EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52004AE0521

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για την ίδρυση του δικαστηρίου του κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας και για τα ένδικα μέσα ενώπιον του Πρωτοδικείου [COM(2003) 828 τελικό — 2003/0324 (CNS)]

OJ C 112, 30.4.2004, p. 76–80 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

30.4.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 112/76


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για την ίδρυση του δικαστηρίου του κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας και για τα ένδικα μέσα ενώπιον του Πρωτοδικείου

[COM(2003) 828 τελικό — 2003/0324 (CNS)]

(2004/C 112/21)

Στις 30 Ιανουαρίου 2004, και σύμφωνα με το άρθρο 95 της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την ανωτέρω πρόταση.

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ανέθεσε τις προπαρασκευαστικές εργασίες στο ειδικευμένο τμήμα «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση».

Λόγω του επείγοντος χαρακτήρα των εργασιών, κατά την 407η σύνοδο ολομέλειας της 31ης Μαρτίου και 1ης Απριλίου 2004 (συνεδρίαση της 31ης Μαρτίου 2004), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή όρισε γενικό εισηγητή τον κ. Retureau και υιοθέτησε με 53 ψήφους υπέρ, 2 κατά και 2 αποχές, την ακόλουθη γνωμοδότηση:

1.   Οι προτάσεις απόφασης του Συμβουλίου που υποβάλλει η Επιτροπή

1.1.   Παρουσίαση του σχεδίου απόφασης

1.1.1.

Δύο προτάσεις, που υιοθετήθηκαν την ίδια μέρα, αποσκοπούν, η πρώτη να αναθέσει στο Δικαστήριο την αρμοδιότητα να αποφασίζει επί των διαφορών των σχετικών με το μελλοντικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και η δεύτερη να ιδρύσει Δικαστήριο του Κοινοτικού Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας (ΔΚΔΕ) προσαρτημένο στο Πρωτοδικείο, καθώς και Τμήμα ενδίκων μέσων στα πλαίσια του Πρωτοδικείου, και να διευκρινίσει τα πεδία εφαρμογής καθ' ύλην, κατά πρόσωπον και κατά τόπον, σχετικά με τις προσφυγές που ασκούνται ενώπιον του ΔΚΔΕ και με τις προσφυγές που ασκούνται ενώπιον του Πρωτοδικείου για θέματα διαφορών σχετικών με τα κοινοτικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας, καθώς και με την ενδεχόμενη προσφυγή για αναίρεση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όταν θα υφίσταται σοβαρός κίνδυνος διακοπής της ομοιογένειας του δικαίου ή της νομολογίας που αφορούν τα κοινοτικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας.

1.1.2.

Το Μάρτιο του 2000, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβόνας αποφάσισε γενικό πρόγραμμα για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της Ένωσης, προκειμένου να καταστεί μια οικονομία της γνώσης, η πλέον ανταγωνιστική ανά την υφήλιο. Το φιλόδοξο αυτό πρόγραμμα έχει εφαρμογή σε διάφορους τομείς, μεταξύ των οποίων και η βιομηχανική ιδιοκτησία: για το θέμα αυτό, το Συμβούλιο ανακίνησε τη διαδικασία θέσπισης συστήματος κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας, προκειμένου να αντισταθμιστούν οι περιορισμοί των υφισταμένων συστημάτων προστασίας των τεχνολογικών εφευρέσεων, γεγονός που θα συμβάλει στην ενθάρρυνση των επενδύσεων για έρευνα και ανάπτυξη εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

1.1.3.

Στην εισαγωγική παρουσίαση του σχεδίου πρότασης, η Επιτροπή υπενθυμίζει την αποτυχία των πρώτων προσπαθειών για τη θέσπιση κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Η Σύμβαση του Μονάχου του 1973 (σύμβαση για το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας) σημείωσε μια πρώτη πρόοδο, θεσπίζοντας σύστημα εξέτασης και χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας σε πολλά από τα κράτη μέλη της Σύμβασης (σήμερα, όλες οι χώρες του ΕΟΧ, η Ελβετική Συνομοσπονδία, το Μονακό, το Λιχτενστάιν, και πολλές από τις υποψήφιες για ένταξη χώρες), χωρίς όμως να τροποποιήσει τα εθνικά συστήματα και δικαιοδοτικούς φορείς που παραμένουν αρμόδιοι για θέματα εγκυρότητας και για διαφορές σχετικές με τους τίτλους που χορηγεί το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, όπως και για τους τίτλους που χορηγούν τα εθνικά γραφεία βιομηχανικής ιδιοκτησίας.

1.1.4.

Για να ξεπεραστούν τα όρια της Σύμβασης του Μονάχου, υπογράφηκε στο Λουξεμβούργο, στις 15 Δεκεμβρίου 1975, σύμβαση για το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, προκειμένου να δημιουργηθεί ενιαίος τίτλος σε κοινοτική κλίμακα. Η σύμβαση αυτή, υπερβολικά περιορισμένη, όπως κι εκείνη του Μονάχου, δεν ετέθη ποτέ σε ισχύ, καθώς δεν έλαβε επαρκείς επικυρώσεις. Όμως, την προσπάθεια αυτή ακολούθησε, το 1989, συμφωνία για το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, η οποία περιελάμβανε, ειδικότερα, πρωτόκολλο σχετικό με τις διαφορές για θέματα εγκυρότητας και παραποίησης των εν λόγω διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, οι πράξεις αυτές όμως επίσης δεν ετέθησαν ποτέ σε ισχύ.

