EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014CJ0238

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 26ης Φεβρουαρίου 2015.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου.
Παράβαση κράτους μέλους — Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 1999/70/ΕΚ — Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου συναφθείσα από τη CES, την UNICE και το CEEP — Συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος — Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου — Ρήτρα 5, σημείο 1 — Μέτρα για την πρόληψη της καταχρήσεως των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου — Έννοια των «αντικειμενικών λόγων» που δικαιολογούν τις συμβάσεις αυτές.
Υπόθεση C-238/14.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:128

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 26ης Φεβρουαρίου 2015 ( *1 )

«Παράβαση κράτους μέλους — Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 1999/70/ΕΚ — Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου συναφθείσα από τη CES, την UNICE και το CEEP — Συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος — Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου — Ρήτρα 5, σημείο 1 — Μέτρα για την πρόληψη της καταχρήσεως των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου — Έννοια των “αντικειμενικών λόγων” που δικαιολογούν τις συμβάσεις αυτές»

Στην υπόθεση C‑238/14,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, ασκηθείσα στις 13 Μαΐου 2014,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Enegren και D. Martin, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, εκπροσωπούμενου από την D. Holderer,

καθού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, A. Ó Caoimh (εισηγητή), C. Toader, E. Jarašiūnas και C. G. Fernlund, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: V. Tourrès, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, διατηρώντας σε ισχύ παρεκκλίσεις από τα μέτρα που έχουν ως σκοπό την πρόληψη της καταχρήσεως των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, οι οποίες συνάπτονται με τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία‑πλαίσιο) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου η οποία συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ L 175, σ. 43).

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

2

Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 1999/70, η εν λόγω οδηγία αποσκοπεί «στην υλοποίηση της συμφωνίας-πλαισίου […], που εμφαίνεται στο παράρτημα και η οποία συνήφθη […] μεταξύ διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα (CES, UNICE και CEEP)».

3

Τα σημεία 6 έως 8 και 10 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας‑πλαισίου έχουν ως εξής:

«6.

εκτιμώντας ότι οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου αποτελούν τη γενική μορφή εργασιακών σχέσεων και συμβάλλουν στην ποιότητα ζωής των εργαζομένων και βελτιώνουν την απόδοση·

7.

εκτιμώντας ότι η χρήση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου βάσει αντικειμενικών λόγων είναι ένας τρόπος για να προληφθεί η κατάχρηση·

8.

εκτιμώντας ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της απασχόλησης σε ορισμένους τομείς, επαγγέλματα και δραστηριότητες που μπορεί να εξυπηρετεί και τους εργοδότες και τους εργαζομένους·

[...]

10.

εκτιμώντας ότι η παρούσα συμφωνία παραπέμπει στα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών αρχών της, των ελάχιστων απαιτήσεων και διατάξεων, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση σε κάθε κράτος μέλος, και οι ιδιαίτερες συνθήκες ορισμένων τομέων και επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποχιακής φύσης».

4

Σύμφωνα με το γράμμα της ρήτρας 1 της συμφωνίας‑πλαισίου, η συμφωνία‑πλαίσιο σκοπό έχει την καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου.

5

Κατά τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία τιτλοφορείται «Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης»:

«1.

Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)

αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας,

β)

τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου,

γ)

τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.

2.

Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου:

α)

θεωρούνται “διαδοχικές”·

β)

χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.»

Το λουξεμβουργιανό δίκαιο

Ο εργατικός κώδικας

6

Το άρθρο L. 121-2 του εργατικού κώδικα, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 1 του κεφαλαίου I του τίτλου II του κώδικα αυτού, με τίτλο «Γενικές διατάξεις», προβλέπει:

«Η σύμβαση εργασίας συνάπτεται χωρίς να προσδιορίζεται η διάρκειά της.

Ωστόσο, στις περιπτώσεις και υπό τις συνθήκες του κεφαλαίου 3 του παρόντος τίτλου, μπορεί να συνεπάγεται συγκεκριμένη διάρκεια καθοριζόμενη επακριβώς μετά τη σύναψη της εν λόγω συμβάσεως ή προκύπτουσα από την υλοποίηση του σκοπού για τον οποίο συνήφθη.»

7

Το άρθρο L. 122-1 του κώδικα αυτού, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 1 του κεφαλαίου II του τίτλου II αυτού, με τίτλο «Χρήση της συμβάσεως ορισμένου χρόνου», ορίζει:

«(1)   Η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου μπορεί να συναφθεί για την εκτέλεση συγκεκριμένης και μη διαρκούς εργασίας· δεν μπορεί να έχει ως αντικείμενο τη μόνιμη πλήρωση θέσεως εργασίας συνδεόμενης με τη συνήθη και μόνιμη δραστηριότητα της επιχειρήσεως.

(2)   Μεταξύ άλλων, κατά τις διατάξεις της παραγράφου (1), ως συγκεκριμένη και μη διαρκής εργασία θεωρούνται:

1.

η αντικατάσταση μισθωτού εργαζομένου ο οποίος απουσιάζει προσωρινώς ή του οποίου έχει ανασταλεί η σύμβαση εργασίας για λόγους πλην συλλογικής διαφοράς εργασίας ή μη υπάρξεως εργασίας για οικονομικούς λόγους ή λόγω καιρικών συνθηκών, καθώς και η αντικατάσταση μισθωτού εργαζομένου με σύμβαση αορίστου χρόνου του οποίου κενώθηκε η θέση, εν αναμονή της πραγματικής αναλήψεως καθηκόντων του εργαζομένου ο οποίος εκλήθη να αντικαταστήσει αυτόν του οποίου έληξε η σύμβαση·

2.

η εποχιακή απασχόληση, καθοριζόμενη με διάταγμα του Μεγάλου Δούκα·

3.

οι θέσεις εργασίες για τις οποίες, σε ορισμένους τομείς δραστηριότητας, παγίως δεν χρησιμοποιείται σύμβαση αορίστου χρόνου λόγω της φύσεως της ασκούμενης δραστηριότητας ή του εκ φύσεως προσωρινού χαρακτήρα των θέσεων αυτών εργασίας, ο δε κατάλογος των εν λόγω τομέων και θέσεων εργασίας καθορίζεται με διάταγμα του Μεγάλου Δούκα·

4.

