EUR-Lex Access to European Union law
This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 52004AE0518
Opinion of the European Economic and Social Committee on the ‘communication from the Commission to the Council, the European Parliament and the European Economic and Social Committee: Review and update of VAT strategy priorities’ (COM(2003) 614 final)
Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — Απολογισμός και αναθεώρηση των προτεραιοτήτων της στρατηγικής για το ΦΠΑ [COM (2003) 614 τελικό]
Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — Απολογισμός και αναθεώρηση των προτεραιοτήτων της στρατηγικής για το ΦΠΑ [COM (2003) 614 τελικό]
OJ C 112, 30.4.2004, p. 60–63
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
30.4.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 112/60 |
Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — Απολογισμός και αναθεώρηση των προτεραιοτήτων της στρατηγικής για το ΦΠΑ
[COM (2003) 614 τελικό]
(2004/C 112/18)
Στις 20 Οκτωβρίου 2003, και σύμφωνα με το άρθρο 262 της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την ανωτέρω ανακοίνωση.
Το ειδικευμένο τμήμα «Οικονομική και Νομισματική Ένωση, Οικονομική και Κοινωνική Συνοχή», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, κατήρτισε τη γνωμοδότησή του στις 11 Μαρτίου 2004, με βάση εισηγητική έκθεση του κ. PEZZINI.
Κατά την 407η σύνοδο ολομέλειας της 31ης Μαρτίου και 1ης Απριλίου 2004 (συνεδρίαση της 31ης Μαρτίου 2004), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 101 ψήφους υπέρ και μία αποχή την ακόλουθη γνωμοδότηση:
1. Εισαγωγή
1.1. |
Κατά την υιοθέτηση της πρώτης και της δεύτερης κοινοτικής οδηγίας για τον φόρο προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ), η Κοινότητα δεσμεύθηκε μεταξύ άλλων να αναλάβει τις δέουσες πρωτοβουλίες για την καθιέρωση ενός κοινού συστήματος το οποίο θα προέβλεπε, μεσοπρόθεσμα και στο πλαίσιο των ενδοκοινοτικών συναλλαγών, την κατάργηση της φορολόγησης των εισαγωγών και την απαλλαγή από τη φορολόγηση των εξαγωγών. Η δέσμευση αυτή προήλθε από τη δεδηλωμένη πρόθεση να τεθεί σε εφαρμογή ένα καθεστώς ΦΠΑ δυνάμενο να λειτουργεί τόσο εντός της ενιαίας αγοράς όσο και σε κάθε μεμονωμένο κράτος μέλος. |
1.2. |
Το 1987, η Επιτροπή υπέβαλε προτάσεις με στόχο τη θεσμοθέτηση ενός συστήματος αυτού του είδους, στο πλαίσιο των προγραμματισμένων πρωτοβουλιών για την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς κατά το 1993. |
1.2.1. |
Το εν λόγω καθεστώς προέβλεπε ειδικότερα τη δημιουργία μίας εναρμονισμένης δομής βασισμένης σε δύο κατηγορίες συντελεστών, την εναρμόνιση — στο εσωτερικό μίας δεδομένης ψαλίδας — των συντελεστών που εφαρμόζονται στα μεμονωμένα κράτη μέλη και την καθιέρωση ενός μηχανισμού αποζημιώσεων για την ανακατανομή των εισοδημάτων ΦΠΑ μεταξύ των διαφόρων φορολογικών αρχών. |
1.3. |
Αναγνωρίζοντας ότι θα ήταν αδύνατο να εγκριθούν οι προτάσεις της Επιτροπής πριν από την 1η Ιανουαρίου 1993, το Συμβούλιο αποφάσισε, ήδη από το 1989, να εφαρμόσει ένα μεταβατικό καθεστώς το οποίο θα επέτρεπε, αφενός, την κατάργηση παντός είδους ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα της Κοινότητας και, αφετέρου, την είσπραξη του φόρου στο κράτος μέλος προορισμού του εμπορεύματος ή/και της υπηρεσίας. |
