EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62011CJ0267

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 3ης Οκτωβρίου 2013.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Λεττονίας.
Αίτηση αναιρέσεως — Ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης — Σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου — Κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής για τη Δημοκρατία της Λεττονίας — Περίοδος εκτεινόμενη από το 2008 έως το 2012.
Υπόθεση C‑267/11 P.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2013:624

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 3ης Οκτωβρίου 2013 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως — Ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης — Σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου — Κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής για τη Δημοκρατία της Λεττονίας — Περίοδος εκτεινόμενη από το 2008 έως το 2012»

Στην υπόθεση C‑267/11 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 30 Μαΐου 2011,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την I. Rubene και τον E. White, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Δημοκρατία της Λεττονίας, εκπροσωπούμενη από τον I. Kalniņš,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

υποστηριζόμενη από

την Τσεχική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και D. Hadroušek,

παρεμβαίνουσα στη διαδικασία αναιρέσεως

η Δημοκρατία της Λιθουανίας,

η Σλοβακική Δημοκρατία,

το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας,

παρεμβαίνοντες πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, M. Berger, A. Borg Barthet (εισηγητή), E. Levits και J.-J. Kasel, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: M. Aleksejev, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Ιανουαρίου 2013,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 31ης Ιανουαρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 2011, T-369/07, Λεττονία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. ΙΙ-1039, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση C(2007) 3409 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2007, σχετικά με την τροποποίηση του εθνικού σχεδίου της Δημοκρατίας της Λεττονίας για την κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου για την περίοδο 2008-2012 (στο εξής: επίδικη απόφαση), σύμφωνα με την οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 275, σ. 32), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2004/101/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004 (ΕΕ L 338, σ. 18, στο εξής: οδηγία 2003/87).

Το νομικό πλαίσιο

2

Η οδηγία 2003/87 μεταφέρει στην έννομη τάξη της Ένωσης διεθνείς συμβάσεις που αφορούν την αντιμετώπιση της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη, ήτοι τη Σύμβαση-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για τις κλιματικές μεταβολές, που συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 9 Μαΐου 1992 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 94/69/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1993 (ΕΕ 1994, L 33, σ. 11), και το Πρωτόκολλο του Κιότο στη Σύμβαση‑πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για τις κλιματικές μεταβολές, το οποίο υπογράφηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1997 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2002/358/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Απριλίου 2002 (ΕΕ L 130, σ. 1).

3

Το άρθρο 9 της οδηγίας 2003/87 έχει ως εξής:

«1.   Για κάθε περίοδο που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφοι 1 και 2, κάθε κράτος μέλος καταρτίζει εθνικό σχέδιο με τη συνολική ποσότητα δικαιωμάτων που σκοπεύει να κατανείμει για την περίοδο αυτή και τον τρόπο κατανομής. Το σχέδιο βασίζεται σε αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των τυχόν παρατηρήσεων του κοινού. Με την επιφύλαξη της Συνθήκης [ΕΚ], η Επιτροπή διατυπώνει, το αργότερο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003, κατευθύνσεις για την εφαρμογή των κριτηρίων που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ.

Για την περίοδο που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, το σχέδιο δημοσιεύεται και κοινοποιείται στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη μέχρι τις 31 Μαρτίου 2004 το αργότερο. Για τις μετέπειτα περιόδους, το σχέδιο δημοσιεύεται και κοινοποιείται στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη δεκαοκτώ τουλάχιστον μήνες πριν από την έναρξη της σχετικής περιόδου.

[…]

3.   Εντός τριμήνου από την κοινοποίηση εθνικού σχεδίου κατανομής από κράτος μέλος βάσει της παραγράφου 1, η Επιτροπή μπορεί να απορρίψει το σχέδιο αυτό, ή οποιαδήποτε πτυχή του, για λόγους μη συμβατότητας με τα κριτήρια του παραρτήματος ΙΙΙ ή με το άρθρο 10. Το κράτος μέλος λαμβάνει απόφαση βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1 ή 2, μόνον εάν οι προτεινόμενες τροποποιήσεις γίνουν αποδεκτές από την Επιτροπή. Κάθε απορριπτική απόφαση της Επιτροπής αιτιολογείται.»

4

Το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/87 ορίζει τα εξής:

«Κατά την πενταετή περίοδο που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2008, και για κάθε μετέπειτα πενταετή περίοδο, κάθε κράτος μέλος αποφασίζει τη συνολική ποσότητα δικαιωμάτων που θα κατανείμει για την εν λόγω περίοδο και αρχίζει τη διαδικασία κατανομής των δικαιωμάτων στο φορέα εκμετάλλευσης κάθε εγκατάστασης. Η απόφαση λαμβάνεται δώδεκα τουλάχιστον μήνες πριν από την έναρξη της σχετικής περιόδου και βασίζεται στο εθνικό του σχέδιο κατανομής που έχει καταρτισθεί βάσει του άρθρου 9 και σύμφωνα με το άρθρο 10, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τυχόν παρατηρήσεις του κοινού.»

