EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52016AE6926

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (αναδιατύπωση)» [COM(2016) 767 final — 2016/0382 (COD)]

OJ C 246, 28.7.2017, p. 55–63 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

28.7.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 246/55


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (αναδιατύπωση)»

[COM(2016) 767 final — 2016/0382 (COD)]

(2017/C 246/09)

Εισηγητής:

Lutz RIBBE

Συνεισηγητής:

Stefan BACK

Αίτηση γνωμοδότησης

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 1.3.2017

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, 6.3.2017

Νομική βάση

Άρθρο 194 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αρμόδιο ειδικευμένο τμήμα

Μεταφορές, ενέργεια, υποδομές, κοινωνία των πληροφοριών

Υιοθετήθηκε από το ειδικευμένο τμήμα

11.4.2017

Υιοθετήθηκε από την ολομέλεια

26.4.2017

Σύνοδος ολομέλειας αριθ.

525

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

(υπέρ/κατά/αποχές)

108/1/2

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1.

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) επικροτεί την υποβολή της αναθεωρημένης οδηγίας για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες προτάσεις της επονομαζόμενης «χειμερινής δέσμης μέτρων», στην επίτευξη των στόχων της ευρωπαϊκής ενεργειακής ένωσης και των στόχων της ΕΕ για την αλλαγή του κλίματος, καθώς και στην υλοποίηση του στόχου να καταστεί και πάλι η ΕΕ παγκόσμιος πρωτοπόρος στην παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Έως το 2030 το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην τελική κατανάλωση ενέργειας θα πρέπει να φτάσει στο 27 %.

1.2.

Για την επίτευξη των στόχων καταπολέμησης της αλλαγής του κλίματος, καθώς και για τη μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές ενέργειας, ο καθορισμός ενός «στόχου ύψους 27 %» έχει περιορισμένη μόνο αποτελεσματικότητα. Ο στόχος του 27 % θα πρέπει να συνοδευτεί από άλλα μέτρα που αποσκοπούν στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (λόγου χάρη για την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης) και, ως εκ τούτου, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι πράγματι επαρκεί, ιδίως στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η νομοθεσία στον τομέα της διακυβέρνησης θα προέτρεπε όντως τα κράτη μέλη να λάβουν περαιτέρω μέτρα. Εάν αυτός ο στόχος ληφθεί υπόψη σε συνδυασμό με την απαίτηση η ΕΕ να αναλάβει παγκόσμιο ηγετικό ρόλο στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και αν συνυπολογιστεί το γεγονός ότι, χωρίς καμία αναθεώρηση της σχετικής οδηγίας, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην τελική κατανάλωση ενέργειας θα ανέλθει το 2030 ήδη στο 24,7 %, είναι θεμιτό να διερωτάται κανείς κατά πόσο ο εν λόγω στόχος είναι αρκετά φιλόδοξος.

1.3.

Παρά τις διατάξεις προγραμματισμού και παρακολούθησης που περιέχονται στο προτεινόμενο σύστημα διακυβέρνησης της ενεργειακής ένωσης, η ΕΟΚΕ εκφράζει εκ νέου τη λύπη της για την έλλειψη δεσμευτικών εθνικών στόχων.

1.4.

Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει αυτόν καθαυτόν τον στόχο που τίθεται για την επικράτηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην αγορά. Η επ’ αόριστον χορήγηση επιδοτήσεων, ανεξάρτητα αν πρόκειται για ορυκτές, πυρηνικές ή ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές, δεν μπορεί να αποτελεί επιλογή, και τούτο για πολλαπλούς λόγους.

1.5.

Η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να λειτουργήσει μόνο εάν δημιουργηθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού για όλες τις πηγές ενέργειας. Το γεγονός ότι η στήριξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας εξακολουθεί να είναι αναγκαία αποτελεί σε μεγάλο βαθμό συνέπεια των υψηλών επιδοτήσεων που χορηγούνται για την παραγωγή συμβατικής ενέργειας. Είναι, ως εκ τούτου, αναγκαίο να καταργηθούν οι υφιστάμενες στρεβλώσεις σε βάρος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, για παράδειγμα, μέσω ενός συνδυασμού φορολογίας της ενέργειας και ενός συστήματος εμπορίας εκπομπών, που θα καλύπτει εξολοκλήρου το εξωτερικό κόστος [βλέπε γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα «Αναθεώρηση της οδηγίας για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων» (δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα)]. Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει ότι αυτή η εξέλιξη μπορεί και πρέπει να εφαρμοστεί με το ελάχιστο δυνατό πρόσθετο κόστος για τους καταναλωτές ή τις επιχειρήσεις.

1.6.

Η νέα ενεργειακή πολιτική θα πρέπει να διαρθρώνεται γύρω από τρία στοιχεία: την αποκέντρωση, την ψηφιοποίηση και τον εκδημοκρατισμό. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας προϋποθέτουν επίσης την εφαρμογή νέου σχεδιασμού της αγοράς, ο οποίος θα είναι κατάλληλα προσαρμοσμένος στις αποκεντρωμένες δομές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

1.7.

Η ΕΟΚΕ τάσσεται υπέρ της ανάπτυξης αποκεντρωμένων και έξυπνων δομών αγοράς, την οποία προτείνει η Επιτροπή, ωστόσο, ζητεί την πολύ αποτελεσματικότερη ανταπόκριση στο αίτημα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την τοποθέτηση των καταναλωτών και των πολιτών στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής. Η ανάπτυξη νέων έξυπνων δομών αγοράς θα μπορούσε να απελευθερώσει τις «επαναστατικές» δυνατότητες που παρουσιάζει, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ενεργειακή μετάβαση κατά τρόπο που να μεγιστοποιούνται τα οφέλη για την κοινωνία και τις περιφέρειες.

1.8.

Η ΕΟΚΕ επικροτεί την αναγνώριση του παραγωγού-καταναλωτή ως σημαντικού παράγοντα στη νέα ενεργειακή αγορά, εξέλιξη που αποτελεί βήμα προόδου προς την κατεύθυνση της ενεργειακής δημοκρατίας μέσω της ενίσχυσης της θέσης των μικρών και μεγάλων καταναλωτών και των πολιτών. Οι ευκαιρίες που τους προσφέρονται βάσει της παρούσας πρότασης μπορεί να συνιστούν πράγματι ορισμένου βαθμού πρόοδο, σε σύγκριση με την τρέχουσα κατάσταση, ωστόσο, δεν είναι σε καμία περίπτωση επαρκείς, π.χ. όσον αφορά τη χορήγηση νομικά ισχυρού δικαιώματος για την πρόσβαση στο δημόσιο δίκτυο/στα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας και τη χρήση τους. Επομένως, προκειμένου να αξιοποιηθούν οι πραγματικές κοινωνικές, οικονομικές και περιφερειακές δυνατότητες των αγορών με γνώμονα τους παραγωγούς-καταναλωτές, πρέπει να καταβληθούν ακόμη πολλές προσπάθειες πέραν της παρούσας πρότασης η οποία συνιστά απλώς ένα πρώτο βήμα.

1.9.

Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει τη σημασία της ταχείας υλοποίησης των έξυπνων δικτύων, ως μέσου εξασφάλισης σταθερού και ασφαλούς εφοδιασμού, για την αποσύνδεση του τομέα μέσω της ενσωμάτωσης τόσο της μετατροπής ηλεκτρικής ενέργειας σε θερμότητα και σε αέριο καύσιμο όσο και των ηλεκτρικών οχημάτων στο δίκτυο, καθώς και σε μικροεπίπεδο, επιτρέποντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ομαλή εμπορία ενέργειας «μεταξύ ομοτίμων», η οποία θα παρέχει τη δυνατότητα στους παραγωγούς-καταναλωτές να συμμετέχουν πλήρως και επί ίσοις όροις στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.

1.10.

Η ψηφιοποίηση θα επιτρέψει δυνητικά στους παραγωγούς-καταναλωτές τη δυνατότητα συμμετοχής, όχι μόνο στην παραγωγή ηλεκτρισμού από ανανεώσιμες πηγές, αλλά και στην εμπορία της. Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ συνιστά με έμφαση τη διατύπωση σχετικού θετικού δικαιώματος προς τον σκοπό αυτό.

1.11.

Παρότι οι δυνατότητες των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, μεταξύ άλλων και των βιογενών πηγών ενέργειας (συμπεριλαμβανομένων των εναλλακτικών καυσίμων), για την περιφερειακή οικονομία αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις, εντούτοις, δεν λαμβάνονται υπόψη στο νομοθετικό κείμενο αυτό καθαυτό. Διαπιστώνεται έλλειψη αντίστοιχης στρατηγικής που να συνδέει τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με την περιφερειακή οικονομική ανάπτυξη. Εξάλλου, ούτε η ζωτική σημασία των δήμων, των κοινοτήτων και των περιφερειών, καθώς και των ΜΜΕ ως κινητήριας δύναμης για τη μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν αναγνωρίζεται.

1.12.

Η σύνδεση μεταξύ της νέας ενεργειακής πολιτικής με την περιφερειακή ανάπτυξη είναι καθοριστικής σημασίας όχι μόνο από τη σκοπιά της περιφερειακής οικονομίας. Η συμμετοχή των τοπικών ενδιαφερόμενων παραγόντων στα αποκεντρωμένα ενεργειακά έργα είναι ζωτικής σημασίας για την αποδοχή αυτών των έργων: Μπορεί το καθεστώς ιδιοκτησίας ενός αιολικού πάρκου, εάν ανήκει δηλαδή στην κυριότητα διεθνών ιδιωτικών αμοιβαίων κεφαλαίων ή τοπικών ενδιαφερόμενων φορέων, να μην έχει καμία σημασία για την προστασία του κλίματος ή για την ενεργειακή ασφάλεια, παρ’ όλα αυτά, είναι καίριας σημασίας για τη δημόσια αποδοχή του αιολικού πάρκου.

1.13.

Η ενεργειακή ένδεια συνιστά κοινωνικό πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσω της κοινωνικής πολιτικής. Ωστόσο, η ΕΟΚΕ επισημαίνει το αναξιοποίητο δυναμικό του συνδυασμού της παραγωγής θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, της εξοικονόμησης ενέργειας, της μετατόπισης του φορτίου και της ενέργειας παραγωγών-καταναλωτών για την αντιμετώπιση του εν λόγω προβλήματος. Αυτό προϋποθέτει την εξεύρεση λύσεων για τη χρηματοδότηση των αρχικών επενδύσεων, π.χ. μέσω κοινωνικών ταμείων ή επενδυτικών διευκολύνσεων, και την υπέρβαση των φραγμών στην πρόσβαση σε κεφάλαια με την υιοθέτηση συστηματικής πολιτικής προσέγγισης. Κάθε Ευρωπαίος πολίτης και καταναλωτής θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να καταστεί παραγωγός-καταναλωτής.

1.14.

Ενώ στον τίτλο της πρότασης οδηγίας γίνεται μεν αναφορά στην «προώθηση» των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ωστόσο, το κείμενο της πρότασης δεν περιλαμβάνει κανένα συγκεκριμένο μέσο στήριξης. Ως εκ τούτου, η θέσπιση σαφών κανόνων είναι απαραίτητη προκειμένου να εξασφαλιστεί η επενδυτική ασφάλεια. Συνεπώς, είναι αναγκαίο να θεσπιστεί ένα ειδικό, σαφές και ακριβές καθεστώς στήριξης για τις ενεργειακές κοινότητες και τους παραγωγούς-καταναλωτές. Η ΕΟΚΕ ζητεί να επικαιροποιηθούν οι υφιστάμενοι κανόνες εφαρμογής για τις κρατικές ενισχύσεις με στόχο την επίτευξη της μέγιστης δυνατής ασφάλειας δικαίου για την προσέλκυση επενδύσεων.

1.15.

Η ΕΟΚΕ επικροτεί τον στόχο για την προώθηση βιώσιμων βιογενών ενεργειακών πηγών και εναλλακτικών καυσίμων, εκφράζει, ωστόσο, τη λύπη της για το γεγονός ότι, επί του σημείου αυτού, η πρόταση προβλέπει σχετικές διατάξεις οι οποίες είναι, εν μέρει, υπερβολικά άκαμπτες ώστε να επιτρέπουν την προσαρμογή στις τοπικές συνθήκες όσον αφορά τη χρήση πρώτων υλών και καταλοίπων. Κατά τη διαδικασία κατάργησης των μη βιώσιμων βιοκαυσίμων πρέπει να προληφθεί η απώλεια «στοιχείων του ενεργητικού» (sunken assets).

2.   Γενικές παρατηρήσεις σχετικά με την προώθηση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές

2.1.

Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μπορούν να αποφέρουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση τέσσερα βασικά οφέλη. Στην πραγματικότητα, η Επιτροπή αναλύει δύο μόνον από τα οφέλη στην πρόταση οδηγίας της και αυτά εν μέρει με ασαφή τρόπο.

α)    Μετριασμός της κλιματικής αλλαγής

2.2.

Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στην επίτευξη του στόχου της, κατά το μάλλον ή ήττον, πλήρους απαλλαγής του ευρωπαϊκού συστήματος ενέργειας από τις ανθρακούχες εκπομπές. Για τον σκοπό αυτό, ωστόσο, πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες δύο προϋποθέσεις:

Πρέπει να επιτευχθεί σημαντική πρόοδος όσον αφορά την ενεργειακή απόδοση (βλέπε γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα «Αναθεώρηση της οδηγίας για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων»).

Οι τομείς των μεταφορών και της θέρμανσης και ψύξης διαδραματίζουν μείζονα ρόλο στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Η χρήση ηλεκτρικής ενέργειας που προέρχεται εξολοκλήρου από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στον μετασχηματισμό των τομέων της θέρμανσης και της κινητικότητας ώστε να καταστούν περισσότερο βιώσιμοι. Ιδιαίτερης σημασίας εν προκειμένω είναι οι προτάσεις που αφορούν τη σύνδεση με το δίκτυο ηλεκτρικών οχημάτων (Vehicle-to-Grid), τη ρύθμιση της μετατροπής ηλεκτρικής ενέργειας σε θερμότητα (Power-to-Heat) και της μετατροπής ηλεκτρικής ενέργειας σε αέριο καύσιμο (Power-to-Gas), καθώς και την ανάπτυξη έξυπνων δικτύων (1).

β)    Ασφάλεια εφοδιασμού

2.3.

Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα συμβάλουν αδιαμφισβήτητα στην ασφάλεια του εφοδιασμού και θα μειώσουν την εξάρτηση από τις εισαγωγές ενέργειας, υπό την προϋπόθεση του συντονισμού της παραγωγής, της χρήσης και της προσαρμογής της ζήτησης. Προς τον σκοπό αυτό, ωστόσο, απαιτείται η παροχή συγκεκριμένων κινήτρων. Η ΕΟΚΕ εκφράζει αμφιβολίες ως προς την επάρκεια των μέτρων στήριξης που προβλέπονται στην παρούσα πρόταση και στις προτάσεις για τον σχεδιασμό της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Θα πρέπει να ληφθούν, κατά πάσα πιθανότητα, περαιτέρω μέτρα λόγω του «προβλήματος του μηδενικού οριακού κόστους» των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

γ)    Αντιμετώπιση της ενεργειακής ένδειας

2.4.

Η καμπύλη του κόστους για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ακολουθεί σταθερά φθίνουσα πορεία και οι ΑΠΕ είναι πλέον τόσο φθηνές ώστε μπορούν να συμβάλουν εποικοδομητικά στον μετριασμό του προβλήματος της ενεργειακής ένδειας. Η ανάπτυξη της ενέργειας παραγωγών-καταναλωτών αποτελεί εν προκειμένω εξαιρετικά ισχυρή επιλογή. Για παράδειγμα, από μελέτη του Κοινού Κέντρου Ερευνών (JRC Scientific and policy reports — Cost Map for Unsubsidised Photovoltaic Electricity) προκύπτει ότι, ακόμη και το 2014, η αυτοπαραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από την ηλιακή ενέργεια ήταν φθηνότερη από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από το δίκτυο για το 80 % των Ευρωπαίων. Εντούτοις, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει αναπτύξει κατάλληλη στρατηγική για την αξιοποίηση αυτής της επιλογής (βλέπε γνώμη TEN/598).

2.5.

Ωστόσο, η πρόσβαση σε κεφάλαια είναι ιδιαιτέρως κρίσιμης σημασίας για τις ομάδες χαμηλότερου εισοδήματος και, για τον λόγο αυτό, πρέπει να παρασχεθεί κατάλληλη στήριξη. Αυτή η κοινωνική πτυχή δεν εξετάζεται ούτε στην παρούσα οδηγία ούτε σε ολόκληρη τη «χειμερινή δέσμη μέτρων», παρά τη βαρύτητα που έχει για τον στόχο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά την τοποθέτηση των πολιτών στο επίκεντρο της ενεργειακής πολιτικής, σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 21 της πρότασης.

2.6.

Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι είναι σκόπιμο να εξεταστούν όλες οι δυνατές επιλογές ώστε να παρέχεται σε όλους τους πολίτες, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό, η δυνατότητα να συμμετέχουν ενεργά στην «ενεργειακή οικονομία» ως ισότιμοι συμμετέχοντες στην αγορά. Ο εν λόγω στόχος περιλαμβάνει επίσης την εξασφάλιση χρηματοδότησης από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΤΣΕ) ή από οποιαδήποτε άλλη διαθέσιμη μορφή επενδυτικής διευκόλυνσης ειδικά για τις μικρές και τις πολύ μικρές εγκαταστάσεις. Εάν οι καταναλωτές χαμηλού εισοδήματος μπορούν να έχουν πρόσβαση σε κεφάλαια για αποκεντρωμένες εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, θα είναι σε θέση να καταστούν παραγωγοί-καταναλωτές. Μέσω της καταμέτρησης καθαρής ενέργειας, όπως συνηθίζεται σε ορισμένα κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων στην Ιταλία, τις Κάτω Χώρες, το Βέλγιο (Βαλονία), την Πολωνία ή τη Σλοβενία, είναι δυνατή η χορήγηση άμεσης χρηματοδοτικής διευκόλυνσης, η οποία μπορεί να περιορίσει το πρόβλημα της ενεργειακής ένδειας.

δ)    Περιφερειακή προστιθέμενη αξία

2.7.

Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αποτελούν εκ φύσεως περιφερειακές πηγές, τις οποίες μπορούν πλέον, από τεχνική άποψη, δυνητικά όλοι να χρησιμοποιούν. Αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό σε περιφέρειες με περιορισμένες υποδομές, όπου θα πρέπει να αναπτυχθούν νέες προοπτικές για τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας, και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ορθώς αναφέρει το εν λόγω όφελος σε διάφορα σημεία των αιτιολογικών σκέψεων.

2.8.

Η δημιουργία περιφερειακής προστιθέμενης αξίας σημαίνει ότι εξασφαλίζεται η συμμετοχή των τοπικών και των περιφερειακών ενδιαφερόμενων φορέων στις οικονομικές διαδικασίες, στο πλαίσιο μιας συνειδητής στρατηγικής, και ότι τους παρέχεται η δυνατότητα να διαμορφώνουν οι ίδιοι τις οικονομικές εξελίξεις και, επομένως, να συμμετέχουν σε αυτές. Ένα θετικό παράπλευρο αποτέλεσμα δεν είναι μόνον η μεγαλύτερη αποδοχή της ανάπτυξης των αναγκαίων υποδομών, αλλά και η συγχρηματοδότησή τους.

2.9.

Ωστόσο, η ΕΟΚΕ εκφράζει τη λύπη της για την έλλειψη σαφούς στρατηγικής για τη σύνδεση μεταξύ της περιφερειακής ανάπτυξης και της ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Τα κράτη μέλη έπρεπε να είχαν εκπονήσει συναφείς στρατηγικές ήδη μετά την έκδοση της προηγούμενης οδηγίας σχετικά με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ωστόσο, αυτό δεν συνέβη.

3.   Γενικές παρατηρήσεις όσον αφορά την πρόταση οδηγίας

3.1.

Η ΕΟΚΕ έχει εκφράσει επανειλημμένα την ικανοποίησή της για τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να καταστήσει εκ νέου την ΕΕ παγκόσμιο πρωτοπόρο στην παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Πράγματι, πολλές από τις προτάσεις που περιέχονται στην πρόταση οδηγίας προσανατολίζονται προς τη σωστή κατεύθυνση (όπως είναι η προβλεψιμότητα των πλαισίων στήριξης, συμπεριλαμβανομένου του αποκλεισμού της λήψης αναδρομικών μέτρων). Ωστόσο, ενδέχεται οι τρεις ακόλουθες θεμελιώδεις ελλείψεις σχετικά με την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας να συνεχίσουν να αλληλεπικαλύπτονται.

α)    Η επάρκεια των μέσων στήριξης

3.2.

Η προτεινόμενη οδηγία βασίζεται στους στόχους που είχε καθορίσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Οκτώβριο του 2014 και αναβαθμίζει τον προηγούμενο στόχο του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας από 20 % έως το 2020 στο 27 % της τελικής κατανάλωσης ενέργειας έως το 2030, δηλαδή μια αύξηση κατά λιγότερο από μια ποσοστιαία μονάδα ετησίως. Χωρίς την αναθεώρηση της οδηγίας, το μερίδιο αυτό θα ανερχόταν το 2030 στο 24,7 % περίπου σε επίπεδο ΕΕ, θα πρέπει επομένως να εξασφαλιστεί μια συμπληρωματική προσαύξηση της τάξης του 2,3 %.

3.3.

