EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52004AE0319

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Ανακοίνωση της Επιτροπής η Ευρώπη και η βασική έρευνα» [COM (2004) 9 τελικό]

OJ C 110, 30.4.2004, p. 98–103 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

30.4.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 110/98


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Ανακοίνωση της Επιτροπής η Ευρώπη και η βασική έρευνα»

[COM (2004) 9 τελικό]

(2004/C 110/16)

Στις 3 Απριλίου 2003, η Επιτροπή αποφάσισε σύμφωνα με το άρθρο 262 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, να ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή να γνωμοδοτήσει για την ανωτέρω ανακοίνωση.

Το Προεδρείο της ΕΟΚΕ ανέθεσε στο ειδικευμένο τμήμα «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση» την προετοιμασία των σχετικών εργασιών.

Λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της γνωμοδότησης, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, κατά την 406η σύνοδο της ολομέλειάς της που πραγματοποιήθηκε στις 25/26 Φεβρουαρίου 2004 (συνεδρίαση της 26 Φεβρουαρίου) όρισε τον κ. WOLF γενικό εισηγητή και υιοθέτησε ομόφωνα την ακόλουθη γνωμοδότηση:

1.   Εισαγωγή και περιεχόμενο της ανακοίνωσης της Επιτροπής.

1.1

Επί μακρόν, η αίσθηση που επικρατούσε στα κράτη μέλη ήταν ότι η βασική έρευνα αποτελούσε εξ ορισμού εθνική αρμοδιότητα και ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, λαμβανομένων υπόψη των στόχων της πολιτικής της στον τομέα αυτό, όφειλε να περιορίζει τις παρεμβάσεις της στην υποστήριξη της εφαρμοσμένης έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης. Το αποτέλεσμα της στάσης αυτής —εάν το κοιτάξει κανείς σήμερα— οδήγησε σε μια κάπως μονομερή ερμηνεία του άρθρου 163 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1).

1.2

Στις αρχές του 2000 άρχισε μια εξέλιξη η οποία ήταν το αποτέλεσμα δύο βασικών πρωτοβουλιών και αποφάσεων. Το δρόμο άνοιξε, αφενός, η ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Προς ένα ευρωπαϊκό χώρο έρευνας» (2), όπου δεν γινόταν ακόμη ειδική αναφορά στη βασική έρευνα ως αποστολή της Κοινότητας αλλά, στα πλαίσια της όλης παρουσίασης, φαινόταν ότι υπήρχε μια τάση να γίνει αυτό. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν, αφετέρου, οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισσαβόνας (3), το οποίο θεώρησε, εκτός άλλων, ως φιλόδοξο και σημαντικό στόχο της Κοινότητας τη θεμελίωση της οικονομίας και της κοινωνίας στη γνώση. Ωστόσο, ούτε και εκεί έγινε ειδική αναφορά στην ουσιαστική σημασία της βασικής έρευνας.

1.3

Σχεδόν ταυτόχρονα, ακολούθησε η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή η οποία, στη γνωμοδότηση (4) που εξέδωσε για την ανακοίνωση της Επιτροπής «Προς ένα ευρωπαϊκό χώρο έρευνας», παρέπεμπε στη σημασία που έχουν η ισορροπία και η αναγκαία ανάδραση μεταξύ της βασικής έρευνας και της πρακτικής έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης. Στη γνωμοδότηση αυτή, συνιστούσε ρητώς να στηριχθεί επαρκώς η γνωσιολογική βασική έρευνα ως πηγή νέων ανακαλύψεων, θεωριών και μεθόδων.

1.4

Στο μεσοδιάστημα, η άποψη αυτή έχει γίνει ευρέως αποδεκτή. Ο κόσμος έχει συνειδητοποιήσει περισσότερο ποιες είναι οι προϋποθέσεις της οικονομία και της κοινωνία της γνώσης και αναγνώρισε, επίσης, πόσο σημαντικό είναι να υπάρξει πρόοδος σε όλους τους επιστημονικούς τομείς, συμπεριλαμβανομένης και της βασικής έρευνας, εάν υπάρχει πρόθεση να υλοποιηθούν πραγματικά οι στόχοι που τέθηκαν στη Λισσαβόνα.

1.5

Η Ευρώπη διαθέτει οπωσδήποτε σημεία ισχύος στον τομέα της βασικής έρευνας, είτε σε πανεπιστημιακό επίπεδο είτε σε ιδιωτικούς οργανισμούς (5). Παρόλα ταύτα, πρέπει να αναληφθούν περισσότερες πρωτοβουλίες σε επίπεδο ΕΕ

1.5.1

Από ιστορική άποψη, επρόκειτο για στόχους στο χώρο της βασικής έρευνας στα πλαίσια των οποίων η βασική επιδίωξη ήταν η επιστημονική συνεργασία στη (Δυτική —) Ευρώπη. Οι πρωτοβουλίες αυτές ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης να δημιουργηθούν κέντρα για την κατασκευή μεγάλων εγκαταστάσεων και να δημιουργηθεί μια κρίσιμη μάζα με δαπάνες που υπερέβαιναν τις χρηματοδοτικές δυνατότητες ή προθέσεις των μεμονωμένων κρατών.

