, οι δικαιούχοι προγενέστερων σημάτων ή σημείων στα οποία αναφέρεται η διάταξη αυτή, καθώς και τα πρόσωπα στα οποία επιτρέπει το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο την άσκηση αυτών των δικαιωμάτων.

2. Ανακοπή κατά της καταχώρησης του σήματος δύναται επίσης να ασκηθεί, υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, σε περίπτωση δημοσίευσης τροποποιημένης αίτησης βάσει του άρθρου 44 παράγραφος 2 δεύτερη φράση.

3. Η ανακοπή πρέπει να ασκείται γραπτώς και να είναι αιτιολογημένη. Θεωρείται ασκηθείσα μόνο μετά την καταβολή του τέλους ανακοπής. Εντός προθεσμίας που τάσσει το Γραφείο και σε επίρρωση του αιτήματός του, ο ανακόπτων δύναται να επικαλεστεί πραγματικά περιστατικά, να προσκομίσει αποδείξεις και να διατυπώσει παρατηρήσεις.

Άρθρο 43

Εξέταση της ανακοπής

1. Κατά την εξέταση της ανακοπής, το Γραφείο καλεί τους διαδίκους να υποβάλουν παρατηρήσεις, κάθε φορά που τούτο κρίνεται αναγκαίο και εντός προθεσμίας που το ίδιο τους ορίζει, σχετικά με γνωστοποιήσεις που προέρχονται είτε από τους λοιπούς διαδίκους είτε από το ίδιο.

2. Μετά από αίτηση του καταθέτη, ο ανακόπτων δικαιούχος προγενέστερου κοινοτικού σήματος οφείλει να αποδείξει ότι, κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που προηγήθηκαν της δημοσίευσης της αίτησης κοινοτικού σήματος, είχε γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου κοινοτικού σήματος στην Κοινότητα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία καταχωρήθηκε και επί των οποίων βασίζεται η ανακοπή του ή ότι υπάρχει εύλογη αιτία για τη μη χρήση, εφόσον, κατά την ημερομηνία αυτή, το προγενέστερο σήμα ήταν από πενταετίας τουλάχιστον καταχωρημένο. Αν δεν αποδειχθούν τα ανωτέρω, η ανακοπή απορρίπτεται. Αν το προγενέστερο κοινοτικό σήμα χρησιμοποιήθηκε για μέρος μόνο των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία καταχωρήθηκε, τότε, για τους σκοπούς της εξέτασης της ανακοπής, θεωρείται καταχωρημένο μόνο για το μέρος αυτό των προϊόντων ή υπηρεσιών.

3. Η παράγραφος 2 εφαρμόζεται στα προγενέστερα εθνικά σήματα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο α), υπό τον όρο ότι η χρήση στην Κοινότητα αντικαθίσταται από τη χρήση στο κράτος μέλος στο οποίο προστατεύεται το προγενέστερο εθνικό σήμα.

4. Το Γραφείο, εάν το κρίνει σκόπιμο, καλεί τους διαδίκους σε συμβιβασμό.

5. Αν, από την εξέταση της ανακοπής, προκύψει ότι η καταχώρηση του σήματος αποκλείεται για το σύνολο ή για μέρος μόνο των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες αιτείται το κοινοτικό σήμα, η αίτηση απορρίπτεται για τα συγκεκριμένα προϊόντα ή τις υπηρεσίες. Στην αντίθετη περίπτωση, απορρίπτεται η ανακοπή.

6. Η απόφαση απόρριψης της αίτησης δημοσιεύεται όταν καταστεί τελεσίδικη.

ΤΜΗΜΑ 5

ΑΝΑΚΛΗΣΗ, ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ

Άρθρο 44

Ανάκληση, περιορισμός και τροποποίηση της αίτησης

1. Ο καταθέτης μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανακαλέσει την αίτηση κοινοτικού σήματος ή να περιορίσει τον κατάλογο προϊόντων ή υπηρεσιών που περιλαμβάνει. Αν η αίτηση έχει ήδη δημοσιευθεί, η ανάκληση ή ο περιορισμός δημοσιεύονται επίσης.

2. Εξάλλου, η αίτηση κοινοτικού σήματος δεν μπορεί να τροποποιηθεί, κατ' αίτηση του καταθέτη, παρά μόνο για να διορθωθούν το όνομα και η διεύθυνσή του, τυχόν λάθη διατύπωσης ή αντιγραφής ή προφανή σφάλματα, εφόσον η διόρθωση αυτή δεν αλλοιώνει ουσιωδώς το σήμα ή δεν διευρύνει τον κατάλογο των προϊόντων ή υπηρεσιών. Εάν οι τροποποιήσεις αφορούν την παράσταση του σήματος ή τον κατάλογο των προϊόντων ή υπηρεσιών και επέρχονται μετά τη δημοσίευση της αίτησης, δημοσιεύεται και η τροποποιημένη αίτηση.

ΤΜΗΜΑ 6

ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ

Άρθρο 45

Καταχώρηση

Το σήμα καταχωρείται ως κοινοτικό σήμα αν η αίτηση πληροί τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και εφόσον δεν ασκηθεί ανακοπή μέσα στην προθεσμία του άρθρου 42 παράγραφος 1 ή εφόσον απορριφθεί η ανακοπή με τελεσίδικη απόφαση, υπό την προϋπόθεση ότι θα καταβληθεί εντός της ταχθείσας προθεσμίας το τέλος καταχώρησης. Αν δεν καταβληθεί εμπρόθεσμα το εν λόγω τέλος, η αίτηση θεωρείται ότι ανακλήθηκε.

ΤΙΤΛΟΣ V ΔΙΑΡΚΕΙΑ, ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΗΜΑΤΟΣ

Άρθρο 46

Διάρκεια της καταχώρησης

Η καταχώρηση του κοινοτικού σήματος διαρκεί επί μία δεκαετία από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης. Η καταχώρηση δύναται να ανανεώνεται, ανά δεκαετία, σύμφωνα με το άρθρο 47.

Άρθρο 47

Ανανέωση

1. Η καταχώρηση του κοινοτικού σήματος ανανεώνεται κατ' αίτηση του δικαιούχου του σήματος ή κάθε προσώπου ρητά εξουσιοδοτημένου από αυτόν, εφόσον έχουν καταβληθεί τα τέλη.

2. Τα Γραφείο ενημερώνει τον δικαιούχο του κοινοτικού σήματος και κάθε δικαιούχο καταχωρημένου επ' αυτού δικαιώματος για τη λήξη ισχύος της καταχώρησης, εγκαίρως πριν από την επέλευσή της. Το Γραφείο δεν ευθύνεται σε περίπτωση μη ενημέρωσης.

3. Η αίτηση ανανέωσης υποβάλλεται εντός προθεσμίας έξι μηνών η οποία λήγει την τελευταία ημέρα του μήνα κατά τον οποίο λήγει η διάρκεια προστασίας του σήματος. Μέσα στην ίδια προθεσμία πρέπει επίσης να καταβληθούν τα τέλη. Εν ελλείψει, η υποβολή της αίτησης και η καταβολή των τελών μπορούν επίσης να γίνουν εντός συμπληρωματικής προθεσμίας έξι μηνών η οποία αρχίζει την επομένη της ημέρας η οποία αναφέρεται στην πρώτη πρόταση, υπό την επιφύλαξη της καταβολής πρόσθετων τελών εντός της συμπληρωματικής αυτής προθεσμίας.

4. Αν η αίτηση δεν υποβληθεί ή τα τέλη δεν καταβληθούν παρά για μέρος μόνο των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωρηθεί το κοινοτικό σήμα, η καταχώρηση ανανεώνεται μόνο για τα συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες.

5. Η ανανέωση ισχύει από την επομένη της ημερομηνίας λήξης ισχύος της καταχώρησης και καταχωρείται.

Άρθρο 48

Τροποποίηση

1. Κατά τη διάρκεια ισχύος της καταχώρησης ή της ανανέωσης, το κοινοτικό σήμα δεν επιτρέπεται να τροποποιηθεί στο μητρώο.

2. Εντούτοις, εάν το κοινοτικό σήμα περιέχει το όνομα και τη διεύθυνση του δικαιούχου, οποιαδήποτε μεταβολή των στοιχείων αυτών που δεν επηρεάζει ουσιωδώς την ταυτότητα με την οποία είχε καταχωρηθεί αρχικά το σήμα, δύναται να καταχωρηθεί κατ' αίτηση του δικαιούχου.

3. Η δημοσίευση της καταχώρησης της τροποποίησης περιέχει ανατύπωση του τροποποιημένου κοινοτικού σήματος. Οι τρίτοι, τα δικαιώματα των οποίων είναι δυνατό να θιγούν από την τροποποίηση, μπορούν να αμφισβητήσουν την καταχώρησή της εντός προθεσμίας τριών μηνών από τη δημοσίευση.

ΤΙΤΛΟΣ VΙ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ, ΕΚΠΤΩΣΗ ΚΑΙ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ

ΤΜΗΜΑ 1

ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ

Άρθρο 49

Παραίτηση

1. Το κοινοτικό σήμα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο παραίτησης για το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωρηθεί.

2. Η παραίτηση δηλώνεται γραπτώς στο Γραφείο από τον δικαιούχο του σήματος. Παράγει αποτελέσματα μόνο μετά την καταχώρησή της.

3. Η παραίτηση καταχωρείται μόνον εφόσον συναινεί ο δικαιούχος δικαιώματος που έχει εγγραφεί στο μητρώο. Αν έχει καταχωρηθεί άδεια χρήσης του σήματος, η παραίτηση εγγράφεται στο μητρώο μόνον εάν ο δικαιούχος του σήματος αποδείξει ότι γνωστοποίησε, στον έχοντα την άδεια, την πρόθεσή του να παραιτηθεί 7 η εγγραφή πραγματοποιείται μετά την πάροδο της προθεσμίας που καθορίζεται στον εκτελεστικό κανονισμό.

ΤΜΗΜΑ 2

ΛΟΓΟΙ ΕΚΠΤΩΣΗΣ

Άρθρο 50

Λόγοι έκπτωσης1. Ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος κηρύσσεται έκπτωτος των δικαιωμάτων του, μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Γραφείο ή μετά από ανταγωγή στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση:

α) εάν, επί διάστημα πέντε συνεχών ετών, δεν έχει γίνει ουσιαστική χρήση του σήματος στην Κοινότητα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει καταχωρηθεί και δεν υπάρχει εύλογη αιτία για τη μη χρήση 7 κανείς δεν μπορεί ωστόσο να επικαλεστεί την έκπτωση του δικαιούχου εκ των δικαιωμάτων του, εάν, κατά το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της λήξης αυτής της περιόδου και της υποβολής της αίτησης ή της άσκησης ανταγωγής, υπήρξε έναρξη ή επανάληψη της ουσιαστικής χρήσης του σήματος 7 πάντως, η έναρξη ή επανάληψη της χρήσης, εντός προθεσμίας τριών μηνών πριν από την υποβολή της αίτησης ή την άσκηση ανταγωγής, η οποία δεν αρχίζει να προσμετράται πριν από τη συμπλήρωση της συνεχούς πενταετίας μη χρήσης, δεν λαμβάνεται υπόψη, αν οι προπαρασκευαστικές ενέργειες για την έναρξη ή την επανάληψη της χρήσης συμβαίνουν μόνον αφού έλαβε γνώση ο δικαιούχος ότι θα μπορούσε να υποβληθεί η αίτηση ή να ασκηθεί η ανταγωγή 7

β) εάν το σήμα, συνεπεία ενεργειών ή αδράνειας του δικαιούχου, έχει καταστεί συνήθης εμπορική ονομασία προϊόντος ή υπηρεσίας για την οποία έχει καταχωρηθεί 7

γ) εάν το σήμα, λόγω της χρήσης που γίνεται από τον δικαιούχο, ή με τη συγκατάθεσή του, για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει καταχωρηθεί, ενδέχεται να παραπλανήσει το κοινό, ιδίως ως προς τη φύση, την ποιότητα ή τη γεωγραφική προέλευση των προϊόντων ή υπηρεσιών αυτών 7

δ) εάν ο δικαιούχος του σήματος έχει παύσει να πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 5.

2. Εάν ο λόγος έκπτωσης αφορά μέρος μόνο των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωρηθεί το κοινοτικό σήμα, ο δικαιούχος κηρύσσεται έκπτωτος των δικαιωμάτων του μόνο για τα συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες.

ΤΜΗΜΑ 3

ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ

Άρθρο 51

Απόλυτοι λόγοι ακυρότητας

1. Ένα κοινοτικό σήμα κηρύσσεται άκυρο, μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Γραφείο ή μετά από άσκηση ανταγωγής στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση:

α) εάν το κοινοτικό σήμα καταχωρήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 5 ή του άρθρου 7 7

β) εάν ο καταθέτης ενήργησε κακόπιστα κατά την κατάθεση της αίτησης σήματος.

2. Όταν η καταχώρηση του κοινοτικού σήματος έγινε κατά παράβαση του άρθρου 7 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) ή δ), το κοινοτικό σήμα δεν κηρύσσεται εντούτοις άκυρο, εάν, λόγω της χρήσης που του έγινε, απέκτησε, μετά την καταχώρησή του, διακριτικό χαρακτήρα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες καταχωρήθηκε.

3. Όταν ο λόγος ακυρότητας αφορά μέρος μόνο των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωρηθεί το κοινοτικό σήμα, η ακυρότητα του σήματος κηρύσσεται μόνο για τα συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες.

Άρθρο 52

Σχετικοί λόγοι ακυρότητας

1. Το κοινοτικό σήμα κηρύσσεται άκυρο μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Γραφείο ή μετά από άσκηση ανταγωγής στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση:

α) όταν υφίσταται προγενέστερο σήμα προβλεπόμενο στο άρθρο 8 παράγραφος 2 και πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 ή της παραγράφου 5 του εν λόγω άρθρου 7

β) όταν υφίσταται σήμα προβλεπόμενο στο άρθρο 8 παράγραφος 3 και πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου αυτής 7

γ) όταν υφίσταται προγενέστερο δικαίωμα προβλεπόμενο στο άρθρο 8 παράγραφος 4 και πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου αυτής.

2. Το κοινοτικό σήμα κηρύσσεται επίσης άκυρο μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Γραφείο ή μετά από άσκηση ανταγωγής στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση όταν η χρήση του μπορεί να απαγορευθεί, δυνάμει ενός άλλου προγενέστερου δικαιώματος, και ιδίως:

α) δικαιώματος στο όνομα 7

β) δικαιώματος στην εικόνα 7

γ) δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας 7

δ) δικαιώματος βιομηχανικής ιδιοκτησίας,

σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο που διέπει την προστασία του.

3. Το κοινοτικό σήμα δεν μπορεί να κηρυχθεί άκυρο όταν ο κάτοχος δικαιώματος προβλεπομένου στις παραγράφους 1 ή 2 συναινέσει ρητά για την καταχώρηση του σήματος αυτού πριν από την υποβολή της αίτησης για ακυρότητα ή την άσκηση της ανταγωγής.

