EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CJ0051

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 11ης Ιουνίου 2015.
Pfeifer & Langen GmbH & Co. KG κατά Bundesanstalt für Landwirtschaft und Ernährung.
Αίτηση του Oberverwaltungsgericht für das Land Nordrhein-Westfalen για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή — Γεωργία — Κοινή οργάνωση αγορών — Ζάχαρη — Απόδοση εξόδων αποθεματοποιήσεως — Κανονισμός (ΕΟΚ) 1998/78 — Άρθρο 14, παράγραφος 3 — Κανονισμός (ΕΟΚ) 2670/81 — Άρθρο 2, παράγραφος 2 — Υποκατάσταση, κατά την εξαγωγή, ζάχαρης Γ — Προϋποθέσεις — Πραγματική αντικατάσταση της ζάχαρης Γ από τη ζάχαρη που την υποκαθιστά — Υποκατάσταση μόνο με ζάχαρη που έχει παραχθεί από βιομήχανο εγκατεστημένο στο έδαφος του ίδιου κράτους μέλους — Κύρος των οικείων διατάξεων από την άποψη των άρθρων 34 ΣΛΕΕ και 35 ΣΛΕΕ.
Υπόθεση C-51/14.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:380

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 11ης Ιουνίου 2015 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Γεωργία — Κοινή οργάνωση αγορών — Ζάχαρη — Απόδοση εξόδων αποθεματοποιήσεως — Κανονισμός (ΕΟΚ) 1998/78 — Άρθρο 14, παράγραφος 3 — Κανονισμός (ΕΟΚ) 2670/81 — Άρθρο 2, παράγραφος 2 — Υποκατάσταση, κατά την εξαγωγή, ζάχαρης Γ — Προϋποθέσεις — Πραγματική αντικατάσταση της ζάχαρης Γ από τη ζάχαρη που την υποκαθιστά — Υποκατάσταση μόνο με ζάχαρη που έχει παραχθεί από βιομήχανο εγκατεστημένο στο έδαφος του ίδιου κράτους μέλους — Κύρος των οικείων διατάξεων από την άποψη των άρθρων 34 ΣΛΕΕ και 35 ΣΛΕΕ»

Στην υπόθεση C‑51/14,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Oberverwaltungsgericht für das Land Nordrhein-Westfalen (Γερμανία) με απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Φεβρουαρίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης

Pfeifer & Langen GmbH & Co. KG

κατά

Bundesanstalt für Landwirtschaft und Ernährung,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, πρόεδρο τμήματος, K. Jürimäe (εισηγήτρια), J. Malenovský, M. Safjan και A. Prechal, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet

γραμματέας: K. Malacek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Ιανουαρίου 2015,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Pfeifer & Langen GmbH & Co. KG, εκπροσωπούμενη από τον D. Ehle, Rechtsanwalt,

το Bundesanstalt für Landwirtschaft und Ernährung, εκπροσωπούμενο από τον W. Wolski και την J. Jakubiec,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους P. Rossi και G. von Rintelen,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1998/78 της Επιτροπής, της 18ης Αυγούστου 1978, περί των λεπτομερειών εφαρμογής του συστήματος αντισταθμίσεως των εξόδων αποθεματοποιήσεως στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ L 231, σ. 5), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EOK) 1714/88 της Επιτροπής, της 13ης Ιουνίου 1988 (ΕΕ L 152, σ. 23, στο εξής: κανονισμός 1998/78), καθώς και την ερμηνεία και το κύρος του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού (EOK) 2670/81 της Επιτροπής, της 14ης Σεπτεμβρίου 1981, για τη θέσπιση των λεπτομερειών εφαρμογής για την εκτός ποσοστώσεως παραγωγή στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ L 262, σ. 14), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (EOK) 3892/88 της Επιτροπής, της 14ης Δεκεμβρίου 1988 (ΕΕ L 346, σ. 29, στο εξής: κανονισμός 2670/81).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Pfeifer & Langen GmbH & Co. KG (στο εξής: Pfeifer & Langen) και του Bundesanstalt für Landwirtschaft und Ernährung (Ομοσπονδιακού γραφείου γεωργίας και διατροφής, στο εξής: BLE), σχετικά με την επιστροφή των αποδοθέντων εξόδων αποθεματοποιήσεως τα οποία φέρεται ότι καταβλήθηκαν αχρεωστήτως στην Pfeifer & Langen εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το νομικό πλαίσιο

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1785/81

3

H τρίτη, η ενδέκατη και η δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΟΚ) 1785/81 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1981, περί κοινής οργάνωσης αγοράς στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ L 177, σ. 4), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EOK) 1069/89 του Συμβουλίου, της 18ης Απριλίου 1989 (ΕΕ L 114, σ. 1, στο εξής: βασικός κανονισμός), είχαν ως εξής:

«[...] [για να διασφαλίζεται στους παραγωγούς τεύτλων και ζαχαροκάλαμων της [Ένωσης] η διατήρηση των αναγκαίων εγγυήσεων, όσον αφορά την απασχόλησή τους και το βιοτικό τους επίπεδο, πρέπει να προβλέπονται μέτρα κατάλληλα για τη σταθεροποίηση της αγοράς της ζάχαρης [...]·

[...]