1.1.5.

Κατά συνέπεια, επί του παρόντος, συνυπάρχουν στην επικράτεια της Ένωσης, και ευρύτερα στην επικράτεια του ΕΟΧ και ορισμένων συνδεδεμένων χωρών, δύο συστήματα, μη κοινοτικά: τα εθνικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας, που χορηγούνται από τα εθνικά γραφεία βιομηχανικής ιδιοκτησίας και υπάγονται στην εδαφική δικαιοδοσία της χώρας κατάθεσης, και τα ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας, που απορρέουν από τη Σύμβαση του Μονάχου του 1973, η οποία καθόρισε το καθ' ύλην εφαρμοστέο δίκαιο και κατέστησε δυνατή την ενιαία εφαρμογή στις χώρες μέλη της Σύμβασης που υποδεικνύει ο καταθέτων, η οποία όμως δεν προσδιόρισε το κατά τόπον εφαρμοστέο δίκαιο και τις αρμόδιες εθνικές δικαιοδοτικές αρχές.

1.1.6.

Έτσι, για μία και την αυτή διαφορά σχετικά με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που έχει κατατεθεί σε πολλές χώρες, ο προσφεύγων είναι αναγκασμένος να κινήσει τόσες διαδικασίες όσες είναι και οι αρμόδια εθνικά δικαστήρια, και σε ισάριθμες επίσημες γλώσσες, γεγονός που συνιστά σημαντικό εμπόδιο για την άσκηση των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας που θεμελιώνονται βάσει κατάθεσης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας σε πολλές χώρες, και επιπλέον η κάθε προσφυγή ενδέχεται να καταλήξει σε διαφορετική νομολογιακή επίλυση, ανάλογα με το εδαφικό δίκαιο της ενδιαφερόμενης χώρας.

1.1.7.

Προκειμένου να προωθήσει εκ νέου το σχέδιο για το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, το οποίο επιθυμούν ιδιαιτέρως οι οικονομικοί κύκλοι και είναι αναγκαίο για την ενιαία αγορά, η Επιτροπή εξέδωσε σχετικό Πράσινο Βιβλίο, στις 25 Ιουνίου 1997 (1), και ακολούθησαν διαβουλεύσεις, μελέτες και πρακτικές προτάσεις.

1.1.8.

Μετά από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβόνας, η Επιτροπή υπέβαλε, την 1η Αυγούστου 2000, πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, η οποία αφορά όλες τις νομικές και δικαιοδοτικές πτυχές του ενιαίου αυτού τίτλου, που προτείνεται να ισχύει σε ολόκληρη την κοινοτική επικράτεια. Η ΕΟΚΕ έχει ήδη γνωμοδοτήσει υπέρ της πρότασης (2).

1.1.9.

Τα εν λόγω διπλώματα ευρεσιτεχνίας θα εξετάζονται και θα χορηγούνται από το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, μετά από την —κρινόμενη ως αναγκαία— προσχώρηση της Κοινότητας στη Σύμβαση του Μονάχου (3), και επομένως σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου με τα ευρωπαϊκά διπλώματα, τα οποία και θα εξακολουθήσουν να ισχύουν παράλληλα με το νέο κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, όταν αυτό θα τεθεί σε ισχύ.

1.1.10.

Ο κανονισμός για το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, τον οποίο πρότεινε η Επιτροπή το 2000 (4), συζητήθηκε εκτενώς στους κόλπους του Συμβουλίου μέχρι το αναθεωρημένο κείμενο της 4ης Σεπτεμβρίου 2003, επειδή θέτει πλήθος νομικών, δημοσιονομικών και γλωσσικών προβλημάτων. Το θέμα του κατά τόπον εφαρμοστέου δίκαιου της βιομηχανικής ιδιοκτησίας θα τεθεί εν μέρει υπό αμφισβήτηση για το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας (ωστόσο, ορισμένες εθνικές αρμοδιότητες θα διατηρηθούν, προσωρινά ή οριστικά, ανάλογα με την περίπτωση).

1.1.11.

Εν αναμονή της τελικής απόφασης για τον Κανονισμό του Συμβουλίου, το οποίο έχει αποκλειστική αρμοδιότητα για τέτοια θέματα σύμφωνα με τις νομικές βάσεις των συζητούμενων προτάσεων, η Επιτροπή έχει στηριχθεί στις νομολογιακές πτυχές της Κοινής Πολιτικής Προσέγγισης του Συμβουλίου (που εξετάσθηκε στα Συμβούλια «ανταγωνιστικότητα» της 3ης Μαρτίου 2003 και «Απασχόληση, κοινωνική πολιτική, υγεία και καταναλωτές» της 6ης Μαρτίου του ιδίου έτους) (5), προκειμένου να υποβάλει τα δύο υπό εξέταση σχέδια που αφορούν αντίστοιχα την ανάθεση δικαιοδοσίας στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ακολούθως τη σύσταση ειδικευμένων τμημάτων, τη σύνθεσή τους, τον οργανισμό τους και τις αρμοδιότητές τους, τις αιτήσεις και προσφυγές που ασκούνται ενώπιόν τους, καθώς και την τροποποίηση του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου που απαιτείται για τα νέα αυτά τμήματα και δικαιοδοσίες.

1.1.12.