4. Ο κάτοχος δικαιώματος προβλεπομένου στην παράγραφο 1 ή 2, ο οποίος ζήτησε προγενεστέρως την ακυρότητα κοινοτικού σήματος ή άσκησε ανταγωγή στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, δεν μπορεί να υποβάλει νέα αίτηση για ακυρότητα ή να ασκήσει ανταγωγή επικαλούμενος κάποιο άλλο από τα ανωτέρω δικαιώματα το οποίο θα μπορούσε να είχε επικαλεστεί σε υποστήριξη της πρώτης αίτησης ή ανταγωγής.

5. Εφαρμόζεται το άρθρο 51 παράγραφος 3.

Άρθρο 53

Απώλεια δικαιώματος λόγω ανοχής

1. Ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος, ο οποίος επί πέντε συνεχή έτη γνώριζε αλλά ανέχθηκε τη χρήση μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος στην Κοινότητα, δεν δικαιούται πλέον να ζητήσει την ακυρότητα ούτε να αντιταχθεί στη χρήση του μεταγενέστερου σήματος βάσει του προγενέστερου σήματος για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες εχρησιμοποιείτο το μεταγενέστερο σήμα, εκτός αν η καταχώρηση του μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος έγινε με κακή πίστη.

2. Ο δικαιούχος προγενέστερου εθνικού σήματος προβλεπόμενου στο άρθρο 8 παράγραφος 2 ή άλλου προγενέστερου σημείου προβλεπομένου στο άρθρο 8 παράγραφος 4, ο οποίος επί πέντε συνεχή έτη γνώριζε και ανέχθηκε τη χρήση μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος στο κράτος μέλος όπου προστατεύεται το εν λόγω προγενέστερο σήμα ή το άλλο προγενέστερο σημείο, δεν δικαιούται πλέον να ζητήσει την ακυρότητα ούτε να αντιταχθεί στη χρήση του μεταγενέστερου σήματος βάσει του προγενέστερου σήματος ή του άλλου προγενέστερου σημείου για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες εχρησιμοποιείτο το μεταγενέστερο σήμα, εκτός αν η κατάθεση του μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος έγινε με κακή πίστη.

3. Στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 ή 2, ο δικαιούχος του μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος δεν δικαιούται να αντιταχθεί στη χρήση του προγενέστερου δικαιώματος, ακόμα και αν το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί πλέον να προβληθεί κατά του μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος.

ΤΜΗΜΑ 4

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΠΤΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ

Άρθρο 54

Αποτελέσματα της έκπτωσης και της ακυρότητας

1. Στο βαθμό που ο δικαιούχος εκπίπτει του συνόλου ή μέρους των δικαιωμάτων του, το κοινοτικό σήμα θεωρείται ότι έχει παύσει να παράγει τα αποτελέσματα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, από την ημερομηνία της αίτησης για την έκπτωση ή της ανταγωγής. Κατ' αίτηση ενός διαδίκου, μπορεί να καθοριστεί στην απόφαση προγενέστερη ημερομηνία, εφόσον κατ' αυτήν συνέτρεχε ένας από τους λόγους έκπτωσης.

2. Το κοινοτικό σήμα, στο βαθμό που κηρύχθηκε, εν όλω ή εν μέρει, άκυρο, θεωρείται ότι ουδέποτε παρήγαγε τα αποτελέσματα που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

3. Με την επιφύλαξη των εθνικών διατάξεων που διέπουν είτε τις αγωγές για αποζημιώσεις λόγω πταίσματος ή κακής πίστης του δικαιούχου του σήματος, είτε τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, το αναδρομικό αποτέλεσμα της έκπτωσης ή της ακυρότητας του σήματος του δικαιούχου δεν επηρεάζει:

α) τις αποφάσεις για παραποίηση/απομίμηση που έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου και έχουν εκτελεστεί πριν από την έκδοση της απόφασης έκπτωσης ή ακυρότητας 7

β) τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί πριν από την απόφαση έκπτωσης ή ακυρότητας, εφόσον έχουν εκτελεστεί πριν την απόφαση αυτή 7 εντούτοις, μπορεί να απαιτηθεί, για λόγους ευθυδικίας, και εφόσον το δικαιολογούν οι περιστάσεις, η επιστροφή ποσών που καταβλήθηκαν δυνάμει της σύμβασης.

ΤΜΗΜΑ 5

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΠΤΩΣΗΣ Ή ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ

Άρθρο 55

Αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας

1. Αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας του κοινοτικού σήματος μπορεί να υποβάλει στο Γραφείο:

α) στις περιπτώσεις που καθορίζονται στα άρθρα 50 και 51, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο καθώς και κάθε οργάνωση που έχει συσταθεί για την εκπροσώπηση των συμφερόντων κατασκευαστών, παραγωγών, παρεχόντων υπηρεσίες, εμπόρων ή καταναλωτών, και οι οποίοι σύμφωνα με το δίκαιο στο οποίο υπάγονται, μπορούν να παρίστανται ενώπιον δικαστηρίου 7

β) στις περιπτώσεις που καθορίζονται στο άρθρο 52 παράγραφος 1, τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 42 παράγραφος 1 7

γ) στις περιπτώσεις του άρθρου 52 παράγραφος 2, οι κάτοχοι των προγενέστερων δικαιωμάτων που αναφέρονται στη διάταξη αυτή ή τα πρόσωπα τα οποία, σύμφωνα με το δίκαιο του συγκεκριμένου κράτους μέλους, νομιμοποιούνται να ασκούν τα εν λόγω δικαιώματα.

2. Η αίτηση υποβάλλεται γραπτώς και είναι αιτιολογημένη. Θεωρείται δε ότι έχει υποβληθεί μόνο μετά την καταβολή του τέλους.

3. Η αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας είναι απαράδεκτη αν μια αίτηση με το αυτό αντικείμενο, και για την αυτή αιτία, έχει κριθεί μεταξύ των αυτών διαδίκων από δικαστήριο κράτους μέλους και η απόφαση αυτή έχει αποκτήσει την ισχύ δεδικασμένου.

Άρθρο 56

Εξέταση της αίτησης

1. Κατά την εξέταση της αίτησης έκπτωσης ή ακυρότητας, το Γραφείο καλεί, όποτε είναι αναγκαίο, τους διάδικους, να υποβάλουν, στις προθεσμίες που τους τάσσει, τις παρατηρήσεις τους για τις κοινοποιήσεις που τους έχει απευθύνει ή τις γνωστοποιήσεις που προέρχονται από τους λοιπούς διάδικους.

2. Μετά από αίτηση του δικαιούχου του κοινοτικού σήματος, ο δικαιούχος προγενέστερου κοινοτικού σήματος, διάδικος σε διαδικασία ακυρότητας, οφείλει να αποδείξει ότι, κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που προηγούνται της ημερομηνίας της αίτησης της ακυρότητας, είχε γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου κοινοτικού σήματος στην Κοινότητα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία είχε καταχωρηθεί, και τα οποία επικαλείται προς αιτιολόγηση της αίτησής του, ή ότι υπάρχει εύλογη αιτία για τη μη χρήση, εφόσον κατά την ημερομηνία αυτή το προγενέστερο κοινοτικό σήμα ήταν από πενταετίας τουλάχιστον καταχωρημένο. Εξάλλου, εάν το προγενέστερο κοινοτικό σήμα ήταν, τουλάχιστον από πενταετίας, καταχωρημένο κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της αίτησης κοινοτικού σήματος, ο δικαιούχος του προγενέστερου κοινοτικού σήματος πρέπει επίσης να αποδείξει ότι οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 43 παράγραφος 2 επληρούντο κατά την ημερομηνία αυτή. Αν δεν αποδειχθούν τα ανωτέρω, η αίτηση ακυρότητας απορρίπτεται. Αν το προγενέστερο κοινοτικό σήμα δεν χρησιμοποιήθηκε παρά για μέρος μόνο των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία καταχωρήθηκε, τότε, για την εξέταση της αίτησης ακυρότητας, θεωρείται καταχωρημένο μόνο γι' αυτό το μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών.

3. Η παράγραφος 2 εφαρμόζεται για τα προγενέστερα εθνικά σήματα που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο α), υπό τον όρο ότι η χρήση στην Κοινότητα αντικαθίσταται από τη χρήση στο κράτος μέλος στο οποίο προστατεύεται το προγενέστερο εθνικό σήμα.

4. Το Γραφείο, εάν το κρίνει σκόπιμο, καλεί τους διάδικους σε συμβιβασμό.

5. Αν, από την εξέταση της αίτησης έκπτωσης ή ακυρότητας, προκύψει ότι το σήμα δεν έπρεπε να είχε γίνει δεκτό προς καταχώρηση για το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωρηθεί, ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος κηρύσσεται έκπτωτος των δικαιωμάτων του ή το σήμα κηρύσσεται άκυρο για τα συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες. Στην αντίθετη περίπτωση, η αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας απορρίπτεται.

6. Η απόφαση που διαπιστώνει την έκπτωση του δικαιούχου του κοινοτικού σήματος από τα δικαιώματά του ή την ακυρότητα του σήματος, εγγράφεται στο μητρώο, όταν καταστεί τελεσίδικη.

ΤΙΤΛΟΣ VII ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ

Άρθρο 57

Αποφάσεις που υπόκεινται σε προσφυγή

1. Οι αποφάσεις των εξεταστών, των τμημάτων ανακοπών, του τμήματος διαχείρισης των σημάτων και νομικών θεμάτων και των τμημάτων ακύρωσης υπόκεινται σε προσφυγή. Η προσφυγή έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

2. Η απόφαση που δεν περατώνει δίκη ως προς ένα των διαδίκων υπόκειται σε προσφυγή μόνο μαζί με την οριστική απόφαση, εκτός αν η εν λόγω απόφαση επιτρέπει την άσκηση χωριστής προσφυγής.

Άρθρο 58

Πρόσωπα που νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή και να είναι διάδικοι

Κάθε διάδικος σε διαδικασία για την οποία εκδόθηκε απόφαση, μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά το μέρος που η απόφαση αυτή δεν τον δικαιώνει. Οι λοιποί διάδικοι στην εν λόγω διαδικασία καθίστανται αυτοδικαίως διάδικοι στη διαδικασία της προσφυγής.

Άρθρο 59

Προθεσμία και τύπος

Η προσφυγή πρέπει να ασκηθεί εγγράφως ενώπιον του Γραφείου εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα της κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης. Η προσφυγή θεωρείται ότι έχει ασκηθεί μόνο μετά την καταβολή του τέλους προσφυγής. Εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης, πρέπει να κατατεθεί γραπτώς υπόμνημα που να εκθέτει τους λόγους της προσφυγής.

Άρθρο 60

Προδικαστική αναθεώρηση

1. Αν το τμήμα του οποίου προσβάλλεται η απόφαση θεωρήσει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη, διορθώνει την απόφασή του. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται όταν κατά τη διαδικασία ο προσφεύγων είναι αντιμέτωπος με άλλο διάδικο.

2. Αν η απόφαση δεν διορθωθεί εντός ενός μηνός από την παραλαβή του υπομνήματος που εκθέτει τους λόγους της, η προσφυγή πρέπει να παραπεμφθεί αμέσως στο τμήμα προσφυγών, χωρίς να διατυπωθεί γνώμη επί της ουσίας.

Άρθρο 61

Εξέταση της προσφυγής

1. Αν η προσφυγή είναι παραδεκτή, το τμήμα προσφυγών εξετάζει αν είναι και κατ' ουσία βάσιμη.

2. Κατά την εξέταση της προσφυγής, το τμήμα προσφυγών καλεί τους διαδίκους, όποτε είναι αναγκαίο και εντός προθεσμίας που τους τάσσει, να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους για τις κοινοποιήσεις που τους έχει απευθύνει ή για τις γνωστοποιήσεις που προέρχονται από τους λοιπούς διαδίκους.

Άρθρο 62

Απόφαση επί της προσφυγής

1. Μετά την εξέταση της προσφυγής επί της ουσίας, το τμήμα προσφυγών αποφαίνεται επί της προσφυγής. Δύναται, είτε να ασκήσει τις αρμοδιότητες του τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, είτε να αναπέμψει την υπόθεση στο τμήμα αυτό για τα περαιτέρω.

2. Αν το τμήμα προσφυγών αναπέμψει την υπόθεση για τα περαιτέρω στο τμήμα που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα αυτό δεσμεύεται από το σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης του τμήματος προσφυγών, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης είναι τα ίδια.

3. Οι αποφάσεις των τμημάτων προσφυγών αρχίζουν να ισχύουν από τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 63 παράγραφος 5, ή, αν έχει ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εντός της προθεσμίας αυτής, από της απορρίψεώς της.

Άρθρο 63

Προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

1. Οι αποφάσεις που εκδίδουν επί προσφυγής τα τμήματα προσφυγών υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2. Προσφυγή επιτρέπεται για λόγους αναρμοδιότητας, παράβασης ουσιώδους τύπου, παράβασης της συνθήκης, του παρόντος κανονισμού ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικά με την εφαρμογή τους ή για κατάχρηση εξουσίας.

3. Το Δικαστήριο μπορεί, όχι μόνο να ακυρώσει, αλλά και να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

4. Δικαίωμα προσφυγής έχει κάθε διάδικος της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος προσφυγών, εφόσον η απόφαση του τμήματος αυτού δεν τον δικαιώνει.

5. Η προσφυγή ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης του τμήματος προσφυγών.

6. Το Γραφείο υποχρεούται να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου.

ΤΙΤΛΟΣ VIII ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΚΟΙΝΟΤΙΚΑ ΣΗΜΑΤΑ

Άρθρο 64

Συλλογικά κοινοτικά σήματα

1. Συλλογικά κοινοτικά σήματα δύνανται να αποτελέσουν τα κοινοτικά σήματα που προσδιορίζονται ως συλλογικά κατά την κατάθεση και είναι ικανά να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες των μελών της δικαιούχου οργάνωσης του σήματος από εκείνα άλλων επιχειρήσεων. Δύναται να καταθέτουν συλλογικά κοινοτικά σήματα οι οργανώσεις κατασκευαστών, παραγωγών, παρεχόντων υπηρεσίες ή εμπόρων, οι οποίες σύμφωνα με τη νομοθεσία στην οποία υπάγονται, έχουν την ικανότητα να είναι, ιδίω ονόματι, υποκείμενα πάσης φύσεως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να συμβάλλονται ή να ενεργούν άλλες δικαιοπραξίες και να παρίστανται ενώπιον δικαστηρίου, καθώς επίσης και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.

2. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο γ), συλλογικά κοινοτικά σήματα κατά την έννοια της παραγράφου 1 μπορούν να αποτελέσουν σημεία ή ενδείξεις που δύνανται να χρησιμεύσουν στο εμπόριο για δήλωση της γεωγραφικής προέλευσης των προϊόντων ή των υπηρεσιών. Το συλλογικό σήμα δεν επιτρέπει στον δικαιούχο να απαγορεύει στους τρίτους τη χρήση στις συναλλαγές τέτοιων σημείων ή ενδείξεων, εφόσον αυτή η χρήση γίνεται σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη που ισχύουν στη βιομηχανία ή το εμπόριο 7 ειδικότερα, αυτό το σήμα δεν μπορεί να αντιταχθεί σε τρίτο που έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί γεωγραφική ονομασία.

3. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα συλλογικά κοινοτικά σήματα, εκτός αν τα άρθρα 65 έως 72 προβλέπουν άλλως.

Άρθρο 65

Κανονισμός χρήσης του σήματος

1. Ο καταθέτης συλλογικού κοινοτικού σήματος πρέπει να υποβάλει κανονισμό χρήσης του σήματος εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

2. Ο κανονισμός χρήσης αναφέρει τα πρόσωπα που δικαιούνται να χρησιμοποιούν τα σήμα, τους όρους συμμετοχής στην οργάνωση, καθώς και τις προϋποθέσεις χρήσης του σήματος, εφόσον υπάρχουν, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών κυρώσεων. Ο κανονισμός χρήσης σήματος που αναφέρεται στο άρθρο 64 παράγραφος 2 πρέπει να επιτρέπει σε κάθε πρόσωπο τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες του οποίου προέρχονται από την εν λόγω γεωγραφική ζώνη, να καθίσταται μέλος της οργάνωσης που είναι δικαιούχος του σήματος.

Άρθρο 66

Απόρριψη της αίτησης

1. Εκτός από τους λόγους απόρριψης της αίτησης κοινοτικού σήματος που προβλέπονται στα άρθρα 36 και 38, η αίτηση συλλογικού κοινοτικού σήματος απορρίπτεται όταν δεν πληροί τις διατάξεις των άρθρων 64 ή 65 ή όταν ο κανονισμός χρήσης αντίκειται στη δημόσια τάξη ή στα χρηστά ήθη.

2. Η αίτηση συλλογικού κοινοτικού σήματος απορρίπτεται επίσης όταν υπάρχει κίνδυνος παραπλάνησης του κοινού, όσον αφορά το χαρακτήρα ή τη σημασία του σήματος, ιδίως όταν το σήμα εμφανίζεται ως κάτι άλλο, και όχι ως συλλογικό σήμα.

3. Η αίτηση δεν απορρίπτεται, αν ο καταθέτης, μετά από τροποποίηση του κανονισμού χρήσης, πληροί τις προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 2.

Άρθρο 67

Παρατηρήσεις τρίτων

Εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 41, κάθε πρόσωπο ή οργάνωση που προβλέπεται στο άρθρο αυτό δύναται να απευθύνει στο Γραφείο γραπτές παρατηρήσεις βασιζόμενες στον ιδιαίτερο λόγο για τον οποίο η αίτηση συλλογικού κοινοτικού σήματος πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με το άρθρο 66.

Άρθρο 68

Χρήση του σήματος

Η χρήση του συλλογικού κοινοτικού σήματος από οποιοδήποτε πρόσωπο που δικαιούται να το χρησιμοποιεί, πληροί τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, εφόσον πληρούνται οι λοιποί όροι τους οποίους ο παρών κανονισμός επιβάλλει όσον αφορά τη χρήση του κοινοτικού σήματος.

Άρθρο 69

Τροποποίηση του κανονισμού χρήσης του σήματος

1. Ο δικαιούχος του συλλογικού κοινοτικού σήματος πρέπει να υποβάλει στο Γραφείο κάθε τροποποιημένο κανονισμό χρήσης.

2. Η τροποποίηση δεν σημειώνεται στο μητρώο, εάν ο τροποποιημένος κανονισμός χρήσης δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 65 ή συντρέχει ένας από τους λόγους απόρριψης του άρθρου 66.

3. Το άρθρο 67 εφαρμόζεται στον τροποποιημένο κανονισμό χρήσης.

4. Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η τροποποίηση του κανονισμού χρήσης αρχίζει να ισχύει μόνον από την ημερομηνία που καταχωρήθηκε η μνεία της τροποποίησης στο μητρώο.

Άρθρο 70

Άσκηση αγωγής για παραποίηση/απομίμηση

1. Το άρθρο 22 παράγραφοι 3 και 4 σχετικά με τα δικαιώματα των κατόχων αδειών χρήσης, ισχύουν για κάθε πρόσωπο που νομιμοποιείται να χρησιμοποιεί κοινοτικό συλλογικό σήμα.

2. Ο δικαιούχος συλλογικού κοινοτικού σήματος δύναται να αξιώνει, για λογαριασμό των προσώπων που νομιμοποιούνται να χρησιμοποιούν το σήμα, αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν τα πρόσωπα αυτά λόγω της χρήσης του σήματος χωρίς σχετική άδεια.

Άρθρο 71

Λόγοι έκπτωσης

Εκτός από τους λόγους έκπτωσης που προβλέπονται στο άρθρο 50, ο δικαιούχος συλλογικού κοινοτικού σήματος κηρύσσεται έκπτωτος των δικαιωμάτων του μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Γραφείο ή κατόπιν ανταγωγής που ασκείται στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, εάν:

α) ο δικαιούχος δεν λαμβάνει εύλογα μέτρα για να αποτρέψει χρήση του σήματος η οποία δεν συμβιβάζεται με τους όρους χρήσης που προβλέπει ο κανονισμός χρήσης, η τροποποίηση του οποίου έχει, ενδεχομένως, σημειωθεί στο μητρώο 7

β) ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποίησε το σήμα ο δικαιούχος είχε ως συνέπεια τη δυνατότητα παραπλάνησης του κοινού κατά την έννοια του άρθρου 66 παράγραφος 2 7

γ) η τροποποίηση του κανονισμού χρήσης σημειώθηκε στο μητρώο αντίθετα προς το άρθρο 69 παράγραφος 2, εκτός αν ο δικαιούχος του σήματος, μετά από νέα τροποποίηση του κανονισμού χρήσης, συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις των διατάξεων αυτών.

Άρθρο 72

Λόγοι ακυρότητας

Εκτός από τους λόγους ακυρότητας που προβλέπονται στα άρθρα 51 και 52, το συλλογικό κοινοτικό σήμα κηρύσσεται άκυρο μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Γραφείο ή μετά από ανταγωγή που ασκείται στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, εάν καταχωρήθηκε αντίθετα προς το άρθρο 66, εκτός εάν ο δικαιούχος του σήματος, μετά από τροποποίηση του κανονισμού χρήσης, συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις των διατάξεων αυτών.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΧ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΤΜΗΜΑ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 73

Αιτιολόγηση των αποφάσεων

Οι αποφάσεις του Γραφείου αιτιολογούνται. Δεν μπορούν να στηρίζονται παρά μόνο στους λόγους επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση.

Άρθρο 74

Αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών

1. Κατά την ενώπιόν του διαδικασία, το Γραφείο εξετάζει τα πραγματικά περιστατικά 7 εντούτοις, σε διαδικασία που αφορά τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου της καταχώρησης, η εξέταση περιορίζεται στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι καθώς και τα υποβληθέντα από αυτούς αιτήματα.

2. Το Γραφείο μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη πραγματικά περιστατικά που δεν επικαλέστηκαν ή αποδείξεις που δεν προσεκόμισαν εγκαίρως οι διάδικοι.

Άρθρο 75

Προφορική διαδικασία

1. Το Γραφείο αποφασίζει προφορική διαδικασία, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατ' αίτηση ενός των διαδίκων, εάν το θεωρεί σκόπιμο.

2. Η προφορική διαδικασία ενώπιον των εξεταστών, των τμημάτων ανακοπών και του τμήματος διαχείρισης των σημάτων και νομικών θεμάτων δεν είναι δημόσια.

3. Η προφορική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης της απαγγελίας της απόφασης, είναι δημόσια ενώπιον των τμημάτων ακύρωσης και των τμημάτων προσφυγών, εφόσον δεν υπάρξει αντίθετη απόφαση του επιληφθέντος τμήματος σε περιπτώσεις όπου η δημοσιότητα θα μπορούσε να έχει, ιδίως για ένα διάδικο, σοβαρές και άδικες επιπτώσεις.

Άρθρο 76

Αποδεικτική διαδικασία1. Σε κάθε διαδικασία ενώπιον του Γραφείου, επιτρέπονται ιδίως τα ακόλουθα αποδεικτικά μέσα:

α) η εξέταση των διαδίκων 7

β) η αίτηση πληροφοριών 7

γ) η προσκόμιση εγγράφων και δειγμάτων 7

δ) η εξέταση των μαρτύρων 7

ε) η πραγματογνωμοσύνη 7

στ) οι έγγραφες ένορκες βεβαιώσεις ή υπεύθυνες δηλώσεις ή οι δηλώσεις οι οποίες έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους στο οποίο συντάσσονται.

2. Η επιληφθείσα υπηρεσία μπορεί να αναθέσει σε ένα από τα μέλη της τη διεξαγωγή της αποδεικτικής διαδικασίας.

3. Εάν το Γραφείο κρίνει απαραίτητο να καταθέσει προφορικά διάδικος, μάρτυρας ή πραγματογνώμονας, κλητεύει το εν λόγω πρόσωπο να εμφανισθεί ενώπιόν του.

4. Οι διάδικοι ενημερώνονται για την εξέταση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα ενώπιον του Γραφείου. Έχουν το δικαίωμα να παρίστανται και να υποβάλλουν ερωτήσεις στον μάρτυρα ή τον πραγματογνώμονα.

Άρθρο 77

Κοινοποίηση

Το Γραφείο κοινοποιεί αυτεπάγγελτα όλες τις αποφάσεις και κλητεύσεις για εμφάνιση ενώπιόν του, καθώς και τις γνωστοποιήσεις που αποτελούν αφετηρία προθεσμιών ή των οποίων η κοινοποίηση προβλέπεται από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού ή από τον εκτελεστικό κανονισμό, ή διατάσσεται από τον πρόεδρο του Γραφείου.

Άρθρο 78

Επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (restitutio in integrum)

1. Ο καταθέτης ή ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος ή οποιοσδήποτε άλλος διάδικος σε διαδικασία ενώπιον του Γραφείου ο οποίος, παρότι επέδειξε όλη την επιμέλεια που επιβάλλουν οι περιστάσεις, δεν μπόρεσε να τηρήσει μια προθεσμία έναντι του Γραφείου, αποκαθίσταται, μετά από αίτηση, στα δικαιώματά του εάν το κώλυμα είχε ως άμεση συνέπεια, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, την απώλεια δικαιώματος ή ένδικου μέσου.

2. Η αίτηση πρέπει να υποβληθεί εγγράφως εντός προθεσμίας δύο μηνών από την παύση του κωλύματος. Η μη διενεργηθείσα πράξη πρέπει να διενεργηθεί μέσα στην προθεσμία αυτή. Η αίτηση είναι παραδεκτή μόνον εντός προθεσμίας ενός έτους από τη λήξη της μη τηρηθείσας προθεσμίας. Σε περίπτωση που δεν υποβλήθηκε η αίτηση ανανέωσης της καταχώρησης ή δεν καταβλήθηκε το τέλος της ανανέωσης, η πρόσθετη προθεσμία των έξι μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 τρίτη φράση, αφαιρείται από την περίοδο του ενός έτους.

3. Η αίτηση πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά και τους λόγους που προβάλλονται για την υποστήριξή της. Η αίτηση θεωρείται ότι έχει υποβληθεί μόνον αφού καταβληθεί το τέλος επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

4. Το τμήμα που είναι αρμόδιο να αποφασίσει για τη μη διενεργηθείσα πράξη, αποφασίζει και για την αίτηση.

5. Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στις προθεσμίες που προβλέπονται στην παράγραφο 2, καθώς και στο άρθρο 29 παράγραφος 1 και στο άρθρο 42 παράγραφος 1.

6. Όταν ο καταθέτης ή ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος αποκατασταθεί στα δικαιώματά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί τα δικαιώματά του έναντι τρίτου ο οποίος, καλόπιστα, έθεσε προϊόντα στο εμπόριο ή παρέσχε υπηρεσίες με σημείο ταυτόσημο ή ομοειδές με το κοινοτικό σήμα, κατά το διάστημα μεταξύ της απώλειας του δικαιώματος στην αίτηση ή στο κοινοτικό σήμα και της δημοσίευσης της μνείας αποκατάστασης αυτού του δικαιώματος.

7. Ο τρίτος που μπορεί να επικαλεστεί την παράγραφο 6 μπορεί να ασκήσει τριτανακοπή κατά της απόφασης αποκατάστασης του καταθέτη ή του δικαιούχου κοινοτικού σήματος στα δικαιώματά τους, μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης της μνείας αποκατάστασης του δικαιώματος.

8. Το παρόν άρθρο δεν επηρεάζει το δικαίωμα κράτους μέλους να παρέχει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση ως προς τις προθεσμίες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και που πρέπει να τηρούνται έναντι των αρχών του κράτους αυτού.

Άρθρο 79

Αναφορά στις γενικές αρχές

Οσάκις δεν υπάρχει δικονομική διάταξη στον παρόντα κανονισμό, τον εκτελεστικό κανονισμό, τον κανονισμό για τα τέλη ή τον κανονισμό διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών, το Γραφείο λαμβάνει υπόψη τις σχετικές αρχές που γίνονται γενικά δεκτές στα κράτη μέλη.

Άρθρο 80

Λήξη των οικονομικών υποχρεώσεων

1. Το δικαίωμα του Γραφείου να απαιτεί την καταβολή τελών, παραγράφεται τέσσερα έτη μετά το τέλος του ημερολογιακού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου το τέλος κατέστη απαιτητό.

2. Τα δικαιώματα κατά του Γραφείου όσον αφορά την επιστροφή τελών ή ποσών που εισπράχθηκαν απ' αυτό καθ' υπέρβαση κατά την καταβολή των τελών, παραγράφονται τέσσερα έτη μετά το τέλος του ημερολογιακού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου γεννήθηκε το δικαίωμα.

3. Η προθεσμία που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2 διακόπτεται στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 με πρόσκληση εξόφλησης του τέλους, στη δε περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 με ειδική προς τούτο γραπτή αίτηση. Η προθεσμία αυτή αρχίζει εκ νέου να προσμετράται από την ημερομηνία της διακοπής της και λήγει, το αργότερο, έξι έτη μετά το τέλος του ημερολογιακού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου άρχισε να προσμετράται για πρώτη φορά, εκτός αν, εν τω μεταξύ, ασκηθεί αγωγή για την ικανοποίηση αυτού του δικαιώματος 7 στην περίπτωση αυτή, η προθεσμία λήγει το νωρίτερο ένα έτος μετά την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση απέκτησε ισχύ δεδικασμένου.

ΤΜΗΜΑ 2

ΕΞΟΔΑ

Άρθρο 81

Έξοδα

1. Ο ηττηθείς διάδικος σε διαδικασία ανακοπής, έκπτωσης, ακυρότητας ή προσφυγής βαρύνεται με τα τέλη στα οποία έχει υποβληθεί ο άλλος διάδικος, καθώς, και με την επιφύλαξη του άρθρου 115 παράγραφος 6, με όλα τα απαραίτητα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων μετακίνησης και παραμονής, καθώς και της αμοιβής ενός ειδικού πληρεξουσίου, συμβούλου ή δικηγόρου, εντός ορίων των τελών που έχουν καθοριστεί, υπό τους όρους που προβλέπει ο εκτελεστικός κανονισμός για κάθε κατηγορία εξόδων.

