EUR-Lex Access to European Union law
This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 52004AE0504
Opinion of the European Economic and Social Committee on the ‘proposal for a Directive of the European Parliament and of the Council amending Council Directives 73/239/EEC, 85/611/EEC, 91/675/EEC, 93/6/EEC and 94/19/EC and Directives 2000/12/EC, 2002/83/EC and 2002/87/EC of the European Parliament and of the Council, in order to establish a new financial services committee organisational structure’ (COM(2003) 659 final – 2003/0263 (COD))
Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 85/611/ΕΟΚ, 91/675/ΕΟΚ, 93/6/ΕΟΚ και 94/19/ΕΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 2000/12/ΕΚ, 2002/83/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, με σκοπό τη θέσπιση νέας οργανωτικής διάρθρωσης των επιτροπών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών [COM(2003) 659 τελικό — 2003/0263 (COD)]
Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 85/611/ΕΟΚ, 91/675/ΕΟΚ, 93/6/ΕΟΚ και 94/19/ΕΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 2000/12/ΕΚ, 2002/83/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, με σκοπό τη θέσπιση νέας οργανωτικής διάρθρωσης των επιτροπών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών [COM(2003) 659 τελικό — 2003/0263 (COD)]
OJ C 112, 30.4.2004, p. 21–24
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
30.4.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 112/21 |
Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 85/611/ΕΟΚ, 91/675/ΕΟΚ, 93/6/ΕΟΚ και 94/19/ΕΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών 2000/12/ΕΚ, 2002/83/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, με σκοπό τη θέσπιση νέας οργανωτικής διάρθρωσης των επιτροπών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών
[COM(2003) 659 τελικό — 2003/0263 (COD)]
(2004/C 112/06)
Στις 18 Νοεμβρίου 2003 και σύμφωνα με το άρθρο 95 της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την ανωτέρω πρόταση.
Το ειδικευμένο τμήμα «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 10 Μαρτίου 2004 με βάση εισηγητική έκθεση της κας FUSCO.
Κατά την 407η σύνοδο ολομέλειάς της, της 31ης Μαρτίου και 1ης Απριλίου 2004 (συνεδρίαση της 31ης Μαρτίου), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 95 ψήφους υπέρ (2 αποχές) την ακόλουθη γνωμοδότηση.
1 Κύρια σημεία της πρότασης της Επιτροπής
1.1. Πλαίσιο και στόχοι
1.1.1. |
To 1999 η Επιτροπή υιοθέτησε ένα πρόγραμμα δράσης για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (1) το οποίο προσδιόριζε μια σειρά μέτρων που είναι αναγκαία για την οικοδόμηση μιας ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβόνας τον Μάρτιο του 2000 ζήτησε να υλοποιηθεί πλήρως αυτό το πρόγραμμα δράσης έως το 2005. |
1.1.2. |
Στις 17 Ιουλίου 2000, το Συμβούλιο συνέστησε μια Επιτροπή Σοφών για τη ρύθμιση των ευρωπαϊκών αγορών κινητών αξιών, η οποία, στην τελική της έκθεση που δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο του 2001, συνέστησε τη δημιουργία ενός ρυθμιστικού πλαισίου τεσσάρων επιπέδων για αυτές τις αγορές, προκειμένου να αυξηθεί η ευελιξία, η αποτελεσματικότητα και η διαφάνεια της κοινοτικής νομοθεσίας. |
1.1.3. |
Ως αποτέλεσμα αυτού, η Επιτροπή υιοθέτησε τις αποφάσεις 2001/527/ΕΚ (2) και 2001/528/ΕΚ (3), με τις οποίες συστάθηκαν, αντίστοιχα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών Αγορών Κινητών Αξιών (ΕΕΡΑΑΚΑ) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών (ΕΕΚΑ). |
1.1.4. |
