EUR-Lex Access to European Union law
This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62011CN0264
Case C-264/11 P: Appeal brought on 27 May 2011 by Kaimer GmbH & Co. Holding KG and Others against the judgment of the General Court (Eighth Chamber) delivered on 24 March 2011 in Case T-379/06 Kaimer GmbH & Co. Holding KG, Sanha Kaimer GmbH & Co. KG, Sanha Italia Srl. v European Commission
Υπόθεση C-264/11 P: Αναίρεση που άσκησαν στις 27 Μαΐου 2011 οι Kaimer GmbH & Co. Holding KG κ.λπ. κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) στις 24 Μαρτίου 2011 στην υπόθεση T-379/06, Kaimer GmbH & Co. Holding KG, Sanha Kaimer GmbH & Co. KG, Sanha Italia Srl. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Υπόθεση C-264/11 P: Αναίρεση που άσκησαν στις 27 Μαΐου 2011 οι Kaimer GmbH & Co. Holding KG κ.λπ. κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) στις 24 Μαρτίου 2011 στην υπόθεση T-379/06, Kaimer GmbH & Co. Holding KG, Sanha Kaimer GmbH & Co. KG, Sanha Italia Srl. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής
OJ C 269, 10.9.2011, p. 22–23
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
10.9.2011 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 269/22 |
Αναίρεση που άσκησαν στις 27 Μαΐου 2011 οι Kaimer GmbH & Co. Holding KG κ.λπ. κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) στις 24 Μαρτίου 2011 στην υπόθεση T-379/06, Kaimer GmbH & Co. Holding KG, Sanha Kaimer GmbH & Co. KG, Sanha Italia Srl. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής
(Υπόθεση C-264/11 P)
2011/C 269/42
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσες: Kaimer GmbH & Co. Holding KG, Sanha Kaimer GmbH & Co. KG, Sanha Italia Srl. (εκπρόσωπος: J. Brück, δικηγόρος)
Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα των αναιρεσειουσών
Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:
— |
να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 2011 στην υπόθεση T-379/06, Kaimer κ.λπ. κατά Επιτροπής, κατά το μέτρο που απέρριψε την προσφυγή, και να ακυρώσει την απόφαση C(2006) 4180 της αναιρεσίβλητης, της 20ής Σεπτεμβρίου 2006 (υπόθεση COMP/F-1/38.121 — Σύνδεσμοι σωληνώσεων)· |
— |
επικουρικώς, να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 2011 στην υπόθεση T-379/06, Kaimer κ.λπ. κατά Επιτροπής, κατά το μέτρο που απέρριψε την προσφυγή, και να μειώσει το ύψος του προστίμου που καθορίζεται στο άρθρο 2 της αποφάσεως C(2006) 4180 της αναιρεσίβλητης, της 20ής Σεπτεμβρίου 2006 (υπόθεση COMP/F-1/38.121 — Σύνδεσμοι σωληνώσεων)· |
— |
επικουρικότερον, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προς έκδοση νέας αποφάσεως· |
— |
να καταδικάσει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
Η αναίρεση βάλλει κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε μερικώς η προσφυγή που άσκησαν οι αναιρεσείουσες κατά της αποφάσεως C(2006) 4180 τελικό της Επιτροπής, της 20ής Σεπτεμβρίου 2006, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/F-1/38.121 — Σύνδεσμοι σωληνώσεων).