1.3.1. |
Συγχρόνως, το Συμβούλιο επαναδιατύπωσε τη βούλησή του να θεσμοθετήσει ένα «οριστικό» καθεστώς βασισμένο στην αρχή της φορολόγησης των αγαθών και υπηρεσιών στο κράτος μέλος καταγωγής και έθεσε ως προθεσμία για την επίτευξη του στόχου αυτού την 31η Δεκεμβρίου 1996. |
1.4. |
Σύμφωνα λοιπόν με τη βούληση που εξέφρασε το Συμβούλιο, η Επιτροπή υπέβαλε ένα λεπτομερές πρόγραμμα δράσης για τη διαμόρφωση ενός καθεστώτος βασισμένου στον εκσυγχρονισμό και στην ενιαία εφαρμογή του ισχύοντος συστήματος, καθώς και στην εισαγωγή σταδιακών τροποποιήσεων με στόχο να διευκολυνθεί η διαδικασία της μετάβασης προς την καθιέρωση ενός κοινού οριστικού καθεστώτος για τον φόρο προστιθεμένης αξίας. |
1.5. |
Εντούτοις, εξαιτίας των αποκλινουσών κατευθυντηρίων γραμμών που υφίστανται στα μεμονωμένα κράτη μέλη σχετικά με το εάν και κατά πόσον είναι σκόπιμο να αναληφθεί μία πραγματική διαδικασία μεταρρύθμισης του καθεστώτος για τον ΦΠΑ, τα επιτευχθέντα αποτελέσματα ήταν εξαιρετικά μέτρια. Πράγματι, για να διασφαλισθεί η ουδετερότητα του φόρου υπό τις φυσιολογικές συνθήκες ανταγωνισμού που επικρατούν μεταξύ των επιχειρήσεων, θα έπρεπε να επιτευχθεί ένα ορισμένο επίπεδο εναρμόνισης τόσο των συντελεστών όσο και των μηχανισμών φορολόγησης, όπως έχει επανειλημμένως προταθεί από την Επιτροπή. |
1.6. |
Τον Ιούνιο του 2000 η Επιτροπή υπέβαλε ανακοίνωση προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην οποία εξέθετε τις προς ανάληψη πρωτοβουλίες ενόψει της διαμόρφωσης μίας βιώσιμης στρατηγικής για την τελειοποίηση του κοινού καθεστώτος για τον ΦΠΑ. Οι κατευθυντήριες γραμμές του προβλεπόμενου προγράμματος επικεντρώνονταν στην απλούστευση και στον εκσυγχρονισμό των υφισταμένων κανόνων, καθώς και στην υιοθέτηση των αναγκαίων μέτρων με στόχο να εξασφαλισθεί μία πιο ομοιόμορφη εφαρμογή των ισχυουσών διατάξεων και μία ευρύτερη διοικητική συνεργασία μεταξύ των φορολογικών αρχών των κρατών μελών. |
1.7. |
Το μεταβατικό καθεστώς, παρότι έχει τροποποιηθεί ποικιλοτρόπως, παραμένει ακόμη σε ισχύ και προς το παρόν τίποτε δεν προμηνύει την επικείμενη αντικατάστασή του αν και, κατά γενική ομολογία, το εν λόγω καθεστώς παρουσιάζει ατέλειες διόλου αμελητέες οι οποίες ενδέχεται να παρεμποδίσουν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Τρία έτη μετά από την έναρξη του προγράμματος του 2000, η Επιτροπή προτείνει επί του παρόντος, με ανακοίνωσή της προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, έναν απολογισμό και μία αναθεώρηση των προτεραιοτήτων της στρατηγικής για τον ΦΠΑ, υπό το πρίσμα των πρωτοβουλιών που έχουν αναληφθεί έκτοτε. |
2. Γενικές παρατηρήσεις
2.1. |
Η ΕΟΚΕ είχε επί σειρά ετών την ευκαιρία να εκφράσει την αμέριστη υποστήριξή της για τη θέσπιση ενός κοινού οριστικού καθεστώτος για τον ΦΠΑ, καλώντας επανειλημμένως τα κράτη μέλη να προβούν στην υιοθέτηση πιο ενδεδειγμένων στρατηγικών προς το σκοπό αυτό. Ομοίως, είχε εκδηλώσει σε πολλές περιπτώσεις τη δυσαρέσκειά της έναντι των πολυάριθμων ατελειών του υφισταμένου προσωρινού συστήματος, προσβλέποντας στην υιοθέτηση των αναγκαίων μέτρων εκσυγχρονισμού. |
