EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52009IE0036

Γνωμοδοτηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα: Η κοινωνική και η περιβαλλοντική διάσταση της εσωτερικής αγοράς

OJ C 182, 4.8.2009, p. 1–7 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

4.8.2009   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 182/1


450Η ΣΫΝΟΔΟΣ ΟΛΟΜΈΛΕΙΑΣ ΤΗΣ 14ΗΣ ΚΑΙ 15ΗΣ  ΙΑΝΟΥΑΡΊΟΥ 2009

Γνωμοδοτηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα: «Η κοινωνική και η περιβαλλοντική διάσταση της εσωτερικής αγοράς»

(2009/C 182/01)

Γενικός Εισηγητής: κ. Andrzej ADAMCZYK

Στις 17 Ιανουαρίου 2008, και σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 2 του Εσωτερικού Κανονισμού της, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αποφάσισε να καταρτίσει γνωμοδότηση πρωτοβουλίας με θέμα:

«Η κοινωνική και η περιβαλλοντική διάσταση της εσωτερικής αγοράς»,

Το ειδικευμένο τμήμα «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της ΕΟΚΕ, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 6 Ιανουαρίου 2009 με βάση την εισηγητική έκθεση του κ. Andrzej ADAMCZYK.

Κατά την 450ή σύνοδο ολομέλειας της 14ης και 15ης Ιανουαρίου 2009 (συνεδρίαση της 14ης Ιανουαρίου 2009), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 94 ψήφους υπέρ, 29 κατά και 15 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1.   Συμπεράσματα

1.1   Μολονότι δεν αποτελεί αυτοσκοπό, η εσωτερική αγορά συνιστά ένα μέσο που συμβάλλει στην ολοένα και μεγαλύτερη ευμάρεια των πολιτών της ΕΕ, έτσι ώστε να αυξάνεται η ευημερία τους και η πρόσβασή τους σε αγαθά και υπηρεσίες, να βελτιώνεται η ποιότητα και η ασφάλεια των θέσεων εργασίας τους και να τους παρέχεται η δυνατότητα να ταξιδεύουν, να ζουν, να εργάζονται και να σπουδάζουν οπουδήποτε εντός των συνόρων της ΕΕ.

1.2   Η πρόοδος αυτή συνδέεται με τις μεγαλύτερες ευκαιρίες που παρέχει η εσωτερική αγορά τόσο στις επιχειρήσεις –χάρη στη διεύρυνση της αγοράς αγαθών και υπηρεσιών και στην ελευθερία επενδύσεων– όσο και στους εργαζομένους, παρέχοντάς τους την πρωτόγνωρη δυνατότητα να αναζητούν εργασία σε όποια χώρα της ΕΕ επιλέξουν.

1.3   Εάν η Ευρώπη επιθυμεί να παραμείνει ανταγωνιστική μακροπρόθεσμα, η εσωτερική αγορά πρέπει να διασφαλίσει τη βιώσιμη και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να συνυπολογίζεται δεόντως η περιβαλλοντική διάσταση. Στη διαμόρφωση νέων προτύπων, κανόνων, προϊόντων και ιδεών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη αυτή η σημαντική πρόκληση, έστω και με αντίτιμο τη δημιουργία αναπόφευκτων εντάσεων σε ορισμένους κλάδους, υπό τον όρο βεβαίως ότι το ζητούμενο είναι η επιβίωση της ευρωπαϊκής οικονομίας, ότι δηλαδή δεν υποθηκεύεται η βραχυπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα.

1.4   Ο τελικός στόχος είναι να βελτιωθεί αισθητά η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στο πλαίσιο μιας κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, δηλαδή να διασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού για όλους τους ενδιαφερόμενους μέσα σε ενιαίο νομικό περιβάλλον. Αυτό έχει καίρια σημασία για τη διαμόρφωση συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού και τη δημιουργία περισσότερων και ποιοτικώς καλύτερων θέσεων απασχόλησης με τη συμπερίληψη της κοινωνικής και περιβαλλοντικής διάστασης στην εσωτερική αγορά, έτσι ώστε να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα.

1.5   Στην προσέγγισή τους για την εμβάθυνση της εσωτερικής αγοράς, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα νόμιμα συμφέροντα των επιχειρήσεων και την αναγκαιότητα σεβασμού των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το κοινοτικό δίκαιο, τα διεθνή εργασιακά πρότυπα και τη νομοθεσία των επιμέρους κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος συλλογικών διαπραγματεύσεων.

1.6   Η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς απαιτεί τη διευκρίνιση ορισμένων ασαφειών που σχετίζονται με την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Προϋπόθεση για την περαιτέρω ανάπτυξη και εμβάθυνση της εσωτερικής αγοράς είναι ένα σαφές και προβλέψιμο νομικό πλαίσιο.

1.7   Πιο συγκεκριμένα, οι διαφωνίες που ανέκυψαν βάσει των πρόσφατων αποφάσεων του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τη νομική ερμηνεία της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων φαίνεται να νομιμοποιούν το αίτημα αναθεώρησης της οδηγίας ή σύναψης πρόσθετης συμφωνίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων.

