EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52001PC0113

Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για τη θέσπιση ενός μηχανισμού μεσοπρόθεσμης οικονομικής στήριξης του ισοζυγίου πληρωμών των κρατών μελών [COM(2001) 113 τελικό — 2001/0062(CNS)]

OJ C 180E, 26.6.2001, p. 199–201 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

52001PC0113

Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για τη θέσπιση ενός μηχανισμού μεσοπρόθεσμης οικονομικής στήριξης του ισοζυγίου πληρωμών των κρατών μελών [COM(2001) 113 τελικό — 2001/0062(CNS)]

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 180 E της 26/06/2001 σ. 0199 - 0201


Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΠΙΣΗ ΕΝΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΟΥ ΙΣΟΖΥΓΙΟΥ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

(υποβληθείσα από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Εισαγωγή

Ο σημερινός μηχανισμός μεσοπρόθεσμης οικονομικής στήριξης των ισοζυγίων πληρωμών των κρατών μελών θεσπίστηκε από τον κανονισμό 1969/88 της 24ης Ιουνίου 1988, με τον οποίο συγχωνεύθηκαν δύο χρηματοδοτικοί μηχανισμοί της Κοινότητας, και συγκεκριμένα ο μηχανισμός μεσοπρόθεσμης χρηματοδοτικής συνδρομής [1] και ο μηχανισμός χορηγήσεως κοινοτικών δανείων που προορίζονται για τη στήριξη των ισοζυγίων πληρωμών των κρατών μελών [2], σε ένα ενιαίο μηχανισμό που παρέχει μεσοπρόθεσμη οικονομική στήριξη.

[1] Απόφαση του Συμβουλίου 71/143/ΕΟΚ (ΕΕ αριθ. L 73 της 27.3.1971), όπως τροποποιήθηκε τελευταία φορά από την απόφαση 86/656/ΕΟΚ (ΕΕ αριθ. L 382 της 31.12.1986).

[2] Κανονισμός του Συμβουλίου ΕΟΚ αριθ. 682/81 ΕΕ αριθ. L 73 της 19.3.1981), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό ΕΟΚ αριθ. 1131/85 (ΕΕ αριθ. L 118 της 1.5.1985).

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 16ης Ιουνίου 1997, εξέδωσε ψήφισμα για τη θέσπιση ενός μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών κατά τη διάρκεια του τρίτου σταδίου της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Με το μηχανισμό αυτό θα καταστεί δυνατό να διαπιστωθεί κατά πόσο τα κράτη μέλη που επιθυμούν να υιοθετήσουν το ευρώ μετά την 1η Ιανουαρίου 1999 ικανοποιούν ορισμένα από τα κριτήρια σύγκλισης που προσδιορίστηκαν στο άρθρο 121 της Συνθήκης. Η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών που δεν ανήκουν στη ζώνη ευρώ συνήψαν συμφωνία την 1η Σεπτεμβρίου 1998 προκειμένου να προσδιορίσουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής ενός μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών κατά το τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.

Ο μηχανισμός οικονομικής στήριξης μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή από το Συμβούλιο, είτε με πρωτοβουλία ενός κράτους μέλους που αντιμετωπίζει δυσχέρειες ή απειλείται από σοβαρές δυσχέρειες στο ισοζύγιο τρεχουσών πληρωμών ή στο ισοζύγιο κινήσεως κεφαλαίων, είτε με πρωτοβουλία της Επιτροπής δυνάμει του ρόλου που της ανατέθηκε βάσει του άρθρου 119 της Συνθήκης, και που εξακολουθεί να ισχύει κατά τη διάρκεια του τρίτου σταδίου της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης για τα κράτη μέλη με παρέκκλιση [3].

[3] Κατά την έννοια του άρθρου 122 της Συνθήκης ΕΚ.

Αφού εξεταστεί η κατάσταση του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει αν θα χορηγηθεί δάνειο ή κατάλληλη χρηματοδοτική διευκόλυνση, και να καθορίσει το ποσό, τη μέση διάρκεια, τις λεπτομέρειες εφαρμογής τους καθώς και τους όρους οικονομικής πολιτικής που συνοδεύουν την μεσοπρόθεσμη οικονομική στήριξη. Η τυχόν ολική ή μερική χρηματοδότηση της μεσοπρόθεσμης οικονομικής στήριξης από τα κράτη μέλη, αποφασίζεται επίσης από το Συμβούλιο. Ο μηχανισμός οικονομικής στήριξης επιτρέπει όχι μόνο την ταχεία χορήγηση σημαντικής οικονομικής συνδρομής, αλλά και την ενίσχυση, λόγω των όρων που τη συνοδεύουν, της εμπιστοσύνης των χρηματοπιστωτικών αγορών στην ικανότητα του ενδιαφερόμενου κράτους να εξυγιάνει την οικονομική του κατάσταση.