Το ιστορικό της διαφοράς

5

Με έγγραφο της 16ης Αυγούστου 2006, η Δημοκρατία της Λεττονίας κοινοποίησε στην Επιτροπή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87, το εθνικό της σχέδιο κατανομής για την περίοδο 2008‑2012 (στο εξής: ΕΣΚ). Κατά το ΕΣΚ αυτό, η Δημοκρατία της Λεττονίας σκόπευε να κατανείμει στην εθνική της βιομηχανία, την οποία αφορούσε το παράρτημα Ι της οδηγίας 2003/87, συνολική ετήσια μέση ποσότητα 7,763883 εκατομμυρίων τόνων ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα (MteCO2).

6

Στις 29 Νοεμβρίου 2006 η Επιτροπή εξέδωσε μια πρώτη απορριπτική απόφαση.

7

Με έγγραφο της 29ης Δεκεμβρίου 2006 η Δημοκρατία της Λεττονίας κοινοποίησε στην Επιτροπή ένα αναθεωρημένο ΕΣΚ, το οποίο πρόβλεπε την κατανομή μιας μέσης ετήσιας συνολικής ποσότητας 6,253146 MteCO2.

8

Με έγγραφο της 30ής Μαρτίου 2007, το οποίο είχε συνταχθεί στα αγγλικά, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα στοιχεία που περιέχονταν στο αναθεωρημένο ΕΣΚ δεν ήσαν πλήρη και ζήτησε από τη Δημοκρατία της Λεττονίας να απαντήσει σε ορισμένα ερωτήματα και να της παράσχει συμπληρωματικά στοιχεία.

9

Με έγγραφο της 25ης Απριλίου 2007, η Δημοκρατία της Λεττονίας απάντησε σε αυτή την αίτηση παροχής πληροφοριών.

10

Στις 13 Ιουλίου 2007, η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση.

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

11

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Σεπτεμβρίου 2007, η Δημοκρατία της Λεττονίας άσκησε προσφυγή ζητώντας την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

12

Προς στήριξη της προσφυγής της, η Δημοκρατία της Λεττονίας προέβαλε τέσσερις λόγους ακυρώσεως αντλούμενους, πρώτον, από παράβαση των κανόνων της Συνθήκης περί καθορισμού των αρμοδιοτήτων στον τομέα της ενεργειακής πολιτικής, δεύτερον, από παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων, τρίτον, από παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το Πρωτόκολλο του Κιότο στη Σύμβαση-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για τις κλιματικές μεταβολές και, τέταρτον, από τη μη τήρηση της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87.

13

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να ακυρώσει την επίδικη απόφαση λόγω παραβάσεως του άρθρου 9, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, θεωρώντας ότι δεν χρειαζόταν να αποφανθεί επί του παραδεκτού ή επί του βασίμου των λοιπών λόγων ακυρώσεως που είχε προβάλει η Δημοκρατία της Λεττονίας.

14

Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να εκτιμήσει, καταρχάς, το βάσιμο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που αντλούνταν από τη μη τήρηση της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87.

15

Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε καταρχάς, στις σκέψεις 45 έως 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την εξουσία ελέγχου της Επιτροπής βάσει του 9, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας. Στηριζόμενο στη νομολογία, έκρινε ότι η εξουσία αυτή ελέγχου έπρεπε να ασκηθεί εντός τριμήνου από της κοινοποιήσεως του εν λόγω ΕΣΚ από το κράτος μέλος (διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2007, T-387/04, EnBW Energie Baden-Württemberg κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-1195, σκέψη 104, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Νοεμβρίου 2007, T-374/04, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-4431, σκέψη 116).

16

Το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι, ελλείψει απορριπτικής αποφάσεως της Επιτροπής, το κοινοποιηθέν ΕΣΚ κατέστη οριστικό και καλυπτόταν από το τεκμήριο νομιμότητας, οπότε το κράτος μέλος μπορούσε να το θέσει σε εφαρμογή. Προσέθεσε ότι από τη νομολογία δεν προέκυπτε ότι για την εκ μέρους της Επιτροπής αποδοχή των τροποποιήσεων που έχουν επέλθει στο ΕΣΚ έπρεπε να εκδοθεί επίσημη απόφαση του εν λόγω θεσμικού οργάνου. Αντιθέτως, η ερμηνεία αυτή, πρώτον, θα αντέβαινε στην αρχή ότι η Επιτροπή δεν έχει γενική εξουσία εγκρίσεως του ΕΣΚ και, δεύτερον, δεν θα ήταν σύμφωνη με την όλη οικονομία του άρθρου 9, παράγραφος 3, τρίτη περίοδος, της οδηγίας 2003/87, που αναφέρεται σε απορριπτική απόφαση και όχι σε απόφαση εγκρίσεως.

17

Το Γενικό Δικαστήριο στη συνέχεια εξέτασε, στις σκέψεις 50 έως 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την έννοια της κοινοποιήσεως κατά το άρθρο 9, παράγραφος 3 της οδηγίας 2003/87. Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η επίδικη απόφαση δεν είχε εκδοθεί εντός τριμήνου από την κοινοποίηση του αναθεωρημένου ΕΣΚ ήτοι στις 29 Δεκεμβρίου 2006, αλλά μόλις στις 13 Ιουλίου 2007. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να εκτιμήσει αν η έννοια της κοινοποιήσεως ενός ΕΣΚ, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, αφορούσε τόσο την αρχική κοινοποίηση του ΕΣΚ όσο και την κοινοποίηση του αναθεωρημένου ΕΣΚ, για παράδειγμα κατόπιν απορριπτικής αποφάσεως της Επιτροπής.

