EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52000DC0457

Έκθεση της Επιτροπής για τις επιπτώσεις της μεταβατικής περιόδου που χορηγήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο σχετικά με ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 94/33/ΕΚ του Συμβουλίου για την προστασία των νέων κατά την εργασία

/* COM/2000/0457 τελικό */

52000DC0457

Έκθεση της Επιτροπής για τις επιπτώσεις της μεταβατικής περιόδου που χορηγήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο σχετικά με ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 94/33/ΕΚ του Συμβουλίου για την προστασία των νέων κατά την εργασία /* COM/2000/0457 τελικό */


ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ για τις επιπτώσεις της μεταβατικής περιόδου που χορηγήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο σχετικά με ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 94/33/ΕΚ του Συμβουλίου για την προστασία των νέων κατά την εργασία

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1. Η οδηγία 94/33/ΕΚ του Συμβουλίου για την προστασία των νέων κατά την εργασία (εφεξής καλούμενη "η οδηγία") εγκρίθηκε στις 22 Ιουνίου 1994 και δημοσιεύθηκε στην ΕΕ L 216/22 (20.8.94).

1.2. Το προοίμιο της οδηγίας επισημαίνει ότι "τα παιδιά και οι έφηβοι" πρέπει να θεωρούνται ως "ομάδες ειδικών κινδύνων" και ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα για την ασφάλεια και την υγεία τους και επιπλέον αναφέρει ότι η μέγιστη διάρκεια της εργασίας των νέων πρέπει να "περιορίζεται αυστηρά" και να απαγορεύεται η νυκτερινή εργασία των νέων, εξαιρέσει ορισμένων θέσεων απασχόλησης που καθορίζονται από τις εθνικές νομοθεσίες ή ρυθμίσεις.

1.3. Ωστόσο, η τελευταία αιτιολογική σκέψη του προοιμίου προβλέπει:

"ότι η εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της παρούσας οδηγίας δημιουργεί ιδιαίτερες δυσκολίες για ένα κράτος μέλος, λόγω του συστήματος προστασίας των νέων κατά την εργασία. ότι, συνεπώς, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι το εν λόγω κράτος μέλος θα μπορεί να μην εφαρμόζει τις σχετικές διατάξεις κατά τη διάρκεια ενός κατάλληλου χρονικού διαστήματος".

1.4. Το εν λόγω κράτος μέλος ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο και το άρθρο 17 (1) (β) προβλέπει ότι:

"Επί τέσσερα έτη από την ημερομηνία που αναφέρεται στο στοιχείο α), το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να μην εφαρμόζει το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β) πρώτο εδάφιο όσον αφορά τη διάταξη σχετικά με τη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας, καθώς και το άρθρο 8 παράγραφος 2 και το άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο β) και παράγραφος 2." (22 Ιουνίου 1996, ημερομηνία εφαρμογής).

1.5. Στη συνέχεια το άρθρο 17 (1) (β) προβλέπει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή "υποβάλλει έκθεση για τα αποτελέσματα της παρούσας διάταξης".

2. Η ΟΔΗΓΙΑ

2.1. Οι σχετικές διατάξεις της οδηγίας είναι οι εξής: Το άρθρο 8 με τον τίτλο "Χρόνος εργασίας" προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι:

"Τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση της δυνατότητας η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β) ή γ) λαμβάνουν τα απαιτούμενα μέτρα για τον περιορισμό του χρόνου εργασίας των παιδιών:

(α) ........

(β) σε 2 ώρες ανά ημέρα φοίτησης και σε 12 ώρες εβδομαδιαίως για τις εργασίες που εκτελούνται κατά τη σχολική περίοδο και εκτός ωρών σχολικής διδασκαλίας, στο βαθμό που οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές δεν το απαγορεύουν. σε καμία περίπτωση ο ημερήσιος χρόνος εργασίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 7 ώρες- το όριο αυτό δύναται να αυξάνεται στις 8 ώρες για τις περιπτώσεις παιδιών που έχουν φθάσει το 15ο έτος της ηλικίας.

(γ) ..........

(δ) .........".

Το άρθρο 4 με τον τίτλο "Απαγόρευση της εργασίας των παιδιών" προβλέπει στην παράγραφο 2 ότι:

"Λαμβανομένων υπόψη των στόχων του άρθρου 1, τα κράτη μέλη μπορούν, δια της νομοθετικής ή κανονιστικής οδού, να προβλέπουν ότι η απαγόρευση της εργασίας των παιδιών δεν ισχύει:

(α) .........

(β) για τα παιδιά ηλικίας τουλάχιστον 14 ετών τα οποία εργάζονται στα πλαίσια συστήματος εναλλάξ κατάρτισης ή πρακτικής άσκησης σε επιχείρηση, εφόσον η εργασία αυτή επιτελείται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζει η αρμόδια αρχή.

(γ) για τα παιδιά ηλικίας τουλάχιστον 14 ετών τα οποία εκτελούν ελαφρές εργασίες εκτός από εκείνες που εμπίπτουν στο άρθρο 5. πάντως ορισμένες ελαφρές εργασίες, εκτός από εκείνες οι οποίες εμπίπτουν στο άρθρο 5, μπορούν να επιτελούνται από τα παιδιά ήδη από το 13ο έτος της ηλικίας τους, επί περιορισμένο αριθμό ωρών εβδομαδιαίως και για ορισμένες κατηγορίες εργασιών, που καθορίζονται από την εθνική νομοθεσία."