1.8   Επ’ αυτού, το δίκτυο SOLVIT, ως μεσολαβητής μεταξύ των οργάνων και του κοινού, θα μπορούσε βεβαίως να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Μολαταύτα, το δίκτυο υποχρηματοδοτείται φρικτά, δεν διαθέτει το ανάλογο προσωπικό, ο δε ρόλος και η λειτουργία του θα πρέπει να επανεκτιμηθούν.

2.   Εισαγωγή

2.1   Μολονότι ακόμη τελεί υπό εξέλιξη, η εσωτερική αγορά έχει ήδη ωφελήσει τους πολίτες πολλαπλώς κατά τρόπο απτό και συνιστά το βασικότερο επίτευγμα της διαδικασίας ολοκλήρωσης της ΕΕ (1). Το σταδιακό άνοιγμα των αγορών και η άρση των φραγμών, εντούτοις, συνοδεύτηκαν από δυσκολίες και προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν, προκειμένου να υπάρξει υποστήριξη για την περαιτέρω εμβάθυνση της εσωτερικής αγοράς.

2.2   Ας μην ξεχνούμε ότι η ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά περισσότερο μέσο βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των ανθρώπων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μέσο αύξησης της ευημερίας τους και της πρόσβασής τους σε αγαθά και υπηρεσίες και βελτίωσης της ποιότητας και της ασφάλειας των θέσεων εργασίας τους, παρέχοντάς τους την ευκαιρία να ταξιδέψουν, να ζήσουν και να εργαστούν ελεύθερα οπουδήποτε εντός των συνόρων της ΕΕ (2). Τα οφέλη αυτά είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την αυξημένη ελευθερία που διαθέτουν οι επιχειρήσεις κατά τις συναλλαγές τους, επί παραδείγματι χάρη στη διεύρυνση της αγοράς αγαθών και υπηρεσιών και στην ελευθερία επενδύσεων.

2.3   Η σταδιακή άρση των φραγμών σε τομείς που σχετίζονται άμεσα με τις τέσσερις ελευθερίες μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα και εντάσεις σε πεδία όπου εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων χωρών· τούτο ισχύει ιδιαίτερα σε ζητήματα αμοιβών, κοινωνικής ασφάλισης, εργατικού δικαίου και δικαιωμάτων των κοινωνικών εταίρων. Τέτοιου είδους εντάσεις ενδέχεται να εξαλειφθούν, και ενίοτε όντως συμβαίνει αυτό, μέσω επιπλέον κανόνων που θα αποσκοπούν:

στη διασαφήνιση της νομικής σύγχυσης που έχει προκύψει λόγω εφαρμογής των κανόνων διαφόρων χωρών·

στην καταπολέμηση του κοινωνικού ντάμπινγκ και του αθέμιτου ανταγωνισμού·

στην προστασία των δικαιωμάτων των καταναλωτών (3)·

στο να διασφαλιστεί ότι οι παραγωγοί και οι προμηθευτές αγαθών καθώς και οι πάροχοι υπηρεσιών έχουν όντως πρόσβαση στην ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά·

στη διασφάλιση προσβασιμότητας σε όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες και, ιδιαίτερα, στις υπηρεσίες γενικού συμφέροντος, μέσω πολιτικών που θα απευθύνονται σε όλους (4)·

στην προώθηση ενεργών πολιτικών που θα διασφαλίσουν την ισότητα των φύλων και την καταπολέμηση όλων των διακρίσεων.

2.4   Προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, απαραίτητη είναι η επίλυση των διαφόρων αμφιλεγόμενων ζητημάτων σχετικά με την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Είναι εντελώς απαράδεκτο οι κοινωνικοί εταίροι, σε ζητήματα καίριας σημασίας για τους ίδιους, να αναγκάζονται να προσφεύγουν στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι αποφάσεις του οποίου ενίοτε είτε δεν γίνονται κατανοητές είτε προκαλούν διαφωνίες.

2.5   Στα πλαίσια αυτά επιδοκιμάζεται η απόφαση της Επιτροπής να καλέσει τους κοινωνικούς εταίρους και τα κράτη μέλη να συζητήσουν τα θέματα που ανέκυψαν μετά τις πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου και να οργανώσει ένα φόρουμ για να εξεταστεί πώς θα διασφαλίζεται ο σεβασμός των κοινωνικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο της αυξανόμενης κινητικότητας των εργαζομένων (5).

3.   Εσωτερική αγορά: οφέλη και προκλήσεις

3.1   Η εσωτερική αγορά έχει επιφέρει πολλαπλά οφέλη, μεταξύ των οποίων οφέλη για τις επιχειρήσεις, τους απασχολούμενους, αλλά και το ευρύτερο κοινό, το οποίο ωφελείται από την επιτυχή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς σε διάφορους τομείς. Στα αδιαμφισβήτητα επιτεύγματα της εσωτερικής αγοράς περιλαμβάνεται η αυξημένη ευημερία που σχετίζεται με την αύξηση του ΑΕγχΠ, η ελεύθερη μετακίνηση, διαμονή, εργασία ή πραγματοποίηση σπουδών σε οποιαδήποτε χώρα της ΕΕ, η κατά πολύ ευρύτερη πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες υψηλής ποιότητας, συχνά σε χαμηλότερες τιμές, η οποία συνδέεται με την αυξημένη πρόσβαση των παραγωγών, των εμπορικών παραγόντων και των παρόχων υπηρεσιών στην εσωτερική αγορά, χωρίς να λησμονείται η διεύρυνση των δικαιωμάτων των καταναλωτών, τα οποία πλέον καλύπτουν το σύνολο της επικράτειας της ΕΕ, ανεξάρτητα από τη χώρα αγοράς του αγαθού ή της υπηρεσίας.