1.5.2

Έτσι, στη δεκαετία του 50 ιδρύθηκε το ΕΚΠΕ (φυσική υψηλών ενεργειών) και τη δεκαετία του 60 το ESO (Αστρονομία) καθώς και το EMBO και το EMBL (μοριακή βιολογία) (6) ή το γαλλογερμανικό ILL (7) και αργότερα το ESRF (8). Όμως, υπάρχουν και μεμονωμένα κράτη μέλη στα οποία στο μεσοδιάστημα έχουν κατασκευαστεί μεγάλες πειραματικές εγκαταστάσεις (9) οι οποίες χρησιμοποιούνται σε διμερή ή πολυμερή βάση.

1.5.3

Ακόμη και ευρωπαϊκά προγράμματα τα οποία είναι κυρίως επικεντρωμένα στις εφαρμογές και την τεχνολογία, όπως αυτά στο χώρο του διαστήματος ή της πυρηνικής σύντηξης, έχουν στενή σχέση με τη βασική έρευνα και χρησιμοποιούν σημαντικό μέρος των αποτελεσμάτων αυτής.

1.6

Έτσι, έγινε εφικτό να δημιουργηθούν εν τω μεταξύ ιδρύματα παγκοσμίου εμβέλειας, που έχουν προβάλει (10) αρκετά τη εικόνα της Ευρώπης ως τόπου εγκατάστασης επιστημονικών ιδρυμάτων. Επιπλέον, τα ιδρύματα αυτά έχουν μεγάλη απήχηση και προσελκύουν πάρα πολλές επιστημονικές δραστηριότητες σε πανεπιστήμια και άλλα ερευνητικά ιδρύματα. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία δικτύων εποικοδομητικής συνεργασίας, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση για την κοινή επιτυχία.

1.7

Οι ερευνητικές δραστηριότητες που διεξάγονται στα πλαίσια των δικτύων και των έργων του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επιστημών (ΕΙΕ), μη εξειδικευμένου οργανισμού που δημιουργήθηκε στη δεκαετία του '70, καλύπτουν επίσης συχνά θέματα βασικής έρευνας. Το ίδιο ισχύει και για τις εργασίες που εκτελούνται στους κόλπους του προγράμματος-πλαίσιο έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες ως στοιχείο των ευρύτερων θεματικών δράσεων προϋποθέτουν και καλύπτουν ένα μέρος της βασικής έρευνας, ακόμη και αν αυτό είναι περιορισμένο.

1.8

Με βάση αυτά που προαναφέρθηκαν, η παρούσα ανακοίνωση της Επιτροπής δεν αναφέρεται μόνο στο ρόλο, τη σημασία και τη σημερινή κατάσταση της βασικής έρευνας στον ευρωπαϊκό χώρο, αλλά και στην εξέταση μέτρων που θα μπορούσαν να ληφθούν εκ μέρους της Επιτροπής, έτσι ώστε η βασική έρευνα στην Ευρωπαϊκή Ένωση να ενισχυθεί όχι μόνο με μεγαλύτερη ένταση αλλά και με συστηματικό τρόπο.

1.9

Συνεπώς, η ανακοίνωση της Επιτροπής καλύπτει τις ακόλουθες πτυχές της βασικής έρευνας:

βασική έρευνα και ο αντίκτυπος της

κατάσταση στον κόσμο και στην Ευρώπη

βασική έρευνα σε ευρωπαϊκό επίπεδο

προοπτικές

τα επόμενα στάδια

1.10

Όσον αφορά στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται η βασική έρευνα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Επιτροπή διαπιστώνει περαιτέρω τα εξής:

1.10.1

Στην Ευρώπη, ο ιδιωτικός τομέας δραστηριοποιείται ελάχιστα στο χώρο της βασικής έρευνας. Ελάχιστες επιχειρήσεις διαθέτουν ουσιαστική ερευνητική ικανότητα στον εν λόγω τομέα, και οι δραστηριότητές τους τείνουν γενικά να εστιάζονται σε δραστηριότητες εφαρμοσμένης και αναπτυξιακής έρευνας. Η χρηματοδότηση της έρευνας με τη μεσολάβηση ιδρυμάτων παραμένει εξάλλου περιορισμένη.

1.10.2

Αντίθετα απ' ό,τι συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο ιδιωτικός τομέας ανέκαθεν υποστήριζε την κρατική χρηματοδότηση της βασικής έρευνας (11), στην Ευρώπη η βιομηχανία τάχθηκε επί μακρόν υπέρ της διοχέτευσης της δημόσιας χρηματοδότησης κατά προτίμηση στην εφαρμοσμένη έρευνα που διεξάγουν οι επιχειρήσεις. Εν τω μεταξύ, η σημασία που έχει η βασική έρευνα για την επιστημονική ανταγωνιστικότητα και στην Ευρώπη αναγνωρίζεται σε ολοένα και περισσότερους κύκλους, ακόμη και στον επιχειρηματικό κόσμο (Βλέπε για παράδειγμα την Στρογγυλή Τράπεζα των Ευρωπαίων Βιομηχάνων).