Ο επιδιωκόμενος στόχος είναι να αποτραπεί ο κατακερματισμός της κατά τόπον και καθ' ύλην αρμοδιότητας για τις διαφορές που σχετίζονται με την εγκυρότητα του κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας και με τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας που απορρέουν άμεσα από αυτό, καθώς και με τα ενδεχόμενα συμπληρωματικά πιστοποιητικά προστασίας του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας, μέσω της δημιουργίας μιας ενιαίας κοινοτικής δικαιοδοτικής αρχής στην οποία θα έχουν πρόσβαση τα φυσικά και νομικά πρόσωπα και η οποία θα είναι λειτουργική το αργότερο το 2010.

1.2.   Πρόταση απόφασης για την ίδρυση του ΔΚΔΕ και για τα ένδικα μέσα ενώπιον του Πρωτοδικείου

1.2.1.

Η νομική βάση της πρότασης απόφασης για τη σύσταση του ΔΚΔΕ και για τις προσφυγές ενώπιον του Πρωτοδικείου (μάλλον πρόκειται για άσκηση έφεσης) συνίσταται, κατά κύριο λόγο, στα άρθρα 220, 225, 225 Α και 245 της ΣΕΚ. Σχετικά είναι επίσης και άλλα άρθρα της ΣΕΚ (6), καθώς και το Πρωτόκολλο περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου (7). Οι Οργανισμοί του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου θα τροποποιηθούν τόσο μόνον όσο είναι απολύτως αναγκαίο, σύμφωνα με τις διατάξεις της τελικής απόφασης του Συμβουλίου, μετά από διαβούλευση με το Δικαστήριο και τα κοινοτικά πολιτικά όργανα, και κατόπιν προτάσεως του ίδιου του Δικαστηρίου ή της Επιτροπής.

1.2.2.

Η Επιτροπή προτείνει τη δημιουργία, έως το 2010, στην έδρα του Πρωτοδικείου, ενός Δικαστηρίου του Κοινοτικού Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας (ΔΚΔΕ), το οποίο θα διαθέτει επτά δικαστές, μεταξύ των οποίων έναν Πρόεδρο του Δικαστηρίου που θα εκλέγεται από τους ομοίους του για τριετή ανανεώσιμη θητεία. Το ΔΚΔΕ θα απαρτίζεται από δύο τμήματα, με τρεις δικαστές το καθένα, θα είναι προσαρτημένο στο Πρωτοδικείο και θα εκδικάζει διαφορές σχετικές με την παραποίηση και με την εγκυρότητα των κοινοτικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που ανατίθενται στο Δικαστήριο. Επιπλέον, θα δημιουργηθεί στο Πρωτοδικείο ειδικευμένο τμήμα με τρεις δικαστές, ως δευτεροβάθμια δικαιοδοτική αρχή για τις αποφάσεις του ΔΚΔΕ. Σε περίπτωση ανάγκης ενοποίησης του κοινοτικού δικαίου και της νομολογίας, το Δικαστήριο θα μπορεί να παρεμβαίνει ως αναθεωρητική αρχή υπό προϋποθέσεις καθορισμένες περιοριστικά. Οι δικαστές θα διορίζονται για εξαετή ανανεώσιμη θητεία· ανά τριετία, θα αντικαθίστανται εκ περιτροπής τρεις ή τέσσερις δικαστές, προκειμένου να διασφαλίζεται τακτική ανανέωση και, ταυτόχρονα, η συνέχεια του δικαστηρίου.

1.2.2.1.

Όσον αφορά τις ιδιωτικές διαφορές, κατ' αρχήν, η δικαιοδοτική αρχή των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας δεν έχει αρμοδιότητα για την εγκυρότητα των κοινοτικών πράξεων· θα πρέπει, εντούτοις, να έχουν οι ιδιώτες τη δυνατότητα να προσβάλλουν ενδεχομένως ορισμένες διατάξεις που αφορούν την εγκυρότητα των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, αποκλειστικά όμως εντός των ορίων της προσφυγής τους χωρίς να μπορούν να ζητούν την ακύρωση μιας κοινοτικής πράξης.

1.2.2.2.

Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου θα είναι επίσης αντιτάξιμες κατά των κρατών μελών, τα οποία τοποθετούνται στο ίδιο επίπεδο με τους ιδιώτες, για θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που κατατίθενται από ένα κράτος και για θέματα παραποίησης.

1.2.3.

Για το ΔΚΔΕ, ο διορισμός των δικαστών, η εκλογή του Προέδρου, οι προσφυγές ενώπιον του Πρωτοδικείου και οι λοιπές ειδικές για το δικαστήριο διατάξεις, όπως η σύνθεση, η δικαιοδοσία και οι ειδικές διαδικαστικές διατάξεις των τμημάτων, που θα είναι ενδεχομένως διαφορετικές ή που θα αντιπροσωπεύουν προσαρμογή του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, θα πρέπει, κατά το μέτρο του δυνατού, να ενσωματωθούν στο παράρτημα του Οργανισμού του Δικαστηρίου που αφορά τα δικαιοδοτικά τμήματα.

1.2.4.