Από την έναρξη ισχύος του κανονισμού του Συμβουλίου της 24ης Ιουνίου 1988, ο ενιαίος μηχανισμός χρησιμοποιήθηκε δύο φορές για δύο διαφορετικά κράτη μέλη. Η πρώτη χρησιμοποίηση, το 1991, επέτρεψε τη χορήγηση ενός δανείου ύψους 2,2 δισεκατ. ευρώ καταβλητέο σε τρεις δόσεις (εκ των οποίων εκταμιεύθηκε μόνο η πρώτη δόση ύψους ενός δισεκατ. ευρώ), ενώ η δεύτερη απόφαση που λήφθηκε από το Συμβούλιο δυνάμει του κανονισμού αυτού ήταν τον Ιανουάριο του 1993 και αφορούσε τη χορήγηση ενός δανείου ύψους 8 δισεκατ. ευρώ καταβλητέου σε τέσσερις δόσεις (εκ των οποίων εκταμιεύθηκαν μόνο οι δύο πρώτες ύψους 2 δισεκατ. ευρώ έκαστη).

Εξέταση του ενιαίου μηχανισμού οικονομικής στήριξης

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του παρόντος κανονισμού, το Συμβούλιο εξέτασε κατ' επανάληψη από το 1988, με βάση έκθεση της Επιτροπής, γνώμη της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής [4] και μετά από διαβουλεύσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατά πόσον ο εφαρμοζόμενος μηχανισμός εξακολουθεί να ανταποκρίνεται ως προς την αρχή του, τις λεπτομέρειές του και τα ανώτατα όριά του στις ανάγκες που οδήγησαν στη δημιουργία του.

[4] Από την 1.1.1999, ιδρύθηκε η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή, η οποία αντικατέστησε τη Νομισματική Επιτροπή.

Όταν εξετάστηκε τον Οκτώβριο του 1997 η έκθεση της Επιτροπής για το μηχανισμό οικονομικής στήριξης, το Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα [5] ότι ο μηχανισμός αυτός εξακολουθούσε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες που είχαν οδηγήσει στη δημιουργία του και ζήτησε να επανεξετασθεί το θέμα ενόψει του τρίτου σταδίου της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.

[5] Σύνοδος 2032 του Συμβουλίου Ecofin, της 13.10.1997

Στην έκθεσή της [6] του Νοεμβρίου 1999 προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την εξέταση του ενιαίου μηχανισμού μεσοπρόθεσμης οικονομικής στήριξης του ισοζυγίου πληρωμών των κρατών μελών, η Επιτροπή εξέφρασε την άποψη ότι ο μηχανισμός θα έπρεπε να διατηρηθεί, θεωρώντας ωστόσο ότι θα έπρεπε να καταργηθεί η δυνατότητα χορήγησης δανείων βάσει του μηχανισμού αυτού με μερική ή πλήρη χρηματοδότηση εκ μέρους των άλλων κρατών μελών και ότι το σημερινό ανώτατο όριο των 16 δισεκατ. ευρώ θα έπρεπε να μειωθεί σε 12 δισεκατ. ευρώ.

[6] COM(1999)628 τελικό της 26.11.1999

Στη γνώμη της [7], που διαβιβάστηκε στις 14 Ιουλίου 2000 σχετικά με την έκθεση της Επιτροπής, η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή δήλωσε ότι συμμερίζεται τις απόψεις της Επιτροπής όπως διατυπώθηκαν στα συμπεράσματά της.

[7] Έγγραφο EFC/ECFIN/312 τελικό της 31ης Μαΐου 1999

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο πλαίσιο της εξέτασης [8] της ανωτέρω έκθεσης της Επιτροπής, τάχθηκε υπέρ της διατήρησης του μέσου οικονομικής στήριξης καθώς και υπέρ της τροποποίησης του νομικού πλαισίου αναφοράς του μηχανισμού προκειμένου να ληφθεί υπόψη η έναρξη του τρίτου σταδίου της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Εξέφρασε την υποστήριξή του στη σύσταση της Επιτροπής να μειωθεί το σημερινό ανώτατο όριο των χορηγούμενων δανείων από 16 δισεκατ. ευρώ σε 12 δισεκατ. ευρώ, και παράλληλα κάλεσε την Επιτροπή να εξετάσει τη δυνατότητα δημιουργίας ενός κατάλληλου μηχανισμού στήριξης των ισοζυγίων πληρωμών των υποψήφιων χωρών, ο οποίος θα μπορούσε να ενσωματωθεί στην προενταξιακή στρατηγική.

[8] Έκθεση της Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων της 11ης Οκτωβρίου 2000 (A5-0277/2000 ΤΕΛΙΚΟ)

Το Συμβούλιο εξέτασε το μηχανισμό οικονομικής στήριξης με βάση την έκθεση της Επιτροπής καθώς και τις γνώμες που διατύπωσαν η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και διατύπωσε τα συμπεράσματά του κατά τη σύνοδό του της 14ης Δεκεμβρίου 2000. Το Συμβούλιο τάχθηκε υπέρ της διατήρησης του μηχανισμού καθώς και της προσαρμογής του νομικού πλαισίου αναφοράς. Έκρινε ότι θα ήταν σκόπιμη μία τροποποίηση του σημερινού κανονισμού που προβλέπει την αποκλειστική προσφυγή στις κεφαλαιαγορές για τη χρηματοδότηση των δανείων που χορηγούνται βάσει του μηχανισμού, καθώς και μία μείωση του ανώτατου ορίου χρησιμοποίησης του μηχανισμού από 16 δισεκατ. ευρώ σε 12 δισεκατ. ευρώ. Κάλεσε την Επιτροπή να παρουσιάσει σε εύθετο χρόνο πρόταση για την κατάλληλη τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1969/88.