2. Ωστόσο, στο βαθμό που τυχόν οι διάδικοι ενίκησαν και ηττήθηκαν μερικώς ή όταν το απαιτεί η ευθυδικία, το τμήμα ανακοπών ή το τμήμα ακύρωσης ή το τμήμα προσφυγών αποφασίζει διαφορετική κατανομή των εξόδων.

3. Ο διάδικος που τερματίζει μια διαδικασία ανακαλώντας την αίτηση κοινοτικού σήματος, την ανακοπή, την αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας, ή την προσφυγή ή ακόμη μη ανανεώνοντας την καταχώρηση του κοινοτικού σήματος ή παραιτούμενος από αυτό, βαρύνεται με τα τέλη, καθώς και τα έξοδα στα οποία έχει υποβληθεί ο άλλος διάδικος, υπό τους όρους που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2.

4. Σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης, το τμήμα ανακοπών, το τμήμα ακύρωσης ή το τμήμα προσφυγών, κανονίζει τα έξοδα κατά την κρίση του.

5. Εφόσον οι διάδικοι συνάψουν ενώπιον του τμήματος ανακοπών, του τμήματος ακύρωσης ή του τμήματος προσφυγών, συμφωνία περί των εξόδων διαφορετική από αυτή που προκύπτει από την εφαρμογή των προηγούμενων παραγράφων, το οικείο τμήμα σημειώνει τη συμφωνία αυτή.

6. Ο γραμματέας του τμήματος ανακοπών ή του τμήματος ακύρωσης ή του τμήματος προσφυγών ορίζει, μετά από σχετική αίτηση, το ποσό των εξόδων που θα πρέπει να καταβληθεί βάσει των προηγούμενων παραγράφων. Το ποσό αυτό, μετά από αίτηση που υποβάλλεται εντός της ταχθείσας προθεσμίας, μπορεί να αναθεωρηθεί με απόφαση του τμήματος ανακοπών ή του τμήματος ακυρώσεων ή του τμήματος προσφυγών.

Άρθρο 82

Εκτέλεση των αποφάσεων καθορισμού των εξόδων

1. Κάθε τελεσίδικη απόφαση του Γραφείου, η οποία καθορίζει το ποσό των εξόδων, αποτελεί τίτλο εκτελεστό.

2. Η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από τους κανόνες της πολιτικής δικονομίας που ισχύουν στο κράτος στο οποίο λαμβάνει χώρα. Ο εκτελεστήριος τύπος περιάπτεται, χωρίς κανένα άλλο έλεγχο πέρα από τον έλεγχο της γνησιότητας του τίτλου, από την εθνική αρχή η οποία ορίζεται για το σκοπό αυτό από την κυβέρνηση κάθε κράτους μέλους, η οποία τη γνωστοποιεί στο Γραφείο και στο Δικαστήριο.

3. Μετά την ολοκλήρωση αυτών των διατυπώσεων, το ενδιαφερόμενο μέρος, κατόπιν αιτήσεώς του, μπορεί να προχωρήσει σε αναγκαστική εκτέλεση προσφεύγοντας απευθείας στο αρμόδιο όργανο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

4. Η αναγκαστική εκτέλεση είναι δυνατό να ανασταλεί μόνο με απόφαση του Δικαστηρίου. Εντούτοις, ο έλεγχος της νομιμότητας των μέσων εκτέλεσης υπάγεται στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων της συγκεκριμένης χώρας.

ΤΜΗΜΑ 3

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

Άρθρο 83

Μητρώο κοινοτικών σημάτων

Το Γραφείο τηρεί μητρώο, το οποίο καλείται μητρώο κοινοτικών σημάτων, όπου σημειώνονται όλα τα στοιχεία των οποίων η καταχώρηση ή η μνεία προβλέπεται από τον παρόντα κανονισμό ή τον εκτελεστικό κανονισμό. Το μητρώο είναι στη διάθεση του κοινού για έρευνα.

Άρθρο 84

Δημόσια έρευνα

1. Οι φάκελοι οι σχετικοί με τις αιτήσεις κοινοτικών σημάτων οι οποίες δεν έχουν ακόμα δημοσιευθεί, είναι προσιτοί στο κοινό για έρευνα μόνο με τη συγκατάθεση του καταθέτη.

2. Οποιοσδήποτε αποδεικνύει ότι ο καταθέτης κοινοτικού σήματος διαβεβαίωσε ότι θα επικαλεστεί έναντί του τα δικαιώματα που απορρέουν από την καταχώρηση του σήματος, δύναται να συμβουλευθεί το φάκελο πριν από τη δημοσίευση της αίτησης και χωρίς τη συγκατάθεση του καταθέτη.

3. Μετά τη δημοσίευση της αίτησης κοινοτικού σήματος, οι φάκελοι της εν λόγω αίτησης και του σήματος στο οποίο η αίτηση οδήγησε μπορούν να είναι προσιτοί στο κοινό για έρευνα, κατόπιν αιτήσεως.

4. Εντούτοις, και όταν οι φάκελοι είναι προσιτοί στο κοινό για έρευνα, κατ' εφαρμογή των παραγράφων 2 ή 3, ορισμένα έγγραφα των φακέλων δύνανται να εξαιρούνται, σύμφωνα με τον εκτελεστικό κανονισμό.

Άρθρο 85

Περιοδικές δημοσιεύσεις

Το Γραφείο δημοσιεύει περιοδικά:

α) δελτίο κοινοτικών σημάτων, το οποίο περιλαμβάνει τις καταχωρήσεις στο μητρώο κοινοτικών σημάτων, καθώς και όλα τα άλλα στοιχεία των οποίων η δημοσίευση προβλέπεται στον παρόντα ή στον εκτελεστικό κανονισμό 7

β) επίσημη εφημερίδα, η οποία περιλαμβάνει τις κοινοποιήσεις και πληροφορίες γενικής φύσεως που προέρχονται από τον πρόεδρο του Γραφείου, όπως επίσης και κάθε άλλη πληροφορία σχετική με τον παρόντα κανονισμό και την εφαρμογή του.

Άρθρο 86

Διοικητική συνεργασία

Εκτός αντιθέτων διατάξεων του παρόντος κανονισμού ή των εθνικών νομοθεσιών, το Γραφείο και τα δικαστήρια ή οι άλλες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών παρέχουν αμοιβαία συνδρομή, μετά από σχετική αίτηση, ανταλλάσσοντας πληροφορίες ή φακέλους. Όταν το Γραφείο ανακοινώνει τους φακέλλους στα δικαστήρια, στις εισαγγελίες και στις κεντρικές υπηρεσίες βιομηχανικής ιδιοκτησίας, η ανακοίνωση δεν υπόκειται στους περιορισμούς που προβλέπονται στο άρθρο 84.

Άρθρο 87

Ανταλλαγή δημοσιεύσεων

1. Το Γραφείο και οι κεντρικές υπηρεσίες βιομηχανικής ιδιοκτησίας των κρατών μελών ανταλλάσσουν δωρεάν, για την κάλυψη των αναγκών τους και μετά από αίτηση, ένα ή περισσότερα αντίτυπα των αντίστοιχων δημοσιεύσεών τους.

2. Το Γραφείο μπορεί να συνάπτει συμφωνίες για την ανταλλαγή ή την αποστολή δημοσιεύσεων.

ΤΜΗΜΑ 4

ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ

Άρθρο 88

Γενικές αρχές σχετικές με την εκπροσώπηση

1. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, κανένας δεν έχει υποχρέωση να ορίσει αντιπρόσωπο ενώπιον του Γραφείου.

2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 δεύτερη φράση, τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που δεν έχουν κατοικία, έδρα ή πραγματική και ενεργό βιομηχανική ή εμπορική εγκατάσταση στην Κοινότητα πρέπει να εκπροσωπούνται ενώπιον του Γραφείου, σύμφωνα με το άρθρο 89 παράγραφος 1, σε κάθε διαδικασία που θεσπίζει ο παρών κανονισμός, εκτός από την κατάθεση αίτησης κοινοτικού σήματος. Στον εκτελεστικό κανονισμό μπορούν να προβλεφθούν και άλλες εξαιρέσεις.

3. Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν την κατοικία ή την έδρα τους ή πραγματική και ενεργό, βιομηχανική ή εμπορική εγκατάσταση στην Κοινότητα, μπορούν να εκπροσωπούνται ενώπιον του Γραφείου από υπάλληλό τους ο οποίος πρέπει να καταθέσει στο εν λόγω Γραφείο πληρεξούσιο το οποίο τοποθετείται στο φάκελο και του οποίου οι λεπτομέρειες καθορίζονται στον εκτελεστικό κανονισμό. Στην περίπτωση αυτή, ο υπάλληλος νομικού προσώπου που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο, μπορεί να ενεργεί και για άλλα νομικά πρόσωπα που συνδέονται οικονομικά με το πρόσωπο αυτό, ακόμα και αν αυτά τα άλλα νομικά πρόσωπα δεν έχουν κατοικία ή έδρα ή πραγματική και ενεργό, βιομηχανική ή εμπορική, εγκατάσταση, στην Κοινότητα.

Άρθρο 89

Επαγγελματική εκπροσώπηση

1. Η εκπροσώπηση των φυσικών και νομικών προσώπων, ενώπιον του Γραφείου, αναλαμβάνεται μόνον:

α) από δικηγόρο, ο οποίος δικαιούται να ασκεί δικηγορία στο έδαφος κράτους μέλους και έχει την επαγγελματική του κατοικία στην Κοινότητα, εφόσον, στο συγκεκριμένο κράτος, μπορεί να ενεργεί ως πληρεξούσιος σε θέματα σημάτων ή

β) από τους εγκεκριμένους πληρεξουσίους οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στον πίνακα που τηρεί, γι' αυτόν το σκοπό, το Γραφείο.

Οι παρά τω Γραφείων αντιπρόσωποι καταθέτουν σ' αυτό ενυπόγραφο πληρεξούσιο το οποίο πρέπει να κατατεθεί στο φάκελο, και οι λεπτομέρειες του οποίου καθορίζονται από τον εκτελεστικό κανονισμό.

2. Στον κατάλογο των εγκεκριμένων πληρεξουσιών, επιτρέπεται να εγγραφεί κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο:

α) έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους 7

β) έχει την επαγγελματική του κατοικία ή τον τόπο εργασίας του στην Κοινότητα 7

γ) δικαιούται να εκπροσωπεί, σε υποθέσεις σημάτων, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ενώπιον της κεντρικής υπηρεσίας βιομηχανικής ιδιοκτησίας του κράτους μέλους στο οποίο έχει την επαγγελματική του κατοικία ή απασχολείται. Όταν, στο κράτος αυτό, η απονομή της ιδιότητας δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ειδικών επαγγελματικών προσόντων, τα πρόσωπα τα οποία ενεργούν σε υποθέσεις σημάτων ενώπιον της κεντρικής υπηρεσίας της βιομηχανικής ιδιοκτησίας του εν λόγω κράτους και ζητούν την εγγραφή τους στον πίνακα του Γραφείου, πρέπει να έχουν ασκήσει κανονικά το επάγγελμα τουλάχιστον επί πέντε έτη. Ωστόσο, απαλλάσσονται από την εν λόγω προϋπόθεση της άσκησης του επαγγέλματος τα πρόσωπα των οποίων τα επαγγελματικά προσόντα, για την εκπροσώπηση φυσικών ή νομικών προσώπων σε υποθέσεις σημάτων ενώπιον της κεντρικής υπηρεσίας βιομηχανικής ιδιοκτησίας κράτους μέλους, είναι επίσημα αναγνωρισμένα σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του κράτους αυτού.

3. Η εγγραφή γίνεται μετά από αίτηση συνοδευόμενη από βεβαίωση της κεντρικής υπηρεσίας βιομηχανικής ιδιοκτησίας του οικείου κράτους μέλους, η οποία να πιστοποιεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

4. Ο πρόεδρος του Γραφείου μπορεί να επιτρέψει παρέκκλιση από:

α) την παράγραφο 2 στοιχείο γ) δεύτερη φράση, αν ο αιτών αποδείξει ότι έχει αποκτήσει το απαιτούμενο προσόν με άλλο τρόπο 7

β) την παράγραφο 2 στοιχείο α), σε ιδιάζουσες περιπτώσεις.

5. Ο εκτελεστικός κανονισμός καθορίζει τις προϋποθέσεις διαγραφής, ενός προσώπου από τον κατάλογο των εγκεκριμένων πληρεξουσίων.

ΤΙΤΛΟΣ Χ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΕ ΑΓΩΓΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΑ ΣΗΜΑΤΑ

ΤΜΗΜΑ 1

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ

Άρθρο 90

Εφαρμογή της σύμβασης περί δικαιοδοσίας και εκτελέσεως

1. Εφόσον δεν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισμό, στις διαδικασίες που αφορούν τα κοινοτικά σήματα και τις αιτήσεις κοινοτικού σήματος καθώς και στις δίκες που αφορούν τις ταυτόχρονες ή διαδοχικές αγωγές που ασκούνται με βάση κοινοτικά και εθνικά σήματα, εφαρμόζονται οι διατάξεις της σύμβασης περί διεθνούς δικαιοδοσίας και εκτελέσεως των αποφάσεων επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 27 Σεπτεμβρίου 1968, όπως τροποποιήθηκε από τις συμβάσεις προσχώρησης στη σύμβαση αυτή των κρατών που προσχώρησαν στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, του συνόλου της σύμβασης αυτής και των συμβάσεων προσχώρησης, καλουμένου εφεξής «σύμβαση περί δικαιοδοσίας και εκτελέσεως».

2. Όσον αφορά τις διαδικασίες μετά από αγωγές και ανταγωγές που προβλέπονται στο άρθρο 92:

α) το άρθρο 2, το άρθρο 4, το άρθρο 5 παράγραφοι 1, 3, 4 και 5 το άρθρο 24 της σύμβασης περί δικαιοδοσίας και εκτελέσεως, δεν εφαρμόζονται 7

β) τα άρθρα 17 και 18 της σύμβασης αυτής εφαρμόζονται εντός των ορίων του άρθρου 93 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού 7

γ) οι διατάξεις του τίτλου ΙΙ της σύμβασης αυτής που εφαρμόζονται στα πρόσωπα που έχουν κατοικία σε ένα κράτος μέλος, εφαρμόζονται επίσης και στα πρόσωπα που δεν έχουν μεν κατοικία σε ένα κράτος μέλος, αλλά έχουν εγκατάσταση σ' αυτό.

ΤΜΗΜΑ 2

ΔΙΚΕΣ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΡΑΠΟΙΗΣΗΣ/ΑΠΟΜΙΜΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΣΗΜΑΤΩΝ

Άρθρο 91

Δικαστήρια κοινοτικών σημάτων

1. Τα κράτη μέλη ορίζουν στο έδαφός τους το μικρότερο δυνατό αριθμό πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων εθνικών δικαστηρίων που καλούνται στο εξής «δικαστήρια κοινοτικών σημάτων», τα οποία ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό.