3.2   Οι περιορισμοί στην ελεύθερη κυκλοφορία των ατόμων, που επιβάλλουν ορισμένα κράτη μέλη με τη μορφή «μεταβατικών περιόδων», εξακολουθούν να προκαλούν διαμάχες παρά το περιορισμένο χρονικό τους πλαίσιο. Θα πρέπει, εντούτοις, να επισημανθεί ότι η προστασία της αγοράς εργασίας αποδείχθηκε δυσκολότερη από το αναμενόμενο στις χώρες που εφάρμοσαν το σύστημα των μεταβατικών περιόδων· παρομοίως, η μαζική φυγή ειδικευμένου εργατικού δυναμικού προς αναζήτηση απασχόλησης συνιστά πραγματικό πρόβλημα για τις χώρες προέλευσής τους.

3.3   Η ΕΟΚΕ είναι, ωστόσο, της άποψης (6) ότι η ολοκλήρωση της αγοράς εργασίας είναι η καλύτερη εγγύηση κατά του κοινωνικού αποκλεισμού. Η Επιτροπή θα πρέπει να συνεργαστεί με τους κοινωνικούς εταίρους, ώστε να αξιοποιηθούν καλύτερα οι δυνατότητες του ευρωπαϊκού εργατικού δυναμικού στις ταχύτατα μεταβαλλόμενες κοινωνίες μας. Ένα πρόβλημα που απομένει να επιλυθεί είναι αυτό της αμοιβαίας αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων (7).

3.4   Για τις επιχειρήσεις, μεταξύ των οφελών είναι και η πρόσβαση σε μια μεγαλύτερη αγορά περίπου 500 εκατομμυρίων ατόμων, οι ευκολότερες διασυνοριακές συναλλαγές και οι απλούστερες διαδικασίες ίδρυσης επιχειρήσεων, η ευρύτερη εφαρμογή των ευρωπαϊκών προτύπων και της ευρωπαϊκής σήμανσης, καθώς και η βελτιωμένη διασυνοριακή συνεργασία και μεταφορά τεχνογνωσίας. Ένα επιπλέον πλεονέκτημα είναι η άνετη πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίων, πλην όμως πρέπει να βελτιωθεί περαιτέρω η λειτουργία των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Όλα αυτά τα επιτεύγματα της εσωτερικής αγοράς, ανεξάρτητα από το εάν αφορούν τις επιχειρήσεις ή άμεσα το κοινό, συνεπάγονται καθένα τον δικό του κοινωνικό αντίκτυπο και τις δικές του προκλήσεις.

3.5   Μολονότι μπορεί να φαίνεται προφανές ότι η καθιέρωση της εσωτερικής αγοράς επέφερε πρωτοφανή οικονομική μεγέθυνση, γεγονός που επέδρασε θετικά στην κοινωνική ευμάρεια του πληθυσμού, ακόμη είναι υπό συζήτηση το εάν ο βαθμός ανοίγματος της αγοράς και το εύρος της ρύθμισής της σε επιμέρους τομείς είναι κοινωνικά ευκταία ή αποδεκτά φαινόμενα. Οι διαφωνίες σχετικά με τις πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Viking (8), Laval (9), Rüffert (10), Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (11)), η προγενέστερη συζήτηση επί της οδηγίας για τις υπηρεσίες, καθώς και τα προβλήματα σχετικά με το άνοιγμα των αγορών εργασίας, το κοινωνικό ντάμπινγκ, τον αθέμιτο ανταγωνισμό και τον αντίκτυπο της εσωτερικής αγοράς στη λειτουργία του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου οπωσδήποτε χρήζουν ανάλυσης και, ενδεχομένως, αποφάσεων σχετικά με νέα νομοθεσία ή συρρύθμιση.

3.6   Η εσωτερική αγορά επέφερε χαμηλότερες τιμές για πολλά αγαθά, γεγονός που ωφελεί τόσο τον καταναλωτή όσο και την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Εντούτοις, αυτή η πτώση των τιμών συχνά αποβαίνει εις βάρος των απασχολούμενων, που απολύονται λόγω ανασυγκρότησης των επιχειρήσεων ή μεταφοράς θέσεων εργασίας αλλού. Από κοινωνική άποψη καθίσταται συνεπώς απαραίτητος ο συνδυασμός των συμφερόντων των καταναλωτών (χαμηλές τιμές) με τα συμφέροντα των απασχολούμενων, δηλαδή εργασιακή ασφάλεια, εργασιακά πρότυπα και συνθήκες εργασίας και αμοιβής.

3.7   Η οικονομική μεγέθυνση που σημειώθηκε χάρη στην εσωτερική αγορά συνέβαλε επίσης στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Αυτό θα ήταν πολύ θετικό, εάν δεν επρόκειτο συχνά για θέσεις εργασίας με πενιχρή αμοιβή, επειδή πρέπει να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα.