Οι δικαστές, οι οποίοι θα επιλέγονται από κατάλογο που θα καταρτίζει γνωμοδοτική επιτροπή και ο οποίος θα περιλαμβάνει διπλάσιο αριθμό ονομάτων από τις προς πλήρωση θέσεις, διορίζονται από το Συμβούλιο με ομόφωνη απόφαση· οφείλουν να πιστοποιούν ένα αποδεδειγμένο επίπεδο αρμοδιότητας και πείρας στον τομέα του δικαίου ευρεσιτεχνίας. Η γνωμοδοτική επιτροπή διορίζεται από το Συμβούλιο και απαρτίζεται από επτά μέλη, κυρίως πρώην δικαστές του Δικαστηρίου, του Πρωτοδικείου ή του ΔΚΔΕ, και ενδεχομένως «διακεκριμένους νομικούς», που είναι όλοι τους προσωπικότητες που διαθέτουν υψηλές ικανότητες και αμεροληψία.

1.2.5.

Τους δικαστές, κατά τη διάρκεια της ενασχόλησής τους με μία υπόθεση, τους επικουρούν τεχνικοί εμπειρογνώμονες, οι οποίοι επιλέγονται για τους κυριότερους επιστημονικούς και τεχνολογικούς τομείς που αποτελούν αντικείμενο αιτήσεων για διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Δεν θα υπάρχει γενικός εισαγγελέας.

1.2.6.

Η γλώσσα της διαδικασίας θα είναι η γλώσσα του τόπου κατοικίας του εναγόμενου ή μία επίσημη γλώσσα που αυτός θα επιλέξει, εάν στη χώρα του υπάρχουν περισσότερες από μία επίσημες κοινοτικές γλώσσες. Τα μέρη θα μπορούν ωστόσο, με τη συγκατάθεση του δικαστηρίου, να επιλέξουν οποιαδήποτε από τις επίσημες γλώσσες ως γλώσσα της διαδικασίας. Σε περίπτωση έφεσης, η γλώσσα της προσφυγής και της δευτεροβάθμιας διαδικασίας θα είναι η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε και στην πρωτοβάθμια διαδικασία. Τα παρόντα μέρη και οι μάρτυρες θα μπορούν, κατά την ακρόαση, να μιλούν σε άλλη επίσημη γλώσσα από τη γλώσσα της διαδικασίας· στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να εξασφαλίζεται η μετάφραση και η διερμηνεία προς τη γλώσσα της διαδικασίας.

1.2.7.

Έφεση κατά οριστικής απόφασης του ΔΚΔΕ μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του εξειδικευμένου τμήματος ενδίκων μέσων του Πρωτοδικείου, από τον ηττηθέντα διάδικο.

1.2.8.

Η ενδεχόμενη αναθεώρηση οριστικής απόφασης υπόκειται σε πολύ αυστηρές και περιοριστικές προϋποθέσεις, για λόγους νομικής ασφάλειας· μόνον η αποκάλυψη νέων και ουσιωδών γεγονότων ή χειρισμών που επισύρουν ποινικές κυρώσεις, και που είχαν αποφασιστική επίδραση επί της απόφασης θα μπορεί να δικαιολογήσει ενδεχομένως το αποδεκτό του αιτήματος αναθεώρησης.

1.2.9.

Οι κυριότερες παρεκκλίσεις από τους ισχύοντες κανόνες του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου αποτελούν λογική απόρροια της φύσεως των διαφορών και της ιδιότητας των διαδίκων, και αποσκοπούν επίσης στην αποτροπή δικονομικών συμφορήσεων και στην ενίσχυση της νομικής ασφάλειας των αποφάσεων. Κατά το μέτρο του δυνατού, θα πρέπει να συγκεντρωθούν στον μελλοντικό Κανονισμό του Δικαστηρίου και να επηρεάσουν όσο το δυνατόν λιγότερο τον Οργανισμό, που αποτελεί συστατικό στοιχείο των Συνθηκών. Οι κυριότερες ιδιαίτερες διατάξεις που προτείνονται για το δικαστήριο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας είναι οι ακόλουθες:

διαδικασία, γραπτή και προφορική: απλούστευση και ευελιξία σε σχέση με το Δικαστήριο, δυνατότητα χρήσης των ΤΠΕ· προβλέπεται ενδεχομένως η χρήση των ΤΠΕ, όπως της τηλεδιάσκεψης,

εκπροσώπηση: τους διαδίκους θα μπορούν να συνδράμουν διαμεσολαβητές ειδικευμένοι στα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, οι οποίοι θα επιλέγονται από τον κατάλογο που έχει εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας. Προβλέπεται δικαστική αρωγή ώστε να διασφαλίζεται η καθολική πρόσβαση στη δικαιοσύνη,

επείγοντα και προσωρινά μέτρα και χρηματικές ποινές: θα είναι δυνατά σε οιαδήποτε στιγμή της διαδικασίας, ακόμη και πριν από την ακρόαση· μπορούν να λαμβάνουν διάφορες μορφές: εντολή για τη διενέργεια πράξεως ή για τη μη διενέργεια πράξεως —ενδεχομένως συνοδευόμενη από χρηματικές ποινές—, κατάσχεση λόγω παραποιήσεως/απομιμήσεως, διατήρηση των αποδεικτικών στοιχείων, ή οποιοδήποτε άλλο επείγον ή προσωρινό μέτρο απορρέει από την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας και από τις σχετικές διατάξεις των Συμφωνιών TRIPS του ΠΟΕ που ενσωματώνονται στην παρούσα απόφαση και άλλες κοινοτικές πράξεις (8),