Σχολιασμός κατ' άρθρο

Το άρθρο 1 προβλέπει τις ακόλουθες τροποποιήσεις:

- Από την έναρξη του τρίτου σταδίου της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (1.1.1999), μόνο τα κράτη μέλη με παρέκκλιση όσον αφορά τη συμμετοχή τους στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση μπορούν ακόμη να επωφεληθούν από το μηχανισμό.

- Λαμβάνοντας υπόψη την αισθητή μείωση του αριθμού των κρατών μελών που μπορούν να επωφεληθούν από το μηχανισμό, το ανώτατο όριο των δανείων που χορηγούνται μειώνεται από 16 δισεκατ. ευρώ σε 12 δισεκατ. ευρώ.

- Λαμβάνοντας υπόψη την ανάπτυξη χρηματοπιστωτικών τεχνικών που χρησιμοποιούνται στις κεφαλαιαγορές καθώς και από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και για να επιτευχθεί ένα ευνοϊκότερο κόστος χρηματοδότησης για τα κράτη μέλη που επωφελούνται από το μηχανισμό, είναι σκόπιμη η επέκταση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων της Επιτροπής στις 'πράξεις ανταλλαγής δανείων ή/και επιτοκίων' (πράξεις swap).

Το άρθρο 2 αφορά πλέον ειδικά τα κράτη μέλη με παρέκκλιση και προσδιορίζει τους ρόλους που ανατίθενται στην 'Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή' για την εφαρμογή του μηχανισμού (η επιτροπή αυτή αντικατέστησε τη 'Νομισματική Επιτροπή' από την έναρξη του τρίτου σταδίου της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, όπως προβλέπει το άρθρο 114 παράγραφος 2 της Συνθήκης).

Τα άρθρα 3 και 4 διευκρινίζουν τον τρόπο εφαρμογής του μηχανισμού λαμβάνοντας υπόψη τη νέα αρίθμηση της Συνθήκης που έχει εισαχθεί από την κύρωση της Συνθήκης του Άμστερνταμ.

Το άρθρο 5 προσδιορίζει τους αντίστοιχους ρόλους της Επιτροπής και της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής όσον αφορά τον έλεγχο των μέτρων οικονομικής πολιτικής που πρέπει να εφαρμόζονται από το κράτος μέλος στο οποίο χορηγείται κοινοτικό δάνειο.

Στο άρθρο 6 θεσπίζεται η αρχή του συμβιβάσιμου μεταξύ των χορηγούμενων δανείων βάσει του μηχανισμού και της πολύ βραχυπρόθεσμης χρηματοδοτικής διευκόλυνσης που παρέχεται ενδεχομένως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η διευκόλυνση αυτή θεσπίστηκε με τη συμφωνία της 1ης Σεπτεμβρίου 1998 στην οποία ορίζονται μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των εθνικών κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών που δεν ανήκουν στη ζώνη του ευρώ οι λεπτομέρειες λειτουργίας ενός μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών κατά τη διάρκεια του τρίτου σταδίου της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.

Στο άρθρο 7 προσδιορίζονται οι λεπτομέρειες όσον αφορά τις δανειοληπτικές και τις δανειοδοτικές πράξεις, και συμπληρώνονται εκείνες που είχαν θεσπισθεί με τον κανονισμό 1969/88 ως εξής:

- το άρθρο 1 της παρούσας πρότασης προβλέπει την επέκταση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων της Επιτροπής στις πράξεις ανταλλαγής δανείων ή/και επιτοκίων (πράξεις swap). Όταν, προκειμένου να επιτύχει ένα ευνοϊκότερο κόστος χρηματοδότησης, η Επιτροπή αποφασίζει να μετατρέψει δάνεια που έχει λάβει μέσω πράξεων ανταλλαγής δανείων ή/και επιτοκίων, εισάγεται ένα στοιχείο εμπορικού κινδύνου στην πράξη χρηματοδότησης των χορηγούμενων δανείων. Αυτός ο εμπορικός κίνδυνος προέρχεται αποκλειστικά από τον κίνδυνο μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του αντισυμβαλλομένου της πράξης ανταλλαγής που έχει συνάψει η Επιτροπή. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο κίνδυνος αυτός είναι μεγαλύτερος όταν οι πράξεις ανταλλαγής που συνάπτονται περιλαμβάνουν ανταλλαγή κεφαλαίου (ανταλλαγή συναλλάγματος) σε σχέση με εκείνες που περιλαμβάνουν αποκλειστικά μία ανταλλαγή επιτοκίων.