3.8   Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι η Ευρώπη επέτυχε την υψηλή της ανταγωνιστικότητα κυρίως μέσω επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες, με την εκπαίδευση και επιμόρφωση των εργαζομένων, την βελτίωση της οργάνωσης της εργασίας, τις καλύτερες συνθήκες υγείας και ασφάλειας στον τόπο εργασίας και την ενεργό προώθηση του κοινωνικού διαλόγου και των εταιρικών σχέσεων. Εντούτοις, δεδομένου ότι οι εργαζόμενοι είναι και καταναλωτές, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας με μείωση του κόστους εργασίας μπορεί, πράγματι, να επιφέρει μείωση της αγοραστικής δύναμης ή, με άλλα λόγια, χαμηλότερη κατανάλωση και μειωμένη ανάπτυξη.

3.9   Το μερικό άνοιγμα της αγοράς εργασίας προς οικονομικούς μετανάστες συνεπάγεται τα δικά του συγκεκριμένα προβλήματα. Ορισμένα κράτη μέλη δεν κατάφεραν να ενσωματώσουν αποτελεσματικά τους οικονομικούς μετανάστες στις συλλογικές εργασιακές τους διευθετήσεις ή/και στις σχετικές αποφάσεις, νομοθετικές διατάξεις ή πρακτικές, υπονομεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα εγχώρια εργασιακά πρότυπα και επεκτείνοντας την άτυπη οικονομία. Αυτό επιφέρει επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών και διάβρωση του κοινωνικού διαλόγου, προκαλώντας κοινωνικό ντάμπινγκ και αθέμιτο ανταγωνισμό· τέτοιου είδους εξελίξεις θα πρέπει να αντικρούονται σθεναρά τόσο από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις όσο και από τις οργανώσεις των εργοδοτών.

3.10   Οι πρακτικές ορισμένων επιχειρήσεων που απασχολούν αποσπασμένους εργαζόμενους χαρακτηρίστηκαν από μερικούς ενδιαφερόμενους κοινωνικό ντάμπινγκ και αθέμιτος ανταγωνισμός. Επιπλέον, στις αποφάσεις του στις υποθέσεις Viking, Laval, Rüffert και Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων απεφάνθη ότι τέτοιου είδους πρακτικές είναι σύννομες και συνάδουν με την οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων, γεγονός που οδήγησε σε σημαντικές διενέξεις, ιδίως καθώς οι αποφάσεις αντέβαιναν σαφώς στον δεδηλωμένο στόχο της οδηγίας. Η προαγωγή της διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών προϋποθέτει υγιή ανταγωνισμό και διασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Συνεπώς, για να διασφαλισθούν οι ίσες ευκαιρίες, ο υγιής ανταγωνισμός και ο σεβασμός των δικαιωμάτων των εργαζομένων απαιτούνται πρόσθετες διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, ιδίως επί του ζητήματος των αποσπασμένων εργαζομένων.

3.11   Εντούτοις, πριν από την εκπόνηση νέων κανόνων, η ΕΟΚΕ (12) πιστεύει ότι πρέπει επειγόντως να ληφθούν μέτρα για τη διασφάλιση της εφαρμογής της οδηγίας 96/71/ΕΚ, ιδιαίτερα δεδομένου ότι οι στόχοι της δεν έχουν επιτευχθεί πλήρως μια δεκαετία αφότου τέθηκε σε ισχύ.

3.12   Το ζήτημα του ανοίγματος της αγοράς υπηρεσιών και τα προβλήματα που αφορούν τις υπηρεσίες γενικού συμφέροντος, που μεταξύ άλλων καλύπτονται από την προσφάτως υιοθετηθείσα οδηγία για τις υπηρεσίες, συνιστούν ξεχωριστό θέμα. Η εν λόγω οδηγία τίθεται επί του παρόντος σε εφαρμογή και, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν ακόμη να αξιολογηθεί ο αντίκτυπός της. Είναι, εντούτοις, σαφές ότι η κοινωνική διάσταση των βασικών υπηρεσιών υπερβαίνει κατά πολύ τα ζητήματα των απασχολούμενων και του κοινωνικού διαλόγου και ότι αφορά εξίσου τη διασφάλιση της καθολικής πρόσβασης σε αυτές τις υπηρεσίες (13).

3.13   Στο πλαίσιο των πρόσφατων αυξήσεων των τιμών στην Ευρώπη, η πρόσβαση στις κοινωφελείς υπηρεσίες συνδέεται στενά με το κατά πόσον είναι προσιτές από οικονομική άποψη, ιδιαίτερα όσον αφορά το κόστος της ενέργειας. Ωστόσο, το πρόβλημα της προμήθειας ενέργειας δεν πρέπει να εξετάζεται μόνο σε σχέση με τις πρόσφατες και κατά πάσα πιθανότητα και μελλοντικές αυξήσεις των τιμών, αλλά πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη και οι περιβαλλοντικές πτυχές της κατανάλωσης ενέργειας.

4.   Ο αντίκτυπος πρόσφατων αποφάσεων σχετικά με την εσωτερική αγορά

4.1   Η εσωτερική αγορά απαιτεί ένα σαφές σύνολο κανόνων για την ορθή της λειτουργία. Η περαιτέρω ολοκλήρωσή της θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το κατά πόσο μπορεί να εξευρεθεί αποδεκτή ισορροπία μεταξύ της οικονομικής, της κοινωνικής και της περιβαλλοντικής διάστασης εντός ενός σαφούς και προβλέψιμου νομικού πλαισίου.