[...] οι λόγοι που υποχρέωσαν έως τώρα την [Ένωση] να επιλέξει για τους τομείς της ζάχαρης [...] ένα καθεστώς ποσοστώσεων παραγωγής εξακολουθούν να είναι πάντοτε βάσιμοι· [...] πάντως, πρέπει να γίνουν σ’ αυτό διευθετήσεις αφ’ ενός για να ληφθεί υπόψη η πρόσφατη εξέλιξη της παραγωγής και, αφ’ ετέρου, για να δοθούν στην [Ένωση] τα αναγκαία μέσα ώστε να διασφαλισθεί με δίκαιο αλλά αποτελεσματικό τρόπο η συνολική χρηματοδότηση από τους ίδιους τους παραγωγούς των εξόδων για τη διάθεση των πλεονασμάτων που προκύπτουν από τη σχέση μεταξύ της παραγωγής της [Ένωσης] και της καταναλώσεώς της· [...]

[...]

[...] επειδή οι ποσοστώσεις παραγωγής που χορηγούνται στις επιχειρήσεις συνιστούν για τους παραγωγούς ένα μέσο εγγυήσεως των κοινοτικών τιμών και της διαθέσεως της παραγωγής τους, θα πρέπει οι μεταφορές των ποσοστώσεων να πραγματοποιούνται λαμβάνοντας υπόψη το συμφέρον όλων των ενδιαφερομένων μερών και ιδίως των παραγωγών τεύτλων ή ζαχαροκάλαμου·

[...]».

4

Το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού είχε ως εξής:

«1.   Κατά τους όρους του παρόντος άρθρου προβλέπεται σύστημα καταβολής εξόδων αποθεματοποιήσεως που περιλαμβάνει μία κατ’ αποκοπή απόδοση και μία χρηματοδότηση αυτής μέσω μιας συνεισφοράς.

[...]

2.   Τα έξοδα αποθεματοποιήσεως:

της λευκής ζάχαρης,

[...]

που έχουν παραχθεί από τεύτλα ή ζαχαροκάλαμα και έχουν συλλεγεί στην [Ένωση], αποδίδονται κατ’ αποκοπή από τα κράτη μέλη.

[...]»

5

Το άρθρο 24 του βασικού κανονισμού καθόριζε, για κάθε περίοδο εμπορίας, ήτοι από την 1η Ιουλίου ενός έτους έως την 30ή Ιουνίου του επόμενου έτους, βασικές ποσοστώσεις για τη «ζάχαρη Α» και τη «ζάχαρη Β» τις οποίες έπρεπε να κατανείμει κάθε κράτος μέλος στους παραγωγούς (στο εξής: βιομήχανοι) ζάχαρης που ήταν εγκατεστημένοι στο έδαφός του. Έτσι κατανεμόταν στους βιομηχάνους ποσόστωση Α και ποσόστωση Β για κάθε περίοδο εμπορίας. Η ποσότητα ζάχαρης που παραγόταν καθ’ υπέρβαση των ποσοστώσεων Α και Β χαρακτηριζόταν «ζάχαρη Γ».

6

Κατά το άρθρο 26 του κανονισμού αυτού:

«1.   [...] η ζάχαρη Γ που δεν μεταφέρεται βάσει του άρθρου 27 […] δεν δύνα[ται] να διατεθ[εί] στην εσωτερική αγορά […] και πρέπει να εξαχθ[εί] σε φυσική κατάσταση πριν από την 1η Ιανουαρίου που ακολουθεί μετά το τέλος της σχετικής περιόδου εμπορίας.

[Το άρθρο 8] δεν ισχύ[ει] για τη ζάχαρη αυτή […].»

[...]

3.   Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται σύμφωνα με την προβλεπομένη στο άρθρο 41 διαδικασία.

[...]»

Ο κανονισμός 1998/78

7

Ο κανονισμός 1998/78 θεσπίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής του συστήματος αντισταθμίσεως των εξόδων αποθεματοποιήσεως στον τομέα της ζάχαρης που προέβλεψε το άρθρο 8 του βασικού κανονισμού.

8

Το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«Όταν μία ποσότητα ζάχαρης Γ αντικαθίσταται κατά την εξαγωγή από μία αντίστοιχη ποσότητα ζάχαρης Α ή Β, η αντικατασταθείσα ποσότητα θεωρείται, για την εφαρμογή της επιστροφής, σαν ζάχαρη Α από την ημέρα που ολοκληρώθηκαν οι τελωνειακές διατυπώσεις εξαγωγής.»

Ο κανονισμός 2670/81

9

Ο κανονισμός 2670/81, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 26, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, διευκρίνιζε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η εξαγωγή της ζάχαρης Γ θεωρείται πραγματοποιηθείσα.

10

Η πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2670/81 είχε ως εξής:

«[...] ενδείκνυται να προβλεφθεί για τον ενδιαφερόμενο βιομήχανο η δυνατότητα να εξάγει ζάχαρη […] η οποία δεν έχει παραχθεί από τον ίδιο […] είναι αναγκαίο να προβλεφθεί, για την περίπτωση αυτή η πληρωμή ενός κατ’ αποκοπή ποσού που δύναται να θεωρηθεί, εν πάση περιπτώσει, ως αντιστάθμιση των πλεονεκτημάτων που είναι δυνατόν να προκύψουν από μια τέτοια υποκατάσταση·

[...]».