η εκτέλεση περιστασιακής και συγκεκριμένης εργασίας, η οποία δεν εμπίπτει στο πλαίσιο της συνήθους δραστηριότητας της επιχειρήσεως·

5.

η εκτέλεση συγκεκριμένης και μη διαρκούς εργασίας σε περίπτωση επελεύσεως προσωρινής και εξαιρετικής αυξήσεως της δραστηριότητας της επιχειρήσεως ή σε περίπτωση επανεκκινήσεως ή επεκτάσεως της επιχειρήσεως·

6.

η εκτέλεση επειγουσών εργασιών η οποία κατέστη αναγκαία για την πρόληψη ατυχημάτων, αποκατάσταση της ελλείψεως υλικών, διοργάνωση μέτρων διαφυλάξεως των εγκαταστάσεων ή κτιρίων της επιχειρήσεως προς αποφυγή κάθε ζημίας της επιχειρήσεως ή του προσωπικού της·

7.

η θέση ανέργου εγγεγραμμένου στην “Υπηρεσία για την προαγωγή της απασχόλησης” ήτοι στο πλαίσιο μέτρου εντάξεως ή επανεντάξεως στην ενεργό ζωή, δηλαδή να ανήκει σε κατηγορία ανέργων οι οποίοι κρίθηκαν επιλέξιμοι για πρόσληψη μέσω συμβάσεως ορισμένου χρόνου, καθοριζόμενη με διάταγμα του Μεγάλου Δούκα, το οποίο θα εκδοθεί κατόπιν γνωμοδοτήσεως του Συμβουλίου Επικρατείας και εγκρίσεως από τη Διάσκεψη των Προέδρων του Κοινοβουλίου. Στα κριτήρια που καθορίζουν τις κατηγορίες των επιλέξιμων ανέργων συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, η ηλικία, η κατάρτιση και η διάρκεια εγγραφής ως ανέργων καθώς και το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ο άνεργος·

8.

η εργασία προορίζεται να διευκολύνει την πρόσληψη ορισμένων κατηγοριών αιτούντων εργασία·

9.

η εργασία για την οποία ο εργοδότης δεσμεύεται να διασφαλίσει συμπληρωματική επαγγελματική κατάρτιση στον μισθωτό εργαζόμενο.

[...]

(3)   Κατά παρέκκλιση των προηγουμένων παραγράφων (1) και (2), συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μπορούν να είναι:

[...]

2.

οι συμβάσεις εργασίας που συνάπτονται με τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος, όπως καθορίζονται στο άρθρο 3 του [νόμου της 30ής Ιουλίου 1999 σχετικά με α) το καθεστώς του ανεξάρτητου επαγγελματία καλλιτέχνη και του συμβασιούχου ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος β) την προαγωγή της καλλιτεχνικής δημιουργίας, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 26ης Μαΐου 2004 (στο εξής: τροποποιηθείς νόμος της 30ής Ιουλίου 1999)], είτε με επιχείρηση θεαμάτων, είτε στο πλαίσιο κινηματογραφικής, οπτικοακουστικής, θεατρικής ή μουσικής παραγωγής.

[...]»

8

Το άρθρο L. 122‑3 του εν λόγω κώδικα, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 3 του κεφαλαίου II του τίτλου II του κώδικα αυτού, με τίτλο «Διάρκεια της συμβάσεως ορισμένου χρόνου», προβλέπει:

«(1)   Η συναφθείσα για ορισμένο χρόνο σύμβαση πρέπει να περιλαμβάνει επακριβώς καθορισμένη διάρκεια από τη σύναψή της.

Εντούτοις, μπορεί να μην περιλαμβάνει επακριβώς καθορισμένη διάρκεια, όταν συνάπτεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

1.

προς αντικατάσταση μισθωτού εργαζομένου απόντος ή του οποίου έχει ανασταλεί η σύμβαση εργασίας, για άλλον λόγο πλην συλλογικής διαφοράς εργασίας, ή προς αντικατάσταση μισθωτού εργαζομένου του οποίου κενώθηκε η θέση, πριν από την ανάληψη υπηρεσίας του διαδόχου του·

2.

για θέσεις εργασίας εποχιακού χαρακτήρα·

3.

για θέσεις εργασίες για τις οποίες παγίως δεν χρησιμοποιείται σύμβαση αορίστου χρόνου λόγω της φύσεως της ασκούμενης δραστηριότητας ή του εκ φύσεως προσωρινού χαρακτήρα της εργασίας αυτής.

Στις περιπτώσεις αυτές, όταν η σύμβαση δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένη διάρκεια, πρέπει να συνάπτεται για μια ελάχιστη διάρκεια και λήγει όταν αίρεται το κώλυμα του απόντος μισθωτού ή επιτυγχάνεται ο σκοπός για τον οποίο συνήφθη.

[...]»

9

Το άρθρο L. 122-4 του ίδιου κώδικα, που περιλαμβάνεται στο τμήμα 3, έχει ως εξής:

«(1)   Εξαιρουμένης της συμβάσεως εποχιακού χαρακτήρα, η διάρκεια της συναφθείσας βάσει του άρθρου L. 122-1 συμβάσεως ορισμένου χρόνου δεν μπορεί, για τον ίδιο μισθωτό, να υπερβεί τους είκοσι τέσσερις μήνες, συμπεριλαμβανομένων των ανανεώσεων.

[...]»

10

Το άρθρο L. 122-5 του εργατικού κώδικα, που περιλαμβάνεται στο τμήμα 4 του κεφαλαίου II του τίτλου II του κώδικα αυτού, με τίτλο «Ανανέωση της συμβάσεως ορισμένου χρόνου», προβλέπει:

«(1)   Η σύμβαση ορισμένου χρόνου μπορεί να ανανεωθεί δις για συγκεκριμένη χρονική διάρκεια.

Η αρχή της ανανεώσεως και/ή οι συνθήκες της ανανεώσεως πρέπει να αποτελούν το αντικείμενο ρήτρας της αρχικής συμβάσεως εργασίας ή μεταγενέστερης τροποποιήσεως της συμβάσεως αυτής.

Αν δεν υπάρξει έγγραφο σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η ανανεωθείσα σύμβαση εργασίας τεκμαίρεται ως αορίστου χρόνου και δεν χωρεί απόδειξη περί του αντιθέτου.