2. Κάθε κράτος μέλος ανακοινώνει στην Επιτροπή, μέσα σε προθεσμία τριών ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, κατάλογο των δικαστηρίων κοινοτικών σημάτων στον οποίο αναφέρονται η ονομασία τους και η κατά τόπον αρμοδιότητά τους.

3. Κάθε μεταβολή επερχόμενη μετά την ανακοίνωση του καταλόγου που προβλέπεται στην παράγραφο 2 και σχετικά με τον αριθμό, την ονομασία ή την κατά τόπον αρμοδιότητα των εν λόγω δικαστηρίων, γνωστοποιείται αμελλητί από το οικείο κράτος μέλος στην Επιτροπή.

4. Οι πληροφορίες που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 κοινοποιούνται από την Επιτροπή στα κράτη μέλη και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

5. Εφόσον ένα κράτος μέλος δεν έχει προβεί στην ανακοίνωση που προβλέπεται στην παράγραφο 2, κάθε διαδικασία που προκύπτει από αγωγή ή ανταγωγή βάσει του άρθρου 92 και για την οποία είναι αρμόδια τα δικαστήρια του κράτους αυτού κατ' εφαρμογή του άρθρου 93, διεξάγεται ενώπιον εκείνου του δικαστηρίου του κράτους αυτού που θα ήταν κατά τόπο και καθ' ύλην αρμόδιο αν επρόκειτο για δίκη σχετική με εθνικό σήμα καταχωρημένο στο συγκεκριμένο κράτος.

Άρθρο 92

Αρμοδιότητα σε θέματα παραποίησης/απομίμησης και εγκυρότητας

Τα δικαστήρια κοινοτικών σημάτων έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα για την εκδίκαση:

α) όλων των αγωγών για παραποίηση/απομίμηση και - εάν επιτρέπεται από το εθνικό δίκαιο - για επαπειλούμενη παραποίηση/απομίμηση κοινοτικού σήματος 7

β) των αναγνωριστικών αγωγών για μη παραποίηση/απομίμηση, αν επιτρέπεται από το εθνικό δίκαιο 7

γ) όλων των αγωγών που εγείρονται για πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφος 3 δεύτερη φράση 7

δ) των ανταγωγών για έκπτωση ή ακυρότητα του κοινοτικού σήματος που προβλέπονται στο άρθρο 96.

Άρθρο 93

Διεθνής δικαιοδοσία

1. Με την επιφύλαξη του παρόντος κανονισμού, καθώς και της σύμβασης περί δικαιοδοσίας και εκτελέσεως που εφαρμόζονται δυνάμει του άρθρου 90, οι διαδικασίες που προκύπτουν από αγωγές και ανταγωγές που προβλέπονται στο άρθρο 92, διεξάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο ο εναγόμενος έχει την κατοικία του ή, αν δεν έχει κατοικία σε ένα από τα κράτη μέλη, στο δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο έχει εγκατάσταση.

2. Εάν ο εναγόμενος δεν έχει ούτε κατοικία ούτε εγκατάσταση σε κράτος μέλος, οι διαδικασίες αυτές διεξάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο έχει την κατοικία του ο ενάγων, ή, αν δεν έχει κατοικία σε ένα από τα κράτη μέλη, ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο έχει εγκατάσταση.

3. Εάν ούτε ο εναγόμενος ούτε ο ενάγων έχουν κατοικία ή εγκατάσταση, οι εν λόγω διαδικασίες διεξάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο εδρεύει το Γραφείο.

4. Παρά τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3:

α) το άρθρο 17 της σύμβασης περί δικαιοδοσίας και εκτελέσεως εφαρμόζεται εάν οι διάδικοι συμφωνήσουν ότι είναι αρμόδιο κάποιο άλλο δικαστήριο κοινοτικών σημάτων 7

β) εφαρμόζεται το άρθρο 18 της σύμβασης αυτής, εάν ο εναγόμενος παρίσταται ενώπιον άλλου δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων.

Οι διαδικασίες που προκύπτουν από αγωγές και ανταγωγές που προβλέπονται στο άρθρο 92 πλην των αναγνωριστικών αγωγών για τη μη παραποίηση/απομίμηση κοινοτικού σήματος, μπορούν επίσης να διεξαχθούν ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο διαπράχθηκε ή επαπειλείται να διαπραχθεί η παραποίηση/απομίμηση ή στο οποίο διαπράχθηκε πράξη προβλεπόμενη στο άρθρο 9 παράγραφος 3 δεύτερη φράση.

Άρθρο 94

Έκταση της αρμοδιότητας

1. Ένα δικαστήριο κοινοτικών σημάτων η αρμοδιότητα του οποίου βασίζεται στο άρθρο 93 παράγραφοι 1 έως 4, είναι αρμόδιο να αποφαίνεται για:

- τις πράξεις παραποίησης/απομίμησης που διαπράχθηκαν ή επαπειλούνται να διαπραχθούν στο έδαφος οποιουδήποτε κράτους μέλους,

- τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 3 δεύτερη φράση και διαπράχθηκαν στο έδαφος οποιουδήποτε κράτους μέλους.

2. Ένα δικαστήριο κοινοτικών σημάτων η αρμοδιότητα του οποίου βασίζεται στο άρθρο 93 παράγραφος 5, είναι αρμόδιο να αποφαίνεται μόνον για τις πράξεις που διαπράχθηκαν ή που επαπειλούνται να διαπραχθούν στο έδαφος του κράτους μέλους, στο οποίο εδρεύει το δικαστήριο αυτό.

Άρθρο 95

Τεκμήριο εγκυρότητας - Άμυνα επί της ουσίας

1. Τα δικαστήρια κοινοτικών σημάτων θεωρούν το κοινοτικό σήμα έγκυρο, εκτός εάν ο εναγόμενος αμφισβητήσει την εγκυρότητα με ανταγωγή έκπτωσης ή ακυρότητας.

2. Η εγκυρότητα κοινοτικού σήματος δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με αναγνωριστική αγωγή για μη παραποίηση/απομίμηση.

3. Στις αναφερόμενες στο άρθρο 92 στοιχεία α) και γ) αγωγές, η ένσταση της έκπτωσης ή της ακυρότητας του κοινοτικού σήματος που προβάλλεται με άλλο τρόπο πλην της ανταγωγής, είναι παραδεκτή μόνο στο βαθμό που ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος θα μπορούσε να εκπέσει των δικαιωμάτων του λόγω ανεπαρκούς χρήσης ή ότι το σήμα θα μπορούσε να κηρυχθεί άκυρο λόγω ύπαρξης προγενέστερου δικαιώματος του εναγόμενου.

Άρθρο 96

Ανταγωγή

1. Η ανταγωγή με αίτημα την έκπτωση ή την ακυρότητα μπορεί να βασίζεται μόνο στους λόγους έκπτωσης ή ακυρότητας που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

2. Το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων απορρίπτει ανταγωγή έκπτωσης ή ακυρότητας, αν το Γραφείο έχει ήδη εκδώσει τελεσίδικη απόφαση, επί υποθέσεως με το αυτό αντικείμενο, για τους αυτούς λόγους και μεταξύ των αυτών διαδίκων.

3. Εάν η ανταγωγή ασκείται σε δίκη όπου ο δικαιούχος του σήματος δεν είναι διάδικος, του ανακοινώνεται η δίκη και δικαιούται να παρέμβει σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπει το εθνικό δίκαιο.

4. Το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων ενώπιον του οποίου έχει ασκηθεί ανταγωγή έκπτωσης ή ακυρότητας κοινοτικού σήματος, ανακοινώνει στο Γραφείο την ημερομηνία άσκησης της ανταγωγής αυτής. Το Γραφείο σημειώνει το γεγονός αυτό στο μητρώο κοινοτικών σημάτων.

5. Εφαρμόζεται το άρθρο 56 παράγραφοι 3, 4, 5 και 6.

6. Όταν απόφαση δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων επί ανταγωγής έκπτωσης ή ακυρότητας κοινοτικού σήματος αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, αντίγραφό της διαβιβάζεται στο Γραφείο. Κάθε διάδικος μπορεί να ζητήσει πληροφορίες για τη διαβίβαση αυτή. Το Γραφείο καταχωρεί μνεία της απόφασης στο μητρώο κοινοτικών σημάτων σύμφωνα με τους όρους του εκτελεστικού κανονισμού.

7. Το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων το οποίο έχει επιληφθεί ανταγωγής έκπτωσης ή ακυρότητας, μπορεί να αναστείλει την έκδοση της αποφάσεως με αίτηση του δικαιούχου του κοινοτικού σήματος και κατόπιν ακροάσεως των άλλων διαδίκων και να καλέσει τον εναγόμενο να υποβάλει στο Γραφείο, μέσα σε προθεσμία που του τάσσει, αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας. Αν η αίτηση αυτή δεν υποβληθεί μέσα στην ταχθείσα προθεσμία, τότε η διαδικασία συνεχίζεται 7 η ανταγωγή θεωρείται ότι έχει αποσυρθεί. Εφαρμόζεται το άρθρο 100 παράγραφος 3.

Άρθρο 97

Εφαρμοστέο δίκαιο

1. Τα δικαστήρια κοινοτικών σημάτων εφαρμόζουν τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

2. Για όλα τα θέματα που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων εφαρμόζει το εθνικό του δίκαιο, συμπεριλαμβανομένου του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του.

3. Εφόσον δεν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισμό, το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων εφαρμόζει τους δικονομικούς κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται στις αντίστοιχες αγωγές που αφορούν εθνικό σήμα στο κράτος μέλος στο οποίο εδρεύει το δικαστήριο αυτό.

Άρθρο 98

Κυρώσεις

1. Όταν ένα δικαστήριο κοινοτικών σημάτων διαπιστώνει ότι ο εναγόμενος έχει παραποιήσει/απομιμηθεί ή έχει απειλήσει να παραποιήσει/απομιμηθεί κοινοτικό σήμα και εφόσον δεν υπάρχουν ειδικοί λόγοι που το αποκλείουν, εκδίδει απόφαση που απαγορεύει στον εναγόμενο να συνεχίσει τις πράξεις της παραποίησης/απομίμησης ή την επαπειλούμενη παραποίηση/απομίμηση. Λαμβάνει επίσης, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τα κατάλληλα μέτρα που εξασφαλίζουν την τήρηση αυτής της απαγόρευσης.

2. Εξάλλου, το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων εφαρμόζει το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο διαπράχθηκαν οι πράξεις παραποίησης/απομίμησης ή επαπειλείται η παραποίηση/απομίμηση, συμπεριλαμβανομένου του διεθνούς ιδιωτικού δικαίου του.

Άρθρο 99

Ασφαλιστικά μέτρα

1. Είναι δυνατό να ζητηθεί από τα δικαστήρια κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων κοινοτικών σημάτων, η λήψη για ένα κοινοτικό σήμα, ή αίτηση κοινοτικού σήματος, των ασφαλιστικών μέτρων που προβλέπονται από το δίκαιο του κράτους αυτού για τα εθνικά σήματα, ακόμα και αν, βάσει του παρόντος κανονισμού, αρμόδιο επί της ουσίας είναι δικαστήριο κοινοτικών σημάτων άλλου κράτους μέλους.

2. Ένα δικαστήριο κοινοτικών σημάτων του οποίου η αρμοδιότητα βασίζεται στο άρθρο 93 παράγραφοι 1, 2, 3 και 4, είναι αρμόδιο να διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα τα οποία ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος, με την επιφύλαξη των απαραίτητων διαδικασιών για την αναγνώριση και την εκτέλεσή τους, σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙΙ της σύμβασης περί δικαιοδοσίας και εκτελέσεως. Η αρμοδιότητα αυτή είναι αποκλειστική.

Άρθρο 100

Ειδικοί κανόνες συνάφειας

1. Εφόσον δεν υπάρχουν ειδικοί λόγοι συνέχισης της δίκης, ένα δικαστήριο κοινοτικών σημάτων που έχει επιληφθεί αγωγής η οποία προβλέπεται στο άρθρο 92, εκτός της αναγνωριστικής αγωγής μη παραποίησης/απομίμησης, αναστέλλει τη διαδικασία, είτε με δική του πρωτοβουλία και αφού ακούσει τους διαδίκους, είτε με αίτηση ενός διαδίκου και αφού ακούσει τους λοιπούς διαδίκους, εάν το κύρος του κοινοτικού σήματος έχει ήδη αμφισβητηθεί με ανταγωγή ενώπιον άλλου δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων ή εάν έχει ήδη υποβληθεί ενώπιον του Γραφείου αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας.

2. Εφόσον δεν υπάρχουν ειδικοί λόγοι συνέχισης της δίκης, το Γραφείο, όταν έχει επιληφθεί αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας, αναστέλλει τη διαδικασία είτε με δική του πρωτοβουλία και αφού ακούσει τους διαδίκους, είτε με αίτηση ενός διαδίκου και αφού ακούσει τους λοιπούς διαδίκους, εάν το κύρος του κοινοτικού σήματος έχει ήδη αμφισβητηθεί με ανταγωγή ενώπιον δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων. Ωστόσο, αν το ζητήσει ένας από τους διαδίκους στη δίκη ενώπιον του δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων, το δικαστήριο μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία, αφού ακούσει τη γνώμη και των άλλων διαδίκων. Στην περίπτωση αυτή, το Γραφείο συνεχίζει τη διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιόν του.

3. Το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων που αναστέλλει τη διαδικασία, μπορεί να διατάσσει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για όλη τη διάρκεια της αναστολής.

Άρθρο 101

Αρμοδιότητα των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων κοινοτικών σημάτων - Αίτηση αναίρεσης

1. Οι εκδιδόμενες αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων κοινοτικών σημάτων στις διαδικασίες που διεξάγονται στα πλαίσια αγωγών και ανταγωγών που προβλέπονται στο άρθρο 92 υπόκεινται σε έφεση ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων κοινοτικών σημάτων.

2. Οι προϋποθέσεις άσκησης εφέσεως ενώπιον δευτεροβαθμίου δικαστηρίου κοινοτικών σημάτων καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο εδρεύει το δικαστήριο αυτό.

3. Οι εθνικές διατάξεις σχετικά με την αίτηση αναίρεσης εφαρμόζονται στις αποφάσεις των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων κοινοτικών σημάτων.

ΤΜΗΜΑ 3

ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΚΕΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΑ ΚΟΙΝΟΤΙΚΑ ΣΗΜΑΤΑ

Άρθρο 102

Συμπληρωματικές διατάξεις περί αρμοδιότητας άλλων εθνικών δικαστηρίων εκτός των δικαστηρίων κοινοτικών σημάτων

1. Στο κράτος μέλος, τα δικαστήρια του οποίου είναι αρμόδια σύμφωνα με το άρθρο 90 παράγραφος 1, οι αγωγές οι οποίες δεν προβλέπονται στο άρθρο 92, ασκούνται ενώπιον των δικαστηρίων που θα ήταν κατά τόπο και καθ' ύλην αρμόδια αν επρόκειτο για αγωγές σχετικές με εθνικά σήματα καταχωρημένα στο κράτος αυτό.