Στις 3 Δεκεμβρίου 2002, το Συμβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να λάβει μέτρα και για τους άλλους τομείς των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών με βάση την τελική έκθεση της Επιτροπής Σοφών. |
1.1.5. |
Έτσι, η παρούσα πρόταση προσαρμόζει τις διαδικασίες επιτροπολογίας των προαναφερόμενων αποφάσεων στους τομείς των τραπεζών, των ασφαλίσεων και επαγγελματικών συντάξεων και των επιχειρήσεων επενδύσεων. |
1.2. Κύρια στοιχεία
1.2.1. |
Θεσπίζεται ένα νέο σύστημα επιτροπολογίας, το οποίο περιλαμβάνει τόσο τη δημιουργία νέων επιτροπών όσο και την κατάργηση άλλων υφιστάμενων, διαμορφώνοντας έτσι μια νέα αρχιτεκτονική ρύθμισης των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. |
1.2.2. |
Έτσι, σε σχέση με το πεδίο λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών, που συστάθηκε με ανασταλτική απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 5ης Νοεμβρίου 2003 (4), θα αναλάβει τα περισσότερα από τα καθήκοντα της Συμβουλευτικής Επιτροπής Τραπεζών, η οποία θα πάψει να υπάρχει (5). Δηλαδή, θα επιτελεί κατά βάση συμβουλευτικά καθήκοντα, κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, για τις νομοθετικές πράξεις που υιοθετούνται με συναπόφαση του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου, αλλά και καθαρά ρυθμιστικά καθήκοντα επιτροπολογίας. |
1.2.3. |
Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας, εξάλλου, που συστάθηκε με απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 5ης Νοεμβρίου 2003 (6), θα ενισχύσει τη συνεργασία σε θέματα εποπτείας και θα προωθήσει τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών των κρατών μελών και τη συνεκτική εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας. Θα συμβουλεύει επίσης την Επιτροπή, κατόπιν αιτήσεώς της, σε θέματα νομοθετικής πολιτικής στον τραπεζικό τομέα. |
1.2.4. |
Στο πεδίο των ασφαλίσεων και των επαγγελματικών συντάξεων, η Επιτροπή Ασφαλιστικών Θεμάτων, που είχε συσταθεί με την οδηγία 91/675/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1991 (7), μετατρέπεται σε Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (8), η οποία επιτελεί κυρίως καθήκοντα νομοθετικής διαβούλευσης κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής και ρυθμιστικά καθήκοντα επιτροπολογίας. |
1.2.5. |
Θεσπίζεται επίσης Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (9), η οποία προάγει τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών των αρμόδιων εθνικών αρχών, προωθεί την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών επί συγκεκριμένων εποπτευόμενων ιδρυμάτων και παρέχει τεχνικές συμβουλές στην Επιτροπή, ιδίως σε σχέση με τα σχέδια εκτελεστικών μέτρων που προτίθεται να προτείνει. |
1.2.6. |
Τέλος, στο πεδίο των αγορών κινητών αξιών και προκειμένου να εξασφαλιστεί η ομοιομορφία με τις διατάξεις άλλης σχετικής νομοθεσίας, στην οδηγία 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003 (10), οι αρμοδιότητες της Επιτροπής Επικοινωνίας για τους ΟΣΕΚΑ (11) μεταβιβάζονται στη μεν Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών (12) όσον αφορά τα καθήκοντα επιτροπολογίας και τα συμβουλευτικά καθήκοντα που ζητά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά την επεξεργασία νομοθετικών πράξεων, στη δε Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών Αγορών Κινητών Αξιών (13) όσον αφορά τα συμβουλευτικά καθήκοντα που σχετίζονται με την κατάρτιση σχεδίων εκτελεστικών μέτρων της Επιτροπής στον συγκεκριμένο τομέα και την προαγωγή της στενής συνεργασίας και της σύνδεσης μεταξύ των ρυθμιστικών αρχών των αγορών κινητών αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. |
2. Γενικές παρατηρήσεις