[…]

(3)   Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του παρόντος άρθρου, μπορούν να ανανεωθούν περισσότερες από δύο φορές, ακόμα και για συνολική διάρκεια υπερβαίνουσα τους είκοσι τέσσερις μήνες, χωρίς να θεωρηθούν συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου τις οποίες συνάπτουν:

[...]

2.

οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος, όπως καθορίζονται στο άρθρο 4 του [τροποποιηθέντος νόμου της 30ής Ιουλίου 1999]·

[...]».

11

Κατά το άρθρο L. 122-6 του κώδικα αυτού, που περιλαμβάνεται στο τμήμα 5 του κεφαλαίου II του τίτλου II του κώδικα αυτού, με τίτλο «Διαδοχή των συμβάσεων»:

«Αν η σχέση εργασίας εξακολουθεί μετά τη λήξη της συμβάσεως ορισμένου χρόνου, η εν λόγω σύμβαση καθίσταται αορίστου χρόνου.»

Ο τροποποιηθείς νόμος της 30ής Ιουλίου 1999

12

Το άρθρο 3 του τροποποιηθέντος νόμου της 30ής Ιουλίου 1999, με τίτλο «Αναγνώριση του καθεστώτος του ανεξάρτητου επαγγελματία καλλιτέχνη», προβλέπει:

«Η αναγνώριση του καθεστώτος του ανεξάρτητου επαγγελματία καλλιτέχνη μπορεί να γίνει με γραπτή αίτηση προς τον επιφορτισμένο με τον πολιτισμό Υπουργό (στο εξής αποκαλούμενος Υπουργός). Στην αίτηση αυτή επισυνάπτεται φάκελος του οποίου το περιεχόμενο καθορίζεται με διάταγμα του Μεγάλου Δούκα.

Ο Υπουργός χορηγεί το καθεστώς στα άτομα που πληρούν τα θεσπισθέντα με τον παρόντα νόμο κριτήρια τουλάχιστον τρία συναπτά έτη πριν από την αίτησή τους, και αφού δοθεί η γνωμοδότηση της θεσπισθείσας με τον παρόντα νόμο συμβουλευτικής επιτροπής.

Η ελάχιστη περίοδος των τριών συναπτών ετών πριν από την αίτηση επεκτείνεται σε δώδεκα μήνες για τα άτομα που μπορούν να επικαλεστούν επίσημο τίτλο χορηγηθέντα κατόπιν εξειδικευμένων σπουδών σε έναν από τους κλάδους που αφορά ο παρών νόμος.

Η αναγνώριση αυτή ισχύει για [είκοσι τέσσερις] μήνες. Μετά τη λήξη της, μπορεί να ανανεωθεί με γραπτή αίτηση προς τον υπουργό. Βάσει γνωμοδοτήσεως της συμβουλευτικής επιτροπής, ο υπουργός ανανεώνει την αναγνώριση στα άτομα τα οποία πληρούν τα τεθέντα με τον παρόντα νόμο κριτήρια μετά την αναγνώρισή τους ως ανεξαρτήτων επαγγελματιών καλλιτεχνών, και μετά την ανανέωση της αναγνωρίσεως αυτής, αντιστοίχως. Πριν από τη λήψη της εν λόγω αποφάσεως, ο υπουργός μπορεί να αποφασίσει, βάσει γνωμοδοτήσεως της συμβουλευτικής επιτροπής, ότι ο αιτών πρέπει να προσκομίσει πλήρη νέο φάκελο ή τμήμα αυτού, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου.

Κατά των αποφάσεων του Υπουργού μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως.»

13

Το άρθρο 4 του τροποποιηθέντος νόμου της 30ής Ιουλίου 1999, με τίτλο «Ορισμός του συμβασιούχου ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος», έχει ως εξής:

«Συμβασιούχος ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος είναι ο καλλιτέχνης ή ο τεχνικός σκηνής ή στούντιο, ο οποίος ασκεί τη δραστηριότητά του κυρίως είτε για λογαριασμό επιχειρήσεως θεαμάτων, είτε στο πλαίσιο, μεταξύ άλλων, κινηματογραφικής, οπτικοακουστικής, θεατρικής ή μουσικής παραγωγής, και προσφέρει τις υπηρεσίες του έναντι μισθού, αποδοχών ή αμοιβής βάσει συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου ή συμβάσεως επιχειρήσεως.»

Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

14

Στις 12 Μαρτίου 2009, η Επιτροπή απηύθυνε στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου έγγραφο με το οποίο κάλεσε το εν λόγω κράτος μέλος, όσον αφορά τον εργατικό κώδικα, να διευκρινίσει, σε σχέση με τη συμφωνία-πλαίσιο, ορισμένα σημεία του λουξεμβουργιανού δικαίου τα οποία αφορούν, πρώτον, τη μη ύπαρξη ορισμού της έννοιας του «αντίστοιχου εργαζόμενου αορίστου χρόνου», δεύτερον, την ύπαρξη παρεκκλίσεων από τα μέτρα προλήψεως της καταχρήσεως των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου και, τρίτον, τη μη ύπαρξη υποχρεώσεως των εργοδοτών να παράσχουν στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου πληροφορίες για τις ευκαιρίες απασχολήσεως.

15

Επειδή δεν υπήρξε απάντηση στο έγγραφο αυτό, την 1η Οκτωβρίου 2010 η Επιτροπή απηύθυνε έγγραφο οχλήσεως στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου. Με έγγραφο της 20ής Δεκεμβρίου 2010, το εν λόγω κράτος μέλος απάντησε στο έγγραφο οχλήσεως.

16

Η Επιτροπή, κρίνοντας εν μέρει μόνον ικανοποιητική την απάντηση του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, του κοινοποίησε συμπληρωματικό έγγραφο οχλήσεως, με ημερομηνία της 1ης Οκτωβρίου 2012, με το οποίο το θεσμικό αυτό όργανο επισήμανε ότι δεν θα εμμείνει στην πρώτη αιτίασή του. Αντιθέτως, όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, το εν λόγω θεσμικό όργανο έκρινε ότι στην απάντηση των λουξεμβουργιανών αρχών δεν προσδιοριζόταν τίνι τρόπω οι συμβάσεις εργασίας σχετικά με δύο κατηγορίες εργαζομένων, ήτοι του εκπαιδευτικού-ερευνητικού προσωπικού του Πανεπιστημίου του Λουξεμβούργου και των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος, υπόκεινται σε περιορισμούς όσον αφορά την ανανέωσή τους, προκειμένου να αποφεύγεται η κατάχρηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας. Η Επιτροπή επανέλαβε επίσης την τρίτη αιτίαση, σχετικά με τη μη υποχρέωση των εργοδοτών να παράσχουν στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου πληροφορίες για τις ευκαιρίες απασχολήσεως.