Οι αναιρεσείουσες προβάλλουν συνολικά τρεις λόγους αναιρέσεως:
|
Με τον πρώτο λόγο, οι αναιρεσείουσες επικαλούνται παραμόρφωση αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου. Το Γενικό Δικαστήριο στηρίζει τον προσδιορισμό του χρονικού σημείου κατά το οποίο εκτιμά ότι άρχισε η παράβαση σε συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο. Εκλαμβάνει δε αυτό το αποδεικτικό μέσο, παρά το σαφές γράμμα του, ως απόδειξη της ενάρξεως της παραβάσεως. Κατ’ ορθή εκτίμηση του εν λόγω αποδεικτικού μέσου θα προέκυπτε το ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα, ότι δηλαδή επικρατούσε αβεβαιότητα στην αγορά όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι αναιρεσείουσες συμπεριφέρονταν εντός αυτής. Ορθή εκτίμηση αποδείξεων μπορούσε να γίνει ευθέως βάσει του εγγράφου αυτού, χωρίς να διαταχθούν περαιτέρω αποδείξεις. |
|
Με τον δεύτερο λόγο, οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι εκτιμήθηκε εσφαλμένα η αποδεικτική αξία των μαρτυρικών καταθέσεων που δόθηκαν στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας. Ο δεύτερος λόγος στηρίζεται σε δύο βάσεις. Αφενός το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα καθόσον προσέδωσε ιδιαίτερη αποδεικτική βαρύτητα στις ως άνω μαρτυρικές καταθέσεις. Οι κρίσιμες εν προκειμένω καταθέσεις προέρχονταν από συνεργαζόμενους μάρτυρες, που έπρεπε να παράσχουν υπεραξία στην Επιτροπή προκειμένου να τύχουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερης μειώσεως του προστίμου τους. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε μια τάση για υπέρμετρα επιβαρυντικές καταθέσεις, πράγμα που σημαίνει ακριβώς ότι οι καταθέσεις αυτές δεν είχαν ιδιαίτερα μεγάλη αποδεικτική αξία. Τούτο αγνοήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο στο σκεπτικό της αποφάσεώς του. |
|
Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξήγησε μια αντίφαση που υπάρχει μεταξύ των επιμέρους καταθέσεων των συνεργαζόμενων μαρτύρων, ως εκ τούτου το σκεπτικό της αποφάσεως είναι εσφαλμένο και ελλιπές. Ο πρώτος τέτοιος μάρτυρας στη διαδικασία δεν κατονόμασε τις αναιρεσείουσες ως μετέχουσες στην παράβαση, μολονότι έδωσε πλήρη κατάθεση και εξασφάλισε έτσι την πλήρη απαλλαγή του από το πρόστιμο. Οι αιτιάσεις εις βάρος των αναιρεσειουσών βασίζονται στις καταθέσεις των μεταγενέστερων μαρτύρων που παρείχαν συνεργασία. Από τη στιγμή ειδικά που προσδίδεται ιδιαίτερη αποδεικτική βαρύτητα στις δηλώσεις της πρώτης επιχειρήσεως που συνεργάζεται με την Επιτροπή, η αντίφαση αυτή έπρεπε να έχει αρθεί. |
|
Με τον τρίτο λόγο, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν παράβαση του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Οι αναιρεσείουσες θεωρούν ότι οι υπερκείμενοι αυτοί κανόνες δικαίου παραβιάστηκαν από δύο απόψεις. Αφενός, ο έλεγχος του ευλογοφανούς χαρακτήρα της αποφάσεως της Επιτροπής, στον οποίο προβαίνει το Γενικό Δικαστήριο σε υποθέσεις προστίμων για συμπράξεις, δεν πληροί τις απαιτήσεις του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και της ΕΣΔΑ όσον αφορά την άσκηση αποτελεσματικής προσφυγής. Στο πλαίσιο αυτό, οι αναιρεσείουσες παραπέμπουν στον –τουλάχιστον οιονεί– ποινικό χαρακτήρα των αποφάσεων της Επιτροπής περί επιβολής προστίμων. Αφετέρου, ούτε η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής ανταποκρίνεται στις επιταγές της ΕΣΔΑ και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Ειδικότερα, οι αναιρεσείουσες εκθέτουν ότι η Επιτροπή ερευνά τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, διατυπώνει τις αιτιάσεις κατά των επιχειρήσεων και κατόπιν αποφασίζει η ίδια για την κύρωση και για το ύψος της. Μια τέτοια διαδικασία θα ήταν ανεκτή μόνον αν οι αποφάσεις της Επιτροπής υπέκειντο σε πλήρη δικαστικό έλεγχο. Όπως όμως εκτίθεται στο πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο περιορίζεται κατά τον έλεγχο των αποφάσεων της Επιτροπής σε πρόδηλες αντιφάσεις και δεν διαπιστώνει άμεσα το ίδιο τα πραγματικά περιστατικά. |