Αυτό το ποσοστό βραδείας αύξησης θα μπορούσε να συνεπάγεται ότι, σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να σημειωθεί εκρηκτική αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας κατά την περίοδο μεταξύ 2030 και 2050 προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του «ενεργειακού χάρτη πορείας για το 2050» [COM(2011) 885 final]. Τα σχετικά αναγκαία μέτρα θα μπορούσαν να συνεπάγονται πρόσθετο οικονομικό κόστος. Σε κάθε περίπτωση, η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα πρέπει να παρακολουθείται εκ του σύνεγγυς προκειμένου να λαμβάνονται διορθωτικά μέτρα όσο το δυνατόν νωρίτερα και με οικονομικά αποδοτικό τρόπο.

3.4.

Στην εκτίμηση επιπτώσεων που συνοδεύει την πρόταση [SWD(2016)418 final] συνάγεται το συμπέρασμα ότι η εφαρμογή μέτρων στήριξης θα είναι πιθανότατα απαραίτητη τουλάχιστον έως το 2030, εντός σταθερού νομοθετικού πλαισίου. Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι η υπό εξέταση πρόταση οδηγίας θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει σαφή καθεστώτα στήριξης, τα οποία να τεθούν σε εφαρμογή άμεσα και αποτελεσματικά. Εντούτοις, αυτά τα στοιχεία απουσιάζουν από την παρούσα πρόταση.

3.5.

Η «εφαρμογή» των χρηματοδοτικών μηχανισμών εναπόκειται στα κράτη μέλη, με την επιφύλαξη των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις. Ωστόσο, οι υφιστάμενοι κανόνες της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις θέτουν εξαιρετικά άκρως περιοριστικούς όρους, και υπάρχει επείγουσα ανάγκη να τροποποιηθούν.

3.6.

Οι ισχύοντες κανόνες της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις έχουν οδηγήσει, μεταξύ άλλων, στον δραστικό περιορισμό αποτελεσματικών μέσων στήριξης τα οποία είχαν θεσπιστεί κατά το παρελθόν, όπως η κατά προτεραιότητα τροφοδότηση και η αμοιβή της τροφοδότησης, που χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον από μικρούς και νέους συμμετέχοντες στην αγορά. Τα νέα μέσα όπως οι διαδικασίες υποβολής προσφορών συνιστούν εν μέρει για τους παραγωγούς-καταναλωτές ενέργειας, καθώς και για άλλους παράγοντες της αγοράς, σχεδόν ανυπέρβλητα εμπόδια.

3.7.

Τα μέτρα προώθησης που προβλέπονται στην πρόταση συνδέονται κυρίως με τη δομή της αγοράς και με ορισμένες γενικές διατάξεις σχετικά με την ανάγκη «λήψης σταθερών μέτρων στήριξης που να συνάδουν με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις». Τα μέτρα αυτά από μόνα τους δεν αρκούν. Η ΕΟΚΕ κρίνει απαραίτητο να αναθεωρηθούν επειγόντως α) ο κανονισμός της Επιτροπής περί απαλλαγής κατά κατηγορία όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις [κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 800/2008] και β) οι ισχύουσες κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος κατά την περίοδο 2014-2020, ούτως ώστε να διασφαλιστεί ότι συνάδουν με τους στόχους της πρότασης, ιδίως ως προς τις ανάγκες των παραγωγών-καταναλωτών και των ΜΜΕ.

3.8.

Θα πρέπει, λόγου χάρη, η παρέκκλιση για μικρά έργα (σημεία 125 και 127 των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και την ενέργεια) να επεκταθεί και οι αντίστοιχες τιμές να κατοχυρωθούν στην οδηγία για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ούτως ώστε να εξασφαλιστεί απόλυτη σαφήνεια.

3.9.

Η ΕΟΚΕ εκφράζει αμφιβολίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα της εισαγωγής ποσοστώσεων για την πρόσβαση στα καθεστώτα στήριξης για εγκαταστάσεις σε άλλα κράτη μέλη, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ο στόχος για προώθηση των αποκεντρωμένων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της περιφερειακής οικονομικής ανάπτυξης.

β)    Οι στρεβλώσεις της αγοράς παρεμποδίζουν τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας

3.10.

Το μήνυμα της συνολικής χειμερινής δέσμης μέτρων είναι απολύτως σαφές: το σκεπτικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διαρθρώνεται γύρω από την επικράτηση, αν είναι εφικτό το συντομότερο δυνατό, των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην αγορά. Η προσέγγιση αυτή επιδοκιμάζεται κατ’ ουσίαν, ωστόσο, θα εξακολουθήσει να είναι προβληματική, ενόσω δεν επανορθωθούν οι δύο υφιστάμενες, θεμελιώδεις στρεβλώσεις της αγοράς. Από τη μια πλευρά, εξακολουθούν α) να παρέχονται άμεσες εθνικές επιδοτήσεις για συμβατικούς σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας· σε αυτές προστίθεται β) η εσωτερίκευση του εξωτερικού κόστους, η οποία συνεχίζει να είναι απολύτως ανεπαρκής. Επομένως, η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας βάσει ορυκτών καυσίμων και άλλων μορφών ενέργειας που προέρχονται από ορυκτά καύσιμα, διαθέτει έναντι της παραγόμενης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές συστηματικό πλεονέκτημα, που συνεπάγεται μηδενικό —ή αμελητέο μόνο— εξωτερικό κόστος. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει σε παγκόσμιο επίπεδο τη χορήγηση επιδοτήσεων για «βρώμικη» ενέργεια ύψους 5,3 τρισεκατομμυρίων USD ετησίως· το αντίστοιχο ποσό για την ΕΕ υπολογίζεται σε 330 δισεκατομμύρια USD ετησίως.

3.11.

Μολονότι αυτές οι τεράστιες στρεβλώσεις της αγοράς σε βάρος της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές είναι γνωστές εδώ και χρόνια, και παρά τις υποσχέσεις περί τερματισμού αυτών των άνισων συνθηκών, ελάχιστες προσπάθειες έχουν καταβληθεί προς αυτή την κατεύθυνση· αυτή αποτελεί τη μεγαλύτερη έλλειψη η οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί και συνιστά εμπόδιο για τη χρήση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

3.12.

Παραδόξως, ωστόσο, διατυπώθηκαν προσφάτως επικρίσεις με τον ισχυρισμό ότι η στήριξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας προκαλεί στρεβλώσεις στην αγορά Ο ισχυρισμός αυτός είναι εσφαλμένος. Το γεγονός ότι η στήριξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας εξακολουθεί να είναι αναγκαία αποτελεί σε μεγάλο βαθμό συνέπεια των επιδοτήσεων που χορηγούνται για την παραγωγή συμβατικής ενέργειας. Με άλλα λόγια, εάν τερματιζόταν η χορήγηση επιδοτήσεων για την παραγωγή ενέργειας σε μονάδες παραγωγής βάσει ορυκτών καυσίμων θα εξασφαλίζονταν κατ’ αυτόν τον τρόπο ισότιμοι όροι ανταγωνισμού και μεγάλο μέρος της στήριξης που παρέχεται για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα ήταν πλέον περιττή. Η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει τη θέση της, σύμφωνα με την οποία κρίνεται απαραίτητο να δημιουργηθούν «συνθήκες ισότιμου ανταγωνισμού» με τη βοήθεια αγορακεντρικών μέσων, προκειμένου να καταργηθούν οι στρεβλώσεις της αγοράς καθώς και τα εμπόδια που εγείρονται για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (βλέπε γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα «Αναθεώρηση της οδηγίας για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων»).