Για να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος αυτός για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι αντισυμβαλλόμενοι των πράξεων ανταλλαγής επιλέγονται προσεκτικά από την Επιτροπή με βάση την ανάλυση του πιστοληπτικού κινδύνου τους (από πλευράς φερεγγυότητας και ρευστότητας) εκ μέρους ειδικευμένων εταιρειών στον τομέα αυτό, των οργανισμών βαθμονόμησης (π.χ.: Standard&Poor's, Moody's). Βάσει των αναλύσεων που πραγματοποιούνται από αυτές τις διεθνούς φήμης εταιρείες, η Επιτροπή επιλέγει αποκλειστικά τους αντισυμβαλλόμενους των πράξεων ανταλλαγής οι οποίοι έχουν λάβει πολύ υψηλή κατάταξη πιστοληπτικής ικανότητας ('credit rating').

- Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού, το Συμβούλιο αποφασίζει σχετικά με τη χορήγηση ενός δανείου ή μίας κατάλληλης χρηματοδοτικής διευκόλυνσης και καθορίζει τη διάρκεια, το συνολικό ύψος και το ποσό των διαδοχικών δόσεών τους που επιτρέπουν στο δικαιούχο κράτος μέλος να λάβει αυτό το συνολικό ποσό. Ο καθορισμός αυτών των λεπτομερειών εκ μέρους του Συμβουλίου αφήνει ένα περιθώριο ελιγμών όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των δόσεων των χορηγούμενων δανείων, και ιδίως όσον αφορά το νόμισμα, τη λήξη, καθώς και τη μορφή του επιτοκίου.

Όταν το κράτος μέλος στο οποίο η Κοινότητα χορήγησε δάνειο βάσει του μηχανισμού αυτού επιθυμεί να ενεργοποιήσει μία δόση του συνολικού δανείου, μπορεί να κοινοποιήσει στην Επιτροπή τις επιθυμίες του όσον αφορά τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά, και η Επιτροπή θα μεριμνήσει για την υλοποίηση των χρηματοδοτήσεων που αντιστοιχούν καλύτερα στις ανάγκες που εκφράστηκαν από το εν λόγω κράτος. Ωστόσο, εάν οι επιθυμίες αυτές θεωρηθούν ακατάλληλες ή δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν λόγω των τεχνικών περιορισμών που επιβάλλουν οι αγορές, η Επιτροπή επιφυλάσσεται να ενημερώσει σχετικά το κράτος μέλος και να προτείνει εναλλακτικές λύσεις χρηματοδότησης.

Το άρθρο 8 προσδιορίζει τη μέθοδο υπολογισμού των ποσών που πρέπει να καταλογισθούν σε σχέση με το ανώτατο όριο των δανείων που χορηγούνται βάσει του μηχανισμού αυτού.

Στο άρθρο 9 προσδιορίζεται η διαδικασία λήψεως αποφάσεων που ισχύει για τα δάνεια που χορηγούνται βάσει του μηχανισμού αυτού.

Με το άρθρο 10 η διαχείριση των δανείων ανατίθεται στην Επιτροπή.

Στον κανονισμό αριθ. 1969/88, η διαχείριση των δανείων αυτών είχε ανατεθεί στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Νομισματικής Συνεργασίας. Με την έναρξη του δεύτερου σταδίου της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Νομισματικής Συνεργασίας διαλύθηκε δυνάμει του άρθρου 117 παράγραφος 2 της Συνθήκης και τα καθήκοντά του ανατέθηκαν στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα που συστάθηκε βάσει του ιδίου άρθρου της Συνθήκης.

Το άρθρο 123 παράγραφος 2 της Συνθήκης ορίζει ότι, μόλις ιδρυθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αναλαμβάνει, αν χρειάζεται, τα καθήκοντα του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος το οποίο τίθεται υπό εκκαθάριση. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναλαμβάνει τη διαχείριση των δανείων που χορηγούνται στο πλαίσιο του μηχανισμού αυτού. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαχείριση αυτή έχει βασικά διοικητικό χαρακτήρα, δεν συμπεριλαμβάνεται στα ουσιαστικά καθήκοντα που ανατέθηκαν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Συνεπώς, για λόγους απλοποίησης και αποτελεσματικότητας (δεδομένου ότι η διαχείριση των αντίστοιχων δανειοληπτικών πράξεων αναλαμβάνεται από την Επιτροπή εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας), η διαχείριση των χορηγούμενων δανείων συνιστάται να ανατεθεί επίσης στην Επιτροπή.

Το άρθρο 11 προσδιορίζει τη συχνότητα με την οποία η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση για να εξακριβωθεί εάν ο μηχανισμός που θεσπίστηκε εξακολουθεί να ανταποκρίνεται, ως προς την αρχή του, τις λεπτομέρειές του και τα ανώτατα όριά του στις ανάγκες που οδήγησαν στη δημιουργία του. Οι μεταβολές που εισάγονται σε σχέση με τον κανονισμό 1969/88 είναι οι εξής:

- Ενώ ο κανονισμός καθόριζε την ημερομηνία κατά την οποία έπρεπε να υποβληθεί η πρώτη έκθεση της Επιτροπής σχετικά με το μηχανισμό, το Συμβούλιο καθόριζε τις ημερομηνίες των επόμενων εκθέσεων. Θεωρείται πιο σκόπιμο να θεσπίζεται στον κανονισμό η συχνότητα με την οποία πρέπει να υποβάλλονται οι εκθέσεις της Επιτροπής στο μέλλον.