2. Όταν, βάσει του άρθρου 90 παράγραφος 1 και της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, κανένα δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο για την εκδίκαση άλλης αγωγής, εκτός από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 92, σχετικά με κοινοτικό σήμα, η εν λόγω αγωγή μπορεί να ασκείται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους όπου εδρεύει το Γραφείο.

Άρθρο 103

Υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου

Το εθνικό δικαστήριο που επελήφθη αγωγής μη προβλεπομένης στο άρθρο 92 και σχετικής με κοινοτικό σήμα, πρέπει να θεωρεί το εν λόγω κοινοτικό σήμα ως έγκυρο.

ΤΜΗΜΑ 4

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 104

Μεταβατική διάταξη σχετικά με την εφαρμογή της σύμβασης περί δικαιοδοσίας και εκτελέσεως

Οι διατάξεις της σύμβασης περί δικαιοδοσίας και εκτελέσεως που είναι εφαρμοστέες δυνάμει των προηγούμενων άρθρων, παράγουν αποτελέσματα όσον αφορά ένα κράτος μέλος αποκλειστικά στο κείμενο της σύμβασης το οποίο ισχύει όσον αφορά τα κράτος αυτό σε δεδομένη στιγμή.

ΤΙΤΛΟΣ XI ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

ΤΜΗΜΑ 1

ΑΣΤΙΚΕΣ ΑΓΩΓΕΣ ΕΠΙ ΤΗ ΒΑΣΕΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΣΗΜΑΤΩΝ

Άρθρο 105

Ταυτόχρονες και διαδοχικές αστικές αγωγές επί τη βάσει κοινοτικών και εθνικών σημάτων

1. Άν έχουν ασκηθεί αγωγές παραποίησης/απομίμησης με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά μεταξύ των ιδίων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών που έχουν επιληφθεί το ένα με βάση κοινοτικό σήμα και το άλλο με βάση εθνικό σήμα:

α) κάθε δικαστήριο που επιλήφθηκε δεύτερο πρέπει, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, να διαπιστώσει την αναρμοδιότητά του υπέρ του πρώτου επιληφθέντος, όταν τα εν λόγω σήματα είναι ταυτόσημα και ισχύουν για ταυτόσημα προϊόντα ή υπηρεσίες. Το δικαστήριο που πρέπει να διαπιστώσει την αναρμοδιότητά του μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία αν η αρμοδιότητα του άλλου δικαστηρίου αμφισβητείται 7

β) κάθε δικαστήριο που επιλήφθηκε δεύτερο μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία όταν τα εν λόγω σήματα είναι ταυτόσημα και ισχύουν για ομοειδή προϊόντα ή υπηρεσίες, καθώς επίσης και όταν τα εν λόγω σήματα είναι ομοειδή και ισχύουν για ταυτόσημα ή ομοειδή προϊόντα ή υπηρεσίες.

2. Το δικαστήριο που έχει επιληφθεί αγωγής παραποίησης/απομίμησης με βάση κοινοτικό σήμα απορρίπτει την αγωγή εάν, με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά, έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της ουσίας μεταξύ των ιδίων διαδίκων, με βάση ταυτόσημο εθνικό σήμα, που ισχύει για ταυτόσημα προϊόντα ή υπηρεσίες.

3. Το δικαστήριο που έχει επιληφθεί αγωγής παραποίησης/απομίμησης με βάση εθνικό σήμα απορρίπτει την αγωγή εάν, με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά, έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της ουσίας μεταξύ των ιδίων διαδίκων, με βάση ταυτόσημο κοινοτικό σήμα, που ισχύει για ταυτόσημα προϊόντα ή υπηρεσίες.

4. Οι παράγραφοι, 1, 2 και 3 δεν ισχύουν για τα ασφαλιστικά μέτρα.

ΤΜΗΜΑ 2

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΤΗΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΣΗΜΑΤΩΝ

Άρθρο 106

Απαγόρευση της χρήσης κοινοτικών σημάτων

1. Εκτός αντιθέτου διατάξεως, ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει το δικαίωμα, που παρέχει το δίκαιο των κρατών μελών, για άσκηση αγωγών κατά της χρήσης μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος λόγω παραβίασης προγενέστερων δικαιωμάτων κατά την έννοια του άρθρου 8 ή του άρθρου 52 παράγραφος 2. Οι αγωγές που στρέφονται κατά της παραβίασης προγενέστερων δικαιωμάτων κατά την έννοια του άρθρου 8 παράγραφοι 2 και 4, δεν δύνανται ωστόσο να ασκηθούν εάν ο δικαιούχος του προγενέστερου δικαιώματος δεν δικαιούται πλέον, σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 2, να ζητήσει την ακυρότητα του κοινοτικού σήματος.

2. Εκτός αντιθέτου διατάξεως, ο παρών κανονισμός δεν θίγει το δικαίωμα άσκησης αγωγών, βάσει του αστικού, διοικητικού ή ποινικού δικαίου ενός κράτους μέλους ή βάσει διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, με αντικείμενο την απαγόρευση χρήσης ενός κοινοτικού σήματος, εφόσον μπορεί να γίνει επίκληση του δικαίου αυτού του κράτους μέλους ή του κοινοτικού δικαίου για να απαγορευθεί η χρήση ενός εθνικού σήματος.

Άρθρο 107

Προγενέστερα δικαιώματα τοπικής ισχύος

1. Ο δικαιούχος προγενέστερου δικαιώματος τοπικής ισχύος δύναται να αντιταχθεί στη χρήση του κοινοτικού σήματος στο έδαφος στο οποίο προστατεύεται το δικαίωμά του, εφόσον το επιτρέπει το δίκαιο του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

2. Η παράγραφος 1 παύει να εφαρμόζεται αν ο δικαιούχος του προγενέστερου δικαιώματος εγνώριζε επί πέντε συνεχή έτη και ανέχθηκε τη χρήση του κοινοτικού σήματος στο έδαφος στο οποίο προστατεύεται το δικαίωμά του, εκτός αν η κατάθεση του κοινοτικού σήματος έγινε με κακή πίστη.

3. Ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος δεν δύναται να αντιταχθεί στη χρήση του δικαιώματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ακόμα και αν δεν μπορεί πλέον να προβληθεί το δικαίωμα αυτό κατά του κοινοτικού σήματος.

ΤΜΗΜΑ 3

ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΣΕ ΑΙΤΗΣΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΗΜΑΤΟΣ

Άρθρο 108

Αίτηση για την έναρξη της εθνικής διαδικασίας

1. Ο καταθέτης ή ο δικαιούχος κοινοτικού σήματος δικαιούται να ζητήσει τη μετατροπή της αίτησής του ή του κοινοτικού του σήματος σε αίτηση εθνικού σήματος:

α) εφόσον η αίτηση κοινοτικού σήματος απορριφθεί ή ανακληθεί ή θεωρηθεί ότι ανακλήθηκε 7

β) εφόσον το κοινοτικό σήμα παύσει να παράγει αποτελέσματα.

2. Δεν χωρεί μετατροπή:

α) εάν ο δικαιούχος του κοινοτικού σήματος εξέπεσε των δικαιωμάτων του λόγω μη χρήσης του εν λόγω σήματος, εκτός εάν, στο κράτος μέλος για το οποίο ζητείται η μετατροπή, το κοινοτικό σήμα έχει χρησιμοποιηθεί υπό συνθήκες οι οποίες συνιστούν ουσιαστική χρήση κατά το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους 7

β) εάν επιδιώκεται η προστασία σε κράτος μέλος στο οποίο, σύμφωνα με απόφαση του Γραφείου ή του εθνικού δικαστηρίου, συντρέχει λόγος απαράδεκτου της καταχώρησης, ανάκλησης ή ακυρότητας της αίτησης ή του κοινοτικού σήματος.

3. Για την αίτηση εθνικού σήματος, η οποία προκύπτει από τη μετατροπή αίτησης ή από τη μετατροπή κοινοτικού σήματος, ισχύει, στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, η ημερομηνία κατάθεσης, ή η ημερομηνία προτεραιότητας αυτής της αίτησης ή αυτού του σήματος και, ενδεχομένως, η αρχαιότητα σήματος αυτού του κράτους η οποία μπορεί να διεκδικηθεί σύμφωνα με το άρθρο 34 ή το άρθρο 35.

4. Στις περιπτώσεις που:

- η αίτηση κοινοτικού σήματος θεωρείται ότι ανακλήθηκε ή απορρίφθηκε με τελεσίδικη απόφαση του Γραφείου,

- το κοινοτικό σήμα παύει να παράγει αποτελέσματα μετά από τελεσίδικη απόφαση του Γραφείου ή μετά από την καταχώρηση της παραίτησης από το κοινοτικό σήμα,

το Γραφείο απευθύνει στον καταθέτη ή τον δικαιούχο του σήματος γνωστοποίηση τάσσοντάς του προθεσμία τριών μηνών από τη γνωστοποίηση αυτή για την υποβολή της αίτησης μετατροπής.

5. Όταν ανακαλείται η αίτηση κοινοτικού σήματος, ή το κοινοτικό σήμα παύει να παράγει αποτελέσματα λόγω μη ανανέωσης της καταχώρησης, η αίτηση μετατροπής κατατίθεται, εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημερομηνία που ανακλήθηκε η αίτηση κοινοτικού σήματος, ή εξέπνευσε η ισχύς της καταχώρησής του.

6. Στην περίπτωση που το κοινοτικό σήμα παύσει να παράγει αποτελέσματα βάσει απόφασης εθνικού δικαστηρίου, η αίτηση μετατροπής πρέπει να υποβληθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση αυτή απέκτησε ισχύ δεδικασμένου.

7. Το άρθρο 32 παύει να παράγει αποτελέσματα αν η αίτηση δεν υποβληθεί μέσα στην ταχθείσα προθεσμία.

Άρθρο 109

Υποβολή, δημοσίευση και διαβίβαση της αίτησης μετατροπής

1. Η αίτηση μετατροπής υποβάλλεται στο Γραφείο και αναφέρει τα κράτη μέλη στα οποία ο αιτών ζητεί να κινηθεί η διαδικασία καταχώρησης εθνικού σήματος. Η αίτηση θεωρείται υποβληθείσα μόνον αφού καταβληθεί το τέλος μετατροπής.

2. Εάν έχει δημοσιευθεί η αίτηση κοινοτικού σήματος, σημειώνεται, ενδεχομένως, στο μητρώο κοινοτικών σημάτων, η παραλαβή της αίτησης μετατροπής, η οποία και δημοσιεύεται.

3. Το Γραφείο ελέγχει αν μπορεί να ζητηθεί μετατροπή σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 1, αν η αίτηση υποβλήθηκε μέσα στην προθεσμία που τάσσει το άρθρο 108 παράγραφοι 4, 5 ή 6, ανάλογα με την περίπτωση, και αν έχει καταβληθεί το τέλος μετατροπής. Αν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, το Γραφείο διαβιβάζει την αίτηση στις κεντρικές υπηρεσίες βιομηχανικής ιδιοκτησίας των κρατών που αναφέρονται σ' αυτή. Με αίτηση της κεντρικής υπηρεσίας βιομηχανικής ιδιοκτησίας ενδιαφερόμενου κράτους, το Γραφείο διαβιβάζει κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να βοηθήσει την υπηρεσία αυτή να αποφασίσει για το παραδεκτό της αίτησης.

Άρθρο 110

Τυπικές προϋποθέσεις της μετατροπής

1. Η κεντρική υπηρεσία βιομηχανικής ιδιοκτησίας στην οποία διαβιβάζεται η αίτηση αποφασίζει για το παραδεκτό της.

2. Η αίτηση ή το κοινοτικό σήμα, που διαβιβάζεται σύμφωνα με το άρθρο 109, δεν μπορεί να υπόκειται, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και όσον αφορά τον τύπο, σε προϋποθέσεις διαφορετικές από εκείνες που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό ή τον εκτελεστικό κανονισμό, ή σε συμπληρωματικές προϋποθέσεις.

3. Η κεντρική υπηρεσία βιομηχανικής ιδιοκτησίας στην οποία διαβιβάζεται η αίτηση μπορεί να ζητήσει από τον καταθέτη, εντός προθεσμίας τουλάχιστον δύο μηνών:

α) να καταβάλει το εθνικό τέλος κατάθεσης 7

β) να προσκομίσει μετάφραση της αίτησης και των συνημμένων εγγράφων, σε μία από τις επίσημες γλώσσες του συγκεκριμένου κράτους 7

γ) να διορίσει αντίκλητο στο συγκεκριμένο κράτος 7

δ) να προσκομίσει ανατύπωση του σήματος σε όσα αντίτυπα καθορίζει το συγκεκριμένο κράτος.

ΤΙΤΛΟΣ ΧΙΙ ΓΡΑΦΕΙΟ

ΤΜΗΜΑ 1

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 111

Νομικό καθεστώς

1. Το Γραφείο αποτελεί οργανισμό της Κοινότητας και διαθέτει νομική προσωπικότητα.

2. Το Γραφείο έχει σε κάθε κράτος μέλος την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται από τις εθνικές νομοθεσίες στα νομικά πρόσωπα 7 δύναται, ιδίως, να αποκτά ή να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

3. Το Γραφείο εκπροσωπείται από τον πρόεδρό του.

Άρθρο 112

Προσωπικό

1. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 131 στα μέλη των τμημάτων προσφυγών, ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών και οι εκτελεστικοί κανόνες αυτών των διατάξεων που έχουν θεσπιστεί κατόπιν κοινής συμφωνίας από τα Όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εφαρμόζονται και στο προσωπικό του Γραφείου.

2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 120, το Γραφείο ασκεί, έναντι του προσωπικού του, τις εξουσίες οι οποίες ανατίθενται σε κάθε Όργανο από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

Άρθρο 113

Προνόμια και ασυλίες

Το πρωτόκολλο για τα προνόμια και τις ασυλίες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εφαρμόζεται στο Γραφείο.

Άρθρο 114

Ευθύνη

1. Η συμβατική ευθύνη του Γραφείου διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σχετική σύμβαση.

2. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι αρμόδιο να δικάζει δυνάμει συμβιβαστικής ρήτρας που περιέχεται σε σύμβαση που συνήψε το Γραφείο.

3. Σε περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνης, το Γραφείο υποχρεούται να αποκαθιστά, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, τις ζημίες που προξενούν οι υπηρεσίες του ή υπάλληλοί του, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

4. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι αρμόδιο να εκδικάζει διαφορές σχετικά με την αποκατάσταση των ζημιών που προβλέπονται στην παράγραφο 3.

5. Η έναντι του Γραφείου προσωπική ευθύνη των υπαλλήλων ρυθμίζεται στις διατάξεις που καθορίζουν την υπηρεσιακή τους κατάσταση ή το καθεστώς που τους διέπει.

Άρθρο 115

Γλώσσες

1. Οι αιτήσεις κοινοτικού σήματος κατατίθενται σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

2. Οι γλώσσες του Γραφείου είναι η αγγλική, η γαλλική η γερμανική, η ισπανική και η ιταλική.

3. Ο καταθέτης δηλώνει και μια δεύτερη γλώσσα που είναι γλώσσα του Γραφείου, την οποία δέχεται ως πιθανή γλώσσα διαδικασίας σε διαδικασίες ανακοπής, έκπτωσης και ακυρότητας.