Ορισμένες πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προκάλεσαν διενέξεις στους βιομηχανικούς κύκλους σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η εξεύρεση σαφών λύσεων σε ζητήματα που εξακολουθούν να είναι αμφιλεγόμενα έχει ζωτική σημασία για την ανάκτηση της τόσο απαραίτητης κοινής βάσης εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης.

4.2.1   Στην υπόθεση Viking, η Διεθνής Ομοσπονδία Εργαζομένων στις Μεταφορές (International Transport workers’ Federation — ITF) και η Φινλανδική Ένωση Ναυτεργατών (Finnish Seamen’s Union) απείλησαν με απεργία την εταιρεία Viking, που σκόπευε να μετανηολογήσει ένα από τα φινλανδικά σκάφη στην Εσθονία και να αντικαταστήσει το πλήρωμα με φθηνότερο εργατικό δυναμικό από την Εσθονία. Το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση ότι η απειλή απεργίας προς εξαναγκασμόν του εργοδότη να συνάψει συλλογική σύμβαση περιορίζει στη συγκεκριμένη περίπτωση την ελευθερία εγκατάστασης της εταιρείας.

4.2.2   Η υπόθεση Laval αφορούσε μία λετονική επιχείρηση που απασχολούσε εργαζομένους με απόσπαση στη Σουηδία υπό τους όρους και τις συνθήκες εργασίας που ισχύουν στη Λετονία, κατά πολύ υποδεέστερους των όρων και των συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί κατόπιν συλλογικών διαπραγματεύσεων στη Σουηδία. Οι συνδικαλιστικές ενώσεις της Σουηδίας προέβησαν σε απεργιακές κινητοποιήσεις και σε παρεμποδισμό του εφοδιασμού των εγκαταστάσεων Vaxholm. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, στα πλαίσια της οδηγίας περί αποσπάσεως εργαζομένων, είναι παράνομη η απεργιακή κινητοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων για καλύτερους όρους και συνθήκες εργασίας από ό,τι προβλέπουν οι δεσμευτικοί κανόνες ελάχιστης προστασίας της οδηγίας.

4.2.3   Στην υπόθεση Rüffert, μία γερμανική εταιρεία ανέλαβε κατόπιν διαγωνισμού που προκήρυξε το κρατίδιο Niedersachsen να εκτελέσει εργασίες σε μία φυλακή. Η γερμανική εταιρεία εμπιστεύθηκε την υπεργολαβία σε μία πολωνική επιχείρηση, η οποία πλήρωσε τους εργαζόμενους κατά 47 % και μόνο του ελάχιστου ορίου που προβλέπει η περιφερειακή κλαδική συλλογική σύμβαση. Κατά συνέπεια, το κρατίδιο Niedersachsen ακύρωσε το συμβόλαιο, σύμφωνα όμως με την άποψη του Δικαστηρίου, η τοπική νομοθεσία που υποχρεώνει τους εργολήπτες του δημοσίου να τηρούν τις συλλογικές συμβάσεις είναι ασύμβατη με την οδηγία περί αποσπάσεως εργαζομένων, εκτός και αν η σύμβαση κηρυχθεί καθολικώς δεσμευτική.

4.2.4   Στην υπόθεση Λουξεμβούργου, το Δικαστήριο δικαίωσε τη μήνυση της Επιτροπής, με την απόφαση ότι το Λουξεμβούργο είχε εφαρμόσει κατά τρόπον υπερβολικό την οδηγία περί αποσπάσεως εργαζομένων σε σχέση με τις απαιτήσεις που ισχύουν στην εν λόγω χώρα για τις εγχώριες εταιρείες όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις μέγιστες και ελάχιστες περιόδους ανάπαυσης, την αυτόματη μισθολογική προσαρμογή και την τήρηση των συλλογικών συμβάσεων.

4.3   Οι αποφάσεις όσον αφορά τις ανωτέρω υποθέσεις Laval και Rüffert επίσης προκάλεσαν προβληματισμούς σχετικά με την ερμηνεία εκ μέρους του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της οδηγίας της ΕΕ για την απόσπαση εργαζομένων. Και οι δύο υποθέσεις προκάλεσαν έντονο διχασμό και από πολλούς θεωρήθηκε ότι προωθούν το μισθολογικό ντάμπινγκ. Σε αμφότερες τις υποθέσεις, αλλοδαπές εταιρείες παρέκαμψαν συλλογικές συμβάσεις, νομικές διατάξεις, πρακτικές και κανόνες που ίσχυαν στη χώρα όπου δραστηριοποιούνταν, εις βάρος εντόπιων εταιρειών και των εργαζομένων.

4.4   Η εσωτερική αγορά πρέπει να αποτελεί πηγή νομικής βεβαιότητας και όχι ασάφειας. Έχει καίρια σημασία, συνεπώς, να υπάρξει συμφωνία επί των αρχών που πρέπει να επανεξεταστούν, σύμφωνα τόσο προς το γράμμα όσο και προς το πνεύμα της νομοθεσίας, και να εξευρεθεί σαφής κοινή βάση.