1.11

Τα περαιτέρω μέτρα που προτείνονται από την Επιτροπή θα στηριχθούν και στις σχετικές δηλώσεις πολλών προσωπικοτήτων, οργανώσεων και ιδρυμάτων. Μεταξύ αυτών, περιλαμβάνονται ιδίως: μια ομάδα 45 ευρωπαίων προσωπικοτήτων βραβευμένων με Νόμπελ, το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Επιστημών (FES) και ο σύνδεσμος των διευθυντών και προέδρων των εθνικών συμβουλίων έρευνας EuroHORCs (12), η ένωση Eurosciences και η Academia Europeae, η EURAB και μια Ad-hoc ομάδα προσωπικοτήτων (ERCEG), η οποία χρησιμοποιήθηκε στη διάσκεψης που πραγματοποιήθηκε υπό τη δανική προεδρία της ΕΕ στις 7/8 Οκτωβρίου 2002, στην Κοπεγχάγη, με θέμα το «Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας» (13).

1.12

Έτσι, η Επιτροπή σχεδιάζει για το πρώτο τρίμηνο του 2004 τις ακόλουθες δράσεις:

ευρύ διάλογο με την επιστημονική κοινότητα και τους ενδιαφερόμενους κύκλους σχετικά με την παρούσα ανακοίνωση, σε συνδυασμό με τον προβληματισμό επί του θέματος του «Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας»·

διάλογο σε πολιτικό επίπεδο επί της παρούσας ανακοίνωσης στα πλαίσια του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

2.   Γενικές παρατηρήσεις

2.1

Η EOKE παραπέμπει στις ενδιάμεσες γνωμοδοτήσεις που έχει εκδώσει γύρω από το θέμα έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη, στις οποίες τονίζει επανειλημμένα (14) ότι, για την υλοποίηση των στόχων που τέθηκαν στη Λισαβόνα, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να ενισχύσει επαρκώς τη βασική έρευνα —δηλαδή πολύ περισσότερο απ' ότι μέχρι σήμερα— και χαιρετίζει την ανακοίνωση που εκδόθηκε από την Επιτροπή, καθώς και τις διαπιστώσεις και τις προθέσεις που περιλαμβάνονται σε αυτήν.

2.2

Παραπέμποντας ιδιαιτέρως στη γνωμοδότηση (15) που εξέδωσε για την πρόταση της Επιτροπής για το έκτο πρόγραμμα πλαίσιο έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης και στη σύσταση που περιέλαβε στην γνωμοδότηση αυτή να αυξηθεί μεσοπρόθεσμα κατά 50 % ο συνολικός προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη (ο οποίος αφορούσε τον προϋπολογισμό και των δεκαπέντε κρατών μελών!), η EOKE υποστηρίζει όλως ιδιαιτέρως την έκκληση που απευθύνει η Επιτροπή να διατεθούν σημαντικοί νέοι πόροι από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την έρευνα. Επίσης, υποστηρίζει την πρόθεση της Επιτροπής να ακολουθήσει τις συστάσεις της ομάδας Mayour και να συμπεριλάβει την εντονότερη ενίσχυση της βασικής έρευνας στις προτεραιότητες των μελλοντικών μέτρων που θα θεσπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση στον ευρύτερο τομέα της έρευνας. Σε σχέση με αυτό, παραπέμπει στους ανησυχητικούς δείκτες που παρουσιάστηκαν από την Επιτροπή, από τους οποίους προκύπτει ότι το χάσμα μεταξύ ΕΕ και π.χ. ΗΠΑ όσον αφορά στην τεχνογνωσία και την έρευνα συνεχίζει να αυξάνεται.

2.3

Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει, επιπλέον, την αρχική ιδέα για την ίδρυση «Ευρωπαϊκού Επιστημονικού Συμβουλίου», το οποίο θα μπορούσε να αναλάβει σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης καθήκοντα όμοια με εκείνα που ασκούν σε επίπεδο κρατών μελών ιδρύματα όπως τα «Research Councils» στο Ηνωμένο Βασίλειο, Deutsche Forschungsgemeinschaft στη Γερμανία, το «NWO» στις Κάτω Χώρες, το FNRS στο Βέλγιο κ.τ.λ. Τα ιδρύματα αυτά εξασφαλίζουν —κατόπιν αιτήσεως— τη χρηματοδότηση προγραμμάτων ή τη χορήγηση ενισχύσεων σε συγκεκριμένες ομάδες ερευνητών, ανάλογα με αυτό που συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

2.4

Η ΕΟΚΕ συμφωνεί, επίσης, με την άποψη της Επιτροπής ότι είναι σχεδόν αδύνατον να θεσπιστούν αυστηρά κριτήρια για τη διάκριση της βασικής από την εφαρμοσμένη έρευνα. Δεν πιστεύει όμως ότι αυτό αποτελεί πρόβλημα (και συνιστά συνεπώς σε πρακτικό επίπεδο να επιτραπούν ορισμένα περιθώρια διάκρισης), δεδομένου ότι μεταξύ αυτών των δύο κατηγοριών υπάρχει και θα πρέπει να υπάρχει μια αλληλεπίδραση, ακόμη και συνεργασία.