2.1. |
Η επιτακτική ανάγκη ταχείας και αποτελεσματικής αντίδρασης στις τεχνολογικές αλλαγές και στην εξέλιξη των αγορών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, επιβάλλει τη μεταρρύθμιση των νομοθετικών διατάξεων και των διαδικασιών «επιτροπολογίας» της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διέπουν σήμερα αυτόν τον τομέα. |
2.2. |
Κατά συνέπεια, η ΕΟΚΕ δέχεται πολύ ευνοϊκά την πρόταση οδηγίας, στόχος της οποίας είναι να εξασφαλίσει τη συνοχή του ευρωπαϊκού νομοθετικού πλαισίου για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, προσαρμόζοντας το σύστημα λήψης αποφάσεων σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας, της αναλογικότητας και της επάρκειας των μέσων. |
3. Ειδικές παρατηρήσεις
3.1. |
Η πρόταση οδηγίας διευρύνει τη διάρθρωση και τα καθήκοντα των συμβουλευτικών και ρυθμιστικών επιτροπών που υπάρχουν ήδη στους τομείς των αγορών κινητών αξιών, των τραπεζικών δραστηριοτήτων, των ασφαλίσεων και των επαγγελματικών συντάξεων και των δραστηριοτήτων των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες. |
3.2. |
Από τους στόχους και το περιεχόμενο της πρότασης, όπως εκτέθηκαν ανωτέρω, μπορούν να συναχθούν τέσσερα κύρια στοιχεία: πρώτον, η σύσταση και η σύνθεση νέων επιτροπών· δεύτερον, η διαφορετική συμβουλευτική λειτουργία που τους ανατίθεται· τρίτον, οι ρυθμιστικές λειτουργίες ή λειτουργίες «επιτροπολογίας» που ανατίθενται σε ορισμένες από τις νέες επιτροπές· και τέταρτον, οι λειτουργίες εποπτείας και ελέγχου της εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας για αυτόν τον τομέα. |
3.3. |
Η σύσταση τεσσάρων νέων επιτροπών (της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τραπεζών, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Εποπτικών Αρχών Τραπεζών, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), οι οποίες θα αντικαταστήσουν τις τρεις επιτροπές που υπάρχουν σήμερα (τη Συμβουλευτική Επιτροπή Τραπεζών, την Επιτροπή Ασφαλιστικών Θεμάτων και την Επιτροπή Επικοινωνίας για τους ΟΣΕΚΑ), αποτρέπει, κατά τη γνώμη της Επιτροπής, τον κίνδυνο πολυπλοκότητας και επικάλυψης αρμοδιοτήτων που θα υπήρχε σε περίπτωση συνύπαρξης των νέων επιτροπών με τις ήδη υφιστάμενες. |
3.4. |
Παρόλα αυτά, από ποσοτική και μόνο άποψη, υπάρχει διπλασιασμός του αριθμού των επιτροπών σε σχέση με τις υφιστάμενες, ο οποίος οδηγεί στη δημιουργία ενός καταλόγου επιτροπών, που αυξάνεται ακόμη περισσότερο με την προσθήκη της Επιτροπής Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών, η οποία συστάθηκε λίγους μήνες πριν από τις προαναφερόμενες επιτροπές και της οποίας τα καθήκοντα μοιάζουν να επικαλύπτονται εκ προοιμίου με τα δικά τους (14). Όσο και αν αυτό δικαιολογείται για τους τεχνικούς νομοθετικούς λόγους που έχουν ήδη επισημανθεί, κατ' αρχήν δεν συμβιβάζεται πολύ καλά με τις απαιτήσεις διαφάνειας και απλοποίησης που επιβάλλουν τη δραστική μείωση του γαλαξία των επιτροπών που υπάρχουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση (15). |
3.5. |
Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά τη σύνθεση των τεσσάρων νέων επιτροπών, πρέπει να καταγραφεί θετικά η σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τραπεζών με ένα μόνο υψηλόβαθμο εκπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος αντί των τριών το πολύ μελών που μπορούν να έχουν σήμερα οι εθνικές αντιπροσωπείες στη Συμβουλευτική Επιτροπή Τραπεζών, όπως και το γεγονός ότι η νέα επιτροπή προεδρεύεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενώ η σημερινή προεδρεύεται από τον εκπρόσωπο ενός κράτους μέλους. Αν και σε καμία διάταξη της πρότασης οδηγίας δεν γίνεται αναφορά στην πτυχή αυτή, τούτο συνάγεται από την ανάγνωση της αιτιολογικής της έκθεσης. |