2.2. Το άρθρο 8 (2) προβλέπει ότι τα κράτη μέλη "θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να περιορίσουν το χρόνο εργασίας των εφήβων σε 8 ώρες ημερησίως και σε 40 εβδομαδιαίως."

Το άρθρο 8 (5) προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν, δια της νομοθετικής ή κανονιστικής οδού, να επιτρέπουν παρεκκλίσεις από την παράγραφο 1, στοιχείο α) και από την παράγραφο 2, είτε κατ' εξαίρεση είτε όπου αντικειμενικοί λόγοι το δικαιολογούν.

Τα κράτη μέλη καθορίζουν, δια της νομοθετικής ή κανονιστικής οδού, τους όρους, τα όρια και τις λεπτομέρειες εφαρμογής αυτών των παρεκκλίσεων.

2.3. Το άρθρο 9 με τον τίτλο "Νυκτερινή εργασία" προβλέπει στην παράγραφο (1) (β), ότι κράτη μέλη "λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την απαγόρευση της εργασίας των εφήβων μεταξύ των ωρών 22:00 και 06:00 ή μεταξύ 23:00 και 07:00." Στη συνέχεια προβλέπει στην παράγραφο (2) ότι:

"(α) Τα κράτη μέλη μπορούν, δια της νομοθετικής ή κανονιστικής οδού, να επιτρέπουν την εργασία των εφήβων κατά την περίοδο απαγόρευσης της νυκτερινής εργασίας που ορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) για συγκεκριμένους τομείς δραστηριότητας.

Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα δέοντα μέτρα ώστε ο έφηβος να επιτηρείται από ενήλικα, εφόσον τούτο απαιτείται για λόγους προστασίας του εφήβου.

(β) Σε περίπτωση εφαρμογής του στοιχείου α), απαγορεύεται η εργασία μεταξύ των ωρών 00:00 και 04:00."

2.4. Το άρθρο 3 με τον τίτλο "Ορισμοί" προβλέπει ότι:

i. "παιδί" είναι "κάθε νέος ο οποίος δεν έχει φθάσει στο 15ο έτος της ηλικίας ή υπόκειται ακόμη στη σχολική υποχρέωση πλήρους χρόνου την οποία επιβάλλει η εθνική νομοθεσία".

ii. "έφηβος" είναι "κάθε νέος ηλικίας τουλάχιστον 15 ετών και κάτω των 18 ετών, ο οποίος έχει παύσει να υπόκειται στην υποχρέωση της σχολικής υποχρέωσης πλήρους χρόνου την οποία επιβάλει η εθνική νομοθεσία". και

iii. "χρόνος εργασίας" είναι "η χρονική περίοδος παρουσίας του νέου στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη και κατά την άσκηση της δραστηριότητας ή των καθηκόντων του, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές".

Ο όρος "νέος" νοείται επιπλέον ως "κάθε πρόσωπο ηλικίας κάτω των 18 ετών που αναφέρεται στο άρθρο 2(1)" που προβλέπει ότι η οδηγία εφαρμόζεται σε "κάθε πρόσωπο ηλικίας κάτω των 18 ετών που έχει σύμβαση εργασίας ή σχέση εργασίας οριζόμενη από το ισχύον δίκαιο κράτους μέλους ή/και υπαγόμενη στο ισχύον δίκαιο κράτους μέλους".

3. ΤΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ

3.1. Ούτε η αρχική πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (EE C84/7, 4.4.92), ούτε η τροποποιημένη πρότασή της (EE C77/1, 18.3.93) περιείχαν ρήτρα που να επιτρέπει στο ΗΒ να απέχει από την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων για μεταβατική περίοδο. Η γνώμη της ΟΚΕ (EE C313/70, 30.11.92) δεν έθιξε, ως εκ τούτου, το εν λόγω θέμα. Παρόμοιες είναι οι παρατηρήσεις που ισχύουν για τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (EE C21/167, 25.1.93) (Πρώτη ανάγνωση).

3.2. Η πρώτη φορά που αναφέρεται η μεταβατική περίοδος είναι στο πλαίσιο της κοινής θέσης του Συμβουλίου της 24.11.1993 (C3-0504/93-94/O383 (SYN)). Σύμφωνα με τη διαδικασία συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 189 γ της Συνθήκης, η πρόταση -όπως ορίζεται στην κοινή θέση του Συμβουλίου- επέστρεψε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για δεύτερη ανάγνωση.

3.3. Η κοινή θέση του Συμβουλίου εξετάστηκε από την Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Με την έκθεσή της (έγγρ. PE A3-108/94), σελ. 15, η εν λόγω επιτροπή επισημαίνει ότι μέλος της επιτροπής ΗΒ είχε ανακοινώσει ότι το ΗΒ είχε ήδη θεσπίσει κανόνες που περιορίζουν τις ώρες εργασίας των παιδιών σύμφωνα με την προτεινόμενη οδηγία. Κατά συνέπεια η επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προτεινόμενη μεταβατική περίοδος είναι "ακατανόητη". Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 9.03.1994 (EE 91/98, 28.3.94) συνιστούσε να καταργηθούν τόσο το άρθρο 17 (1) (β) όσο και η τελευταία αιτιολογική σκέψη του προοιμίου.