2.2. |
Η ΕΟΚΕ είχε επισημάνει, ήδη από το 1988, την αναχρονιστική μορφή ενός συστήματος στο πλαίσιο του οποίου οι δοσοληψίες μεταξύ φορέων που δρουν εντός της ίδιας αγοράς — παρότι είναι εγκατεστημένοι σε διαφορετικά κράτη μέλη — ορίζονται ως εισαγωγές και εξαγωγές, εκφράσεις οι οποίες ενδείκνυνται περισσότερο για τον προσδιορισμό συναλλαγών που πραγματοποιούνται από εμπορικούς φορείς εκτός αυτής της συγκεκριμένης αγοράς. |
2.3. |
Εξάλλου, αναγνωρίζεται ευρέως ότι το υφιστάμενο καθεστώς είναι εν γένει ακατάλληλο και ότι τελικώς αποβαίνει ακόμη και εις βάρος της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς. |
2.3.1. |
Η ΕΟΚΕ προσβλέπει ασφαλώς σε μία ταχεία μετάβαση προς ένα οριστικό καθεστώς, έχοντας ωστόσο πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι υπό τις παρούσες συνθήκες, όπου το Συμβούλιο εκπροσωπεί τις εθνικές κυβερνητικές αρχές περισσότερο από ό,τι προασπίζει τα συμφέροντα της Κοινότητας, ο μοναδικός στόχος που θα μπορούσε ρεαλιστικά να επιδιωχθεί έγκειται σε ένα πρόγραμμα δράσης επικεντρωμένο στον εκσυγχρονισμό του ισχύοντος συστήματος και στην υιοθέτηση των ενδεδειγμένων μέτρων για την προαγωγή της μετάβασης προς το προαναφερθέν οριστικό καθεστώς. |
2.4. |
Η ΕΟΚΕ εκτιμά το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την ιδέα περί οριστικού καθεστώτος και επικροτεί τη σύνεση που επιδεικνύει, αρκούμενη προς το παρόν στην επιδίωξη μιας στρατηγικής προοδευτικού εκσυγχρονισμού του ισχύοντος συστήματος. Υπό αυτό το πρίσμα, η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της όσον αφορά τα προσφάτως επιτευχθέντα αποτελέσματα από την άποψη της απλοποίησης και της περισσότερο ομοιόμορφης εφαρμογής του συστήματος. |
2.5. |
Η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει πλήρως την υιοθέτηση των πρωτοβουλιών που ανελήφθησαν από την Επιτροπή κατ' εφαρμογήν του προγράμματος δράσης που ξεκίνησε το 2000. |
2.5.1. |
Η ΕΟΚΕ εκφράζει ειδικότερα την ικανοποίησή της για την υιοθέτηση της οδηγίας 2000/65/EK που προέβλεπε την κατάργηση, από 1ης Ιανουαρίου 2003, του συστήματος του φορολογικού αντιπροσώπου (1), της οδηγίας 2002/38 για τις υπηρεσίες που παρέχονται με ηλεκτρονικά μέσα (2), της οδηγίας 2003/92/EK σχετικά με τους κανόνες που διέπουν τον τόπο παροχής του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας (3), και της οδηγίας 2001/44/EK όσον αφορά τη βελτίωση της αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη των απαιτήσεων (4), καθώς και για την υιοθέτηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1798/2003 σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα του ΦΠΑ (5). Επίσης, η ΕΟΚΕ επιθυμεί να υπενθυμίσει ότι στο πλαίσιο των πρωτοβουλιών που αποσκοπούν στην ενθάρρυνση της στενότερης συνεργασίας μεταξύ των φορολογικών αρχών των κρατών μελών για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, η υιοθέτηση του προγράμματος Fiscalis χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. |