11

Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού προέβλεπε τα εξής:

«Η απόδειξη [της εξαγωγής της ζάχαρης Γ] παρέχεται με την προσκόμιση:

α)

πιστοποιητικού εξαγωγής που χορηγείται […] στο βιομήχανο από τον αρμόδιο οργανισμό του κράτους μέλους που αναφέρεται στην παράγραφο 1·

β)

των εγγράφων […] τα οποία είναι αναγκαία για την αποδέσμευση της [εγγυήσεως]·

γ)

δηλώσεως του βιομηχάνου που πιστοποιεί ότι η ζάχαρη Γ […] έχει παραχθεί από εκείνον.

[...]

Εντούτοις, ο βιομήχανος αυτός μπορεί, κατά την εξαγωγή, να υποκαταστήσει τη ζάχαρη Γ με άλλη λευκή ζάχαρη σε φυσική κατάσταση που υπάγεται στη διάκριση της κλάσης 1701 [της συνδυασμένης ονοματολογίας που παρατίθεται στο παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (ΕΕ L 256, σ. 1)] ή να υποκαταστήσει την ισογλυκόζη Γ με άλλη ισογλυκόζη, που παράγονται από άλλο βιομήχανο ο οποίος είναι εγκατεστημένος στο έδαφος του ιδίου κράτους μέλους. Στην περίπτωση αυτή, ο βιομήχανος που πραγματοποιεί την υποκατάσταση πρέπει να καταβάλει […] ποσό 1,25 [ευρώ] ανά 100 χιλιόγραμμα […].

[…]»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι στην Pfeifer & Langen, ζαχαροβιομηχανία, αποδόθηκαν έξοδα αποθεματοποιήσεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, για την αποθεματοποίηση λευκής ζάχαρης στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα της ζάχαρης (στο εξής: ΚΟΑ ζάχαρης) κατά τις περιόδους εμπορίας 1987/1988 έως 1996/1997.

13

Μεταξύ των ετών 1997 και 2003 διενεργήθηκε σε βάρος της Pfeifer & Langen έρευνα για απάτη που αφορούσε την απόδοση των εξόδων αποθεματοποιήσεως της λευκής ζάχαρης κατά τις ανωτέρω περιόδους εμπορίας. Στο πλαίσιο αυτό, της προσήπταν, μεταξύ άλλων, ότι κατά την περίοδο εμπορίας 1990/1991 είχε δηλώσει ως ζάχαρη επιλέξιμη για απόδοση [των εξόδων αποθεματοποιήσεως] ποσότητα ζάχαρης που είχε παραχθεί καθ’ υπέρβαση των ποσοστώσεων παραγωγής, χαρακτηριζόμενη, στην περίπτωση αυτή, ως «ζάχαρη Γ».

14

Ως προς το ζήτημα αυτό η Pfeifer & Langen ανέφερε ότι κατά την περίοδο εμπορίας 1990/1991 αγόρασε ποσότητα ζάχαρης ποσοστώσεως η οποία χαρακτηρίζεται, στην περίπτωση αυτή, είτε «ζάχαρη Α» είτε «ζάχαρη Β», παραγωγής Γαλλίας. Η ζάχαρη αυτή μεταφέρθηκε από τη Γαλλία σε εγκαταστάσεις της Pfeifer & Langen στη Γερμανία, όπου καταχωρίστηκε ως ζάχαρη ποσοστώσεως. Η ζάχαρη αυτή δεν αποθηκεύτηκε, όμως, στα σιλό της εταιρίας αλλά έλαβε νέα έγγραφα διαμετακομίσεως και μεταφέρθηκε στο λιμάνι της Αμβέρσας (Βέλγιο) προκειμένου να εξαχθεί εκτός Ένωσης ως ζάχαρη Γ. Στη συνέχεια η Pfeifer & Langen δήλωσε ίση ποσότητα ζάχαρης Γ που είχε παραγάγει καθ’ υπέρβαση [των ποσοστώσεων] (στο εξής: επίμαχη ζάχαρη Γ) ως ζάχαρη ποσοστώσεως για την οποία ζητήθηκε απόδοση των εξόδων αποθεματοποιήσεως.

15

Με απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2003, το BLE, ως αρμόδια αρχή για την απόδοση των εξόδων αποθεματοποιήσεως, ακύρωσε εν μέρει την απόδοση των εξόδων αποθεματοποιήσεως που είχε γίνει προς την Pfeifer & Langen για τους μήνες από τον Ιούλιο του 1990 έως τον Ιούνιο του 1991 και ζήτησε την επιστροφή των καταβληθέντων ποσών. Η Pfeifer & Langen άσκησε διοικητική προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής.

16

Με απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2006 το BLE απέρριψε τη διοικητική προσφυγή της Pfeifer & Langen στο μέτρο που αφορούσε την επίμαχη ζάχαρη Γ.