3.4. Παρά την εν λόγω σύσταση, η οδηγία -όταν εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 22.06.1994- επέκτεινε τη μεταβατική περίοδο στους περιορισμούς για την εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας για τα παιδιά. Σύμφωνα με τα πρακτικά της συνεδρίασης του Συμβουλίου, οι αντιπροσωπείες δύο κρατών μελών επέλεξαν να απέχουν όταν εγκρίθηκε η οδηγία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παρά το γεγονός ότι εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις για την αρχική διάταξη που επιτρέπει στο ΗΒ να μην εφαρμόζει προσωρινά ορισμένες υποχρεώσεις που προβλέπονται από την οδηγία, ήταν έτοιμη να αποδεχθεί την εν λόγω λύση για τους εφήβους, "ώστε να προσφέρει στο ΗΒ την ευκαιρία για μεταβατική περίοδο για να προσαρμόσει το σύστημά του για τους εφήβους, αλλά η κατάσταση σε ό,τι αφορά τα παιδιά είναι διαφορετική".

4. Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

4.1. Η οδηγία τέθηκε σε εφαρμογή στη Μεγάλη Βρετανία και στη Β. Ιρλανδία με διάφορες σειρές υπουργικών Κανονισμών για την τροποποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας. Παραδείγματος χάρη, τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας εφαρμόστηκαν στη Βρετανία με τους Κανονισμούς περί υγείας και ασφάλειας (Νέοι) του 1997 (SI 1997/135), που τροποποιούν τους Κανονισμούς περί διαχείρισης της υγείας και της ασφάλειας στην εργασία (SI 1992/2051 όπως τροποποιήθηκαν από τους SI 1994/2865), και στη Β. Ιρλανδία από τους Κανονισμούς περί υγείας και της ασφάλειας (Νέοι) (ΒI) του 1997 (SR 1997/387), που τροποποιούν τους Κανονισμούς περί διαχείρισης της υγείας και της ασφάλειας στην εργασία (ΒI) του 1992 (SR 1992/459 όπως τροποποιήθηκαν από τους SR 1994/478). Οι εν λόγω Κανονισμοί τέθηκαν σε ισχύ αντίστοιχα στις 3 Μαρτίου 1997 και την 1η Οκτωβρίου 1997 και εφεξής καλούνται Κανονισμοί 1997.

4.2. Οι σχετικές διατάξεις της οδηγίας σε ό,τι αφορά τα "παιδιά" εφαρμόστηκαν στη Μεγάλη Βρετανία με τους Κανονισμούς περί παιδιών (Προστασία στην εργασία) του 1998 (SI 1998/276) που τροποποιούν τους Νόμους περί παιδιών και νέων του 1933 και του 1963 (Αγγλία και Ουαλία) και το Νόμο περί παιδιών και νέων (Σκωτία) του 1937. Οι εν λόγω Κανονισμοί τέθηκαν σε εφαρμογή στις 4.08.1998 και εφεξής καλούνται Κανονισμοί 1998. Παρόμοιοι Κανονισμοί τέθηκαν σε εφαρμογή για τη Β. Ιρλανδία.

4.3. Οι σχετικές διατάξεις της οδηγίας όσον αφορά τους "εφήβους" εφαρμόστηκαν στη Μ. Βρετανία από τους Κανονισμούς περί χρόνου εργασίας του 1998 (SI 1998/1833) που επίσης εφαρμόζουν τις διατάξεις της οδηγίας 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένες πτυχές της οργάνωσης του χρόνου εργασίας. Οι εν λόγω Κανονισμοί τέθηκαν σε ισχύ την 1 Οκτωβρίου 1998 και εφεξής καλούνται Κανονισμοί περί χρόνου εργασίας. Παρόμοιοι Κανονισμοί τέθηκαν σε εφαρμογή για τη Β. Ιρλανδία.

4.4. Οι Κανονισμοί του 1997 ορίζουν το "παιδί" ως "κάθε άτομο σε ηλικία υποχρεωτικής σχολικής εκπαίδευσης", το "νέο" ως "κάθε άτομο κάτω των 18 ετών" και τον "εργαζόμενο νέο" ως εργαζόμενο ηλικίας τουλάχιστον 15 ετών και κάτω των 18 ετών και δεν υπόκειται πλέον σε υποχρεωτική σχολική εκπαίδευση. Η μέθοδος για τον καθορισμό της ηλικίας για την εγκατάλειψη του σχολείου συνίσταται στο ότι όταν ένα άτομο συμπληρώσει το 16ο έτος της ηλικίας του σε οποιαδήποτε ημερομηνία μεταξύ 1 Σεπτεμβρίου και 31 Ιανουαρίου του επόμενου έτους αυτός ή αυτή θα θεωρηθεί ότι δεν έχει φθάσει το ανώτατο όριο της ηλικίας υποχρεωτικής σχολικής εκπαίδευσης μέχρι το τέλος του ανοιξιάτικου τριμήνου που περιλαμβάνει το μήνα Ιανουάριο. Ένα άτομο που συμπληρώνει το 16ο έτος της ηλικίας του μεταξύ 1 Φεβρουαρίου και 31 Αυγούστου θεωρείται ότι δεν έχει φθάσει στο ανώτατο όριο υποχρεωτικής σχολικής εκπαίδευσης μέχρι την Παρασκευή πριν από την τελευταία Δευτέρα του Μαΐου του εν λόγω έτους.