17

Επειδή δεν υπήρξε απάντηση στο εν λόγω συμπληρωματικό έγγραφο οχλήσεως, η Επιτροπή κοινοποίησε, στις 26 Απριλίου 2013, αιτιολογημένη γνώμη στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, με την οποία ενέμενε στη δεύτερη και στην τρίτη αιτίαση. Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου απάντησε στην αιτιολογημένη αυτή γνώμη στις 10 Ιουλίου 2013.

18

Η Επιτροπή, επειδή δεν έκρινε ικανοποιητική την απάντηση του κράτους μέλους αυτού, αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

Επί της προσφυγής

Επιχειρήματα των διαδίκων

19

Εισαγωγικώς, η Επιτροπή εφιστά την προσοχή του Δικαστηρίου επί του περιορισμού του αντικειμένου της προσφυγής της σε σχέση με το περιεχόμενο της αιτιολογημένης γνώμης, εφόσον απέσυρε τις αιτιάσεις της σχετικά, αφενός, με το εκπαιδευτικό-ερευνητικό προσωπικό του Πανεπιστημίου του Λουξεμβούργου και, αφετέρου, τη μη υποχρέωση των εργοδοτών να παράσχουν στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου πληροφορίες για τις ευκαιρίες απασχολήσεως στην επιχείρησή τους, εφόσον οι λουξεμβουργιανές αρχές απέδειξαν ότι το εν λόγω προσωπικό ετύγχανε προστασίας κατά της καταχρήσεως των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου και κοινοποίησαν στην Επιτροπή τις νομοθετικές διατάξεις που θέτουν τέρμα στην προσαπτόμενη παράβαση όσον αφορά την εν λόγω υποχρέωση παροχής πληροφοριών.

20

Συνεπώς, η παρούσα προσφυγή αφορά αποκλειστικώς την εκ μέρους του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου αθέτηση των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχει από το άρθρο 5 της συμφωνίας-πλαισίου καθόσον το εν λόγω κράτος μέλος διατηρεί σε ισχύ παρεκκλίσεις από τα μέτρα προλήψεως της καταχρήσεως των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου οι οποίες συνάπτονται με τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος.

21

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 5 της συμφωνίας-πλαισίου, το οποίο επιβάλλει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα για την πρόληψη της καταχρήσεως των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, μεταφέρθηκε στο λουξεμβουργιανό δίκαιο με το άρθρο L. 122-4 του εργατικού κώδικα, το οποίο ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι «[ε]ξαιρουμένης της συμβάσεως εποχιακού χαρακτήρα, η διάρκεια της συναφθείσας βάσει του άρθρου L. 122-1 συμβάσεως ορισμένου χρόνου δεν μπορεί, για τον ίδιο μισθωτό, να υπερβεί τους είκοσι τέσσερις μήνες, περιλαμβανομένων των ανανεώσεων». Πάντως, το άρθρο L. 122‑5 του κώδικα αυτού προβλέπει, στην παράγραφο 3, ότι «[κ]ατά παρέκκλιση των διατάξεων του παρόντος άρθρου, μπορούν να ανανεωθούν περισσότερες από δύο φορές, ακόμα και για συνολική διάρκεια υπερβαίνουσα τους είκοσι τέσσερις μήνες, χωρίς να θεωρηθούν συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου τις οποίες συνάπτουν: [...] 2. οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος, όπως καθορίζονται στο άρθρο 4 του [τροποποιηθέντος νόμου της 30ής Ιουλίου 1999]».

22

Επομένως, η Επιτροπή τονίζει ότι, όσον αφορά τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος, το λουξεμβουργιανό δίκαιο δεν προβλέπει κανένα αντικειμενικό λόγο για την πρόληψη της καταχρήσεως των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Με την απάντησή του στο έγγραφο οχλήσεως, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου απλώς προέβαλε ότι οι συναπτόμενες με τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος συμβάσεις, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου L. 122-5 του εργατικού κώδικα, «υπόκεινται σε κάθε περίπτωση στα όρια που θέτει το άρθρο L. 122-1, παράγραφοι (1) και (2)». Εντούτοις, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, αντιθέτως, οι διατάξεις αυτές αποκλείουν τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος από κάθε προστασία. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τους εν λόγω εργαζομένους, οι συμβάσεις, κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις, δεν υπόκεινται ούτε στην απαίτηση υπάρξεως αντικειμενικού λόγου δικαιολογούντος την ανανέωση των συμβάσεων εργασίας τους ορισμένου χρόνου, ούτε σε περιορισμό των ανανεώσεων των συμβάσεων αυτών, ούτε σε περιορισμό της σωρευθείσας διάρκειας των εν λόγω συμβάσεων.

23

Απαντώντας στην αιτιολογημένη γνώμη, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου μετέβαλε τη φύση της επιχειρηματολογίας του διατεινόμενο ότι, «για τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι πρόκειται για τομέα δραστηριότητας όπου παγίως δεν χρησιμοποιείται η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λόγω της φύσεως της ασκούμενης δραστηριότητας και του εκ φύσεως προσωρινού χαρακτήρα των θέσεων αυτών εργασίας». Ωστόσο, η Επιτροπή αμφισβητεί την ανάλυση αυτή λαμβανομένου υπόψη του γράμματος της λουξεμβουργιανής νομοθεσίας.

24

Πρώτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το γράμμα του κεφαλαίου II του τίτλου II του εργατικού κώδικα, για τη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, τονίζει ότι η εργασία των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος αναγνωρίζεται ως μη συνεπαγόμενη κατ’ ανάγκην την εκτέλεση συγκεκριμένων και μη διαρκών καθηκόντων. Συγκεκριμένα, η παράγραφος 1 του άρθρου L. 122‑1 του κώδικα αυτού θεσπίζει τον κανόνα ότι οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου μπορούν, κατ’ εξαίρεση, να συνάπτονται για την εκτέλεση συγκεκριμένων και μη διαρκών καθηκόντων, ενώ η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού μνημονεύει πλείονα παραδείγματα εφαρμογής του κανόνα αυτού. Αντιθέτως, η παράγραφος 3 του εν λόγω άρθρου προβλέπει ότι οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος μπορούν επίσης να συνάπτουν συμβάσεις ορισμένου χρόνου «κατά παρέκκλιση των προηγουμένων παραγράφων (1) και (2)». Η Επιτροπή εκτιμά ότι έπεται ευλόγως ότι το άρθρο L. 122-1, παράγραφος 3, του κώδικα αυτού καθιστά δυνατή τη σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου με τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος για την εκτέλεση γενικότερων και/ή διαρκών ή μόνιμων καθηκόντων.