18

Το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε, στις σκέψεις 54 και 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα εξής:

«54

[…] από τελολογική άποψη, η διαδικασία που κινείται δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, εκτός από τη δυνατότητα προκαταρκτικού ελέγχου της Επιτροπής, αποσκοπεί στο να παρέχει στα κράτη μέλη ασφάλεια δικαίου και, ειδικότερα, να τους παρέχει τη δυνατότητα να γνωρίζουν με βεβαιότητα ταχέως, εντός σύντομης προθεσμίας, τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να κατανέμουν τις ποσοστώσεις εκπομπής και να διαχειρίζονται το κοινοτικό σύστημα εμπορίας ποσοστώσεων βάσει του εθνικού τους ΕΣΚ κατά τη διάρκεια της οικείας περιόδου κατανομής των δικαιωμάτων. Πράγματι, λαμβανομένης υπόψη της περιορισμένης διάρκειας της σχετικής περιόδου, που είναι τρία ή πέντε έτη (άρθρο 11 της οδηγίας 2003/87), τόσο η Επιτροπή όσο και τα κράτη μέλη έχουν έννομο συμφέρον να επιλύεται ταχέως κάθε διαφορά σχετικά με το περιεχόμενο του ΕΣΚ και να μην είναι το ΕΣΚ εκτεθειμένο, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου ισχύος του, στον κίνδυνο αμφισβήτησής του από την Επιτροπή (διάταξη EnBW Energie Baden-Württemberg κατά Επιτροπής, [προπαρατεθείσα,] σκέψη 117.

55

Οι παραπάνω σκέψεις ισχύουν για όλα τα ΕΣΚ, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για το ΕΣΚ που κοινοποιήθηκε αρχικά ή για το αναθεωρημένο ΕΣΚ που κοινοποιήθηκε μεταγενέστερα. Επιπλέον, η υποχρέωση της Επιτροπής να διενεργήσει, κατόπιν της κοινοποίησης αναθεωρημένου ΕΣΚ, ταχύ και αποτελεσματικό έλεγχο αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν πριν από τον έλεγχο αυτό έχει υπάρξει μια πρώτη φάση ελέγχου του αρχικού ΕΣΚ, η οποία ενδεχομένως κατέληξε σε απορριπτική απόφαση και, στη συνέχεια, σε τροποποιήσεις του εν λόγω ΕΣΚ. Η άποψη της Επιτροπής όμως ότι έχει το δικαίωμα να εξετάζει τις προτεινόμενες τροποποιήσεις ενός ΕΣΚ ή ενός αναθεωρημένου ΕΣΚ χωρίς να τηρεί την τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 ενδέχεται να αποτελεί εμπόδιο για την επίτευξη του σκοπού ενός ταχέος και αποτελεσματικού ελέγχου και να θίγει την ασφάλεια δικαίου που πρέπει να παρέχεται στο κράτος μέλος που προβαίνει στην κοινοποίηση, ώστε να κατανέμει τα δικαιώματα εκπομπών στις διάφορες εγκαταστάσεις εντός του εδάφους του πριν από την έναρξη της περιόδου εμπορίας κατά το άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας.»

19

Εν συνεχεία, στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «ο όρος “κοινοποίηση”, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, [κάλυπτε] τόσο την αρχική όσο και τη μεταγενέστερη κοινοποίηση των διαφόρων κειμένων ενός ΕΣΚ, με αποτέλεσμα να [άρχιζε] να τρέχει για καθεμία από τις κοινοποιήσεις αυτές νέα τρίμηνη προθεσμία».

20

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε, στη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, εν προκειμένω, με την κοινοποίηση του αναθεωρημένου ΕΣΚ στις 29 Δεκεμβρίου 2006 άρχισε να τρέχει νέα τρίμηνη προθεσμία κατά το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 και έκρινε, στη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα ακόλουθα:

«Αν ληφθεί υπόψη ότι η τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 έληξε στις 29 Μαρτίου 2007, η αίτηση παροχής στοιχείων που υπέβαλε η Επιτροπή στη Δημοκρατία της Λεττονίας στις 30 Μαρτίου 2007 ήταν εκπρόθεσμη. Επομένως, δεν χρειάζεται να εξακριβωθεί ούτε αν μια τέτοια αίτηση, ακόμη και αν είχε υποβληθεί εμπρόθεσμα, θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή ή την αναστολή της προθεσμίας ούτε αν η διακοπή ή η αναστολή αυτή ήταν δυνατή παρά το γεγονός ότι το σχετικό έγγραφο είχε συνταχθεί στα αγγλικά και όχι στα λεττονικά.»

21

Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, «αν ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της διαδικασίας ελέγχου του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, μετά την περάτωση της διαδικασίας αυτής, αν δεν έχει εκδοθεί απόφαση της Επιτροπής εντός της τρίμηνης προθεσμίας, το ΕΣΚ [καθίστατο] οριστικό και [καλυπτόταν] από το τεκμήριο νομιμότητας», και κατέληξε τέλος στη σκέψη 62 της αποφάσεως αυτής ότι «η [επίδικη] απόφαση [έπρεπε] να ακυρωθεί λόγω παράβασης του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, χωρίς να χρειάζεται να ληφθεί απόφαση επί του παραδεκτού ή της ουσίας των λοιπών λόγων ακύρωσης που πρόβαλε η Δημοκρατία της Λεττονίας».