2.6. |
Η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει ότι θεωρεί αξιόλογη τη δράση της Επιτροπής, επισημαίνοντας εντούτοις ότι η δράση αυτή φάνηκε ορισμένες φορές να χαρακτηρίζεται από ελλιπή οργάνωση και από συγκεχυμένη θεώρηση των προτεραιοτήτων, εξαιτίας της έμμονης τάσης που παρατηρείται στο Συμβούλιο να θέτει προσανατολισμούς για την προάσπιση των συμφερόντων των κρατών μελών. |
2.7. |
Η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι, στο πλαίσιο της προτεινόμενης στρατηγικής, απαιτείται να δοθεί η μέγιστη δυνατή βαρύτητα στην υιοθέτηση μέτρων τα οποία να διασφαλίζουν την ενιαία εφαρμογή του κοινού καθεστώτος για τον φόρο προστιθεμένης αξίας σε κοινοτικό επίπεδο. Επί τούτου, η ΕΟΚΕ έχει ήδη τονίσει σε άλλες περιπτώσεις τη σκοπιμότητα μετατροπής της Επιτροπής ΦΠΑ σε κανονιστική επιτροπή επιφορτισμένη να επικουρεί την Επιτροπή για την υιοθέτηση των κανόνων εφαρμογής των ισχυουσών διατάξεων, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που εκτίθενται στην πρόταση οδηγίας του 1997 και στην ανακοίνωση της Επιτροπής, τον Ιούνιο του 2000, σχετικά με μία στρατηγική που αποβλέπει στη βελτίωση της λειτουργίας του συστήματος ΦΠΑ στην εσωτερική αγορά (6). |
3. Οι πρωτοβουλίες που βρίσκονται στο στάδιο της υιοθέτησης
3.1. Η απλούστευση του συστήματος
3.1.1. |
Η ΕΟΚΕ συμμερίζεται την άποψη σύμφωνα με την οποία η απλούστευση των φορολογικών υποχρεώσεων που επιβάλλονται στους επιχειρηματίες βάσει του ισχύοντος φορολογικού συστήματος πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα της στρατηγικής της Επιτροπής, γεγονός το οποίο συνάδει και με τα αιτήματα που προβάλλουν οι καταναλωτές. |
3.1.2. |
Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΟΚΕ προσβλέπει στη συντομότερη δυνατή επανέναρξη των εργασιών σχετικά με την πρόταση οδηγίας για τη διασυνοριακή έκπτωση του καταβληθέντος φόρου προς αντικατάσταση του καθεστώτος που ορίζεται στην 8η οδηγία για τον ΦΠΑ. Επιπλέον, η ΕΟΚΕ επικροτεί πλήρως την πρόταση που διατύπωσε προς το σκοπό αυτό η Προεδρία του Συμβουλίου για την εφαρμογή ενός συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών και ανακατανομής του φόρου μεταξύ των κρατών μελών, παρεμφερούς προς εκείνο που προβλέπεται από την οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο. |
3.1.3. |
Ομοίως, η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει την πρωτοβουλία της Επιτροπής για την πραγματοποίηση ανοιχτής δημόσιας διαβούλευσης ενόψει της απλοποίησης και της εναρμόνισης των φορολογικών υποχρεώσεων που σχετίζονται με τον φόρο προστιθέμενης αξίας και ευελπιστεί ότι θα υιοθετηθούν ενδεδειγμένα μέτρα για τη διαφοροποίηση του συστήματος των υποχρεώσεων κατ' αναλογία προς τις διαστάσεις των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων. Η Επιτροπή έχει συγκεντρώσει, αρχής γενομένης από τη δεκαετία του '90, ένα σύνολο ορθών πρακτικών που υιοθετήθηκαν από τα κράτη μέλη με σκοπό να προσδοθεί μεγαλύτερη ευελιξία στις πολύ μικρές και στις μικρές επιχειρήσεις έναντι των υποχρεώσεων που επιβάλλονται σύμφωνα με το καθεστώς του ΦΠΑ (7). |