2.4.1

Η ΕΟΚΕ υπενθυμίζει ότι στο παρελθόν είχε συστήσει (16) να ενισχυθεί το πεδίο επίδρασης της βασικής/εφαρμοσμένης έρευνας στα πλαίσια ενός πλουραλιστικού, πολυπολικού επιστημονικού συστήματος.

2.4.2

Ωστόσο, κρίνει ότι στη συνέχεια είναι απαραίτητο η έννοια της βασικής έρευνας να περιγραφεί (ή να προταθεί) από την Επιτροπή με τέτοιο τρόπο ώστε να προσφέρει αρκετά πρακτικά περιθώρια για τη λήψη αποφάσεων για αιτήσεις χρηματοδότησης. Στα πλαίσια αυτά, παραπέμπει στη σύσταση που έχει κάνει στο παρελθόν (17).

2.5

Στην ανακοίνωσή της, η Επιτροπή αναφέρεται επίσης στο ιδιαίτερα περίπλοκο θέμα των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας σε σχέση με τη βασική έρευνα. Όπως είναι γνωστό, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει για τις εφευρέσεις, για τις ανακαλύψεις δεν εκδίδονται διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Για τους λόγους που αναφέρονται στη συνέχεια και επειδή, για να διαδίδεται η γνώση, οι επιστήμονες πρέπει να δημοσιεύουν τα αποτελέσματα των εργασιών τους το συντομότερο δυνατό, περιέχονται σε δίλημμα.

2.5.1

Το δίλημμα αυτό αφορά στο ερώτημα που προκύπτει εάν από την ανακάλυψή τους μπορεί να αναπτυχθεί μια εφαρμογή για την οποία πρέπει να εκδοθεί δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει τουλάχιστον, πριν από τη δημοσίευση των πορισμάτων, να υποβληθεί αίτηση για την έκδοση διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Αυτή η κατάσταση έχει ως αποτέλεσμα είτε να υποσκάπτεται η διάδοση της γνώσης — και μαζί αυτήν το κύρος της επιστήμης, είτε να υπονομεύεται η δυνητική προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων για νέες και ενδεχομένως πρωτοποριακές ιδέες που θα μπορούσαν να ωφελήσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και τον ίδιο το δημιουργό.

2.5.2

Το δίλημμα αυτό θα μπορούσε να αποδυναμωθεί σε μεγάλο βαθμό με την καθιέρωση μιας «περιόδου χάριτος για τις καινοτομίες» (18) (στα αγγλικά «grace period»). Για το λόγο αυτό, η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει για πολλοστή φορά τη σύστασή της (19) να καθιερωθεί και στην Ευρωπαϊκή Ένωση «περίοδος χάριτος για τις καινοτομίες», όπως συνηθίζεται στις ΗΠΑ. Ταυτόχρονα επαναλαμβάνει ότι επείγει η καθιέρωση Ευρωπαϊκού Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας. Έτσι θα αρθεί ένα σοβαρό μειονέκτημα που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαίοι επιστήμονες και οι επιχειρήσεις.

2.6

Κατά τα άλλα, η ΕΟΚΕ συνιστά να μελετηθεί κατά πόσον θα ήταν σκόπιμο να ενσωματωθεί στις μελλοντικές ευρωπαϊκές συνθήκες ή αποφάσεις το θέμα της προαγωγής της βασικής έρευνας (για την υλοποίηση των στόχων της Λισσαβόνας).

3.   Ειδικές παρατηρήσεις

3.1

Η ΕΟΚΕ συμφωνεί σε μεγάλο βαθμό με την περιγραφή της και την ανάλυση της σημερινής κατάστασης που κάνει η Επιτροπή σε σχέση με τη βασική έρευνα.

3.1.1

Όμως, αυτό δεν συνάδει με όλες τις διαπιστώσεις. Έτσι, η Επιτροπή αναφέρει, εκτός άλλων, τα εξής: «Όπως προαναφέρθηκε, στον τομέα της βασικής έρευνας η Ευρώπη, παράλληλα με τα πλεονεκτήματα που παρουσιάζει, πάσχει από διάφορες αδυναμίες, οι οποίες οφείλονται κατά μεγάλο βαθμό στον διαχωρισμό και τα στεγανά των εθνικών ερευνητικών συστημάτων, και κατά κύριο λόγο στην απουσία επαρκούς ανταγωνισμού μεταξύ ερευνητών, ομάδων και έργων σε ευρωπαϊκή κλίμακα» και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι απαραίτητο να συντονιστούν καλύτερα οι δράσεις, τα μέτρα και τα επί μέρους προγράμματα των κρατών μελών στο χώρο της βασικής έρευνας.

3.1.2

Η ΕΟΚΕ πιστεύει ότι η πρόσφατη δήλωση της Επιτροπής σε σχέση με τον αποκλεισμό και τον ελλιπή ανταγωνισμό, η οποία πιθανόν δεν ισχύει ούτε καν για τα ιδρύματα τα οποία συνοδεύουν ή κατευθύνουν σε πολιτικό επίπεδο την έρευνα, είναι γενικά αλλά και σε σχέση με την επιστημονική έρευνα παραπλανητική. Στη δήλωση αυτή παραγνωρίζεται ή δεν αναγνωρίζεται όσο πρέπει ένα βασικό χαρακτηριστικό της επιστημονικής έρευνας.