γ)    Η υφιστάμενη αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι ακατάλληλη για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας

3.13.

Η παλαιά βιομηχανία ενέργειας χαρακτηρίζεται από σχετικά μικρό αριθμό μονάδων παραγωγής, καθεμία από τις οποίες διαθέτει υψηλή δυναμικότητα. Αντιθέτως, ένα ενεργειακό σύστημα που διαμορφώνεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας χαρακτηρίζεται από αποκεντρωμένες ικανότητες παραγωγής μικρότερης κλίμακας.

3.14.

Η ΕΟΚΕ έχει ήδη εκφράσει τις απόψεις της σχετικά με τις πιθανές νέες έννοιες για την οργάνωση της εμπορίας ηλεκτρικής ενέργειας στο πλαίσιο αποκεντρωμένων συστημάτων, συμπεριλαμβανομένης της «κυψελοειδούς προσέγγισης» (2). Οι έννοιες αυτές βασίζονται στην αρχή ότι οι μικροί συμμετέχοντες στην αγορά θα πρέπει να είναι επίσης σε θέση να επικοινωνούν απευθείας μεταξύ τους και να εκτελούν εμπορικές συναλλαγές στον τομέα της ενέργειας. Ως εκ τούτου, το ζητούμενο δεν είναι μόνο η βελτίωση των επιλογών παραγωγής, αλλά και η εξασφάλιση της συμμετοχής στην εμπορία.

3.15.

Οι εν λόγω συναλλαγές μεταξύ ομοτίμων θα επιτρέπουν τη συμμετοχή μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας, όχι μόνο στην παραγωγή και την αυτοκατανάλωση, αλλά και στην ενεργό διαχείριση μικρότερων και περιφερειακού επιπέδου μονάδων παραγωγής ενέργειας, με τις οποίες διανοίγονται νέες προοπτικές για τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας. Σε αυτές συγκαταλέγεται και η αποσύνδεση του τομέα, διότι, σε πολλές περιπτώσεις, η θέρμανση και η ενέργεια που χρησιμοποιούνται για την κινητικότητα αποτελούν τοπικά βασικά προϊόντα που παράγονται και καταναλώνονται σε μικρές μονάδες.

3.16.

Η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι, λόγω των διοικητικών φραγμών και της γενικής έλλειψης ρύθμισης, η εκτέλεση συναλλαγών μεταξύ ομοτίμων είναι επί του παρόντος αδύνατη σε πολλά κράτη μέλη. Αυτή η κατάσταση θα πρέπει να αλλάξει με παρούσα πρόταση οδηγία, καθώς και με την πρόταση σχετικά με τον σχεδιασμό της αγοράς, εντούτοις, η ΕΟΚΕ εντοπίζει μεγάλες αδυναμίες σε αμφότερες τις προτάσεις.

3.17.

Το άνοιγμα των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας στις συναλλαγές μεταξύ ομοτίμων σε ολόκληρη την ΕΕ θα συνδράμει στην απελευθέρωση των τεράστιων κοινωνικών και οικονομικών δυνατοτήτων των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Παραβλέποντας την παράμετρο αυτή και, επίσης, μη λαμβάνοντας υπόψη αμιγώς πρακτικά εμπόδια, όπως π.χ. η θέσπιση των οριακών τιμών για το εμπόριο της ενέργειας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αφήνει αναξιοποίητη μια σημαντική ευκαιρία, η οποία μπορεί να βελτιώσει κατά πολύ τη θέση των Ευρωπαίων πολιτών, των καταναλωτών και των ΜΜΕ στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, να παράσχει σε μεγαλύτερους φορείς τη δυνατότητα εξαγωγής «ενεργειακών λύσεων» σε μη ευρωπαϊκές αγορές και να βελτιώσει εν γένει την αποδοχή της ενεργειακής μετάβασης από την κοινωνία.

4.   Ειδικές παρατηρήσεις όσον αφορά το κείμενο της οδηγίας

α)    Απουσία εθνικών δεσμευτικών στόχων

4.1.

Η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει την κριτική της (3), επισημαίνοντας ότι, σε αντίθεση με την οδηγία του 2009, η νέα οδηγία δεν θέτει πλέον δεσμευτικούς εθνικούς στόχους. Εξακολουθεί να διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η προβλεπόμενη διαδικασία διακυβέρνησης μπορεί να «δημιουργήσει κίνητρα» στα κράτη μέλη που αντιτίθενται στον καθορισμό δεσμευτικών εθνικών στόχων ώστε να δραστηριοποιηθούν περισσότερο. Η πρόταση δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη για συγκεκριμένο μέσο παρέμβασης σε περίπτωση μη επίτευξης του στόχου του 27 % (βλέπε γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα «Σύστημα διακυβέρνησης της ενεργειακής ένωσης»). Από την άλλη πλευρά, η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει τη συλλογική ευθύνη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3 της πρότασης, διότι, σύμφωνα με τον προτεινόμενο κανονισμό διακυβέρνησης, προβλέπεται η επιβολή οικονομικών κυρώσεων εάν οι εν λόγω στόχοι δεν επιτευχθούν συλλογικά στο πλαίσιο των εθνικών σχεδίων για την ενέργεια και το κλίμα. Το πώς θα υλοποιηθούν αυτοί οι στόχοι παραμένει ασαφές.

β)    Απουσία στρατηγικής για την περιφερειακή ανάπτυξη

4.2.

Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, η Επιτροπή δεν λαμβάνει δεόντως υπόψη της τη σημασία της ενεργού συμμετοχής των τοπικών και των περιφερειακών παραγόντων, τόσο όσον αφορά την αποδοχή της δρομολογούμενης πολιτικής, όσο και τις επιπτώσεις για την περιφερειακή οικονομία. Μόνον η προβλεπόμενη ανάπτυξη της ηλεκτροκίνησης θα διανοίξει νέες τεράστιες προοπτικές για την περιφερειακή οικονομία, υπό την προϋπόθεση ότι η απαιτούμενη ανάπτυξη υποδομών παραγωγής και διανομής εστιάζεται συστηματικά σε μοντέλα αποκεντρωμένης εκμετάλλευσης (4).

4.3.

Με τον τρόπο αυτό θα προαχθεί επίσης ο στόχος της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με τον οικονομικότερο δυνατό τρόπο για τους φορολογούμενους και τους καταναλωτές. Αυτό, ωστόσο, δεν πρέπει να βασίζεται μόνο στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και σε μια συνολική εθνική και περιφερειακή οικονομική προοπτική. Για παράδειγμα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η πτυχή της δημιουργίας νέων περιφερειακών θέσεων εργασίας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 49). Η ΕΟΚΕ επισημαίνει την τάση πολλών κρατών μελών μέχρι στιγμής α) να επιβάλλουν άσκοπες και αδικαιολόγητες επιβαρύνσεις στην ενέργεια που παράγεται και καταναλώνεται σε τοπικό επίπεδο και β) να παραβλέπουν τελείως τις περιφερειακές πτυχές.

4.4.