17

Στις 7 Νοεμβρίου 2006 η Pfeifer & Langen άσκησε προσφυγή κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως του BLE ενώπιον του Verwaltungsgericht Köln (διοικητικού δικαστηρίου της Κολωνίας). Στην προσφυγή της η εταιρία προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι είχε υποκαταστήσει νόμιμα κατά την εξαγωγή την επίμαχη ζάχαρη Γ με ίση ποσότητα ζάχαρης ποσοστώσεως από τη Γαλλία, με αποτέλεσμα η εν λόγω ζάχαρη Γ να είναι επιλέξιμη για την απόδοση των εξόδων αποθεματοποιήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 1998/78.

18

Με απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2009 το Verwaltungsgericht Köln απέρριψε το αίτημα της Pfeifer & Langen στο μέτρο που αφορούσε την υποκατάσταση της ζάχαρης στην οποία είχε προβεί η εν λόγω εταιρία. Ως προς το ζήτημα αυτό το ανωτέρω δικαστήριο έκρινε ότι η υποκατάσταση αυτή δεν ήταν σύμφωνη με το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2670/81, κατά το οποίο απαιτείται η ζάχαρη που χρησιμοποιείται για την υποκατάσταση να προέρχεται από άλλον βιομήχανο ο οποίος είναι εγκατεστημένος στο ίδιο κράτος μέλος.

19

To αιτούν δικαστήριο, το οποίο επελήφθη της υποθέσεως κατόπιν εφέσεως που άσκησε η Pfeifer & Langen κατά της ανωτέρω αποφάσεως, κρίνει ότι η έκβαση της διαδικασίας που εκκρεμεί ενώπιόν του εξαρτάται από το ζήτημα κατά πόσον επιτρέπεται η υποκατάσταση, κατά την εξαγωγή, ζάχαρης Γ μεταξύ βιομηχάνων που είναι εγκατεστημένοι σε διαφορετικά κράτη μέλη, κάτι που επιβάλλει να διευκρινιστεί αν εφαρμοστέα διάταξη στην υπόθεση της κύριας δίκης είναι το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 1998/78 ή το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 2670/81. Συγκεκριμένα, μολονότι και οι δύο διατάξεις ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκατάστασης της ζάχαρης Γ, το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 1998/78 δεν θέτει καμία ειδική προϋπόθεση, ενώ το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 2670/81 απαιτεί η ζάχαρη που χρησιμοποιείται για την υποκατάσταση να παράγεται από βιομήχανο που είναι εγκατεστημένος στο ίδιο κράτος μέλος.

20

Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να διευκρινιστεί αν κατά τις διατάξεις αυτές απαιτείται η αρχική ποσότητα ζάχαρης Γ να αντικατασταθεί πραγματικά από την ποσότητα ζάχαρης που την υποκαθιστά ή αν αρκεί η λογιστική της αντικατάσταση. Τέλος, σε περίπτωση που στην υπόθεση της κύριας δίκης έχει εφαρμογή το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 2670/81, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η πρόβλεψη της δυνατότητας υποκατάστασης μόνο για βιομηχάνους που είναι εγκατεστημένοι στο ίδιο κράτος μέλος αποτελεί περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων εντός της Ένωσης.

21

Ως εκ τούτου, το Oberverwaltungsgericht für das Land Nordrhein-Westfalen (διοικητικό εφετείο του Nordrhein-Westfalen) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 1998/78 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ρυθμίζει εξαντλητικά την υποκατάσταση της ζάχαρης όσον αφορά τον τομέα αντισταθμίσεως των εξόδων αποθεματοποιήσεως και ότι δεν θέτει ως προϋπόθεση η ζάχαρη που χρησιμοποιείται για την υποκατάσταση να έχει παραχθεί από άλλο βιομήχανο που είναι εγκατεστημένος στο έδαφος του ιδίου κράτους μέλους;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, θέτει το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 1998/78 ως προϋπόθεση για την απόδοση των εξόδων αποθεματοποιήσεως της ζάχαρης την “πραγματική αντικατάσταση” της ζάχαρης Γ του ζαχαροβιομήχανου;

3)

Εάν το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 2670/81 έχει εφαρμογή στην περίπτωση της υποκαταστάσεως της ζάχαρης: θέτει η διάταξη αυτή ως προϋπόθεση για την απόδοση των εξόδων αποθεματοποιήσεως της ζάχαρης την “πραγματική αντικατάσταση” της ζάχαρης Γ του ζαχαροβιομηχάνου;

4)

Επικουρικά, πρέπει να θεωρηθεί ανίσχυρη η διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 2670/81, στο μέτρο που απαιτεί η ζάχαρη που χρησιμοποιείται για την υποκατάσταση “να παράγεται από άλλο βιομήχανο που είναι εγκατεστημένος στην επικράτεια του ιδίου κράτους μέλους”;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

22

Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι στο πλαίσιο της ΚΟΑ ζάχαρης, ο βασικός κανονισμός θεσπίζει σύστημα εθνικών ποσοστώσεων για την παραγωγή ζάχαρης στην Ένωση. Σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού αυτού τα κράτη μέλη κατανέμουν, εντός του ορίου των βασικών ποσοστώσεων που τους έχουν αναγνωριστεί, ποσόστωση Α και ποσόστωση Β σε όλες τις ζαχαροβιομηχανίες της επικράτειάς τους. Η ζάχαρη που παράγεται εντός του ορίου των ποσοστώσεων αυτών μπορεί να διατεθεί στην αγορά εντός της Ένωσης και ωφελείται από μέτρα ενισχύσεως της παραγωγής.