Τα αιτήματα των διαδίκων στην αναιρετική διαδικασία

22

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Λεττονίας στα δικαστικά έξοδα.

23

Η Δημοκρατία της Λεττονίας ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως.

24

Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, επετράπη στην Τσεχική Δημοκρατία να παρέμβει υπέρ της Δημοκρατίας της Λεττονίας.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

25

Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει ένα μοναδικό λόγο αναιρέσεως αντλούμενο από πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο σχετικά με την ερμηνεία που έδωσε στο άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87.

Επιχειρήματα των διαδίκων

26

Κατά την Επιτροπή, η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία που δόθηκε στο άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, με την προπαρατεθείσα διάταξη EnBW Energie Baden Württemberg κατά Επιτροπής. Η Επιτροπή φρονεί ότι, στη διάταξη αυτή, το Γενικό Δικαστήριο συγχέει, στο πλαίσιο της αναλύσεώς του, την πρώτη και τη δεύτερη περίοδο του άρθρου 9, παράγραφος 3, οπότε η δεύτερη περίοδος καθίσταται, σε τελική ανάλυση, άνευ περιεχομένου.

27

Κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι η υποβολή των τροποποιήσεων που προβλέπονται στην εν λόγω δεύτερη περίοδο συνιστούσαν απλώς ένα μέρος της αρχικής διαδικασίας εξετάσεως του κοινοποιηθέντος ΕΣΚ, η οποία δεν έπρεπε οπωσδήποτε να περατωθεί με επίσημη απόφαση, ιδίως όταν το κράτος μέλος επιφέρει, κατά τη διαδικασία αυτή, όλες τις αιτηθείσες τροποποιήσεις. Έτσι, το Γενικό Δικαστήριο θεώρησε επίσης ότι, όταν το κράτος μέλος αρνείται να τροποποιήσει το ΕΣΚ του, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να εκδώσει απορριπτική απόφαση πριν από τη λήξη της τρίμηνης προθεσμίας.

28

Κατά την Επιτροπή, η προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου που συνίσταται στην εξέταση των κοινοποιηθεισών τροποποιήσεων ως εάν επρόκειτο για την κοινοποίηση νέου ΕΣΚ και, κατά συνέπεια, στην εκ νέου εφαρμογή της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπεται στην πρώτη περίοδο του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, είναι εσφαλμένη. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή φρονεί ότι η προσέγγιση αυτή είναι αντίθετη προς την εισαγωγική διατύπωση του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, όπου προβλέπεται ότι η προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την ημέρα της κοινοποιήσεως του ΕΣΚ που μνημονεύεται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, ήτοι την ημέρα της πρώτης κοινοποιήσεως που πραγματοποιεί το κράτος μέλος, και ότι η διατύπωση αυτή δεν αφορά την εξέταση των τροποποιήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/87.

29

Επιπλέον, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, αντίθετα προς τα όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, η ερμηνεία που έδωσε στο άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 δεν συνάδει με τελεολογική ερμηνεία της εν λόγω παραγράφου 3. Όλως αντιθέτως, εξαλείφοντας τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας αυτής και επιβάλλοντας την κίνηση νέας διαδικασίας βάσει των διατάξεων της πρώτης περιόδου της διατάξεως αυτής, όταν η Επιτροπή απορρίπτει το ΕΣΚ ή μέρος αυτού, το Γενικό Δικαστήριο θίγει την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και δύναται να εμποδίσει την εφαρμογή του ΕΣΚ.

30

Τέλος, η Επιτροπή φρονεί ότι το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 και, ειδικότερα, η δεύτερη περίοδος αυτής της παραγράφου 3 έχουν την έννοια ότι το στάδιο αυτό της διαδικασίας δεν αφορά το σύνολο του σχεδίου αυτού καθεαυτό, αλλά αποκλειστικά τις τροποποιήσεις του ΕΣΚ. Εκτιμά ότι, αν έπρεπε να ακολουθηθεί η προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου, θα έπρεπε να εκτιμηθεί εκ νέου το ΕΣΚ στο σύνολό του, πράγμα που θα ενείχε τον κίνδυνο να προκύψει ένα τελείως διαφορετικό αποτέλεσμα. Επιπλέον, αν τέτοιες επανειλημμένες εκτιμήσεις κατέληγαν κάθε φορά σε απόρριψη εκ μέρους της Επιτροπής, η διαδικασία αυτή θα μπορούσε να επανακινείται επ’ άπειρον.

31

Η Επιτροπή καταλήγει ότι ο λόγος για τον οποίο ο νομοθέτης ανέθεσε στην Επιτροπή την αποστολή της αποδοχής των τροποποιήσεων του ΕΣΚ (και δεν της επέτρεψε απλώς να αντιτίθεται στις τροποποιήσεις αυτές) είναι ότι η οδηγία 2003/87 επιχειρεί να δημιουργήσει ένα ασφαλές και προβλέψιμο πλαίσιο που να παρέχει στους επιχειρηματίες τη δυνατότητα να προγραμματίζουν τις μειώσεις των εκπομπών τους υπό συνθήκες μέγιστης ασφάλειας. Το ΕΣΚ αυτό δημιουργεί νόμιμα δικαιώματα και δικαιολογημένες προσδοκίες, οπότε κάθε τροποποίηση ενός τέτοιου σχεδίου δεν πρέπει να στηρίζεται σε αποχή από ενέργεια, αλλά σε θετική και διαφανή κανονιστική πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

32

Η Δημοκρατία της Λεττονίας υπογραμμίζει, καταρχάς, ότι, σε συμφωνία με τον σκοπό του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, η διαδικασία συντονισμού του ΕΣΚ πρέπει να δύναται να διασφαλίζει αποτελεσματικά και ταχέως την έγκριση του σχεδίου αυτού, πράγμα που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού που ορίζει το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, ήτοι «προκειμένου να προωθ[ηθεί η] μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά τρόπο αποδοτικό από πλευράς κόστους και οικονομικώς αποτελεσματικό».