Επιπλέον, οι κανονισμοί των κρατών μελών δεν λαμβάνουν ως επί το πλείστον υπόψη το κόστος δικτύου και συστήματος. Η ΕΟΚΕ είναι πεπεισμένη ότι οι αποκεντρωμένες λύσεις μειώνουν εντέλει το κόστος δικτύου και συστήματος και συμμερίζεται εν προκειμένω την άποψη που διατυπώνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 52.

4.5.

Η εν λόγω αιτιολογική σκέψη προέρχεται από την οδηγία 2009/28/ΕΚ, αλλά δεν συνεπάγεται την ανάπτυξη αντίστοιχων, ειδικών προς τον σκοπό αυτό, περιφερειακών στρατηγικών από τα κράτη μέλη. Η ΕΟΚΕ έχει παρατηρήσει (βλέπε μελέτη της ΕΟΚΕ σχετικά με τον ρόλο της κοινωνίας των πολιτών στην εφαρμογή της οδηγίας της ΕΕ για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, με τίτλο «Αλλάζοντας το μέλλον της ενέργειας: η κοινωνία των πολιτών ως βασικός παράγοντας στην παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές»), ότι οι κανονισμοί και τα προγράμματα στήριξης σε πολλά κράτη μέλη δεν κάνουν καμία αναφορά στις τοπικές και τις περιφερειακές πτυχές, ενώ πολλές εθνικές κυβερνήσεις και διοικήσεις επικαλούνται ακόμη και το ευρωπαϊκό δίκαιο προκειμένου να αιτιολογήσουν την παράλειψη αυτή. Κατά συνέπεια, είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη ακρίβεια ως προς το ζήτημα αυτό. Μολονότι η πρόταση δημιουργεί τις τυπικές προϋποθέσεις για την αποκέντρωση και την περιφερειακή ανάπτυξη, δεν περιέχει καμία υποχρέωση για την εφαρμογή συνεκτικής στρατηγικής προς αυτή την κατεύθυνση. Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, η απλή δήλωση αρχών, χωρίς επαρκή νομοθετική στήριξη, δεν συνιστά αποτελεσματική νομοθεσία.

4.6.

Προκειμένου να αποσαφηνιστεί περαιτέρω η αιτιολογική σκέψη 49, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να συγκεκριμενοποιήσει στο νομικό κείμενο τι σημαίνει η ακόλουθη διάταξη της οδηγίας: «Συνεπώς, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποστηρίξουν μέτρα κρατικής και περιφερειακής ανάπτυξης … και να προωθήσουν τη χρήση χρηματοδότησης από διαρθρωτικά κονδύλια στο πλαίσιο της πολιτικής συνοχής στο συγκεκριμένο τομέα». Εξίσου αόριστο παραμένει και το ακριβές περιεχόμενο της αιτιολογικής σκέψης 50, στην οποία η οδηγία ορίζει τα εξής: «είναι ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη ο θετικός αντίκτυπος όσον αφορά τις δυνατότητες περιφερειακής και τοπικής ανάπτυξης, τις εξαγωγικές προοπτικές, την κοινωνική συνοχή και τις δυνατότητες απασχόλησης, ιδίως για τις ΜΜΕ και τους ανεξάρτητους παραγωγούς ενέργειας». Τέλος, αναφορικά με την αιτιολογική σκέψη 52 «… να επιτραπεί η ανάπτυξη τεχνολογιών αποκεντρωμένης παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές υπό συνθήκες που δεν εισάγουν διακρίσεις και χωρίς να παρεμποδίζεται η χρηματοδότηση επενδύσεων σε υποδομές», η ΕΟΚΕ επικροτεί μεν την αναγνώριση των αποκεντρωμένων προσεγγίσεων, αλλά διαπιστώνει την ανάγκη περαιτέρω αποσαφήνισης και συγκεκριμενοποίησης.

γ)    Ανάγκη σαφέστερων κανόνων για την ενέργεια παραγωγών-καταναλωτών και τα δικαιώματα των καταναλωτών

4.7.

Θετική εξέλιξη αποτελεί το γεγονός ότι παρέχονται εν μέρει ορισμοί για τους όρους «τηλεθέρμανση», «αυτοκαταναλωτής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές», «αυτοκατανάλωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές», «ΜΜΕ» και «κοινοτική ενέργεια» (άρθρο 21) και ότι αναγνωρίζονται, συνεπώς, ως νομικοί όροι που έχουν σημασία για την ενεργειακή πολιτική και ρύθμιση. Κατά το παρελθόν, η έλλειψη σαφήνειας στην ορολογία είχε ως συνέπεια τη δημιουργία σημαντικής επενδυτικής αβεβαιότητας. Υφίστανται, ωστόσο, δύο προβλήματα. Αφενός, δεν υπάρχει ακόμη ένας σαφής ορισμός της «ενέργειας παραγωγών-καταναλωτών» και οι προτεινόμενοι ορισμοί δεν χρησιμοποιούνται πάντα με συνέπεια στη «χειμερινή δέσμη μέτρων». Από την άλλη πλευρά, το νομικό περιεχόμενο της οδηγίας δεν είναι διαμορφωμένο κατά τρόπο ώστε να καθιστά πραγματικά εφικτή την εφαρμογή των εν λόγω εννοιών στην πράξη. Ο αντίκτυπος αυτών των κανόνων εξαρτάται από την αποτελεσματική εφαρμογή τους. Η ΕΟΚΕ εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν προτείνει σαφή καθοδήγηση για την εν λόγω εφαρμογή.

4.8.

Όσον αφορά το ζήτημα των αυτοκαταναλωτών ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές:

Η ΕΟΚΕ επικροτεί τις διατάξεις σχετικά με τους αυτοκαταναλωτές που περιλαμβάνονται στο άρθρο 21 παράγραφοι 1 έως 3. Εντούτοις, οι συγκεκριμένοι κανονισμοί ενδέχεται να παραμείνουν αναποτελεσματικοί εάν το άρθρο δεν επεξηγεί καταλεπτώς τι σημαίνει η διάταξη βάσει της οποίας οι καταναλωτές «έχουν δικαίωμα να αυτοκαταναλώνουν και να πωλούν […] την πλεονάζουσα παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές χωρίς να υπόκεινται σε δυσανάλογες διαδικασίες και επιβαρύνσεις που δεν αντανακλούν το κόστος». Η αναφορά στα δικαιώματά τους ως καταναλωτών θα πρέπει να συμπληρωθεί με παραπομπή στο κεφάλαιο III της προτεινόμενης οδηγίας για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, όπου προβλέπονται τα συγκεκριμένα δικαιώματα που πράγματι διαθέτουν οι καταναλωτές ενέργειας, οι οποίοι καταναλώνουν τη δική τους ηλεκτρική ενέργεια, καθώς και ο τρόπος άσκησής τους, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος εκτέλεσης συναλλαγών μεταξύ ομοτίμων.

Η Επιτροπή θα πρέπει, για παράδειγμα, επίσης να διευκρινίσει ότι η ιδία κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας χωρίς χρήση της υποδομής, όπως και η ιδία κατανάλωση θέρμανσης, θα πρέπει να απαλλάσσεται από φόρους και τέλη.