το ίδιο το αρμόδιο δικαιοδοτικό τμήμα θα προσαρτά τον εκτελεστήριο τύπο σε όλες τις αποφάσεις για διαφορές σχετικές με το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, οι οποίες και θα είναι άμεσα εφαρμοστέες από τις αρμόδιες αρχές της ή των χωρών όπου οι αποφάσεις αυτές πρέπει να εφαρμοστούν, από τη στιγμή που θα υποβάλλεται σχετική αίτηση από τον διάδικο υπέρ του οποίου εξεδόθη μια προσωρινή ή οριστική απόφαση· η διαδικασία εκτέλεσης θα είναι εκείνη της χώρας προς την οποία απευθύνεται η αίτηση,

η αίτηση εκ μέρους του ενάγοντα για προσωρινά μέτρα που επιφέρουν οικονομική ζημία στον εναγόμενο πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης, θα πρέπει να συνοδεύεται από εγγυήσεις για την περίπτωση όπου οι απαιτήσεις του δεν θα ευοδωθούν,

οι αποφάσεις του ΔΚΔΕ θα καταγράφονται στο μητρώο του κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας,

στα κράτη μέλη θα κοινοποιούνται μόνον οι οριστικές αποφάσεις.

1.2.10.

Κάθε κράτος μέλος θα ορίζει έναν περιορισμένο αριθμό εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων που θα εκδικάζουν διαφορές σχετικές με το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας οι οποίες θα υποβληθούν κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών, για την εκτέλεσή τους σε άλλο κράτος μέλος, υπόκεινται στη Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων που θα πρέπει να καταγραφούν στον μελλοντικό Κανονισμό (9).

1.2.11.

Στο σχέδιο εκτίθενται λεπτομερώς ορισμένες πρόσθετες διατάξεις σχετικά με τη λειτουργία του δικαστηρίου, τη γραμματεία του και το προσωπικό του· οι διατάξεις αυτές είναι λογικές και συνεκτικές, ανταποκρίνονται στις φυσιολογικές δραστηριότητες και ευθύνες ενός δικαιοδοτικού οργάνου της φύσεως αυτής και δεν κρίνεται χρήσιμο να εξετασθούν μία προς μία στην παρουσίαση ετούτη της πρότασης απόφασης.

2.   Παρατηρήσεις της ΕΟΚΕ

2.1.

Η ΕΟΚΕ διαπιστώνει ότι η πρόταση είναι συμβατή με τη συνθήκη και με το Πρωτόκολλο περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου και την υποστηρίζει κατ' αρχήν, με την επιφύλαξη των παρατηρήσεων που διατυπώνει κατωτέρω.

2.1.1.

Θα πρόκειται για διαφορές μεταξύ ιδιωτών, σε αντίθεση με τις διαφορές που εκδικάζει συνήθως το Δικαστήριο, και μάλιστα σε έναν τομέα που απαιτεί εξειδικευμένες νομικές και τεχνικές γνώσεις. Οι γενικοί κανόνες λειτουργίας των δικαιοδοτικών αρχών τηρούνται, δεδομένου ότι το ΔΚΔΕ, προσαρτημένο στο Πρωτοδικείο, απαρτίζεται από δύο τμήματα με τρεις δικαστές σε πρωτοβάθμιο επίπεδο και έναν Πρόεδρο και ότι δημιουργείται, στους κόλπους του Πρωτοδικείου, ένα εξειδικευμένο τμήμα ενδίκων μέσων με τρεις δικαστές. Η ΕΟΚΕ εγκρίνει επίσης το διορισμό εμπειρογνωμόνων ειδικευμένων στα διπλώματα ευρεσιτεχνίας προκειμένου να επικουρούν το Δικαστήριο, και όχι επιτρόπων ή γενικών εισαγγελέων. Η ΕΟΚΕ είναι της άποψης ότι αυτό θα ενισχύσει το κύρος και την αξία των αποφάσεων.

2.1.2.

Η δημιουργία ενός ΔΚΔΕ προσαρτημένου στο Πρωτοδικείο και ενός ειδικευμένου τμήματος ενδίκων μέσων στο Πρωτοδικείο του Δικαστηρίου, προκειμένου να επιλαμβάνονται των διαφορών των σχετικών με τα κοινοτικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας αποκτά αναγκαστικό και αναλογικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι πρόκειται για έναν κοινοτικό και ενιαίο τίτλο βιομηχανικής ιδιοκτησίας: το μελλοντικό κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Το πλεονέκτημα που παρουσιάζουν τα τμήματα που είναι αποκλειστικά αφιερωμένα στην εξέταση διαφορών σχετικών με το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, τόσο σε πρωτοβάθμιο όσο και σε δευτεροβάθμιο επίπεδο, έγκειται στη δυνατότητα των διαδίκων να διευθετούν ταχύτερα και πιο αποτελεσματικά τις διαφορές τους, καθώς αυτές θα διακρίνονται από το γενικό πεδίο των διαφορών που εκδικάζονται από το Πρωτοδικείο. Το Πρωτοδικείο θα παρεμβαίνει ως δευτεροβάθμιο όργανο και, σε ορισμένες περιορισμένες περιπτώσεις, το Δικαστήριο θα μπορεί να παρεμβαίνει ως αναθεωρητικό όργανο.

2.1.3.