23

Αντιθέτως, η ζάχαρη που παράγεται καθ’ υπέρβαση των ποσοστώσεων που κατανέμονται σε κάθε βιομηχανία, ήτοι η ζάχαρη Γ, δεν μπορεί να διατεθεί στην εσωτερική αγορά. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 26 του βασικού κανονισμού, η ζάχαρη Γ πρέπει, κατ’ αρχήν, να εξαχθεί σε φυσική κατάσταση εκτός της Ένωσης πριν από την 1η Ιανουαρίου που ακολουθεί το τέλος της σχετικής περιόδου εμπορίας.

24

Όπως προκύπτει από τα άρθρα 1 και 2 του κανονισμού 2670/81, κάθε βιομηχανία οφείλει, κατ’ αρχήν, να εξαγάγει τη ζάχαρη Γ που προέρχεται από τη δική του παραγωγή. Παρά ταύτα, όπως υπογραμμίζεται στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι ενδείκνυται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να προβλεφθεί για τους εν λόγω βιομηχάνους η δυνατότητα να εξαγάγουν ζάχαρη η οποία δεν έχει παραχθεί από τους ίδιους.

25

Προς τούτο, το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του ανωτέρω κανονισμού θεσπίζει μηχανισμό ο οποίος επιτρέπει σε βιομήχανο να υποκαθιστά κατά την εξαγωγή την ποσότητα ζάχαρης Γ που υποχρεούται να εξαγάγει με ίδια ποσότητα ζάχαρης ποσοστώσεως που έχει παραχθεί από άλλο βιομήχανο εγκατεστημένο στο έδαφος του ίδιου κράτους μέλους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, έτσι, ότι με μια αλλαγή λογιστικής φύσεως η ζάχαρη που υποκαθίσταται, η οποία αρχικά υπαγόταν στην κατηγορία Γ, εντάσσεται στο καθεστώς της ζάχαρης ποσοστώσεως και μπορεί να διατεθεί ελεύθερα στην εσωτερική αγορά από τον βιομήχανο, ενώ η ζάχαρη με την οποία έγινε η υποκατάσταση, η οποία αρχικά ήταν ζάχαρη ποσοστώσεως, εξάγεται ως ζάχαρη Γ.

26

Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού θεσπίζει σύστημα αντισταθμίσεως των εξόδων αποθεματοποιήσεως της ζάχαρης, κατά το οποίο τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποδίδουν κατ’ αποκοπήν στους βιομηχάνους τα έξοδα της εν λόγω αποθεματοποιήσεως. Σύμφωνα με το άρθρο 26, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού, μπορούν να αποδοθούν μόνο τα έξοδα αποθεματοποιήσεως της ζάχαρης που παράγεται εντός του ορίου των ποσοστώσεων Α και Β, χωρίς να περιλαμβάνονται τα έξοδα αποθεματοποιήσεως της ζάχαρης Γ.

27

Στα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να δοθεί απάντηση υπό το πρίσμα των ανωτέρω.

Επί του πρώτου και του τέταρτου ερωτήματος

28

Με το πρώτο και το τέταρτο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αφενός, αν το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 1998/78 σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2670/81 έχουν την έννοια ότι σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, κατά την οποία βιομήχανος επιθυμεί να αντικαταστήσει κατά την εξαγωγή ποσότητα ζάχαρης Γ με ίση ποσότητα ζάχαρης ποσοστώσεως που έχει παραχθεί από άλλο βιομήχανο, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι προϋποθέσεις της τελευταίας διατάξεως στο πλαίσιο της αποδόσεως των εξόδων αποθεματοποιήσεως και, αφετέρου, αν η εν λόγω διάταξη είναι έγκυρη βάσει του δικαίου της Ένωσης στο μέτρο που απαιτεί η ζάχαρη που χρησιμοποιείται για την υποκατάσταση να έχει παραχθεί από άλλο βιομήχανο ο οποίος είναι εγκατεστημένος στην επικράτεια του ίδιου κράτους μέλους.

29

Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 1998/78 ορίζει ότι όταν μια ποσότητα ζάχαρης Γ αντικαθίσταται κατά την εξαγωγή από μια αντίστοιχη ποσότητα ζάχαρης Α ή Β, η αντικαταστασθείσα ποσότητα θεωρείται, για την εφαρμογή της επιστροφής, ως ζάχαρη Α από την ημέρα που ολοκληρώθηκαν οι τελωνειακές διατυπώσεις εξαγωγής.

30

Από το γράμμα της προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη προσδιορίζει, απλώς, το χρονικό σημείο από το οποίο μια ποσότητα ζάχαρης Γ που έχει νόμιμα υποκατασταθεί από ζάχαρη ποσοστώσεως πρέπει να θεωρηθεί, για τον υπολογισμό της αποδόσεως των εξόδων αποθεματοποιήσεως, ως ζάχαρη επιλέξιμη για την απόδοση.