3.6. |
Ωστόσο, δεν προβλέπεται συμμετοχή εκπροσώπων των αγορών κινητών αξιών στις επιτροπές που ασχολούνται με τη ρύθμισή τους. Δεδομένου ότι όλα τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια είναι ιδιωτικοί φορείς που λειτουργούν υπό την εποπτεία δημόσιων ρυθμιστικών αρχών, θα έπρεπε να προβλεφθεί η συμμετοχή κάποιου εθνικού εκπροσώπου των αγορών κινητών αξιών ως παρατηρητή. |
3.7. |
Σε σχέση με τα συμβουλευτικά καθήκοντα των νέων επιτροπών, η πρόταση προβλέπει ανακατανομή και ταυτόχρονα επιμερισμό αυτών των καθηκόντων, όπως επιτελούνται σήμερα από τις υφιστάμενες επιτροπές στους τομείς των τραπεζών, των ασφαλίσεων και των συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες. |
3.8. |
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα (σημείο 1.2), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών συγκεντρώνουν τα πιο σημαντικά συμβουλευτικά καθήκοντα για την επεξεργασία και την εφαρμογή της νομοθεσίας σε αυτό το πεδίο. |
3.9. |
Δηλαδή, από τα τέσσερα επίπεδα που συναρθρώνουν το σημερινό κοινοτικό σύστημα λήψης αποφάσεων στον τομέα των κινητών αξιών, οι επιτροπές αυτές επιτελούν τα συμβουλευτικά καθήκοντα του επιπέδου 1. |
3.10. |
Όσο για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Εποπτικών Αρχών Τραπεζών, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών, αυτές αναλαμβάνουν τα συμβουλευτικά καθήκοντα που επιδιώκουν τη συνεκτική και ακριβή εφαρμογή όλης της σχετικής νομοθεσίας — συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών εκτελεστικών μέτρων — και την τελειοποίηση του συστήματος συνεργασίας των εποπτικών αρχών των κρατών μελών. Δηλαδή, επιτελούν τα συμβουλευτικά καθήκοντα του επιπέδου 3 του προαναφερθέντος συστήματος λήψης αποφάσεων. |
3.11. |
Δεν δημιουργούνται, συνεπώς, νέα συμβουλευτικά καθήκοντα σε σχέση με τα υφιστάμενα. Ανεξάρτητα από τα μελλοντικά αποτελέσματα της θέσης σε ισχύ του νέου συμβουλευτικού συστήματος, η εκ των προτέρων αξιολόγησή του μπορεί να είναι θετική, εφόσον εξασφαλίζει καλύτερη τεχνική ποιότητα της εν λόγω νομοθεσίας και στο μέτρο που ο διπλασιασμός των επιτροπών δεν υπονομεύει την ευελιξία και τη διαφάνεια των συμβουλευτικών διαδικασιών που ορθώς ζητά η Επιτροπή. |
3.12. |
Κατά τρίτον, οι ρυθμιστικές λειτουργίες ή λειτουργίες «επιτροπολογίας» θα επιτελούνται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών κατ' αποκλειστικότητα και από την καθεμία στον τομέα αρμοδιότητάς της. Ούτε εδώ δημιουργούνται νέες διαδικασίες επιτροπολογίας, ούτε ανατίθενται νέα καθήκοντα σε σχέση με αυτά που επιτελούν οι υφιστάμενες επιτροπές. |
3.13. |
Αξίζει, ωστόσο, να διατυπωθούν ορισμένες ειδικές παρατηρήσεις, δεδομένου ότι μέχρι σήμερα η «επιτροπολογία» στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών είναι σχεδόν άγνωστη (16). Από τη μία πλευρά, όσον αφορά τη διαδικασία που ακολουθείται για τη λήψη αποφάσεων, η «επιτροπολογία» στον χρηματοπιστωτικό τομέα διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 5 της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 (17), δηλαδή από τη διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής. Ως γνωστόν, η διαδικασία αυτή θεσπίζει δικαίωμα αναθεώρησης αποκλειστικά από το Συμβούλιο (18) και δικαίωμα ελέγχου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (19), το οποίο προσεγγίζει, αλλά δεν εξισώνει το ειδικό βάρος των δύο οργάνων σε περίπτωση υπονόμευσης των προνομίων τους σε μια κανονιστική διαδικασία με βάση κοινοτική νομοθετική πράξη εκδιδόμενη με συναπόφαση (20). |