3.1.4. |
Η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει και υποστηρίζει το έργο που επιτελεί η Επιτροπή για την καθιέρωση ενός συστήματος «μίας και μόνης θυρίδας» προκειμένου οι εταιρείες οι οποίες είναι εγγεγραμμένες σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη να δύνανται, στο επίπεδο της ΕΕ, να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά τον ΦΠΑ στη χώρα στην οποία είναι εγκατεστημένες (8). |
3.2. Εναρμόνιση και εκσυγχρονισμός του συστήματος
3.2.1. |
Η ΕΟΚΕ συμμερίζεται την άποψη σύμφωνα με την οποία θα ήταν σκόπιμο να ληφθούν ενδεδειγμένα μέτρα για την εξάλειψη της διπλής φορολόγησης και συμφωνεί με την προσέγγιση της Επιτροπής επί του θέματος όσον αφορά το σχεδιασμό των μέσων που απαιτούνται για την επίλυση μεμονωμένων περιπτώσεων διπλής φορολόγησης, κατά το πρότυπο εκείνων που καθορίζονται από τις ισχύουσες διεθνείς συμβάσεις στον τομέα της άμεσης φορολογίας. |
3.2.2. |
Μεταξύ των προς ανάληψη πρωτοβουλιών με στόχο την περαιτέρω εναρμόνιση του κοινού συστήματος, σημαντική θέση κατέχει η επαναδιατύπωση της 6ης οδηγίας ΦΠΑ: πράγματι, η εν λόγω οδηγία — η οποία απετέλεσε αντικείμενο πολυάριθμων παρεμβάσεων — μετεξελίχθηκε με το πέρασμα του χρόνου σε πολύπλοκο νομικό κείμενο το οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να συμβουλευθεί. Επιπλέον, οι τεχνολογικές εξελίξεις, οι αλλαγές στις εμπορικές πρακτικές, καθώς και οι τάσεις ιδιωτικοποίησης και απελευθέρωσης που έγιναν αισθητές σε σημαντικά τμήματα της οικονομίας της Ένωσης, επιβάλλουν την αναθεώρηση ορισμένων συγκεκριμένων διατάξεων της προαναφερθείσας οδηγίας, οι οποίες δεν είναι ανταποκρίνονται πλέον στην πραγματική κατάσταση που επικρατεί όσον αφορά τις οικονομικές συναλλαγές. |
3.2.3. |
Η ΕΟΚΕ συμφωνεί επίσης με την Επιτροπή όσον αφορά την ανάγκη εξορθολογισμού του συστήματος των ισχυουσών παρεκκλίσεων, το συντομότερο δυνατόν, με την εξάλειψη των παρεκκλίσεων που προκαλούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και με τη γενίκευση εκείνων που απεδείχθησαν αποτελεσματικότερες. |
4. Οι κατευθυντήριες γραμμές για το μέλλον
4.1. Αναθεώρηση των κανόνων σχετικά με τον τόπο φορολόγησης της παροχής υπηρεσιών
4.1.1. |
Η Επιτροπή έχει ήδη ξεκινήσει μία ανοικτή δημόσια διαβούλευση προκειμένου να αξιολογηθεί εάν και κατά πόσον είναι αναγκαία η τροποποίηση των κανόνων ΦΠΑ σχετικά με τον τόπο φορολόγησης της παροχής υπηρεσιών. Η εν λόγω διαβούλευση βασίζεται σε ένα έγγραφο που εκπονήθηκε από τη Γενική Διεύθυνση «Φορολογία και Τελωνειακή Ένωση» της Επιτροπής στο οποίο εξετάζεται η σκοπιμότητα της μετάβασης από την αρχή της φορολογίας στη χώρα προέλευσης προς την αρχή της φορολογίας στη χώρα προορισμού· τούτο σημαίνει ότι ως τόπος φορολόγησης της παροχής υπηρεσιών δεν εκλαμβάνεται πλέον ο τόπος στον οποίο διαμένει ο φορέας παροχής της υπηρεσίας, αλλά ο τόπος στον οποίο είναι εγκατεστημένος ο παραλήπτης της εν λόγω υπηρεσίας (9). |
4.1.2. |