- Ο κανονισμός προβλέπει επί του παρόντος ότι η έκθεση της Επιτροπής για το μηχανισμό υπόκειται σε γνώμη της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής και σε διαβούλευση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, πριν το Συμβούλιο προβεί στην εξέτασή του. Λαμβάνοντας υπόψη τον ουσιαστικά τεχνικό χαρακτήρα αυτής της έκθεσης της Επιτροπής, θεωρείται σκόπιμο, για λόγους αποτελεσματικότητας, να υπόκειται μόνο σε διαβούλευση της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής πριν την παρουσίασή της στο Συμβούλιο.

Με το άρθρο 12 καταργείται ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1969/88.

2001/0062 (CNS)

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΠΙΣΗ ΕΝΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΟΥ ΙΣΟΖΥΓΙΟΥ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

´Εχοντας υπόψη:

τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 308,

την πρόταση της Επιτροπής [9], που υποβλήθηκε μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή,

[9] ΕΕ C της , σ. .

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου [10],

[10] ΕΕ C της , σ. .

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας,

Εκτιμώντας ότι:

(1) Tο άρθρο 119, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης προβλέπει τη χορήγηση εκ μέρους του Συμβουλίου, μετά από σύσταση της Επιτροπής και διαβούλευση με την Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή, αμοιβαίας συνδρομής σε περίπτωση δυσχερειών ή σοβαρής απειλής δυσχερειών στο ισοζύγιο πληρωμών ενός κράτους μέλους. Το άρθρο 119 δεν προσδιορίζει το προβλεπόμενο μέσο για την παροχή της αμοιβαίας συνδρομής.

(2) Η δανειοδοτική πράξη προς ένα κράτος μέλος πρέπει να είναι δυνατόν να γίνεται αρκετά νωρίς, ώστε να καταστεί δυνατή η εκ μέρους του έγκαιρη και υπό εύρυθμες συναλλαγματικές συνθήκες λήψη μέτρων οικονομικής πολιτικής, προκειμένου να αποτραπεί οξεία κρίση του ισοζυγίου πληρωμών και να υποστηριχθούν οι προσπάθειές του για σύγκλιση.

(3) Κάθε δανειοδοτική πράξη προς ένα κράτος μέλος πρέπει να συνοδεύεται από την υιοθέτηση εκ μέρους του κράτους αυτού μέτρων οικονομικής πολιτικής ικανών να εξασφαλίσουν την αποκατάσταση ή την εξασφάλιση αποδεκτής κατάστασης στο ισοζύγιο πληρωμών του και προσαρμοσμένων στη σοβαρότητα της κατάστασης και στην εξέλιξή της.

(4) Είναι σημαντικό να θεσπιστούν εκ των προτέρων οι διαδικασίες και τα κατάλληλα μέσα που θα επιτρέψουν στην Κοινότητα και στα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν, εφόσον παραστεί ανάγκη, την παροχή μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μεσοπρόθεσμης οικονομικής στήριξης, ιδίως όταν οι περιστάσεις απαιτούν άμεση δράση.

(5) Η Κοινότητα, για να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση της στήριξης αυτής, πρέπει να είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει την φερεγγυότητά της για να δανειστεί η ίδια κεφάλαια τα οποία θα θέσει, υπό μορφή χορηγούμενων δανείων, στη διάθεση των ενδιαφερομένων κρατών μελών. Ότι οι πράξεις του είδους αυτού είναι αναγκαίες για την επίτευξη των στόχων της Κοινότητας, όπως ορίζονται στη Συνθήκη, ιδιαίτερα για την αρμονική ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων στο σύνολο της Κοινότητας.

(6) Για το σκοπό αυτό έχει θεσπιστεί με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1969/88 του Συμβουλίου ένας ενιαίος μηχανισμός μεσοπρόθεσμης οικονομικής στήριξης του ισοζυγίου πληρωμών των κρατών μελών [11].

[11] ΕΕ L 178 της 8.7.1988

(7) Από την 1η Ιανουαρίου 1999, δεν μπορεί πλέον να χορηγηθεί μεσοπρόθεσμη οικονομική στήριξη στα κράτη μέλη που συμμετέχουν στο ενιαίο νόμισμα. Ωστόσο, ο μηχανισμός οικονομικής στήριξης θα πρέπει να διατηρηθεί όχι μόνο για την κάλυψη των δυνητικών αναγκών των σημερινών κρατών μελών με παρέκκλιση όσον αφορά τη συμμετοχή στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, αλλά και των αναγκών των νέων κρατών μελών μέχρις ότου υιοθετήσουν το ενιαίο νόμισμα.