3.14. |
Αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί με κάποιες επιφυλάξεις σε σχέση με την πρόταση που εξετάζουμε, αφού στην πράξη το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο ψήφισμά του της 5ης Φεβρουαρίου 2002 σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας στο πλαίσιο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (21), δέχτηκε την προσέγγιση του ρυθμιστικού πλαισίου των τεσσάρων επιπέδων που συνέστησε η Επιτροπή Σοφών στην προαναφερθείσα έκθεσή της, υπό τον όρο ότι θα έχει ισοδύναμη μεταχείριση στο επίπεδο 2 (διαδικασίες επιτροπολογίας) με εκείνη που εξασφαλίζεται στο Συμβούλιο σύμφωνα με το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Στοκχόλμης (22). Η ΕΟΚΕ καλεί τα αρμόδια όργανα να επιλύσουν επειγόντως αυτή τη σύγκρουση με τον έλεγχο των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων. |
3.15. |
Αφετέρου, και προεκτείνοντας τη συλλογιστική της προηγούμενης παρατήρησης, η ΕΟΚΕ εφιστά την προσοχή σε κάποια αντίφαση της εξεταζόμενης πρότασης με το σημερινό ιστορικό πλαίσιο, με την έννοια ότι συμβιβάζεται δύσκολα με ορισμένες διατάξεις που προβλέπονται στην πρόταση τροποποίησης των συνθηκών περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία τελεί επί του παρόντος υπό διαπραγμάτευση. Συγκεκριμένα, το άρθρο Ι-35 του σχεδίου συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης (23) συνεπάγεται αναθεώρηση της διαδικασίας της κανονιστικής επιτροπής, δεδομένου ότι παρέχει επί ίσοις όροις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο των Υπουργών το δικαίωμα να μην χορηγήσουν κανονιστική νομοθετική εξουσιοδότηση στην Επιτροπή. |
3.16. |
Το παράρτημα 8 του εγγράφου της Υπουργικής Διάσκεψης της Νάπολης για τη Διακυβερνητική Διάσκεψη 2003 (24), εξάλλου, προτείνει μια τροποποίηση της παραγράφου 6 του άρθρου III-77 του προαναφερθέντος σχεδίου συνθήκης, η οποία έρχεται σε διπλή σύγκρουση με την πρόταση που εξετάζουμε. Πρώτον, επειδή, προβλέποντας τη δυνατότητα να ανατίθεται στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με ευρωπαϊκό νόμο του Συμβουλίου, η αρμοδιότητα της προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, πλην των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, περιορίζει τις συμβουλευτικές αρμοδιότητες και τις αρμοδιότητες επιτροπολογίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τραπεζών και τις συμβουλευτικές αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Εποπτικών Αρχών Τραπεζών (25). |
3.17. |
Δεύτερον, επειδή θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια νέα σύγκρουση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς προβλέπεται ότι το Συμβούλιο θα αποφασίζει για αυτή την εκχώρηση αρμοδιοτήτων ομόφωνα μετά από διαβούλευση με το Κοινοβούλιο, ενώ το ισχύον άρθρο 105 παράγραφος 6 της συνθήκης ΕΚ προβλέπει αυτή τη δυνατότητα με τη σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Αν και στις προτάσεις της Επιτροπής δεν πρέπει να γίνεται αναφορά σε κανονιστικά σχέδια που δεν έχουν δεσμευτική ισχύ, οι παραπάνω παρατηρήσεις προκύπτουν από το υποχρεωτικό διερευνητικό έργο που πρέπει να επιτελέσει η ΕΟΚΕ κατά την άσκηση των συμβουλευτικών της αρμοδιοτήτων. |
3.18. |
Τέλος, οι αρμοδιότητες εποπτείας και ελέγχου της εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας σ' αυτόν τον τομέα θα επιτρέψουν στις επιτροπές να ενισχύσουν τον υφιστάμενο μηχανισμό με τον οποίο η Επιτροπή εντοπίζει τα εμπόδια και αναπτύσσει τα κατάλληλα μέσα για την εξάλειψή τους από τις έννομες τάξεις των κρατών μελών (26). |
Βρυξέλλες, 31 Μαρτίου 2004.