25

Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 4 του τροποποιηθέντος νόμου της 30ής Ιουλίου 1999 περιλαμβάνει, ως μόνο κριτήριο ορισμού του «συμβασιούχου ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος», μνεία του είδους της συμβατικής σχέσεως χωρίς να λαμβάνει υπόψη την πραγματική φύση των ασκουμένων δραστηριοτήτων. Επομένως, ο ορισμός αυτός καθιστά δυνατή την πρόσληψη συμβασιούχων ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος σε θέσεις εργασίας που δεν είναι προσωρινής φύσεως.

26

Συναφώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι, ακόμα και αν, για ένα μεγάλο μέρος των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος, η πρόσληψή τους με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου μπορεί να δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, δηλαδή, το γεγονός ότι οι εν λόγω συμβάσεις συνάπτονται σε σχέση με συγκεκριμένο σχέδιο, στον τομέα του θεάματος, πλείονες εργαζόμενοι όπως, παραδείγματος χάρη, τα μόνιμα μέλη μιας ορχήστρας και τα μέλη της βασικής ομάδας θεατρικού ομίλου ή τηλεοπτικού σταθμού, προσλαμβάνονται σε μόνιμη βάση από τον εργοδότη. Οι εργαζόμενοι αυτοί είναι επίσης «συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος», κατά τον ορισμό του λουξεμβουργιανού δικαίου, καθόσον η συμβατική σχέση με τον εργοδότη τους πληροί τα κριτήρια του τροποιηθέντος νόμου της 30ής Ιουλίου 1999.

27

Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο κατά το λουξεμβουργιανό δίκαιο ορισμός του συμβασιούχου ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος δεν απαιτεί την ύπαρξη αντικειμενικών λόγων δικαιολογούντων την ανανέωση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας‑πλαισίου, και, εξάλλου, δεν υφίσταται κανένα στοιχείο βάσει του οποίου μπορεί να γίνει διάκριση των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος που έχουν προσληφθεί σε μόνιμη βάση από τους εργαζομένους που ασκούν τη δραστηριότητά τους σε άλλους τομείς της οικονομίας, στους οποίους υφίσταται επίσης μεγάλη διακύμανση του φόρτου εργασίας.

28

Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου αμφισβητεί την ύπαρξη της προσαπτομένης παραβάσεως.

29

Κατ’ αρχάς, όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του άρθρου L. 122‑5, παράγραφος 3, του εργατικού κώδικα, το εν λόγω κράτος μέλος αμφισβητεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι οι προσληφθέντες σε μόνιμη βάση στον τομέα του θεάματος εργαζόμενοι έχουν την ιδιότητα του «συμβασιούχου ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος», κατά το λουξεμβουργιανό δίκαιο, καθόσον πληρούν τα κριτήρια του τροποποιηθέντος νόμου της 30ής Ιουλίου 1999. Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου διατείνεται ότι, για να έχει την ιδιότητα αυτή, ένας εργαζόμενος πρέπει οπωσδήποτε να ασκεί τη δραστηριότητά του στον τομέα του θεάματος κατά διαστήματα. Η διατύπωση «συμβασιούχος ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος» συνεπάγεται ότι στις περιόδους εργασίας μεσολαβούν διαστήματα μη απασχολήσεως. Επομένως, το εν λόγω κράτος μέλος εκτιμά ότι, στην πράξη, οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος μετέχουν σε ατομικά και χρονικώς περιορισμένα σχέδια, όπως το γύρισμα ενός κινηματογραφικού έργου ή η παρουσίαση ενός θεατρικού έργου.

30

Η εκτίμηση αυτή επιρρωννύεται από το γεγονός ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται στους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος σε περίπτωση ακούσιας μη απασχολήσεως, βάσει του άρθρου 7 του νόμου αυτού, υπολογίζονται σε ημερήσια βάση, αναλόγως του αριθμού των ημερών μη απασχολήσεως που διανύονται μεταξύ δύο σχεδίων, καθώς και από το γεγονός ότι το βιβλιάριο του συμβασιούχου ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 8 του εν λόγω νόμου, αποσκοπεί στην καταγραφή των ασκουμένων από τον εργαζόμενο δραστηριοτήτων σε ημερήσια βάση. Υπό τις περιστάσεις αυτές, αν το άρθρο 4 του ιδίου νόμου γίνει αντιληπτό υπό την έννοια ότι ένας μόνιμος εργαζόμενος στον τομέα του θεάματος έχει επίσης την ιδιότητα του «συμβασιούχου ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος», στερείται περιεχομένου.

31

Εξάλλου, το άρθρο 2 του κανονισμού του Μεγάλου Δουκάτου της 11ης Ιουλίου 1989 για την εφαρμογή των άρθρων L. 122‑1, L. 122‑4, L. 121‑5 και L.125‑8 του εργατικού κώδικα απαριθμεί ρητώς τους τομείς δραστηριότητας, περιλαμβανομένου του τομέα των καλλιτεχνών του θεάματος, στους οποίους μπορούν να συναφθούν συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου για θέσεις εργασίας στις οποίες παγίως δεν χρησιμοποιείται σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, λόγω της φύσεως της ασκούμενης δραστηριότητας ή του εκ φύσεως προσωρινού χαρακτήρα των θέσεων αυτών εργασίας.