3.1.3

Ένα από τα βασικότερα κίνητρα των ερευνητών —εκτός από την αναζήτηση της γνώσης, την ανακάλυψη ή την εξέλιξη νέων πραγμάτων— είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ ομάδων ή εργαστηρίων και η επιθυμία τους να ανταλλάσσουν απόψεις με τους έγκριτους συναδέλφους τους οι οποίοι δρουν σε άλλες περιοχές. Ωστόσο, ο υπερβολικός ανταγωνισμός ή η υπερβολική φιλοδοξία βλάπτουν στην ουσία την επιστημονική έρευνα. Αυτό γιατί μπορεί να οδηγήσουν σε επιφανειακά συμπεράσματα και να εκθέσουν σε κίνδυνο την απαραίτητη επιμέλεια και την εμβάθυνση της επιστημονικής εργασίας καθώς και την τάση για την ανακάλυψη νέων πραγμάτων.

3.1.4

Η προαναφερθείσα ανταλλαγή απόψεων και ο ανταγωνισμός υλοποιούνται, εκτός άλλων, σε διεθνείς επιστημονικές διασκέψεις και συνέδρια καθώς και στα έγκριτα διεθνή επιστημονικά περιοδικά. Το εθνικό και διεθνές κύρος του κάθε ερευνητή (συνεπώς και οι ευκαιρίες που διαθέτει να σταδιοδρομήσει) και των ιδρυμάτων στα οποία απασχολείται αναπτύσσεται ανάλογα με το ποιος έκανε και δημοσίευσε πρώτος νέες σημαντικές ανακαλύψεις.

3.1.5

Οι διασκέψεις και τα σεμινάρια που προαναφέρθηκαν διοργανώνονται κατά κανόνα από τις εκάστοτε επιστημονικές κοινότητες ή συλλόγους (όπως για παράδειγμα από την European Physical Society) Και αποτελούν —στο διάκενο μεταξύ συνεργασίες και ανταγωνισμού— το διεθνές βήμα για την ανταλλαγή των πλέον πρόσφατων ανακαλύψεων και σχεδίων, για την ανάπτυξη νέων συνεργασιών, αλλά και για την προβολή ικανοτήτων και επιτευγμάτων, δηλαδή για την προαγωγή του ανταγωνισμού.

3.1.6

Την ανταλλαγή γνώσεων και το συντονισμό διευκολύνουν επιπλέον η έντονη ανάμιξη (20) του προσωπικού που συμμετέχει σε πολλά ερευνητικά προγράμματα, καθώς και η διασύνδεση αυτών με διεθνή προγράμματα (21).

3.1.7

Όπως είναι ευνόητο, όλα αυτά έχουν έναν ορισμένο αντίκτυπο στο εσωτερικό των εκάστοτε ιδρυμάτων και στους ερευνητές που απασχολούνται σε αυτά, οδηγώντας κατ αυτό τον τρόπο σε μια σταθερή και ανάλογη με το στάδιο στο οποίο ευρίσκεται η επιστημονική έρευνα διαδικασία προσαρμογής και αναπροσανατολισμού των αντίστοιχων προγραμμάτων τους.

3.1.8

Όπως έχει τονίσει η ΕΟΚΕ σε προηγούμενη γνωμοδότησή της, η Επιτροπή θα πρέπει να προωθήσει την εξέλιξη αυτή μέσω του ανταγωνισμού και παρατηρώντας, αναγνωρίζοντας και αξιοποιώντας με καλύτερο τρόπο την —εν τω μεταξύ διεθνή— διαδικασία αυτορρύθμισης και προσαρμογής της επιστήμης και της έρευνας, θα πρέπει να προωθήσει περισσότερο απ' ότι μέχρι σήμερα τη συμμετοχή αναγνωρισμένων, κορυφαίων επιστημόνων καθώς και των εκπροσώπων των επιστημονικών κοινοτήτων και συνδέσμων (που είναι οργανώσεις που υποστηρίζονται και χρηματοδοτούνται από τα μέλη τους — δηλαδή ΜΚΟ) στις εσωτερικές διαδικασίες διαβούλευσης και ιδιαιτέρως τις διαδικασίες κατανομής πόρων που εφαρμόζει.

3.1.9

Οι παραπάνω παρατηρήσεις της ΕΟΚΕ δεν αντίκεινται στο —μέχρι σήμερα απαραίτητο και χρήσιμο— περαιτέρω «ανοικτό συντονισμό» και, κατ' αυτό τον τρόπο,«εξευρωπαϊσμό» των προγραμμάτων των μεμονωμένων κρατών στον τομέα της βασικής έρευνας. Ωστόσο, αυτό θα πρέπει κατά προτίμηση να επιτευχθεί με την προσφορά επαρκών κινήτρων για την κίνηση αυτόνομων διαδικασιών «από τη βάση προς τα πάνω», καθώς και με την υποστήριξη προγραμμάτων (22) ή μεγάλων εγκαταστάσεων που —με βάση την έννοια της επικουρικότητας— υπερβαίνουν τις χρηματοδοτικές δυνατότητες ή την αντίστοιχη βούληση των μεμονωμένων κρατών και η ακτινοβολία των οποίων οδηγεί στη σύσταση των κατάλληλων ευρωπαϊκών δικτύων.