4.5. Οι Κανονισμοί 2 και 8 των Κανονισμών 1998 τροποποιούν τους Νόμους του 1933 και του 1937 (που προαναφέρθηκαν στην παράγραφο 3.2) και προβλέπουν ότι ένα παιδί δεν μπορεί να εργάζεται για περισσότερο από 8 ώρες ή -αν είναι ηλικίας κάτω των 15 ετών- για περισσότερο από 5 ώρες σε οποιαδήποτε μέρα που αφενός δεν υποχρεούται να παρακολουθήσει σχολικά μαθήματα και αφετέρου δεν είναι Κυριακή, ή περισσότερο από 35 ώρες ή -αν είναι κάτω από 15 ετών- περισσότερο από 25 ώρες σε οποιαδήποτε εβδομάδα κατά την οποία δεν υποχρεούται να παρακολουθήσει σχολικά μαθήματα.

4.6. Οι Κανονισμοί περί χρόνου εργασίας προβλέπουν ότι ο χρόνος εργασίας ενός εργαζομένου, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών, σε οποιαδήποτε περίοδο αναφοράς που εφαρμόζεται στην περίπτωσή του/της δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 48 ώρες κατά μέσο όρο για κάθε 7 ημέρες (βλ. Κανονισμό 4). Δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ "νέων" και "ενηλίκων εργαζομένων". Ωστόσο υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε ημερήσια και εβδομαδιαία περίοδο ανάπαυσης και διαλείμματα εργασίας (βλ. Κανονισμούς 10, 11 και 12).

4.7. Επίσης υπάρχει διαχωρισμός όσον αφορά τις υποχρεώσεις του εργοδότη σε σχέση με τη νυκτερινή εργασία. Οι Κανονισμοί περί χρόνου εργασίας ορίζουν την "νυκτερινή εργασία" ως "εργασία κατά τη νύκτα" και η "νύκτα" ορίζεται περαιτέρω ως περίοδος της οποίας η διάρκεια δεν είναι μικρότερη από 7 ώρες και που περιλαμβάνει την περίοδο από τα μεσάνυκτα μέχρι τις 5 π.μ. και καθορίζεται με σχετική συλλογική σύμβαση ή, σε περίπτωση μη προσδιορισμού, την περίοδο μεταξύ 11 μ.μ. και 6 π.μ.

4.8. Οι Κανονισμοί περί χρόνου εργασίας στη συνέχεια προβλέπουν με τον Κανονισμό 6 ότι ο εργοδότης δεν υποχρεώνει εργαζόμενο νέο να εργαστεί κατά την περίοδο μεταξύ 10 μ.μ. και 6 π.μ. ("την περιορισμένη περίοδο") εκτός εάν:

i) ο εργοδότης έχει εξασφαλίσει ότι ο εργαζόμενος νέος θα έχει την ευκαιρία για δωρεάν αξιολόγηση της υγείας του προτού αναλάβει τα καθήκοντά του ή

ii) ο εργαζόμενος νέος υποβλήθηκε σε αξιολόγηση της υγείας του και των δυνατοτήτων του προτού αναλάβει καθήκοντα κατά την περιορισμένη περίοδο στο παρελθόν και ο εργοδότης δεν έχει κανένα λόγο να πιστεύει ότι η αξιολόγηση δεν ισχύει πλέον.

Ο εργοδότης υποχρεούται επίσης να εξασφαλίσει ότι κάθε εργαζόμενος νέος που υποχρεούται να εργαστεί κατά την περιορισμένη περίοδο έχει τη δυνατότητα για δωρεάν αξιολόγηση της υγείας και των δυνατοτήτων του/της σε τακτικά διαστήματα.

4.9. Η παράγραφος (4) του Κανονισμού 6 προβλέπει ότι οι απαιτήσεις που παρουσιάστηκαν παραπάνω δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση που η εργασία που καλείται να διεκπεραιώσει ο εργαζόμενος νέος είναι "εξαιρετικής φύσεως".

4.10. Ως εκ τούτου μπορεί να θεωρηθεί ότι το ΗΒ έχει εκμεταλλευτεί τη δυνατότητα να απέχει προσωρινά από την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων όπως προβλέπονται σύμφωνα με το άρθρο 17 (1) (β).

5. Η ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

5.1. Πριν από την εφαρμογή της οδηγίας, το Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας εξέδωσε γνωμοδοτικό έγγραφο σχετικά με μέτρα για την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας ΕΚ για την προστασία των νέων κατά την εργασία (URN 97/508). Το εν λόγω έγγραφο αφορούσε τις διατάξεις της οδηγίας σε σχέση με τη λήψη μέτρων ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι εργαζόμενοι νέοι (δηλ. άνω των 16 ετών αλλά κάτω των 18 ετών) δικαιούνται περιόδους ανάπαυσης, διαλείμματα εργασίας και δωρεάν αξιολόγηση της υγείας και των δυνατοτήτων τους προτού αναλάβουν νυκτερινή εργασία, που στη συνέχεια επαναλαμβάνεται σε τακτικά διαστήματα.