5.   Μηχανισμοί και μέσα για τη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς

5.1   Η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς συμπληρώθηκε σταδιακά με διάφορους μηχανισμούς που επέφεραν βελτιώσεις. Οι εν λόγω μηχανισμοί μπορεί να αποβούν χρήσιμοι προκειμένου να αξιολογηθούν οι τρόποι βελτίωσης της ενσωμάτωσης τόσο της κοινωνικής όσο και της περιβαλλοντικής διάστασης στην εσωτερική αγορά.

5.2   Τα τελευταία χρόνια έχουν αναβιώσει οι συζητήσεις περί εναρμόνισης και αμοιβαίας αναγνώρισης στο πλαίσιο των πρόσφατων διαδικασιών διεύρυνσης. Υφίσταται ευρεία συμφωνία ως προς το ότι η εναρμόνιση θα πρέπει να εστιάζει στα πραγματικά απαραίτητα και ότι δεν είναι ρεαλιστικό να επιδιώκεται υπερβολικά μεγάλη εναρμόνιση σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση 27 κρατών μελών. Η αμοιβαία αναγνώριση, αφετέρου, μολονότι συνιστά έναν από τους πυλώνες της εσωτερική αγοράς, σε μεγάλο βαθμό αγνοείται. Η εναρμόνιση θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμη για τη διαμόρφωση ενός ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, αλλά η κοινωνική διάσταση εξακολουθεί να αποτελεί σε μεγάλο βαθμό αποκλειστική αρμοδιότητα των 27 κρατών μελών, στις περισσότερες περιπτώσεις δε με την πλήρη υποστήριξη των κοινωνικών εταίρων και σύμφωνα προς την αρχή της επικουρικότητας. Θα μπορούσε, ωστόσο, να φανεί χρήσιμη στον τομέα του περιβάλλοντος, θεσπίζοντας κανόνες για προϊόντα και διαδικασίες, σύμφωνα προς τους φιλόδοξους στόχους που η Ένωση έχει θέσει στον εαυτό της.

5.3   Ως μεσολαβητής μεταξύ των θεσμικών οργάνων και του κοινού, το δίκτυο SOLVIT μπορεί να αποβεί εξαιρετικά σημαντικό εν προκειμένω. Είναι αρμόδιο για την ενημέρωση, την παροχή συμβουλών και την εξέταση ζητημάτων περί εσωτερικής αγοράς που αφορούν τις εταιρείες, τους καταναλωτές, τους εργαζόμενους κλπ. στα κράτη μέλη. Έχει δε συγκεντρώσει τεράστιο όγκο δεδομένων και τεχνογνωσίας. Εντούτοις, σε γενικές γραμμές, το δίκτυο πάσχει από τεράστια ανεπάρκεια οικονομικών και ανθρώπινων πόρων, ενώ ο ρόλος του και οι δραστηριότητές του χρήζουν επαναξιολόγησης.

5.4   Η «νέα προσέγγιση» ανάγκασε τους νομοθέτες της ΕΕ να διατηρούν χαμηλούς τόνους κατά τη θέσπιση των βασικών προϋποθέσεων και την ανάθεση των τεχνικών πτυχών σε φορείς τυποποίησης. Μολονότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί ουσιαστικά να επαναληφθεί όσον αφορά την κοινωνική διάσταση, θα μπορούσε — όπως έχει ήδη γίνει — να αποβεί εξαιρετικά σημαντικό στον τομέα του περιβάλλοντος (προδιαγραφές ποιότητας κλπ. — θα ήταν χρήσιμο για την Επιτροπή να προβεί σε επικαιροποίηση των συναφών τομέων).

5.5   Η αρχή της χώρας προέλευσης εξακολουθεί να αποτελεί επίμαχο ζήτημα, όπως διαφαίνεται και από τη δυσαρέσκεια των οργανώσεων των καταναλωτών. Η αρχή αυτή ορίζει ότι όταν μια ενέργεια ή υπηρεσία εκτελείται σε μία χώρα αλλά παρέχεται σε μια άλλη, εφαρμοστέο δίκαιο είναι το δίκαιο της χώρας όπου εκτελείται η ενέργεια ή η υπηρεσία. Στόχος της εν λόγω αρχής είναι η προαγωγή της ελεύθερης κυκλοφορίας αγαθών και υπηρεσιών και η ενθάρρυνση του διασυνοριακού ανταγωνισμού. Εντούτοις, απορρίφθηκε κατά τη συζήτηση σχετικά με την οδηγία για τις υπηρεσίες, καθώς θα ανάγκαζε στην ουσία τα κράτη να εφαρμόζουν διαφορετικά νομικά καθεστώτα σε εταιρείες και άτομα ανάλογα με τη χώρα προέλευσής τους.

5.6   Η διαδικασία Lamfalussy υποδεικνύει σαφώς με ποιον τρόπο μπορούν να βελτιωθούν τα ρυθμιστικά ζητήματα πανευρωπαϊκής εμβέλειας, καθώς δίδει συνεπέστερη ερμηνεία και προβλέπει απλούστερη σύγκλιση των εθνικών πρακτικών και παραδόσεων επί συγκεκριμένων ρυθμιστικών ζητημάτων. Εκτός από το παράδειγμα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, η διαδικασία Lamfalussy αποτελεί σημείο αναφοράς για τη δημιουργία ενός απλού και ποιοτικού συστήματος. Απομένει να φανεί εάν είναι σε θέση να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα της νομοθεσίας σε άλλους τομείς, ιδιαίτερα δε στον τομέα του περιβάλλοντος.