Ο κανόνας της φορολόγησης στον τόπο εγκατάστασης του φορέα παροχής της υπηρεσίας απεδείχθη έως τώρα αποτελεσματικός: εντούτοις, ο πολλαπλασιασμός της παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών είναι πιθανό να ευνοήσει πολυσύνθετες διοικητικές διαδικασίες και να προκαλέσει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα την επιβολή διπλής φορολογίας ή τη μη φορολόγηση της παροχής διεθνών υπηρεσιών. Το πρόβλημα αυτό κατέστη ιδιαίτερα προφανές στην περίπτωση των υπηρεσιών που σχετίζονται με το ηλεκτρονικό εμπόριο (e-commerce). |
4.1.3. |
Η τροποποίηση προβλέπει κατά συνέπεια ότι στην περίπτωση της παροχής υπηρεσιών — όπως συμβαίνει και για τις παραδόσεις αγαθών — υπόχρεος του ΦΠΑ είναι ο παραλήπτης (όταν ο φορολογούμενος υπόκειται σε ΦΠΑ) και όχι ο φορέας παροχής της υπηρεσίας. Η τροποποίηση αυτή θα συνέβαλε, μεταξύ άλλων, στον περιορισμό των επαχθών διοικητικών διαδικασιών που βαρύνουν τους επιχειρηματίες, δεδομένου ότι ο φορέας παροχής των υπηρεσιών δεν θα υποχρεούται πλέον — όπως συνέβαινε έως τώρα — να εγγράφεται λόγω ΦΠΑ όταν πραγματοποιεί φορολογήσιμες συναλλαγές σε ένα κράτος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο είναι εγκατεστημένος. Επιπλέον, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις — εφόσον θα ήταν σύμφωνες προς τους κανόνες που ισχύουν στις τρίτες χώρες οι οποίες εφαρμόζουν τους δικούς τους φόρους κατανάλωσης — θα είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση των κινδύνων της διπλής φορολόγησης ή της μη φορολόγησης της παροχής διεθνών υπηρεσιών. |
4.1.4. |
Η ΕΟΚΕ συμφωνεί ότι η τροποποίηση των κανόνων σχετικά με τον τόπο φορολόγησης της παροχής υπηρεσιών απαιτείται να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις προαναφερθείσες κατευθυντήριες γραμμές, αλλά θεωρεί σκόπιμο να επεκταθεί ο προβληματισμός αυτός σε όλες τις υπηρεσίες που προορίζονται για τους τελικούς καταναλωτές. Επίσης, υπό αυτό το πρίσμα, η ΕΟΚΕ αποδέχεται τη γνώμη της Επιτροπής σχετικά με τη σκοπιμότητα επέκτασης του συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών που χρησιμοποιείται από τις φορολογικές αρχές των κρατών μελών (σύστημα «VIES») και στην περίπτωση της παροχής υπηρεσιών. |
4.2. Η καταπολέμηση της φορολογικής απάτης
4.2.1. |
Η ΕΟΚΕ συμμερίζεται την άποψη σύμφωνα με την οποία η καταπολέμηση της απάτης που σχετίζεται με το φόρο προστιθέμενης αξίας πρέπει να αποτελέσει μία από τις προτεραιότητες της Επιτροπής για την ανάληψη δράσης. Πράγματι, η φορολογική απάτη — πέραν του σημαντικού δημοσιονομικού αντικτύπου της — προκαλεί στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που αποβαίνουν προς όφελος των λιγότερο έντιμων επιχειρηματιών. |
4.2.2. |
Η ΕΟΚΕ έχει απόλυτη επίγνωση του γεγονότος ότι το υφιστάμενο καθεστώς αφήνει εκτεταμένα περιθώρια για τη διάπραξη φορολογικής απάτης, η οποία ενθαρρύνεται στην πράξη λόγω της δυνατότητας συνδυασμού των συναλλαγών που προϋποθέτουν την εφαρμογή του ΦΠΑ με συναλλαγές για τις οποίες δεν προβλέπεται η πραγματική καταβολή του φόρου προστιθέμενης αξίας. Τούτου λεχθέντος, η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι το φαινόμενο της απάτης απαιτείται να καταπολεμηθεί όχι τόσο με την εισαγωγή τροποποιήσεων επί του υφισταμένου καθεστώτος όσο στο πλαίσιο του ισχύοντος συστήματος. Είναι γεγονός ότι τα αποτελέσματα μίας στρατηγικής βασισμένης στην εισαγωγή ουσιαστικών τροποποιήσεων επί του υφισταμένου συστήματος θα ήταν αβέβαια, ενώ οι συνεπαγόμενες διοικητικές δαπάνες — τόσο οι άμεσες όσο και οι έμμεσες — θα ήταν υπέρογκες. |