31

Σε περιπτώσεις όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, στην οποία βιομήχανος επιθυμεί να υποκαταστήσει κατά την εξαγωγή ποσότητα ζάχαρης Γ με αντίστοιχη ποσότητα ζάχαρης ποσοστώσεως η οποία έχει παραχθεί από άλλο βιομήχανο, πρέπει να λαμβάνονται επίσης υπόψη οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2670/81.

32

Από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει, συναφώς, ότι θεσπίζονται τρεις προϋποθέσεις για τη νομιμότητα μιας τέτοιας υποκαταστάσεως. Πρώτον, η ζάχαρη που χρησιμοποιείται για την υποκατάσταση πρέπει να υπάγεται στην κλάση 1701 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας που παρατίθεται στο παράρτημα Ι του κανονισμού 2658/87, δεύτερον η ζάχαρη αυτή πρέπει να έχει παραχθεί από άλλον βιομήχανο ο οποίος είναι εγκατεστημένος στο έδαφος του ίδιου κράτους μέλους και, τρίτον, ο βιομήχανος που πραγματοποιεί την υποκατάσταση πρέπει να πληρώσει 1,25 ευρώ ανά 100 kg ζάχαρης που υποκαθίσταται.

33

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, όμως, ότι από το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2670/81 στη γερμανική γλώσσα, στην αρχική του μορφή, δεν μπορεί να συναχθεί σαφώς ότι η εν λόγω διάταξη θέτει ως προϋπόθεση η ζάχαρη που χρησιμοποιείται για την υποκατάσταση να έχει παραχθεί από άλλον βιομήχανο ο οποίος είναι εγκατεστημένος στο έδαφος του ίδιου κράτους μέλους. Συγκεκριμένα, στο επίμαχο κείμενο, δεδομένου ότι το ρήμα παράγω είχε τεθεί στον ενικό, η αμιγώς γραμματική ερμηνεία θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η προϋπόθεση κατά την οποία το προϊόν με το οποίο γίνεται η υποκατάσταση πρέπει να έχει παραχθεί από βιομήχανο που είναι εγκατεστημένος στο έδαφος του ίδιου κράτους μέλους ισχύει μόνο για την υποκατάσταση ισογλυκόζης Γ.

34

Ως προς το ζήτημα αυτό υπενθυμίζεται ότι η ανάγκη ομοιόμορφης εφαρμογής και ερμηνείας των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης δεν επιτρέπει σε περίπτωση αμφιβολίας να λαμβάνεται μεμονωμένα υπόψη το κείμενο μιας διατάξεως όπως έχει αποδοθεί σε μία γλώσσα, αλλά αντιθέτως απαιτεί αυτό να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται υπό το πρίσμα της αποδόσεώς του στις άλλες επίσημες γλώσσες (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Stauder, 29/69, EU:C:1969:57, σκέψη 3· Moksel Import und Export, 55/87, EU:C:1988:377, σκέψη 15· EMU Tabac κ.λπ., C‑296/95, EU:C:1998:152, σκέψη 36, και Profisa, C‑63/06, EU:C:2007:233, σκέψη 13).

35

Παρά την ενδεχόμενη ασάφεια του γράμματος του άρθρου 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2670/81 στην αρχική του απόδοση στη γερμανική γλώσσα, από το κείμενο της διατάξεως αυτής όπως αποδόθηκε στις λοιπές επίσημες γλώσσες και, ιδίως, στα γαλλικά, τα ελληνικά, τα ιταλικά και τα ολλανδικά, προκύπτει ρητά ότι ο νομοθέτης της Ένωσης επέβαλε ως προϋπόθεση για την υποκατάσταση, κατά την εξαγωγή, της ζάχαρης Γ η ζάχαρη που χρησιμοποιείται για την υποκατάσταση να έχει παραχθεί από βιομηχανία η οποία είναι εγκατεστημένη στο έδαφος του ίδιου κράτους μέλους. Επιπλέον, η προϋπόθεση αυτή προκύπτει σαφώς από την απόδοση της εν λόγω διατάξεως στα γερμανικά στο κείμενο του κανονισμού το οποίο εφαρμόζεται ratione temporis κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης και, ιδίως, από τη φράση «die von einem anderen auf dem Hoheitsgebiet desselben Mitgliedstaats ansässigen Hersteller erzeugt worden sind».

36

Τέλος, στο μέτρο που κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2670/81 απαιτείται η ζάχαρη που χρησιμοποιείται για την υποκατάσταση να έχει παραχθεί από άλλη βιομηχανία εγκατεστημένη στο ίδιο κράτος μέλος, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η διάταξη αυτή είναι έγκυρη βάσει του δικαίου της Ένωσης και, ιδίως, από την άποψη των κανόνων του πρωτογενούς δικαίου σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, ήτοι των άρθρων 34 ΣΛΕΕ και 35 ΣΛΕΕ.