5.7   Η ρήτρα Monti αναφέρεται — στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας αγαθών — στο γεγονός ότι η οδηγία δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται ως πλήττουσα καθ’ οιονδήποτε τρόπο την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος εργατικής κινητοποίησης. Πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αμφισβήτησαν την ισχύ της ρήτρας Monti και είναι σημαντικό να διευκρινιστεί πού βρίσκονται τα όριά της και για ποιον λόγο.

6.   Ένα καλύτερο πλαίσιο για την ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης στην εσωτερική αγορά

6.1   Τόσο η ενέργεια όσο και το περιβάλλον έχουν καταστεί — και θα παραμείνουν στο άμεσο μέλλον — κορυφαίες προτεραιότητες για τις κυβερνήσεις και τους πολίτες της Ευρώπης. Δυστυχώς, η προστασία του περιβάλλοντος συχνά θεωρείται βάρος για την αγορά, ως ένα νέο σύνολο αρνητικών προϋποθέσεων που αναγκαστικά πλήττουν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.

6.2   Εντούτοις, υφίσταται γενικότερη συμφωνία ότι ένας από τους αποτελεσματικότερους τρόπους διασφάλισης της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης στο μέλλον είναι η περαιτέρω ουσιαστική πρόοδος ως προς την ανάπτυξη ιδεών, αγαθών και προτύπων που θα ανταποκρίνονται σε μία από τις σπουδαιότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η ανθρωπότητα και, ως εκ τούτου, ως προς την ανάπτυξη μιας εσωτερικής αγοράς που λαμβάνει πραγματικά υπόψη την περιβαλλοντική διάσταση, η οποία συνιστά καίριο τμήμα αυτού του στόχου. Αυτό, ωστόσο, δεν επηρεάζει το γεγονός ότι νέες ρυθμίσεις στον εν λόγω τομέα μπορεί αναπόφευκτα να προκαλέσουν εντάσεις σε ορισμένους κλάδους, ειδικότερα μάλιστα όταν η βραχυπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα εξακολουθεί να έχει καίρια σημασία.

6.3   Η Συνθήκη του Άμστερνταμ ενίσχυσε την ιδέα ότι η ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης σε άλλες πολιτικές συνιστά καίριο παράγοντα για την προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διερεύνησε τρόπους βελτίωσης της συνεργίας μεταξύ της ενιαίας αγοράς και των περιβαλλοντικών ζητημάτων, λαμβάνοντας υπόψη μέτρα όπως οι δημόσιες συμβάσεις, η αποτελεσματική αξιολόγηση επιπτώσεων, η τυποποίηση, ο χρηματοοικονομικός έλεγχος, ή οικονομικά μέσα όπως οι περιβαλλοντικοί φόροι κλπ. Η Επιτροπή επίσης διερεύνησε νέους τομείς και προβλήματα που ενδέχεται να χρήζουν μέτρων εναρμόνισης.

6.4   Μέχρι τούδε, δεδομένου του εύρους των τομέων και των πρακτικών που ενέχονται στη διάσταση της περιβαλλοντικής αειφορίας, η ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών ζητημάτων στην ενιαία αγορά δεν ήταν ξεκάθαρη υπόθεση. Επηρεάζει σημαντικούς τομείς πολιτικής, όπως η ενέργεια και οι μεταφορές, ενώ ζητήματα που αρχικά περιορίζονταν στην ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών έχουν πλέον επεκταθεί και σε άλλους τομείς. Συνεπώς, και λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη σημασία του περιβάλλοντος στην σημερινή πολιτική ατζέντα, θα απαιτείτο πολύ μεγαλύτερη πρόοδος σε εκείνα τα συγκεκριμένα ζητήματα που επιδέχονται βελτίωση και θα έπρεπε να εντοπιστούν τα πλέον ενδεδειγμένα μέσα της εσωτερικής αγοράς για την επίτευξη αυτών των στόχων.

7.   Καταληκτικές παρατηρήσεις

7.1   Η εσωτερική αγορά συνιστά έργο εν εξελίξει. Απώτερος στόχος είναι η δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς χωρίς φραγμούς. Ολοκληρωμένη εσωτερική αγορά σημαίνει ότι όλοι οι ενδιαφερόμενοι διαθέτουν ισότιμη πρόσβαση σε κάθε επιμέρους εθνική αγορά. Και, τέλος, ισότιμη πρόσβαση στις αγορές όλων των κρατών μελών σημαίνει επίσης ότι οι επιχειρήσεις, οι εργαζόμενοι και οι πάροχοι υπηρεσιών λειτουργούν στο ίδιο νομικό περιβάλλον, διασφαλίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ισότιμους όρους ανταγωνισμού και αποφεύγοντας τον αθέμιτο ανταγωνισμό εντός των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κάθε είδους υπονόμευση της ανταγωνιστικότητας της εσωτερικής αγοράς στο σύνολό της.