Η διαδικασία αυτή θα παρέχει όλες τις διαδικαστικές εγγυήσεις στους κατόχους διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας σε τεχνολογικούς τομείς και συμπληρωματικών τίτλων βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Η διαδικασία θα αποτρέψει τις εφέσεις κατά αποφάσεων του Πρωτοδικείου ενώπιον του Δικαστηρίου του κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας, πράγμα που θα επιταχύνει την επίλυση των υποθέσεων. Ζητήματα πέραν της παραποίησης και της εγκυρότητας του τίτλου θα παραμείνουν στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων, πράγμα που είναι σύμφωνο με την αρχή της επικουρικότητας.

2.1.4.

Η ΕΟΚΕ κρίνει ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων των διαδίκων δικαιολογεί τη δυνατότητα που αναγνωρίζεται στους ιδιώτες να αμφισβητούν εμμέσως ορισμένες κοινοτικές πράξεις σχετικές με την ιδιωτική τους διαφορά (τεχνική της ένστασης νομιμότητας) όσον αφορά την εγκυρότητα ενός διπλώματος ευρεσιτεχνίας, χωρίς ωστόσο το ΔΚΔΕ να έχει τη δυνατότητα ακύρωσης των αμφισβητούμενων κοινοτικών πράξεων. Η ΕΟΚΕ φρονεί, εντούτοις, ότι θα ήταν σκόπιμο να αντλούνται τα συμπεράσματα, για παράδειγμα από το Δικαστήριο όπου θα μπορούσε να προσφεύγει αναγκαστικά η Επιτροπή, στην περίπτωση όπου το ΔΚΔΕ κάνει δεκτή μια ένσταση νομιμότητας.

2.1.5.

Για τη μεταβατική περίοδο, πρέπει να τονιστεί ότι οι εθνικές δικαιοδοτικές αρχές που ορίζονται από τα κράτη μέλη, σε περιορισμένο αριθμό σε κάθε χώρα, κινδυνεύουν ενδεχομένως να παράγουν αποκλίνουσες νομολογίες και αποφάσεις, κυρίως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 52 έως 57 της σύμβασης για το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Θα ήταν σκόπιμο να προβλεφθεί να δύναται το Δικαστήριο, σε περίπτωση ανάγκης, να παρέμβει εκ των υστέρων ως αναθεωρητικό όργανο και υπό τις προβλεπόμενες για μια παρόμοια διαδικασία περιοριστικές προϋποθέσεις.

2.1.6.

Η ΕΟΚΕ επιθυμεί το μελλοντικό ΔΚΔΕ να δώσει, από την πλευρά του, μια μετριοπαθή ερμηνεία, σύμφωνη με τις γενικές αρχές της νομικής ερμηνείας, όσον αφορά τις προϋποθέσεις κατοχύρωσης μέσω διπλώματος ευρεσιτεχνίας για τις αγωγές που αφορούν την εγκυρότητα του τίτλου, κυρίως δε όσον αφορά την τήρηση των εξαιρέσεων που διατυπώνονται σαφώς στα άρθρα 52 κ.ε. της σύμβασης για το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Διερωτάται για τις μελλοντικές εξελίξεις, παράλληλες ή αποκλίνουσες, του κοινοτικού δικαίου και του δικαίου της σύμβασης για το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, κυρίως ως προς την αυτονομία του κοινοτικού δικαίου σε συνάρτηση με τις ενδεχόμενες μελλοντικές αλλαγές των διατάξεων που αφορούν τα κριτήρια της σύμβασης για το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την κατοχύρωση, και θα επιθυμούσε να προτείνει χωρίς καθυστέρηση διατάξεις σχετικά με την εξέταση και την χορήγηση του κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας οι οποίες θα εγγυώνται την υπεροχή του κοινοτικού δικαίου βιομηχανικής ιδιοκτησίας έναντι ενδεχομένων μελλοντικών τροποποιήσεων της σύμβασης για το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας όσον αφορά τους όρους χορήγησης και εγκυρότητας του ευρωπαϊκού διπλώματος που χορηγεί το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας.

2.1.7.

Η ΕΟΚΕ επικροτεί τις διατάξεις οι οποίες θα επιτρέψουν μια ταχεία επίλυση των δικαστικών διαφορών, όπως, π.χ., το συμβιβασμό μεταξύ των διαδίκων ενώπιον του δικαστηρίου.

2.1.8.

Κρίνει ότι τα σχέδια της Επιτροπής σχετικά με την αρμοδιότητα και την ειδική οργάνωση του Δικαστηρίου του κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας είναι καλά δομημένα, ισόρροπα, αποτελούν καρπό εμπεριστατωμένης μελέτης, και επιτρέπουν αποτελεσματική επίλυση των διαφορών.

2.1.9.

Τούτο, κατά την ΕΟΚΕ, καθιστά ακόμη λυπηρότερο το γεγονός ότι το Συμβούλιο δεν κατόρθωσε να προωθήσει το θέμα του κανονισμού σχετικά με το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Η ΕΟΚΕ επιθυμεί να υπενθυμίσει τη σημασία που έχει να θεσπιστεί το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το συντομότερο δυνατόν προκειμένου να συμβάλει στην καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και δεν μπορεί να αποδεχτεί καθυστερήσεις οι οποίες οφείλονται σε λόγους γλωσσικής φύσης ή σε άλλα αίτια που δεν έχουν ουσιαστική φύση το κόστος, όμως, των οποίων θα μπορούσε να αποβεί υπερβολικά υψηλό και να ακυρώσει εκ των προτέρων το πλεονέκτημα ενός κοινοτικού τίτλου. Όλα τα κράτη μέλη έχουν συνυπογράψει τη σύμβαση για το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας η οποία αναγνωρίζει τρεις μόνο επίσημες γλώσσες για την κατάθεση των σχετικών εγγράφων. Δεν υπάρχει λόγος να θεσπιστούν δεσμευτικότερες και δαπανηρότερες διατάξεις για ένα κοινοτικό τίτλο.