(8) Η εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος οδήγησε σε αισθητή μείωση των κρατών μελών που μπορούν να κάνουν χρήση του μέσου αυτού. Αυτό απαιτεί τη μείωση του σημερινού ανώτατου ορίου των 16 δισεκατ. ευρώ. Ωστόσο, το ανώτατο όριο των δανείων θα πρέπει να διατηρηθεί σε επαρκώς υψηλό επίπεδο έτσι ώστε να είναι δυνατή η ταυτόχρονη κάλυψη των αναγκών περισσότερων κρατών μελών. Μία μείωση του ανωτάτου ορίου των χορηγούμενων δανείων από 16 δισεκατ. ευρώ σε 12 δισεκατ. ευρώ θεωρείται εύλογη για την κάλυψη των αναγκών αυτών.

(9) Η φανερή ανισορροπία μεταξύ του αριθμού των δυνητικά επιλέξιμων χωρών για τη χορήγηση δανείων στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και του αριθμού των χωρών που θα ήταν σε θέση να τα χρηματοδοτήσουν, καθιστά δυσχερή τη διατήρηση της άμεσης χρηματοδότησης των χορηγούμενων δανείων εκ μέρους όλων των άλλων κρατών μελών. Συνεπώς, τα δάνεια αυτά είναι σκόπιμο να χρηματοδοτούνται αποκλειστικά μέσω μίας προσφυγής στην κεφαλαιαγορά ή σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, που έχουν πλέον φθάσει σε στάδιο ανάπτυξης και ωριμότητας που τους επιτρέπει να αναλάβουν μία τέτοια χρηματοδότηση.

(10) Οι λεπτομέρειες χρησιμοποίησης του μηχανισμού θα πρέπει επίσης να προσδιοριστούν με βάση την αποκτηθείσα εμπειρία και θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών καθώς και οι τεχνικής φύσεως δυνατότητες και περιορισμοί που χαρακτηρίζουν την προσφυγή σ' αυτές τις πηγές χρηματοδότησης.

(11) Εναπόκειται στο Συμβούλιο να αποφασίσει κατά πόσο θα χορηγηθεί δάνειο ή κατάλληλη χρηματοδοτική διευκόλυνση, και να προσδιορίσει τη μέση διάρκειά τους, το συνολικό ύψος τους και το ποσό των διαδοχικών δόσεων. Ωστόσο, τα χαρακτηριστικά των δόσεων, και ιδίως το νόμισμα, η διάρκεια και το είδος του επιτοκίου θα πρέπει να καθοριστούν με κοινή συμφωνία μεταξύ του δικαιούχου κράτους μέλους και της Επιτροπής. Όταν η Επιτροπή θεωρεί ότι οι επιθυμίες που έχει εκφράσει το κράτος μέλος για τα χαρακτηριστικά του δανείου συνεπάγονται χρηματοδότηση που δεν συμβιβάζεται με τους τεχνικούς περιορισμούς που επιβάλλονται από τις κεφαλαιαγορές ή τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μπορεί να προτείνει εναλλακτικές ρυθμίσεις χρηματοδότησης.

(12) Για να χρηματοδοτηθούν τα δάνεια που χορηγούνται βάσει του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να συνάπτει, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, δανειοληπτικές πράξεις στις κεφαλαιαγορές ή από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η ανάπτυξη των τεχνικών χρηματοδότησης που χρησιμοποιούνται στις αγορές αυτές ή από αυτά τα ιδρύματα έχει οδηγήσει στη γενικευμένη χρησιμοποίηση παράγωγων προϊόντων, και ιδίως πράξεων ανταλλαγής δανείων ή/και επιτοκίων. Για να εξασφαλισθεί ευνοϊκότερο κόστος χρηματοδότησης για τα δάνεια που χορηγούνται βάσει του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσφεύγει επίσης στη χρησιμοποίηση αυτών των χρηματοπιστωτικών προϊόντων.

(13) Ο μηχανισμός οικονομικής στήριξης που έχει θεσπισθεί με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1969/88 θα πρέπει να προσαρμοστεί κατάλληλα. Για λόγους σαφήνειας, θεωρείται σκόπιμο να αντικατασταθεί ο εν λόγω κανονισμός.

(14) Η Συνθήκη δεν προβλέπει για την έκδοση του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με τον οποίο χορηγούνται κοινοτικά δάνεια αποκλειστικά μέσω της προσφυγής στις κεφαλαιαγορές αποκλείοντας τη χρηματοδότηση των δανείων αυτών από τα άλλα κράτη μέλη, άλλες εξουσίες εκτός από εκείνες του άρθρου 308.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1. Θεσπίζεται κοινοτικός μηχανισμός μεσοπρόθεσμης οικονομικής στήριξης επιτρέπει τη χορήγηση δανείων σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν δυσχέρειες στο ισοζύγιο τρεχουσών πληρωμών ή στο ισοζύγιο κινήσεως κεφαλαίων ή των οποίων απειλούνται σοβαρά τα ισοζύγια αυτά. Μόνο τα κράτη μέλη με παρέκκλιση όσον αφορά τη συμμετοχή στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 122 της Συνθήκης, μπορούν να επωφεληθούν από τον παρόντα κοινοτικό μηχανισμό.