4.2.3. |
Ως εκ τούτου, η ΕΟΚΕ προτείνει την αξιοποίηση των υφισταμένων μέσων διοικητικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών, καθώς και το σχεδιασμό ορισμένων επιπρόσθετων. Εξάλλου, έχει ήδη σημειωθεί αξιοσημείωτη πρόοδος προς αυτή την κατεύθυνση: ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1798/2003 προβλέπει πράγματι εξαιρετικά αποτελεσματικές διατάξεις σε αυτόν τον τομέα οι οποίες διευκολύνουν την πραγματοποίηση επαφών μεταξύ των εθνικών αρχών, ενώ η υιοθέτηση του προγράμματος Fiscalis θα συντελέσει και αυτή από την πλευρά της — χάρη στη χρήση βελτιωμένων ηλεκτρονικών συστημάτων για την ανταλλαγή πληροφοριών — στην καθιέρωση στενότερης συνεργασίας μεταξύ των κρατών για την καταπολέμηση της φορολογικής απάτης. Εν κατακλείδι, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι η χάραξη στοχοθετημένων στρατηγικών σε εθνικό επίπεδο θα μπορούσε να συμβάλει τα μάλα στην καταπολέμηση των πιο ακραίων μορφών φοροδιαφυγής. Υπό αυτό το πρίσμα, η ΕΟΚΕ επικροτεί πλήρως την πρωτοβουλία που ανέλαβε η Μόνιμη Επιτροπή Διοικητικής Συνεργασίας (Επιτροπή SCAC) για την κατάρτιση ενημερωτικού οδηγού στον οποίο περιλαμβάνονται ορισμένες πρακτικές που υιοθετήθηκαν από τις μεμονωμένες εθνικές υπηρεσίες στην προσπάθειά τους να καταστείλουν τη φορολογική απάτη. |
5. Συμπεράσματα
5.1. |
Η ΕΟΚΕ επιβεβαιώνει την άποψη σύμφωνα με την οποία οι πολυάριθμες και σοβαρές ατέλειες του υφισταμένου συστήματος θα μπορούσαν να εξαλειφθούν μόνο με την εισαγωγή ενός νέου οριστικού καθεστώτος. Έχει ωστόσο επίγνωση του γεγονότος ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες, ο στόχος αυτός δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί βραχυπρόθεσμα και κατά συνέπεια εκτιμά ιδιαίτερα το ρεαλισμό που επιδεικνύει η Επιτροπή προωθώντας μία στρατηγική για την προοδευτική βελτίωση του ισχύοντος συστήματος. |
5.1.1. |
Η ΕΟΚΕ προτρέπει τα κράτη μέλη και το Συμβούλιο να απαρνηθούν τις τωρινές θέσεις τους και να τεθούν υπέρ κατευθυντηρίων γραμμών πραγματικά ευνοϊκών για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς προς όφελος των επιχειρήσεων και, κυρίως, των καταναλωτών. Επισημαίνει ότι μία Ευρώπη η οποία διαθέτει ενιαίο νόμισμα δεν είναι δυνατόν να εξακολουθήσει να ανέχεται τις ελλείψεις του τρέχοντος μεταβατικού συστήματος για το φόρο προστιθεμένης αξίας. Η ΕΟΚΕ ευελπιστεί ειδικότερα ότι, κατά τη θεσμική αναδιοργάνωση που επιχειρείται επί του παρόντος στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης, οι αρμοδιότητες για την εφαρμογή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας θα ανατεθούν στην Επιτροπή, ενώ η ομόφωνη ψηφοφορία πρέπει να εγκαταλειφθεί όσον αφορά τα είδη φόρων που επηρεάζουν την κατάσταση του ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά. Στο πλαίσιο της εν λόγω αναθεώρησης των κανόνων που διέπουν τη λήψη των αποφάσεων επί φορολογικών θεμάτων στην ΕΕ απαιτείται να συζητηθούν και τα θέματα ΦΠΑ. |