37

Πράγματι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η απαγόρευση των ποσοτικών περιορισμών, καθώς και των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος, που προβλέπεται στα άρθρα 34 ΣΛΕΕ και 35 ΣΛΕΕ, ισχύει όχι μόνο για τα εθνικά μέτρα αλλά και για τα μέτρα που προέρχονται από τα όργανα της Ένωσης (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Denkavit Nederland, 15/83, EU:C:1984:183, σκέψη 15· Meyhui, C‑51/93, EU:C:1994:312, σκέψη 11· Kieffer και Thill, C‑114/96, EU:C:1997:316, σκέψη 27, καθώς και Alliance for Natural Health κ.λπ., C‑154/04 και C‑155/04, EU:C:2005:449, σκέψη 47).

38

Διαπιστώνεται, όμως, ότι η προϋπόθεση που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2670/81, κατά την οποία η ζάχαρη που χρησιμοποιείται για την υποκατάσταση πρέπει να έχει παραχθεί από βιομήχανο που είναι εγκατεστημένος στο ίδιο κράτος μέλος, ακόμη και αν αποτελεί περιορισμό υπό την έννοια των άρθρων 34 ΣΛΕΕ και 35 ΣΛΕΕ, είναι, σε κάθε περίπτωση, δικαιολογημένη, δεδομένου ότι αποτελεί αναγκαία συνέπεια του συστήματος ποσοστώσεων που θεσπίζει ο βασικός κανονισμός.

39

Όπως προκύπτει από την τρίτη, τη δέκατη και τη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη του βασικού κανονισμού, το καθεστώς των ποσοστώσεων αποτελεί ένα από τα μέτρα της ΚΟΑ ζάχαρης με τελικό σκοπό τη σταθεροποίηση της αγοράς της Ένωσης και, επομένως, μεταξύ άλλων, την εξασφάλιση των αναγκαίων εγγυήσεων όσον αφορά την απασχόληση και το βιοτικό επίπεδο στη ζαχαροβιομηχανία της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό οι εθνικές ποσοστώσεις εξασφαλίζουν στους βιομηχάνους τις κοινοτικές τιμές και τη διάθεση της παραγωγής τους (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Koninklijke Coöperatie Cosun κατά Επιτροπής, C‑68/05 P, EU:C:2006:674, σκέψεις 59 και 62, καθώς και διάταξη Isera & Scaldis Sugar κ.λπ., C‑154/12, EU:C:2013:101, σκέψη 46).

40

Προς τούτο ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως, να κατανέμεται από τα κράτη μέλη η παραγωγή ζάχαρης στην Ένωση. Απόκειται, έτσι, σε κάθε κράτος μέλος να κατανείμει, υπό τη μορφή ποσοστώσεων Α και Β, τις βασικές ποσοστώσεις που του έχουν αναγνωριστεί, στις βιομηχανίες που είναι εγκατεστημένες στο έδαφός του προκειμένου να ρυθμιστεί η παραγωγή ζάχαρης στην επικράτειά του.

41

Η υποκατάσταση, κατά την εξαγωγή, ζάχαρης Γ μεταξύ βιομηχανιών που είναι εγκατεστημένες σε διαφορετικά κράτη μέλη, οι οποίες υπάγονται στο πλαίσιο διαφορετικών εθνικών ποσοστώσεων, θα μπορούσε, όμως, να διαταράξει τη δομή του συστήματος ποσοστώσεων παραγωγής που θεσπίζει ο βασικός κανονισμός. Συγκεκριμένα, υποκατάσταση, κατά την εξαγωγή, ζάχαρης Γ, όπως περιγράφεται στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως, θα συνεπαγόταν, εκ των πραγμάτων, μεταβίβαση ποσοστώσεων από τη βιομηχανία που παρέχει τη ζάχαρη με την οποία γίνεται η υποκατάσταση προς τη βιομηχανία που προβαίνει στην υποκατάσταση. Κατά συνέπεια, οι ποσοστώσεις των δύο αυτών βιομηχανιών δεν θα συνέπιπταν πλέον με τις ποσοστώσεις που τους είχαν χορηγηθεί αρχικά από τα οικεία κράτη μέλη σύμφωνα με τη βασική ποσόστωση.

42

Επομένως, η προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2670/81 δεν αντιβαίνει στις απαγορεύσεις των άρθρων 34 ΣΛΕΕ και 35 ΣΛΕΕ.

43

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο πρώτο και στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 1998/78 σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2670/81 έχουν την έννοια ότι σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, στην οποία βιομήχανος επιθυμεί να υποκαταστήσει κατά την εξαγωγή ποσότητα ζάχαρης Γ με ίση ποσότητα ζάχαρης ποσοστώσεως η οποία έχει παραχθεί από άλλον βιομήχανο, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στη δεύτερη διάταξη στο πλαίσιο της αποδόσεως των εξόδων αποθεματοποιήσεως. Κατά τις προϋποθέσεις αυτές απαιτείται, μεταξύ άλλων, η ζάχαρη που χρησιμοποιείται για την υποκατάσταση να έχει παραχθεί από άλλη βιομηχανία η οποία είναι εγκατεστημένη στην επικράτεια του ίδιου κράτους μέλους. Από την εξέταση των υποβληθέντων ερωτημάτων δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που θα μπορούσε να επηρεάσει το κύρος της εν λόγω διατάξεως.