33

Η Δημοκρατία της Λεττονίας αμφισβητεί την ερμηνεία που προτείνει η Επιτροπή και φρονεί ότι μια τέτοια ερμηνεία είναι αντίθετη προς τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία 2003/87. Κατά τη Δημοκρατία της Λεττονίας, η ερμηνεία που προτείνει η Επιτροπή σημαίνει ότι η έγκριση των τροποποιήσεων του ΕΣΚ εξαρτάται αποκλειστικά από τη διακριτική εξουσία της Επιτροπής, η οποία, επιπλέον, δεν πρέπει να υπόκειται σε χρονικούς περιορισμούς. Αν, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, ήταν πάντα αναγκαία μια επίσημη απόφαση για να γίνουν δεκτές οι τροποποιήσεις του ΕΣΚ, η διαδικασία αποδοχής του συνόλου του ΕΣΚ θα ήταν πιο περίπλοκη και τυποποιημένη. Επιπλέον, στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη δεν θα μπορούσαν να υπολογίζουν στο γεγονός ότι η Επιτροπή θα διατύπωνε τις αντιρρήσεις της εντός συγκεκριμένης προθεσμίας. Κατά συνέπεια, δεν θα διασφαλίζονταν οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προβλεψιμότητας.

34

Η Δημοκρατία της Λεττονίας φρονεί ότι, αν ακολουθηθεί η ερμηνεία της Επιτροπής και εξεταστεί χωριστά η δεύτερη περίοδος του εν λόγω άρθρου 9, παράγραφος 3, τούτο θα δημιουργήσει μια κατάσταση στην οποία η Επιτροπή θα αποκτήσει ευρύτερη εξουσία στη διαδικασία εγκρίσεως των τροποποιήσεων από αυτή που έχει στη διαδικασία αποδοχής ή απορρίψεως του αρχικώς υποβληθέντος ΕΣΚ. Η ερμηνεία που προτείνει η Επιτροπή οδηγεί σε μια κατάσταση στην οποία η έγκριση των τροποποιήσεων του ΕΣΚ, αντίθετα προς την αρχική του έγκριση, δεν θα υπέκειτο σε ένα χρονολογικό κριτήριο, ενώ, συγχρόνως, η διαδικασία αυτή θα εξακολουθούσε να υπόκειται σε ένα ουσιαστικό κριτήριο. Μια τέτοια ερμηνεία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάδει με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 ούτε με τους σκοπούς των συστημάτων ανταλλαγής εκπομπών εν γένει.

35

Το κράτος μέλος αυτό εκτιμά ότι ο νομοθέτης της Ένωσης απένειμε στην Επιτροπή μια πολύ σημαντική διακριτική εξουσία παρέχοντάς της την εξουσία όχι μόνο να διατυπώνει αντιρρήσεις στο αρχικώς υποβληθέν ΕΣΚ, αλλά και να εξετάζει αν οι αντιρρήσεις αυτές λαμβάνονται υπόψη. Επιπλέον, αν η Επιτροπή φρονεί ότι οι επελθούσες τροποποιήσεις δεν είναι αποδεκτές, ο νομοθέτης αυτός της παρέσχε το δικαίωμα να λαμβάνει αρνητική απόφαση, Κατά το κράτος μέλος αυτό, είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι, όπως και στη διαδικασία εξετάσεως του αρχικού ΕΣΚ, το δικαίωμα αυτό υπόκειται τόσο σε χρονικούς όσο και σε ουσιαστικούς περιορισμούς.

36

Στο πλαίσιο αυτό, η Δημοκρατία της Λεττονίας υπενθυμίζει ότι η αρχή της αναλογικότητας, η οποία περιλαμβάνεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, απαιτεί, μεταξύ άλλων, οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης να μην υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και αναγκαίου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, φρονεί ότι, μολονότι δεν αμφισβητείται το δικαίωμα της Επιτροπής να εκτιμά τις τροποποιήσεις, το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί απόλυτο και απεριόριστο. Η ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, που προτείνεται στα σημεία 6 έως 9 της αιτήσεως αναιρέσεως της Επιτροπής, θα οδηγούσε σε ένα αποτέλεσμα που είναι δυσανάλογο για το κράτος μέλος, θα προσέβαλλε τις δικαιολογημένες προσδοκίες και θα παραβίαζε την ασφάλεια δικαίου.