7.2   Η ΕΟΚΕ εξέφρασε την άποψη (14) ότι η επιτυχία της εσωτερικής αγοράς συνιστά κοινή ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών, τα οποία οφείλουν να ανταποκριθούν καλύτερα σε αυτή. Ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων στην οικοδόμηση και στην ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς επίσης πρέπει να τονιστεί.

7.3   Η τρέχουσα συζήτηση σχετικά με τα όρια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, συμπεριλαμβανομένης της πρόσφατης συζήτησης επί της οδηγίας για τις υπηρεσίες, αποτελεί ένδειξη του πόσο δύσκολο είναι να συνδυαστούν οι αρχές της εσωτερικής αγοράς με την ανάγκη για υψηλά κοινωνικά πρότυπα, κοινωνική προστασία, λειτουργικές και προσβάσιμες δημόσιες υπηρεσίες και υγιή ανταγωνισμό. Η συζήτηση περί εσωτερικής αγοράς θα πρέπει να εστιάζει πρωτίστως στη διατύπωση απάντησης σε αυτά τα θεμιτά ερωτήματα. Κατά την απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα θα πρέπει να λάβουν υπόψη τόσο τα νόμιμα συμφέροντα των επιχειρήσεων όσο και το γεγονός ότι οι οικονομικές ελευθερίες πρέπει να υπόκεινται σε ρύθμιση, ώστε να διασφαλιστεί ότι η εφαρμογή τους δεν υπονομεύει τα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα που αναγνωρίζονται από το δίκαιο της ΕΕ, τα διεθνή εργασιακά πρότυπα και τη νομοθεσία των επιμέρους κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος διαπραγματεύσεων και του δικαιώματος σύναψης και εφαρμογής συλλογικών συμβάσεων.

7.4   Στην πρόσφατη ανακοίνωση της Επιτροπής για την ανανεωμένη κοινωνική ατζέντα (15) επαναλαμβάνεται η ισχυρή δέσμευση της Ευρώπης υπέρ της διαμόρφωσης αρμονικών και συνεκτικών κοινωνιών χωρίς αποκλεισμούς, οι οποίες σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα σε υγιείς κοινωνικές οικονομίες της αγοράς. Η Επιτροπή δηλώνει επίσης τη δέσμευσή της να διασφαλίσει ότι δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ των θεμελιωδών ελευθεριών της Συνθήκης και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

7.5   Η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς δυνάμει των διατάξεων της Συνθήκης της Λισσαβώνας ακόμη δεν έχει τύχει αξιολόγησης· η πρώτη αξιολόγηση του κειμένου της Συνθήκης από την ΕΟΚΕ υποδεικνύει, ωστόσο, ότι η εσωτερική αγορά, μολονότι δεν υπόκειται σε διαρθρωτική τροποποίηση, φαίνεται να ορίζεται υπό ένα πιο κοινωνικό πρίσμα.

Βρυξέλλες, 14 Ιανουαρίου 2009

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Mario SEPI


(1)  COM(2007) 724 τελικό.

(2)  ΕΕ C 93 της 27.4.2007, σ. 25.

(3)  ΕΕ C 175 της 27.7.2007, σ. 14.

(4)  ΕΕ C 175 της 27.7.2007, σ. 14.

(5)  COM(2008) 412.

(6)  ΕΕ C 77 της 31.3.2009, σ. 15.

(7)  ΕΕ C 224 της 30.8.2008, σ. 100.

(8)  ΕΕ C 51 της 23.2.2008, υπόθεση C-438/05.

(9)  ΕΕ C 51 της 23.2.2008, υπόθεση C-341/05.

(10)  ΕΕ C 128 της 24.5.2008, υπόθεση C-346/06.

(11)  ΕΕ C 209 της 15.8.2008, υπόθεση C-319/06.

(12)  ΕΕ C 151 της 17.6.2008, σ. 45.

(13)  ΕΕ C 161 της 13.7.2007, σ. 80.

(14)  ΕΕ C 77 της 31.3.2009, σ. 15.

(15)  COM(2008) 412.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

στη Γνωμοδότησητης Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Το ακόλουθο κείμενο της γνωμοδότησης του τμήματος απορρίφθηκε υπέρ μιας τροπολογίας που υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια, αλλά συγκέντρωσε πάνω από το 25 % των εκπεφρασμένων ψήφων:

1.4   Ο τελικός στόχος είναι η άρση όλων των φραγμών στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, δηλαδή η διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού για όλους τους ενδιαφερόμενους και η λειτουργία όλων στο ίδιο νομικό περιβάλλον. Το στοιχείο αυτό είναι καίριας σημασίας για τη διαμόρφωση συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού για όλους και για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της ΕΕ.

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

Ψήφοι υπέρ: 79

Ψήφοι κατά: 46

Αποχές: 11

Η ακόλουθη τροπολογία, η οποία συγκέντρωσε πάνω από το 25 % των εκπεφρασμένων ψήφων, απορρίφθηκε κατά την ψηφοφορία:

Να διαγραφεί το σημείο 4.3

Αιτιολογία

Η ΕΟΚΕ δεν είναι αρμόδια να κρίνει τις αποφάσεις του ΕΔ. Η στάση αυτή μπορεί να αποτελέσει επικίνδυνο προηγούμενο εις βάρος του κύρους της ΕΟΚΕ.

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

Ψήφοι υπέρ: 44

Ψήφοι κατά: 78

Αποχές: 14


Top