Το ανώτατο όριο, σε κεφάλαια, των δανείων που είναι δυνατόν να χορηγηθούν στα κράτη μέλη στα πλαίσια του μηχανισμού αυτού περιορίζεται σε 12 δισεκατ. ευρώ.

2. Για το σκοπό αυτό, σύμφωνα με απόφαση που εκδόθηκε από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 3 και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να συνάπτει, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, δανειοληπτικές πράξεις στις κεφαλαιαγορές ή από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, καθώς και πράξεις ανταλλαγής δανείων ή/και επιτοκίων με σκοπό τη μετατροπή των δανείων αυτών.

Άρθρο 2

Όταν ένα κράτος μέλος με παρέκκλιση προτίθεται να προσφύγει για χρηματοδότηση σε εξωκοινοτικές πηγές με αποτέλεσμα να του θέτουν όρους οικονομικής πολιτικής, συμβουλεύεται προηγουμένως την Επιτροπή και τα λοιπά κράτη μέλη, ώστε να εξετασθούν, μεταξύ άλλων, οι δυνατότητες που υπάρχουν στα πλαίσια του κοινοτικού μηχανισμού μεσοπρόθεσμης οικονομικής στήριξης. Η διαβούλευση αυτή λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής.

Άρθρο 3

1. Ο μηχανισμός μεσοπρόθεσμης οικονομικής στήριξης μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή από το Συμβούλιο, με πρωτοβουλία :

(α) της Επιτροπής, η οποία ενεργεί βάσει του άρθρου 119 της Συνθήκης σε συμφωνία με το κράτος μέλος που ζητεί κοινοτική χρηματοδότηση.

(β) κράτους μέλους που αντιμετωπίζει δυσχέρειες ή σοβαρό κίνδυνο τέτοιων δυσχερειών στο ισοζύγιο τρεχουσών πληρωμών ή στο ισοζύγιο κίνησης κεφαλαίων.

2. Το Συμβούλιο, αφού εξετάσει την κατάσταση του κράτους μέλους που ζητεί μεσοπρόθεσμη οικονομική στήριξη, καθώς και το πρόγραμμα ανάκαμψης ή συνοδευτικών μέτρων που υποβάλλει προς υποστήριξη της αίτησής του, αποφασίζει, κατ' αρχήν, κατά τη διάρκεια της ίδιας συνεδρίασης:

(α) για τη χορήγηση ή μη δανείου ή άλλη ενδεδειγμένης οικονομικής διευκόλυνσης, για το ύψος και τη μέση διάρκειά τους.

(β) για τους όρους οικονομικής πολιτικής υπό τους οποίους παρέχεται η μεσοπρόθεσμη οικονομική στήριξη, προκειμένου να αποκατασταθεί το ισοζύγιο πληρωμών ή να βελτιωθεί κατά τρόπο βιώσιμο.

(γ) για τις λεπτομέρειες της χορήγησης του δανείου ή της οικονομικής διευκόλυνσης που καταβάλλεται ή εισπράττεται, κατ' αρχήν σε διαδοχικές δόσεις. Για την καταβολή κάθε επιμέρους δόσης προαπαιτείται έλεγχος των αποτελεσμάτων της εφαρμογής του προγράμματος σε σχέση με τους επιδιωκόμενους στόχους.

Άρθρο 4

Σε περίπτωση θέσπισης ή επαναφοράς περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων κατ' εφαρμογή του άρθρου 120 της Συνθήκης, όσο διαρκεί η οικονομική στήριξη, οι όροι και οι λεπτομέρειές της επανεξετάζονται βάσει του άρθρου 119 της Συνθήκης.

Άρθρο 5

Η Επιτροπή λαμβάνει τα μέτρα που απαιτούνται ώστε να ελέγχει σε τακτά χρονικά διαστήματα, σε συνεργασία με την Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή, κατά πόσον η οικονομική πολιτική ενός κράτους μέλους στο οποίο έχει χορηγηθεί δάνειο από την Κοινότητα συμφωνεί με το πρόγραμμα ανάκαμψης ή τα συνοδευτικά μέτρα και τους άλλους όρους που ενδεχομένως έχει αποφασίσει το Συμβούλιο κατ' εφαρμογή του άρθρου 3. Για το σκοπό αυτό, το κράτος μέλος θέτει στη διάθεση της Επιτροπής όλες τις αναγκαίες πληροφορίες. Ανάλογα με τα αποτελέσματα αυτού του ελέγχου, η Επιτροπή, μετά από γνώμη της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής, αποφασίζει για τις διαδοχικές καταβολές των δόσεων.

Το Συμβούλιο αποφασίζει για τις αναπροσαρμογές που ενδεχομένως χρειάζεται να γίνουν στους όρους οικονομικής πολιτικής που είχαν αρχικά ορισθεί.

Άρθρο 6

Τα δάνεια που χορηγούνται στο πλαίσιο της μεσοπρόθεσμης χρηματοδοτικής στήριξης μπορούν να χορηγούνται σε συνδυασμό με στήριξη εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δυνάμει της πολύ βραχυπρόθεσμης χρηματοδοτικής διευκόλυνσης.