3.1.10

Επιπλέον, πρέπει να αναπτυχθούν μία νοοτροπία και ένα κατάλληλο διοικητικό και χρηματοδοτικό πλαίσιο που να ενθαρρύνουν την αριστεία, να αφήνουν περιθώριο για την ανάπτυξη πιο ελεύθερων θεμάτων και προγραμμάτων εργασίας και να καθιστούν τον τομέα ελκυστικότερο για τους ερευνητές.

3.1.11

Η ΕΟΚΕ διατυπώνει εκ νέου την ανησυχία της για το γεγονός ότι οι συνεργίες είναι ανεπαρκείς, όπως είναι ανεπαρκείς και οι ανταλλαγές μεταξύ ερευνητών του ακαδημαϊκού χώρου και του επιχειρηματικού τομέα, πράγμα το οποίο οδηγεί σε διχοτόμηση της έρευνας σε βασική και εφαρμοσμένη, καθιστά δύσκολη την συνεργία μεταξύ των διαφόρων προσεγγίσεων, μεθόδων και τεχνολογιών, περιορίζει τις ανταλλαγές μεταξύ των διαφόρων κλάδων και ενθαρρύνει, εξάλλου, συμπεριφορές οι οποίες δίδουν υπερβολική έμφαση, αφενός, στις επιστημονικές δημοσιεύσεις και, αφετέρου, στα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα

3.2.

Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει κατά προτίμηση να ενισχύει προγράμματα ή ιδρύματα η αποστολή των οποίων προϋποθέτει σε μεγάλο βαθμό έρευνα διακλαδικού χαρακτήρα. Η έρευνα αυτού του είδους αποκτά ολοένα και περισσότερη σημασία σε πολλούς τομείς και για πολλά σημαντικά θέματα και ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να υλοποιηθεί είναι η δικτύωση των διαφόρων απαιτουμένων κλάδων και των συναφών μηχανισμών σε ένα κεντρικό σημείο, απ όπου θα προσφέρονται στη συνέχεια για «ευρωπαϊκή» χρήση και δικτύωση.

3.3

Παραπέμποντας στις υπόλοιπες παρατηρήσεις της, η ΕΟΚΕ υποστηρίζει κατά το δέοντα τρόπο τις απόψεις της Επιτροπής όσον αφορά τα ακόλουθα μέτρα που προτείνονται:

να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή υποστήριξη προς τις υποδομές έρευνας, και να υποστηριχθεί η δημιουργία κέντρων αριστείας στη διευρυμένη Ένωση, χάρη σε έναν συνδυασμό εθνικών και ευρωπαϊκών, δημόσιων και ιδιωτικών, χρηματοδοτήσεων·

να αυξηθεί η χρηματοδοτική υποστήριξη της ανάπτυξης των ανθρώπινων πόρων, της κατάρτισης των ερευνητών, και της εξέλιξης των επιστημονικών σταδιοδρομιών (23)·

να προαχθούν η συνεργασία και η δικτύωση

3.4

Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, ένα σημαντικό μέσο στήριξης πρέπει να είναι η επαρκής χρηματοδότηση μεμονωμένων προγραμμάτων. Όπως προτείνει και η Επιτροπή, αυτό θα πρέπει να γίνεται διαμέσου μιας οργάνωσης όπως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργεί ανάλογα με τον τρόπο που λειτουργούν ιδρύματα που δρούν με μεγάλη επιτυχία σε επίπεδο κρατών μελών, όπως η Deutschen Forschungsgemeinschaft (DFG) ή τα (βρετανικά) Research Councils. Εκτός άλλων, λόγω της προβληματικής που θα θιγεί παρακάτω, τα προγράμματα θα πρέπει να επιτρέπεται να διαρκούν αρκετά περισσότερο. Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις (24), θα πρέπει να εξεταστεί ένα περισσότερο θεσμοθετημένο είδος ενισχύσεων —μέχρι ένα συγκεκριμένο όριο— (για παράδειγμα, για μια περίοδο δέκα έως δεκαπέντε χρόνων).

3.4.1

Εδώ θα πρέπει, εκτός άλλων, να εξεταστούν δύο σημαντικά σημεία τα οποία αναφέρονται σε προηγούμενες γνωμοδοτήσεις (25) της ΕΟΚΕ.

3.4.2

Από τη μια πλευρά, υπάρχει το πρόβλημα της προσωπικής διαμόρφωσης της σύμβασης των ερευνητών που συμμετέχουν στα προγράμματα. Πρέπει να εξασφαλιστεί ότι, επειδή τα εκάστοτε προγράμματα έχουν φυσικά περιορισμένη διάρκεια, οι ερευνητές που συμμετέχουν σε αυτά όχι μόνο δεν θα αντιμετωπίσουν μειονεκτήματα όσον αφορά τη σύμβαση, την αμοιβή και την κοινωνική τους ασφάλιση, αλλά ότι θα προσφέρονται και επαρκή κίνητρα για να προσελκυστούν και να παραμείνουν οι ικανότεροι επιστήμονες για την αποστολή αυτή.