Η διάταξη σύμφωνα με την οποία, υπό ορισμένες συνθήκες, οι αυτοκαταναλωτές ενέργειας δεν θα πρέπει να θεωρούνται παραδοσιακοί προμηθευτές ενέργειας, αποτελεί ένα βήμα προς την ορθή κατεύθυνση, θα πρέπει, ωστόσο, να διευκρινιστεί. Καταρχάς, η «ιδία κατανάλωση ενέργειας» και η «προμήθεια ενέργειας» είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Οι οριακές τιμές που θεσπίζονται στην πρόταση οδηγίας είναι υπερβολικά χαμηλές. Οι οριακές τιμές που αντικατοπτρίζουν πραγματικές επιχειρηματικές περιπτώσεις —σε συνδυασμό με τις διατάξεις για τα μικρά έργα που περιλαμβάνονται στα σημεία 125 και 127 των ισχυόντων κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις— θα έπρεπε να ανέρχονται σε 20 MWh (6 000 MWh στην περίπτωση της αιολικής ενέργειας) για τα νοικοκυριά και σε 1 000 MWh (36 000 MWh στην περίπτωση της αιολικής ενέργειας) για τα νομικά πρόσωπα.

Όσον αφορά τη διάταξη σύμφωνα με την οποία οι αυτοκαταναλωτές ενέργειας θα πρέπει να αμείβονται στην αγοραία αξία για την ηλεκτρική ενέργεια που διοχετεύουν στο δίκτυο, απαιτείται η παροχή ορισμού για τον όρο «αγοραία αξία». Δεν ενδείκνυται να οριστεί με βάση το επίπεδο τιμών στην αγορά χονδρικής, λαμβανομένου υπόψη ότι η αγορά χαρακτηρίζεται από στρεβλώσεις λόγω των επιδοτήσεων που χορηγούνται για την παραγωγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα. Επιπλέον, στην αμοιβή θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση στην οποία βρίσκεται το συνολικό σύστημα (μεταξύ άλλων, η υπερφόρτωση του δικτύου) στο σύνολό του, ούτως ώστε οι παραγωγοί-καταναλωτές να ενθαρρυνθούν να αποθηκεύουν τη «χρήσιμη για το δίκτυο» ενέργεια στο σύστημα ή να προβαίνουν σε μεταβίβαση του ενεργειακού φορτίου.

Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της για την πρόταση που περιλαμβάνεται στην παράγραφο 2 και ρυθμίζει την προμήθεια ενέργειας σε μεμονωμένα κτίρια, δεδομένου ότι, κατά τον τρόπο αυτό, αίρεται μια σοβαρή αδικία που υπήρχε επί σειρά ετών.

4.9.

Όσον αφορά τις διοικητικές απαιτήσεις και αδειοδοτήσεις, η ΕΟΚΕ σημειώνει ότι η πρόθεση που αναφέρεται στα άρθρα 15 και 16 είναι κατά βάση ορθή, αλλά το προτεινόμενο κείμενο παρουσιάζει διάφορα προβλήματα. Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα προβλήματα στο προτεινόμενο κείμενο. Πρώτον, ο όρος «αποκεντρωμένα συστήματα» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 στοιχείο δ) είναι υπερβολικά αόριστος και πρέπει, συνεπώς, να παρασχεθεί σχετικός ορισμός. Δεύτερον, τα κράτη μέλη αποτυγχάνουν επανειλημμένως να εκπληρώσουν τον στόχο της αντιμετώπισης της κοινοτικής ενέργειας και των σημαντικότερων συμμετεχόντων στην αγορά επί ίσοις όροις. Η αποτυχία αυτή οφείλεται συχνά στην ερμηνεία εκ μέρους τους των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις. Κατά συνέπεια, η εν λόγω αντιμετώπιση επί ίσοις όροις θα επιτευχθεί μόνον εάν καταστούν σαφέστεροι οι κανόνες που αφορούν τα έργα μικρής κλίμακας, την αυτοκατανάλωση και την ενέργεια παραγωγών-καταναλωτών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να επιληφθεί, εν προκειμένω, επειγόντως του συγκεκριμένου ζητήματος. Τρίτον, οι προτάσεις που περιλαμβάνονται στα άρθρα 15 και 16 αφορούν μόνον την παραγωγή. Προκειμένου οι μικροί παράγοντες της αγοράς, όπως οι ενεργειακές κοινότητες, να αποκτήσουν πλήρη πρόσβαση στην αγορά και να είναι προπαντός σε θέση να εκτελούν συναλλαγές μεταξύ ομοτίμων, χρειάζονται απλουστευμένες διαδικασίες για την αποθήκευση, την εμπορία και την αυτοκατανάλωση ενέργειας.

4.10.

Όσον αφορά τις «εγγυήσεις προέλευσης» στο άρθρο 19 της πρότασης, αυτές δεν αντικατοπτρίζουν επαρκώς τις υφιστάμενες αδυναμίες της αγοράς. Παρότι με την παρούσα πρόταση επιδιώκεται η δυνατότητα επιλογής που διαθέτει ο καταναλωτής να δημιουργεί κίνητρα για την ανάπτυξη ικανοτήτων παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, η κείμενη νομοθεσία της ΕΕ επιτρέπει παραπλανητικές προσφορές «πράσινης ενέργειας». Οι προμηθευτές δύνανται να χρησιμοποιούν εγγυήσεις προέλευσης για να δημιουργούν μια επίφαση μόνο πράσινης ενέργειας, ενώ εξακολουθούν να παράγουν, να αγοράζουν και να πωλούν ηλεκτρική ενέργεια από μη ανανεώσιμες πηγές. Η μελλοντική νομοθεσία της ΕΕ θα πρέπει να επιβάλλει στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές την υποχρέωση να θεσπίζουν δεσμευτικές απαιτήσεις για όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά που προσφέρουν τιμολόγια «πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας». Οι προμηθευτές θα πρέπει να τεκμηριώνουν το πρόσθετο περιβαλλοντικό όφελος των εν λόγω τιμολογίων. Ωστόσο, η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ενδέχεται να οξύνει τη σύγχυση των καταναλωτών και, κατά συνέπεια, είναι πιθανό να αυξηθεί η υπερπροσφορά εγγυήσεων προέλευσης. Εκτός αυτού, οι ενεργειακές κοινότητες παραγωγών-καταναλωτών, οι οποίες πωλούν απευθείας στην αγορά την παραγόμενη ηλεκτρική τους ενέργεια, θα πρέπει να απαλλαγούν από την υποχρέωση να πιστοποιούν την προέλευση της ηλεκτρικής τους ενέργειας, δεδομένου του γεγονότος ότι η προέλευση της παραχθείσας ενέργειας είναι σαφώς αναγνωρίσιμη καθότι εντάσσεται αφενός στο καθεστώς της ενέργειας παραγωγού-καταναλωτή και, αφετέρου, στο καθεστώς των ενεργειακών κοινοτήτων.

δ)    Περισσότερο φιλόδοξοι στόχοι και μεγαλύτερη ευελιξία για τα βιογενή και τα εναλλακτικά καύσιμα

Βιοκαύσιμα

4.11.

Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι η προσέγγιση που περιέχεται στις παρούσες προτάσεις όσον αφορά τα βιοκαύσιμα είναι υπερβολικά αυστηρή. Τηρώντας παράλληλα τον στόχο να μην παρεμποδίζεται η παραγωγή τροφίμων, είναι επίσης σημαντικό να εξασφαλιστεί η βέλτιστη χρήση των διαθέσιμων πόρων. Συνεπώς, η ΕΟΚΕ διατηρεί την άποψή της ότι θα πρέπει να αναπτυχθούν τα βιοκαύσιμα που δεν προέρχονται από γεωργικά προϊόντα ή τη χρήση γης και έχουν επιπτώσεις στην παραγωγή τροφίμων, αλλά από άλλες πηγές, όπως κατάλοιπα προϊόντων, υποπροϊόντα και απόβλητα, μεταξύ άλλων από τη δασοκομία (βλέπε γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα «Απαλλαγή των μεταφορών από τις ανθρακούχες εκπομπές») (5). Η ΕΟΚΕ υπογραμμίζει επίσης ότι οποιαδήποτε μέτρα σταδιακής κατάργησης (phasing out) θα πρέπει να εφαρμοστούν προκειμένου να προληφθεί η απώλεια «στοιχείων του ενεργητικού».

4.12.

Στη γνωμοδότησή της με θέμα «Έμμεση αλλαγή της χρήσης γης (ΕΑΧΓ)/βιοκαύσιμα» (6), της 17ης Απριλίου 2013, η ΕΟΚΕ ζήτησε να διευκρινιστεί η δυνητική ποσοτική συμβολή των «προηγμένων βιοκαυσίμων», καθώς και το κόστος αυτής της συμβολής. Τα ερωτήματα αυτά δεν έχουν απαντηθεί ακόμη.

4.13.

Η ΕΟΚΕ επισήμανε επίσης ότι η αύξηση της καλλιέργειας και της χρήσης ελαιούχων φυτών στο πλαίσιο των αειφόρων γεωργικών μεθόδων καλλιέργειας (π.χ. μεικτές καλλιέργειες) θα μπορούσε να προετοιμάσει το έδαφος για ορισμένες πολύ χρήσιμες εφαρμογές, όπως η χρήση γεωργικών και δασικών μηχανημάτων. Πρόκειται, ωστόσο, για έναν ακόμη τομέα στον οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν φαίνεται να διαθέτει ακόμη κατάλληλη στρατηγική· η υπό εξέταση πρόταση οδηγίας δεν επιλύει το πρόβλημα.

4.14.

Η ΕΟΚΕ θεωρεί σημαντική τη διατήρηση ευελιξίας όσον αφορά τη μείωση των βιοκαυσίμων, των βιορευστών και των καυσίμων βιομάζας που παράγονται από φυτά που καλλιεργούνται ως τρόφιμα και ζωοτροφές, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν τα κριτήρια βιωσιμότητας που καθορίζονται στο άρθρο 27 της πρότασης οδηγίας.

4.15.

Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει σθεναρά τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 26 παράγραφος 5 με στόχο τη διασφάλιση της βιώσιμης δασοκομίας. Η ΕΟΚΕ συνιστά να αναδιατυπωθεί ο ορισμός της «άδειας υλοτόμησης» στο άρθρο 2 στοιχείο λστ), ούτως ώστε να συμπεριληφθούν όλες οι μορφές νομικά έγκυρων αδειών για τη συγκομιδή της δασικής βιομάζας.

Ηλεκτροκίνηση

4.16.

Στο ποσοστό που προβλέπεται στην οδηγία για τα εναλλακτικά καύσιμα δεν λαμβάνονται υπόψη οι μείζονες δυνατότητες ανάπτυξης που παρουσιάζει η ηλεκτροκίνηση. Λαμβανομένης υπόψη της ταχείας αύξησης του μεριδίου της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, η ηλεκτροκίνηση είναι επίσης αναγκαία, διότι προσφέρει ευελιξία και, εάν εφαρμοστεί σωστά από στρατηγικής πλευράς, μπορεί να διαδραματίσει καίριο ρόλο στην ανάπτυξη δομών ενέργειας παραγωγών-καταναλωτών.

4.17.

Πέραν του ποσοστού των εναλλακτικών καυσίμων, κυρίως για λόγους βιομηχανικής και περιφερειακής πολιτικής, και με την προοπτική της εξάλειψης της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης, θα μπορούσε να τεθεί έως το 2030 πιθανός στόχος της τάξης του 10-20 % για το μερίδιο της ηλεκτροκίνησης που χρησιμοποιεί ηλεκτρική ενέργεια παραγόμενη από ανανεώσιμες πηγές. Εξίσου σημαντικό είναι να διασφαλιστεί ότι τα κριτήρια βιωσιμότητας του άρθρου 27, τα οποία αφορούν το μέγιστο μερίδιο ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην τελική κατανάλωση ενέργειας, εφαρμόζονται επίσης στον τομέα των μεταφορών, ούτως ώστε να αποφεύγονται οι υπέρμετροι περιορισμοί στη χρήση βιοκαυσίμων στον τομέα των μεταφορών.

ε)    Νέα ώθηση για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στον τομέα της θέρμανσης και για την τηλεθέρμανσης

Φυσικό αέριο και θέρμανση

4.18.

Η πρόταση που περιλαμβάνεται στο άρθρο 23 για την αύξηση του μεριδίου της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές που χρησιμοποιούνται για θέρμανση και ψύξη κατά τουλάχιστον 1 ποσοστιαία μονάδα κάθε έτος δεν είναι επαρκής: θα πρέπει να καθοριστούν σημαντικά υψηλότεροι επιμέρους στόχοι για την επίτευξη των στόχων που αφορούν το κλίμα.

4.19.

Η απαίτηση του άρθρου 20 παράγραφος 1 ως προς την εξέταση της ανάγκης επέκτασης της δικτυακής υποδομής φυσικού αερίου για να διευκολυνθεί η ενσωμάτωση του φυσικού αερίου από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχει νόημα, αλλά δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι το φυσικό αέριο αποτελεί επίσης εξαντλήσιμο ορυκτό καύσιμο. Ως προς το σημείο αυτό, γίνεται παραπομπή στη γνωμοδότηση με θέμα «Ασφάλεια του εφοδιασμού με φυσικό αέριο» (7). Πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε κατά τον καθορισμό των κριτηρίων αξιολόγησης να συνεκτιμάται η πτυχή της ενοποίησης του τομέα.

4.20.

Η ΕΟΚΕ επικροτεί την πρόταση που περιλαμβάνεται στο άρθρο 20 παράγραφος 3 και στο άρθρο 24 για την ενίσχυση των εννοιών της τηλεθέρμανσης, δεδομένου ότι αποτελούν σημαντικές μεθόδους για τη διαδικασία ενοποίησης του τομέα, με την αντιμετώπιση, παράλληλα, της ενεργειακής ένδειας και την τόνωση της περιφερειακής οικονομίας. Η ΕΟΚΕ επισημαίνει συγχρόνως ότι, βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας της ΕΕ, οι ολοκληρωμένες τοπικές και περιφερειακές λύσεις συχνά αποτυγχάνουν λόγω της εφαρμογής εθνικών κανονιστικών διατάξεων.

Βρυξέλλες, 26 Απριλίου 2017.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Γιώργος ΝΤΑΣΗΣ


(1)  ΕΕ C 34 της 2.2.2017, σ. 151.

(2)  ΕΕ C 82 της 3.3.2016, σ. 13 και ΕΕ C 34 της 2.2.2017, σ. 78.

(3)  ΕΕ C 291 της 4.9.2015, σ. 8.

(4)  ΕΕ C 34 της 2.2.2017, σ. 78.

(5)  EE C 198 της 10.7.2013, σ. 56.

(6)  EE C 198 της 10.7.2013, σ. 56.

(7)  EE C 487 της 28.12.2016, σ.70.


Top