Ο Πρόεδρος
της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής
Roger BRIESCH
(1) COM(1999) 232 τελικό.
(4) Απόφαση 2004/10/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Νοεμβρίου 2003, ΕΕ L 3 της 7.1.2004. Όσον αφορά τη σύνθεσή της, προεδρεύεται από αντιπρόσωπο της Επιτροπής και κάθε κράτος μέλος μετέχει με έναν αντιπρόσωπο υψηλού επιπέδου. Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Εποπτικών Αρχών Τραπεζών και ένας εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας συμμετέχουν ως παρατηρητές.
(5) Άρθρα 57-59 της οδηγίας 2000/12/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, ΕΕ L 126 της 26.5.2000.
(6) Απόφαση 2004/5/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Νοεμβρίου 2003, ΕΕ L 3 της 7.1.2004. Η επιτροπή αυτή απαρτίζεται από υψηλόβαθμους εκπροσώπους των εθνικών δημόσιων αρχών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, εκπροσώπους των εθνικών κεντρικών τραπεζών, έναν εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και έναν εκπρόσωπο της Επιτροπής. Εκλέγει τον πρόεδρό της μεταξύ των εκπροσώπων των εθνικών εποπτικών αρχών.
(8) Απόφαση 2004/9/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Νοεμβρίου 2003, ΕΕ L 3 της 7.1.2004. Η επιτροπή αυτή απαρτίζεται από υψηλόβαθμους αντιπροσώπους των κρατών μελών και προεδρεύεται από αντιπρόσωπο της Επιτροπής.
(9) Απόφαση 2004/6/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Νοεμβρίου 2003, ΕΕ L 3 της 7.1.2004. Η επιτροπή αυτή απαρτίζεται από υψηλόβαθμους εκπροσώπους των εθνικών δημόσιων αρχών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία στους τομείς της ασφάλισης, της αντασφάλισης και των επαγγελματικών συντάξεων. Η Επιτροπή συμμετέχει με υψηλόβαθμο εκπρόσωπό της, αλλά η προεδρία ασκείται από εκπρόσωπο των κρατών μελών.
(11) Που συστάθηκε με την οδηγία 85/611/EΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, ΕΕ L 375 της 31.12.1985. Η επιτροπή αυτή επιτελούσε αρχικά συμβουλευτικό ρόλο για να επικουρεί την Επιτροπή στην εφαρμογή της οδηγίας, να ενθαρρύνει τις διαβουλεύσεις μεταξύ των κρατών μελών και να συμβουλεύει την Επιτροπή σχετικά με τις τροποποιήσεις που θα έπρεπε να γίνουν στην οδηγία, ενώ σε περίπτωση τεχνικών προσαρμογών λειτουργούσε ως επιτροπή «επιτροπολογίας». Η οδηγία 2001/108/ΕΚ (ΕΕ L 41 της 13.2.2002) ενίσχυσε τις λειτουργίες επιτροπολογίας της όσον αφορά την τεχνική ρύθμιση των επενδύσεων των Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ).
(12) Που συστάθηκε με την οδηγία 2001/528/EΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ L 191 της 13.7.2001), όπως τροποποιήθηκε με την ανασταλτική απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 5ης Νοεμβρίου 2003 (ΕΕ L 3 της 7.1.2004
(13) Που συστάθηκε με την οδηγία 2001/527/EΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ L 191 της 13.7.2001), όπως τροποποιήθηκε με την ανασταλτική απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 5ης Νοεμβρίου 2003 (ΕΕ L 3 της 7.1.2004).
(14) Βλέπε το σημείο 2 της απόφασης του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, ΕΕ L 67 της 12.3.2003.