3.4.3

Από την άλλη, υπάρχει το πρόβλημα της επίπονης διαδικασίας (26) που αφορά στην αίτηση, την πιστοποίηση κ.τ.λ. και μάλιστα τόσο για τον αιτούντα όσο και για αυτόν που αναλαμβάνει την πιστοποίηση. Εδώ —με βάση το παράδειγμα της DFG— πρέπει εκτός άλλων να εξασφαλιστεί ότι ο φόρτος που συνεπάγεται η διαδικασία αυτή θα είναι συγκριτικά περιορισμένος σε σχέση με το αποτέλεσμα που μπορεί να προκύψει αν εγκριθεί η αίτηση για τη διάθεση πόρων. Μια πιθανή λύση θα μπορούσε να είναι η ενιαιοποίηση, παγίωση και σύνοψη όλων των διαδικασιών για την υποβολή αιτήσεως και για την εξέταση αυτής.

3.5

Κατ αυτή την έννοια, μια πάρα πολύ δύσκολη κατάσταση θα μπορούσε να προκύψει σε περίπτωση που ο προϋπολογισμός που διατίθεται για τη βασική έρευνα περιοριστεί σε τέτοιο βαθμό που να πρέπει να υποβληθεί, να εξεταστεί και μάλλον να απορριφθεί μεγάλος αριθμός αιτήσεων που υπερβαίνει κατά πολύ τους διαθέσιμους πόρους.

3.5.1

Αφενός, στην περίπτωση των αιτήσεων που θα απορριφθούν —που θα είναι και η μεγάλη πλειοψηφία— και σε σχέση με την επίπονη διαδικασία στην οποία υποβλήθηκαν αυτοί που τις υπέβαλαν, θα πρέπει να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να προκληθεί δυσαρέσκεια έναντι της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.5.2

Αφετέρου, πρέπει να αποφευχθεί η εφαρμογή υπερβολικά γραφειοκρατικών διαδικασιών (βλέπε παραπάνω) προκειμένου να μπορεί να αποδειχθεί ότι η μέθοδος που εφαρμόζεται είναι ορθή και δίκαιη. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον γίνω και συνιστά όλως ιδιαιτέρως στην Επιτροπή να ζητήσει τη γνώμη πεπειραμένων στον τομέα αυτό οργανώσεων στα κράτη μέλη καθώς επίσης και τη γνώμη αυτών που μέχρι σήμερα έχουν υποβάλει επιτυχώς αλλά και ανεπιτυχώς (!) αίτηση.

3.6

Η Επιτροπή επισημαίνει ορθώς τον αποφασιστικό ρόλο που διαδραματίζει η βασική έρευνα στα πλαίσια της εκπαιδευτικής αποστολής των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και η ΕΟΚΕ συμφωνεί, συνεπώς, με τη δήλωση που περιλαμβάνεται στην ανακοίνωση ότι «Για αυτόν το λόγο, η βασική έρευνα θα συνεχίσει να αποτελεί κεντρική πτυχή της δραστηριότητας και της αποστολής των πανεπιστημίων· η εκτέλεση βασικής έρευνας, σε συνδυασμό με την εκπαίδευση, αποτελεί μάλιστα τον βασικό λόγο ύπαρξης των πανεπιστημίων». Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, αυτό ισχύει όμως στον ίδιο βαθμό για όλα τα ερευνητικά ιδρύματα εκτός των πανεπιστημίων, τα οποία ασχολούνται (εκτός άλλων) με τη βασική έρευνα και σχετίζονται από άποψη προσωπικού, προγράμματος ή οργάνωσης με πολλούς και διάφορους τρόπους με την πανεπιστημιακή έρευνα και εκπαίδευση.

4.   Συμπέρασμα

Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει απερίφραστα την πρόθεση της Επιτροπής να ενισχύσει δεόντως και συστηματικά σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης την βασική έρευνα, προβλέποντας για τον κλάδο αυτό τον κατάλληλο προϋπολογισμό και διαθέτοντας τα απαραίτητα, λιτά διοικητικά μέσα. Συνιστά δε στην Επιτροπή να προχωρήσει στα επόμενα βήματα που προτίθεται να υλοποιήσει λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις και τις λεπτομερείς συστάσεις που προαναφέρθηκαν.

Βρυξέλλες, 26 Φεβρουαρίου 2004

Ο Πρόεδρος

της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Roger BRIESCH


(1)  Υιοθετήθηκε σε μεγάλο βαθμό στο σχέδιο Συντάγματος της 18ης Ιουλίου 2003 ως άρθρο ΙΙΙ-146

(2)  COM 2000/6 τελικό

(3)  Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβόνας, 23 και 24 Μαΐου 2000.

(4)  ΕΕ C 204 της 18.7.2000.

(5)  ΕΕ C 204 της 18.7.2000.

