EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62015CN0268

Υπόθεση C-268/15: Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το cour d’appel de Bruxelles (Βέλγιο) στις 8 Ιουνίου 2015 — Fernand Ullens de Schooten κατά Ministre des Affaires Sociales et de la Santé publique, Ministre de la Justice

OJ C 279, 24.8.2015, p. 19–20 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

24.8.2015   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 279/19


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το cour d’appel de Bruxelles (Βέλγιο) στις 8 Ιουνίου 2015 — Fernand Ullens de Schooten κατά Ministre des Affaires Sociales et de la Santé publique, Ministre de la Justice

(Υπόθεση C-268/15)

(2015/C 279/24)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Cour d’appel de Bruxelles

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Εφεσείων: Fernand Ullens de Schooten

Εφεσίβλητοι: Ministre des Affaires Sociales et de la Santé publique, Ministre de la Justice

Προδικαστικά ερωτήματα

1)

Απαιτεί το κοινοτικό δίκαιο, μεταξύ δε άλλων η αρχή της αποτελεσματικότητας, υπό ορισμένες περιστάσεις, μεταξύ δε άλλων υπό τις περιστάσεις που εκτίθενται αναλυτικά στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, ο εθνικός χρόνος παραγραφής, όπως κατά το άρθρο 100 της εναρμονισμένης νομοθεσίας περί δημοσίου λογιστικού, που έχει εφαρμογή σε αγωγή αποζημιώσεως ιδιώτη κατά του βελγικού Δημοσίου λόγω παραβάσεως του άρθρου 43 της Συνθήκης ΕΚ (νυν 49 ΣΛΕΕ) από τον νομοθέτη, να αρχίζει, μόνον όταν η παράβαση αυτή έχει διαπιστωθεί, ή, a contrario, διασφαλίζεται επαρκώς η αρχή της αποτελεσματικότητας υπ’ αυτές τις συνθήκες από τη δυνατότητα που έχει ο ιδιώτης να διακόψει την παραγραφή μέσω πράξεως επιδόσεως δικαστικού επιμελητή;

2)

Πρέπει τα άρθρα 43 ΕΚ, 49 ΕΚ και 56 ΕΚ και η έννοια της «αμιγώς εσωτερικής κατάστασης», η οποία είναι ικανή να περιορίζει την επίκληση αυτών των διατάξεων από έναν ιδιώτη στο πλαίσιο διαφοράς ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται στην εφαρμογή του [ενωσιακού] δικαίου σε μια διαφορά μεταξύ ενός Βέλγου υπηκόου και του Βελγικού Δημοσίου, που έχει ως αντικείμενο την ανόρθωση των ζημιών που προκλήθηκαν από την προβαλλόμενη παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, συγκεκριμένα δε από τη θέσπιση και διατήρηση σε ισχύ μιας βελγικής νομοθεσίας, όπως αυτής του άρθρου 3 του β.δ. 143 της 30ής Δεκεμβρίου 1982, η οποία εφαρμόζεται αδιακρίτως στους ημεδαπούς και στους υπηκόους των άλλων κρατών μελών;

3)

Έχουν η αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου και το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ την έννοια ότι δεν επιτρέπουν να μένει ανεφάρμοστος ο κανόνας του δεδικασμένου, όταν πρόκειται για επανεξέταση ή εξαφάνιση δικαστικής αποφάσεως που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, η οποία αποδεικνύεται αντίθετη προς το [ενωσιακό] δίκαιο, αλλά, αντιθέτως, ότι επιτρέπουν να μένει ανεφάρμοστος ένας εθνικός κανόνας περί δεδικασμένου, όταν αυτός θα επέβαλε την έκδοση, με βάση αυτή την απόφαση που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, αντίθετης όμως προς το [ενωσιακό] δίκαιο, μιας άλλης δικαστικής αποφάσεως, που θα διαιώνιζε την παραβίαση του [ενωσιακού] δικαίου από την πρώτη αυτή δικαστική απόφαση;

4)

Θα μπορούσε το Δικαστήριο να επιβεβαιώσει ότι το ζήτημα αν ο κανόνας του δεδικασμένου πρέπει να μένει ανεφάρμοστος στην περίπτωση δικαστικής αποφάσεως που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου αντίθετης προς το [ενωσιακό] δίκαιο στο πλαίσιο αιτήσεως επανεξετάσεως ή εξαφανίσεως αυτής της αποφάσεως, δεν αποτελεί ζήτημα κατ’ ουσίαν ταυτόσημο, κατά την έννοια των αποφάσεων [Da Costa κ.λπ. (28/62 έως 30/62, EU:C:1963:6) και Cilfit κ.λπ. (283/81, EU:C:1982:335)], προς το ζήτημα αν ο κανόνας του δεδικασμένου είναι αντίθετος προς το [ενωσιακό] δίκαιο στο πλαίσιο αιτήσεως εκδόσεως (νέας) αποφάσεως που θα επανελάμβανε την παραβίαση του [ενωσιακού] δικαίου, οπότε το δικάζον σε τελευταίο βαθμό δικαιοδοτικό όργανο δεν μπορεί να διαφεύγει της υποχρεώσεώς του προδικαστικής παραπομπής;


Top