Επί του δεύτερου και του τρίτου ερωτήματος

44

Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 1998/78 και το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2670/81 έχουν την έννοια ότι για τη νόμιμη υποκατάσταση, κατά την εξαγωγή, ζάχαρης Γ θέτουν ως προϋπόθεση να γίνει «πραγματική αντικατάσταση» μεταξύ της αρχικής ποσότητας ζάχαρης Γ και της ποσότητας ζάχαρης που χρησιμοποιείται για την υποκατάσταση.

45

Υπενθυμίζεται εξ αρχής ότι, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 1998/78 προσδιορίζει, απλώς, το χρονικό σημείο από το οποίο μια ποσότητα ζάχαρης Γ που υποκαθίσταται νόμιμα από ζάχαρη ποσοστώσεως πρέπει να θεωρηθεί, για τον υπολογισμό της αποδόσεως των εξόδων αποθεματοποιήσεως, ως ζάχαρη επιλέξιμη για την απόδοση. Οι προϋποθέσεις που αφορούν τη νομιμότητα της υποκαταστάσεως, κατά την εξαγωγή, ζάχαρης Γ από ζάχαρη ποσοστώσεως που έχει παραχθεί από άλλο βιομήχανο προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2670/81.

46

Όσον αφορά την ανωτέρω διάταξη, διαπιστώνεται ότι μεταξύ των προϋποθέσεων που θέτει, οι οποίες υπομνήσθηκαν στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως, δεν συγκαταλέγεται η προϋπόθεση να γίνεται πραγματική αντικατάσταση μεταξύ της αρχικής ποσότητας ζάχαρης και της ποσότητας ζάχαρης που χρησιμοποιείται για την υποκατάσταση. Επομένως, η εν λόγω διάταξη δεν επιβάλλει να γίνει πραγματική αντικατάσταση.

47

Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι, όπως προέβαλαν η Pfeifer & Langen και το BLE στις γραπτές τους παρατηρήσεις, η λευκή ζάχαρη είναι ομοιογενές προϊόν, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν ορατές διαφορές μεταξύ της αρχικής ζάχαρης Γ και της ζάχαρης με την οποία υποκαθίσταται.

48

Εξάλλου, από την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2670/81 προκύπτει ότι ο μηχανισμός υποκατάστασης της ζάχαρης Γ κατά την εξαγωγή επιτρέπει σε βιομήχανο να τηρήσει την υποχρέωση εξαγωγής της ζάχαρης Γ εξάγοντας ζάχαρη η οποία δεν έχει παραχθεί από την ίδιο. Θα ήταν αντίθετη προς τον σκοπό αυτό η απαίτηση να γίνεται πραγματική αντικατάσταση των υποκαθιστώμενων ποσοτήτων ζάχαρης.

49

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, στο δεύτερο και το τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 1998/78 και το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2670/81 έχουν την έννοια ότι δεν θέτουν ως προϋπόθεση για τη νομιμότητα της υποκατάστασης ζάχαρης κατά την εξαγωγή ο βιομήχανος να προβεί σε πραγματική αντικατάσταση της αρχικής ποσότητας ζάχαρης Γ από την ποσότητα ζάχαρης με την οποία αυτή υποκαθίσταται.

Επί των δικαστικών εξόδων

50

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1998/78 της Επιτροπής, της 18ης Αυγούστου 1978, περί των λεπτομερειών εφαρμογής του συστήματος αντισταθμίσεως των εξόδων αποθεματοποιήσεως στον τομέα της ζάχαρης, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EOK) 1714/88 της Επιτροπής, της 13ης Ιουνίου 1988, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2670/81 της Επιτροπής, της 14ης Σεπτεμβρίου 1981, για τη θέσπιση των λεπτομερειών εφαρμογής για την εκτός ποσοστώσεως παραγωγή στον τομέα της ζάχαρης, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EOK) 3892/88 της Επιτροπής, της 14ης Δεκεμβρίου 1988, έχουν την έννοια ότι σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, στην οποία βιομήχανος επιθυμεί να υποκαταστήσει κατά την εξαγωγή ποσότητα ζάχαρης Γ με ίση ποσότητα ζάχαρης ποσοστώσεως η οποία έχει παραχθεί από άλλο βιομήχανο, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στη δεύτερη διάταξη στο πλαίσιο της αποδόσεως των εξόδων αποθεματοποιήσεως. Κατά τις προϋποθέσεις αυτές απαιτείται, μεταξύ άλλων, η ζάχαρη που χρησιμοποιείται για την υποκατάσταση να έχει παραχθεί από άλλο βιομήχανο ο οποίος είναι εγκατεστημένος στην επικράτεια του ίδιου κράτους μέλους. Από την εξέταση των υποβληθέντων ερωτημάτων δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που θα μπορούσε να επηρεάσει το κύρος της εν λόγω διατάξεως.

 

2)

Το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 1998/78 και το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2670/81 έχουν την έννοια ότι δεν θέτουν ως προϋπόθεση για τη νομιμότητα της υποκατάστασης ζάχαρης κατά την εξαγωγή ο βιομήχανος να προβεί σε πραγματική αντικατάσταση της αρχικής ποσότητας ζάχαρης Γ με την ποσότητα ζάχαρης με την οποία αυτή υποκαθίσταται.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top