5.2. |
Εντούτοις, λαμβάνοντας υπόψη αφενός το αρνητικό κλίμα που επικρατεί αυτή την περίοδο έναντι της υιοθέτησης ενός κοινού οριστικού καθεστώτος ΦΠΑ και αφετέρου την ανάγκη εκσυγχρονισμού του μεταβατικού καθεστώτος, η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει ότι οι βασικές συνιστώσες της βελτίωσης πρέπει να αφορούν την απλοποίηση και τον εκσυγχρονισμό των υφισταμένων κανόνων, την εναρμόνιση της εφαρμογής των εν λόγω κανόνων και την περαιτέρω προαγωγή της διοικητικής συνεργασίας μεταξύ των φορολογικών αρχών των κρατών μελών. |
5.2.1. |
Η ΕΟΚΕ συμμερίζεται επίσης τη γνώμη της Επιτροπής κατά την οποία «εκσυγχρονισμός και απλοποίηση» και «συνεργασία και καταπολέμηση της απάτης» αποτελούν τμήματα ενός ενιαίου συνόλου και χρήζουν, επομένως, κοινής αντιμετώπισης. Κατά συνέπεια, η ΕΟΚΕ επιδοκιμάζει τις πρωτοβουλίες που έχει ήδη αναλάβει η Επιτροπή, καθώς και εκείνες που εξετάζονται επί του παρόντος κατ'εφαρμογήν της στρατηγικής του 2000. Η ΕΟΚΕ τάσσεται ειδικότερα υπέρ της αναθεώρησης των κανόνων σχετικά με τον τόπο φορολόγησης της παροχής υπηρεσιών, σύμφωνα με τις προτάσεις που διατυπώνονται στην ανακοίνωση υπό εξέταση, και εκτιμά ότι το φαινόμενο χρήζει αντιμετώπισης εντός του ισχύοντος νομικού πλαισίου. Τέλος, προσβλέπει στην ταχύτερη δυνατή επανέναρξη των εργασιών σχετικά με την πρόταση οδηγίας για την τροποποίηση του κανονισμού λειτουργίας της Επιτροπής ΦΠΑ. |
Βρυξέλλες, 31 Μαρτίου 2004.
Ο Πρόεδρος
της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής
Roger BRIESCH
(1) Γνωμοδότηση ΕΟΚΕ: ΕΕ C 409 της 30.12.1998, σ. 10.
(2) Γνωμοδότηση ΕΟΚΕ: ΕΕ C 116 της 20.4.2001, σ. 59.
(3) Γνωμοδότηση ΕΟΚΕ: ΕΕ C 133 της 6.6.2003, σ. 58.
(4) Γνωμοδότηση ΕΟΚΕ: ΕΕ C 101 της 12.4.1999, σ. 26.
(5) Γνωμοδότηση ΕΟΚΕ: ΕΕ C 80 της 3.4.2002, σ. 76.
(6) Γνωμοδοτήσεις ΕΟΚΕ: ΕΕ C 19 της 21.1.1998, σ. 56 και ΕΕ C 32 της 5.2.2004, σ. 120.
(7) Πρβλ. τη γνωμοδότηση πρωτοβουλίας της ΕΟΚΕ με θέμα «Ευρωπαϊκός Χάρτης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων» (ΕΕ C 204 της 18.7.2000, σ. 57, σημείο 1.6-12), τη γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ σχετικά με την «Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με ένα πολυετές πρόγραμμα για τις επιχειρήσεις και το επιχειρηματικό πνεύμα (2001-2005)» (ΕΕ C 116 της 20.4.2001), καθώς και τη γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα «Ο ρόλος των μικροεπιχειρήσεων και των μικρών επιχειρήσεων στην οικονομική ζωή και στον ευρωπαϊκό παραγωγικό ιστό» (ΕΕ C 220 της 16.9.2003, σ. 50, σημείο 3.5).
(8) Πρβλ. σημείο 3.1.2 του εγγράφου COM(2003) 614 της 20.10.2003.
(9) Σύμφωνα με την έκθεση στην οποία συνοψίζονται τα αποτελέσματα της διαβούλευσης που πραγματοποιήθηκε από τη ΓΔ TAXUD με θέμα: ΦΠΑ — Τόπος φορολόγησης της παροχής υπηρεσιών (TAXUD/C3/2357), στην οποία βασίστηκε το έγγραφο COM(2003) 822 τελικό, η συντριπτική πλειονότητα των 57 οργανώσεων που ερωτήθηκαν επικροτεί τον προτεινόμενο προσανατολισμό.