5.2. Η προσέγγιση της τότε κυβέρνησης του ΗΒ παρατίθεται στις παραγράφους 1.5 και 1.6 του γνωμοδοτικού εγγράφου ως εξής:

"Η κυβέρνηση πιστεύει ότι σύμφωνα με το Νόμο περί υγείας και ασφάλειας στην εργασία κλπ. του 1974, το ΗΒ έχει ήδη θεσπίσει αποτελεσματικές διευθετήσεις για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των νέων κατά την εργασία. Η εφαρμογή της οδηγίας δεν θα πρέπει να μπορεί να σταθεί εμπόδιο στις ευκαιρίες των νέων για απασχόληση ή κατάρτιση που δεν αποτελούν πραγματικό κίνδυνο για την υγεία ή την ασφάλεια. Τα εν λόγω επιχειρήματα εντάσσονται στο πλαίσιο της επιτυχημένης αντίστασης της κυβέρνησης στην εφαρμογή στο ΗΒ των διατάξεων της οδηγίας που θα επέβαλαν μέγιστο εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας για τους νέους (άρθρα 8 (1) (β) και (2)) και που θα απαγόρευαν τη νυκτερινή εργασία (άρθρα 9 (1) και (2)). Σύμφωνα με το άρθρο 17 (1) (β) της οδηγίας, το ΗΒ μπορεί να μην εφαρμόζει τις εν λόγω διατάξεις έως τον Ιούνιο του 2000. Το Συμβούλιο Υπουργών έχει τη δυνατότητα να παρατείνει την ισχύ της εξαίρεσης πέρα από την εν λόγω ημερομηνία. Ως εκ τούτου παρέχεται στο ΗΒ "ανανεώσιμη επιλογή της μη συμμετοχής" σε ενδεχομένως δαπανηρούς και ακατάλληλους περιορισμούς στο χρόνο εργασίας των νέων.

Ωστόσο το ΗΒ είναι υποχρεωμένο να θέσει σε εφαρμογή μέτρα που θα εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της οδηγίας που προαναφέρθηκαν. Η κυβέρνηση ευελπιστεί ότι η ανταπόκριση στο γνωμοδοτικό έγγραφο πρόκειται να συμβάλει στην εκπλήρωση της εν λόγω υποχρέωσης έτσι ώστε να μη μειωθούν ουσιαστικά οι ευκαιρίες των νέων για απασχόληση και κατάρτιση".

5.3. Ως εκ τούτου η συλλογιστική για τη μεταβατική περίοδο έγκειται στο ότι η επιβολή μέγιστης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας και η απαγόρευση της νυκτερινής εργασίας -έστω και με την ευελιξία που επιτρέπει η οδηγία- θα εμπόδιζε και/ή θα μείωνε τις ευκαιρίες για απασχόληση ή κατάρτιση για τους νέους, που δεν αποτελούν πραγματικό κίνδυνο για την υγεία ή την ασφάλεια.

5.4. Πρέπει να σημειωθεί ότι η τότε κυβέρνηση του ΗΒ αμφισβήτησε τη νομική βάση της οδηγίας 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένες πτυχές της οργάνωσης του χρόνου εργασίας βάσει, μεταξύ άλλων, του γεγονότος ότι δεν υπήρχαν αξιόπιστα στοιχεία που να συνδέουν "το χρόνο εργασίας" με την υγεία και την ασφάλεια: βλ. υπόθεση C-84/94, Ην. Βασίλειο κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης [1996] Συλλογή 1-5755.

Το Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα του ΗΒ (απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 1996).

5.5. Η μεταβατική περίοδος που παρατίθεται στο άρθρο 17 (1) (β) φαίνεται να επιδοκιμάστηκε από τη Συνομοσπονδία Βρετανικής Βιομηχανίας (Confederation of British Industry - CBI), που υιοθέτησε την άποψη ότι οι εργαζόμενοι νέοι προστατεύονται ικανοποιητικά από τις ισχύουσες ρυθμιστικές διατάξεις. Ωστόσο το Συνέδριο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων (Trade Union Congress - TUC), με την απάντησή του στα γνωμοδοτικά έγγραφα του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας, τάχθηκε κατά της χρήσης της μεταβατικής περιόδου που παρατίθεται στο άρθρο 17 (1) (β) σχετικά με τις ώρες εργασίας των εφήβων εργαζομένων.

5.6. Γενικά, οι απαντήσεις στο γνωμοδοτικό έγγραφο της κυβέρνησης ήταν ποικίλες. Παρατίθενται εδώ τρία παραδείγματα: το Γραφείο Μικρών Επιχειρήσεων υποστήριξε τη μεταβατική εξαίρεση "από τους αυθαίρετους περιορισμούς για τις ώρες εργασίας των νέων που περιλαμβάνονται στην οδηγία για τους εργαζόμενους νέους, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης της νυκτερινής εργασίας". Το Γραφείο θεώρησε "απόλυτα ευνόητο" το γεγονός ότι οι ευκαιρίες για κατάρτιση και απασχόληση των νέων δεν πρέπει να εμποδίζονται από την επιβολή τέτοιων περιορισμών, καθώς οποιεσδήποτε ανησυχίες για τέτοιου είδους ωράρια "βρίσκουν αποτελεσματική απάντηση" σύμφωνα με τις ισχύουσες διευθετήσεις περί υγείας και ασφάλειας. Στη συνέχεια το Γραφείο εξηγεί ότι ήταν "δύσκολο να μην εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι εν λόγω διατάξεις καταρτίστηκαν από άτομα που δεν εκτιμούν τους παράγοντες που συνδέονται με την απασχόληση των νέων και τα μέτρα που έχουν ήδη θεσπιστεί για την προστασία τους".