(15) Βλέπε την απάντηση της Επιτρόπου κ. SCHREYER εξ ονόματος της Επιτροπής στη γραπτή ερώτηση E-1070/01 του κ. FERBER (ΕΕ L 318 E της 13.11.2001)· επίσης, την έκθεση Poos για τη μεταρρύθμιση του Συμβουλίου, A5-0308/2001 τελικό, που εγκρίθηκε με ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 2001 και, ιδιαίτερα, την αιτιολογική σκέψη M και το σημείo 13 του εν λόγω ψηφίσματος.
(16) Έτσι, από τότε που της ανατέθηκαν καθήκοντα «επιτροπολογίας», το 1989 (με το άρθρο 9 της οδηγίας 89/647/EΟΚ του Συμβουλίου, σχετικά με τον συντελεστή φερεγγυότητας), η Συμβουλευτική Επιτροπή Τραπεζών ενήργησε με την ιδιότητα αυτή μόνο σε 4 περιπτώσεις, ενώ η Επιτροπή Ασφαλιστικών Θεμάτων και η Επιτροπή Επικοινωνίας για τους ΟΣΕΚΑ δεν έχουν ακόμη ασκήσει αυτές τις αρμοδιότητες.
(18) Μέχρι σήμερα, λιγότερο από το 0,25 % του συνολικού αριθμού των πράξεων που ακολούθησαν αυτή τη διαδικασία παραπέμφθηκαν από την Επιτροπή στο Συμβούλιο (βλέπε σημείο 1.4 της έκθεσης COM(2003) 530 τελικό, ΕΕ C 223 E της 19.9.2003).
(19) Μέχρι σήμερα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν έχει ασκήσει ποτέ αυτό το προνόμιο (βλέπε έκθεση COM(2003) 530 τελικό, όπ. προηγ.)
(20) Αναχρονισμός που προβλέπεται να διευθετηθεί μέσω μιας διαδικασίας κοινού ελέγχου από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, όπως θεσπίζει η πρόταση COM(2002) 719 τελικό της 11ης Δεκεμβρίου 2002. Σχετικά με το πεδίο εφαρμογής αυτής της πρότασης, βλέπε MOREIRO GONZÁLEZ, C.J.: «Änderungen des normativen Rahmens der Komitologie», ZEuS, 4, 2003, σσ. 561-588, στη σ. 584 κ.ε.
(21) Ψήφισμα A5-0011/2002.
(22) Επίσης, στο ψήφισμά του B5-0578/2002, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αμφισβήτησε την ανάγκη επείγουσας αναδιάρθρωσης της αρχιτεκτονικής των επιτροπών στον χρηματοπιστωτικό τομέα, διευκρινίζοντας ότι, για να δώσει τη συγκατάθεσή του για την πρόταση, πρέπει να υπάρξει σαφής δέσμευση του Συμβουλίου ότι θα αναθεωρήσει τον νομοθετικό αναχρονισμό σε σχέση με τον έλεγχο της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων της Επιτροπής.
(23) Βρυξέλλες, 18 Ιουλίου 2003, CONV 850/03.
(24) Βρυξέλλες, 25 Νοεμβρίου 2003, CIG 52/03 ADD1, σ. 12.
(25) Παρότι υπάρχει σχετικά ως επί το πλείστον ευνοϊκή διοικητική και θεωρητική τοποθέτηση στα κράτη μέλη (βλ. DASSESSE, M. G ISAAC, D.: «Financial services in the Era of the Euro and E-Commerce: Does home country control work?» — General Report, στο F.I.D.E., XX Congress, BIICL, Λονδίνο, 2003, σσ. 433-446, ιδίως σημεία 38-56), το Συμβούλιο ECOFIN στη συνεδρίασή του στο Οβιέδο στις 12-13.4.2002 εξέφρασε τις επιφυλάξεις του έναντι αυτού του ενδεχομένου, ιδίως εξαιτίας της έκδηλης αντίθεσης της γερμανικής και της βρετανικής αντιπροσωπείας.
(26) Βλέπε τη 18η και τη 19η έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, COM(2001) 309 τελικό και COM(2002) 324 τελικό, αντιστοίχως.