2.1.10.

Η ΕΟΚΕ εύχεται θερμά, προς όφελος της καινοτομίας και της δημιουργίας θέσεων απασχόλησης υψηλών προσόντων, να λάβει το Συμβούλιο χωρίς καθυστέρηση απόφαση υπέρ της θέσπισης ενός μη δαπανηρού τίτλου χωρίς επιπλέον γραφειοκρατικό φόρτο και χωρίς υπερβολικές υποχρεώσεις οι οποίες θα ήσαν επιζήμιες για την ελκυστικότητα και την αποτελεσματικότητά του.

Ειδικές παρατηρήσεις

2.2.

Το Πρωτοδικείο διαθέτει ήδη αρμοδιότητα επί διαφορών σχετικών με τη βιομηχανική ιδιοκτησία, όσον αφορά τα σήματα, τα σχέδια και τα υποδείγματα, τη διαχείριση των οποίων εξασφαλίζει το Γραφείο Εναρμόνισης στην εσωτερική αγορά. Θα μπορούσε ίσως να εξεταστεί η δυνατότητα δημιουργίας ενός Δικαστηρίου για τη Βιομηχανική Ιδιοκτησία, προσαρτημένου στο Πρωτοδικείο, αρμόδιου για όλους τους υφιστάμενους και τους μελλοντικούς τίτλους βιομηχανικής ιδιοκτησίας, και ενός ειδικευμένου τμήματος ενδίκων μέσων για τους τίτλους αυτούς, στους κόλπους του Πρωτοδικείου, ώστε να συγκεντρωθούν οι διαφορές που σχετίζονται με την κοινοτική βιομηχανική ιδιοκτησία. Το θέμα αυτό, όμως, θα μπορούσε να εξεταστεί στο μέλλον, αφού το δικαστήριο για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας θα έχει αποκτήσει επαρκή πρακτική εμπειρία, μετά από το 2013. Η δυνατότητα αυτή μιας ευρύτερης αρμοδιότητας έχει ήδη διανοιχθεί στο επίπεδο του δικαιοδοτικού τμήματος του Πρωτοδικείου που είναι αρμόδιο για τα ένδικα μέσα, γεγονός που η ΕΟΚΕ εγκρίνει πλήρως.

2.3.

Η Κοινή Πολιτική Προσέγγισης προέβλεπε ότι, πέραν των υψηλών τους αρμοδιοτήτων στον τομέα των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, οι δικαστές που διορίζονται θα έπρεπε να έχουν και διευρυμένες γλωσσικές γνώσεις (δεδομένου ότι δεν θα υπάρχει ένας δικαστής ανά χώρα). Η πρόταση αυτή της Κοινής Πολιτικής Προσέγγισης δεν έγινε δεκτή από την Επιτροπή και η ΕΟΚΕ εκφράζει τη λύπη της γι' αυτό, δεδομένου ότι οι διάδικοι, ενάγοντες ή εναγόμενοι, θα έπρεπε να έχουν τη δυνατότητα όχι μόνο να εκφράζονται αλλά και, κατά το μέτρο του δυνατού, να γίνονται κατανοητοί σε μία από τις κοινοτικές γλώσσες, τουλάχιστον από έναν από τους δικαστές που επιλαμβάνονται της υπόθεσης, παρά το γεγονός ότι θα προβλέπεται για κάθε ακρόαση εξειδικευμένη διερμηνεία. Σε περίπτωση ισοδύναμων προσόντων, θα έπρεπε να προτιμώνται οι δικαστές που κατέχουν πολλές επίσημες κοινοτικές γλώσσες.

2.4.

Τα ζητήματα ιδιοκτησίας του τίτλου παραμένουν στην εθνική αρμοδιότητα. Πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι οι λύσεις για θέματα δικαιωμάτων των μισθωτών εφευρετών ή «working for hire» διευθετούνται διαφορετικά ανάλογα με τις χώρες. Θα ήταν σκόπιμο να εξευρεθεί μια περαιτέρω ενοποίηση του δικαίου που εφαρμόζεται για το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας όσον αφορά τα δικαιώματα ορισμένων κατηγοριών εφευρετών σε συνάρτηση με τον ιδιοκτήτη του τίτλου, για λόγους ίσης μεταχείρισης και προκειμένου να αποτρέπονται οι «λεόντειες συμβάσεις» σχετικά με την ιδιοκτησία του τίτλου και του μεριδίου ή της αποζημίωσης που ανήκει στους εφευρέτες (κατά κανόνα, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας κατατίθενται από μία επιχείρηση, που είναι κάτοχος της ιδιοκτησίας, πολύ πιο σπάνια από τον πραγματικό εφευρέτη, που μπορεί ορισμένες φορές, βάσει συμβάσεως ή σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, να απολαμβάνει χρηματικά δικαιώματα, τις περισσότερες όμως φορές δεν έχει κανένα δικαίωμα).

2.5.