5.7. Ωστόσο η μεταβατική περίοδος δέχθηκε επικρίσεις από τη Μονάδα Χαμηλόμισθων της ευρείας περιοχής του Manchester που θεωρεί ότι με τη μη χορήγηση στους νέους στο ΗΒ της προστασίας που παρέχεται σε άλλα κράτη μέλη, η κυβέρνηση τους τοποθετεί "σε σαφώς μειονεκτική θέση". Η Μονάδα διαφώνησε με την εκτίμηση ότι η ισχύουσα νομοθεσία παρέχει επαρκή προστασία και δήλωσε ότι η πλήρης εφαρμογή είναι απαραίτητη για την προστασία "αυτών των εργαζόμενων νέων που δεν τυγχάνουν ορθής μεταχείρισης από τους εργοδότες". "Επικρατεί η άποψη" ότι η απασχόληση για τους νέους "δεν πρέπει να επιβαρύνει την υγεία και την ασφάλειά τους, ούτε να αντισταθμίζεται με οποιοδήποτε ενδεχόμενο κόστος για την επιχείρηση".

6. Η ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

6.1. Για την κατάρτιση της έκθεσης που προβλέπεται στο άρθρο 17 (1)(β) της οδηγίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απασχόλησε ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα για την παροχή στοιχείων σχετικά με την εφαρμογή της μεταβατικής περιόδου στο ΗΒ και τη θέση των κοινωνικών εταίρων σε ό,τι αφορά το εν λόγω θέμα.

6.2. Προγραμματίστηκαν συναντήσεις ε το αρμόδιο προσωπικό στην CBI, στο TUC και στο Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας, κατά τις οποίες συζητήθηκε διεξοδικά το θέμα της μεταβατικής περιόδου του άρθρου 17 (1) (β). Παρασχέθηκε τεκμηρίωση είτε κατά τη διάρκεια είτε μετά από τις εν λόγω συναντήσεις.

6.3. Σύμφωνα με τη θέση της Διεύθυνσης Ανθρωπίνων Πόρων της CBI, η μεταβατική περίοδος που χορηγήθηκε στο ΗΒ από το άρθρο 17 (1) (β) πρέπει να παραταθεί. Η CBI διατύπωσε την άποψη ότι η προστασία στο ΗΒ για τα παιδιά και τους εφήβους ήταν και "κατάλληλη και επαρκής" και ότι η μη ανανέωση της εν λόγω μεταβατικής περιόδου "θα δημιουργούσε ακαμψία και έλλειψη πρακτικότητας σε τομείς όπως οι ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, οι λιανικές πωλήσεις, τα ξενοδοχεία και η τροφοδοσία. Η CBI επίσης εξέφρασε την άποψη ότι η μη ανανέωση θα επηρέαζε την "απασχολησιμότητα των νέων και "θα μπορούσε να υπονομεύσει προγράμματα καινοτομίας που στοχεύουν στην παροχή πρακτικών δεξιοτήτων σε απογοητευμένους νέους".

6.4. Η μη εφαρμογή του άρθρου 8 (1) (β) και (2) έλαβε ιδιαίτερες διαστάσεις από τη βιομηχανία του θεάματος (ιδίως τις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές) και τον κλάδο ξενοδοχείων και τροφοδοσίας. Η CBI δήλωσε ότι δεν είχε στη διάθεσή της στοιχεία που να μαρτυρούν ότι η υγεία και η ασφάλεια των "μεγαλύτερων εφήβων" (δηλ. αυτών που είχαν εγκαταλείψει το σχολείο) είχε ζημιωθεί από εργασία που ξεπερνούσε το όριο των 40 ωρών της οδηγίας.

6.5. Σε ό,τι αφορά τη μη εφαρμογή του άρθρου 9 (1) (β) και (2), η θέση της CBI έγκειται στο ότι πολλοί τομείς απασχολούν έφηβους εργαζόμενους για τους οποίους αποδεικνύεται μη πρακτικό το όριο που θέτει η οδηγία σχετικά με τη νυκτερινή εργασία. Πέρα από τον κλάδο ξενοδοχείων και τροφοδοσίας, η CBI ανέφερε ότι επηρεάζονται περισσότερο οι ταχυδρομικές υπηρεσίες, τα πρακτορεία εφημερίδων και οι λιανοπωλητές. Η μη ανανέωση της μεταβατικής περιόδου θα εμπόδιζε το πρώιμο ξεκίνημα των νέων και θα απέτρεπε τους εφήβους από την εκτέλεση καθηκόντων διανομής αλληλογραφίας και εφημερίδων. Επίσης θα περιόριζε τη δυνατότητα των ταχυδρομικών υπηρεσιών να προσλάβουν τους νέους που εγκαταλείπουν το σχολείο για το πρόγραμμα των "ταχυδρόμων-δοκίμων". Στον τομέα των λιανικών πωλήσεων, οι έφηβοι συχνά εργάζονται σε "νυκτερινές ομάδες", κυρίως ασχολούμενοι με το γέμισμα ραφιών. Επιπλέον, σε περιόδους αιχμής, το βράδυ μπορεί να παραταθεί πέρα από το όριο των 10 μ.μ.-11 μ.μ.. Εάν η μεταβατική περίοδος δεν ανανεωθεί και εάν η εργασία δεν μπορεί να επαναπροσδιορισθεί μέσα στα όρια που θέτει η οδηγία, οι συμβάσεις εργασίας των εν λόγω εφήβων θα έληγαν και η βραδινή κάλυψη σε περιόδους αιχμής θα περιοριζόταν σε εργαζομένους ηλικίας άνω των 18 ετών.