(6)  CERN: Ευρωπαϊκός Οργανισμός Πυρηνικών Ερευνών· ESO: Ευρωπαϊκός Οργανισμός αστρονομικών ερευνών στο Νότιο Ημισφαίριο· EMBO: Ευρωπαϊκός Οργανισμός Μοριακής Βιολογίας· EMBL: Ευρωπαϊκό Εργαστήριο Μοριακής Βιολογίας.

(7)  Ίδρυμα Laue-Langevin στη Grenoble

(8)  ESRF = Europäische Sychnotron Strahlungsanlage, Grenoble

(9)  Π.χ. DESY (Deutsches Elektronen Sychnotron), Αμβούργο

(10)  Η ΕΟΚΕ υπενθυμίζει ότι το επαναστατικό σύστημα επικοινωνίας «Worldwide-web» που αποτέλεσε τη βάση του Διαδικτύου αναπτύχθηκε από το CERN, όπου αρχικά προοριζόταν για την ανταλλαγή επιστημονικών δεδομένων μεταξύ των εργαστηρίων που συμμετείχαν στην έρευνα.

(11)  Βλέπε την έκθεση με τίτλο «merica's Basic Research: Prosperity Through Discovery» της «Επιτροπής για την Οικονομική Ανάπτυξη», την οποία απαρτίζουν εκπρόσωποι μεγάλων βιομηχανικών συγκροτημάτων. Ωστόσο, στις ΗΠΑ υπάρχουν επιχειρήσεις, όπως η IBM ή η Bell Labs, οι οποίες συνεχίζουν σε μεγάλη κλίμακα να διεξάγουν βασική έρευνα, αν και με πτωτική τάση.

(12)  EuroHORCS: European Heads of Research Councils, EURAB: Europäischer Forschungsbeirat, ERCEG: The European Research Council Expert Group, Πρόεδρος: Ο καθηγητής Federico Mayor.

(13)  Στις 15 Δεκεμβρίου2003, ο Δανός υπουργός έρευνας απέστειλε στους ευρωπαίους συναδέλφους του την τελική έκθεση της ομάδας αυτής. Στο κείμενο αυτό υποστηρίζεται η ίδρυση ευρωπαϊκού ταμείου για τη βασική έρευνα, το οποίο θα χρηματοδοτείται κυρίως με νέους πόρους από το πρόγραμμα-πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την έρευνα και θα διαχειρίζεται από ένα Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ερευνών.

(14)  ΕΕ C 221 της 7.8.2001, σημεία 4.4.1, 4.4.2, 4.4.3, 4.4.4 και 4.4.5.

(15)  ΕΕ C 260/3 της 17.9.2001.

(16)  ΕΕ C 221 της 7.8.2001, σημείο 6.7.2.

(17)  CESE 1588/2003, σημείο 4.5.3.

(18)  Στη γερμανική νομοθεσία περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας γινόταν στο παρελθόν αναφορά σε «neuheitsunschädliche Vorveröffentlichungsfrist».

(19)  Βλέπε ιδιαιτέρως ΕΕ C 95/48 της 23.4.2003, σημείο 5.2.

(20)  Για παράδειγμα, περισσότερο του 50 % των νέων ερευνητών και μάλιστα το ένα τέταρτο των διευθυντών ιδρυμάτων της Max Plank Gesellschaft είναι από το εξωτερικό.

(21)  Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως, π.χ., για τα προγράμματα που αναφέρθηκαν από την Επιτροπή στους τομείς της κλιματολογίας, της ωκεανογραφίας, ατμοσφαιρικής φυσικής, κ.τ.λ.

(22)  EE C 95 της 23.4.2003.

(23)  Βλέπε την ανακοίνωση της Επιτροπής «Οι ερευνητές στον ευρωπαϊκό χώρο έρευνας — ένα επάγγελμα, πληθώρα σταδιοδρομιών» [COM (2003)436, 18.7.2003] και τη σχετική γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ 305/2004.

(24)  Όπως, π.χ., οι«Sonderforschungsbereiche» της DFG, στη Γερμανία.

(25)  CESE 305/2004, σημείο 5.1.8.

(26)  CESE 305/2004, σημείο 5.1.8.4.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

στη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Οι τροπολογίες που αναφέρονται στη συνέχεια υποβλήθηκαν σε ψηφοφορία και απορρίφθηκαν στη σχετική συζήτηση που διεξήχθη (Άρθρο 54 παράγραφος 3 ΕΚ):

Σημείο 2.6 — Διαγραφή κειμένου

Αιτιολογία

Η βασική έρευνα χρηματοδοτείται ήδη μέσω του Έκτου Προγράμματος-Πλαίσιο για την Έρευνα και την Τεχνολογική Ανάπτυξη και ο συνδυασμός της βασικής με την εφαρμοσμένη έρευνα αποφασίζεται από τα αρμόδια κοινοτικά όργανα (Συμβούλιο και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) ανάλογα με τους στρατηγικούς στόχους που επιδιώκονται σε κάθε περίοδο. Επιπλέον, σε περίπτωση που δεν υπήρχε ένα καθολικά αναγνωρισμένος ορισμός της έννοιας «βασική έρευνα», θα προέκυπταν πρακτικά προβλήματα.

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας:

Ψήφοι υπέρ: 18, Ψήφοι κατά: 43, Αποχές: 12.


Top