37

Κατά τη Δημοκρατία της Λεττονίας, η συστηματική ερμηνεία της δεύτερης περιόδου του εν λόγω άρθρου 9, παράγραφος 3, υπό το πρίσμα της πρώτης περιόδου της ίδιας αυτής διατάξεως, η οποία παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να προβαίνει σε αποδοχή τόσο θετική όσο και σιωπηρή, ήτοι χωρίς να λάβει επίσημη απόφαση, πρέπει να καταλήγει στο αποτέλεσμα ότι η έγκριση των τροποποιήσεων πρέπει να υπόκειται σε διαδικασία αποδοχής τόσο πλήρη όσο και αυτή που εφαρμόζεται στο αρχικώς υποβληθέν ΕΣΚ. Το αποτέλεσμα αυτό απορρέει επίσης εμμέσως από το άρθρο 9, παράγραφος 3, τρίτη περίοδος, της οδηγίας αυτής, που περιέχει μια απαίτηση αιτιολογήσεως όχι σε περίπτωση εγκρίσεως της Επιτροπής, αλλά στις περιπτώσεις στις οποίες αυτή έχει απορρίψει τις εν λόγω τροποποιήσεις. Η Επιτροπή έχει επίσης τη δυνατότητα να εκφράσει σιωπηρώς την πρόθεσή της κατά τη διάρκεια προθεσμίας τριών μηνών.

38

Κατά τη Δημοκρατία της Λεττονίας, από τη συστηματική και τελεολογική ερμηνεία προκύπτει ότι η περίοδος των τριών μηνών που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 δεν εφαρμόζεται μόνο στο κοινοποιηθέν ΕΣΚ, αλλά και στις τροποποιήσεις που επιφέρονται στο σχέδιο αυτό.

39

Το κράτος μέλος αυτό ισχυρίζεται ότι είναι αναγκαία μια αποτελεσματική και ταχεία διαδικασία κοινοποιήσεως του ΕΣΚ, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας 2003/87, επακόλουθα μέτρα μπορούν να ληφθούν μόνο μετά την έγκριση του ΕΣΚ ή των τροποποιήσεών του. Έτσι, a contrario, αν η Επιτροπή διέθετε, όπως αυτή υποστηρίζει, απεριόριστη προθεσμία για να εξετάσει τις τροποποιήσεις, θα ήταν αδύνατον να επιτευχθεί αυτό το αποτελεσματικό, ταχύ και «μη βλαπτικό για την οικονομική ανάπτυξη» αποτέλεσμα. Το μη προβλέψιμο της προθεσμίας (και της ενάρξεως της ισχύος) δεν μπορεί να δημιουργήσει ασφάλεια δικαίου και προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ούτε για τους επιχειρηματίες ούτε για τα κράτη μέλη, ούτε για κανέναν άλλο δρώντα παράγοντα της εσωτερικής αγοράς της Ένωσης.

40

Η Δημοκρατία της Λεττονίας προσθέτει ότι η προθεσμία, που καθορίζει το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 για την εξέταση του αρχικού σχεδίου, πρέπει να θεωρείται ότι έχει επιτακτικό χαρακτήρα. Μολονότι η οδηγία αυτή δεν εφαρμόζει ρητώς την τρίμηνη προθεσμία στην εξέταση των τροποποιήσεων, η προθεσμία αυτή θα ήταν άνευ νοήματος αν η Επιτροπή υπέκειτο αρχικώς σε ορισμένη προθεσμία, αλλά ένας τέτοιος περιορισμός δεν εφαρμοζόταν στην εξέταση των τροποποιήσεων. Η διαδικασία συντονισμού θα καθίστατο έτσι λιγότερο διαφανής, προβλέψιμη και αποτελεσματική. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν η τρίμηνη προθεσμία δεν μπορούσε να έχει άμεση εφαρμογή στις τροποποιήσεις σε όλες τις περιπτώσεις, μακρότερη προθεσμία δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί «εύλογη προθεσμία».

41

Με την παρέμβασή της, η Τσεχική Δημοκρατία συντάσσεται με τα επιχειρήματα που προέβαλε η Δημοκρατία της Λεττονίας υπέρ του βασίμου της ερμηνείας που έδωσε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

42

Το κράτος μέλος αυτό υποστηρίζει ότι από τις διατάξεις των άρθρων 9 έως 11 της οδηγίας 2003/87 απορρέει ότι της περιόδου ανταλλαγών προηγούνται χρονικώς διάφορα προπαρασκευαστικά στάδια, για τα οποία η οδηγία αυτή καθορίζει ακριβές χρονοδιάγραμμα. Κατά την Τσεχική Δημοκρατία, από την ανάλυση του χρονοδιαγράμματος αυτού που περιέχεται στην εν λόγω οδηγία απορρέει ότι, για την «αποδοχή» του κοινοποιηθέντος από κράτος μέλος ΕΣΚ, ο νομοθέτης της Ένωσης καθόρισε ένα υποχρεωτικό διάστημα έξι μηνών.

43

Συγκεκριμένα, στον βαθμό που, στο πλαίσιο των έξι αυτών μηνών, η Επιτροπή διαθέτει προθεσμία τριών μηνών για ενδεχόμενη απόρριψη του αρχικώς κοινοποιηθέντος ΕΣΚ, είναι πρόδηλο, κατά το κράτος μέλος αυτό, ότι, όσον αφορά την έγκριση των τροποποιήσεων που πρότεινε το κράτος μέλος κατόπιν μιας τέτοιας απορρίψεως από την Επιτροπή, απομένουν μόνον τρεις επιπλέον μήνες εντός αυτού του χρονικού διαστήματος.