Εάν η γλώσσα στην οποία κατατέθηκε η αίτηση δεν είναι μια από τις γλώσσες του Γραφείου, το Γραφείο φροντίζει να εξασφαλίσει τη μετάφραση της αίτησης, όπως περιγράφεται στο άρθρο 26 παράγραφος 1, στη γλώσσα που υπέδειξε ο καταθέτης.

4. Εάν ο καταθέτης κοινοτικού σήματος είναι ο μοναδικός διάδικος στις διαδικασίες ενώπιον του Γραφείου, τότε ως γλώσσα της διαδικασίας χρησιμοποιείται η γλώσσα στην οποία κατατέθηκε η αίτηση κοινοτικού σήματος. Εάν η αίτηση έχει γίνει σε γλώσσα άλλη από τις γλώσσες του Γραφείου τότε το Γραφείο μπορεί να επικοινωνεί εγγράφως με τον καταθέτη στη δεύτερη γλώσσα την οποία υπέδειξε αυτός στην αίτησή του.

5. Η πράξη ανακοπής και η αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας κατατίθενται σε μία από τις γλώσσες του Γραφείου.

6. Εάν η γλώσσα που επιλέγεται, σύμφωνα με την παράγραφο 5, για την πράξη της ανακοπής ή την αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας είναι η γλώσσα της αίτησης σήματος ή η δεύτερη γλώσσα που αναφέρθηκε κατά την κατάθεση της εν λόγω αίτησης, τότε η γλώσσα διαδικασίας θα είναι αυτή η γλώσσα.

Εάν η γλώσσα που επιλέγεται, σύμφωνα με την παράγραφο 5, για την πράξη ανακοπής, την αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας δεν είναι ούτε η γλώσσα της αίτησης του σήματος ούτε η δεύτερη γλώσσα που αναφέρθηκε κατά την κατάθεση της αίτησης αυτής, τότε ο ανακόπτων ή ο αιτούμενος την έκπτωση ή την ακυρότητα υποχρεούται να υποβάλει, ιδία δαπάνη, μετάφραση του εγγράφου του είτε στη γλώσσα της αίτησης σήματος, υπό τον όρο ότι αυτή είναι μια γλώσσα του Γραφείου, είτε στη δεύτερη γλώσσα που αναφέρθηκε κατά την κατάθεση της αίτησης σήματος. Η μετάφραση υποβάλλεται εντός της προθεμίας που ορίζεται στον εκτελεστικό κανονισμό. Επομένως, η γλώσσα διαδικασίας θα είναι η γλώσσα αυτής της μετάφρασης.

7. Στις διαδικασίες ανακοπής, ακυρότητας, έκπτωσης και προσφυγής, τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν να χρησιμοποιηθεί ως γλώσσα διαδικασίας μια άλλη επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Άρθρο 116

Δημοσεύσεις, καταχωρήσεις

1. Η αίτηση κοινοτικού σήματος, όπως περιγράφεται στο άρθρο 26 παράγραφος 1 και όλες οι άλλες πληροφορίες η δημοσίευση των οποίων απαιτείται από τον παρόντα κανονισμό ή τον εκτελεστικό κανονισμό, δημοσιεύονται σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

2. Όλες οι καταχωρήσεις του μητρώου κοινοτικών σημάτων πραγματοποιούνται σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

3. Σε περίπτωση αμφιβολίας, ως αυθεντικό κείμενο θεωρείται το κείμενο που είναι συντεταγμένο στη γλώσσα του Γραφείου στην οποία κατατέθηκε η αίτηση κοινοτικού σήματος. Εάν η κατάθεση έγινε σε επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που δεν είναι μια από τις γλώσσες του Γραφείου, ως αυθεντικό κείμενο θεωρείται το κείμενο που είναι συντεταγμένο στη δεύτερη γλώσσα την οποία υπέδειξε ο καταθέτης.

Άρθρο 117

Τις μεταφραστικές υπηρεσίες που είναι αναγκαίες για τη λειτουργία του Γραφείου εξασφαλίζει το Κέντρο μετάφρασης των οργάνων της Ένωσης από τη στιγμή που θα τεθεί σε λειτουργία.

Άρθρο 118

Έλεγχος της νομιμότητας

1. Η Επιτροπή ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων του προέδρου του Γραφείου για τις οποίες το κοινοτικό δίκαιο δεν προβλέπει έλεγχο νομιμότητας από άλλο Όργανο, καθώς και τη νομιμότητα των πράξεων της επιτροπής προϋπολογισμού, η οποία έχει συσταθεί παρά τω Γραφείω σύμφωνα με το άρθρο 132.

2. Ζητά την τροποποίηση ή την ανάκληση κάθε μη νόμιμης πράξης που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

3. Πάσα πράξη προβλεπομένη στην παράγραφο 1, ρητή ή σιωπηρή, μπορεί να παραπεμφθεί, προς έλεγχο νομιμότητας, ενώπιον της Επιτροπής, από κάθε κράτος μέλος, ή από οποιοδήποτε άμεσα και ατομικά ενδιαφερόμενο τρίτο. Η Επιτροπή πρέπει να επιληφθεί μέσα σε προθεσμία δέκα πέντε ημερών από την ημέρα κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε για πρώτη φορά γνώση της αμφισβητούμενης πράξης. Η Επιτροπή αποφασίζει μέσα σε προθεσμία ενός μηνός. Η μη λήψη απόφασης μέσα σε αυτήν την προθεσμία ισχύει ως σιωπηρή απορριπτική απόφαση.

ΤΜΗΜΑ 2

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ

Άρθρο 119

Αρμοδιότητες του Προέδρου

1. Το Γραφείο διευθύνεται από τον πρόεδρο.

2. Για το σκοπό αυτό, ο πρόεδρος έχει ιδίως τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

α) λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει τη λειτουργία του Γραφείου, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης εσωτερικών διοικητικών εντολών και της δημοσίευσης ανακοινώσεων 7

β) μπορεί να υποβάλει στην Επιτροπή σχέδια για την τροποποίηση του παρόντος κανονισμού, του εκτελεστικού κανονισμού, του κανονισμού διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών, του κανονισμού για τα τέλη και κάθε άλλου κανόνα σχετικού με το κοινοτικό σήμα, αφού ακούσει το διοικητικό συμβούλιο, καθώς επίσης και την επιτροπή προϋπολογισμού όσον αφορά τον κανονισμό για τα τέλη και τις δημοσιονομικές διατάξεις του παρόντος κανονισμού 7

γ) καταρτίζει την κατάσταση των προβλεπομένων εσόδων και εξόδων του Γραφείου και εκτελεί τον προϋπολογισμό του 7

δ) υποβάλλει, κάθε χρόνο, έκθεση δραστηριοτήτων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Επιτροπή και το Διοικητικό Συμβούλιο 7

ε) ασκεί, έναντι του προσωπικού, τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 112 παράγραφος 2 7

στ) μπορεί να μεταβιβάζει τις εξουσίες του.

3. Ο Προέδρος συνεπικουρείται από έναν ή περισσοτέρους αντιπροέδρους. Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του προέδρου, τα καθήκοντά του ασκεί ο αντιπρόεδρος ή ένας των αντιπροέδρων, κατά τη διαδικασία που καθορίζει το Διοικητικό Συμβούλιο.

Άρθρο 120

Διορισμός ανωτέρων υπαλλήλων

1. Ο προέδρος του Γραφείου διορίζεται από το Συμβούλιο, από κατάλογο τριών υποψηφίων κατ' ανώτατο όριο, τον οποίο καταρτίζει το διοικητικό συμβούλιο. Παύεται από το Συμβούλιο, μετά από πρόταση του διοικητικού συμβουλίου.

2. Η διάρκεια της θητείας του προέδρου είναι το πολύ πενταετής και μπορεί να ανανεωθεί.

3. Ο ή οι αντιπρόεδροι του Γραφείου διορίζονται και παύονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 1, κατόπιν ακροάσεως του προέδρου.

4. Το Συμβούλιο ασκεί την πειθαρχική εξουσία επί των υπαλλήλων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3.

ΤΜΗΜΑ 3

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Άρθρο 121

Σύσταση και αρμοδιότητα

1. Παρά τω Γραφείω συνιστάται διοικητικό συμβούλιο. Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων που παραχωρούνται στην επιτροπή προϋπολογισμού - πέμπτο τμήμα-προϋπολογισμός και δημοσιονομικός έλεγχος - το διοικητικό συμβούλιο έχει τις κατωτέρω καθοριζόμενες αρμοδιότητες.

2. Το διοικητικό συμβούλιο καταρτίζει τους καταλόγους των υποψηφίων που προβλέπονται στο άρθρο 120.

3. Καθορίζει την ημερομηνία από την οποία μπορούν να κατατίθενται οι αιτήσεις κοινοτικού σήματος, σύμφωνα με το άρθρο 143 παράγραφος 3.

4. Συμβουλεύει τον πρόεδρο για τα θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Γραφείου.

5. Ζητείται η γνώμη του πριν από την έκδοση των κατευθυντήριων γραμμών που αφορούν την εξέταση στην οποία προβαίνει το Γραφείο, καθώς και στις άλλες περιπτώσεις που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

6. Μπορεί να εκθέτει τη γνώμη του και να ζητά πληροφορίες από τον πρόεδρο και την Επιτροπή, εφόσον το θεωρεί απαραίτητο.

Άρθρο 122

Σύνθεση

1. Το διοικητικό συμβούλιο αποτελείται από έναν αντιπρόσωπο κάθε κράτους μέλους και από έναν αντιπρόσωπο της Επιτροπής, καθώς και από τους αναπληρωτές τους.

2. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου μπορούν να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες, μέσα στα όρια που προβλέπονται στον εσωτερικό του κανονισμό.

Άρθρο 123

Προεδρία

1. Το διοικητικό συμβούλιο εκλέγει μεταξύ των μελών του έναν πρόεδρο και έναν αντιπρόεδρο. Ο αντιπρόεδρος αντικαθιστά αυτοδικαίως τον πρόεδρο σε περίπτωση κωλύματος.

2. Η διάρκεια της θητείας του προέδρου και του αντιπροέδρου είναι τριετής και δύναται να ανανεωθεί.

Άρθρο 124

Συνεδριάσεις

1. Το διοικητικό συμβούλιο συνέρχεται μετά από πρόσκληση του προέδρου του.

2. Ο προέδρος του Γραφείου λαμβάνει μέρος στις συσκέψεις, εκτός αν το διοικητικό συμβούλιο αποφασίσει άλλως.

3. Το διοικητικό συμβούλιο συνέρχεται σε τακτική συνεδρίαση μία φορά το χρόνο. Συνέρχεται, επίσης, με πρωτοβουλία του προέδρου του ή μετά από αίτηση της Επιτροπής ή του ενός τρίτου των κρατών μελών.

4. Το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει τον εσωτερικό του κανονισμό.

5. Το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις του με απλή πλειοψηφία των αντιπροσώπων των κρατών μελών. Ωστόσο, οι αποφάσεις που το διοικητικό συμβούλιο είναι αρμόδιο να λαμβάνει δυνάμει του άρθρου 120 παράγραφοι 1 και 3, απαιτούν την πλειοψηφία των τριών τετάρτων των αντιπροσώπων των κρατών μελών. Και στις δύο περιπτώσεις, κάθε κράτος μέλος διαθέτει μόνο μία ψήφο.

6. Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να προσκαλεί παρατηρητές να συμμετάσχουν στις συνεδριάσεις του.

7. Η γραμματεία του διοικητικού συμβουλίου εξασφαλίζεται από το Γραφείο.

ΤΜΗΜΑ 4

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ

Άρθρο 125

Αρμοδιότητες

Αρμόδιοι για τη λήψη κάθε απόφασης στα πλαίσια των διαδικασιών που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι:

α) οι εξεταστές 7

β) τα τμήματα ανακοπών 7

γ) το τμήμα διαχείρισης των σημάτων και νομικών θεμάτων 7

δ) τα τμήματα ακύρωσης 7

ε) τα τμήματα προσφυγών.

Άρθρο 126

Εξεταστές

Ο εξεταστής είναι αρμόδιος να λαμβάνει, εξ ονόματος του Γραφείου, κάθε απόφαση που αφορά αιτήσεις καταχώρησης κοινοτικού σήματος, συμπεριλαμβανομένων των θεμάτων που αναφέρονται στα άρθρα 36, 37, 38 και 66, εκτός εάν είναι αρμόδιο κάποιο τμήμα ανακοπών.

Άρθρο 127

Τμήματα ανακοπών

1. Το τμήμα ανακοπών είναι αρμόδιο για κάθε απόφαση ανακοπής κατά μιας αίτησης καταχώρησης κοινοτικού σήματος.

2. Το τμήμα ανακοπών αποτελείται από τρία μέλη. Τουλάχιστον ένα των μελών του είναι νομικός.

Άρθρο 128

Τμήμα διαχείρισης των σημάτων και νομικών θεμάτων

1. Το τμήμα διαχείρισης των σημάτων και νομικών θεμάτων είναι αρμόδιο για κάθε απόφαση που απαιτεί ο παρών κανονισμός εφόσον αυτή δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα ενός εξεταστή, ενός τμήματος ανακοπών ή ενός τμήματος ακύρωσης. Είναι ιδίως αρμόδιο για κάθε απόφαση σχετικά με τις εγγραφές στο μητρώο κοινοτικών σημάτων.

2. Το τμήμα αυτό είναι επίσης αρμόδιο για την τήρηση του πίνακα των εγκεκριμένων πληρεξουσίων που αναφέρεται στο άρθρο 89.

3. Οι αποφάσεις του τμήματος λαμβάνονται από ένα μέλος του.

Άρθρο 129

Τμήματα ακύρωσης

1. Το τμήμα ακύρωσης είναι αρμόδιο για κάθε απόφαση σχετικά με αιτήσεις έκπτωσης ή ακυρότητας κοινοτικού σήματος.

2. Το τμήμα ακύρωσης αποτελείται από τρία μέλη. Τουλάχιστον ένα των μελών του είναι νομικός.

Άρθρο 130

Τμήματα προσφυγών

1. Τα τμήματα προσφυγών είναι αρμόδια να αποφαίνονται επί των προσφυγών που ασκούνται κατά των αποφάσεων των εξεταστών, των τμημάτων ανακοπών, του τμήματος διαχείρισης των σημάτων και νομικών θεμάτων και των τμημάτων ακύρωσης.

2. Τα τμήματα προσφυγών αποτελούνται από τρία μέλη. Τουλάχιστον δύο των μελών τους είναι νομικοί.

Άρθρο 131

Ανεξαρτησία των μελών των τμημάτων προσφυγών

1. Τα μέλη των τμημάτων προσφυγών, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου τους, διορίζονται, σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 120 διαδικασία διορισμού του προέδρου του Γραφείου, για μια πενταετία. Κατά τη διάρκεια του χρονικού αυτού διαστήματος δεν μπορούν να απαλλαγούν των καθηκόντων τους, εκτός άν συντρέχουν σοβαροί λόγοι και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, επιληφθέν από το όργανο που τα έχει διορίσει, εκδώσει σχετική απόφαση. Η θητεία τους μπορεί να ανανεωθεί.