32

Εν συνεχεία, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου τονίζει ότι το άρθρο L. 122‑5, παράγραφος 3, του εργατικού κώδικα λαμβάνει υπόψη κοινωνικές παραμέτρους. Συγκεκριμένα, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου της 26ης Μαΐου 2004, για την τροποποίηση του νόμου της 30ής Ιουλίου 1999 σχετικά με α) το καθεστώς του ανεξάρτητου επαγγελματία καλλιτέχνη και του συμβασιούχου ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος β) την προαγωγή της καλλιτεχνικής δημιουργίας, προκύπτει ότι, εφόσον η σύναψη συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου μπορεί να αποβεί δυσχερής για τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος και το καθεστώς του ανεξάρτητου εργαζόμενου «εξωτερικού συνεργάτη», το οποίο χρησιμοποιούν πλείονες καλλιτέχνες και τεχνικοί, είναι συχνά η αιτία επισφαλών και ασαφών εννόμων καταστάσεων, η εν λόγω διάταξη του εργατικού κώδικα έχει θεσπισθεί για να δοθεί στον συγκεκριμένο αυτό τομέα η δυνατότητα συνάψεως επαναληπτικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου χορηγώντας στον μισθωτό εργαζόμενο εγγυήσεις και οφέλη, μεταξύ άλλων, στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, των οποίων δεν τυγχάνει ο ανεξάρτητος εργαζόμενος «εξωτερικός συνεργάτης».

33

Τέλος, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου αναγνωρίζει ότι, στο λουξεμβουργιανό δίκαιο, δεν υφίσταται μέγιστη συνολική διάρκεια, κατά τη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, όσον αφορά τις διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου οι οποίες συνάπτονται με τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος, κατά το άρθρο 4 του τροποποιηθέντος νόμου της 30ής Ιουλίου 1999, ούτε περιορισμός του αριθμού των ανανεώσεων των συμβάσεων αυτών, κατά τη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο γʹ, της συμφωνίας-πλαισίου. Αντιθέτως, κατά το εν λόγω κράτος μέλος, το οποίο παραπέμπει στην απόφαση Márquez Somohano (C‑190/13, EU:C:2014:146, σκέψη 45), η κατάσταση των εργαζομένων αυτών χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη «αντικειμενικών λόγων», κατά τη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου και τη νομολογία του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, οι εν λόγω εργαζόμενοι μετέχουν σε ατομικά και χρονικώς περιορισμένα σχέδια και, από τη δυνατότητα ενός εργοδότη να ανανεώνει τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου με τους ίδιους εργαζομένους, προκύπτει ορισμένη ευελιξία καθώς και κοινωνικής φύσεως οφέλη. Περαιτέρω, η Επιτροπή δέχεται ότι η εργασία βάσει ατομικών σχεδίων συνιστά αντικειμενικό λόγο δυνάμενο να δικαιολογήσει τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Συναφώς, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο έκρινε, στην απόφαση Kücük (C‑586/10, EU:C:2012:39, σκέψη 56), ότι, όταν η ιδιαίτερη φύση των προς πλήρωση καθηκόντων συνιστά αντικειμενικό λόγο, το γεγονός ότι o εργοδότης αναγκάζεται να καταφύγει κατ’ επανάληψη σε μισθωτούς με σύμβαση ορισμένου χρόνου δεν συνεπάγεται ότι δεν υφίσταται τέτοιος αντικειμενικός λόγος, κατά την έννοια της ρήτρας 5 της συμφωνίας‑πλαισίου, ούτε ότι υπάρχει κατάχρηση κατά την έννοια της ως άνω ρήτρας.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

34

Η Επιτροπή προσάπτει στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου ότι παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη ρήτρα 5 της συμφωνίας‑πλαισίου, εφόσον, κατά το λουξεμβουργιανό δίκαιο, δεν υφίσταται κανένα προληπτικό μέτρο έναντι της καταχρήσεως των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου όσον αφορά τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος.

35

Πρέπει να υπομνησθεί ότι με τη ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου επιδιώκεται η επίτευξη ενός από τους σκοπούς της ως άνω συμφωνίας-πλαισίου, και συγκεκριμένα η δημιουργία ορισμένου πλαισίου για τη διαδοχική σύναψη συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία θεωρείται δυνητική πηγή καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων, και το μέσο για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι η θέσπιση ορισμένων διατάξεων ελάχιστης προστασίας προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να περιέρχονται οι μισθωτοί σε κατάσταση αβεβαιότητας (βλ. απόφαση Mascolo κ.λπ., C‑22/13, C‑61/13 έως C‑63/13 και C‑418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36

Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το δεύτερο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου, καθώς και από τα σημεία 6 και 8 των γενικών παρατηρήσεών της, το ευεργέτημα της σταθερότητας της απασχολήσεως θεωρείται μείζον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων, οι δε συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μόνον υπό ορισμένες περιστάσεις μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων (απόφαση Mascolo κ.λπ., EU:C:2014:2401, σκέψη 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37

Επομένως, προκειμένου να αποτραπεί η κατάχρηση των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιβάλλει στα κράτη μέλη τη λήψη ενός, τουλάχιστον, πραγματικού και δεσμευτικού μέτρου εξ αυτών που απαριθμούνται σε αυτήν, εφόσον το εθνικό τους δίκαιο δεν περιλαμβάνει ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα. Επομένως, τα μέτρα που απαριθμούνται στο σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της εν λόγω ρήτρας αφορούν την ύπαρξη αντικειμενικών λόγων που δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, τη μέγιστη συνολική διάρκεια των διαδοχικών αυτών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας και τον αριθμό των ανανεώσεών τους (απόφαση Mascolo κ.λπ., EU:C:2014:2401, σκέψη 74 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38

Συναφώς, τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως, καθώς έχουν την ευχέρεια είτε να λάβουν ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που απαριθμούνται στη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της συμφωνίας-πλαισίου είτε, ακόμη, να αρκεστούν σε υφιστάμενα ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες συγκεκριμένων κλάδων και/ή κατηγοριών εργαζομένων (απόφαση Mascolo κ.λπ., EU:C:2014:2401, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39

Επομένως, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιτάσσει στα κράτη μέλη την επίτευξη γενικού σκοπού, δηλαδή της αποτροπής τέτοιων καταχρηστικών πρακτικών, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να επιλέξουν τα μέσα για την επίτευξή του, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά δεν θα αντιβαίνουν προς τον σκοπό και δεν θα περιορίζουν την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου (απόφαση Mascolo κ.λπ., EU:C:2014:2401, σκέψη 76 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40

Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου, και σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του προοιμίου της, καθώς και με τα σημεία 8 και 10 των γενικών παρατηρήσεών της, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια, εντός του πλαισίου εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου και εφόσον τούτο δικαιολογείται αντικειμενικά, να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες των συγκεκριμένων ειδικών τομέων και/ή κατηγοριών εργαζομένων (βλ., συναφώς, απόφαση Mascolo κ.λπ., EU:C:2014:2401, σκέψη 70 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41

Στην υπό κρίση υπόθεση, συνομολογείται ότι η επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση παρέχει τη δυνατότητα προσλήψεως συμβασιούχων ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος στο πλαίσιο διαδοχικών συμβάσεων εργασίας, χωρίς να προβλέπει κανένα μέτρο περιορισμού της μέγιστης συνολικής διάρκειας των συμβάσεων αυτών ή του αριθμού των ανανεώσεών τους, σύμφωνα με τη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχεία βʹ και γʹ, της συμφωνίας-πλαισίου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου L. 122‑5, παράγραφος 3, του εργατικού κώδικα, οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που συνάπτονται με τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος, όπως καθορίζονται στο άρθρο 4 του τροποποιηθέντος νόμου της 30ής Ιουλίου 1999, μπορούν να ανανεωθούν περισσότερες από δύο φορές, ακόμα και για συνολική διάρκεια υπερβαίνουσα τους είκοσι τέσσερις μήνες, χωρίς να θεωρηθούν συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Περαιτέρω, συνομολογείται ότι η κανονιστική αυτή ρύθμιση δεν συνεπάγεται, όσον αφορά τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος, νομικά μέτρα ισοδύναμα με τα προβλεπόμενα στη ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου.

42

Υπό τις περιστάσεις αυτές, η ανανέωση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που συνάπτονται με τους εν λόγω εργαζομένους πρέπει να δικαιολογείται από «αντικειμενικό λόγο», κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας‑πλαισίου.

43

Όπως προκύπτει από το σημείο 7 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας-πλαισίου, και όπως προκύπτει από το σημείο 37 της παρούσας αποφάσεως, τα συμβαλλόμενα σε αυτή μέρη εκτίμησαν συγκεκριμένα ότι η σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου βάσει αντικειμενικών λόγων αποτελεί μέσο αποτροπής των καταχρηστικών πρακτικών (απόφαση Mascolo κ.λπ., EU:C:2014:2401, σκέψη 86 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

44

Όσον αφορά την έννοια αυτή των «αντικειμενικών λόγων», το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο όρος αυτός καλύπτει σαφείς και συγκεκριμένες περιστάσεις που χαρακτηρίζουν συγκεκριμένη δραστηριότητα και οι οποίες, κατά συνέπεια, μπορούν να δικαιολογήσουν, στο ειδικό αυτό πλαίσιο, τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Οι περιστάσεις αυτές μπορούν να οφείλονται, μεταξύ άλλων, στην ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων για την εκτέλεση των οποίων έχουν συναφθεί οι συμβάσεις αυτές και στα εγγενή χαρακτηριστικά των καθηκόντων αυτών ή, ενδεχομένως, στην επιδίωξη ενός θεμιτού σκοπού κοινωνικής πολιτικής εκ μέρους κράτους μέλους (απόφαση Mascolo κ.λπ., EU:C:2014:2401, σκέψη 87 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

45

Αντιθέτως, διάταξη της εθνικής νομοθεσίας η οποία απλώς θα επέτρεπε, γενικά και αφηρημένα μέσω κανόνα προβλεπομένου σε νόμο ή κανονιστική πράξη, τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δεν θα ήταν σύμφωνη προς τις απαιτήσεις που προσδιορίστηκαν στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως. Συγκεκριμένα, μια τέτοια, αμιγώς τυπική, διάταξη δεν καθιστά δυνατή τη συναγωγή αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων προκειμένου να ελεγχθεί αν η ανανέωση των συμβάσεων αυτών ανταποκρίνεται πράγματι σε μια γνήσια ανάγκη, είναι πρόσφορη προς επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και αναγκαία προς τούτο. Μια τέτοια διάταξη ενέχει συνεπώς πραγματικό κίνδυνο καταχρηστικής συνάψεως τέτοιων συμβάσεων και, ως εκ τούτου, δεν είναι συμβατή προς τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου (απόφαση Mascolo κ.λπ., EU:C:2014:2401, σκέψη 88 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

46

Εν προκειμένω, όσον αφορά το επιχείρημα του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, ότι οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος, κατά το λουξεμβουργιανό δίκαιο, μετέχουν στην πράξη σε ατομικά και χρονικώς περιορισμένα σχέδια, επισημαίνεται ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι τέτοια σχέδια συνεπάγονται, για τον εργοδότη, προσωρινές ανάγκες προσλήψεων και οι ανάγκες αυτές δύνανται να αποτελούν «αντικειμενικούς λόγους» δικαιολογούντες την ανανέωση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, το εν λόγω κράτος μέλος δεν εξηγεί τίνι τρόπω η εθνική κανονιστική ρύθμιση απαιτεί οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος να ασκούν τη δραστηριότητά τους στο πλαίσιο τέτοιων σχεδίων. Αντιθέτως, όπως τονίζει η Επιτροπή, από το γράμμα του ορισμού της έννοιας του «συμβασιούχου ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος», ο οποίος περιλαμβάνεται στο άρθρο 4 του τροποποιηθέντος νόμου της 30ής Ιουλίου 1999, προκύπτει ότι ο ορισμός αυτός δεν αφορά την προσωρινή ή μη προσωρινή φύση της δραστηριότητας των εν λόγω εργαζομένων.

47

Περαιτέρω, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το επιχείρημα ότι κάθε συμβασιούχος ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος, κατά το λουξεμβουργιανό δίκαιο, προσλαμβάνεται για την εκτέλεση σχεδίων προσωρινής φύσεως αντικρούεται από το γράμμα του άρθρου L. 122‑1 του εργατικού κώδικα. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 7 και 24 της παρούσας αποφάσεως, η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού θεσπίζει κανόνα σύμφωνα με τον οποίο οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου μπορούν, κατ’ εξαίρεση, να συνάπτονται για την εκτέλεση συγκεκριμένων και μη διαρκών καθηκόντων. Η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου παραθέτει πλείονα παραδείγματα εφαρμογής του κανόνα αυτού, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται «οι θέσεις για τις οποίες, σε ορισμένους τομείς δραστηριότητας, παγίως δεν χρησιμοποιείται σύμβαση αορίστου χρόνου λόγω της φύσεως της ασκούμενης δραστηριότητας ή του εκ φύσεως προσωρινού χαρακτήρα των θέσεων αυτών εργασίας, ο δε κατάλογος των εν λόγω τομέων και θέσεων εργασίας καθορίζεται με κανονισμό του Μεγάλου Δουκάτου». Αντιθέτως, η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου μπορούν επίσης να συνάπτονται στην περίπτωση των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος «κατά παρέκκλιση των παραγράφων (1) και (2) οι οποίες προηγούνται».