Η ΕΟΚΕ σημειώνει με ενδιαφέρον τη δήλωση της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία οι δαπάνες εξέτασης, χορήγησης και συντήρησης του κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας θα είναι κατά 50 % κατώτερες από εκείνες του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Θα έπρεπε, εντούτοις, να προβλεφθεί σε εύθετο χρόνο μια ρύθμιση για τη διαμεσολάβηση για θέματα κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας (σύμβουλοι, διαμεσολαβητές διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας), προκειμένου να μη δημιουργηθούν σημαντικές στρεβλώσεις ως προς το πραγματικό κόστος της απόκτησης του τίτλου και να διασφαλιστεί στους καταθέτοντες η προσφορά ποιοτικής υπηρεσίας. Ο κατάλογος των εγκεκριμένων από το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας διαμεσολαβητών μπορεί να χρησιμεύσει ως σημείο αναφοράς, θα μπορούσε όμως να προβλεφθεί μια ενδεικτική ή υποχρεωτική τιμολόγηση των διαφόρων παροχών υπηρεσιών. Ομοίως, ο ρόλος και η αμοιβή των εθνικών γραφείων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ή βιομηχανικής ιδιοκτησίας θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη, καθώς και το ενδεχόμενο διαπίστευσης μεταφραστών ειδικευμένων σε τεχνικά θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, πάντοτε με την προοπτική της ποιότητας και του εύλογου κόστους των υπηρεσιών.

2.6.

Από την εξέταση του δημοσιονομικού δελτίου προκύπτει ότι τα μέρη καλούνται μεν να καλύψουν τα δικαστικά έξοδα, το Συμβούλιο όμως, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία επί της κλίμακας εξόδων, λαμβάνει υπόψη την ανάγκη ισότιμης πρόσβασης στη δικαιοσύνη και δεν ορίζει υπερβολικά υψηλά ποσά τα οποία θα μπορούσαν να αποθαρρύνουν τους ιδιώτες ή τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το κόστος των υπηρεσιών που παρέχονται στους ιδιώτες δεν θα μπορεί, κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, να καλυφθεί αποκλειστικά από τα δικαστικά έξοδα, εάν ληφθεί υπόψη το σχέδιο προϋπολογισμού του ΔΚΔΕ, καθώς και η αρχή, που έχει γίνει δεκτή, του χαμηλού κόστους απόκτησης, διατήρησης και προστασίας της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, όσον αφορά το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, σε σύγκριση με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό και με τα εθνικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας των πλέον ανεπτυγμένων τρίτων χωρών. Η ΕΟΚΕ ευελπιστεί ότι τα δικαστικά έξοδα για την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια διαδικασία θα διατηρηθούν σε λογικά πλαίσια, προκειμένου να δοθεί στο κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το στρατηγικό του πλεονέκτημα για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, και ιδιαίτερα των κοινοτικών ΜΜΕ.

Βρυξέλλες, 31 Μαρτίου 2004.

Ο Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Roger BRIESCH


(1)  ΕΕ C 129 της 27.4.1998.

(2)  ΕΕ C 155 της 29.5.2001.

(3)  Τούτο προϋποθέτει αναθεώρηση της Σύμβασης του Μονάχου σύμφωνα με τη διπλωματική μέθοδο, στην οποία θα συμμετάσχουν όλα τα κράτη μέρη της Σύμβασης, είτε είναι μέλη της Κοινότητας είτε όχι.

(4)  Βλέπε τη γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ για την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, που ψηφίστηκε στις 29.3.2001 και δημοσιεύτηκε στην ΕΕ C 155 της 29.5.2001.

(5)  Σημείωμα της γραμματείας του Συμβουλίου προς τις αντιπροσωπείες, διοργανικός φάκελος 2000/0177 (CNS), αριθ. 7159/03 PI 24 της 7ης Μαρτίου 2003.

(6)  Άρθρα 241, 243, 244, 256 ΣΕΚ, άρθρο 14 του παραρτήματος ΙΙ του Οργανισμού του Δικαστηρίου· για το άρθρο 256, το Δικαστήριο θα εφαρμόζει το ίδιο τον εκτελεστήριο τύπο για την απόφασή του, ώστε να αποφεύγονται καθυστερήσεις και απώλειες χρόνου.

(7)  ΕΕ C 325/167 της 24.12.2002. Ο Οργανισμός του Δικαστηρίου τροποποιείται από το Συμβούλιο που αποφασίζει ομόφωνα (άρθρο 245 ΣΕΚ), κατόπιν αιτήσεως του Δικαστηρίου ή της Επιτροπής· ανάλογα με την προέλευση της αίτησης, ζητείται η γνώμη της Επιτροπής ή του Δικαστηρίου, καθώς και του Κοινοβουλίου. Οι τροποποιήσεις δεν μπορούν, ωστόσο, να αφορούν τον τίτλο Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

(8)  Γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ CESE 1385/2003 της 29.10.2003, εισηγητής ο κ. Retureau.

(9)  Από τα νομοθετικά μέσα που έχουν ήδη υιοθετηθεί για αστικά και εμπορικά θέματα, με τη σύμφωνη γνώμη της ΕΟΚΕ, επισημαίνεται μεταξύ άλλων ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 44/2001, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές αποφάσεις, ο οποίος φαίνεται ότι πρέπει να εφαρμόζεται για τα θέματα αυτά.


Top