44

Συνεπώς, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, κατά την Τσεχική Δημοκρατία, στον βαθμό που η Επιτροπή αναφέρεται, στην αίτησή της αναιρέσεως, σε «εύλογη προθεσμία», είναι αναμφίβολο ότι μια τέτοια προθεσμία δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των τριών μηνών, λαμβανομένου υπόψη του προαναφερθέντος υποχρεωτικού χρονοδιαγράμματος, και ότι θα έπρεπε μάλιστα να είναι μικρότερη, δεδομένου ότι, κατόπιν της απορριπτικής αποφάσεως, το κράτος μέλος χρειάζεται επίσης ορισμένο χρόνο για να προετοιμάσει τις τροποποιήσεις που επιβάλλονται, εξυπακουομένου ότι δεσμεύεται από την αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

45

Το ζήτημα που τίθεται με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87. Η παράγραφος αυτή περιέχει τρεις κανόνες. Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2003/87, εντός τριμήνου από την κοινοποίηση ενός ΕΣΚ από κράτος μέλος, η Επιτροπή μπορεί να απορρίψει το ΕΣΚ αυτό ή οποιαδήποτε πτυχή του, για λόγους μη συμβατότητας με τα κριτήρια του παραρτήματος ΙΙΙ ή με τις διατάξεις του άρθρου 10 της οδηγίας αυτής. Κατά τη δεύτερη περίοδο της διατάξεως αυτής, το κράτος μέλος λαμβάνει απόφαση βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1 ή 2, της εν λόγω οδηγίας μόνον εάν οι προτεινόμενες τροποποιήσεις γίνουν αποδεκτές από την Επιτροπή.

46

Πρώτον, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, βάσει της διαδικασίας του άρθρου 9 της οδηγίας 2003/87, υπέρ ενός ΕΣΚ που κοινοποιήθηκε από κράτος μέλος υφίσταται τεκμήριο νομιμότητας, στον βαθμό που, κατά τη λήξη της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, το ΕΣΚ θεωρείται οριστικό, ελλείψει παρατηρήσεων εκ μέρους της Επιτροπής, οπότε το οικείο κράτος μέλος μπορεί να το θεσπίσει.

47

Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί, όπως ορθώς υπογράμμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η κατά το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 εξουσία ελέγχου και απόρριψης των ΕΣΚ από την Επιτροπή είναι σαφώς οριοθετημένη, περιοριζόμενη τόσο από ουσιαστικά όσο και από χρονικά όρια. Ο έλεγχος αυτός, αφενός, περιορίζεται στην εξέταση από την Επιτροπή της συμβατότητας του ΕΣΚ προς τα κριτήρια του παραρτήματος III της οδηγίας 2003/87 και τις διατάξεις του άρθρου 10 της οδηγίας αυτής και, αφετέρου, πρέπει να ασκείται εντός προθεσμίας τριών μηνών από την κοινοποίηση του εν λόγω ΕΣΚ από το κράτος μέλος.

48

Αντιθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 δεν προβλέπει κανένα περιορισμό όσον αφορά τις τροποποιήσεις που δύνανται να επενεχθούν σε ΕΣΚ, πέραν του ότι είναι αναγκαία η αποδοχή των τροποποιήσεων αυτών. Συνεπώς, οι επενεχθείσες σε ΕΣΚ τροποποιήσεις μπορούν να προέρχονται από αίτημα της Επιτροπής ή και από πρωτοβουλία του ίδιου του κράτους μέλους.

49

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή αντιτίθεται στην ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, όπως αυτή προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και, ειδικότερα, στη θέση ότι, όταν η Επιτροπή παραλείπει να αντιταχθεί, εντός τρίμηνης προθεσμίας, σε ΕΣΚ το οποίο τροποποιήθηκε κατόπιν αιτήσεώς της μετά την απόρριψη της πρώτης μορφής του, το τροποποιηθέν ΕΣΚ θεωρείται οριστικό και μπορεί να θεσπιστεί από το κράτος μέλος που το κοινοποίησε.

50

Ειδικότερα, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η δεύτερη περίοδος του εν λόγω άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 δεν εφαρμόζεται μόνο σε ΕΣΚ το οποίο υπέστη τροποποιήσεις κατόπιν πρωτοβουλίας του κράτους μέλους και μόνον, μετά την αποδοχή του από την Επιτροπή, αλλά και σε κάθε μεταγενέστερη κοινοποίηση ΕΣΚ το οποίο τροποποιήθηκε μετά από απόφαση απορρίπτουσα μια πρώτη μορφή του, οπότε για τη θέσπισή του είναι προηγουμένως αναγκαία θετική απόφαση της Επιτροπής περί του συμβατού του εν λόγω ΕΣΚ.