6.6. Βασικά η άποψη της CBI έγκειται στο ότι οι επιπτώσεις της μεταβατικής περιόδου του άρθρου 17 (1) (β) συνεπάγονται αύξηση των ευκαιριών για απασχόληση των νέων στους προαναφερθέντες τομείς και ότι η μη ανανέωσή της θα μείωνε τις εν λόγω ευκαιρίες. Η CBI εξέφρασε επίσης την ανησυχία ότι εάν δεν υπάρχει αρκετή ευελιξία, οι εργαζόμενοι νέοι θα έλκονταν από την "μαύρη οικονομία" που θα ήταν πολύ πιο ζημιογόνος για την υγεία και την ασφάλειά τους.

6.7. Η CBI παραδέχθηκε ότι η οδηγία προσφέρει πολλές δυνατότητες για παρέκκλιση και θα μπορούσαν ενδεχομένως να προσφέρουν την απαιτούμενη ευελιξία ώστε να ελαχιστοποιηθεί η ενδεχόμενη μείωση των ευκαιριών των νέων για απασχόληση. Ωστόσο η CBI εξέφρασε την ανησυχία ότι οι εν λόγω παρεκκλίσεις δημιουργούν προβλήματα στο ΗΒ του οποίου το σύστημα "προβλέπει ατομικά δικαιώματα και όχι σύστημα συλλογικών δικαιωμάτων που ισχύουν και για τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ." Αυτό σημαίνει ότι όροι όπως η "αντικειμενική αιτιολόγηση" δεν μπορούν να καθορισθούν από συλλογικές συμφωνίες, αλλά αποτελούν θέματα προς διευθέτηση σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση και, συνεπώς, χωρίς τη συνέχιση της μεταβατικής περιόδου του άρθρου 17 (1) (β) οι εργοδότες θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν "μεγάλη αβεβαιότητα" μέχρι την παγίωση της απαιτούμενης νομολογίας.

6.8. Σύμφωνα με τη θέση του Τμήματος Οικονομικών και Κοινωνικών Υποθέσεων του TUC, η μεταβατική περίοδος του άρθρου 17 (1) (β) δεν πρέπει να παραταθεί. Πράγματι, το TUC είναι της άποψης ότι ευθύς εξαρχής δεν έπρεπε να εφαρμοστεί η μεταβατική περίοδος. Το TUC υποστηρίζει ότι τα άτομα ηλικίας μεταξύ 16 και 18 ετών βρίσκονται σε "μεταβατικό στάδιο μεταξύ της πλήρους εκπαίδευσης και της πλήρους απασχόλησης" και δεν έχουν ενσωματωθεί πλήρως στην αγορά εργασίας.

6.9. Το TUC επίσης εξέφρασε την άποψη ότι οι έφηβοι εργαζόμενοι δεν έχουν ακόμα "πνευματική ή σωματική ωριμότητα" και ότι η προσωπική τους ανάπτυξη θα μπορούσε να ζημιωθεί χωρίς ειδική προστασία. Το TUC είναι της άποψης ότι οι διατάξεις της οδηγίας σχετικά με τις ώρες εργασίας "επανεισάγουν ένα χαμηλό επίπεδο ρυθμίσεων που είναι βασικές για την προστασία των νέων κατά την εργασία". (Η χρήση του όρου "επανεισάγω" οφείλεται στο γεγονός ότι η διάταξη του Νόμου περί απασχόλησης γυναικών νέων και παιδιών του 1920 που απαγόρευε την απασχόληση νέων τη νύκτα σε βιομηχανικές επιχειρήσεις, καταργήθηκε από το Νόμο περί απασχόλησης του 1989).

6.10. Το TUC αναφέρθηκε σε έκθεση για την απασχόληση παιδιών σχολικής ηλικίας, που βασίστηκε σε έρευνα με ανάθεση του 1996. Το TUC εξέφρασε "ανησυχία" για το γεγονός ότι πολλά παιδιά εργάζονται παράνομα και για πολλές ώρες και ότι αυτό "επηρέαζε αρνητικά την υγεία και την εκπαίδευση τους". Το 23% των ερωτηθέντων παιδιών κάτω των 13 ετών δήλωσε ότι απασχολείται έμμισθα, γενικά με τη διανομή εφημερίδων (αγόρια) και τη φύλαξη μικρών παιδιών στο σπίτι (κορίτσια), καθώς και με εργασία σε κατάστημα. Το 36% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι έχει εργασθεί πριν από τις 7 π.μ. και το 53% δήλωσε ότι έχει εργασθεί μετά τις 7 μ.μ.. Η έρευνα κατέδειξε ότι η εργασία κατά τις εν λόγω ώρες "σαφώς επηρέαζε αρνητικά τις σχολικές επιδόσεις" καθώς το 28% των ερωτηθέντων ήταν "πολύ κουρασμένοι" για να κάνουν τα σχολικά τους μαθήματα λόγω της εργασίας τους. Το 19% επίσης ανέφερε ατύχημα ή τραυματισμό στο χώρο εργασίας.