48

Συνεπώς, τα καθήκοντα που ανατίθενται στους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος δεν πρέπει οπωσδήποτε να πληρούν τα κριτήρια συγκεκριμένων και μη διαρκών καθηκόντων που θέτει το άρθρο L. 122‑1 του εργατικού κώδικα και, κατά συνέπεια, η φύση της δραστηριότητας την οποία ασκούν οι εργαζόμενοι αυτοί δεν είναι κατ’ ανάγκην προσωρινού χαρακτήρα. Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επίμαχη λουξεμβουργιανή κανονιστική ρύθμιση δεν εμποδίζει τους εργοδότες να συνάπτουν διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου με τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος προς κάλυψη μονίμων και διαρκών αναγκών προσωπικού.

49

Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από το εκτεθέν στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως επιχείρημα, το οποίο αντλείται από τις διατάξεις του κανονισμού του Μεγάλου Δουκάτου της 11ης Ιουλίου 1989. Συγκεκριμένα, με το επιχείρημα αυτό, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου διατείνεται απλώς ότι ο εν λόγω κανονισμός επιτρέπει τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στον τομέα των καλλιτεχνών του θεάματος προς πλήρωση των θέσεων εργασίας για τις οποίες παγίως δεν χρησιμοποιείται σύμβαση αορίστου χρόνου λόγω του εκ φύσεως προσωρινού χαρακτήρα των θέσεων αυτών εργασίας. Πάντως, το εν λόγω κράτος μέλος δεν εξηγεί τίνι τρόπω ο κανονισμός αυτός επηρεάζει το πεδίο εφαρμογής ή την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στην παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο L. 122‑1, παράγραφος 3, του εργατικού κώδικα, το οποίο, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 7, 47 και 48 της παρούσας αποφάσεως, επιτρέπει στους εργοδότες να προσλαμβάνουν συμβασιούχους ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος βάσει συμβάσεων ορισμένου χρόνου για καθήκοντα τα οποία δεν είναι εκ φύσεως προσωρινά. Συνεπώς, η νομική κατάσταση των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος, η οποία προκύπτει από τις επίμαχες διατάξεις του εθνικού δικαίου, όπως υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις σαφήνειας και ακρίβειας που πρέπει να χαρακτηρίζουν τα εθνικά μέτρα μεταφοράς (βλ., συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑151/12, EU:C:2013:690, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50

Υπό τις περιστάσεις αυτές, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση επιδιώκει τον σκοπό τον οποίο επικαλέστηκε το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, ήτοι να προσδώσει ορισμένη ευελιξία και κοινωνικά οφέλη στους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος προσφέροντας στους εργοδότες τους τη δυνατότητα να προσλαμβάνουν τακτικώς τους εν λόγω εργαζομένους βάσει συμβάσεων ορισμένου χρόνου, ο σκοπός αυτός δεν καθιστά την εν λόγω κανονιστική ρύθμιση σύμφωνη με τη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, εφόσον βάσει αυτού δεν μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη επακριβών και συγκεκριμένων συνθηκών, οι οποίες χαρακτηρίζουν την επίμαχη δραστηριότητα και, συνεπώς, δικαιολογούν στο ιδιαίτερο αυτό πλαίσιο τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, σύμφωνα με την υπομνησθείσα στη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως νομολογία.

51

Καίτοι, ασφαλώς, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, ένα κράτος μέλος δικαιούται, κατά την εφαρμογή της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες ενός συγκεκριμένου τομέα, το δικαίωμα αυτό εντούτοις δεν μπορεί να νοηθεί υπό την έννοια ότι απαλλάσσει το κράτος μέλος, όσον αφορά τον τομέα αυτό, της υποχρεώσεως προβλέψεως πρόσφορου μέτρου για την πρόληψη και, ενδεχομένως, την επιβολή κυρώσεων στην κατάχρηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι επιτρέπεται σε κράτος μέλος να επικαλείται σκοπό, όπως την ευελιξία που απορρέει από τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, για να απαλλάσσεται της υποχρεώσεως αυτής έρχεται σε αντίθεση με έναν από τους σκοπούς που επιδιώκει η συμφωνία-πλαίσιο, υπομνησθέντα στις σκέψεις 35 και 36 της παρούσας αποφάσεως, ήτοι τη σταθερότητα της εργασίας, η οποία θεωρείται μείζον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων, και μπορεί επίσης να περιορίσει σημαντικώς τις κατηγορίες των προσώπων που δύνανται να τύχουν των προστατευτικών μέτρων της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου.

52

Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι, από τα προσκομισθέντα στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, προκύπτει ότι η επίμαχη λουξεμβουργιανή κανονιστική ρύθμιση, σε αντίθεση με την υπομνησθείσα στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, δεν περιλαμβάνει προληπτικό μέτρο κατά της καταχρήσεως των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, σύμφωνα με την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, όσον αφορά τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος. Συνεπώς, η προσφυγή που άσκησε η Επιτροπή πρέπει να θεωρηθεί βάσιμη.

53

Λαμβανομένων υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, διατηρώντας σε ισχύ παρεκκλίσεις από τα μέτρα που αποσκοπούν στην πρόληψη της καταχρήσεως των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου οι οποίες συνάπτονται με τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου.

Επί των δικαστικών εξόδων

54

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να καταδικασθεί το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου στα δικαστικά έξοδα και διαπιστώθηκε η ύπαρξη παραβάσεως, πρέπει το τελευταίο αυτό να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, διατηρώντας σε ισχύ παρεκκλίσεις από τα μέτρα που αποσκοπούν στην πρόληψη της καταχρήσεως των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου οι οποίες συνάπτονται με τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου στον τομέα του θεάματος, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP.

 

2)

Καταδικάζει το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top