2. Τα μέλη των τμημάτων προσφυγών είναι ανεξάρτητα. Κατά τη λήψη των αποφάσεών τους, δεν δεσμεύονται από οδηγίες.

3. Τα μέλη των τμημάτων προσφυγών δεν επιτρέπεται να είναι εξεταστές ή μέλη των τμημάτων ανακοπών ή του τμήματος διαχείρισης των σημάτων και νομικών θεμάτων ούτε των τμημάτων ακύρωσης.

Άρθρο 132

Αποκλεισμός και εξαίρεση

1. Οι εξεταστές καθώς και τα μέλη των τμημάτων του Γραφείου και των τμημάτων προσφυγών δεν μπορούν να συμμετάσχουν στην εκδίκαση υπόθεσης στην οποία έχουν προσωπικό συμφέρον ή στην οποία είχαν προηγουμένως παρέμβει ως αντιπρόσωποι ενός διαδίκου. Τα δύο από τα τρία μέλη τμήματος ανακοπών δεν πρέπει να έχουν συμμετάσχει στην εξέταση της αίτησης. Τα μέλη των τμημάτων ακύρωσης δεν μπορούν να συμμετάσχουν στην εκδίκαση μιας υπόθεσης εάν συμμετείχαν στη λήψη οριστικής απόφασης, επί της υποθέσεως αυτής, στα πλαίσια της διαδικασίας καταχώρησης του σήματος ή της διαδικασίας ανακοπής. Τα μέλη των τμημάτων προσφυγών δεν μπορούν επίσης να συμμετάσχουν σε διαδικασία προσφυγής εάν συνέπραξαν στην έκδοση της απόφασης κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή.

2. Αν μέλος τμήματος του Γραφείου ή τμήματος προσφυγών κρίνει ότι δεν μπορεί να συμμετάσχει στην εκδίκαση υπόθεσης, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή για κάθε άλλο λόγο, ενημερώνει σχετικά το τμήμα του Γραφείου ή το τμήμα προσφυγών.

3. Οι εξεταστές και τα μέλη των τμημάτων του Γραφείου ή των τμημάτων προσφυγών είναι δυνατό να εξαιρεθούν από οποιοδήποτε διάδικο, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή αν εγείρουν υπόνοια μεροληψίας. Η εξαίρεση είναι απαράδεκτη εάν ο συγκεκριμένος διάδικος προχώρησε σε διαδικαστικές πράξεις μολονότι εγνώριζε ήδη τον λόγο εξαίρεσης. Η εξαίρεση δεν είναι δυνατόν να βασίζεται στην ιθαγένεια των εξεταστών ή των μελών.

4. Τα τμήματα του Γραφείου και τα τμήματα προσφυγών αποφασίζουν, στις περιπτώσεις των παραγράφων 2 και 3, χωρίς τη συμμετοχή του ενδιαφερόμενου μέλους. Για τη λήψη της απόφασης αυτής, το μέλος το οποίο απέχει ή το οποίο έχει εξαιρεθεί, αντικαθίσταται, στο τμήμα του, από τον αναπληρωτή του.

ΤΜΗΜΑ 5

ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

Άρθρο 133

Επιτροπή προϋπολογισμού

1. Παρά τω Γραφείω συνιστάται επιτροπή προϋπολογισμού. Η επιτροπή προϋπολογισμού ασκεί τις αρμοδιότητες οι οποίες της ανατίθενται με το παρόν τμήμα, καθώς και με άρθρο 39 παράγραφος 4.

2. Το άρθρο 121 παράγραφος 6, τα άρθρα 122 και 123 και το άρθρο 124 παράγραφοι 1 έως 4 και παράγραφοι 6 και 7 εφαρμόζονται για την επιτροπή προϋπολογισμού.

3. Η επιτροπή προϋπολογισμού λαμβάνει τις αποφάσεις της με την απλή πλειοψηφία των αντιπροσώπων των κρατών μελών. Ωστόσο, οι αποφάσεις τις οποίες η επιτροπή προϋπολογισμού είναι αρμόδια να λάβει δυνάμει του άρθρου 39 παράγραφος 3α, του άρθρου 135 παράγραφος 3 και του άρθρου 138, απαιτούν την πλειοψηφία των τριών τετάρτων των αντιπροσώπων των κρατών μελών. Και στις δύο περιπτώσεις, κάθε κράτος μέλος διαθέτει μόνο μία ψήφο.

Άρθρο 134

Προϋπολογισμός

1. Όλα τα έσοδα και τα έξοδα του Γραφείου προβλέπονται για κάθε οικονομικό έτος, το οποίο συμπίπτει με το ημερολογιακό έτος, και εγγράφονται στον προϋπολογισμό του Γραφείου.

2. Τα έσοδα και τα έξοδα του προϋπολογισμού πρέπει να ισοσκελίζονται.

3. Τα έσοδα του προϋπολογισμού περιλαμβάνουν, υπό την επιφύλαξη άλλων εσόδων, το προϊόν των τελών τα οποία οφείλονται βάσει του κανονισμού για τα τέλη και, εν ανάγκη, επιδότηση εγγεγραμμένη στην ειδική γραμμή του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων-τμήμα Επιτροπή.

Άρθρο 135

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1. Ο πρόεδρος καταρτίζει ετησίως την κατάσταση προβλεπομένων εσόδων και εξόδων του Γραφείου για το επόμενο οικονομικό έτος και τη διαβιβάζει στην επιτροπή προϋπολογισμού, μαζί με πίνακα των θέσεων εργασίας, μέχρι τις 31 Μαρτίου κάθε έτους, το αργότερο.

2. Εφόσον στις δημοσιονομικές προβλέψεις περιέχεται κοινοτική επιδότηση, η επιτροπή προϋπολογισμού διαβιβάζει αμελλητί αυτή την κατάσταση προβλέψεων στην Επιτροπή, η οποία τη διαβιβάζει με τη σειρά της στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή της Κοινότητας. Η Επιτροπή μπορεί να επισυνάψει στην εν λόγω κατάσταση γνώμη που να περιέχει αποκλίνουσες προβλέψεις.

3. Η επιτροπή προϋπολογισμού εγκρίνει τον προϋπολογισμό, ο οποίος περιλαμβάνει συγχρόνως τον πίνακα των θέσεων εργασίας του Γραφείου. Εφόσον οι δημοσιονομικές προβλέψεις περιλαμβάνουν επιδότηση από το γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ο προϋπολογισμός του Γραφείου, ενδεχομένως, αναπροσαρμόζεται.

Άρθρο 136

Δημοσιονομικός έλεγχος

Ο έλεγχος της ανάληψης υποχρεώσεων και της πληρωμής των εξόδων καθώς και ο έλεγχος της βεβαίωσης και της είσπραξης όλων των εσόδων του Γραφείου ασκούνται από τον οικονομικό ελεγκτή, που διορίζει η επιτροπή προϋπολογισμού.

Άρθρο 137

Λογιστικός έλεγχος

1. Ο πρόεδρος διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Επιτροπή, στην επιτροπή προϋπολογισμού και στο Ελεγκτικό Συνέδριο, μέχρι τις 31 Μαρτίου κάθε έτους, το αργότερο, τους λογαριασμούς του συνόλου των εσόδων και εξόδων του Γραφείου για το διανυθέν οικονομικό έτος. Το Ελεγκτικό Συνέδριο τους εξετάζει σύμφωνα με το άρθρο 1881γ α της συνθήκης.

2. Η επιτροπή προϋπολογισμού απαλλάσσει τον πρόεδρο του Γραφείου ως προς την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

Άρθρο 138

Δημοσιονομικές διατάξεις

Η επιτροπή προϋπολογισμού θεσπίζει, αφού λάβει τη γνώμη της Επιτροπής και του Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τις εσωτερικές δημοσιονομικές διατάξεις, και ιδίως τις λεπτομέρειες κατάρτισης και εκτέλεσης του προϋπολογισμού του Γραφείου. Οι δημοσιονομικές διατάξεις βασίζονται στους δημοσιονομικούς κανονισμούς που έχουν θεσπιστεί για άλλους οργανισμούς που έχει συστήσει η Κοινότητα, στο βαθμό που αυτό συμβιβάζεται με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του Γραφείου.

Άρθρο 139

Κανονισμός για τα τέλη

1. Ο κανονισμός για τα τέλη καθορίζει ιδίως το ύψος των τελών και τον τρόπο είσπραξής τους.

2. Το ύψος των τελών καθορίζεται κατά τρόπο ώστε τα αντίστοιχα έσοδα να εξασφαλίζουν, κατ' αρχήν, την ισοσκέλιση του προϋπολογισμού του Γραφείου.

3. Ο κανονισμός για τα τέλη εκδίδεται και τροποποιείται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 141.

ΤΙΤΛΟΣ XIII ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 140

Κοινοτικές διατάξεις περί εκτελέσεως

1. Οι λεπτομέρειες της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θεσπίζονται από εκτελεστικό κανονισμό.

2. Εκτός από τα τέλη τα προβλεπόμενα στα προηγούμενα άρθρα, τέλη καταβάλλονται, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες εφαρμογής που θεσπίζει ο εκτελεστικός κανονισμός, στις ακόλουθες περιπτώσεις.

1. Αλλαγή της γραφικής παράστασης ενός κοινοτικού σήματος.

2. Καθυστέρηση καταβολής του τέλους καταχώρησης.

3. Έκδοση αντιγράφου του πιστοποιητικού καταχώρησης.

4. Καταχώρηση της μεταβίβασης κοινοτικού σήματος.

5. Καταχώρηση άδειας χρήσεως ή άλλου δικαιώματος επί κοινοτικού σήματος.

6. Καταχώρηση άδειας χρήσεως ή άλλου δικαιώματος επί αιτήσεως κοινοτικού σήματος.

7. Διαγραφή της εγγραφής άδειας χρήσεως ή άλλου δικαιώματος.

8. Τροποποίηση καταχωρημένου κοινοτικού σήματος.

9. Έκδοση αποσπάσματος από το μητρώο.

10. Έρευνα φακέλου από το κοινό.

11. Έκδοση αντιγράφων των εγγράφων φακέλου.

12. Έκδοση επικυρωμένου αντιγράφου της αίτησης.

13. Ανακοίνωση πληροφοριών που περιέχει ο φάκελος.

14. Επανεξέταση του επιστρεπτέου ποσού εξόδων διαδικασίας.

3. Ο εκτελεστικός κανονισμός και ο κανονισμός διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών θεσπίζονται και τροποποιούνται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 141.

Άρθρο 141

Σύσταση επιτροπής και καθορισμός διαδικασίας για την έκδοση εκτελεστικών κανονισμών

1. Η Επιτροπή επικουρείται από μια επιτροπή η οποία αποκαλείται «επιτροπή για θέματα που αφορούν τα τέλη, τους εκτελεστικούς κανονισμούς και τη διαδικασία των τμημάτων προσφυγών του γραφείου εναρμόνισης στα πλαίσια της εσωτερικής αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)», την οποία αποτελούν αντιπρόσωποι των κρατών μελών και της οποίας προεδρεύει ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής.

2. Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην εν λόγω επιτροπή σχέδιο των μέτρων που πρέπει να ληφθούν. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της για το σχέδιο αυτό, μέσα σε προθεσμία που μπορεί να ορίσει ο πρόεδρος ανάλογα με τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η γνώμη διατυπώνεται με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 148 παράγραφος 2 της συνθήκης για την έκδοση των αποφάσεων που καλείται να λάβει το Συμβούλιο βάσει πρότασης της Επιτροπής. Κατά την ψηφοφορία στην επιτροπή, οι ψήφοι των αντιπροσώπων των κρατών μελών σταθμίζονται σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο. Ο πρόεδρος δεν λαμβάνει μέρος στην ψηφοφορία.

Η Επιτροπή θεσπίζει τα σχεδιαζόμενα μέτρα όταν είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής.

Όταν τα σχεδιαζόμενα μέτρα δεν είναι σύμφωνα με τη γνώμη της Επιτροπής, ή ελλείψει γνώμης, η Επιτροπή υποβάλλει, χωρίς καθυστέρηση, στο Συμβούλιο πρόταση σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία.

Εάν το Συμβούλιο δεν αποφασίσει εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής της πρότασης στο Συμβούλιο, τα προτεινόμενα μέτρα θεσπίζονται από την Επιτροπή, εκτός εάν το Συμβούλιο καταψηφίσει με απλή πλειοψηφία τα εν λόγω μέτρα.

Άρθρο 142

Συμφωνία με άλλες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου

Ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2081/92 του Συμβουλίου της 14ης Ιουλίου 1992 για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων (7), και ιδίως το άρθρο 14 του κανονισμού αυτού.

Άρθρο 143

Έναρξη ισχύος

1. Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εξηκοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή των άρθρων 91 και 110, εντός προθεσμίας τριών ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού. Πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

3. Οι αιτήσεις κοινοτικού σήματος μπορούν να κατατίθενται στο Γραφείο από την ημερομηνία την οποία ορίζει το διοικητικό συμβούλιο κατόπιν εισηγήσεως του προέδρου του Γραφείου.

4. Οι αιτήσεις κοινοτικών σημάτων που κατατέθηκαν κατά τους τρεις τελευταίους μήνες πριν από την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 3, θεωρούνται ότι κατατέθηκαν την ημερομηνία αυτή.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 20 Δεκεμβρίου 1993.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

A. BOURGEOIS

(1) ΕΕ αριθ. C 351 της 31. 12. 1980, σ. 1 και ΕΕ αριθ. C 230 της 31. 8. 1984, σ. 1.

(2) ΕΕ αριθ. C 307 της 14. 11. 1983, σ. 46 και ΕΕ αριθ. C 280 της 28. 10. 1991, σ. 153.

(3) ΕΕ αριθ. C 310 της 30. 11. 1981, σ. 22.

(4) ΕΕ αριθ. L 319 της 25. 11. 1988, σ. 1 και διορθωτικό στην ΕΕ αριθ. L 241 της 17. 8. 1989, σ. 4.

(5) ΕΕ αριθ. L 144 της 16. 6. 1993, σ. 21.

(6) ΕΕ αριθ. L 197 της 18. 7. 1987, σ. 33.

(7) ΕΕ αριθ. L 208 της 24. 7. 1992, σ. 1.

Δήλωση του Συμβουλίου και της Επιτροπής όσον αφορά την έδρα του Γραφείου εναρμόνισης στα πλαίσια της εσωτερικής αγοράς (σήματα, σχέδια και πρότυπα)

«Επ' ευκαιρία της έκδοσης του κανονισμού για το κοινοτικό σήμα, το Συμβούλιο και η Επιτροπή σημειώνουν:

- ότι οι αντιπρόσωποι των κυβερνήσεων των κρατών μελών που συνήλθαν σε επίπεδο αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων στις 29 Οκτωβρίου 1993, απεφάσισαν ότι το Γραφείο εναρμόνισης στα πλαίσια της εσωτερικής αγοράς θα έχει την έδρα του στην Ισπανία και σε πόλη που θα ορίσει η ισπανική κυβέρνηση 7

- ότι η ισπανική κυβέρνηση όρισε το Αλικάντε ως έδρα του Γραφείου αυτού.»

Top