51

Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

52

Συγκεκριμένα, καταρχάς, η δυνατότητα της Επιτροπής να απορρίψει κοινοποιηθέν ΕΣΚ υπόκειται σε τρίμηνη προθεσμία. Η αναγκαιότητα της προθεσμίας αυτής προκύπτει από το χρονοδιάγραμμα της οδηγίας 2003/87 που καθορίζεται στα άρθρα 9, παράγραφος 1, και 11, παράγραφος 2, αυτής. Δυνάμει του χρονοδιαγράμματος αυτού, τα σχέδια πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή δεκαοκτώ τουλάχιστον μήνες πριν από την έναρξη της σχετικής περιόδου και να τίθενται σε εφαρμογή δώδεκα τουλάχιστον μήνες πριν από την έναρξη της περιόδου αυτής με κατανομή των δικαιωμάτων εκπομπής. Όταν τροποποιηθέν ΕΣΚ κοινοποιείται μετά την απόρριψη από την Επιτροπή της αρχικής του μορφής, η τήρηση αυτής της τρίμηνης προθεσμίας δικαιολογείται κατά μείζονα λόγο καθόσον ο χρόνος που απομένει πριν από τη θέση σε εφαρμογή του σχεδίου είναι πολύ βραχύτερος απ’ ό,τι κατά την πρώτη κοινοποίηση του ΕΣΚ.

53

Συναφώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 που προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα, υπό ορισμένες περιστάσεις, την παροχή σε κράτος μέλος της δυνατότητας παρελκυστικής επιμηκύνσεως της διαδικασίας εξετάσεως ενός ΕΣΚ, καθόσον είναι οπωσδήποτε προς το συμφέρον των κρατών μελών να καταλήγουν στη θέσπιση ενός ΕΣΚ εντός των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις που παρατέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως.

54

Επιπλέον, τόσο από το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87 όσο και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι η εξουσία που έχει απονεμηθεί στην Επιτροπή δεν είναι εξουσία υποκαταστάσεως ή τυποποιήσεως που περιέχει την εξουσία καθορισμού της μέγιστης συνολικής ποσότητας των προς κατανομή δικαιωμάτων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, αλλά αποκλειστικώς εξουσία ελέγχου της συμβατότητας των ΕΣΚ προς τα κριτήρια του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας 2003/87 (αποφάσεις της 29ης Μαρτίου 2012, C‑504/09 P, Επιτροπή κατά Πολωνίας, σκέψη 80, και C‑505/09 P, Επιτροπή κατά Εσθονίας, σκέψη 82). Η Επιτροπή νομιμοποιείται συνεπώς αποκλειστικώς να εξετάσει τη συμμόρφωση αυτή και να απορρίψει το ΕΣΚ για λόγους μη συμβατότητας προς τα συγκεκριμένα κριτήρια και τις εν λόγω διατάξεις.

55

Στο πλαίσιο αυτό, αν ο νομοθέτης της Ένωσης θεώρησε ότι προθεσμία τριών μηνών είναι επαρκής για να μπορέσει η Επιτροπή να ασκήσει την εξουσία της ελέγχου και για να της παρασχεθεί η δυνατότητα να απορρίψει το κοινοποιηθέν ΕΣΚ σε περίπτωση μη συμβατότητας προς τα εν λόγω κριτήρια, η προθεσμία αυτή πρέπει να θεωρηθεί τοσούτω μάλλον επαρκής κατά τον έλεγχο της τροποποιηθείσας μορφής αυτού του ΕΣΚ, καθόσον η Επιτροπή θα έχει ήδη μπορέσει να εξετάσει μια πρώτη φορά τα στοιχεία που σχετίζονται με την εθνική βιομηχανία την οποία αφορά το ΕΣΚ.

56

Η ερμηνεία αυτή δεν στερεί πρακτικής αποτελεσματικότητας τη δεύτερη περίοδο του εν λόγω άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87, αντίθετα προς τα όσα υποστηρίζει η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή μπορεί να εφαρμοσθεί όταν η Επιτροπή δεν έχει απορρίψει ΕΣΚ κοινοποιηθέν από το κράτος μέλος, το οποίο μπορεί συνεπώς να θέσει το εν λόγω ΕΣΚ σε εφαρμογή, και όταν το οικείο κράτος μέλος μπορεί να λάβει υπόψη ενδεχόμενες τροποποιήσεις, μετά την έγκριση της Επιτροπής.

57

Τρίτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 3, τρίτη περίοδος, της οδηγίας 2003/87, κάθε απορριπτική απόφαση της Επιτροπής αιτιολογείται. Η διάταξη αυτή προϋποθέτει συνεπώς ενεργό συμπεριφορά της Επιτροπής, η οποία, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας όπως προκύπτουν από την αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2003/87, πρέπει να υπόκειται σε χρονικούς περιορισμούς ανεξάρτητα από το στάδιο της διαδικασίας εξετάσεως της συμβατότητας ενός ΕΣΚ.

58

Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν πλανήθηκε περί το δίκαιο διαπιστώνοντας ότι η δυνατότητα της Επιτροπής να απορρίψει την τροποποιηθείσα μορφή ενός ΕΣΚ μετά από μια πρώτη απόφαση απορρίψεως του ΕΣΚ υπό την αρχική μορφή του πρέπει να υπόκειται στην προθεσμία των τριών μηνών του άρθρου 9, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2003/87.

59

Κατά συνέπεια, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί. Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει ομοίως να απορριφθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

60

Σύμφωνα με το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

61

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου αυτού Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Δημοκρατία της Λεττονίας δεν ζήτησε την καταδίκη της Επιτροπής, η τελευταία αυτή και η Δημοκρατία της Λεττονίας θα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

62

Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 140, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρενέβησαν στη διαφορά φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Η Τσεχική Δημοκρατία, η οποία παρενέβη στην παρούσα διαδικασία, θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Δημοκρατία της Λεττονίας και η Τσεχική Δημοκρατία φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η λεττονική.

Top