Άρθρο 7

1. Οι αντίστοιχες δανειοληπτικές και δανειοδοτικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 γίνονται με αξίες της ίδιας ημέρας και δεν πρέπει να συνεπάγονται για την Κοινότητα αλλαγή προθεσμίας, συναλλαγματικό κίνδυνο ή κίνδυνο μεταβολής επιτοκίου, ούτε οποιονδήποτε άλλο εμπορικό κίνδυνο.

Όταν τα δάνεια που λαμβάνει η Κοινότητα αποτελούν αντικείμενο μιας ανταλλαγής δανείου ή επιτοκίου, ο εμπορικός κίνδυνος που ενέχεται σε μία πράξη του είδους αυτού θα πρέπει να ελαχιστοποιείται με τη χρησιμοποίηση αντισυμβαλλόμενου με υψηλή πιστοληπτική κατάταξη ('credit rating').

Όταν τα λαμβανόμενα δάνεια είναι εκφρασμένα, καταβλητέα ή εξοφλητέα στο νόμισμα ενός κράτους μέλους με παρέκκλιση, συνάπτονται μόνο κατόπιν διαβουλεύσεως με τις αρμόδιες αρχές αυτού του κράτους.

Τα χαρακτηριστικά των διαδοχικών δόσεων που καταβάλλονται από την Επιτροπή στο πλαίσιο του μηχανισμού οικονομικής στήριξης αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ του κράτους μέλους και της Επιτροπής. Όταν η Επιτροπή θεωρεί ότι οι επιθυμίες που εκφράζει το κράτος μέλος όσον αφορά τα χαρακτηριστικά συνεπάγονται κοινοτική χρηματοδότηση που δεν συμβιβάζεται με τους τεχνικούς περιορισμούς που επιβάλλονται από τις χρηματοπιστωτικές αγορές ή θα μπορούσαν να θίξουν τη φήμη της Κοινότητας ως δανειοληπτικού οργανισμού στις ίδιες αγορές, επιφυλάσσεται να αντιταχθεί στη συμφωνία και να προτείνει εναλλακτική λύση.

Όταν σε ένα κράτος μέλος χορηγείται δάνειο το οποίο συνοδεύεται από ρήτρα προεξόφλησης και το κράτος αποφασίζει να κάνει χρήση αυτής της ευχέρειας, η Επιτροπή θεσπίζει τις αναγκαίες διατάξεις.

2. Μετά από αίτηση του κράτους μέλους οφειλέτη και εφόσον οι συνθήκες επιτρέπουν βελτίωση του επιτοκίου του χορηγούμενου δανείου, η Επιτροπή μπορεί να προβεί σε αναχρηματοδότηση ή αναδιάταξη των χρηματοοικονομικών όρων τμήματος ή του συνόλου των αρχικών δανείων.

Οι πράξεις αναχρηματοδότησης ή αναδιάταξης πρέπει να διέπονται από τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 1 και να μην έχουν ως αποτέλεσμα την παράταση της μέσης διάρκειας των ληφθέντων δανείων που αποτελούν το αντικείμενο των πράξεων αυτών, ούτε την αύξηση του εκφρασμένου σε τρέχουσες ισοτιμίες υπολοίπου κεφαλαίου που οφείλεται κατά την ημερομηνία διεξαγωγής των πράξεων αυτών.

3. Τα έξοδα στα οποία υποβάλλεται η Κοινότητα για τη σύναψη και την εκτέλεση κάθε πράξης επιβαρύνουν το δικαιούχο κράτος μέλος.

4. Η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή ενημερώνεται για την εξέλιξη των πράξεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1, τρίτο εδάφιο, και στην παράγραφο 2, πρώτο εδάφιο.

Άρθρο 8

Για την εφαρμογή των ανωτάτων ορίων που αναφέρονται στο άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, οι δανειοδοτικές πράξεις καταχωρίζονται λογιστικά με τη συναλλαγματική ισοτιμία της ημέρας κατά την οποία συνήφθησαν. Οι πράξεις αποπληρωμής καταχωρίζονται λογιστικά με τη συναλλαγματική ισοτιμία της ημέρας κατά την οποία συνήφθη το αντίστοιχο δάνειο.

Άρθρο 9

Οι αποφάσεις του Συμβουλίου που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 5 λαμβάνονται με ειδική πλειοψηφία, μετά από πρόταση που υποβάλλει η Επιτροπή κατόπιν διαβουλεύσεως με την Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή.

Άρθρο 10

Η Επιτροπή λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εξασφάλιση της διαχείρισης των χορηγούμενων δανείων.

Άρθρο 11

Το Συμβούλιο εξετάζει, ανά τριετία, με βάση έκθεση της Επιτροπής, και γνώμη της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής, εάν ο μηχανισμός που έχει θεσπιστεί εξακολουθεί να ανταποκρίνεται ως προς την αρχή του, τις λεπτομέρειές του και τα ανώτατα όριά του στις ανάγκες που οδήγησαν στη δημιουργία του.

Άρθρο 12

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1969/88 καταργείται.

Άρθρο [13...]

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

Top