6.11. Το TUC εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για το ότι η μεταβατική περίοδος του άρθρου 17 (1) (β) διαιώνιζε τον κίνδυνο για την υγεία, την εκπαίδευση και την ευεξία των νέων.

6.12. Το TUC διατύπωσε επίσης την άποψη ότι δεν είχε σημειωθεί "σημαντική αύξηση θέσεων εργασίας" για τους εργαζόμενους νέους ύστερα από την κατάργηση το 1989 των σχετικών διατάξεων του Νόμου περί απασχόλησης γυναικών, νέων και παιδιών του 1920. Το TUC δήλωσε επίσης ότι, σε ό,τι αφορά τη θέση των διανομών εφημερίδων, η Ομοσπονδία Πρακτορείων Εφημερίδων δεν αντιτίθεται στην πλήρη εφαρμογή της οδηγίας.

7. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

7.1. Βάσει των απόψεων που διατυπώθηκαν από το αρμόδιο προσωπικό των κύριων οργανισμών που εκπροσωπούν τις δύο πλευρές της βιομηχανίας στο ΗΒ και βάσει της τεκμηρίωσης που παρασχέθηκε είτε κατά τη διάρκεια είτε μετά τις εν λόγω συζητήσεις, οι επιπτώσεις της μεταβατικής περιόδου του άρθρου 17 (1) (β) της οδηγίας, όπως τις αντιλαμβάνονται οι εν λόγω οργανισμοί, μπορούν να συνοψισθούν ως εξής. Οι εργοδότες τάσσονται υπέρ της μεταβατικής περιόδου καθώς αυτή αυξάνει τις ευκαιρίες των νέων για απασχόληση, ενώ οι συνδικαλιστικές οργανώσεις τάσσονται κατά της μεταβατικής περιόδου, καθώς αυτή διαιωνίζει τον κίνδυνο για την υγεία, την εκπαίδευση και την ευεξία των νέων.

7.2. Οι απόψεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων στηρίζονται σε έρευνα που διεξήγαγε η Market and Opinion Research International (MORI), παρά το γεγονός ότι η έρευνα περιοριζόταν σε μαθητές ηλικίας 11 μέχρι 16 ετών.

7.3. Δεν παρασχέθηκαν στοιχεία από καμία πλευρά που να επιβεβαιώνουν ότι οι ευκαιρίες των νέων για απασχόληση επηρεάζονται από τη μη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της οδηγίας. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι δεν φαίνεται να υπάρχουν στατιστικά δεδομένα για την υποστήριξη του επιχειρήματος ότι η κατάργηση το 1989 του ελέγχου των ωρών εργασίας των ατόμων ηλικίας μεταξύ 16 και 18 ετών αύξησε τις ευκαιρίες των εν λόγω ατόμων για απασχόληση.

7.4. Οι υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχουν έλθει σε επαφές με τις αρμόδιες αρχές του ΗΒ με στόχο να τις ενημερώσουν για την επικείμενη έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή της έκθεσης για το άρθρο 17(1)(β). Οι αρχές του ΗΒ είχαν επίγνωση της λήξης της μεταβατικής περιόδου και ενημερώθηκαν από τους υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τους κανόνες περί ευελιξίας που προβλέπονται από τα άρθρα 8 (5) και 9 (2) της οδηγίας.

Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι:

* Η εξαετής περίοδος εφαρμογής ήταν επαρκής ώστε να μπορέσει το ΗΒ να προσαρμόσει σταδιακά τη νομοθεσία του σε όλες τις ελάχιστες απαιτήσεις που ορίζονται σε κοινοτικό επίπεδο με την οδηγία του Συμβουλίου για την προστασία των νέων κατά την εργασία. καθώς το θέμα υπό αμφισβήτηση είναι η προστασία της υγείας και της ασφάλειας των νέων, η πλήρης και αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας στο σύνολο των 15 κρατών μελών πρέπει να αποτελέσει κύριο μέλημα για καθένα από αυτά.

* Η οδηγία περιλαμβάνει αρκετές δυνατότητες για παρέκκλιση στα άρθρα 8 (5) και 9 (2), που παρέχουν την απαιτούμενη ευελιξία. Η ιδιαίτερη δυσκολία που εντοπίστηκε από την CBI σε ό,τι αφορά την εφαρμογή των εν λόγω μεμονωμένων παρεκκλίσεων δεν φαίνεται να υποστηρίζεται από την εμπειρία του άλλου κράτους μέλους κοινού δικαίου, την Ιρλανδία, της οποίας το σύστημα επίσης προβλέπει μεμονωμένα δικαιώματα: βλ. Νόμο περί προστασίας των νέων (Απασχόληση) του 1996.

* Καθώς η προθεσμία για την εφαρμογή της πρώτης υποπαραγράφου του άρθρου 8(1)(β) όσον αφορά τη διάταξη σχετικά με τη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, καθώς και του άρθρου 8(2) και του άρθρο 9(1)(β) και (2), έληξε στις 22 Ιουνίου 2000, το ΗΒ πρέπει να εξασφαλίσει την πλήρη εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας 94/33/ΕΚ του Συμβουλίου.

Top